Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 25, 2018

Ο άγνωστος συνταξιδιώτης


Αποτέλεσμα εικόνας για εικονα χριστουγεννων

Χριστουγεννιάτικες στορίες, ἀρ. 17

π. Δημητρίου Μπόκου
«Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον» (Ματθ. 2, 13)
Έκοψε το γρήγορο τρεχαλητό του, καθώς στο εξασκημένο αυτί του έφτασε χαρούμενο μουρμουρητό τρεχούμενου νερού. Χώθηκε στα χαμόκλαδα αναζητώντας με λαχτάρα την πηγή.

Ήπιε λαίμαργα, βρέχοντας ηδονικά τα φλογισμένα χείλη του. Γέμισε το απλόχερό του και έριξε το δροσερό νερό στο κάθιδρο, ξαναμμένο πρόσωπό του, ενώ το βλέμμα του αγριεμένο δεν έπαυε στιγμή να στρέφεται πίσω ερευνώντας επίμονα. Πώς έγινε να ξεφυτρώσουν ξαφνικά στην περιοχή του τόσοι στρατιώτες;
Ήταν γνωστός κακοποιός και επικηρυγμένος βέβαια. Ποτέ του δεν ησύχαζε. Μα απόφευγε πάντα τις κακοτοπιές και τα κατάφερνε πολύ καλά να ξεγλιστρά στα επικίνδυνα συναπαντήματα. Από τον φόβο της καταδίωξης ο ύπνος του δεν ήταν ποτέ ήρεμος, βαθύς, ειρηνικός. Ή μήπως να ’ταν τα μαστιγώματα της βαρυφορτωμένης του συνείδησης, που δεν τον άφηναν λεπτό να ησυχάσει;
Μα τί ωστόσο άλλαξε κι ολόκληρος στρατός ερχόταν καταπάνω του; Δεν του είχε ξανασυμβεί να αναμετρηθεί με τόσο πλήθος. Από όσο ήξερε, βρισκόταν μες στη σφαίρα επιρροής του ανελέητου Ηρώδη. Δικό του σχέδιο θα ήταν σίγουρα και τούτη η επιχείρηση. Τον τύλιξε βαθειά ανησυχία. Βάλθηκαν μήπως να τελειώνουν μια και καλή μαζί του;
Ξαναπήρε με βιάση τον ανήφορο, φροντίζοντας να κρύβεται καλά στους θάμνους και τα βράχια. Στη βάση του λοφίσκου χαμηλά, ασπίδες, κράνη και σπαθιά άστραφταν στον μεσημεριάτικο ήλιο. Η φάλαγγα των διωκτών συνέχιζε ακάθεκτη. Μα πώς έγινε μια τέτοια ανατροπή;
Ερχόταν να ληστέψει το μικρό χωριό. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Ο φοβερός ληστής που έτρεμαν οι πάντες στο άκουσμά του. Που δεν ήξερε τί θα πει έλεος για τα θύματά του. Και να που τώρα βρίσκεται κυνηγημένος αναπάντεχα, με ολόκληρο στράτευμα να επελαύνει πίσω του. Ήταν το τελευταίο που περίμενε να συναντήσει εδώ. Από διώκτης να βρεθεί διωκόμενος. Από θηρευτής θήραμα. Μα πώς βρέθηκαν ξοπίσω του; Πώς τον εντόπισαν, τη στιγμή που φρόντιζε προσεκτικά να μην αφήνει ίχνη πουθενά;
Δρασκέλισε την κορφή του λόφου και λοξοδρόμησε για να παρακάμψει το χωριό που απλωνόταν στην πλαγιά. Στρέφοντας πίσω του ξανά, είδε τους στρατιώτες να κατηφορίζουν και να σκορπίζουν στους δρόμους του οικισμού. Δεν τον πήραν είδηση. Κρύφτηκε πίσω απ’ τον μεγαλύτερο βράχο και σκαρφάλωσε προσεκτικά στην κορφή του. Από εκεί, χωρίς να φαίνεται, είχε την πλήρη εποπτεία της μικρής κοιλάδας.
Θα τον έψαχναν τώρα από σπίτι σε σπίτι. Θα έπαιρνε λιγάκι χρόνο αυτό. Μπορούσε να ανασάνει μια στιγμή. Η πανοπλία του τον βάραινε. Έγειρε στη σκιά του βράχου για μια λιγόλεπτη ανάπαυση. Μα σχεδόν αμέσως δυνατές φωνές ακούστηκαν απ’ το χωριό. Γυναικείες κραυγές και κλάματα παιδιών έσμιξαν με άγριες αντρικές φωνές. Θρήνοι γοεροί υψώθηκαν τελικά από παντού, πνίγοντας σιγά-σιγά ανάμεσά τους κάθε άλλη οχλοβοή.
Τινάχτηκε απορημένος ο ληστής, σκαρφάλωσε στου βράχου την κορφή ξανά. Μα σαν αντίκρυσε το θέαμα μπροστά του, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Τί ήταν πάλι τούτο; Απ’ όλες τις γωνιές πετάγονταν τρέχοντας με τα μωρά στην αγκαλιά τρομαγμένες μητέρες. Πίσω τους στρατιώτες με γυμνά σπαθιά τις κυνηγούσαν. Κι όταν τις έφταναν, αντί γι’ αυτές, άρπαζαν και σκότωναν τα νήπια. Μα αυτό κι αν ήταν απίστευτο! Από πότε τα βρέφη έγιναν απειλή για τον Ηρώδη; Ποια επιβουλή διέβλεπε σ’ αυτά για την εξουσία του; Ποιον επικίνδυνο «ύποπτο» καταζητούσε ανάμεσά τους; Κάποιον ίσως μελλοντικό βασιλιά; Αντί να βρει εξήγηση ο ληστής, μπερδεύτηκε περισσότερο. Το μόνο που κατάλαβε ήταν πως η τόση εκστρατεία στόχευε τελικά αλλού. Δεν ήταν αυτός στο στόχαστρο. Προσωρινά τουλάχιστον, μπορούσε να χαλαρώσει.
Απ’ την κρυψώνα του παρακολουθούσε με ασφάλεια την εξέλιξη. Και να! Ερχόταν τώρα προς το μέρος του, τρικλίζοντας μάλλον παρά τρέχοντας, μια έξαλλη μητέρα, με το βρέφος της στην αγκαλιά της. Μα η γριά Ελισάβετ είχε μετρημένες τις δυνάμεις της. Οι στρατιώτες την πλησίαζαν με γρηγοράδα. Κι ερχόντουσαν ίσια καταπάνω του. Ο ληστής τα χρειάστηκε. Πήδηξε κάτω, πίσω από τον βράχο κι έτρεξε γοργά προς το πλάι, δρασκελίζοντας σκυφτά πέτρες και χαμόκλαδα, να βγει απ’ την ακτίνα καταδίωξης.
Μα καθώς έβλεπε τους στρατιώτες να πλησιάζουν επικίνδυνα την άτυχη μάνα, κάτι σάλεψε μέσα του. Άρπαξε αστραπιαία το τόξο του, πέρασε γρήγορα ένα βέλος και σημάδεψε. Μα στη στιγμή το χαμήλωσε. Τί πήγαινε να κάνει; Τί ελπίδες μπορούσε να έχει απέναντι σε τόσους στρατιώτες; Θα ’ταν σίγουρα αυτοκτονία ν’ αναμετρηθεί με τόσο στράτευμα. Το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να προδώσει τη θέση του. Ελεεινολόγησε τον εαυτό του. Τί τον έπιασε τώρα; Αυτός, ο φοβερός λήσταρχος που έφαγε κόσμο και κοσμάκη δίχως έλεος, να προδοθεί έτσι, στα καλά καθούμενα, από ανόητα αισθήματα!
-Τα ’χω χάσει για τα καλά! μουρμούρισε ταραγμένος, βρίζοντας με θυμό τον εαυτό του.
Μα ό,τι ακολούθησε τον τάραξε ακόμα περισσότερο. Ο πρώτος στρατιώτης είχε φτάσει σχεδόν την ταλαίπωρη γραία, που σερνόταν αποκαμωμένη από τον τρόμο και την κόπωση. Ο βράχος που προστάτευε νωρίτερα τον ληστή, υψωνόταν βουνό μπροστά της και της έκοβε τον δρόμο. Ο στρατιώτης αμείλικτος άπλωσε το στιβαρό χέρι του να αποσπάσει το τρυφερό βρέφος από τη μητρική αγκαλιά. Στο άλλο χέρι του έσταζε γυμνό το ματωμένο ξίφος του. Ήταν φανερό το τί θα επακολουθούσε. Την ύστατη εκείνη στιγμή η τραγική μάνα ύψωσε χέρια και μάτια ψηλά και έκραξε γεμάτη αγωνία:
-Σώσε μας, Κύριε! Έδωσες υπόσχεση γι’ αυτό το παιδί!
Ο τεράστιος βράχος που έφραζε τον δρόμο της, άνοιξε αυτοστιγμεί στα δυο. Μάνα και γιος βρέθηκαν στην αγκαλιά του και τα δυο του κομμάτια ξανάκλεισαν ακαριαία. Ο στρατιώτης εμβρόντητος έβγαλε δυνατή κραυγή τρόμου και έκαμε άλμα προς τα πίσω, σαν να τον έσπρωξε αόρατη δύναμη. Κοκκάλωσε στον τόπο του κι έμεινε να κοιτάζει ενεός, αδυνατώντας να συλλάβει το τί μόλις παίχτηκε μπροστά του.
Μα και ο ληστής αναπήδησε και τα μάτια του πετάχτηκαν από τις κόγχες τους. Μόνο που δεν σάλεψαν τα λογικά του. Ακούσια στρατιώτης και ληστής, έγιναν ταυτόχρονα αυτόπτες μάρτυρες, ότι ο Ύψιστος την ημέρα εκείνη «επορεύθη εις την ορεινήν μετά σπουδής, εις πόλιν Ιούδα» και ήλθε «βοηθός και σκεπαστής εις σωτηρίαν» του αδύναμου βρέφους. Υπακούοντας στην εντολή Εκείνου που είχε τη δύναμη να «οπλοποιήσει την κτίσιν εις άμυναν εχθρών», ο σκληρός γρανίτης θα προστάτευε το εύθραυστο βρέφος. Γιατί το βρέφος της Ελισάβετ μόνο τυχαίο δεν ήταν. Είχε αποστολή. Ήταν ο εκλεκτός του Κυρίου πρόδρομος.
Ο Ηρώδης δεν άργησε να λάβει αναφορά για τα γενόμενα. Κατάλαβε πως το θεόσωστο εκείνο βρέφος δεν ήταν σαν τα υπόλοιπα. Σχετιζόταν σίγουρα με ό,τι τόσο έντονα απασχολούσε τον ίδιο. Να ήταν άραγε ο «καταζητούμενός» του; Ο μελλοντικός βασιλιάς; Ή μήπως ο κρίκος που θα τον οδηγούσε σ’ αυτόν; Αναζήτησε αμέσως τον πατέρα του. Ο γηραιός προφήτης Ζαχαρίας εκτελούσε στον ναό του Υψίστου την τάξη «της εφημερίας αυτού έναντι του Θεού». Οι στρατιώτες ζήτησαν να τους αποκαλύψει πού βρίσκεται κρυμμένος ο γιος του. Όμως εκείνος απάντησε πως δεν γνώριζε κάτι, αφού δεν βρισκόταν «εις τον οίκον αυτού, …εν τη ορεινή της Ιουδαίας», αλλά στα Ιεροσόλυμα περιμένοντας να συμπληρωθούν «αι ημέραι της λειτουργίας αυτού». Μα η απάνθρωπη καχυποψία του Ηρώδη δεν κάμφθηκε. Έδωσε εντολή να σφαγιασθεί ο προφήτης, πράγμα που έγινε αμέσως εκεί, στον άγιο τόπο του θείου θυσιαστηρίου. Ο Ζαχαρίας, σε αντίθεση με τον μικρό του γιο, είχε επιτελέσει την αποστολή του. Είχε φτάσει στο τέλος του δρόμου του.
Άγγελοι του Θεού έφεραν την αγία του ψυχή ενώπιον του θρόνου του Βασιλέως του μεγάλου, της έδωσαν θέση «υποκάτω του θυσιαστηρίου». Εκεί που οι ψυχές όλων «των εσφαγμένων διά τον λόγον του Θεού και διά την μαρτυρίαν του αρνίου», ντυμένες λευκές στολές, αναπαύονται και περιμένουν «έτι χρόνον μικρόν, έως πληρώσωσι και οι σύνδουλοι αυτών και οι αδελφοί αυτών οι μέλλοντες αποκτέννεσθαι ως και αυτοί».Μάζεψαν ευλαβικά το αίμα του και το έσμιξαν, μέσα σε ολόχρυση φιάλη, με το «αίμα αγίων και προφητών»,ώστε ενώπιον «του καθημένου επί του θρόνου» να βρίσκεται διαρκώς «παν αίμα δίκαιον εκχυνόμενον επί της γης από του αίματος Άβελ του δικαίου έως του αίματος Ζαχαρίου, υιού Βαραχίου», που μόλις είχε άδικα φονευτεί «μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου».
Τα απρόσμενα γεγονότα συντάραξαν και έριξαν σε βαθειά συλλογή τον ληστή. Γιατί τόσο μένος απέναντι στα άκακα βρέφη; Όσο κι αν έξυσε με αμηχανία το κεφάλι του, το απλοϊκό του μυαλό δεν μπόρεσε να βρει την άκρη. Γι’ αυτό και έκρινε σωστό να δείξει φρόνηση. Γιατί να διακινδυνεύει σε μέρη τόσο επικίνδυνα; Καλύτερα να βγει από τα όρια της επιρροής του στρατού του Ηρώδη. Και πού αλλού θα εύρισκε καλύτερη ασφάλεια και ησυχία από τις αχανείς ερήμους του νότου, προς Αίγυπτο μεριά, όπου κάθε κατατρεγμένος εύρισκε από αιώνες καταφύγιο!
Ακολουθώντας λοιπόν την πάγια πεπατημένη βρέθηκε να πορεύεται κι αυτός μέρες αργότερα «κατά μεσημβρίαν επί την οδόν την καταβαίνουσαν από Ιερουσαλήμ εις Γάζαν». Στις έρημες καυτές περιοχές με την ελάχιστη βλάστηση, ακόμα και για έναν ρωμαλέο άντρα σαν αυτόν, η πορεία ήταν πάντα επίπονη. Μα ωστόσο ήταν τέλεια εξασκημένος στην κάθε κακουχία. Και γνώριζε να εφοδιάζεται καλά με την απαιτούμενη εφεδρεία. Όσο για τους κακοποιούς που καθ’ οδόν ενέδρευαν, όντας φόβητρο αυτός, αρματωμένος σαν αστακός, τον φοβόντουσαν αντί να τους φοβάται. Δεν περνούσε άλλωστε άγνωστα μέρη. Πολλές φορές είχε αναζητήσει καταφύγιο στις αφιλόξενες εκείνες ερημιές. Δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα. Κανόνιζε την πορεία του με βάση τις λιγοστές μα τόσο απαραίτητες πηγές, που γνώριζε καλά τη θέση τους.
Ο ήλιος είχε ανεβεί ψηλά μεταβάλλοντας την έρημο σε φλόγα, όταν ο ληστής αραξοβόλησε στην πρώτη δροσερή όαση. Μια πράσινη συστάδα δέντρων έριχνε την πολυπόθητη σκιά της γύρω από την πηγή, που ανέβλυζε πλούσια και ξαναχάριζε τη ζωογόνα φλέβα της στη διψασμένη γη. Δροσίστηκε, πλύθηκε, τίναξε τη σκόνη που είχε σκεπάσει τα ρούχα και την πανοπλία του.
Ξεκουραζόταν ακόμα στην απολαυστική σκιά, όταν στο βάθος του δρόμου παρατήρησε κίνηση. Μια συνοδεία πλησίαζε αργά μέσα στην πνικτική λαύρα της ερήμου. Κρύφτηκε γρήγορα στην πυκνή συστάδα και παραμόνευε προσεκτικά. Η συνοδεία, ιδιαίτερα μικρή -ένας σεβάσμιος πρεσβύτης, ένας μεσόκοπος άντρας, ένα νεαρό κορίτσι πάνω σε γαϊδουράκι με το μωρό της αγκαλιά- ήρθε κατ’ ευθείαν και πέζεψε στην πηγή. Ο ληστής τούς ζύγισε με μια και μόνο ματιά. Ήταν παιχνιδάκι γι’ αυτόν να τους βάλει στο χέρι του.
Ο μεσόκοπος, που τον φώναζαν Ιάκωβο και ήταν ο μεγάλος γιος του πρεσβύτη, βοήθησε τη νεαρή μητέρα να κατέβει. Έφερε νερό απ’ την πηγή και τους έδωσε να πιουν, πότισε και το διψασμένο ζώο. Άνοιξε το σακούλι του και έβγαλε τις λιγοστές τους προμήθειες.
-  Ελάτε, πατέρα! είπε μόνο.
Έφαγαν το λιτό φαγητό τους και η νεαρή μητέρα σηκώθηκε. Κατέβηκε στην πηγή και έπλυνε τα σπάργανα του μωρού της. Τα άπλωσε παραπέρα σε μια μεγάλη πέτρα, να στεγνώσουν στον ήλιο. Ο ληστής δεν έχανε κίνηση. Ετοιμαζόταν για την εξόρμησή του. Δεν χαριζόταν σε κανέναν. Η ληστεία ήταν η μόνη δουλειά που ήξερε για να ζει. Μα καθώς η ανύποπτη κόρη γύρισε προς το μέρος του, αντικρύζοντας το πρόσωπό της ο ληστής, καθηλώθηκε. Εντυπωσιάστηκε βαθιά. Τέτοια μορφή με τόση χάρη δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Το πρόσωπό της, παιδικό σχεδόν, αχτιδοβολούσε παρθενική ανέγγιχτη ομορφιά. Φως υπερκόσμιο ξεχυνόταν, θεϊκό, απ’ το καλοσυνάτο βλέμμα της. Φάνταζε «περιβεβλημένη τον ήλιον και η σελήνη υποκάτω των ποδών αυτής». Μα ποια ήταν η κόρη αυτή, που έσταζε δροσιά σαν την αυγή;«Η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος»;
Η νεαρή μητέρα με ελαφρές κινήσεις πήρε το βρέφος στην αγκαλιά της. Έσκυψε, ακούμπησε απαλά το μάγουλό της στο πρόσωπό του, το φίλησε γλυκά. Βλέποντας το βρέφος και τη γλυκοφιλούσα μητέρα ο ληστής, ξέχασε τα σχέδιά του εντελώς. Έμεινε μόνο να παρατηρεί ασάλευτος, χωρίς αίσθηση τόπου και χρόνου. Το φωτεινό χαμόγελο του βρέφους και η απέραντη αγάπη που αντιφέγγιζε στο παιδικό ακόμα βλέμμα της μάνας, κάτι πρωτόγνωρο γέννησαν μέσα του. Ένοιωσε ανάλαφρος. Μια παραδεισιακή γλυκύτητα εισχώρησε στην καρδιά του, ανοίγοντας βαθειά ρωγμή στη γρανιτένια σκληράδα της. Τα πυκνά κλαδιά τον έκρυβαν κι όμως είχε την αίσθηση πως το βρέφος εκείνο, χωρίς να τον κοιτάζει, τον έβλεπε. Αισθανόταν γυμνός μπρος στο βλέμμα του και ήθελε να κρυφτεί, σαν τον πρωτόπλαστο μες στην Εδέμ μετά την παρακοή. Μα ταυτόχρονα μια έλξη μυστική τον τραβούσε προς το βρέφος και τη μητέρα του. Μια πρωτόφαντη μαγευτική έκσταση, παντελώς άγνωστη μέχρι τότε, αιχμαλώτιζε την καρδιά του.
Διαισθανόταν σχέση μυστική ανάμεσα στο βρέφος αυτό και σε εκείνο που θαυματουργικά σώθηκε απ’ τη σφαγή στην ορεινή της Ιουδαίας. Μυστικό νήμα ένωνε τις ζωές τους με τρόπο ανερμήνευτο. Θαυμαστό εκείνο, μα ετούτο πανθαύμαστο! Εκείνο λύχνος προδρομικός, ετούτο ήλιος ολοφώτεινος! Η βαθειά τους επιρροή αλλοίωνε τώρα και τη δική του ζωή. Η σκέψη του έπαιρνε δρόμους διαφορετικούς. Αυτός που δεν λογάριασε ποτέ την ανθρώπινη ζωή, ένοιωθε, για πρώτη φορά, πως δεν θα μπορούσε ποτέ να βλάψει τη μητέρα τούτη και το βρέφος της. Για πρώτη φορά πλημμύριζε από διάθεση να τους προστατεύσει. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε την ανάγκη κι ευχήθηκε να ήταν κι αυτός καλός. Ένοιωσε ξαφνικά πως έχει τη δύναμη να αγαπήσει κι αυτός. Και τί παράξενο! Δεν νόμιζε πια αδυναμία την αγάπη. Το να ζει για το καλό, του φαινόταν τώρα υπέροχος σκοπός. Η ζωή του άλλαζε απρόσμενα. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του!
Η μικρή συνοδεία συνέχισε τον δρόμο της. Βάδιζε για μέρες στους έρημους δρόμους, μα δεν ήταν πια μόνη. Κρυμμένος προσεκτικά πίσω τους, ακολουθούσε ένας άγνωστος συνταξιδιώτης. Ο ληστής τους πήρε κατά πόδι. Χωρίς να του το ζητήσει κανείς, αυτοανακηρύχτηκε μυστικά προσωπικός τους φρουρός. Γιατί το έκανε; Παραξενευόταν και ο ίδιος. Και τί δεν είδαν όμως τα μάτια του, στην παράξενη τούτη αποστολή του! Τα γεγονότα τον πήγαιναν από έκπληξη σε έκπληξη.
Θηρία τους πλησίαζαν, λέοντες και παρδάλεις, μα αντί να τους κατασπαράξουν, σέρνονταν σαν πιστά σκυλάκια στα πόδια τους, προσκυνούσαν υπάκουα κι έφευγαν. Φοβεροί ληστές πετάγονταν μπροστά τους, μα αντί να τους πειράζουν, γονάτιζαν μπροστά τους ταπεινά και φιλούσαν τα ίχνη τους στο χώμα, χωρίς να αγγίζουν ούτε τρίχα τους. Κι όπου πατούσαν τα ευλογημένα πόδια τους, φύτρωναν αμέσως σε μια ατέλειωτη σειρά πίσω τους ευωδιαστά πολύχρωμα λουλούδια. Πανύψηλοι φοίνικες λύγιζαν τις φορτωμένες τους κορφές, αποθέτοντας μπρος τους ώριμους γλυκύτατους καρπούς. Σε κάθε πηγή που σταματούσαν να δροσιστούν και να ξεκουραστούν, τα δέντρα έγερναν και τους προσκυνούσαν ευλαβικά.
Ο ληστής ακολουθούσε, παρακολουθούσε, αλλοιωνόταν. Κρυβόταν επιδέξια, μα ωστόσο αναρωτιόταν: Συνταξίδευε κρυμμένος μαζί τους, μα τους ήταν άραγε ακόμα άγνωστος; Είχε την αίσθηση πως του μικρού εκείνου βρέφους η ματιά δεν έφευγε από πάνω του, με όση φροντίδα κι αν έκρυβε τον εαυτό του. Πως το γλυκό του χαμόγελο προοριζόταν γι’ αυτόν. Κι όταν στην αγκαλιά της μάνας του κουνούσε στον αέρα τα μικρά του χέρια, νόμιζε πως ένευε προς το μέρος του, πως τον καλούσε μυστικά κοντά του.
Ο χρόνος υποτάχτηκε κι αυτός στην ακατανίκητη επιρροή του μυστηριώδους βρέφους. Οι μέρες του ταξιδιού ανεξήγητα συντομεύτηκαν. Ο ληστής τις μέτραγε, μα δεν κατάλαβε πότε βρέθηκαν κιόλας στα πρόθυρα της Θηβαΐδας, στην Ερμούπολη της Μέσης Αιγύπτου. Η θεϊκή συνοδεία δροσίστηκε για τελευταία φορά κάτω απ’ τη σκιά μιας περσικής τεράστιας μηλιάς, που λύγισε την κορφή της ως τη γη, για να τους υποδεχτεί και αυτή θεοπρεπώς. Ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων φάνηκε να έρχεται απ’ τη μεριά της πόλης. Ο ληστής τα χρειάστηκε. Τί ήθελαν όλοι αυτοί; Ποιες ήταν οι προθέσεις τους; Οχυρώθηκε αθέατος και έπιασε τα όπλα του. Θα υπερασπιζόταν το θεϊκό βρέφος και τηλοχεύουσα κόρη. Δεν φοβόταν πια να πεθάνει γι’ αυτούς.
Μα δεν χρειάστηκε. Οι άνθρωποι ήρθαν να τους αναγγείλουν συνταρακτικά νέα. Είπαν ότι κατάλαβαν τον ερχομό τους, γιατί έγινε στον τόπο τους την προηγούμενη νύχτα μια παράξενη καταστροφή. Τα είδωλα σ’ όλους τους ναούς τους έπεσαν και συντρίφτηκαν με φοβερό πάταγο στη γη. Και το απροσδόκητο αυτό γεγονός μια εξήγηση μόνο μπορούσε να έχει γι’ αυτούς: Πως ήλθε στη χώρα τους ένας μεγάλος, ανίκητος, μοναδικός, αληθινός Θεός. Που εμπρός του οι θεοί-δαιμόνια των εθνών δεν είχαν τόπο να σταθούν. Και οι άνθρωποι αυτοί, λυτρωμένοι πλέον από τη στυγερή καταδυνάστευσή τους, βγήκαν σε αναζήτηση αυτού του παντοδύναμου Θεού. Για να τον υποδεχθούν. Να τον προσκυνήσουν. Να τον κάμουν Θεό τους. Ο φωτισμός της αλήθειας είχε λάμψει ήδη και στη χώρα τους. Κατάλαβαν ότι ζούσαν μέχρι τότε στο σκοτάδι.
Ήταν τα παιδιά εκείνων που πεισματικά, αιώνες πριν, δείχτηκαν απειθάρχητοι στο άγιο θέλημά του και γεύτηκαν την αδέκαστη δικαιοσύνη του, τις δέκα φοβερές πληγές, τη μόνη γλώσσα που μπορούσαν τότε να καταλάβουν. Ο Κύριος «εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ» έκαμε «θαυμάσια μεγάλα» απέναντί τους, μα αυτοί δεν άνοιξαν τα μάτια τους να δούν. Και τελικά ο Κύριος «επάταξε τα πρωτότοκα Αιγύπτου από ανθρώπου έως κτήνους. Εξαπέστειλε σημεία και τέρατα εν μέσω» της Αιγύπτου, «εν Φαραώ και εν πάσι τοις δούλοις αυτού. Επάταξεν έθνη πολλά και απέκτεινε βασιλείς κραταιούς».
Μα τώρα ο δυνατός Κύριος, βρέφος μικρό, κυνηγημένο, αδύναμο, επισκέπτεται ξανά τη χώρα τους. Ζητάει προστασία φαινομενικά, μα στην ουσία τούς καλεί σε νέα σχέση μαζί του. Έρχεται αδύναμος, για να ωθήσει την πέτρινη καρδιά τους σε κίνηση αγάπης απέναντί του. Και να, που αυτοί δεν κάνουν το λάθος των πατέρων τους. Αναγνωρίζουν ότι «ο υψηλός Θεός επί γης εφάνη ταπεινός άνθρωπος». Και αυτό έγινε αποκλειστικά για χάρη τους. Για να ονομάσει λαό του κι αυτούς, «τον ου λαόν» του.  Αποκρυπτογραφούν στη δική του κίνηση τη γλώσσα της άφατης αγάπης του, που αδυνατούσαν να διαβάσουν οι πατέρες τους.
Η άγνωστη ως τότε προοπτική μιας νέας κτίσης, πάνω στη θέση των αρχαίων πραγμάτων, ανέτελλε ήδη σαγηνευτική, ελπιδοφόρα, υπέροχη, από το βλέμμα του θείου βρέφους. Έβλεπαν τη μητροπάρθενη κόρη να βαστάζει «εν αγκάλαις», χωρίς να φλέγεται, άυλο πυρ, την θεότητα, όπως η άφλεκτος βάτος «πάλαι η εν Σινά». «Νεύματι θεαρχικώ» οδηγημένοι, γνώρισαν όλοι μυστικά και προσκύνησαν «παιδίον νέον, τον προ αιώνων Θεόν».Μια δοξολογική κραυγή υψώθηκε από όλα τα στόματα προς την άχραντη μητέρα του:
-  «Χαίρε, ανόρθωσις των ανθρώπων! Χαίρε, κατάπτωσις των δαιμόνων»!
Η ανύμφευτη νύμφη με τον άφθορο τοκετό της τους πρόσφερε σαρκοφόρο τον Θεό, αποδεικνύοντας απάτη, πλάνη, δόλιο ψεύδος τα είδωλα. Η ομορφιά της, πηγάζοντας έσωθεν, φάνταζε απύθμενη θάλασσα,«ποντίσασα Φαραώ τον νοητόν», όπως η Ερυθρά «πόντω εκάλυψε» τον ιταμό Αιγύπτιο δυνάστη άλλοτε. Στα μάτια τους δεν ήταν πια η εύθραυστη κόρη, αλλά βράχος, η πέτρα που ανέβλυζε ποταμούς «ύδατος ζώντος» για«τους διψώντας την ζωήν», όπως από την άλλη εκείνη πέτρα της ερήμου «ερρύησαν ύδατα και χείμαρροι κατεκλύσθησαν» για τον διψασμένο λαό του Θεού. Το ταπεινό της ανάστημα υψωνόταν τώρα πελώριο, νέος πύρινος στύλος «οδηγών τους εν σκότει», «σκέπη του κόσμου πλατυτέρα νεφέλης». Νέα «γη της επαγγελίας» η Θεοτόκος ανέβλυζε «μέλι και γάλα», «τον άρτον εκ του ουρανού τον αληθινόν», την αθάνατη ζωηφόρα τροφή που διαδέχτηκε «άρτον αγγέλων», το θεόσδοτο μάννα της ερήμου.
Πεσμένος στα γόνατα, προσκυνούσε μαζί τους το θείο βρέφος απ’ την αθέατη κρύπτη του και ο άγνωστος συνταξιδιώτης. Όχι τον ασήμαντο ληστή λοιπόν, αλλά αυτό το βρέφος, τον Βασιλέα των όλων και παντοδύναμο Θεό, κυνηγούσε απεγνωσμένα και ανόητα ο Ηρώδης. Έταξε τότε ο ληστής ενδόμυχα με ζέση, να μην εγκαταλείψει ποτέ τον Βασιλέα του, να συνταξιδεύει ισόβια μαζί του μυστικά. Και τέτοιος άνεμος χαράς τον συνεπήρε, που έλειωνε μέσα του, ριγούσε σαν του
Ἀντιύλη
Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, 481 00  Πρέβεζα
Τηλ. 26820 23075 / 25861 / 697-280.9268
μικρού παιδιού η σκληροτράχηλη καρδιά του.
Έστρεψε γελαστό το βρέφος τη ματιά του στον κρυφό του ακόλουθο, «φως ιλαρόν», αχτιδοβόλο, έπεμψε πάνω του.
Πρώτος, καλόδεχτος στον ουρανό, ακόμα κι ο ληστής που δέχεται με την καρδιά μικρού παιδιού τη Βασιλεία του Θεού!

Η Συμβολή της Παρθένου στο μυστήριο της Γεννήσεως

Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός, 
Ομιλία για τα Χριστούγεννα
Πάντοτε η συνάθροισή μας εδώ εν ονόματι της Χάριτος του Χριστού μας ήτο επωφελής. Σήμερον δε,  είναι κάποια εξαίρεσις ασυγκρίτως πολύ μεγάλη. Διότι σήμερα εορτάζομεν την γέννησην του Χριστού μας. Αυτό δεν θα ερμηνευθεί ποτέ, ούτε στον παρόντα αιώνα, ούτε στον μέλλοντα, στην αιωνιότητα, όταν θα τελειοποιηθεί όλη η λογική φύσις, ούτε τότε θα κατανοήσει το ασύλληπτον μυστήριον της αφάτου κενώσεως του Θεού Λόγου, ειδικά για την σωτηρία του ανθρώπου. Σύμπασα η κτίσις μετέσχε, μετέχει και θα μετάσχει όλης της πανευλογίας της Θείας κενώσεως. Αλλά αυτά είναι τα περισσεύματα, ο πραγματικός στόχος είναι ο άνθρωπος. Για την κτίσιν δεν χρειαζόταν η κένωσις. Αυτός που είπε και εγεννήθησαν, ενετείλατο και εκτίσθησαν, δεν χρειαζόταν να κατέβει εδώ και να ταπεινωθεί. Θα ημπορούσε να το κάνει και προστακτικά. Αυτό δεν θα κάνει και στην παλιγγενεσία; Σε χρόνον αστραπής θα ανακαινίσει το σύμπαν.
Η Συμβολή της Παρθένου στο μυστήριο της Γεννήσεως
Στον άνθρωπον όμως δεν έγινε αυτό και αυτό είναι η προσοχή μας. Το τι σημαίνει το κατ’ εικόνα και ομοίωση. Ο άνθρωπος, αδελφοί μου, είναι το ιδιαίτερο καμάρι της θεοπρεπούς μεγαλοσύνης. Βλέπετε ενώ τα σύμπαντα, όπως είπα, κατασκευάστηκαν προστακτικά, τον άνθρωπον ο Θεός δεν τον έκανε προστακτικά. Τον κατασκεύασεν ιδιοχείρως και του έδωσε τις ιδιότητες και τον χαρακτήρα ούτως ώστε να γίνει χωρητικός των θείων ιδιοτήτων, εκτός του να είναι κατά φύσιν θεός. Λοιπόν, αυτό το κατ’ εικόνα και ομοίωσιν επλανήθη και εξέπεσε. Η Παναγάπη του Χριστού μας, για να δείξει ότι πράγματι είναι κατ’ εικόνα και ομοίωσιν ο άνθρωπος και εις τούτο απόκεινται όλες οι ευλογίες και η θέωσις, γι’ αυτό έρχεται ο Ίδιος ιδιοχείρως να αναπλάσει μεν τον άνθρωπον οντολογικά καθώς τον κατασκεύασε καθ’ ομοίωσίν Του, αλλά και να του δείξει και τον τρόπο πρακτικά της πάλης και του βιώματός του εδώ στην κοιλάδα του κλαυθμώνος.
Η αιτία της καταστροφής ήταν ο εγωισμός και η φιλαυτία… Έρχεται η Θεία Κένωσις και έρχεται τώρα να γίνει βρέφος Αυτός που τη δρακί περιέχει το σύμπαν. Να έρθει ως βρέφος ταπεινόν, από μια ταπεινήν κόρη, την αειπάρθενό Του Μητέρα και με άφραστον και ασύλληπτον και ακατανόητον τρόπο εγεννήθην ως άνθρωπος κρατώντας την αγνότητα της μητέρας και την ιδικήν Του. Κάτι θα πω εδώ που δεν ξέρω πώς θα γίνει, είναι σε μια παρέκκλισιν. Είναι η σημασία ακριβώς της αγνότητος. Αυτό με συγκλόνισε κυριολεκτικά για τον λόγον ότι προόρισε αυτήν την κόρη προ καταβολής κόσμου και μετά όταν ήρθαν οι πρόγονοι αυτής της φυλής, από τότε άρχισε να τους δείχνει ο Θεός ότι από την ρίζα τους θα φυτρώσει αυτό το κοράσιον που θα συνεργήσει Αυτή να δώσει σάρκα, να δώσει ανθρώπινον σώμα εις τον Θεόν Λόγον καθώς ευδόκησεν η αγαθότης Του να αναπλάσει τα πάντα. Μένει αυτό το κοράσιον αγνότατον, βλέπετε, και εις την περίοδον ακόμα της συλλήψεως, όπως βλέπετε, όταν της είπε ο Άγγελος ότι θα γεννήσει υιόν, τρόμαξε το κοριτσάκι, λέει μα πώς είναι δυνατόν; Αφού εγώ δεν έχω σχέση με άντρα! Λέει, όχι, μη φοβάσαι, της λέει, Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι. Γι’ αυτό και το γεννώμενον Άγιον θα είναι Υιός του Θεού. Και τότε δεν αντέδρασε το κοριτσάκι και λέει: γένοιτο κατά το θέλημά Σου Κύριε. Και γίνεται η σύλληψις, κατά τρόπον ασύλληπτον εις τους φυσικούς κανόνας, διότι ήτο υπέρ φύσιν. Και γίνεται σύλληψις μέσα εις τα σπλάχνα της αειπαρθένου αυτής κορούλας και αισθάνεται την εγκυμοσύνην της, αναβαίνει κλιμακηδόν όπως είναι οι φυσιολογικοί νόμοι. Αισθανόταν ότι ήτο έγκυος αλλά ουδέποτε αισθάνθηκε μέσα της τον συναισθηματισμόν της ανθρωπίνης πτώσεως και παραβάσεως. Αν και συνέλαβεν εις τα παρθενικά της σπλάχνα και με το παρθενικό της αίμα δημιούργησε τη σάρκωση του Υιού της, του Θεού Λόγου, Αυτή και τότε και αείποτε ήτο Παρθένος. …
Εδώ είναι το ασύλληπτο μυστήριο! Ήξερε η κορούλα ως Προφήτης ότι ήρθεν η ώρα της να γεννήσει και ξεκίνησεν γι’ αυτόν τον σκοπόν εις τον τόπον που τους είχε υποδείξει η Πρόνοια να πάνε. Και πήγαν εκεί, αν και λέει: «ουκ ην τόπος εν τω καταλύματι». Πράγματι δεν ήταν. Διότι τους τόπους του καταλύματος, τους πήραν οι πλούσιοι και οι αυτάρκεις και οι κατέχοντες και οι εξουσιαστές. Για τους φτωχούς δεν είχε τόπον. Καταδέχεται λοιπόν ο Υιός του Θεού να αρχίσει από την ταπείνωσιν την ανάπλαση της ανθρωπίνης προσωπικότητος. Και ο τοκετός έγινε ασύλληπτος, ακατάληπτος, όπως καθόταν η κορούλα στο σπίτι εκεί και περίμενε, ήξερε την ώρα, έξαφνα βρίσκεται στην αγκαλιά της το βρέφος, χωρίς να ξέρει η ίδια πόθεν βγήκε, πώς βγήκε. Αισθανόταν το αειπάρθενο της αγνότητός της και βλέπει έξαφνα το αγγελούδι μέσα στην αγκάλη της και είχε τα ρουχαλάκια έτοιμα εκ των προτέρων και το έντυσε.
Καταδέχεται λοιπόν ο Υιός του Θεού του ζώντος. Αυτός ο διοικητής των σύμπαντων όντων, καταδέχεται μ’ αυτόν τον τρόπον να σαρκωθεί μες στο σπήλαιον και να κατακλιθεί σαν στρωμνή μες στη φάτνη, μες στην πάχνη. Δεν είχε αλλού τόπο γι’ Αυτόν. Τα υποδέχεται όλα εκουσίως και αρχίζει παρακάτω από εκεί το δεύτερον στοιχείον. Το κεντρικόν στοιχείον όπως είπα της ανθρωπίνης προσωπικότητος που είναι το κατ’ εικόνα και ομοίωσιν, είναι η αγνότης και η παρθενία, αλλά το δεύτερον το ομοιογενές είναι η αγάπη. Επειδή ο Θεός και Δημιουργός που δημιούργησε το κατ’ εικόνα και ομοίωσιν, Αυτός ήτο και είναι η αυτοαγάπη. Άρα ο άνθρωπος ως εικόνα και ομοίωσις έχει θεμέλιον της οντότητός του την αγάπη. Άρα η αγάπη στον άνθρωπο είναι επιβεβλημένον καθήκον, δεν είναι αρετολογία, δεν είναι περιστασιακή, είναι στοιχείον οντότητος της ανθρωπίνης προσωπικότητος και υποδεικνύει το βρέφος.
Μόλις λοιπόν έμαθαν οι εχθροί ότι εγεννήθη κάποιος και θα είναι αρχηγός φρόντισε τότε, όπως λέει η ιστορία, ο Ηρώδης να το σκοτώσει. Δεν μπορούσεν Αυτός, αφού Αυτός διοικεί το σύμπαν να τον παραμερίσει αυτόν και να γλιτώσει την καταστροφήν; Μπορούσε, αλλά αρχίζει ακριβώς να μας δείξει τον τρόπον. Πρώτα τον τρόπον της αγνότητος με τον τρόπο της γεννήσεως και δεύτερον τον τρόπον της αγάπης με την ανοχήν…
Αυτά είναι αδερφοί μου, αυτά ήθελα να σας ενθυμίσω και ειδικά με τον συγκλονισμόν της σημερινής εορτής που κατεδέχθη ο Θεός Λόγος να γίνει για μας άνθρωπος για να κάνει εμάς τους ανθρώπους να μας επαναφέρει πάλι να μας κάνει θεούς. Βλέπεις πώς λέει στην προσευχή Του; «θέλω Πάτερ ίνα όπου ειμί Εγώ ίνα ώσι και αυτοί», «Συ Πάτερ εν εμοί καγώ εν αυτοίς ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμεν». Ήρθεν εδώ ο Δημιουργός του σύμπαντος των είναι, και συγχωράει την ανθρώπινην ενοχήν και βαρβαρότητα και κακότητα, αναπλάθει την ενοχήν δια του αίματος, μας δείχνει τον τρόπο της επιστροφής και μας δίδει την απόδειξη, το βραβείο της μετανοίας, ότι θα μας επαναφέρει, όχι ότι μας συγχώρησε γιατί εφταίξαμε, θα μας επαναφέρει εις την θέσιν τού κατ’ εικόνα και ομοίωσιν. Διότι αυτός είναι ο προορισμός μας, αλίμονο! Δεν μεταβάλλονται οι φυσικοί νόμοι. Το κατ’ εικόνα και ομοίωσιν σημαίνει ότι ο άνθρωπος θα επανέρθει εκεί ακριβώς που είναι η θέσις του και ο τόπος του. Γι’ αυτό ήρθεν ο αυτουργός, ο δημιουργός, ο συνοχεύς και του το έδωσε. Γι’ αυτό εύχομαι η Θεία Χάρις του Κυρίου μας που συγκατέβη για την δική μας την ανάπλασιν και οι πρεσβείες της γλυκυτάτης μανούλας, της μητέρας των χριστιανών, της παγκοσμίου μητέρας που συμπαρίσταται πάντοτε με την μητρικήν της στοργήν να μας ενισχύσει να επιτύχομεν τον τρόπον της μετανοίας και να κερδίσομεν την Θείαν επαγγελίαν που μας έταξεν ο Κύριός μας. Αμήν!

Τα δώρα των Μάγων στον Χριστό και η μετέπειτα τύχη τους





Χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα, ήταν τα δώρα που πρόσφεραν οι Μάγοι στη Μητέρα και στο Θείο Βρέφος, κατά την γέννησή του, ως προσφορά συμβολική και με νόημα διαχρονικό. Το χρυσάφι αναφέρεται στη βασιλική ιδιότητα του Χριστού, το λιβάνι στη θεϊκή και ιερατική και τα σμύρνα στην ανθρώπινη ιδιότητα του τιμώμενου. Αν και τα δώρα ήταν τρία, οι Μάγοι πιθανολογείται ότι ήταν περισσότεροι. Ξεκίνησαν το ταξίδι τους κάπου από την Ανατολή και προσκύνησαν τον Χριστό λατρευτικά, ως αρχηγό της Εκκλησίας, παρόλο που οι ίδιοι ήταν εθνικοί (ειδωλολάτρες). Έφτασαν, δε για την προσκύνηση έναν χρόνο και πλέον μετά τη γέννηση του Χριστού.
Η συμμετοχή των Μάγων με τα δώρα στο γεγονός της Γέννησης του Χριστού είναι γεμάτη συμβολισμούς και νοήματα που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την χριστιανοσύνη, καθώς, όπως αναφέρεται και στα ευαγγέλια (κυρίως στο κατά Ματθαίον), ο Χριστός προσκυνείται ως βασιλιάς και τιμάται ως Θεός, τη στιγμή που πολιτικοί άρχοντες (Ηρώδης) και πνευματικοί ηγέτες του Ισραήλ τον απορρίπτουν.
«Το γεγονός της έλευσης των Μάγων, με βάση ευαγγελικά στοιχεία (Μθ 2,16), πρέπει να συνέβη ένα έτος ή και περισσότερο μετά τη γέννηση του Χριστού. Οι μάγοι (από τη σανσκριτική Maha) ήταν σοφοί, ιατροί, μελετητές άστρων, ερμηνευτές ονείρων, ιερείς, εν γένει πεπαιδευμένοι άνδρες της εποχής.
Παρακολουθούσαν τις κινήσεις των άστρων και συμπέραναν τη γέννηση κάποιου άρχοντα ή σημαντικού προσώπου. Στην προκειμένη περίπτωση τη γέννηση του Χριστού. Δεν προσδιορίζεται ο τόπος προέλευσής τους. Λέγεται απλά ότι ήρθαν από την Ανατολή. Γι αυτό και κατά την παράδοση ως πατρίδα τους αναφέρεται άλλοτε η Περσία, άλλοτε η Χαλδαία, άλλοτε η Βαβυλώνα και άλλοτε η Αραβία.
Ούτε και ο αριθμός τους αναφέρεται. Ταυτίστηκαν όμως με τρεις, λόγω του αριθμού των δώρων που προσκόμισαν στο βρέφος Χριστό. Ίσως ήρθαν και περισσότεροι» αναφέρει ο πατέρας Ιωάννης Σκιαδαρέσης, επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, στον τομέα Βιβλικής Γραμματείας και Θρησκειολογίας με ειδίκευση στην Κ. Διαθήκη και ιερέας στην ενορία του Προφήτη Ηλία στην Άνω Ηλιούπολη.

Οι Μάγοι είχαν πιθανόν κάποια γνώση της Παλαιάς Διαθήκης και γνώριζαν τις Μεσσιανικές προφητείες για την έλευση του Χριστού. Αν και εθνικοί (ειδωλολάτρες) πραγματοποίησαν ένα κοπιώδες ταξίδι για να προσκυνήσουν τον Χριστό ως την «προσδοκία των εθνών». «Είναι σαφώς λατρευτική η προσκύνηση στον Χριστό και η προσφορά των δώρων τους στηριγμένη στην αρχαιότητα, όπως αρμόζει σε βασιλιά» λέει ο πατέρας Ιωάννης.
Όπως εξηγεί, η προσφορά των δώρων έχει συμβολική και διαχρονική σημασία. «Σε όλη αυτή την ιστορία της έλευσης των μάγων ο Χριστός αναγνωρίζεται και λατρεύεται από τους μάγους – εθνικούς, ενώ οι εκπρόσωποι της ανώτερης θρησκευτικής γνώσης δεν αποδίδουν καμιά τιμή. Έμμεσα ο Ματθαίος πολεμάει τη λατρεία των άστρων και την αστρολογία με την προβολή των μάγων ως ανθρώπων που προσκυνούν τον μόνο Κύριο και αναγνωρίζουν την εξουσία του, προσφέροντας δώρα. Ο Χριστός προβάλλεται ως ο προσκυνούμενος και προσδεχόμενος τα δώρα των τριών βασικών ιδιοτήτων του (Βασιλεύς-Θεός-Άνθρωπος)» λέει χαρακτηριστικά.
Τα δώρα στη Μονή Αγίου Παύλου του Αγίου Όρους
Τα τρία δώρα, αν και δεν έχουν τη δύναμη και αξία πού έχει ο τίμιος σταυρός του Χριστού, ωστόσο φυλάσσονται και αυτά ως ακριβά κειμήλια.
Σύμφωνα με την παράδοση της εκκλησίας, διαφυλάχθηκαν από την Παναγία και παραδόθηκαν στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων, η οποία τα κράτησε μέχρι περίπου το 400 μ.Χ. Τότε, επί αυτοκράτορα Αρκαδίου, μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και έμειναν μέχρι την άλωσή της από τους σταυροφόρους (1204). Για 60 χρόνια μετακομίσθηκαν στη Νίκαια για ασφάλεια, λόγω των Φράγκων κατακτητών. Μετά την απαλλαγή από τους σταυροφόρους τα δώρα επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, την εποχή του Μιχαήλ Παλαιολόγου, και έμειναν εκεί μέχρι την άλωσή της από τους Τούρκους (1453).
Αμέσως μετά την άλωση η χριστιανή Μάρω, σύζυγος του Μουράτ (1421-1451), μητέρα του Μωάμεθ, τα μετέφερε στο Άγιον Όρος και τα δώρισε στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου. Έκτοτε φυλάσσονται εκεί μαζί με το έγγραφο παράδοσής τους και αποτελούν σπουδαίο κτήμα της, ενώ συχνά τα δώρα κατέρχονται σε ενορίες για προσκύνηση από τους πιστούς.

Η κατά σάρκα γέννησις του Κυρίου Ιησού Χριστού

ιησού

Στις 25 Δεκεμβρίου η αγία Εκκλησία μας γιορτάζει το μεγάλο και ανερμήνευτο γεγονός της κατά σάρκα γεννήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού από την Υπεραγία Θεοτόκο.
Μετά τον Ευαγγελισμό της Παρθένου Μαρίας από τον αρχάγγελο Γαβριήλ και ενώ πλησίαζε ο καιρός να τελειώσουν οι εννιά μήνες από την υπερφυσική σύλληψη του Χριστού στην παρθενική της μήτρα, ο Καίσαρ Αύγουστος διέταξε απογραφή του πληθυσμού του ρωμαϊκού κράτους. Τότε ο Ιωσήφ μαζί με τη Θεοτόκο, ξεκίνησαν για τη Βηθλεέμ, για να απογραφούν εκεί. Έτσι ξεκίνησαν από την Ναζαρέτ και ύστερα από κοπιαστικό ταξίδι έφτασαν στην Βηθλεέμ, όπου επειδή είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου δεν κατάφεραν να βρουν κατάλυμα, παρά μόνο ένα φτωχικό σπήλαιο. Εκεί η Θεοτόκος γέννησε τον Κύριο Ιησού Χριστό και σπαργάνωσε σαν βρέφος τον Κτίστη των απάντων. Έπειτα Τον έβαλε επάνω στη φάτνη των αλόγων ζώων, διότι «ἔμελλε νὰ ἐλευθέρωση ἡμᾶς ἀπὸ τὴν ἀλογίαν», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Από τότε, όλοι οι πιστοί χριστιανοί με χαρά ψάλλουν τον ύμνο των αγγέλων εκείνης της νύκτας: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (βλ. Ευαγγέλιο Λουκά, Β’ 1-20). Δόξα δηλαδή, ας είναι στο θεό, που βρίσκεται στα ύψιστα μέρη του ουρανού και στη γη ολόκληρη, που είναι ταραγμένη από την αμαρτία ας βασιλεύσει η θεία ειρήνη, διότι ο Θεός έδειξε την αγάπη Του στους ανθρώπους με την ενανθρώπηση του Υιού Του.
Να σημειώσουμε εδώ, ότι η γιορτή των Χριστουγέννων καθιερώθηκε για πρώτη φορά την 25η Δεκεμβρίου του 397 μ.Χ. επί πατριαρχείας Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Κατ’ άλλους ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος, χώρισε τις δύο γιορτές των Φώτων και των Χριστουγέννων, οι οποίες παλιότερα γίνονταν την ίδια μέρα, δηλαδή την 6η Ιανουαρίου


Δευτέρα, Δεκεμβρίου 24, 2018

Το νόημα των Χριστουγέννων

Δεν διατίθεται αυτόματο εναλλακτικό κείμενο.

Ας είμαστε ειλικρινείς, η εορτή των Χριστουγέννων δεν είναι για τους δυνατούς, ισχυρούς και καταναλωτές του εφήμερου. Ο Χριστός γεννιέται σε μια βρώμικη, λασπωμένη και σκοτεινή φάντη, στάβλο δηλαδή, γιατί ακριβώς έχει έρθει γι’ όλους τους «κολασμένους» και τα ρημαδιά της γης, που τα έχουν κάνει χάλια στην ζωή τους. Για εκείνους που δεν αισθάνονται άψογοι και τέλειοι, ούτε άτρωτοι, πολλώ δε μάλλον παντοδύναμοι. Ο Χριστός κενώνει τον εαυτό του από την θεϊκή Του δόξα, χάνει την ουράνια λάμψη του, για να γεννηθεί σε κάθε ψυχή και ανθρώπινη καρδιά που αισθάνεται Φάντη, δηλαδή που νιώθει την σκοτεινιά και την βρωμιά της.
Όχι, δεν τον φοβίζει το σκοτάδι μας, μήτε η παγωνιά της αμαρτία μας, οι λάσπες του βίου μας και τα βρώμικα χνώτα μας, δεν μπορούν να αποτρέψουν την θυσιαστική του αγάπη. Ο Χριστός δεν αγαπάει μονάχα τα φωτεινά μας σημεία, αλλά κυρίως τα σκοτάδια μας, γιατί ξέρει ότι εκεί στα ανείπωτα, τις περισσότερες φορές κρύβονται τα πληγωμένα, μα ωστόσο ωραιότερα και πιο δυναμικά στοιχεία της προσωπικότητα μας. Ο Θεός δεν συνεργάζεται μονάχα με εκείνο που υπήρξαμε ή υπάρχουμε, αλλά κυρίως με αυτό που μπορούμε να γίνουμε, κι εμείς δεν το γνωρίζουμε. Μιλάει πρωτίστως με τον βαθύτερο εαυτό μας. Γι' αυτό πολλές φορές αισθανόμαστε ότι σιωπά απέναντι στις δοκιμασίες μας, διότι δεν λαμβάνουμε απαντήσεις στα ερωτήματα του νου μας. Ο Χριστός όμως μιλάει και με την ψυχή μας, σε ένα άλλο χρόνο και αδιόρατο δια των αισθήσεων τόπο, και τα αποτελέσματα αυτού του διαλόγου έρχονται ως θαύμα πολλές φορές στην ζωή μας.
Ο Θεός, μονάχα εκείνος, γνωρίζει την ιστορία της ψυχής μας. Ξέρει ότι πίσω από τα λάθη μας κρύβονται πληγές, πίσω από τις αμαρτίες μας φόβοι και χαώδη ψυχικά κενά, πίσω από την άρνηση μας, τραυματικές επώδυνες εμπειρίες.
Γνωρίζει ο Χριστός ότι μέσα μας, όσο σκοτεινή κι αν είναι η φάντη της καρδιάς μας, όσο λασπωμένη και βρώμικη, μπορεί να γεννηθεί το «παιδί», το θεϊκό «βρέφος», μπορεί να ξεφύγει από τον Ηρώδη που το καταδιώκει, είναι δυνατόν ακόμη και με τα λάθη και τα πάθη μας, με τις πληγές και τα τραύματα μας, να δούμε στα μάτια του εν Βηθλεέμ βρέφους την δική μας ξεχασμένη «θεική» αθωότητα. Να θυμηθούμε ξανά εκείνο που λησμονήσαμε οτι ο Χριστός γεννιέται στην καρδιά μας κάθε φορά που επιλέγουμε να κοιτάξουμε μέσα μας ένα κρυμμένο ξεχασμένο Θεό, που έγινε άνθρωπος για να γίνουμε εμείς "θεοί".....



Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Η εικόνα ίσως περιέχει: 6 άτομα


Τοῦ Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμία

.                 1. Ἑορτή τῶν Χριστουγέννων σήμερα, ἀδελφοί χριστιανοί, . Ἑορτάζουμε τό δόγμα τῆς πίστης μας ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, πραγματικά ἄνθρωπος μέ σάρκα μέ κόκκαλα μέ αἷμα καί καρδιά. Ἄνθρωπος κατά πάντα ὅμοιος μέ μᾶς, ἐκτός βέβαια ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἡ ἑορτή αὐτή εἶναι πολύ μεγάλη, εἶναι μητέρα τῶν ἑορτῶν, γιατί ἀπ᾽ αὐτήν προῆλθαν οἱ ἄλλες ἑορτές, ἡ βάπτιση, ἡ σταύρωση, ἡ ἀνάσταση καί ἡ ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό καί τήν εἶπαν μητέρα, «μητρόπολη» τῶν ἑορτῶν.
.                 Μέ τήν ἑορτή αὐτή βλέπουμε τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού πρῶτα στόν οὐρανό εἶχε μόνο θεία φύση, τώρα μέ τήν σάρκωσή Του νά ἔχει καί ἀνθρώπινη φύση. Εἶναι καί Θεός καί ἄνθρωπος. Τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. «Θεάνθρωπος» μέ μία λέξη. Ὥστε λοιπόν μέ τά Χριστούγεννα ἔχουμε ἑνωμένες τίς δύο φύσεις, τήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη. Αὐτός ἀκριβῶς, χριστιανοί μου, εἶναι ὁ σκοπός τῆς σάρκωσης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό νά ἑνωθεῖ ἡ φύση μας μέ τήν θεία φύση. «Θέωση» τό λέμε αὐτό. Αὐτός ἦταν ἀπό τήν ἀρχή ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο: Τό νά θεωθεῖ.

.                 2. Ἀλλά θά ρωτήσετε: Εἶναι δυνατόν ἡ φύση μας νά ἑνωθεῖ μέ τήν θεία φύση; Καί βεβαίως εἶναι δυνατόν, γιατί μέ τά Χριστούγεννα βλέπουμε πραγματικά τήν θεία φύση ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Καί στό ἐρώτημα, γιατί σαρκώθηκε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀπαντοῦμε ὅτι σαρκώθηκε γιά νά δείξει στόν ἄνθρωπο τόν δρόμο πρός τήν θέωση. Ὥστε, καί ἄν δέν ἁμάρταναν οἱ πρωτόπλαστοι, θά σαρκωνόταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, γιά νά δηλώσει στόν ἄνθρωπο τήν δυνατότητα τῆς θέωσής του καί τόν τρόπο πῶς πετυχαίνεται αὐτή.

.               3. Πολύ μεγάλο τό γεγονός πού ἑορτάζουμε μέ τά Χριστούγεννα, ἀδελφοί μου χριστιανοί. Μεγάλο καί φοβερό! Γι᾽ αὐτό, γιά νά μή «τρομάξει» ἡ ἀνθρωπότητα ἀπό τό γεγονός αὐτό, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, προλαμβάνει ἡ Παλαιά Διαθήκη καί παρουσιάζει Θεό ἄνθρωπο, ἄνθρωπο μέ σῶμα. Ναί! Σᾶς ἀναφέρω ἕνα μόνο λόγο τοῦ Ἰώβ. Ὁ Ἰώβ, μιλῶντας κάπου γιά τόν Θεό, λέγει: «Ποιός θά μοῦ δώσει τήν σάρκα Του νά τοῦ τήν φάω;». Τί λές ἄνθρωπε; Ἔχει σάρκα ὁ Θεός; Ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα. Ἀλλά φωτίστηκε, ἀδελφοί μου, ἀπό τόν Θεό ὁ Ἰώβ καί εἶδε μελλοντικά τόν Θεό σαρκούμενο καί τόν ἄκουσε νά λέγει: «Λάβετε φάγετε τοῦτό μου ἐστί τό Σῶμά μου». Ὁ Ἰώβ λοιπόν, στήν Παλαιά Διαθήκη ἀκόμη, θέλει νά «κοινωνήσει» καί λέγει: «Ποιός θά μοῦ δώσει τήν σάρκα Του νά τοῦ τήν φάω;». «Τίς ἄν δώῃ τῶν σαρκῶν αὐτοῦ ἐμπλησθῆναι;», λέγει τό κείμενο (Ἰώβ 31,31). Καί στήν Παλαιά Διαθήκη ἀκόμη παρουσιάζεται Θεός μέ σάρκα. Καί κατά τήν εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, χριστιανοί μου, εἴμαστε πλασμένοι κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν. Γιατί, κάνω ἕνα ἐρώτημα: Πῶς ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἔχει σῶμα, ὁ δέ Θεός δέν ἔχει σῶμα; Καί μήν μοῦ πεῖτε ὅτι τό κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ εἶναι στήν ψυχή μόνο τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι στό σῶμα. Ὄχι!Ὅπως μᾶς λέγουν οἱ ἅγιοι πατέρες, εἶναι καί στό σῶμα! Στήν προπεπτωκυῖα βέβαια κατάστασή του. Τό κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ εἶναι στόν ὅλο ἄνθρωπο, ὅπως βγῆκε ἀπό τά χέρια τοῦ δημιουργοῦ του. Γιά νά ποῦμε λοιπόν ἀκριβῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ, πρέπει νά βροῦμε Θεό μέ σῶμα! Καί αὐτός ὁ Θεός, κατ᾽ εἰκόνα τοῦ Ὁποίου εἴμαστε πλασμένοι, Θεός μέ σῶμα, εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἔτσι αὐτό πού λέμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμέ νος κατά τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, εἶναι καλύτερα νά τό λέμε, ὅπως μᾶς λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ὅτι εἶναι πλασμένος κατά τήν εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό καί λέγει ἡ Παλαιά Διαθήκη: «Ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν». Προσοχή! Στό χωρίο αὐτό ἀναφέρονται δύο πρόσωπα Θεοῦ. Ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο κατά τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Καί ἐρωτοῦμε: Κατά τήν εἰκόνα ποίου Θεοῦ, ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι: Ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο κατά τήν εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ Του, πού ἐπρόκειτο νά ἐνανθρωπήσει!

.                 Ἄς τιμήσωμε, ἀγαπητοί μου, τήν ὑψηλή μας ἀξία γιά τήν ὁποία εἴμαστε πλασμένοι καί ἄς δο ξάσουμε τόν εὐλογημένο μας Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, πού σαρκώθηκε γιά τήν δική μας δόξα. Χρόνια σας πολλά.


πηγή

το είδαμε εδώ

«Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη»

Ενα διήγημα του ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ με ήρωα τον κυρ Αλέξανδρο


Ο ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίος αδιάκοπος εφύσα και ήτο ψύχος και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους…

Ο κυρ Αλέξανδρος είχε νηστεύσει ανελλιπώς ολόκληρον το Σαρανταήμερον και είχεν εξομολογηθεί τα κρίματά του (Παπά-Δημήτρη το χέρι σου φιλώ!). Και αφού εγκαίρως παρέδωσε το χριστουγεννιάτικον διήγημά του εις την «Ακρόπολιν» και διέθεσεν ολόκληρον την γλίσχρον αντιμισθίαν του προς πληρωμήν του ενοικίου και των ολίγων χρεών του, γέρων ήδη κεκμηκώς υπό των ετών και της νηστείας, αποφεύγων πάντοτε την πολυάσχολον τύρβην, αλλά φιλακόλουθος πιστός, έψαλεν, ως συνήθως, με την βραχνήν και σπασμένην φωνήν του, πλήρη όμως ενθέου πάθους, ως αριστερός ψάλτης, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Ελισσαίου τας Μεγάλας Ώρας, σχεδόν από στήθους, και ότε επανήλθεν εις το πτωχικόν του δωμάτιον, δεν είχεν ακόμη φέξει!
Ήναψε το κηρίον του και τη βοηθεία του κηρίου (και του Κυρίου!) έβγαλε το υπόδημά του το αριστερόν, διότι τον ηνώχλει ο κάλος, και ημίκλιντος επί της πενιχράς στρωμνής του, πολλά ρεμβάζων και ουδέν σκεπτόμενος, ήκουε τας ορυγάς του κραταιού ανέμου και τους κρότους της βροχής και έβλεπε νοερώς τον πορφυρούν πόντον να ρήγνυται εις τους σκληρούς αιχμηρούς βράχους του νεφελοσκεπούς και χιονοστεφάνου Άθω.
Εκρύωνεν. Αλλά το καφενείον του κυρ Γιάννη του Αγκιστριώτη ήτο κλειστόν. Αλλά και οβολόν δεν είχε να παραγγείλει:
– Πάτερ Αβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ένα ποτηράκι ρακή ή ρώμι).
Εκείνην την χρονιάν τα Χριστούγεννα έπεσαν Παρασκευήν.
 Τόσον το καλύτερον. 
Θα νηστεύσει και πάλιν, ως το είχε τάμα να νηστεύει δια βίου κάθε Παρασκευήν δια να εξαγνισθεί ο αμαρτωλός δούλος του Θεού από το μέγα κρίμα της νεότητός του, που είδε τυχαίως από την κλειδαρότρυπαν την νεαράν του εξαδέλφην να γδύνεται.
Έκαμε τον σταυρόν του κι εσκεπάσθη με την διάτρητον βατανίαν του, όπως ήτο ντυμένος και με τα υποδήματα – πλην του αριστερού.
Και τότε ευρέθη εις την προσφιλήν του νήσον των παιδικών του χρόνων με τα ρόδιν’ ακρογιάλια, τας αλκυονίδας ημέρας, τας χλοϊζούσας πλαγιάς, με τα κρίταμα, την κάππαριν και τας αρμυρήθρας των παραθαλασσίων βράχων και με τους απλούς παλαιούς ανθρώπους, θαλασσοδαρμένους ή ναυαγούς, ζωντανούς και κεκοιμημένους.
Και ήλθεν ο Χριστός με το τεθλιμμένον πρόσωπον, η Παναγία η Γλυκοφιλούσα με το λευκόν και ένθεον Βρέφος της, ο Άγιος Στυλιανός, ο φίλος και φρουρός των νηπίων, η Αγία Βαρβάρα και η Αγία Κυριακή με τους σταυρούς και τους κλάδους των φοινίκων εις τας χείρας, ο όσιος Αντώνιος και Ευθύμιος και Σάββας με τας γενειάδας και τα κομβοσχοίνιά των· και ήλθε και ο όσιος Μωϋσής ο Αιθίοψ, «άνθρωπος την όψιν και θεός την καρδίαν», η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια κρατούσα εις τας χείρας το μικρόν της ληκύθιον, το περιέχον τα λυτήρια όλων των μαγγανειών και επωδών, ο Άγιος Ελευθέριος, η Αγία Μαρίνα και είτα ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Δημήτριος με τα χαντζάρια των, με τας ασπίδας και τους θώρακάς των – ολόκληρον το Τέμπλον του παρεκκλησίου της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης εκεί επάνω εις τον βράχον τον μαστιζόμενον από θυέλλας και λαίλαπας και λικνιζόμενον από το πολυτάραχον και πολύρροιβδον κύμα….
Φέγγος εαρινόν και θαλπωρή διεχύθησαν εντός του υγρού δωματίου και ο κυρ Αλέξανδρος λησμονήσας τον κάλον του ανεσηκώθη να φορέσει και το αριστερόν του υπόδημα δια ν’ ασπασθεί ευλαβώς τους πόδας του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων.
Αλλ’ η οπτασία εξηφανίσθη και ιδού ευρέθη εις τον Άι Γιάννην τον Κρυφόν, που εγιάτρευε τους κρυφούς πόνους κι εδέχετο την εξαγόρευσιν των κρυφών αμαρτιών. Πλήθος πιστών είχεν ανέλθει από την πολίχνην, ζωντανοί και συγχωρεμένοι, να παρακολουθήσουν την Λειτουργίαν, την οποία ετέλει ο παπά-Μπεφάνης βοηθούμενος από τον μπάρμπ’ Αναγνώστην τον Παρθένην.
Κατά περίεργον αντινομίαν των στοιχείων, ήτο καλοκαίρι κι η Λειτουργία είχε τελειώσει και ήτον δεν ήτον τρίτη πρωϊνή, ότε η αμφιλύκη ήρχισε να ροδίζει εις τον αντικρυνόν ζυγόν του βουνού.
Όλοι γείτονες, λάλοι και φωνασκοί, εκάθηντο κατά γης πέριξ εστρωμένης καθαράς οθόνης. Τέσσερ’ αρνιά, τρία πρόβατα, δύο κατσίκια, αστακοουρές, κεφαλόπουλα καπνιστά της λίμνης, αυγοτάραχον και εγχέλεις αλατισμένοι, πίττες, κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, πορτοκάλια και μήλα – όλα τα καλούδια, προϊόντα της μικρής και ωραίας νήσου, περιέμενον τους συνδαιτυμόνας.
– Καλώς ώρισες κυρ Αλέξαντρε, κάτσε κ’ η αφεντιά σου, του είπεν η θεια η Αμέρσα.
Αλλά τι βλέπει γύρω του; Όλους τους ήρωας και τας ηρωίδας των Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του. Εκεί ήτον η θεια-Αχτίτσα, φορούσα καινουργή μανδήλαν και νέα πέδιλα, επιδεικνύουσα μετ’ ευγνωμοσύνης το συνάλλαγμα των δέκα λιρών, το οποίον μόλις έλαβε από τον ξενητευμένον εις την Αμερικήν υιόν της. Δίπλα της εκάθητο κι ο Γιάννης ο Παλούκας, ο προσποιηθείς τον Καλλικάντζαρον την Παραμονήν των Χριστουγέννων και ληστεύσας τον Αγγελήν, τον Νάσον, τον Τάσον – όλα τα παιδιά τα οποία κατήρχοντο από την Επάνω ενορίαν, αφού είχαν ψάλει τα Κάλανδα. Εσηκώθη και παρέδωσεν εις τον κυρ Αλέξανδρον τας κλεμμένας πεντάρας -δεν είχε πως να μεθύσει και εορτάσει τα Χριστούγεννα εκείνην την χρονιάν (συχωρεμένος ας είναι!).
Ιδού κι ο Μπάρμπ’ Αλέξης, ο Καλοκαιρής, που δεν είχεν ανάγκην του πορθμείου του Χάρωνος δια να πηδήσει εις τον άλλον κόσμον· είχε το ιδικόν του, υπόσαθρον πλοιάριον, αυτόχρημα σκυλοπνίχτην. Μαζί του ήτον κι ο σύντροφός του ο Γιάννης ο Πανταρώτας ο ναυτολογημένος ως Ιωαννίδης και διατελών εν διαρκεί απουσία κατά τας ώρας της εργασίας.
– Να φροντίσεις, του είπεν ο Πανταρώτας, να πάρω την σύνταξή μου!
Και λησμονών την ιερότητα της στιγμής εμούντζωσε το κενόν συνοδεύων την άσεμνον χειρονομίαν με την ασεμνοτέραν βλασφημίαν:
– Όρσε, κουβέρνο!
Εκεί ήτον κι ο Μπάρμπα-Διόμας, ευτυχής διότι εγλύτωσεν από το ναυάγιον και ερρόφησεν απνευστί επί του διασώσαντος αυτόν τρεχαντηρίου ολόκληρον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου δια να συνέλθει – ω πενιχρά, αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!
Αλλ’ ιδού έτρεξε να του σφίξη την χείρα και ο βοσκός ο Σταθ’ς του Μπόζα, του οποίου δύο αίγες είχον βραχωθή εις τον κρημνόν υπεράνω της αβύσσου, όπου έχαινεν ο πόντος και ήτο αδύνατον να σωθούν, αν δεν τον κατεβίβαζαν δια σχοινίου εις τον βράχον με κίνδυνον της ζωής του.
– Την Ψαρή την έχω τάξει ασημένια στην Παναγιά. Τη Στέρφα (την άλλην αίγα) θα την σφάξω για σένα, να την φάμε.
Και η Ασημίνα του μαστρο-Στεφανή του βαρελά, με τας τέσσαρας κακοτυχισμένας θυγατέρας, τη Ροδαυγή, την Ελένη, τη Μαργαρώ και την Αφέντρα, η Ασημίνα, που την μίαν ημέραν εώρτασε τους γάμους της Αφέντρας με τον Γρηγόρη της Μονεβασάς και την άλλην ημέραν επένθησεν τον θάνατον του υιού της του Θανάση.
Τέλος, ω! της εκπλήξεως, ενεφανίσθη και ο έτερος εαυτός του, ο Αλέξανδρος Παπαδημούλης, ο πτωχαλαζών, ο ασχολούμενος εις έργα μη κοινώς παραδεδεγμένης χρησιμότητος!
Ο κυρ Αλέξανδρος ησθάνθη τύψεις, ότι έπλασεν όλους αυτούς τους ανθρώπους του λαού τόσον δυστυχείς και ταπεινούς ή τόσον αμαρτωλούς (ουδείς αναμάρτητος!) και τον εαυτόν του τόσον επηρμένον!…
Αλλά την στιγμήν εκείνην τον διέκοψεν η οκταόκαδος τσότρα, η περιφερομένη από χειρός εις χείρα. Δεν επρόλαβε να την εναγκαλισθή και ήχησαν τα λαλούμενα (βιολιτζήδες ντόπιοι και τουρκόγυφτοι με κλαρινέτα) και … εξύπνησεν.
Ποτέ ο κοσμοκαλόγηρος κυρ Αλέξανδρος δεν εξύπνησε τόσον χορτάτος, όσον εκείνην την αγίαν ημέραν, ο νήστις του Σαρανταημέρου και ο νήστις όλης της ζωής του! – ζωήν να έχει!

Η ΑΓΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΕΝΟΣ ΑΓΙΟΥ...


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΪΣΙΟ




ΚΑΠΟΤΕ ΡΩΤΗΣΑΝ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΑΪΣΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΘΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΜΕ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ, ΟΤΙ ΔΗΛΑΔΗ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ «ΣΗΜΕΡΟΝ ΓΕΝΝΑΤΑΙ ΕΚ ΠΑΡΘΕΝΟΥ»

Ο Χριστός με τη μεγάλη Του αγάπη και με την μεγάλη Του αγαλλίαση που σκορπάει στις ψυχές των πιστών με όλες τις άγιες γιορτές Του, μας ανασταίνει αληθινά αφού μας ανεβάζει ψηλά πνευματικά. 

Αρκεί να συμμετέχουμε και να έχουμε όρεξη πνευματική να τις πανηγυρίζουμε πνευματικά. Tότε τις γλεντάμε πνευματικά και μεθάμε πνευματικά από το παραδεισένιο κρασί που μας φέρνουν οι Άγιοι και μας κερνούν.




Τις γιορτές για να τις ζήσουμε, πρέπει να έχουμε τον νου μας στις Άγιες Ημέρες και όχι στις δουλειές που έχουμε να κάνουμε για τις άγιες ημέρες. Να σκεφτόμαστε τα γεγονότα της κάθε Άγιας Ημέρας και να λέμε την ευχή δοξολογώντας το Θεό. Έτσι θα γιορτάζουμε με πολύ ευλάβεια κάθε γιορτή. 

Όταν κανείς μελετάει τα γεγονότα της κάθε γιορτής, φυσιολογικά θα συγκινηθεί και με ιδιαίτερη ευλάβεια θα προσευχηθεί. Έπειτα στις Ακολουθίες ο νους να είναι στα γεγονότα που γιορτάζουμε και με ευλάβεια να παρακολουθούμε τα τροπάρια που ψέλνονται. Όταν ο νους είναι στα θεία νοήματα, ζει τα γεγονότα ο άνθρωπος, και έτσι δεν αλλοιώνεται.

– Γέροντα, μετά την Αγρυπνία των Χριστουγέννων δεν κοιμόμαστε;

– Χριστούγεννα και να κοιμηθούμε; Η μητέρα μου έλεγε: «Απόψε μόνον οι Εβραίοι κοιμούνται». Βλέπεις, τη νύχτα που γεννήθηκε ο Χριστός οι άρχοντες κοιμόνταν βαθιά, και οι ποιμένες «αγραυλούσαν». Φύλαγαν τα πρόβατα την νύχτα παίζοντας την φλογέρα. Κατάλαβες; Οι ποιμένες πού αγρυπνούσαν είδαν τον Χριστό.

– Πώς ήταν Γέροντα, το σπήλαιο; 




– Ήταν μία σπηλιά μέσα σε έναν βράχο και είχε μία φάτνη, τίποτε άλλο δεν είχε. Εκεί πήγαινε κανένας φτωχός και άφηνε τα ζώα του. Η Παναγία με τον Ιωσήφ, επειδή όλα τα χάνια ήταν γεμάτα και δεν είχαν πού να μείνουν, κατέληξαν σε αυτό το σπήλαιο.

Εκεί ήταν το γαϊδουράκι και το βοϊδάκι, που με τα χνώτα τους ζέσταναν τον Χριστό! «Ἔγνω βοῦς τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του κυρίου αὐτοῦ», δεν λέει ο Προφήτης Ησαΐας;


-Σε ένα τροπάριο, Γέροντα, λέει ότι η Υπεραγία Θεοτόκος βλέποντας τον νεογέννητο Χριστό, «χαίρουσα ομού και δακρύουσα» αναρωτιόταν:… «Επιδώσω σοι μαζόν, τω τα σύμπαντα τρέφοντι, ή υμνήσω σε, Υιόν και Θεόν μου; Ποίαν εύρω επὶ σοί προσηγορίαν;»


– Αυτά είναι τα μυστήρια του Θεού, η πολύ μεγάλη συγκατάβαση του Θεού, την οποία δεν μπορούμε εμείς να συλλάβουμε!


– Γέροντα, πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε το γεγονός της Γεννήσεως, ότι δηλαδή ο Χριστός «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου»;

– Για να ζήσουμε αυτά τα θεία γεγονότα, πρέπει ο νους να είναι στα θεία νοήματα. Τότε αλλοιώνεται ο άνθρωπος. «Μέγα και παράδοξον θαύμα τετέλεσται σήμερον», ψάλλουμε. Άμα ο νους μας είναι εκεί, στο «παράδοξον», τότε θα ζήσουμε και το μεγάλο μυστήριο της Γεννήσεως του Χριστού.

 Εγώ θα εύχομαι η καρδιά σας να γίνει Αγία Φάτνη και το Πανάγιο Βρέφος της Βηθλεέμ να σας δώση όλες τις ευλογίες Του.

Απόσπασμα από το βιβλίο: «Περί προσευχής», Αγίου Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι ΣΤ’ (σελ. 195-196).

Ευχές







Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο να μας φέρει την δική του ειρήνη, την από μέσα μας ειρήνη,που συνήθως φέρνει και την έξω, όπως ψάλλουν οι Άγγελοι κατά τη νύχτα που γεννιέται: «και επί γης ειρήνη».

Ο Θεός μας λέγεται «Θεός της αγάπης και της ειρήνης» (Ρωμ. ιε', 33).


Η Γέννησή Του ας σημάνει την αρχή για μια καλύτερη ζωή γεμάτη αλήθεια και φως.

                                 ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 

«Με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού άναψε στην γη ένα πνευματικό και άϋλο πυρ»

Αγαπητοί αδελφοί!
Η γέννηση του Υιού και Λόγου του Θεού ως ανθρώπου, δηλαδή η ενανθρώπησή Του, δεν είναι απλώς ένα γεγονός που προξένησε μεγάλη χαρά σε όλους, αλλά είναι ένα γεγονός που δημιούργησε μια νέα κατάσταση στον κόσμο, όχι με τα όπλα και την βία, αλλά με την Θεότητά Του. Έτσι, η ανθρωπότητα χωρίσθηκε σε προ Χριστού και μετά Χριστόν, όχι μόνον χρονικά, αλλά και πνευματικά.
Ο Ίδιος ο Χριστός προς το τέλος της επίγειας δράσεώς Του, λίγο πριν τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάστασή Του, προσδιόρισε το έργο Του και την αποστολή Του. Είπε στους ακροατές Του: «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην, και τί θέλω ει ήδη ανήφθη;» (Λουκ. ιβ,’ 49). Δηλαδή, εγώ, λέγει ο Χριστός, ήλθα να βάλω φωτιά στην γη, και τί άλλο περισσότερο θέλω, αφού αύτη η φωτιά έχει ανάψει;
Ο λόγος αυτός προσδιορίζεται και από εκείνο που γράφει ο Απόστολος Παύλος: «Και γαρ ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. ιβ,’ 29), δηλαδή ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, που ερμηνεύουν αυτό το καταπληκτικό χωρίο, δίνουν πολλές ερμηνευτικές εξηγήσεις, που είναι όλες σημαντικές. Επιλέγω για την παρούσα περίπτωση ένα χωρίο του ιερού Χρυσοστόμου, που λέγει στους ακροατές του ότι αυτό το πυρ που έφερε ο Χριστός στην γη «διανέστησε ψυχάς και εθέρμανε», και το ίδιο το πυρ είναι «καταβελημένον και καιόμενον εν ταις υμετέραις ψυχαίς». Αυτό πραγματο­ποιήθηκε πρώτα στους Μαθητές Του, οι οποίοι θερμάνθηκαν από τον Χριστό και Τον ακολούθησαν, και αργότερα έλαβαν και το πυρ του Αγίου Πνεύματος, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, και άναψαν ως λαμπάδες φωτίζοντας όλο τον κόσμο. Αυτό το πυρ θερμαίνει και φωτίζει τις καρδιές όλων όσοι Τον αγάπησαν διά μέσου των αιώνων, Τον ακολουθούν και θυσιάζονται γι’ Αυτόν.
Ο Μέγας Αθανάσιος, ερμηνεύοντας τον λόγο αυτόν του Χριστού γράφει ότι ενώ ήμασταν απεψυγμένοι από την αμαρτία, ο Σωτήρ αναζωπύρησε την ψυχή μας σε προθυμία παντός αγαθού, με την μέθεξη του Αγίου Πνεύματος που είναι νοητό πυρ και έτσι όσοι αξιωθήκαμε της θείας Χάριτος γίναμε ζωντανοί ως προς το πνεύμα.
Επεκτείνοντας αυτόν τον λόγο μπορούμε να πούμε ότι ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του δεν ήλθε απλώς να φέρη κάποια άλλη θρησκεία που να λειτουργή παράλληλα με τις υπάρχουσες τότε θρησκείες, ή τις θρησκείες που θα εμφανίζονταν στην συνέχεια, αλλά ήλθε να ανατρέψη τα πάντα, όχι μόνον να φωτίση τους ανθρώπους, αλλά και να κατακαύση το παλαιό, το σάπιο, το μολυσμένο.
Ξέρουμε ότι το φως έχει δύο ιδιότητες, η πρώτη είναι η φωτιστική, η δεύτερη είναι η καυστική ιδιότητα. Δηλαδή, φωτίζει αυτό που επιδέχεται φωτισμό και καίει αυτό που δεν αντέχει στο φως, δηλαδή το χορτάρι, την καλάμη, το παλαιό, το σάπιο. Έτσι, ο Χριστός ήλθε να καύση την γη από τα είδωλα, τις φιλοσοφίες, τα άδικα κοινωνικά συστήματα και να φωτίση τον κόσμο, να προσφερη την αλήθεια, την δικαιοσύνη, την αγάπη. Ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του δεν συντήρησε απλώς το παλαιό, αλλά δημιούργησε κάτι καινούργιο, δεν έκανε κάποια άλλη θρησκεία, αλλά έκανε τον κόσμο Εκκλησία. Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ θρησκείας και Εκκλησίας.
Αυτές τις ημέρες με το απολυτίκιο των Χριστουγέννων ανυμνούμε τον Χριστό ως «ήλιο της δικαιοσύνης». Αυτήν την έννοια χρησιμοποίησε ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής για να πη ότι ο Θεός είναι ήλιος της δικαιοσύνης σκορπώντας σε όλους τις ακτίνες της αγιότητάς Του. Η κάθε ψυχή του ανθρώπου γίνεται κατά την γνώμη «ή κηρός (κερί) ως φιλόθεος» «ή πηλός ως φιλόϋλος». Και στην συνέχεια εξηγεί ότι όπως ο πηλός σύμφωνα με την φύση του ξηραίνεται από τον ήλιο, και το κερί κατά την φύση του μαλακώνει, έτσι συμβαίνει σε κάθε ψυχή. Όταν η ψυχή κάποιου αγαπά την ύλη και τον κόσμο, τότε ως πηλός, ακούγοντας τις νουθεσίες του Θεού και αντιδρώντας με το φρόνημα, σκληραίνεται και καταστρέφεται. Όταν, όμως, αγαπά τον Θεό, τότε σαν κερί που είναι μαλακώνει και με την εισδοχή των σημείων και των τύπων γίνεται πνευματικό κατοικητήριο τού Θεού.
Ο Χριστός είναι πυρ που φωτίζει τους ανθρώπους και τους καίει, ανάλογα με την εσωτερική τους κατάσταση, ανάλογα με την γνώμη τους, γιατί ο Θεός δεν καταστρέφει το γνωμικό θέλημα των ανθρώπων, μπορεί όμως το γνωμικό θέλημα με την διάθεση του ανθρώπου και την ενέργεια του Θεού να γίνη φυσικό θέλημα και να στρέφεται προς τον Θεό.
Με αυτήν την έννοια πρέπει να δούμε και τον λόγο του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, του Βαπτιστού του Χριστού, ο οποίος λέγει: «Εγώ σας βαπτίζω με νερό και το βάπτισμά μου είναι βάπτισμα μετανοίας. Αυτός όμως (ο Χριστός) που έρχεται ύστερα από εμένα είναι πιο ισχυρός, και δεν είμαι άξιος ούτε τα υποδήματά του να κρατήσω. Αυτός θα σας βαπτίση με Άγιο Πνεύμα και πυρ» (Ματθ. γ΄11).
Εμείς οι Χριστιανοί είμαστε βαπτισμένοι και με νερό και με πυρ, και με το βάπτισμα του ύδατος και με το βάπτισμα του Πνεύματος, όπως διδά­σκει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού άναψε στην γη ένα πνευματικό και άϋλο πυρ. Ο Χριστός είναι το φως, ο ήλιος, το πυρ, που φωτίζει τους ανθρώπους και τους καίει. Φωτίζει αυτούς που Τον αγαπούν και καίει αυτούς που δεν έχουν τις ορθές προϋποθέσεις να Τον δουν. Άλλοι αγαπούν τον Θεό και θυσιάζονται γι’ Αυτόν, και άλλοι τον μισούν και καταστρέφονται, καίγονται.
Πρέπει να συμμετέχουμε στην μέθεξη της φωτιστικής ιδιότητας του ηλίου της δικαιοσύνης, η καρδιά μας να φλεχθή από αγάπη γι’ Αυτόν, να είμαστε πνευματικές λαμπάδες, που θα ανάψουμε από το πυρ της θεότητος και στην συνέχεια να φωτίζουμε τα σκότη που υπάρχουν γύρω μας.
Εύχομαι ο Χριστός να θερμάνη την καρδιά μας με το Φως Του. Χρόνια πολλά.
Με θερμές πατρικές ευχές
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...