Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Απριλίου 12, 2011

Μητροπολίτης Κονίτσης Ανδρέας, "Ταφόπλακα στὴν ἀκριτική μου Ἐπαρχία δὲν θὰ βάλω"

Ἐν Δελβινακίῳ τῇ 9ῃ Ἀπριλίου 2011
Ἀριθ. Πρωτ. 28
ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΥΠΟΥ
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης κ. ΑΝΔΡΕΑΣ, ἔκανε τὶς ἀκόλουθες Δηλώσεις :
«Μόλις τώρα πληροφορήθηκα ἀπὸ ἰδιαιτέρως ἀξιόπιστη πηγή, ὅτι κάποιοι σχεδιάζουν, ἐκ νέου, τὴν κατάργηση τοῦ 583 Τάγματος Πεζικοῦ Κονίτσης, καθὼς καὶ τοῦ 628 Τ.Π. Φιλιατῶν, καὶ τὴν μεταφορά τους στὸ Στρατόπεδο Περάματος τῶν Ἰωαννίνων.
Ἡ πληροφορία λέει ἀκόμη, ὅτι ἡ ἀπόσυρση θὰ γίνῃ ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ, σὲ ὧρες μᾶλλον νυχτερινές, ὥστε νὰ μὴ γίνῃ ἀντιληπτή, ἴσως διότι οἱ ταῦτα ἐνεργοῦντες φοβοῦνται τὴν ἀντίδραση τοῦ Λαοῦ. Ἀλλὰ μέχρι τώρα γνωρίζαμε, ὅτι οἱ ληστές, οἱ διαρρῆκτες, οἱ δολοφόνοι καὶ γενικῶς οἱ ἄνθρωποι τοῦ ὑποκόσμου, σχεδιάζουν τὴν κακοποιὸ καὶ κακοῦργο δράση τους τὶς βραδυνὲς καί, κυρίως, τὶς μεταμεσονύκτιες ὧρες... Τώρα, τὶ νὰ σκεφθοῦμε καὶ τὶ νὰ ὑποθέσουμε ; Ὅτι καὶ τὸ ἐπίσημο κράτος ἐνεργεῖ σὰν κοινός κακοποιός ; Ἀλλά, τότε, ἡ Πολιτεία μεταβάλλεται σὲ μάστιγα γιὰ τὴν ἀκριτική μας Ἐπαρχία.
Προσωπικῶς, δὲν θέλω καὶ δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω κάτι τέτοιο. Ἄν, ὅμως, παρ’ ἐλπίδα συντελεσθῇ ἡ ἀτιμία αὐτὴ καὶ καταργηθῆ τὸ 583 Τ.Π. Κονίτσης, ἄς γνωρίζουν οἱ ἁρμόδιοι, ὅποιοι κι ἄν εἶναι, ὅτι θὰ ὑπάρξῃ ἀντίδραση. Ἡ παραμεθόριος Ἐπαρχία μου δὲν εἶναι διατεθειμένη νὰ γίνῃ «ἀμπέλι ξέφραγο» στοὺς διακινητὲς τῶν ναρκωτικῶν καὶ στοὺς διαφόρους, ἐξ Ἀλβανίας κυρίως, κακοποιούς.
Δηλώνω δέ, γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, ὅτι δὲν πρόκειται ἐφεξῆς νὰ δεχθῶ κανέναν, ἀπολύτως κανέναν, ἀπὸ ὅσους θὰ συντελέσουν στὸ ἀνοσιούργημα τῆς καταργήσεως τοῦ 583 Τ.Π. Κονίτσης. Ἐγώ, ταφόπλακα στὴν ἀκριτική μου Ἐπαρχία δὲν θὰ βάλω. Ἄν, παρὰ ταῦτα, κάποιοι φιλοδοξοῦν νὰ γίνουν οἱ νεκροθάφτες της, τοὺς λέω εὐθέως καὶ ἄνευ περιστροφῶν, ὅτι θὰ τοὺς στιγματίσῃ ἡ Ἱστορία, καὶ ἡ κατάρα τοῦ Ἔθνους θὰ τοὺς συνοδεύῃ διὰ παντός. Κι’ ἀκόμη ὅτι ὅλοι αὐτοί, οἱ νεώτεροι Ἡρόστρατοι, θὰ σβήσουν καὶ θὰ χαθοῦν, ἡ Ἑλλάδα, ὅμως, καὶ ἡ αἱματοβαμμένη Ἐπαρχία μας θὰ μένῃ καὶ θὰ φρονηματίζῃ τὶς ἐπερχόμενες γενεές ».
(Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως).

Εικασία χωρίς ηθική βάση - Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος

Oι μεταμοσχεύσεις αποτελούν μοναδικό επίτευγμα της σύγχρονης ιατρικής τεχνολογίας. Χάρις σε αυτές, σήμερα περισσότεροι από ένα εκατομμύριο συνάνθρωποί μας, άλλως καταδικασμένοι σε θάνατο, ζουν μια μακράς διάρκειας και υψηλής ποιότητας ζωή, που μάλιστα τη δανείζονται από άλλους. Οργανα που δεν μπορούν να συντηρήσουν στη ζωή κάποιους, μπορούν να δώσουν ζωή σε τρίτους. Αρκεί να βρεθεί ο δωρητής. Η επιτυχία τους πλέον στηρίζεται όχι τόσο στη χειρουργική τεχνική όσο στην ύπαρξη μοσχευμάτων. Δυστυχώς το έλλειμμα αυτών των τελευταίων είναι συχνά πιεστικό και το τίμημά του καθοριστικό για το αν κάποιοι θα συνεχίσουν να ζουν ή όχι.
Ως τώρα οι μεταμοσχεύσεις στηρίχτηκαν στην ιδέα της δωρεάς οργάνων. Αυτή παρουσιάστηκε ως πράξη ύψιστης εθελοντικής προσφοράς και συναλληλίας. Και πράγματι έτσι είναι. Επειδή όμως είτε η συναλληλία μας είναι περιορισμένη είτε άλλες αδυναμίες του συστήματος και της ζωής μας είναι αυξημένες, η χώρα μας είναι πολύ φτωχή σε δωρητές και συνεπώς σε δότες.
Αυτός είναι ο λόγος που κάποιοι, προφανώς μη σχετικοί με τις λεπτομέρειες των μεταμοσχεύσεων, σκέφτηκαν να επινοήσουν μια συναίνεση που εικάζεται, μεταμορφώνοντας την αγάπη σε χρησιμοθηρία και τον δωρητή σε δεξαμενή οργάνων.
Εξ ορισμού, συναίνεση είναι κάτι που εκφράζεται και όχι κάτι που εικάζεται, μάλιστα από τρίτους. Πώς να το κάνουμε; Είναι άλλο πράγμα το «δίνω κάτι δικό μου» και άλλο το «μου παίρνουν αυτό που μου ανήκει». Είναι άλλο πράγμα οι μεταμοσχεύσεις να στηρίζονται σε αισθήματα δωρεάς και σεβασμού και άλλο σε μικρονοϊκά νομοθετικά τεχνάσματα αρπακτικής λογικής. Αυτά, μαζί με τα τελευταία ψήγματα ανθρωπιάς και ιδεολογίας, θα αποτελειώσουν και τις μεταμοσχεύσεις στον τόπο μας. Οπου δοκιμάστηκε η εικαζόμενη συναίνεση δεν μπόρεσε να λύσει το πρόβλημα των μοσχευμάτων. Αντίθετα, η αύξηση της καχυποψίας του κόσμου και η δυσφήμηση των μεταμοσχεύσεων προκάλεσαν πολύ μεγαλύτερη ζημιά απ΄ όση ωφέλεια φαντάστηκαν οι επινοητές της. Αν οι γιατροί τολμήσουν να εικάσουν τη συναίνεση του νεκρού, τότε θα διαπιστώσουν την έντονη αντίδραση των συγγενών. Καμία εικαζόμενη συναίνεση δεν μπορεί να καταργήσει την υπεύθυνη συγγενική συγκατάθεση. Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο ότι ο Εθνικός Οργανισμός Μεταμοσχεύσεων, που εδώ και περισσότερο από δέκα χρόνια υπεύθυνα διαχειρίζεται το όλο θέμα, κατ΄ επανάληψη και με εναλλασσόμενους εκπροσώπους του μεταμοσχευτικού κόσμου, του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, των εντατικολόγων, του Συνδέσμου Νοσηλευτών Ελλάδας, των συλλόγων μεταμοσχευθέντων, αλλά και το σύνολο των άμεσα εμπλεκομένων στις μεταμοσχεύσεις, εκφράζει την κάθετη αντίθεσή του στις κατά καιρούς προσπάθειες νομοθέτησης της «εικαζόμενης συναίνεσης».
Η «εικαζόμενη συναίνεση» δεν έχει ηθική βάση, δεν έχει λογικό έρεισμα, δεν έχει πρακτικό αποτέλεσμα. Εχει όμως τη δυνατότητα να οδηγήσει τις μεταμοσχεύσεις σε βέβαιη κοινωνική απαξίωση και σε παντελή αποτυχία.
Είναι λογικό να διερωτάται κανείς τι θα συμβεί με τα κηρύγματα και τις εκστρατείες περί της δωρεάς οργάνων ως «ύψιστης πράξης αλληλεγγύης». Ο Εθνικός Οργανισμός θα συνεχίσει να πορεύεται αυτοδιαψευδόμενος; Η Εκκλησία θα επιμένει να συμμετέχει αυτοαναιρούμενη; Ο κόσμος θα αποφασίσει να εμπιστεύεται εμπαιζόμενος;
Συναίνεση που εικάζεται δεν είναι συναίνεση.

Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος

Ό Γερο - Έφραίμ, «ό τάλας»

Aπέναντι άπό το Κελλί τοϋ Γερο - Ύπατίου (τά Bλαχικα Κελλιά), πάνω άπό τά Κατουνάκια, φαίνεται μιά σπηλιά, ή οποία, όπως διηγούνται οί Γεροντάδες, επί Τουρκοκρατίας ήταν σπηλιά ληστών. Αυτή λοιπόν τήν σπηλιά ό Γερο - Έφραίμ τήν μετέτρεψε σε θειο Σπήλαιο της Βηθλεέμ, διότι τήν άγιασε μέ τήν αγία του ζωή. Ό Γερο - Έφραίμ καταγόταν άπό τήν Θεσσαλία. Είχε ψυχή ευαίσθητη καί ταπεινή καί πνεύμα ανδρείο καί αγωνιστικό. "Ελεγε ό Παπα - 'Ιερόθεος καί ό Παπα - Μακάριος άπό τήν Κερασιά ότι ό Γερο - Έφραίμ ήταν σάν τους Άβ-βάδες της παλαιάς εποχής της Νιτρίας καί Θηβαΐδος. Τά ίδια έλεγαν καί οί ευλαβείς Γεροντάδες άπό τόν "Αγιο Βασίλειο, όπως επίσης καί οί γείτονες του Συνασκητές. "Ολοι τόν παραδέχονταν γιά τις αρετές του καί κυρίως γιά τήν μεγάλη του ταπείνωση καί αφάνεια, ενώ αυτός αποκαλούσε τόν εαυτό του ταλαίπωρο. Άπό ένα - δύο περιστατικά, πού θά αναφέρω, πολλά θά καταλάβουν οί καλοπροαίρετοι, πού αγωνίζονται στην αφάνεια. Επειδή οί Πατέρες κατέβαιναν καί αγόραζαν κάτι (τρόφιμα κ.λ.π.) ή έπαιρναν ευλογία άπό Μοναστήρια (παξιμάδι ή κηπουρικά), κατέβαινε καί ό Γερο - Έφραίμ τήν νύχτα κρυφά καί γέμιζε τόν τουρβά του μέ άδεια κονσερβοκούτια άπό τους λάκκους καί τήν ήμερα ανέβαινε καί αυτός φορτωμένος γιά τό Άσκηταριό του, καί έτσι έδινε τήν εντύπωση στους άλλους ότι κουβαλάει τρόφιμα. "Οταν έφθανε στην σπηλιά του, άδειαζε τά αδειανά κονσερβοκούτια, πού είχε στον τουρβά του, μπροστά στην πόρτα της σπηλιάς, γιά νά τά βλέπουν οί επισκέπτες καί νά σχηματίζουν τήν εντύπωση ότι είναι γαστρίμαργος, ενώ αυτός έκανε μεγάλες νηστείες. Μάλιστα, άπό τήνπολλή άσκηση καί τήν πολλή υγρασία πού είχε ή σπηλιά, είχε προσβληθή αργότερα από φυματίωση. Γι' αυτό καί αναγκάστηκε νά κτίση μόνος του, λίγο πιό πέρα από τήν σπηλιά σε προσήλιο τόπο, ένα μικρό καλυβάκι με ξερολιθιά, πού μόλις τόν χωρούσε. Τό ϊδιο δέ τυπικό συνέχισε καί εκεί: νά κουβαλάη κρυφά αδειανά κονσερβοκούτια άπό τους λάκκους καί νά τά άφήνη έξω άπό τήν πόρτα του. "Οσοι τά έβλεπαν, επειδή δέν γνώριζαν τήν πραγματικότητα, έλεγαν: -Τί κάνει αυτός εδώ; Δέν άφησε κονσέρβα γιά κονσέρβα! " Οσες ευλογίες τοϋ έδιναν καμιά φορά οι Πατέρες, τίς δεχόταν μέ χαρά, αλλά πήγαινε τήν νύχτα καί τίς άφηνε έξω άπό τά Καλύβια των Πατέρων πού είχαν ανάγκη ή σέ άρρωστους, τους οποίους καί υπηρετούσε. Ό ίδιος είχε πολλή αυταπάρνηση καί ήταν αφημένος στην Πρόνοια τοϋ Θεοϋ. Κάποτε πού είχε άποκλειστή άπό τά πολλά χιόνια στην σπηλιά, ό Καλός Θεός έστειλε τρόφιμα στον Γερο - Έφραίμ μέ έναν άνθρωπο, ό όποιος, άφοϋ τοϋ άφησε ένα τουρβά μέ ευλογίες, εξαφανίστηκε μπροστά άπό τά μάτια τοϋ Γερο - Έφραίμ! Ό Γέροντας δόξασε τόν Θεό καί πέρασε όλο τόν χειμώνα μέ εκείνη τήν ευλογία τοϋ Θεοϋ. Παρ' όλα αυτά πού ανέφερα, ό Γερο - Έφραίμ είχε πολλή αύτομεμψία, καί ορισμένοι πίστευαν, δυστυχώς, όσα έλεγε κατηγορώντας τόν εαυτό του. "Ετσι ταπεινά καί στην αφάνεια τελείωσε τόν σκληρό αγώνα του γιά τήν αγάπη τοϋ Χρίστου καί άνεπαύθη εν Κυρίω τό 1962.
Τήν ευχή του νά έχουμε. 'Αμήν

Άνθρωπος συγχωρεμένος – άνθρωπος καινός(=καινούργιος)

 

Όσο τα χρόνια περνούν, τόσο δυσκολευόμαστε να κάνουμε κάποια πράγματα, όχι τόσο εξαιτίας της ηλικίας, αλλά μάλλον λόγω της σωματικής και ψυχικής κόπωσης και φθοράς. Ένα απ΄ αυτά τα πράγματα, που κάνει με ιδιαίτερη δυσκολία κανείς, είναι το να βρίσκεται αντιμέτωπος με το παρελθόν του, με μάτια ολάνοιχτα και χωρίς αυτό να τον τρομοκρατεί. Διότι όσο μέσα μας η πείρα συσσωρεύεται και όσο το βλέμμα μας στρέφεται προς τα πίσω, δοκιμάζουμε ολοένα και συχνότερα έκπληξη διαπιστώνοντας πόσες φορές αποδειχτήκαμε τυφλοί, κουφοί και στενόχωροι, και αναλογιζόμενοι όλα τα καλά που θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει και όλα τα κακά που θα μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει. 
Θυμάμαι μία πολύ ηλικιωμένη ενορίτισσά μας, η οποία κοιμήθηκε εδώ και πολύ καιρό -κι όταν λέω ότι «κοιμήθηκε» εκφράζω ακριβώς αυτό που νιώθω γι΄ αυτή: μετά από πολλά χρόνια το σώμα της αναπαύτηκε και η ίδια πέρασε στην αιωνιότητα- ήρθε λοιπόν κάποια μέρα να με δει, ταραγμένη πολύ από μια αγωνία που δεν την εγκατέλειπε, και μου είπε ότι με τον ερχομό των γηρατειών δεν κατόρθωνε πια να κυριαρχεί στις σκέψεις της, όπως παλιά. Οι νύχτες της φαίνονταν ολοένα και μεγαλύτερες, ο ύπνος δεν τη συντρόφευε πια, και εικόνες του παρελθόντος επανέρχονταν στη μνήμη της. Πού και πού μπορεί να εμφανίζονταν και κάποιες φωτεινές εικόνες, αλλά τις θυμόταν μόνο τη χαραυγή· όσο για τις υπόλοιπες ήταν απαίσιες, φορτωμένες με λύπη, νοσηρότητα και ντροπή. Την περικύκλωναν σαν την ομίχλη, χωρίς ανάπαυλα· επανέρχονταν τη νύχτα, συνεχίζονταν ολόκληρη τη μέρα σαν ένα σκοτεινό πέπλο κατάπτωσης και μεταμέλειας. Δεν έβλεπε καμιά διέξοδο ελευθερία. Πώς να ξεφύγει από κει; Κάποιος της έδωσε υπνωτικά, όμως τότε αυτές οι σκέψεις και οι εικόνες του παρελθόντος στροβιλίζονταν μέσα της και της προκαλούσαν φρίκη· δεν εξαφανίζονταν, και αντί να της αφήνουν μία ανάμνηση καθαρή και οδυνηρή, μετατρέπονταν σε εφιάλτη.
Της είπα λοιπόν, κάτι που επαναλαμβάνω αδιάκοπα στον εαυτό μου και το οποίο θα αποτελέσει το θέμα της σημερινής μας ομιλίας: μπορεί οι στιγμές του παρελθόντος μας να ξεπροβάλλουν συνεχώς μέσα από τη μνήμη και μέσα από τη συσσωρευμένη πείρα μιας ολόκληρης ζωής, αλλά μας είναι τελείως αδύνατον να επιστρέψουμε σ΄ αυτές, και επομένως να αλλάξουμε τη συμπεριφορά που επιδείξαμε στο κύλισμά τους. Όμως το παρελθόν εμφανίζεται με διάφορες μορφές. Υπάρχουν γεγονότα που έγιναν στο παρελθόν και έσβησαν στην αχλύ του, χωρίστηκαν απ΄ αυτό όπως ακριβώς τα πεσμένα φύλλα από τα δέντρα το φθινόπωρο – αυτά τα γεγονότα έκαναν τον κύκλο τους και έχασαν κάθε ισχύ κατά την παρούσα στιγμή. Το ίδιο συμβαίνει και με την αμαρτία, για την οποία έχουμε μετανιώσει: Ο άνθρωπος παραφέρεται με τα λόγια, με την πράξη, με γη σκέψη, με την επιθυμία, με τις ενέργειες· αλλά ξαφνικά καταλαμβάνεται από τρόμο, στρέφεται προς τον Θεό, κραυγάζει τον πόνο και την ντροπή του, και εγκαταλείπει εκείνη την ψυχική ροπή που κατάφερε να τον οδηγήσει στην κακή συμπεριφορά και να του διεγείρει ανάλογα αισθήματα και λόγια. Ενίοτε, ένα βαρύ αμάρτημα, ή η φρίκη εξαιτίας μιας κακής πράξης, σβήνει και αφήνει στην θέση της, δίκην προειδοποίησης, μια απλή ουλή, για να μας υπενθυμίζει πόσο εύθραυστοι είμαστε και πόσο αναγκαίο είναι να ζούμε με σωφροσύνη, ώστε να μην ξαναπέσουμε σε τέτοια τέλματα.
Ενδέχεται οι πράξεις να είναι φοβερές, όμως μία ειλικρινής μετάνοια, μπορεί να τις σβήσει οριστικά. Ο Άγιος Νικήτας, μαθητής του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, λέγει ότι τα δάκρυα της ειλικρινούς μετάνοιας μπορεί ν΄ αποκαταστήσουν ακόμη και μία χαμένη παρθενία. Και ο Άγιος Βαρσανούφιος ο Μέγας αναφέρει ότι μπορούμε να πούμε πώς συγχωρηθήκαμε και πως αυτό που συνέβη σβήστηκε από το βιβλίο της ζωής, όταν αισθανόμαστε πραγματική μετάνοια ενώπιον του Θεού και γνωρίζουμε ότι δεν είναι πλέον πιθανό να ξαναπέσουμε στις προηγούμενες ενέργειές μας, διότι έχει καταστραφεί μέσα μας από τη φωτιά της μετάνοιας καθετί που θα ήταν σε θέση να προκαλέσει ξανά την άσχημη πράξη που μας βαραίνει. Ο κύκλος του παρελθόντος έκλεισε. Αυτό λέει και μία ρωσική παροιμία: Το παρελθόν; Κανείς δεν μιλάει πια γι΄ αυτό.
Όμως, στο παρελθόν μας εντοπίζονται και πράξεις πού, άπαξ και έγιναν, επιβίωσαν και δεν έσβησαν στην αχλύ του χρόνου. Σε μία δεδομένη στιγμή εγκαταστάθηκε μέσα μας η κακία και στη συνέχεια μετατράπηκε σε μίσος. Βέβαια, δεν έγινε κάτι σοβαρό, αλλά τούτο το μίσος μαζεύτηκε κάπου μέσα μας, σαν δηλητήριο. Και αν ακόμη έχει σβήσει η ανάμνηση του προσώπου ή των συνθηκών που γέννησαν αυτά τα αισθήματα, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι κάποια ξεσπάσματα οργής έχουν τη ρίζα τους εκεί. Ανεξάρτητα από τον τρόπο ζωής μας, από την προσωπικότητα που έχουμε διαμορφώσει, δηλητηρίασαν κάποτε τη ζωή μας ριζικά, στα μύχιά της. Τελικά τούτο το «πρίν» δεν ανήκει πια στο πεδίο του παρελθόντος· στην πραγματικότητα αγκυροβόλησε στο παρόν. Ένα στάδιο της ζωής δεν ξεπεράστηκε, έχει παραμείνει στο σημείο απ΄ όπου ξεκίνησε. Κάτι πρέπει να παρέμβει, ώστε να οδηγήσει στην πλήρη θεραπεία αυτού του παρελθόντος.
Θα διευκρινίσω αυτό που είπα στην αρχή, φέρνοντας σαν παράδειγμα έναν άνθρωπο, του οποίου η εικόνα είναι έντονα αποτυπωμένη στη μνήμη μου. Για πρώτη φορά με πλησίασε για να εξομολογηθεί. Πολύ πριν από τη συνάντησή μας, είχε διαπράξει έγκλημα, και επί πολλά χρόνια έζησε μ΄ ένα αίσθημα φρίκης για την πράξη του αυτή. Είχε μετανιώσει για ό,τι έκανε, και όχι μόνο είχε λυπηθεί για την ενέργειά του, αλλά είχε φθαρεί και από τον τρόμο στον οποίο είχε βυθιστεί. Βρήκε τον Θεό χάρη στη μεταμέλεια που είχε ωριμάσει μέσα του και η οποία κατέληξε να τον κάνει να πει στον Θεό: «Δεν είμαι πια ο άνθρωπος που έκανε το έγκλημα· συγχώρησέ με, άφησέ με να ζήσω ως ελεύθερος άνθρωπος…»!
Αυτές οι λέξεις – «δεν είμαι πια ο άνθρωπος που έκανε το έγκλημα»- είναι ο πήχης που μετρά την αμαρτία μας· βάσει αυτού μπορούμε να ξέρουμε αν το έγκλημα έχει σβηστεί ή όχι, κι αν ο άνθρωπος έχει τελικά εξαγνιστεί. Στον βαθμό που είμαστε ικανοί να λέμε «δεν είμαι πια αυτός ο άνθρωπος», τότε δεν πρέπει να αμφιβάλλουμε ότι αυτή η αμαρτία αναφέρεται σε ό,τι ήμασταν κάποτε. Όμως ο άνθρωπος αυτός που κάποτε ήμασταν πέθανε, δεν υπάρχει πια, δεν απομένει παρά ο καινός άνθρωπος, αυτός που γεννήθηκε από τη μετάνοια, περνώντας μέσα από μία φοβερή δοκιμασία. Γι΄ αυτό τον άνθρωπο, ο Άγιος Βαρσανούφιος ο Μέγας γράφει πώς είναι δυνατόν ακόμα και «να απαλλαγεί από την εξομολόγηση, επειδή μπορεί να πει με κάθε σιγουριά: ο Θεός με συγχώρησε, καθώς έφτιαξε από μένα έναν καινούριο άνθρωπο».
Μερικές φορές όμως συμβαίνει κάτι άλλο, αυτό που ανέφερε η ηλικιωμένη ενορίτισσά μας: εικόνα με την εικόνα επιβαλλόταν πάνω της το παρελθόν, από τα μικρά ως τα μεγάλα γεγονότα. Δεν ήταν αμαρτήματα του μεγέθους ενός εγκλήματος, αλλά μικροαμαρτίες που δηλητηρίαζαν την καρδιά και τη ζωή της. Τι έπρεπε να κάνει; Να ξεχάσει; Επέμεινα στο γεγονός ότι δεν πρέπει να ξεχάσει, διότι η λήθη δεν αποτελεί θέση· μπορεί να λάβει τη συγχώρηση, αλλά δεν είναι δυνατόν να αυτοσυγχωρηθεί. Και η λήθη δεν αποτελεί θέση, γιατί δεν λύνει κανένα ζήτημα, δεν θεραπεύει την ψυχή, δεν αλλάζει τη ζωή.
Τότε τι να κάνει; Τη συμβούλεψα, κάθε φορά που οποιαδήποτε εικόνα του παρελθόντος παρουσιαζόταν μπροστά της, να θέτει το ερώτημα: «Εάν ξαναβρισκόμουνα στις συνθήκες που βρέθηκα όταν υπέπεσα στην αμαρτία, πώς θα φερόμουνα τώρα, έχοντας αποθησαυρισμένη, χρόνο με το χρόνο, εμπειρία μιας ζωής; Κάποτε ήμουν είκοσι, τριάντα ή σαράντα χρονών, τώρα είμαι πια ογδόντα· πόσα πράγματα προσπάθησα ν΄ αντέξω, να καταλάβω;». Εάν είστε σε θέση να επανέλθετε στο συγκεκριμένο γεγονός, ρίξτε του ένα βλέμμα διεισδυτικό, κάθετο, χωρίς υστεροβουλία, χωρίς αυτολύπηση, και θέστε το ερώτημα: «Αν αυτές οι ίδιες συνθήκες ίσχυαν και σήμερα, πώς θα φερόμουν; Τι θα έκανα;». Και αν είστε σε θέση να πείτε «αυτό δεν θα μπορούσα ποτέ πια να το κάνω, να το πω, να το σκεφθώ, να το ζήσω», τότε να γνωρίζετε πως έχετε πλέον αναγεννηθεί και πώς μπορείτε να πείτε στο Θεό: «Ο αυτουργός ή η αυτουργός εκείνης της πράξης, έχει πλέον πεθάνει· και δεν μπορώ να μετανιώσω εγώ για την αμαρτία εκείνη, γιατί η προσωπικότητα πού κάποτε ήμουν έχει πλέον μέσα μου πεθάνει…».
Μου έρχεται στο νου μία παρόμοια εξομολόγηση, στην οποία ο εξομολογούμενος έλεγε: «Αυτές είναι οι αμαρτίες που διέπραξα στο παρελθόν· τι αναγνωρίζω, τις απαρνούμαι, τις μισώ, όμως δεν μπορώ να μετανιώσω γι΄ αυτές τώρα με δάκρυα, καθώς δεν είμαι πια ο άνθρωπος που τις έκανε· αυτός πέθανε, και αν και δεν έζησα πολλά χρόνια, δεν απομένει πια τίποτε από αυτόν, χάρη στην ανατροπή που προκάλεσαν στην ύπαρξή μου η μεταμέλεια και η μετάνοια…».
Απόσπασμα από το βιβλίο “Το μυστήριο της ίασης”, του Anthony Bloom

Ο νεομάρτυρας του Κοσόβου μοναχός Χαρίτων

 

http://fdathanasiou.files.wordpress.com/2011/04/cf83ceaccf81cf89cf83ceb70007.jpg?w=300

Στις 10 Μαΐου 1998, πριν την αγρυπνία του αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς της Ζίτσας, έγινε η κουρά του π. Χαρίτωνος [δηλ. η τελετή με την οποία έγινε μοναχός] από τον επίσκοπο Αρτέμιο. Εφ’ όσον έλαβε την κουρά ο π. Χαρίτων πρόσθεσε τώρα παραπάνω κόπους και έγινε περισσότερο ζηλωτής στην υπακοή. Του ανέθεσαν την σοβαρή διακονία της παραλαβής σημαντικών έγγραφων για τον επίσκοπο και τους βοηθούς του. Σ’ αυτές τις δύσκολες αποστολές ήταν εξαιρετικά έμπιστος.Νικολάου Βελιμίροβιτς της Ζίτσας, έγινε η κουρά του π. Χαρίτωνος [δηλ. η τελετή με την οποία έγινε μοναχός] από τον επίσκοπο Αρτέμιο. Εφ’ όσον έλαβε την κουρά ο π. Χαρίτων πρόσθεσε τώρα παραπάνω κόπους και έγινε περισσότερο ζηλωτής στην υπακοή. Του ανέθεσαν την σοβαρή διακονία της παραλαβής σημαντικών έγγραφων για τον επίσκοπο και τους βοηθούς του. Σ’ αυτές τις δύσκολες αποστολές ήταν εξαιρετικά έμπιστος.
Οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας θυσιαζόταν χωρίς να σκέπτεται τον εαυτό του. Μια φορά ήταν έτοιμος να φύγει με το αυτοκίνητο μέσα στο βράδυ κατά τη διάρκεια των χειρότερων επιθέσεων από τον δήθεν Απελευθερωτικό Στρατό του Κοσόβου (KLA Kosovo Liberation Army) περνώντας το πιο επικίνδυνο μέρος του Dulje και Crnoljeva, προκειμένου να φέρη θεραπευτικό νερό για έναν άρρωστο εν Χριστώ αδελφό. Είχε ειρήνη και ήταν πλήρως προετοιμασμένος να κάνη αύτη την υπακοή.Ωστόσο τον σταμάτησαν πριν βάλει μπρος το αυτοκίνητο. Με την ίδια εσωτερική γαλήνη, χωρίς να μουρμουρίσει ή να σχολιάσει, δέχθηκε την εντολή να παραμείνει.
Δεν κρατούσε τίποτε περιττό στο κελί του, ακόμα και βιβλία. Εκτός από ένα προσευχητάριο και την αγία Γραφή, είχε λίγα βιβλία, τα οποία έλαβε ως δώρα από τον Γέροντά του. Στο κελί του, που ποτέ δεν αποκαλούσε δικό του, κρατούσε μονάχα τρεις εικόνες. Χειμώνα – καλοκαίρι φορούσε πάντα λαστιχένια opanke (χειροποίητα χωριάτικα πέδιλα) με μάλλινες κάλτσες και ένα γιλέκο πάνω από το ζωστικό του, και στις πιο κρύες μέρες πρόσθετε άλλο ένα γιλέκο, ολόιδιο με το πρώτο.
Προσεκτικός στη διδασκαλία του πνευματικού του πατέρα να παραμένει σιωπηλός στην τράπεζα [=τραπεζαρία] και να τρώει οτιδήποτε του ‘βαζαν μπροστά του, έτρωγε ό,τι μπορούσε και ποτέ δεν έκανε παράπονα στον μάγειρα. Όταν διακονούσε τους φιλοξενουμένους ήταν ευγενικός,χωρίς να υπεισέρχεται στα πιστεύω του καθενός και χωρίς να κάνη φυλετικές διακρίσεις. Έβαζε τα δυνατά του να συμπαθή όλους τούς ανθρώπους. Ακόμα και όταν οι Shiptari – το όνομα που οι εθνικιστές Αλβανοί χρησιμοποιούν για τους εαυτούς τους – διέπρατταν εγκλήματα εναντίον του λαού μας [=Σέρβων], αυτός δεν τούς μισούσε. Αντιθέτως προσπαθούσε να δικαιολόγηση τις πράξεις τους με το να επιρρίπτει ευθύνες στο άθεο καθεστώς.
Fr. Hariton
Αν και ο π. Χαρίτων δεν ήταν άμεσα συνδεδεμένος με τον έξω κόσμο, δεν αγνοούσε τα γεγονότα του. Παρ’ όλα αυτά αγωνιζόταν να παραμένει απαθής: προσκολλήθηκε στον έναν, στον Κύριο ημών Ιησούν Χριστόν, χωρίς να κρατά τίποτε για τον εαυτό του, έχοντας ύπ’ όψιν ότι μόνο αυτό πού μπορεί να σταλεί στο ουράνιο θησαυροφυλάκιο θα παραμείνει μαζί μας όταν συναντήσουμε τον Κύριο.
Δεν είναι δυνατόν να μην αναφερθούμε στην καρτερία του την ώρα της ασθένειας. Πάντα θυμότανε την ίασή του από τη Μητέρα του Θεού. Μετά από αυτό το συμβάν ποτέ δεν απευθύνθηκε σε επίγειο γιατρό. Κάποτε αρρώστησε, και απ’ ό,τι φαινόταν ήταν ηπατίτιδα. Μη δεχόμενος καμία βοήθεια, αποσύρθηκε στο κελί του και στράφηκε προς τον Ουράνιο Ιατρό. Για αρκετές μέρες δεν έτρωγε τίποτα. Για ν’ αποφυγή τον σκανδαλισμό των αδελφών, τους είπε ότι θα προμηθευόταν μόνος του την τροφή του. Λίγες μέρες αργότερα βγήκε από το κελί του χωρίς κανένα σημάδι της ασθένειας του [αυτή η στάση είναι κατάλληλη μόνο για πολύ προχωρημένους ασκητές και δεν πρέπει να εφαρμοστεί από τον καθένα που πιθανόν διαβάζει αυτές τις γραμμές - και οπωσδήποτε ένας ορθόδοξος χριστιανός δεν πρέπει ν' αναλαμβάνει ασκητικό αγώνα χωρίς την ευλογία του πνευματικού του].
Το ότι ήταν άνθρωπος που προσπαθούσε να είναι υπομονετικός με τούς άλλους γίνεται εμφανές στο ακόλουθο παράδειγμα.
Ένας από τους αδελφούς ζητούσε πάντα τον π. Χαρίτωνα να τον βοηθά στα διακονήματά του. Όλοι νόμιζαν ότι ό π. Χαρίτων τον βοηθούσε επειδή του άρεσε να το κάνει. Μια φόρα, ωστόσο, ό αδελφός αυτός ξεπέρασε τα όρια με τις απαιτήσεις του, και ό π. Χαρίτων έπρεπε να ομολογήσει στον ηγούμενο ότι πολλές φορές αγωνίστηκε και συγκρατήθηκε να μην του βάλει τις φωνές. Η κατάσταση αύτη για αρκετό καιρό ήταν ανυπόφορη. Παρ’ όλα αυτά ο π. Χαρίτων συνέχιζε να βοηθά τον αδελφό με τις διάφορες απαιτήσεις του, χωρίς όμως να εξωτερικεύει την αγανάκτησή του. Μιλούσε και συμπεριφερόταν με απλό και ευθύ τρόπο, και δεν έλεγε περισσότερα απ’ όσα έκανε. Όταν του πρότειναν να χειροτονηθεί ιερεύς, αρνήθηκε από ταπεινοφροσύνη. Ο πνευματικός του πατέρας το κατανόησε και δεν τον πίεσε.
Ήταν επίσης ευγενικός με τους μουσουλμάνους της περιοχής, τούς οποίους και βοηθούσε με πολλούς τρόπους, όπως άλλωστε έκανε και με τούς υπολοίπους φτωχούς. Με τη συμπόνια του συχνά τούς υποστήριζε, προκειμένου να πάρουν οτιδήποτε υλικά αγαθά χρειάζονταν. Κάποιες φορές μπορούσες να διακρίvnς την ευαισθησία του όταν έβλεπες να δακρύζει καθώς άκουγε ιστορίες για τα βάσανα και τούς διωγμούς των αθώων. Παρ’ ότι υπέφερε στα χέρια εκείνων πού υπεράσπιζε, ποτέ δεν έδειξε μίσος, ακόμα και όταν την 1η Μάιου του 1999, καθώς οδηγούσε για να επισκεφθεί έναν άρρωστο στο νοσοκομείο της Πρίστινας, τον πυροβόλησαν με ένα αυτόματο όπλο. Επειδή δεν είχε μίσος στην καρδιά του, και πίστευε ότι και οι άλλοι είναι έτσι, σ’ αυτές τις περιπτώσεις παρέμενε ήρεμος και άφοβος. Η αγνή του καρδιά του επέτρεπε να κυκλοφορεί ελεύθερα, ακόμα και όταν ο Σερβικός στρατός υποχώρησε (από το Κόσοβο και τα Μετόχια) και εισέβαλαν οι εγκληματικές ομάδες, γνωστές ως KLA (Απελευθερωτικός Στρατός Κοσόβου).
Τον Ιούνιο του 1999 πήγαινε κάθε μέρα τον ηγούμενο του στο Πρίζρεν (Prizren). Κάθε φορά έπρεπε να περνά ανάμεσα από τις άγριες ομάδες των Shiptari (Αλβανών), οι όποιοι γιόρταζαν τη «νίκη» τους εναντίον των Σέρβων. Μια άλλη φορά πάλι, μονός και χωρίς προστασία, άφοβα και ήρεμα οδήγησε έναν θανάσιμα τραυματισμένο άνθρωπο στο νοσοκομείο περνώντας πάλι ανάμεσα από την ίδια συμμορία. Μετά από αυτό το περιστατικό είπε στον επίσκοπο, ότι επιθυμούσε να παραμείνει στο δικό του Σερβικό μοναστήρι, στη γη των Σέρβων. Είπε, ότι δεν είχε πειράξει κανέναν και ήθελε να μείνει εκεί ζωντανός ή νεκρός· ήταν ήδη έτοιμος για οτιδήποτε.
Πραγματικά, στις 15 Ιουνίου 1999, ανέλαβε την τελευταία του υπακοή σ’ αυτή τη γη. Στις 10.30′ π.μ. έφτασε με αυτοκίνητο στην επισκοπή του Prizren και στη συνέχεια πήγε σε μια οικογένεια για να πάρει το φαγητό πού είχαν ετοιμάσει για τον επίσκοπο. Ως συνήθως αναχώρησε χαρούμενος, χωρίς παράπονο, και χωρίς ίχνος φόβου. Όμως δεν επέστρεψε ποτέ απ’ αυτό το ταξίδι. Στο δρόμο, μπροστά στα μάτια των δυνάμεων του NATO πού είχαν έρθει (στο Κόσσοβο και τα Μετόχια) για να φέρουν, «ειρήνη και ελευθερία», ό π. Χαρίτων συνελήφθη από την εγκληματική ομάδα και οδηγήθηκε στον τόπο του βασανισμού.
Στάλθηκαν μηνύματα σε αξιωματούχους προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά δεν μαθεύτηκε τίποτα για την τύχη του. Αν και οι εγκληματίες επιθυμούσαν το έγκλημά τους να μείνει στο σκοτάδι, ό Κύριος δεν ήθελε ό π. Χαρίτων να λησμονηθεί. Και καθώς οι μάρτυρες έχουν τη δυνατότητα να πληροφορούν τούς ανθρώπους στη γη, έτσι μπορούσε και ό π. Χαρίτων. Εμφανίστηκε στα όνειρα μερικών αδελφών και πληροφόρησε έναν ότι ήταν νεκρός.
Μετά από ένα χρόνο αυτά τα όνειρα επιβεβαιώθηκαν. Το μαρτυρικό του σώμα βρέθηκε κοντά στο Prizren, στην πάλι Τυευε, πίσω από το νοσοκομείο. Το σώμα του αναγνωρίσθηκε από το ράσο του, το κομποσκοίνι του και τα πιστοποιητικά. Η νεκροψία απεκάλυπτε βασανισμό.Μερικά από τα πλευρά του ήταν σπασμένα, καθώς και το αριστερό του χέρι. Το γιλέκο του ήταν σχισμένο, και υπήρχαν μαχαιριές κοντά στην καρδιά του. Το σώμα του ήταν ακέφαλο και μερικοί σπόνδυλοι έλειπαν. Γνωρίζουμε ότι ο π. Χαρίτων δεν αρνήθηκε την πίστη του. Υπέφερε, γιατί ήταν Ορθόδοξος Χριστιανός, μοναχός και Σέρβος.
Στις 11 Νοεμβρίου 2000 τα βασανισμένα του λείψανα δόθηκαν στον πνευματικό του πατέρα επίσκοπο Αρτέμιο στο μοναστήρι της Γκρατσάνιτσα (στο Κόσοβο). Την επομένη μέρα πήγαν την σορό του στο μοναστήρι Crna Reka (=Μαυροπόταμος), όπου ό π. Χαρίτων είχε ξεκινήσει τη μοναχική του ζωή. Στην Crna Reka ό επίσκοπος Αρτέμιος είπε στους μοναχούς και στους πιστούς πού συγκεντρώθηκαν τα ακόλουθα: «Πάτερ Χαρίτων, πριν λίγα χρόνια σε δεχθήκαμε εδώ ως δόκιμο, και τώρα σε δεχόμαστε ως μάρτυρα της Εκκλησίας…».
Η ολονύχτια αγρυπνία τελέσθηκε μαζί με την συνεχή ανάγνωση του Ψαλτηρίου πάνω από τον κεκοιμημένο. Την επομένη μέρα τελέσθηκε θεία Λειτουργία, συλλειτουργουντων τριάντα και πλέον ιερέων. Μετά την θεία Λειτουργία ακολούθησε μνημόσυνο, στο όποιο παρευρέθηκαν παραπάνω από 500 πιστοί. Στη συνέχεια, μετέφεραν τον π. Χαρίτωνα στο κοιμητήριο για τον τελευταίο συγκινητικό ασπασμό.
Ας ενωθεί η προσευχή μας έτσι, ώστε ο Κύριος να δοξάσει τον π. Χαρίτωνα τόσο στην επίγεια όσο και στην ουράνια Εκκλησία. Η ασκητική του θυσία και το αίμα του μάρτυρος ας γίνει πραγματικά ο καρπός των νέων Χριστιανών. Κι όλοι αυτοί που θα λάβουν έμπνευση από το παράδειγμα της αθόρυβης προσφοράς του και τα μαρτυρικά βάσανα του, ας πορευθούν με ακόμη περισσότερη αφοσίωση στο μονοπάτι των θεοδόχων και ιερών προγόνων, οι όποιοι υπέφεραν «για τον Τίμιο Σταυρό και την χρυσή ελευθερία». Όλοι ενωμένοι μαζί με την στρατευόμενη και θριαμβεύουσα Εκκλησία, ας κραυγάσουμε ολόψυχα «Άγιε πάτερ Χαρίτων, πρέσβευε τώ Θεώ υπέρ ημών!».
Πηγή: περιοδικό Orthodox Word [μετάφρασις ιερά μονή Αγ. Αυγουστίνου Φλωρίνης]-ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Όποιος αγαπά δεν έχει ποτέ μοναξιά



Όποιος είναι αληθινά ταπεινός δεν έχει κανένα φόβο. Αυτός που αγαπά το Θεό και το συνάνθρωπο και όταν είναι μόνος δεν είναι μόνος. Ο ταπεινός έχει ασφάλεια, αφοβία, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, πραότητα, αγαθοσύνη, εγκράτεια, ελευθερία, χάρη. Ένας γνήσιος χριστιανός που αγαπά, προσφέρεται, θυσιάζεται, ζει για τους άλλους, δεν μπορεί να μην είναι ταπεινός. Ο αληθινά ταπεινός χαίρεται περισσότερο να δίνει παρά να παίρνει. Δεν έχει απαιτήσεις από τους άλλους. Τους υπομένει, τους αποδέχεται, τους καλοδέχεται, προσεύχεται γι’ αυτούς. Έτσι δεν στενοχωρείται. Στενοχωρούμεθα με τους άλλους γιατί έχουμε πολλές απαιτήσεις από αυτούς. Είμαστε αρκετά αυστηροί μαζί τους, ενώ με τον εαυτό μας είμαστε αρκετά επιεικείς. Θέλουμε μόνο να μας προσέχουν, να μας ακούν, να μας αγαπούν. Είμαστε φειδωλοί στην προσοχή, στην ακοή, στην αγάπη απέναντι των άλλων. Αποζητάμε την εκτίμηση, τον έπαινο, το πλήρες ενδιαφέρον των άλλων. Εμείς όμως είμαστε τσιγγούνηδες σε προσφορά.
Στεναχωριούνται εύκολα οι άνθρωποι, αποθαρρύνονται, απογοητεύονται, θλίβονται και μελαγχολούν, γιατί η πίστη τους δεν είναι θερμή, η εμπιστοσύνη τους στο Θεό είναι χαλαρή κι η ελπίδα τους απομακρυσμένη. Ο πιστός έχει πληροφορία βεβαιότητος, ενισχύσεως, εμπιστοσύνης και ελπίδος. Δεν σημαίνει ότι δεν έχει προβλήματα, αλλά τα προβλήματα τα αντιμετωπίζει ελπιδοφόρα. Η ελπίδα στον Παντοδύναμο και πανταχού παρόντα Θεό χαρίζει στον πιστό ειρήνη, γαλήνη, ηρεμία, παρηγορία, έλεος. Γέροντες και γερόντισσες παλαιότερων εποχών με μεγαλύτερα και περισσότερα προβλήματα οπωσδήποτε, έκαναν με νόημα το σταυρό τους, καρτερούσαν φιλότιμα, υπόμεναν επίμονα και το «πρώτα ο Θεός» ή «έχει ο Θεός» ή «δόξα τω Θεώ» δεν ήταν διόλου σχήμα λόγου. Οι σημερινοί φουσκωμένοι από έπαρση άνθρωποι θεωρούν μεγάλη ντροπή να σταυροκοπηθούν ή να επικαλεσθούν το Θεό και πιστεύουν πως η ευφυΐα τους, η πολυγνωσία τους, η πολυπραγμοσύνη τους θα λύσει όλα τους τα προβλήματα. Να που όμως δεν τα λύνουν και είναι γεμάτες οι τσέπες τους αγχολυτικά, αναλγητικά, καταπραϋντικά, αντικαταθλιπτικά και υπνωτικά.
Όσοι δε πίστεψαν στη θεοποιημένη λογική τους και στο υπερφίαλο εγώ τους πλανέθηκαν από μία επικίνδυνη αυτάρκεια, ένα μοντέρνο χριστιανισμό μιας φαρισαϊκής αγιότητος κι έγιναν παίγνια δαιμόνων. Η αγιότητα δεν είναι ποτέ αταπείνωτη, υποκριτική, εγωκεντρική, αφιλάδελφη και απομονωμένη. Οι άγιοι δεν πιστεύουν στον εαυτό τους και στα έργα τους αλλά ελπίζουν και επικαλούνται συνεχώς το άπειρο έλεος του Πανάγαθου Θεού. Οι άγιοι παρακινούν κι εμάς τους αμαρτωλούς να συγκινηθούμε και να συνετισθούμε από τα παραδείγματα των μεγάλων αμαρτωλών που μετανόησαν και έγιναν άγιοι…

( Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Η εύλαλη σιωπή», εκδ. Εν πλώ. (Αποσπάσματα).

Δόξα τω Θεώ, Δόξα τω Θεώ, Δόξα τω Θεώ…

Ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π.Θεμιστοκλής Αδαμόπουλος από την Σιέρρα Λεόνε μιλάει με την γλώσσα της αλήθειας και αφυπνίζει…

Να δοξάζετε τον Θεό και όχι την γκρίνια.
Δόξα τω Θεώ.Δόξα τω Θεώ.Δόξα τω Θεώ…
Δόξα τω Θεώ.Δόξα τω Θεώ.Δόξα τω Θεώ…

Δευτέρα, Απριλίου 11, 2011

11 Απριλίου Συναξαριστής

Συναξαριστής
 Ἀντίπα Ἐπισκόπου, Τρυφαίνης καὶ Ματρώνας Ὁσίων, Φαρμουθίου Ἀναχωρητοῦ, Μαρτυνιανοῦ Μάρτυρος, Βάκχου Ὁσιομάρτυρος, Εὐθυμίου καὶ Χαρίτωνος Ὁσίων, Ἰακώβου Ὁσίου, Ἰακώβου Ὁσίου ἐκ Ρωσίας, Βαρσανουφίου Ἐπισκόπου, Καλλινίκου Ὁσίου.



Ὁ Ἅγιος Ἀντίπας Ἐπίσκοπος Περγάμου


Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀντίπας ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διομιτιανοῦ (81-96 μ.Χ.). Ἦταν σύγχρονος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι καὶ τὸν χειροτόνησαν Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Περγάμου, ὅταν ὁ Θεολόγος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἦταν ἐξόριστος στὴν Πάτμο. Στὴν Ἀποκάλυψη ὁ Ἅγιος Ἀντίπας ἀποκαλεῖται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Ἰωάννη πιστὸς ἱερέας καὶ μάρτυρας.
Ὡς ἀρχιερέας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Περγάμου, ποίμανε τὸ λογικό του ποίμνιο μὲ κάθε εὐσέβεια καὶ ἀρετή. Ὄντας Ἐπίσκοπος Περγάμου καί ἐνῷ ἦταν πολὺ γέρος, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, ὅταν οἱ δαίμονες παρουσιάσθηκαν σὲ αὐτοὺς καὶ τοὺς εἶπαν ὅτι δὲν μποροῦν νὰ κατοικοῦν στὸν τόπο ἐκεῖνο ἐξαιτίας τοῦ Ἀντίπα. Γι’ αὐτὸ ὁδηγήθηκε στὸν ἡγεμόνα καὶ ἐξαναγκάστηκε μὲ βία νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα.
 Ἐκεῖνος (ὁ ἡγεμόνας) κατέβαλε κάθε προσπάθεια νὰ πείσει τὸν Ἅγιο νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, λέγοντάς του ὅτι τὰ παλαιότερα εἶναι πολυτιμότερα, ἐνῷ ἐκεῖνα ποὺ ἐμφανίζονται πρόσφατα δὲν ἔχουν καμία ἀξία. Τοῦ εἶπε δηλαδὴ ὅτι ἡ θρησκεία τῶν ἐθνικῶν, ἡ εἰδωλολατρία, εἶναι παλαιά, αὐξήθηκε διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ ἔχει πολλοὺς ὀπαδούς, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι πολὺ σπουδαιότερη ἀπὸ τὴν πίστη τῶν Χριστιανῶν, ποὺ ἐμφανίσθηκε τελευταῖα καὶ ἔχει πολὺ λίγους πιστούς. Στὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ τοῦ ἡγεμόνος ὁ Ἅγιος ἀπάντησε μὲ τὴν ἱστορία τοῦ Κάιν. Εἶπε δηλαδὴ σὲ αὐτόν, ὅτι ἡ ἀδελφοκτονία τοῦ Κάιν, ἂν καὶ αὐτὸς εἶναι πολὺ ἀρχαιότερος, προκάλεσε καὶ προκαλεῖ τὸν ἀποτροπιασμὸ σὲ ἄπειρα πλήθη ἀνθρώπων καὶ οὐδεὶς εὐσεβὴς ἄνθρωπος τὴ ζηλεύει.

Ὁ ἡγεμόνας ἐξοργίσθηκε πάρα πολὺ ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ Ἀντίπα καὶ τότε ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν ρίξουν σὲ ἕνα πυρωμένο χάλκινο ὁμοίωμα βοδιοῦ, ὅπου τελειώθηκε ὁ βίος του, τὸ ἔτος 92 μ.Χ.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὴν Ἐκκλησία τῆς Περγάμου καὶ ἀναβλύζει ἀενάως μύρο καὶ ἰάσεις, ἡ δὲ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ πάνσεπτο Ἀποστολεῖο τοῦ Ἁγίου καὶ πανευφήμου Ἀποστόλου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, κοντὰ στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία.
Ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἀντίπα ὑπῆρχε κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἕτερος, ἐπίσης, κείμενος μεταξὺ τῶν χωρίων Ἁγίου Στεφάνου καὶ Ρηγίου (Κιουτσοὺκ – Τσεκμετζέ).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Μυροβλήτην τὸν θεῖον καὶ Μαρτύρων τὸν σύναθλον, τὸν πανευκλεὴ Ἱεράρχην καὶ Περγάμου τὸν πρόεδρον, τιμήσωμεν Ἀντίπαν οἱ πιστοί, ὡς τάχιστον καὶ μέγαν ἰατρόν, τῆς δεινῆς ὀδόντων νόσου, καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπὸ ψυχῆς βοήσωμεν δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.
Τὸν ἱεράρχην καὶ κλεινὸν μεγαλομάρτυρα, τὸν πολιοῦχον τῆς Περγάμου τὸν πανάριστον, καὶ κοινοῦ ἐχθροῦ ἀντίπαλον τὸν Ἀντίπαν, κατὰ χρέος εὐφημήσωμεν ἐν ἄσμασιν, ὡς τοὺς πάσχοντας Ὀδόντας θεραπεύοντα, πόθω κράζοντες, χαίροις, Πάτερ τρισόλβιε.






Οἱ Ὅσιες Τρυφαίνη καὶ Ματρώνα
Οἱ Ὁσίες Τρυφαίνη καὶ Ματρώνα κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Κυζίκου καί ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἐπιπόθησαν τὸν Χριστό, γι’ αὐτὸ καὶ ἀκολούθησαν τὸν μοναχικὸ βίο. Ἔφθασαν δὲ σὲ τέτοιο βαθμὸ ἀσκήσεως καὶ νηστείας, ὥστε νὰ φαίνονται οἱ συνθέσεις τῶν ὀστέων τους. Δὲν εἶχαν κελλί, ἀλλὰ περιβεβλημένες μὲ ἕνα μικρὸ ἔνδυμα προσεύχονταν συνεχῶς στὸν Θεὸ νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ ξεκουράζονταν λίγο στὴν γῆ. Λίγο πρὶς τὸ ὀσιακὸ τέλος τους, τὸ ὁποῖο προείδαν, ἔκαναν τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ παρέδωσαν τὶς ψυχές τους στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Μετὰ τὴν ὀσιακὴ κοίμησή τους, ἐπιτέλεσαν πολλὰ θαύματα.





Ὁ Ὅσιος Φαρμούθιος ὁ Ἀναχωρητὴς

Ὁ Ὅσιος Φαρμούθιος ὁ Ἀναχωρητής, ἀσκήτεψε κατὰ Θεὸν καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Μαρτινιανὸς ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μαρτινιανὸς ἄθλησε στὴν Ρώμη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου.






Ὁ Ἅγιος Βάκχος ὁ Ὁσιομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Βάκχος ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ τελειώθηκε μαρτυρικὰ κατὰ τὸν 8ο αἰῶνα μ.Χ.




Οἱ Ὅσιοι Εὐθύμιος καὶ Χαρίτων

Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἔζησε μεταξὺ τοῦ 15ου καὶ 16ου αἰῶνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Γεννήθηκε στὴν πόλη Μπολογκντὰ καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὸν μοναχικὸ βίο. Σύντομα ἔγινε μοναχὸς στὸ μοναστῆρι Σπασο – Καμένσκιυ κοντὰ στὴν λίμνη Κουμπενσόε.
Λίγο ἀργότερα ὅμως ἔφυγε ἀπὸ τὸ μοναστῆρι, γιὰ νὰ ζήσει ὡς ἐρημίτης στὸν ποταμὸ Κουμπένκα, δυὸ χιλιόμετρα ἀπόσταση ἀπὸ τὴ λίμνη.
Ὁ πόθος του γιὰ μεγαλύτερη ἡσυχία τὸν ὁδήγησε στὴν περιοχὴ τοῦ ποταμοῦ Σγιανζέμα, ὅπου συναντήθηκε μὲ τὸν Ὅσιο Χαρίτωνα. Καὶ οἱ δυὸ μαζὶ ἵδρυσαν τὴ μονὴ τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος στὴ Μπολογκντά. Κατασκεύασαν τὴ μοναδικὴ Ἐκκλησία ποὺ ὑπῆρχε σὲ αὐτὴ τὴν περιοχὴ καὶ καλλιεργοῦσαν χόρτα γιὰ τὴν ἐλάχιστη τροφή τους.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ ἔτος 1465, ἐνῷ ὁ Ὅσιος Χαρίτων, ποὺ τὸν διαδέχθηκε στὴν καθοδήγηση τῆς μονῆς, κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1509. Καὶ οἱ δυὸ ἐνταφιάσθηκαν στὸ ναὸ τῆς μονῆς, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε ἐνοριακός.






Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος τοῦ Βρυλέεφ

Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος τοῦ Βρυλέεφ ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 15ο αἰῶνα μ.Χ. Ἔγινε μοναχὸς τῆς μονῆς Ζέλεζνιυ – Μπορόκ, ποὺ ἦταν στὴν ἐπαρχία τῆς Κοστρομᾶ, διετέλεσε μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ζελενί - Μπὸρ καὶ ἀργότερα ἀσκήτεψε στὴν ἔρημο Βρυέεφ, ὅπου ἵδρυσε μονὴ πρὸς τιμὴν τῶν Εἰσοδίων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου.



Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος τοῦ Ζελέζνιυ – Μπορὸκ

Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος τοῦ Ζελέζνιυ – Μπορὸκ γεννήθηκε στὸ Γκάλιτς, στὴν περιοχὴ τῆς Κοστρομᾶ καὶ ἦταν υἱὸς οἰκογένειας Βογιάρων. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονὲζ καὶ ἀργότερα ἀσκήτεψε σὲ μονὴ τῆς Μόσχας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1442.





Ὁ Ἅγιος Βαρσανούφιος Ἐπίσκοπος Τβὲρ καὶ Καζᾶν

Ὁ Ἅγιος Βαρσανούφιος, κατὰ κόσμον Βασίλειος, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1495 στὸ Σέρπουχωφ τῆς Ρωσίας καὶ καταγόταν ἀπὸ ἱερατικὴ οἰκογένεια. Ἐνῷ ἦταν νέος, αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους τῆς Κριμαίας. Δεχόμενος αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὡς θέλημα τοῦ Θεοῦ, ταπεινὰ ὑποτασσόταν στοὺς κυρίους του καὶ μὲ προθυμία ἐκπλήρωνε κάθε ἐργασία ποὺ τοῦ ἀνέθεταν. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ὅμως, ὁ πατέρας του κατάφερε νὰ τὸν ἐξαγοράσει καὶ νὰ τὸν πάρει πίσω.
Ὁ Ἅγιος ἔγινε μοναχὸς τὸ 1515 στὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος, τοῦ Ἁγίου Ἀνδρονίκου τῆς Μόσχας καὶ διακόνησε ὡς ἱεροδιάκονος στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Τβέρ. Τὰ χαρίσματά του καὶ ὁ θεοφιλὴς βίος του ὁδήγησαν τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Μακάριο νὰ τὸν τοποθετήσει στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Πέσνα, κοντὰ στὴν Μόσχα. Ἀργότερα πῆγε στὸ Καζᾶν καὶ ἵδρυσε ἕνα μοναστῆρι ἀφιερωμένο στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Ἐνῷ βρισκόταν στὸ Καζᾶν, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Βαρσανούφιος βοηθοῦσε τὸν Ἁγίο Γουρία (τιμᾶται 15 Δεκεμβρίου) στὴν διάδοση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως στοὺς Μουσουλμάνους καὶ στοὺς εἰδωλολάτρες. Ἡ γνώση τῆς ταταρικῆς γλώσσας ἀποδείχθηκε ὅτι ἦταν πολὺ χρήσιμη γιὰ τὴν ἱεραποστολική του δράση.
Τὸ ἔτος 1567 ὁ Ἅγιος Βαρσανούφιος ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Τβὲρ καὶ Καζᾶν. Ὅταν ἔφθασε σὲ μεγάλη ἡλικία, ἐπέστρεψε στὸ Καζᾶν καὶ στὸ μοναστῆρι τῆς Μεταμορφώσεως, τὸ ὁποῖο καὶ εἶχε ἱδρύσει. Ἐκεῖ ἔλαβε τὸ Μέγα Ἀγγελικὸ Σχῆμα καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 1576. Τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Γουρίου καὶ Βαρσανουφίου ἀνακαλύφθηκαν στὶς 4 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1596 καὶ τοποθετήθηκαν σὲ λειψανοθῆκες στὸ παρεκκλῆσι τοῦ ναοῦ, σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ Πατριάρχου Ἰώβ. Στὶς 20 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1630, τὰ χαριτόβρυτα λείψανά τους μεταφέρθηκαν ἀπὸ τὸ μοναστῆρι τῆς Μεταμορφώσεως στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν μνήμη του καὶ στὶς 4 Ὀκτωβρίου.




Ὁ Ὅσιος Καλλίνικος

Ὁ Ὅσιος Καλλίνικος τῆς Τσέρνικα ὑπῆρξε μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες πνευματικὲς μορφὲς τοῦ 19ου αἰῶνα μ.Χ.
Γεννήθηκε στὸ Βουκουρέστι, στὶς 7 Ὀκτωβρίου τοῦ 1787, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Ἀντώνιο καὶ τὴν Φλοάερα, καὶ τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Κωνσταντῖνος. Ἡ μητέρα του σὲ μεγάλη ἡλικία ἔγινε μοναχὴ καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Φιλοθέη. Ὁ πόθος του γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἡ δίψα του γιὰ προσευχὴ ὁδηγοῦσαν τὰ βήματά του στὴ μονὴ τῆς Τσέρνικα, ἐνῷ ἦταν ἀκόμη μαθητὴς στὸ Βουκουρέστι. Τὸν Μάρτιο τοῦ ἔτους 1807 ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει ὁριστικὰ τὸν κόσμο καὶ νὰ μονάσει. Στὶς 12 Νοεμβρίου τοῦ 1808 ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Καλλίνικος. Τὸν ἑπόμενο μῆνα, ὁ Βούλγαρος Ἐπίσκοπος τῆς Βράτα, ποὺ κατέφυγε στὸ Βουκουρέστι λόγω τῶν Τούρκων, τὸν χειροτόνησε διάκονο στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Τσέρνικα.
Ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, ὁ νεαρὸς μοναχὸς ἄρχισε τοὺς μεγάλους πνευματικοὺς ἀγῶνες, τὴν ἄσκηση, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, τὴ νηστεία, τὴν ἐργασία καὶ τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Τὸ ἔτος 1812 ἀπεστάλη μαζὶ μὲ τὸν πνευματικό του στὴ μονὴ τοῦ Νεάμτς, προκειμένου νὰ ζητήσει βοήθεια γιὰ τὴν ἐπιδιόρθωση τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Τσέρνικα, ὁ ὁποῖος εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ σεισμό. Μὲ αὐτὴ τὴν εὐκαιρία ἐπισκέφθηκε καὶ τὰ ἄλλα μοναστήρια τῆς Μολδαβίας.
Τὸ ἔτος 1813 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στὸ ναὸ Μπάτιστε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Διονύσιο Λούπου, τὸν μελλοντικὸ Μητροπολίτη τῆς χώρας καὶ τὸ ἔτος 1815 διορίσθηκε οἰκονόμος τῆς μονῆς. Τὸ 1817 ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ σκοπὸ νὰ διδαχθεῖ τὴν μοναχικὴ ζωὴ τῶν Ἀθωνιτῶν Πατέρων καὶ νὰ ὠφεληθεῖ πνευματικὰ ἀπὸ τὴν πνευματική τους ἐμπειρία καὶ ἄσκηση.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς, Δωροθέου, στὶς 14 Δεκεμβρίου 1818, ἡ μοναστικὴ κοινότητα τῆς Τσέρνικα ἐξέλεξε ἡγούμενο τὸν Ἱερομόναχο Καλλίνικο, χάρη στὴν ξεχωριστὴ ἀσκητικὴ βιοτή του, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωσή του στὸ μοναχισμό. Ὕστερα ἀπὸ δυὸ χρόνια ἔλαβε καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου.
Τὰ τριάντα δυὸ χρόνια τῆς ἡγουμενίας του ἀποτέλεσαν περίοδο πνευματικῆς ἀκμῆς γιὰ τὴ μονή. Κατασκευάσθηκαν προσκυνητάρια, κελλιὰ καὶ ἐργαστήρια γιὰ τὰ ἐργόχειρα τῶν μοναχῶν. Ὅσοι γνώριζαν γράμματα ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν ἀντιγραφὴ πολύτιμων χειρογράφων καὶ ἔργων Πατέρων καὶ ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν αὐξανόταν σημαντικά.
 Τὸ 1838 ἐγκαταβιοῦσαν στὴ μονὴ τριακόσιοι μοναχοί, ἐνῷ τὸ 1850 ἤσαν τριακόσιοι πενήντα.
Ὁ ἡγούμενος Καλλίνικος διακρίθηκε κυρίως γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντες, καθὼς καὶ πρὸς τούς πρόσφυγες ποὺ ἔβρισκαν στὸ μοναστῆρι καταφύγιο καὶ τροφή. Ἐπίσης ἵδρυσε ἕνα σχολεῖο γιὰ τὰ παιδιὰ τῆς περιοχῆς καὶ ἀνέλαβε τὴν κατασκευὴ καὶ ἀνακαίνιση πολλῶν ναῶν καὶ προσκυνηταρῖων. Ὁ Ἅγιος Καλλίνικος ἦταν τόσο ἐλεήμων πού, ὅταν δὲν εἶχε τίποτα νὰ προσφέρει, ἔδινε τὰ δικά του ἐνδύματα καὶ κλαίγοντας ἱκέτευε τοὺς συνεργάτες του νὰ μαζέψουν χρήματα, γιὰ νὰ ἔχει νὰ τὰ μοιράζει στοὺς φτωχοὺς καὶ στοὺς πάσχοντες.
Τὸ ἔτος 1850, ὕστερα ἀπὸ σαράντα τρία χρόνια στὸ μοναστῆρι, ὁ ἡγούμενος Καλλίνικος κλήθηκε νὰ ἀποδεχθεῖ τὸ ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα. Ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἀρνηθεῖ, τελικὰ ὑπέκυψε στὶς παρακλήσεις τοῦ βοεβόδα Μπάρμπου Στίρμπεϊ, καὶ στὶς 15 Σεπτεμβρίου τοῦ 1850 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ρίμνικ – Βίλτσεα. Ἡ χειροτονία του σὲ Ἐπίσκοπο ἔγινε στὶς 26 Ὀκτωβρίου τοῦ 1850 στὸ μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Βουκουρεστίου. Ἐπειδὴ ἡ ἐπισκοπικὴ ἕδρα τοῦ Ρίμνικ εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ πυρκαγιά, ἡ ἐνθρόνιση ἔγινε στὶς 26 Νοεμβρίου στὴν Κραϊόβα.
Σὲ αὐτὴ τὴν ἐπισκοπὴ ἡ κατάσταση ἦταν πολὺ δύσκολη. Γιὰ δέκα χρόνια ἡ Μητρόπολη διευθυνόταν ἀπὸ τοποτηρητές, ἡ ἕδρα καὶ ὁ καθεδρικὸς ναὸς εἶχαν καταστραφεῖ, οἱ ἱερεῖς ἤσαν ἐλάχιστοι καὶ ἀμόρφωτοι, ἐνῷ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σχολεῖο εἶχε κλείσει λόγω τῆς ἐπαναστάσεως τὸ 1848.
Ὁ νέος Ἐπίσκοπος ἀφοσιώθηκε ἀμέσως μὲ αὐταπάρνηση καὶ δύναμη στὴν ἀποστολή του. Χειροτόνησε καλοὺς καὶ εὐλαβεῖς κληρικούς, τὸ 1851 ἐπανίδρυσε τὸ ἐκκλησιαστικὸ σχολεῖο τῆς Κραϊόβα καὶ τὸ 1854 τὸ μετέφερε στὸ Ρίμνικ, ἐνῷ παράλληλα ἵδρυσε σχολὲς γιὰ τὴν κατάρτιση ἱεροψαλτῶν.
Τὸ ἔτος 1854, ἀφοῦ ἡ ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς μεταφέρθηκε στὸ Ρίμνικ, ξεκίνησε τὴν ἀνοικοδόμηση ἐνὸς νέου ναοῦ. Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1859 – 1864 ἔκτισε μὲ δικές του δαπάνες ἕνα νέο ναὸ στὴ σκήτη Φρασινέι, ὅπου εἰσήγαγε τοὺς κανόνες τῆς μοναχικῆς πολιτείας τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Φιλότεχνος καὶ φιλομαθὴς ὁ Ἅγιος ἵδρυσε, τὸ 1860, τυπογραφεῖο, στὸ ὁποῖο ἐκδίδονταν ἐκκλησιαστικὰ καὶ διδακτικὰ βιβλία καὶ τὸ ὁποῖο παρεχώρησε στὴν πόλη Ρίμνικ μὲ τὸν ὄρο τὸ ἥμισυ τῶν εἰσοδημάτων νὰ διατίθεται γιὰ τὴν συντήρηση τῶν σχολείων καὶ τῶν φτωχῶν μαθητῶν καθὼς καὶ τῆς σκήτης Φρασινέι.
Ὁ Ἐπίσκοπος Καλλίνικος ὑπῆρξε καὶ γνήσιος πατριώτης. Ὡς Ἐπίσκοπος ἔλαβε μέρος στὶς διεργασίες τῆς Δημόσιας Συνελεύσεως τῆς χώρας καὶ διαδραμάτισε σημαντικὸ ρόλο στὴν ἕνωση τῆς Μολδαβίας καὶ τῆς Τσόρα Ρομανεάσκα. Τὴν ἄνοιξη τοῦ ἔτους 1857 ἀπέστειλε ἐγκύκλιο πρὸς ὅλους τοὺς ἡγουμένους καὶ ἱερεῖς, διὰ τῆς ὁποίας ζητοῦσε νὰ τελεσθοῦν σὲ ὅλους τοὺς ναούς, Ἀκολουθίες καὶ προσευχὲς γιὰ τὴν ἕνωση τοῦ Ρουμανικοῦ λαοῦ.
Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν εὐλόγησε καὶ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Πολλοὶ ἀσθενεῖς, ποὺ ἐπικαλοῦνταν τὶς προσευχὲς τοῦ Ἁγίου, θεραπεύονταν.
Σὲ μεγάλη ἡλικία καὶ ἐνῷ ἦταν ἀσθενής, ὁ Ὅσιος ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ τῆς Τσέρνικα, τὸν Μάιο τοῦ 1867, ἀναθέτοντας τὴν προσωρινὴ διοίκηση τῆς Ἐπισκοπῆς στὸν ἀρχιμανδρίτη Γρηγόριο. Ἡ τότε κυβέρνηση, ὡς ἔκφραση ἐκτιμήσεως καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου, ἀρνήθηκε τὴν ἀποχώρησή του ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο. Ἔτσι ὁ Ἅγιος παρέμεινε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, πατέρας καὶ πνευματικὸς ὁδηγὸς τοῦ ποιμνίου του.
Ὁ Ὅσιος Καλλίνικος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1868 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος εἶχε χτίσει

Ἡ τελευταία Ἐξομολόγηση

Ἡ τελευταία Ἐξομολόγηση

(Ἀληθινὴ ἱστορία)

Τὸ παρακάτω κείμενο εἶναι μία ἀληθινὴ ἱστορία μεταφρασμένη ἀπὸ τὸ παράνομο ρωσικὸ θρησκευτικὸ περιοδικὸ Ἐλπίδα («Ναντιέζντα») ἀρ. 9. Ἀποτελεῖ κεφάλαιο ἑνὸς βιβλίου ποὺ περιγράφει τὴν ζωὴ τοῦ π. Ἀρσενίου, ἑνὸς ἁγίου ἱερέως ποὺ ἔδρασε μέσα στὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως.
***

Ἡ ἐπιθεώρησις τελείωσε. Οἱ κρατούμενοι ὠδηγήθηκαν μὲ φωνὲς καὶ βία πίσω στοὺς θαλάμους τους, ὁ καθένας σύμφωνα μὲ τὸν ἀριθμό του, καὶ ἡ πόρτα κλειδώθηκε. Ὑπῆρχε ἀκόμη χρόνος πρὶν ἀπὸ τὸν ὕπνο γιὰ νὰ κουβεντιάσουν μεταξύ τους, ν’ ἀνταλλάξουν ἐντυπώσεις ἀπὸ τὸ στρατόπεδο, νὰ ποῦν τὰ νέα τῆς ἡμέρας, νὰ νικήσουν κάποιον στὸ ντόμινο ἢ νὰ ξαπλώσουν στὶς σανίδες τῆς κουκέτας τους καὶ ν’ ἀναπολήσουν τὸ παρελθόν. Δύο ὧρες ἀργότερα ὁ ἦχος τῶν συνομιλιῶν ἀκουγόταν ἀκόμη, ὅμως σιγὰ-σιγὰ ὑποχώρησε καὶ βασίλεψε ἡ σιωπή, καθὼς οἱ κρατούμενοι παραδόθηκαν στὸν ὕπνο.

Ἀρκετὴ ὥρα μετὰ τὸ κλείδωμα τοῦ θαλάμου ὁ π. Ἀρσένιος στάθηκε πλάι στὰ ξύλινα κρεβάτια καὶ προσευχήθηκε· ἔπειτα ξάπλωσε κι αὐτὸς καὶ συνεχίζοντας τὴν προσευχὴ ἀποκοιμήθηκε.

Ὡς συνήθως, ἦταν ἕνας ὕπνος ἀνήσυχος. Γύρω στὴ μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα ἔνιωσε κάποιον νὰ τὸν σκουντάη. Ἀνακάθισε καὶ ἀντίκρυσε τὴν ἀνήσυχη σιλουέτα ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ψιθύριζε:

“Πάμε γρήγορα! Ὁ διπλανός μου πεθαίνει καὶ σὲ ζητάει!”.

Βρῆκαν τὸν ἑτοιμοθάνατο στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ θαλάμου. Ἦταν ξαπλωμένος ἀνάσκελα· ἡ ἀναπνοὴ του ἦταν βαρειὰ καὶ ἀκανόνιστη, τὰ μάτια του διάπλατα ἀνοιχτὰ κατὰ τρόπο ἀφύσικο.

“Με συγχωρεῖς… Σὲ χρειάζομαι… Πεθαίνω…”. Κοίταξε τὸν π. Ἀρσένιο καὶ πρόσθεσε σταθερά: “Κάθησε”.

Ὁ π. Ἀρσένιος κάθησε στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ. Τὸ φῶς ἀπὸ τὸν διάδρομο παίρνοντας σχῆμα ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς κουκέτες φώτιζε ἀδύναμα τὸ πρόσωπο τοῦ ἑτοιμοθανάτου κρατουμένου, ποὺ καλυπτόταν ἀπὸ χονδρὲς σταγόνες ἱδρῶτος. Τὰ μαλλιὰ του ἦταν ἀνακατωμένα, τὰ χείλη του σφιγμένα ἀπὸ τὸν πόνο. Ἦταν ἐξαντλημένος καὶ τὸ πρόσωπό του εἶχε μία νεκρικὴ χλωμάδα. Τὰ μάτια του ὅμως ἦταν διάπλατα ἀνοιχτὰ καὶ κοιτοῦσαν τὸν π. Ἀρσένιο σὰν δύο ἀναμμένοι πυρσοί. Σ’ αὐτὰ τὰ δύο μάτια ἀντικατοπτριζόταν τώρα ὅλη ἡ πορεία τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Πέθαινε. Ἄφηνε αὐτὴ τὴ ζωὴ κουρασμένος καὶ γεμάτος πόνο. Ἀλλὰ κρατιόταν ἀκόμα ἀπὸ μία τελευταία ἐπιθυμία: νὰ δώση λόγο γιὰ ὅλα στὸν Θεό.

“Εξομολόγησέ μέ, συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες μου. Εἶμαι μοναχὸς μὲ μυστικὴ κουρά”.

Οἱ διπλανοί του κρατούμενοι πῆγαν νὰ κοιμηθοῦν ἀλλοῦ. Ὅλοι ἔβλεπαν ὅτι ὁ θάνατος εἶχε φθάσει. Ἀκόμη καὶ σ’ ἕνα θάλαμο στρατοπέδου κρατουμένων ὑπῆρχε εὐσπλαχνία καὶ συμπάθεια γιὰ τὸν ἑτοιμοθάνατο.

Πλησιάζοντας πιὸ κοντὰ στὸν μοναχὸ καὶ χαϊδεύοντας τὰ κοντά, ἀνακατωμένα μαλλιὰ του ὁ π. Ἀρσένιος ἔσιαξε τὴν τριμμένη κουβέρτα. Μὲ τὸ χέρι του πάνω στὸ κεφάλι τοῦ μοναχοῦ διάβασε ψιθυριστὰ τὶς εὐχὲς καὶ συγκεντρώνοντας τὴν προσοχὴ του ἑτοιμάστηκε ν’ ἀκούση τὴν ἐξομολόγησι.

“Η καρδιά μου… Δὲν χτυπάει καλά…” ψιθύρισε ὁ ἑτοιμοθάνατος μοναχὸς καὶ λέγοντας τὸ μοναχικό του ὄνομα, «Μιχαήλ», ἄρχισε τὴν ἐξομολόγησί του.

Σκύβοντας πάνω ἀπὸ τὴν ξαπλωμένη σιλουέττα ὁ π. Ἀρσένιος παρακολουθοῦσε μὲ προσοχὴ τὴν φωνὴ ποὺ μόλις ἀκουγόταν, ἐνῶ ἄθελά του κοίταζε μέσα στὰ μάτια τοῦ Μιχαήλ. Μερικὲς φορὲς ὁ ψίθυρος σταματοῦσε καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀκουγόταν ἦταν τὸ σφύριγμα ἀπὸ τὸ στῆθος του. Ὁ Μιχαὴλ ἔπαιρνε ἀπεγνωσμένα ἀέρα ἀπὸ τὸ στόμα του. Ἄλλοτε πάλι σώπαινε ἐντελῶς καὶ φαινόταν σὰν νὰ εἶχε ἔρθει ὁ θάνατος. Τὰ μάτια του ὅμως συνέχιζαν νὰ κινοῦνται καὶ κοιτάζοντας μέσα σ’ αὐτὰ ὁ π. Ἀρσένιος διάβαζε ὅλα ὅσα ὁ ψίθυρος προσπαθοῦσε νὰ ἐκφράση.

Ὁ π. Ἀρσένιος εἶχε ἐξομολογήσει πολλοὺς στὰ τελευταῖα τους καὶ αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἐξομολογήσεις ἦταν πάντα κάτι τὸ βαθειὰ συγκινητικό. Τώρα ὅμως, ἀκούγοντας τὴν ἐξομολόγησι τοῦ Μιχαήλ, ὁ π. Ἀρσένιος ἔβλεπε ξεκάθαρα ὅτι μπροστά του βρισκόταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε φτάσει σὲ σπάνια ἐπίπεδα πνευματικῆς τελειώσεως.

Ἕνας ἄνθρωπος δίκαιος πέθαινε, ἕνας ἄνθρωπος προσευχῆς, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἀφιερώσει τὴ ζωή του στὸν Θεὸ καὶ στὸν συνάνθρωπο μέχρι τελευταίας πνοῆς.

Ἕνας ἄνθρωπος δίκαιος πέθαινε καὶ ὁ π. Ἀρσένιος ἄρχισε νὰ συνειδητοποιεῖ ὅτι ὁ ἱερεὺς Ἀρσένιος ἦταν μικρὸς καὶ ἀσήμαντος μπροστά του, ὅτι δὲν ἦταν κἄν ἄξιος νὰ φιλήση τὴν ἄκρη τῶν ἐνδυμάτων του.

Ὁ ψίθυρος διακοβόταν ὅλο καὶ πιὸ συχνά, ἀλλὰ τὰ μάτια ἔλαμπαν ἀπὸ ζωὴ καὶ μέσα τους, μέσα σ’ αὐτὰ τὰ δύο μάτια, ὁ π. Ἀρσένιος, ὅπως καὶ πρίν, τὰ διάβαζε ὅλα. ὅλα ὅσα ὁ ἑτοιμοθάνατος λαχταροῦσε νὰ ἐκφράσει.

Στὴν ἐξομολόγησί του ὁ Μιχαὴλ ἔγινε δικαστὴς τοῦ ἑαυτοῦ του· καὶ τὸν δίκασε αὐστηρά, χωρὶς ἔλεος. Μερικὲς φορὲς ἔμοιαζε σὰν νὰ ἀπομακρυνόταν ἀπ’ τὸν ἑαυτό του, σὰν νὰ ‘βλέπε κάποιον ἄλλον νὰ πεθαίνη. Κι ἦταν ἐκεῖνον τὸν ἄλλον ποὺ δίκαζαν τώρα μαζὶ μὲ τὸν π. Ἀρσένιο.

Ὁ π. Ἀρσένιος ἔβλεπε τὴν ἐπίγεια ζωὴ τοῦ Μιχαὴλ σὰν ἕνα καράβι βαρυφορτωμένο μὲ βάσανα καὶ θλίψεις —παλιὲς καὶ τωρινές— νὰ ἀπομακρύνεται πιὰ ἀπ’ αὐτὸν καὶ νὰ κατευθύνεται πρὸς τὴ μακρυνὴ χώρα τῆς λησμοσύνης. Τώρα ἔμενε μόνο νὰ πετάξη ἔξω ὅλα τὰ ἄχρηστα, ὅλα τὰ περιττὰ καὶ ἐπουσιώδη καὶ νὰ παραδώση τὰ χρήσιμα στὰ χέρια τοῦ ἱερέως, ποὺ ἐνδεδυμένος μὲ τὴν δύναμι τοῦ Θεοῦ θὰ τοῦ ἔδινε τὴν συγχώρησι καὶ τὴν ἄφεσι ὅλων ὅσων εἶχε διαπράξει.

Στὰ λίγα λεπτὰ ζωῆς ποὺ τοῦ ἔμεναν ὁ μοναχὸς Μιχαὴλ ἔπρεπε νὰ τὰ παραδώση ὅλα στὸν π. Ἀρσένιο, νὰ τὰ ἁπλώση ὅλα ἀνοιχτὰ μπροστὰ στὸν Θεό, νὰ ἀναγνωρίση τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἔχοντας καθαρίσει τὸν ἑαυτό του στὸ δικαστήριο τῆς δικῆς του συνειδήσεως, νὰ σταθῆ κατόπιν μπροστὰ στὸ Κριτήριο τοῦ Θεοῦ.

Ἕνας κρατούμενος πέθαινε, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τόσοι ἄλλοι εἶχαν πεθάνει μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ π. Ἀρσενίου. Τοῦτος ὁ θάνατος ὅμως τὸν ἐπηρέασε ὅσο ποτὲ κανένας ἄλλος. Ἔτρεμε καθὼς συνειδητοποιοῦσε ὅτι ὁ Κύριος μὲ τὸ πολὺ ἔλεός Του τὸν εἶχε ἀξιώσει νὰ ἐξομολογήση κάποιον ποὺ ἀνῆκε στὴ χορεία τῶν δικαίων.

Τούτη τὴ φορὰ ὁ Κύριος ἀπεκάλυπτε ἕναν μεγάλο Του θησαυρό, ποὺ τόσο καιρὸ καὶ μὲ τόση ἀγάπη εἶχε καλλιεργήσει. Ἔδειχνε σὲ ποιὰ ὕψη πνευματικῆς τελειότητος μποροῦν νὰ φθάσουν ὅσοι ἀγαποῦν τὸν Θεὸ μὲ ἀγάπη ἀνεξάντλητη, ὅσοι σηκώνουν τὸν ζυγὸ καὶ τὸ φορτίο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ βαστάζουν μέχρι τέλους. Ὅλα αὐτὰ ὁ π. Ἀρσένιος τὰ ἔβλεπε καὶ τὰ καταλάβαινε.

Οἱ ἀπίστευτα πολύπλοκες περιστάσεις τῆς σύγχρονης ζωῆς μόνο ἐμπόδια καὶ προσκόμματα θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν προσφέρει στὴν κατὰ Θεὸν πορεία κάποιου: ἐπαναστατικὲς ζυμώσεις, προσωπολατρεῖες, πολύπλοκες ἀνθρώπινες σχέσεις, ἐπίσημη ἀθεΐα τοῦ κράτους, ποδοπάτημα τῆς πίστεως, ἠθικὴ κατάπτωσις, διαρκὴς ἀστυνόμευσις καὶ καταδόσεις, ἔλλειψις πνευματικοῦ ὁδηγοῦ. Ἡ ἐξομολόγησις τοῦ ἑτοιμοθανάτου μοναχοῦ ὡστόσο ἔδειχνε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος μὲ βαθειὰ πίστι μπορεῖ ὅλα αὐτά, κάθε τι ποὺ θὰ σταθῆ στὸν δρόμο του, νὰ τὰ ὑπερνίκηση καὶ νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Θεό.

Δὲν ἦταν οὔτε σκήτη οὔτε ἀπομονωμένο μοναστήρι ὁ χῶρος ὅπου ὁ Μιχαὴλ εἶχε διανύσει τὴν κατὰ Θεὸν πορεία του. Ἀντίθετα, ἦταν ὁ θόρυβος τῆς ζωῆς, ἡ βρωμιά της, ἡ σκληρὴ μάχη μὲ τὶς γύρω δυνάμεις τοῦ κακοῦ, τὴν ἄρνησι καὶ τὴν στρατευμένη ἀθεΐα. Εἶχε δεχθῆ πολὺ λίγη πνευματικὴ καθοδήγησι. Ὑπῆρξαν κατὰ διαστήματα κάποιες συναντήσεις μὲ δύο-τρεῖς ἱερεῖς καὶ ἕνας σχεδὸν ὁλόκληρος χρόνος ποὺ τὸν πέρασε χαρούμενα σὲ στενὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἐπίσκοπο Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἔκειρε μοναχό. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὰ δύο-τρία σύντομα γράμματα τοῦ ἐπισκόπου ἀπέμεινε μόνο ὁ ἀκλόνητος καὶ φλογερὸς πόθος του νὰ προχωρῆ μπροστά, ὅλο μπροστά, στὸν δρόμο πρὸς τὸν Κύριο.

“Ακολούθησα ἄραγε τὸν δρόμο τῆς πίστεως; Πῆρα σωστὰ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ; Ἢ μήπως ἔχασα τὸν δρόμο; Δὲν ξέρω”, εἶπε ὁ Μιχαήλ. Ὁ π. Ἀρσένιος ὅμως ἔβλεπε ὅτι ὁ Μιχαὴλ ὄχι μόνο δὲν εἶχε παρεκκλίνει καθόλου ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ τοῦ εἶχε δείξει ὁ ἐπίσκοπος Θεόδωρος, ἀλλὰ εἶχε κιόλας προχωρήσει πάρα πολὺ σ’ αὐτόν, ἔχοντας φθάσει καὶ ξεπεράσει τοὺς ὁδηγούς του.

Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ Μιχαὴλ ἦταν μία μάχη «ἐν πορείᾳ», μία μάχη γιὰ πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ τελείωσι μέσα στὴ βαναυσότητα τῆς σύγχρονης ζωῆς. Καὶ ὁ π. Ἀρσένιος καταλάβαινε ὅτι ὁ Μιχαὴλ εἶχε κερδίσει αὐτὴ τὴ μάχη, τὴ μάχη ποὺ ἔδωσε μόνος ἐναντίον τοῦ κακοῦ ποὺ τὸν περικύκλωνε. Καθὼς ἔζησε μέσα στὸν κόσμο, ἀφιερώθηκε στὴν ἐπιτέλεσι ἀγαθοεργιῶν στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Κράτησε μέσα στὴν καρδιά του σὰν ἀναμμένο πυρσὸ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου: «Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ».

Ὁ π. Ἀρσένιος συνειδητοποιοῦσε τὸ μεγαλεῖο, τὴν τελειότητα τοῦ πνεύματος τοῦ Μιχαήλ. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἀναγνώριζε καὶ τὴ δική του ἀθλιότητα καὶ ἱκέτευε θερμὰ τὸν Κύριο νὰ δώση σ’ αὐτόν, τὸν ἱερέα Του Ἀρσένιο, τὴ δύναμι νὰ ἀνακουφίση τὰ βάσανα τοῦ μονάχου σ’ αὐτὲς τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Ἦταν στιγμὲς ποὺ ὁ π. Ἀρσένιος αἰσθανόταν ἐντελῶς ἀνήμπορος. Τὴν ἴδια ὥρα ὅμως ἔνιωθε νὰ ἐμψυχώνεται ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Μιχαήλ, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιθανάτια ἐξομολόγησι ἀπεκάλυπτε μπροστά του τὶς θαυμαστὲς ὁδοὺς τοῦ Κυρίου, διδάσκοντας καὶ ὁδηγώντας τον στὸ δρόμο τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως.

Ἔφτασε καὶ ἡ ὥρα ποὺ ὁ Μιχαὴλ εἶχε πιὰ παραδώσει στὸν ἱερέα —καὶ διὰ μέσου ἐκείνου στὸν Θεὸ— ὅλα ὅσα βάραιναν τὴν καρδιά του. Τὰ μάτια του κοίταζαν ἐρωτηματικὰ τὸν π. Ἀρσένιο. Ὡς ἱερεύς, παίρνοντας ἀπὸ τὸν ἑτοιμοθάνατο μοναχὸ τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ κρατώντας το στὰ χέρια του, ὁ π. Ἀρσένιος ἔτρεμε· ἔτρεμε πάλι μὲ τὴν ἐπίγνωσι τῆς ἀναξιότητος καὶ ἀνθρώπινης ἀδυναμίας του. Ἀπαγγέλλοντας τὴν συγχωρητικὴ εὐχὴ στὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ Μιχαὴλ μοναχό, ὁ π. Ἀρσένιος ἀπὸ μέσα του ἔκλαιγε. Κατόπιν, μὴ μπορώντας νὰ κρατηθῆ, ξέσπασε σὲ δάκρυα.

Ὁ Μιχαὴλ σήκωσε τὰ μάτια του καὶ κοίταξε πρὸς τὸν π. Ἀρσένιο. “Ευχαριστώ… Εἰρήνευε… Ἦρθε ἡ ὥρα… Προσεύχου γιὰ μένα ὅσο πατᾶς σ’ αὐτὴ τὴ γῆ· ἔχεις ἀκόμη πολὺ δρόμο μπροστά σου… Σὲ παρακαλῶ, πάρε τὸ κασκέτο μου. Ἐκεῖ μέσα εἶναι ἕνα σημείωμα πρὸς δύο ἀνθρώπους μὲ μεγάλη ψυχὴ καὶ μεγάλη πίστι. Πολὺ μεγάλη. Ὅταν ἀφεθῆς ἐλεύθερος, πήγαινέ τους τὸ σημείωμα αὐτό. Σὲ χρειάζονται καὶ τοὺς χρειάζεσαι… Ράψε πάλι τὸν ἀριθμὸ στὸ κασκέτο. Καὶ προσεύχου στὸν Κύριο γιὰ τὸν μοναχὸ Μιχαήλ”.

Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεως ἔμοιαζε σὰν νὰ ἦταν μόνοι τους· σὰν τάχα ὁ θάλαμος καὶ οἱ ἔνοικοί του, ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς φυλακῆς, ὅλα νὰ εἶχαν γίνει πολὺ ἀπόμακρα· ὅλα νὰ εἶχαν περιέλθει σ’ ἕνα εἶδος ἀνυπαρξίας. Παρέμενε μόνο ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ προσευχὴ τῶν καρδιῶν τους καὶ ἡ σιωπηλὴ πνευματικὴ ἕνωσι ποὺ τοὺς ἔδενε καὶ τοὺς ἔφερνε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.

Κάθε ἀγωνία καὶ ταραχὴ σταμάτησε· κάθε τι γήινο χάθηκε. Ὑπῆρχε ὁ Θεός. Καὶ τώρα ἡ μία ψυχὴ πήγαινε νὰ Τὸν συναντήση, ἐνῶ ἡ ἄλλη ἀξιωνόταν νὰ παρακολουθήση ἕνα μεγάλο μυστήριο: τὸν θάνατο, τὴν ἀναχώρησι ἀπὸ τὴν ζωή.

Ὁ ἑτοιμοθάνατος μοναχὸς κράτησε σφιχτὰ τὸ χέρι τοῦ π. Ἀρσενίου καὶ προσευχήθηκε. Προσευχήθηκε μὲ τόση αὐτοσυγκέντρωση ὥστε ἀποξενώθηκε ἐντελῶς ἀπὸ τὸ περιβάλλον. Ἐσωτερικὰ ὁ π. Ἀρσένιος πλησίασε ἀκόμα πιὸ πολὺ κοντά του. Μὲ εὐλάβεια καὶ χωρὶς διαλογισμοὺς πάλευε ν’ ἀκολουθήση τὸν μοναχὸ στὴν προσευχή του.

Ἔπειτα ἦρθε ἡ στιγμὴ τοῦ θανάτου. Τὰ μάτια τοῦ ἑτοιμοθάνατου φωτίσθηκαν ἔντονα μὲ μία ἤρεμη ἔκστασι. Τὰ λόγια του μόλις ἀκούγονταν: “Κύριε, μὴ μὲ ἀπόρριψης!”.

Ἀνασηκώνοντας τὸ κορμί του ἀπὸ τὸ κρεβάτι, ὁ Μιχαὴλ ἄνοιξε τὰ χέρια καὶ ἐπανέλαβε δυνατά: “Κύριε! Κύριε!”. Ἄδραξε πάλι μπροστά, ἀλλὰ τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ἔπεσε πίσω ἀνάσκελα καὶ τὸ κορμὶ του ἀμέσως χαλάρωσε.

Συγκλονισμένος ὁ π. Ἀρσένιος ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται· ὄχι γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν σωτηρία τοῦ κοιμηθέντος μοναχοῦ, ἀλλὰ γιὰ νὰ εὐχαριστήση. Νὰ εὐχαριστήση γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο, νὰ ἀξιωθῆ νὰ δῆ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἀθέατο στὰ μάτια καὶ ἀκατανόητο στὸν νοῦ, ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τὸ πιὸ κρυφὸ ἀπ’ ὅλα τὰ μυστήρια: τὸν θάνατο τοῦ δικαίου.

Ὅταν σηκώθηκε ὁ π. Ἀρσένιος, ἔσκυψε πάνω στὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ Μιχαήλ. Τὰ μάτια του ἦταν ἀκόμη ἀνοιχτά, ἀκόμη γεμᾶτα φῶς. Ὅμως τὸ φῶς σιγὰ-σιγὰ χλώμιαζε καὶ τὴν θέσι του ἔπαιρνε μία ἀνεπαίσθητη καταχνιά. Τὰ βλέφαρα ἔκλεισαν ἀργά, μία σκιὰ διέτρεξε τὸ πρόσωπο, καὶ στὸ πέρασμά της ἐκεῖνο ἔγινε ἀμέσως ἐπιβλητικό, γαλήνιο, θριαμβευτικό.

Σκυμμένος πάνω στὸ λείψανο ὁ π. Ἀρσένιος προσευχόταν. Ἂν καὶ μόλις εἶχε γίνει μάρτυς τοῦ θανάτου αὐτοῦ τοῦ νέου μοναχοῦ, δὲν ἔνιωθε λύπη. Ἀντίθετα, ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ εἰρήνη καὶ ἐσωτερικὴ ἀγαλλίασι. Εἶχε γνωρίσει ἕναν δίκαιο τοῦ Θεοῦ, εἶχε γευθῆ τὸ ἔλεός Του, εἶχε δεῖ τὴν δόξα Του.

Προσεκτικὰ ὁ π. Ἀρσένιος τακτοποίησε τὰ ροῦχα στὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ, ἔκανε βαθειὰ ὑπόκλισι μπροστά του καὶ ξαφνικὰ συνειδητοποίησε ὅτι ἦταν ἀκόμη στὸ θάλαμο ἑνὸς στρατοπέδου «μὲ αὐστηρὸ καθεστὼς κρατήσεως». Σὰν ἀστραπὴ πέρασε ἡ σκέψις ἀπὸ τὸ μυαλό του: Αὐτὸ τὸ στρατόπεδο εἶχε μόλις δεχθῆ μίαν ἐπίσκεψι τοῦ Θεοῦ, τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ εἶχε ἔρθει νὰ παραλάβη τὴν ψυχὴ τοῦ δικαίου Μιχαήλ.

Μόνο λίγη ὥρα ἀπόμενε μέχρι τὸ ἐγερτήριο. Ὁ π. Ἀρσένιος πῆρε τὸ κασκέτο τοῦ Μιχαήλ, τύπωσε στὴ μνήμη τὸν ἀριθμὸ καὶ πῆγε νὰ ἐνημερώση τὸν θαλαμάρχη γιὰ τὸν θάνατο. Ὁ θαλαμάρχης, ὁ ἀρχαιότερος τῶν καταδίκων, ρώτησε τὸν ἀριθμὸ τοῦ νεκροῦ καὶ ἐξέφρασε τὴν συμπάθειά του.

Οἱ θάλαμοι ξεκλειδώθηκαν. Οἱ κρατούμενοι ἔτρεξαν ἔξω γιὰ τὴν ἐπιθεώρησι καὶ μπῆκαν γρήγορα σὲ σειρές. Ὁ θαλαμάρχης πλησίασε τοὺς ἐπιθεωρητὲς ποὺ στέκονταν στὴν εἴσοδο τοῦ θαλάμου καὶ ἀνέφερε: “Ἔχουμε ἕναν νεκρό, ἀριθμὸς Β 382.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιθεωρητὲς μπῆκε στὸ θάλαμο, κοίταξε τὸν νεκρό, σκούντησε τὸ λείψανο μὲ τὴ μύτη τῆς μπότας του καὶ ἔφυγε. Δύο ὧρες ἀργότερα ἔφθασε ἕνα ἕλκυθρο γιὰ νὰ πάρη τὸ πτῶμα. Ἕνας γιατρὸς τῶν φυλακῶν, ἀπὸ τοὺς καλούμενους «ἐθελοντὲς ἐργασίας», μπῆκε μέσα, διάβηκε μὲ τὸ βλέμμα του ἀπρόσεκτα τὸ νεκρὸ σῶμα, σήκωσε λίγο τὸ ἕνα βλέφαρο μὲ τὸ κλεισμένο σὲ γάντι χέρι του καὶ μ’ ἕνα τόνο ἀπαρέσκειας εἶπε στὴν ὁμάδα ὑπηρεσίας: “Γρήγορα, βάλτε το στὸ κάρρο”.

Διάφορα πτώματα κοίτονταν ἤδη πάνω στὸ ἕλκυθρο. Τὸ σῶμα τοῦ Μιχαὴλ μεταφέρθηκε ἔξω καὶ τοποθετήθηκε πάνω στὰ ἄλλα. Ὁ ὁδηγὸς πῆρε θέσι ἰσορροπώντας τὰ πόδια του ἐπάνω στὰ πτώματα, ποὺ εἶχαν ἤδη ξυλιάσει ἀπὸ τὸ κρύο.

Ἔπεφτε ψιλὸ χιόνι καὶ καθὼς ἀκουμποῦσε στὰ πρόσωπα τῶν νεκρῶν, ἔλυωνε ἀργά. Ἦταν σὰν νὰ ἔκλαιγαν. Κοντὰ στοὺς θαλάμους στέκονταν ἀκόμα οἱ ἐπιθεωρητές, ποὺ συζητοῦσαν μὲ τὸν γιατρό, οἱ κρατούμενοι ὑπηρεσίας καὶ ὁ π. Ἀρσένιος ποὺ ἕσφιγγε τὰ χέρια του στὸ στῆθος καὶ προσευχόταν σιωπηλά.

Τὸ ἕλκυθρο ἄρχισε νὰ κινῆται. Κάνοντας μία βαθειὰ ὑπόκλισι ὁ π. Ἀρσένιος εὐλόγησε τὰ ἄψυχα σώματα καὶ γύρισε πίσω στὸν θάλαμο. Ὁ ὁδηγὸς τίναξε τὰ χαλινάρια καὶ ἔκανε τὰ ἄλογα νὰ ξεκινήσουν ξεστομίζοντας μιὰ βρισιά. Τὸ ἕλκυθρο ἀπομακρύνθηκε ἀργὰ καὶ χάθηκε ἀπὸ τὴ ματιά.



 
 
 

Γιατί ο Θεός δημιούργησε τον Κόσμο ; π.Αστ.Χατζηνικολάου


Γιατί ο Θεός δημιούργησε τον Κόσμο ; π.Αστ.Χατζηνικολάου



Αρχιμανδρίτης π. Αστεέριος Χατζηνικολάου





Η σύγχρονη επιστημονική θεώ­ρηση του Σύμπαντος, η οποία μελετά συστηματικά την πορεία του στον χρόνο και προβλέπει το πιθανό τέλος του, δημιουργώντας την ακράδαντη πεποίθηση ότι ο κόσμος είχε αρχή. Η πεποίθηση αυτή είναι σταθερά θεμελιωμένη στη συνείδηση των ειδικών

μελετητών του Σύμπαντος και η ιδέα της δημιουργίας επιβάλλεται στη σκέψη τους ως γενικά παραδεκτή πραγματικότητα. Συνεπώς η αναζήτηση της αιτίας και του σκοπού της δημιουργίας είναι δικαιολογημένη και το ανήσυ­χο πνεύμα του ανθρώπου απαιτεί επίμο­να να βρει την απάντηση στα καίρια ερωτήματα: πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος και γιατί;

Ο δρόμος για την πίστη σε θεό-δημιουργό δεν είναι πια δύσκολος.

Γιατί : α) Στη Γένεση θεμελιώνεται ένα βασικό χριστιανικό δόγμα: ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός του παντός. β) Ο θεός δη­μιουργεί ωθούμενος από την άπειρη αγάπη Του προς τα όντα που δημιούρ­γησε, γ) Σκοπός τηςς υλικής δημιουργίας είναι ο άνθρωπος. Οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας διδάσκουν ότι όλα δημιουργούνται για τον άνθρωπο. Τη διδασκα­λία αυτή επιβεβαιώνουν σήμερα ειδικοί κοσμολόγοι με τη διατύπωση της περίφημης «ανθρωπικής αρχής». δ) Ο άνθρωπος είναι η κορωνίδα της δημιουργίας, ο βασιλιάς μέσα στην ορατή κτίση. Η εξουσία του όμως δεν είναι ανεξέλε­γκτη και μπορεί να συνοψισθεί στη φρά­ση της Εκκλησίας «Ο κόσμος δια τον άνθρωπον, άνθρωπος δε δια Θεόν». Η λυτρωτική συνάντηση του ανθρώπου με τον Θεό είναι ο σκοπός της δημιουργίας και η συνάντηση αυτή επιτυγχάνεται στον τέ­λειο βαθμό στο πρόσωπο του θεανθρώπου Χριστού, ο οποίοςς αποτελεί και τον τελικό σκοπό της δημιουργίας. Με το έργο του θεανθρώπου ο μικρός και αδύναμος άνθρωπος πετυχαίνει την αληθινή δόξα και ζωή και κερδίζει την αφθαρσία, την αθανασία, την αιωνιότη­τα, δηλαδή τη θέωσή του.





(Απόσπασμα από ομιλία στα Αρσάκεια Σχολεία )

Χαρ.Γ.Στανίτσας





ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2011/04/blog-post_11.html#ixzz1JA9SstPU

Η Ευρώπη ακυρώνει τα Χριστούγεννα!

Tα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή που γιορτάζουμε όχι ως άτομα ούτε ως έθνος, αλλά ως ανθρώπινη οικογένεια [Ronald Reagan] Ένα σχεδόν σπαρακτ...