(Το κείμενο που σας παραθέτουμε είναι από την πολύ καλή μετάφραση της Αγίας Γραφής από τον μακαριστό Ι. Θ. Κολιτσάρα, εκδόσεις “Ζωή”.)
ΙΩΒ 38
1 Όταν έπαυσεν ο Ελιούς να ομιλή, είπεν ο Κύριος δια μέσου της λαίλαπος και των νεφών·
2 “ποιός είναι αυτός, ο οποίος με τας εξηγήσεις που δίδει συσκοτίζει και αποκρύπτει τας ιδικάς μου βουλάς, κρατεί δε εις την καρδίαν του λόγους αστηρίκτους και νομίζει ότι εγώ είμαι εκείνος, που κρύπτω τας βουλάς μου;
3 Ζώσε, λοιπόν, την μέσην σου ως ανήρ πολεαιστής και πάρε θάρρος, διότι εγώ θα σε ερωτήσω, συ δε δος μου απόκρισιν.
4 Πού ήσουνα, όταν εγώ εθεμελίωνα την γην; Απάντησέ μου, εάν έχης σύνεσιν.
5 Ποιός έθεσε τα μέτρα αυτής; Πές μου, εάν το γνωρίζης. Ποιός, όταν αυτή οικοδομείτο, έβαλε νήμα στάθμης δια την ακρίβειαν της οικοδομής;
6 Επάνω δε εις ποίαν βάσιν έχουν εμπηχθή στερεά οι κρίκοι αυτής; Ποιός είναι εκείνος, που έβαλε τον ακρογωνιαίον θεμέλιον λίθον, δια να την υποβαστάζη στερεάν και ακλόνητον;
7 Οταν εδημιουργήθησαν τα άστρα, οι άγγελοί μου με εδοξολόγησαν με μεγάλην φωνήν.
8 Εγώ έφραξα με πύλας τας ακτάς της θαλάσσης, όταν αυτή δημιουργουμένη και εξερχομένη από το χάος εφαίνετο, ως εάν εξήρχετο από την κοιλίαν της μητρός της με την βοήθειαν μαίας.
9 Τα νέφη του ουρανού τα έθεσα ως ενδυμασίαν της, με ομίχλην δέ [...] την εσπαργάνωσα
(δηλαδή όταν ήταν “βρέφος” – ακριβής περιγραφή του τρόπου σχηματισμού της θάλασσας, για την οποία γίνεται λόγος και στον 1ο κεφάλαιο της Γένεσης. Οι λέξεις που αφαιρέθηκαν από την μετάφραση όπως δηλώνεται με το “[...]“, δεν έχουν βάση στο κείμενο).
10 Εθεσα εις αυτήν όρια, διότι ετοποθέτησα ολόγυρα κλειδιά και πύλας.
11 Είπα δε εις αυτήν· Εως στο σημείον αυτό θα έλθης και δεν θα το υπερβής. Αλλά τα κύματά σου θα συντριβούν μέσα σου, μέσα εις τα όρια, που εγώ σου εχάραξα.
12 Ή μήπως επί της ιδικής σου εποχής εγώ έχω τακτοποιήσει τον ήλιον, ο οποίος από της πρωΐας στέλλει το φως του; Επί των ημερών σου δε ο αυγερινός είδε την τακτικήν και κανονικήν πορείαν του,
13 ώστε να απλώνη το ορθρινόν φως έως εις τα άκρα της γης, να αποκαλύπτη δε και να διασκορπίζη από αυτήν τους ασχημονούντας ασεβείς, τους ανθρώπους του σκότους;
14 Ή μήπως συ επήρες από την γην χώμα, έφτιασες πηλόν και έπλασες ον ζων, τον άνθρωπον, έδωσες εις αυτόν λογικόν και ομιλίαν και τον έθεσες κυρίαρχον επάνω εις την γην;
15 Αφήρεσες συ το φως από τους ασεβείς και συνέτριψες τον προς την αδικίαν εκτεινόμενον βραχίονα των υπερηφάνων;
(Αυτό θα γίνει κατά κύριο λόγο την ημέρα της Κρίσεως.)
16 Κατήλθες συ στον βυθόν της θαλάσσης, όπου υπάρχουν αι πηγαί της, εις δε τους πυθμένας των θαλασσών περιεπάτησες;
17 Ανοίγονται ενώπιόν σου με φόβον αι κατάκλειστοι πύλαι της περιοχής, όπου κυριαρχεί ο θάνατος, οι δε θυρωροί του άδου, όταν σε είδαν, ετρόμαξαν και υπεστάλησαν;
(Αυτό έγινε όταν κατέβηκε ο Χριστός στον άδη.)
18 Εχεις γνωρίσει, πόσον είναι το πλάτος της κάτω από τον ουρανόν εκτεινομένης γης; Είπέ μου, λοιπόν, πόση είναι η έκτασις της;
19 Εις ποίον δε τόπον της γης κατοικεί το φως κατά το διάστημα της νυκτός; Ποίος δε είναι ο τόπος, όπου διαμένει το σκότος;
20 Ημπορείς να με οδήγησης εις τα σύνορα των; Μήπως γνωρίζεις τους δρόμους των;
21 Μηπως και γνωρίζεις τούτο, διότι τότε που εδημιουργείτο το φως και εξεχώριζα αυτό από το σκότος, είχες και συ γεννηθή, ο δε αριθμός των ετών σου είναι μεγάλος;
22 Έχεις έλθει συ εις τα μέρη, όπου είναι αποταμιευμένοι οι θησαυροί της χιόνος; Έχεις δε ίδει και τους θησαυρούς της χαλάζης;
23 Μηπως αυτά είναι εκεί φυλαγμένα, δια να τα χρησιμοποίησης συ εις ώραν μάχης, εις ημέραν πολέμων εναντίον των εχθρών σου;
24 Από πού έρχεται η πάχνης; Ή πώς ο νότιος άνεμος σκορπίζεται εις την υπό τον ουρανόν γην;
25 Ποίος δε ητοίμασεν άφθονον ροήν των υδάτων με μεγάλην βροχήν, όπως επίσης και τον δρόμον εις τας βροντάς, που την συνοδεύουν,
26 δια να ποτίση με την βροχήν αυτήν την γην εκεί, που δεν υπάρχει άνθρωπος, να την καλλιεργήση εις ερήμους περιοχάς, όπου δεν κατοικεί κανείς,
27 δια να χορτάση την διψασμένην απάτητον και ακατοίκητον περιοχήν, ώστε αυτή να βλαστήση πλουσίαν χλόην;
8 Ποιός από τους ανθρώπους είναι ο πατήρ της βροχής; Ποιός δε είναι εκείνος, ο οποίος έχει γεννήσει τας χονδράς σταγόνας της δρόσου;
29 Από την κοιλίαν δε ποίου βγαίνει και εκπορεύεται ο πάγος; Την πάχνην στον ουρανόν ποιός την έχει γεννήσει,
30 η οποία πάχνη κατεβαίνει εις την γην ωσάν το νερό που τρέχει; Ποιός δε ετρομοκράτησε τον ασεβή και τον έκαμε να συσταλή καταπτοημένος;
31 Μηπως εξεύρεις με ποίον είδος δεσμού είναι δεμένα μεταξύ των τα άστρα της Πλειάδος η μήπως μπορείς να διάσπασης τον δεσμόν των αστέρων του Ωρίωνος;
32 Ή μήπως συ θα διανοίξης και θα καθορίσης στο καθένα από τα ζώδια τον δρόμον, που πρέπει να ακολουθήση, δια να καταλάβη τον τόπον του εις την ωρισμένην εκάστοτε εποχήν; Μηπως και ημπορείς να αρπάξης, σαν από την κόμην του, τον Εσπερον, δια να τον μεταφέρης, όπου θέλεις;
33 Γνωρίζεις δε τους νόμους, σύμφωνα με τους οποίους γίνονται αι μετακινήσεις των αστέρων του ουρανού, η όλα ομού τα υπό τον ουρανόν γινόμενα φυσικά φαινόμενα;
34 Ημπορείς να καλέσης και να διατάξης τα νέφη με την φωνήν σου και εκείνα με τρόμον να σε υπακούσουν και να μεταβληθούν εις ορμητικήν βροχήν;
35 Ημπορείς να διατάξης και να στείλης τους κεραυνούς, όπου θέλεις, και εκείνοι σύμφωνα με την διαταγήν σου να πορευθούν; Θα πουν μήπως, ευπειθείς εις σέ· Τι συμβαίνει; Διάταξε και υπακούομεν.
36 Ποίος έδωσεν εις τας γυναίκας σοφίαν και επιδεξιότητα, ώστε να κατασκευάζουν υφάσματα η καλαισθητικήν ικανότητα, ώστε να κεντούν θαυμαστά ποικίλματα;
37 Ποίος είναι εκείνος, που αριθμεί τα νέφη και κατέχει την ακριβή γνώσιν περί αυτών, κάμνει δε τον ουρανόν να κλίνη μέχρι της γης;
38 Ποτε γίνεται ωσάν κονιορτός η ομίχλη, απλώνεται και σκεπάζει την γην, και πότε την κάμνω να σκληρύνεται σαν λίθος μεταβαλλομένη εις πάγον και εις χάλαζάν με ακριβή γεωμετρικά σχήματα;
39 Ημπορείς συ να θηρεύσης δια τους λέοντας τροφήν; Είσαι εις θέσιν να χορτάσης την πείναν των δρακόντων;
40 Διότι αυτοί φοβούνται και ανησυχούν δια την τροφήν των μέσα εις τας φωλεάς των, παραμονεύουν δε εις τας λόχμας, δια να συλλάβουν την λείαν των.
41 Ποιός ητοίμασε τροφήν δια τον κόρακα; Διότι και αυτά τα μικρά πουλιά του κόρακος, καθώς πετούν από δω και από εκεί, φωνάζουν προς τον Κυριον και ζητούν την απαραίτητον δι’ αυτά τροφήν.
ΙΩΒ 39
1 Μηπως συ εγνώρισες και ώρισες τον χρόνον του τοκετού των αγρίων αιγών, που ζουν στους αποκρήμνους βράχους; Μηπως συ φροντίζεις και παρακολουθείς το κοιλοπόνημα των ελάφων;
2 Μηπως εγνώρισες ακριβώς επί πόσους μήνας θα κυοφορήσουν; Κατεπράϋνες δε και έλυσες τους πόνους των κατά τους τοκετούς αυτών;
3 Συ έθρεψες και ανέθρεψες τα νεογνά των, ασφαλή από κάθε φόβον και από κάθε κίνδυνον της ζωής των; Μηπως διέλυσες και έδιωξες μακράν από τας μητέρας των τους πόνους του τοκετου των;
4 Θα αποδιώξουν δε αυταί στον κατάλληλον καιρόν τα τέκνα των, ώστε αυτά να μεγαλώσουν και να πληθυνθούν μέσα εις τα γεννήματα των αγρών. Θα βγουν έξω από τας φωλεάς των και δεν θα επιστρέψουν πλέον στους γονείς των.
5 Ποίος είναι εκείνος που αφήκεν ελεύθερον τον άγριον όνον, ποιός κατήργησε τα σχοινιά, με τα οποία θα εδένετο;
6 Εγώ ώρισα ως κατοικίαν του την έρημον περιοχήν και τους αλμυρούς τόπους ως διαμονήν του.
7 Εμπαίζων δε αυτός και καταφρονών τον θόρυβον της πολυανθρώπου πόλεως, μη ακούων την ωργισμένην φωνήν οδηγού,
8 παρατηρεί με προσοχήν και ερευνά τα βουνά δια την ανεύρεσιν της τροφής του, και την αναζητεί εκεί, όπου υπάρχει τρυφερά χλόη.
9 Μηπως θα θελήση ποτέ ο ρινόκερως, να σε υπηρετήση η να κοιμηθή στον σταύλον σου;
10 Θα ημπορέσης να τον δέσης με λουριά στον ζυγόν του, ώστε να σύρη το άροτρον, δια να ανοίξη αυλάκια στον αγρόν;
11 Εχεις, βέβαια, πεποίθησιν εις αυτόν, διότι μεγάλη είναι η δύναμίς του. Θα τον αφήσης όμως να εκτρελέση τα βαρειά έργα της καλλιεργειάς σου;
12 Θα εμπιστευθής δε εις αυτόν την κατευόδωσιν της σποράς και την καλλιέργειαν των αγρών σου, ώστε να σου αποδώση το εισόδημα, το οποίον θα συγκεντρώσης στο αλώνι σου;
13 Καμαρώνει και τέρπεται η στρουθοκάμηλος δια το ωραίον της πτέρωμα, το οποίον φυσικά είναι ωραιότερον από τα πτερά του πελαργού και του ιέρακος.
14 Εν τούτοις στερείται αυτή της στοργής του πελαργού προς τα παιδιά της δι’ αυτό και θα αφήση τα αυγά της εις την γην, εις την άμμον, δια να τα ζεστάνη και τα εκκολάψη αυτή.
15 Δεν έλαβεν υπ’ όψιν, ότι πόδια ανθρώπων, που βυθίζονται εις την άμμον, θα τα διασκορπίσουν και τα θηρία του αγρού θα τα καταπατήσουν.
16 Φέρεται με σκληρότητα προς τα τέκνα της, ως εάν αυτά δεν ήσαν ιδικά της. Και ως εάν μάτην εκοπίασε, δεν φοβείται μήπως χαθούν τα τέκνα της.
17 Συμβαίνει δε αυτό, διότι ο Θεός απεσιώπησε και δεν την εδίδαξε την σοφίαν της στοργής, δεν κατεμέρισεν εις αυτήν σύνεσιν.
18 Εις ώρας όμως κινδύνου θα υψώση τα ωραία πτερά της και θα τρέχη τόσον γρήγορα, ώστε θα κατανικήση και θα καταγελάση οιονδήποτε ίππον και τον ιππέα, που επιβαίνει εις αυτόν.
19 Μηπως συ περιέβαλες με δύναμιν τον ίππον και ενέδυσες τον τράχηλόν του με ευκινησίαν, που εμπνέει φόβον;
20 Συ τον περιέβαλες με τόλμην, ως με πανοπλίαν; Συ του ενέβαλες εις τα στήθη τόλμην και θάρρος;
21 Ανυπόμονος σκάπτει με τα πόδια του το έδαφος, όπου στέκεται, επιπίπτει δέ με ασυγκράτητον ορμήν στο πεδίον της μάχης.
22 Εάν συναντήση σιδηρόφρακτον και περιφρουρούμενον βασιλέα, τον καταφρονεί και τον εμπαίζει, και δεν πτοείται ούτε και γυρίζει πίσω ενώπιον σιδηρών όπλων, μαχαιρών και τόξων.
23 Επάνω εις αυτόν κάθεται υπερήφανα ο ιππεύς και χρησιμοποιεί το τόξον και την μάχαιράν του.
24 Από τον θυμόν του, όταν τον υποχρεώνουν να περιμένη, κατασκάπτει και εξαφανίζει με τα πόδια του την γην· δεν θα μείνη ήσυχος, έως ότου η σάλπιγξ θα δώση το σύνθημα της επιθέσεως.
25 Όταν δε η σάλπιγξ σημάνη εξόρμησιν, ικανοποιείται και φαίνεται σαν να λέγη· Εύγε! Από μακρυά οσφραίνεται τον πόλεμον και τρέχει με μεγάλα άλματα εκεί, που ακούονται πολεμικαί κραυγαί.
26 Μηπως από την ιδικήν σου σοφίαν, έμαθε το γεράκι να στέκεται στον αέρα ακίνητον απλώνοντας τας πτέρυγας του, και στρέφει το βλέμμα του προς τον νότον, όπου πρόκειται να πετάξη;
27 Κατόπιν ιδικής σου διαταγής πετά προς μεγάλα ύψη ο αετός, ο δε γυψ διέρχεται την νύκτα επί της φωλεάς του, εις την οποίαν θα καθίση
28 και η οποία είναι κτισμένη εις απότομον και απόκρυφον προεξοχήν βράχου;
29 Ενώ δε είναι εκεί, αναζητεί την τροφήν του, διότι βλέπουν από μακρυά τα μάτια του προς τα μέρη εκείνα όπου ευρίσκεται το θήραμά του.
30 Τα πουλιά του, από τας πρώτας ημέρας της ζωής των, ζυμώνονται με το αίμα των κατασπαρασσομένων ζώων· όπου δε και αν υπάρχουν θνησιμαία, εκεί αμέσως ευρίσκονται και αυτά”.
ΙΩΒ 40
1 Απηυθύνθη ακόμη ο Θεός από το νέφος προς τον σιωπώντα Ιώβ και είπε·
2 “μήπως και θα ημπορέση κανείς να αποφύγη να κριθή με εμέ τον παντοδύναμον; Όταν δε εκφράζη παράπονα και ελέγχους προς τον Θεόν, ημπορεί να αποκριθή δια την επίκρισίν του αυτήν;”.
3 Απαντών ευλαβως ο Ιώβ είπε προς τον Κυριον·
4
“προς τί εγώ και τώρα, που νουθετούμαι από τον Κυριον, να παραπονεθώ συμβουλεύων και ελέγχων τον Κυριον εγώ, ο οποίος δεν είμαι τίποτε; Ποίαν δε απάντησιν θα δώσω εγώ εις αυτά; Θα βάλω το χέρι μου στο στόμα μου, δια να το κλείσω και να σιωπήσω πλέον.
5
Μια φορά ωμίλησα κατά ανόητον τρόπον· δεν πρέπει και δευτέραν φοράν κατά τον αυτόν τρόπον να ομιλήσω”.
6 Λαβών πάλιν ο Κυριος τον λόγον είπε προς τον Ιώβ από το νέφος·
7 “μη σταματάς την συζήτησιν, αλλά ζώσε ως ανδρείος ανήρ την οσφύν σου, διότι εγώ θα σε ερωτήσω, συ δέ, εάν ημπορής απάντησέ μου.
8 Μη αρνείσαι και δεν ημπορείς να αρνηθής την δικαίαν απόφασίν μου και ενέργειαν σχετικώς προς σέ.
Νομίζεις ότι δι’ άλλον λόγον ενήργησα εγώ δια σέ, ει μη μόνον δια να αναδειχθής δίκαιος;
9 Μηπως ο ιδικός σου βραχίων είναι τόσον ισχυρός, ώστε να υψωθή και να συγκριθή με τον παντοδύναμον βραχίονα του Κυρίου; Ή η φωνή σου ομοιάζει με την φωνήν του, η οποία είναι ως η βροντή;
10 Σηκωσε, λοιπόν, το ανάστημά σου, πάρε επάνω σου την δύναμίν σου, ενδύσου δόξαν και τιμήν,
11 στείλε, αν ημπορής, τους αγγέλους σου με εντολήν και οργήν, ταπείνωσε δε κάθε αλαζόνα και ασεβή.
12 Σβήσε και εξάλειψε από προσώπου της γης κάθε υπερήφανον. Φέρε αμέσως σήψιν και αποσύνθεσιν στους ασεβείς.
13 Θαψε τους και κρύψε τους όλους μαζή εις την γην, τα δε πρόσωπά των γέμισέ τα από καταισχύνην και εξευτελισμόν.
14 Τοτε θα διακηρύξω και εγώ, ότι η δεξιά σου δύναται να σε σώση από κινδύνους.
15 Ιδού όμως ότι θηρία μεγάλα
(στα εβραϊκά η λέξη που χρησιμοποιείται είναι “βεεμώθ” και από την περιγραφή του είναι φανερό ότι είναι κάποιο είδος χερσαίου δεινόσαυρου) πλησίον σου τρώγουν τον χόρτον ωσάν βόϊδια.
16 Ιδού εις ένα από αυτά
(η μετάφραση προσθέτει “, τον ιπποπόταμον”, αλλά αυτό είναι λάθος), η δύναμίς του ευρίσκεται εις την οσφύν του και την καθιστά ισχυράν και αλύγιστον. Μαλιστα δε η δύναμίς του είναι στον ομφαλόν της κοιλίας του.
17 Υψώνει την ουράν του, που είναι υψηλή και ευθεία όπως το κυπαρίσσι. Τα νεύρα του συμπλέκονται μεταξύ των.
18 Τα πλευρά του είναι ισχυρά ωσάν χαλκός και η ράχις του είναι ωσάν χυτός σίδηρος.
19 Το θηρίον δηλαδή αυτό, ο ιπποπόταμος, είναι θαυμαστόν πλάσμα του Κυρίου. Δημιούργημα τόσον ισχυρόν, ώστε μόνον υπό των αγγέλων του Θεού είναι δυνατόν να περιπαίζεται.
20 Οταν δια την ανεύρεσιν της τροφής του εξέρχεται από τον ποταμόν και ανέρχεται εις απόκρημνον λόφον, που έχει χλόην, προκαλεί χαράν εις τα τετράποδα, τα οποία ευρίσκονται κάτω εις την πεδιάδα.
21 Κοιμάται κάτω από διάφορα δένδρα, πλησίον στο παπύρι, εις τα καλάμια και εις τα ψαθιά.
22 Ριπτούν επάνω εις αυτόν την σκιαν των δένδρα μεγάλα και τρυφερά βλαστάρια και κλώνοι, που υψώνονται στους αγρούς.
23 Εάν πλημμυρίση ο ποταμός, αυτός δεν θα αισθανθή τίποτε. Εχει πεποίθησιν εις την δύναμίν του και όταν ακόμα προσκρούση στο στόμα του ο Ιορδάνης ποταμός.
24 Εάν ημπορή κανείς, ας τον συλλάβη φανερά ενεργών. Η ας διατρυπήση, αν ημπορή, το ρύγχος του χρησιμοποιών προς τούτο παγιδευτικά μέσα.
25 Ημπορείς συ να συλλάβης τον δράκοντα τον μεγάλον, τον κροκόδειλον
(στα εβραϊκά το πλάσμα αυτό ονομάζεται “λεβιάθαν” και από την περιγραφή του είναι φανερό ότι είναι κάποιο άλλο είδος δεινόσαυρου, θαλάσσιου αυτήν την φορά), με άγκιστρον, να βάλης δε γύρω από το ρύγχος του χαλινάρι;
26 Μηπως και ημπορείς να δέσης κρίκον στους ρώθωνάς του, να τρυπήσης δε το χείλος του και να του περάσης χαλκάν;
27 Μηπως αυτός τρέμων την δύναμίν σου θα σου ομιλήση ικετευτικά, μαλακά και ήρεμα;
28 Μήπως και θα θελήση να συνάψη μαζή σου σύμφωνον φιλίας; Μηπως και έχεις την δύναμιν να τον πάρής και να τον κρατήσης παντοτεινόν δούλον σου;
29 Θα παίξης, τάχα, μαζή του όπως παίζεις με ένα πουλί η ημπορείς να τον δέσης, όπως δένεις ένα σπουργίτην, που τον δίνεις στο παιδί για να παίζη;
30 Τρέφονται από τας σάρκας του έθνη, οι δε εμπορικοί λαοί των Φοινίκων κόπτουν αυτόν εις μεγάλα τεμάχια και τον εμπορεύονται;
31 Οποιοδήποτε πλοίον και αν έλθη, δεν θα ημπορέση ούτε το δέρμα της ουράς του να σηκώση. Και εις τα πλοιάρια των αλιέων δεν θα καταστή δυνατόν να φέρουν ζωντανήν την κεφαλήν του.
32 Εάν δε τολμήσης και βάλης το χέρι σου επάνω εις αυτόν, θα ενθυμηθής τον αγώνα, που γίνεται στο σώμα του, και θα είπης· Ποτέ πλέον να μη γίνη τέτοιος αγών κατά αυτού του
(η μετάφραση λέει “κατά του κροκοδείλου”, αλλά αυτό είναι λάθος).
ΙΩΒ 41
1 Δεν έχεις ίδει το μέγα αυτό θηρίον; Δεν έχεις δοκιμάσει δέος και θαυμασμόν, όταν ήκουσες να ομιλούν δι’ αυτό;
2 Δεν φοβείσαι λοιπόν και εμέ, ο οποίος έχω δημιουργήσει αυτό το θηρίον; Διότι ποιός είναι εκείνος, ο οποίος μου αντεστάθη ποτέ έως τώρα;
3 Και ποιός είναι δυνατόν να μου αντισταθή στο μέλλον και να μείνη ακλόνητος αφού όλη η κάτω από τον ουρανόν γη και τα εν αυτή είναι ιδικά μου;
4 Δεν θα παύσω ακόμη να κάνω λόγον δια το μέγα αυτό θηρίον. Εξ αιτίας της τρομεράς δυνάμεώς του, καθένας θα λυπηθή εκείνον, που επιτίθεται εναντίον του, διότι θα τον βλέπη εκτιθέμενον εις μέγαν θανάσιμον κίνδυνον.
5 Ποιός ημπορεί να αφαίρεση και να ξεσκεπάση το κάλυμμα της επενδύσεως του; Ποιός δε ημπορεί να εισχωρήση εις τας πτυχάς του θώρακός του;
6 Ποιός ημπορεί να ανοίξη την πύλην του στόματός του, τας φοβεράς δηλαδή σιαγόνας του; Γυρω από τας σιαγόνας αυτάς είναι οι τρομεροί οδόντες του, οι οποίοι εμπνέουν φόβον.
7 Τα εσωτερικά του προφυλάσσονται σαν από χαλκίνας ασπίδας, αι δε ηνωμέναι μεταξύ των φολίδες του δέρματός του είναι σαν να έχουν κατασκευασθή από σμυρίτην λίθον.
8 Η μία φολίς συνδέεται τόσον στενά με την άλλην, ώστε ούτε η πνοή ανέμου δεν ημπορεί να περάσή δια μέσου αυτών.
9 Σαν αδέλφια προσκολλάται η μία με την άλλην, συνδέονται στενότατα και δεν είναι δυνατόν να αποσπασθούν και να ξεχωρίσουν ούτε από μεταξύ των ούτε από το σώμα του κροκοδείλου.
10 Καθώς πταρνίζεται, τα σταγονίδια του πταρμού του ακτινοβολούν το φως, τα δε μάτια του ομοιάζουν με τον Αυγερινόν.
11 Από το στόμα του εξέρχονται σαν αναμμένες λαμπάδες και εξαφανίζονται ολόγυρά του ωσάν εστίαι φωτιάς.
12 Τα σταγονίδια που εκτοξεύονται από τους ρώθωνάς του ομοιάζουν με εξερχόμενον καπνόν καμίνου, η οποία καίεται με αναμμένα κάρβουνα.
13 Η εκπνοή αυτού είναι σαν αναμμένα κάρβουνα, φλόγα δε εκπορεύεται από το στόμα του.
14 Εις τον τράχηλόν του εδράζεται η δύναμίς του και έμπροσθέν του απλώνεται όλεθρος και καταστροφή.
15 Αι σάρκες του σώματός του είναι στενά κολλημέναι μεταξύ των και σκληραί, ώστε εάν κανείς ρίψη εναντίον του βέλη ούτε που θα τα αισθανθή και ούτε θα σαλευθή.
16 Η καρδία του είναι σκληρή όπως το λιθάρι· στέκεται άκαμπτη και αλύγιστη σαν το αμόνι.
17 Εάν βγη από το νερό και στραφή προς την ξηράν, φόβος και τρόμος θα πέση εις τα θηρία της υπαίθρου, τα οποία φεύγουν ενώπιόν του με πηδήματα.
18 Λογχαι εάν πέσουν με ορμήν επάνω του, δεν τον θίγουν καθόλου. Ούτε το δόρυ και οι θωρακισμένοι πολεμισταί ημπορούν να του κάμουν τίποτε.
19 Αυτός θεωρεί τα σιδερένια όπλα σαν άχυρα, τα δε χάλκινα σαν σάπιο ξύλο.
20 Το χάλκινον τόξον δεν ημπορεί να του επιφέρη καμμίαν πληγήν, την δε σφενδόνην που εκσφενδονίζει λίθους, την θεωρεί σαν το χορτάρι.
21 Τα σιδερένια σφυριά τα θεωρεί σαν την ανάλαφρη καλαμιά. Καταφρονεί δε τα πυρφόρα βέλη, που εκσφενδονίζονται εναντίον του.
22 Κοιμάται με άνεσιν επάνω σε μυτερά καρφιά, όλος δε ο κάτω από αυτόν χρυσός της θαλάσσης θεωρείται σαν λάσπη άνευ αξίας.
23 Αναταράσσει και κάμνει σαν να βράζουν τα ύδατα, όπως το φυσερό του σιδηρουργείου. Ευχαριστείται δε εις την θάλασσαν, ως εάν αυτή είναι λεκάνη λουτρού καθαριότητος.
24 Τα βάθη των θαλασσών είναι υπό την εξουσίαν του ως αιχμάλωτα. Περίπατον δε ευχάριστον θεωρεί τον ωκεανον.
25 Δεν υπάρχει άλλο θηρίον επάνω εις την γην όμοιον με αυτόν
(η μετάφραση λέει “με τον κροκόδειλον”, αλλά αυτό είναι λάθος), ο οποίος είναι έτσι φτιασμένος, ώστε μόνον από τους αγγέλους μου είναι δυνατόν να εμπαίζεται.
26 Βλέπει απτόητος όλα τα υψηλά, βασιλεύει δε εις όλα τα ζώα, που υπάρχουν μέσα εις τα ύδατα”.
ΙΩΒ 42
1 Έλαβε τον λόγον τότε ο Ιώβ και είπε προς τον Κυριον·
2 “γνωρίζω πλέον πολύ καλά, Κυριε, ότι συ δύνασαι τα πάντα, τίποτε δε δεν είναι αδύνατον εις σέ.
3 Ποίος δε είναι δυνατόν να κρύψη από σε τας σκέψεις και αποφάσστου; Ποιός δε είναι εκείνος, που τσιγκουνευόμενος και συγκρατών μέσα τα λόγια του νομίζει ότι δύναται να τα αποκρύψη από σέ;
Ποίος όμως άλλος, εκτός από σέ, θα μου ανήγγελλεν αυτά, που δεν εγνώριζα, τα μεγάλα και αξιοθαύμαστα, που δεν ήξευρα;
4 Ακουσε δε εμέ, Κύριε, δια να τολμήσω να ομιλήσω και εγώ προς σέ.
Θα σε ερωτήσω, συ δε δίδαξέ με.
5
Μέχρι τώρα με τα αυτιά μου μόνον ήκουα περί σου και των μεγαλείων σου. Τωρα όμως σε είδα με τα ίδια μου τα μάτια.
6
Δια τούτο ελεεινολόγησα και εξουθένωσα τον εαυτόν μου, έλυωσα από ψυχικήν συντριβήν, αισθάνομαι ότι είμαι πράγματι χώμα και στάκτη”.
7 Όταν ο Κύριος είπεν όλους αυτούς τους λόγους προς τον Ιώβ, απευθυνόμενος προς Ελιφάζ τον Θαιμανίτην είπεν· “ημάρτησες συ και οι δύο φίλοι σου, διότι δεν ωμιλήσατε ενώπιόν μου τίποτε το αληθές και σύμφωνον προς την βουλήν μου, όπως ο δούλος μου ο Ιώβ.
8 Λάβετε λοιπόν τώρα επτά μόσχους και επτά κριους και
πηγαίνετε προς τον δούλον μου τον Ιώβ και θα προσφέρη αυτός αυτά ολοκαύτωμα δια σας. Ο δούλος μου ο Ιώβ θα προσευχηθή δια σάς και εγώ αυτόν και την δέησίν του θα λάβω υπ’ όψιν μου και θα συγχωρήσω το αμάρτημά σας. Εάν δεν ήτο προς χάριν αυτού, θα σας κατέστρεφα. Διότι ομιλούντες, όπως ωμιλήσατε, εναντίον του δούλου μου του Ιώβ, δεν είπατε το αληθές”.
9 Επήγαν πράγματι ο Ελιφάζ ο Θαιμανίτης, Βαλδάδ ο Σιαυχίτης και Σωφάρ ο Μιναίος και έπραξαν, όπως τους είχε διατάξει ο Κυριος.
Ο δε Κυριος συνεχώρησε και διέλυσε την αμαρτίαν των προς χάριν του Ιώβ.
10
Ο Κύριος εδόξασε και επί του σημείου αυτού τον Ιώβ. Οταν αυτός προσηυχήθη δια τους φίλους του, ο Κυριος συνεχώρησε την αμαρτίαν εκείνων. Εις δε τον Ιώβ έδωσε τα διπλάσια, από όσα προηγουμένως είχεν.
11 Επληροφορήθησαν δε όλοι οι αδελφοί του και αι αδελφαί του όλα όσα είχαν συμβή εις αυτόν και ήλθαν πάντες προς αυτόν, όσοι τον είχαν γνωρίσει και προηγουμένως. Αφού δε έφαγαν και έπιαν στο σπίτι μαζή του, τον παρηγόρησαν αλλά και τον εθαύμασαν δι’ όλα όσα επέφερεν εις αυτόν ο Κυριος. Έκαστος δε από αυτούς έδωκεν στον Ιώβ ως δώρον μίαν αρνάδα, ένα χρυσούν τετράδραχμον και ακατέργαστον άργυρον.
12
Ο δε Κύριος ευλόγησε τα μετά ταύτα έτη του Ιώβ πλουσιώτερον και περισσότερον από τα προηγηθέντα χρόνια του. Ανήλθον δε τα κτήνη του, τα πρόβατά του εις δεκατέσσαρες χιλιάδες, αι κάμηλοί του εις εξ χιλιάδες, τα ζεύγη των βοϊδιών του εις χίλια, αι θηλυκαί όνοι, που έβοσκαν εις κοπάδια, ανήλθον εις χιλίας.
13 Απέκτησε δε αυτός επτά υιούς και τρεις θυγατέρας.
14 Και εκάλεσε την μεν πρώτην Ημέραν, εις συμβολισμόν της νέας χαρμοσύνου περιόδου που ανέτειλε δια τον Ιώβ. Την δευτέραν Κασίαν, ευάρεστον ως το αρωματώδες φυτόν, την τρίτην εκάλεσεν Αμαλθαίας κέρας, εις δήλωσιν της νέας υπεραφθονίας των αγαθών του.
15 Καθ’ όλην δε την υπό τον ουρανόν οικουμένην δεν ευρέθησαν ωσάν τας θυγατέρας του Ιώβ καλύτεραι και ωραιότεροι. Απέκτησε δε τόσα πολλά ο Ιώβ, ώστε έδωκε και εις τας τρεις αυτάς θυγατέρας του κληρονομίαν μεγάλην μεταξύ των αδελφών των.
16 Εζησε δε ο Ιώβ μετά την θλίψιν της ασθενείας του εκατόν εδδομήκοντα έτη. Όλα δε τα έτη της ζωής του Ιωβ ανήλθον εις διακόσια τεσσαράκοντα. Και είδεν ο Ιώβ τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του μέχρι τετάρτης γενεάς.
17 Εξεδήμησε δε ο Ιώβ γέρων και πλήρης ημερών.
17α
Εχει δε γραφή ότι θα αναστήση πάλιν αυτόν ο Κυριος μαζή με όλους εκείνους, τους οποίους θα αναστήση κατά την μέλλουσαν ζωήν.
17β Δια τον Ιώβ πληροφορούμεθα από την εις την Συριακήν γλώσσαν μετάφρασιν της Βιβλου, ότι κατοικούσε εις την χώραν Αυσίτιδα, η οποία ευρίσκετο εις τα σύνορα Ιδουμαίας και Αραβίας. Το δε προηγούμενον
17γ Επήρε δε και μίαν γυναίκα εξ Αραβίας, από την οποίαν απέκτησεν υιόν, ονομασθέντα Εννών. Ο πατήρ του Ιώβ ήτο ο Ζαρέ, απόγονος της πατριαρχικής οικογενείας του Ησαύ. Η μητέρα του ωνομάζετο Βοσόρρα, ώστε αυτός ως εγγονός του Ησαύ ήτο πέμπτος απόγονος από τον Αβραάμ.
17δ Οι βασιλείς, οι οποίοι εβασίλευσαν εις την χώραν της Ιδουμαίας, της οποίας άρχων και βασιλεύς υπήρξεν και ο Ιώβ, ήσαν οι εξής· Πρώτος ο Βαλάκ υιός του Βεώρ. Το δε όνομα της πόλεώς του ήτο Δενναβά. Μετά τον Βαλάκ εβασίλευσεν ο Ιωβάβ, δηλαδή ο Ιώβ. Επειτα από αυτόν ο Ασώμ, ο ηγεμών που κατήγετο από την Θαιμανίτιδα χώραν. Επειτα από αυτόν εβασίλευσεν ο Αδάδ, ο υιός του Βαράδ, ο οποίος εξωλόθρευσε τους Μαδιανίτας εις την πεδιάδα της Μωάβ. Η δε πόλις του ωνομάζετο Γεθθαίμ.
17ε Οι φίλοι του Ιώβ, που είχαν ελθει εις επίσκεψίν του ήσαν· Ελιφάζ από τους απογόνους του Ησαύ, βασιλεύς των Θαιμανών, ο Βαλδάδ αρχών των Σαυχαίων και ο Σωφάρ ο βασιλεύς των Μιναίων.