Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Μαΐου 10, 2011

Φετουλάχ Γκιουλέν, Παντουρκισμός και Πομακοχώρια

Ο Ιμάμης Φετουλάχ Γκιουλέν
Η εκπομπή της ΝΕΤ «Ειδικές Αποστολές» (9/1/2011), του δημοσιογράφου Φάνη Παπαθανασίου, είχε αναφορά στον ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος προωθεί τις ιδέες του παντουρκισμού. Ο Γκιουλέν που είναι αυτοεξόριστος στις ΗΠΑ, έχει δημιουργήσει απίστευτο αριθμό σχολείων και φροντιστηρίων (200) μέσα στην Τουρκία καθώς και 22 πανεπιστήμια, τα πιο πολλά από αυτά στη νοτιοανατολική Τουρκία.. Οι …επιχειρήσεις αυτές του Γκιουλέν έχουνεπεκταθεί και σε πάρα πολλές χώρες του εξωτερικού. Στην εκπομπή αναφέρθηκε ότι η Ρωσία έκλεισε 16 σχολεία του Γκιουλέν επειδή πραγματοποιούσαν εθνικιστική τουρκική προπαγάνδα. Για τον ίδιο ακριβώςλόγο και το Ουζμπεκιστάν έβαλε φυλακή 7 μέλη της κίνησης του Γκιουλέν. Επίσης, αναφέρθηκε αόριστα ότι ο ιμάμης έχει ανοίξει σχολεία και στα Βαλκάνια.
Κένταυρος
Η Ζαγάλισα είχε ξανααναφερθεί στο θέμα αυτό στο φ. 27 αναδημοσιεύοντας ρεπορτάζ τηςεφημερίδας Παρόν (8/3/09) όπου αναφερόταν ότι ο Γκιουλέν έχει ανοίξει σχολεία και στη Θράκη. ΗΖαγάλισα έκανε έρευνα και σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες μας, τέτοια φροντιστήρια υπάρχουν και σε Πομακοχώρια. Αυτά τα φροντιστήρια λειτουργούν με ψεύτικη βιτρίνα. Σε ένα κτήριο δηλαδή βάζουν ταμπέλα ότι μέσα γίνονται μαθήματα ξένων γλωσσών και στην ουσία αντί για μαθήματα αγγλικών πραγματοποιείται παντουρκιστική προπαγάνδα. Αναρωτιόμαστε, ως Ζαγάλισα, όχι πως θα αντιδράσει η Ελλάδα, αλλά αν θα αντιδράσει. Θα επανέλθουμε.

Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, Υπάρχει «μεταπατερική» θεολογία;


Υπάρχει «μεταπατερική» θεολογία;
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Η θεολογία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι η προφητική, αποστολική καί πατερική θεολογία καί γι’ αυτό δέν μπορεί νά αποδοθή μέ άλλους όρους, όπως μεταπροφητική, μετααποστολική καί μεταπατερική, ούτε βέβαια καί μέ τόν όρο μεταορθόδοξη. Συνήθως, άλλα ουμανιστικά ρεύματα λαμβάνουν τέτοια ορολογία, όπως νεωτερική καί μετανεωτερική εποχή.
Οι Πατέρες τής Εκκλησίας είναι διάδοχοι τών Αποστόλων στήν θεολογία καί τήν πράξη, μετέχουν τής ίδιας αποκαλυπτικής εμπειρίας. Βεβαίως, οι Πατέρες τής Εκκλησίας γιά νά διαφυλάξουν τήν αποκαλυπτική εμπειρία από τίς αλλοιώσεις τών αιρετικών καί νά καθοδηγήσουν τούς Χριστιανούς, χρησιμοποίησαν τήν ορολογία τής εποχής τους, γιά νά εκφράσουν τήν ίδια παράδοση πού είχαν, χωρίς νά τήν αλλοιώσουν. Έτσι, η δογματική ορολογία καθιερώθηκε από τίς Οικουμενικές Συνόδους καί έγινε πιά μέρος τής παραδόσεως, οπότε κανένας «νέος Πατέρας» δέν μπορεί νά τήν παραθεωρήση ή νά τήν παρακάμψη. Οπότε, δέν μπορεί νά γίνη λόγος γιά μεταπατερική θεολογία. Διαφορετικό είναι τό θέμα όταν αντιμετωπίζουμε τά σύγχρονα ρεύματα μέσα από τήν ορθόδοξη θεολογία πού δέν μπορεί νά αποκληθή «μεταπατερική» καί δέν αναφέρεται στήν αλλαγή τών δογμάτων.
Η λεγόμενη μεταπατερική θεολογία συνδέεται μέ τίς θεωρίες τού Ρώσου Αλέξη Χομιακώφ (1804-1860), ο οποίος στήν εποχή του έπαιξε σημαντικό ρόλο στά ρωσικά θεολογικά γράμματα. Δέν είναι κατάλληλος ο χώρος γιά νά αναπτυχθούν οι απόψεις του, αλλά μόνο νά σημειωθή ότι σύμφωνα μέ τόν Χομιακώφ, οι Πατέρες τής πρώτης χιλιετίας ομίλησαν στήν εποχή τους, καί έχουν αξία, αλλά η σχολαστική θεολογία (9ος-13ος αιώνας) υπερέβη τήν πατερική θεολογία, όπως καί η μεταγενέστερη ρωσική θεολογία ξεπέρασε καί τίς δύο προηγούμενες (πατερική καί σχολαστική). Τό λάθος τού Χομιακώφ είναι ότι συνέδεσε στενά τήν Ορθοδοξία μέ τόν πολιτισμό. Όμως η ορθόδοξη θεολογία παράγει πολιτισμό, αλλά δέν είναι πολιτισμός.
Πάντως, η θεωρία τού Αλέξη Χομιακώφ επηρέασε κατά διαφόρους βαθμούς τούς Ρώσους θεολόγους τής Διασποράς στό Παρίσι καί γι' αυτό σήμερα γίνεται λόγος γιά «μεταπατερική» θεολογία. Ο Ρώσος φιλόσοφος Kireevski (Κιρεέφσκι) καί φίλος τού Χομιακώφ, έλεγε: «Είναι αδύνατον νά ανανεωθή η φιλοσοφία τών Πατέρων στήν μορφή πού είχε κατά τήν εποχή τους. Αυτή απαντά σέ ερωτήματα τής εποχής καί τού πολιτισμού μέσα στόν οποίο αναπτύσσεται». Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης γράφει ότι «ο Χομιακώφ συμφωνεί καί μέ τήν παρατήρηση τού φίλου του γιά τήν ανάγκη νά αναπτυχθή μιά Ρωσο-Χριστιανική φιλοσοφία, η οποία νά απαντά στίς κοινωνικές καί θρησκευτικές απαντήσεις τής σύγχρονης κοινωνίας».
Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι έχοντας υπ’ όψη του αυτή τήν θεολογία έκανε λόγο γιά «επιστροφή στούς Πατέρες», δηλαδή «επιστροφή στίς πατερικές πηγές καί στά πατερικά θεμέλια», καί μέσα από τήν προοπτική αυτή ομιλούσε γιά τίς λεγόμενες ελληνικές κατηγορίες σκέψεως πού δέν μπορούμε νά υπερβούμε. Έγραφε: «Η απομάκρυνση από τόν Χριστιανικό Ελληνισμό δέν είναι καθόλου πρόοδος, αλλ' οπισθοδρόμηση, επιστροφή πρός τά αδιέξοδα καί τίς αμηχανίες τού άλλου Ελληνισμού, εκείνου πού δέν είχε μεταμορφωθή καί από τόν οποίον δέν υπήρχε καμμιά διέξοδος, παρά μόνον μέσω τής πατερικής ολοκληρώσεως». Άν δέν δούμε τίς απόψεις τού π. Γεωργίου Φλωρόφσκι μέσα από τήν προοπτική αυτή, ότι δηλαδή δέν συμφωνούσε μέ τίς απόψεις τών Ρώσων εμιγκρέ, τόν αδικούμε.
Αυτό τό γνωρίζει ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, γι’ αυτό στόν χαιρετισμό του στό γνωστό συνέδριο στήν Θεολογική Ακαδημία τού Βόλου, αφού αναφέρθηκε στό ότι η θεολογία τής Εκκλησίας δέν μπορεί νά αγνοή τόν σύγχρονο πολιτισμό, γράφει: «Τό μέλλον ανήκει εις μίαν αυθεντικήν "πατερικήν" θεολογίαν, πέραν από τόν νεοπατερισμόν καί τόν μεταπατερισμόν, εις μίαν εκκλησιαστικήν θεολογίαν, η οποία ζωογονείται από τήν έντασιν μεταξύ τού "ήδη" καί τού "όχι ακόμη" τής Βασιλείας τού Θεού».
Η ορθόδοξη θεολογία είναι εκκλησιαστική, δηλαδή φωνή τής Εκκλησίας, καί οι Πατέρες ομιλούσαν καί ομιλούν αυτήν τήν γλώσσα. Οπότε, δέν μπορεί νά υφίσταται ο όρος «νεοπατερική», «μεταπατερική» θεολογία, αφού η ορθόδοξη θεολογία είναι προφητική, αποστολική καί πατερική καί οπωσδήποτε εκκλησιαστική.

Ποιοί είναι οι πιστοί;

Ποιοί είναι οι πιστοί;
1) Είναι πιστοί απλώς οι βαπτισμένοι 'Ορθόδοξοι χριστιανοί;
2) Είναι πιστοί όσοι µεγαλώνοντας δεν σκέπτονται και δεν λαμβάνουν υπ' όψιν τι σημαίνει τό βάπτισμα και ποιες υποχρεώσεις ανέλαβαν κατά την τέλεση τού µυστηρίου τού βαπτίσµατος;
3) Είναι πιστοί όσοι διατείνονται, ότι είναι χριστιανοί, αλλά δεν εκκλησιάζονται τακτικώς, δεν εξοµολογούνται τις αμαρτίες τους σε πνευματικό πατέρα και δεν κοινωνούν τό Χριστό, η κοινωνούν απροετοίμαστοι, χωρίς µετάνοια και χωρίς κατά διαστήµατα εξομολόγηση των αμαρτιών τους;
4) Είναι πιστοί όσοι δεν έχουν την προθυμία, ούτε καν την περιέργεια, να ανοίξουν και να διαβάσουν την Αγία Γραφή, αλλά διαβάζουν κοσµικά βιβλία και περιοδικά, και κάθονται επί ώρες µπροστά στην τηλεόραση και ακούουν και βλέπουν αμαρτωλά, αισχρά και σατανικά πράγματα;
5) Είναι πιστοί όσοι έπαυσαν να προσεύχονται και να κάνουν τό σηµείο τού Σταυρού, η κουνούν τό χέρι τους σαν να παίζουν µαντολίνο και αυτό τό ονομάζουν Σταυρό;
6) Είναι πιστοί οι τυπικώς εκκλησιαζόµενοι, χασµώµενοι και αναμένοντες πότε να τελειώσn ή θεία λειτουργία;
7) Είναι πιστοί όσοι δυσφορούν, αν γίνει κήρυγμα κατά τη θεία λειτουρ­γία, και ψιθυρίζουν, και βγαίνουν έξω από τό ναό, και συζητούν, και καπνίζουν;
8) Είναι πιστοί οι άνδρες, οι οποίοι εισέρχονται στους ναούς και στα προσκυνήματα µε σορτς;
9) Είναι πιστές οι γυναίκες, οι οποίες θέτουν τη µόδα υπεράνω της Θρησκείας και εμφανίζονται δημοσίως ηµίγυµνες και σχεδόν ολόγυμνες ή µε παντελόνια, σιχαμερό φαινόμενο στα µάτια τού Θεού κατά το λόγω τού Θεού, και εισβάλλουν έτσι και στους φοβερούς τόπους της λατρείας; "Ο καταραμένος Διάβολος θα βγει απ' το καυκί του", προφήτευσε o άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. 'Άλλοτε ο Διάβολος τηρούσε προσχήματα, τώρα δεν τηρεί, έγινε τελείως αδιάντροπος. Με την ξετσιπωσιά των γυναικών επαληθεύεται ο λόγος τού αγίου Κοσμά κατά τον ζωηρότε­ρο τρόπο.
10) Είναι πιστοί όσοι ανοίγουν το στόµα τους για να τρώγουν τα αγαθά τού Θεού, άλλα δεν ανοίγουν το στόμα τους για να ομιλήσουν για το Θεό και να υπερασπίσουν την Πίστη, όταν κοσμικοί και άπιστοι ομιλούν εναντίον τού Θεού και της Πίστεως;
11) Είναι πιστοί όσοι είναι πνευµατικώς αδιάφοροι και δεν έχουν αγωνία για τη σωτηρία τους και τη σωτηρία των συνανθρώπων τους;
12) Είναι πιστοί όσοι δεν θέλουν κακοπάθεια, άλλα συνεχή καλοπέραση, και σκοπό και τρόπο της ζωης τους έχουν κάνει τα φαγοπότια, τα γλεντοκοπήµατα, τις κοσμικές και αμαρτωλές διασκεδάσεις;
13) Είναι πιστοί όσοι πορνεύουν, µοιχεύουν, ασελγαίνουν, ακολασταίνουν, κάνουν όλα τα κέφια τους, και δεν κάνουν αγώνα εναντίον των παθών τους, και δεν περιορίζουν και δεν κόβουν την αισχρή αμαρτία;
14) Είναι πιστοί όσοι κάνουν εκτρώσεις και κατακρεουργούν και σκοτώνουν τα αθώα παιδιά και τα ρίχνουν στους υπονόμους των ιατρείων; 'Εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά σκοτώνονται κάθε χρόνο µε τις εκτρώσεις εδώ στην 'Ορθόδοξη χριστιανική Ελλάδα! Και αν συνεχισθεί τό παιδοκτόνο και εθνοκτόνο έγκλημα των εκτρώσεων, µετά από µερικές δεκαετίες οι ξένοι θα γίνουν πλειοψηφικά στην Ελλάδα και θα µας κάνουν εργάτες τους, υπηρέτες και δούλους! Ή Ελλάδα σβήνει, πεθαίνει!
15) Είναι πιστοί όσοι βλασφημούν, τό Θεό, τό Χριστό, τον ενανθρωπήσαντα και σταυρωθέντα για τη σωτηρία µας Θεό τό Σταυρό, την Παναγία ,τους Αγίους;
16) Είναι πιστοί όσοι από τό µέσα της δηµοσιότητος, και ιδίως την τηλεόραση, πολεμούν τη χριστιανική πίστη και τη χριστιανική ηθική;
17) Είναι πιστοί οι µασόνοι, οι οποίοι, παρά τη µασονική τους ιδιότητα, διατείνονται, oτι είναι χριστιανοί; Είναι πιστοί οι οικουµενισταί, αρχιερείς, ιερείς, θεολόγοι και λοιποί, οι οποίοι, παρά τις προδοσίες της Πίστεως, διατείνονται, ότι είναι Ορθόδοξοι;
'Όχι, αγαπητοί! Δεν είναι πιστοί αυτοί, τους οποίους αναφέραμε, και άλλοι ακόμη, τους οποίους δεν αναφέραµε, για να µη µακρύνωµε τό λόγο. Δεν είναι πιστοί όλοι οι βαπτισμένοι χριστιανοί 'Ορθόδοξοι Πολλοί οι βαπτισµένοι χριστιανοί 'Ορθόδοξοι, ολίγοι οι πιστοί, πολύ ολίγοι πιστοί είναι εκείνοι, οι οποίοι πιστεύουν, οµολογούν και υπερασπίζονται την Πίστη, αγαπούν τό Θεό και τον συνάνθρωπο, έχουν καλοσύνη, προσεύχονται, εξομολογούνται, κοινωνούν, αγωνιούν για τη σωτηρία τους και τη σωτηρία των συνανθρώπων τους, κάνουν πνευματικόν αγώνα, αποφεύγουν τα µεγάλα αµαρτήµατα, πολεμούν και τα µικρά, κακοπάθουν χάριν τού Χριστού και της σωτηρίας τους, κάνουν θυσίες ακολουθώντας τό θέλημα τού Θεού και όχι τό δικό τους θέλημα και τό θέλημα τού κόσμου, σηκώνουν σταυρό και σταυρώνονται και αυτοί, για ν' αξιωθούν ενδόξου αναστάσεως και αιωνίου ζωης. «Οί τού Χριστού τήν σάρκα έσταύρωσαν συν τοίς παθήµασι και ταίς έπιθυµίαις» (Γαλ. 5:24). ΟΙ άνθρωποι τού Χριστού, οι συνειδητοί χριστιανοί, οι αληθώς πιστοί, σταύ­ρωσαν τον σαρκικό εαυτό τους µαζί µε τα πάθη και τις επιθυμίες του, νέκρωσαν τό αμαρτωλό θέλημα τους. Αυτοί µε τό δικό τους σταυρό και τη σταύρωση τού παλαιού εαυτού τους τίλουν και υψώνουν τό Σταυρό τού Χριστού, και ό Σταυρός τού Χριστού ως όντως πιστούς τους υψώνει στον υπερουράνιο κόσμο. Πεθαίνοντας δεν πηγαίνουν κάτω, όπως οι άπιστοι και αμετανόητοι, άλλα πηγαίνουν επάνω, «όπου πρόδροµος υπέρ ήµών» πήγε ό Ιησούς ('Εβρ. 6:20).
Σταυρέ τού Κυρίου, βοήθει ήµίν τοις άµαρτωλοίς και άναξίοις, άλλά πιστοίς και άγωνιζοµένοις, 'ίνα τύχωµεν έλέους και ύψωθώµεν τή δυνάµει σου, «όπου πρόδρομος υπέρ ήµών» ύψώθη ό Ιησούς.
«Ο ΣΤΑΥΡΟΣ»

Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, Τά παλαιά καί σύγχρονα κρυφά σχολειά

Τά παλαιά καί σύγχρονα κρυφά σχολειά
Έχω γράψει παλαιότερα γιά τό κρυφό σχολειό καί γιά τίς αντιρρήσεις πού έχουν εκφρασθή τελευταία γι’ αυτό. Υποστήριξα ότι κάθε θρύλος δέν είναι μύθος, καί κάθε μύθος δέν είναι απόβλητος, έχει παιδευτικό χαρακτήρα καί στηρίζεται σέ κάποια ιστορική αλήθεια. Έπειτα, κατά τήν διάρκεια τής Τουρκοκρατίας, υπήρξαν αιώνες (ιδίως οι πρώτοι), αλλά καί ιδιαίτεροι τόποι πού απαγορεύονταν τά Σχολεία, αλλά καί όταν η λειτουργία τους επιτρεπόταν, τότε ούτε παντού λειτουργούσαν, αλλά καί όπου λειτουργούσαν ελέγχονταν. Έτσι, υπήρχε ανάγκη νά προσφέρεται κρυφή, ιδιωτική εκπαίδευση, αλλά καί η λατρεία τής Εκκλησίας, μέ τήν ανάγνωση τών λειτουργικών βιβλίων, καί τήν κατ’ ιδίαν συζήτηση μέ μοναχούς στά Μοναστήρια, βοηθούσε στήν διατήρηση τής γλώσσας, τής ιστορίας, τής πίστης καί γενικά τής ρωμαίϊκης αυτοσυνειδησίας.
Πρόσφατα στήν Ναύπακτο ομίλησε ύστερα από πρόσκληση τού Γ' Γυμνασίου Ναυπάκτου, ο Θανάσης Βαλτινός, πού είναι μέλος τής Ακαδημίας Αθηνών, κορυφαίος πεζογράφος καί σεναριογράφος. Πολλά από τά σενάριά του έχουν γυρισθή σέ ταινίες, κυρίως από τόν Θεόδωρο Αγγελόπουλο, στό δέ Φεστιβάλ Καννών τιμήθηκε μέ τό βραβείο σεναρίου γιά τήν ταινία «Ταξίδι στά Κύθηρα». Οι μεταφράσεις του «Τρωαδίτισσες» τού Ευριπίδη καί «Ορέστεια» τού Αισχύλου παρουσιάσθηκαν στό θέατρο τέχνης στά Επιδαύρια.
Ρωτήθηκε γιά τήν αμφισβήτηση τού Κρυφού Σχολειού: «Πώς αντιμετωπίζετε τήν δημόσια συζήτηση γιά τήν αναθεώρηση τής ιστορίας τού 1821 καί τήν αμφισβήτηση φαντασιακών κατασκευών (π.χ. κρυφό σχολειό) πάνω στίς οποίες οικοδομήθηκε τό νεοελληνικό έθνος;». Η απάντησή του είναι η εξής:
«Αυτά στά οποία αναφέρεστε δέν είναι ιστορία. Αυτά είναι μύθοι πού ακολουθούν τήν ιστορία, είναι παραδόσεις. Τό άν υπήρχε ή δέν υπήρχε κρυφό σχολειό γιατί νά μάς αφορά καί νά μάς ενδιαφέρει; Βεβαίως υπήρχαν σχολεία πού λειτουργούσαν, βεβαίως υπήρχαν σχολεία πού κατά τόπους κάποιοι αγάδες δέν τά άφηναν νά λειτουργήσουν, αλλά τί νόημα έχει αυτό σήμερα; Μύθοι φυσικά υπάρχουν, καί κάποιοι είναι καί αναγκαίοι στούς ανθρώπους. Τόν μαρμαρωμένο βασιλιά τόν πιστεύει κανείς ότι υπάρχει στ’ αλήθεια; Υποθέτω πώς όχι. Αλλά ως μύθος υπάρχει καί λειτουργεί ποιητικά. Πιστεύω, όμως, ότι δέν πρέπει νά κολλάμε έτσι μίζερα καί νά λέμε ότι δέν υπήρχε κρυφό σχολειό, άρα η ιστορία δέν γράφεται σωστά. Σαφώς υπάρχουν πράγματα πού έχουν μυθοποιηθεί, πού δέν είναι πολύ κοντά στήν ιστορία ίσως. Ακόμη κι άν η ύψωση τού λάβαρου τής επανάστασης δέν έγινε στήν Αγία Λαύρα, θεωρείτε ότι έχει κάποια ουσιαστική σημασία; Πιστεύω ότι κάποιες σαθρές, επιπόλαιες εθνικές αντιλήψεις κλονίζονται μέ όσα λέγονται στή συζήτηση πού έχει ανοίξει –μέσα απ' τήν επίμαχη σειρά τού ΣΚΑΪ, αλλά καί μέσα από έρευνες ιστορικών- αλλά θεωρώ ότι η τάση πού υπάρχει νά βρεθεί η ιστορική αλήθεια, νά ξεκαθαριστεί από μύθους καί παραδόσεις, δέν εγείρει κανέναν κίνδυνο. Μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουμε απ' τά πρωϊνάδικα, αλλά δέν βλέπω νά διαμαρτύρεται κανένας... Σημάδι ελαφρότητας κι αυτά, πού μαζί μέ άλλα παρόμοια μάς οδήγησαν εδώ πού έχουμε φτάσει σήμερα...» (Εφ. Ναυπακτία, τής 18-3-2011).
Πάντως «οι μύθοι πού ακολουθούν τήν ιστορία είναι παραδόσεις». Καί οι παραδόσεις προσφέρουν νόημα ζωής.
Εκτιμώ ότι η προσπάθεια νά βγάλουμε έστω καί τούς μύθους από τήν ζωή μας, είναι βαρύτατο κτύπημα στήν ζωή ενός έθνους καί τού ιδίου τού ανθρώπου, είναι μιά εγχείρηση αμνηστείας, πού τραυματίζει ένα κομμάτι τής ζωής μας, τά όνειρα, τίς παραδόσεις καί τίς επιδιώξεις μας. Είναι μιά επιπεδοποίηση τής ζωής. Μερικοί θέλουν νά μετατρέψουν τήν ζωή τού ανθρώπου, μέ τό πνεύμα πού κατεργάζονται τά «πρωϊνάδικα» -θά μπορούσα νά προσθέσω καί τά «μεσημεριανά» στά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης-, σέ ανούσια.
Καί σήμερα λειτουργούν κρυφά σχολειά, κάθε φορά πού κάποιοι θέλουν νά δώσουν νόημα ζωής καί απελπισμένοι από τήν παιδεία πού προσφέρεται στά Δημόσια Σχολεία αναζητούν ανθρώπους πού έχουν κάτι νά τούς πούν γιά τήν ζωή καί τό νόημά της, γιά τήν επίλυση τών υπαρξιακών προβλημάτων. Τέτοιες σύγχρονες αναζητήσεις στό Άγιον Όρος, στά Ορθόδοξα Μοναστήρια, στούς ευαίσθητους ανθρώπους δικαιώνουν καί επιβεβαιώνουν τήν ύπαρξη τών κρυφών σχολειών.
Ν.Ι.

ΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ - ΑΝΤΙΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ


Χαρ. Γ. Σωτηρόπουλου, Αντίδωρον Πνευματικόν,
Τιμητικός Τόμος επί τη 50ετηρίδι επιστημονικής δράσεως και τη 40ετηρίδι καθηγεσίας και εκκλησιαστικής δράσεως του Γεράσιμου Κονιδάρη,
Αθήνα 1981, σελ. 461-466

Εισαγωγή.

Η κίνησις των κολλυβάδων (1) διετάραξεν, ως γνωστόν, επί ένα περίπου αιώνα (1754-1845) την ηρεμίαν και, ειρήνην των μοναχών του άγιου Όρους, τους οποίους διεχώρισεν εις δύο αντιμαχόμενας μερίδας, των κολλυβάδων και των α ντικολλυβάδων. Η κίνησις αύτη συνίστατο εις την απαγόρευσην της κατά τας Κυριακάς και τας δεσποτικάς εορτάς τελέσεως μνημόσυνου μετά κολλύβων (2) και ενεφανίσθη μάλλον τυχαίως · ουδείς δε ηδύνατο να πρόβλεψη την μεγάλην εκτασιν, την οποίαν έμελλε να λάβη, και τας δυσμενείς επιπτώσεις, τας οποίας έμελλε να έχη επί των εν αγίω Όρει εφησυχαζόντων μοναχών.

Αφορμήν εις την κίνησιν, ως μας πληροφορεί ο Χ. Τζώγας (3), έδωκε το γεγονός ότι, ένεκα τυπικών δυσχερειών (4), τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων δεν ηδύναντο να τελώνται κατά Σάββατον, ως ετελούντο έως τότε, άλλα κατά Κυριακήν. Η καινοτομία αύτη δεν εύρε σύμφωνους άπαντας τους μοναχούς της σκήτης της αγίας ’ννης, οπού ηνήφθη το πρώτον η φλοξ της έριδος, και ούτω ήρχισεν η περί των μνημοσύνων έρις, ήτις από τας σκήτας και τα κελλία επεξετάθη αργότερον εις άπασαν την αγιορεοτικήν αδελφότητα.

Αιτία της έριδος υπήρξεν η εμμονή των κολλυβάδων (5) εις την επάνοδον της τελέσεως των μνημοσυνών κατά το Σάββατον ή καθ' οιανδήποτε άλλην ημέραν, εξαιρουμένου της Κυριακής και των δεσποτικών εορτών.

Οι πρωταγωνισταί της μερίδος των κολλυβάδων ήσαν κατά χρονολογικήν σειράν τέσσαρες (6):

α) Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης (1713-1784),

β) Αθανάσιος Πάριος (1722/25-1831),

γ) Μακάριος Νοταράς (Μητροπολίτης Κορίνθου) (1731-1805) και

δ) Νικόδημος Αγιορείτης (1749-1809).

Οι πρωταγωνισταί της αντιθέτου μερίδος, των αντικολλυβάδων, ήσαν δύο (7):

α) Μοναχός Βησσαρίων εκ Ραψάνης (1738 αρχαί ΙΘ'αι.) και β) Αρχ. Θεοδώρητος εξ Ιωαννίνων (μέσα ΙΗ' αι. 1823).

Η έρις των δύο παρατάξεων υπήρξεν οξυτάτη·τούτο φαίνεται εκ των φράσεων και των χαρακτηρισμών, των παραδιδομένων υπό των διαφόρων συγγραφών και επιστολών αυτών αλλά και εκ του όλου ύφους αυτών (8).

Οι κολλυβάδες υπεστήριζον ότι τα μνημόσυνα μετά κολλύβων δεν πρέπει να τελώνται κατά Κυριακήν και τας δεσποτικάς έορτάς, αλλά κατά παν Σάββατον ή τας άλλας ημέρας. Ισχυρότερα δε δικαιολογία (9) ήτο ότι δια των κολλύβων αμαυρούται ο αναστάσιμος χαρακτήρ της Κυριακής. Δι' αυτήν την θέσιν των είχον υπέρ εαυτών το γεγονός ότι μέχρι της ενάρξεως της έριδος τα κόλλυβα ετελούντο απαρεγκλίτως εν Σαββάτω · διο και διετείνοντο ότι αυτοί εκράτουν την αρχαίαν παράδοσιν και όχι οι αντικολλυβάδες. Αντιθέτως προς τους κολλυβάδες οι αντικολλυβάδες υπεστήριζον ότι τα μνημόσυνα δύνανται να τελώνται και εν Κυριακή, καθότι η ύπαρξις αυτών «εδράζεται και επί της αναστάσεως του Κυρίου και συνεπώς η κατά Κυριακήν τέλεσις αυτών δεν αντιβαίνει εις τον χαρμόσυνον χαρακτήρα αυτής, καθότι η ανάστασις του Κυρίου είναι αξίωμα και τεκμήριον της ιδίας ημών αναστάσεως».

Ταύτης της διενέξεως αποτέλεσμα ήτο η καταδίκη των κολλυβάδων (1776) (11) εις καθαίρεσιν και αφορισμόν, δοθέντος μάλιστα ότι και το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως είχε ταχθή υπέρ των αντικολλυβάδων (12). Επειδή όμως μετά την καταδίκην η θέσις των κολλυβάδων είχε καταστή δυσχερής, ιδίως εις τας προς τους πιστούς σχέσεις των, καθόσον ούτοι ουδεμίαν αξιοπιστίαν έδιδον εις τας αντιλήψεις αυτών, ηναγκάσθησαν πάντες οι κολλυβάδες να συντάξουν ομολογίαν πίστεως προς την μητέρα Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν, ήτις κατόπιν τούτου ήρε την καταδίκην και ηθώωσε τους κολ­λυβάδε ς (13).

Εις αυτήν ακριβώς την έριν αναφέρονται αι επιστολαί, τας οποίας ενταύθα το πρώτον εκδίδομεν και αι οποίαι συγκροτούν αλληλογραφίαν μεταξύ του πρώην πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Καλλινίκου, του Αθανασίου Πάριου, του πνευματικού και διδασκάλου Κυρίλλου και των μοναχών του αγίου Όρους. Αντικείμενον ταύτης, ως φυσικόν, είναι η περί των μνημοσυνών έρις. Αι μεν επιστολαί του πατριάρχου έχουν χαρακτήρα νουθετικόν, συμβουλευτικόν και, όχι σπανίως, επιτιμητικόν, αι δε επιστολαί των άλλων προσώπων έχουν χαρακτήρα απολογητικόν και πληροφοριακόν.

Αι επιστολαί, εκτός μιας, είναι αχρονολόγητοι· δεν είναι αι πρωτότυποι αλλ' αντίγραφα.

Αντικείμενον της αλληλογραφίας είναι, ως ανεφέραμεν, το περί των κολλύβων ζήτημα. Ενίοτε όμως αυτή θίγει γενικώτερα θεολογικά θέματα. Ούτω, εν τη πρώτη κατά σειράν εκδόσεως επιστολή (φ. 81-83) ο πατριάρχης Καλλίνικος συμβουλεύει τον Κύριλλον και τους εν τω ’θω μοναχούς να φυλάττουν την « νομοθετηθείσαν τάξιν», να αποφεύγουν τους «συλλογισμούς» εις τα ζητήματα της πίστεως, καθότι οι «συλλογισμοί» απομακρύνουν την πίστιν (« οίχεται η πίστις ημών»), ήτις επήνεγκε παλαιότερον τη εκκλησία σύγχυσιν και ταραχήν, να αποφεύγουν τας μετά των «νεωτεριστών» συζητήσεις και τον σκανδαλισμόν των άλλων αδελφών και να υποταγούν «τη εκκλησία και τη συνόδω»· οι « προεστώτες» να μη καταπιέζουν τους «υποδεεστέρους» και οι νεώτεροι να μη μισούν τους «προύχοντας».

Εν τη β' επιστολή (φ. 85) ο πατριάρχης Καλλίνικος, απευθυνόμενος προς τον Αθανάσιον Πάριον, όστις εχαρακτήριζε την εκκλησίαν « αιρετίζουσαν» και αιρετικούς «τους προϊσταμένους αυτής», τονίζει εις ύφος αυστηρόν ότι τα «λεγόμενα και γραφόμενα» υπ' αυτού (του Αθανασίου) αποτελούν εκτροπήν από την ευθείαν οδόν και τον καλεί να « επακολουθή τοις ίχνεσι της μητρός αγίας εκκλησίας και τοις όροις των πατέρων τοις αιωνίοις και κανόσι». Η επιστολή παρά τον συμβουλευτικόν χαρακτήρα είναι γεγραμμένη εις ύφος ειρωνικόν και επιτιμητικόν.

Εν τη γ' επιστολή (φ. 86) ο Αθανάσιος Πάριος, γράφων προς τον ιερομόναχον Κύριλλον, τον ελέγχει δι' « αδιαφορίαν» έναντι του ζητήματος των κολλύβων, επειδή ο Κύριλλος εθεώρει « καλόν και το ένα και το άλλο», ήτοι την τέλεσιν των κολλύβων εν οιαδήποτε ήμερα. Χαρακτηριστικόν είναι ότι ο Αθανάσιος θέτει υπεράνω της φιλίας την τήρησιν των κανόνων.

Η εν αγίω Όρει εμφάνισις του Μακαρίου Νοταρά και η εν Θεσσαλονίκη δράσις του Αθανασίου Παρίου εξήψε την φλόγα της έριδος περί των κολλύβων διο και ο Κύριλλος γράφει προς τον πατριάρχην Καλλίνικον (επιστολή δ', φ. 87), τον οποίον πληροφορεί περί της επικρατούσης εν αγίω Όρει καταστάσεως και συγχρόνως παρακαλεί να μεσολάβηση παρά τω Πατριαρχείω Κωνσταντινουπόλεως, προκειμένου να αποστείλη πατριαρχικόν γράμμα προς κατευνασμόν των πνευμάτων και ενημέρωσιν των μοναχών περί του ζητήματος τούτου.

Ενώ δια της δ' επιστολής ο Κύριλλος εζήτει την μεσολάβησιν του πατριάρχου Καλλινίκου παρά τω Οικουμενικώ Πατριαρχείω», δια της παρούσης (ε') επιστολής (φ. 89) οι μοναχοί του ’θω και πάλιν απευθύνονται προς τον Καλλίνικον όχι δια μεσολάβησιν, αλλά δια να γράψη ο ίδιος προσωπικώς « τά νάματα της διδασκαλίας» του, τας « πατρικάς» και «σοφάς ερμηνείας» του και ούτω να τους διδάξη « τίνες οι καλώς ποιούντες και τίνες οι μη». Εκ του περιεχομένου της επιστολής προκύπτει ότι το Πατριαρχείον απέστειλεν εις τους μοναχούς του ’θω πρώτα, δεύτερα και τρίτα συνοδικά γράμματα (14), τα οποία « εμετρίασαν ολίγον το κακόν», αλλά δεν το κατέσβεσαν τελείως.

Η επιστολή στ' (φ. 90-93) αποστέλλεται εις απάντησιν προηγηθείσης επιστολής του «διδασκάλου και πνευματικού» Κυρίλλου. Εν αυτή ο πατριάρχης Καλλίνικος χαρακτηρίζει τους εν αγίω Όρει « νεωτεριστάς» «ασεβείς», «απειθείς» εις τας αποφάσεις της συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως, « αποστάτας», « μητραλοίας», « υψαύχενας» και « λειποτάκτας». Είτα αναφέρεται εις την συνήθειαν των αποστόλων και των διαδόχων αυτών να τελούν την θείαν Λειτουργίαν και να μνημονεύουν «μετά την του άρτου ευλόγησιν και οίνου πάντων των εν ευσέβεια και πίστει τελειωθέντων πατέρων και αδελφών ημών εν Κυριακαίς». Εν συνεχεία παραθέτει χαρακτηριστικά παραδείγματα βασιλέων και σημαινόντων προσώπων του Βυζαντίου, τα οποία δεικνύουν ότι ούτοι ετέλουν εν Κυριακαίς τα μνημόσυνα προσφιλών των προσώπων και διένειμον, επί τη ευκαιρία ταύτη, χρήματα εις πτωχούς, εις μονάς και εις πτωχοτροφεία. Είτα τονίζει ότι οι τελούντες εν Σαββάτω ή Κυριακή τα μνημόσυνα δεν πενθούν, αλλά προσάγουν ευχάς και ικεσίας υπέρ των κεκοιμημένων και ότι τα μνημόσυνα υπενθυμίζουν την κοινήν ανάστασιν. Τέλος, αναφέρεται και πάλιν εις τους « νεωτεριστάς», εις τους οποίους προσάπτει νέους δυσμενείς χαρακτηρισμούς, όπως « νεόσοφοι», « θολόσοφοι», « λουθηροκαλβίνοι», δια να τερματίση την επιστολήν με ευχάς και νουθεσίας, όπως αποδέχωνται «τα υπό της συνόδου πάντα ευπειθώς. και απολυπραγμόνως» και όπως παραμείνουν πιστοί εις την παράδοσιν.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1). Η κίνησις των κολλυβάδων είναι, γνωστή εκ των πολλών μέχρι τούδε δημοσιευθεισών συγγραφών διο και περιοριζόμεθα απλώς εις τινας κατατοπιστικάς περί αυτής πληροφορίας, θέτοντες όμως υπ' όψιν του αναγνώστου την σχετικήν βιβλιογραφίαν. Κατά την έκδοσιν του κειμένου χρησιμοποιούμεν τα εξής σημεία· [...]= λέξις δυσανάγνωστος· [ ] = πρόσθεσις λέςεως υπό του συγγραφέως· () = συμπλήρωσις λέξεως υπό του συγγραφέως· = αβεβαιότης .

(2). Ο Νικόδημος Αγιορείτης δίδει τους εξής ορισμούς· «Μνημόσυνα λέγομεν τα μετά κολύβων και παραστασίματος γινόμενα· ουχί τα εν τη τελετή της ιεράς Λειτουργίας ψιλώς αναφερόμενα ταύτα γαρ άλλον λόγον έχουσιν» (Νικόδημου Αγιορείτου, Ο μο λογία πίστεως, σελ. 10, Βενετία 1819). «Κόλυβον είναι βρασμένον σιτάρι, το οποίον είναι σύμβολον του ανθρωπίνου σώματος, επειδή το ανθρώπινο σώμα τρέφεται και αυξάνει δια του σίτου» ( Νικ. Αγιορείτου, Ο μολ. πίστεως, σελ. 8).

(3). Χαριλάου Τζώγα, Η περί μνημοσυνών έρις εν Αγίω Όρει κατά τον ΙΗ' αιώνα, Θεσσαλονίκη 1969, σελ. 65.

(4) Περί των δυσχερειών τούτων βλέπε αυτόθι.

(5). Γεωργίου Βερίτη, Το αναμορφωτικόν κίνημα των κολυβάδων και οι δύο Αλέξανδροι της Σκιάθου, εν «Ακτίνες» 1943, σελ. 100. Πρβλ. Νικολάου Αρκά, Αθανάσιος ο Πάριος, Αθήναι 1960, σελ. 71. Βλέπε ωσαύτως Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ’γιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, Αθήναι 1959, σελ. 43 κ. έ.

(6). Βλ. Χαρ. Τζώγα, Η περί μνημόσυνου έρις..., σελ. 15-51. Επίσης Κ ω νσταντίνου Παπουλίδη, Το κίνημα των κολλυβάδων, Αθήναι 1971, σελ. 30-39.

( 7). Χαρ. Τζώγα. Η περί μνημοσύνων έρις..., σελ. 15-51. Επίσης Κων. Παπουλίδη, Το κίνημα των Κολλυβάδων, σελ. 40-42.

(8). Ο Πάριος π.χ. ομιλών περί του πρώην Χαλεπίου Γενναδίου λέγει ότι ούτος ήλθεν εις το Όρος «δια να βάλη πυρ, όχι εκείνο το ευαγγελικόν, αλλά το σατανικόν»(Αθανασίου Παρίου, Επιστολή απολογητική προς τον λογιώτατον Κυπριανόν, εν κώδικι Μονής Παντελεήμονος 5716. 209, φ. 36β). Τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλον, εφησυχάζοντα εν Αγίω Όρει, χαρακτηρίζει ως εξής: «ο εν πιθήκω ούτος Ηρακλής» ( Αθ. Παρίου, Επιστολή απολογητική προς τον λογ. Κυπριανόν, εν κωδ. Μ. Παντελεήμονος 5716. 209, φ. 37α37β). Τέλος, τον Βησσαρίωνα τον εκ Ραψάνης αποκαλεί « μανικόν» ( ενθ. αν. 37β). Ο Θεοδώρητος αποκαλεί τον Αθανάσιον « κακοαθανάσιον» ( Θεοδωρήτου του εξ Ιωαννίνων, Υπόμνημα περί του εξ Ιουδαίων κακόφρονος Νεοφύτου αναφανέντος δόγματος των μνημοσύνων και λοιπών κακοδοξιών αυτού, εν κώδικι Μονής Κουτλουμουσίου 530, φ. 290β.). Ο Πάριος χαρακτηρίζει τας διδασκαλίας των ομογενών διδασκάλων της Ευρώπης, εν αις και την του Κοραή, «πλάνη και απάτη του διαβόλου» (Χαρ. Τζώγα, Η περί μνημοσύνων έρις..., σελ. 33). Ο Κοραής, με την σειράν του, αποκαλεί τον Πάριον « ταραχοποιόν και κακόν γερόντιον της Χίου» (Μ. Παπαϊωάννου, Η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη, Αθήναι 1948, σελ. 22) και αλλαχού « γελοίον» και « έρημον» ( Επιστολαί Αδαμαντίου Κοραή, τόμ. Β', σελ. 314). Η διαμάχη υπήρξεν όντως οξυτάτη και «από λόγων και από τοιούτων αφιλοθέων αδολεσχιών, προέβησαν εις διωγμούς και ύβρεις, εις βιαιοπραγίας...» (Μανουήλ Γεδεών, Ο ’θως, Κωνσταντινούπολις 1885, σελ. 153).

9. Περί των θέσεων των κολλυβάδων και αντικολλυβάδων βλ. Νικόδημου Αγιορείτου, Ομολ. πίστεως, σελ. 1033. Βλέπε επίσης Χαρ. Τζώγα, Η περί μνημοσύνων έρις..., σελ. 120132.

10. Χαρ. Τζώγα, Η περί μνημοσύνων έρις..., σελ. 81.

11. Κατεδικάσθησαν, πατριαρχεύοντος του Κωνσταντινουπόλεως Σωφρονίου Β' (1774-1780), οι Αθανάσιος Πάριος, Ιάκωβος Πελοποννήσιος, Αγάπιος Κύπριος και ο Χριστόφορος (Βλ. Ρ h. Meyer, Die Haupturk ü nden f ü r die Geschichte der Athoskloster, Leipzing 1894, σελ. 236-241 και εν Κ. Παπουλίδη, Το κίνημα των Κολλυβάδων, σελ. 59-61).

12. Νομίζομεν ότι τούτο προκύπτει εκ των γενομένων καθαιρέσεων, παρ' όλον ότι το Πατριαρχείον, ως άριστα παρατηρεί ο Κ, Παπουλίδης (Το κίνημα των Κολλυβάδων, σελ. 53), γράφων «... δηλαδή τους καλώς τελούντας εν Σαββάτω τα μνημόσυνα», ανεγνώριζε συγκεκαλυμμένως πως την ορθήν τοποθέτησιν του ζητήματος υπό των κολλυβάδων (βλέπε πλήρες κείμενον της επιστολής του Πατριάρχου εν Ph. Meyer, Die Haupturk ü nden ..., σελ. 231- 234).

13. Χαρ. Τζώγα, Η περί μνημοσύνων έρις..., σελ. 165-167. Ο Κ. Παπουλίδης τονίζει μετ' ιδιαιτέρας εμφάσεως ότι «ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης δεν ανεμίχθη εις το κίνημα εκ του εμφανούς και ως εκ τούτου δεν ηνωχλήθη και μετά την καταδίκην του κινήματος, ουδέποτε δε κατεδικάσθη» ( Κων. Παπουλίδη, Το κίνημα των Κολλυβάδων, σελ. 64).

14. Το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως έστειλε τας κάτωθι επιστολάς · α) Κατά Ιούλιον του 1772 επί Θεοδοσίου Β' (1769-1773). Δια το κείμενον της επιστολής βλ. Ph. Meyer, Die Haupturk ünden ..., σελ. 229-231. Πρβλ. Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί πίνακες, Κωνσταντινούπολις 1885, σελ. 668. β) Κατά Ιούνιον του 1773 επί Θεοδοσίου Β' (1769-1773). Δια το κείμενον της επιστολής βλ. Ph. Meyer, Die Haupturk ü nden ..., σελ.., σελ. 231-234. γ) Αχρονολόγητον επί του αυτού Πατριάρχου, το κείμενον της οποίας παραδίδεται υπό Ph. Meyer, ( ενθ. αν., σελ. 234-235). δ) Ετέραν τοιαύτην επί πατριάρχου Σαμουήλ (1773-1774). Πρβλ. Νικ. Αγιορείτου, Ομολ. πίστεως..., σελ. 29-30.

apostoliki diakonia


ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΕ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΟ ΓΡΗΓΟΡΙΑΝΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ;



ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΕ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΣΤΟ ΓΡΗΓΟΡΙΑΝΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ;
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ,
† Αρχιεπισκόπου Αθηνών


     Η «διόρθωσις» του Ιουλιανού Ημερολογίου, αποφασισθείσα υπό της ΙΣΙ της Εκκλησίας της Ελλάδος, εν τη συνεδρία αυτής της 27-12-1923 και υποβληθείσα ως πρότασις προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, διά του υπ' αριθμ. 70/3046/4-1-1924 εγγράφου αυτής, σαφώς απέβλεπεν εις τον «εν ταις καθωρισμέναις ημερομηνίαις του παλαιού, ταις συνταυτισθησομέναις προς τας του νέου ημερολογίου» εορτασμόν των ακινήτων εορτών, μηδεμιάς απολύτως εν τω Πασχαλίω επερχομένης μεταβολής ως προς τας κινητάς εορτάς, «εκτός της ονομασίας των ημερομηνιών»(57). Τούτ' αυτό ετονίζετο ρητώς εν τε τη τηλεγραφική προς τους Σεβ. Ιεράρχας Εγκυκλίω της Ι. Συνόδου, δι' ης ανηγγέλλετο αυτοίς η από της 10 Μαρτίου 1924 εισαγωγή εν τη Εκκλησία του «διωρθωμένου» Ιουλιανού Ημερολογίου(58) και τη εν συνεχεία εξαπολυθείση επεξηγηματική από 1-3-1924 Εγκυκλίω, ήτις και αύτη σαφώς υπεγράμμιζεν ότι διά της λύσεως ταύτης το Πασχάλιον παρέμενεν αμετάβλητον, των κινητών εορτών μελλουσών να εορτάζωνται εφεξής «κατά τας εν τω Πασχαλίω ημέρας, ονομαζομένας όμως διά των ημερομηνιών του διωρθωμένου ημερολογίου»(59).
Αλλ' ενώ αρκούντως διεσαφηνίσθη το σημείον τούτο διά τε των εν λόγω Εγκυκλίων ως και δι' ετέρων συναφών δηλώσεων, εν τούτοις εξ αρχής οι παλαιοημερολογίται επεδίωξαν να εμφανίσωσι την «διόρθωσιν» ταύτην του Ιουλιανού Ημερολογίου, ως προσχώρησιν εις το Γρηγοριανόν. Ούτως ισχυρίσθησαν ότι «η Κρατούσα Εκκλησία, όπως αποφύγη τας συνεπείας της ημερολογιακής καινοτομίας διισχυρίζεται ότι δεν προσέλαβε το Γρηγοριανόν ημεοολόγιον, αλλά διώρθωσε το Ιουλιανόν τοιούτον ...»(60). Τον ισχυρισμόν τούτον επανέλαβον έκτοτε πλειστάκις ούτοι και μετ' αυτών και άλλοι(61) εξακολουθούντες και σήμερον να φρονώσιν ούτως(62) Εις επίρρωσιν δε του ισχυρισμού αυτών τούτου ετόνισαν ότι διά της εν λόγω «διορθώσεως» «επέρχεται γενική αναστάτωσις των κεκανονισμένων τύπων της Εκκλησίας, των ορισθέντων πάντοτε επί τη βάσει της εορτής του Πάσχα»(63) ήτοι θίγεται ο Πασχάλιος κύκλος και τα εξ αυτού εξαρτώμενα επί μέρους στοιχεία του λειτουργικού τους, ως οι ήχοι, αι ευαγγελικαί και αποστολικαί περικοπαί, αναλόγως της αυξήσεως η μειώσεως των από του Πάσχα μέχρι του Τριωδίου Κυριακών, η νηστεία των Αγ. Αποστόλων κλπ.(64).
Εις αντίκρουσιν των απόψεων τούτων, και ετέρων τινων συναφών, η παραινετική Εγκύκλιος της Ι. Συνόδου του Απριλίου 1924 διελάμβανεν ότι «μεταβολή εορτολογίου ουδεμία απολύτως εγένετο, ουδέ το Πασχάλιον της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας διωρθώθη»(65). Ο δε Αρχιεπ/πος Χρυσόστομος βραδύτερον επανέλαβεν κατά την συνεδρίαν ΔΙΣ της 2-7-1935 ότι «εξ εσφαλμένης αντιλήψεως νομίζεται συνήθως υπό τινων ότι η Εκκλησία ημών εδέχθη το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον. Το Ημερολόγιον τούτο δεν είναι, κυρίως ειπείν, νέον Ημερολόγιον, αλλ' είναι νέα χρονολόγησις και μεταρρύθμισις του Ιουλιανού Ημερολογίου, την οποίαν επεχείρησεν ο Πάπας Γρηγόριος ο ΙΓ' και την οποίαν λίαν ορθώς απέκρουσε και αποκρούει πάντοτε η Ορθόδοξος Εκκλησία»(66).
Προς στήριξιν του ισχυρισμού αυτών τούτου οι παλαιοημερολογίται επικαλούνται συνήθως, τούτο μεν τον Ζ' Αποστολικόν ιερόν Κανόνα, εις την καταπάτησιν του οποίου άγει, κατ' αυτούς, το διορθωθέν Ιουλιανόν Ημερολόγιον, τούτο δε τον Α' ι. Κανόνα της εν Αντιοχεία Συνόδου. Και ο μεν Ζ' Αποστολικός ταύτα διαγορεύει: «Ει τις Επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος, την αγίαν του Πάσχα ημέραν προ της εαρινής ισημερίας μετά Ιουδαίων επιτελέσοι, καθαιρείσθω»:(67). Κατά τους ερμηνευτάς ο Κανών απαγορεύει τον εορτασμόν του χριστ. Πάσχα προ του των Ιουδαίων. Αλλ' ό,τι διακελεύεται ο ιερός ούτος Κανών, ουδαμώς εθίγη διά της γενομένης «διορθώσεως» του Ιουλιανού Ημερολογίου, ήτις περιωρίσθη εις «απλήν υπερπήδησιν των 13 ημερών καθ' ας εμείναμεν οπίσω»(68). Επικαλούνται ωσαύτως οι το νέον ημερολόγιον αρνούμενοι, τον Α' Κανόνα της εν Αντιοχεία Συνόδου, όστις κηρύσσει απόβλητον της Εκκλησίας και ακοινώνητον πάντα όστις ήθελε παραβιάσει «τον όρον της αγίας και μεγάλης Συνόδου της εν Νικαία συγκροτηθείσης»(69) εν σχέσει προς τον εορτασμόν του Πάσχα.
Αμφότεροι οι ως ανω ιεροί Κανόνες αφορώσιν, ως είναι φανερόν, εις μίαν και την αυτήν περίπτωσιν, ήτοι εις τον αποκλεισμόν του συνεορτασμού του χριστιανικού μετά του ιουδαϊκού Πάσχα. Αλλ' ως εκ των μέχρι τούδε αναπτυχθέντων συνάγεται, το σημείον τούτο είναι ακριβώς εκείνο, όπερ ουδόλως εθίγη διά της «διορθώσεως» του Ιουλιανού Ημερολογίου(70). Αντιθέτως το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον παρεβίασε τας τοιαύτας περί του Πάσχα κανονικάς διατάξεις, με αποτέλεσμα την μη τήρησιν αυτών κατά τρόπον τοιούτον, ώστε το κατ' αυτό ρυθμιζόμενον χριστιανικόν Πάσχα να συμπίπτη ενίοτε προς το Ιουδαϊκόν. Τω λογω άλλωστε τούτω η Ορθοδοξος Εκκλησία, μη στέργουσα εις αθέτησιν των υπό των ιερών Κανόνων τεθεσπισμένων, διετέθη αρχήθεν δυσμενώς έναντι του Γρηγοριανού Ημερολογίου και απέρριψε πάσαν ιδέαν περί προσχωρήσεως εις τούτο.
Κατά συνέπειαν από της απόψεως ταύτης κρινομένη η «διόρθωσις» δεν ευρίσκεται αντίθετος προς τας διατάξεις των προαναφερθέντων ί. Κανόνων(71). Προς τούτοις όμως η υφισταμένη διαφορά ,μεταξύ του διωρθωμένου Ιουλιανού Ημερολογίου, όπερ τηρεί η καθ' ημάς Εκκλησία, αφ' ενός, και του Γρηγοριανού αφ' ετέρου, και εξ άλλων στοιχείων βεβαιούται και μαρτυρείται. Ειδικώτερον α ) Το χριστιανικόν Πάσχα ουδέποτε κατά το διωρθωμένον Ιουλιανόν Ημερολόγιον τελείται ομού ή προ του των Ιουδαίων, ενώ τούτο συμβαίνει προκειμένου περί του Γρηγορίανού(72). β) Εορταί τινες αγίων δεν συμπίπτουσι τη αυτή ημέρα εις αμφότερα τα Ημερολόγια ως λ.χ. η εορτή του Μ. Βασιλείου κατά μεν το διωρθωμένον εορτάζεται τη 1η Ιανουαρίου, παρά δε τοις ΡΚαθολικοίς τη 2α Ιανουαρίου, η του αγ. Σιλβέστρου εορτάζεται παρ' ημών μεν τη 2α, Ιανουαρίου, παρά δε τοις ΡΚαθολικοίς τη 31η Δεκεμβρίου, ή του αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου εορτάζεται παρ' ημών μεν τη 25η Ιανουαρίου, παρά των ΡΚαθολικών δε τη 9η Μαΐου, η του αγ. Πολυκάρπου παρ' ημών μεν τη 23η Φεβρουαρίου, παρά των ΡΚαθολικών δε τη 26η Ιανουαρίου κ.ο.κ. γ) Εορταί τινες ημέτεραι ελλείπουσι παντελώς από του Γρηγοριανού Ημερολογίου, ως λ.χ. η Κυριακή της Ορθοδοξίας, η των τριών Ιεραρχών, η του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, ή του αγ. Δημητρίου κ.ά. δ) Εορταί τινες του Γρηγοριανού Ημερολογίου ελλείπουσιν από του ημετέρου, ως λ.χ. η του αγ. Αλβέρτου του Βοναβεντούρα, των αγίων Καρόλου, Δομινίκου, Φερδινάνδου, Θωμά Ακινάτου κλπ. ε ) Διάφορος ονομασία χρησιμοποιείται υφ' εκατέρου ημερολογίου προς υποσήμανσιν κοινών Κυριακών, ως λ.χ. καθ' ημάς μεν η πρώτη Κυριακή μετά την Πεντηκοστήν ονομάζεται Κυριακή των Αγ. Πάντων, ενώ κατά τους ΡΚαθολικούς ονομάζεται Κυριακή της Αγ. Τριάδος κλπ.(73)
Αναλύοντες νυν ειδικώτερον τον ισχυρισμόν των παλαιοημερολογιτών ότι η «διόρθωσις» συνιστά παραβίασιν της κανονικής τάξεως, διότι θίγει τον Πασχάλιον κύκλον, υπό την έννοιαν ότι «η αντικατάστασις της εαρινής ισημερίας του Ιουλιανού εορτολογίου, επί τη βάσει της οποίας καθωρίσθη η πρώτη Κυριακή μετά την εαρινήν πανσέληνον ως ημέρα του αγίου Πάσχα, προκαλεί μίαν σύγχυσιν ου μόνον εις τον Πασχάλιον Κανόνα, αλλά και εις το εορτολόγιον, εις τον ενιαύσιον κύκλον των εορτών, εις τας ημέρας των νηστειών και εις την ευρυθμίαν και ομοιομορφίαν των ευαγγελικών και αποστολικών περικοπών»(74) δυνάμεθα να παρατηρήσωμεν τα ακόλουθα.
Η άποψις αύτη, παρά την εν τισι βασιμότητα των εφ' ων ερείδεται λόγων(75), παραβλέπει, ότι η όλη του Πασχαλίου κύκλου ανέλιξις δεν ήρτηται εκ Κανόνος τινος, ούτε και ανάγεται εις βασικήν τινα και θεμελιώδη της πίστεως διάταξιν. Το ότι διά της γενομένης «διορθώσεως» επηνέχθη ποιά τις αταξία ως προς τινας ευαγγελικάς και αποστολικάς περικοπάς, τούτο είναι άραγε τόσον σοβαρόν ώστε να μη δύναται η Εκκλησία να το αντιμετωπίση μόνη; Τας προκυψάσας εκ της εισαγωγής του διωρθωμένου Ιουλιανού Ημερολογίου ανωμαλίας εις το λειτουργικόν έτος δεν είχε το δικαίωμα να αντιμετωπίση η Εκκλησία; Και η επίκλησις των τοιούτων ανωμαλιών συνιστά άραγε ανυπέρβλητον κώλυμα εις την προοδευτικήν της Εκκλησίας πορείαν; Δέν είναι η Εκκλησία κυρία και του Τυπικού, και των εορτών και των νηστειών ; Πώς κατά το παρελθόν προήλθεν εις μετατοπίσεις ημερομηνιών εορτών, και σήμερον δεν δύναται να αντιμετωπίση τον περιορισμόν λ.χ. της νηστείας των Αγ. Αποστόλων; Είναι ποτέ δυνατόν να υποθέση, τις ότι οι Πατέρες; θα έμενον άπρακτοι προ μιας δυσκολίας, ήτις θα ανεφύετο εν τη εφαρμογή του Πασχαλίου κύκλου λόγω της ελαφράς μεταβολής εις τας ημερομηνίας;
Επί του ισχυρισμού μάλιστα των παλαιοημερολογιτών ότι διά του διωρθωμένου Ιουλιανού Ημερολογίου συντέμνεται, ενίοτε δε και καταργείται παντελώς η νηστεία των Αγίων Αποστόλων, όλως ανεπιτρέπτως και αντικανονικώς(76), παρατηρούμεν ότι και ούτος, καίτοι αληθής, δεν έχει εν τούτοις την οίαν προσδίδουσιν αυτώ εκείνοι βαρύτητα και σημασίαν. Αυτό ο Βαλσαμών ερωτηθείς εάν «αι νηστείαι της εορτής των Αγίων Αποστόλων και της Χριστού γεννήσεως και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και του Σωτήρος, απαραίτητοι εισίν η συγχωρητέαι και αδιάφοροι», απήντησεν ότι «εξ ανάγκης προηγούνται νηστείαι προ των τεσσάρων τούτων εορτών» και δη και επταήμεροι, δεδομένου ότι «μία τεσσαρακονθήμερος νηστεία-εστιν η του αγίου και μεγάλου Πάσχα»(77).
Είναι όμως αληθές ότι και αυτή εισέτι η επταήμερος των Αγ.Αποστόλων νηστεία (ούσα ενίοτε μακροτέρας διαρκείας αναλόγως της εκάστοτε χρονικής αποστάσεως μεταξύ της εκ του Πάσχα εξαρτωμένης Δευτέρας των Αγίων Πάντων και της σταθεράς ημερομηνίας της 29ης Ιουνίου ) συντέμνεται όντως ή και εξαλείφεται πλήρως υπό το κράτος της ισχύος του διωρθωμένου Ημερολογίου. Ήδη ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βασίλειος, επισημαίνων εν τω από 20-8-1928 Γράμματι αυτού προς τον Αρχιεπ/πον Αθηνών Χρυσόστομον «την λίαν αντιληπτήν ανωμαλίαν, ότι κατά το έτος τούτο (1929) τέλεον μέλλει ίνα εκλίπη ούτω η καθωρισμένη νηστεία των Αγίων Αποστόλων εν ταις εφαρμοζούσαις ήδη το διωρθωμένον ημερολόγιον διά τας ακινήτους εορτάς Αδελφαίς Εκκλησίαις»(78) εξεζήτει την συγκατάθεσιν αυτού περί εφαρμογής «και άνευ γενικής συνοδικής αποφάσεως των περί του Πασχαλίου εγκριθέντων κατά το Πανορθόδοξον Συνέδριον»(79). Εις την εαυτής απάντησιν η ΔΙΣ προύτεινε προς άρσιν της προκυπτούσης ανωμαλίας «όπως η εβδομάς καθ' ην συμπίπτει η εορτή των Αγ. Αποστόλων θεωρηθή εξαιρετικώς δια το προσεχές έτος (1929) ως εβδομάς νηστήσιμος, πλην της ημέρας της εορτής του Αγ. Πνεύματος»(80) της προτάσεως ταύτης γενομένης δεκτής ευμενώς υπό της αγίας Πατριαρχικής Συνόδου, ορισάσης σχετικώς όπως θεωρηθώσι νηστήσιμοι αι από 25 - 28 Ιουνίου 1929 ημέραι(81) και της ΔΙΣ αποδεξαμένης την εν λόγω απόφασιν(82). Ειρήσθω διότι το Πατριαρχείον Ιεροσολύμων, δεν έκρινε την ανωμαλίαν τούτην του έτους τούτου τοσούτον σοβαράν ώστε να οδηγήση εις μεταβολήν του Πάσχαλίου «δίχα της εν Συνόδω κοινής συσκέψεως και αποφάσεως των Αγίων Αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών»(83).
Αλλά και οι ους συνήθως επικαλούνται οι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται ιεροί Κανόνες ΝΣΤ' της Στ' Οικουμενικής Συνόδου και ΙΘ' της εν Γάγγρα, δεν δύνανται να κατοχυρώσωσιν επαρκώς τούτους, και τούτο διότι ο μεν ΝΣΤ' της Στ' αφορά εις την αντιμετώπισιν της συνηθείας ενίων χριστιανών όπως κατά τας Κυριακάς και τα Σάββατα της Μεγ. Τεσσαρακοστής καταλύωσιν ωά και τυρόν(84). Η μέριμνα του ι. Κανόνος είναι να επικρατή μία τάξις εις την καθόλου Εκκλησίαν ως προς την νηστείαν της Μεγ. Τεσσαρακοστής και ως προς το είδος των μη καταλυομένων τροφών. Αλλά και υπό την εκδοχήν εισέτι της διά του εν λόγω Κανόνος διατυπώσεως γενικής τινος αρχής, εφαρμοζομένης επί πάσης περιόδου νηστείας, και πάλιν η διάταξις είναι άσχετος με τον χρονικόν περιορισμόν ενίοτε της νηστείας των Αγ. Αποστόλων. Σαφέστερος εν προκειμενω τυγχάνει ο ΙΘ' της εν Γάγγρα, όστις βαρυτάτην κύρωσιν επάγεται κατά των ασκητών οίτινες «χωρίς σωματικής ανάγκης» και εξ υπερηφανείας «τας παραδεδομένας νηστείας εις το κοινόν και φυλασσομένας υπό της Εκκλησίας» παραλύουσι(85). Κατά τον Ζωναράν ο Κανών ούτος αφορμήν έσχε την υπό των περί τον Ευστάθιον κατάλυσιν των νηστειών, άνευ λόγου, ένεκα της πεποιθήσεως αυτών, ότι έφθασαν εις σημείον τοιαύτης τελειότητας ώστε ουκέτι δέονται νηστείας. Την αντίληψιν τούτην ψέγουσα η Σύνοδος διετύπωσε τον Κανόνα, ίνα αποτρέψη από της πλάνης και άλλους τινας και επί τω τέλει εμπεδώσεως της εκκλησιαστικής τάξεως και πειθαρχίας.
Αλλ' είναι προφανές ότι και ο κανών ούτος ουδεμίαν δύναται να έχη εφαρμογήν επί του προκειμένου θέματος της νηστείας των Αγίων Αποστόλων, και τούτο διότι ενταύθα δεν πρόκειται περί καταλύσεως εκ λόγων υπερηφανείας ή και «χωρίς σωματικής ανάγκης», ούτε περί αυθαιρέτου ούτως ειπείν και εκ καταφρονήσεως προς τον θεσμόν της νηστείας ορμωμένης ενεργεία αλλά περί αποφάσεως αυτής ταύτης της Εκκλησίας η προς την οποίαν συμμόρφωσις ου μόνον καθήκον εστι παντός πιστού αλλά και κανονική υποχρέωσις. Καθώς δε ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί, επιβάλλεται όπως «μη των τελειοτέρων παραγενομένων πραγμάτων προς τα πρότερα επανατρέχωμεν μηδέ ημέρας και καιρούς και ενιαυτούς παρατηρώμεν, αλλά πανταχού τη Εκκλησία, επώμεθα, την αγάπην και την ειρήνην προτιμώντες απάντων ... Μη τοίνυν σκιαμαχώμεν μηδέ υπέρ των τυχόντων φιλονεικούντες εν τοις μεγάλοις εαυτούς καταβλάπτωμεν. Το μεν γαρ τώδε τω χρόνω νηστεύσαι ουκ έγκλημα το δε σχίσαι Εκκλησίαν και φιλονείκως διατεθήναι και διχοστασίας εμποιείν και της Συνόδου διηνεκώς αποστερείν ασύγγνωστον και κατηγορίας άξιον και πολλήν έχει τιμωρίαν»(86). Εις τα θέματα άλλωστε των νηστειών απ' αρχής παρετηρήθησαν διαφοροποιήσεις μεταξύ των Εκκλησιών. Εν Ιεροσολύμοις κατά τον δ' αιώνα από του Πάσχα μέχρι της Πεντηκοστής ουδείς ενήστευεν ουδέ κατ' αυτάς τας Τετάρτας και Παρασκευάς(87).

Κατά ταύτα η «διόρθωσις» του Ιουλιανού Ημερολογίου δεν δύναται να ταυτισθή προς την «προσχώρησιν» εις το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, τοσούτω μάλλον όσω «η ταυτότης ημερών και μηνών και ωρών των δύο ημερολογίων δεν σημαίνει και ταυτότητα εορτολογίου των δύο Εκκλησιών»(88), όπερ εν τοις καθ' ημάς παρέμεινεν ανέπαφον και αμετάβλητον. Από της απόψεως ταύτης υπήρξε τουλάχιστον ατυχής ο εν τε τη παραινετική από 8-4-1924 Εγκυκλίω και εν λοιποίς κειμένοις της εποχής χρησιμοποιηθείς όρος «συνταυτισμός» των δύο Ημερολογίων(89), όστις διηυκόλυνε την σύγχυσιν. Παρά ταύτα διά τους καλής πίστεως ανθρώπους είχον σαφώς εξηγηθή τα πράγματα. Αυτός ούτος ο Αρχιεπ/πος Χρυσόστομος, ομιλών εν τη συνεδρία της ΙΣΙ της 27-12-1923 έλεγεν ότι «ο Πάπας Γρηγόριος δεν αφήρεσε μόνον ημέρας αλλά διώρθωσε και λάθη, τας λεγομένας επακτάς του σεληνοδρομίου ... ούτω υπάρχει χάσμα μεταξύ ημών και των εχόντων το Γρηγοριανόν εν χρήσει. Εκ της διορθώσεως των επακτών επήλθε το γεγονός να εορτάζηται το χριστιανικόν Πάσχα και προ του των Εβραίων, ενώ έδει μετά. ... »(90). Ούτω μία μεταρρύθμισις, υιοθετηθείσα υπό της Εκκλησίας ημών και γενομένη κατά τρόπον «ώστε αι εορταί (να) συμπίπτωσι προς τας πραγματικάς και αληθείς ημερομηνίας», κατέληξε να διαστραφή και να εμφανισθή ως προσχώρησις εις τον παπισμόν. Η τοιαύτη δε παρά τοις απλουστέροις των πιστών ευμεθόδως καλλιεργηθείσα αντίληψις και σκοπίμως δημιουργηθείσα σύγχυσις, υπήρξεν η βασική αιτία της σημειωθείσης αντιδράσεως κατά του νέου ημερολογίου(91). Σημειωτέον πάντως ότι και αυτός ο «πρ. Φλωρίνης» Χρυσόστομος εν έτει 1937, ορθοφρονών επί του προκειμένου, εδέχετο ότι «η καινοτομία του Αρχιεπ/που εφαρμόσαντος το Γρηγοριανόν ημερολόγιον μόνον διά τας ακινήτους εορτάς και ουχί διά το Πάσχα δι' ο κυρίως κατεδικάσθη το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον ως αντιπίπτον προς τον Ζ' Αποστολικόν Κανόνα, αποτελεί ζήτημα, όπερ πρώτην φοράν εμφανίζεται εις την ιστορίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας» και ως τοιούτο δεν δύναται να αντιμετωπισθή διά της επικλήσεως των σχετικών αποφάσεων των Ορθοδόξων Συνόδων των ετών 1583, 1587 και 1593, αίτινες αφεώρων εις το αμετάβλήτον της εορτής του Πάσχα(92).



Σημειώσεις
57. Αρχιμ. Θ. Στράγκα, ένθ. ανωτ. τ. Β' σ. 1242
58. «Εκκλησία», Α' σ. 374-375.
59. «Εκκλησία», Α' σ. 373. Βλ. και ανακοινωθέν Ι. Σ. της 6-7-27 ένθα η «διόρθωσις» χαρακτηρίζεται ως «προσαρμογή του εορτολογίου της Εκκλησίας προς το νέον ημερολόγιον». ΚώΔΙΣ 1921-27 σ. 574.
60. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Σύντομος και περιληπτική περιγραφή του Εκκλησιαστικού Παλαιοημερολογητικού ζητήματος. Αθήναι 1953 σ. 7. Πρβλ. Αγιορ. Πατέρων, Αποστασίας έλεγχος ... σ. 81.
61. Ούτως ο Κασσανδρείας Ειρηναίος, Βλ. σχετικώς Αγιορ. Μοναχού, Το Ημερολογιακόν ζήτημα...εν: «Ο.Τ.» φ. 161, 1-5-1972, σ. 3.
62. Η λεγομένη «Αγία και Ιερά Σύνοδος της Αποστολικής Ανατολικής Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών της Ελλάδος» εις Διάγγελμα αυτής «προς τον ευσεβή ορθόδοξον Ελληνικόν λαόν» ομιλεί περί της «επισήμου» Εκκλησίας, ήτις «υπόπτως εισήγαγε εις την ορθόδοξον θείαν λατρείαν ένα.θεσμόν οθνείον, παπικής προελεύσεως, το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον». (Η Αγία και Ιερά Σύνοδος της Αποστολικής Ανατολικής Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ. της Ελλάδος, προς τον ευσεβή Ελληνικόν λαόν» σ. 14). Και αλλαχού: «Η Εκκλησία αυθαιρέτως μετέβαλε το Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον εισαγαγούσα την παπικήν καινοτομίαν» (ένθ. ανωτ. σ. 16 ). Πρβλ. και «Η Εκκλησία της Ελλάδος, εισαγαγούσα αντικανονικώς και αντορθοδόξως τον νεωτερισμόν του Παπικού Ημερολογίου διά μιας απλής Εγκυκλίου του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, εν τω προσώπω των «Ηγουμένων» αυτής, γίνεται πασίδηλον, ότι ευρέθη εις άμεσον αντίθεσιν προς αυτό το έργον του Παναγίου Πνεύματος» (Μάρκου Μοναχού, Φύλακες γρηγορείτε. Η Ορθοδοξία εν πολέμω Αθήναι 1972 σ. 10 ). Ωσαύτως πρβλ. και ότι οι αποτολμήσαντες την ημερολογιακήν -μεταρρύθμισιν, ευρεθέντες προ της μη υπ' αυτών αναμενομένης σοβαράς του θρησκεύοντος λαού αντιδράσεως και «εντρεπόμενοι να παλινωδήσουν, διά νομιζομένην κατάπαυσιν της συνειδήσεως, εφεύρον εκ των υστέρων και με λόγια πείθοντα μόνον τους αφελείς και τους αδιαφόρους και παρουσιάζουν την μεταρρύθμισιν υπό το όνομα «διωρθωμένου Ιουλιανόν» και όχι «νέον» ή «Γρηγοριανόν» που δεν τους έρχεται καλά. Δηλαδή όχι Γιάννης αλλά Γιαννάκης» (Αγιορείτου. Μοναχού, Το Ημερολογιακόν ζήτημα. Παρατηρήσεις επί .της Εισηγήσεως...εν: «Ο.Τ.».έτος ΙΒ' αρ. φύλλού 161/1-5-1972 σ.3). Ωσαύτως βλ. και Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Αναίρεσις του «ελέγχου»... σ. 10. Πολυκάρπου, Επισκόπου Διαυλείας, Κρίσεις επί της πρώτης παρατηρήσεως... σ. 8-9. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 13. Βασ. Σακκά, Υπόμνημα...σ. 38. ένθα φέρονται οι νεοημερολογίται ως δολίως μεταμφιέσαντες την παπικήν εορτολογικήν παράδοσιν και το από 10-11-1972 Υπόμνημα της λεγομένης «Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας των ΓΟΧ -Αρχιεπ/που κυρίου Ανδρέου», εν ω, συν τοις άλλοις, υποστηρίζεται ότι «η υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος αποδοχή κατά το έτος 1924 του Γρηγοριανού ημερολογίου διά της δι' αυτού εγκαινιασθείσης ημερολογιακής καινοτομίας πολλαχώς και ποικιλοτρόπως κατεκρίθη ...» (Βλ. Υπόμνημα... σ. 1) και αλλαχού «αποτέλεσμα δε της τοιαύτης διά της εισαγωγής του Γρηγοριανού Ημερολογίου παρ' ημίν δημιουργηθείσης κρίσεως παρά τω ευσεβεί Ελληνικώ λαώ, υπήρξε...» (ένθ' ανωτ. σ. 2 ).
63. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ: ανωτ. σ: 75.
64. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Αναίρεσις του «ελέγχου» ... σ. 12-20, Υπόμνημα της Ι.Σ. των Γ.Ο.Χ. Ελλάδος προς τους ιεράρχας της απανταχού Ορθοδοξίας 1962 σ. 9.
65. «Εκκλησία», Α' σ. 411.
66. ΚώΔΙΣ, 1935-1936 σ. 262.
67. Ρ-Π, Σύνταγμα... τ. Β' σ. 10.
68. Καλλινίκου; Μητροπολίτου Κυζίκου,. Επί του Νέου Ημερολογίου εν: «Εκκλησία» Α' σ. 429.
69. Ρ-Π, Σύνταγμα...τ. Γ' σ. 123.
70. Πρβλ. Ανθίμου, Μητροπολίτου Μαρωνείας, Το ζήτημα του Ημερολογίου, εν: «Εκκλησία» 1932 σ. 408-410.
71. Εν τούτοις περί εισαγωγής παρ' ημίν του Γρηγοριανού Ημερολογίου ποιείται λόγον και η κατ' εντολήν της Ι. Σ., συνταχθείσα γνωμάτευσις των Γ. Ράμμου - Χ. Σγουρίτσα - Κ. Τσάτσου, ην εν τω σημείω τούτω αντέκρουσεν ο Λαρίσης Δωρόθεος, ον εν συνεχεία αντέκρουσεν ο «Μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης» Χρυσόστομος δι' ειδικής συγγραφής υποστηρίξας ότι η διόρθωσις σημαίνει προσχώρησιν εις το Γρηγοριανόν. Βλ. «Εκκλησίαν» 1951 σ. 9 επ. Δωροθέου, Μητροπολίτου Λαρίσης, Παρατηρήσεις επί της Γνωματεύσεως... εν: «Νομοκανονικαί Έρευναι» σ: 196-201. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Απάντησις εις μίαν διατριβήν περί Εκκλησ. Ημερολογίου του Σεβ. Μητροπολίτου Λαρίσης κ. Δωροθέου. Αθήναι 1951 σ. 3 επ.
72. Εν έτει 1927 οι παπικοί εώρτασαν το Πάσχα μετά των Ιουδαίων, εν έτει δε 1928 προ αυτών. Περί της τελέσεως του ιουδαϊκού Πάσχα βλ. Π. Σιμωτά; Το Σαμαρειτικόν Πάσχα, εν: «Εκκλησία» 1952.
73. Πρβλ. Μιχ. Κωνσταντινίδη, Κρίσεις επί του Νέου Ημερολογίου, εν: «Εκκλησία» 1926 σ. 4-5.
74. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Θέσις του εορτολογικού ζητήματος από απόψεως Κανονικής και Εκκλησιαστικής και Εθνικής, εν: «Το Α' Πανελλαδικόν ...» σ. 35. Πρβλ. και Υπόμνημα Ι.Σ. των ΓΟΧ προς τους Σεβ. Ιεράρχας της απανταχού Ορθοδοξίας (Αθήναι 1962) ένθα υποστηρίζεται ότι «ναι μεν οι Νεοημερολογίται έρχονται Πάσχα με τους Παλ/τας -πρωτάκουστον και αυτό να τηρούν δύο ημερολόγια - ίνα μη συνεορτάζουν με τους Ιουδαίους, αλλ' η κατά 13 ημέρας προώθησις του ημερολογίου έθιξεν όλον τον Πασχάλιον κύκλον και ανέτρεψε το Κυριακοδρόμιον (Ευαγγέλια -Αποστόλους- ήχους κλπ) το εορτολόγιον, τας νηστείας και ούτω εμμέσως προσέβαλε και το περί ενότητος της Εκκλησίας δόγμα του Συμβόλου της πίστεως» (ένθ' ανωτ., σ. 19-20 ). Βλ. ωσαύτως Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Απάντησις εις μίαν διατριβήν σ.5, ένθα απαριθμούνται αι ενίοτε εμφανιζόμεναι τυπικολογικαί αταξίαι, ως παράλειψις αναγνώσεως αγιογραφικών περικοπών επί 2 εβδομάδας, μεταθέσεις εορτών ως λ.χ. του αγ. Γεωργίου, κλπ.
75. Ούτως και η Εισήγησις επί του Ημερολογιακού ζητήματος της Εκκλησίας της Ελλάδος απαριθμεί τας ένεκα του ν.ημερολογίου επερχομένας εν τη τυπική της Εκκλησίας τάξει ανωμαλίας. Βλ. Εκκλησίας Ελλάδος, Το Ημερολογιακόν ζήτημα... σ. 11. Πρβλ. Αγιορ. Μοναχού, Το Ημερολογιακόν ζήτημα εν: «Ο.Τ.» 1-6-72.
76. Πρβλ. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Θέσις...σ. 54. Του αυτού, Απάντησις εις μίαν διατριβήν... σ. 4-6. Του αυτού Αναίρεσις του «ελέγχου» ... σ. 18,57 Πολυκάρπου, Επισκόπου Διαυλείας, Η ημερολογιακή μεταρρύθμισις... σ. 39, 72. Του αυτού, Κρίσεις επί της πρώτης παρατηρήσεως...σ. 18. Κυπριανού Λαχανά, Ποία η διαφορά... σ. 12. Βasil Sakkkas, The calendar question, εν: Οrthodox Life, vol. 22 τ. 4 σ. 32. Κων: Πλατανίτη, Το μηνολόγιον του Πάσχα, εν: «Εφημέριος» 1955 σ. 618 επ. «Η. Φ. Ο.» 1952 φ. 123 σ. 6. ένθα και επίκλησις των Ιερών Κανόνων ΝΣΤ' της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου και ΙΘ' της εν Γάγγρα: Αρχιμ. Φιλοθ. Ζερβάκου, Ανοιχτή επιστολή προς τον Μακ. Αρχιεπ/πον Αθηνών και πάσης Ελλάδος Θεόκλητον εν «Αγιορειτ. Βιβλιοθήκη» 1959 σ. 221 επ.
77. Ερώτησις ΝΕ' Ρ-Π, Σύνταγμα... τ. Δ' σ. 488:
78. «Εκκλησία», 1928 σ. 289, «Ορθοδοξία» 1928 σ. 243-244.
79. Ένθ' ανωτ.
80. «Εκκλησία» 1928 σ. 317. Πρβλ. το υπ' αριθμ. 3861/4945/16-10-1928 απαντητικόν έγγραφον του Μακ. Αθηνών Χρυσοστόμου εν: «Εκκλησία» 1928 σ. 321. Τας απαντήσεις των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών βλ. εν: «Το Πασχάλιον» εν: «Ορθοδοξία» 1929 σ. 138-148. Πρβλ. και Ι. Παπαϊωάννου, Το Ημερολόγιον και η νηστεία των Αγ. Αποστόλων, εν: «Αγιορειτική Βιβλιοθήκη» 1959 σ. 167.
81. «Ορθοδοξία», 1928 σ. 401. Το υπ' αριθμ. 2774/15-11-1928 σχετικόν Γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχου Βασιλείου βλ. εν: «Εκκλησία» 1928 σ. 385.
82. «Εκκλησία» 1929 σ. 23. Πρβλ. ωσαύτως επί του θέματος και Ανθίμου, Μητροπολίτου Μαρωνείας, Το ζήτημα του Ημερολογίου, εν: «Εκκλησία» 1932 σ. 408 επ. Γενναδίου, Μητροπολίτου Ηλιουπόλεως και Θείρων, Ο κατά το έτος τούτο (1929) εορτασμός του Πάσχα, εν: «Ορθοδοξία» 1929 σ. 49-52:
83. «Ορθοδοξία» 1929 σ. 410.
84. Ρ-Π, Σύνταγμα... τ. Β' σ. 436.
85. Ρ-Π, Σύνταγμα... τ. Γ' σ. 115.
86. Ρ. G. 48,861.
87. Χρυσοστόμου (Α'), Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Αθήναι 1970, σ. 141. Αρχιμ. Ιωήλ Γιαννακοπούλου, Παλαιόν και Νέον Ημερολόγιον σ. 38 επ. Πρβλ. και «Ο.Τ.» φ. 266/15-9-76 σ. 4.
88. Χρυσοστόμου (Α'), Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Ημερολογιακά Β' 1929 σ. 25-26.
89. «Εκκλησία», Α' σ. 411. Παρεμφερείς προς τούτον όρους εχρησιμοποίησαν κατ' εκείνον τον καιρόν εν ειδικοίς αυτών άρθροις τα εκκλησιαστικά περιοδικά επιτείναντα, ίσως κατά πλάνην, την σύγχυσιν και την εντύπωσιν ότι η «διόρθωσις» του Ιουλιανου Ημερολογίου ήτο εν και το αυτό προς την προσχώρησιν εις το παπικόν Γρηγοριανόν. Ούτως η «Ανάπλασις» έγραφεν ότι «η μετά τοσαύτην μελέτην και έρευναν συντελεσθείσα αφομοίωσις του εκκλησιαστικού Ημερολογίου προς το πολιτικόν, συνεπλήρωσε το μέγα κενόν, όπερ από έτους και πλέον είχε δημιουργήσει η Πολιτεία, πρώτη αποδεχθείσα το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον» («Ανάπλασις» 1924 σ. 105 ). Πρβλ. και την από 17-2-1927 Εγκύκλιον του Οικουμεν. Πατριάρχου Βασιλείου, εν η χρησιμοποιείται ο όρος «συνταύτισις του εκκλησιαστικού ημερολογίου προς το πολιτικόν» («Εκκλησία» 1927 σ. 129 ).
90. ΚώΙΣΙ, 1923-1928 σ. 102. Ούτω και Π. Παναγιωτάκου- Σ. Αλεξανδροπούλου, Το ελληνικόν Παλ/κόν ζήτημα σ. 10.
91. Πρβλ. Ιωακείμ, Μητροπολίτου Δημητριάδος, Το Ημερολογιακόν ζήτημα εν Ελλάδι, Βόλος,-1948 Α' σ. ε' . Πάντως η από τοιαύτης σκοπιάς θεώρησις του ημερολογιακού ζητήματος υπό μερίδος ορθοδόξων πιστών «έδειξεν εμφανώς την θρησκευτικήν νηπιότητα του λαού της Ελλάδος» (Μ. Δάλλα, Το ζήτημα του Ημερολογίου, εν : «Ιερός Σύνδεσμος» Έτος Ε', περ. Δ', 15-2-1927 αρ. 3 σ.. 2 ).
92. Βλ. παρά Θεοδωρήτου μοναχού, Το ημερολογιακόν σχίσμα, δυνάμει ή ενεργεία; σ. 26.



"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ

ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"


ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ,
† Αρχιεπισκόπου Αθηνών

 ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ-ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ   www.egolpion.com

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...