Ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος ὁ Μάρτυρας ὁ Φιλόσοφος, Οἱ Ἅγιοι Εὐέλπιστος, Ἱέρακας, Ἰουστίνος, Ἰούστος, Λιβεριανός, Παίωνας, Χαρίτων καὶ Χαρίτη οἱ Μάρτυρες, Ὁ Ἅγιος Νέων ὁ Μάρτυρας, Ὁ Ἅγιος Πύρρος, Ὁ Ἅγιος Θεσπέσιος ὁ Μάρτυρας, Οἱ Ἅγιοι Φελινὸς καὶ Γρατινιανὸς οἱ Μάρτυρες, Ὁ Ἅγιος Ἰσχυρίων ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ, Οἱ Ἅγιοι δέκα χιλιάδες Μάρτυρες, Οἱ Ἅγιοι Ρεβεριανὸς καὶ Παῦλος οἱ Ἱερομάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς, Ὁ Ἅγιος Κρεσκεντιανὸς ὁ Μάρτυρας, Ὁ Ἅγιος Φίρμος ὁ Μάρτυρας, Ὁ Ἅγιος Πρόκλος ὁ Μάρτυρας, Ὁ Ἅγιος Σεκοῦνδος ὁ Μάρτυρας, Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Μάρτυρας, Ὁ Ἅγιος Φουρτουνάτος ὁ Θαυματουργός, Ὁ Ὅσιος Καρπάσιος τῶν Λερίνων, Ὁ Ὅσιος Ρουαδανὸς τῆς Κορνουάλης, Ὁ Ἅγιος Οὐϊστάνος ἐξ Ἀγγλίας, Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ὁ Ἀνάργυρος καὶ Ἰαματικός, Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ Θαυματουργός τοῦ Γλουσέτσκ, Ὁ Ἅγιος Σίος ὁ Ὁσιομάρτυρας, Σύναξις τῶν Ἁγίων Δαβίδ, Γαβριὴλ καὶ Παύλου Ὁσιομαρτύρων ἐκ Γεωργίας, Μνήμη θαύματος ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου Λευκάδος ἐκ τῆς πανώλης, Ὠφέλιμος Διήγησις γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.
Ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος ὁ Μάρτυρας ὁ Φιλόσοφος
Ὁ «θαυμασιώτατος» Ἰουστίνος, κατὰ τὸν μαθητή του Τατιανό, ἐγεννήθηκε στὴ Φλαβία Νεάπολη τῆς Παλαιστίνης, στὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ., ἀπὸ γονεῖς Ἕλληνες εἰδωλολάτρες, τὸν Πρίσκο Βάκχιο, καὶ μητέρα, τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα ἀγνοοῦμε.
Ὁ Μεθόδιος Ὀλύμπου τὸν μνημονεύει ὡς ἄνδρα μὴ ἀπέχοντα πολὺ τῶν Ἀποστόλων οὔτε κατὰ τὸ χρόνο οὔτε κατὰ τὴν ἀρετή. Πράγματι δὲ ὁ χρόνος γεννήσεώς του δύναται νὰ τοποθετηθεῖ περὶ τὸ 110 μ.Χ., ἐφ’ ὅσον τὸ 135 μ.Χ., κατὰ τὴ συζήτηση πρὸς τὸν Τρύφωνα, παρουσιάζεται νὰ ἔχει περατώσει ἤδη τὶς φιλοσοφικές του σπουδὲς καὶ πρὸς τὸ τέλος τους νὰ ἔχει προσελκυσθεῖ στὴ Χριστιανικὴ πίστη.
Προικισμένος μὲ ἐξαιρετικὴ πνευματικὴ ἀνησυχία καὶ φιλομάθεια, ὁ νεαρὸς Ἰουστίνος ἀσχολήθηκε καὶ ἐμβάθυνε στὶς δοξασίες τῶν Στωικῶν, τῶν Ἐπικουρείων, τῶν Περιπατητικῶν, τῶν Πυθαγορείων καὶ τῶν Πλατωνικῶν φιλοσόφων. Μὲ ἀκόρεστη ἐπιθυμία, ἤθελε νὰ γνωρίσει ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ εὕρει τὴν πραγματικὴ ἱκανοποίηση. Τότε ὁ Θεός, μὲ θαυμαστὴ ἐπέμβαση, τὸν ὁδήγησε στὶς πηγὲς τῆς ἀλήθειας, στὴ Χριστιανικὴ πίστη καὶ ζωή, τὸ 135 μ.Χ.
Καθὼς διηγεῖται ὁ ἴδιος, ὁ Θεὸς τὸν ἐφώτισε μὲ κάποιο Χριστιανὸ πρεσβύτη, «πρᾶον καὶ σεμνὸν τὸ ἦθος». Ὁ θαυμάσιος ἐκεῖνος γέροντας τοῦ ἀποκάλυψε πόσο πτωχὲς ἦταν οἱ θεωρίες τῶν ἀνθρώπων μπροστὰ στὴν πραγματικὴ ἀλήθεια, τὴν ὁποία διδάσκει ὁ Θεός.
Ὁ Ἰουστίνος ἀποφασίζει νὰ μελετήσει τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ νὰ ἐμβαθύνει στὸ θεῖο λόγο. Χωρὶς νὰ πάψει νὰ φιλοσοφεῖ καὶ νὰ φορεῖ φθαρμένο χιτώνα, τὸν τρίβωνα, ποὺ ἐφοροῦσαν οἱ φιλόσοφοι, καταλάμπεται ἀπὸ τὴ Χριστιανικὴ πίστη, «τὴν μόνην φιλοσοφίαν τὴν ἀληθῆ καὶ ἀσύμφορον», στὴν ὁποία ἀποφασίζει νὰ διαθέσει πλέον τὴν ὑπόλοιπη ζωή του.
Ὁ Ἰουστίνος ἁρματωμένος μὲ τὰ ὅπλα τὰ πνευματικά, ἀποφασίζει νὰ στήσει στὴ Ρώμη τὸ πνευματικό του στρατηγεῖο. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐξαπλώνει σφοδρὲς ἐπιθέσεις κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως. Στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια τῶν διωγμῶν, οἱ κατατρεγμένοι Χριστιανοὶ τῆς Ρώμης εὑρίσκουν στὸ πρόσωπό του τὸν ἔνθερμο ἀπολογητὴ καὶ ἀκούραστο ὑποστηρικτή.
Ὁ Ἰουστίνος ἀπὸ τὴν ἀνεξάντλητη φαρέτρα του ἀντλεῖ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἀποστομώνει τοὺς φιλοσόφους, ποὺ διέβαλαν τὸν Χριστιανισμό. Τοὺς ἐλέγχει, γιατὶ κατηγοροῦν τὸν Χριστιανισμὸ χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζουν.
Σημαντικότατο εἶναι καὶ τὸ ἔργο του «Διάλογος πρὸς Τρύφωνα», τὸ ὁποῖο περιέχει τὴ διήμερη θεολογικὴ συζήτηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν Ἰουδαῖο Τρύφωνα, ὁ ὁποῖος εἶχε φύγει ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη λόγῳ τοῦ πολέμου (132 – 135 μ.Χ.) καὶ ἦταν ἐπισκέπτης στὴν πόλη ὅπου ἐσπούδαζε ὁ Ἰουστίνος.
Ὅταν ἀντιλήφθηκε ὅτι κάτω ἀπὸ τὸ φιλοσοφικὸ ἔνδυμα τοῦ νεαροῦ Ἰουστίνου κρυβόταν ἕνας Χριστιανός, τὸν εἰρωνεύθηκε.
Ἐπακολούθησε διήμερη συζήτηση, τῆς ὁποίας τὸ ὑποτιθέμενο περιεχόμενο περιελήφθηκε στὸ ἔργο «Διάλογος πρὸς Τρύφωνα». Δεδομένου ὅτι ὁ Τρύφων εἶχε ἀποφύγει «τὸ νῦν γενόμενον πόλεμον», ἡ συζήτηση πρέπει νὰ ἔγινε τὸ 136 μ.Χ.
Δὲν ἄργησαν ὅμως νὰ φανοῦν οἱ ἐναντίον τοῦ Ἁγίου ἀντιδράσεις. Οἱ φιλόσοφοι, ποὺ ἔχαναν συνεχῶς ἔδαφος καὶ οἱ ἄλλοι ἐχθροί του, τὸν διέβαλαν στὸν αὐτοκράτορα Μάρκο Αὐρήλιο (161 – 180 μ.Χ.). Ὁ Μάρτυς Ἰουστίνος ἐκφράζει τὴν ὑποψία ὅτι ἐπρόκειτο νὰ καταδοθεῖ στὶς πολιτικὲς ἀρχὲς ἀπὸ τὸν κυνικὸ φιλόσοφο καὶ μεγαλορρήμονα Κρήσκεντα, ὁ ὁποῖος ἐφθονοῦσε τὴν αὔξηση τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστιανοῦ διδασκάλου καὶ διέβλεπε κίνδυνο ἀπορροφήσεως τῶν μαθητῶν του ὑπὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Φαίνεται ὅτι, μετὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Πτολεμαίου, μαθητοῦ του πιθανῶς, περὶ τὸ 160 μ.Χ., ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴ Ρώμη ἀπὸ φόβο γιὰ τὴ σύλληψή του καὶ ὅτι ἐπέστρεψε ἐκεῖ ἀργότερα, ἀφοῦ ἤδη εἶχε κοπάσει ὁ θόρυβος, διότι κατὰ τὴν ἀνάκρισή του πρὸ τοῦ μαρτυρίου ἐδήλωσε ὅτι διέμεινε κατὰ δύο περιόδους στὴ Ρώμη.
Ἀλλ’ ὁ Ἰουστίνος ἀποφασίζει νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ τὴ διωκόμενη πίστη στὸν αὐτοκράτορα καὶ τὴ Ρωμαϊκὴ σύγκλητο. Οἱ δύο του Ἀπολογίες ἀποτελοῦν πραγματικὰ διαμάντια τῆς Χριστιανικῆς Ἀπολογητικῆς.
Στὴν πρώτη Ἀπολογία του, τὴν ὁποία ἀπευθύνει στὸν αὐτοκράτορα Ἀντωνίνο, τὰ παιδιά του καὶ τὴ Ρωμαϊκὴ σύγκλητο, κάνει γνωστὸ τὸ τί πιστεύουν οἱ Χριστιανοί, ἀνασκευάζει τὶς ἐναντίον του κατηγορίες τῶν Ἐθνικῶν, περιγράφει τὸν τρόπο τῆς Χριστιανικῆς λατρείας καὶ προσπαθεῖ μὲ νηφαλιότητα, εὐγένεια καὶ χωρὶς ρητορικὰ σχήματα νὰ τοὺς πείσει νὰ σταματήσουν τοὺς διωγμούς.
Ὁ ἱερὸς ἀπολογητής, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἐβίωνε πλήρως τὴν ἐκκλησιαστικὴ λειτουργικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωή, ἰδίως στὰ τελευταῖα κεφάλαια τῆς πρώτης Ἀπολογίας του, ἐξέρχεται ἀπὸ τὰ καθαρῶς ἀπολογητικὰ πλαίσια καὶ ὅρια καὶ μεταβάλλεται σὲ ἄριστο μυσταγωγὸ καὶ σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς πρωτοπόρους σκαπανεῖς τῆς ἱστορίας τῆς θεολογίας τῆς Χριστιανικῆς λατρείας.
Ὁ ἱερὸς Ἰουστίνος τόσο στὴ μνημονευθεῖσα Ἀπολογία του, ὅσο καὶ περιστατικὰ σὲ μερικὰ σημεῖα τοῦ λοιποῦ συγγραφικοῦ του ἔργου παρέχει ἀνεκτίμητες πληροφορίες περὶ τῆς Χριστιανικῆς λατρείας τῆς ἐποχῆς του, προβάλλοντας τὸν ἑορτασμὸ τῆς Κυριακῆς, ὡς καὶ τὴν τελεσιουργία καὶ συνοπτικὴ θεολογία τῶν ἱερῶν μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς θεωρεῖται ὡς πρώτη ἡμέρα τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ κτίσεως. Ἡ Θεία Λειτουργία γίνεται ἡ ἐμψυχοῦσα τὴν διακονία ἐντελέχεια, ἐφ’ ὅσον κατὰ τὴ διάρκεια τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως «οἱ εὐποροῦντες... καὶ βουλόμενοι κατὰ προαίρεσιν ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ ὃ βούλεται δίδωσι, καὶ τὸ συλλεγόμενον παρὰ τῷ προεστῶτι ἀποτίθεται, καὶ αὐτὸς ἐπικουρεῖ ὀρφανοῖς τε καὶ χήραις, καὶ τοῖς διὰ νόσον ἢ δι’ ἄλλην αἰτίαν λειπομένοις, καὶ τοῖς ἐν δεσμοῖς οὖσι, καὶ τοῖς παρεπιδήμοις οὖσι ξένοις, καὶ ἁπλῶς πᾶσι τοῖς ἐν χρείᾳ οὖσι κηδεμὼν γίνεται».
Ὅσον ἀφορᾶ στὸ Βάπτισμα, ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος πληροφορεῖ ὅτι «τοῦ ὑπὲρ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ἀναγέννησιν λουτροῦ» προηγεῖται κατήχηση. Ὡσαύτως τοῦ Βαπτίσματος προηγοῦντο προσευχὴ καὶ νηστεία τόσο τῶν βαπτιζομένων, ὅσο καὶ τῶν λοιπῶν πιστῶν.
Στὴ δεύτερη Ἀπολογία του, τὴν ὁποία ἀπευθύνει στὴ Ρωμαϊκὴ σύγκλητο, ἀποδεικνύει ὅτι οἱ Χριστιανοὶ διώκονται, ἐπειδὴ πιστεύουν στὴν ἀλήθεια καὶ ζοῦν ἐνάρετη ζωὴ καὶ ὄχι γιὰ κάτι ἀξιόποινο.
Ὅμως οἱ Ἀπολογίες τοῦ Μάρτυρος Ἰουστίνου δὲν μετέτρεψαν τοὺς εἰδωλολάτρες, καθ’ ὅσον ἐπὶ ἐπάρχου Ρώμης τοῦ Ἰουνίου Ρουστικοῦ (162 – 167 μ.Χ.), ἄλλοτε παιδαγωγοῦ τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου, πιθανῶς τὸ 165 μ.Χ., ἀποκεφαλίσθηκε μαζὶ μὲ ὁμάδα μαθητῶν του.
Στὸ κοιμητήριο τῆς Πρισκίλλης εὑρέθηκε λίθος ἐνεπίγραφος ποὺ ἔφερε τὰ γράμματα ΜΧΟΥΣΤΙΝΟΣ, δηλαδὴ Μάρτυς Ἰουστίνος, ὁ ὁποῖος ἴσως ἐκάλυπτε τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου.
Ὄχι μικρὸς ἀριθμὸς ἄλλων ἔργων τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἰουστίνου, μαρτυρουμένων ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιο ἢ ἀπὸ μεταγενέστερους συγγραφεῖς, ἔχουν χαθεῖ. Τὰ ἔργα αὐτὰ εἶναι: «Σύνταγμα κατὰ πασῶν τῶν αἱρέσεων», «Κατὰ Μαρκίωνος», «Περὶ ψυχῆς», «Πρὸς Ἔλληνας», «Ἔλεγχος πρὸς Ἕλληνας», «Περὶ μοναρχίας Θεοῦ», «Περὶ Ἀναστάσεως», «Ἑρμηνεία εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν», «Ψάλτης», «Πρὸς Σοφιστὴν Εὐφράσιον περὶ προνοίας καὶ πίστεως», «Διάλογος πρὸς Κρήσκεντα», «Πρὸς Ἰουδαίους».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Φιλοσοφίας ταῖς ἀκτῖσιν ἐκλάμπων, θεογνωσίας ὑποφήτης ἐδείχθης, σοφῶς παραταξάμενος κατὰ τῶν δυσμενῶν· σὺ γὰρ ὡμολόγησας, ἀληθείας τὴν γνῶσιν, καὶ Μαρτύρων σύσκηνος, δι’ ἀθλήσεως ὤφθης· μεθ’ ὧν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ὦ Ἰουστῖνε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν ἀληθῆ, τῆς εὐσεβείας κήρυκα, καὶ εὐκλεῆ, τῶν μυστηρίων ῥήτορα, Ἰουστῖνον τὸν φιλόσοφον, μετ’ ἐγκωμίων εὐφημήσωμεν· δυνάμει γὰρ σοφίας τε καὶ χάριτος, τὸν λόγον κατετράνωσε τῆς πίστεως, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον.
Χάριτι σοφίας καταυγασθείς, ὡς αὐτοσοφίαν, ἐθεράπευσας τὸν Χριστόν, ὑπὲρ οὗ ἐνδόξως, ἀθλήσας Ἰουστῖνε, σὺν τούτῳ εἰς αἰῶνας, δοξάζῃ ἔνδοξε.
Οἱ Ἅγιοι Εὐέλπιστος, Ἱέρακας, Ἰουστίνος, Ἰούστος, Λιβεριανός, Παίωνας, Χαρίτων καὶ Χαρίτη οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες κατάγονταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου (161 – 180 μ.Χ.). Κατηγορηθέντες ὡς Χριστιανοὶ κατὰ τὸν τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν κινηθέντα διωγμό, συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἔπαρχου Ρουστικοῦ. Ὁμολόγησαν μὲ παρρησία τὸν Χριστὸ ὡς Ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ὑπέμειναν τὰ σκληρὰ βασανιστήρια στὰ ὁποῖα ὑπεβλήθησαν. Ἀποκεφαλίσθηκαν, τὸ 166 μ.Χ., περιβληθέντες ἔτσι τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Νέων ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νέων ἐτελειώθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.
Ὁ Ἅγιος Πύρρος
Ὁ Ἅγιος Πύρρος ἦταν Ἐπίσκοπος καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Θεσπέσιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεσπέσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἀλεξάνδρου Σεβήρου (222 – 235 μ.Χ.). Διακρινόταν γιὰ τὸν ἔνθεο ζῆλο ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως καὶ τοὺς ἀγῶνες του ὑπὲρ αὐτῆς. Ἐκήρυττε τὸ θεῖο λόγο καὶ διαλεγόταν μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγήσει πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς στὴν ἀληθινὴ πίστη.
Γιὰ τὴ θεοφιλὴ δράση του συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος Σιμπλικίου, ὁ ὁποῖος τὸν ἐξεβίαζε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Ἅγιος Θεσπέσιος ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει. Γι’ αὐτὸ τὸν κρέμασαν καὶ τοῦ καταξέσκισαν τὶς σάρκες καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔριξαν μέσα σὲ λέβητα μὲ καυτὴ πίσσα καὶ λάδι.
Ὅμως, μὲ τὴ Θεία Χάρη, ὁ Ἅγιος ἐξῆλθε ἀβλαβὴς ἀπὸ τὸ μαρτύριο αὐτό, γενόμενος ἔτσι πρόξενος μεταστροφῆς πολλῶν παρευρισκομένων εἰδωλολατρῶν. Κατόπιν τούτου ὁ Σιμπλίκιος διέταξε τὴν μεταφορά του ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὴ δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θανάτωσή του. Ἦταν τὸ 222 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Φελινὸς καὶ Γρατινιανὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φελινὸς καὶ Γρατινιανὸς ἦταν στρατιῶτες τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καὶ ἐμαρτύρησαν στὴν πόλη Περούτζια τῆς Ἰταλίας, τὸ 250 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Τὰ ἱερὰ λείψανά τους μετεκομίσθησαν, τὸ 979 μ.Χ., στὴν πόλη Ἀρόνα κοντὰ στὸ Μιλάνο.
Ὁ Ἅγιος Ἰσχυρίων ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰσχυρίων καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἦταν ἀξιωματικός. Ἐμαρτύρησε, τὸ 250 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) μαζὶ μὲ πέντε ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες του, ἐπειδὴ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν μνήμη του στὶς 22 Δεκεμβρίου.
Οἱ Ἅγιοι δέκα χιλιάδες Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν στὴν Ἀντιόχεια ἐπὶ αὐτοκράτορος τῶν Ρωμαίων Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.).
Οἱ Ἅγιοι Ρεβεριανὸς καὶ Παῦλος οἱ Ἱερομάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Ρεβεριανὸς, ποὺ ἦταν Ἐπίσκοπος, καὶ Παῦλος ὁ πρεσβύτερος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἰταλία καὶ ἔζησαν τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπεστάλησαν γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο στὴ Γαλλία. Συνελήφθησαν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀουτοὺν καὶ ἐμαρτύρησαν, τὸ 272 μ.Χ., μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανούς, ἐπὶ αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ (270 – 275 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Κρεσκεντιανὸς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κρεσκεντιανὸς ἦταν στρατιώτης καὶ ἐμαρτύρησε, τὸ 287 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), στὴν πόλη Σάλντο τῆς Ἰταλίας, κοντὰ στὸ Καστέλλο.
Ὁ Ἅγιος Φίρμος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φίρμος ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Ἔνθερμος κήρυκας τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, συνελήφθη στὴν Ἀνατολὴ καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἔπαρχου Μάγου, ὁ ὁποῖος τὸν ἐπίεζε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα.
Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει, ἐγυμνώθηκε καὶ ἐμαστιγώθηκε ἀνηλεῶς. Κατόπιν τὸν ἐκρέμασαν καὶ κατέκοψαν τὶς σάρκες του μὲ μάχαιρες. Ἐπιμένων καὶ παρὰ ταῦτα στὴν πίστη του, ἀφοῦ τοῦ συνέτριψαν τὰ ὀστὰ καὶ ἐξάρθρωσαν τὶς ἀρθρώσεις, μετὰ ἀπὸ ἄγριο λιθοβολισμό, ἐτελειώθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, τὸ 299 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Πρόκλος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πρόκλος ἦταν Ρωμαῖος ἀξιωματοῦχος καὶ ἐμαρτύρησε, τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.), στὴν πόλη Μπολόνια τῆς Ἰταλίας.
Ὁ Ἅγιος Σεκοῦνδος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σεκοῦνδος ἄθλησε τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ἀφοῦ τὸν ἔριξαν στὸν ποταμὸ Τίβερη κοντὰ στὴν πόλη Ἀμέλια τῆς Οὐμβρίας τῆς Ἰταλίας.
Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Γεράσιμος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται σὲ Κώδικα τῆς μονῆς Βλατέων.
Ὁ Ἅγιος Φουρτουνάτος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ἅγιος Φουρτουνάτος ἦταν πρεσβύτερος στὴν πόλη Τερριτὰ κοντὰ στὸ σπολέτο τῆς Ἰταλίας. Διακρίθηκε γιὰ τὴ φιλανθρωπία καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, τὸ ὁποῖο τοῦ ἐδώρισε ὁ Κύριος. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 400 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Καρπάσιος τῶν Λερίνων
Ὁ Ὅσιος Καρπάσιος ἔζησε στὴ Γαλλία τὸν 4ο καὶ 5ο αἰώνα μ.Χ. Ἀγάπησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἀσκήτεψε ὡς ἐρημίτης στὶς Λερίνους νήσους. Ἐκεῖ συνδέθηκε πνευματικὰ μὲ τὸν Ὅσιο Ὀνωράτο († 16 Ἰανουαρίου) καὶ τὸ μεγαλύτερο ἀδελφό του Ὅσιο Βενάνδιο († 30 Μαΐου). Μαζὶ ἐπισκέφθηκαν τὶς μοναστικὲς κοινότητες τῆς Ἀνατολῆς, γιὰ νὰ γνωρίσουν ἁγίους ἀσκητὲς καὶ νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ τὸ βίο τους.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ προσκυνηματικοῦ ταξιδίου τους ὁ Ὅσιος Βενάνδιος ἀπέθανε στὴν Ἑλλάδα, ἐνῶ οἱ δύο Ὅσιοι ἐπέστρεψαν στὸ ἀσκητήριό τους. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ὀνωράτος ἵδρυσε μονή, στὴν ὁποία, μετὰ τὴν ἐκλογή του εἰς Ἐπίσκοπον, ἐγκατέστησε ἡγούμενο τὸν Ὅσιο Καρπάθιο.
Ὁ Ὅσιος Καρπάθιος, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 430 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Ρουαδανὸς τῆς Κορνουάλης
Ὁ Ὅσιος Ρουαδανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴ Βρετάνη καὶ ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴν περιοχὴ τοῦ Ταβίστοκ, τῆς Κορνουάλης καὶ τῆς Βρετάνης καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴν πόλη Λοκρονὰν στὴ Βρετάνη.
Ὁ Ἅγιος Οὐϊστάνος ἐξ Ἀγγλίας
Ὁ Ἅγιος Οὐϊστάνος ἦταν υἱὸς τοῦ Βίμμουντ, υἱοῦ τοῦ βασιλέως τῆς Μερσία. Ὅταν ἐκοιμήθησαν ὁ πατέρας καὶ ὁ πάππος του, ὁ μικρὸς Οὐϊστάνος, ὑπὸ τὴν κηδεμονία τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ πάππου του, ἀνῆλθε στὸ θρόνο. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἅγιος ἐμεγάλωσε καὶ προέκοπτε σὲ χάρη καὶ σοφία Θεοῦ καὶ ἀγωνιζόταν νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὅμως ὁ ἐπίτροπος τοῦ θρόνου Βερθούλφιος (840 – 852 μ.Χ.) συνωμότησε μαζὶ μὲ τὸν υἱό του κατὰ τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸ νόμιμο διάδοχο τοῦ θρόνου, καὶ τὸν ἐδολοφόνησαν, τὸ 849 μ.Χ., κατὰ τὴν στιγμὴ ποὺ ἐκεῖνος ἐπλησίαζε τὸν ἐξάδελφό του, γιὰ νὰ τὸν χαιρετήσει.
Τὸ κατακρεουργηθὲν λείψανο τοῦ Ἁγίου ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ τὴ μητέρα του μὲ εὐλάβεια καὶ πολλὰ θαύματα ἐτελέσθηκαν μὲ τὴ μεσιτεία του.
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ὁ Ἀνάργυρος καὶ Ἰαματικός
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ἔζησε στὴ Ρωσία περὶ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου στὰ χρόνια τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου).
Ὁ Ὅσιος πράγματι ἦταν ἀγαπητὸς στὸν Θεὸ καὶ ἔτσι τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἡ φήμη του ἁπλώθηκε παντοῦ καὶ πλήθη πιστῶν ἔρχονταν στὸν Ὅσιο, γιὰ νὰ θεραπευθοῦν.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τὸν ἀποκαλοῦσαν ἰατρό. Ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους, ἐθεράπευσε καὶ τὸν πρίγκιπα τοῦ Τσέρνιγκωφ Βλαδίμηρο Βσεβολόντοβιτς, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε μεγάλος πρίγκιπας τοῦ Κιέβου μὲ τὴν ἐπωνυμία «Μονομάχος».
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται στὸ Σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ Θαυματουργός τοῦ Γλουσέτσκ
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος, κατὰ κόσμον Δημήτριος, ἐγεννήθηκε, πιθανὸν τὸ 1362, στὰ προάστια τῆς πόλεως Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀγαποῦσε τὸ μοναχικὸ βίο. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἄφησε τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ εἰσῆλθε, τὸ 1386/87, στὴ μονὴ Σπασοκαμένσκϊυ.
Ἡγούμενος ἦταν ὁ Διονύσιος ὁ Ἕλλην, μετέπειτα Ἐπίσκοπος Ροστώβ († 1425). Ὁ νεαρὸς Δημήτριος μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρεκάλεσε τὸν ἡγούμενο νὰ τὸν κάνει μοναχό. Ὁ ἡγούμενος Διονύσιος, βλέποντας τὸν ἔνθεο ζῆλο του, προχώρησε στὴ μοναχικὴ κουρὰ καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Διονύσιος, ἐνῶ τὸν ἐμπιστεύθηκε στὴν πνευματικὴ καθοδήγηση κάποιου ἐκ τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς.
Ἐκεῖ ἔζησε γιὰ ἐννέα χρόνια μὲ ὑπακοή, νηστεία καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή, χωρὶς νὰ μειώσει ποτὲ τὴν ἄσκηση μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἄσκηση στὴν ἀγάπη καὶ ἡ ἐργατικότητά του ἔκαναν τὸν Ὅσιο Διονύσιο πολὺ ἀγαπητὸ μεταξὺ τῶν μοναχῶν, ποὺ τὸν ἐθεωροῦσαν ἄνθρωπο μὲ μεγάλο πνευματικὸ βάρος.
Ἀπὸ τὴ μονὴ ἔφυγε, μαζὶ μὲ τὸ μοναχὸ Παχώμιο, μετὰ ἀπὸ εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, μὲ προορισμὸ τὴν ξεχασμένη κοινοβιακὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ ἀναζητώντας τὴν ἡσυχία. Ὁ ἅγιος βίος καὶ ἡ πνευματικὴ σοφία τοῦ Ὁσίου Διονυσίου προσείλκυσαν πολὺ κόσμο.
Ὁ Ὅσιος συμπεριφερόταν πρὸς ὅλους ὡς πραγματικὸς πατέρας. Κατεῖχε, ἐπίσης, τὸ χάρισμα τοῦ ἁγιογράφου, ἐνῶ παράλληλα ἐργαζόταν ὡς μαραγκὸς καὶ σιδηρουργὸς γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς μονῆς.
Δὲν ἐπερνοῦσε λεπτὸ χωρὶς ἀσχολία καὶ ἔτρωγε μόνο ἐλάχιστη τροφή, ὅταν ἐξαντλοῦσε ὅλες του τὶς δυνάμεις. Τὸ 1396, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐχειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Ροστὼβ Γρηγόριο († 1416).
Ὅμως ὁ μοναχὸς Παχώμιος δὲν ἄντεξε τὴ σκληρὴ ἄσκηση καὶ γι’ αὐτὸ ἀναγκάσθηκε καὶ ὁ Ὅσιος Διονύσιος νὰ ἀγκαταλείψει τὸ μέρος ἐκεῖνο μαζί του. Ἐπῆγε ἀνατολικά, στὴ λίμνη Κουμπενσκόε, 15 χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Γκλουσίκα.
Ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο μέρος τὸ ὁποῖο περιέβαλαν δένδρα. Στὸν τόπο αὐτὸ ὕψωσε τὸ σταυρὸ ποὺ μετέφερε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Λουκᾶ καὶ ἀφοῦ κατασκεύασε ἕνα κελί, ἐξεκίνησε ἀπομονωμένος τὴ σκληρὴ ζωὴ τοῦ ἐρημίτου. Μὲ τὸν ἐρχομὸ ἑνὸς στάρετς καὶ μερικῶν ἄλλων ἀδελφῶν, οὁ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ μείνουν μαζί του, περὶ τὸ 1400, ἐδημιούργησε μία μικρὴ μοναχικὴ ἀδελφότητα.
Ἐκαλλιεργήθηκε ἔτσι ἡ σκέψη νὰ κτιστεῖ ἕνα μοναστήρι. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πρίγκιπος τῆς περιοχῆς, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ πατέρας τοῦ πρίγκιπος Ἰωάσαφ, ποὺ ἔγινε καὶ αὐτὸς μοναχός, ἐστάλησαν ἐργάτες καὶ ἐξεκίνησε ἡ οἰκοδόμηση τοῦ μοναστηριοῦ.
Τὸ 1402, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐπῆγε στὸ Ροστὼβ προκειμένου νὰ πάρει τὴν ἄδεια τοῦ Ἐπισκόπου Γρηγορίου γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς νέας μονῆς. Ὁ Ἐπίσκοπος συμβούλευσε τὸν Ὅσιο νὰ ἱδρύσει κοινόβια μονή, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν προσωπικὴ περιουσία οἱ μοναχοὶ καὶ νὰ ζοῦν μὲ κοινοκτημοσύνη κατὰ τὸ πρότυπο τῶν Ἀποστόλων. Τὸ 1403, ἐτελείωσε ὁ ξύλινος ναὸς τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀφιερωμένος στὴ Κυρία Θεοτόκο.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ πατέρες τῆς μονῆς ἦταν περὶ τοὺς 15 καὶ ἐμόναζαν σύμφωνα μὲ τοὺς αὐστηροὺς κοινοβιακοὺς κανόνες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Καθὼς αὐξανόταν σταδιακὰ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς, τὸ 1412, ἐκτίσθηκε μία καινούργια ἐκκλησία, καὶ αὐτὴ ἀφιερωμένη στὴν Παναγία.
Ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν ἐρημικὴ ζωὴ ἦταν ριζωμένη στὴν καρδιὰ τοῦ Ὁσίου Διονυσίου καὶ τὸν προκαλοῦσε νὰ ἐγκατασταθεῖ σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο καὶ κρυφὸ τόπο. Ἔτσι ἀπεφάσισε νὰ μεταβεῖ 4 χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴ μονὴ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Γλουσίκα, περιοχὴ ποὺ ἀργότερα ὀνομάστηκε Σονσοβέτς.
Ἐκεῖ διέμενε σὲ ἄγνοια τῶν μοναχῶν, προσευχόμενος καὶ νηστεύοντας αὐστηρά.
Μετὰ ἀπὸ μεγάλες πιέσεις τῶν ἄλλων μοναχῶν ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι, ἀλλὰ ἀποφάσισε νὰ κτίσει μικρὰ ἀσκηταριὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Σονσοβὲτς γιὰ τοὺς μοναχοὺς ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἀποσυρθοῦν στὴν ἔρημο. Τὸ 1419, ἐπῆγε ἐκ νέου στὸ Ροστὼβ προκειμένου νὰ πάρει τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου γιὰ τὸ νέο μοναστήρι.
Ὁ Ἐπίσκοπος, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογία του, τοῦ προσέφερε μία εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βρεφοκρατούσας καὶ διάφορα ἄλλα σκεύη γιὰ τὸ ναό. Ἔτσι στὸ Σονσοβὲτς ἐκτίστηκε, τὸ 1420, μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ Ὅσιος Διονύσιος κατάφερε νὰ ἐξασφαλίσει τὴν οἰκονομικὴ βοήθεια τοῦ πρίγκιπος Γεωργίου, τοῦ ὁποίου διασώζονται τρεῖς ἐπιστολὲς περὶ τῶν δωρεῶν του.
Περὶ τὸ 1422, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐγκατέλειψε τὸ μοναστήρι τοῦ Γλουσίκα καὶ τὴν ἡγουμενία, γιὰ νὰ ζήσει ἀκόμη πιὸ ἀσκητικὰ μὲ μερικοὺς μοναχοὺς στὸ Σονσοβέτς.
Ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ ἡ ἐλεημοσύνη ἦταν ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ τῆς πνευματικότητος τοῦ Ὁσίου Διονυσίου. Σὲ περιόδους πείνας πολλοὶ ἦσαν ἐκεῖνοι ποὺ κατέφευγαν στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ πάρουν λίγο ψωμὶ καὶ ὅ,τι ἄλλο μποροῦσε νὰ τοὺς διαθέσει.
Διέθετε ἀκόμη καὶ τὸ ἰδικό του φαγητὸ στοὺς ἐνδεεῖς. Οἱ ἀδελφοὶ τῆς μονῆς κάποιες φορὲς δὲν κατανοοῦσαν αὐτὴ τὴ γενναιοδωρία τοῦ Ὁσίου Διονυσίου, ἡ ὁποία κάποιες φορὲς ἀπειλοῦσε νὰ ἐξαντλήσει ἀκόμη καὶ τὶς λιγοστὲς προμήθειες τῆς μονῆς.
Στὴ βιογραφία τοῦ Ὁσίου Διονυσίου καταγράφεται τὸ παρακάτω περιστατικό: «Ἕνας νέος μεταμφιέσθηκε σὲ ζητιάνο μὲ τὴν καθοδήγηση τῶν μοναχῶν. Αὐτὸς ἐπῆγε στὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ καὶ ἐζήτησε βοήθεια ἀπὸ τὸν Ὅσιο Διονύσιο. Ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε χρήματα, ἀλλὰ τὸ ἴδιο βράδυ οἱ μοναχοὶ ἀπεκάλυψαν στὸν Ὅσιο τί εἶχαν κάνει δίδοντάς του πίσω τὰ χρήματα ποὺ εἶχε δώσει στὸ νέο.
Ὁ Ὅσιος, χωρὶς νὰ θυμώσει, τοὺς εἶπε ὅτι ἐφ’ ὅσον εἶναι ἐντολὴ τοῦ Κυρίου νὰ κάνουμε τὸ καλὸ θὰ πρέπει νὰ σταματήσουν νὰ τοῦ ὑποδεικνύουν νὰ πάψει νὰ εἶναι ἐλεήμων. Κατηχώντας τοὺς ἄλλους μοναχούς, ἔλεγε: «Παιδιά μου, μὴ φοβᾶσθε τοὺς κόπους ποὺ ἔχει ἡ ἔρημος καὶ μὴν ἀφήνετε τὴν ἄσκηση. Μέσα ἀπὸ πολλὲς δοκιμασίες θὰ φθάσουμε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ἐλευθερωθεῖτε μὲ τὴ νηστεία ἀπὸ κάθε χοϊκὸ καὶ φθαρτὸ πράγμα. Ἡ προσευχή μας πρέπει νὰ πηγάζει ἀπὸ τὴν καθαρὴ καρδιά μας καὶ θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε ταπεινοί. Σχετικὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη σᾶς ὑπενθυμίζω τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες». Ἂς εἴμαστε ἐλεήμονες ἀπέναντι σὲ ὅλους καὶ ὁ Κύριος θὰ δείξει ἔλεος καὶ σὲ ἐμᾶς, διότι ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ μόνον ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του».
Ἑπτὰ χρόνια πρὶν τὴν κοίμησή του ὁ Ὅσιος ἔσκαψε τὸν τάφο του καὶ κάθε ἡμέρα τὸν ἐπισκεπτόταν. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐκαλλιεργοῦσε στὴν καρδιά του τὴ μνήμη τοῦ θανάτου.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1437, σὲ ἡλικία ἑβδομήντα πέντε ἐτῶν.
Ὁ Ἅγιος Σίος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Σίος (Γκαρεγκέλι) ἔζησε στὴ Γεωργία τὸ 17ο καὶ 18ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴν ἔρημο τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ στὴν ἀνατολικὴ Γεωργία καὶ ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους τοῦ Καυκάσου, τὸ 1700.
Σύναξις τῶν Ἁγίων Δαβίδ, Γαβριὴλ καὶ Παύλου Ὁσιομαρτύρων ἐκ Γεωργίας
Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Ὁσιομαρτύρων Δαβίδ, Γαβριὴλ καὶ Παύλου τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 17 Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ βίος τους.
Μνήμη θαύματος ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου Λευκάδος ἐκ τῆς πανώλης
Τὸ νησὶ τῆς Λευκάδος περὶ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνος μ.Χ. ἐπέρασε μία μεγάλη δοκιμασία ἀπὸ τὸ λοιμὸ τῆς πανώλης. Μὲ βάση διάφορα στοιχεῖα, 1.800 κάτοικοι ἀφανίσθηκαν ἀπὸ τὴν «πανούκλα». Ἐπίσης ἡ Ἑνετικὴ φρουρὰ ἀποδεκατίσθηκε. Τὸ ἴδιο καὶ ὁλόκληροι οἰκισμοί, ὅπως τὰ Κολυβάτα τοῦ ὀρεινοῦ χωριοῦ Ἀλέξανδρος.
Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1743, ὁ Ἱερομόναχος Ματθαῖος μετέφερε στὴ Λευκάδα ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ Δουσίκου, κοντὰ στὰ Τρίκαλα, τὴν τίμια κάρα τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος, Ἀρχιεπισκόπου Λαρίσης († 14 Σεπτεμβρίου). Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου οἱ Λευκαδίτες ἐσώθησαν ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἀσθένεια.
Ἀνήγειραν μάλιστα ναὸ πρὸς τιμήν του στὸ χῶρο ὅπου εἶχε στηθεῖ προηγουμένως τὸ λοιμοκαθαρτήριο καὶ τὸν παρεχώρησαν ὡς μετόχι στὴ μονὴ Δουσίκου. Ἡ περιοχὴ ἐκείνη μέχρι σήμερα ὀνομάζεται «Ἁγία Κάρα».
Ὠφέλιμος Διήγησις γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου
Στὴν πόλη Γαλατία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἐζοῦσε κάποιος γεωργός, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Μέτριος. Αὐτός, λοιπόν, ἔβλεπε τὴν οίκογένεια τοῦ γείτονά του, ποὺ εἶχε υἱούς, καὶ τοὺς προετοίμαζε, γιὰ νὰ γίνουν στελέχη τῆς βασιλικῆς αὐλῆς. Τότε ὁ Μέτριος μὲ παράπονο ἀπευθύνθηκε στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἱκέτευσε νὰ τοῦ χαρίσει υἱό, γιὰ νὰ τὸν ἔχει ὡς καταφύγιο καὶ παρηγοριὰ στὰ γηρατειά του.
Μετὰ τὴν προσευχή του μετέβη σὲ ἕνα πανηγύρι ποὺ ἐγινόταν μία φορὰ τὸν χρόνο στὴν Παφλαγονία. Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἐσταμάτησε, γιὰ νὰ ξεκουρασθεῖ καὶ νὰ ποτίσει τὸ ζῶο του, σὲ ἕνα δάσος. Ἐκεῖ εὑρῆκε ἕνα σακούλι, τὸ ὁποῖο περιεῖχε χίλια πεντακόσια χρυσὰ νομίσματα.
Χωρὶς νὰ τὸ ἀνοίξει, τὸ ἐπῆρε καὶ τὸ ἐπῆγε στὴν οἰκία του. Τὸν ἑπόμενο χρόνο ὁ Μέτριος ξαναπῆγε στὴν πανήγυρη τῆς Παφλαγονίας. Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ καὶ πάλι ἐσταμάτησε στὸ δάσος καὶ παρατηροῦσε τοὺς διερχόμενους ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν τόπο. Τότε ἐφάνηκε κάποιος, ὁ ὁποῖος ἔψαχνε κάτι καὶ ἦταν γεμάτος ἀπὸ θλίψη καὶ στενοχώρια.
Ὁ Μέτριος τὸν ἐρώτησε τί ἔχει καὶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἦταν ἔμπορος καὶ πέρυσι εἶχε πουλήσει πολλὰ ἐμπορεύματα στὴν πανήγυρη, ἀλλὰ ἔχασε τὰ χρήματα ποὺ ἐκέρδισε.
Τότε ὁ Μέτριος ἔβγαλε καὶ τοῦ παρέδωσε τὸ σακούλι μὲ τὰ νομίσματα. Ὁ ἔμπορος τὰ ἔχασε. Δὲν ἤξερε πῶς νὰ ἀντιδράσει. Ὁ Μέτριος τοῦ ἐξήγησε τί εἶχε συμβεῖ καὶ ἐκεῖνος, θέλοντας νὰ τὸν εὐχαριστήσει, ἔβγαλε καὶ τοῦ πρόσφερε πεντακόσια νομίσματα. Ὁ Μέτριος δὲν θέλησε νὰ στερήσει ἀπὸ τὸν ἔμπορο τὸν κόπο του καὶ ἀρνήθηκε. Ἔτσι, ἀφοῦ καὶ οἱ δύο ἐδόξασαν τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀποχωρίσθηκαν.
Τὸ ἴδιο βράδυ, ποὺ ὁ Μέτριος ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ, εἶδε στὸν ὕπνο του Ἄγγελο Κυρίου, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔφερε τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα ὅτι θὰ ἀποκτήσει υἱό, θὰ τὸν ὀνομάσει Κωνσταντίνο καὶ θὰ φέρει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὸν οἶκό του.
Πράγματι! Ἡ σύζυγος τοῦ Μετρίου ἔτεκε υἱό, τὸν ὁποῖο ἀνέθρεψε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου καὶ τὸν ἀπέστειλε γιὰ σπουδὲς στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ αὐτοκράτορας τοῦ ἔδωσε τὸν τίτλο τοῦ πατρικίου καὶ αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του προσέφερε πολλὰ ἀγαθὰ στοὺς γονεῖς του.
Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ Θεὸς ἀντάμειψε τὴν τιμιότητα καὶ τὸ ἦθος ἑνὸς ἁπλοῦ γεωργοῦ, τοῦ Μετρίου, ὁ ὁποῖος δὲν ὑπέκυψε στὸς πειρασμὸ τῆς φιλαργυρίας, ἀλλ’ ἐμπιστεύθηκε τὴ ζωή του στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου.
Ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος ὁ Μάρτυρας ὁ Φιλόσοφος
Ὁ «θαυμασιώτατος» Ἰουστίνος, κατὰ τὸν μαθητή του Τατιανό, ἐγεννήθηκε στὴ Φλαβία Νεάπολη τῆς Παλαιστίνης, στὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ., ἀπὸ γονεῖς Ἕλληνες εἰδωλολάτρες, τὸν Πρίσκο Βάκχιο, καὶ μητέρα, τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα ἀγνοοῦμε.
Ὁ Μεθόδιος Ὀλύμπου τὸν μνημονεύει ὡς ἄνδρα μὴ ἀπέχοντα πολὺ τῶν Ἀποστόλων οὔτε κατὰ τὸ χρόνο οὔτε κατὰ τὴν ἀρετή. Πράγματι δὲ ὁ χρόνος γεννήσεώς του δύναται νὰ τοποθετηθεῖ περὶ τὸ 110 μ.Χ., ἐφ’ ὅσον τὸ 135 μ.Χ., κατὰ τὴ συζήτηση πρὸς τὸν Τρύφωνα, παρουσιάζεται νὰ ἔχει περατώσει ἤδη τὶς φιλοσοφικές του σπουδὲς καὶ πρὸς τὸ τέλος τους νὰ ἔχει προσελκυσθεῖ στὴ Χριστιανικὴ πίστη.
Προικισμένος μὲ ἐξαιρετικὴ πνευματικὴ ἀνησυχία καὶ φιλομάθεια, ὁ νεαρὸς Ἰουστίνος ἀσχολήθηκε καὶ ἐμβάθυνε στὶς δοξασίες τῶν Στωικῶν, τῶν Ἐπικουρείων, τῶν Περιπατητικῶν, τῶν Πυθαγορείων καὶ τῶν Πλατωνικῶν φιλοσόφων. Μὲ ἀκόρεστη ἐπιθυμία, ἤθελε νὰ γνωρίσει ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ εὕρει τὴν πραγματικὴ ἱκανοποίηση. Τότε ὁ Θεός, μὲ θαυμαστὴ ἐπέμβαση, τὸν ὁδήγησε στὶς πηγὲς τῆς ἀλήθειας, στὴ Χριστιανικὴ πίστη καὶ ζωή, τὸ 135 μ.Χ.
Καθὼς διηγεῖται ὁ ἴδιος, ὁ Θεὸς τὸν ἐφώτισε μὲ κάποιο Χριστιανὸ πρεσβύτη, «πρᾶον καὶ σεμνὸν τὸ ἦθος». Ὁ θαυμάσιος ἐκεῖνος γέροντας τοῦ ἀποκάλυψε πόσο πτωχὲς ἦταν οἱ θεωρίες τῶν ἀνθρώπων μπροστὰ στὴν πραγματικὴ ἀλήθεια, τὴν ὁποία διδάσκει ὁ Θεός.
Ὁ Ἰουστίνος ἀποφασίζει νὰ μελετήσει τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ νὰ ἐμβαθύνει στὸ θεῖο λόγο. Χωρὶς νὰ πάψει νὰ φιλοσοφεῖ καὶ νὰ φορεῖ φθαρμένο χιτώνα, τὸν τρίβωνα, ποὺ ἐφοροῦσαν οἱ φιλόσοφοι, καταλάμπεται ἀπὸ τὴ Χριστιανικὴ πίστη, «τὴν μόνην φιλοσοφίαν τὴν ἀληθῆ καὶ ἀσύμφορον», στὴν ὁποία ἀποφασίζει νὰ διαθέσει πλέον τὴν ὑπόλοιπη ζωή του.
Ὁ Ἰουστίνος ἁρματωμένος μὲ τὰ ὅπλα τὰ πνευματικά, ἀποφασίζει νὰ στήσει στὴ Ρώμη τὸ πνευματικό του στρατηγεῖο. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐξαπλώνει σφοδρὲς ἐπιθέσεις κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως. Στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια τῶν διωγμῶν, οἱ κατατρεγμένοι Χριστιανοὶ τῆς Ρώμης εὑρίσκουν στὸ πρόσωπό του τὸν ἔνθερμο ἀπολογητὴ καὶ ἀκούραστο ὑποστηρικτή.
Ὁ Ἰουστίνος ἀπὸ τὴν ἀνεξάντλητη φαρέτρα του ἀντλεῖ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἀποστομώνει τοὺς φιλοσόφους, ποὺ διέβαλαν τὸν Χριστιανισμό. Τοὺς ἐλέγχει, γιατὶ κατηγοροῦν τὸν Χριστιανισμὸ χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζουν.
Σημαντικότατο εἶναι καὶ τὸ ἔργο του «Διάλογος πρὸς Τρύφωνα», τὸ ὁποῖο περιέχει τὴ διήμερη θεολογικὴ συζήτηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν Ἰουδαῖο Τρύφωνα, ὁ ὁποῖος εἶχε φύγει ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη λόγῳ τοῦ πολέμου (132 – 135 μ.Χ.) καὶ ἦταν ἐπισκέπτης στὴν πόλη ὅπου ἐσπούδαζε ὁ Ἰουστίνος.
Ὅταν ἀντιλήφθηκε ὅτι κάτω ἀπὸ τὸ φιλοσοφικὸ ἔνδυμα τοῦ νεαροῦ Ἰουστίνου κρυβόταν ἕνας Χριστιανός, τὸν εἰρωνεύθηκε.
Ἐπακολούθησε διήμερη συζήτηση, τῆς ὁποίας τὸ ὑποτιθέμενο περιεχόμενο περιελήφθηκε στὸ ἔργο «Διάλογος πρὸς Τρύφωνα». Δεδομένου ὅτι ὁ Τρύφων εἶχε ἀποφύγει «τὸ νῦν γενόμενον πόλεμον», ἡ συζήτηση πρέπει νὰ ἔγινε τὸ 136 μ.Χ.
Δὲν ἄργησαν ὅμως νὰ φανοῦν οἱ ἐναντίον τοῦ Ἁγίου ἀντιδράσεις. Οἱ φιλόσοφοι, ποὺ ἔχαναν συνεχῶς ἔδαφος καὶ οἱ ἄλλοι ἐχθροί του, τὸν διέβαλαν στὸν αὐτοκράτορα Μάρκο Αὐρήλιο (161 – 180 μ.Χ.). Ὁ Μάρτυς Ἰουστίνος ἐκφράζει τὴν ὑποψία ὅτι ἐπρόκειτο νὰ καταδοθεῖ στὶς πολιτικὲς ἀρχὲς ἀπὸ τὸν κυνικὸ φιλόσοφο καὶ μεγαλορρήμονα Κρήσκεντα, ὁ ὁποῖος ἐφθονοῦσε τὴν αὔξηση τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστιανοῦ διδασκάλου καὶ διέβλεπε κίνδυνο ἀπορροφήσεως τῶν μαθητῶν του ὑπὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Φαίνεται ὅτι, μετὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Πτολεμαίου, μαθητοῦ του πιθανῶς, περὶ τὸ 160 μ.Χ., ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴ Ρώμη ἀπὸ φόβο γιὰ τὴ σύλληψή του καὶ ὅτι ἐπέστρεψε ἐκεῖ ἀργότερα, ἀφοῦ ἤδη εἶχε κοπάσει ὁ θόρυβος, διότι κατὰ τὴν ἀνάκρισή του πρὸ τοῦ μαρτυρίου ἐδήλωσε ὅτι διέμεινε κατὰ δύο περιόδους στὴ Ρώμη.
Ἀλλ’ ὁ Ἰουστίνος ἀποφασίζει νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ τὴ διωκόμενη πίστη στὸν αὐτοκράτορα καὶ τὴ Ρωμαϊκὴ σύγκλητο. Οἱ δύο του Ἀπολογίες ἀποτελοῦν πραγματικὰ διαμάντια τῆς Χριστιανικῆς Ἀπολογητικῆς.
Στὴν πρώτη Ἀπολογία του, τὴν ὁποία ἀπευθύνει στὸν αὐτοκράτορα Ἀντωνίνο, τὰ παιδιά του καὶ τὴ Ρωμαϊκὴ σύγκλητο, κάνει γνωστὸ τὸ τί πιστεύουν οἱ Χριστιανοί, ἀνασκευάζει τὶς ἐναντίον του κατηγορίες τῶν Ἐθνικῶν, περιγράφει τὸν τρόπο τῆς Χριστιανικῆς λατρείας καὶ προσπαθεῖ μὲ νηφαλιότητα, εὐγένεια καὶ χωρὶς ρητορικὰ σχήματα νὰ τοὺς πείσει νὰ σταματήσουν τοὺς διωγμούς.
Ὁ ἱερὸς ἀπολογητής, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἐβίωνε πλήρως τὴν ἐκκλησιαστικὴ λειτουργικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωή, ἰδίως στὰ τελευταῖα κεφάλαια τῆς πρώτης Ἀπολογίας του, ἐξέρχεται ἀπὸ τὰ καθαρῶς ἀπολογητικὰ πλαίσια καὶ ὅρια καὶ μεταβάλλεται σὲ ἄριστο μυσταγωγὸ καὶ σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς πρωτοπόρους σκαπανεῖς τῆς ἱστορίας τῆς θεολογίας τῆς Χριστιανικῆς λατρείας.
Ὁ ἱερὸς Ἰουστίνος τόσο στὴ μνημονευθεῖσα Ἀπολογία του, ὅσο καὶ περιστατικὰ σὲ μερικὰ σημεῖα τοῦ λοιποῦ συγγραφικοῦ του ἔργου παρέχει ἀνεκτίμητες πληροφορίες περὶ τῆς Χριστιανικῆς λατρείας τῆς ἐποχῆς του, προβάλλοντας τὸν ἑορτασμὸ τῆς Κυριακῆς, ὡς καὶ τὴν τελεσιουργία καὶ συνοπτικὴ θεολογία τῶν ἱερῶν μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς θεωρεῖται ὡς πρώτη ἡμέρα τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ κτίσεως. Ἡ Θεία Λειτουργία γίνεται ἡ ἐμψυχοῦσα τὴν διακονία ἐντελέχεια, ἐφ’ ὅσον κατὰ τὴ διάρκεια τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως «οἱ εὐποροῦντες... καὶ βουλόμενοι κατὰ προαίρεσιν ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ ὃ βούλεται δίδωσι, καὶ τὸ συλλεγόμενον παρὰ τῷ προεστῶτι ἀποτίθεται, καὶ αὐτὸς ἐπικουρεῖ ὀρφανοῖς τε καὶ χήραις, καὶ τοῖς διὰ νόσον ἢ δι’ ἄλλην αἰτίαν λειπομένοις, καὶ τοῖς ἐν δεσμοῖς οὖσι, καὶ τοῖς παρεπιδήμοις οὖσι ξένοις, καὶ ἁπλῶς πᾶσι τοῖς ἐν χρείᾳ οὖσι κηδεμὼν γίνεται».
Ὅσον ἀφορᾶ στὸ Βάπτισμα, ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος πληροφορεῖ ὅτι «τοῦ ὑπὲρ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ἀναγέννησιν λουτροῦ» προηγεῖται κατήχηση. Ὡσαύτως τοῦ Βαπτίσματος προηγοῦντο προσευχὴ καὶ νηστεία τόσο τῶν βαπτιζομένων, ὅσο καὶ τῶν λοιπῶν πιστῶν.
Στὴ δεύτερη Ἀπολογία του, τὴν ὁποία ἀπευθύνει στὴ Ρωμαϊκὴ σύγκλητο, ἀποδεικνύει ὅτι οἱ Χριστιανοὶ διώκονται, ἐπειδὴ πιστεύουν στὴν ἀλήθεια καὶ ζοῦν ἐνάρετη ζωὴ καὶ ὄχι γιὰ κάτι ἀξιόποινο.
Ὅμως οἱ Ἀπολογίες τοῦ Μάρτυρος Ἰουστίνου δὲν μετέτρεψαν τοὺς εἰδωλολάτρες, καθ’ ὅσον ἐπὶ ἐπάρχου Ρώμης τοῦ Ἰουνίου Ρουστικοῦ (162 – 167 μ.Χ.), ἄλλοτε παιδαγωγοῦ τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου, πιθανῶς τὸ 165 μ.Χ., ἀποκεφαλίσθηκε μαζὶ μὲ ὁμάδα μαθητῶν του.
Στὸ κοιμητήριο τῆς Πρισκίλλης εὑρέθηκε λίθος ἐνεπίγραφος ποὺ ἔφερε τὰ γράμματα ΜΧΟΥΣΤΙΝΟΣ, δηλαδὴ Μάρτυς Ἰουστίνος, ὁ ὁποῖος ἴσως ἐκάλυπτε τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου.
Ὄχι μικρὸς ἀριθμὸς ἄλλων ἔργων τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἰουστίνου, μαρτυρουμένων ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιο ἢ ἀπὸ μεταγενέστερους συγγραφεῖς, ἔχουν χαθεῖ. Τὰ ἔργα αὐτὰ εἶναι: «Σύνταγμα κατὰ πασῶν τῶν αἱρέσεων», «Κατὰ Μαρκίωνος», «Περὶ ψυχῆς», «Πρὸς Ἔλληνας», «Ἔλεγχος πρὸς Ἕλληνας», «Περὶ μοναρχίας Θεοῦ», «Περὶ Ἀναστάσεως», «Ἑρμηνεία εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν», «Ψάλτης», «Πρὸς Σοφιστὴν Εὐφράσιον περὶ προνοίας καὶ πίστεως», «Διάλογος πρὸς Κρήσκεντα», «Πρὸς Ἰουδαίους».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Φιλοσοφίας ταῖς ἀκτῖσιν ἐκλάμπων, θεογνωσίας ὑποφήτης ἐδείχθης, σοφῶς παραταξάμενος κατὰ τῶν δυσμενῶν· σὺ γὰρ ὡμολόγησας, ἀληθείας τὴν γνῶσιν, καὶ Μαρτύρων σύσκηνος, δι’ ἀθλήσεως ὤφθης· μεθ’ ὧν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ὦ Ἰουστῖνε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν ἀληθῆ, τῆς εὐσεβείας κήρυκα, καὶ εὐκλεῆ, τῶν μυστηρίων ῥήτορα, Ἰουστῖνον τὸν φιλόσοφον, μετ’ ἐγκωμίων εὐφημήσωμεν· δυνάμει γὰρ σοφίας τε καὶ χάριτος, τὸν λόγον κατετράνωσε τῆς πίστεως, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον.
Χάριτι σοφίας καταυγασθείς, ὡς αὐτοσοφίαν, ἐθεράπευσας τὸν Χριστόν, ὑπὲρ οὗ ἐνδόξως, ἀθλήσας Ἰουστῖνε, σὺν τούτῳ εἰς αἰῶνας, δοξάζῃ ἔνδοξε.
Οἱ Ἅγιοι Εὐέλπιστος, Ἱέρακας, Ἰουστίνος, Ἰούστος, Λιβεριανός, Παίωνας, Χαρίτων καὶ Χαρίτη οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες κατάγονταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου (161 – 180 μ.Χ.). Κατηγορηθέντες ὡς Χριστιανοὶ κατὰ τὸν τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν κινηθέντα διωγμό, συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἔπαρχου Ρουστικοῦ. Ὁμολόγησαν μὲ παρρησία τὸν Χριστὸ ὡς Ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ὑπέμειναν τὰ σκληρὰ βασανιστήρια στὰ ὁποῖα ὑπεβλήθησαν. Ἀποκεφαλίσθηκαν, τὸ 166 μ.Χ., περιβληθέντες ἔτσι τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Νέων ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νέων ἐτελειώθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.
Ὁ Ἅγιος Πύρρος
Ὁ Ἅγιος Πύρρος ἦταν Ἐπίσκοπος καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Θεσπέσιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεσπέσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἀλεξάνδρου Σεβήρου (222 – 235 μ.Χ.). Διακρινόταν γιὰ τὸν ἔνθεο ζῆλο ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως καὶ τοὺς ἀγῶνες του ὑπὲρ αὐτῆς. Ἐκήρυττε τὸ θεῖο λόγο καὶ διαλεγόταν μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγήσει πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς στὴν ἀληθινὴ πίστη.
Γιὰ τὴ θεοφιλὴ δράση του συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος Σιμπλικίου, ὁ ὁποῖος τὸν ἐξεβίαζε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Ἅγιος Θεσπέσιος ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει. Γι’ αὐτὸ τὸν κρέμασαν καὶ τοῦ καταξέσκισαν τὶς σάρκες καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔριξαν μέσα σὲ λέβητα μὲ καυτὴ πίσσα καὶ λάδι.
Ὅμως, μὲ τὴ Θεία Χάρη, ὁ Ἅγιος ἐξῆλθε ἀβλαβὴς ἀπὸ τὸ μαρτύριο αὐτό, γενόμενος ἔτσι πρόξενος μεταστροφῆς πολλῶν παρευρισκομένων εἰδωλολατρῶν. Κατόπιν τούτου ὁ Σιμπλίκιος διέταξε τὴν μεταφορά του ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὴ δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θανάτωσή του. Ἦταν τὸ 222 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Φελινὸς καὶ Γρατινιανὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φελινὸς καὶ Γρατινιανὸς ἦταν στρατιῶτες τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καὶ ἐμαρτύρησαν στὴν πόλη Περούτζια τῆς Ἰταλίας, τὸ 250 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Τὰ ἱερὰ λείψανά τους μετεκομίσθησαν, τὸ 979 μ.Χ., στὴν πόλη Ἀρόνα κοντὰ στὸ Μιλάνο.
Ὁ Ἅγιος Ἰσχυρίων ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰσχυρίων καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἦταν ἀξιωματικός. Ἐμαρτύρησε, τὸ 250 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) μαζὶ μὲ πέντε ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες του, ἐπειδὴ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν μνήμη του στὶς 22 Δεκεμβρίου.
Οἱ Ἅγιοι δέκα χιλιάδες Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν στὴν Ἀντιόχεια ἐπὶ αὐτοκράτορος τῶν Ρωμαίων Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.).
Οἱ Ἅγιοι Ρεβεριανὸς καὶ Παῦλος οἱ Ἱερομάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Ρεβεριανὸς, ποὺ ἦταν Ἐπίσκοπος, καὶ Παῦλος ὁ πρεσβύτερος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἰταλία καὶ ἔζησαν τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπεστάλησαν γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο στὴ Γαλλία. Συνελήφθησαν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀουτοὺν καὶ ἐμαρτύρησαν, τὸ 272 μ.Χ., μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανούς, ἐπὶ αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ (270 – 275 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Κρεσκεντιανὸς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κρεσκεντιανὸς ἦταν στρατιώτης καὶ ἐμαρτύρησε, τὸ 287 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), στὴν πόλη Σάλντο τῆς Ἰταλίας, κοντὰ στὸ Καστέλλο.
Ὁ Ἅγιος Φίρμος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φίρμος ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Ἔνθερμος κήρυκας τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, συνελήφθη στὴν Ἀνατολὴ καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἔπαρχου Μάγου, ὁ ὁποῖος τὸν ἐπίεζε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα.
Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει, ἐγυμνώθηκε καὶ ἐμαστιγώθηκε ἀνηλεῶς. Κατόπιν τὸν ἐκρέμασαν καὶ κατέκοψαν τὶς σάρκες του μὲ μάχαιρες. Ἐπιμένων καὶ παρὰ ταῦτα στὴν πίστη του, ἀφοῦ τοῦ συνέτριψαν τὰ ὀστὰ καὶ ἐξάρθρωσαν τὶς ἀρθρώσεις, μετὰ ἀπὸ ἄγριο λιθοβολισμό, ἐτελειώθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, τὸ 299 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Πρόκλος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πρόκλος ἦταν Ρωμαῖος ἀξιωματοῦχος καὶ ἐμαρτύρησε, τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.), στὴν πόλη Μπολόνια τῆς Ἰταλίας.
Ὁ Ἅγιος Σεκοῦνδος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σεκοῦνδος ἄθλησε τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ἀφοῦ τὸν ἔριξαν στὸν ποταμὸ Τίβερη κοντὰ στὴν πόλη Ἀμέλια τῆς Οὐμβρίας τῆς Ἰταλίας.
Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Γεράσιμος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται σὲ Κώδικα τῆς μονῆς Βλατέων.
Ὁ Ἅγιος Φουρτουνάτος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ἅγιος Φουρτουνάτος ἦταν πρεσβύτερος στὴν πόλη Τερριτὰ κοντὰ στὸ σπολέτο τῆς Ἰταλίας. Διακρίθηκε γιὰ τὴ φιλανθρωπία καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, τὸ ὁποῖο τοῦ ἐδώρισε ὁ Κύριος. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 400 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Καρπάσιος τῶν Λερίνων
Ὁ Ὅσιος Καρπάσιος ἔζησε στὴ Γαλλία τὸν 4ο καὶ 5ο αἰώνα μ.Χ. Ἀγάπησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἀσκήτεψε ὡς ἐρημίτης στὶς Λερίνους νήσους. Ἐκεῖ συνδέθηκε πνευματικὰ μὲ τὸν Ὅσιο Ὀνωράτο († 16 Ἰανουαρίου) καὶ τὸ μεγαλύτερο ἀδελφό του Ὅσιο Βενάνδιο († 30 Μαΐου). Μαζὶ ἐπισκέφθηκαν τὶς μοναστικὲς κοινότητες τῆς Ἀνατολῆς, γιὰ νὰ γνωρίσουν ἁγίους ἀσκητὲς καὶ νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ τὸ βίο τους.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ προσκυνηματικοῦ ταξιδίου τους ὁ Ὅσιος Βενάνδιος ἀπέθανε στὴν Ἑλλάδα, ἐνῶ οἱ δύο Ὅσιοι ἐπέστρεψαν στὸ ἀσκητήριό τους. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ὀνωράτος ἵδρυσε μονή, στὴν ὁποία, μετὰ τὴν ἐκλογή του εἰς Ἐπίσκοπον, ἐγκατέστησε ἡγούμενο τὸν Ὅσιο Καρπάθιο.
Ὁ Ὅσιος Καρπάθιος, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 430 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Ρουαδανὸς τῆς Κορνουάλης
Ὁ Ὅσιος Ρουαδανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴ Βρετάνη καὶ ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴν περιοχὴ τοῦ Ταβίστοκ, τῆς Κορνουάλης καὶ τῆς Βρετάνης καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴν πόλη Λοκρονὰν στὴ Βρετάνη.
Ὁ Ἅγιος Οὐϊστάνος ἐξ Ἀγγλίας
Ὁ Ἅγιος Οὐϊστάνος ἦταν υἱὸς τοῦ Βίμμουντ, υἱοῦ τοῦ βασιλέως τῆς Μερσία. Ὅταν ἐκοιμήθησαν ὁ πατέρας καὶ ὁ πάππος του, ὁ μικρὸς Οὐϊστάνος, ὑπὸ τὴν κηδεμονία τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ πάππου του, ἀνῆλθε στὸ θρόνο. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἅγιος ἐμεγάλωσε καὶ προέκοπτε σὲ χάρη καὶ σοφία Θεοῦ καὶ ἀγωνιζόταν νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὅμως ὁ ἐπίτροπος τοῦ θρόνου Βερθούλφιος (840 – 852 μ.Χ.) συνωμότησε μαζὶ μὲ τὸν υἱό του κατὰ τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸ νόμιμο διάδοχο τοῦ θρόνου, καὶ τὸν ἐδολοφόνησαν, τὸ 849 μ.Χ., κατὰ τὴν στιγμὴ ποὺ ἐκεῖνος ἐπλησίαζε τὸν ἐξάδελφό του, γιὰ νὰ τὸν χαιρετήσει.
Τὸ κατακρεουργηθὲν λείψανο τοῦ Ἁγίου ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ τὴ μητέρα του μὲ εὐλάβεια καὶ πολλὰ θαύματα ἐτελέσθηκαν μὲ τὴ μεσιτεία του.
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ὁ Ἀνάργυρος καὶ Ἰαματικός
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ἔζησε στὴ Ρωσία περὶ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου στὰ χρόνια τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου).
Ὁ Ὅσιος πράγματι ἦταν ἀγαπητὸς στὸν Θεὸ καὶ ἔτσι τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἡ φήμη του ἁπλώθηκε παντοῦ καὶ πλήθη πιστῶν ἔρχονταν στὸν Ὅσιο, γιὰ νὰ θεραπευθοῦν.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τὸν ἀποκαλοῦσαν ἰατρό. Ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους, ἐθεράπευσε καὶ τὸν πρίγκιπα τοῦ Τσέρνιγκωφ Βλαδίμηρο Βσεβολόντοβιτς, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε μεγάλος πρίγκιπας τοῦ Κιέβου μὲ τὴν ἐπωνυμία «Μονομάχος».
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται στὸ Σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ Θαυματουργός τοῦ Γλουσέτσκ
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος, κατὰ κόσμον Δημήτριος, ἐγεννήθηκε, πιθανὸν τὸ 1362, στὰ προάστια τῆς πόλεως Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀγαποῦσε τὸ μοναχικὸ βίο. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἄφησε τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ εἰσῆλθε, τὸ 1386/87, στὴ μονὴ Σπασοκαμένσκϊυ.
Ἡγούμενος ἦταν ὁ Διονύσιος ὁ Ἕλλην, μετέπειτα Ἐπίσκοπος Ροστώβ († 1425). Ὁ νεαρὸς Δημήτριος μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρεκάλεσε τὸν ἡγούμενο νὰ τὸν κάνει μοναχό. Ὁ ἡγούμενος Διονύσιος, βλέποντας τὸν ἔνθεο ζῆλο του, προχώρησε στὴ μοναχικὴ κουρὰ καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Διονύσιος, ἐνῶ τὸν ἐμπιστεύθηκε στὴν πνευματικὴ καθοδήγηση κάποιου ἐκ τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς.
Ἐκεῖ ἔζησε γιὰ ἐννέα χρόνια μὲ ὑπακοή, νηστεία καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή, χωρὶς νὰ μειώσει ποτὲ τὴν ἄσκηση μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἄσκηση στὴν ἀγάπη καὶ ἡ ἐργατικότητά του ἔκαναν τὸν Ὅσιο Διονύσιο πολὺ ἀγαπητὸ μεταξὺ τῶν μοναχῶν, ποὺ τὸν ἐθεωροῦσαν ἄνθρωπο μὲ μεγάλο πνευματικὸ βάρος.
Ἀπὸ τὴ μονὴ ἔφυγε, μαζὶ μὲ τὸ μοναχὸ Παχώμιο, μετὰ ἀπὸ εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, μὲ προορισμὸ τὴν ξεχασμένη κοινοβιακὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ ἀναζητώντας τὴν ἡσυχία. Ὁ ἅγιος βίος καὶ ἡ πνευματικὴ σοφία τοῦ Ὁσίου Διονυσίου προσείλκυσαν πολὺ κόσμο.
Ὁ Ὅσιος συμπεριφερόταν πρὸς ὅλους ὡς πραγματικὸς πατέρας. Κατεῖχε, ἐπίσης, τὸ χάρισμα τοῦ ἁγιογράφου, ἐνῶ παράλληλα ἐργαζόταν ὡς μαραγκὸς καὶ σιδηρουργὸς γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς μονῆς.
Δὲν ἐπερνοῦσε λεπτὸ χωρὶς ἀσχολία καὶ ἔτρωγε μόνο ἐλάχιστη τροφή, ὅταν ἐξαντλοῦσε ὅλες του τὶς δυνάμεις. Τὸ 1396, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐχειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Ροστὼβ Γρηγόριο († 1416).
Ὅμως ὁ μοναχὸς Παχώμιος δὲν ἄντεξε τὴ σκληρὴ ἄσκηση καὶ γι’ αὐτὸ ἀναγκάσθηκε καὶ ὁ Ὅσιος Διονύσιος νὰ ἀγκαταλείψει τὸ μέρος ἐκεῖνο μαζί του. Ἐπῆγε ἀνατολικά, στὴ λίμνη Κουμπενσκόε, 15 χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Γκλουσίκα.
Ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο μέρος τὸ ὁποῖο περιέβαλαν δένδρα. Στὸν τόπο αὐτὸ ὕψωσε τὸ σταυρὸ ποὺ μετέφερε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Λουκᾶ καὶ ἀφοῦ κατασκεύασε ἕνα κελί, ἐξεκίνησε ἀπομονωμένος τὴ σκληρὴ ζωὴ τοῦ ἐρημίτου. Μὲ τὸν ἐρχομὸ ἑνὸς στάρετς καὶ μερικῶν ἄλλων ἀδελφῶν, οὁ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ μείνουν μαζί του, περὶ τὸ 1400, ἐδημιούργησε μία μικρὴ μοναχικὴ ἀδελφότητα.
Ἐκαλλιεργήθηκε ἔτσι ἡ σκέψη νὰ κτιστεῖ ἕνα μοναστήρι. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πρίγκιπος τῆς περιοχῆς, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ πατέρας τοῦ πρίγκιπος Ἰωάσαφ, ποὺ ἔγινε καὶ αὐτὸς μοναχός, ἐστάλησαν ἐργάτες καὶ ἐξεκίνησε ἡ οἰκοδόμηση τοῦ μοναστηριοῦ.
Τὸ 1402, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐπῆγε στὸ Ροστὼβ προκειμένου νὰ πάρει τὴν ἄδεια τοῦ Ἐπισκόπου Γρηγορίου γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς νέας μονῆς. Ὁ Ἐπίσκοπος συμβούλευσε τὸν Ὅσιο νὰ ἱδρύσει κοινόβια μονή, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν προσωπικὴ περιουσία οἱ μοναχοὶ καὶ νὰ ζοῦν μὲ κοινοκτημοσύνη κατὰ τὸ πρότυπο τῶν Ἀποστόλων. Τὸ 1403, ἐτελείωσε ὁ ξύλινος ναὸς τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀφιερωμένος στὴ Κυρία Θεοτόκο.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ πατέρες τῆς μονῆς ἦταν περὶ τοὺς 15 καὶ ἐμόναζαν σύμφωνα μὲ τοὺς αὐστηροὺς κοινοβιακοὺς κανόνες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Καθὼς αὐξανόταν σταδιακὰ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς, τὸ 1412, ἐκτίσθηκε μία καινούργια ἐκκλησία, καὶ αὐτὴ ἀφιερωμένη στὴν Παναγία.
Ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν ἐρημικὴ ζωὴ ἦταν ριζωμένη στὴν καρδιὰ τοῦ Ὁσίου Διονυσίου καὶ τὸν προκαλοῦσε νὰ ἐγκατασταθεῖ σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο καὶ κρυφὸ τόπο. Ἔτσι ἀπεφάσισε νὰ μεταβεῖ 4 χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴ μονὴ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Γλουσίκα, περιοχὴ ποὺ ἀργότερα ὀνομάστηκε Σονσοβέτς.
Ἐκεῖ διέμενε σὲ ἄγνοια τῶν μοναχῶν, προσευχόμενος καὶ νηστεύοντας αὐστηρά.
Μετὰ ἀπὸ μεγάλες πιέσεις τῶν ἄλλων μοναχῶν ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι, ἀλλὰ ἀποφάσισε νὰ κτίσει μικρὰ ἀσκηταριὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Σονσοβὲτς γιὰ τοὺς μοναχοὺς ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἀποσυρθοῦν στὴν ἔρημο. Τὸ 1419, ἐπῆγε ἐκ νέου στὸ Ροστὼβ προκειμένου νὰ πάρει τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου γιὰ τὸ νέο μοναστήρι.
Ὁ Ἐπίσκοπος, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογία του, τοῦ προσέφερε μία εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βρεφοκρατούσας καὶ διάφορα ἄλλα σκεύη γιὰ τὸ ναό. Ἔτσι στὸ Σονσοβὲτς ἐκτίστηκε, τὸ 1420, μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ Ὅσιος Διονύσιος κατάφερε νὰ ἐξασφαλίσει τὴν οἰκονομικὴ βοήθεια τοῦ πρίγκιπος Γεωργίου, τοῦ ὁποίου διασώζονται τρεῖς ἐπιστολὲς περὶ τῶν δωρεῶν του.
Περὶ τὸ 1422, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐγκατέλειψε τὸ μοναστήρι τοῦ Γλουσίκα καὶ τὴν ἡγουμενία, γιὰ νὰ ζήσει ἀκόμη πιὸ ἀσκητικὰ μὲ μερικοὺς μοναχοὺς στὸ Σονσοβέτς.
Ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ ἡ ἐλεημοσύνη ἦταν ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ τῆς πνευματικότητος τοῦ Ὁσίου Διονυσίου. Σὲ περιόδους πείνας πολλοὶ ἦσαν ἐκεῖνοι ποὺ κατέφευγαν στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ πάρουν λίγο ψωμὶ καὶ ὅ,τι ἄλλο μποροῦσε νὰ τοὺς διαθέσει.
Διέθετε ἀκόμη καὶ τὸ ἰδικό του φαγητὸ στοὺς ἐνδεεῖς. Οἱ ἀδελφοὶ τῆς μονῆς κάποιες φορὲς δὲν κατανοοῦσαν αὐτὴ τὴ γενναιοδωρία τοῦ Ὁσίου Διονυσίου, ἡ ὁποία κάποιες φορὲς ἀπειλοῦσε νὰ ἐξαντλήσει ἀκόμη καὶ τὶς λιγοστὲς προμήθειες τῆς μονῆς.
Στὴ βιογραφία τοῦ Ὁσίου Διονυσίου καταγράφεται τὸ παρακάτω περιστατικό: «Ἕνας νέος μεταμφιέσθηκε σὲ ζητιάνο μὲ τὴν καθοδήγηση τῶν μοναχῶν. Αὐτὸς ἐπῆγε στὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ καὶ ἐζήτησε βοήθεια ἀπὸ τὸν Ὅσιο Διονύσιο. Ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε χρήματα, ἀλλὰ τὸ ἴδιο βράδυ οἱ μοναχοὶ ἀπεκάλυψαν στὸν Ὅσιο τί εἶχαν κάνει δίδοντάς του πίσω τὰ χρήματα ποὺ εἶχε δώσει στὸ νέο.
Ὁ Ὅσιος, χωρὶς νὰ θυμώσει, τοὺς εἶπε ὅτι ἐφ’ ὅσον εἶναι ἐντολὴ τοῦ Κυρίου νὰ κάνουμε τὸ καλὸ θὰ πρέπει νὰ σταματήσουν νὰ τοῦ ὑποδεικνύουν νὰ πάψει νὰ εἶναι ἐλεήμων. Κατηχώντας τοὺς ἄλλους μοναχούς, ἔλεγε: «Παιδιά μου, μὴ φοβᾶσθε τοὺς κόπους ποὺ ἔχει ἡ ἔρημος καὶ μὴν ἀφήνετε τὴν ἄσκηση. Μέσα ἀπὸ πολλὲς δοκιμασίες θὰ φθάσουμε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ἐλευθερωθεῖτε μὲ τὴ νηστεία ἀπὸ κάθε χοϊκὸ καὶ φθαρτὸ πράγμα. Ἡ προσευχή μας πρέπει νὰ πηγάζει ἀπὸ τὴν καθαρὴ καρδιά μας καὶ θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε ταπεινοί. Σχετικὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη σᾶς ὑπενθυμίζω τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες». Ἂς εἴμαστε ἐλεήμονες ἀπέναντι σὲ ὅλους καὶ ὁ Κύριος θὰ δείξει ἔλεος καὶ σὲ ἐμᾶς, διότι ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ μόνον ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του».
Ἑπτὰ χρόνια πρὶν τὴν κοίμησή του ὁ Ὅσιος ἔσκαψε τὸν τάφο του καὶ κάθε ἡμέρα τὸν ἐπισκεπτόταν. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐκαλλιεργοῦσε στὴν καρδιά του τὴ μνήμη τοῦ θανάτου.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1437, σὲ ἡλικία ἑβδομήντα πέντε ἐτῶν.
Ὁ Ἅγιος Σίος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Σίος (Γκαρεγκέλι) ἔζησε στὴ Γεωργία τὸ 17ο καὶ 18ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴν ἔρημο τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ στὴν ἀνατολικὴ Γεωργία καὶ ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους τοῦ Καυκάσου, τὸ 1700.
Σύναξις τῶν Ἁγίων Δαβίδ, Γαβριὴλ καὶ Παύλου Ὁσιομαρτύρων ἐκ Γεωργίας
Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Ὁσιομαρτύρων Δαβίδ, Γαβριὴλ καὶ Παύλου τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 17 Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ βίος τους.
Μνήμη θαύματος ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου Λευκάδος ἐκ τῆς πανώλης
Τὸ νησὶ τῆς Λευκάδος περὶ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνος μ.Χ. ἐπέρασε μία μεγάλη δοκιμασία ἀπὸ τὸ λοιμὸ τῆς πανώλης. Μὲ βάση διάφορα στοιχεῖα, 1.800 κάτοικοι ἀφανίσθηκαν ἀπὸ τὴν «πανούκλα». Ἐπίσης ἡ Ἑνετικὴ φρουρὰ ἀποδεκατίσθηκε. Τὸ ἴδιο καὶ ὁλόκληροι οἰκισμοί, ὅπως τὰ Κολυβάτα τοῦ ὀρεινοῦ χωριοῦ Ἀλέξανδρος.
Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1743, ὁ Ἱερομόναχος Ματθαῖος μετέφερε στὴ Λευκάδα ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ Δουσίκου, κοντὰ στὰ Τρίκαλα, τὴν τίμια κάρα τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος, Ἀρχιεπισκόπου Λαρίσης († 14 Σεπτεμβρίου). Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου οἱ Λευκαδίτες ἐσώθησαν ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἀσθένεια.
Ἀνήγειραν μάλιστα ναὸ πρὸς τιμήν του στὸ χῶρο ὅπου εἶχε στηθεῖ προηγουμένως τὸ λοιμοκαθαρτήριο καὶ τὸν παρεχώρησαν ὡς μετόχι στὴ μονὴ Δουσίκου. Ἡ περιοχὴ ἐκείνη μέχρι σήμερα ὀνομάζεται «Ἁγία Κάρα».
Ὠφέλιμος Διήγησις γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου
Στὴν πόλη Γαλατία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἐζοῦσε κάποιος γεωργός, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Μέτριος. Αὐτός, λοιπόν, ἔβλεπε τὴν οίκογένεια τοῦ γείτονά του, ποὺ εἶχε υἱούς, καὶ τοὺς προετοίμαζε, γιὰ νὰ γίνουν στελέχη τῆς βασιλικῆς αὐλῆς. Τότε ὁ Μέτριος μὲ παράπονο ἀπευθύνθηκε στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἱκέτευσε νὰ τοῦ χαρίσει υἱό, γιὰ νὰ τὸν ἔχει ὡς καταφύγιο καὶ παρηγοριὰ στὰ γηρατειά του.
Μετὰ τὴν προσευχή του μετέβη σὲ ἕνα πανηγύρι ποὺ ἐγινόταν μία φορὰ τὸν χρόνο στὴν Παφλαγονία. Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἐσταμάτησε, γιὰ νὰ ξεκουρασθεῖ καὶ νὰ ποτίσει τὸ ζῶο του, σὲ ἕνα δάσος. Ἐκεῖ εὑρῆκε ἕνα σακούλι, τὸ ὁποῖο περιεῖχε χίλια πεντακόσια χρυσὰ νομίσματα.
Χωρὶς νὰ τὸ ἀνοίξει, τὸ ἐπῆρε καὶ τὸ ἐπῆγε στὴν οἰκία του. Τὸν ἑπόμενο χρόνο ὁ Μέτριος ξαναπῆγε στὴν πανήγυρη τῆς Παφλαγονίας. Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ καὶ πάλι ἐσταμάτησε στὸ δάσος καὶ παρατηροῦσε τοὺς διερχόμενους ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν τόπο. Τότε ἐφάνηκε κάποιος, ὁ ὁποῖος ἔψαχνε κάτι καὶ ἦταν γεμάτος ἀπὸ θλίψη καὶ στενοχώρια.
Ὁ Μέτριος τὸν ἐρώτησε τί ἔχει καὶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἦταν ἔμπορος καὶ πέρυσι εἶχε πουλήσει πολλὰ ἐμπορεύματα στὴν πανήγυρη, ἀλλὰ ἔχασε τὰ χρήματα ποὺ ἐκέρδισε.
Τότε ὁ Μέτριος ἔβγαλε καὶ τοῦ παρέδωσε τὸ σακούλι μὲ τὰ νομίσματα. Ὁ ἔμπορος τὰ ἔχασε. Δὲν ἤξερε πῶς νὰ ἀντιδράσει. Ὁ Μέτριος τοῦ ἐξήγησε τί εἶχε συμβεῖ καὶ ἐκεῖνος, θέλοντας νὰ τὸν εὐχαριστήσει, ἔβγαλε καὶ τοῦ πρόσφερε πεντακόσια νομίσματα. Ὁ Μέτριος δὲν θέλησε νὰ στερήσει ἀπὸ τὸν ἔμπορο τὸν κόπο του καὶ ἀρνήθηκε. Ἔτσι, ἀφοῦ καὶ οἱ δύο ἐδόξασαν τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀποχωρίσθηκαν.
Τὸ ἴδιο βράδυ, ποὺ ὁ Μέτριος ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ, εἶδε στὸν ὕπνο του Ἄγγελο Κυρίου, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔφερε τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα ὅτι θὰ ἀποκτήσει υἱό, θὰ τὸν ὀνομάσει Κωνσταντίνο καὶ θὰ φέρει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὸν οἶκό του.
Πράγματι! Ἡ σύζυγος τοῦ Μετρίου ἔτεκε υἱό, τὸν ὁποῖο ἀνέθρεψε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου καὶ τὸν ἀπέστειλε γιὰ σπουδὲς στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ αὐτοκράτορας τοῦ ἔδωσε τὸν τίτλο τοῦ πατρικίου καὶ αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του προσέφερε πολλὰ ἀγαθὰ στοὺς γονεῖς του.
Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ Θεὸς ἀντάμειψε τὴν τιμιότητα καὶ τὸ ἦθος ἑνὸς ἁπλοῦ γεωργοῦ, τοῦ Μετρίου, ὁ ὁποῖος δὲν ὑπέκυψε στὸς πειρασμὸ τῆς φιλαργυρίας, ἀλλ’ ἐμπιστεύθηκε τὴ ζωή του στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου.