Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιουνίου 10, 2011

Ο μύθος της κοινής «ιουδαιο-χριστιανικής παράδοσης» (Μέρος 1)

«Η Ιουδαιο-χριστιανική μας παράδοση ήταν η βάση της Αμερικάνικης νομοθεσίας και θα συνεχίσει να είναι η δύναμη που θα μας οδηγεί στην δημιουργία της μελλούσης νομοθεσίας» - Sarah Palin στο Fox News.
- Ο όρος "Judeo-Christian" (Ιουδαιο-χριστιανικός) χρησιμοποιείται στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1940 και αναφέρεται στα «κοινά ηθικά πρότυπα» του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης θέλοντας να τονίσει τη αρχαία σύνδεση μεταξύ Χριστιανισμού και Ιουδαϊσμού. Η παλαιότερη χρήση του όρου "Judeo-Christian" καταγράφεται το 1829 στο περιοδικό του Εβραίου χριστιανού ιεραποστόλου Joseph Wolff.

Η παλαιότερη γερμανική χρήση του όρου ‘judenchristlich’ είχε μία αρνητική έννοια και μπορεί να βρεθεί στα γραπτά του Φρίντριχ Νίτσε, και στο βιβλίο του «Ο Αντίχριστος», του 1895.
Οι υποστηρικτές της ιουδαιο-χριστιανικής αντίληψης θεωρούν ότι ο Χριστιανισμός είναι ο κληρονόμος του Βιβλικού Ιουδαϊσμού, καθώς και ότι η όλη λογική του χριστιανισμού ως θρησκεία είναι ότι υπάρχει (μόνο) ως θρησκεία που βασίζεται στον Ιουδαϊσμό.
Η χριστιανική Δεξιά στις ΗΠΑ επικαλούνται τον όρο σε μια προσπάθεια «να αποκαταστήσουν τις ιουδαιο-χριστιανικές αξίες σε μια χώρα που βρίσκεται σε βαθιά ηθική παρακμή».
Κατά τη δεκαετία του 1950 οι αμερικάνοι συντηρητικοί τονίζουν τις ιουδαιο-χριστιανικές ρίζες των αξιών. Ο οικονομολόγος Elgin Groseclose εξηγεί το 1958, ότι ήταν οι ιδέες "που προέρχονται από τις ιουδαιο-χριστιανικές Γραφές που έκαναν αυτή τη χώρα οικονομική και βιομηχανική δύναμη."
Στην φώτο: Μνημείο με τις Δέκα Εντολές έξω από το Κτίριο της Πολιτείας του Τέξας.
Η χρήση του όρου, φαίνεται να εξασθενεί, μετά το 2001 και τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, με τα mainstream μέσα ενημέρωσης να κάνουν χρήση του όρου λιγότερο, προκειμένου να τονισθεί το πολυπολιτισμικό πρόσωπο της Αμερικής.

Το άρθρο που ακολουθεί είναι από το New Dawn Magazine Νο.23 Φεβρουάριος-Μάρτιος 1994 - το βρήκα στο Information Clearing House / Μετ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ (λίγο πρόβλημα είχα στην απόδοση των όρων ‘Jew’, ‘Jewish’, ‘Judaism’ ‘Judean’).
Αυτή είναι μια εποχή στην οποία την θέση της είδησης έχει πάρει η προπαγάνδα, και της εκπαίδευσης η πλύση εγκεφάλου και η κατήχηση. Από τις διαφημίσεις που χρησιμοποιούνται για την πώληση κακής ποιότητας προϊόντων, με τις τάξεις στα σχολεία που αποσκοπούν να καταστήσουν τα παιδιά υποχείρια ρομπότ του κράτους, η τέχνη της πειθούς έχει εκτοπίσει την απλή αρετή της αλήθειας.
Από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, έχουμε βομβαρδιστεί από όλες τις πλευρές, με αναφορές για την «ιουδαιο-χριστιανική θρησκεία» του δυτικού κόσμου και την «ιουδαιο-χριστιανική κληρονομιά μας». Μας λένε ακόμα και οι εκκλησιαστικοί ηγέτες ότι η κοινωνία μας στηρίζεται σε μια υποτιθέμενη «ιουδαιο-χριστιανική παράδοση».

Η έννοια της «ιουδαιο-χριστιανικής θρησκείας» αποτελεί αναμφισβήτητα – ένα σχεδόν ιερό και απαραβίαστο - μέρος τόσο της κοσμικής όσο και της εκκλησιαστικής σκέψης. Ο Αμερικάνος χριστιανός ηγέτης Καθ. Χ. Franklin Littel, υποστηρικτής του σιωνιστικού κράτους, με ειλικρίνεια δήλωσε ότι "το να είσαι Χριστιανός, σημαίνει να είσαι Εβραίος" και ότι, κατά συνέπεια, είναι καθήκον το κάθε χριστιανού να υποστηρίζει την «γη του Ισραήλ» πάνω απ 'όλα. Ο Pat Boon, ο τραγουδιστής και ευαγγελιστής, είπε ότι υπάρχουν δύο είδη Ιουδαϊσμού, ένας ο ορθόδοξος και άλλος ο χριστιανικός.
Ωστόσο, μια τέτοια αποφασιστική προοπτική Χριστιανικού Σιωνισμού είναι να πούμε το λιγότερο, άγρια ​​απλουστευτική και βαθιά ανιστορική. Δεδομένου ότι ο έξυπνος Εβραίος συγγραφέας, Joshua J. Adler, επισημαίνει, «Οι διαφορές μεταξύ του Χριστιανισμού και του Ιουδαϊσμού είναι πολύ περισσότερες από ότι απλά πιστεύεται ότι έγκειται μόνο στην διαφορά για το αν ο Μεσσίας έχει ήδη εμφανιστεί ή αναμένεται ακόμα, όπως ορισμένοι θέλουν να λένε".
Οι παρατηρήσεις του Εβραίου συγγραφέα S. Levin, μπορουν να εξηγήσουν την ανάγκη των χριστιανών για τον ιουδαιο-χριστιανικό μύθο. Γράφοντας στο ισραηλινό περιοδικό ‘Biblical Polemics’, ο Levin καταλήγει: «Εξάλλου, λατρεύουμε τον ίδιο Θεό», είναι το μόνιμο επιχείρημα των χριστιανών προς τους Εβραίους, αλλά ποτέ των Εβραίων προς τους χριστιανούς. Ο Εβραίος ξέρει ότι δεν λατρεύει τον Χριστό-Θεό αλλά τα ‘χριστιανικά ορφανά’ πρέπει να λατρεύουν το Θεό του Ισραήλ και έτσι, έχει την πρώτη κίνηση (πλεονέκτημα) εύκολα και αβασάνιστα βγαλμένη από τα χείλη του. Πρόκειται για μια αυστηρά μονομερή επιβεβαίωση, που περιορίζεται στον ισχυρισμό του Θεού του Ισραήλ, αλλά χωρίς καμία αναφορά σε άλλους θεούς . Ο Χριστιανός ποτέ δεν αντιμετωπίζει τον μουσουλμάνο ή τον ινδουιστή με το «Άλλωστε, λατρεύουμε τον ίδιο Θεό".
Πίσω το 1992, τόσο το περιοδικό Newsweek όσο και η ισραηλινή εφημερίδα Jerusalem Post ταυτόχρονα παρουσίασαν εκτενή άρθρα που εξέταζαν τις ρίζες του ιερού χριστιανο-ϊουδαϊκού μήνα του μέλιτος!
Η επικεφαλίδα του άρθρου στο Newsweek ήταν η εξής: "Οι πολιτικοί καταφεύγουν στην ιουδαιο-χριστιανική παράδοση, αλλά οι θρησκευτικοί μελετητές λένε ότι δεν υπάρχει πια." Το άρθρο της Jerusalem Post έλεγε: «Ο αντισημιτισμός είναι ένα άμεσο αποτέλεσμα της διδασκαλίας της Εκκλησίας, την οποία οι χριστιανοί ίσως πρέπει να επανεξετάσουν".
"Για τους μελετητές της αμερικανικής θρησκείας», δηλώνει το Newsweek, «η ιδέα μιας ενιαίας ιουδαιο-χριστιανικής παράδοσης είναι ένας ‘made-in- America μύθος’ που πολλοί από αυτούς δεν τον θεωρούν πλέον ότι ισχύει". Παραθέτει τα λόγια διαπρεπούς μελετητή του Ταλμούδ, του Jacob Neusner: «Θεολογικά και ιστορικά, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, η ιουδαιο-χριστιανική παράδοση. Είναι ένας κοσμικός μύθος που ευνοείται από ανθρώπους που δεν είναι πραγματικά πιστοί οι ίδιοι.."

Το Newsweek επικαλείται αρχές που αναφέρουν ότι «η ιδέα μίας κοινής ιουδαιο-χριστιανικής παράδοσης εμφανίστηκε πρώτα στα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά δεν κέρδισε τη λαϊκή υποστήριξη μέχρι το 1940, ως μέρος της αμερικανικής αντίδρασης στο ναζισμό..», Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι "Από τότε, τόσο οι Εβραίοι όσο και οι χριστιανοί μελετητές έχουν αναγνωρίσει ότι – πέρα από γεωπολιτικά παιχνίδια – ο Ιουδαϊσμός και ο Χριστιανισμός είναι διαφορετικές, ακόμα και αντίπαλες θρησκείες".
Η Jerusalem Post κατηγόρησε την Χριστιανική Εκκλησία ότι είναι υπεύθυνη για το Ολοκαύτωμα. Ο Γάλλοεβραίος μελετητής Ζυλ Ισαάκ ανέφερε: "χωρίς τους αιώνες της χριστιανικής κατήχησης, του κηρύγματος και της ύβρης, οι Χιτλερικές διδασκαλίες, η προπαγάνδα και η ύβρις δεν θα ήταν δυνατές".
«Το πρόβλημα», καταλήγει η Jerusalem Post, "δεν είναι, όπως ορισμένοι υποστηρίζουν, ότι ορισμένοι χριστιανοί ηγέτες παρεξέκλιναν από την χριστιανική διδασκαλία και συμπεριφέρθηκαν με έναν μη-χριστιανικό τρόπο. Είναι οι ίδιες οι διδασκαλίες που φταίνε».
Ο Joshua Jehouda, εξέχων Γαλλο-εβραίος ηγέτης, παρατήρησε στα τέλη του 1950: «Η σημερινή έκφραση «ιουδαιο-χριστιανικό, ιουδαιο-χριστιανική κλπ» είναι ένα σφάλμα που άλλαξε την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας από την σύγχυση που έχει σπαρθεί στο μυαλό των ανθρώπων, σαν από αυτό κάποιος θα έπρεπε να κατανοήσει την εβραϊκή καταγωγή του Χριστιανισμού... Αν ο όρος «Judaeo-Christian» δείχνει μια κοινή καταγωγή, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για μια εξαιρετικά επικίνδυνη ιδέα. Στηρίζεται σε μία «contradictio in abjecto», η οποία έχει ορίσει τη διαδρομή της ιστορίας σε λάθος δρόμο. Συνδέει σε μία ανάσα δύο ιδέες που είναι εντελώς ασυμβίβαστες, επιδιώκει να αποδείξει ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ της ημέρας και της νύχτας ή του ζεστού και του κρύου ή του μαύρου και του άσπρου, και, συνεπώς, εισάγει ένα θανατηφόρο στοιχείο σύγχυσης σε μια βάση πάνω στην οποία ορισμένοι, ωστόσο, προσπαθούν να κατασκευάσουν έναν πολιτισμό. " (L'Antisemitisme Miroir du Monde σελ. 135-6).

Ποια είναι η αλήθεια;
Υπάρχει συνεπώς, κάποια αλήθεια σε αυτό τον όρο «ιουδαιο-χριστιανικό»; Είναι ο Χριστιανισμός που προέρχεται από τον Ιουδαϊσμό; Μήπως ο Χριστιανισμός έχει κάτι κοινό με τον Ιουδαϊσμό;
Επανεξετάζοντας την δυτική χριστιανική ιστορία των τελευταίων δύο χιλιάδων χρόνων, δεν υπάρχει πραγματικά κανένα αποδεικτικό στοιχείο μιας «ιουδαιο-χριστιανικής παράδοσης» και αυτό δεν έχει διαφύγει της προσοχής των ειλικρινών χριστιανών και εβραίων σχολιαστών.
Ο Εβραίος μελετητής και σιωνιστής δρ Joseph Klausner στο βιβλίο του «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ» εξέφρασε την ιουδαϊκή άποψη ότι «υπάρχει κάτι που βρίσκεται σε αντίθεση με τις θεώρηση του Ισραήλ για τον κόσμο» στη διδασκαλία του Χριστού, «μια νέα διδασκαλία τόσο ασυμβίβαστη με το πνεύμα του Ιουδαϊσμού», που περιέχει "μέσα της τα μικρόβια από τα οποία θα μπορούσε και θα έπρεπε να αναπτυχθεί σε βάθος χρόνου μία μη-εβραϊκή και ακόμα και αντι-εβραϊκή διδασκαλία. "
Ο Δρ Klausner αναφέρει τον διαπρεπή χριστιανικό θεολόγο, Adolf Harnack, ο οποίος στο τελευταίο του έργο απέρριψε την υπόθεση της εβραϊκής καταγωγής του δόγματος του Χριστού: «Σχεδόν κάθε λέξη που δίδαξε έμελε να προέλθει από οριστικό και καθολικό ενδιαφέρον για τον άνθρωπο. Τα μεσσιανικά χαρακτηριστικά καταργούνται εξ ολοκλήρου, και ουσιαστικά καμία σημασία δεν αποδίδεται στον Ιουδαϊσμό στα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος του Ιησού".
Ο Gershon Mamlak, ένας βραβευμένος Εβραίος σιωνιστής πνευματικός, πρόσφατα ισχυρίστηκε ότι η «παράδοση του Ιησού» είναι ουσιαστικά η απόλυτη επέκταση του αρχαίου Ελληνισμού και έρχεται σε άμεση σύγκρουση με το ρόλο της Ιουδαϊκής θρησκείας "του Εκλεκτού λαού".
Ο Δρ Mamlak, γράφοντας στο περιοδικό του ‘Jewish thought Midstream’ του Ιδρύματος Theodor Herzl Foundation’, υποστηρίζει ότι η επικρατούσα θεωρία ότι ο Χριστιανισμός ξεκίνησε στην πνευματική σφαίρα του Ιουδαϊσμού «είναι αγκυροβολημένη σε μια διττή παρανόηση: 1) ότι η μοναδικότητα του Ιουδαϊσμού περιορίζεται στο μονοθεϊστική ιδέα περί Θεού και 2) ο διαχωρισμός μεταξύ της ‘κλίκας’ του Ιησού και του Ιουδαϊσμού θεωρείται ως το αποτέλεσμα της υιοθέτησης των πρώτων δογμάτων της Χριστολογίας».
Η πρώτη παρανόηση σημαίνει: "Όταν η σχέση της κλίκας του Ιησού με τον Ιουδαϊσμό αξιολογείται από την κοινή πίστη στον Έναν, την υποχρέωση του πιστού να εκτελέσει το Νόμο του Ενός και την αναγνώριση του Εκλεγμένου Έθνους του Ισραήλ ως το πιστού οργάνου του Ενός, γίνεται κατ 'εξοχήν αντι-Ιουδαϊσμός!"
Κατά την άποψη του Gershon Mamlak, "Η σύγκρουση μεταξύ Ιουδαϊσμού και της παράδοσης του Ιησού υπερβαίνει το πλαίσιο της θεολογίας. [Η παράδοση του Ιησού], ήταν η κοσμοπολίτικη παραίτηση του εθνικού φαινομένου σε μία γενική και ακραία εχθρότητα προς την ιδέα περί Ισραήλ ως Εκλεγμένου Έθνους ως του θεϊκού μέσου για την τελειοποίηση του κόσμου".
Προφανώς η έννοια της κοινής ιουδαιο-χριστιανικής παράδοσης έχει να κάνει περισσότερο με τις μετά το 1945 πολιτικές και ένα συγκεκριμένο πλαίσιο «δημοσίων σχέσεων» από ό, τι με την ιστορική και βιβλική πραγματικότητα. Παρόλα αυτά αρκετοί σύγχρονοι χριστιανοί συγγραφείς έχουν καταφέρει να παρουσιάσουν ορισμένους στίχους της Καινής Διαθήκης στην προσπάθεια να δοθεί μια Βιβλική βάση για την επιχειρηματολογία τους.
Η σύγχυση όσον αφορά την προέλευση του Ραββινικού Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού είναι η ρίζα του εβραιο-χριστιανικού μύθου.

Οι Βιβλικοί μελετητές Robert and Mary Coote δείχνουν καθαρά στο βιβλίο τους ‘Power, Politics and the Making of the Bible’ (‘Εξουσία, Πολιτική και η Δημιουργία της Βίβλου’) ότι ούτε ο Χριστιανισμός είναι ένα ‘μπάλωμα’ του Ιουδαϊσμού, ούτε ο Ραββινικός Ιουδαϊσμός είναι αυτόματα συνώνυμος με την θρησκεία του Μωυσή και των αρχαίων Εβραίων.
Οι Cootes παρουσιάζουν το θρησκευτικό κλίμα στην Ιουδαία δύο χιλιετίες πριν: «Οι σέκτες, οι πρακτικές και οι γραφές και των δύο ομάδων, των ραβίνων και των επισκόπων, διέφεραν από αυτές του ναού. Έτσι διατηρούμε τους όρους Εβραίος, εβραϊκό και Ιουδαϊσμός για τους ραβίνους και εκείνους ήταν υπό την κυριαρχία τους και χρησιμοποιούμε το Ιουδαίος, σε αντίθεση με το έθιμο, για την κοινή πηγή του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού ...."
"Παρά την φαινομενική συγχώνευση των Ιουδαίων και των Εβραίων, ακόμη και σε ορισμένα χωρία της Καινής Διαθήκης και από τους ραβίνους που έγιναν ηγεμόνες της Παλαιστίνης στον τρίτο αιώνα και συνέχισαν να χρησιμοποιούν τα εβραϊκά και τα αραμαϊκά περισσότερο από τα ελληνικά, οι ρίζες του Χριστιανισμού δεν ήταν εβραϊκές. Ο Χριστιανισμός δεν ήταν απόρροια του Ιουδαϊσμού των Φαρισαίων, αλλά προέκυψε όπως και ο Ιουδαϊσμός, από τον ευρύτερο Ιουδαϊκό περίγυρο του πρώτου αιώνα. Τόσο οι Χριστιανοί όσο και οι Εβραίοι προήλθαν από τον προ του 70 μ.Χ. Ιουδαϊσμό ως κληρονόμοι των ομάδων που επρόκειτο να αναλάβουν το ρόλο των πρώτων φυλάκων ή διερμηνέων των Γραφών, καθώς αναπτύσσονται σε παράλληλες διαδρομές η μία με την άλλη". (Power, Politics, and the Making of the Bible).

Τα λίγα «αποδεικτικά χωρία» της Καινής Διαθήκης που χρησιμοποιούνται από τους Χριστιανούς Σιωνιστές και κοσμικούς υποστηρικτές του σύγχρονου ιουδαιο-χριστιανικού μύθου είναι προϊόν κακής μετάφρασης. Ο Μεσσιανικός Εβραίος συγγραφέας Malcolm Lowe στο άρθρο του "Ποιοι είναι οι Ιουδαίοι;" ("Who Are the Ioudaioi?") καταλήγει στο συμπέρασμα, όπως ο Ρόμπερτ και Μαίρη Coote, ότι η ελληνική λέξη "Ioudaioi" στην Καινή Διαθήκη θα πρέπει να μεταφραστεί ως «Ιουδαίοι» ("Judeans") και όχι με το συνηθισμένο "Εβραίοι" ("Jews"). Ο Ισραηλινός λόγιος Ντέιβιντ Στερν, επίσης, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, όταν μετέφρασε την Εβραϊκή Καινή Διαθήκη.
Λίγοι Χριστιανοί γνωρίζουν ότι οι μεταφραστές της Αγίας Γραφής μεταφράζουν συχνά λάθος τη λέξη "Εβραίος" από τέτοιες λέξεις όπως "Ioudaioi" (που σημαίνει από την γεωγραφική περιοχή, την Ιουδαίας). Η λέξη Ιουδαίος, μεταφράζεται λάθος ως «Εβραίος» στην Καινή Διαθήκη, χωρίς να εννοεί κάποια σταθερή θρησκευτική χροιά, αλλά απλά χρησιμοποιούταν για τον προσδιορισμό των μελών του αυτόχθονος πληθυσμού της γεωγραφικής περιοχής που είναι γνωστή ως Ιουδαία.
Επίσης, είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι στις Γραφές, οι όροι «Ισραήλ», «Ιούδας» και «Εβραίος» δεν είναι συνώνυμοι, ούτε είναι ο Οίκος του Ισραήλ, συνώνυμος με τον Οίκο του Ιούδα. Το μάθημα της ιστορίας είναι πολύ διαφορετικό για τους λαούς που ταξινομούνται ορθά κάτω από αυτούς τους τίτλους. Κατά συνέπεια, το έγκυρο εβραϊκό Αλμανάκ του 1980 λέει, «Για την ακρίβεια είναι λάθος να λέτε έναν αρχαίο Ισραηλίτη «Εβραίο» (Jew) ή να λέτε ένα σύγχρονο Εβραίο «Ισραηλίτη» (Israelite) ή Εβραίο (Hebrew).
Ένας αρθρογράφος γράφοντας στην The Dearborn Independent, στο Μίτσιγκαν πίσω το 1922, συνόψισε τα προβλήματα ως εξής:. "Ο άμβωνας έχει επίσης την αποστολή να απελευθερώσει την Εκκλησία από το λάθος ότι ο Ιούδας και ο Ισραήλ είναι έννοιες συνώνυμες. Η ανάγνωση των Γραφών που συγχέουν τη φυλή του Ιούδα με το Ισραήλ, και που ερμηνεύουν κάθε αναφορά για το Ισραήλ ότι ισοδυναμεί με τους Εβραίους, αποτελεί τη ρίζα της μισής σύγχυσης και διαίρεσης που είναι ανιχνεύσιμες στη χριστιανική δογματική".
Από τον ΚΟΚΚΙΝΟ ΟΥΡΑΝΟ...

Πέμπτη, Ιουνίου 09, 2011

Ο Άγιος Ιεράρχης Δαβίδ της Ουαλίας


Ο Άγιος Ιεράρχης Δαβίδ της Ουαλίας,
Επίσκοπος της Μενέβια (†601)
Ο ΑΓΙΟΣ ΔΑΒΙΔ γεννήθηκε τον έκτο αιώνα στην Ουαλία. Από νεαρά ηλικία εκάρη μοναχός και σπούδασε πολλά χρόνια όντας ιερέας. Σύμφωνα με μια παράδοση εξελέγη Επίσκοπος από τον Πατριάρχη της Ιερουσαλήμ, όταν ο Δαβίδ πήγε εκεί για να προσκυνήσει. Εργάστηκε σκληρά για να διαδώσει τον Χριστιανισμό στην Ουαλία, ειδικά στη νοτιοδυτική Ουαλία, στο σημερινό Πεμπροκσάιρ. Εκεί ίδρυσε ένα μοναστήρι στο Μάινιου (λατ. Mynyw, Μενέβια), σημερινό Σεν Ντέιβιντς, και τιμάται ως ο πρώτος επίσκοπος του Σεν Ντέιβιντς.

Ο Δαβίδ και οι μοναχοί του ακολουθούσαν ένα πολύ αυστηρό κανόνα, έπιναν δηλαδή μόνο νερό και έτρωγαν μόνο ψωμί και λαχανικά. Μιμούμενοι τις συνήθειες των μοναχών στην έρημο της Αιγύπτου που συνδύαζαν χειρονακτική εργασία και μελέτη, το μοναστήρι του έγινε κοιτίδα αγίων. Προσωπικά ο Δαβίδ ήταν ένας ιδιαίτερα φιλεύσπλαχνος άνθρωπος και έκανε συχνά πνευματικές και σωματικές ασκήσεις. Μια αγαπημένη του ασκητική πράξη ήταν να λέει απ' έξω τους Ψαλμούς βουτηγμένος σε κρύο νερό.

Γνωρίζουμε ότι έλαβε μέρος στη Σύνοδο στο Μπρέβυ το 545 και εκεί λέγεται ότι εξελέγη ομόφωνα Αρχιεπίσκοπος και το μοναστήρι του ανακηρύχτηκε Μητέρα-Εκκλησία όλης της Ουαλίας. Λέγεται ότι ίδρυσε 12 μοναστήρια, ένα από τα οποία πρέπει να ήταν στο Γκλάστονμπερυ στο Σόμερσετ, το μέρος όπου ο Απόστολος Αριστόβουλος εκ των 70 και ο Δίκαιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας κήρυξαν, κατά την παράδοση, πρώτοι το Ευαγγέλιο στη Βρετανία και έχτισαν την πρώτη εκκλησία αιώνες πριν.

Ο άγιος Δαβίδ έκανε πολλά θαύματα ήδη ενόσω ζούσε. Μετά την κοίμησή του γύρω στο 600, άρχισε να τιμάται ευρέως στη νότιο Ουαλία, όπως επίσης και στην Ιρλανδία, την Κορνουάλη και την Βρετάνη. Μάλιστα κάποιοι πιστεύουν ότι ταξίδεψε πραγματικά στην Κορνουάλη και την Βρετάνη και ίδρυσε κι εκεί μοναστήρια.

Τα λείψανα του αγίου Δαβίδ σώζονται μέχρι σήμερα και φυλάσσονται στον καθεδρικό ναό του στο Σεν Ντέιβιντς. Ο άγιος Δαβίδ συνδέεται με τον νάρκισσο (ασφόδελο), το εθνικό λουλούδι της Ουαλίας, που λέγεται πως φύτρωσε γύρω από την περιοχή που είναι το μοναστήρι του. Το πράσο, άλλο εθνικό σύμβολο της Ουαλίας, λέγεται πως φύτρωσε άγριο στο ίδιο μέρος και πως αποτέλεσε τη βάση της διατροφής του αγίου Δαβίδ και των μοναχών του. Η γιορτή του αγίου Δαβίδ, η εθνική εορτή της Ουαλίας, είναι την 1η Μαρτίου.

Γέροντας Αθανάσιος Μυτιληναίος, Ο Οικουμενισμός είναι ο τελευταίος πρόδρομος του Αντιχρίστου

Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ
του Γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου,
2
Να ξέρετε ότι ο Οικουμενισμός είναι ο τελευταίος πρόδρομος του Αντιχρίστου· διότι όταν θα γίνη μία ισοπέδωσις θρησκευτική και πολιτική – κυβερνητική, θα υπάρξη ένας μόνον που θα κυβερνήση τον κόσμον, αυτός ο ένας, κατά την Αγίαν Γραφήν και τους Πατέρες, θα είναι ο Αντίχριστος. Παράλληλα έρχονται τα πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, που είναι προϊόν των Εβραίων και ανεξάρτητα από την Αγία Γραφή, να επιβεβαιώσουν την θέση των Πατέρων.
Έτσι ο Οικουμενισμός, χωρίς περιστροφές , χαρακτηρίστηκε από τους μεγαλύτερους θεολόγους της εποχής μας, όπως από τον μακαρίτην πατέρα Ιουστίνο Πόποβιτς, Σέρβο, αλλά και από άλλους επιφανείς θεολόγους, αντίχριστον σύστημα.
Έτσι και ο Ναβουχοδονόσορ θέλησε να δημιουργήσει έναν θρησκευτικόν οικουμενισμόν. Βλέπει δηλαδή κανένας ότι οι ρίζες των πραγμάτων που επιχειρούνται στην εποχή μας δεν είναι καινούργιες, είναι παλιές και πολύ βαθειές, ανήκουν μέσα στην Ιστορία. Αλλά ο Ναβουχοδονόσορ ήθελε να επιτύχη και κάτι άλλο· ήθελε να επιτύχη μίαν εθνική ενότητα, η οποία θα επιτυγχάνονταν αν όλοι οι υπό την κατοχήν του λαοί λάτρευαν τον θεόν Μαρδούχ…
Ξέρουμε ότι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες θεοποιούσαν τον εαυτόν τους. Η θεοποίησίς των δεν είχε απλώς θρησκευτικόν χαρακτήρα, αλλά και πολιτικόν· διότι μόλις ανακηρύσσετο ένας αυτοκράτωρ, αμέσως έφτιαχναν αγάλματά του σ’ όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια, και διετάσσοντο όλοι, οι υπό την κατοχήν λαοί να προσκυνούν το άγαλμα του θεού αυτοκράτορος και να προσφέρουν εις αυτό θυσίες. Γιατί; Χάριν πολιτικής ενότητος. Είναι κάτι ανάλογο που σήμερα συμβαίνει με την Ε.Ο.Κ.. Προσέξετε να ιδήτε.
Σας είπα ότι αυτά δεν είναι καινούργια πράγματα αλλά πολύ πολύ παλιά. Η Ε.Ο.Κ. είναι ένας οικονομικός οργανισμός. Φαινομενικά είναι κάτι τέτοιο, ενώ στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ περισσότερο. Αν ανοίξετε την παλιά εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού θα βρείτε ένα πολύ μεγάλο άρθρο – δυο-τρεις σελίδες μεγάλες – που αναφέρεται σ’ αυτήν την απόπειρα της Ηνωμένης Ευρώπης, ευθύς μετά τον πρώτον παγκόσμιον πόλεμον. Ξεκινάει με χαρακτήρα οικονομικό αλλά αποβλέπει τελικά στην δημιουργία μιας πολιτικής ευρωπαϊκής ενότητας.
Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ένας γεωργικός συνεταιρισμός συλλογής σιταριού και όλοι οι παραγωγοί παραδίδουν το σιτάρι τους σ’ αυτόν. Φαντασθείτε τώρα ο συνεταιρισμός – πέραν του σκοπού ιδρύσεώς του – ν’ αρχίση να ορίζη για όλους τους συνεταιριζόμενους έναν κοινό τρόπο ζωής. Η ενέργεια αυτή δεν θα σας φαίνονταν παράξενη και αδιανόητη; Ασφαλώς ναι, γιατί, ενώ άλλα προβλέπει το καταστατικό, άλλα τους ζητιούνται στη συνέχεια, που αφορούν την προσωπική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή τους, πράγμα που ούτε ενέκριναν ούτε υπέγραψαν.
Και μπορεί ο γεωργικός συνεταιρισμός να μην παρεκκλίνη από τους οικονομικούς προσανατολισμούς, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον οικονομικό συνεταιρισμό που λέγεται Ε.Ο.Κ. Βλέπεις να έρχεται και να λέει στη Βουλή των Ελλήνων να εισάγη αυτόν τον νόμο, ή εκείνον ή τον άλλον… Φερ’ ειπείν: οι Χιλιασταί θα κινούνται έτσι, οι ομοφυλόφιλοι – με το συμπάθειο – έτσι… Γι’ αυτά θα γίνη νόμος και θα αμνηστευθούν η μοιχεία, οι αμβλώσεις και οι εκτρώσεις. Κανένας δεν θα καταδικάζεται (γιατρός, ζευγάρια) κι ας συνέπραξαν στο έγκλημα.
Και όλα αυτά γιατί; Για να έχωμε προσαρμογή με την Ευρώπη από νομοθετικής πλευράς, λένε. Γιατί; Για ποιόν λόγο; Έτσι πρέπει!
Αν θέλουμε να ‘χωμε Ενωμένη Ευρώπη πρέπει να σκεφτόμαστε όλοι το ίδιο!...
3
Έτσι, ανοίγουμε διάπλατατες πόρτες και δεχόμεθα τους ανθρώπους όπως είναι.Είμεθα έτοιμοι να κάνωμε κάθε αβαρία – μα κάθε αβαρία! – ακόμη να αμνηστεύσωμε και την πορνεία – το ξανατονίζω· να αμνηστεύσωμε την πορνεία των ανθρώπων διότι δήθεν κατανοούμε τον κόσμον. – Ακούτε; «κατανοούμε τον κόσμον»! – και ότι θα πρέπει με κάθε τρόπο να τον βοηθήσουμε, κάνοντας «στραβά μάτια» σ’ εκείνα τα οποία έχει! Έτσι, θα δεχθούμε σιωπηρά και την έκτρωσι και άλλα πράγματα!...Μη νομίζετε, αγαπητοί μου, πως είναι ουτοπιστικά αυτά που σας λέγω. Αυτά γίνονται σήμερα! Αν ξέρατε πώς σκεφτόμαστε! Αν ξέρατε πώς σκέφτονται τα μυαλά των κληρικών!
Οι ποιμένες… και δεν ομιλώ για τους ευρωπαίους ποιμένες του προτεσταντικού και του ρωμαιοκαθολικού κόσμου. Ω, εκεί υπάρχει… Φρίξον ήλιε! Ομιλώ για μας! Για μας!...
2. Απόσπασμα από ομιλία στην “Αποκάλυψη” (15-11-81)
3. Απόσπασμα από ομιλία στην “Αποκάλυψη (29-3-81)
-«Αγώνας» Αρ. φύλλου 169 -Μάϊος 2011.

Φωτεινά και κατάμαυρα πρόσωπα

 



Σχετικά με την προετοιμασία για την προσέλευση στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας διαβάζουμε στο Γεροντικό το εξής:
Ένας άγιος επίσκοπος, όταν έβγαινε στην ωραία πύλη για να κοινωνήσει το λαό, έβλεπε να πλησιάζουν μερικοί με κατάμαυρο πρόσωπο ή με εξογκωμένα μάτια. Αυτοί, μόλις έπαιρναν τα άχραντα Μυστήρια, καίγονταν.
Άλλοι όμως πλησίαζαν με ολόλευκα φορέματα και φωτεινό πρόσωπο, κι έπαιρναν το Σώμα του Κυρίου με προσοχή κι ευλάβεια.
 Αυτούς η θεία Κοινωνία τους λάμπρυνε περισσότερο.
Ο επίσκοπος παρακάλεσε το Θεό να του εξηγήσει αυτό Το μυστήριο. Τότε άγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε και του είπε:
Όσοι κοινωνούν με λαμπρό πρόσωπο και λευκή στολή, είναι αγνοί και καθαροί, δίκαιοι και σπλαχνικοί.
Αυτοί πλησιάζουν με καθαρή συνείδηση, γι’ αυτό τους επισκιάζει η θεία χάρη.
 Αντίθετα, όσοι φαίνονται κατάμαυροι, είναι βυθισμένοι ατή λάσπη των σαρκικών επιθυμιών.
 Όσοι έχουν ερεθισμένα κι εξογκωμένα μάτια, είναι πονηροί και άδικοι, φθονεροί και άπληστοι.
Αυτοί όχι μόνο δεν ωφελούνται από τη θεία Κοινωνία, αλλά καταδικάζονται, γιατί τολμούν να πλησιάσουν με ένοχη συνείδηση, χωρίς μετάνοια και προετοιμασία.
Από τότε ο ενάρετος επίσκοπος κήρυξε μετάνοια στο ποίμνιό του κι εμπόδιζε τους ανάξιους από τη θεία Κοινωνία.

(Χαμπάκη Θεοδώρας μοναχής, «Γεροντικόν»)
«πυρ καταναλίσκον»
Φοβερή είναι ή επόμενη διήγηση του παπα -Δημήτρη Γκαγκαστάθη (1902-1975) γι’ αυτούς που κοινωνούν ανάξια τα άχραντα Μυστήρια:
Κάποια φορά με ειδοποίησαν να πάω να κοινωνήσω μία γριά, τη Ζωή Γκαγκαστάθη, 85 ετών, από καιρό κατάκοιτη.
Μόλις την κοινώνησα, φώναξε: Μ’ έκαψε η κοινωνία, έχω φωτιά, δώστε μου νερό, καίγομαι!
Έζησε ακόμα λίγες ώρες, ενώ διαρκώς φώναζε: Κάηκα η καημένη!.
Η γυναίκα αυτή υπέφερε από το δαιμόνιο της καταλαλιάς. Το στόμα της δεν σταματούσε να κατακρίνει.
Υπέφερε κι απ’ το δαιμόνιο της γαστριμαργίας. Κοινώνησε ανάξια, κι όταν πέθανε, το στόμα της έμεινε έτσι, σαν να ήθελε να λέει ακόμα.

Οι δαίμονες και οι παράδοξοι πετροβολισμοί

 

Οι δαίμονες και οι παράδοξοι πετροβολισμοί

 
agiou-paulou-monastery.jpg
Το 1900 ένας νεαρός ζαχαροπλάστης από τη Θεσσαλονίκη, ο Αστέριος, μετανοώντας για την αμαρτωλή του ζωή, αποφάσισε να ντυθεί το μοναχικό σχήμα και να εγκαταβιώσει στην αγιορείτικη Μονή Διονυσίου.
Ως δόκιμο τον έστειλαν στο Μονοξυλίτη, μετόχι της μονής μέσα στο Άγιο Όρος. Οι γονείς του όμως από τη Θεσσαλονίκη, ανάστατοι και καταπικραμένοι από το διάβημα του γιου τους, κίνησαν γη και ουρανό για να τον … «σώσουν», να τον ξαναφέρουν δηλαδή στο κόσμο! Δεν δίστασαν μάλιστα να ζητήσουν και τη βοήθεια του σατανά, καταφεύγοντας σε μαγείες.
Ο Αστέριος άρχισε ξαφνικά να αισθάνεται κάποια πίεση σαν κάτι να έσφιγγε καταθλιπτικά τη καρδιά του. Και όπως δεν ήταν αμύητος σε τέτοιου είδους θέματα, γιατί και ο ίδιος στη κοσμική ζωή του είχε σχέσεις με μάγους, συμπέρανε με ακρίβεια τις ενέργειες των γονιών του.
Τον κυρίεψε αγωνία που γινόταν όλο και πιο έντονη. Από εσωτερική ανάγκη πύκνωνε την προσευχή, ζητούσε τη βοήθεια του Θεού, υπογράμμιζε με πόνο στο «Πάτερ Ημών» το «ρύσαι ημάς από του πονηρού». Οι άλλοι αδερφοί στο Μονοξυλίτη δεν είχαν υποψιαστεί ακόμα το παραμικρό.
Ένα πρωινό όμως μετά την ακολουθία, δέχονται ξαφνικά από πάνω από το δάσος πετροβολισμούς! Ευτυχώς που κανένας τους καθώς και κανένα από τα πράγματα του μετοχιού δεν έπαθε κακό. Άφησαν να περάσει λίγη ώρα. Κάποιοι περαστικοί φαίνεται είχαν όρεξη γι’ αστεία. Σαν ξεκίνησαν όμως για τις εργασίες τους οι πετροβολισμοί τους πήραν από πίσω.
Έτρεξαν τότε φοβισμένοι και κλείστηκαν στην εκκλησία. Δεν τολμούσαν να βγουν από κει γιατί αμέσως άρχιζε το πετροβόλημα. Ύστερα από σχετική αίτηση του οικονόμου του μετοχιού γερο-Δωρόθεου, ήρθε απόσπασμα σεϊμένηδων (χωροφυλάκων) από τις Καρυές. Με έρευνες και ομαδικούς πυροβολισμούς προς το μέρος απ’ όπου έρχονταν οι πετροβολισμοί κατάλαβαν πως δεν ήταν επίβουλοι άνθρωποι. Έτσι βεβαιώθηκαν πια πως είχαν να κάνουν με αόρατους εχθρούς.
Τότε πήρε το λόγο ο δόκιμος Αστέριος και έριξε φως στην υπόθεση. -Εγώ είμαι η αιτία του κακού! Για να πεισθείτε, αφήστε με να βγω μόνος μου έξω. Θα δείτε τότε πως οι πέτρες θα στραφούν εναντίον μου. Και πραγματικά έτσι έγινε. Οι πέτρες, χωρίς να τον χτυπούν, έπεφταν γύρω του. Μα το πιο παράδοξο ήταν πως όταν έφτανε στο εκκλησάκι του Αγίου Αρτεμίου, από το δρόμο που οδηγεί στο κόσμο, οι πετροβολισμοί σταματούσαν για να ξαναρχίσουν όταν γύριζε στο μετόχι! Μετά τη διαπίστωση αυτή, τον απομόνωσαν στο ναό.
Οι δόκιμοι και οι νέοι μοναχοί είχαν τρομοκρατηθεί γι’ αυτό ο γερο-Δωρόθεος ζήτησε με επιστολή βάρκα από το μοναστήρι για να παραλάβει τον Αστέριο. Όταν σε λίγες μέρες ήρθε η βάρκα, ο νέος και ο συνοδός του παπα-Μάρκος, εφημέριος του Μονοξυλίτη, κατέβηκαν στη παραλία χωρίς προβλήματα. Μόλις όμως μπήκαν στη βάρκα, άρχισαν να πέφτουν βροχή οι πέτρες μπροστά τους. Οι βαρκάρηδες τα χρειάστηκαν.
Τράβηξαν στα ανοιχτά αλλά οι πέτρες έφταναν και εκεί. Ο ευλαβέστατος παπα-Μάρκος σηκώθηκε, έβαλε το πετραχήλι του και άρχισε τους χαιρετισμούς της Παναγίας. Αμέσως έπαψε η δαιμονική ενέργεια. Έτσι έφτασαν ήσυχοι στη μονή. Μερικοί δύσπιστοι πατέρες που είχαν πληροφορηθεί τα γεγονότα ειρωνεύτηκαν τον παπά : -Που είναι οι πέτρες; Να, δεν γίνεται τίποτα! Ψευδαισθήσεις ήταν όλα …; Αλλά την ίδια στιγμή τους αποστόμωσε ένας πετροβολισμός που ήρθε από την κορυφή του διπλανού πύργου! Στο μεταξύ είχε επιδεινωθεί και η υγεία του Αστέριου.
17.jpg
Ένιωθε ένα σφίξιμο στο λαιμό και είχε τάση εμετού. Γι’ αυτό και δεν κοινωνούσε. Η σύναξη των γερόντων της μονής που συνήλθε χωρίς καθυστέρηση, πήρε την απόφαση να σταλεί ο δόκιμος στον περίφημο πνευματικό παπα-Σάββα τον Μικραγιαννανίτη (1821-1908). Αποτελούσε γενική πεποίθηση των Αγιορειτών πατέρων ότι οι προσευχές του πνευματοφόρου παπα-Σάββα «μαστίγωναν» τα πονηρά πνεύματα και τα έτρεπαν σε φυγή.
Η καλύβη της Αναστάσεως όπου έμενε ο πνευματικός, πέρασε τρία μερόνυχτα συνταρακτικά. Από την ώρα που μπήκε εκεί ο Αστέριος, προπαντώς τις νύχτες, πελώριες πέτρες άρχισαν να κόβονται από τους γειτονικούς βράχους, να περνούν πάνω και δίπλα από τη καλύβη και με τρομακτικό πάταγο να γκρεμίζονται στο διπλανό βάραθρο, προς τη θάλασσα. Άγριες φωνές τάραζαν την περιοχή.
Φοβερές βλαστήμιες μόλυναν τον αέρα. Ο παπα-Σάββας παρά τα γεράματά του, επιδόθηκε σε τέλεια νηστεία και αδιάλειπτη προσευχή για τρεις μέρες. Και την τέταρτη διάβασε στον Αστέριο την εξορκιστική ευχή : -«Εξορκίζω σε, πνεύμα ακάθαρτο, κατά του Θεού του τα πάντα λόγω κτίσαντος και του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, φοβήθιτι, φύγε, δραπέτευσον, αναχώρησον από του δούλου του Θεού Αστερίου … Άπελθε εις γην άνυδρον, έρημον, αγεώργητον …;»
-Αυτό ήταν! Ο Αστέριος έβηξε δυνατά. Από το στόμα του πετάχτηκε κάτι σαν ζώο, σαν αλεπού, που αφού αγριοκοίταξε τον πνευματικό και έτριξε τα δόντια του, έγινε άφαντο. Το είδαν καθαρά και οι τέσσερις υποτακτικοί του παπα-Σάββα, που παραβρίσκονταν εκεί, οι πατέρες Ονούφριος, Ιλαρίων, Πέτρος και Σάββας Ο δόκιμος ηρέμησε και ανάσανε με ανακούφιση.
Γεμάτος ευγνωμοσύνη έπεσε στα πόδια του πνευματικού και τα’ βρεξε με δάκρυα χαράς, -Άγιε του Θεού, αναφώνησε, μ’ έσωσες. Έγινα καλά. Το φρικτό βάρος έφυγε από πάνω μου. Πώς να σε ευχαριστήσω; Την άλλη μέρα στη Λειτουργία κοινώνησε. Ο παπα-Σάββας τον κράτησε δύο-τρεις μέρες κοντά του και ύστερα του σύστησε να πάει στις Καρυές και να ζήσει μόνος του σε ένα κελί με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή. Πραγματικά ο Αστέριος, που ονομάστηκε Αθανάσιος στη μοναχική του κουρά, πέρασε την υπόλοιπη ζωή του σ’ ένα ταπεινό καλυβάκι της Μονής Κουτλουμουσίου, ξεχωρίζοντας για την ευλάβεια, την ταπείνωση και την ασκητικότητά του. Κοιμήθηκε οσιακά στις 7 Αυγούστου του 1945.
Πηγή: Οι δαίμονες και τα έργα τους, Ιερά Μονή Παρακλήτου

Οι φορεσιές της Παναγίας

Νόμιζα ότι είχα δει όλα τα αξιόλογα της μεγάλης μονής της Μολδαβίας, πού με φιλοξένησε. Τον κυρίως ναό, τα παρεκ­κλήσια, τϊς εικόνες, το μουσείο, τη βιβλιο­θήκη, τα εργαστήρια, τα κελλιά, τα περι­βόλια. Άλλα ή ηγουμένη με κάλεσε να μου δείξει κάτι ακόμη. Μπήκαμε στον κυ­ρίως ναό και ανεβήκαμε μια σκαλίτσα, πού ήταν σχεδόν αόρατη, στην μια άκρη του πρόναου. «Αυτά δεν τα δείχνουμε στους τουρίστες», μου είπε ή ηγουμένη. Στό πατάρι πού φθάσαμε υπήρχαν μόνο ντουλάπες και κασέλλες. "Ανοιξε μία από αυτές. Με κατάνυξη σχεδόν έβγαλε από μέσα καλοδιπλωμένα σε άσπρα ύφασματα ένα-δύο-τρία και άλλα πολλά καλύμ­ματα. Έτσι μου φάνηκαν στο πρώτο αντί­κρυσμα. «Είναι οί φορεσιές της Παναγίας μας», είπε με συγκίνηση ή ηγουμένη. Δεν κατάλαβα. "Ανοιξε μία. Ήταν τρεϊς φαρ­διές, περίπου μισό μέτρο ή κάθε μία, λου­ρίδες κεντημένου υφάσματος. Μ' αυτά ντύνεται το μεγάλο προσκυνητάρι της Παναγίας, πού δεσπόζει μέσα σε πολλούς ναούς. Στίς πόλεις αυτά τα προσκυνητάρια είναι συνήθως ξυλόγλυπτα ή μαρμάρι­να. Στή χώρα μέσα όμως και στα μοναστή­ρια προτιμούν να τα ντύνουν. «Γυναίκα εϊναι ή Παναγία. "Αν ζοϋσε ανάμεσα μας θα πηγαίναμε δ,τι πιο όμορφο να φορέσει. Τώρα αισθανόμαστε πολλή χαρά να ντύ­νουμε το προσκυνητάρι πού κρατάει την εϊκόνα της». 
Τί να πρωτοθαυμάσεις; Υ­φάσματα, μετάξια, βελούδα, δαντέλλες, τα υλικά πού τα στόλιζαν, χρυσοκλωστές, πούλιες, χάνδρές, σιρίτια. Τα σχέδια, το ένα πιο όμορφο από το άλλο.Κάθε στολή κι άλλο χρώμα. Ανάλογα με την Εποχή του εκκλησιαστικού έτους χρησιμοποιεί­ται το καθένα. Και δεν τα φτιάχνουν μόνο οί μοναχές. Κι άλλες γυναίκες χωρικές, από τις γειτονικές πόλεις, σαν δέηση η σάν ευχαριστία, κεντούν και προσφέρουν σε ναούς παρόμοιες φορεσιές της Πανα­γίας. Τί καλύτερη έκφραση αλήθεια ολο­ζώντανου δεσμού μητέρας και θυγατέ­ρων
Μαρίας Σπυροπούλου 

Η Ορθοδοξία κάνει κάτι άλλο. Θεώνει τον άνθρωπο


(Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου)


Τι δεν είναι Ορθοδοξία
[...] Παρά ταύτα και εμείς οι ίδιοι και στον δικό μας τόπο κάπως την εκφυλίζουμε. Γι’ αυτό ας δούμε τί δεν είναι Ορθοδοξία. Η Ορθοδοξία δεν είναι μία θρησκεία που δημιουργεί οπαδούς με συγκεκριμένα τυπικά, με συγκεκριμένες και αυστηρά προσδιορισμένες συνήθειες και εξωτερικούς τρόπους. Η Ορθοδοξία δεν είναι μία βαθιά δοκιμασμένη, ιστορική, κοινωνική, πολιτιστική και φιλοσοφική παράδοση, αυτό που συνήθως περνάει μέσα από τα υπουργεία πολιτισμού και από τους πολιτιστικούς συλλόγους και έχει να κάνει με τα εξωκκλήσια, με τη λαογραφία, με τα ήθη και τα έθιμα, με τις συνήθειες που έχουμε σε αυτόν τον τόπο, και που είναι τόσο ευλογημένες, τόσο βαθιά ριζωμένες και τόσο καλές, αλλά δεν αποτελούν την πεμπτουσία της πίστεως και της Ορθοδοξίας.
Θα πω και κάτι άλλο. Συχνά λέμε ότι ο σωστός όρος δεν είναι Ορθοδοξία αλλά Ορθοπραξία. Έχω την εντύπωση ότι αυτό δεν είναι σωστό, διότι υπονοεί ότι η Ορθοδοξία είναι κάτι ελλιπές που απαιτεί το συμπλήρωμα αυτής της όρθοπραξίας. Ο όρος Ορθοδοξία περιλαμβάνει και την ορθοπραξία. Και αυτό έχει να κάνει με το βαθύτερο αίσθημα που νιώθουμε ως πιστός λαός του Θεού, γιατί Λαϊκό Πανεπιστήμιο νομίζω δεν είναι για την Εκκλησία ένα Πανεπιστήμιο με την έννοια του λαϊκού, όπως το εννοούν οι δημοκρατίες, αλλά με την έννοια του λαού όπως την εννοεί η Εκκλησία μας.
Ορθόδοξα θεολογικά ιδιώματα
Οι θρησκείες -συνήθως έτσι συμβαίνει – εξανθρωπίζουν τον Θεό ή σε μία καλύτερη περίπτωση θεοποιούν τον άνθρωπο. Η Ορθοδοξία κάνει κάτι άλλο. Θεώνει τον άνθρωπο και ομολογεί τον ενανθρωπήσαντα Θεό. Δεν είναι παίξιμο με τις λέξεις αυτό. Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα· σε άλλες χριστιανικές ομολογίες και εκκλησίες, προκειμένου να βοηθηθούν οι πιστοί τους στο να προσεγγίσουν το μυστήριο του Θεού εμφανίζονται παραδείγματα εικονογραφίας τέτοια που κάνουν τον Θεό, την Παναγία πάρα πολύ ανθρώπινους. Έτσι, ο εσταυρωμέ­νος του Νταλί κρέμεται σαν ένα πτώμα, ένα σώμα που προκαλεί τον οίκτο στην ψυχή του ανθρώπου, ώστε αυτός να λυπηθεί ανθρώπινα τον Χριστό που υποφέρει πάνω στον σταυρό. Αυτό δεν το συναντούμε στην Ορθόδοξη παράδοση. Δεν προκαλείται το συναίσθημα με έναν πολύ ανθρώπινα πάσχοντα Θεό. Αντίθετα, συναντούμε έναν Κύριο με οριζόντια τα χέρια, σαν να είναι δυνατός, με μία έκφραση του προσώπου ανάλογη με αυτήν που έχει στη Μεταμόρφωση και στην Ανάσταση, που δεν έχει σχέση με αυτόν τον κόσμο, η οποία όμως μεταφέρει την ετερότητα του προσώπου του αναστημένου Χριστού ακόμη και στη Σταύρωση.
Ο Εσταυρωμένος, του Σαλβαδόρ Νταλί
Επίσης, στη Δύση, προκειμένου να προκαλέσουν την πίστη, προσπαθούν να εμφανίσουν μία γλυκιά Παναγία, όσο πιο ανθρώπινα ωραία μπορούν να την αναπαραστήσουν. Παράλληλα, συχνά φθάνουν στο σημείο ακόμη να θεοποιούν τον άνθρωπο. Παρουσιάζουν την αξία του ανθρώπου τόσο μεγάλη σαν αυτός και μόνο να αποτελεί το κέντρο του κόσμου. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, το κέντρο του κόσμου είναι ο Θεός, είναι ο Χριστός, είναι ο ενανθρωπήσας Θεός. Αντί λοιπόν για τη θεοποίηση του ανθρώπου, η Ορθοδοξία προτείνει τον θεούμενο άνθρωπο, όπως αυτή τον ζει, πράγμα που αποτελεί τη βάση της διδασκαλίας της. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και οι θρησκείες ή οι άλλες χριστιανικές ομολογίες έχουν μία θεολογία ανθρωπολογική, ενώ η Ορθοδοξία παρουσιάζει ακόμη και μία ανθρωπολογία θεολογική.
Ας μου επιτρέψετε, στο σημείο αυτό, να σας μεταφέρω κάτι από την εμπειρία μου με τους προβληματισμούς στα θέματα της βιοηθικής. Καθώς διαβάζουμε τα κείμενα των άλλων θρησκειών και των άλλων χριστιανικών εκκλησιών και ομολογιών, βλέπουμε ότι έχουν μία τάση να θεωρήσουν ότι ο άνθρωπος αποτελεί μία αυτοαξία. Στην Ορθόδοξη παράδοση δεν υπάρχει αυτόνομη ανθρωπολογία. Υπάρχει, όμως -οι εξ υμών θεολόγοι το γνωρίζουν- η χριστολογία. Καθώς δηλαδή η Εκκλησία μας βιώνει το μυστήριο της Θείας Ενανθρωπήσεως εν τω προσώπω του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ταυτόχρονα βλέπει και το μυστήριο του ανθρώπου να προβάλλεται πάνω στο μυστήριο του ενανθρωπήσαντος Χριστού.
Όλη αυτή η διαφορά της Χριστιανικής Ανατολής από τη Δύση βασίζεται σε τρία σημεία. Το πρώτο ήδη το ανέ­φερα· είναι η χριστολογία, το ότι ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, ότι οι δυο φύσεις Του είναι ασυγχύτως και αδιαιρέτως ενωμένες και αυτό έχει επεκτάσεις ανθρωπολογικές. Κατ’ επέκτασιν, και ο άνθρωπος δεν είναι μόνον ψυχή ούτε μόνον σώμα. Αλλά είναι και ψυχή και σώμα. Συχνά βλέπουμε ότι αναπτύσσεται μία τάση Νεστοριανική ή Μονοφυσιτική. Ή στη Δύση ταυτόχρονα και Νεστοριανική και Μονοφυσιτική. Για παράδειγμα, πολλές φορές δικαιολογούμε τις αμαρτίες ως αδυναμίες ανθρώπινες. Αυτό σημαίνει ότι υποβιβάζουμε τήν αξία και τον θησαυρό τής ψυχής. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις μιλάμε για μία πνευματικότητα τέτοια σαν να μην έχει ο άνθρωπος εφήμερη φυσική υπόσταση, σωματική φύση.
Ένα άλλο στοιχείο που αποτελεί επίσης τη βάση της δικής μας κοινωνιολογίας είναι η τριαδολογία. Στη Δύση υπάρχει η θεολογία του πρωτείου. Στην Ορθόδοξη παράδοση δεν υπάρχουν πρώτοι. Υπάρχουν μόνον ίσοι στην κατ’ επιλογή θέση του εσχάτου. Εμείς, δηλαδή, αν εδώ αρχίσουμε και συζητούμε ποιος είναι πρώτος, σίγουρα θα έχουμε αποδείξει ποιος δεν είναι Ορθόδοξος. Αν όμως επιλέξουμε όλοι τη μεταξύ μας ισότητα στη θέση του τελευταίου, τότε έχουμε πλησιάσει στην ταπείνωση του Ορθοδόξου. Είμαστε ίσοι, έσχατοι εν κοινωνία αδελφοί.
Και υπάρχει και ένα τρίτο θεολογικό υπόβαθρο. Είναι η Παλαμική θεολογία η οποία πραγματικά συγκλόνισε την Εκκλησία, αλλά έχει και μία πολύ ουσιαστική συνέπεια την οποία θα ήθελα να την αναφέρω στην αγάπη σας απλά. Η δυτική θεολογία διά του Βαρλαάμ υπεστήριζε ότι ο Θεός είναι μεθεκτός κατά την ουσία Του από λίγους χαρισματικούς και δεν εδέχοντο την έννοια των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έδωσε μία μάχη, υποστηρίζοντας ότι ο Θεός είναι αμέθεκτος κατά την ουσία Του -ούτε οι χαρισματικοί μπορούν να μετέχουν στην ουσία Του- αλλά είναι μεθεκτός εν τη Εκκλησία κατά τις άκτιστες ενέργειες Του.
Συνέπεια αυτού είναι ότι η καθολική θεολογία φτιάχνει πιστούς, οι οποίοι τελικώς επειδή δεν μπορούν να μετέχουν της ουσίας του Θεού και επειδή δεν ζουν τις άκτιστες ενέργειες Του δεν μετέχουν καν των ενεργειών του Θεού. Όλη η δική μας παράδοση είναι μία μετοχή και ένας διάλογος στις άγιες, άκτιστες ενέργειες του Θεού. Δεν είναι καθόλου λεπτομέρεια αυτό το πράγμα, αλλά αποτελεί τη βάση στην οποία στηρίζεται Θεολογικά η Ορθόδοξη παράδοση, ζωή και πνευματικότητα.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο μεγάλος θεολόγος και ειρηνοποιός του 14ου αιώνα
Έτσι, λοιπόν, ζούμε τη Δύση σε μία απόσταση από τον Θεό και την Ανατολή σε μία κοινωνία Θεού. Η Ορθοδοξία θα μπορούσαμε συνοπτικά να πούμε ότι λειτουργεί ως μια μεταμορφωτική δύναμη που, όπως προανέφερα, μας μεταφέρει από την άποψη, το ιδεολόγημα και την παραδοχή στη γνήσια πίστη· από τους φραγμούς, τους νόμους και την ηθική στην αγιότητα· από τον συμβιβασμό στην επιείκεια· από τη μειονεξία στην ταπείνωση· από τη συνύπαρξη στην κοινωνία· από το συναίσθημα ή το θρησκευτικό επιχείρημα στο βίωμα· από τη διδασκαλία στην υποδοχή του μυστηρίου, στη μυσταγωγία· από τα δικαιώματα στην ελευθερία.
Το απρόσιτον του Θεού – Παραδείγματα από τη φύση
Στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μου να αναφέρω μερικά παραδείγματα, για να μεταφέρω μία αίσθηση του πώς η Ορθοδοξία πράγματι αναδεικνύει αυτές τις έννοιες. Θα με συγχωρέσετε, όμως, που τα παραδείγματα αυτά θα είναι δανεισμένα από την επιστήμη, από τη Φυσική και τη Βιολογία, είναι όμως τόσο όμορφα και ακριβή ώστε δεν βρήκα καταλληλότερη διάλεκτο για να φυτέψω στην υποψία της σκέψης σας και στη λεπτή αίσθηση της καρδιάς σας αυτό που θέλω.
Τί είναι η πίστη; Η πίστη είναι ο υγιής και παραγωγικός διάλογος με το αθέατο, με το άγνωστο και με το άχρηστο, το φαινομενικώς άχρηστο. Θα σας πω λοιπόν τρία παραδείγματα και θα τα εξηγήσω μετά.
Σήμερα η σύγχρονη φυσική, η αστροφυσική μιλάει για το αθέατο σύμπαν. Υπάρχει το ορατό σύμπαν, το οποίο καλύπτει το πολύ-πολύ το 4% του πραγματικού σύμπαντος. Και μάλιστα αυτό που φαίνεται με το μάτι είναι το 0.4%. Τα 3,6% είναι θερμή ενδογαλαξιακή ύλη -έτσι ονομάζεται. Αυτό που βλέπουμε με τα τηλεσκόπια -όχι μόνον με τα οπτικά τηλεσκόπια, άλλα και με τα τηλεσκόπια που λαμβάνουν και σε άλλες περιοχές του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος- είναι ένα απειροελάχιστο ποσοστό αυτού που υπάρχει. Το 23% λέγεται σκοτεινή ύλη και το 73% σκοτεινή ενέργεια. Άρα το 96% είναι σκοτεινό, μη ορατό, μη θεατό, μη άμεσα ανιχνευόμενο. Αυτό το 96% κρύβει μέσα του το 99% των ωραίων μυστικών της φύσεως. Η μη θεατή υλη κρύβει τη βαθύτερη ομορφιά του σύμπαντος και του κόσμου στον οποίο ζούμε…
Ας προχωρήσουμε στο δεύτερο παράδειγμα, για να τελειώνουμε με τη Φυσική. Η φύση έχει μία εντυπωσιακή, θα την έλεγα, μεταφυσική ιδιότητα, να μας κρύβει τα μυστικά της έτσι που ποτέ να μην μπορέσουμε να τα γνωρίσουμε. Υπάρχει μία αρχή, η αρχή του Heisenberg, της απροσδιοριστίας, αν την έχετε ακούσει. Αυτή τί λέει; Ότι όταν μπορούμε να προσδιορίσουμε τη θέση ενός σωματιδίου με μεγάλη ακρίβεια, τότε υποχρεωτικά κάνουμε λάθος στο να προσδιορίσουμε ένα άλλο μέγεθος, όπως είναι και η ταχύτητα και η ορμή. Υπάρχει και κάτι άλλο, μια ιδιότητα του σύμπαντος, ένας περίφημος νόμος, ο Νόμος του Hubble: το σύμπαν όσο το πλησιάζουμε, τόσο αυτό μας φεύγει. Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να φτάσουμε σε αυτό που θα θέλαμε, στα άκρα του, και γιατί οι εσχατιές του απομακρύνονται με ταχύτητες που πλησιάζουν αυτήν του φωτός αλλά και γιατί δεν έχει άκρα.
Και ένα τρίτο πάλι σχετικό με το σύμπαν. Πηγαίνουμε προς τα πίσω για να δούμε αυτό που ονομάζουμε Bing Bang. Και ενώ πλησιάζουμε στην αρχή του ξαφνικά έχει ένα φραγμό σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα από της μεγάλης εκρήξεως και της αρχής του που μας λέει ως εδώ· δεν θα εισχωρήσετε πιο μέσα. Είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχθούμε όχι το ότι σήμερα δεν ξέρουμε, αλλά ότι ως άνθρωποι θα είμαστε δεσμευμένοι να μην γνωρίζουμε τα απόρρητα μυστικά της αρχής του σύμπαντος. Αν το πρώτο παράδειγμα δείχνει το αθέατο του σύμπαντος, τα δύο τελευταία φανερώνουν το άγνωστό του.
Θα αναφέρω και ένα τέταρτο παράδειγμα, από τη βιολογία αυτή τη φορά. Θα διαβάσατε, θα ακούσατε, θα αντιμετωπίσατε την πρόκληση μιας πολύ εντυπωσιακής προόδου σε αυτό που ονομάζεται χαρτογράφηση του ανθρώπινου γονιδιώματος. Ενώ μιλούμε για γονίδια και για γονιδίωμα, και παρά το ότι έχουμε κωδικοποιήσει το γονιδίωμα, δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε πόσα είναι ακριβώς τα γονίδια του ανθρώπου. Το εντυπωσιακό όμως είναι ότι, όπως μας λένε οι επιστήμονες, το μεγαλύτερο μυστικό της ανθρώπινης βιολογικής ταυτότητος δεν κρύβεται στα γονίδια άλλα στο άχρηστο DΝΑ.
Τί ωραία που τα έχει κάνει ο Θεός! Να ζούμε σε έναν κόσμο που την ομορφιά του την καλύπτει το αθέατο – η αδυναμία μας να τον δούμε -το άγνωστο- η αδυναμία μας να τον γνωρίσουμε -και το φαινομενικά άχρηστο- ο πειρασμός μας να το περιφρονήσουμε.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα του Θεού. Η απαιτητική και στενή ανθρώπινη σκέψη θέλει να κατανοήσει αυτά που αποτελούν μυστήριο και που από τη φύση τους υπερβαίνουν κάθε δυνατότητα κατανόησης. Απαιτεί, όπως είπαμε στην αρχή, να έχει μία εκλογικευμένη πίστη που θα υποτάσσει τον Θεό στην ανθρώπινη ανεπάρκεια, στην ανθρώπινη αδυναμία, στην ανθρώπινη στενότητα της σκέψης. Το πολύ που μπορούμε να κατανοήσουμε από τον Θεό είναι κάτι μόλις σαν το 0.4%. Το υπόλοιπο μας διαφεύγει. Αυτό το λίγο που καταλαβαίνουμε και βλέπουμε από τον Θεό υπάρχει για να δημιουργεί την υποψία Του. Το υπόλοιπο υπάρχει για να κρύβει την αλήθεια Του. Ο Θεός είναι απρόσιτος και απρόσληπτος από την ανθρώπινη σκέψη. Είναι αχώρητος στον ανθρώπινο νου. Στην πίστη του επιχειρήματος, της λογικής, της παραδοχής, της απόδειξης στηρίζεται δυστυχώς αυτό που δεν είναι Ορθόδοξο. Στο ελάχιστο και ταυτόχρονα πολύ που παραμένει οικοδομείται η ταπείνωση της Ορθοδόξου πίστεως, όπως τη βιώνει η παράδοση και οι πατέρες μας - όχι ως ανθρώπινη ανακάλυψη αλλά ως αποκάλυψη του Θεού στις ψυχές μας.
(Λαϊκό Πανεπιστήμιο της Εκκλησίας της Ελλάδος. 18-5-2005)
πηγή: LOCKHEART WORLD, & εκεί από Απόψεις για τη Μονή Βατοπαιδίου

Νόσος καὶ θεραπεία στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία

Ἰωάννης Ζηζιούλας (Μητροπολίτης Περγάμου)



Πῶς ἐννοεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία, καὶ πῶς πρέπει νὰ ἀντιλαμβάνεται ἡ Ἐκκλησία, τὴ νόσο καὶ τὴ θεραπεία, ἂν καὶ ὄχι μὲ σχήματα καὶ ἔννοιες ἰδεοκρατικές, φυσιοκρατικὲς ἢ ψυχολογικο – χρηστικές; Στὴν προσπάθεια νὰ δώσουμε κάποια ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτό, ἂς δανεισθοῦμε ἀπὸ τὴν πατερικὴ θεολογία τὶς ἀκόλουθες θεμελιώδεις ἀρχές:

1. Ἡ νόσος, ἡ κάθε μορφῆς νόσος, ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἀρρώστια συνδέεται μὲ τὴν ἁμαρτία, καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Δὲν εἶναι «φυσικό», συνεπῶς, νὰ ἀρρωσταίνει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἀφύσικο, «παρὰ φύσιν». Αὐτό, ἐκ πρώτης ὄψεως, φαίνεται νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ θέση ποὺ ὀνομάσαμε φυσιοκρατικὴ ἢ ἰδεοκρατική: θεραπεία καὶ ἴαση στὴν περίπτωση αὐτὴ φαίνεται νὰ σημαίνουν συμμόρφωση πρὸς τὴ φύση. Ἐν τούτοις, ὁρισμένες διευκρινίσεις μᾶς φέρουν μακριὰ ἀπὸ κάθε φυσιοκρατικὴ ἀντίληψη. Ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου καθαυτή, ἐπειδὴ προέρχεται ἀπὸ τὸ μηδέν, εἶναι τρεπτή, δηλαδὴ ρέπει πρὸς τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο, καὶ συνεπῶς πρὸς τὴν ἀρρώστια. Ἀλλὰ ἡ ἴδια φύση μπορεῖ ἐπίσης νὰ ὑπερβεῖ τὴ ροπὴ αὐτή, ὄχι μὲ δυνάμεις ἐγγενεῖς σ’ αὐτήν, ἀλλὰ ἂν ἑνωθεῖ μὲ τὸν ἄφθαρτο καὶ αἰώνιο Θεό. Ἡ ὑπέρβαση αὐτὴ τῆς ἐγγενοῦς στὴν ἀνθρώπινη φύση τρεπτότητας καὶ φθορᾶς ἔχει δοθεῖ στὸν ἄνθρωπο ὡς «λόγος», ὡς τελικὸς προορισμός, τοῦ ὁποίου ἡ πραγμάτωση ἀνατέθηκε στὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου: ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ὡς ἐλεύθερο πρόσωπο κλήθηκε νὰ κατευθύνει τὴ φύση εἴτε πρὸς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της, εἴτε πρὸς τὸ πέραν τοῦ ἑαυτοῦ της, τὸ Θεό. Ἡ ἐλεύθερη ἐπιλογὴ τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, τοῦ Ἀδάμ, ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἀπὸ αὐτὲς τὶς δύο (τροπὴ τῆς φύσεως πρὸς τὸν ἑαυτό της), καὶ ἔτσι ἡ νόσος ἀπὸ δυνατότητα φυσική, ἔγινε πραγματικότητα φυσική. Δὲν εἶναι πλέον δυνατὸν νὰ μὴ νοσεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση· ἡ νόσος ἔγινε φαινόμενο «φυσικό», ὄχι ὅμως γιατί αὐτὸ ἦταν ἀναπόφευκτο, ἀλλὰ γιατί ἐκεῖ ὁδήγησε τὰ πράγματα ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Οἱ συνέπειες αὐτῆς τῆς θέσεως γιὰ τὴ θεραπεία θὰ φανοῦν ἐλπίζουμε πιὸ κάτω.

2. Ὅπως ἡ ἁμαρτία ἔτσι καὶ ἡ νόσος ἔχουν πιὰ καταστεῖ γενικὴ καὶ παγκόσμια πραγματικότητα, τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ἄρει ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι σ’ αὐτὴν ὀφείλεται ἡ ἐμφάνιση καὶ ἑδραίωσή της. Καὶ τοῦτο γιατί μὲ τὸ θάνατο, ποὺ μπῆκε στὴν ὕπαρξη, καὶ ἀπὸ ἁπλὴ φυσικὴ δυνατότητα ἔγινε καὶ αὐτὸς φυσικὴ πραγματικότητα, κατατμήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση, καὶ δὲν φέρεται στὸ σύνολό της, στὴν καθολικότητά της, ἀπὸ κάθε πρόσωπο. Ἔτσι ἡ προσωπικὴ ἐλευθερία ἑνὸς ἀνθρώπου δὲν ἐπηρεάζει τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸ σύνολό της: νοσοῦν καὶ πεθαίνουν, συνεπῶς, ὄχι μόνον οἱ ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ καὶ οἱ ἅγιοι.

3. Ἡ τελικὴ καὶ ἀληθινὴ θεραπεία ὡς πλήρης ἐξάλειψη τῆς νόσου εἶναι ἀδύνατη καὶ ἀκατόρθωτη γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ἡ φθορὰ καὶ ἡ θνητότητα κληροδοτοῦνται βιολογικὰ ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, καὶ μαζί τους ἡ νόσος. Γιὰ νὰ σπάσει αὐτὸς ὁ φαῦλος κύκλος, πιστεύουμε στὴ θεολογία, χρειάζεται ἔξωθεν ἐπέμβαση, μία ἐπέμβαση, ποὺ πραγματοποιεῖται γιὰ μᾶς στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἡ ἕνωση τῆς ἀνθρώπινης μὲ τὴ θεία φύση, ποὺ ἀποτελοῦσε τὴν κλήση καὶ τὸν προορισμὸ τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, πραγματοποιεῖται χωρὶς τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴ βιολογικὴ γέννηση, ποὺ διαιωνίζει τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο, πράγμα ἀδύνατο γιὰ κάθε μεταπτωτικὸ ἄνθρωπο. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὰ ὑγιὴς ἄνθρωπος, ὄχι γιατί εἶναι καὶ Θεὸς —στὸ Θεὸ δὲν ἔχουν ἐφαρμογὴ οἱ ἔννοιες τοῦ ὑγιοῦς ἢ τοῦ ἀσθενοῦς— ἀλλὰ διότι ἡ ἀνθρώπινη φύση Του, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὴν κληρονομημένη φθαρτότητα καὶ διαρκῶς ἑνωμένη ἑκούσια καὶ ἐλεύθερα, χάρη στὴν ὑποστατικὴ —δηλαδὴ τὴν προσωπικὴ ἕνωση μὲ τὸ Θεό, ὑπερβαίνει τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Καμιὰ θεραπεία, συνεπῶς, ὡς ἀληθινὴ καὶ ριζικὴ ἐξάλειψη τῆς νόσου δὲν εἶναι νοητὴ ἐκτὸς Χριστοῦ. Ἡ θεραπεία εἶναι δυνατὴ μόνο ὡς ἐνσωμάτωση στὸ Χριστό, τὸν μόνο ἀληθινὰ ὑγιῆ ἄνθρωπο. Δὲν εἶναι χωρὶς σημασία τὸ ὅτι γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὸ Μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας ἔχει τόσο κεντρικὴ σημασία γιὰ τὴ θεραπεία, καὶ δὲν ἀρκεῖ ποτὲ ἡ ἀσκητικὴ προσπάθεια τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ κανείς.

4. Παρὰ ταῦτα ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία παραμένει κλειδὶ γιὰ τὴν ὀρθὴ κατανόηση τόσο τῆς ἔννοιας τῆς νόσου ὅσο καὶ τῆς θεραπείας. Ἀφοῦ ἡ νόσος πέρασε στὴν ὕπαρξη μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία καὶ ἡ θεραπεία καὶ ἴαση δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ περάσει ἀπὸ τὴν ἴδια πύλη. Τὸ μυστικὸ αὐτὸ τὸ γνώριζαν πολὺ καλὰ οἱ ἀσκητικοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ γι’ αὐτὸ ἔδωσαν τόση βαρύτητα στὴν ἄσκηση τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, ὡς ἀπελευθέρωσης ἀπὸ τὰ πάθη. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἰδιαίτερα σημαντικὰ εἶναι ὅσα μᾶς προσφέρει ὁ ἅγιος Μάξιμος.



Θεραπευτικὰ ἀξιώματα τοῦ ἁγίου Μαξίμου

Ἡ πεμπτουσία τῆς νοσηρότητας γιὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο βρίσκεται στὴ φιλαυτία. Ἡ φιλαυτία δὲν εἶναι ἁπλὰ ἕνα πάθος: εἶναι ἡ γενεσιουργὸς αἰτία ὅλων τῶν παθῶν: «θέλεις νὰ ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὰ πάθη, ἀποτίναξε τὴ μητέρα τῶν παθῶν, τὴ φιλαυτία» (κεφ. ἀγαπ. II, I). Ὅπως ἀναλύει ὁ Φώτιος πιστὰ τὴ σκέψη τοῦ Μαξίμου (Βιβλιοθ. κώδ. 192 – Ρ. G. 103, 637 ἐξ. ), ἡ φιλαυτία, ποὺ ἀντικατέστησε τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, γέννησε τὴν ἡδονή, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ ἡδονὴ ἦταν ἀνάμικτη μὲ τὴν ὀδύνη, ἐνεπλάκη ὁ ἄνθρωπος σὲ μία ἀτέρμονα καὶ ἀπέλπιδα προσπάθεια νὰ κρατήσει τὴν ἡδονὴ καὶ νὰ ἀποβάλει τὴν ὀδύνη. Ἀπὸ τὴν ἀγωνιώδη αὐτὴ προσπάθεια γεννήθηκε ὁ «ὄχλος τῶν παθῶν». Καὶ ἐπεξηγεῖ ὁ Φώτιος τὴ σκέψη τοῦ Μαξίμου: «Οἷον, εἰ μὲν τῆς ἐν φιλαυτίᾳ ἡδονῆς ἀποποιούμεθα, γεννῶμεν τὴν γαστριμαργίαν, τὴν ὑπερηφανίαν, τὴν φιλαργυρίαν, καὶ ὅσα τὸν τυχόντα τρόπον πορίζει ἡδονήν· εἰ δὲ τὴν ἐν φιλαυτίᾳ φεύγομεν ὀδύνην, γεννῶμεν: τὸν θυμόν, τὸν φθόνον, τὸ μῖσος, τὴν ἀπόγνωσιν καὶ ὅσα ἄλλα τῆς ἡδυνούσης ἐστέρηται διαθέσεως. Ἐκ δὲ τοῖς ἀμφοῖν μίξεως τίκτεται ἡ ὑπόκρισις, ἡ κολακεία, ὁ δόλος, καὶ ἁπλῶς ὅσα ἄλλα μοχθηρὰ εἴδη τῆς μικτῆς ἐστι πανουργίας ἐπινοήματα».

Μὲ ἄλλα λόγια ἂν ἀποποιηθοῦμε τὴν ἡδονή, διατηρώντας ὅμως τὴ φιλαυτία, προκαλοῦμε τὴ γαστριμαργία, τὴν ὑπερηφάνια, τὴ φιλαργυρία καὶ ὅλα ὅσα κατὰ ὁποιονδήποτε τρόπο παρέχουν ἡδονή, ἂν δὲ ἀποποιηθοῦμε καὶ ἀποφύγουμε τὴν ὀδύνη, πάλι διατηρώντας τὴ φιλαυτία, προξενοῦμε τὸ θυμό, τὸ φθόνο, τὸ μίσος, τὴν ἀπόγνωση καὶ ὅλα ὅσα ἐμπεριέχουν στέρηση τῆς ἡδονῆς. Ἂν πάλι ἀναμείξουμε καὶ τὰ δύο καὶ τὰ ἀποφύγουμε (δηλ. τόσο τὴν ἡδονὴ ὅσο καὶ τὴν ὀδύνη) —διατηρώντας πάντοτε τὴ φιλαυτία – πέφτουμε στὴν ὑποκρισία, τὴ κολακεία, τὸ δόλο κ. λπ. Τὰ συμπεράσματα εἶναι σημαντικά.

α. Ἡ θεραπεία ἀπὸ τὰ πάθη δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν πάλη ἀπ’ εὐθείας κατὰ τῶν συγκεκριμένων παθῶν. Ἀντίθετα, ὅπως εἴδαμε στὸ χωρίο, ποὺ μόλις διάβασα, ἐπειδὴ τὸ ὅλο πρόβλημα τῆς ψυχικῆς ἀρρώστιας γεννᾶται ἀπὸ τὴ στέρηση τῆς ἡδονῆς — σὲ συνδυασμὸ πάντοτε μὲ τὴ φιλαυτία— ὅσο περισσότερη στέρηση προκαλοῦμε τόσο πιὸ πολλὰ πάθη γεννοῦμε. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι γιὰ νὰ θεραπευθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη, πρέπει νὰ ἐπιτρέπουμε τὰ πάθη νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ λειτουργοῦν; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἀλλὰ σημαίνει ὅτι ἐφ’ ὅσον χρόνο διαρκεῖ ἡ φιλαυτία, ἡ ἐκκοπὴ τῶν συγκεκριμένων παθῶν εἶναι ὄχι μόνο ἀνέφικτη, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐπιτευχθεῖ, ἐπικίνδυνη, γιατί μὲ τὴ στέρηση τῆς ἡδονῆς, τὴν ὁποία συνεπάγεται, γεννᾶ ἄλλα πάθη. Ἔτσι συμβαίνει συχνὰ ὅσοι ἀπαλλάσσονται ἀπὸ σαρκικὰ πάθη νὰ ἀναπτύσσουν τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας ἢ τῆς ὑπερηφανίας κ.λπ. Δὲν πρόκειται, συνεπῶς, γιὰ θεραπεία ὅταν ἐξαλείφονται συγκεκριμένα πάθη. Ἡ μόνη θεραπεία βρίσκεται στὴν ἐξάλειψη τῆς φιλαυτίας, ποὺ εἶναι ἡ ρίζα ὅλων αὐτῶν τῶν παθῶν.

β. Ἐπειδὴ ἡ ὀδύνη ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς ἡδονῆς στὴ μεταπτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ ἐσφαλμένη ἀντίληψη περὶ ἀσθενείας, αὐτὴ ποὺ ὀνομάσαμε πιὸ πάνω χρηστικὴ – ἀναλγητικὴ προσέγγιση, καὶ ποὺ φαίνεται νὰ ἐπικρατεῖ στὴ σύγχρονη φιλοσοφία τῆς ἰατρικῆς. Ἡ ὀδύνη δὲν ἐξαλείφεται μὲ τὴν ἀπάλειψή της, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀποδοχή της. Ἡ θεραπεία ἔρχεται μὲ τὴν πρόσκληση τῆς ὀδύνης καὶ τὴν ἐμπειρία της. Συμβαίνει βέβαια πολλὲς φορὲς ἡ ὀδύνη νὰ εἶναι δυσβάσταχτη, καὶ ἡ ἐμπειρία της ἐξοντωτική. Γι’ αὐτὸ κάθε θεραπευτικὴ ἀγωγὴ θὰ πρέπει νὰ προσαρμόζεται στὴν ἀνθεκτικότητα τοῦ ἀσθενοῦς (=οἰκονομία). Ἀλλὰ μὲ κανέναν τρόπο δὲν πρέπει νὰ θεωρήσουμε τὸν ἀσθενῆ θεραπευθέντα, ἐπειδὴ ψυχολογικὰ «ἀναπαύεται» ἢ δὲν ὑποφέρει. Ἡ τραγικότητα τῆς ὑπάρξεως βρίσκεται μέσα στὸν ἴδιο τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, καὶ καμία θεραπεία δὲν μπορεῖ νὰ παρακάμψει τὸ Σταυρό. Πολλὲς φορὲς ξεχνοῦμε ὅτι ἡ ἡδονὴ δὲν εἶναι μόνο σαρκικὴ ἀλλὰ καὶ ψυχολογική. Ἀποσπώντας τὴν ὀδύνη ἀπὸ τὴ θεραπεία προσφέρουμε τὴν ἡδονή, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ φυγὴ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα καὶ τὴν ἀληθινὴ θεραπεία.

γ. Ἡ σωστὴ θεραπεία ἀπὸ τὰ πάθη προϋποθέτει, κατὰ τὸν Μάξιμο, τρεῖς βασικὲς διακρίσεις. Τὶς περιγράφει στὸ ἑξῆς χωρίο ἀπὸ τὰ κεφάλαια περὶ ἀγάπης: «Οὐ πρὸς τὰ πράγματα ὁ νοῦς πολεμεῖ τοῦ θεοφιλοῦς, οὐδὲ πρὸς τὰ τούτων νοήματα, ἀλλὰ πρὸς τὰ πάθη τὰ τοῖς νοήμασι συνεζευγμένα. Οἶον οὐ πρὸς τὴν γυναῖκα πολεμεῖ, οὐδὲ πρὸς τὸν λυπήσαντα, οὐδὲ πρὸς τὰς τούτων φαντασίας, ἀλλὰ πρὸς τὰ πάθη, τὰ ταῖς φαντασίαις συνεζευγμένα (3,40). Ἅπας ὁ πόλεμος τοῦ μοναχοῦ πρὸς τοὺς δαίμονας, ἵνα τὰ πάθη τῶν νοημάτων χωρίσῃ. Ἄλλως γὰρ ἀπαθῶς τὰ πράγματα βλέπειν οὐ δύναται (3,41), Ἄλλο ἐστι πρᾶγμα καὶ ἄλλο νόημα καὶ ἄλλο πάθος. Καὶ πρᾶγμα μὲν ἐστίν, οἷον ἀνήρ, γυνή, χρυσὸς καὶ τὰ ἑξῆς. Νόημα δέ, οἷον, μνήμη ψιλὴ τινος τῶν προειρημένων. Πάθος δέ, οἶον, φιλία ἄλογος ἢ μῖσος ἄκριτόν τινος τῶν προειρημένων. Πρὸς οὖν τὸ πάθος ἐστὶ τοῦ μοναχοῦ ἡ μάχη (3,42)».

Θεωροῦμε τὶς διακρίσεις αὐτὲς τοῦ Μαξίμου ἄκρως σημαντικὲς γιὰ τὸ θέμα τῆς θεραπείας. Καὶ πρῶτον, σημαίνουν ὅτι ἀποτελεῖ λανθασμένη μέθοδο ἡ πάλη ἐναντίον τῶν ἀντικειμένων, τῶν ὄντων καθαυτά, ἐπειδὴ προκαλοῦν πειρασμοὺς καὶ δυσκολίες. Τὸ νὰ λέγει αὐτὸ ἕνας μοναχός, ὅπως ὁ Μάξιμος, ὁ ὁποῖος ἔφυγε ἀπὸ τὰ «πράγματα» καὶ πῆρε τὶς ἀποστάσεις του ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ φυγὴ ἀπὸ τὰ πράγματα δὲν ἀποτελεῖ λύση, οὔτε ἡ παραμονὴ στὰ πράγματα, ὅπως συμβαίνει μὲ ὅσους ζοῦν ὅταν κόσμο, ἀποτελεῖ αἰτία ἀσθένειας. Τὸ νὰ εἰσηγηθοῦμε, γιὰ παράδειγμα, τὸ διαζύγιο σὲ κάποιον, ποὺ ὑποφέρει ψυχικὰ ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ συντρόφου του, δὲν ἀποτελεῖ θεραπεία του. Μπορεῖ τὸ διαζύγιο νὰ ἄρει πρὸς καιρὸ τὴν ὀδύνη τοῦ προσώπου αὐτοῦ, ἀλλὰ τὸ πρόβλημα παραμένει στὸ ἀκέραιο. Ἔτσι πρέπει νὰ θεωρηθεῖ λανθασμένη καὶ ἡ τρέχουσα ἀντίληψη ὅτι ὁ μοναχὸς φεύγει ἀπὸ τὸν κόσμο γιὰ νὰ «θεραπευθεῖ» ἀπὸ τὰ πάθη ἀποφεύγοντας τοὺς πειρασμούς. Ὁλόκληρη ἡ ἀσκητικὴ παράδοση τονίζει ὅτι οἱ πειρασμοὶ γίνονται πιὸ δυνατοί, ὅταν φύγει κανεὶς ἀπὸ τὰ «πράγματα» ποὺ τοὺς προκαλοῦν, γιατί μένουν τὰ «νοήματα» τῶν πραγμάτων, τὰ ὁποία πειράζουν τὸν ἄνθρωπο.

Τὸ ἴδιο ὅμως ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ «νοήματα» τῶν πραγμάτων. Ἡ μνήμη καὶ ἡ ἀναπαράσταση τῶν ὄντων δὲν εἶναι αὐτὴ καθαυτὴν ἀπορριπτέα. Πολλοί, ἀντίθετα μὲ ὅσα γράφει ὁ Μάξιμος, μάχονται τὴν τέχνη, τὸν πολιτισμὸ καὶ ὅ,τι ἄλλο συνεπάγεται λειτουργία τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας, γιὰ χάρη τῆς ἀπελευθερώσεως ἀπὸ τὰ πάθη. Πρόκειται γιὰ μία Ὠριγενικὴ καὶ Εὐαγριανὴ πνευματικότητα, τὴν ὁποία ἀσφαλῶς ἔχει στὸ νοῦ του καὶ καταπολεμᾶ ὁ Μάξιμος, γιατί τέτοιες ἰδέες ἦσαν τότε —καί, φοβοῦμαι, ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι— διαδεδομένες μεταξὺ τῶν μοναχῶν. Οὔτε πρὸς τὰ πράγματα, οὔτε πρὸς τὰ νοήματά τους εἶναι ἡ πάλη τῶν μοναχῶν, τονίζει ὁ Μάξιμος, ἀλλὰ πρὸς τὰ πάθη, ποὺ εἶναι «συνεζευγμένα» σ’ αὐτά. Μία σωστὴ θεραπεία ἐπιβάλλει αὐτὲς τὶς διακρίσεις. Ἀλλιῶς παράγονται πνευματικὰ ἐκτρώματα, ἄνθρωποι ψυχικὰ ἀσθενεῖς, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη θεραπείας περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον.

δ. Πῶς ὅμως μπορεῖ νὰ γίνει ὁ διαχωρισμὸς τοῦ πάθους ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ τὰ νοήματα: Τὴν ἀπάντηση τὴ δίνει ὁ Μάξιμος στὴν ἑπόμενη ἀμέσως παράγραφο τῶν ὅσων εἶπε πιὸ πάνω: τὸ ἐμπαθὲς νόημα εἶναι «λογισμὸς σύνθετος ἀπὸ πάθους καὶ νοήματος. Χωρίσωμεν τὸ πάθος ἀπὸ τοῦ νοήματος, καὶ ἀπομένει ὁ λογισμὸς ψιλός. Χωρίζομεν δὲ δι’ ἀγάπης πνευματικῆς καὶ ἐγκρατείας, ἐὰν θέλωμεν». Ὁ χωρισμὸς τοῦ πάθους ἀπὸ τὸ νόημα δὲν γίνεται παρὰ μὲ τὴν ἀγάπη, τὴν ἐγκράτεια (δηλ. τὴν αὐτοκυριαρχία) καὶ τὴν ἐλεύθερη θέληση. Τὰ στοιχεῖα ὅμως αὐτὰ χρειάζονται περισσότερη ἀνάλυση.



Ἡ ἀγάπη ὡς ἐλευθερία καὶ ἡ ἐλευθερία ὡς ἀγάπη

Τόσο ἡ ἔννοια τῆς ἀγάπης ὅσο καὶ ἐκείνη τῆς ἐλευθερίας, ἐνῶ ἀποτελοῦν κλειδιὰ γιὰ τὴ σωστὴ θεραπεία, ὑπόκεινται καὶ αὐτὲς στὴ δική τους παθολογία. Ἔτσι ἀγάπη μπορεῖ νὰ εἶναι στὴν οὐσία μία μορφὴ ναρκισσισμοῦ», δηλαδὴ ἀγάπης τοῦ ἑαυτοῦ μας μέσα ἀπὸ τὴν μορφή, τὸν καθρέφτη τοῦ ἄλλου. Ὁ ναρκισσισμὸς θεωρεῖται νόσος, ἀλλὰ οἱ μορφὲς του εἶναι τόσο πολλὲς καὶ δυσδιάκριτες ὥστε νὰ μὴ ἀντιμετωπίζεται συνήθως στὴ ρίζα του. Στὴν πραγματικότητα κάθε ἐρωτικὴ ἀγάπη ἐμπεριέχει στοιχεῖα ναρκισσισμοῦ, αὐτοῦ ποὺ ὀνομάσαμε προηγουμένως στὴ γλώσσα τοῦ Μαξίμου «φιλαυτία». Τὸ «πάθος» τῆς ἐρωτικῆς ἀγάπης συνίσταται στὴν ἀπαίτηση τῆς ἀποκλειστικότητας ποὺ ἐμπεριέχει, ἔτσι ὥστε ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη νὰ οἰκοδομεῖται ἐπάνω σὲ δύο πρόσωπα, ὡσὰν νὰ μὴ ὑπῆρχαν ἄλλα ὄντα γύρω τους. Ὁ ἔρωτας εἶναι στὸ βάθος μία ἐγωκεντρικὴ μορφὴ ἀγάπης, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ πολλὲς παθολογικὲς καταστάσεις (ἐξάρτηση, ἄγχος ἀποχωρισμοῦ κ.λπ. ).

Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία ὡς ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν ἄλλο μπορεῖ νὰ σημάνει τὴν πιὸ ὠμὴ μορφὴ φιλαυτίας, μία παθολογικὴ ἀνεξαρτησία ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ κατάθλιψη ἢ καὶ αὐτοκτονία, ὅταν διαπιστώνεται ὅτι οἱ ἄλλοι μᾶς εἶναι ἀπαραίτητοι, ἀλλὰ ὄχι ἐπιθυμητοί. Ἔτσι τὸ πρόβλημα δημιουργεῖται, μὲ ποιὸν τρόπο ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλευθερία μποροῦν ὄχι μόνο νὰ μᾶς ἀπελευθερώσουν ἀπὸ τὰ πάθη, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποκαθαρθοῦν τὰ ἴδια ἀπὸ τὴ δική τους παθολογία. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ θεολογία θὰ μποροῦσε νὰ προσφέρει τὶς ἑξῆς θέσεις:

α. Τὴν ὑπέρβαση τῆς ἀποκλειστικότητας στὴν ἀγάπη. «Ἐὰν τινὰς μὲν μισῇς τινὰς δὲ οὐδὲ ἀγάπης οὐδὲ μιςῇς, ἑτέρους δὲ ἀγαπᾶς, ἀλλὰ συμμέτρως, ἄλλους δὲ σφόδρα ἀγαπᾶς, ἐκ ταύτης τῆς ἀνισότητος γνῶθι ὅτι μακρὰν εἶ τῆς τελείας ἀγάπης, ἥτις ὑποτίθεται πάντα ἄνθρωπον ἐξ ἴσου ἀγαπῆσαι». Ἡ ἀποκλειστικότητα ἀναιρεῖ τὴν ἀγάπη γιατί ὑποκρύπτει κάποια μορφὴ φιλαυτίας. Ἀγαποῦμε τοὺς οἰκείους μας, τὰ παιδιά μας, τοὺς συγγενεῖς μας, τοὺς «ἐρωμένους» κ.λπ., περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, γιατί κάποια ἀνταπόκριση περιμένουμε ἀπ’ αὐτοὺς ἢ γιατί κάποια ἀνάγκη, ψυχολογικὴ ἢ βιολογική μᾶς δένει μαζί τους. Ἡ ἀγάπη τῶν οἰκείων ὑποκρύπτει τὸ πάθος τῆς φιλαυτίας.

β. Τὴν ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν. Καμιὰ μορφὴ ἀγάπης δὲν εἶναι πιὸ ἐλεύθερη ἀπὸ αὐτὴν καὶ καμιὰ μορφὴ ἐλευθερίας δὲν ταυτίζεται πιὸ πολὺ μὲ τὴν ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν. «Εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστι; [. . . ] καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι» (Λουκ. 6, 32). Ἡ ἀγάπη ποὺ προσδοκᾶ ἀνταπόδοση εἶναι «ἁμαρτωλή», παθολογική. Ἡ ἀγάπη ποὺ δὲν περιμένει ἀνταπόδοση, ἢ καλύτερα, ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ὅσους μᾶς βλάπτουν, εἶναι ἀληθινὰ «χάρις», δηλαδὴ ἐλευθερία. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ «ἐν Χριστῷ» «ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν» καὶ ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἁμαρτωλοὺς εἶναι ἡ μόνη ἐλεύθερη ἀγάπη.

Συμπερασματικά, μόνον ὅταν συμπίπτει ἡ ἀγάπη μὲ τὴν ἐλευθερία ἔχουμε θεραπεία. Ἀγάπη χωρὶς ἐλευθερία καὶ ἐλευθερία χωρὶς ἀγάπη ἀποτελοῦν παθολογικὲς καταστάσεις, ποὺ χρειάζονται θεραπεία.

Ἀλλὰ πῶς μπορεῖ νὰ συμπέσουν αὐτὰ τὰ δύο στὴν πράξη; Εἶναι εὔκολο νὰ ἀποφαίνεται κανεὶς γιὰ αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γίνει ἀλλὰ τί ἔχει νὰ πεῖ ἡ θεολογία γιὰ τὸ πῶς μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ πρέπει;



Ἡ Ἐκκλησία ὡς θεραπευτήριο

Ἐρχόμαστε τώρα στὸ πιὸ κρίσιμο σημεῖο τῆς ὁμιλίας μας: μὲ ποιὸ τρόπο ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ θεραπεύσει τὸν ἄνθρωπο στὴν πράξη;

Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς πρέπει νὰ ἄρουμε μία παρεξήγηση, ποὺ ἐπικρατεῖ εὐρύτατα. Ἡ Ἐκκλησία δὲν θεραπεύει τόσο μὲ αὐτὰ ποὺ ἔχει, ὅσο μὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι. Τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι σοβαρότατο. Ἀναζητοῦμε ὅλοι κατὰ κανόνα στὴν Ἐκκλησία τὰ μέσα τῆς σωτηρίας ἀλλὰ ἡ σωτηρία βρίσκεται στὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἐνσωμάτωσης σ’ αὐτήν. Ἡ διαφορὰ εἶναι πελώρια καὶ ἔχει πρακτικὴ σημασία ὡς πρὸς τὴ θεραπεία.

Ἡ Ἐκκλησία ἔχει πνευματικοὺς καὶ τὸ μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως ποὺ σωστότερα πρέπει νὰ λέγεται τῆς Μετανοίας. Πολλὴ ἔμφαση καὶ σημασία ἔχει ἀποδοθεῖ στὸ στοιχεῖο αὐτὸ ὡς πρὸς τὴ θεραπεία. Ἀναζητεῖται ὁ τέλειος πνευματικός, ἡ τέλεια μέθοδος ἐξομολογήσεως κ.λ.π., καὶ λησμονεῖται ὅτι ὁ πνευματικὸς δὲν θεραπεύει. Μπορεῖ νὰ εἶναι κουρασμένος τὴν ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως ἢ νὰ μὴν ἔχει τὶς κατάλληλες γνώσεις —πράγματα συνηθέστατα. Ἡ θεραπεία δὲν θὰ ἐπέλθει τὴν ὥρα τοῦ Μυστηρίου, ἁπλούστατα γιατί τὸ Μυστήριο ἔχει ὡς στόχο τὴν ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στὴν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μόνον ἐκεῖ, σιγὰ-σιγὰ καὶ μακροπρόθεσμα θὰ ἐπέλθει ἡ θεραπεία. Πῶς θὰ συμβεῖ αὐτό;

Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ θεραπευτήριο, γιατί προσφέρει τὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο νὰ μεταβεῖ ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ ἀτόμου σ’ ἐκείνη τοῦ προσώπου. Ποιὰ ἡ διαφορά; Καὶ πῶς συμβαίνει αὐτὸ στὴν Ἐκκλησία;

Τὸ ἄτομο ἀποτελεῖ ἔννοια ἀριθμητική, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀπομόνωσή του ἀπὸ τὰ ἄλλα ἄτομα· ποὺ εἶναι αὐτὸ γιατί δὲν εἶναι κάτι ἄλλο. Τὸ ἄτομο εἶναι στὸ βάθος ἔννοια ἀρνητική. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει καὶ ἐνεργεῖ ὡς ἄτομο, ψυχολογικὰ αὐτοπεριφράσσεται, «σχίζεται» ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Πρόκειται γιὰ μία παθολογικὴ κατάσταση, ποὺ συνιστᾶ πλῆθος νοσηρῶν φαινομένων, καὶ ἴσως τὴν πηγὴ ὅλων τῶν ἀσθενειῶν, αὐτὸ ποὺ ὁ Μάξιμος ὀνομάζει «φιλαυτία». Τὸ ἄτομο δὲν συνιστᾶ μόνο ἠθικῆς ἤ ψυχολογικῆς φύσεως πρόβλημα, ἀλλὰ ἔχει ὀντολογικὲς διαστάσεις. Συνδέεται μὲ τὸ θάνατο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν τροφοδότης καὶ ταυτόχρονα καταλύτης τοῦ ἄτομου: ὁ θάνατος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐξαίρει τὴν ἀτομικότητα χωρίζοντάς την ὁριστικὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους (ὁ καθένας πεθαίνει μόνον αὐτός), γιὰ νὰ τὴ διαλύσει τελικὰ στὴν ἀποσύνθεση καὶ τὴν ἀνυπαρξία. Ἡ ἀτομικότητα εἶναι φορέας νόσου ἢ νόσων, ἀκριβῶς γιατί στὸ βάθος της ὑποκρύπτεται ὁ φόβος τοῦ θανάτου, τοῦ ὀντολογικοῦ μηδενισμοῦ —ἂν ἐπιτρέπεται ἡ παράδοξη ὅσο καὶ ἀληθινὴ αὐτὴ ἀντίφαση. Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τὸ σῶμα. Ἄν, ὅπως ὁ Μάξιμος, συνδέουν τὴν φιλαυτία μὲ τὸ σῶμα, δὲν εἶναι γιατί τὸ σῶμα εἶναι κακό, ἀλλὰ γιατί ἐκφράζει κατ’ ἐξοχὴν τὸ ὀχυρό τῆς ἀτομικότητας, ἐκεῖ ποὺ φωλιάζει ἡ δυνατότητα τῆς ἀποκοπῆς μας ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ ἐκεῖ ποὺ τελικὰ στοχεύει καὶ ἐπιτυγχάνει ὁ θάνατος. Ἡ ἀτομικότητα εἶναι τὸ πρῶτο παθολογικὸ στάδιο, ποὺ περνάει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχει ἀνάγκη θεραπείας.

Τὸ δεύτερο στάδιο εἶναι ἐκεῖνο τῆς κοινωνίας. Γιὰ νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὴν ἀτομικότητα ὁ ἄνθρωπος, πρέπει νὰ περάσει στὴ σχέση του μὲ τοὺς ἄλλους —μὲ ὁποιαδήποτε μορφὴ ἔστω καὶ ἀρνητική: νὰ θυμώσει, νὰ δείρει ἢ ἀκόμα καὶ νὰ σκοτώσει. Αὐτὸ ποὺ συνήθως λέγεται «ἐκτόνωση», ἀποτελεῖ μορφὴ ὑπερβάσεως τοῦ ἀτομισμοῦ, μορφὴ «θεραπείας» κατὰ τὴν ψυχιατρική. Δὲν πρόκειται γιὰ τὴν ἔννοια τοῦ προσώπου, πρόκειται ὅμως γιὰ μία μορφὴ σχέσεως καὶ κοινωνίας, ποὺ ἐμφανίζεται ὡς θεραπεία, χωρὶς νὰ εἶναι.

Τὸ ἐπίπεδο στὸ ὁποῖο ἐπιδιώκει νὰ φέρει τὸν ἄνθρωπο ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται πέρα ἀπὸ αὐτήν, στὴν κατάσταση τοῦ προσώπου.



Τί εἶναι τὸ πρόσωπο;

Ἡ Ἐκκλησία δανείζεται τὴν ἔννοια τοῦ προσώπου ἀπὸ τὴν πίστη της στὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ πέρνωντάς την ἀπὸ τὴν Χριστολογία καὶ τὴν Πνευματολογία τὴν ἐφαρμόζει στὴν Ἐκκλησία. Στὴν Ἁγία Τριάδα τὸ πρόσωπο εἶναι ἔννοια θετική, σχέση καταφατική, καὶ ὄχι ἀρνητική. Τὰ τρία πρόσωπα τῆς Τριάδος εἶναι διάφορα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ὄχι γιατί ἀπομονώνονται καὶ ἀποσχίζονται τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἀλλὰ ἀντίθετα γιατί εἶναι ἀναπόσπαστα ἑνωμένα μεταξύ τους. Ἡ ἑνότητα, ὅσο πιὸ ἄρρηκτη εἶναι, τόσο πιὸ πολὺ γεννάει, παράγει ἑτερότητα. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐξασφαλίζει ὀντολογικὴ πληρότητα καὶ σταθερότητα, ἀπουσία θανάτου καὶ ἀληθινὴ ζωή. Ὁ ἄλλος ὄχι μόνο δὲν εἶναι ἐχθρός, ἀλλὰ ἡ βεβαίωση τῆς δικῆς μου ταυτότητας καὶ μοναδικότητας: τὸ Σὺ ποὺ μὲ κάνει νὰ εἶμαι Ἐγώ, καὶ χωρὶς τὸ ὁποῖο τὸ Ἐγὼ εἶναι ἀνύπαρκτο καὶ ἀδιανόητο.

Καὶ κάτι ἀκόμα. Στὴν Ἁγία Τριάδα ἡ προσωπικὴ ἑτερότητα καὶ μοναδικότητα δὲν αἰτιολογεῖται ψυχολογικά, ἀλλὰ ὀντολογικά. Οἱ ἰδιότητες ποὺ διακρίνουν τὰ τρία πρόσωπα μεταξύ τους εἶναι μόνο ὀντολογικές: τὸ κάθε Ἕνα εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι, καὶ τίποτε παραπάνω. Τὸ πρόσωπο δὲν κρίνεται ἀπὸ τὶς ἰδιότητές του, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἁπλὴ κατάφαση τῆς ταυτότητάς του ὡς μοναδικοῦ καὶ ἀναντικατάστατου ὄντος. Δὲν εἶναι τὸ πρόσωπο προσωπικότητα, δηλαδὴ συνισταμένη ἰδιοτήτων (ὕψους, κάλλους ἢ ἀσχήμιας, ἀρετῆς ἢ κακίας, εὐφυΐας ἢ βλακείας κ.λ.π.. Τὸ πρόσωπο εἶναι ἐλεύθερο ἀπὸ ἰδιότητες καὶ δὲν κρίνεται ἀπ’ αὐτές).

Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη περὶ προσώπου περνάει στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴ μορφὴ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμο, ὅπως αὐτὴ ἐκφράστηκε «ἐν Χριστῷ» μὲ τὴν ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος στὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος δὲν κρίνεται ἀπὸ τὶς ἰδιότητές του —αὐτὸ σημαίνει ἡ συγχώρηση, ποὺ παίρνει στὸ Βάπτισμα καὶ στὴ Μετάνοια— ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ὅτι εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι. Ἡ συγχώρηση καὶ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου, ὡς μοναδικῆς καὶ ἀνεπανάληπτης ταυτότητος, μὲς τὴν κοινότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ τὴν πεμπτουσία τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεραπευτικῆς. Ἡ Ἐκκλησία θεραπεύει ὄχι μὲ ὅσα λέγει, ἀλλὰ μὲ ὅ,τι εἶναι: κοινότητα ἀγάπης, μιᾶς ἀγάπης ποὺ δὲν εἶναι συναίσθημα, ὥστε νὰ τὸ ἀναζητήσουμε στὸ ἐσωτερικὸ καὶ τὴ διάθεση τοῦ ἄτομου, ἀλλὰ σχέση, πράγμα ποὺ ἀπαιτεῖ συνύπαρξη καὶ ἀποδοχὴ σὲ μία κοινότητα συγκεκριμένη, κοινότητα ἀγάπης χωρὶς ἀποκλειστικότητα καὶ ὅρους. Ἡ Ἐκκλησία θεραπεύει μὲ τὸ νὰ εἶναι μία τέτοια κοινότητα, στὴν ὁποία ἐντασσόμενος ὁ ἄνθρωπος ἐθίζεται νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ ἀγαπᾶται ἐλεύθερα, ὅπου κατὰ τὰ λόγια του Ἁγίου Μαξίμου «ἡ τελεία ἀγάπη οὐ συνδιασχίζει τὴν μίαν τῶν ἀνθρώπων φύσιν . . . ἀλλ’ εἰς αὐτὴν ἀεὶ ἀποβλεπομένη πάντας ἀνθρώπους ἐξ ἴσου ἀγαπᾶ . . . Διὸ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ Θεὸς Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν αὐτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ἐνδειξάμενος, ὑπὲρ τῆς ὅλης ἀνθρωπότητος ἔπαθεν. . . » (κεφ. ἀγαπ. I, 72).

Τὸ πρακτικὸ καὶ ἀμείλικτο ἐρώτημα εἶναι ὅμως: εἶναι ἡ Ἐκκλησία κοινότητα ἀγάπης, χῶρος στὸν ὁποῖο περνάει κανεὶς ἀπὸ τὴ «φιλαυτία» στὴ «φιλαδελφία», ἀπὸ τὴν νόσο στὴν ἴαση; Στὸ βαθμὸ ποὺ ἡ ἀπάντηση εἶναι καταφατική, μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς θεραπευτήριο. Ἄλλως, εἶναι ἕνα φαρμακεῖο, ποὺ προμηθεύει τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἀναλγητικά, χωρὶς νὰ τοὺς μεταμορφώνει ἀπὸ ἄτομα σὲ πρόσωπα. Γιατί τὰ πρόσωπα προϋποθέτουν σχέση, καὶ ἡ σχέση κοινότητα. Διαφορετικὰ παραμένουν ἄτομα μεμονωμένα μὲ τὴν «ψευδαίσθηση τῆς ἁγιότητας. Extra eccliasiam nulla salus— ὄχι γιατί ἐκεῖ ὑπάρχουν τὰ μέσα τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ γιατί ἐκεῖ λειτουργεῖ τὸ Τριαδικὸ μυστήριο τῆς ἀλληλοπεριχωρήσεως τῶν προσώπων.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀπωλέσει τὴ συνείδηση τῆς κοινότητας, καὶ ἂν κάνει λόγο σήμερα γιὰ θεραπευτήριο μᾶλλον ἐννοεῖ πὼς εἶναι φαρμακεῖο. Παραμένει ὅμως ἀληθινὴ κιβωτὸς σωτηρίας, γιατί διατηρεῖ ἀνόθευτη ὄχι μόνο τὴν πίστη στὸν προσωπικὸ Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὸν Χριστὸ τῆς καθολικῆς ἀγάπης, τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλὰ καὶ γιατί παραμένει ἡ γνήσια εὐχαριστιακὴ κοινότητα, στὴν ὁποία προσφέρονται οἱ ἀγαπητικὸς ἐκεῖνες σχέσεις, ποὺ μποροῦν νὰ θεραπεύσουν τὸν ἄνθρωπο μεταβάλλοντάς τον ἀπὸ ἄτομο σὲ πρόσωπο. Αὐτὴ τὴν πίστη καὶ αὐτὴ τὴ σύναξη καὶ κοινότητα πρέπει νὰ τὴ διατηρήσουμε γνήσια καὶ ἐνεργό, ἂν θέλουμε νὰ θεωροῦμε τὴν Ἐκκλησία ὡς θεραπευτήριο.

Ἀνατρέχοντας σὲ ὅσα προσπάθησα νὰ πῶ αἰσθάνομαι πὼς πρέπει νὰ ἐπισημάνω τὰ ἀκόλουθα.

Γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ θεολογία ἡ θεραπεία δὲν εἶναι ὑπόθεση ψυχολογικὴ ἢ ἠθική, ἀλλὰ ὀντολογική. Σκοπὸς τῆς θεραπείας δὲν εἶναι νὰ ἀνακουφίσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ συμπτώματα τῆς νόσου, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀναγεννήσει μεταφέροντάς τον ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς φιλαυτίας, ὅπου γεννιοῦνται τὰ πάθη, στὸ χῶρο τῆς φιλαδελφίας, ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀληθινὴ θεραπεία διὰ τῆς ἀγάπης. Τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν ἕνα χῶρο στὸν ἄλλον εἶναι ἐπώδυνο, γιατί προϋποθέτει τὸ Σταυρὸ ἢ μὲ τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Μαξίμου τὴ βίωση τῆς ὀδύνης, ποὺ συνυπάρχει μὲ τὴν ἡδονή. Εἶναι ἕνα πέρασμα, ποὺ πρέπει νὰ καθοδηγεῖται μὲ προσοχὴ καὶ φιλανθρωπία, «ἵνα μὴ τὸ χωλὸν ἐκτραπῆ, ἰαθῇ δὲ μᾶλλον» (Ἑβρ. 12, 13).

Στὴν προσπάθεια αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ θεολογία διαθέτουν ὄχι τόσο τεχνική, ἢ ἐξειδίκευση, ὅσο τὴν πίστη στὸν προσωπικὸ Θεό, ἀπὸ τὴν ὁποία πηγάζει ἡ πίστη στὸν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο, εἰκόνα καὶ ὁμοίωση Θεοῦ· τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὴν χωρὶς ὅρια καὶ ἀποκλειστικότητα, καὶ τὴν Ἐκκλησία ὡς εὐχαριστιακὴ κοινότητα, ἡ ὁποία πραγματώνει τὴν ἀγάπη αὐτὴ ὡς προσωπικὴ ὕπαρξη καὶ σχέση. Ὁ πόλεμος κατὰ τῶν παθῶν καὶ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν γιὰ τὴν Ἐκκλησία αὐτοσκοπό. Ἀποβλέπουν στὸ νὰ ἀναδυθεῖ ἀπὸ αὐτὰ τὸ ὄντως πρόσωπο, νὰ ἐπανενωθεῖ ἡ κατατεμαχισμένη φύση, καὶ νὰ ξαναβρεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴ σωστὴ σχέση του μὲ τὸ Θεό, μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ μὲ τὴν ὑλικὴ φύση. Ὑγεία γιὰ μᾶς εἶναι ἡ σωστὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς παράγοντες (τὸ Θεό, τοὺς ἄλλους καὶ τὴ φύση), ποὺ ἀποτελοῦν τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος. Ἀσθένεια εἶναι ἡ διαταραχὴ τῆς τριπλῆς αὐτῆς καὶ τρισδιάστατης σχέσεως. Ἴσως αὐτὸ νὰ διαφοροποιεῖ πολὺ τὴ θεολογία ἀπὸ τὴ ψυχιατρικὴ —ἴσως ὄχι, ἐσεῖς θὰ κρίνετε. Ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι βέβαιο εἶναι ὅτι τόσο ἡ Ἐκκλησία ὅσο καὶ ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη πρέπει νὰ συμπέσουν στὴ βασικὴ αὐτὴ διαπίστωση, ἂν πρόκειται νὰ ἀναπτυχθεῖ ἕνας διάλογος μεταξύ τους.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...