Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Αυγούστου 01, 2011

Γεώργιος Κούβελας, " Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας στα 1821 ".


Ομιλία του δικηγόρου κ. Γεωργίου Κούβελα στην Ορθόδοξη Χριστιανική Αδελφότητα " ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ " ,με θέμα " Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας στα 1821 ".Παρουσιάζει ο καθ. Α.Π.Θ. ,κ.Στέργιος Σάκκος,Εικονοληψία Παναγιώτης Περπερίδης, Μονταζ-Επεξεργασία εικόνας Γιώργος Αγγελούδης(xpermedia)

Πώς υπέμεναν οι Μάρτυρες τα βασανιστήρια και πώς αντιμετώπιζαν το θάνατο

undefined
Η ανθρώπινη λογική αδυνατεί να αποδεχθεί γεγονότα, που έρχονται σε αντίθεση με τον ορθό λόγο. Έτσι είναι φυσικό, ο σημερινός άνθρωπος, που επιδιώκει την άνεση και τον εύκολο τρόπο ζωής και αποφέυγει τον κόπο, τον πόνο και τη θυσία, να δυσκολεύεται να πιστέψει όλα αυτά τα μαρτύρια, που είδαμε ότι αντιμετώπιζαν οι άγιοι της Εκκλησίας μας.
Και προβάλλουν δύο βασικα ερωτήματα:
  1. Οι απλοί εκείνοι άνθρωποι σαν τον Κόνωνα τον κηπουρό, πού εύρισκαν τις σοφές απαντήσεις, που απήυθυναν στους δικαστές του;
  2. Πώς μπορούσαν να αντέξουν οι άνθρωποι εκείνοι τα φρικτά βασανιστήρια  και μάλιστα με τόση ειρήνη ψυχής, ακόμα και με  χαρά, τα οποία εμείς και μόνον όταν τα διαβάζουμε υποφέρουμε;
Την απάντηση στο πρώτο ερώτημα τη βρίσκουμε στα λόγια του Κυρίου μας: «Όταν σας σύρουν στα δικαστήρια, μην αγωνιάτε για το τί θα πείτε ή πώς θα το πείτε. Ο Θεός θα σας φωτίσει εκείνη την ώρα τί να πείτε, γιατί δεν θα είστε σείς που θα μιλάτε, αλλά το Άγιο Πνεύμα που θα μιλάει από μέσα σας» (Ματθ. 10,19). Αυτό συνέβαινε και με τους ολιγογράμματους αλλά φωτισμένους από το Άγιο Πνεύμα Αποστόλους και όλους τους Ομολογητές και Μάρτυρες της πίστεως, όταν τους καλούσαν σε απολογία στα δικαστήρια.
Στο δέυτερο ερώτημα ο πλέον κατάλληλος να μας απαντήσει είναι ο ιστορικός Ευσέβιος[1], ο οποίος έζησε κατά την περίοδο των τελευταίων 48 χρόνων των διωγμών και περιέγραψε ως αυτόπτης μάρτυρας τα μαρτύρια των χριστιανών και πώς τα αντιμετώπιζαν οι Μάρτυρες.
Ανθρωπίνως είναι αδύνατον να εξηγηθεί, πώς ευρισκαν τη δύναμη αθώα πρόσωπα, άνθρωποι ακόμα και ασθενικοί ή υπερήλικες ή νεαρά παιδιά όχι μόνον να αντέχουν τα βασανιστήρια αλλά και να αντιμετωπίζουν τον θάνατο με τον τρόπο με τον οποίον τον αντιμετώπιζαν. Το φαινόμενο παραμένει «υπεράνω πάσης εξηγήσεως»[2]. Μόνον με τη δύναμη της πίστεως μπορεί να εξηγηθεί.
Οι Μάρτυρες μπροστά στους βασανιστές τους συμπεριφέρονται με τόση ψυχραιμία και ηρεμία, ώστε να σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι δεν γνωρίζουν πως αυτοί είναι οι μέλλοντες να υποστούν το μαρτύριο.
Όταν ρίχνονται στο αμφιθέατρο, για να κατασπαραχθούν από τα πεινασμένα άγρια θηρία, προχωρούν προς αυτά με προθυμία. Και όταν εκείνα αδρανούν οι Μάρτυρες τα ερεθίζουν να αρχίσουν το έργο τους. Μπροστά στη φωτιά δεν περιμένουν οι Μάρτυρες να τους ρίξουν οι δήμιοι, αλλά οι ίδιοι, με γαλήνιο πρόσωπο, προχωρούν προς τις αναμμένες φλόγες.
Επίσης καταπληκτική είναι η απάθεια με την οποία αντιμετώπιζαν τα θανατικά όργανα και η ψυχραιμία με την οποία δέχονταν τα μαρτύρια, όχι μόνον χωρίς βογγητά και κραυγές  πόνου, αλλά με ευχαριστίες και δοξολογίες στον Θεό. Το πρόσωπό τους έλαμπε από αγαλλίαση, σαν να μην ήταν αυτοί βασανιζόμενοι Μάρτυρες, αλλά νικηφόροι αθλητές, που έχαιραν για τη νίκη τους, «σκιρτώντες και υπεραγαλλόμενοι».[3]
Ποια άλλη δύναμη, εκτός από την πανίσχυρη δύναμη της πίστεως, ήταν δυνατόν να καταστήσει τους μάρτυρες ικανούς, να υφίστανται με τέτοιον τρόπο τα βασανιστήρια; Φαίνονταν ότι κατά τις σκληρές εκείνες ώρες των βασάνων τους δεν αισθάνονταν καν αίσθημα πόνου.[4] Έδιναν την εντύπωση ότι είχαν αποδημήσει από το σώμα και ότι πλέον ήσαν άγγελοι.[5] Πράγματι, όσα υπέφερε το σώμα των Μαρτύρων ΄σαν ξένα γι’ αυτούς, διότι η ψυχή τους βρισκόταν πλέον στον ουρανό.[6]
Βεβαίως οι Μάρτυρες προτού υποβληθούν στα βασανιστήρια γνώριζαν καλά ότι χρειάζονταν θάρρος και μεγάλη αντοχή, για να υπομείνουν όσα θα συνέβαιναν. Άλλωστε είναι ιδεί τα βασανιστήρια άλλων χριστιανών.[7] Από τους πνευματικούς τους πατέρες και διδασκάλους είχαν ακούσει ότι μπροστά στα φοβερά βασανιστήρια υπήρχε ο κίνδυνος να αισθανθούν, προς στιγμήν, λιποψυχία αλλά να μην δειλιάσουν. Για να ενισχύσει η Εκκλησία αποτελεσματικά τους Μάρτυρες στους σκληρούς αγώνες τους, προσπαθούσε με κάθε τρόπο και μέσα στα δεσμωτήρια να μεταφέρει τα άια και ζωοποιά Μυστήρια και να τους κοινωνεί με το Άγιο Σώμα και Αίμα του Κυρίου «εις πίστην ακαταίσχυντον», «εις αγιασμόν και ρώμην, εις εφόδιον ζωής αιωνίου και αρραβώνα της μελλούσης ζωής και σωτηρίας».[8] Είναι συγκινητική η προσπάθεια του νεαρού Ταρσίζου (+257) [9] να μεταφέρει τη θεία Ευχαριστία στους φυλακισμένους ετοιμοθάνατους Μάρτυρες. Βαδίζοντας προς τη φυλακή λιθοβολήθηκε από τους ειδωλολάτρες και προστέθηκε στη χορεία των Μαρτύρων. Τη λαχτάρα που είχαν οι Μάρτυρες να μεταλάβουν τα άχραντα Μυστήρια φανερώνει και η πράξη τους ιερέα της Εκκλησίας της Αντιοχείας Λουκιανού.[10] Επειδή ήταν αδύνατο ο Επίσκοπος να βρεί τρόπο να κοινωνήσει στη φυλακή, ο έγκλειστος επίσης ιερέας Λουκιανός τέλεσε το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, χρησιμοποιώντας το στήθος του ώς Αγία Τράπεζα. έτσι μπόρεσαν να κοινωνήσουν όλοι οι φυλακισμένοι, οι οποίοι στη συνέχεια έλαβαν τα στεφάνια του Μαρτυρίου.
Με το ακαταμάχητο εφόδιο των Αχράντων Μυστηρίων οι Μάρτυρες αναδεικνύονταν νικητές. Ο Αγωνοθέτης Κύριος, που έφεραν μέσα τους, τους παρείχε πολλά δείγματα της αγάπης Του. Τους ενίσχυε με ουράνια φωνή. Με Αγγέλους Του θεράπευε τα τραύματά τους. Έσβηνε τη φωτιά στην οποία τους είχαν ρίξει. Και με ποικίλους άλλους τρόπους τους βεβαίωνε ότι είναι κοντά τους.
Σε πολλές περιπτώσεις ο Κύριος ενίσχυε τους Μάρτυρες, με όράματα, όπως τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον.[11] Αυτά τα θεία οράματα αποτελούσαν τον αντικατοπτρισμόν του Αγίου Πνεύματος, την ζώσαν μετά του Θεού επικοινωνία, την οποίαν αισθάνονταν τόσο βεβαία, ώστε να δίνει σ’ αυτούς τη θαυμαστή εκείνη σταθερότητα και τη δύναμη να αντιμετωπίζουν θαρραλέα και τις σατανικές ακόμη εφευρέσεις των διωκτών τους.[12]
Οι άγιοι Μάρτυρες,[13] γνώριζαν ότι χωρίς τη δύναμη του Θεού δεν θα μπορούσαν τίποτε να επιτύχουν. Γι’ αυτό δεν έπαυαν, μαζί με τις ευχαριστίες τους, να ζητούν και τη βοήθεια του Κυρίου στον τραχύ αγώνα τους, ώστε να μείνουν πιστοί μέχρι θανάτου και να αξιωθούν της ουρανίου βασιλείας Του. Κατά την ώρα αυτή δεν προσεύχονταν με αγωνία, αλλά με αισιοδοξία και χαρά. Ήταν βέβαιοι για την τελική νίκη της αληθινής πίστεως. Και αυτή η προσευχή τους ήταν συνεχής και αδιάλειπτη, μέχρι τη στιγμή που παρέδιδαν το πνεύμα τους στα χέρια του Κυρίου, όπως και ο Άγιος Πρωτομάρτυς Στέφανος, του οποίου τα τελευταία λόγια ήταν «Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμα μου».[14]
Κάτι ακόμα (που διαφοροποιεί τους Μάρτυρες της πίστεως από τους οπαδούς οποιασδήποτε ιδεολογίας, που θυσιάστηκαν για τις ιδέες τους) που συγκλόνιζε τους διώκτες των χριστιανών ήταν οι προσευχές τους γι’ αυτούς, να τους συγχωρήσει ο Θεός για τα εγκλήματά τους.[15] Ακολουθούσαν και στο σημείο αυτό τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον, που πρόλαβε ενώ τον λιθοβολούσαν, να ολοκληρώσει την προσευχή του κράζοντας με φωνή μεγάλη: «Κύριε μη στήσης αυτοίς την αμαρτία ταύτην, και τόυτο ειπών εκοιμήθη».[16]
Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα και πολλοί από τους ειδωλολάτρες, που παρακολουθούσαν σε δημόσιους χώρους τα μαρτύρια των χριστιανών, αλλά ακόμη και οι δήμιοι να αναφωνούν: «Μέγας ο Θεός των χριστιανών». Πίστευαν στον Χριστό και ζητουσαν να κατηχηθούν και βαπτισθούν. Υπήρχαν και κάποιοι εκείνη την ώρα που ομολογούσαν την πίστη τους στον Χριστό, ως τον μόνον αληθινόν Θεόν, συλλαμβάνονταν και συνόδευαν στο μαρτύριο τους άλλους. Έτσι λάβαιναν το Άγιο Βάπτισμα του αίματος, το οποίο η Εκκλησία αναγνώριζε όπως και το κανονικό, στο Βαπτιστήριο και μάλιστα του προσέδιδε ακόμη μεγαλύτερη αξία.
Κατόπιν αυτών η Εκκλησία, αντί να σμιρύνεται με τη θανάτωση εκατομμυρίων μελών της, παρουσίαζε καταπληκτική εξάπλωση σε όλες τις χώρες του γνωστού τότε κόσμου. Άνθρωποι κάθε κοινωνικής τάξης, ακόμα και από τα περιβάλλοντα των ρωμαίων αυτοκρατόρων, γίνονταν χριστιανοί.
Έτσι, οι όποιοι καλόπιστοι σημερινοί «λογικοι» προβληματισμοί για το μεγαλειώδες «περικείμενον ημίν νέφος Μαρτύρων»[17] της Εκκλησίας μάς, καταλήγουν σίγουρα στη νικητήρια διαπίστωση: «Τίς Θεός μέγας ώς ο Θεός ημών!».
1. Ο Ευσέβιος γεννήθηκε το 265 δτην Καισάρεια της Παλαιστίνης και απέθανε το 339 ή 340. Κατά τον μεγάλο διωγμό, που άρχισε επι Διοκλητιανού και συνεχίσθηκε μέχρι το 311, περιέγραψε άγριες σκηνές μαρτυρίου, όχι μόνον στην Παλαιστίνη, αλλά και στη Φοινίκη και την Αίγυπτο, Την 15 Νοεμβρίου 307 φυλακίστηκε με άλλους χριστινούς στην Καισάρεια. Διασώθηκε από τον διωγμό και το 313 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Καισάρειας. Έγραψε την πρώτη συστηματική Εκκλησιαστική Ιστορία σε 10 βιβλία από της εποχής του Ιησού Χριστού μέχρι τον θάνατο του Μαξιμίνου (313). Μεταξύ των πολλών άλλων έργων του συγκαταλέγονται ακόμη και τα βιβλία του: «Αρχαίων Μαρτύρων Συναγωγή» (Πράξεις Μαρτύρων προ του διοκλητιανείου διωγμού) και «Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων», το οποίο γράφτηκε το 313. (Θ.Η.Ε. Τομ. 5ος σελ. 1081).
2. Ευσεβ. Ιστ. V 1, 16.
3. Ευσεβ. Ιστ. Ευσεβ. Μάρτ. Παλ. VΙ 26. Σημ. Οι πλείστες παραπομπές στα έργα του Ευσεβίου προέρχονται από εξαίρετη επιστημονική εργασία του τ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Ιερώνυμου (Α΄) Κοτσώνη, «Το ενθουσιαστικόν στοιχείον εις την Εκκλησίαν των Μαρτύρων», από την οποία αντλήσαμε πολύτιμα στοιχεία για τη σύνταξη αυτού του κεφαλαίου.
4. Ευσεβ. Ιστ. V, 1, 55 «Μηδέ αίσθησιν έτι των συμβαινόντων έχουσα δια την ελπίδα και εποχήν των πεπιστευμένων και ομιλίαν προς τον Χριστόν».
5. Ευσεβ. Παλ. Μαερτ. ΧΙ, 12 «Άσαρκος δ’ ώσπερ και ασώματος ουδ’ επαϊεν δοκών αλγηδόνων»
.6. Ευσεβ. Εκκλ. Ιστ. V, 1
7. Οπ. ανωτ. V!!!, 8-10
8. Ευχαί Θ. Μεταλήψεως
9. Θ.Η.Ε. Τομ. 11ος σελ. 687
10. Συναξάριον του Αγ. Ιερομάρτυρος Λουκιανού Πρεσβυτέρου της εν Αντιοχεία Εκκλησίας, 15ης Οκτωβρίου.
11. «Ατενίσας εις τον ουρανόν (ο Στέφανος) είδε δόξαν Θεού, και Ιησούν εστώτα εκ δεξιών του Θεού, και είπεν, ιδού, θεωρώ τους ουρανούς ανεωγμένους και τον Υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών εστώτα του Θεού». (Πραξ. ξ΄ 55-56).
12. Ιερων. Αρχ. σελ. 56-57
13. Οπ. αν. σελ. 5514. Πραξ. 7, 59
15. Ευσεβ. ΙΣτ. V, 2. Οι μάρτυρες «κατηγόρουν ουδενός, έλυον με άπαντας, εδέσμευον δι’ ουδένα και υπέρ των τα δεινά διατιθέντων ηύχοντο καθάπερ Στέφανος ο τέλειος μάρτυς».
16. Πραξ. 7, 60.
17. Εβρ. 12, 1.
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΤΡΑΜΠΑ – ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΙΣΙΔΙΑΣ ΑΘΛΗΤΕΣ ΣΤΕΦΑΝΗΦΟΡΟΙ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» σελ. 187-184.

Το καθήκον μας απέναντι στην ιστορία

Είναι καθήκον κάθε σωστού ανθρώπου να παίρνει θέση απέναντι στην ιστορία και μάλιστα σε περιόδους εκτάκτων αναγκών και τραγικών καταστάσεων, όπως εξελίσσεται και η σημερινή.
* Του Αρχιμ. Τιμόθεου Κ. Κιλίφη
Αλλά, για να την πάρει αυτή τη θέση, είναι αυτονόητο ότι πρέπει να γνωρίζει την ιστορία, να την έχει μελετήσει ενδελεχώς.
Και αν αυτό πρέπει να ισχύει για κάθε σωστό πολίτη, πολύ περισσότερο ισχύει για τους ηγέτες του λαού. Εν προκειμένω, θα έπρεπε αυτοί που μας κυβερνούν, να εγνώριζαν ουσιαστικά την ιστορία της χώρας μας.
Δυστυχώς όμως, η όλη ζωή και στάση τους αποδεικνύουν το αντίθετο, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, που όμως δεν αναιρούν, αλλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Οι ηγέτες μας λοιπόν, σήμερα, παρασάγκας απέχουν από την ουσία της Ελληνικής Ιστορίας. Υπογραμμίζω τη λέξη ουσία, γιατί η παπαγαλιστί γνώση της ιστορίας δεν ωφελεί σε τίποτε. Αντιστρόφως, βλάπτει σε πολλά. Μόνον η ενδελεχής εμβάθυνση σ’ αυτήν φέρει αγαθά και ευτυχία, όπως μας λέει και ο Ευριπίδης: «όλβιος έσχεν της ιστορίας μάθησης».  Και ο Πολύβιος μας υπογραμμίζει, ότι «η ωφέλεια της μελέτης της ιστορίας συνίσταται στην ανακάλυψη των αιτιών που προσδιορίζουν τα γεγονότα και τον ειρμό τους». Ο δε φιλέλληνας Σατωμπριάν διακηρύσσει, ότι: «η Αρχαία Ελληνική Ιστορία είναι ένα ποίημα».  Αλλά και ο Λαμαρτίνος τονίζει, ότι «η ιστορία διδάσκει τα πάντα, ακόμα και το μέλλον». Και είναι γεγονός, ότι η μελέτη της ιστορίας αποτελεί για κάθε νέα γενεά την σταθερότερη πυξίδα και τον φωτεινότερο προβολέα για το σωστό δρόμο της προς το μέλλον!
Εάν όντως, λοιπόν, εγνώριζαν τα βάθη της ιστορίας μας οι κυβερνώντες, δεν θα διέπρατταν τόσα λάθη και εγκλήματα κατά συρροήν.
Αντίθετα, θα ενεπνέοντο από τα ένδοξα, θετικά γεγονότα, τα οποία θα ώφειλαν να μιμούνται και να αποφεύγουν επιμελώς τα καταστροφικά. Π.χ. διχόνοιες, αδικίες, αντινομίες, διαφθορά και τόσα άλλα φαύλα, που οδηγούν τον τόπο σε συμφορά.
Ανάγκη, λοιπόν, κατεπείγουσα άμεσης αλλαγής πολιτικών ηγετών, οι οποίοι θα κατέχουν στην ουσία της την ιστορία της Ελλάδας και τον τρόπο εξαγωγής της και από τη σημερινή τραγωδία της.
Μόνον έτσι θα αποδείξουμε, τόσον οι ηγέτες μας, όσο και εμείς που τους εκλέγουμε, ότι κατέχουμε υπεύθυνη και σωστική θέση έναντι της ιστορίας μας και όχι τραγελαφική και καταστροφική.
Προς τη θετική και σωστική κατεύθυνση προσπαθώ να τείνουν πάντοτε –κατά συνείδησιν– και οι δικές μου διαμαρτυρίες, με το γραπτό ή προφορικό μου λόγο, επιτελώντας έτσι το καθήκον μου ως ενεργός και υπεύθυνος πολίτης της χώρας μου!

Διάλογος αρχιερέως και κληρικού, Θ., Κατά των Μονοθελητών – Οσίου πατρός ημών Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.

Ορθόδοξη Πορεία

Διάλογος αρχιερέως και κληρικού, Θ., Κατά των Μονοθελητών – Οσίου πατρός ημών Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.

Κατά του δυσσεβούς Ευτυχίου και Διοσκούρου, και των αφρόνων Αρμενίων και Ιακωβιτών και των Ακεφάλων. Έτι δε κατά Σεργίου και Πύρρου και Ονωρίου και των λοιπών Μονοθελητών.
Αρχιερεύς: Ευτυχής τις, πρεσβύτερος την τάξιν, μάλλον δε δυστυχής και υιός της απωλείας εις το γήρας του, και πολλοί άλλοι ομού με αυτόν. Διόσκουρός τις όστις κατεμόλυνε τον θρόνον της Αλεξανδρείας, και άλλοι πολλοί συν αυτώ, οι οποίοι μετέδωκαν την δυσσέβειάν των εις τους Αρμενίους και Ιακωβίτας και εις τους λεγόμενους ύστερον Μονοθελητάς. Όλοι αυτοί, εναντιούμενοι τρόπον τινά εις τον Νεστόριον, άλλοι μεν μίαν φύσιν επί Χριστού, άλλοι δε εν θέλημα και μίαν ενέργειαν ανοήτως εδογμάτισαν. Έξαρχοι δε των Μονοθελητών εχρημάτισαν ο Πύρρος και Ονώριος και Μακάριος και Ζωόρας, και με αυτούς άλλοι πολλοί, νομίζοντες ότι κηρύττουσι με τούτο τον σαρκωθέντα λόγον αδιαίρετον, και δεν ήξευραν οι άθλιοι ότι ανατρέπουσι και αναιρούσι το μυστήριον της σωτηρίας μας, και συγχέουσι τας φύσεις, μάλλον δε αθετούσι την οικονομίαν του λόγου. Εάν είναι μία φύσις, ο λόγος ο σαρκωθείς, κατά την άφρονα δόξαν των, έπεται ότι ή εις θεότητα μετεβλήθη η ανθρωπότης, το οποίον είναι δυσσεβές, και αδύνατον να γένη άκτιστον το κτίσμα. Ή η θεότης μετεβλήθη εις ανθρωπότητα, το οποίον και αυτό είναι άθεον και ασύμφωνον. Επειδή η φύσις του Θεού, και ηνωμένη με την ανθρωπότητα, πάλιν μένει αναλλοίωτος, και μήτε κιρνάται μήτε σύγχυσιν υπομένει.
Οι δογματίζοντες λοιπόν μίαν φύσιν και εν θέλημα, δεν περιπίπτουσιν εις μικράν δυσσέβειαν, καθώς τινές άφρονες νομίζουσιν, αλλά εις την εσχάτην και άκραν και εις το πλήρωμα πάσης βλασφημίας. Διότι ή δεν εσαρκώθη ο λόγος, κατά την δόξαν των, αλλά και μόνον κατά φαντασίαν εφάνη, καθώς τινές εβλασφήμησαν, και επομένως μήτε εγεννήθη εκ Παρθένου μήτε εβαπτίσθη μήτε συνανεστράφη με τους ανθρώπους μήτε έπαθε δι’ ημάς μήτε ανέστη μήτε η σωτηρία μας ετελέσθη. Και εις μάτην τα Ευαγγέλια, εις μάτην όλον της σωτηρίας το κήρυγμα. Ή, εάν εσαρκώθη, το οποίον είναι αληθέστατον, ο σαρκωθείς αυτός ήτο ο Θεός. Επειδή ο λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και αληθώς ενηνθρώπισε. Και εις μίαν υπόστασιν είναι διφυής Χριστός, διότι έμεινεν εκείνο το οποίον ήτο. Επειδή ήτο λόγος, και λόγος πάλιν ενανθρωπήσας διέμεινε, και προσέλαβεν εκείνο το οποίον δεν ήτο. Διότι έγινε σαρξ και αδιαίρετος έμεινεν, ων είς εκ δύο φύσεων. Διότι και εις την υπόστασίν του ο λόγος προσέλαβε την φύσιν μας τελείαν. Επειδή και αληθώς, ως είπομεν, ενηνθρώπησεν. Εάν λοιπόν αληθώς ενηνθρώπησε, πώς είναι εις αυτόν μία φύσις, και τι είναι αυτή, ανθρώπινος ή θεία; Και ει μεν είναι ανθρωπίνη, πώς ημπορεί να δοξάζη γέννησιν εκ Παρθένου όστις λέγει μίαν φύσιν; Ή πώς βάπτισμα ή πώς αφήν χειρών; Πώς οδοιπορίαν Χριστού; Πώς ημπορεί να δοξάζη ότι επείνασεν, ότι εδίψασεν, ότι εκοπίασε και έφαγε και έπιε, και εκρύφθη, και ύπνωσεν; Ή πώς ότι εδεσμεύθη και εσταυρώθη και απέθανε και ετάφη και ανέστη; Ποία τάχα των φύσεων έπαθε και ανέστη; Ποία εφανερώθη μετά την ανάστασιν; Πού οι τύποι των ήλων; Πού η πληγή της λόγχης; Πώς ανέβη εις τους ουρανούς; Πώς πάλιν θέλει έλθη; Διότι αυτά είναι όλα του σώματος ιδιώματα.
Και εάν εφόρεσε σώμα, και τα υπέμεινεν αυτά εν τω σώματι, αληθώς λοιπόν εκ δύο φύσεων είναι, και Θεός και άνθρωπος ο αυτός, και έχει διπλάς και των δύο φύσεων τας ενεργείας και τα θελήματα. Δεν τα έχει όμως εναντιούμενα μεταξύ των αλλά συμφωνότατα. Επειδή υποτάσσεται το ανθρώπινον εις το θείον, και είναι όλον θείον, ως ηνωμένον τω Θεώ. Ει δε και είναι μία φύσις και αυτή θεία, κατά τους βλασφήμους, λοιπόν ακολουθεί να είναι όλα του Ευαγγελίου ψευδή. Και διατί λοιπόν εκτελούν τα μυστήρια, και τι είναι το ιερουργούμενον σώμα και αίμα του Χριστού; Διατί προσκυνείται ο τάφος; Πώς ήλθε τάχα; Πώς θέλει έλθει πάλιν;
Βλέπεις πόσην ατοπίαν έχει αυτή η δόξα, και ότι τα τοιαύτα δόγματα είναι μία ανατροπή και αναίρεσις του μυστηρίου της ευσεβείας; Λοιπόν πρέπει να αποφεύγωμεν εκείνους όσοι νοούσι τα τοιαύτα άφρονα δόγματα, διότι είναι αποβεβλημένοι από τον Θεόν. Έγινε δε σαρξ ο λόγος δι’ ημάς, οι οποίοι εκτίσθημεν λογικοί παρά του λόγου και εξεπέσαμεν παρά λόγον, δια να μας επιστρέψη πάλιν ο λόγος προς τον Θεόν, και παραπεσόντας και συντριβέντας να μας αναπλάση και να μας χαρίση πάλιν το πρώτο κάλλος.
Τέλειος λοιπόν Θεός είναι ο λόγος αιωνίως εκ του Θεού του Πατρός, ως φως εκ φωτός, και απαύγασμα, και κατά την θεότητα αναλλοίωτος. «Εγώ ειμί και ουκ ηλλοίωμαι», λέγει δια του Προφήτου Μαλαχίου. Έγινε δε ύστερον σαρξ, και ων εν μορφή Θεού, και ισόθεος, και τούτο έχων όχι καθ’ αρπαγήν, ως λέγει και ο Παύλος: «Εγένετο εν ομοιώματι ανθρώπων, και μορφήν δούλου ανέλαβε». Και ων Θεός αληθώς ως λόγος του Θεού, εφάνη και άνθρωπος αληθώς «επί της γης, και τοις ανθρώποις συνανεστράφη». Ο αυτός λοιπόν και Θεός είναι αληθινός, ως Υιός του Θεού μονογενής, και ζώσα Σοφία, και άνθρωπος αληθώς εν ταυτώ εκ της αειπαρθένου σεσαρκωμένος. Και ο αυτός είναι είς και διπλούς, και τέλειος κατά τα δύο ο αυτός. Επειδή ο αυτός τέλειος λόγος του ζώντος Θεού ανέλαβεν εις τον εαυτόν του εκ παρθένου την ανθρωπίνην φύσιν, όχι κεχωρισμένος ων από την θεότητα, αλλά αυτός εις την ανθρωπίνην φύσιν γινόμενος αρχή και υπόστασις. Δια τούτο πρόσλημμα αυτή η ανθρωπίνη φύσις ονομάζεται, επειδή αυτός την προσέλαβε και την ήνωσεν εις τον εαυτόν του απορρήτως και υπέρ λόγον. Και προσλαμβάνων αυτήν, δεν μετέλαβεν αυτός κανέν πάθος της ανθρωπότητος, αλλά μάλιστα μετέδωκεν εις αυτήν από τας εντελείας της θεότητος, το δε ανθρώπινον αυτού δεν μετέδωκε τίποτε εις την θεότητα του λόγου, αλλά ελάμβανε και ανυψούτο μεν η ανθρωπίνη φύσις από τον Σωτήρα μας, όστις την προσέλαβε, δεν εταπείνωσε δε τον λαβόντα, μολονότι και το να σαρκωθή ταπείνωσις λέγεται, αλλά πάλιν και δόξα αυτό, και βασιλεία Θεού, και ευπρέπεια ονομάζεται. «Ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν ενεδύσατο».
Δια τούτο, είς μεν είναι ο Χριστός, καθότι είς είναι κατά την υπόστασιν, καθώς και ο Παύλος λέγει: «Είς Κύριος Ιησούς Χριστός». Δύο δε είναι αι φύσεις, επειδή ο λόγος σαρξ εγένετο και η ζωή εφανερώθη εν σαρκί, και «εκ του Θεού εστί πας ο ομολογών Κύριον Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα», ως ο ηγαπημένος λέγει.
Και επειδή «τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, και αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα δια του θανάτου». Και βλέπε τους λόγους του θειοτάτου Παύλου, οι οποίοι ανατρέπουν πάσαν αίρεσιν. Λέγει «κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, προς ανατροπήν των Φαντασιαστών και του Νεστορίου, οι οποίοι αθετούσι την σάρκωσιν του λόγου, και προς αναίρεσιν των Μονοφυσιτών και Μονοθελητών. Επειδή πώς μετέσχε παραπλησίως των αυτών τοις παιδίοις, ως λέγει ο Παύλος, αν ίσως είναι μία φύσις και έν θέλημα; Πώς δε επιλαμβάνεται σπέρματος Αβραάμ, αν είναι μία φύσις;
Καταισχύνει δε και τον Απολινάριον ο Απόστολος λέγων: «ίνα δια του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου». Εάν δεν είχεν ψυχήν λογικήν και ανθρωπίνην, πώς απέθνησκε τη σαρκί και ανέστη δια του θανάτου, και έσωζε το γένος μας; Λόγος λοιπόν του Θεού και σαρξ ο αυτός είναι, είς εκ δύο φύσεων Κύριος Ιησούς Χριστός, και εις εν δυσί τοις θελήμασι. Μη έχων εναντιούμενα αλλήλοις τα θελήματα, ως είπομεν, αλλά έχων εν εαυτώ το φυσικόν και το ιδίωμα εκάστης αυτού φύσεως. Επειδή τελεία είναι εις αυτόν η διττή φύσις και δεν ηλλοιώθη παντάπασιν. Υποτάσσεται εις το θείον το ανθρώπινον θέλημα, ως μαρτυρεί τούτο η δι’ αυτού του Σωτήρος προς τον Πατέρα του φωνή: «Πάτερ, ει δυνατόν εστί, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο», λέγων περί του θανάτου της σαρκός, δια το ανθρώπινον. Επειδή μας διδάσκει να ευχώμεθα και ημείς δια το ασθενές της φύσεώς μας, δια να μη εισέλθωμεν εις πειρασμόν, «πλην μη το θέλημά μου (δηλαδή το ανθρώπινον), αλλά το σον γενέσθω», ήγουν το θείον, το οποίον εν είναι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Βλέπεις ότι δεν είναι εναντίον το ανθρώπινον θέλημα εις το θείον, αλλά υπήκοον. Επειδή και έν είναι, ως είπομεν, το θέλημα του λόγου, και του Πατρός και του Πνεύματος, και μία η δύναμις, η θέλησις, η βουλή και η ενέργεια εις τα τρία πρόσωπα. Άλλο δε είναι το θέλημα το φυσικόν της σαρκός, δι’ ου ήθελε και να τρώγη και να πίνη, και εφοβείτο τον θάνατον και προσηύχετο δι’ αυτό λέγων, αν είναι δυνατόν να παρέλθει το ποτήριον τούτο του θανάτου. Το οποίον όμως θέλημα πάλιν το υπέτασσεν εις τον Πατέρα προσευχόμενος: «πλην, μη το θέλημά μου, αλλά το σον γενέσθω». Το θεϊκόν δηλονότι, και όχι εκείνο το της σαρκός. Δυσσεβείς λοιπόν και αναιρέται είναι της οικονομίας του Θεού λόγου και όσοι μίαν φύσιν, μίαν ενέργειαν και έν θέλημα δογματίζουσι.
Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Τα Άπαντα.
Εκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, Καρόλου Ντηλ 4, Θεσσαλονίκη.
Θεσσαλονίκη 2001, ακριβής ανατύπωσις εκ της εν έτει 1882 γενομένης τετάρτης εκδόσεως.
***
Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς

Βασίλειος Χ. Στεργιούλης, Ταϊβανέζα Ιεραπόστολος Πελαγία Υu: «Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα»


Η πρώτη Ιεραπόστολος της Ταϊβάν
Πελαγία Yu

«Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα»
Από τον Βασίλειο Χ. Στεργιούλη
Είναι γνωστό πως η ηθική κρίση και η διαφθορά μας οδήγησαν στον υπέρογκο δανεισμό και στην υπερχρέωση, από την οποία δεν ξέρουμε αν πότε και με τι είδους θυσίες δικές μας και των επερχόμενων γενεών θα απαλλαγούμε. Φτάσαμε στο σημείο να διασύρεται το εθνικό μας όνομα. Να διακωμωδούνται ακόμη και αυτά τα εθνικά μας μνημεία και σύμβολα.
Εχει τρωθεί η εθνική μας αξιοπρέπεια, το εθνικό μας φιλότιμο. Γίναμε όνειδος όλου του κόσμου. Και πολλοί εύχονται: «Ο Θεός να βάλει το χέρι Του»!
Γι΄ αυτό με ανακούφιση διαβάσαμε την ανοικτή επιστολή της Ταϊβανέζας Ιεραποστόλου Πελαγίας Υu, που δημοσίευσε πρόσφατα το ωραίο από πλευράς εμφάνισης και περιεχομένου ιεραποστολικό περιοδικό «Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός» (τεύχος 84/2011). Ένα μικρό δείγμα αποσπάσματός της παραθέτουμε ακολούθως: «Είμαι Κινέζα, γράφει, γεννήθηκα στην Ταϊβάν και το χριστιανικό μου όνομα είναι Πελαγία. Ημουν προτεστάντισσα και χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να γίνω ορθόδοξη. Μου αρέσει να διαβάζω την Αγία Γραφή και έχω όλες τις εκδόσεις της στα κινέζικα» (τριάντα διαφορετικές εκδόσεις συνολικά, όπως γράφει σε άλλο σημείο της επιστολής).
«Εχω επισκεφθεί, συνεχίζει, την Ελλάδα και διαπίστωσα ότι είναι μία ξεχωριστή χώρα. Ταξιδεύοντας στην πατρίδα σας, πριν φθάσω ακόμα, μέσα στο αεροπλάνο διαπίστωσα πόσο διαφορετικοί είναι οι Ελληνες, πόσο ξένοιαστα μιλούσαν, πώς γελούσαν και πώς χειροκροτούσαν τον πιλότο κατά την προσγείωση, πράγμα απίστευτο για μας τους Ασιάτες, που είμαστε συντηρητικοί και δεν εκδηλώνουμε τα συναισθήματά μας. Τώρα πια ξέρω ότι η ελευθερία έχει μέσα της λίγο πάθος και λίγο ένταση φωνής. Στην Ελλάδα επισκέφθηκα πολλές εκκλησίες, συμμετείχα στη Θεία Λειτουργία και όταν κοινωνούσα τα Αχραντα Μυστήρια έκλαιγα, παρόλο που δεν καταλάβαινα την ελληνική γλώσσα, γιατί η Ορθόδοξη πίστη είναι ίδια. Θα ήθελα, προσθέτει, να ήμουν Ελληνίδα, να είχα γεννηθεί Ορθόδοξη, να μεταλάμβανα τη Θεία Κοινωνία και να φιλούσα τις Αγιες Εικόνες από τα βρεφικά μου χρόνια μέχρι τον θάνατό μου. Κλαίω για μένα και για τους συμπατριώτες μου, γιατί αντί της Θείας Κοινωνίας τρώμε και πίνουμε τα φαγητά των ειδώλων.
Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, για να γεμίζουν τα αυτιά μου από Αγιους Υμνους… Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, για να οσφραίνομαι τη γλυκιά ευωδία του λιβανιού… Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, ώστε τα χέρια μου να αγγίζουν τις εικόνες, τα Αγια Λείψανα και να γεμίζουν από την αγάπη του Χριστού. Κλαίω για μένα και για τους συμπατριώτες μου, που τα χέρια μας αγγίζουν είδωλα, ειδωλόθυτα και αγκαλιάζουν το τίποτα. Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, να ανάβω λαμπάδες στον Χριστό και όχι όπως εδώ που καίμε χρήματα για τα φαντάσματα… Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, ώστε να μπορώ να διαβάζω την Καινή Διαθήκη στο πρωτότυπο!... Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, για να μπορώ να βλέπω παντού τη χάρη του Θεού… Ναι, είμαι Ορθόδοξη, αλλά ως Ταϊβανέζα, τα ορθόδοξα βιώματά μου είναι φτωχά… Η Ταϊβάν δεν είναι ορθόδοξη χώρα, οι γιορτές μας δεν μοιάζουν καθόλου με τις δικές σας. Λυπάμαι που στην Ελλάδα έχετε τόσο όμορφα βουνά που τα καίτε και δεν τα φροντίζετε, αλλά θαυμάζω που σχεδόν κάθε βουνό έχει κι ένα Μοναστήρι. Εμείς έχουμε βουνά γεμάτα από ναούς, μοναστήρια και είδωλα βουδιστικά. Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, ώστε να μπορώ να πάω να προσευχηθώ σε κάποιο Μοναστήρι, εύκολα… Πρώτη φορά πήγα σε μοναστήρι, στην ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, στο Πήλιο. Ταξίδεψα από την Ταϊβάν στην Ελλάδα 16 ώρες με το αεροπλάνο, μερικές ώρες με το τρένο ως τη Λάρισα και άλλη μία ώρα με το αυτοκίνητο της Ιεράς Μονής, που το οδηγούσε μια αδελφή… Είδα τα παλιά ερείπια της Ιεράς Μονής (σημ. εννοεί προφανώς το μοναστήρι της Ανατολής - παλιάς Σελίτσανης)… και μάτωσε η καρδιά μου. Στην Ταϊβάν δεν έχουμε τόσο αρχαία, Αγια και όμορφα μέρη, αλλά εσείς δεν τα εκτιμάτε. Κλαίω που δεν έχουμε εδώ όμορφες εικόνες. Κλαίω, γιατί νιώθω τον Χριστό αδύναμο, γυμνό. Ελληνες, νομίζετε ότι είστε φτωχοί με την κρίση που διέρχεστε, αλλά δεν ξέρετε πόσο πλούσιοι είστε…»!
Αυτά μεταξύ πολλών άλλων, αναφέρει στην ωραία μακροσεκλή επιστολή της η Ταϊβανέζα ιεραπόστολος και κάνει έκκληση για βοήθεια, προκειμένου να αγοράσουν στη χώρα τους μια αίθουσα, που να τη μετατρέψουν σε ναό προς εξυπηρέτηση των λατρευτικών αναγκών των εκεί ορθοδόξων αδελφών μας. Και μιλάει εύγλωττα, νομίζω, στις καρδιές μας η αποσπασματική αυτή παράθεση της επιστολής. Φανερώνει με την «εκ βαθέων» εξαγόρευση της Ιεραποστόλου το θαυμασμό και το δέος μιας ξένης - μιας Ασιάτισσας - προς τη λαμπροφόρα Ελληνορθόδοξη παράδοση και τον πολιτισμό μας, που αποτελεί το μεγάλο μας πλούτο. Το άφθαστο πνευματικό μας κεφάλαιο. Αυτό, που δυστυχώς κάποιοι μάχονται και επιζητούν να το υποβαθμίσουν και περιθωριοποιήσουν. Γι΄ αυτό και φτάσαμε στο σημερινό μας κατάντημα. Ας τους προβληματίσει και διδάξει τουλάχιστον η ομολογία μιας ξένης.

Ο Έλλην λόγος στην Ορθοδοξία


 

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
Ο «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ» ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
1. Η Ορθοδοξία αποτιμά με ρεαλισμό τον ανθρώπινο λόγο, αναγνωρίζουσα την αποφασιστική του σημασία για την δόμηση και λειτουργία της ανθρώπινης κοινωνίας. Αυτό δηλώνει σε ένα εκπληκτικό για την ακρίβεια και σαφήνειά του κείμενο ο Μ. Βασίλειος. Πρόκειται για την Ομιλία του «Εις το πρόσεχε σεαυτώ»1, που αποτελεί επιτομή της ορθόδοξης ανθρωπολογίας: «Την του λόγου χρήσιν δέδωκεν ημίν ο κτίσας Θεός, ίνα τας βουλάς των καρδιών αλλήλοις αποκαλύπτωμεν και διά το κοινωνικόν της φύσεως, έκαστος τω πλησίον μεταδώμεν, ώσπερ εκ τινων ταμιείων των της καρδίας κρυπτών προφέροντες τα βουλεύματα»2.
Ο λόγος αποτελεί δώρο του Θεού στον άνθρωπο και συντελεί στη φανέρωση των ενδομύχων σκέψεων για την πραγμάτωση της κοινωνίας (επικοινωνίας) μεταξύ των ανθρώπων. Η ανθρωπολογική κατοχύρωση της σημασίας του λόγου δίνεται από τον άγιο Πατέρα στη συνέχεια: «Ει μεν γαρ γυμνή τη ψυχή διεζώμεν, ευθύς αν από των νοημάτων αλλήλοις συνεγινόμεθα. Επειδή δε υπό παραπετάσματι καλυπτομένη ημών η ψυχή τας εννοίας εργάζεται, ρημάτων δείται και ονομάτων προς το δημοσιεύειν τα εν τω βάθει κείμενα»3. Η συγκάλυψη της ψυχής από το σώμα επιβάλλει την χρήση του λόγου ως μέσου εκφράσεώς της.
Αλλά και η λειτουργία του λόγου περιγράφεται από τον Μ. Βασίλειο: «Επειδάν ουν ποτε λάβηται φωνής σημαντικής η έννοια ημών, ώσπερ πορθμείω τινί τω λόγω εποχουμένη διαπερώσα τον αέρα, εκ του φθεγγομένου μεταβαίνουσα προς τον ακούοντα, εάν μεν εύρη γαλήνην βαθείαν και ησυχίαν, ώσπερ λιμέσιν ευδίοις και αχειμάστοις, ταις ακοαίς των μανθανόντων ο λόγος εγκαθορμίζεται. Εάν δε οίον ζάλη τις τραχεία ο παρά των ακουόντων θόρυβος αντιπνεύση, εν μέσω τω αέρι διαλυθείς ο λόγος, εναυάγησε»4. Συνδέεται, έτσι, η φυσική λειτουργία του ανθρωπίνου λόγου με την χρήση του στο εκκλησιαστικό κήρυγμα και μεταφερόμεθα από τον Μ. Βασίλειο στο κέντρο της εκκλησιαστικής λατρευτικής πράξεως.
Υπόβαθρο, φυσικά, των λόγων του Μ. Βασιλείου είναι η αριστοτελική θεωρία περί «ενδιαθέτου» και «προφορικού» λόγου, την οποία διέσωσε στη χριστιανική διατύπωσή της ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός5. Ο λόγος ο προφορικός είναι κατά τον Μ. Βασίλειο6, «νους προπεμπόμενος», όπως ο ενδιάθετος είναι «λόγος εγκείμενος»7. Έτσι, δίδεται μία σπουδαία ψυχολογική ερμηνεία της «λογικής» λειτουργίας του ανθρώπου.
Η πατερική διδασκαλία δέχεται ομόφωνα την μοναδικότητα και ιδιαιτερότητα του ανθρώπου ως προς τα ζώα, διότι, πέρα από όλα τα άλλα, μόνο τον άνθρωπο προίκισε ο Θεός με το χάρισμα του λόγου8. Στη φύση των ζώων απουσιάζει ο λόγος σε όλες τις εκδοχές του. Γι’ αυτό ο άνθρωπος καλείται «λογικός» και τα ζώα «άλογα», και είναι υποχείρια στον άνθρωπο9. Οι άνθρωποι «διά λόγου τον Θεόν επεγνώκαμεν» και «λόγω τον Κτίστην γεραίρομεν»10. Από την καθημερινή χρήση δηλαδή, που επιβάλλει το «κοινωνικόν» του ανθρώπου, ο λόγος αίρεται στη σφαίρα της θεογνωσίας και της ομολογίας της, διά της γραπτής ή προφορικής εκφράσεως των εμπειριών της. «Λόγω θεογνωσία κηρύττεται», κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης11.
2. Στην αγιοπατερική παράδοση γίνεται σαφέστατα η διάκριση ανάμεσα στη δύναμη του λόγου, με την οποία είναι εκ Θεού οπλισμένος ο άνθρωπος και στην γλώσσα ως «σημαντική» του λόγου. Τα ρήματα δηλαδή και ονόματα, τα οποία δημιουργεί με τη λογική του δύναμη12 ο άνθρωπος13. Ο Θεός «πραγμάτων εστί δημιουργός, ου ρημάτων ψιλών»14. Η γλώσσα, ως σύνολο ρημάτων και ονομάτων, και ο μηχανισμός της διασυνδέσεώς τους, είναι επιτεύγματα του ανθρώπου. Καμμία ανθρώπινη γλώσσα, συνεπώς, δεν δημιούργησε ο Θεός, ώστε να μπορεί να καυχηθεί κάποιος λαός, ότι η γλώσσα του είναι θεόσδοτη. Ο Τριαδικός Θεός δεν έχει ανάγκη ονομάτων ή ρημάτων, για να κοινωνήσει μαζί μας15. Δεν αποκαλύπτεται, μιλώντας κάποια ανθρώπινη γλώσσα. Φανερώνεται στον άνθρωπο και θεάται από τον θεόπτη άνθρωπο, ως άκτιστη «δόξα» και «βασιλεία», ως Φως υπερφυσικό και υπερουράνιο. Ο άνθρωπος εκφράζει τη θεοπτική του εμπειρία με την γλώσσα, που χρησιμοποιεί, χωρίς πάλι να μπορεί να ταυτισθεί ποτέ η θεοπτική εμπειρία με τα χρησιμοποιούμενα για την έκφραση της κτιστά ρήματα και νοήματα.
Θεολογούμεν, «ως αν η δυνατόν εξαγγείλαι διά την της φύσεως ημών πτωχείαν»16. Επειδή ο Θεός «υπερέχει πάντα νουν», κατά τον Μ. Βασίλειο, προσεγγίζεται με την «καθαράν καρδίαν» (Ματθ. 5, 8), διά της σιωπής: «Εκείνο γαρ σιωπώμεν, ο διά ρημάτων αδυνατούμεν εξαγγείλαι»17. Αυτό εκφράζει θεόπνευστα ο άγιος Κοσμάς Μαϊουμά στον Κανόνα των Χριστουγέννων: «Στέργειν μεν ημάς, ως ακίνδυνον φόβω, ράον σιωπή». («Επειδή είναι ακίνδυνο, λόγω του (θείου) φόβου, ευκολότερα λατρεύουμε τον Θεό με την σιωπή (μας)»).
Η ποικιλία εξ άλλου, των ανθρωπίνων γλωσσών είναι αποτέλεσμα της διαιρέσεως του ανθρωπίνου γένους, όπως διδάσκει η Γραφή με τη διήγηση για τον Πύργο της Βαβέλ (Γεν. Κεφ. 11). Συντελείται, έτσι, η διάσπαση και διάθλαση της μιας ανθρώπινης γλώσσας σε πολλές και οι άνθρωποι ονομάζουν τα πράγματα «κατά την επιχωριάζουσαν εν εκάστω έθνει συνήθειαν»18. Από την εσωτερική-καρδιακή ενότητα οδηγήθηκε η ανθρωπότητα στην καρδιακή και γλωσσική σύγχυση και διαίρεση. Η Πεντηκοστή, με την «του Πνεύματος επιδημίαν», θα είναι η επανασύνδεση των ανθρωπίνων καρδιών στην «κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος» και σε μία γλώσσα, την γλώσσα του Αγίου Πνεύματος, εκφραζομένη ως «ενότητα της πίστεως» και κοινή δοξολογία. «Εις ενότητα πάντας εκάλεσε (ο Θεός) και συμφώνως δοξάζομεν το Πανάγιον Πνεύμα». Η γλωσσική στις ανθρώπινες κοινωνίες ποικιλία μένει, ως καρπός της αμαρτίας, αλλά αποκαθίσταται η εσωτερική ενότητα, την οποία προσπαθεί κατά το δυνατό, να εκφράσει η ατελής και πεπερασμένη ανθρώπινη (οποιαδήποτε) γλώσσα.
3. Αφού καμμία γλώσσα δεν έχει θεία προέλευση, γι’ αυτό και καμμία γλώσσα δεν μπορεί να διεκδικήσει για τον εαυτό της το χαρακτήρα της ιερής γλώσσας. Είναι γνωστή από την ιστορία η πλάνη των Τριγλωσσιτών ή Πιλατιανών, την οποία αντιμετώπισε ως αίρεση η Ορθοδοξία στα πρόσωπα μεγάλων πατερικών μορφών της19. Η πατερική παράδοση δέχεται τη σχετικότητα όλων των γλωσσών στην έκφραση των εμπειριών της θείας αποκάλυψης. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης διαλύει, έτσι, κάθε εθνικιστική θεώρηση της εβραϊκής γλώσσας, μη δεχόμενος κατ’ αρχήν στο ελάχιστο την ιστορική προτεραιότητά της, αλλά και τονίζοντας ότι χρησιμοποιήθηκε «εις το νηπιώδες των άρτι τη θεογνωσία προσαγομένων»20. Λόγω της νηπιότητας των ανθρώπων χρησιμοποιήθηκε παιδαγωγικά η απλή εβραϊκή, μέχρις ότου ο Λαός του Θεού, ως Νέος Ισραήλ, χρησιμοποιήσει ως τελειότερη -αλλά πάντοτε ατελή- γλώσσα την Ελληνική.
Στα όρια της θείας συγκαταβάσεως νοείται και η γλώσσα της Εκκλησίας. Το γεγονός της θείας σαρκώσεως υπήρξε,  άλλωστε, η  αυτομετάφραση του Θείου Λόγου στην ανθρώπινη «γλώσσα», για την κοινωνία του ανθρώπου μαζί Του. Ο Θεός «αυτεπάγγελτος» σαρκώνεται «δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν». Εισέρχεται μέσα στην ιστορική πραγματικότητα «εν σαρκί» και κοινωνεί μαζί μας στη δική μας «γλώσσα», διότι, όπως λέγει στον νυκτερινό Του μαθητή Νικόδημο: «Ει τα επίγεια είπον υμίν και ου πιστεύετε, πώς αν είπω υμίν τα επουράνια πιστεύσετε;» (Ιω. 3, 12). Όπως παρατηρεί σχετικά, πάλι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «συμμετρεί  ταις ανθρωπίναις ακοαίς την εαυτού φωνήν» ο Χριστός. Αν, τώρα, θέλαμε μια άλλη συσχέτιση, η Μεταμόρφωση στο Θαβώρ ήταν η (αυτο) ερμηνεία του Θεανθρώπου, με την φανέρωση της θεότητάς Του.
4. Ο Ιησούς Χριστός χρησιμοποιεί κατά την επίγεια δράση Του τις γλώσσες του περιβάλλοντός Του (αραμαϊκή και ελληνική), όπως και οι Μαθητές και Απόστολοί Του. Άλλωστε, από τον γ’ π.Χ. αιώνα στην ιουδαϊκή διασπορά είχε επικρατήσει η ελληνιστική κοινή (πρβλ. τη Μετάφραση των Ο’). Έτσι η εβραϊκή παρέρχεται ως «σκιά» και δίνει τη θέση της στην Ελληνική Κοινή, που γίνεται η γλώσσα της Καινής, αλλά και της Παλαιάς Διαθήκης, για την Εκκλησία. Η ελληνική γλώσσα σε όλες της τις ιστορικές μορφές και μετά την αποστολική εποχή γίνεται η γλώσσα των Πατέρων, διακονεί το κήρυγμα της αληθείας, στα όρια της ελληνο-ρωμαϊκής Οικουμένης, και μέσω αυτής καλεί η Εκκλησία στην σωτηρία.
Η ελληνική γλώσσα, ως γλώσσα της Αγίας Γραφής και του μεγαλύτερου και περισσότερο πρωτότυπου μέρους της πατερικής παραδόσεως, γίνεται η γλώσσα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και εντάσσεται στο θείο σχέδιο της σωτηρίας. Κατά την ευρύτατα γνωστή ερμηνεία, το «πλήρωμα του χρόνου», ως ο «καιρός» της θείας σαρκώσεως, δεν σχετίζεται μόνο με το πανίερο πρόσωπο της Δεσποίνης Μαρίας, αλλά και με τις ιστορικές συνθήκες, την πολιτειακή και γλωσσική ενότητα της εποχής, στο πλαίσιο της Pax Romana και της lingua franca. Έτσι, στα όρια της Εκκλησίας, από τη νηπιακή γλώσσα, την εβραϊκή, συντελείται η μετάβαση στη γλώσσα της ανθρωπίνης ενηλικιώσεως, την ελληνική, έξω από κάθε έννοια ε­θνι(κιστι)κών ανταγωνισμών ή σκοπιμοτήτων. Ευαγγέλιο και ελληνική γλώσσα θα συνδεθούν αναπόσπαστα, όχι ως γλώσσα μόνο ενός έθνους, αλλά γλώσσα όλης της Οικουμένης. Αυτή η γλώσσα γίνεται η ανθρώπινη -ιστορική- σάρκα του θείου «Λόγου», ενωμένη «αδιαίρετα», αλλά και «ασύγχυτα» μαζί Του.
Αυτή την διαχρονική σύνδεση Ορθοδοξίας και Ελληνικότητας επισημαίνει ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, σε ό,τι αφορά στην γλώσσα, κηρύσσοντας την ανάγκη γνώσεως της Ελληνικής για την κατανόηση του Ευαγγελίου ως Ορθοδοξίας. Αδελφοί μου -έλεγε στο κήρυγμά του- «να σπουδάζετε τα παιδιά σας να μανθάνουν τα ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας είναι εις την ελληνικήν (γλώσσαν)...». Και σε άλλο σημείο: «Πρέπει να στερεώνετε σχολεία ελληνικά, να φωτίζωνται οι άνθρωποι, διότι διαβάζοντας ελληνικά, τα ηύρα, οπού λαμπρύνουν και φωτίζουν τον νουν του ανθρώπου»21. Μη ξεχνάμε δε, ότι ελληνικά εδώ είναι η γλώσσα του Ευαγγελίου και των Πατέρων και όχι η απλουστευμένη ελληνική, τα Ρωμαίικα.
5. Η ελληνική γλώσσα με την πρόσληψή της από την Εκκλησία, βαπτίζεται στο εκκλησιαστικό σώμα, πεθαίνει και αναγεννάται, και γίνεται γλώσσα της Εκκλησίας, με μια ιδιαιτερότητα όμως, που την διαφοροποιεί από τα Ελληνικά του εκτός της Εκκλησίας κόσμου. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε τα κύρια χαρακτηριστικά της εκκλησιοποιημένης ελληνικής γλώσσας, θα μέναμε στα ακόλουθα σημεία:
α) Η ελληνική, ως γλώσσα της Εκκλησίας-Ορθοδοξίας, είναι γλώσσα διακονική και ποιμαντική. Όπως σ’ όλους τους χώρους, έτσι και εδώ, η Ορθοδοξία δεν υποδουλώνεται στο πρόσλημμα. Το βάρος πέφτει στο προσφερόμενο, στο μήνυμα της αλήθειας και όχι στο ένδυμά του. Οι Άγιοι, Πατέρες και Μητέρες της Ορθοδοξίας, όσο και αν κατέχουν τον ελληνικό λόγο, είναι θεούμενοι και όχι απλώς πεπαιδευμένοι. Είναι Πατέρες όχι ως «διδάσκαλοι του Γένους», αλλά ως μυσταγωγοί στη θεία, την «άνωθεν» σοφία, στον τρόπο δηλαδή θεώσεως-σωτηρίας. Η παιδεία, και μαζί και η γλώσσα, είναι γι’ αυτούς ένα από τα αριστοτελικά «μέσα». Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο νοείται ο φοβερός εκείνος λόγος του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Ούκουν ατιμαστέον την παίδευσιν, επειδή ούτω δοκεί τισιν»22, με τον οποίο αποστομώνει τους «υπεράγαν ορθοδόξους», τους Φιλισταίους της παιδείας «συντηρητικούς» της εποχής του. Γι’ αυτό και δεν θα διστάσει να γράψει στον Σταγείριο: «Αττικός συ την παίδευσιν; αττικοί και ημείς»23. Η γλώσσα όμως ούτε σ’ αυτόν, ούτε σε κανέναν άλλο Πατέρα, απολυτοποιείται ή θεωρείται καθ’ αυτήν, ως αυτονομημένο μέγεθος και αφορμή καυχήσεως.
Όπως η χρήση της τέχνης στην εκκλησιαστική παράδοση δεν την καθιστά μέσο αυτοπροβολής ή κοσμικής διακρίσεως, έτσι και η γλώσσα της Εκκλησίας δεν είναι γι’ αυτήν παρά μέσον στην επιτέλεση της ποιμαντικής και ιεραποστολικής της διακονίας. Στο χώρο δε ειδικά της ιεραποστολής καταξιώνεται κάθε ανθρώπινη γλώσσα, και η ατελέστερη και απλούστερη, και γίνεται φορέας του μηνύματος της σωτηρίας (κορεατικά-σουαχίλι). Η Ορθοδοξία δεν ιεροποίησε καμμία γλώσσα, όπως ειπώθηκε παραπάνω. Οι άγιοί μας προσφέρουν «τω Λόγω τους λόγους», «Λό­γω πλέκοντες εκ λόγων μελωδίαν, ω των προς ημάς ήδεται δωρημάτων» (Ιαμβικός κανόνας Χριστουγέννων).
β) Η χρήση της γλώσσας γίνεται στην Εκκλησία (Ορθοδοξία) χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις- ακόμη και καλλιτεχνικές. Γι’ αυτό και οι Πατέρες δεν θηρεύουν την γλωσσική τελειότητα για προσωπική καταξίωση. Η τελειότητα της γλώσσας των Μεγάλων Πατέρων είναι απλώς καρπός της υψηλής παιδείας τους και όχι αποτέλεσμα σκοπιμότητας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος κατακρίνει το «κατεγλωττισμένον και έντεχνον» και επαινεί «το απλούν και ευγενές» του λόγου24. Γι’ αυτό και τους μεγαλύτερους αιρετικούς της εποχής του, τους Ευνομιανούς (ακραίους Αρειανούς), τους αποκαλεί «κομψούς τω λό­γω», διότι στήριζαν την «θεολογία» τους στην ωραιολογία και τον εξ αυτής εντυπωσιασμό. Γενικά, για την πατερική παράδοση όλων των αιώνων ισχύει ένας απαράβατος κανόνας, που εφαρμόζει, άλλωστε, σ’ όλες τις περιπτώσεις: Όποιος έχει να πει κάτι βαθύ και αληθινό το λέει με κάθε απλότητα και σαφήνεια. Μόνο αυτός, που δεν έχει να αρθρώσει λόγο σοφίας, προσπαθεί να εντυπωσιάσει με την στρυφνότητα του λόγου του και την ακαταληψία.
Θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, ότι και στην πατερική παράδοση απαντούν αρχαϊκές μορφές, όπως τα προσωδιακά μέτρα στην υμνογραφία, ή τα Έπη του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις όμως πάλι διακονείται η εκκλησιαστική αλήθεια. Ούτε, πάλι, πρόκειται για επίδειξη γνώσεων, όπως έχει ειπωθεί! Ο Γρηγόριος αντιμετωπίζει τα αντιχριστιανικά μέτρα του Ιουλιανού του Παραβάτου (εμπόδιζε στους Χριστιανούς τα κλασσικά γράμματα) ή τους χρησιμοποιούντες παρόμοια γλωσσική μορφή Απολλιναρίους (πατέρα και υιό), που καθιστούσαν την γλώσσα μέσο αιρετικής προπαγάνδας. Κινείται, δηλαδή, στα όρια της ποιμαντικής της Εκκλησίας. Αλλά και αργότερα, ο Ιωάννης Δαμασκηνός (†750) θα μας δώσει τους περίφημους Ιαμβικούς Κανόνες του (Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, Πεντηκοστή) και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος (†638) τα Ανακρεόντειά του. Είναι όμως χαρακτηριστικό, ότι η αρ­χαΐζουσα ποίηση του δευτέρου, όπως και του Γρηγορίου, δεν πέρασε στην εκκλησιαστική λατρεία, του πρώτου δε οι Ιαμβικοί Κανόνες -αληθινά ποιητικά αριστουργήματα- μπήκαν στην λατρεία, αλλ’ ως «δεύτεροι» Κανόνες των αντιστοίχων εορτών, με πρώτους εκείνους, που γράφτηκαν στην τρέχουσα γλώσσα και με τα καθιερωμένα πια εκκλησιαστικά τονικά (και όχι προσωδιακά) μέτρα.
Την προτεραιότητα, συνεπώς, στην εκκλησιαστική λειτουργική πράξη έχει «η δύναμις των ρημάτων», η εγκλεισμένη στα λόγια Χάρη, και όχι το ένδυμα, γλωσσικό ή μουσικό, η μορφή. Την στάση δε των θεουμένων Πατέρων απέναντι στην γλώσσα εκφράζει καθοριστικά ένα ιστορικό ανέκδοτο, συνδεόμενο με το πρόσωπο του αγίου Σπυρίδωνος, επισκόπου Τριμυθούντος (της Κύπρου). Συμμετείχε σε μια Θεία Λειτουργία στη Λήδρα, την σημερινή Λευκωσία. Ο επίσκοπος της πόλεως Τριφύλλιος ήταν αρχαϊστής. Έτσι, στο κήρυγμά του το γνωστό χωρίο του Ευαγγελίου «άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει» (Μάρκ. 2, 10) το μετέβαλε σε «άρον τον σκίμποδά σου και πε­ριπάτει». Τότε ο άγιος Σπυρίδων σηκώθηκε για να εγκαταλείψει την σύναξη, λέγοντας, ότι δεν μπορεί να ανεχθεί το να ντρέπεται κανείς να χρησιμοποιήσει την γλώσσα, που δεν ντράπηκε ο ίδιος ο Θεός, στο πρόσωπο του Χριστού, να χρησιμοποιήσει25. Καταλαβαίνει, λοιπόν κανείς, γιατί η πατερική Ορθοδοξία μένει έξω από κάθε είδος γλωσσικών αγώνων και από κάθε γλωσσικό μονισμό, που εμπνέει η αντορθόδοξη συντηρητικότητα.
γ) Η εκκλησιαστική γλώσσα έχει σαφήνεια και απλότητα. Ο μη εγκλωβισμός της σε οποιεσδήποτε τάσεις και χρήσεις, συντελεί στο να διατηρεί εκφραστική καθαρότητα. Ως ιστορική σάρκα του «θείου λόγου» είναι και αυτή «χωρίς αμαρτία», όπως η «ανθρωπότητα (ανθρώπινη φύση) του Χριστού. Αποφεύγεται ο εντυπωσιασμός προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Ο λόγος της Ορθοδοξίας πρέπει να περνά από τις ακοές στην καρδιά των ακουόντων, αβίαστα και άμεσα. Γι’ αυτό και η (πατερική) Ορθοδοξία απευθύνεται στην γλώσσα (από κάθε άποψη) κάθε ανθρώπου. Συγκαταβαίνει αυτή, κατά το θείο παράδειγμα, στο επίπεδο του ανθρώπου και δεν αδιαφορεί για την προσληπτική του δύναμη. Το κάλλος του εκκλησιαστικού λόγου, βγαίνει αβίαστα από το στόμα του αληθινού ποιητή. Και αυτό το ζει κανείς στα μοναστήρια και τις σκήτες, όπως της αγιορειτικής πολιτείας, συζητώντας με τους Γέροντες και ακούοντας τον εύχυμο λόγο τους, που κινείται στα απέραντα όρια της Χάρης. Εδώ ακριβώς, ανακύπτει το πρόβλημα των μεταφράσεων στην Λατρεία. Η «κατανόηση» δεν είναι καρπός της μεταφράσεως (μεταγλωττίσεως) των κειμένων, αλλά λειτουργικής εμπειρίας (πρβλ. τους «φιλακόλουθους» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη) και εμπειρικής, τουλάχιστον, θεολογικής γνώσης. Αν λείπουν αυτές οι προϋποθέσεις, και ο σοφότερος πανεπιστημιακός φιλόλογος δεν θα μπορεί να συλλάβει το «απόθετον κάλλος», το θεολογικό νόημα του κειμένου.
δ) Υπάρχει μία λανθασμένη εντύπωση, καλλιεργουμένη ιδιαίτερα σε εθνικιστικούς κύκλους, ότι η Ορθοδοξία οφείλει την αίγλη της στην ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία, λησμονώντας ότι η ελληνικότητα στην Εκκλησία δεν είναι μέγεθος αυθυπόστατο, αλλά «μέσο» και όργανο, μεταπλασσόμενο μέσα στην αγιοπνευματική Χάρη. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, συνοψίζοντας όλη την σχετική πατερική στάση, επισημαίνει κατηγορηματικά: «Καν τις των Πατέρων τα αυτά τοις έξω φθέγγηται, μάλλον επί των ρημάτων μόνον, επί δε των νοημάτων πολύ το μεταξύ». (Και αν κανείς από τους Πατέρες λέγει τα ίδια με τους φιλοσόφους, η σχέση σταματά στις λέξεις, στα σημαινόμενα όμως απ’ αυτές υπάρχει μεγάλη απόσταση-διαφορά)26. Ο ελληνικός λόγος ακόμη, όπως και η άφθαστη, στα μέτρα του κόσμου, ελληνική φιλοσοφία, αποφορτίζονται νοηματικά και αναφορτίζονται, προσαρμοζόμενα στα εκκλησιαστικά μέτρα και στις ποιμαντικές ανάγκες. Έτσι γίνεται λόγος της Εκκλησίας, εκκλησιαστικός.
Ένα κλασσικό παράδειγμα είναι οι γλωσσικές «ατέλειες» του εκκλησιαστικού λόγου. Ποιος φιλόλογος λ.χ. θα δεχόταν ποτέ την γνωστή εκείνη φράση της Αποκαλύψεως: «ο ων και ο ην και ο ερχόμενος» (Αποκ. 1, 8); Τί είναι φιλολογικά αυτό το «ο ην»; Ο συγγραφέας όμως της Αποκαλύψεως μένει έξω από τους φιλολογικούς κανόνες. Δεν είναι άγνοια της γλώσσας εδώ, αλλά εκκλησιοποίηση της γλώσσας. Μόνο αυτή η αδόκιμη μορφή «ο ην» (αντί «ο ων») εκφράζει την διαχρονική διάρκεια, ή μάλλον την υπερχρονικότητα σ’ αυτό, που το ανθρώπινο μυαλό αντιλαμβάνεται ως παρελθόν.
Την ίδια ευτολμία -για να σταθούμε στα σημαντικότερα παραδείγματα- δείχνει και η χρήση από τους Πατέρες του δ’ αιώνα του όρου «ομοούσιος». Δεν υπήρχε περισσότερο διαβεβλημένος θεολογικά όρος από αυτόν, αφού χρησιμοποιήθηκε από φοβερούς αιρετικούς, όπως οι Γνωστικοί, ο Σαβέλλιος και ο Παύλος ο Σαμοσατέας, πρόδρομοι του Αρείου. Και όμως αυτός ο τόσο κακόηχος όρος γίνεται εκκλησιαστικός κατ’ εξοχήν για τη διατύπωση της σχέσεως των αγιοτριαδικών Προσώπων. Ποια ουσιαστική μεταλλαγή και ανανοηματοδότηση δέχεται ο όρος «ομοούσιος» στην πατερική εκκλησιαστική γλώσσα; Προηγουμένως (Σαβέλλιος) σήμαινε: μία ουσία και ένα πρόσωπο. Θεός όχι τριαδικός, αλλά μονοπρόσωπος. Τα πρόσωπα δεν είναι παρά μάσκες-προσωπεία του ενός στην ουσία θείου προσώπου. Στην γλώσσα όμως του εκκλησιαστικού Συμβόλου ο όρος σημαίνει: Τα τρία θεία Πρόσωπα κατέχουν ομού τη μία θεία ουσία. Μία η ουσία του Θεού, τρία τα Πρόσωπα της Θεότητας. Ανατινάζεται, έτσι, κυριολεκτικά η παλαιά νοηματοδότηση του όρου. Η λέξη βαπτίζεται, πεθαίνει και ξαναγεννιέται ως «καινή κτίση».
6. Στην συνάφεια όμως αυτή ανακύπτει ένα ερώτημα: Τί γίνεται με τις μεταφράσεις; Ειπώθηκε παραπάνω, ότι στην Ορθοδοξία δεν νοούνται ιερές γλώσσες. Η Πεντηκοστή βεβαιώνει αναντίρρητα, ότι κάθε γλώσσα γίνεται δεκτή στην διακονία του Ευαγγελίου, με τις παραπάνω προϋποθέσεις. Όσο και αν το πρωτότυπο (κάθε πρωτότυπο) είναι αναντικατάστατο -αυτό είναι φιλολογικός νόμος- κάθε μετάφραση γίνεται εκκλησιαστικά δεκτή στο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας. Η μεταφορά από το πρωτότυπο στη μετάφραση είναι ένα είδος μετενσαρκώσεως του «θείου λόγου» στην συγκεκριμένη ανθρώπινη πραγματικότητα, κάτι που ποτέ δεν μπορεί να αρνηθεί η Ορθοδοξία. Το αναντικατάστατο όμως του ελληνικού πρωτοτύπου συναρτάται με τον πλούτο και την πλαστικότητα του ελληνικού λόγου, όπως θα παρατηρήσει ο πρώτος Γενάρχης της υπόδουλης Ρωμηοσύνης, Γεννάδιος Σχολάριος. «Η των Ελλήνων φωνή πολύ ευρυχωροτέρα της Λατίνων και σαφεστέρα...»27. Αρκεί να σκεφθούμε, ότι το θεολογικό πρόβλημα του Filioque οφείλεται και σ’ αυτή την στενότητα της Λατινικής γλώσσας (procedere = γεννάσθαι + εκπορεύεσθαι).
Στην Εκκλησία δεν μπορούμε, συνεπώς, να μιλούμε για «εθνικές» γλώσσες, αλλά για γλώσσα εκκλησιαστική, υπερεθνική, που υπερβαίνει γενικά όλες τις καθιερωμένες χρήσεις και όλα τα αυτονόητα. Αυτό ισχύει και για τη θέση της Ελληνικής στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Όλες οι μορφές του ελληνικού λόγου καταφάσκονται εκκλησιαστικά, ανάλογα με τις ποιμαντικές ανάγκες. Η Εκκλησία χρησιμοποίησε την κοινή (ελληνιστική) γλώσσα στην Καινή Διαθήκη. Αργότερα όμως οι Πατέρες θα γίνουν αττικότεροι, ανάλογα με την σχολική τους παιδεία και την γλώσσα του περιβάλλοντός τους. Το πατερικό όμως κήρυγμα είναι πάντοτε σε γλώσσα απλούστερη και ευληπτότερη. Και στο σημείο αυτό η πατερική προσαρμοστικότητα είχε μια συγκεκριμένη αιτία: την αιρετική πρόκληση. Πρώτοι οι Γνωστικοί και τα απόκρυφα βιβλία της Καινής Διαθήκης χρησιμοποίησαν λαϊκότερη γλωσσική μορφή, αποβλέποντας στη διάδοσή τους.
Αυτό θα επαναληφθεί και στα νεώτερα χρόνια. Όταν οι δυτικές προπαγάνδες άρχισαν να χρησιμοποιούν απλούστερη γλωσσική μορφή, η Εκκλησία καταφεύγει και αυτή στον δημώδη λόγο, για να ενισχύσει το πλήρωμα και αποκρούσει τον κίνδυνο. Τον 16ον αιώνα, οι δυτικοί αιρετικοί, Παπικοί και Προτεστάντες, χρησιμοποιούσαν στην προπαγάνδα τους μεταφράσεις. Η Εθναρχία των Ορθοδόξων Πατριαρχών βρήκε την χρυσή τομή: η λατρεία διατηρεί την γλωσσική μορφή της (πρωτότυπο), το κήρυγμα όμως γίνεται σε απλή γλωσσική μορφή (δημοτική)28.
Κλασσικό παράδειγμα σ’ αυτή την «συγκατάβαση» πάλι ο Πατροκοσμάς. Κατείχε υψηλή παιδεία για την εποχή του. Στο κήρυγμά του όμως χρησιμοποιεί τον γλωσσικό κώδικα του μέσου Ρωμηού, πλουτίζοντάς τον με εκφράσεις από το Ευαγγέλιο και την λατρεία, προσιτές ως ακούσματα στο λαϊκό αισθητήριο. Ο «δημοτικισμός» όμως του Πατροκοσμά δεν είναι τεχνητός, όπως εκείνος του Ψυχάρη, αλλά φυσικός και αβίαστος. Δεν βιάζει, άλλωστε, την γλώσσα, για να καταλήξει σε κάποια «φτειαχτή» μορφή της. Πρόκειται για ένα «εθνικό δημοτικισμό», χωρίς ταξικό χαρακτήρα. Στόχος του δεν ήταν η δημαγωγία, αλλ’ ο φωτισμός του Λαού στην ολότητά του. Ο πατερικός δε αυτός δρόμος του Πατροκοσμά ήταν και η αιτία της επιτυχίας του, σ’ αντίθεση με άλλους κήρυκες της εποχής του, που κλεισμένοι στα γλωσσικά τείχη τους, δεν μπόρεσαν να πλησιάσουν τον Λαό και ν’ αγγίξουν την ψυχή του. Και αυτό επαναλαμβάνεται σε κάθε εποχή.
7. Ο Πατροκοσμάς, πιστεύω, λειτουργεί εκκλησιαστικά, και γι’ αυτό για μας και «εθνικά», και σε μια άλλη κατεύθυνση. Διασώζει την συνέχεια του ελληνικού-εκκλησιαστικού λόγου, αποκρούοντας τον μονισμό των Προπαγανδών, που έρχονταν από την Δύση. Ακόμη άνοιξε ένα δρόμο, που προφυλάσσει από την πόλωση, τεχνητή οπωσδήποτε, ανάμεσα στην δημοτική και καθαρεύουσα, που μας επέβαλαν από τα γραφεία τους ο Κοραής και ο Ψυχάρης, άγευστοι και οι δύο της εκκλησιαστικής ελευθερίας.
Το έργο αυτό της διακοπής της συνέχειας του ελληνικού λόγου ασκούσαν με τον δικό τους τρόπο και οι προτεσταντικές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής τον 19ον αι. Εφάρμοζε, μάλιστα, η Βιβλική Εταιρεία (B.F.B.S.) μια κακόβουλη τακτική, που δυστυχώς συνεχίζεται ως σήμερα. Για να αποσπάσουν την άδεια των Ελληνικών Εκκλησιαστικών Αρχών, στην πρώτη έκδοση δημοσίευαν την μετάφραση μαζί με το πρωτότυπο. Στις επανεκδόσεις όμως αφαιρούσαν το πρωτότυπο, αφήνοντας μόνη την μετάφραση. Καλλιεργούσαν, έτσι, στον ελληνικό Λαό την συνείδηση, ότι η νεοελληνική μετάφραση είναι το αγιογραφικό κείμενο. Για την Παλαιά Διαθήκη, εξ άλλου, καταφεύγοντας στο «πρωτότυπο» εβραϊκό, απέρριπταν σιωπηρά και στην πράξη το κείμενο της Μεταφράσεως των Ο’, που ναι μεν δεν είναι το πρωτότυπο για μεγάλο αριθμό παλαιοδιαθηκικών βιβλίων, είναι όμως το παραδοσιακό κείμενο της Εκκλησίας, ήδη από τους πρώτους αιώνες. Η πρακτική αυτή συνεχίζεται, δυστυχώς, από την Βιβλική Εταιρεία ως σήμερα, υποθάλπεται δε και από εκκλησιαστικά πρόσωπα, τα οποία συνευδοκούν στην κυκλοφορία της Μεταφράσεως χωρίς το πρωτότυπο για λόγους οικονομίας, λησμονώντας όμως, ότι για τον Ελληνισμό η παραθεώρηση του πρωτοτύπου της Καινής Διαθήκης είναι πρόβλημα εθνικό, διότι αναιρείται η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και η γλώσσα του Ευαγγελίου, που γέννησε την νεοελληνική γλωσσική μορφή.
Οι επιχειρούντες καινοτομίες στην Λατρεία, όποιοι και αν είναι, είτε παρασυρόμενοι, είτε εν γνώσει τους, συμπράττουν με τους οπαδούς και «πράκτορες» των ξένων προπαγανδών, συμβάλλοντας στην διάσπαση της ιστορικής συνέχειας της γλώσσας μας. Η κί­νηση αυτή είναι μία όψη του «χωρισμού Εκκλησίας-Πολιτείας», η οποία στην ουσία είναι η βούληση για αποσύνδεση της Ορθοδοξίας από όλες τις δομές του εθνικού μας βίου. Το κύριο επιχείρημά τους είναι, ότι δεν υπάρχει συνέχεια στο Έθνος μας, αφού είναι Νεοελληνικό Έθνος, αλλά και στην Εκκλησία μας, διότι είναι Νεοελληνική Εκκλησία. (Αυτό διατεινόταν ο Θεόκλητος Φαρμακίδης τον 19ο αιώνα). Η λατρεία μας όμως αποδεικνύει την διπλή αυτή συνέχεια. Είναι μάλιστα, τραγικό να απορρίπτουμε οι Έλληνες την κιβωτό της γλώσσας και του πολιτισμού μας, που είναι η εκκλησιαστική λατρεία, με την παιδαριώδη ψευδαίσθηση ότι, αν μεταφρασθούν τα κείμενα της λατρείας, θα συρρεύσει ο κόσμος -και μάλιστα οι Νέοι- στην λατρεία. Δεν είναι η γλωσσική μορφή του λατρειακού λόγου, που απομακρύνει τον σημερινό άνθρωπο από την Εκκλησία, αλλ’ η ασυνέπεια, η απουσία γνησιότητας και αγωνιστικότητας και η σύμπραξή μας με τις δυνάμεις της Νέας Εποχής (πολιτικά και θρησκευτικά), που καταπιέζουν τον άνθρωπο και αλλοτριώνουν την κοινωνία.
8. Γίνεται λοιπόν κατανοητή η ακόλουθη αλήθεια. Η Εκκλησία-Ορθοδοξία σώζει και στο θέμα της γλώσσας τον Ελληνισμό και όχι ο Ελληνισμός την Ορθοδοξία. Η Εκκλησία γίνεται ο κυματοθραύστης των επιβουλών εναντίον της γλώσσας μας. Διότι όχι μόνον καταφάσκει και συντηρεί την ελληνική γλώσσα σ’ όλη την ιστορική της διαχρονία, αλλά και διασώζει και μεταδίδει τα ακούσματα του καθαρού ελληνικού λόγου. Δεν είναι γλώσσα, που διδάσκεται μέσω των κειμένων, αλλά ζωντανή εκκλησιαστική γλώσσα, που λαλείται και ψάλλεται στην εκκλησιαστική λατρεία. Η πορεία του Έθνους μας σήμερα, μέσα στην χοάνη της Ενωμένης Ευρώπης, πείθει αναντίρρητα, ότι η Εκκλησία με όλη την ζωή και κίνησή της είναι ο χώρος, στον οποίο θα σωθεί ή μπορεί να σωθεί η γλώσσα μας. Και αυτό το διαπιστώνει κανείς ακόμη και σε σπουδαστές της Θεολογίας ή Φιλολογίας: μόνον εκείνοι, που έχουν άμεση επαφή με την λατρεία και την γλώσσα της, χειρίζονται άνετα τον ελληνικό λόγο. Συμβαίνει δηλαδή αυτό, που διαπιστώνεται στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Άνθρωποι μικρής σχολικής παιδείας, ως τον Μακρυγιάννη, στο γραπτό τους λόγο φανερώνουν την σχολική ανεπάρκειά τους. Στον προφορικό τους όμως λόγο διασώζουν την ζωντανή ελληνική γλώσσα, έξω από κάθε καλούπι και ιδεολογική δέσμευση. Αυτό σημαίνει, ότι μόνο στην εκκλησιαστική λατρεία θα παρέχεται η δυνατότητα άμεσης επαφής και κοινωνίας με τον «έλληνα λόγο», την γλωσσική μας παράδοση. Διότι η εκκλησιαστική λατρεία θα διασώζει τα ακούσματα του αυθεντικού ελληνικού λόγου μέσα στην ακατάλυτη συνέχειά του.

Βιβλιογραφική Σημείωση.
Ειδικές μελέτες για το θέμα της εκκλησιαστικής γλώσσας είναι οι ακόλουθες: Κ.Γ. Μπόνη, Η γλώσσα των Πατέρων και των εκκλησιαστικών συγγραφέων, Αθήναι 1970. Χρ. Μπούκη, Η γλώσσα του Γρηγορίου Νύσσης υπό το φως της φιλοσοφικής αναλύσεως, Θεσσαλονίκη 1970. Α.Δ. Δελήμπαση, Η γλώσσα της Ορθοδοξίας, Αθήναι 1975. Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Θεολογία και γλώσσα, Κατερίνη 1988. Σ’ αυτές βρίσκει κανείς και την λοιπή βιβλιογραφία.
(2010)
1.    Το κείμενο στην Ελληνική Πατρολογία του Migne (PG 31, 197C - 217Β). Πρβλ. Κ.Γ. Μπόνη, Βασιλείου του Μεγάλου εις το «Πρόσεχε σεαυτώ», Λόγος επί τη εορτή των τριών Ιεραρχών, Εν Αθήναις 1958.
2. PG 31, 197C. Πρβλ. Γρηγόριο Νύσσης, PG 45, 1041. («Ο Θεός, που μας έπλασε, μας έδωσε την χρήση του λόγου, για να φανερώνουμε ο ένας στον άλλο τις σκέψεις των καρδιών (μας) και, λόγω της κοινωνικότητας της φύσης (μας), να μεταδίδουμε ο καθένας στον πλησίον, προσφέροντας σαν μέσα από κάποια ταμεία τις σκέψεις από τα βάθη της καρδιάς μας»).
3. PG 31, 197CD. («Διότι, αν ζούσαμε με γυμνή από το σώμα ψυχή, αμέσως θα επικοινωνούσαμε μεταξύ μας με τις σκέψεις (μας). Επειδή όμως η ψυχή μας σκέπτεται, καλυπτομένη με το παραπέτασμα του σώματος, έχει ανάγκη από λόγια και λέξεις, για να ανακοινώσει αυτά, που βρίσκονται στο βάθος της»).
4. Στο ίδιο. («Όταν, λοιπόν, η σκέψη εκφρασθεί με την φωνή, μεταβαίνει από τον ομιλητή σ’ αυτόν, που ακούει, διασχίζοντας τον αέρα, μεταφερόμενη με τον λόγο σαν πορθμείο. Και αν μεν βρει άκρα γαλήνη και ησυχία, σαν σε γαλήνια και αχείμαστα λιμάνια, αγκυροβολεί ο λόγος στις ακοές των ακροατών. Αν όμως, σαν κάποια σφοδρή θύελλα, ο θόρυβος των ακροατών πνεύσει αντίθετα, τότε ναυαγεί ο λόγος, διαλυόμενος στον αέρα»).
5. Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως Β (21) 35.
6. Βλ. Κ.Γ. Μπόνη, όπ.π., σ. 13 ε.
7. Βλ. πατερικά παράλληλα στου Α.Δ. Δελήμπαση, Η γλώσσα της Ορθοδοξίας, Αθήναι 1975, σ. 14 ε.ε.
8. Ιερός Χρυσόστομος, PG 47, 428.
9. Γρηγόριος Νύσσης, PG 44, 1305.
10. Γρηγόριος Νύσσης, PG 44, 1345.
11. Στο ίδιο.
12. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 989.
13. Βλ. Γένεση 2, 19 ε.
14. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1005.
15. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1041.
16. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 964.
17. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1108.
18. Ιωάννης Δαμασκηνός, PG 94, 940.
19. Για το ζήτημα βλ. στου Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Μαθήματα Λειτουργικής, Εν Αθήναις 1986, σ. 345 ε.ε.
20. PG 45, 997. Πρβλ. Α.Δ. Δελήμπαση, όπ.π., σ. 32 ε.
21. Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου (επισκ.), Κοσμάς ο Αιτωλός, Αθήναι 1977, σ. 204, 285.
22. Επιτάφιος εις τον Μ. Βασίλειον, κεφ. ΙΑ’.
23. PG 37, 308.
24. Α.Δ. Δελήμπαση, όπ.π., σ. 36-37.
25. Σωζομενού, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, 889: «Συνάξεως δε επιτελουμένης, επιτραπείς Τριφύλλιος διδάξαι το πλήθος, επεί το ρητόν εκείνο παράγειν εις το μέσον εδέησε, το, «άρον σου τον κράββατον και περιπάτει», σκίμποδα αντί του κραββάτου μεταβαλών το όνομα, είπε. Και ο Σπυρίδων αγανακτήσας. ου συ γε, έφη, αμείνων του κραββάτου ειρηκότος, ότι ταις αυτού λέξεσιν επαισχύνη κεχρήσθαι; Και τούτο ειπών απεπήδησε του ιερατικού θρόνου, του δήμου ορώντος».
26. Περί των ιερώς ησυχαζόντων Α’, 1, 11.
27. PG 160, 698.
28. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν κατά τον ΙΘ’ αι., Αθήναι 20042, σ. 43 επ.

ΠΗΓΗ:
“ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ, ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ”
ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Το νηστίσιμο ταβερνείο της Θεώνης και η Αγία Παρασκευή


Ήμασταν μια παρέα που  επιθυμούσε να φάει ψαράκι σε κάποιο γνωστό μας  παραθαλάσσιο και «ξεχασμένο»  ταβερνάκι. Είχαμε  γευτεί και στο παρελθόν τις νοστιμιές της κουζίνας αυτού του ταβερνείου και φορτωμένη με ανάλογες  αναμνήσεις η μνήμη του στομαχιού το επισκέφθηκε ξανά. Μετά από κάμποσα μακροβούτια η όρεξη είχε ανοίξει και η πείνα  έφτιαχνε  εικόνες στο μυαλό. Μαζεύτηκαν σε ταχύτατους ρυθμούς  τα ελάχιστα μπαγκάζια με άμεσο  προορισμό το ταβερνείο της Θεώνης.
Το μαγαζάκι όπως  ακριβώς το θυμόμασταν. Το κύμα έσκαγε επάνω στην  εξέδρα με τις λίγες καρέκλες και τα τραπεζάκια. Τα ψαροκάικα, αγκυροβολημένα,  χόρευαν ρυθμικά, σχεδόν λειτουργικά λες και  πετάγονταν από κάποιο μυθιστόρημα του Κόντογλου. Στο εσωτερικό ο χώρος σταματημένος (αλλά όχι εγκλωβισμένος)  με μια  αξιοπρέπεια στη δεκαετία του 70΄. Καθόμαστε στο τραπεζάκι με την ελπίδα να φάμε τα πολυπόθητα ψάρια. Βγαίνει ένας αγαθός  σερβιτόρος (εκ της αλλοδαπής) ενημερώνοντας μας ότι σήμερα δεν σερβίρεται ψάρι λόγω νηστείας. Κεραυνός στις πολυτελείς ανησυχίες των στομαχιών μας. Σήμερα σερβίρονται μόνο μαλάκια! Παραγγείλαμε ό, τι μας πρόσφερε το ταβερνείο  και περιμέναμε. Η χωριάτικη  σαλάτα εννοείτε χωρίς φέτα ενώ  το λάδι υπήρχε,  κατά εξαίρεση, μόνο  για εμάς που δεν κατέχαμε τι παίζεται. Αν και λιτή η παραγγελία  μας ήτανε ωστόσο αρκετά χορταστική! Οι μερίδες της, όπως και οι τιμές της, έχω την εντύπωση ότι ξεπερνάνε  τις προσδοκίες των φτωχών.
Με έτρωγε όμως και η περιέργεια για την υποχρεωτική νηστεία που μας έμπασε η Θεώνη. Έτσι, μετά από τη νηστήσιμη ματσαμπούκα, μπούκαρα στο μαγαζί για να πάρω τις απαντήσεις που χρειαζόμουνα. Την πετυχαίνω στο βάθος της κουζίνας και με καλωσορίζει. Αυτή καθόταν στο τραπέζι σαν αρχόντισσα. Μια δουλευταρού και κουρασμένη γυναίκα που δεν ξεπέφτει για να πλησιάσει τους ανθρώπους που εμπιστεύονται την κουζίνα της  σαν πελάτες που θα πρέπει να τους κάνει τεμενάδες ή πονηριές για να τους κλέψει την καρδιά. Ντυμένη μέσα από  μια Παράδοση που την έμαθε το αληθινό θαύμα αλλά και το κοπιαστικό μεροκάματο ανταποκρίνεται μόνο όταν της ζητηθεί.
Την ρωτώ λοιπόν, σαν να αγνοούσα κάτι, για το  αν η  ημέρα μνήμης (της εορτής)  της Αγ. Παρασκευής θεωρείτε νηστεία και γιατί;
Με μια φυσικότητα μου απαντάει: μα ναι ασφαλώς!
Δεν το ήξερα της απαντώ.
Μετά  θέλοντας κάπως  να  διορθώσει την απάντησή  της.
Κοίταξε μου λέει. Έχουμε μια Εκκλησία αφιερωμένη στη χάρη της εδώ λίγο παρακάτω και την τιμάμε αυτή την ημέρα με πλήρη νηστεία.
Μας ήρθανε και άλλες παρέες σήμερα που δεν παραγγείλανε καθόλου ψάρι γιατί το ήξεραν.
Πιάστηκα αδιάβαστος.
Ήτανε ντόπιοι; την ρωτάω.
Ναι μου απαντάει. Και την τηρούν αυτή τη νηστεία.
Αρχίζει από μόνη της να μου διηγείται  διάφορα σύγχρονα θαύματα της Αγ. Παρασκευής και γιατί νηστεύουν οι ντόπιοι στη μαρτυρική μνήμη της.
Κλείνει την αφήγησή της με ένα θαύμα που συνέβηκε στην ίδια και από τότε την ευλαβείται, άλλα χωρίς να μου πει τι ακριβώς ήταν αυτό. Δεν την ρωτάω κι εγώ από σεβασμό στο μυστήριο του θαύματος και του προσώπου.
Μου εκφράζει της επιθυμία της να επισκεφθεί το χειμώνα το λείψανό της που είχε μάθει ότι βρίσκεται κάπου στην Κορινθία.
Νιώθει χαρούμενη για όσα μοιράστηκε αυτά τα λίγα λεπτά μαζί μου.
Μου κόβει απόδειξη από μόνη της και μου λέει: την επόμενη φορά που θα έρθεις, να μου πεις ότι είσαι ο Γιώργος που τα είπαμε για την Αγ. Παρασκευή για να σε θυμηθώ.
Δεν ξέρω τι είδους πρεσβεία είχε  κάνει αυτή η τολμηρή αγωνίστρια του Χριστού Αγ. Παρασκευή για χάρη της Θεώνης. Φαινόταν όμως να είναι κάτι δυνατό αυτό που την είχε μεταμορφώσει σε κάτι άλλο, όπως είχε μεταμορφώσει κάποτε και την ίδια την Αγ. Παρασκευή.
Φαίνεται ότι μεταξύ των σταθερών αγωνιστών της πίστης υπάρχει μια μυστήρια συνεννόηση όπου ο πρεσβευτής κινεί στην κυριολεξία γη και ουρανό  για να στηρίξει τον αγώνα του πρεσβευόμενου.
Και όσο για την αφεντιά μας; Μάλλον αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε εκείνο το σημείο όπου ο Βασιλιάς της Νινευή, αφού εντέλει ενημερώθηκε για την καταστροφή της από τον Ιωνά, κήρυξε νηστεία μετανοίας ακόμα και στα ζώα!   Κατά ένα μυστήριο τρόπο λοιπόν, σαν άλλος Βασιλιάς, η υποχρεωτική νηστεία του ταβερνείου της Θεώνης   μας έκανε και  νιώσαμε τόσο, μα τόσο κοντά στη νηστεία εκείνων  των ζώων της Νινευής.
Γιώργος  Κουτσοδιάκος

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ !


News  Μόσχα, 17 Μαρτίου 2006, 14:40, ειδησεογραφικό πρακτορείο Interfax.
Το σημείο του Σταυρού και της Ορθόδοξης (Χριστιανικής) προσευχής είναι ικανά να σκοτώσουν μικρόβια, και να μεταβάλουν της οπτικές ιδιότητες του νερού.
Μία μελέτη.

   Επιστήμονες έχουν αποδείξει πειραματικά τις θαυματουργικές ιδιότητες του σημείου του
Σταυρού και της προσευχής.
«Είναι διαπιστωμένο ότι η παλιά συνήθεια να γίνεται το σημείο του Σταυρού πάνω από το φαγητό και το ποτό πριν το γεύμα, έχει ένα προφανές μυστικό νόημα. Πίσω από αυτό παραμένει η πρακτική χρησιμότητα:
Η τροφή κυριολεκτικά καθαρίζεται μέσα σε μια στιγμή. Αυτό είναι ένα μεγάλο θαύμα, που κυριολεκτικά συμβαίνει κάθε ημέρα», είπε η φυσικός Angelina Malakhovskaya που προσκλήθηκε από την εφημερίδα Zhizn την Παρασκευή.
Η Malakhovskaya έχει μελετήσει τη δύναμη του σημείου του Σταυρού με την ευλογία της Εκκλησίας, για 10 περίπου χρόνια τώρα. Έχει διεξάγει ένα μεγάλο αριθμό πειραμάτων που έχει επανειλημμένα επαληθευθεί, πριν τα αποτελέσματά τους έρθουν στη δημοσιότητα. Ειδικότερα έχει ανακαλύψει τις απαράμιλλες βακτηριοκτόνες ιδιότητες του νερού μετά την ευλογία του από μία Ορθόδοξη προσευχή και το σημείο του Σταυρού. Η μελέτη επίσης αποκάλυψε μία νέα, ενωρίτερα άγνωστη ιδιότητα του λόγου του Θεού να μετασχηματίζει τη δομή του ύδατος, αυξάνοντας αξιοσημείωτα την οπτική του πυκνότητα στην περιοχή του φάσματος της βραχείας υπεριώδους ακτινοβολίας, γράφει η εφημερίδα.
Οι επιστήμονες έχουν επαληθεύσει την δύναμη της δράσης της Κυριακής προσευχής (Πάτερ ημών) και του Ορθοδόξου σημείου του Σταυρού στα παθογενή βακτήρια. Δείγματα νερού από διάφορες δεξαμενές (πηγάδια, ποταμούς, λίμνες) πάρθηκαν για έρευνα. Όλα τα δείγματα είχαν goldish staphylococcus, ένα κολοβακτηρίδιο. Αποδείχθηκε εν τούτοις, ότι αν η Κυριακή προσευχή λεχθεί και το σημείο του Σταυρού γίνει επάνω τους, ο αριθμός των βλαβερών βακτηριδίων θα μειωθεί επτά, δέκα, εκατό ακόμη και πάνω από 1000 φορές.
Τα πειράματα έγιναν με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκλείουν και την ελάχιστη πιθανή νοητική επιρροή. Η προσευχή ειπώθηκε και από πιστούς και από απίστους, αλλά ο αριθμός των παθογόνων βακτηρίων σε διάφορα περιβάλλοντα με διαφορετικές ομάδες βακτηρίων ακόμη και τότε μειώθηκε, συγκρινόμενος με τα πρότυπα αναφοράς.Οι επιστήμονες απέδειξαν επίσης την ευεργετική επίδραση που η προσευχή και το σημείο του Σταυρού έχουν πάνω στους ανθρώπους. Όλοι οι συμμετέχοντες στα πειράματα είχαν την πίεση του αίματός τους να τείνει να σταθεροποιηθεί, και τους αιματικούς δείκτες βελτιωμένους. Κατά τρόπο εντυπωσιακό, οι δείκτες άλλαζαν προς την ίαση που χρειαζόταν: Στους υποτασικούς η αιματική τους πίεση ανέβηκε, ενώ στους υπερτασικούς κατέβηκε.
Επίσης παρατηρήθηκε ότι το σημείο του Σταυρού εάν γίνεται πρόχειρα, με τα τρία δάχτυλα βαλμένα μαζί απρόσεκτα ή τοποθετούμενα εκτός των απαραιτήτων σημείων (στο μέσο του κούτελου,το κέντρο του ηλιακού πλέγματος, και στα κοιλώματα κάτω από το δεξί και αριστερό ώμο), το θετικό αποτέλεσμα ήταν πολύ πιο αδύνατο, ή απουσίαζε εντελώς.
Εδώ θα βρείτε το αυθεντικό κείμενο  http://www.interfax-religion.com   
απόδοση στα ελληνικά υπό Λεοντίου Μoναχού Διονυσιάτου
 πηγή :  Διαβάστε περισσότερα  http://www.imdleo.gr

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...