Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Αυγούστου 03, 2011

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Η αγιότητα και η αναμαρτησία της Θεοτόκου


Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΜΑΡΤΗΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ*
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Μᾶς ἀξιώνει, Θεὸς καὶ ἐφέτος νὰ ἀκούσουμε τὸν θαυμάσιον αὐτὸν ὕμνον ποὺ ὀνομάστηκε "Ἀκάθιστος Ὕμνος", τὸ ὑπέροχο αὐτὸ φιλολογικὸ καὶ λογοτεχνικὸ δημιούργημα, στοῦ ὁποίου τὴν δομὴ καὶ τὴ σύνθεση ἀναφερθήκαμε τὰ προηγούμενα χρόνια. Εἶναι ἕνα ἔξοχο λογοτεχνικὸ κατασκεύασμα, τὸ ὁποῖο θαυμάζουν ὅλοι οἱ εἰδικοί. Ἡ Ἐκκλησία μας μὲ πολλὴ σοφία καὶ σύνεση ἔθεσε αὐτὴν τὴν ἀκολουθία μέσα στὴν Ἁγία καὶ μεγάλη Τεσσαρακοστή, ὥστε μαζὶ μὲ τὶς κατανυκτικὲς λειτουργίες τῶν Προηγιασμένων, τὰ μεγάλα ἀπόδειπνα κ.ἄ. νὰ ὑπάρχει καὶ αὐτὴ ἡ ἀνοιξιάτικη νότα. Αὐτὴ ἡ χαρούμενη νότα μὲ τὰ πολλὰ "χαῖρε", γιὰ νὰ γεμίσει τὶς καρδιές μας ἀπὸ χαρά, σὰν ἕνα προανάκρουσμα τῆς Ἀναστάσεως.
Δὲν πρόκειται ἐφέτος κατὰ τὴν διάρκεια τῶν πέντε Παρασκευῶν νὰ ἀναφερθοῦμε στὸ περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ Ὕμνου καὶ νὰ ἀναλύσουμε τὶς βασικὲς γραμμὲς καὶ κατευθύνσεις του, ὅπως κάναμε σὲ προηγούμενα χρόνια, οὔτε ἐπίσης πρόκειται νὰ ἀναφερθοῦμε στὸν θαυμάσιο κανόνα τοῦ ὑμνογράφου Ἰωσήφ, τὰ θαυμάσια τροπάρια τοῦ ὁποίου πέρυσι ἀναλύσαμε.
φέτος θὰ ἐκμεταλλευθῶ αὐτὴν τὴν εὐκαιρία, τὴν ἀφιερωμένη στὴν Παναγία μας, τῶν πέντε Παρασκευῶν, καὶ πολὺ σύντομα, σὲ δεκάλεπτα περίπου κηρύγματα, θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς παρουσιάσω, ποιά εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τί πιστεύει ἡ Ἐκκλησία μας, καὶ ποιά εἶναι ἡ ἀπάντηση σὲ ὁρισμένες ἄλλες διδασκαλίες καὶ παρεκκλίσεις, οἱ ὁποῖες παρερμηνεύουν τὴν παράδοση καὶ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ θέματα τὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει γιὰ τὸ σεπτὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου εἶναι ὅτι χαρακτηρίζεται ὡς Παναγία. Χαῖρε Ἁγία, Ἁγίων μείζων. Εἶναι κατὰ πάντα Ἁγία, σὲ ὅλα εἶναι Ἁγία. δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ μεμπτὸν στὴ ζωή της, στὶς σκέψεις της, στὶς ἐπιθυμίες της, στὶς πράξεις της, στὶς θελήσεις της, στὰ ἔργα της, στὶς κινήσεις καὶ στὴν ἐμφάνισή της, στὸ παρουσιαστικό της, ὅλα εἶναι ἅγια καὶ ὅλα εἶναι ἁγνά, "Ἁγνείας θησαύρισμα", καθ' ὅλα Ἁγία, Παναγία.
1. Φυσικὴ ἡ γέννηση τῆς Θεοτόκου
Ποῦ ὅμως ὀφείλεται αὐτὴ ἡ ἁγιότης τῆς Πα­ναγίας μας; Μποροῦμε ἄραγε ἐμεῖς οἱ θνητοὶ ἄνθρωποι, οἱ ἁπλοὶ πιστοὶ νὰ ἀποκτήσουμε αὐτὴν τὴν ἁγιότητα; Κι ἂν δὲν γίνουμε καὶ ἐμεῖς πανάγιοι, κι ἂν δὲν γίνουμε παναγίες, μποροῦμε τουλάχιστον νὰ γίνουμε ἅγιοι ἢ νὰ ἀκολουθήσουμε ἕνα δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν ἁγιότητα; Τί τὸ ἐξαιρετικὸ εἶχε ἡ Παναγία καὶ κατόρθωσε καὶ ἀπέκτησε αὐτὴν τὴν ἁγιότητα; Ἡ Παναγία ὡς γνωστὸν ἦταν ἕνας ἄνθρωπος καθ' ὅλα ὅμοιος πρὸς ἐμᾶς, γεννήθηκε ἀπὸ ἕνα γεροντικὸ ἅγιο ζευγάρι, τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα ὡς καρπὸς προσευχῆς. Σὲ μεγάλη ἠλικία, ὥριμοι, ἄτεκνοι παρακάλεσαν τὸν Θεὸ νὰ τοὺς χαρίσει ἕνα παιδί. Κάποια φορὰ μάλιστα λέγει ἡ παράδοση ὅτι ὁ Ἰωακεὶμ ἐξεδιώχθη ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς μέσα ἀπὸ τὸν Ναὸ τοῦ Σολομῶντος, διότι πῆγε νὰ προσφέρει δῶρα: ἐπειδὴ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ ἀτεκνία ἐθεωρεῖτο ὄνειδος, ὅποιος δὲν εἶχε παιδιὰ ἐθεωρεῖτο ἀτιμασμένος, πὼς δὲν ἦταν εὐλογημένος ἀπὸ τὸν Θεὸ - δὲν ἰσχύει αὐτὸ γιὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀνατράπηκε αὐτό, σημασία ἔχουν οἱ πράξεις, ὄχι τὰ παιδιὰ - ἐπειδὴ λοιπὸν ἔτσι ἐπιστεύετο, ὅτι ὅποιος δὲν ἔχει παιδιὰ δὲν εἶναι εὐλογημένος ἀπὸ τὸν Θεό, ἔδιωξαν οἱ ἱερεῖς τὸν γέροντα Ἰωακεὶμ ἀπὸ τὸν ναό, καὶ ἐκεῖνος μὲ δάκρυα στὰ μάτια, πῆγε στὴν ἔρημο ἐπὶ 40 ἡμέρες καὶ παρακαλοῦσε θερμὰ τὸ Θεὸ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ νὰ τοῦ δώσει παιδί. Τὸ ἴδιο ἔκαμε καὶ ἡ μητέρα τῆς Παναγίας, ἡ Ἄννα, στὸ σπίτι της. Καὶ ὁ Θεὸς ἄκουσε τὶς προσευχές τους καὶ τοὺς χάρισε ὄχι ἁπλῶς ἕνα παιδὶ σὰν ὅλα τὰ ἄλλα· τοὺς χάρισε ἐκεῖνο τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐπρόκειτο νὰ λυτρωθεῖ ὁ κόσμος, νὰ γεννηθεῖ ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Δὲν ὑπάρχουν ἄλλοι γονεῖς οἱ ὁποῖοι νὰ ἔχουν αὐτὸ τὸ προνόμιο ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα, νὰ γεννήσουν μιὰ κόρη, νὰ ἀποκτήσουν ἕνα παιδὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐπρόκειτο νὰ γεννηθεῖ ὁ Θεός.
ταν λοιπὸν καρπὸς προσευχῆς ἡ γέννηση τῆς Παναγίας μας. Κατὰ τὰ ἄλλα ὅμως ἡ Παναγία ἦταν ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος σὰν ὅλους ἐμᾶς. Καὶ κάνω αὐτὴ τὴν ἐπισήμανση ,ὅτι ἡ Παναγία προῆλθε ἀπὸ συζυγία φυσιολογικὴ δύο ἀνθρώπων, τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας, ἀπὸ μία ἐμπαθὴ θὰ ἔλεγα γέννηση, ἀφοῦ στὴν συνάντηση ἀνδρὸς καὶ γυναικός, ὅσο ἅγιοι καὶ ἂν εἶναι οἱ ἄνθρωποι, ὑπάρχει ἡ ἐπιθυμία, ὑπάρχει ἡ ἡδονή, καὶ ὑπάρχει πάθος· «Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» λέγει ὁ ψαλμός. Ἡ Παναγία λοιπὸν γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴν τὴν συνηθισμένη ἀνθρώπινη συνάντηση, ἀπὸ τὴν συνηθισμένη συζυγία τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας, δὲν εἶχε τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Τὸ τονίζουμε αὐτό, διότι τὸν περασμένο αἰῶνα ὁ πάπας διετύπωσε ἕνα δόγμα ἀντιπαραδοσιακό, ἐναντίον αὐτῶν ποὺ διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸ δόγμα τῆς «ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου».
2. Ἡ «ἄσπιλη σύλληψη» τῆς Θεοτόκου
Τὸ δόγμα αὐτό, τὸ ὁποῖο διετύπωσε τὸ 1854 ὁ Πάπας Πίος ὁ 9ος, σημαίνει ὅτι ἡ Παναγία γεννήθηκε ἄσπιλη, ἀναμάρτητη, δὲν εἶχε τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ὅπως τὸ ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἡ διδασκαλία αὐτὴ βέβαια περὶ τῆς ἀσπίλου συλλήψεως δὲν στηρίζεται πουθενά, οὔτε στὴν Ἁγία Γραφή, οὔτε στὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔχει ἐπίσης πολλὰ τρωτὰ σημεῖα.
να τρωτὸ σημεῖο αὐτῆς τῆς διδασκαλίας εἶναι ὅτι προσβάλλει τὴν μοναδικότητα τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μόνο ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀναμάρτητος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, εἶναι ἡ μοναδικὴ περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία δὲν μεσολάβησε σάρκα καὶ αἷμα. Ὁ Χριστός μας γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία, ἄνευ συναφείας ἀνδρός. Δὲν ἦλθε σὲ σαρκικὴ ἕνωση ἡ Παναγία μὲ ἄνδρα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπεσκίασε τὴν Παναγία καὶ δι' Ἁγίου Πνεύματος ἐγεννήθηκε ὁ Κύριός μας·ὁ Ἰησοὺς Χριστὸς γεννήθηκε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία, γι' αὐτὸ καὶ εἶναι ἀναμάρτητος. Ἡ Παναγία ὅμως δὲν γεννήθηκε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου.γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς φυσιολογικά, κανονικά, ἀπὸ τὸν Ἰωακεὶμ καὶ ἀπὸ τὴν Ἄννα. Προσβάλλει ἐπομένως ἡ διδασκαλία αὐτὴ τὴν μοναδικότητα τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μοναδικὴ γέννηση, ἡ ὁποία ἔγινε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ εἶναι γι' αὐτὸ ἄσπιλη, εἶναι ἡ γέννηση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
3. Οἱ ἀκρότητες τῆς Μαριολατρείας καὶ τοῦ Ἀντιδικομαριανισμοῦ
Τὸ δεύτερο στοιχεῖο γιὰ τὸ ὁποῖο αὐτὴ ἡ διδασκαλία δὲν εἶναι ὀρθὴ εἶναι ὅτι οὐσιαστικῶς δὲν ἀνεβάζει τὴν Παναγία, τὴν μειώνει, ἐνῶ οἱ Παπικοὶ θέλουν νὰ ὑψώσουν τὴν Παναγία, ὑπερβολικὰ μάλιστα. Ὑπάρχουν ἐδῶ ἀκρότητες, καὶ ἂς πῶ γιὰ τὶς δύο αὐτὲς ἀκρότητες καὶ θὰ συνεχίσω τὶς σκέψεις ποὺ ἔκαμα προηγουμένως. Στὴν διδασκαλία γιὰ τὴν Θεοτόκο ὑπάρχουν δύο ἀκρότητες. Ἡ Ὀρθόδοξος ἐκκλησία εἶναι ἀνάμεσα, ἀκολουθεῖ τὴ χρυσὴ ὁδό. Ποιὲς εἶναι οἱ δύο αὐτὲς ἀκρότητες; Ἡ μιὰ ἀκρότητα εἶναι αὐτὴ ἡ ὁποία ὑπερεξαίρει τὴν Παναγία, κάνει τὴν Παναγία Θεά, θεοποιεῖ τὴν Παναγία, εἶναι ἡ Μαριολατρεία. Διδάσκει ὅτι ἡ Παναγία εἶναι Θεός, καὶ αὐτὴ τὴν τάση ὑπηρετεῖ ἡ διδασκαλία τῆς Ρωμαϊκῆς ἐκκλησίας, τῆς Παπικῆς ἐκκλησίας, περὶ τοῦ ὅτι ἡ Παναγία εἶναι ἄσπιλη, τὴν ἐξισώνει μὲ τὸν Χριστό, ἕνα πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Στὸ ἄλλο ἄκρο εἶναι ὁ λεγόμενος Ἀντιδικομαριανισμός, οἱ ἀντίθετοι, οἱ ἀντίδικοι τῆς Μαρίας, οἱ ἐχθροὶ τῆς Μαρίας, στὴν ἐποχή μας οἱ Προτεστάντες1. Ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ οἱ παπικοί, οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἔχουν τὴν Μαριολατρεία, κάνουν τὴν Θεοτόκο Θεό, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ στὴ Δύση καὶ πάλι, στὴν Εὐρώπη, ὑπάρχει τελείως ἀντίθετη τάση, τῶν ἐχθρῶν τῆς Παναγίας. Ἂς ἀναφέρουμε ἐδῶ, αὐτὸ ποὺ εἴπαμε καὶ ἄλλη φορά, ὅτι ὁ πατὴρ Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης σ' ἕνα βιβλίο τὸ ὁποῖο ἔχει γράψει γιὰ τὴν Παναγία δημοσιεύει ἕνα γράμμα τοῦ γέροντός του, Ἀθανασίου τοῦ Ἰβηρίτη, ὁ ὁποῖος ἀναφερόταν σ' αὐτὴν τὴν ἐχθρότητα ποὺ ἔχουν οἱ Προτεστάντες ἐναντίον τῆς Παναγίας. Ἐὰν πᾶτε σ' ἕναν ναὸ προτεσταντικό-εὐαγγελικό, ὑπάρχουν καὶ ἐδῶ στὴν πόλη μας, γιατὶ καὶ ἐδῶ ὑπάρχουν Εὐαγγελικοί-Προτεστάντες, δὲν θὰ δεῖτε πουθενὰ εἰκόνες, δὲν ἔχουν καμμία τιμή, κανένα σεβασμὸ πρὸς τὴν Παναγία. Ἀντίθετα ἐκφράζονται ὑποτιμητικὰ γι' Αὐτήν. Ἔχοντας λοιπὸν κατὰ νοῦν ὁ Γέρων Ἀθανάσιος ὁ Ἰβηρίτης τὴν ἀσέβεια πρὸς τὴν Παναγία, ἐκφράζεται στὸ γράμμα αὐτὸ πολὺ σκληρὰ γιὰ τοὺς Προτεστάντες καὶ τοὺς προτεσταντίζοντες2. Δὲν διστάζουν οἱ Ἅγιοι νὰ χρησιμοποιήσουν σκληρές λέξεις, ὅταν ὑβρίζονται ἅγια πρόσωπα. Γιὰ μᾶς αὐτὸ θὰ φαινότανε βαρύ, τοὺς δῆθεν εὐγενεῖς, τοὺς δῆθεν προοδευμένους, τοὺς ἀνθρώπους τῶν σαλονιῶν. Μπορεῖ νὰ ὑβρίζουμε ἁγίους, ἀλλὰ θέλουμε μιὰ ἐκλεπτυσμένη γλῶσσα στὶς μεταξύ μας σχέσεις. Ἀνάμεσα λοιπὸν στὶς δύο αὐτὲς τάσεις, ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ τῆς Μαριολατρείας τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῆς ἐχθρότητος πρὸς τὴν Παναγία, τῆς μειώσεως τῆς Παναγίας, τῶν Προτεσταντῶν εἶναι ἡ δική μας ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησία, ἡ ὁποία σέβεται καὶ τιμᾶ καὶ ὑμνεῖ τὴν Θεοτόκο μὲ τόσους ὕμνους, ὅπως ἀκούσαμε, δὲν κάνει ὅμως τὴν Παναγία Θεά3. Τὴν τοποθετεῖ μετὰ τὴ Θεότητα. "τὰ δευτερεῖα τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα". Οἱ ἱερεῖς μνημονεύουμε πρῶτα τὸν Χριστὸ καὶ μετὰ τὴν Παναγία.
ς ἐπανέλθουμε ὅμως στὸ δεύτερο τρωτὸ σημεῖο τῆς "ἄσπιλης σύλληψης". Ἐνῶ λοιπὸν νομίζουν ὅτι μὲ τὴν ἄσπιλη σύλληψη ὑπερυψώνουν τὴν Παναγία, οὐσιαστικῶς τὴν μειώνουν. Γιατὶ ἡ Παναγία ἐξυψώνεται πιὸ πολὺ ἂν παρουσιασθεῖ ὅτι αὐτὰ ποὺ κατόρθωσε, αὐτὴ ἡ ἁγιότης τὴν ὁποία κατόρθωσε, δὲν τὰ κατόρθωσε γιατὶ ἦταν ἀναμάρτητη ἐκ φύσεως, τὰ κατόρθωσε γιατὶ ἐνῶ ἦταν ἄνθρωπος σὰν ἐμᾶς, γεννήθηκε ἀπὸ φυσικοὺς γονεῖς, ἀπὸ τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα, ἐνῶ ἦταν ἄνθρωπος καθόλα φυσιολογικός, εἶχε αὐτὴν τὴν δική μας τὴ φύση, ἡ ὁποία ρέπει πρὸς τὴν ἁμαρτία, κατόρθωσε ἐν τούτοις νὰ καλλιεργήσει τὶς ἀρετὲς μὲ πολλὴ ἄσκηση, μὲ προσευχή, μὲ νηστεῖες, μὲ ἐγκράτεια, μὲ ἁγνότητα ἰδιαιτέρως, καὶ νὰ φθάσει στὰ ὕψη αὐτὰ τῆς ἁγιότητος, συνεργώντας καὶ κοπιάζοντας ἡ ἴδια.
μεῖς ἀγαπητοί μου, ποὺ ζοῦμε στὸν χῶρο αὐτὸ τὸν εὐλογημένο τῆς Ἐκκλησίας, θὰ πρέπει νὰ τὴν ἔχουμε ὡς παράδειγμα καὶ ὡς δίδαγμα καὶ ὡς στόχο. Ἐκείνη κατόρθωσε νὰ φθάσει σ' αὐτὴν τὴν ἁγιότητα καὶ νὰ ὑμνεῖται δι' ὅλων τῶν αἰώνων."Ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί. Ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ δυνατός". Ἐκείνη ἦταν σκεῡος ἐκλογῆς λόγω τῆς ἁγιότητός της κατόρθωσε καὶ εἵλκυσε τὴν προσοχὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγινε ἡ ἀγαπητὴ τοῦ Θεοῦ: «Χαῖρε Κεχαριτωμένη. Ὁ Κύριος μετά σου. Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί». Ἔδειξε μὲ τὴν ἁγία ζωή της, τὴν ἄφθαστη ὑπακοή της, τὴν πολλὴ ταπείνωση, τὴν ἀνυπέρβλητη ἁγνότητα, μέχρι ποῦ μπορεῖ νὰ ὑψωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Δὲν πρόκειται βέβαια ἐμεῖς νὰ φθάσουμε τὸ μοναδικὸ μεγαλεῖο τῆς Παναγίας. μποροῦμε ὅμως νὰ μποῦμε σ' ἕνα δρόμο ἁγιότητος νὰ ὑψωθοῦμε καὶ ἐμεῖς ἀναλογικά, νὰ καταπολεμήσουμε τὰ πάθη καὶ τὶς κακίες μας, ὥστε ὅταν ψάλλουμε στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, νὰ ψάλλουμε μέσα ἀπὸ ἁγνὲς καρδιὲς καὶ ἅγια χείλη.
4. Ἡ καθαρὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωή της
Θὰ ἐπιμείνουμε λίγο στὸ θέμα τῆς ἁγιότητος τῆς Παναγίας καὶ θὰ παρουσιάσουμε μερικὲς πτυχὲς τῆς ἁγίας καὶ ἀσκητικῆς ζωῆς της, θὰ δοῦμε πῶς πέρασε τὴ ζωή της στὰ 60 περίπου χρόνια ποὺ ἔζησε (59 ἐτῶν ἐκοιμήθη ἡ Παναγία). Πῶς λοιπὸν πέρασε ἡ Παναγία μας τὴν ἁγία καὶ ἀσκητικὴ ζωή της; Τὰ Εὐαγγέλια παραλαμβάνουν τὴ ζωὴ τῆς Παναγίας ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμό, ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἀγγέλου Γαβριὴλ στὴν Παναγία. Ἡ Ἐκκλησία βέβαια δὲν στηρίζεται μόνο στὰ Εὐαγγέλια, ἀλλὰ καὶ στὴν παράδοση τὴν προφορική, σ' αὐτὰ ποὺ προφορικὰ ἄφησαν ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Ἀπόστολοι. Δὲν ὑπάρχουν ὅλα μέσα στὰ Εὐαγγέλια. Βάσει λοιπὸν αὐτῆς τῆς παραδόσεως ἡ Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι ἡ Παναγία σὲ ἠλικία τριῶν ἐτῶν παραδόθηκε, ἀφιερώθηκε, ἀπὸ τοὺς γονεῖς της, τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα, στὸν Ναό. Τί φοβερὸ μυστήριο αὐτό! Μία ζωὴ παρακαλοῦσαν ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα νὰ ἀποκτήσουν παιδί, καὶ σὲ γεροντικὴ ἠλικία ἀπέκτησαν αὐτὸ τὸ παιδί, τὸ ὁποῖο τοὺς ἔκανε νὰ πλεονεκτοῦν σὲ σχέση μὲ ὅλα τὰ ἄλλα ζεύγη. Γιατὶ κανένα ἄλλο παιδὶ δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὸ παιδὶ αὐτό, τὴν Παναγία μας4. Καὶ ὅμως τὸ παιδὶ αὐτὸ σὲ ἠλικία τριῶν ἐτῶν ἔρχονται καὶ τὸ παραδίδουν στὸ Ναό, τὸ ἀφιερώνουν, τὸ παραδίδουν στοὺς ἱερεῖς. Χάνουν τὰ παιδικὰ χαμόγελα, τὶς φωνές, τὶς χαρὲς αὐτὲς τῆς παιδικῆς ἠλικίας.
Παναγία παραδίδεται, ὅπως γιορτάζουμε στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, εἰσέρχεται στὰ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ ἐκεῖ μέσα στὸ Ναό, ὅπως διδάσκει πάλι ἡ παράδοση, φυτεύεται ὡς ἐλαία, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Σὰν ἐλιὰ φυτευμένη μέσα στὸ Ναὸ ἡ Παναγία μας γίνεται κατάκαρπος5, φορτωμένη ἀπὸ καρποὺς ἀρετῆς καὶ ἁγιότητος.τὰ ἔργα της, οἱ σκέψεις της καὶ οἱ ἐπιθυμίες της ἀποκόπτονται πλέον ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου, ἀπὸ αὐτὲς τὶς μικροχαρὲς καὶ τὶς τρέλλες τῆς παιδικῆς ἠλικίας. Αὐτὴ ἡ παιδούλα τῶν τριῶν ἐτῶν μέχρι τῆς ἠλικίας τῶν δεκαπέντε ἐτῶν, δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια, γίνεται μέσα στὸ Ναὸ ἡ μεγαλύτερη ἀσκήτρια, ἡ μεγαλύτερη ἡσυχάστρια, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Πα­λαμᾶς6. Γι' αὐτὸ ἡ Παναγία εἶναι πρότυπο τῶν Μοναχῶν καὶ τὴν σέβονται τόσο πολὺ οἱ Μοναχοί, διότι ἀπὸ βρεφικῆς ἠλικίας ἐμόνασε, ἔγινε Μοναχή, ἀσκήτρια καὶ ἡσυχάστρια μέσα εἰς τὸν Ναό.
Δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια μέσα στὸ Ναὸ συντροφιὰ μόνο μὲ ἱερεῖς, μὲ τὴν προσευχή, μὲ τοὺς ὕμνους, μὲ τὶς σκέψεις της καὶ τὶς ἐπιθυμίες ὅλες στραμμένες στὸ Θεό, μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο.
τσι λοιπὸν αὐτὴ ἡ φυτευμένη μέσα εἰς τὸν Ναὸ ἐλαία κατέκτησε αὐτοὺς τοὺς καρποὺς τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητος, τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς καθαρότητος, τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς ταπεινώσεως. Σὲ αὐτὴν τὴν ἠλικία τῶν 15 ἐτῶν τὴν ἐπισκέφθηκε ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, "Ἄγγελος Πρωτοστάτης" ἀκούσαμε τὴν προηγουμένη Παρασκευή, γιὰ νὰ τῆς μεταφέρει τὸ χαρμόσυνο μήνυμα, νὰ τὴν ὀνομάσει "κεχαριτωμένη"· "Χαῖρε, Κεχαριτωμένη".
Παλαιὰ στὴν ἀρχὴ τοῦ Κόσμου μιὰ ἄλλη γυναίκα, ἡ Εὔα, ἔφερε τὴν κατάρα σ' ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ τὴν παρακοή της· τώρα ἡ Παναγία μὲ τὴν ἁγία ζωή της, μὲ τὴν ἄσκηση, ἐπισύρει τὴν εὐλογία καὶ τὴν χαρὰ καὶ γίνεται ἡ κεχαριτωμένη. Πόσο θαυμαστὲς εἶναι αὐτὲς οἱ σκηνὲς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅπως τὶς περιγράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς7, τῆς μεταφέρει τὸ μήνυμα ὁ Ἀρχάγγελος πὼς θὰ ἀποκτήσει υἱόν, θὰ γεννήσει. Ἡ Παναγὶα ταράχθηκε. "πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;". Ἐγὼ ὅλη μου τὴ ζωὴ τὴν πέρασα, παιδούλα, ἀπὸ τὰ μικρά μου χρόνια μέσα στὸ Ναὸ καὶ ἄνδρα δὲν ἐγνώρισα, γιὰ νὰ ἀκούσει τὴν ἀπάντηση τοῦ Ἀγγέλου. "Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι". Δύναμις θεϊκὴ θὰ σὲ ἐπισκιάσει, τὸ παιδὶ τὸ ὁποῖο θὰ γεννηθεῖ ἀπὸ σένα δὲν θὰ εἶναι ὅπως τὰ συνηθισμένα παιδιά, θὰ γεννηθεῖ ὁ Θεός, θὰ γίνεις Θεοτόκος, θὰ ἔλθει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ κυοφορήσεις, θὰ ἐγκυμονήσεις, καὶ δύναμις ὑψίστου θὰ σὲ ἐπισκιάσει.
5. Ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ὑπακοή της
ς φαντασθοῦν οἱ παριστάμενες ἐδῶ γυναῖκες, μητέρες καὶ ἀδελφές, πῶς θὰ ἀντιδροῦσαν σὲ μία παρόμοια περίπτωση. Τί παράξενα ρήματα, τί μυστήριο εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐξαγγέλλει ὁ Ἄγγελος, ἀπίστευτα πράγματα, πῶς θὰ γίνει αὐτό; Καὶ ὅμως ἡ Παναγία μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν πρώτη ἐπιφύλαξη "πῶς ἔσται μοι τοῦτο;" καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν διαβεβαίωση τοῦ Ἀγγέλου γιὰ τὸ θαῦμα ἐπιδεικνύει τώρα καὶ μία ἄλλη μεγάλη ἀρετή. Μέχρι τότε ἐπέδειξε τὴν ἁγνότητα, τὴν καθαρότητα, τὴν ἄσκηση, τώρα ἐπιδεικνύει καὶ τὴν μεγάλη της ταπείνωση· "Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου"· εἶμαι μπροστά σου Κύριε, στὸν ἀπεσταλμένο Σου τὸν Ἄγγελο, καὶ ἀφοῦ ἐσὺ ἔτσι προστάζεις, νὰ γίνει τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα, νὰ γεννήσει μία γυναῖκα χωρὶς συνάφεια ἀνδρός, ἀφοῦ τὸ θέλημα Κυρίου εἶναι ἔτσι, "Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου". Καὶ ἐπε­σκίασε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὁλοκλήρωσε τὴν καθαρότητα τῆς Παναγίας μας.
Διδάσκουν οἱ Πατέρες τῆς ἐκκλησίας ὅτι μέχρι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ καθαρότητα, ἡ ἁγνότητα ἦταν δική της κατάκτηση, δικό της ἔργο, δική της συνεργεία. Τώρα ἔρχεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὁλοκληρώνει αὐτὴ τὴν κάθαρση καὶ ὁλοκληρώνει αὐτὴν τὴν ἁγνότητα8. Ἀφαιρεῖ τὸν προπατορικὸ ρύπο, γιατὶ ἀπὸ ἐκεῖ μέσα ἐπρόκειτο νὰ γεννηθεῖ ὁ Θεός, ὡς ἐπιβράβευση τῆς ὑπακοῆς, τῆς ἁγνότητος καὶ τῆς καθαρότητος.
Παναγία, ὡς γνωστόν, ἐγέννησε τὸν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ πέρασε μαζί του ὅλα τὰ παιδικά του χρόνια μέχρι τῆς ἀνδρικῆς ἠλικίας, μέχρι τῆς ὡριμάνσεώς του καὶ τῆς δημόσιας δράσης του. Πῶς συμπεριφέρθηκε ἡ Παναγία κατὰ τὴν διάρκεια ποὺ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς πραγματοποιοῦσε τὸ κοσμοσωτήριο ἔργο του; Ἔμεινε διακριτικὰ στὸ περιθώριο, μὲ ταπείνωση καὶ πάλι. Ἐνθυμεῖσθε ἀπὸ τὸν γάμο τῆς Κανᾶ ὅτι, ὅταν ἐκεῖ ἡ Παναγία τοῦ εἶπε "οἶνον οὐκ ἔχουσι", ἤρθαμε σὲ γάμο ἐδῶ καὶ δὲν ἔχουν κρασί, τῆς μίλησε αὐστηρὰ ὁ Χριστός. "Τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι;" Μὴν ἀναμειγνύεσαι σὲ θέματα τὰ ὁποῖα ἐγὼ κατευθύνω, νὰ κρατήσεις τὴ θέση σου". Καὶ ἐκείνη ταπεινὰ καὶ ὑπάκουα ἀντέδρασε. Εἶπε σ' αὐτοὺς ποὺ διακονοῦσαν "ὅ,τι ἂν λέγῃ ὑμῖν, ποιήσατε"9. Κάντε ὅ,τι σᾶς πεῖ. Δὲν διεμαρτυρήθη, δὲν θύμωσε­. "ποιήσατε ὅ,τι ἂν λέγῃ ὑμῖν".
Σὲ μιὰ ἄλλη περίπτωση ἐπίσης, ἐνῶ ὁ Χριστὸς ἐδίδασκε, κάποια γυναῖκα ἀπὸ τὸν ὄχλο "ἐπάρασα τὴν φωνήν", εἶπε: "Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὕς ἐθήλασας". Ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, -ποιὸς δὲν θὰ ἤθελε νὰ ἀκούσει αὐτὰ τὰ λόγια σωτηρίας ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου μας- ἐνθουσιάστηκε ἡ γυναῖκα αὐτὴ καὶ εἶπε: Μακαρία ἡ μάνα σου, εὐτυχισμένη ἡ μάνα σου ἡ ὁποία σὲ γέννησε καὶ οἱ μαστοὶ τοὺς ὁποίους ἐθήλασες.
δῶ ὁ Χριστὸς ἐπαινεῖ τὴν μητέρα του, ἀλλὰ συγχρόνως δίδει καὶ σὲ μᾶς τὸ κίνητρο τῆς μιμήσεως τῆς Παναγίας μας. Εἶναι συγκλονιστικὴ αὐτὴ ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας, ἂν τὴν προσέξει κανείς. Ἀπαντάει σ' αὐτὴν τὴν ἐκφώνηση τῆς γυναίκας καὶ λέγει: "Μενοῦνγε, μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν"10. Τὸ "μενοῦνγε" εἶναι βεβαιωτικό. σωστὰ εἶπες γυναῖκα. εἶναι μακαρία ἡ μητέρα μου, δίκαιο ἔχεις, γιατὶ σ' ὅλη της τὴν ζωὴ ἔκανε ὑπακοή, ἐτήρησε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ μποροῦν νὰ γίνουν ὅλοι μακάριοι, πάντες οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τηροῦντες αὐτόν.
Στὸ τέλος νὰ θυμόμαστε πόσο διακριτικὰ ἡ Παναγία στάθηκε στὸ πάθος τοῦ Κυρίου καὶ στὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων. Οἱ Ἀπόστολοι ἐκήρυτταν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ. Ἡ Παναγία ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, δὲν ἀναμειγνύεται στὸ ἔργο, ποὺ δὲν εἶναι δική της διακονία, ὅπως σήμερα ἐπιχειροῦν πολλὲς γυναῖκες νὰ ἀνατρέψουν τὸ σύμπαν, δὲν ἀνέχονται νὰ εἶναι στὸ περιθώριο τῶν ἀνδρικῶν δραστηριοτήτων ξεσηκωμένες ἀπὸ τὰ φεμινιστικὰ κινήματα προσπαθοῦν ἀκόμα καὶ μέσα στὸ Ἱερὸ νὰ εἰσέλθουν, καὶ ἱέρειες νὰ γίνουν, καὶ τὴν Ἱερωσύνη νὰ κατακτήσουν. Ἡ Παναγία ταπεινὰ καὶ διακριτικὰ μένει στὸ περιθώριο καὶ ἐπιδεικνύει σ' ὅλη της τὴ ζωὴ αὐτὴ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἁγιότητα, τὴν καλωσύνη καὶ ἐπιείκεια.
6. Ζωγραφισμένες ὅλες οἱ ἀρετὲς
Γι' αυτὸ καὶ λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ τελειώνω μ' αὐτό: Στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας ὁ Θεός ζωγράφισε μιὰ εἰκόνα, ἔκανε ἕνα πίνακα, ἐπάνω στὸν ὁποῖο ζωγράφισε ὅ,τι ὡραιότερο ὑπῆρχε, ὅποια ἀρετὴ ὑπάρχει, ὅποια καλωσύνη ὑπάρχει, ὅποιο κάλλος πνευματικὸ καὶ ὑλικὸ ὑπάρχει, γιατὶ καὶ σωματικὰ ἡ Παναγία ἦταν σεμνὴ καὶ ὄμορφη. Ὅλα τὰ κάλλη, πνευματικὰ καὶ σωματικὰ ζωγράφισε ὁ Θεὸς στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας. Ἡ Παναγία διέσωσε τὸ "κατ' εἰκόνα" τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἡ πραγματικὴ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέγει, ὅτι ἂν συνέβαινε ποτέ, μιὰ ὑπόθεση κάνει, ἂν συνέβαινε ποτὲ τὰ ἐννέα τάγματα τῶν Ἀγγέλων νὰ ἐπαναστατήσουν καὶ νὰ γκρεμισθοῦν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ γίνουν δαίμονες, ἂν συνέβαινε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ γίνουν κακοί, καὶ ἂν συνέβαινε νὰ ἐπαναστατήσει ὁλόκληρη ἡ κτίσις, ὁ οὐρανός, ἡ γῆ, τ' ἀστέρια. Ὅλα αὐτά, λέγει, ἂν συνέβαιναν, ἀρκοῦσε ἡ ἁγιότητα τῆς Παναγίας μας γιὰ νὰ εἶναι εὐχαριστημένος ὁ Θεός. Ὅλα ἂς ἔλλειπαν, φτάνει ἡ ἁγιότης τῆς Παναγίας11.
Αὐτὴν λοιπὸν τὴν ἁγιότητα τῆς Παναγίας μας, μποροῦμε καὶ ἐμεῖς ἀγαπητοί μου νὰ τὴν μιμηθοῦμε, ἀρκεῖ ὄχι μόνο νὰ ἀκοῦμε ἀλλὰ καὶ νὰ πράττουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. "Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν".
* Ἀπομαγνητοφωνημένο κείμενο ὁμιλιῶν κατὰ τὴν ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν (Α' καὶ Β' Παρασκευὴ 26-2-1999 καὶ 5-3-1999) στὸν Ἱ. Ν. Ἁγίου Ἀντωνίου Θεσσαλονίκης. Ἀπομαγνητοφώνησε ὁ Πρόδρομος Βασματζίδης.
1. Ὑπῆρχαν καὶ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἀντίδικοι τῆς Μαρίας, ὀπαδοὶ τοῦ Ἀντιδικομαριανισμοῦ, τοὺς ὁποίους συνεχίζουν σήμερα οἱ Προτεστάντες. Περὶ αὐτῶν βλ. τὴν καλύτερη ὀρθόδοξη μελέτη ποὺ ἔχει γραφῆ γιὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τοῦ καθηγητοῦ Ἰ. Καλογήρου, Μαρία ἡ ἀειπάρθενος Θεοτόκος κατὰ τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν, Θεσσαλονίκη 1957, σελ. 125ε.
2. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Μαρία ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 31: «Πρόσεχε ἀπὸ τοὺς κατακλύζοντας τὴν Ἑλλάδα προτεστατίζοντας καὶ φθάσαντας ἀκόμη πλησιστίους μέχρι τῶν στηλῶν τῶν θρησκευτικῶν ὀργάνων. Προσπαθοῦν καὶ τοὺς φθάνει ἐν πρῶτοις αὐτοὺς νὰ θεωροῦν τὴν Παναγίαν (τὴν λέγουν Μαρίαν), μίαν ἐκ τῶν συνήθων ἁγίων καὶ δὲν δέχονται, ὡσὰν τὸν διάβολον, ἰδιαιτέραν δι' Αὐτὴν τιμήν... Φοβερὸν νὰ ἔχῃ διαποτισθῆ μόνον ἡ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία μὲ τόσον πνεῦμα Ὀρθολογικόν, Γερμανικόν, προτεσταντικὸν ἀκόμη, ὥστε νὰ μοῦ λέγουν ὅτι οἱ ὕμνοι μας πρὸς τὴν Θεομήτορα εἶναι ποίησις. Αὐτὰ ἐδιδάχθησαν ἀπὸ τὸ Μόναχον. ἡ Μαρία εἶναι (ἦτο) μιὰ καλὴ μητέρα (οἱ σκύλοι!!!)».
3. Ἤδη ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς ἀποκρούει αὐτὴν τὴν ὑπερβολικὴ διδασκαλία, διότι ὑπενθυμίζει τὴν πολυθεΐα τῆς εἰδωλολατρίας. Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν 2,15, PG 96, 744: «Οὔτω Θεοῦ μητέρα τὴν Παρθένον ταύτην γινώσκοντες τὴν ταύτης πανηγυρίζομεν κοίμησιν, οὐ Θεὸν ταύτην φημίζοντες· ἄπαγε, τῆς ἑλληνικῆς τεθρείας τὰ τοιαῦτα μυθεύματα». Πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας εἰκόνας 3, 41, PG 94,1357: «Προσκυνήσωμεν καὶ λατρεύσωμεν μόνῳ τῷ κτίστῃ καὶ Δημιουργῷ ὡς φύσει προσκυνητῷ Θεῷ. Προσκυνήσωμεν καὶ τῇ ἁγία Θεοτόκῳ, οὐχ ὡς Θεῷ, ἀλλ' ὡς μητρὶ Θεοῦ κατὰ σάρκα».
4. Βλ. τὸ πρὸ τοῦ συναξαρίου τῆς Γεννήσεως τῆς Παναγίας δίστιχο (8 Σεπτεμβρίου):
Πάσας ἀληθῶς, Ἄννα, νικᾷς μητέρας
Μήτηρ ἕως ἂν σὴ γένηται θυγάτηρ
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Ἄννα μὲ τὴ γέννηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου νικᾶ ὅλες τὶς γυναῖκες. Ἡ νίκη ὅμως αὐτὴ διαρκεῖ μέχρι τῆς στιγμῆς ποὺ ἡ κόρη της, ἡ Παναγία, ἔγινε μητέρα. Νικήθηκε ἀπὸ τὴν κόρη της, ποὺ ἐγέννησε ὄχι ἄνθρωπο, ἀλλὰ Θεό· εἶναι ὄχι ἀνθρωποτόκος, ἀλλὰ Θεοτόκος.
5. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ὀρθοδόξου πίστεως, PG 94, 1160Α: "Εἶτα ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ φυτευθεῖσα τὲ καὶ πιανθεῖσα τῷ Πνεύματι ὠσεὶ ἐλαία κατάκαρ­πος, πάσης ἀρετῆς καταγώγιον γέγονε, πάσης βιοτικῆς καὶ σαρκικῆς ἐπιθυμίας τὸν νοῦν ἀποστήσασα σὺν τῷ σώματι ὡς ἔπρεπε, τὴν Θεὸν ἐγκόλπιον ὑποδέχεσθαι μέλλουσαν.ἅγιος γὰρ ὢν ἐν ἁγίοις ἀναπαύεται. οὔτω τοίνυν ἁγιωσύνην μετέρχεται καὶ ναὸς ἅγιος καὶ θαυμάσιος τοῦ ὑψίστου Θεοῦ ἀναδείκνυται ἄξιος".
6. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 53, Εἰς τὰ Εἰσόδια, ΕΠΕ 11, 260ε.
7. Λουκᾶ 1,26-38.
8. Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατηχήσεις 17, 7, PG 33, 976: "Τοῦτο τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐστι, τὸ ἐλθὸν ἐπὶ τὴν ἁγίαν Παρθένον Μαρίαν. Ἐπειδὴ γὰρ Χριστὸς ἦν ὁ Μονογενὴς ὁ γεννώμενος, δύναμις Ὑψίστου ἐπεσκίαζεν αὐτή, καὶ Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελθὸν ἐπ' αὐτὴν ἡγίαζεν αὐτὴν πρὸς τὸ δυνηθῆναι δέξασθαι τὸν δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο". Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη Δογματικὰ 9, 68, PG 37, 462Α καὶ 10, 5, PG 37, 469Α: "Τὴν Πνεῦμα ἥγνισε πρόσθεν ἀνυμφέα μητέρα κεδνὴν" καὶ "Τὸ Πνεῦμα ἐπῆλθε Παρθένω καθάρσιον". Βλ. Ἰ. Καλογήρου, αὐτόθι, σελ. 78-79.
9. Ἰω. 2,1-5.
10. Λουκᾶ 11,28.
11. Βλ. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, αὐτόθι, σελ. 21.

Το πορτραίτο της Παναγίας δια χειρός του αποστόλου Παύλου.


undefined

Δίπλα στο πρόσωπο τού Υιού καί Λόγου του Θεού, που  ευδόκησε να  δανεισθεί την  σάρκα της και  να μπει στην ιστορία ως ο  Μονογενής Υιός της Παρθένου, η Παναγία Μητέρα του Κυρίου κατέχει μία θέση μοναδική.

Aνάμεσα στην υπερτίμηση των παπικών, που σχεδόν θεοποίησαν τη σεμνή κόρη της Ναζαρέτ, και στην υποτίμηση των προτεσταντών, που τη  θεωρού ν ως μία ἁπλή γυναίκα, σύζυγο του  ᾿Ιωσήφ, στέκει η  ορθόδοξη πίστη μας.
Εδώ  η Θεοτόκος απολαμβάνει την πρέπουσα τιμή. Το  πρόσωπό της αναδεικνύεται κριτήριο ορθοδοξίας, καθοριστικό για  τη  διατύπωση των δογματικών όρων.
Ζωντανή κι αγαπημένη η  μορφή της στις καρδιές των πιστών εκπληρώνει ανά  τους αιώνες την προφητική διαβεβαίωση της ίδιας· «ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσι με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λκ 1, 48).
Πλήθος οι γιορτές προς τιμήν της αγκαλιάζουν όλα τα  γεγονότα της ζωής της, απο τη  σύλληψη ως την κοίμησή της.
Αναρίθμητα τα πρόσωπα που  φέρουν το όνομά της, πάμπολλοι οι ναοί και  τα εξωκλήσια τα αφιερωμένα στη χάρη της μαρτυρούν τη  βαθειά ευλάβεια του λαού στό πρόσωπό της. Πράγματι, ποιος απο  μας, μικρό παιδί ακόμη, δεν ψέλλισε προσευχές στη μεγάλη Μάνα; Ποιος δεν την έχει ἐπικαλεσθεί καί δεν έχει προστρέξει στη δική της πρεσβεία σε κάθε δυσκολία;
Οπως όλα τα θέματα της ορθοδόξου παραδόσεώς μας, έτσι και  η θέση της Παρθένου στην πίστη μας έχει σαφώς αγιογραφική στήριξη και αφετηρία. Λιτά αλλά πολύ εύγλωττα προβάλλει η Κ. Διαθήκη την υπέρλογη και μοναδική συμβολή της στη σωτηρία του ἀνθρώπου.
Σ΄όλους τους σταθμούς της θείας οικονομίας, από τον Ευαγγελισμό μέχρι την Ανάληψη, όπως ιστορούν τα  Ευαγγέλια, η Παρθένος κατέχει θέση πρωταρχική.
Αλλά εκτός από τις ιστορικές διηγήσεις, τα  Ευαγγέλια περιέχουν επίσης εξαίσιους και θεόπνευστους εγκωμιαστικούς ύμνους· το χαιρετισμό του αγγέλου, τον «ἀσπασμό» της  Ελισάβετ, την προφητεία της ίδιας της Θεομήτορος αλλά και το  μακαρισμό της γυναίκας από το ανώνυμο πλῆθος.
Αυτά αποτελούν  την απαρχή και  το έναυσμα για τα εγκώμια που θα της απευθύνουν οι  πιστοί όλων των αιώνων.
Ιδιαίτερα στις ᾿Επιστολές του ἀποστόλου Παύλου παρουσιάζεται η  ιερή της προσωπικότητα μέσα ἀπό σύντομες αλλά τόσο σαφείς  αναφορές, ώστε και μόνο αυτές αρκούν για να σκιαγραφήσουμε το πορτραίτο της Παναγίας μας. Στόν περιορισμένο χώρο αυτού του άρθρου μόνο ἐπιλεκτικά και ἐπιγραμματικά θα μνημονευθούν.
Στην προς Ρωμαίους Επιστολή, καθώς αναφέρεται ο Απόστολος στην ανθρώπινη φύση του Ιησου σημειώνει· «γενόμενος ἐκ σπέρματος Δαυΐδ κατά σάρκα» (1,3). Παρόμοια στο κύκνειο άσμα του, στή Β´ προς Τιμόθεον ᾿Επιστολή, παραδίδοντας ο απόστολος στον ἀγαπημένο του μαθητή το «εὐαγγέλιον», το  όλο μυστήριο του ἀποκαλυφθέντος Θεού 
από την ενανθρώπηση μέχρι το θάνατο και την ανάσταση, μνημονεύει «᾿Ιησοῦν Χριστόν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ» (2,8).
Ως άνθρωπος ο Χριστός προήλθε από το  γενεαλογικό δένδρο του Δαυΐδ. Δεν είχε καμία σχέση αίματος με τον μνήστορα ᾿Ιωσήφ, διότι γεννήθηκε ασπόρως από τη Μαρία, απόγονο του βασιλικού γένους του Δαυΐδ. Δια μέσου αυτής ἐκπληρώνονται στο πρόσωπό του όλες οἱ μεσσιακές προφητείες που τον περιμένουν ως «σπέρμα», απόγονο, του Δαυΐδ.
Η  παρουσία της Παρθένου Μαρίας στο προσκήνιο της ιστορίας συμπίπτει με « το πλήρωμα του  χρόνου», όπως μας πληροφορεί ο θεόπνευστος Παύλος στην προς Γαλάτας ᾿Επιστολή (4,4).
Ο  λαός του Θεού, που σαν φυτώριο καλλιεργούνταν με το νόμο και  το θέλημά του, είχε φθάσει στην ακμή της αποδόσεώς του· είχε να δώσει στον Θεό τον πιο εκλεκτό βλαστό του, την Παρθένο Μαρία.
Την ώρα που  εκείνη συγκατανεύει στο θέλημα του Κυρίου και  υπάκουα παραδίδει τον εαυτό της στο «ρῆμα» του αγγέλου (Λκ 1,38), φθάνει το πλήρωμα του χρόνου· ο Υιός του Θεου σκηνώνει στα σπλάχνα της.
Γεννιέται εκ γυναικός ο Χριστός,όπως κάθε κοινός άνθρωπος, αλλά με μία στοιχειώδη διαφορά· γεννιέται «ἄνευ σπορᾶς πατρός», όπως είχε προφητευθεῖ στην Παλαιά Διαθήκη.
Στην κλίμακα των ταπεινώσεων του Θεανθρώπου, που  τόσο ανάγλυφα παρουσιάζεται στην προς Φιλιππησίους Επιστολή, ο Απόστολος επισημαίνει δύο οριακά σημεία· την ενανθρώπηση ως αρχή  και το σταυρό ως την εσχάτη των ταπεινώσεων.
Το  πρώτο σκαλοπάτι της «κενώσεως» του θείου Λόγου είναι η σύλληψή του στη  μήτρα της Παρθένου Μαρίας (Φι 2,7-8). Η   Παναγία, λοιπόν,  και ο  Σταυρός αποτελούν τα ορόσημα που οριοθετούν την ιστορική πορεία του Ιησού στο  σχέδιο της  θείας οικονομίας.
Το  γνώρισμα της ανθρώπινης φύσεως είναι η μετοχή στη φθαρτή ύλη, η σάρκα και το αίμα, φορείς του  προπατορικού αμαρτήματος.
Ο  άυλος Θεός προσέλαβε από τη Μητέρα του σάρκα και αίμα, σημειώνει η  προς Εβραίους  Επιστολή, αλλά «παραπλησίως» (2,14), όχι ακριβώς όπως τα έχουν όλοι οι άνθρωποι.
Εκείνοι έχουν μέσα στη φύση τους την προπατορική αμαρτία, που την κληρονομούν με τη  φυσική γέννηση. Ο  Ιησούς Χριστός ήταν αναμάρτητος, διότι η  γέννησή του προήλθε με τρόπο μοναδικό, ασπόρως.
Στο 9ο κεφάλαιο της ίδιας επιστολής γίνεται λόγος για  την παλιά σκηνή και τα αντικείμενά της τα οποία είναι τύπος, προφητεία, των μελλόντων.
Στην κιβωτό της σωτηρίας, λοιπόν, υπήρχε και η  ράβδος που βλαστάνοντας κατοχύρωσε την αυθεντία του Ααρών. Αυτή η  ράβδος προτύπωνε τη Θεοτόκο, από την παρθενική μήτρα της οποίας προήλθε ο θεϊκός βλαστός.
Αλλά και ολόκληρη η σκηνή προεικόνιζε την αχειροποίητη σκηνή, το σώμα το  οποίο έλαβε ο  Ιησούς από την Παναγία μας· «Χριστός δέ παραγενόμενος ἀρχιερεύς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διά τῆς μείζονος καί τελειοτέρας σκηνῆς» (῾Εβ 9,11).
Γίνεται μνεία της ενανθρωπήσεως για να  τονισθεί η ανωτερότητα του Αρχιερέα Ι ησού ο οποίος «παραγενόμενος», όταν ήρθε στον κόσμο, γεννήθηκε αρχιερέας και δέν χρειάσθηκε να χρισθεί, όπως χρίονταν οι  άλλοι «χριστοί Κυρίου». Αυτή η  ενανθρώπηση τελέσθηκε διά της αειπαρθένου Μαρίας, η  οποία ως αχειροποίητος ναός δέχθηκε την εγκατοίκηση του  Αγίου Πνεύματος στα σπλάχνα της.
Στό πρόσωπο της Θεοτόκου ο απόστολος Παύλος βλέπει την εκπλήρωση των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης, το  πλήρωμα του  χρόνου για την  εφαρμογή του  σχεδίου της σωτηρίας, το πρώτο ορόσημο στην επίγεια πορεία του Ιησού, τον αχειροποίητο ναό, όπου βρήκε άγιο κατοικητήριο η θεότητα και  έλαβε σάρκα και οστά.
Είναι τα  στοιχεία δια των οποίων την κατέστησε ο  Θεός θεωμένη προσωπικότητα, τον πρώτο «ἀνθρωπόθεο», και την πρόσφερε στις γενιές των πιστών ως το «λαμπρόν τῆς χάριτος γνώρισμα».
Αυτό τό τελειότατο δημιούργημα της χάρης του Θεού, προβάλλει η Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ως πρότυπο και χειραγωγό του  ανθρώπου προς τη θέωση. Ο   κάθε πιστός, γράφει στους Κορινθίους ο Παύλος, μιμούμενος την Παναγία, φιλοξενεί μέσα του τον Τριαδικό Θεό. Σαν ἐκείνη, γίνεται κι αυτός ναός του  Θεού άγιος, «Θεοῦ κατοικητήριον»· «ὁ γάρ ναός τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἔστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς» (Α´ Κο 3,17).
Στέργιος Ν. Σάκκος ομοτιμ. καθηγ. Πανεπιστημίου  

Πηγή:http://aktines.blogspot.com/

Mητροπ. Συμεών Π. Κούτσας, Ο Πνευματικός Πατήρ. Η πνευματική πατρότης υπό το φως της ορθοδόξου παραδόσεως

undefined
Συμεών Π. Κούτσας   – Ο Πνευματικός Πατήρ
Η πνευματική πατρότης υπό το φως της ορθοδόξου παραδόσεως
΄Εκδ. Ι. Μητροπόλεως Καλαβρύτων & Αιγιαλείας, Αίγιον 1995
Α
Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ
1. Η σημασία τού θεσμού
Κάθε άνθρωπος έxει τον κατά σάρκα πατέρα του. εκείνον στον οποίο οφείλει την έλευσή του στη ζωή. Ο χριστιανός όμως εκτός από το φυσικό πατέρα του έχει και πνευματικό πατέρα. Αυτόν που τον αναγέννησε πνευματικά, που τον εισήγαγε στην εν Χριστώ ζωή και που τον κατευθύνει στο δρόμο της σωτηρίας. Η φυσική γέννηση μας φέρνει στη ζωή. Μας εντάσσει στην ανθρώπινη κοινότητα. Και η εν Χριστώ αναγέννησή μας – μια αλλιώτικη γέννα – μας εισάγει στην κοινωνία της Εκκλησίας και μας χαρίζει τη δυνατότητα νά ζήσουμε τη ζωή του Χριστού.
Στήν πρώτη Εκκλησία, όπου οι πιστοί -στην πλειονότητά τους σχεδόν- λάμβαναν το βάπτισμα σέ ώριμη ηλικία, πνευματικός πατέρας γιά κάποιον χριστιανό ήταν ο εκκλησιαστικός ποιμήν εκείνος που τον κατηχούσε, του παρείχε το βάπτισμα και στη συνέχεια τον χειραγωγούσε στ ηv εν Χριστώ ζωή. Σήμερα, πού όλοι σχεδόν λαμβάνουμε το βάπτισμα σε νηπιακή ηλικία, πνευματικός πατέρας ενός xριστιανού συxνά δεν είναι ο ιερεύς που τον βάπτισε, αλλά εκείνος που σε κάποια στιγμή της ζωής του τον οδήγησε στην ενσυνείδητη πίστη και τον κατευθύνει στη συνεπή χριστιανική ζωή.
Το παράδειγμα του αποστόλου Παύλου μας επιτρέπει να δούμε το μυστήριο της πνευματικής πατρότητας σε όλη του την πνευματική ομορφιά. Ο Παύλος είναι ο πνευματικός πατέρας τών χριστιανών τής Κορίνθου, όπως καί πολλών άλλων πόλεων.
Απευθυνόμενος προς τους χριστιανούς της Κορίνθου, γράφει: «Ουκ εντρέπων υμάς γράφω ταύτα, αλλ’ ως τέκνα μου αγαπητά νουθετώ. Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έxητε εν Xριστώ, αλλ’ ου πολλούς πατέρας. εν γαρ Xριστώ Ιησού διά του ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α’ Κορ. 4, 14).
Ο Παύλος, λοιπόν, για τους χριστιανούς της Κορίνθου δεν ήταν απλώς ο παιδαγωγός και ο δάσκαλος εν Xριστώ, αλλά ο πατέρας. Αυτός που τους είxε αναγεννήσει πνευματικά. Αυτός που τους είxε εισαγάγει στην oικογένεια των λυτρωμένων. Η αποστολική του καρδιά φλεγόταν από την αγάπη για τα πνευματικά του παιδιά. Και αυτή η εν Xριστώ πατρική αγάπη αποτελούσε τήν κινητήρια δύναμη των αποστολικών φροντίδων του. ΄Ηθελε να τους μεταδώσει όxι μόνο το Ευαγγέλιο αλλά και την ψυxή του (Α’ Θεσσ. 2, 8). Αγωνιζόταν με πόνο να μορφώσει μέσα τους το Xριστό (Γαλ. 4, 19). Δεν σταματούσε να νουθετεί «ένα έκαστον» και «μετά δακρύων», επιδιώκοντας την πνευματική τους οικοδομή και τη σταθεροποίησή τους στην εν Xριστώ ζωή (Πράξ. 20, 31. Εφ. 4,12-16).
Η παύλεια αυτή αντίληψη για το περιεxόμενο και τη σημασία της πνευματικής πατρότητας διαπερνά ολόκληρη την ορθόδοξη πνευματική παράδοση. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ένας από τους πλέον γνησίους φορείς της, στον οποίο θα αναφερθούμε συxνά, γράφει σε ένα πνευματικό του τέκνο:
Συνελάβομεν σε διά διδασκαλίας, ωδινήσαμεν διά μετανοίας, απετέκομεν δέ σε δι’ υπομονής πολλής και οδυνών και πόνων σφοδρών και καθημερινών δακρύων» (Επιστ. 3, 1-3). Καθώς παρατηρούμε, η πνευματική γέννηση παραλληλίζεται προς τη φυσική γέννηση και όπως η δεύτερη έτσι και η πρώτη περιλαμβάνει τρία στάδια: τη σύλληψη, την κυοφορία και τον τοκετό.
Στήν καλύτερη κατανόηση του ρόλου του πνευματικού πατέρα μας βοηθούν και δύο άλλες εικόνες που συναντούμε συxνά στα κείμενα των αγίων Πατέρων μας. H πρώτη είναι αυτή της αναβάσεως σ’ ένα δύσβατο ψηλό βουνό. Αυτός που για πρώτη φορά επιxειρεί να αναρριxηθεί, xρειάζεται να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο μονοπάτι. πρέπει να έχει μαζί του ως συνοδίτη καί οδηγό κάποιον που να έχει ξανανεβεί και να γνωρίζει το δρόμο. Αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος του πνευματικού πατέρα. συνοδίτης και οδηγός στην πνευματική μας πορεία, στην εν Χριστώ ζωή μας. Η δεύτερη εικόνα είναι από τον χώρο της φυσικής ασκήσεως του σώματος, από τον χώρο του αθλητισμού. ΄Ολοι όσοι αθλούνται σε οποιοδήποτε άθλημα έχουν ανάγκη από έναν έμπειρο οδηγό, τον προπονητή, που τους εισάγει στα μυστικά του αθλήματος και τους κατευθύνει με πολλή φροντίδα κατά τη διάρκεια των προπονήσεων. Ανάλογη είναι και η αποστολή του πνευματικού πατέρα: Γνώστης ο ίδιος εκ πείρας της εν Χριστώ ζωής αναλαμβάνει να μυήσει σ’ αυτήν τα πνευματικά του παιδιά.
2. Πώς διαμορφώθηκε μέσα στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας
Καθώς ο χρόνος κυλούσε και οι θεσμοί της Εκκλησίας αναπτύσσονταν, έτσι ρίζωσε και αναπτύχθηκε και ο θεσμός της πνευματικής πατρότητας. Ο χώρος στον οποίο καλλιεργήθηκε περισσότερο υπήρξε βεβαίως η έρημος. Ο χώρος του μοναχισμού. Και όπως και άλλα στοιχεία, έτσι και ο θεσμός αυτός στη συνέχεια επεκτάθηκε και διαπότισε την πνευματική ζωή ολόκληρης της Εκκλησίας.
Σε όλους μας είναι γνωστοί οι όροι που συναντούμε στην ασκητική γραμματεία: «αββάς» και «γέρων» στην ελληνόφωνη παράδοση, «στάρετς» στη γλώσσα των ομοδόξων Ρώσων αδελφών μας.
«Τί είναι αυτό που παρακινεί κάποιον να ενεργεί ως γέροντας; Πώς και απο ποιόν τοποθετείται;». Το ερώτημα αυτό θέτει ένας από τους αξιολογωτέρους θεολόγους της ορθοδόξου Διασποράς, ο επίσκοπος Κάλλιστος Ware, προκειμένου να τονίσει στην απάντηση που δίνει τον χαρισματικό χαρακτήρα της πνευματικής πατρότητας (Η εντός ημών Βασιλεία, «Ακρίτας», Αθήναι 1994, σ. 117). Απο την απάντησή του σας μεταφέρω τις (βασικότερες θέσεις του:
«Ο πνευματικός πατέρας. ή γέροντας είναι ουσιαστικά μια «χαρισματική» και προφητική μορφή, που έχει αναλάβει αυτό το λειτούργημα με την άμεση ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Δεν τον χειροθετεί χέρι ανθρώπου, αλλά το χέρι του Θεοϋ. Είναι έκφραση της Εκκλησίας ως «γεγονότος», και όχι της Εκκλησίας ως καθιδρύματος.
Ωστόσο δεν υφίσταται καμία διαχωριστική γραμμή μεταξύ του προφητικού και του καθιδρυματικού στοιχείου στη ζωή της Εκκλησίας. το καθένα αναπτύσσεται μέσα από το άλλο και συμπλέκεται μαζί του. ΄Ετσι το λειτούργημα των γερόντων, χαρισματικό καθαυτό, σχετίζεται με μια σαφώς καθορισμένη λειτουργία μέσα στο ιδρυματικό πλαίσιο της Εκκλησίας, με αυτή του ιερέα-εξομολόγου…
Αν και το μυστήριο της εξομολόγησης είναι σίγουρα μια κατάλληλη ευκαιρία για πνευματική καθοδήγηση, όμως το λειτούργημα του γέροντα δεν ταυτίζεται με αυτό του εξομολόγου. Ο γέροντας συμβουλεύει όχι μόνο κατά την εξομολόγηση, αλλά σε πολλές άλλες περιπτώσεις. είναι αλήθεια πως ενώ ο εξομολόγος πρέπει πάντοτε να είναι ιερέας, γέροντας μπορεί να είναι ένας απλός μοναχός…
Αν όμως ο γέροντας δεν χειροτονείται, ούτε τοποθετείται με την ενέργεια της επίσημης ιεραρχίας, πώς φθάνει στο σημείο να αναλαμβάνει ένα τέτοιο λειτούργημα;… Μέσα στη συνεχή ζωή της χριστιανικής κοινότητας, γίνεται σαφές στον πιστό λαό του Θεού-στον αληθινό φύλακα της Ιεράς Παραδόσεως- πως αυτό ή εκείνο το πρόσωπο έχει τη δωρεά της πνευματικής πατρότητας ή μητρότητας. Κατόπιν μ’έναν ελεύθερο και ανεπίσημο τρόπο οι άνθρωποι αρχίζουν να τον ή την πλησιάζουν για συμβουλές ή καθοδήγηση» (ο.π.,σσ.117-119).
3. Η αποστολή του πνευματικού Πατέρα
Ποιο ακριβώς είναι το έργο του πνευματικού πατέρα; «Η επιμέλεια ψυχών αίματι Χριστού εξηγορασμένων» μας λέει ο Μ. Βασίλειος (΄Οροι κατ’ επιτομήν ΡΠΔ’, ΒΕΠΕΣ 53, 305). Ο πνευματικός πατέρας είναι οδηγός στην εν Χριστώ ζωή. Ο ιατρός της ψυχής, που «εν πολλή ευσπλαγχνία κατ’ επιστήμην της του Κυρίου διδασκαλίας» (Μ. Βασιλείου, ‘Ηθικά Π’, ΒΕΠΕΣ 53, 129) θεραπεύει τα πάθη και βοηθά το πνευματικό του παιδί να αποκτήσει την εν Χριστώ υγεία: ζωντανή πίστη και σταθερή πνευματική ζωή. ΄Αν όρος και σκοπός του Χριστιανισμοϋ -διδάσκει ο Μ. Βασίλειος- είναι η μίμηση του Χριστοϋ, «οι την οδηγίαν των πολλών πεπιστευμένοι τους έτι ασθενεστέρους διά της εαυτών μεσιτείας προβιβάζει οφείλουσι τη του Χριστού εξομοιώσει» (΄Οροι κατά πλάτος ΜΓ’, ΒΕΠΕΣ 53, 204). Στο δρόμο που οδηγεί στην κοινωνία με το Χριστό και τη θέωση, οι πνευματικοί πατέρες μας είναι οι έμπειροι χειραγωγοί και οι ακούραστοι συμπαραστάτες. Για να υπηρετήσει όμως ένας ποιμένας το τόσο υψηλό και υπεύθυνο έργο οφείλει να είναι πράγματι πνευματικός. όργανο «τω Πνεύματι αρμοζόμενον και κρουόμενον», όπως γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Μόνο αυτός που γνωρίζει κάτι εκ πείρας μπορεί και να το μεταδώσει. Και ο πνευματικός πατέρας για να χειραγωγήσει άλλους στη χριστιανική ζωή, θα πρέπει να την ζεί πρώτα o ίδιος. Να αποτελεί «τύπον των πιστών» (Α’ Τιμ. 4, 12) και «ζων Ευαγγέλιον». Να παρέχει κατά τον Μ. Βασίλειο «τον εαυτού βίον εναργές υπόδειγμα πάσης εντολής του Κυρίου» (ο.π., ΒΕΠΕΣ 53, 204). Περισσότερο από το λόγο να ομιλεί το παράδειγμά του. Να εμπνέει με την ενάρετη ζωή του. Να οικοδομεί με την αγάπη και την πατρική στοργή του, αφού κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος «ποιμένα αληθινόν αποδείξει αγάπη. Δι’ αγάπην γαρ ο Ποιμήν ο Μέγας εσταύρωται» (Προς τον Ποιμένα 24, PG 88, 1177Β).
4. Δύο θεμελιώδη γνωρίσματα: η διορατικότητα και η αγάπη
Θα χρειαζόμασταν πολλές ώρες αν θα θέλαμε να περιγράψουμε το πρόσωπο του πνευματικού πατέρα, όπως αυτό αναδύεται μέσα από την μακραίωνη εκκλησιαστική μας παράδοση, και να απαριθμήσουμε τα επιμέρους χαρίσματα, τα οποία χαρακτηρίζουν τον γνήσιο γέροντα. Πολύ επιγραμματικά, λοιπόν, θα αναφερθούμε σε δύο από τα πιο βασικά χαρίσματά του.
Το πρώτο είναι η διορατικότητα και η διάκριση, «η ικανότης δηλαδή να διεισδύει διαισθητικά στα μυστικά της καρδιάς του άλλου, να καταλαβαίνει τα κρυφά βάθη που δεν γνωρίζει ο άλλος. Ο πνευματικός πατέρας προχωρεί πέρα από τις συμβατικές χειρονομίες και συνήθειες με τις οποίες κρύβουμε την αληθινή μας προσωπικότητα από τους άλλους και από τον ίδιο τον εαυτό μας. πέρα δε από όλες αυτές τις κοινοτυπίες, συλλαμβάνει το μοναδικό πρόσωπο, το δημιουργημένο κατ’ εικόνα και ομοίωση Θεού. Η δύναμη αυτή είναι πνευματική και όχι φυσική. δεν είναι ένα κάποιο είδος υπεραισθητής αντίληψης, ούτε μια αγιασμένη μαντεία, αλλά καρπός της χάριτος, που προϋποθέτει συνεχή προσευχή και αδιάλειπτον ασκητικό αγώνα» (Ware, ο.π. σσ. 126-127).
Το διορατικό χάρισμα του πνευματικού πατέρα, αποκαλύπτεται κατ’ εξοχήν ως διάκριση των λογισμών. Η διάκριση κατά τον άγιο Συμεών είναι «λυχνία» καί «οφθαλμός» πνευματικός, με τον οποίο ο πνευματικός πατέρας βλέπει τόσο μέσα στη δική του καρδιά, όσο και των πνευματικών του παιδιών. ΄Ετσι μπορεί να προβαίνει κάθε φορά σε σωστή διάγνωση και να επιβάλει την πρέπουσα θεραπεία (Κατήχ. 18, SC 104, 292). Η διάκριση που προϋποθέτει την καθαρότητα της καρδιάς είναι χάρισμα, δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Πνευματικός πατέρας, λοιπόν, «μή έχων το φως εν εαυτώ του Αγίου Πνεύματος, ουδέ τας αυτού πράξεις καλώς ιδείν, ουδέ ει προς αρέσκειαν Θεού εισι, τελείως πεπληροφόρηται. Αλλ’ ουδέ άλλους οδηγήσαι ή το θέλημα του Θεού διδάξαι δύναται, ουδέ λογισμούς αλλοτρίους εστίν αναδέξασθαι άξιος… » (Κατήχ. 33, SC 113, 250).
Το δεύτερο χάρισμα του πνευματικού πατέρα είναι η αγάπη. η ικανότητα να αγαπά τους άλλους και να αναδέχεται σαν δικά του τα βάσανα και τους πειρασμούς των άλλων. Χωρίς την αγάπη δεν μπορεί να υπάρξει πνευματική πατρότητα.Η αγάπη κατά τους πνευματικούς διδασκάλους μας δεν είναι απλώς το κυριώτερο προσόν του πνευματικού πατέρα, αλλά το θεμέλιο και η ουσία της πνευματικής πατρότητας. Η αγάπη για τους άλλους προϋποθέτει το «συμπάσχειν» με αυτούς. αυτή είναι η κυριολεκτική σημασία της λέξεως συμπάθεια. «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε, και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον του Χριστού» (Γαλ. 6, 2). Ο πνευματικός πατέρας είναι αυτός που κατ’ εξοχήν φέρει τα βάρη των άλλων, των πνευματικών του τέκνων. Αναλαμβάνει τις λύπες, τις ενοχές, τους πειρασμούς, τις αμαρτίες τους. Και αγωνιά και φροντίζει ανύστακτα για την κατά Χριστόν προκοπή τους. «Αδελφέ Ανδρέα, της ψυχής μου ηγαπημένε», γράφει σ’ ένα πνευματικό του παιδί ο αββάς Βαρσανούφιος, «… ουκ έστι ριπή οφθαλμού η ώρα, εν η ουκ έχω σε εν τω νω και εν τη προσευχή. και ει εγώ ούτω σε αγαπώ, ο Θεός ο πλάσας σε περισσότερον σε αγαπά. και δέομαι αυτού οδηγήσαί σε ; και κυβερνήσαι κατά το θέλημα αυτού» (Νικοδήμου Αγιορείτου, Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου, εκδ. Σωτ. Σχοινά, Βόλος 19602, απόκρισις ση’, σ.132).
Στο ίδιο βιβλίο των αποκρίσεων Βαρσανουφίου και Ιωάννου συναντούμε μια συγκλονιστική προσευχή που δηλοποιεί την μεγάλη αγάπη του πνευματικού πατέρα προς τα πνευματικά του παιδιά:
« Ιδού εγώ και τα παιδιά α μοι έδωκας, φύλαξον αυτά εν τω ονόματί σου. σκέπασον αυτούς τη δεξιά σου. Οδήγησον ημάς επί λιμένα θελήματός σου και γράψον τα ονόματα αυτών εν τη ση βίβλω… Δέσποτα, ή συνεισένεγκέ μοι τα τέκνα μου, εις την βασιλείαν σου, ή καμέ εξάλειψον εκ της βίβλου σου… » (ο.π., αποκρισις ρι’, σ. 82-83).
5. Η Αναγκαιότητα αναζητήσεως εμπείρου πνευματικού Πατέρα
Η σημασία που έχει ο πνευματικός πατέρας στο δρόμο της εν Χριστώ τελειώσεώς μας αποδεικνύει ταυτόχρονα και την αναγκαιότητα να έχουμε, να ανεύρουμε όλοι έμπειρο και ασφαλή πνευματικό οδηγό. Αυτό αποτελεί και καθήκον και δικαίωμά μας. Και σε μας ανήκει η ευθύνη της εκλογής. μια εκλογή που πρέπει να κάνουμε με πολλή προσοχή αφού, καθώς παρατηρεί ο άγιος Συμεών, «σπάνιοι ως αληθώς και μάλιστα άρτι οι καλώς ποιμαίνειν και ιατρεύειν ψυχάς λογικάς επιστάμενοι» (Κατηχ. 20, SC 104, 346).
Χρειάζεται, λοιπόν, προσοχή. Ούτε μόνοι να μείνουμε, διότι κινδυνεύουμε είτε να γίνουμε θηριάλωτοι υπό του ψυχοφθόρου, λύκου -του διαβόλου δηλαδή- είτε πέφτοντας να μην έχουμε κάποιον που θα μας βοηθήσει να σηκωθούμε κατά τον λόγο του Εκκλησιαστού. «Ουαί αυτώ τω ενί, όταν πέση και μη η δεύτερος εγείραι αυτόν» (Εκκλ. 4; 10). Αλλ’ ούτε πάλι αντί για ποιμένα να ακολουθήσουμε από ακρισία λύκο ή «άπειρον ιατρόν» οπότε είναι βέβαιο ότι θά υποστούμε πνευματική βλάβη ή θα παραμείνουμε αθεράπευτοι [Πρβλ. Κατηχ. 20, SC 104, 348 και Επισ.1, (Λόγος περί εξομολογήσεως) , εκδ. Κ. Ηοll (Enthusiasmus und Bussgewalt bein griechischen Moenchtum, Leipzig 1898) σ. 117].
Αν και η επιλογή, όπως είπαμε, του πνευματικού πατέρα αποτελεί δικαίωμά μας και εναπόκειται στην κρίση μας, η ανεύρεση εμπείρου πνευματικού οδηγού αποτελεί τελικά ένα μεγάλο δώρο τοϋ Θεοϋ. Γι’ αυτό και ο άγιος Συμεών συμβουλεύει:
«Αδελφέ, εκτενώς τον Θεον παρακάλεσον, όπως δείξη σοι άνθρωπον, τον καλώς ποιμάναί σε δυνάμενον, ω και οφείλεις ως αυτω τω Θεώ υπακούσαι και τα παρ’ αυτού σοι λεγόμενα αδιστάκτως επιτελέσαι, ει και εναντία σοι και επιβλαβή κατά το δοκούν σοι τα προσταττόμενα φαίνονται» (Κατήχ. 20, SC 104, 334). Ο ίδιος διδάσκαλος στον 7ο ηθικό λόγο του μας παραδίδει έναν τύπο προσευχής, με την οποία μπορούμε να παρακαλούμε τον Θεό να μας στείλει έναν έμπειρο πνευματικό πατέρα:
«Κύριε, ο μη θέλων τον θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν, ο κατελθών διά τούτο επί της γης, ίνα τους κειμένους και τεθανατωμένους υπό της αμαρτίας εξαναστήσης και σε κατιδείν αυτούς, το φως το αληθινόν, ως ιδείν ανθρώπω δυνατόν, καταξιώσης, πέμψον μοι άνθρωπον γινώσκοντά σε, ίνα, ως σοι δουλεύσας αυτώ και πάση δυνάμει μου υποταγείς και το σον εν τω εκείνου θελήματι ποιήσας θέλημα, ευαρεστήσω σοι τω μόνω Θεώ και καταξιωθώ σου καγώ της Βασιλείας ο αμαρτωλός» (‘Ηθ.7, SC 129, 186-188).
6. Η ανταπόκριση του πνευματικού τέκνου προς τον πνευματικό του Πατέρα
Η εν Χριστώ οικοδομή του πιστού από το δεσμό που συνήψε με έναν πνευματικό πατέρα δεν είναι αυτονόητη. Προϋποθέτει και τη δική του ανταπόκριση στην αγάπη που θα του δείχνει και στις φροντίδες που θα καταβάλλει γι’ αυτόν ο πνευματικός του πατέρας.
Μια πρώτη και θεμελιώδης προϋπόθεση ειναι η αγάπη. Ο δεσμός που σφυρηλατείται ανάμεσα στον πνευματικο πατέρα και το πνευματικό του παιδί είναι η αμοιβαία αγάπη. Στήν αγάπη του πνευματικού πατέρα ο πιστός ανταποκρίνεται με τη δική του αγάπη. «Ουδέν ούτω προς διδασκαλίαν επαγωγόν ως το φιλείν και φιλείσθαι» παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (ομιλ. 6, 1 είς Α’ Τιμ., PG 62, 529). Οι πνευματικοί δεσμοί είναι ισχυρότεροι από τους φυσικούς. Και η αγάπη που πηγάζει από το Χριστό είναι πιο δυνατή από αυτήν που εμπνέει η συγγένεια του αίματος. «Τί γαρ πατρός αληθινού ποθεινότερον; » αναρωτιέται ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (Προς Πλάτωνα 2, PG 99, 909Β), εκφράζοντας έτσι την προσωπική του εμπειρία για τον πνευματικό του πατέρα.
Η αγάπη προς τον πνευματικό μας πατέρα είναι γνήσια, όταν εκφράζεται ως «πίστις», δηλαδή ως εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του. Στον πνευματικό πατέρα μας αναθέτουμε τον εαυτό μας ολόκληρο. Τον αναγνωρίζουμε οδηγό μας στο δρόμο της σωτηρίας. Επομένως θα πρέπει να του έχουμε εμπιστοσύνη. Να ακολουθούμε χωρίς δισταγμούς και εσωτερική αμφισβήτηση τα όσα μας υποδεικνύει. Στο σημείο αυτό οι άγιοι Πατέρες μας επιμένουν με πολλή έμφαση. «Πιστευτέον αμερίμνως τοις εν Κυρίω την ημών αναδεξαμένοις επιμέλειαν» συμβουλεύει o άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος (Κλιμαξ 4, PG 88, 717Β). Χωρίς την ολόθυμη εμπιστοσύνη στον πνευματικό μας πατέρα δεν μπορούμε να προοδεύσουμε στη χριστιανική ζωή.
Γράφει ο άγιος Συμεών στά Κεφάλαιά του:
«Ο πίστην -εμπιστοσύνη δηλαδή-κτησάμενος εναργή προς τον κατά Θεόν πατέρα αυτού, βλέπων αυτόν, αυτόν βλέπειν λογίζεται τον Χριστόν και συνών ή ακολουθών αυτώ, Χριστώ συνείναι και ακολουθείν βεβαίως πιστεύει. Ο τοιούτος ουκ επιθυμήσει ετέρω τινί ομιλήσαί ποτε, ου προτιμήσει τι των του κόσμου πραγμάτων υπέρ την εκείνου μνήμην ομού και αγάπην» (Κεφάλ. 1, 28, SC 51, 47).
Αν χρέος του πνευματικού πατέρα είναι να αγρυπνεί για την ψυχή του πνευματικού τέκνου, κι αυτό οφείλει να υπακούει και να ακολουθεί πιστά τις οδηγίες του (‘Εβρ.13,17). Διά του πνευματικού πατέρα μας ομιλεί ο ίδιος ο Θεός. Με την υπακοή, λοιπόν, που του δείχνουμε ουσιαστικά υπακούομε στο θέλημα του Θεού. Ασφαλιζόμαστε από λάθη στα οποία είναι βέβαιο ότι θα πέσουμε, αν ακολουθούμε το δικό μας θέλημα. Αποκτούμε, τέλος, την εσωτερική ελευθερία και ελκύουμε τη χάρη του Θεοϋ.
Η εξομολόγηση συνιστά μίαν ακόμη σημαντική υποχρέωση του πιστού. Στον πνευματικό μας πατέρα εξομολογούμαστε με εμπιστοσύνη τα πάντα. ΄Οχι μόνο τα όσα πράττουμε αλλά και τους λογισμούς μας. «Μηδέν της ψυχής κίνημα απόκρυφον φυλάσσειν», προτρέπει ο Μ. Βασίλειος, «αλλά απογυμνούν τα κρυπτά της καρδίας» (΄Οροι κατά πλάτος ΚΣΤ’, ΒΕΠΕΣ 53, 184). Τίποτε κρυφό από τον πνευματικό μας. Με ταπείνωση και υιική εμπιστοσύνη αποθέτουμε στα πόδια του τα πάντα. ΄Ετσι μόνο συγχωρούνται τα αμαρτήματά μας από το Θεό. Ελευθερωνόμαστε από το βάρος της ενοχής. Ξεριζώνουμε τα πάθη μας. Και ο πνευματικός μπορεί να μας καθοδηγεί με ασφάλεια στην πνευματική μας ζωή.
Β
Η ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑΣ
ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ
Όλα όσα εκθέσαμε με πολλή συντομία μέχρι τώρα συνιστούν την πίστη και την εμπειρία της Εκκλησίας για τον θεσμό της πνευματικής πατρότητας, όπως αυτός διαμορφώθηχε καί εξελίχθηκε στο παρελθόν και μάλιστα στον χώρο κυρίως της μοναστικής πνευματικότητας.
Το ερώτημα, λοιπόν, που πολύ φυσικά ανακύπτει εδώ είναι: Λειτουργεί -μπορεί να λειτουργήσει- άραγε η πνευματική πατρότητα με τον ίδιο τρόπο καί σήμερα, στην εποχή μας; Το ερώτημα είναι καίριας σημασίας και θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο μιας άλλης, ξεχωριστής ομιλίας. Γι’αυτό απόψε επιτρέψτε μου να θέσω απλώς ορισμένα ζητήματα σχετικά με το θέμα μας, τα οποία απασχολούν σοβαρά πολλούς χριστιανούς και εντάσσονται σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε παθολογία τής πνευματικής πατρότητας.
1. 0 γεροντισμός πολλών συγχρόνων κληρικών
Δυστυχώς δεν πρόκειται για σπάνιο φαινόμενο. Πολλοί κληρικοί μας, από τους οποίους αρκετοί μάλιστα με χαρίσματα και ικανότητες, ζηλώνουν πολύ ενωρίς δόξαν γέροντος. Νεώτατοι στην ηλικία, ανώριμοι ακόμη ως προσωπικότητες, άπειροι ως ποιμένες, χωρίς ποτέ οι ίδιοι να έχουν ουσιαστικά μαθητεύσει ή να έχουν υποταγεί σε άλλον έμπειρο πνευματικό πατέρα, αυτοδιαφημίζονται -ή μεθοδεύουν εντέχνως την προβολή τους μέσω του περιβάλλοντός των -ως νέοι Βαρσανούφιοι, ως χαρισματούχοι παιδαριογέροντες. Περιάγουν, κατά τον λόγο του Κυρίου μας, «την θάλασσαν και την ξηράν ποιήσαι ένα προσήλυτον» (Ματθ. 23, 15), να αγρεύσουν δηλαδή οπαδούς. Ασκούν μια συνθλιπτική καταπίεση, στις συνειδήσεις των άνθρώπων εν ονόματι τάχα της οφειλομένης «τυφλής» υπακοής στον γέροντα. Καλλιεργούν μιαν αρρωστημένη προσκόλληση στο πρόσωπό τους.
Δυστυχώς -και ας μας επιτρέψει o Σεβασμιώτατος να το επισημάνουμε – ευθύνη για το φαινόμενο αυτό έχουν και οι επίσκοποί μας. οι επίσκοποι εκείνοι που χειροτονούν ταχύτατα καί αναθέτουν την πνευματική πατρότητα αβασάνιστα στους ανωρίμους αυτούς κληρικούς.
Είναι πολύ σοφές οι επισημάνσεις που κάνει ο προσφάτως κοιμηθείς πνευματέμφορος πράγματι γέροντας Παΐσιος σε μία από τις επιστολές του που είδαν το φως της δημοσιότητας προσφάτως, μετά την κοίμησή του. Αναφέρεται στο πρόσωπο του γέροντος που καλείται να επιλέξει ένας υποψήφιος μοναχός. Ωστόσο, βοηθάει κι εμάς τους εν τω κόσμω σε ό,τι αφορά την επιλογή πνευματικοϋ πατέρα.
«Επεδίωξε όσο μπορείς: α) Ο Γέροντάς σου να είναι πνευματικός άνθρωπος, με αρετές, και περισσότερο πρακτικός παρά δάσκαλος μόνον: Καλό είναι, αν έχει γίνει από μούτσος καπετάνιος, για να μην εφαρμόζη σε ξένες πλάτες όλη την καλογερική που έμαθε διαβάζοντας, ή να έχει εκ φύσεως μεγάλη αγάπη με διάκριση, για να πονάη τα παιδιά του και να μη θέλη να τα στείλη στον Παράδεισο αμέσως, με τον τρόπο του Διοκλητιανοϋ…
Πολύ βοηθάει ακόμη τον υποτακτικό, εάν στην ηλικία ο Γέροντάς του είναι τουλάχιστον δεχαοχτώ με είκοσι χρόνια μεγαλύτερός του, διότι αυτό φέρνει και ένα φυσιολογικό σεβασμό στον υποτακτικό.
β) Ο Γέροντας να ζη απλοποιημένη ζωή, χωρίς φροντίδες και κοσμικές μέριμνες περιττές, και να μην αποβλέπη καθόλου σε δικά του συμφέροντα, αλλά να αποβλέπη στο συμφέρον της ψυχής του υποτακτικού και γενικά στο συμφέρον της Μητέρας μας Εκκλησίας» (Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Επιστολές, Εκδ. Ι.Ησυχαστηρίου «Ευαγγ. Ιωάννης o Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1994, σ. 43).
2. 0 κίνδυνος της προσωπολατρίας
Χρέος ενός γνησίου και εμπείρου πνευματικού πατέρα είναι να προσανατολίζει τα βλέμματα και τις καρδιές των πνευματικών του παιδιών στο πρόσωπο του Κυρίου και όχι στο δικό του. ‘Η προσωπολατρία είτε επιδιώκεται απο τον ιερωμένο είτε εκδηλώνεται από το πνευματικο του παιδί – και φυσικά δεν καταπολεμείται από τον πρώτο – συνιστά αρρώστια και αποτελεί έναν σοβαρό πνευματικό κίνδυνο και για τους δύο.
Οι πνευματικοί πατέρες δεν προβάλλουμε τα πρόσωπά μας, αλλά το υπερούσιο πρόσωπο του Κυρίου μας. Δεν ορθώνουμε το ανάστημά μας μεταξύ του Χριστού και του πνευματικού μας παιδιού με συνέπεια να εμποδίζουμε το βλέμμα του να θεωρεί το πρόσωπο του Κυρίου, αλλά στεκόμαστε στην άκρη, διακριτικά και υποδεικνύουμε Εκείνον που είναι ο Λυτρωτής όλων μας.
Γράφει ο επίσκοπος Κάλλιστος Ware: «Στην πραγματικότητα η σχέση δεν είναι δίπλευρη αλλά τριγωνική, επειδή πέρα από τον γέροντα και τον μαθητή του υπάρχει κι ένα τρίτο μέλος, ο Θεός. Ο Κύριος μας λέει πως δεν πρέπει να καλούμε κάποιον «πατέρα», επειδή έχουμε μόνο έναν πατέρα, τον εν ουρανοίς (Ματθ. 23, 9). Ο γέροντας δεν είναι κάποιος αλάθητος κριτής ή ένα εφετείο, αλλά ένας συνυπηρέτης του ζώντος Θεού δεν είναι δικτάτορας, αλλά οδηγός και σύντροφος στο ταξίδι. Ο μόνος αληθής «πνευματικός οδηγός», με όλη τη σημασία της λέξης, είναι το ΄Αγιο Πνεύμα» (Η εντός ημών Βασιλεία, σ. 139).
3. Η έκταση της οφειλομένης υπακοής στον πνευματικό μας πατέρα
Σκοπός της πνευματικής πατρότητας δεν είναι η διαρκής εξάρτηση των πνευματικών τέκνων από τον πατέρα τους, αλλά η υποβοήθησή τους να φθάσουν βαθμιαία στην πνευματική τους ελευθερία. Ο γνήσιος πνευματικός πατέρας δέν καταδικάζει τα παιδιά του σε ισόβια πνευματική νηπιότητα, αλλά αγωνίζεται διαρκώς για να ανδρωθούν πνευματικά να φθάσουν, όπως διδάσκει ο απόστολος Παύλος, «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ.4,13) (Βεν. Χριστοφορίδου, Η πνευματική πατρότης κατά Συμεών τον Νέον Θεολόγον, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 31 ). Ο καταναγκασμός και η πνευματική βία δεν έχουν θέση στη σχέση πνευματικού πατέρα και πνευματικών παιδιών. Η οφειλόμενη υπακοή προς τον πνευματικο μας πατέρα δεν είναι «τυφλή» αλλά ενσυνείδητη. Ούτε και καταργεί την προσωπική μας ευθύνη, η οποία πηγάζει από την εν Χριστώ ελευθερία μας. «Καθήκον του πνευματικού πατέρα δεν είναι να καταστρέψει την ελευθερία του ανθρώπου, αλλά να τον βοηθήσει να δει ο ίδιος την αλήθεια. δεν είναι να καταπιέσει την προσωπικότητα του ανθρώπου, αλλά να του δώσει τη δυνατότητα να ανακαλύψει τον εαυτό του, να αναπτυχθεί, να ωριμάσει και να γίνει αυτό που στην πραγματικότητα είναι… Ο πνευματικός πατέρας δεν επιβάλλει τις προσωπικές του ιδέες και αρετές, αλλά βοηθά τον μαθητή να βρει τη δική του αποκλειστικά κλήση… Μ’ ένα λόγο, είναι μόνο ένας προπομπός του Θεού, και πρέπει να οδηγήσει τις ψυχές στο δρόμο του Θεού, και όχι στο δικό του» (Η εντός ημών Βασιλεία, σ. 141 ).
Γράφει ο άγιος Βαρσανούφιος:
«Οίδας ότι ουδέποτε εβάλλομεν δεσμόν επάνω τινός, ουδέ εαυτοίς». «Μη αναγκάσης τήν προαίρεσιν, αλλ’ επ’ ελπίδι σπείρον. και γάρ, ο Κύριος ημών ουκ ηνάγκασε τινά, αλλ’ ευηγγελίσατο. και ει τις ήθελεν ήκουσεν» (Απόκρισις 51 καί 35, ο.π., σσ. 56 και 49).
Ακόμη δεν θα πρέπει να συγχέουμε τα όρια της μοναχικής υπακοής με αυτήν των χριστιανών προς τους πνευματικούς πατέρες μας. Η μοναχική υπακοή ως προς το μέγεθος και τη διάρκειά της διαφέρει εκείνης των εν τω κόσμω χριστιανών. Για το λόγο αυτό ο πνευματικός πατέρας δεν νομιμοποιείται να αξιώνει, και το πνευματικό παιδί δεν οφείλει την υπακοή που δικαιούται να απαιτεί o γέροντας από έναν μοναχό, ο οποίος και υποχρεούται να υπακούει «μέχρι θανάτου» – υποχρέωση που πηγάζει από τις μοναχικές υποσχέσεις που έδωσε κατά την ώρα της μοναχικής του κουράς.
4. 0 κίνδυνος του υπέρμετρου συναισθηματισμού
Ο δεσμός που συνδέει τον πνευματικό πατέρα με τα πνευματικά του παιδιά ομοιάζει προς την σχέση που υφίσταται μέσα σε μία φυσική οικογένεια. Καθώς, λοιπόν, πατέρας και παιδιά σε μια κανονική οικογένεια πρέπει να συνδέονται με αμοιβαία αγάπη, το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και στη «χαρισματική οικογένεια» ενός πνευματικού πατέρα, ενός γέροντα. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο δεσμός αυτός είναι μία κατ εξoχήν αγιοπνευματική σχέση, που χρειάζεται να εξαγνιστεί από συναισθηματικές εξάρσεις και να διαφυλαχθεί από ο,τιδήποτε το οποίο είναι ενδεχόμενο να υποκρύπτει εμπάθεια ή έναν επικίνδυνο γλυκερό συναισθηματισμό.
Η αγάπη βεβαίως συχνά εκφράζεται και με εξωτερικά σημάδια. Και αυτό ασφαλώς ισχύει και για τους πνευματικούς δεσμούς. Παρά ταύτα χρειάζεται πολλή προσοχή και διάκριση. Οι εν Χριστώ δεσμοί θα πρέπει να διακρίνονται για τη σεμνότητα και τη δωρικότητά τους. Και για να διαφυλάξουν αυτά τα χαρακτηριστικά τους είναι αναγκαία η πνευματική αποστασιοποίηση.
5. Η καύχηση για τον πνευματικό μας πατέρα
Συχνό και το φαινόμενο τούτο. Πολλοί επαίρονται για τον γέροντά τους. Και ευκαίρως-ακαίρως αναφέρονται σ’ αυτόν όμως κατά τρόπο, ο οποίος εκφράζει τη δική τους πνευματική γυμνότητα και τον επικίνδυνο γλυκερό συναισθηματισμό τους. Το φαινόμενο δεν είναι υγιές. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος μας εφιστά την προσοχή: «Μη επαρθής διά τον σον διδάσκαλον παρά μειζόνων τιμώμενος, μηδέ διά το εκείνου όνομα πολλούς έχων υπακούοντάς σου, χαίρε δε μάλλον εάν το όνομα σου γραφή εν τω ουρανώ της ταπεινώσεως» (Κατήχ. 20, SC 104, 338).
Και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ομιλεί με μεγαλύτερη αυστηρότητα:
«Είδον αδόκιμον μαθητήν επί τοις του διδασκάλου κατορθώμασιν επί τινων ανθρώπων καυχώμενον. και μέντοι δοκών δόξαν εαυτώ εκ του αλλοτρίου σίτου περιποιήσασθαι, ατιμίαν μάλλον εαυτώ προεξένησε, πάντων προς αυτόν ειρηκότων. και πως δένδρον καλόν κλάδον άκαρπον ήνεγκεν;» (Κλίμαξ 4, PG 88, 713Α).
Προσοχή χρειάζεται και σε ένα άλλο παρεμφερές φαινόμενο. Πρόκειται για την παρρησία που μπορεί να έχει ο πνευματικός μας πατέρας ενώπιον του Θεοϋ. Οι Πατέρες μας, λοιπόν, μας συνιστούν ότι δεν θα πρέπει να επαναπαυόμαστε σ’ αυτήν. Ούτε να περιοριζόμαστε στο να ζητούμε να προσεύχονται για μας. Οφείλουμε ν’ αγωνιζόμαστε κι εμείς με ζήλο χάριν της σωτηρίας μας.
Κάποτε, αναφέρει το Γεροντικό, ένας αδελφός επισκέφθηκε τον Μέγα Αντώνιο και τον παρακάλεσε: «Εύξαι υπέρ εμού». Και ο γέροντας του απάντησε: « Ουδέ εγώ σε ελεώ, ουδέ ο Θεός, εάν μη συ αυτός σπουδάσης, και αιτήση τον Θεόν» (Γεροντικόν, ήτοι Αποφθέγματα αγίων γερόντων, έκδ. Π.Β. Πάσχου, Αθήναι 1961, σ. 2β). Δηλαδή: Ούτε εγώ, ούτε ο Θεός θα σε ελεήσει, αν συ ο ίδιος δεν προσπαθήσεις και δεν παρακαλέσεις τον Θεό.
6. Και ένα τελευταίο: ή αλλαγή, πνευματικού πατέρα
΄Οπως αναφέραμε ήδη, η επιλογή πνευματικού πατέρα εναπόκειται στην ελεύθερη κρίση και προτίμησή μας. Ωστόσο οι θεοφόροι Πατέρες μας επισημαίνουν ότι η αλλαγή πατέρων εγκυμονεί κινδύνους για την πνευματική μας προκοπή και για την ίδια τη σωτηρία μας ακόμη. Γράφει ο άγιος Συμεών: «Μη γυρνάς εδώ κι εκεί αναζητώντας ονομαστούς μοναχούς, και μην περιεργάζεσαι τη ζωή τους. Εάν με τη χάρη του Θεού γνώρισες έναν πνευματικό πατέρα, λέγε τα θέματά σου σ’ αυτόν και μόνο» (Ηθ.7, SC 129, 184).
Είναι, λοιπόν, απαράδεκτο και επικίνδυνο πνευματικά να γυρνάμε απ’ εδώ κι απ’ εκεί, αλλάζοντας κάθε τρεις και μία πνευματικό πατέρα χωρίς λόγο. «Μη ζητώμεν προγνώστας, μηδέ προβλέπτας. αλλά προ πάντων ταπεινόφρονας πάντως, και ταις εν ημίν νόσοις αρμοδίους» (Κλίμαξ 4, PG 88, 725D). Η σύσταση αυτή του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος απαντά ακριβώς στη νοοτροπία πολλών σημερινών χριστιανών και στις επιπόλαιες αναζητήσεις τους, οι οποίες τους εξωθούν σε συχνές αλλαγές πνευματικού πατέρα (Πρβλ. Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κατήχ. 20, SC 104, 334).
Επικαλούμαι και πάλι τη μαρτυρία του επισκόπου Καλλίστου: «Πολλοί άνθρωποι νομίζουν πως δεν μπορούν να βρουν κάποιον πνευματικό πατέρα, επειδή τον φαντάζονται ως ένα ιδιαίτερο τύπο ανθρώπου: θέλουν έναν άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, κι έτσι κλείνουν τα μάτια τους σ’ αυτούς που ο Θεός στην πραγματικότητα τους στέλνει. Συχνά τα υποτιθέμενα προβλήματά τους δεν είναι τόσο περίπλοκα, και γνωρίζουν ήδη μέσα στην καρδιά ποια είναι η απάντηση. Δεν τους αρέσει όμως η απάντηση, επειδή απαιτεί συνεχή και επίμονη προσπάθεια εκ μέρους τους: κι έτσι αναζητούν έναν από μηχανής Θεό, ο οποίος με έναν και μόνο θαυματουργικό του λόγο θα κάνει ξαφνικά τα πάντα εύκολα. Αυτοί οι άνθρωποι θα πρέπει να βοηθηθούν να κατανοήσουν τον αληθινό χαρακτήρα της πνευματικής πατρότητας» (Η εντός ήμών Βασιλεία, σ. 145).
Σεβασμιώτατε, αγαπητοί μου αδελφοί,
Η ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση δεν είναι κάτι που ανάγεται στο παρελθόν και μόνο. είναι ταυτόχρονα και παρόν και μέλλον. Είναι η διαιώνια πίστη και η αδιάκοπη εν χάριτι εμπειρία της Εκκλησίας.
Αυτό ισχύει και για την πνευματική πατρότητα, έναν εκκλησιαστικό θεσμό που προσπαθήσαμε να φωτίσουμε απόψε -έστω και πολύ αχνά- με το φως της ορθοδόξου παραδόσεώς μας. Και το συμπέρασμα που βγαίνει από τη σύντομη αυτή περιδιάβαση στον λειμώνα της εκκλησιαστικής παραδόσεως είναι:
Αποτελεί χρέος μας να έχουμε πνευματικό πατέρα μόνιμο και σταθερό. Ταυτόχρονα αποτελεί δικαίωμά μας να επιλέξουμε αυτόν που θα κρίνουμε σαν πιο κατάλληλο. ΄Οχι τον πιο βολικό, αλλά τον εμπειρότερο, άνθρωπο αληθινά του Θεού, κοντά στον οποίο θα αναπαυόμαστε πνευματικά και θα αισθανόμαστε ασφάλεια. Ο άγιος Συμεών παρατηρεί κάτι που ισχύει και σήμερα: Αυτοί που ξέρουν «καλώς ποιμαίνειν και ιατρεύειν ψυχάς λογικάς» είναι σπάνιοι σε κάθε εποχή (Κατήχ. 20, SC 104, 346).
Γι’ αυτό οφείλουμε να επιδείξουμε προσοχή κατά την επιλογή. Και να προσευχόμαστε θερμά να μας αξιώσει ο Θεός αυτού του μεγάλου δώρου. «Ευχαίς και δάκρυσι», γράφει ο ίδιος διδάσκαλος, «τον Θεόν καθικέτευσον πέμψαι σοι οδηγόν απαθή και άγιον» (Κεφ. 1, 49, SC 51, 53). οδηγό στην πορεία μας για την ουράνια Βασιλεία.

Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος, Υπό καθεστώς τρόμου οι Χριστιανοί στη Συρία

Υπό καθεστώς τρόμου οι Χριστιανοί στη Συρία
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Μεταξύ σφύρας και άκμονος βρίσκονται οι Χριστιανοί στη Συρία και ειδικότερα οι Ελληνοχριστιανοί, που αποτελούν τη μεγάλη τους πλειονοψηφία. Είναι ενδεικτικό ότι όλο αυτόν τον καιρό της πολύμηνης αιματηρής εξέγερσης κατά του καθεστώτος του Προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ το Πατριαρχείο της Αντιοχείας, τρίτο στη σειρά των πρεσβείων τιμής μεταξύ των Ορθοδόξων Πατριαρχείων, μετά από αυτά της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας, έχει μεταφέρει σημαντικές δραστηριότητες του από τη Δαμασκό στον Λίβανο. Την περασμένη Κυριακή ο Πατριάρχης Ιγνάτιος τέλεσε εις επίσκοπο χειροτονία στο Μπαλαμάντ του βορείου Λιβάνου. Οι Ελληνορθόδοξοι Χριστιανοί στη Συρία αποτελούν το 65% περίπου του συνόλου των Χριστιανών στη χώρα, που υπολογίζονται περίπου στο 8% του συνολικού πληθυσμού, ή 1,5 εκατομμύρια. Θεωρούν τους εαυτούς τους απογόνους ντόπιου πληθυσμού και είναι υπερήφανοι που μιλάνε την αραμαϊκή, τη γλώσσα που μιλούσε ο Ιησούς Χριστός. Από εθνοτικής πλευράς στη Συρία το 78% του πληθυσμού είναι αραβικής καταγωγής, το 9% είναι Κούρδοι, το 8% ντόπιοι, Ασσυριακής καταγωγής, χριστιανοί και το υπόλοιπο 5% άλλοι, όπως Κιρκάσιοι και Αρμένιοι.
Οι Ελληνορθόδοξοι Χριστιανοί έπί πολλούς αιώνες πέρασαν ποικίλους διωγμούς και προσηλυτιστικές επιθέσεις, αλλά άντεξαν και έμειναν ως σήμερα η μεγαλύτερη και αντιπροσωπευτικότερη μη μουσουλμανική κοινότητα στη Συρία , παρά το ότι δεν είχαν κοσμικά ερείσματα, ούτε κάποια ισχυρή δύναμη να τους προστατεύει. Αντίθετα ομάδες Μονοφυσιτών, για να αποφύγουν τον εξισλαμισμό και την καταπίεση, προσέφυγαν στον Πάπα, ασπάστηκαν τον Ρωμαιοκαθολικισμό και κατέστησαν Ουνίτες, μια από τις πολλές παραφυάδες των «Ανατολικών ή Ελληνοκαθολικών Εκκλησιών», όπως τις χαρακτηρίζουν στο Βατικανό. Στη συνέχεια είχαν και εξακολουθούν να έχουν την υποστήριξη των μεγάλων δυνάμεων της Δύσης και ιδιαίτερα της Γαλλίας, που μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε αναλάβει τη διοίκηση της Συρίας.
Σήμερα οι Ελληνορθόδοξοι υποφέρουν υπό το αιμοσταγές καθεστώς του Προέδρου Άσαντ, δυσπιστούν για τις έναντι τους προθέσεις των ισλαμιστών, που έχουν εξεγερθεί εναντίον του και ανησυχούν ζωηρά για το μέλλον τους στη χώρα. Η επίσημη στάση που διατηρεί το Πατριαρχείο Αντιοχείας στην εξέγερση είναι της σιωπής, της ουδετερότητας και της μη ανάμιξης του σε πολιτικά ζητήματα και τονίζει ότι οι Ελληνορθόδοξοι Χριστιανοί προσεύχονται για την ειρήνη και την καταλλαγή στη χώρα.. Ανεπίσημα αναγνωρίζεται μεν ότι ο Άσαντ έχει επιβάλλει ένα απολυταρχικό καθεστώς και ότι οι Χριστιανοί είναι δεύτερης κατηγορίας πολίτες, αλλά παράλληλα σημειώνεται ότι ως προς το θρησκευτικό μέρος επέτρεπε στο Πατριαρχείο και γενικά στους Χριστιανούς να εκτελούν ελεύθερα τα καθήκοντα τους και να έχουν τα σχολεία τους και τα ιδρύματα τους. Και διερωτώνται αν καταλάβουν την εξουσία οι ισλαμιστές θα έχουν την ίδια αντιμετώπιση, ή θα αρχίσουν οι σε βάρος τους διωγμοί που περνάνε οι Χριστιανοί στο Πακιστάν, στην Αίγυπτο, στη Σομαλία, στη Νιγηρία, ακόμη και στις Ινδονησία και Τουρκία;
Στη Συρία το 74% του συνολικού πληθυσμού είναι Σουνίτες Μουσουλμάνοι, μεταξύ των οποίων κυριαρχούν ακραίας θεοκρατικής και φασιστικής ιδεολογίας στοιχεία, που διατηρούν ένα φανατισμό σε βάρος των Χριστιανών. Ελληνορθόδοξος από τη Συρία, κάτοικος σήμερα της Ελλάδας, χαρακτήρισε το Ισλάμ ως μια επιθετικής νοοτροπίας θρησκεία και σημείωσε ότι οι Ισλαμιστές χρησιμοποιούν τη δημοκρατία και την ελευθερία της Δύσης για να επιβάλλουν σ’ αυτήν το θεοκρατικό καθεστώς της Σαρία και να εξοντώσουν τους «απίστους». «Διεκδικούν λ.χ. οι Σαουδάραβες θρησκευτικά δικαιώματα στην Ελλάδα και δεν διερωτώνται γιατί οι ίδιοι τα απαγορεύουν απολύτως στη χώρα τους;» μας είπε χαρακτηριστικά...
Ο Πρόεδρος Άσαντ ανήκει στη θρησκευτική μειονότητα των Αλαουιτών, που είναι περίπου το 12% του συνολικού πληθυσμού και έως ότου έρθει στην εξουσία ο Χαφέζ αλ Άσαντ, πατέρας του σημερινού προέδρου, αυτοί καταπιέζονταν από τους Σουνίτες. Από το 1971, που κατέλαβαν την εξουσία, αυτοί καταπιέζουν τους Σουνίτες... Οι Αλαουίτες είναι κλάδος των Σιιτών Μουσουλμάνων, μεγάλων αντιπάλων των Σουνιτών και αισθάνονται θρησκευτικά συγγενείς με τους Αλεβίτες της Τουρκίας και τους Σιίτες του Ιράν, του Λιβάνου, του Ιράκ και άλλων χωρών της Μέσης Ανατολής. Επειδή οι Αλαουίτες, ως καθεστώς στη Συρία, έχουν απέναντι τους τους Σουνίτες Μουσουλμάνους άσκησαν όλα αυτά τα χρόνια μια πολιτική «ουδετερόθρησκη», ώστε να μην έχουν απέναντι τους και τους πολυπληθείς Χριστιανούς.
Για την κατάσταση των Ελληνορθοδόξων της Συρίας θα έπρεπε να δείξει ενδιαφέρον η Ελληνική Κυβέρνηση. Είναι θρησκευτικά και πολιτισμικά Ρωμιοί και είναι υπερήφανοι γι’ αυτό. Η Ελλάδα όμως ουδέποτε πολιτικά ενήργησε δραστήρια υπέρ τους. Τους άφησε μόνους και είναι ένα παράπονο τους. Οι μεμονωμένες προσπάθειες υπηρεσιών του Ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών και διπλωματών στη Δαμασκό, που έβλεπαν ότι χάνεται ένα πολιτισμικό έρεισμα στη Μέση Ανατολή, δεν ήσαν επαρκείς. Η Εκκλησία της Ελλάδος, επί Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, έδωσε μια δυναμική παρουσία στη Συρία, αλλά αυτή ήταν φυσικά σε πνευματικό και κοινωνικό επίπεδο και όχι πολιτικό. Σήμερα οι Ελληνορθόδοξοι της Συρίας βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο. Θα ενδιαφερθεί κανείς στην Ελλάδα γι’ αυτούς, ή επειδή εμείς ηθικά, πολιτικά και κοινωνικά πνιγόμαστε καταργούμε πλήρως την εκ μέρους μας άσκηση εξωτερικής πολιτικής; Σημειώνουμε απλώς ότι το υφιστάμενο κενό στην υποστήριξη των Ελληνορθοδόξων της Συρίας προτίθεται να καλύψει η κυβέρνηση της Ρωσίας και το αρμονικά συνεργαζόμενο μαζί της Πατριαρχείο της Μόσχας, το οποίο επιδιώκει να αυξήσει την επιρροή του στον Ορθόδοξο χώρο.-

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...