Αν
η απελπισία μας πηγάζει από πολύ βαθιά μέσα μας, αν αυτό που ζητάμε, αυτό για το
οποίο κραυγάζουμε, είναι τόσο ουσιαστικό ώστε να καλύπτει όλες τις ανάγκες τις
ζωής μας, τότε βρίσκουμε κατάλληλα λόγια να προσευχηθούμε και μπορούμε να
φτάσουμε στην κορυφαία στιγμή της προσευχής μας, τη συνάντηση με το
Θεό.Θα ήθελα να πω κάτι ακόμα για την
«κραυγή» της προσευχής. Φώναζε δυνατά ο τυφλός Βαρτίμαιος [ένας τυφλός που ζητούσε βοήθεια από το Χριστό].
Τι λέει όμως το Ευαγγέλιο για τους ανθρώπους γύρω του; Προσπαθούσαν, λέει, να
τον κάνουν να σιωπήσει. Μπορούμε να φανταστούμε όλους εκείνους τους ευσεβείς
ανθρώπους με την καλή όραση, τα γερά πόδια, την καλή υγεία που περικύκλωναν το
Χριστό και μιλούσαν για υψηλά θέματα, για τη Βασιλεία του Θεού που έρχεται, για
τα μυστήρια των Γραφών, να γυρίζουν προς το Βαρτίμαιο και να του λένε: «επί
τέλους, δεν μπορείς να ησυχάσεις; Τα μάτια σου, τα μάτια σου, και τι σημασία
έχουν αυτά ενώ μιλούμε για το Θεό;» Ο
Βαρτίμαιος φαινόταν σαν κάτι ξένο που ξαφνικά έμπαινε στη μέση και, αδιαφορώντας
τελείως για τα συμβαίνοντα, ζητούσε από το Θεό κάτι που απελπιστικά το είχε
ανάγκη. Και όλα αυτά τα έκανε παρά το γεγονός ότι με τις φωνές του κατέστρεψε
την αρμονία των εθιμοτυπικών συζητήσεων γύρω του. Οι ενοχλημένοι θα μπορούσαν να
τον απομακρύνουν και να τον κάνουν να σιωπήσει. Το Ευαγγέλιο όμως λέει πως, ενώ
όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήθελαν να τον ησυχάσουν, αυτός επέμενε, γιατί αυτό που
ζητούσε είχε πολύ μεγάλη σημασία για τον ίδιο. Όσο περισσότερο προσπαθούσαν να
του κλείσουν το στόμα, τόσο πιο πολύ εκείνος φώναζε. Εδώ βρίσκεται το μήνυμά μου. Υπάρχει στην Ελλάδα ένας
άγιος, ονομάζεται Μάξιμος. Ήταν νέος όταν μια μέρα πήγε στην Εκκλησία και άκουσε
το ανάγνωσμα του Αποστόλου που λέει ότι πρέπει να προσευχόμαστε «αδιαλείπτως».
Αυτό έκανε τόση εντύπωση στο Μάξιμο ώστε σκέφτηκε πως δεν θα μπορούσε να κάνει
τίποτα άλλο παρά να προσπαθήσει να τηρήσει αυτή την εντολή. Όταν βγήκε από το ναό σκέφτηκε να πάει στο κοντινότερο
βουνό και εκεί ήσυχος να αρχίσει να προσεύχεται όπως άκουσε στο Ευαγγέλιο. Σαν
Έλληνας χωρικός του τετάρτου αιώνα, ήξερε το «Πάτερ ημών» και μερικές άλλες
προσευχές. Έτσι, όπως μάς λέει ο ίδιος, άρχισε να τις λέει τη μία ύστερα από την
άλλη, και πάλι από την αρχή, ασταμάτητα. Αισθάνθηκε, πραγματικά, πολύ όμορφα.
Προσευχόταν, ήταν συντροφιά με το Θεό, ήταν χαρούμενος. Το καθετί του φαινόταν
τόσο τέλειο! Μόνο που σιγά- σιγά ο ήλιος άρχισε να πέφτει, άρχισε να κάνει κρύο
και να σκοτεινιάζει. Η νύχτα είχε
πέσει για τα καλά όταν άρχισε ν’ ακούει γύρω του θορύβους, πολλούς και
παράξενους θορύβους. Άκουγε το σπάσιμο των κλαδιών κάτω από τα πόδια των ζώων,
έβλεπε τα λαμπερά μάτια των άγριων θηρίων, άκουγε τις κραυγές των μικρών ζώων
που τα έτρωγαν τα μεγαλύτερα. Άκουγε όλων των ειδών τους γνωστούς νυχτερινούς
θορύβους του δάσους. Τότε αισθάνθηκε πως ήταν μόνος. Πραγματικά μόνος, ένα μικρό
απροστάτευτο πλάσμα μέσα στον κόσμο του κινδύνου, του θανάτου, του σπαραγμού.
Ένιωσε ότι δεν είχε καμιά άλλη βοήθεια αν ο Θεός
δεν του έδινε τη δική Του. Δεν συνέχισε πια να λέει το «Πάτερ ημών» και το
«Πιστεύω». Έκανε ό,τι έκανε και ο Βαρτιμαίος. Άρχισε να φωνάζει δυνατά:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Το φώναζε αυτό όλη τη νύχτα
γιατί τα ζωντανά του δάσους και τα λαμπερά τους μάτια δεν του έδιναν ευκαιρία
για ύπνο. Τέλος ξημέρωσε. Σκέφτηκε, λοιπόν, αφού όλα τα ζώα έχουν
φύγει πια και πήγαν να κοιμηθούν «τώρα μπορώ και εγώ να προσευχηθώ». Αλλά τότε
ένιωσε ότι πεινούσε. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να μαζέψει μερικά βατόμουρα, για
να φάει. Πλησίασε ένα θάμνο, αλλά ξαφνικά του ήρθε η σκέψη ότι όλα τα αστραφτερά
μάτια και άγρια νύχια θα πρέπει να είναι κρυμμένα κάπου εκεί στους θάμνους.
Έτσι άρχισε να προχωρεί πολύ προσεκτικά και σε κάθε του βήμα έλεγε: «Κύριε
Ιησού Χριστέ, σώσε με, βοήθησέ με, βοήθησέ με, σώσε με. Ω Θεέ μου, βοήθησέ με,
προστάτεψέ με». Για κάθε βατόμουρο που μάζεψε, σίγουρα, είχε προσευχηθεί
πολλές φορές. Πέρασε ο καιρός και
ύστερα από πολλά χρόνια συνάντησε ένα γέροντα και έμπειρο ασκητή, ο οποίος τον
ρώτησε πώς είχε μάθει να προσεύχεται αδιάλειπτα. Ο Μάξιμος είπε: «Νομίζω πως
ο διάβολος με δίδαξε να προσεύχομαι αδιάλειπτα». Ο γέροντας απάντησε:
«Καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις. Αλλά θα ήθελα να είμαι βέβαιος ότι σε
καταλαβαίνω σωστά». Ο Μάξιμος τότε του εξήγησε πώς είχε σιγά- σιγά συνηθίσει
όλους τους θορύβους και τους κινδύνους της μέρας και της νύχτας. Ύστερα όμως του
ήρθαν πειρασμοί σαρκικοί, πειρασμοί του νου, των αισθημάτων και αργότερα πιο
ισχυρές επιθέσεις του διαβόλου. Ύστερα απ’ όλα αυτά δεν υπήρχε στιγμή της μέρας
και της νύχτας που να μην κραυγάζει στο Θεό: «Ελέησον, ελέησον, βοήθησε,
βοήθησε, βοήθησε». Μια μέρα, ύστερα
από δεκατέσσερα χρόνια αδιάλειπτης προσευχής ο Κύριος του αποκαλύφτηκε. Από τη
στιγμή εκείνη ησυχία, ειρήνη και γαλήνη τον πλημμύρισαν. Δεν υπήρχε πια φόβος –
φόβος από το σκοτάδι, από τους θάμνους, ούτε από το διάβολο- ο Κύριος είχε
επικρατήσει. «Τότε», είπε ο Μάξιμος, «έμαθα ότι αν δεν έλθει ο Κύριος,
είμαι απελπιστικά αβοήθητος. Έτσι, και όταν ακόμα ήμουνα γαλήνιος, ειρηνικός και
ευτυχισμένος, συνέχισα να προσεύχομαι λέγοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του
Θεού, ελέησόν με, γιατί μόνο στο θείο έλεος υπάρχει η ειρήνη της καρδιάς και του
νου, η γαλήνη του σώματος και η δύναμη της θέλησης». Έτσι δεν μπορούμε να πούμε πως ο Μάξιμος έμαθε να
προσεύχεται παρά την ταραχή που τον κατείχε, αλλά ακριβώς εξ αιτίας της ταραχής.
Γιατί η ταραχή του ήταν ένας πραγματικός κίνδυνος. Αν μπορούσαμε να αντιληφθούμε
ότι και μεις βρισκόμαστε σε πολύ μεγάλη ταράχη, σε κίνδυνο, ότι ο διάβολος
παραφυλάει προσπαθώντας να μάς πιάσει και να μάς καταστρέψει, τότε θα
προσευχόμαστε συνέχεια, ασταμάτητα. Από το Βιβλίο
Μάθε να
προσεύχεσαι μητροπολίτη Anthony
Bloom
Εκδόσεις Έλαφος
Ενοριακά
Νέα
|
Αντώνιος Μπλουμ, γιατρός, πρώην άθεος, ορθόδοξος
μητροπολίτης Σουρόζ (Αγγλία) |
Η ιστορία του
Βαρτιμαίου
Μητροπολίτη
Anthony Bloom
«Και έρχονται
εις Ιεριχώ, και εκπορευομένου αυτού από Ιεριχώ και των μαθητών αυτού και όχλου
ικανού, ο υιός Τιμαίου Βαρτιμαίος τυφλός εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών και
ακούσας ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος έστιν, ήρξατο κράζειν και λέγειν υιέ Δαυίδ
Ιησού, ελέησον με. και επετίμών αυτώ πολλοί ίνα σιωπήση· ο δε πολλώ
μάλλον έκραζεν υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. και στάς ο Ιησούς είπε· φωνήσατε αυτόν,
και φωνούσι τον τυφλόν λέγοντες αυτώ·
θάρσει, έγειρε, φωνεί σε· ο δε αποβαλών το ιμάτιον αυτού άναστάς ήλθε προς τον
Ιησούν. και αποκριθείς λέγει αυτώ ο Ιησούς τί σοι θέλεις ποίησαι; ο δε τυφλός
είπεν αυτώ· ραββουνί, ίνα άναβλέψω. και ό Ιησούς είπεν
αυτώ· ύπαγε, η πίστις σου
σέσωκέ σε. και εύθέως άνέβλεψε, και ηκολούθησε τω Ιησού εν τη όδώ». (κατά Μάρκον
ευαγγέλιο, κεφ. 10, 41-52).
Πιστεύω πως μια από τις
αίτιες που μας εμποδίζουν να γνωρίζουμε τον
πραγματικό εαυτό μας και να βρίσκουμε τον προσωπικό μας δρόμο είναι το ότι
δεν έχουμε συναίσθηση πόσο τυφλοί είμαστε! Πόσο επίμονα θ'
αναζητούσαμε τη θεραπεία αν ξέραμε ότι είμαστε τυφλοί! Θα την αναζητούσαμε όπως,
ίσως, έκανε ο Βαρτιμαίος: από τους ανθρώπους, τους γιατρούς, τους ιερείς, τους
θεραπευτές, υστέρα, μη έχοντας πια καμιά ελπίδα στους «άρχοντες, τους υιούς των
ανθρώπων εν οίς ουκ εστί σωτηρία» μπορεί να γυρίζαμε στο Θεό. Αλλά η τραγωδία
είναι ότι δεν αναγνωρίζουμε την τύφλωσή μας. Τόσα
πολλά πράγματα ξεπηδούν μπροστά στα μάτια μας, που μας κάνουν να μη βλέπουμε τα
αόρατα για τα οποία είμαστε τυφλοί. Ζούμε σ' ένα κόσμο πραγμάτων που
αποσπούν την προσοχή μας και μας επιβάλλονται. Δεν είναι ανάγκη εμείς να τα
προσέξουμε. Εκείνα από μόνα τους στέκονται μπροστά μας! Τα μη ορατά όμως δεν επιβάλλονται μόνα τους, πρέπει εμείς
να τα αναζητήσουμε και να τα ανακαλύψουμε. Ο γύρω κόσμος απαιτεί την
προσοχή μας, ο Θεός μας προσκαλεί διακριτικά. Θυμάμαι κάτι που ένας γέροντας
μοναχός μου είπε κάποτε:
«Το Άγιο Πνεύμα
μοιάζει σαν ένα μεγάλο δισταχτικό πουλί που κατέβηκε κάπου κει
κοντά μας. Όταν το βλέπεις να έρχεται πιο κοντά, μην κουνιέσαι για να μην το
τρομάξεις. Άφησέ το να ρθεί δίπλα σου».
Αυτό ίσως μπορεί
να μας θυμίσει την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, «εν είδει περιστεράς». Αυτή η
είκόνα ενός πουλιού που κατεβαίνει δισταχτικό και ταυτόχρονα έτοιμο να
προσφερθεί είναι μια βιβλική είκόνα γεμάτη βαθιά νοήματα — αν και ένας Ιάπωνας
κάποτε μου έλεγε: «στη χριστιανική θρησκεία νομίζω ότι μπορώ να καταλάβω τον
Πατέρα και τον Υιό, άλλα δε μπορώ ν' ανακαλύψω τη σπουδαιότητα του ''άξιότιμου''
περιστεριού!» Για να συνεχίσουμε λίγο ακόμα με τα σύμβολα της διακριτικότητας
που είναι το χαρακτηριστικό μιας καρδιάς πού προσφέρεται αλλά δεν εξευτελίζεται,
ας ξαναρίξουμε μια ματιά στο «Μικρό Πρίγκιπα» του Αntoine de Saint-Exupery. Στο
σημείο όπου η αλεπού περιγράφει πώς ο μικρός Πρίγκιπας θα μπορούσε να την
εξημερώσει. Θα χρειαστεί να είναι πολύ υπομονετικός, να κάθεται λίγο μακριά της,
να την κοιτάζει με την άκρη του ματιού του και να μην λέει τίποτε, γιατί τα
λόγια προκαλούν παρεξηγήσεις. Μέρα με τη μέρα θα κάθεται πιο κοντά και σιγά σιγά
θα γίνουν φίλοι. Βάλε το «Θεό» στη θέση της αλεπούς
και θα δεις την αγάπη, την παρθενική σεμνότητα,τη διακριτικότητα που προσφέρεται
αλλά δεν εξευτελίζεται. Ο Θεός δε δέχεται μια γλειώδη, αβασάνιστη σχέση, ούτε
επιβάλλει την παρουσία Του, την προσφέρει. Κι η προσφορά Του αυτή δε
μπορεί να γίνει δεχτή παρά μόνο με ίσους όρους. Δηλαδή με την αντίστοιχη
προσφορά μιας ταπεινής, γεμάτης αγάπη καρδιάς. Μιας προσφοράς κι απ' τους δυο
που σεμνά και διακριτικά θ' αναζητούν ο ένας τον άλλο με βαθύ κι αμοιβαίο
σεβασμό και με επίγνωση της αγιότητας και της άφατης ομορφιάς που χαρίζει η
αμοιβαία αγάπη.
Ο εξωτερικός κόσμος μας επιβάλλεται. Ο εσωτερικός κόσμος
μπορεί να γίνεται αντιληπτός, αλλά δεν εκλιπαρεί την προσοχή μας: πρέπει να
προχωρούμε σιγά και προσεκτικά. Να καιροφυλαχτούμε για τον εσωτερικό μας κόσμο,
σαν το θαυμαστή των πουλιών που για να τα παρατηρήσει παίρνει μια θέση στο δάσος
ή στους αγρούς και καθεται σιωπηλός, αλλά γεμάτος ένταση. Στέκει ακίνητος, αλλ'
όμως άγρυπνος και παρατηρητικός. Αυτή την ένταση της προσοχής που μας
επιτρέπει ν' αντιληφτούμε όσα αλλιώτικα μας διαφεύγουν, την αποδίδουν τα λόγια
αυτού του παιδικού τραγουδιού:
Μια γέρικη σοφή
κουκουβάγια
ζούσε σε μια
βελανιδιά Όσο έβλεπε περσότερο,
τόσο μιλούσε
λιγότερο. Κι Οσο μιλούσε λιγότερο,
τόσο άκουγε
περσότερο.
Αχ! να μοιάζαμε
και μείς
της γέρικης της κουκουβάγιας της
σοφής!
Τυφλωμένοι από
τον κόσμο των γύρω πραγμάτων ξεχνάμε ότι αυτός δε φτάνει το βάθος στο όποιο ο
άνθρωπος είναι ικανός να διεισδύσει. Ο άνθρωπος είναι μικρός και ταυτόχρονα
μεγάλος. Όταν αναλογιζόμαστε τον εαυτό μας μέσα στο σύμπαν που συνεχώς απλώνεται
— αμέτρητα μεγάλο ή άπειρα μικρό — τον βλέπουμε σαν έναν κόκκο σκόνης παροδικό,
εύθραυστο και χωρίς σημασία. Αλλά όταν στραφούμε προς τα μέσα μας, ανακαλύπτουμε
ότι τίποτε σ' αυτή την απεραντοσύνη δεν είναι αρκετά μεγάλο για να μας γεμίσει
εντελώς. Όλη η δημιουργία είναι σαν ένας κόκκος άμμου
στα βάθη του είναι μας. Είμαστε απέραντα μεγάλοι για να μας γεμίσει ή
ικανοποιήσει ο κόσμος αυτός. Μόνο ο Θεός που μας έπλασε για να γίνουμε
«κοινωνοί θείας φύσεως» μπορεί να μας γεμίσει. Όπως λέει ο Αngelus Sillesius:
«Είμαι τόσο μεγάλος όσο ο Θεός. Εκείνος είναι τόσο μικρός όσο εγώ».
|
«Κοιτάζοντας από τον ουρανό, τι είναι εκείνο
που διακρίνουμε περισσότερο πάνω στη γη; Όχι τα βουνά ούτε οι θάλασσες ούτε οι
πόλεις ούτε οι ουρανοξύστες. Είναι ο άνθρωπος. Διότι η θεοειδής ψυχή του
ανθρώπου είναι ένας ήλιος επί της γης. Όσοι είναι οι άνθρωποι, τόσοι είναι οι
ήλιοι επί της γης. Και καθένας απ’ αυτούς τους ήλιους είναι ορατός από τον
ουρανό. Αγαπημένο θαύμα του Θεού! Η μικρούτσικη γη, ένα αστεράκι από τα πιο
μικρά, να χωράει δισεκατομμύρια ήλιους! Μέσα από το χωματένιο σώμα του ανθρώπου
λάμπει ο ήλιος! Ο άνθρωπος! Ένας μικρός θεός μέσα στη λάσπη» (άγιος Ιουστίνος
Πόποβιτς).
|
Ο υλικός κόσμος
έχει αδιαφάνεια, πυκνότητα, βάρος και όγκο, άλλα δεν έχει βάθος. Μπορούμε να
εισδύσουμε στην καρδιά των πραγμάτων και όταν φτάσουμε στο πιο βαθύ σημείο τους
— που είναι το τελικό σημείο — δε βρίσκουμε δρόμο προς το άπειρο. Το κέντρο μιας
σφαίρας, λόγου χάρη, είναι το εσωτερικότερο σημείο της. Αν προσπαθήσουμε να πάμε
πέρα άπ' αυτό ξαναγυρίζουμε στην επιφάνεια της σφαίρας, στον αντίποδα. Η Αγία Γραφή μιλάει για το
βάθος της ανθρώπινης καρδιας. Πρόκειται για ένα βάθος που είναι αμέτρητο από τη
φύση του. Είναι απέραντο και ξεπερνάει κάθε όριο μέτρησης. Το βάθος αυτό είναι
ριζωμένο στην απεραντοσύνη του ίδιου του Θεού. Πότε άραγε μπορούμε να
αρχίσουμε την έρευνα για να γνωρίσουμε μέχρι ποιο σημείο είμαστε τυφλοί,
τυφλωμένοι δηλαδή από τα ορατά που μας εμποδίζουν να συλλάβουμε τ' αόρατα; Μόνο
όταν καταλάβουμε τη διαφορά ανάμεσα σέ μια παρουσία που επιβάλλεται και σε μια
άλλη που πρέπει να την αναζητήσουμε επειδή τη νιώσαμε στην καρδιά μας. Ακόμα,
όταν καταλάβουμε τη διαφορά ανάμεσα στο βάρος, την αδιαφάνεια και την πυκνότητα
των αντικειμένων του γύρω μας κόσμου και στο ανθρώπινο βάθος που μόνο ο ίδιος ο
Θεός μπορεί να γεμίσει. Θα τολμούσα να πω και στο βάθος κάθε δημιουργήματος που
προορισμός του είναι να γίνει τόπος της θείας παρουσίας, όταν στη συντέλεια ο
Θεός θα είναι «τα πάντα εν πάσι». Το να είναι κανείς τυφλός στα αόρατα και να
βλέπει μόνο το «χειροπιαστό» κόσμο σημαίνει ότι βρίσκεται έξω από την πληρότητα της
γνώσης, έξω από την εμπειρία της καθολικής αλήθειας, δηλαδή έξω από τον κόσμο
που βρίσκεται μέσα στο Θεό και που ο Θεός είναι η καρδιά του.
Ο τυφλός
Βαρτιμαίος είχε οδυνηρή εμπειρία αυτού του πράγματος, γιατί εξ αιτίας της
φυσικής τυφλότητάς του δεν είχε επαφή με τον ορατό κόσμο. Μπορούσε να
επικαλείται τον Κύριο γεμάτος απογοήτευση, με όλη την απεγνωσμένη ελπίδα που
ένιωθε όταν περνούσε πλάι του η σωτηρία, καθώς αισθανόταν τον εαυτό του
αποκομμένο. Ο λόγος για τον οποίο όλοι εμείς πολύ συχνά δε μπορούμε να
επικαλεστούμε το Θεό μ' αυτό τον τρόπο είναι γιατί δεν καταλαβαίνουμε πόσο
απομονωμένοι είμαστε με το να μένουμε τυφλοί στην καθολική θέα του κόσμου — μια
θέα εν τούτοις που θα μπορούσε να δώσει ολοκληρωμένη υπόσταση και στόν ίδιο τον
ορατό κόσμο. Πόσο καλά θα ήταν αν μπορούσαμε να μάθουμε να είμαστε τυφλοί στα
ορατά για να βλέπουμε πέρα απ' αυτά, να βλέπουμε στο βάθος,να βλέπουμε το αόρατο
να διαπερνάει με την παρουσία του μέσα και γύρω μας όλα τα πράγματα! Αυτή η
τύφλωση είναι πολύμορφη. Συμβαίνει όχι φυσικά σ' εμάς,
αλλά στους άγιους από την εμπειρία μιας εκθαμβωτικής
λάμψης. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος
Θεολόγος, μιλώντας για το θείο σκότος, λέει ότι είναι περίσσεια φωτός, ενός
φωτός τόσο εκτυφλωτικού, ώστε αυτός που το
έχει δει να μη μπορεί να δει τίποτε άλλο. Μπορεί επίσης να είναι κανείς
τυφλός ενώ έχει ανοιχτά μάτια. Ο Τολστοι στο βιβλίο του «Πόλεμος και Ειρήνη»
μιλάει για τον Pierre Bezuhov που κοιτάζει μέσα στα μεγάλα ώραία μάτια της
Ελένης και δε βλέπει σ' αυτά τίποτε άλλο παρά τον ίδιο του τον εαυτό,
απαλλαγμένο μάλιστα απ' όλα τα σφάλματα, έτσι ακριβώς όπως τον έβλεπε εκείνη η
φτωχή! Εκείνος κοίταζε στα μάτια της άλλα δεν έβλεπε παρά μόνο τον εαυτό του — η
εικόνα της χανόταν εντελώς! Και μείς το ίδιο κάνουμε ακόμα και με τον υλικό
κόσμο: ανάλογα με το πού συγκεντρώνεται το βλέμμα μας όταν κοιτάζουμε πρός το
παράθυρο, μπορούμε να δούμε ή το είδωλο μας ή το τζάμι ή τη θέα πέρα απ'
αυτό.
Μπορεί ακόμα να
βλέπουμε με μάτια αδιαφορίας, Όπως έκαναν οι διαβάτες που προσπερνούσαν το
Βαρτιμαίο. Μπορεί να βλέπουμε με μάτια άπληστα σαν το λαίμαργο του Dickens, που
βλέποντας τις αγελάδες να βόσκουν στα λιβάδια το μόνο που σκεπτόταν ήταν το
«θαυμάσιο βοδινό κρέας»! Μπορεί να βλέπουμε με μάτια γεμάτα μίσος όταν γίνουμε
επιτήδειοι, το ίδιο επιτήδειοι όπως ο διάβολος που δε βλέπει παντού τίποτε άλλο
παρά το κακό, μεταμορφώνοντας τα πάντα σε μια απαίσια
γελοιογραφία.Τέλος μπορεί να
βλέπουμε με τα μάτια της αγάπης, με καθαρή καρδιά ικανή να βλέπει το Θεό και την
εικόνα Του στο πρόσωπο των ανθρώπων: ακόμα και
κείνων όπου η εικόνα Του, κάτω από στρώματα προσωπείων και παραποιήσεων,
μόνο αμυδρά πια απεικονίζει την αληθινή και βαθιά μυστική ταυτότητα του
ανθρώπου. Όπως λέει και η αλεπού στο μικρό Πρίγκιπα: «μόνο με την καρδιά
μπορούμε να δούμε αληθινά. Η ουσία ξεφεύγει σαν ψάχνεις με τα
μάτια».Πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν
έχουμε συνειδητοποιήσει το βάθος των πραγμάτων, την απεραντοσύνη και το κάλεσμα
της αιωνιότητας πού υπάρχει σ' ολόκληρο τον κόσμο. Και το συνειδητοποιούμε μόνο
εφ' όσον, υστέρα από μια υπαρξιακή
εμπειρία, βεβαιωθούμε ότι πραγματικά υπάρχει εσωτερικός
κόσμος.Κι είναι με την πίστη μόνο που
μπορούμε να έχουμε σταθερή
βεβαιότητα ότι ο αόρατος κόσμος είναι πραγματικός, παρών και αξίζει να τον
αναζητήσει κανείς πέρα από τον ορατό κόσμο και μέσα απ' αυτόν. Αυτή η κίνηση
πίστης σημαίνει αποδοχή της μαρτυρίας εκείνων που
είδαν τον αόρατο κόσμο, έστω κι αν δεχτούμε τη μαρτυρία τους σαν υπόθεση
προσωρινή ίσως, ώσπου να κάνουμε την έρευνά
μας. Χωρίς αύτη την υπόθεση τίποτε δεν είναι δυνατό, γιατί δε μπορούμε ν'
αρχίσουμε μια έρευνα για τα αόρατα πράγματα αν είμαστε από πριν σίγουροι ότι δεν
υπάρχουν. Μπορούμε να δεχτούμε τη μαρτυρία όχι μόνο από έναν ή δύο ανθρώπους,
αλλά από εκατομμύρια που, μέσα στην πορεία της ιστορίας (τόσο στη χριστιανική
όσο και στις
άλλες θρησκείες), είχαν αυτή την εμπειρία και ομολόγησαν την παρουσία του
αόρατου κόσμου.
Από το βιβλίο του π. Anthony
Bloom
Εκδ. Ακρίτας
|