Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 07, 2011

Τί εἶναι ὁ Χρόνος;

Lee Smolin




Κάθε παιδὶ ποὺ πάει σχολεῖο μαθαίνει τί εἶναι ὁ χρόνος. Ἀλλὰ ἐπίσης γιὰ κάθε παιδὶ φτάνει μία στιγμή, ποὺ βρίσκεται ἀντιμέτωπο μὲ τὰ παράδοξα ποὺ γεννάει ἡ καθημερινή μας ἀντίληψη γιὰ τὸν χρόνο. Θυμᾶμαι ὅταν ἤμουν καὶ ὁ ἴδιος παιδί, πὼς ξαφνικά μοῦ καρφώθηκε στὸ μυαλὸ ἡ ἐρώτηση ἂν ὁ χρόνος θὰ μποροῦσε νὰ τελειώνει κάπου ἢ νὰ συνεχίζεται ἐπ’ ἄπειρον. Πρέπει νὰ τελειώνει κάποτε, γιατί πῶς νὰ συλλάβουμε τὴν ἄπειρη παρουσία του ποὺ θὰ ἐκτείνεται μπροστά μας, ἂν ὁ χρόνος δὲν ἔχει τέλος; Ἀλλὰ πάλι ἂν ἔχει τέλος τί συμβαίνει ὕστερα;

Μελετῶ τὴν ἐρώτηση τί εἶναι ὁ χρόνος, κατὰ τὸ μεγαλύτερο διάστημα τῆς ἐνήλικης ζωῆς μου. Ἀλλὰ πρέπει νὰ παραδεχτῶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι δὲν βρίσκομαι κοντύτερα στὴν ἀπάντηση ἀπ' ὅτι ὅταν ἤμουν παιδί. Πράγματι μετὰ ἀπὸ αὐτὴ ὅλη τὴ μελέτη, δὲν νομίζω ὅτι μποροῦμε ν' ἀπαντήσουμε οὔτε στὴν ἁπλὴ ἐρώτηση: Τί πράγμα εἶναι αὐτὸς ὁ χρόνος; Ἴσως τὸ καλύτερο πράγμα ποὺ μπορῶ νὰ πῶ γιὰ τὸν χρόνο εἶναι νὰ ἐξηγήσω πῶς βάθυνε γιὰ μένα τὸ μυστήριο τοῦ χρόνου καθὼς προσπαθῶ νὰ τὸ ἀντιμετωπίσω. Νὰ ἕνα ἀκόμη παράδοξό τοῦ χρόνου, ποὺ τὸ ἀνακάλυψα μόνο ὅταν μεγάλωσα. Ὅλοι μας ξέρουμε ὅτι τὰ ρολόγια μετρᾶνε τὸ χρόνο. Ἀλλὰ τὰ ρολόγια εἶναι σύνθετα φυσικὰ συστήματα καὶ ὡς ἐκ τούτου ὑπόκεινται σὲ ἀτέλειες, φθορὲς καὶ ἐξάντληση τῆς πηγῆς ἐνέργειάς τους. Ἂν πάρω δύο πραγματικὰ ρολόγια, τὰ συγχρονίσω καὶ τὰ ἀφήσω νὰ λειτουργήσουν, μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ θὰ διαφωνοῦν ὡς πρὸς τὸν χρόνο ποὺ δείχνουν.

Ποιὸ ἀπὸ αὐτὰ λοιπὸν μετράει τὸν ἀληθινὸ χρόνο; Ὑπάρχει πράγματι μόνο ἕνας ἀπόλυτος χρόνος, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ μετρεῖται μὲ ἀτέλειες ἀπὸ τὰ πραγματικὰ ρολόγια, εἶναι ὁ ἀληθινὸς χρόνος τοῦ Κόσμου; Μοιάζει πὼς μᾶλλον ἔτσι πρέπει νὰ εἶναι, ἀλλιῶς τί νόημα ἔχει νὰ λέμε ὅτι ἕνα ρολόι πάει μπροστὰ ἢ πίσω; Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ πάλι, τί νόημα ἔχει νὰ λέμε ὅτι ὑπάρχει ἕνας ἀπόλυτος χρόνος, ἂν κανένας ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν μετρήσει μὲ ἀκρίβεια;

Ἡ πίστη σ' ἕναν ἀπόλυτο χρόνο γεννᾶ ἄλλα παράδοξα. Θὰ ὑπῆρχε ροὴ τοῦ χρόνου ἂν δὲν ὑπῆρχε τίποτα στὸ Σύμπαν; Ἂν κάθε τί σταματοῦσε, ἂν τίποτα δὲν ἐξελισσόταν, θὰ συνέχιζε νὰ ρέει ὁ χρόνος;

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἴσως δὲν ὑπάρχει ἕνας μοναδικὸς ἀπόλυτος χρόνος. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ χρόνος εἶναι μόνο ὅ,τι μετρᾶνε τὰ ρολόγια, καὶ καθὼς ὑπάρχουν πολλὰ ρολόγια τὰ ὁποῖα τελικὰ διαφωνοῦν, ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ χρόνοι. Χωρὶς ἕναν ἀπόλυτο χρόνο, μποροῦμε μόνο νὰ ποῦμε, ὅτι ὁ χρόνος ὁρίζεται σχετικὰ μὲ κάποιο ρολόι ποὺ ἐπιλέγουμε νὰ χρησιμοποιοῦμε.

Αὐτὸ σὰν ἰδέα φαίνεται ἑλκυστικό, διότι δὲν ἀπαιτεῖται νὰ πιστέψουμε σὲ κάποια ἀπόλυτη ροὴ τοῦ χρόνου τὴν ὁποία δὲν παρατηροῦμε. Μᾶς ὁδηγεῖ ὅμως σὲ κάποιο πρόβλημα ἂν γνωρίζουμε ἔστω καὶ λίγα ἀπὸ φυσική.

Ἕνα ἀπὸ τὰ ἀντικείμενα ποὺ περιγράφει ἡ φυσικὴ εἶναι ἡ κίνηση, καὶ δὲν μποροῦμε νὰ συλλάβουμε τὴν ἔννοια τῆς κίνησης χωρὶς τὸ χρόνο. Ἔτσι ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου εἶναι βασικὴ γιὰ τὴ φυσική. Ἂς θεωρήσουμε τὸν πιὸ ἁπλὸ νόμο κίνησης ποὺ ἀνακαλύφθηκε ἀπὸ τὸν Γαλιλαῖο καὶ τὸν Καρτέσιο καὶ τυποποιήθηκε ἀπὸ τὸν Νεύτωνα. Ἕνα σῶμα στὸ ὁποῖο δὲν δρᾶ καμιὰ δύναμη, κινεῖται σὲ εὐθεία γραμμὴ μὲ σταθερὴ ταχύτητα. Ἂς μὴν ἀπασχοληθοῦμε ἐδῶ μὲ τὸ τί εἶναι ἡ εὐθεία γραμμή, (αὐτὸ εἶναι τὸ πρόβλημα τοῦ χώρου, τὸ ὁποῖο εἶναι τελείως ἀνάλογο μὲ τὸ πρόβλημα τοῦ χρόνου, ἀλλὰ δὲν θὰ τὸ θίξω ἐδῶ.) Γιὰ νὰ καταλάβουμε τί λέει αὐτὸς ὁ νόμος, χρειάζεται νὰ ξέρουμε τί σημαίνει νὰ κινεῖσαι μὲ σταθερὴ ταχύτητα. Ἡ ἔννοια αὐτὴ ἀπαιτεῖ τὴν ἔννοια τοῦ χρόνου, καθὼς κάτι κινεῖται μὲ σταθερὴ ταχύτητα ὅταν διανύει ἴσα διαστήματα σὲ ἴσους χρόνους.

Μποροῦμε τότε ν' ἀναρωτηθοῦμε: Ὡς πρὸς ποιὸ χρόνο εἶναι ἡ κίνηση σταθερή; Πρόκειται γιὰ τὸν χρόνο κάποιου ἰδιαίτερου ρολογιοῦ; Ἂν ναὶ, πὼς θὰ ξέρουμε ποιὸ ρολόι νὰ διαλέξουμε, ἀφοῦ ὅπως παρατηρήσαμε λίγο πρίν, ὅλα τὰ πραγματικὰ ρολόγια βαθμιαῖα θὰ ἀποσυγχρονιστοῦν τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο. Ἢ μήπως ὁ νόμος ἀναφέρεται σὲ ἕναν ἰδανικὸ ἀπόλυτο χρόνο;

Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι υἱοθετοῦμε τὴν ἄποψη πὼς ὁ νόμος ἀναφέρεται σ' ἕναν ἰδανικὸ ἀπόλυτο χρόνο. Αὐτὸ λύνει τὸ πρόβλημα τῆς ἐπιλογῆς ρολογιοῦ, ἀλλὰ θέτει ἄλλο πρόβλημα ἀφοῦ κανένα ρολόι δὲν μετράει αὐτὸν τὸν φανταστικό, ἰδεατὸ χρόνο. Πῶς θὰ μπορούσαμε νὰ εἴμαστε στ' ἀλήθεια σίγουροι ὅτι ἡ διατύπωση τοῦ νόμου αὐτοῦ εἶναι σωστή, ἂν δὲν ἔχουμε πρόσβαση σ' αὐτὸν τὸν ἀπόλυτο ἰδεατὸ χρόνο; Πῶς θὰ μπορούσαμε νὰ διακρίνουμε ἂν κάποια φαινομενικὴ ἐπιτάχυνση ἢ ἐπιβράδυνση ἑνὸς σώματος ὀφείλεται στὴν ἀποτυχία τοῦ νόμου, ἡ ἁπλῶς στὴν ἀτέλεια τοῦ ρολογιοῦ ποὺ χρησιμοποιοῦμε;

Ὁ Νεύτωνας ὅταν διατύπωσε τοὺς νόμους τῆς κίνησης, διάλεξε νὰ λύσει τὸ πρόβλημα τῆς ἐπιλογῆς ρολογιοῦ, δεχόμενος τὴν ὕπαρξη ἑνὸς ἀπόλυτου χρόνου. Κάνοντας κάτι τέτοιο βρέθηκε ἀντίθετος μὲ τὴν ἄποψη ἄλλων συγχρόνων του, ὅπως ὁ Descartes καὶ ὁ Gottfried Leibniz, οἱ ὁποῖοι πρέσβευαν ὅτι ὁ χρόνος εἶναι μόνο μία ὄψη τῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν πραγματικῶν ἀντικειμένων καὶ τῶν πραγματικῶν διαδικασιῶν στὸν Κόσμο. Ἴσως ἡ δική τους νὰ εἶναι ἡ καλύτερη φιλοσοφία, ἀλλὰ καθὼς ὁ Νεύτωνας ἦταν ἡ αὐθεντία τοῦ καιροῦ του, ἐπικράτησε ἡ ἄποψή του. Ὁ Albert Einstein, ὁ ὁποῖος κατέρριψε τὴν ἄποψη τοῦ Νεύτωνα γιὰ τὸν χρόνο, ἐπαινοῦσε τὸ θάρρος καὶ τὴν κρίση τοῦ Νεύτωνα νὰ πάει κόντρα σ' αὐτὸ ποὺ ἦταν ξεκάθαρα ἡ καλύτερη φιλοσοφικὴ ἐπιλογή, καὶ ἔκανε τὶς συγκεκριμένες ὑποθέσεις γιὰ νὰ ἐπινοήσει μία φυσικὴ ποὺ εἶχε νόημα.

Αὐτὴ ἡ διαμάχη, μεταξύ τῆς ἄποψης τοῦ χρόνου ὡς ἀπόλυτου καὶ προϋπάρχοντος, καὶ τοῦ χρόνου ὡς μίας ἀντανάκλασης τῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν πραγμάτων, μπορεῖ νὰ δοθεῖ γλαφυρὰ μὲ τὸν παρακάτω τρόπο. Φαντασθεῖτε ὅτι τὸ Σύμπαν εἶναι μία σκηνὴ ὅπου ἕνα κουαρτέτο ἐγχόρδων ἤ ἕνα γκροὺπ τῆς τζὰζ πρόκειται νὰ παίξει. Ἡ σκηνὴ καὶ ἡ αἴθουσα εἶναι πρὸς τὸ παρὸν ἄδεια, ἀλλὰ ἐμεῖς ἀκοῦμε ἕνα τὶκ-τάκ, σὰν κάποιος νὰ ἔχει ξεχάσει μετὰ τὴν τελευταία δοκιμή, νὰ κλείσει ἕνα μετρονόμο, ποὺ βρίσκεται σὲ μία γωνιὰ τοῦ κοίλου τῆς ὀρχήστρας. Ὁ μετρονόμος ποὺ χτυπάει στὴν ἄδεια αἴθουσα εἶναι τὸ ἀντίστοιχό τοῦ φανταστικοῦ ἀπόλυτου χρόνου τοῦ Νεύτωνα, ὁ ὁποῖος προχωράει αἰώνια μὲ σταθερὸ ρυθμό, πρὶν καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ καθετὶ ποὺ ὑπάρχει πραγματικὰ ἤ συμβαίνει στὸ Σύμπαν. Οἱ μουσικοὶ εἰσέρχονται, τὸ Σύμπαν ξαφνικὰ δὲν εἶναι ἄδειο ἀλλὰ μπαίνει σὲ κίνηση, καὶ ἀρχίζουν νὰ παίζουν ὑφαίνοντας ὁ καθένας τὴ δική του ρυθμικὴ τέχνη. Τώρα ὁ χρόνος ποὺ εἰσέρχεται στὴ μουσική τους δὲν εἶναι ὁ ἀπόλυτος προϋπάρχων χρόνος τοῦ μετρονόμου. Εἶναι ἕνας σχετικὸς χρόνος βασισμένος στὴν ἀνάπτυξη πραγματικῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν μουσικῶν φράσεων. Τὸ ξέρουμε ὅτι εἶναι ἔτσι ἐπειδὴ οἱ μουσικοὶ δὲν ἀκοῦνε τὸ μετρονόμο. Ἀκοῦνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, καὶ ἀνάμεσα στὶς μουσικὲς ἐναλλαγές τους, παράγουν ἕνα χρόνο στὴ συγκεκριμένη θέση καὶ στὴν παροῦσα στιγμὴ μέσα στὸ Σύμπαν.

Ὅμως πάντα ὁ μετρονόμος βρίσκεται στὴ γωνιά του καὶ χτυπάει χωρὶς ν' ἀκούγεται ἀπὸ τοὺς μουσικούς. Γιὰ τὸν Νεύτωνα ὁ χρόνος τῶν μουσικῶν, ὁ σχετικὸς χρόνος δὲν εἶναι παρὰ μία σκιὰ τοῦ πραγματικοῦ, ἀπόλυτου χρόνου τοῦ μετρονόμου. Κάθε ρυθμὸς ποὺ ἀκούγεται, ὅπως καὶ ὁ χτύπος κάθε πραγματικοῦ φυσικοῦ ρολογιοῦ, ἀκολουθεῖ ἀτελῶς τὸν πραγματικό, ἀπόλυτο χρόνο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, γιὰ τὸν Leibniz καὶ ἄλλους φιλοσόφους, ὁ μετρονόμος εἶναι μία φαντασία ποὺ μᾶς τυφλώνει μπροστὰ σ' αὐτὸ ποὺ συμβαίνει πραγματικά. Ὁ μόνος χρόνος εἶναι αὐτὸς ποὺ ὑφαίνουν οἱ μουσικοὶ μὲ τὴν μουσική τους.

Ἡ διαμάχη μεταξὺ ἀπόλυτου καὶ σχετικοῦ χρόνου ἀντανακλᾶ τὴν ἱστορία τῆς φυσικῆς καὶ φιλοσοφίας καὶ ὀρθώνεται μπροστὰ μας στὶς μέρες μας, καθὼς προσπαθοῦμε νὰ καταλάβουμε ποιὰ ἔννοια τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου πρόκειται ν' ἀντικαταστήσει αὐτὴν τοῦ Νεύτωνα. Ἂν δὲν ὑπάρχει ἀπόλυτος χρόνος, τότε οἱ νόμοι τῆς κίνησης τοῦ Νεύτωνα δὲν ἔχουν νόημα. Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ τοὺς ἀντικαταστήσει πρέπει νὰ εἶναι ἕνα διαφορετικὸ εἶδος χρόνου ποὺ νὰ ἔχει νόημα ὅταν κανεὶς μετράει τὸν χρόνο μὲ ὁποιοδήποτε ρολόι. Αὐτὸ ποὺ μᾶς χρειάζεται εἶναι ἕνας "δημοκρατικὸς" μᾶλλον χρόνος, παρὰ ἕνας "ἀριστοκρατικὸς" χρόνος, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ἔνδειξη ὁποιουδήποτε ρολογιοῦ ὅσο ἀτελὴς καὶ ἂν εἶναι, εἶναι ἰσότιμη μὲ ὁποιουδήποτε ἄλλου.

Ὁ Leibniz βέβαια δὲν μπόρεσε ποτὲ νὰ ἐπινοήσει ἕνα τέτοιο νόμο. Ὁ Einstein ὅμως μπόρεσε καὶ πρόκειται γιὰ μία ἀπὸ τὶς μεγάλες ἐπιτυχίες τῆς Γενικῆς Θεωρίας τῆς Σχετικότητας, ὅτι βρέθηκε ἕνας τρόπος νὰ ἐκφράσουμε τοὺς νόμους κίνησης κατὰ τρόπο ὥστε νὰ ἔχουν νόημα ὁποιοδήποτε ρολόι καὶ ἂν χρησιμοποιήσει κανείς. Κατὰ παράδοξο τρόπο αὐτὸ γίνεται μὲ τὴν ἀπαλοιφὴ κάθε ἀναφορᾶς στὸ χρόνο μέσα στὶς βασικὲς ἐξισώσεις τῆς θεωρίας. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ τὸν χρόνο γενικὰ καὶ ἀφηρημένα. Μποροῦμε μόνο νὰ περιγράφουμε πῶς ἀλλάζει τὸ Σύμπαν μὲ τὸν χρόνο ἂν ὅμως ποῦμε πρῶτα στὴ θεωρία, ἀκριβῶς ποιὲς πραγματικὲς φυσικὲς διαδικασίες θὰ χρησιμοποιηθοῦν ὡς ρολόγια γιὰ νὰ μετροῦν τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου.

Ἂν εἶναι ἔτσι λοιπὸν τὰ πράγματα, γιατί λέω πὼς δὲν γνωρίζω τί εἶναι πραγματικὰ ὁ χρόνος; Τὸ πρόβλημα εἶναι ὅτι ἡ Γενικὴ Σχετικότητα εἶναι μόνο ἡ μισὴ ἐπανάσταση τῆς φυσικῆς του 20ου αἰώνα, γιατί ὑπάρχει ἐπίσης καὶ ἡ κβαντικὴ θεωρία. Καὶ ἡ κβαντικὴ θεωρία ποὺ ἀναπτύχθηκε ἀρχικὰ γιὰ νὰ ἐξηγήσει τὶς ἰδιότητες τῶν ἀτόμων καὶ τῶν μορίων, χρησιμοποιεῖ τὴν σύμβαση τοῦ Νεύτωνα γιὰ ἕναν ἀπόλυτο χρόνο.

Ἔτσι στὴ θεωρητικὴ φυσικὴ ἔχουμε ἐπὶ τοῦ παρόντος, ὄχι μία ἀλλὰ δύο θεωρίες. Τὴν Σχετικότητα καὶ τὴν Κβαντομηχανική, καὶ αὐτὲς βασίζονται σὲ διαφορετικὲς συμβάσεις γιὰ τὸν χρόνο.

Τὸ κεντρικὸ πρόβλημα τῆς θεωρητικῆς φυσικῆς ἐπὶ τοῦ παρόντος εἶναι νὰ συνδυάσει τὴν Γενικὴ Σχετικότητα καὶ τὴν Κβαντομηχανικὴ σὲ μία ἑνιαία θεωρία τῆς φυσικῆς, ἡ ὁποία νὰ μπορεῖ τελικὰ ν' ἀντικαταστήσει τὴ Νευτώνεια θεωρία ποὺ ξεπεράστηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ προηγούμενου αἰώνα. Καὶ πράγματι τὸ ἐμπόδιο κλειδὶ γιὰ νὰ τὸ πετύχουμε αὐτὸ εἶναι ὅτι οἱ δύο θεωρίες περιγράφουν τὸν Κόσμο μὲ διαφορετικὲς σημασίες τοῦ χρόνου. Ἂν κάποιος δὲν θέλει νὰ πάει πίσω καὶ νὰ στηρίξει αὐτὴ τὴν ἐνοποίηση στὴν παλιὰ Νευτώνεια σημασία τοῦ χρόνου, εἶναι καθαρὸ ὅτι πρέπει νὰ φέρουμε τὴν ἀντίληψη τοῦ Leibniz γιὰ τὸν χρόνο μέσα στὴν κβαντικὴ θεωρία. Κάτι τέτοιο δὲν εἶναι ἀτυχῶς καὶ τόσο εὔκολο.

Τὸ πρόβλημα εἶναι ὅτι ἡ κβαντικὴ μηχανικὴ ἐπιτρέπει πολλὲς διαφορετικὲς καὶ φαινομενικὰ ἀντιφατικὲς καταστάσεις νὰ ὑπάρχουν συγχρόνως, ὅσο αὐτὲς ὑπάρχουν σ' ἕνα εἶδος "σκιᾶς" δηλαδὴ "δυνάμει πραγματικότητας". (Γιὰ νὰ τὸ ἐξηγήσω αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ γράψω ἄλλη μία πραγματεία μεγέθους ὅπως ἡ παροῦσα πάνω στὴν κβαντικὴ θεωρία). Αὐτὸ ἐφαρμόζεται ἐπίσης καὶ στὰ ρολόγια, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἡ γνωστὴ γάτα τοῦ Schrodinger τῆς κβαντικῆς θεωρίας, μπορεῖ νὰ ὑπάρχει σὲ μία κατάσταση ὥστε νὰ εἶναι συγχρόνως δυνάμει νεκρὴ καὶ δυνάμει ζωντανή. Παρόμοια ἕνα ρολόι μπορεῖ νὰ ὑπάρχει σὲ μία κατάσταση στὴν ὁποία αὐτὸ δουλεύει μὲ τὸν συνηθισμένο τρόπο ἀλλὰ συγχρόνως τρέχει καὶ πρὸς τὰ πίσω. Ἔτσι ἂν ὑπῆρχε μία κβαντικὴ θεωρία τοῦ χρόνου θὰ εἶχε νὰ κάνει ὄχι μόνο μὲ τὴν ἐλευθερία ἐπιλογῆς διαφορετικῶν φυσικῶν ρολογιῶν γιὰ νὰ μετροῦν τὸ χρόνο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ σύγχρονη παρουσία, τουλάχιστον δυνητικά, πολλῶν διαφορετικῶν ρολογιῶν. Τὸ πρῶτο, τὸ μάθαμε ἀπὸ τὸν Einstein πῶς νὰ τὸ κάνουμε. Τὸ δεύτερο ἔχει μέχρι τώρα ἀποδειχθεῖ ὅτι βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὴ φαντασία μας.

Ἔτσι τὸ πρόβλημα τί εἶναι ὁ χρόνος παραμένει ἄλυτο. Ἀλλὰ πρόκειται γιὰ κάτι ἀκόμα χειρότερο, ἀφοῦ ἡ σχετικότητα φαίνεται νὰ ἀπαιτεῖ ἄλλες μεταβολὲς στὴ σύλληψη τοῦ χρόνου. Μία ἀπὸ αὐτὲς ἀφορᾶ τὴν εἰσαγωγική μου ἐρώτηση, ἂν ὁ χρόνος μπορεῖ ν' ἀρχίζει ἢ νὰ τελειώνει ἢ ἂν ρέει αἰώνια. Ἡ Σχετικότητα πάντως εἶναι μία θεωρία στὴν ὁποία ὁ χρόνος μπορεῖ ν' ἀρχίζει καὶ νὰ σταματάει. Μία περίσταση στὴν ὁποία συμβαίνει κάτι τέτοιο εἶναι στὸ ἐσωτερικὸ μίας μαύρης τρύπας. Μία μαύρη τρύπα εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς κατάρρευσης ἑνὸς ἄστρου μεγάλης μάζας, ὅταν πιὰ ἔχουν τελειώσει ὅλα τὰ πυρηνικὰ καύσιμά του καὶ παύει νὰ παράγει ἐνέργεια ὡς ἄστρο. Ἅπαξ καὶ δὲν παράγει πιὰ θερμότητα, τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατήσει ἕνα ἄστρο μεγάλης μάζας ἀπὸ τὴν κατάρρευση ποὺ προκαλεῖ ἡ ἴδια ἡ βαρυτικὴ ἕλξη τοῦ ἄστρου. Αὐτὴ ἡ διαδικασία αὐτοτροφοδοτεῖται, διότι ὅσο πιὸ μικρὸ γίνεται τὸ ἄστρο τόσο πιὸ ἰσχυρὴ εἶναι ἡ δύναμη μὲ τὴν ὁποία ἕλκονται μεταξύ τους τὰ μέρη του. Μία συνέπεια αὐτοῦ εἶναι ὅτι φθάνει σ' ἕνα σημεῖο στὸ ὁποῖο γιὰ νὰ διαφύγει κάτι ἀπὸ τὴ βαρυτικὴ ἕλξη τοῦ ἄστρου πρέπει νὰ κινεῖται ταχύτερα ἀπὸ τὸ φῶς. Ἐπειδὴ λοιπὸν τίποτα δὲν κινεῖται ταχύτερα ἀπὸ τὸ φῶς, τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ διαφύγει. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ τὸ ἀποκαλοῦμε μαύρη τρύπα, γιατί οὔτε ἀκόμα καὶ τὸ φῶς δὲν μπορεῖ νὰ διαφύγει ἀπ' αὐτό.

Παρόλα αὐτά, ἂς ἀφήσουμε αὐτὸ τὸ θέμα καὶ ἂς δοῦμε τί συμβαίνει στὸ ἴδιο τὸ ἄστρο. Μόλις γίνει ἀόρατο σέ μᾶς, χρειάζεται ἀκόμα λίγο χρόνο γιὰ νὰ συμπιεστεῖ τὸ ἄστρο στὸ σημεῖο ὅπου ἀπειρίζεται ἡ πυκνότητά του καὶ ἀπειρίζεται ἐπίσης καὶ τὸ βαρυτικό του πεδίο. Τὸ πρόβλημα εἶναι, τί συμβαίνει στὴ συνέχεια; Ἀλλὰ τί σημαίνει στ' ἀλήθεια ἡ φράση: "στὴ συνέχεια"; Ἂν ὁ χρόνος ἀποκτᾶ σημασία μόνο μὲ τὴν κίνηση τῶν φυσικῶν ρολογιῶν, τότε πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι ὁ χρόνος σταματάει στὸ ἐσωτερικὸ μίας μαύρης τρύπας. Διότι ὅταν τὸ ἄστρο φτάσει τὴν κατάσταση τῆς ἄπειρης πυκνότητας καὶ ἄπειρου βαρυτικοῦ πεδίου, καμιὰ περαιτέρω μεταβολὴ δὲν μπορεῖ νὰ συμβεῖ, καὶ καμιὰ φυσικὴ διεργασία δὲν μπορεῖ νὰ συνεχιστεῖ, ποὺ νὰ δίνει νόημα στὸν χρόνο. Ἔτσι ἡ θεωρία ἁπλὰ ἐπιβεβαιώνει ὅτι ὁ χρόνος σταματάει.

Τὸ πρόβλημα εἶναι στὴν πραγματικότητα χειρότερο ἀπ' αὐτό, διότι ἡ Γενικὴ Σχετικότητα ἐπιτρέπει σὲ ὁλόκληρο τὸ Σύμπαν νὰ καταρρεύσει σὰν μαύρη τρύπα. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ χρόνος σταματάει παντοῦ. Μπορεῖ ἐπίσης νὰ ἐπιτρέψει στὸν χρόνο νὰ ξεκινήσει. Στὴν πραγματικότητα ἔτσι ἐννοοῦμε τὸ Big Bang, τὴν πιὸ δημοφιλῆ σημερινὴ θεωρία γιὰ τὴν προέλευση τοῦ Σύμπαντος.

Ἴσως τὸ κεντρικὸ πρόβλημα ποὺ ἀντιμετωπίζουμε ὅλοι ἐμεῖς ποὺ προσπαθοῦμε νὰ συνδυάσουμε τὴν Σχετικότητα μὲ τὴν Κβαντομηχανικὴ νὰ εἶναι: τί συμβαίνει στὸ ἐσωτερικὸ μίας μαύρης τρύπας; Ἂν ὁ χρόνος πραγματικὰ σταματάει ἐκεῖ, τότε πραγματικὰ πρέπει νὰ σκεφτοῦμε ὅτι ὁ χρόνος σταματάει παντοῦ στὸ Σύμπαν ὅταν αὐτὸ καταρρεύσει. Ἀπεναντίας ἂν δὲν σταματάει, τότε πρέπει νὰ σκεφτοῦμε ἕναν ὁλόκληρο ἀέναο κόσμο, στὸ ἐσωτερικὸ μίας μαύρης τρύπας, ὁ ὁποῖος βρίσκεται γιὰ πάντα ἔξω ἀπὸ τὴν ὅρασή μας. Ἐπιπλέον αὐτὸ δὲν εἶναι ἕνα θεωρητικὸ πρόβλημα, διότι μία μαύρη τρύπα σχηματίζεται κάθε φορὰ ποὺ ἕνα ἀστέρι μεγάλης μάζας φτάνει στὸ τέλος τῆς ζωῆς του καὶ καταρρέει. Τὸ μυστήριο αὐτὸ λοιπὸν συμβαίνει κάπου στὸ ἀχανὲς Σύμπαν ποὺ παρατηροῦμε, ἴσως καὶ 100 φορὲς τὸ δευτερόλεπτο.


Τί εἶναι λοιπὸν ὁ χρόνος; Εἶναι τὸ μεγαλύτερο μυστήριο; Ὄχι, τὸ μεγαλύτερο μυστήριο πρέπει νὰ εἶναι, ὅτι ὁ καθένας μας εἶναι ἐδῶ γιὰ ἕνα σύντομο χρονικὸ διάστημα, καὶ αὐτὸ ποὺ τὸ Σύμπαν μᾶς ἐπιτρέπει στὸ πλαίσιο τῆς ὕπαρξής μας εἶναι νὰ θέτουμε τέτοιες ἐρωτήσεις. Καὶ νὰ μεταβιβάζουμε ἀπὸ παιδικὴ ἡλικία σὲ παιδικὴ ἡλικία τὴ χαρὰ τῆς ἀναζήτησης, τῆς ἐρώτησης καὶ τῆς μεταβίβασης τῆς γνώσης γιὰ τὸ τί ξέρουμε καὶ τί δὲν ξέρουμε.

Ποιὸς εἶναι;

Νίκων Κουτσίδης (Ἀρχιμανδρίτης)








Ὁ μεγαλύτερος θεωρητικὸς φυσι­κὸς τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, ἴσως καὶ ὁ σπουδαιότερος τῶν δύο-τριῶν τελευ­ταίων αἰώνων, εἶναι ὁ Ἀλβέρτος Ἀϊν­στάιν.



Στὴν ἐφημερίδα ΒΗΜΑ (24/2/2002) ἀναδημοσιεύθηκε συνέντευξη τοῦ διά­σημου αὐτοῦ ἐπιστήμονα, ποὺ εἶχε δοθεῖ τὸ 1930. Σ' αὐτήν, εἶπε ἀνάμεσα στὰ ἀλλὰ καὶ τὰ ἑξῆς:



-Ἐρώτηση: Δέχεσθε τὴν ἱστορικὴ ὕπαρξη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ;



-Ἀπάντηση: Ἀσφαλῶς. Δὲν ἔχω καμμιὰ ἀμφιβολία. Κανένας δὲν μπο­ρεῖ νὰ διαβάσει τὸ Εὐαγγέλιο δίχως νὰ νιώσει τὴν πραγματικὴ παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ προσωπικότητά Του βρίσκεται μέσα σὲ κάθε λέξη. Καμμιὰ ἄλλη διήγηση δὲν εἶναι ἐμπλουτισμένη μὲ τόση ζωή, ὅσο οἱ ἱστορίες τῆς Καινῆς Διαθήκης. Εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὴ ἡ ἐντύπωση ποὺ μᾶς δημιουργοῦν οἱ διάφοροι ἥρωες -πρόσωπα μυθικὰ καὶ ἱστορικά- τῆς ἀνθρωπότητας. Κανένας ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἔχει τὴν αὐθεντικὴ ζωντάνια τοῦ Ἰησοῦ.



* * *



Ὁ Ἀϊνστάιν ἦταν Ἑβραῖος. Ὁ ἴδιος δήλωνε ὅτι πίστευε στὸ Θεό. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ τρόπος ποὺ μιλοῦσε γιὰ τὸν Χριστό, ἦταν πολὺ ἐντυπωσιακός.



* * *



Πόσοι, ὅμως, ἀπό μᾶς, τοὺς λεγό­μενους Χριστιανούς, θὰ μιλούσαμε γιὰ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, μὲ τέτοιο ἐνθουσιασμό;



Γιατί, ὅμως, νὰ μὴν μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε;



1. Γιατί δὲν Τὸν γνωρίζουμε καλά. Δὲν φροντίσαμε νὰ καταλάβουμε ὅτι αὐτὸς εἶναι δημιουργός τοῦ σύμπα­ντος. Καὶ σωτήρας μας. Καὶ γι' αὐτὸ καὶ λίγο τὸν ἀγαπᾶμε!



2. Γιατί δὲν γνωρίζουμε καλὰ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ὅτι δηλ. ὁ Χριστὸς θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθειά Του (=τὸ πρόσωπό Του!). Νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὴν δυστυχία τῆς ζωῆς μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ χωρὶς τὸν Χριστό.



3. Γιατί, ὡς ἄνθρωποι, δελεαζόμα­στε ὑπερβολικὰ ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τῆς παρούσης ζωῆς καὶ ἀπὸ τὴν μέριμνα γιὰ τὴν ἀπόκτησή τους. Χάνουμε ἔτσι ἀπὸ τὸν πνευματικό μας ὁρίζοντα τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.



* * *



Συνεπῶς, εἶναι χρέος μας μὲ τὴν μελέτη καὶ τὴν προσευχὴ νὰ ἐφαρμό­σουμε τὰ λόγια του Κυρίου:



-Μάθετε ἀπὸ μένα ὅτι εἶμαι πράος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιὰ καὶ θὰ βρεῖτε ψυχικὴ ἀνάπαυση (Ματθ. 11,29).

Θρησκεία ἢ Ἐκκλησία

Πατρῶνος Γεώργιος (Ὁμοτ. Καθηγητής τοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν)











Πρόσφατα ἔγινε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Πεντέλης μιὰ ἡμερίδα ἀπὸ τοὺς Μεταπτυχιακοὺς Φοιτητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν μὲ θέμα: «Θρησκεία ἢ Ἐκκλησία», ἐὰν δηλαδὴ ὁ Χριστιανισμὸς πρέπει νὰ κατανοεῖται ὡς ἕνα ἱστορικὸ θρησκειολογικὸ φαινόμενο ἢ ὡς μιὰ ἀποκεκαλυμμένη ἐκκλησία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Μοῦ προξένησε μεγάλη ἐντύπωση, ὅτι ὑπῆρχαν στὸ Συνέδριο αὐτὸ εἰσηγητὲς ἀπὸ ὅλους σχεδὸν τοὺς χώρους τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς σκέψης, ἀπὸ τὸν ἱστορικό, φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό, θρησκειολογικό, συστηματικῆς θεολογίας καὶ πατρολογίας, ἀλλὰ περιέργως ἀπουσίαζε κάποια εἰσήγηση ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς βιβλικῆς θεολογίας. Καὶ νομίζω, ὅτι ἔχει ἐνδιαφέρον νὰ γνωρίζουμε ποιά εἶναι ἡ θέση τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης στὸ θέμα τῆς θρησκείας καὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ πῶς βίωσαν τὴ νέα πραγματικότητα οἱ Μαθητὲς καὶ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου.



Βέβαια, ἐκεῖ στὸ Συνέδριο, μοῦ δόθηκε ἡ δυνατότητα νὰ κάνω μιὰ αὐθόρμητη καὶ μικρὴ σχετικὴ παρέμβαση ὡς βιβλικὸς θεολόγος ποὺ εἶμαι. Θὰ ἤθελα, ὅμως, καὶ ἀπὸ τὸ βῆμα αὐτὸ νὰ ἐκθέσω ἀναλυτικότερα τὴ δική μου προσωπικὴ προβληματικὴ γιὰ ἕνα θέμα τόσο βασικὸ καὶ οὐσιαστικό, ποὺ συζητεῖται μάλιστα ἐπίμονα τὸν τελευταῖο καιρὸ καὶ στὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ἔχει ἐνδιαφέρουσες προεκτάσεις στὸ χῶρο τῆς ποιμαντικῆς διακονίας καὶ τῆς Ἐκκλησίας γενικότερα, ποὺ ὑπηρετεῖ σεμνὰ καὶ ἀθόρυβα καὶ τὸ περιοδικὸ αὐτὸ Ἐφημέριος.





1. Ἡ θέση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης



Ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν πρώτων κεφαλαίων τοῦ βιβλίου Γένεσις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διαπιστώνει κανείς, ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε ἀρχικὰ τὴν κτίση καὶ τὴ φύση «καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῇ κατ' εἶδος καὶ καθ' ὁμοιότητα» (Βλ. Γεν. 1, 12) καὶ μετὰ «ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν αὐτοῦ» (Βλ. Γεν. 1, 2627), ποὺ σημαίνει ὅτι δημιούργησε μιὰ κοινωνία καὶ κοινότητα ἀνθρώπων, μιὰ εὐλογημένη ἀνθρωπότητα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο μὲ τὴ δυνατότητα ἄμεσης προσωπικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Δημιουργό. Ὁ Θεός, ἑπομένως, δημιουργεῖ κοινωνία καὶ κοινότητα ἀνθρώπων, δημιουργεῖ ἐκκλησία ἑνότητας προσώπων καὶ ἀγάπης. Δὲν φαίνεται πουθενὰ ὁ Θεὸς νὰ δημιουργεῖ κάποια θρησκεία, μιὰ ὑπέρτατη ἐξουσία ποὺ θὰ ὑποδουλώνει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ θὰ ἐλέγχει τὴν προσωπικὴ βούληση καὶ θέληση πρὸς τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται ἀπαρχῆς σὲ μιὰ διαρκῆ καὶ ζῶσα κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς του συνανθρώπους. Αὐτὸ συνιστᾶ ἀσφαλῶς καὶ τὴν οὐσία τῆς ἐκκλησίας.



Ἡ αὐτονόμηση, ὅμως, τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ προσπάθεια αὐτοθέωσής του καὶ ἡ ἀνυπακοὴ ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ βίωσης τῆς ἀγάπης μεταξύ τους, θέτει τελικὰ τὸν ἄνθρωπο-Ἀδὰμ ἐκτὸς τῆς Ἐδὲμ καὶ ἐκτὸς τῆς κοινωνίας-ἐκκλησίας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔξοδος αὐτὴ στὴ χώρα τῆς ἐρήμου, τῆς ἀπώλειας καὶ τοῦ θανάτου συνιστᾶ ἔκπτωση καὶ κατ' ἐπέκταση «θρησκειολογικὴ» αἵρεση. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, κατὰ συνέπεια, ἔχει ὡς βασικὴ ἀξία καὶ θέτει ὡς κέντρο τῆς ζωῆς στὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξη κάθε ἀνθρώπινης προσπάθειας τὴν ἐνεργοποίηση καὶ βίωση αὐτῆς τῆς θείας ἑνότητας καὶ τῆς ἀγάπης, σὲ μιὰ σχέση χαρισματικῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ λαό Του καὶ τὴν ἐκκλησία Του.



Εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρον, ἐὰν ἀνοίξει κανεὶς τὴν Concordance ἢ τὸ Ταμεῖον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἰδεῖ, ὅτι σὲ ὅλα τὰ ἱερὰ κείμενα παρουσιάζονται μόνο ἑπτὰ χωρία ποὺ ἀναφέρονται στοὺς ὅρους «θρησκεία» καὶ «θρησκεύειν». Καὶ μάλιστα σ' αὐτὰ τὰ χωρία ὑπάρχει μιὰ ἀπορρητικὴ καὶ ἀπωθητικὴ ἔννοια, ἀφοῦ ἡ θρησκεία σχετίζεται ὡς ἀρνητικὸ μέγεθος μὲ τὰ εἴδωλα καὶ τὴν εἰδωλολατρία (Βλ. Σοφία Σολομ. 11, 15• 14, 16• 14, 18• 14, 27• Σοφία Σειρὰχ 22,5• Δʹ Μακ. 5, 6• 5, 13). Ἡ θρησκεία κατὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀντὶ νὰ θεραπεύει καὶ νὰ ὑψώνει τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ καλό, τὸν ταπεινώνει οὐσιαστικὰ ὡς λογικὸ ὂν ποὺ εἶναι μὲ τὴ λατρεία «ἀλόγων ἑρπετῶν» καὶ ἀψύχων «γλυπτῶν» (Σοφία Σολομ. 11, 15• 14, 16) καὶ συγχρόνως τὸν «καταισχύνει» στὴν ἱστορία ὡς ἀνθρώπινη πνευματικὴ ὕπαρξη (Σοφία Σειρὰχ 22, 5). Ἄρα ἡ θρησκεία ἐδῶ λειτουργεῖ ἀρνητικὰ καὶ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸ «καλὸν λίαν» τῆς δημιουργίας. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸ κακὸ καὶ δὲν εἶναι δημιουργὸς καμιᾶς θρησκείας εἴτε εἰδωλολατρικῆς καὶ πολυθεϊστικῆς εἴτε «ἀποκαλυπτικῆς» καὶ μονοθεϊστικῆς. Αὐτὰ εἶναι ἀνθρώπινα δημιουργήματα, ἔστω ἀπὸ ἱκανοὺς καὶ «χαρισματικοὺς» ἀνθρώπους τῆς ἱστορίας (Ἰουδαϊσμός-Μωυσῆς, Βουδισμός-Βούδας, Ἰσλαμισμός-Μωάμεθ κ.λπ.).



Ἀντίθετα, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη δείχνει ἕνα ἰδιαίτερο καὶ ἐντυπωσιακὸ ἐνδιαφέρον σχετικὰ μὲ τὴν ἔννοια καὶ τὸν ὅρο «ἐκκλησία», τὴν ὁποία μάλιστα ἀνάγει στὴν ἀγαπητικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν χαρακτηρίζει ὡς τὴν ὕψιστη λειτουργία ζωῆς γιὰ ὁλοκλήρωση καὶ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ χωρία τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στοὺς ὅρους «ἐκκλησία» καὶ «ἐκκλησιάζειν» ὑπερβαίνουν τὴ μία ἑκατοντάδα καὶ παρουσιάζονται σὲ ὅλα σχεδὸν τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐνῶ γιὰ τὴν ἔννοια τῆς «θρησκείας» ἐνδιαφέρεται ἀποσπασματικὰ μόνο ἡ σοφιολογία τῶν ἱερῶν κειμένων, ὅπως εἴδαμε πιὸ πάνω, καὶ αὐτὸ ἔχει τὴ σημασία του.



Ἐπειδή, ὅμως, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀναφερθοῦμε ἐδῶ σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ εὖρος τῶν σχετικῶν χωρίων, θὰ περιορισθοῦμε μόνο σὲ μερικὲς βασικὲς παραμέτρους ποὺ νοηματοδοτοῦν τὴν οὐσία καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ παλαιοδιαθηκικοῦ αὐτοῦ ὅρου «ἐκκλησία». Ἔχει ἐνδιαφέρον νὰ τονισθεῖ, ὅτι ὅλα σχεδὸν τὰ χωρία αὐτὰ συγκλίνουν στὴ σχέση κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ λαό Του μὲ μιὰ ἔννοια καθαρὰ ἀποκαλυπτικὴ καὶ σωτηριολογική. Ἔτσι, ἡ ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς ὁ ἀποκλειστικὸς χῶρος, ὁ «οἶκος» τοῦ Κυρίου, ὅπου οὐσιαστικὰ κατοικεῖ ὁ Θεὸς καὶ ἐνεργοποιεῖται ἡ πρόνοια καὶ ἡ ἀγάπη του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους (Δευτ. 23, 1-3• Αʹ Παραλ. 28, 8).



Κατὰ συνέπεια, ἔχουμε μιὰ «ἐκκλησία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ» (Κριταὶ 20, 2• Ἰουδὶθ 14, 6), μιὰ «ἐκκλησία» τοῦ λαοῦ Ἰσραὴλ (Γʹ Βασ. 8, 14• Aʹ Παραλ. 13, 2) ἢ «τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ» (Σοφία Σειρὰχ 50, 20). Καὶ γιὰ νὰ μὴν μᾶς δημιουργηθεῖ ἡ ἐντύπωση, ὅτι ἔχουμε μιὰ «ἐκκλησία» κλειστὴ καὶ περιχαρακωμένη γεωγραφικὰ καὶ ἐθνικά, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἀνοίγεται πρὸς τὰ ἔθνη καὶ ὁμιλεῖ γιὰ μιὰ «ἐκκλησία λαῶν πολλῶν» καὶ ἐθνῶν (Ἔσδρας 32, 3).



Ἀκόμη ἡ «ἐκκλησία» ὡς πνευματικὴ πραγματικότητα, ὡς «ἐκκλησία τοῦ Ὑψίστου» (Σοφία Σειρὰχ 24, 2) καὶ «ἐκκλησία τῶν προφητῶν» (Αʹ Βασ. 19, 20), στὴν ἱστορική της παρουσία καὶ ὀντότητα καλεῖται νὰ γίνει «ἐκκλησία ἁγίων» (Ψαλμ. 88, 5) καὶ «ἐκκλησία ὁσίων» (Ψαλμ. 149, 1), ἄρα «ἐκκλησία τῶν πιστῶν» τοῦ Θεοῦ (Αʹ Μακ. 3, 13) καὶ «ἐκκλησία» ἁγιασμοῦ τῶν ἀνθρώπων (Ἰωὴλ 2, 16). Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ «ἐκκλησία» τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀποκαλυπτικὴ καὶ σωτηριολογικὴ πραγματικότητα στὴν ἱστορική της ἔκφραση νοεῖται μόνο ὡς ἐκκλησία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων, ἐκκλησία ἁγιασμοῦ καὶ διακονίας καὶ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ ἀποκαλοῦμε «θρησκεία» ὡς ἱστορικὸ μόρφωμα ἄσκησης κοσμικῆς ἐξουσίας, ποὺ ἡ δύναμή της στηρίζεται στὸ «νόμο» καὶ ὄχι στὴ χάρη.





2. Ὁ Χριστιανισμὸς ὡς «Θρησκεία ἢ Ἐκκλησία» κατὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη



Ἡ Καινὴ Διαθήκη, ἀκολουθώντας τὴν ἀποκαλυπτικὴ παράδοση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν Προφητῶν καὶ τοῦ παλαιοῦ Ἰσραὴλ ὡς λαοῦ τοῦ Θεοῦ, κάνει καὶ αὐτὴ σαφῆ διάκριση μεταξὺ θρησκείας καὶ ἐκκλησίας. Ὁ Χριστιανισμός, ὡς γνωστόν, ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ὀρθοδόξους θεολόγους δὲν ἀντιμετωπίζεται ὡς μιὰ μονοθεϊστικὴ θρησκεία, ἡ ὁποία ἐμφανίζεται καὶ ἑδραιώνεται σὲ κάποια ἱστορικὴ στιγμή, ἀλλὰ οἱ ἀπαρχὲς τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἐκκλησίας ἀνάγονται ἱστορικὰ στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καὶ φθάνει ἐσχατολογικὰ ἕως τοῦ «τέλους» τῶν αἰώνων, μὲ μιὰ ἔννοια τριαδολογική, κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἄρα, ἡ ἐκκλησία ἔχει τὴν ἀρχή της στὴν πρωτολογία, δομεῖται στὴν ἱστορία καὶ ἀνακεφαλαιοῦται στὴν ἐσχατολογία, ὅπου καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Πορευόμαστε, λοιπόν, ὡς κοινωνία καὶ ἐκκλησία ἀπὸ τὴν Ἐδὲμ στὴν ἔρημο τῆς ἱστορίας καὶ καταλήγουμε στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.



Ἐὰν ἀνατρέξουμε συγκεκριμένα στὰ ἱερὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, θὰ διαπιστώσουμε καὶ πάλι μὲ ἔκπληξη, ὅτι τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἱερῶν συγγραφέων γιὰ τὸ θέμα τῆς θρησκείας εἶναι πολὺ περιορισμένο καὶ ἀνέρχεται σὲ τέσσερα μόνο χωρία (Πράξ. 26, 5· Κολοσ. 2, 18· Ἰακ. 1, 26· 1, 27) καὶ ἔχει ἀρνητικὴ σημασία. Ἐδῶ ἡ θρησκεία χαρακτηρίζεται ὡς «αἵρεσις» τῶν Φαρισαίων (Πράξ. 26, 5) μὲ τὴν ἄσκηση πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς ἐξουσίας, ποὺ συχνὰ ἡ «αἵρεσις» αὐτὴ ἐκτρέπεται καὶ σὲ θρησκευτικὴ λατρευτικὴ τυπολατρία γιὰ λόγους ἐντυπωσιασμοῦ (Κολοσ. 2, 18).



Μὲ τὴν ἀπόκλιση αὐτὴ ἀποβαίνει νὰ εἶναι μιὰ «μάταιος θρησκεία» καὶ ἀσφαλῶς «ἀπάτη», ἐὰν δὲν ἀσκεῖ ἔργα φιλαθρωπίας καὶ ἀγάπης (Ἰακ. 1, 26). Ἡ θρησκεία, ὅμως, ἐὰν θέλει νὰ εἶναι μιὰ θετικὴ πνευματικὴ παρέμβαση, ἔστω περιορισμένης ἀξίας στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων, τότε ὁ μόνος δρόμος ποὺ τῆς ἀπομένει εἶναι αὐτὸς τῆς αὐτοκάθαρσης ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς ἐκτροπῆς της καὶ τῆς ἀποφυγῆς τῶν πιστῶν της ἀπὸ τὶς ἐπιρροὲς τῶν ἁμαρτωλῶν διασυνδέσεών της καὶ τῆς ἐκκοσμίκευσης τῆς ἐξουσίας της (βλ. Ἰακ. 1, 27).



Ἀντίθετα, ὁ ὅρος «ἐκκλησία» μὲ θετικὴ σημασία καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπως καὶ στὴν Παλαιά, εἶναι σὲ εὐρύτατη χρήση καὶ ἀπαντᾶ σὲ ἑκατὸν δεκαπέντε χωρία, μὲ ἰδιαίτερο θεολογικὸ καὶ σωτηριολογικὸ ἐνδιαφέρον. Ἡ ἱστορικὴ παρουσία τῆς ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐσχατολογικὴ προοπτική της διαγράφουν ἕνα εἶδος διπολικότητας τῆς λειτουργίας της σὲ οὐρανὸ καὶ γῆ, στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων καὶ στὴ χώρα τῶν Ὁσίων καὶ τῶν Ἀγγέλων. Ἡ ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ἕνα οἰκουμενικὸ μέγεθος καὶ περιλαμβάνει πιστοὺς ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊκὸ καὶ τὸν Ἐθνικὸ κόσμο. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἐκκλησία, ἁγία καὶ καθολικὴ στὸ εὖρος καὶ στὸ μέγεθός της, ἀγκαλιάζοντας ὅλα τὰ ἔθνη καὶ τὶς φυλὲς τῆς γῆς καὶ εἶναι ἡ παρουσία της ζωντανὴ στὰ Ἱεροσόλυμα, στὶς πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τῆς Γαλατίας καὶ τῆς Ἑλλάδας, ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς ἀχανοῦς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ἔτσι, παρουσιάζεται πάντοτε διαχρονικὰ οἰκουμενικὴ καὶ ἱστορικὰ καὶ γεωγραφικὰ (Ρωμ. 16, 4).



Ἡ χριστιανικὴ αὐτὴ ἐκκλησία ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν «ἐκκλησία τῶν προφητῶν» καὶ τοῦ «λαοῦ τοῦ Θεοῦ» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ μὲ μιὰ εὐρύτερη καὶ καθολικότερη πλέον ἔννοια (Πράξ. 13, 1). Ὅπως καὶ πρὶν ἔτσι καὶ τώρα εἶναι ἡ «ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ» (Αʹ Κορ. 10, 32· 11, 22) καὶ ἡ «ἐκκλησία τῶν ἁγίων» (Αʹ Κορ. 14, 33), ποὺ ἔχει «κεφαλή» της τὸν Χριστὸ (Ἐφεσ. 5, 23) καὶ γι' αὐτὸ εἶναι καὶ «ἐκκλησία τοῦ Κυρίου» (Πράξ. 20, 28). Στὴν ἱστορική της λειτουργία παίρνει τὴ μορφὴ τῆς «κατ' οἶκον ἐκκλησίας» (Ρωμ. 16, 5· Κολοσ. 4, 15) ἀλλὰ καὶ τῆς «ἐκκλησίας» λαῶν καὶ ἐθνῶν (Ρωμ. 16,4). Σημαίνοντα ρόλο στὴν ἱστορία τῆς ἐκκλησίας, ποιμαντικό, χαρισματικὸ καὶ μυστηριακό, παίζουν οἱ Προφῆτες, οἱ Διδάσκαλοι, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πρεσβύτεροι καὶ οἱ Ἅγιοι (Πράξ. 13, 1-3· 14, 23· Αʹ Κορ. 14, 33). Καὶ ὡς «ἐκκλησία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ» (Αʹ Κορ. 14, 23) λειτουργεῖ σωτηριολογικὰ γιὰ τὴν οἰκουμένη ὅλη καὶ ἐργάζεται πρὸς «οἰκοδομὴν» καὶ «ἁγιασμὸν» ὅλων τῶν ἀνθρώπων (Αʹ Κορ. 14, 4-5).



Ἐπειδή, ὅμως, κάθε ἱστορικὸ φαινόμενο καὶ κοσμικὸ ἀνθρώπινο μέγεθος ἐνδύεται πάντοτε σῶμα φθορᾶς καὶ θανάτου στὸν πεπερασμένο αὐτὸν κόσμο μας, ἔτσι καὶ ἡ ἐκκλησία τῆς πρωτολογίας καὶ τῆς ἐσχατολογίας κατὰ τὴν ἱστορικοποίηση καὶ τὴν «ἐνανθρώπησή» της στὸν παρόντα αἰῶνα ἐνδύθηκε τοὺς «δερματίνους χιτῶνες» (Γεν. 3, 31) τῆς θρησκείας, τῆς ὀδύνης καὶ τῆς φθορᾶς στὴν πιὸ ἀκραία κοσμική της μορφή. Ἡ ἐκκλησία εἶναι τὸ οὐράνιο καὶ θεῖο, τὸ ἀποκεκαλυμμένο καὶ ἄφθαρτο πνευματικὸ γεγονὸς καὶ ἡ θρησκεία εἶναι τὸ γήινο καὶ ἀνθρώπινο, τὸ φθαρτὸ περιένδυμα καὶ εὐάλωτο στοὺς πειρασμοὺς τῆς ἱστορίας. Ἴσως κάποτε στὸ μέλλον τῆς ἱστορίας φθάσουμε στὸ «τέλος» καὶ στὸ «θάνατο» τῆς θρησκείας ἢ τῶν θρησκειῶν, ἡ ἐκκλησία ὅμως ὡς αἰώνια καὶ ἄφθαρτη βρίσκεται ἐκτὸς τῆς λογικῆς καὶ τῆς ἀναγκαιότητας τοῦ θανάτου καὶ τοῦ τέλους.



Σήμερα πολλοὶ φιλόσοφοι καὶ στοχαστὲς κοινωνιολόγοι ὁμιλοῦν γιὰ τὴ δύση τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ, πολλοὶ δὲ ἀπ' αὐτοὺς ἐννοοῦν καὶ τὴ δύση τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπου ὁ Χριστιανισμὸς κατανοήθηκε ὡς θρησκεία, ὡς ὑπέρτατη ἐξουσία καὶ κοσμικὴ δύναμη καὶ ἀπώλεσε τὸ χαρισματικό, μυσταγωγικὸ καὶ σωτηριολογικό του στοιχεῖο. Κατανοήθηκε καὶ βιώθηκε ὡς πολιτιστικὸ ἱστορικὸ μέγεθος καὶ ἄρα ὅ,τι εἶχε νὰ προσφέρει τὸ προσέφερε καὶ φυσικὸ εἶναι νὰ φθάσουμε στὸ τέλος του καὶ στὴ δύση του.



Στὴν Ἀνατολὴ ὁ Χριστιανισμὸς κατανοήθηκε καὶ βιώθηκε ὡς ἐκκλησία καὶ γι' αὐτὸ διατήρησε τὴ λατρεία, τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀσκητικότητα καὶ ὁ ἁγιασμὸς γιὰ τελείωση καὶ θέωση ἦταν πάντοτε «σημεῖο» καὶ κέντρο ἀναφορᾶς σὲ κάθε της προσπάθεια. Κατὰ συνέπεια, μέσα στὴν ἱστορική της παρουσία καὶ ποιμαντικὴ διακονία ἡ ἐκκλησία στοχεύει καὶ στὴν ἐσχατολογική της προοπτικὴ ποὺ εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου καὶ ἡ «μέλλουσα» πολιτεία μας· «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. 13, 14).



Δυστυχῶς, ὅμως, πολλὲς φορὲς καὶ ἡ ἐκκλησία στὸ πρόσωπο τῶν φορέων της ὁδηγεῖται σὲ «πτώση» καὶ ἱστορικὴ φθορά. Ὅταν, μάλιστα, ἔχουμε ἐμπορευματοποίηση τοῦ ἱερατικοῦ καὶ μοναχικοῦ ἀξιώματος καὶ οἱ πιστοὶ ὁδηγοῦνται σὲ ζηλωτικὲς καταστάσεις συντηρητισμοῦ καὶ φανατισμοῦ καὶ ὁ θρησκευτικὸς φονταμενταλισμὸς γίνεται κυρίαρχο ἰδεολόγημα, τότε τὸ θρησκευτικὸ στοιχεῖο ὡς «ἔνδυμα» τῆς ἐκκλησίας παίρνει τὴ μορφὴ «φύλλου συκῆς» καὶ «περιζώματος» ντροπῆς (βλ. Γεν. 3, 7). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅμως, ἀντιδρώντας σ' αὐτὴν τὴν ἐκκοσμίκευση μᾶς καλεῖ σὲ μιὰ διαχρονικὴ ἀπέκδυση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου τοῦ «νόμου», τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου τῆς θρησκείας καὶ ἔνδυση τῆς «χάριτος» καὶ τῆς ἐκκλησίας, ἑνὸς νέου καὶ ἀνακαινισμένου κόσμου ἑνότητας καὶ ἀγάπης, κατὰ τὸν τύπο καὶ τὴν εἰκόνα τῆς τριαδικῆς θείας κοινωνίας· «ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσι αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ' εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν, ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστὸς» (Κολοσ. 3, 9-11).

Μοναχικὴ ζωὴ καὶ Ἐκκλησία

 
Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)
 
undefined



Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνας χῶρος, μέσα στὸν ὁποῖο τὰ «ἐκλεκτά του μέλη» ψάχνουν γιὰ τὴν ἀλήθεια, τὴν βρίσκουν καὶ δίνουν ντιρεκτίβες στοὺς ἄλλους!! Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὴν ἀλήθεια. Εἶναι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α' Τιμ. 3, 15). Καὶ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ὁμολογεῖ πίστη «εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν» (Σύμβολο τῆς Πίστεως).

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ ὄργανο τοῦ Θεοῦ γιὰ γνώση τοῦ θελήματός Τουˑ καὶ γιὰ ἁγιασμὸ τοῦ κόσμου. Καὶ ἡ πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ, τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, πράγματα οὐράνια, ἀποκαλύφθηκαν ἀκόμη καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, διὰ τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφεσ. 3, 10). Αὐτὸ μᾶς λέει: Ὅλοι οἱ μυαλωμένοι, οἱ «γνωστικοί», ποὺ ποθοῦν γνώση καὶ βίωση τῆς ἀλήθειας, πρέπει νὰ κινοῦνται ὄχι αὐτόνομα. Αὐτὸ εἶναι, αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἀγώνισμά τους.

Οἱ πιὸ «γνωστικοὶ» (= μὲ τὴν πρωτοχριστιανικὴ καὶ μὲ τὴν λαϊκὴ ἔννοια τῆς λέξης) μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι οἱ μοναχοίˑ ἐκεῖνοι ποὺ τὸ κάνουν πρόγραμμα ζωῆς νὰ βιώσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ ὁλόκληρη.

Ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι ζωὴ ἀφιερωμένη στὸν Κύριοˑ μιὰ ἀφιέρωση ὁλοκληρωτική, πιὸ βαθιὰ ἀπὸ ὅ,τι τὴν βίωναν οἱ ναζιραῖοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

1. Ἡ ὁμολογία-ἀφετηρία γίνεται μὲ μιὰ ἐσωτερικὴ διεργασία ἔνδον, ἐν τῇ καρδίᾳˑ ἀλλὰ συντελεῖται ἔξω ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίαςˑ μὲ εἰδικὴ ἀκολουθίαˑ ὡς κατ' ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ γίνεται ἡ ὁμολογία, ἡ ὑπόσχεση, ἡ ἀφιέρωση. Καὶ τὴν δέχεται ἐξ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ὄχι τὸ θεσμικὸ ὄργανο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ὁ ἡγούμενος, ἀλλὰ ὁ λειτουργὸς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἱερέας.
Καὶ ἀρχίζει:
• Τί προσῆλθες, ἀδελφέ, προσπίπτων τῷ ἁγίῳ θυσαστηρίῳ (δηλαδή: στὸν Χριστό, ἀφοῦ τὸ ἅγιο θυσιαστήριο εἶναι ὁ θρόνος Του) καὶ τῇ ἁγίᾳ συνοδείᾳ ταύτῃ.
• Ἑκουσίᾳ σου γνώμῃ προσέρχει τῷ Κυρίῳ; Ἔγινε ἡ σχετικὴ διεργασία μέσα σου; Πρόσεξε! Τὸν ἄνθρωπο δὲν τὸν τάζει νὰ γίνει μοναχὸς ὁ πατέρας τουˑ οὔτε ὁ κατὰ σάρκα, οὔτε ὁ κατὰ πνεῦμα.
• Θὰ παραμείνεις στὸ μοναστήρι (= τὸ συγκεκριμένο) καὶ στὴν μοναχικὴ ζωή, μέχρις ἐσχάτης ἀναπνοῆς; Ἡ ἀφιέρωση δὲν γίνεται μὲ προθεσμία. Ἅμα γίνει, δὲν ἀνακαλεῖται ΠΟΤΕ. Ὁ μοναχὸς δὲν δηλώνει ὑπακοή, κρατώντας τὸ δικαίωμα, νὰ τὴν ἀνακαλέσει, ἂν τὰ βρίσκει σκοῦρα!
• Φυλάττεις σεαυτὸν ἐν παρθενίᾳ;
• Σώζεις μέχρι θανάτου τὴν ὑπακοὴ στὸν προεστῶτα καὶ σὲ ὅλη τὴν ἀδελφότητα; Ποὺ σημαίνει: δὲν ἐπιτρέπεται σὲ μοναχὸ νὰ αὐθαδιάζει καὶ νὰ λέγει: «οὐ θέλω». Ἔχει χρέος πάντοτε νὰ ἀπαντᾶ σὲ ὅλα μὲ ἀγάπη, μὲ ταπείνωση, μὲ προθυμία.
Καὶ καταλήγει:
• Πρόσεξε, παιδί μου: Ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι μιὰ πορεία πρὸς τὰ ἄνω. Καὶ ἀπαιτεῖ συνεχῆ πορεία πρὸς τὴν τελειότητα. Ἡ πορεία αὐτὴ ἀρχίζει ἀπὸ τὰ ἔξω. Καὶ προχωρεῖ στὰ ἔσω, ὅλο καὶ πιὸ βαθειά.

2. Ἂς τὴν ἀναλύσουμε λίγο.

Λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής:
Ὅποιος ἀφήνει πράξεις καὶ πράγματα (γυναῖκα καὶ χρήματα) γίνεται μοναχὸς κατὰ τὸν ἔξω ἄνθρωποˑ σωματικά. Μὰ αὐτὸ δὲν φθάνει: Χρειάζεται νὰ γίνει καὶ κατὰ τὸν ἔσω! Χρειάζεται νὰ ἀφήσει καὶ τὰ ἀνάλογα συναισθήματα καὶ τοὺς σχετικοὺς λογισμούς! Καὶ προσοχή: Κατὰ τὸν ἔξω ἄνθρωπο, εὔκολα γίνεται κανεὶς καλόγεροςˑ ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσει. Μὰ γιὰ νὰ κάμει τὸν ἔσω ἄνθρωπο μοναχὸ (= γιὰ νὰ γίνει μοναχὸς ὅλῃ ψυχῇ καὶ διανοίᾳ καὶ καρδίᾳ), «οὐκ ὀλίγος ὁ ἀγὼν» (Περὶ ἀγάπης IV, ν', P.G. τ. 90, σελ. 1060 Α-Β).

Ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ, διαβάζομε στὴν ἀκολουθία τῆς κουρᾶς, πρέπει νὰ εἶναι ἀπάγαυσμα καὶ ἀντανάκλαση τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου. Πρέπει σ' αὐτὴν νὰ διαδεικνύεται ἡ πολιτεία τοῦ Κυρίουˑ νὰ γίνεται ὁλοφάνερηˑ νὰ μὴν ὑπάρχει περίπτωση νὰ φαντάζεται ὁ συναναστρεφόμενος μοναχό, πιθανότητα ὑπόκρισης, διπλοπροσωπίας κ.ο.κ. Ὁ μοναχός, λέγει ὁ ἅγιος Νεῖλος ὁ ἀσκητής, πρέπει νὰ εἶναι ἕνα θυσιαστήριο τοῦ Κυρίουˑ ἕνα θυσιαστήριο, μέσα στὸ ὁποῖο φουντώνουν, καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο προσφέρονται καὶ ἀναπέμπονται στὸν πανύψιστο Θεὸ προσευχὲς καθαρές, λατρεία καθαρήˑ ἕνα θυσιαστήριο ποὺ μένει γιὰ πάντα ἅγιο καὶ ἀσάλευτοˑ ποὺ ποτὲ δὲν βεβηλώνεται (Ἐπιστ. Γ', 32 P.G. 79 σελ. 388 Α).

Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης στὴν Κλίμακα λέγει:
«Μοναχός ἐστι τάξις καὶ κατάστασις ἀσωμάτων ἐν σώματι» (Λόγος Α, 10)ˑ δηλαδή, ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι τάξη καὶ κατάσταση ἀγγελική.

3. Κορύφωση τῆς ἀφιέρωσης στὸν Χριστὸ εἶναι τὸ φρόνημα, γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς μιλάει ὁ ἅγιος ἱερομάρτυρας Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος (107 μ.Χ.): Εἴ τις δύναται μένειν ἐν ἁγνείᾳ, εἰς τιμὴν τῆς σαρκὸς τοῦ Χριστοῦ, μενέτω» (Ἐπιστολὴ πρὸς Πολύκαρπον IV, 2 ΒΕΠ 2, 283, 38-39).

Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑπέρτατη καὶ τελειότατη ἀφιέρωση, ἡ σύνδεση τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιέρωσης μὲ τὴν χρεωστικὴ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Χριστό, γιὰ τὸ ὅτι ἐκένωσε ἑαυτὸν καὶ ἔλαβε σάρκα ἀνθρώπινη, γιὰ νὰ τὴν προσφέρει θυσία γιὰ μᾶς, γιὰ τὴν σωτηρία μας. Μὲ αὐτὴ τὴν σάρκα ἕτοιμη γιὰ θυσία ὁ Χριστὸς ἔκαμε τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα, ἔγινε θυσία, ἱλαστήριο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου.

Στὴν μοναχικὴ πολιτεία, «κατὰ μίμησιν», «διαδείκνυται», πρέπει νὰ «διαδεικνύεται ἡ τοῦ Κυρίου πολιτεία»ˑ νὰ καταλαβαίνει κανείς, ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος, ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλ. 2, 6-11)ˑ ποὺ σημαίνειˑ ὅτι ἐταπεινώθη μέχρι τοῦ σημείου, ὄχι μόνο νὰ μὴ ζητάει τιμές, ἀλλὰ καὶ ὥστε νὰ δεχθεῖ νὰ γίνει «ὑπὲρ ἡμῶν κατάραˑ γέγραπται γὰρˑ ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου» (Γαλ. 3, 13).

Ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι ζωὴ ἀγγελική, ζωὴ οὐράνια, ζωὴ ἀναστάσεως, γεμάτη ἀγάπη, γεμάτη ταπείνωση, γεμάτη φῶς.
1. Ὁ ἄνθρωπος ὁ χοϊκὸς ἔχει τὴν τάση καὶ τὸν πόθο νὰ κυνηγάει τὰ μεγαλεῖαˑ καὶ τὸ κάθε τὶ ποὺ προκαλεῖ ἡδονή! Μά, ὅπως λέγει ὁ χρυσορρήμων ἅγιος, δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη χαρὰ καὶ ἡδονὴ ἀπὸ τὸ νὰ πάει κανεὶς σὲ μοναστήρι, ἔστω καὶ ἂν εἶναι στὴν χειρότερη ἀκρούλα τοῦ κόσμου καὶ νὰ βλέπει ταπείνωση ἀληθινή, ἀγάπη ἀληθινή, ἐγκράτεια χριστομίμητη.

«Ἥδιον ἰδεῖν ἐρημίαν σκηνὰς ἔχουσαν μοναχῶν συνεχεῖς, ἢ (= παρὰ) στρατιώτας ἐν στρατοπέδῳ παραπετάσματα τείνοντας». (Ἰω. Χρυσοστ. εἰς Ματθ. Ὁμ. 69, γ, P.G. τ. 58, 852).

2. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτα τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Οἱ κοσμικοὶ ἔχουν συζήτηση: Ποιός πῆρε ἀξίωμα. Ποιός ξέπεσε ἀπὸ ἀξίωμα. Ποιός πέθανε. Ποιός... Ἐνῶ οἱ μοναχοί, μιλᾶνε γιὰ τὸν παράδεισο σὰν νὰ ἦσαν ἐκεῖ πάνω! Οἱ κοσμικοὶ τὸν νοῦ τους τὸν ἔχουν στὴ γῆ! Καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὰ ἀπαραίτηταˑ ἀλλὰ καὶ γιὰ πράγματα ἐντελῶς ἄχρηστα καὶ περιττά. Οἱ μοναχοί, αὐτὰ οὔτε ποὺ τὰ θυμοῦνται!

Κάνουν καὶ οἱ μοναχοὶ δουλειέςˑ γιὰ νὰ ἀποκτήσουν τὰ πρὸς τὸ ζῆνˑ ἀλλὰ μόνο ἐκεῖνες ποὺ δὲν ἔχουν κανένα ψόγο! Οἱ κοσμικοὶ τὸ ρίχνουν ὅλο καὶ πιὸ πολὺ στὴν πλεονεξία! Καὶ ὄχι σὰν τὰ μυρμήγκια (= μὲ τὸν κόπο τους)ˑ ἀλλὰ σὰν τοὺς λύκους καὶ τὶς λεοπαρδάλεις! Καὶ ἀκόμη χειρότερα! Ναί, καὶ χειρότερα. Γιατὶ τὰ θηρία, θηρία τὰ ἔφτιαξε ὁ Θεός. Οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ὅλοι ἴσοιˑ μὲ ἴσα δικαιώματα. Καὶ καταντᾶμε καὶ ἀπὸ τὰ θηρία χειρότεροι!

Οἱ μοναχοὶ μοιάζουν μὲ ἀγγέλους. Ξένοι καὶ περαστικοὶ στὸν κόσμο. Τίποτε δὲν κρατᾶνε ἀπὸ τὰ ἤθη τῶν κοσμικῶν! Οὔτε σὲ ροῦχο, οὔτε σὲ τροφή, οὔτε σὲ τόπο κατοικίας, οὔτε σὲ παπούτσια, οὔτε στὴ μιλιά τους!... Πρέπει νὰ ἀκούσει κανεὶς μοναχοὺς ἀληθινοὺς νὰ κουβεντιάζουν μεταξύ τους, γιὰ νὰ καταλάβειˑ ὅτι ἐκεῖνοι, εἶναι οὐρανοπολῖτεςˑ ἐμεῖς, οὔτε τῆς γῆς... ἄξιοι! Καὶ τὴν γῆ τὴν μιαίνομε. Καὶ πρέπει μερικοὶ μεγαλόσχημοι, νὰ πάρουν τὰ ποδαράκια τους καὶ νὰ βρεθοῦν σὲ ἀληθινὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ καταλάβουν πόσο λάθος εἶναι ὁ τρόπος ποὺ σκέπτονται καὶ ἐνεργοῦν!... (Ἰω. Χρυσοστ. εἰς Ματθ. Ὁμ. 69, δ P.G. 58, 653-654).

Καὶ συνεχίζει ὁ ἅγιος: Μιλᾶμε γιὰ τοὺς ἀληθινοὺς μοναχούς. Αὐτοί, ἀπὸ τὰ ἔργα τους καὶ μὲ τὸ φρόνημά τους (μὲ τὰ μυαλά τους), εἶναι οὐρανοπολῖτεςˑ ἰσάγγελοιˑ ἀρχάγγελοιˑ σεραφὶμ καὶ χερουβίμ. Καί, ὅταν ψάλλουν στὸ κελλάκι τους μόνοι τους, κατεβαίνουν οἱ ἄγγελοι καὶ τοὺς καμαρώνουν! Χαρά τους τὸ ἔχουν νὰ ψάλλουν μαζί τους!...

Αὐτὴ εἶναι, αὐτὴ μπορεῖ νὰ εἶναι, αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι, ἡ μοναχικὴ πολιτεία. Καὶ αὐτά, συμπληρώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὄχι γιὰ μομφή, ὄχι εἰς βάρος τῶν μοναχῶν, ἀλλὰ γιὰ στήριξή τουςˑ καὶ γιὰ βοήθειά τους!

Μὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει, ὅτι οἱ μοναχοὶ «εἶναι»ˑ καὶ κάποιοι ἄλλοι «δὲν εἶναι»! Καὶ πολλοὶ ἄλλοι, εἶναι. Ὅλοι ὅσοι ἔχουν χαρίσματα ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι. Καὶ μέγιστη, καθ' ὑπερβολήν, ὁδὸς εἶναι ἡ ἀγάπη. Ὅποιος ἔχει ἀγάπη, ὅπως τὴν ζητάει ὁ Χριστός, ὑπέρκειται καὶ ὑπερῇρεν πάντας.

Καί, ἂν κανεὶς θελήσει, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, νὰ κάμει σύγκριση, νὰ ἀντιπαραβάλει τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἱδρῶτες καὶ τὸ ἔνθεο ἀγωνιστικὸ φρόνημα τῶν μοναχῶν, μὲ «τὴν ἁπλὰ καλῶς διοικουμένη ἱερωσύνη», μὲ τὸ ἔργο ἑνὸς ἱερέα, ποὺ φροντίζει νὰ ἀνταποκρίνεται σωστὰ στὸ χρέος τῆς ἱερωσύνης, τότε βλέπει ὅτι ἡ διαφορὰ ἀνάμεσά τους εἶναι τόση, ὅση ἀνάμεσα σὲ ἕνα βασιλιὰ καὶ σὲ ἕναν ἁπλὸ ἰδιώτη (Περί, Ἱερωσύνης ΣΤ, 5, P.G. τ. 48, σέλ. 682).

1. Ἕκαστος ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι (Α' Κορ. 15, 23). Καθένας πρέπει νὰ κινεῖται, νὰ ζεῖ καὶ νὰ σκέπτεται μέσα στὰ πλαίσια τοῦ τάγματός του. Π.χ. ὁ ἅγιος Ἀντώνιος τὴν οἰκουμένη ὁλόκληρη ἐστήριζε μὲ τὴν προσευχή του. Μὰ ἦταν ἁπλὸς μοναχός. Καὶ ἔμενε ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι. Καὶ ἔκλινε μὲ ταπείνωση τὸ κεφάλι, ὄχι μόνο στὸν πατριάρχηˑ στὸν κάθε ἀρχιερέαˑ καὶ στὸν κάθε ἱερέαˑ ἀλλὰ καὶ στὸν κάθε ἀναγνώστη. Μὰ γιατί; Τί ἦσαν μπροστά του; Τίποτε; Ἴσως καὶ κάτι λιγότερο ἀπὸ «τίποτα»! Ὅμως, ὁ ἅγιος Ἀντώνιος δὲν ἔπαιρνε γιὰ κριτήριό του τὶς πράξεις του καὶ τὶς ἀρετές του. Δὲν «ἐμέτρει» τὸν ἑαυτό του. Δὲν «ἔπαιρνε» ποτὲ μέτρο κρίσεως τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς ἀρετές του. Καὶ πρεσβύτερος μποροῦσε τυχὸν νὰ εἶχε γίνει, καὶ ἐπίσκοποςˑ γιατί ὄχι! Μὰ δὲν ἐμέτρει τὸν ἑαυτό τουˑ καὶ δὲν ἔβγαινε ἔξω ἀπὸ τὸ τάγμα του.

2. Ὅταν ὁ μοναχὸς βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὸ ἴδιο τάγμα, ἀρχίζει τὸ ξέφτισμα: ἀρχίζουν τὰ «πλήν»ˑ ἀρχίζει ἡ ζημία. Ἡ δική του ζημίαˑ καὶ τῆς Ἐκκλησίαςˑ ποὺ χωρὶς τὴν βίωση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ μέλη της, φτωχαίνει.

Πλοῦτος τῆς Ἐκκλησίας καὶ στολίδι της εἶναι οἱ μοναχοί. Καὶ εἶναι κρῖμα νὰ ξεφτᾶνε. Ἡ μοναχικὴ ζωή, μὲ κέντρο της τὴν ἁγνότητα, πρέπει νὰ εἶναι ὁλοκάρδια ἔκφραση εὐγνωμοσύνης στὸν Χριστὸ γιὰ τὴν θυσία Τουˑ πρέπει νὰ γίνεται εἰς τιμὴν τῆς σαρκὸς τοῦ Χριστοῦ.

Ὅποιος ἔχει τέτοια ἀφιέρωση καὶ τέτοιους λογισμούς, εὑρίσκεται, ὅπως εἴπαμε πιὸ πάνω, στὴν κορυφὴ τῆς ἀφιέρωσης. Αὐτὸ ὅμως δὲ σημαίνει, ὅτι ἔφθασεˑ ὅτι ἀνέβηκε ψηλά. Γιατί, «ἐὰν καυχήσηται, ἀπώλετο» (ἐ.ἄ.)ˑ γιατί, ἐὰν αἰσθανθεῖ αὐταρέσκεια γιὰ τὸ κατόρθωμά του, καὶ δεχθεῖ τὸν λογισμό του, τὰ ἔχασε ὅλα!...

Μὲ ἄλλα λόγια: ὅσο πιὸ πολὺ ὁ μοναχὸς μετράει ἑαυτόν, καὶ ἐξέρχεται ἔτσι ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ ἐπαγγέλματός του, ποὺ εἶναι ἡ ταπείνωση καὶ ἡ μὴ διεκδίκηση πλεονεκτημάτων, τόσο χάνει, τόσο ξεπέφτειˑ ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ ἡ ἔξοδος γίνεται μόνον ἔνδον ἐν τῇ καρδίᾳ του.

Τὸ μέτρημα γίνεται πάντοτε. Ἀπὸ τὸν καθέναˑ μὲ κριτήριο τὸν ἑαυτό τουˑ μὲ μέτρο τὶς ἐμπειρίες τουˑ καὶ μὲ φυσικὸ ἀποτέλεσμα, ὅτι ὁ ἐρωτῶν καὶ διερωτώμενος ὑποστέλλει τὴν σημαία τοῦ πνευματικοῦ του ἀγώναˑ βρίσκει ἄλλοθι!...

Μέτρο σύγκρισης δὲν εἶναι ὁ κάποιος, ὁ ὅποιος ἄνθρωποςˑ ἔστω ὁ ἅγιος Μακάριος καὶ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, ἀλλὰ ὁ Χριστός, ποὺ μᾶς λέγει, ὅτι οἱ μοναχοὶ πρέπει νὰ εἶναι υἱοὶ τῆς ἀναστάσεως (Λουκ. 20, 36), πάντοτε ἀναστημένοι, πάντοτε ὄρθιοι! Ὁ λογισμὸς ποὺ ἐπιτρέπει σὲ μοναχὸ νὰ ὑποτιμάει τὸν ἀγώνα ἄλλου, γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν δική του ἀβελτηρία, εἶναι δαιμονικός!...

Ἔλεγε ὁ ὅσιος ἀββᾶς Παφνούτιος: «εἰς ὃν ἂν τόπον ἀπέλθῃς, μὴ μετρῇς σεαυτόν». Εἴτε ἔχεις γύρω σου τὶς κορυφὲς ἁγιότητας, εἴτε τὰ ἀπύθμενα βάθη τῆς ἀπώλειας, «μὴ μετρῇς ἑαυτόν»!...

3. Πῶς ἀρχίζει τὸ ξέφτισμα;

Μᾶς τὸ λέγει ὁ ἅγιος ἱερομάρτυρας Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος (107 μ.Χ.): «Εἴ τις δύναται μένειν ἐν ἁγνείᾳ, εἰς τιμὴν τῆς σαρκὸς τοῦ Χριστοῦ, μενέτω» (Ἐπιστολὴ πρὸς Πολύκαρπον IV, 2 ΒΕΠ 2, 283, 38-39).

Ὕψιστη θεολογικὰ κατοχύρωση ἀφιέρωσης, εἶναι ἡ σύνδεση μὲ τὸν Χριστό. Καὶ μάλιστα μὲ τὴν θυσία Τουˑ μὲ τὴν σάρκα Του, μὲ τὴν ὁποία ἐτελεσιουργήθη ἡ ἐν Σιὼν μυστικὴ ἱερουργία Του. Ὅποιος συνειδητὰ μένει ἁγνός, γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν πίστη του καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη του στὸν Χριστὸ γιὰ τὴν ἐν Σιὼν μυστικὴ ἱερουργία Του, τόσο στὸ Δεῖπνο, ὅσο καὶ στὸν Γολγοθᾶ, αὐτὸς βρίσκεται στὴν κορυφὴ τῆς ἀφιέρωσης. Παρὰ ταῦτα, αὐτός, «ἐὰν καυχήσηται, ἀπώλετοˑ καί... ἔφθαρται» (ἐ.ἄ.)· τὰ ἔχασε ὅλα! Αὐτός, ἀπὸ τὴν ἴδια στιγμὴ παύει νὰ ἔχει κάτι. Ἢ μᾶλλον, ἀπὸ τὴν ἴδια στιγμὴ ἔχει ὄχι «σύν», ἀλλὰ «πλήν». Τὰ ἔχασε ὅλα! Αὐτοπεριφρουρεῖται, περιφρουρεῖ τὸν ἑαυτό του, μόνο ὅταν μένει «ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι»ˑ ὅταν ἔχει ταπείνωσηˑ ὅταν δὲν μετρεῖ ἑαυτόν.

Δίκαια λοιπὸν καὶ θεόσοφα λέγει ὁ Εὐάγριος: «Μακάριός ἐστι μοναχός, ὁ «πάντων περίψημα ἑαυτὸν λογιζόμενος» (Λόγος περὶ προσευχῆς, κεφ. ρκα΄, P.G. 79, 1193C). Ὁ μοναχὸς μένει ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι, ὅταν θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του «πάντων περίψημα» (Α΄ Κορ. 4, 13). Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀρχίζει νὰ μετράει τὸν ἑαυτό του, ἀρχίζει νὰ ξεπέφτει, καὶ ὅσο πιὸ πολὺ μετράει τὸν ἑαυτό του, ἔστω στὸν ἔνδον λογισμό του, τόσο ξεπέφτει.

4. Ὅ,τι ἰσχύει γιὰ τὸν μοναχό, ἰσχύει καὶ γιὰ κάθε ἄλλον χαρισματοῦχο.

Ἂς κάμουμε μιὰ τελευταία ἀναφορὰ σὲ κείμενα καὶ σὲ παραδείγματα ὁδηγητικά:

α. Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ κάποιους μαθητὲς τουˑ καὶ σὰν νὰ ἀπαντάει στὸ ἐρώτημα «καὶ τί εἶναι αὐτοί», λέγει: «ἀδελφοὶ ἡμῶν, ἀπόστολοι ἐκκλησιῶν, δόξα Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. 8, 23).

Τί ἦσαν γιὰ τὸν σύγχρονό τους κόσμο; Ἕνα τίποτε! Ἀνθρωπάκια! Τί ἦσαν γιὰ τὸν Θεό; Δόξα Χριστοῦ. Τί πίστευαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους; Τί ἄραγε νὰ ἔλεγαν αὐτοὶ γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ὅταν ὁ Παῦλος ἔβαζε στὸν ἑαυτό του μηδὲν (Α΄ Κορ. 13, 2ˑ 15, 9);

β. Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος συνομιλώντας μὲ Ἕλληνες φιλοσόφους ἔλαβε χάρισμα γλωσσολαλιᾶς καὶ συνομιλοῦσε μαζί τους ἑλληνικά, ἐνῶ δὲν εἶχε ποτὲ μάθει τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα! Καβάλησε τὸ καλάμι; Φαντάσθηκε τὸν ἑαυτό του μεγάλο καὶ χαρισματοῦχο; Ὄχι.

γ. Οἱ ἅγιοι Νικόλαος, Σπυρίδων, Βησσαρίων, Νεκτάριος, ἔκαμαν θαύματα πολλά! Τάχα μεγάλωσαν; Τάχα ψήλωσαν; Τάχα ἔπαυσαν, στὸν λογισμό τους, νὰ εἶναι ἀνθρωπάκια; Ὄχι! Καὶ «ἐκτήσαντο τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλάˑ τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια».

δ. Οἱ ὅσιοι πατέρες Ἰσαάκιος, Συμεὼν ὁ Στυλίτης, Φαῦστος, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀγωνίσθηκαν γενναία κατὰ αἱρέσεων καὶ κακοδιδασκαλιῶν. Ξέφυγαν γι' αὐτὸ ἀπὸ τὰ μέτρα τοῦ ἰδίου τάγματος; Ζήτησαν ἀπὸ ἀρχιερεῖς καὶ συνόδους νὰ εὐθυγραμμισθοῦν μαζί τους;

ε. Μοναχοὶ ἀξιώθηκαν καὶ χάριτι Χριστοῦ ἔλαβαν χάρισμα γλωσσολαλιᾶς, χάρισμα διορατικό, χάρισμα προορατικό, χάρισμα ἰαμάτων! Ἐπιτρέπεται, θὰ ἦταν γι' αὐτοὺς ἐπιτρεπτό, νὰ ἐφαντάζονταν ὅτι εἶχαν λάβει τὰ χαρίσματα αὐτὰ «ἰδίᾳ δυνάμει» (βλ. Πράξ. 3, 12); Ἔγιναν, ὑπῆρξαν, καλύτεροι ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους Πέτρο καὶ Ἰωάννη, ποὺ δὲν θέλησαν οὔτε νὰ τὸ διανοηθοῦν;

στ. Μποροῦν οἱ ὅποιοι ἀρχιερεῖς νὰ καμαρώνουν γιὰ τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος καὶ τοῦ ἁγίου Νικολάου; Ἀντανακλοῦν καὶ σ' αὐτοὺς τὰ μεγαλουργήματα ἐκείνων, ἐπειδὴ ἔτυχε νὰ ἔχουν τὸν ἴδιο ἱερατικὸ βαθμό;

ζ. Δικαιοῦνται οἱ ὅποιοι μοναχοὶ νὰ σεμνύνονται γιὰ τοὺς ἀγῶνες τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ Χριστοῦ συμμοναστῶν τους; Δικαιοῦνται νὰ κάνουν τοὺς κόπους ἐκείνων καύχημά τους γιὰ διεκδίκηση τιμῶν καὶ ὑπολήψεως; Ὄχι! Μοναχός ἐστιν ὁ πάντων περίψημα ἑαυτὸν λογιζόμενος.

Ἰσχύει τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸν ἀρχιερέα, καὶ γιὰ τὸν ἀρχιεπίσκοπο, καὶ τὸν πατριάρχη; -Πολὺ περισσότερο! Ὅσο πιὸ ψηλὰ στέκει κανείς, τόσο πιὸ πολὺ τοῦ χρειάζεται ἡ ταπείνωση. Ὁ Θεὸς «ἔθετο ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, ἔπειτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν» (Α' Κορ. 12, 28). Προκαλοῦν αἴσθηση, ἐντυπωσιάζουν, καταπλήσσουν τὰ χαρίσματα τῶν ἰαμάτων καὶ τὰ γένη γλωσσῶν. Μὰ ἀπὸ τὰ ἀριθμούμενα χαρίσματα εἶναι τὰ τελευταῖα!...

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἄμπελος τοῦ Χριστοῦˑ ἢ ἡ μάνδρα Του. Οἱ Χριστιανοί-μέλη της, εἴτε ἔχουν χαρίσματα, εἴτε ὄχι, εἴτε ἁμαρτωλοὶ εἶναι, εἴτε δίκαιοι, εἶναι κλήματα καὶ πρόβατα. Ὅσο μένουν ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι, ὅσο δὲν ζητοῦν περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἔδωκε ὁ Χριστὸς στὸ τάγμα τους, ἐργάζονται θετικάˑ καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό τουςˑ καὶ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦˑ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου.

Ἀντιπαλότητες στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας δὲν προβλέπονται.

Ὁ παρεκβαίνων σφάλλει. Καὶ ὁ νοῶν νοείτω.

Ο παπάς στη φυλακή, οι φονιάδες & οι σατανιστές



undefined



Γέροντας Μάρκος Μανώλης

(1937 - 16.4.2010)



Θρησκευτικά





Ο εξομολόγος των διαβόητων κακοποιών



πηγή: Espresso, 28/3/2010 με πληροφορίες από Εξαγόρευσις

Γράφει η Ελεάνα - Ζωή Ρούσου









Η άσπρη γενειάδα του και τα ράσα του μπορεί να μην ταιριάζουν με τα στενά κελιά των φυλακών, εκείνος όμως δεν διστάζει να φτάσει μέχρις εκεί προκειμένου να επιτελέσει το θεάρεστο έργο του σώζοντας ανθρώπινες ψυχές.

Διαβόητοι κακοποιοί τον θεωρούν τον πιο κοντινό τους άνθρωπο, τον εμπιστεύονται, του ανοίγουν την καρδιά τους, του εκμυστηρεύονται τους προβληματισμούς τους και επιζητούν να πάρουν άφεση αμαρτιών. Ο πατήρ Μάρκος, ο ιερέας που τα τελευταία 25 χρόνια έχει σταθεί στο πλευρό εκατοντάδων ανήλικων εγκλεισμένων και έχει γίνει ο προσωπικός εξομολόγος μερικών από τους ανθρώπους που με τις αποτρόπαιες πράξεις τους συγκλόνισαν το πανελλήνιο, μιλάει στην «Espresso της Κυριακής» για τις συναντήσεις του με τους διαβόητους κακοποιούς...

Ηταν το 1985, όταν ο 73χρονος σήμερα ιερέας Μάρκος Μανώλης, που λειτουργεί στον ιερό ναό Αγίου Διονυσίου, ξεκίνησε να επισκέπτεται σωφρονιστικά ιδρύματα και να αναπτύσσει στενή επικοινωνία με έγκλειστους. Η αρχή έγινε από τις στρατιωτικές φυλακές Αυλώνας, όπου ο πατέρας Μάρκος περνούσε ατελείωτες ώρες εξομολογώντας και δίνοντας συμβουλές σε νεαρούς στρατιώτες που είχαν παραστρατήσει. Εκεί συνάντησε για πρώτη φορά το «θεριό των Βαλκανίων», τον Κώστα Πάσσαρη, με τον οποίο ανέπτυξε μια πιο προσωπική σχέση. Στο πρόσωπο του ιερέα ο νεαρός τότε κακοποιός είδε τον άνθρωπο στον οποίο μπορούσε να εκμυστηρευτεί τα πάντα. Του μίλησε για τα μελλοντικά σχέδιά του, ενώ παράλληλα του ζήτησε τη βοήθειά του. Οι δρόμοι τους χάθηκαν για αρκετά χρόνια, μέχρι τη στιγμή που συναντήθηκαν και πάλι, ύστερα από παράκληση του διαβόητου κακοποιού, αυτήν τη φορά στη φυλακή της Ρουμανίας.

Εκτός από τον Πάσσαρη, έπειτα από περίπου δέκα χρόνια παρουσίας στα σωφρονιστικά καταστήματα της Ελλάδας, ο πατήρ Μάρκος Μανώλης ήρθε τετ α τετ και με δύo ανθρώπους που οι πράξεις τους προκάλεσαν ανατριχίλα στο πανελλήνιο, τα μέλη των σατανιστών της Παλλήνης Ασημάκη Κατσούλα και Μανώλη Δημητροκάλη...



Το «θεριό των Βαλκανίων» στον δρόμο του Θεού



Ο Κώστας Πάσσαρης, το αιματοβαμμένο βιογραφικό του οποίου περιλαμβάνει μεταξύ άλλων στυγνές δολοφονίες, αιματηρές ληστείες, ναρκωτικά και βιασμούς, ήταν ένας από τους έγκλειστους στρατευμένους που είχαν την τύχη να γνωρίσουν και να ανοίξουν την καρδιά τους στον πατέρα Μάρκο. Το 1995, σε ηλικία μόλις είκοσι ετών, ο Κώστας Πάσσαρης, που εκείνη την περίοδο υπηρετούσε τη θητεία του στην Κομοτηνή, συνελήφθη από άνδρες της Στρατονομίας κατηγορούμενος για τον βιασμό μιας ηλικιωμένης αλλά και για κλοπές. Λίγες ημέρες αργότερα, το «θεριό των Βαλκανίων» πέρασε τις πύλες των στρατιωτικών φυλακών Αυλώνα. Εκεί σημειώνεται η πρώτη επαφή του αδίστακτου κακοποιού με τον χριστιανισμό, καθώς συναντάει τον πατέρα Μάρκο, ακούει με προσοχή τα χριστιανικά διδάγματα και ουσιαστικά κάνει το πρώτο βήμα που τον οδήγησε στη σημερινή του επιθυμία να απαρνηθεί τα εγκόσμια -όταν και εφόσον αποφυλακιστεί- και να γίνει μοναχός στο Αγιον Ορος.

Ο ιερωμένος θυμάται:

«Από τις πρώτες μας επαφές στην Αυλώνα, μου έκανε πολύ αληθινές εξομολογήσεις και δήλωνε μετανιωμένος. Μάλιστα, θυμάμαι που μου είχε πει μία φορά ότι ευχαριστεί τον Θεό που τον βοήθησε και δεν έφτασε στο έγκλημα. Ωστόσο, ύστερα από λίγο καιρό άλλαξαν όλα. Εχει ένα αγγελικό πρόσωπο και δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ ότι θα έφτανε μέχρις εκεί. Ομως, η αλήθεια είναι πως ο Κώστας μια ζωή έδινε μάχες με τον ίδιο του τον εαυτό».



Εναν χρόνο μετά τον εγκλεισμό του, ο Κώστας Πάσσαρης δραπέτευσε από τις φυλακές Αυλώνα και για μία ακόμη φορά παρασύρθηκε από τους «δαίμονές» του, αυτούς που τον βασάνιζαν από μωρό, καθώς ποτέ δεν έζησε χαρούμενες οικογενειακές στιγμές. Τα χρόνια πέρασαν και οι δρόμοι των δύο ανδρών χώρισαν, αφού από το 2001 μέχρι και σήμερα ο Κώστας Πάσσαρης βρίσκεται έγκλειστος στις περίφημες φυλακές υψίστης ασφαλείας Γκέρλας στη Ρουμανία καταδικασμένος για τις παράνομες πράξεις του σε δις ισόβια.

Ολα αυτά μέχρι πέρυσι το καλοκαίρι, όταν ο πατέρας Μάρκος επισκέφτηκε ξανά ύστερα από χρόνια τον διαβόητο κακοποιό στις φυλακές της Ρουμανίας. Η συνάντηση αυτή ήταν αποτέλεσμα της επιθυμίας του Πάσσαρη, που ζήτησε από την Αριστέα Κατσούλη -τη γυναίκα που όλα αυτά τα χρόνια βρίσκεται κοντά του κι έχει σχέση με την ενορία- να μεσολαβήσει προκειμένου να πραγματοποιηθεί.

Ο πατέρας Μάρκος μας εξομολογείται πως ο Πάσσαρης

«ήταν πολύ ειλικρινής και ταπεινός. Η αλήθεια είναι πως χάρηκε πολύ που με είδε ξανά. Ο Κώστας είναι χαρισματικό παιδί και αν η ζωή δεν τον είχε οδηγήσει εκεί που είναι τώρα, θα μπορούσε να είναι ακόμη και καθηγητής πανεπιστημίου. Μου ζήταγε πάντα βιβλία και τα ρουφούσε σαν σφουγγάρι».



Το περασμένο Πάσχα, ο διαβόητος εντός και εκτός ελληνικών συνόρων κακοποιός εξέφρασε την επιθυμία του στον αρχιμανδρίτη Γερβάσιο ζητώντας του να μονάσει. Αυτήν τη σκέψη του την εξομολογήθηκε στον πατέρα Μάρκο, κάτι που όπως ο ίδιος δήλωσε στην «Espresso της Κυριακής», τον χαροποίησε ιδιαίτερα.

«Μακάρι ο Θεός να τον αξιώσει και να καταφέρει να πραγματοποιήσει αυτό που επιθυμεί. Θα είναι μία αληθινή μετάνοια. Ετσι και αλλιώς η μόνη του έννοια είναι να ζήσει αληθινά στον δρόμο του Θεού».



Σύμφωνα με όσα δηλώνει ο ιερέας, τα τελευταία χρόνια ο Κώστας Πάσσαρης έχει αλλάξει πολύ. Τον ενοχλούν οι φωνές και αγριεύει όταν οι πάνοπλοι φρουροί των φυλακών Γκέρλας μιλάνε άσχημα στους συγκρατούμενούς του. Μάλιστα, ο πατέρας Μάρκος μας αποκάλυψε πως ο Πάσσαρης του εξομολογήθηκε ότι δεν είναι ένοχος και δεν έχει σχέση με όλα αυτά για τα οποία τον έχουν κατηγορήσει στη Ρουμανία.

«Εγώ τον πιστεύω. Μου είπε ότι δεν ήθελε φασαρίες και πως όταν τον συνέλαβαν τους είπε “φορτώστε τα πάνω μου να τελειώνουμε αλλά να ξέρετε ότι δεν ευθύνομαι για όλα εγώ”».

Οι σατανιστές της Παλλήνης



Παραμονές Πρωτοχρονιάς του 1994 και η Ελλάδα συγκλονίζεται από την αποκάλυψη μίας από τις πιο σκοτεινές υποθέσεις που απασχόλησαν ποτέ τη χώρα, την εξάρθρωση των σατανιστών της Παλλήνης. Τα ονόματα Ασημάκης Κατσούλας, Μανώλης Δημητροκάλης και Δήμητρα Μαργέτη μένουν ανεξίτηλα χαραγμένα στις μνήμες των Ελλήνων και το άκουσμά τους προκαλεί τρόμο και ανατριχίλα. Τον Αύγουστο του 1992, οι τρεις νέοι ξεκίνησαν την παράνομη δράση τους αποπλανώντας νεαρά κορίτσια, πολλές φορές ακόμη και ανήλικα. Στη συνέχεια, τις παρέσυραν σε ομαδικά σεξουαλικά όργια και τελετές μαύρης μαγείας, ενώ δύο από τις ανυποψίαστες γυναίκες βρήκαν τραγικό θάνατο στα χέρια της σατανικής τριάδας.

Μετά την καταδίκη τους οι δύο άντρες της ομάδας οδηγήθηκαν στις φυλακές Κορυδαλλού. Ο πατέρας Μάρκος, που τότε τους είχε επισκεφτεί στο σωφρονιστικό κατάστημα για να τους γνωρίσει από κοντά και να μιλήσει μαζί τους, θυμάται:

«Οταν τους πήγαν στις φυλακές, όλοι οι κρατούμενοι ήθελαν να πέσουν να τους φάνε. Πρώτα συνάντησα τον Δημητροκάλη. Ο Μανώλης από μικρός πίστευε πάρα πολύ στον Θεό. Δυστυχώς αργότερα έμπλεξε με κακές παρέες που τον παρασύρανε και άκουγε κι αυτή την πολύ σκληρή και άγρια μουσική, τη heavy metal. Ολα αυτά τον ώθησαν στο να κάνει στροφή 360 μοιρών. Οταν όμως μπήκε στη φυλακή, όλα άλλαξαν και πάλι μέσα του και θυμήθηκε τον παλιό του εαυτό. Ζήταγε συνεχώς να εξομολογηθεί και μάλιστα παρακινούσε και τους υπόλοιπους κρατουμένους να έρχονται σε μένα».



Ο πατέρας Μάρκος μας οδηγεί και στην κοντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στον Διόνυσο και βγάζει από το Ιερό μία μεγάλη εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

«Αυτή μας της έχει χαρίσει ο Μανώλης. Παίρνει ξύλα και κολλάει πάνω τους εικόνες. Θυμάμαι πως μου ζήταγε συνεχώς θρησκευτικά βιβλία για να διαβάζει».



Οπως μας αποκαλύπτει ο ιερέας, όταν έφτασε η στιγμή να συναντήσει από κοντά τον αρχηγό και τελετάρχη της σατανικής ομάδας των τριών, τον 23χρονο τότε Ασημάκη Κατσούλα, ήταν λίγο διστακτικός.

«Να φανταστείτε, πήγα πρώτα από τον ψυχολόγο που τον παρακολουθούσε για να τον ρωτήσω πώς θα έπρεπε να τον αντιμετωπίσω και ο ίδιος ο ψυχολόγος του μου είπε πως όταν πάει στο κελί του Κατσούλα κάνει την προσευχή του πρώτα».



Τελικά, σύμφωνα με όσα μας αποκαλύπτει ο πατέρας Μάρκος, η επικοινωνία τους ήταν άριστη.

«Πρόκειται για ένα πολύ ερευνητικό και έξυπνο παιδί. Οταν μας ζήτησε βιβλία, αποφασίσαμε να του δώσουμε τις εξομολογήσεις του Αγίου Αυγουστίνου που ήταν πιο φιλοσοφικό από άλλα θρησκευτικά βιβλία και τελικά πράξαμε σωστά, γιατί του άρεσε πολύ».



Ο πατέρας Μάρκος έχει ακόμη (έστω και αραιές) επαφές μαζί τους. Υποστηρίζει πως πρόκειται για παιδιά που είχαν παρασυρθεί, αν και σε όλη τους τη ζωή -ακόμα και μετά την αποκάλυψη των φρικιαστικών πράξεών τους- είχαν τη στήριξη και τη συμπαράσταση της οικογένειάς τους.



Κοντά στους νέους



Τα τελευταία χρόνια, ο πατέρας Μάρκος έρχεται σε επαφή με ανήλικους παραβάτες ηλικίας από 14-15 έως και το πολύ μέχρι 21 ετών, αφού οι φυλακές Αυλώνας μετατράπηκαν από στρατιωτικές σε φυλακές ανηλίκων. Μας εξομολογείται πως τα παιδιά πάντα τον περιμένουν με χαρά και συμπληρώνει:

«Χαίρονται και μόνο που βλέπουν ότι υπάρχει κάποιος που νοιάζεται γι’ αυτούς. Μερικές φορές δεν χρειάζεται ούτε να τους μιλήσουμε. Η παρουσία μας και μόνο τους κάνει καλό».



Οπως μας λέει ο ιερέας, τα παιδιά έχουν ανάγκη επικοινωνίας και είναι πολύ ευχάριστο το γεγονός ότι μέχρι στιγμής δεν έχει συναντήσει «αγρίμια». «Ολοι θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει άσχημες πράξεις, όμως όλα αιτιολογούνται, καθώς τα περισσότερα παιδιά που έχω γνωρίσει προέρχονταν από προβληματικές οικογένειες και έδειχναν την αντίδρασή τους μέσα από την παρανομία».

Τα παιδιά στις φυλακές είναι μόνα τους και χωρίς να τους το επιβάλλει κανείς νηστεύουν τις Αγιες Ημέρες του Πάσχα, ενώ δεν είναι λίγοι οι αλλοδαποί που έχουν βαφτιστεί και ζητάνε θρησκευτικά βιβλία μεταφρασμένα στη γλώσσα τους για να διαβάσουν.



«Προσπαθούμε να τους βοηθήσουμε και να τους στηρίξουμε γιατί ζητάνε τη μετάνοια. Δεν πρέπει να παραμελούμε τους συνανθρώπους μας και πόσω μάλλον τα νεαρά παιδιά που έχουν ανάγκη τη φροντίδα και την αγάπη περισσότερο απ’ όλους μας»

μας λέει ο πατέρας Μάρκος και μας αποχαιρετά ευχόμενός μας «Καλό Πάσχα».

Μπορεί ο 73χρονος ιερέας να έχει συνομιλήσει επί ώρες με κάποιους από τους πιο διάσημους και στυγερούς εγκληματίες της χώρας μας, όμως δεν φάνηκε στιγμή να τους ξεχωρίζει από άλλους έγκλειστους που έχει γνωρίσει τα είκοσι χρόνια που επισκέπτεται τις φυλακές της χώρας. Πίσω από τα μάτια όλων είδε το ίδιο πράγμα... παιδιά που η ζωή τα έβγαλε σε λάθους δρόμους είτε από ανάγκη είτε επειδή παρασύρθηκαν, είτε επειδή κάποιος τα αμέλησε όταν είχαν την ανάγκη του.





Συμπλήρωση: Ο π. Μάρκος Μανώλης ήταν πνευματικός Προϊστάμενος της «Πανελληνίου Ορθοδόξου Ενώσεως», έκδοση της οποίας αποτελεί και η εκκλησιαστική εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος». Ιδρυτής αυτής της προσπάθειας ήταν ο γέροντας Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, που διατέλεσε ηγούμενος της ιεράς μονής Πετράκη, μοναχός της οποίας ήταν ο π. Μάρκος.



Γέροντας Μάρκος Μανώλης

(1937 - 16.4.2010)



Θρησκευτικά





Ο εξομολόγος των διαβόητων κακοποιών



πηγή: Espresso, 28/3/2010 με πληροφορίες από Εξαγόρευσις

Γράφει η Ελεάνα - Ζωή Ρούσου









Η άσπρη γενειάδα του και τα ράσα του μπορεί να μην ταιριάζουν με τα στενά κελιά των φυλακών, εκείνος όμως δεν διστάζει να φτάσει μέχρις εκεί προκειμένου να επιτελέσει το θεάρεστο έργο του σώζοντας ανθρώπινες ψυχές.

Διαβόητοι κακοποιοί τον θεωρούν τον πιο κοντινό τους άνθρωπο, τον εμπιστεύονται, του ανοίγουν την καρδιά τους, του εκμυστηρεύονται τους προβληματισμούς τους και επιζητούν να πάρουν άφεση αμαρτιών. Ο πατήρ Μάρκος, ο ιερέας που τα τελευταία 25 χρόνια έχει σταθεί στο πλευρό εκατοντάδων ανήλικων εγκλεισμένων και έχει γίνει ο προσωπικός εξομολόγος μερικών από τους ανθρώπους που με τις αποτρόπαιες πράξεις τους συγκλόνισαν το πανελλήνιο, μιλάει στην «Espresso της Κυριακής» για τις συναντήσεις του με τους διαβόητους κακοποιούς...

Ηταν το 1985, όταν ο 73χρονος σήμερα ιερέας Μάρκος Μανώλης, που λειτουργεί στον ιερό ναό Αγίου Διονυσίου, ξεκίνησε να επισκέπτεται σωφρονιστικά ιδρύματα και να αναπτύσσει στενή επικοινωνία με έγκλειστους. Η αρχή έγινε από τις στρατιωτικές φυλακές Αυλώνας, όπου ο πατέρας Μάρκος περνούσε ατελείωτες ώρες εξομολογώντας και δίνοντας συμβουλές σε νεαρούς στρατιώτες που είχαν παραστρατήσει. Εκεί συνάντησε για πρώτη φορά το «θεριό των Βαλκανίων», τον Κώστα Πάσσαρη, με τον οποίο ανέπτυξε μια πιο προσωπική σχέση. Στο πρόσωπο του ιερέα ο νεαρός τότε κακοποιός είδε τον άνθρωπο στον οποίο μπορούσε να εκμυστηρευτεί τα πάντα. Του μίλησε για τα μελλοντικά σχέδιά του, ενώ παράλληλα του ζήτησε τη βοήθειά του. Οι δρόμοι τους χάθηκαν για αρκετά χρόνια, μέχρι τη στιγμή που συναντήθηκαν και πάλι, ύστερα από παράκληση του διαβόητου κακοποιού, αυτήν τη φορά στη φυλακή της Ρουμανίας.

Εκτός από τον Πάσσαρη, έπειτα από περίπου δέκα χρόνια παρουσίας στα σωφρονιστικά καταστήματα της Ελλάδας, ο πατήρ Μάρκος Μανώλης ήρθε τετ α τετ και με δύo ανθρώπους που οι πράξεις τους προκάλεσαν ανατριχίλα στο πανελλήνιο, τα μέλη των σατανιστών της Παλλήνης Ασημάκη Κατσούλα και Μανώλη Δημητροκάλη...



Το «θεριό των Βαλκανίων» στον δρόμο του Θεού



Ο Κώστας Πάσσαρης, το αιματοβαμμένο βιογραφικό του οποίου περιλαμβάνει μεταξύ άλλων στυγνές δολοφονίες, αιματηρές ληστείες, ναρκωτικά και βιασμούς, ήταν ένας από τους έγκλειστους στρατευμένους που είχαν την τύχη να γνωρίσουν και να ανοίξουν την καρδιά τους στον πατέρα Μάρκο. Το 1995, σε ηλικία μόλις είκοσι ετών, ο Κώστας Πάσσαρης, που εκείνη την περίοδο υπηρετούσε τη θητεία του στην Κομοτηνή, συνελήφθη από άνδρες της Στρατονομίας κατηγορούμενος για τον βιασμό μιας ηλικιωμένης αλλά και για κλοπές. Λίγες ημέρες αργότερα, το «θεριό των Βαλκανίων» πέρασε τις πύλες των στρατιωτικών φυλακών Αυλώνα. Εκεί σημειώνεται η πρώτη επαφή του αδίστακτου κακοποιού με τον χριστιανισμό, καθώς συναντάει τον πατέρα Μάρκο, ακούει με προσοχή τα χριστιανικά διδάγματα και ουσιαστικά κάνει το πρώτο βήμα που τον οδήγησε στη σημερινή του επιθυμία να απαρνηθεί τα εγκόσμια -όταν και εφόσον αποφυλακιστεί- και να γίνει μοναχός στο Αγιον Ορος.

Ο ιερωμένος θυμάται:

«Από τις πρώτες μας επαφές στην Αυλώνα, μου έκανε πολύ αληθινές εξομολογήσεις και δήλωνε μετανιωμένος. Μάλιστα, θυμάμαι που μου είχε πει μία φορά ότι ευχαριστεί τον Θεό που τον βοήθησε και δεν έφτασε στο έγκλημα. Ωστόσο, ύστερα από λίγο καιρό άλλαξαν όλα. Εχει ένα αγγελικό πρόσωπο και δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ ότι θα έφτανε μέχρις εκεί. Ομως, η αλήθεια είναι πως ο Κώστας μια ζωή έδινε μάχες με τον ίδιο του τον εαυτό».



Εναν χρόνο μετά τον εγκλεισμό του, ο Κώστας Πάσσαρης δραπέτευσε από τις φυλακές Αυλώνα και για μία ακόμη φορά παρασύρθηκε από τους «δαίμονές» του, αυτούς που τον βασάνιζαν από μωρό, καθώς ποτέ δεν έζησε χαρούμενες οικογενειακές στιγμές. Τα χρόνια πέρασαν και οι δρόμοι των δύο ανδρών χώρισαν, αφού από το 2001 μέχρι και σήμερα ο Κώστας Πάσσαρης βρίσκεται έγκλειστος στις περίφημες φυλακές υψίστης ασφαλείας Γκέρλας στη Ρουμανία καταδικασμένος για τις παράνομες πράξεις του σε δις ισόβια.

Ολα αυτά μέχρι πέρυσι το καλοκαίρι, όταν ο πατέρας Μάρκος επισκέφτηκε ξανά ύστερα από χρόνια τον διαβόητο κακοποιό στις φυλακές της Ρουμανίας. Η συνάντηση αυτή ήταν αποτέλεσμα της επιθυμίας του Πάσσαρη, που ζήτησε από την Αριστέα Κατσούλη -τη γυναίκα που όλα αυτά τα χρόνια βρίσκεται κοντά του κι έχει σχέση με την ενορία- να μεσολαβήσει προκειμένου να πραγματοποιηθεί.

Ο πατέρας Μάρκος μας εξομολογείται πως ο Πάσσαρης

«ήταν πολύ ειλικρινής και ταπεινός. Η αλήθεια είναι πως χάρηκε πολύ που με είδε ξανά. Ο Κώστας είναι χαρισματικό παιδί και αν η ζωή δεν τον είχε οδηγήσει εκεί που είναι τώρα, θα μπορούσε να είναι ακόμη και καθηγητής πανεπιστημίου. Μου ζήταγε πάντα βιβλία και τα ρουφούσε σαν σφουγγάρι».



Το περασμένο Πάσχα, ο διαβόητος εντός και εκτός ελληνικών συνόρων κακοποιός εξέφρασε την επιθυμία του στον αρχιμανδρίτη Γερβάσιο ζητώντας του να μονάσει. Αυτήν τη σκέψη του την εξομολογήθηκε στον πατέρα Μάρκο, κάτι που όπως ο ίδιος δήλωσε στην «Espresso της Κυριακής», τον χαροποίησε ιδιαίτερα.

«Μακάρι ο Θεός να τον αξιώσει και να καταφέρει να πραγματοποιήσει αυτό που επιθυμεί. Θα είναι μία αληθινή μετάνοια. Ετσι και αλλιώς η μόνη του έννοια είναι να ζήσει αληθινά στον δρόμο του Θεού».



Σύμφωνα με όσα δηλώνει ο ιερέας, τα τελευταία χρόνια ο Κώστας Πάσσαρης έχει αλλάξει πολύ. Τον ενοχλούν οι φωνές και αγριεύει όταν οι πάνοπλοι φρουροί των φυλακών Γκέρλας μιλάνε άσχημα στους συγκρατούμενούς του. Μάλιστα, ο πατέρας Μάρκος μας αποκάλυψε πως ο Πάσσαρης του εξομολογήθηκε ότι δεν είναι ένοχος και δεν έχει σχέση με όλα αυτά για τα οποία τον έχουν κατηγορήσει στη Ρουμανία.

«Εγώ τον πιστεύω. Μου είπε ότι δεν ήθελε φασαρίες και πως όταν τον συνέλαβαν τους είπε “φορτώστε τα πάνω μου να τελειώνουμε αλλά να ξέρετε ότι δεν ευθύνομαι για όλα εγώ”».

Οι σατανιστές της Παλλήνης



Παραμονές Πρωτοχρονιάς του 1994 και η Ελλάδα συγκλονίζεται από την αποκάλυψη μίας από τις πιο σκοτεινές υποθέσεις που απασχόλησαν ποτέ τη χώρα, την εξάρθρωση των σατανιστών της Παλλήνης. Τα ονόματα Ασημάκης Κατσούλας, Μανώλης Δημητροκάλης και Δήμητρα Μαργέτη μένουν ανεξίτηλα χαραγμένα στις μνήμες των Ελλήνων και το άκουσμά τους προκαλεί τρόμο και ανατριχίλα. Τον Αύγουστο του 1992, οι τρεις νέοι ξεκίνησαν την παράνομη δράση τους αποπλανώντας νεαρά κορίτσια, πολλές φορές ακόμη και ανήλικα. Στη συνέχεια, τις παρέσυραν σε ομαδικά σεξουαλικά όργια και τελετές μαύρης μαγείας, ενώ δύο από τις ανυποψίαστες γυναίκες βρήκαν τραγικό θάνατο στα χέρια της σατανικής τριάδας.

Μετά την καταδίκη τους οι δύο άντρες της ομάδας οδηγήθηκαν στις φυλακές Κορυδαλλού. Ο πατέρας Μάρκος, που τότε τους είχε επισκεφτεί στο σωφρονιστικό κατάστημα για να τους γνωρίσει από κοντά και να μιλήσει μαζί τους, θυμάται:

«Οταν τους πήγαν στις φυλακές, όλοι οι κρατούμενοι ήθελαν να πέσουν να τους φάνε. Πρώτα συνάντησα τον Δημητροκάλη. Ο Μανώλης από μικρός πίστευε πάρα πολύ στον Θεό. Δυστυχώς αργότερα έμπλεξε με κακές παρέες που τον παρασύρανε και άκουγε κι αυτή την πολύ σκληρή και άγρια μουσική, τη heavy metal. Ολα αυτά τον ώθησαν στο να κάνει στροφή 360 μοιρών. Οταν όμως μπήκε στη φυλακή, όλα άλλαξαν και πάλι μέσα του και θυμήθηκε τον παλιό του εαυτό. Ζήταγε συνεχώς να εξομολογηθεί και μάλιστα παρακινούσε και τους υπόλοιπους κρατουμένους να έρχονται σε μένα».



Ο πατέρας Μάρκος μας οδηγεί και στην κοντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στον Διόνυσο και βγάζει από το Ιερό μία μεγάλη εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

«Αυτή μας της έχει χαρίσει ο Μανώλης. Παίρνει ξύλα και κολλάει πάνω τους εικόνες. Θυμάμαι πως μου ζήταγε συνεχώς θρησκευτικά βιβλία για να διαβάζει».



Οπως μας αποκαλύπτει ο ιερέας, όταν έφτασε η στιγμή να συναντήσει από κοντά τον αρχηγό και τελετάρχη της σατανικής ομάδας των τριών, τον 23χρονο τότε Ασημάκη Κατσούλα, ήταν λίγο διστακτικός.

«Να φανταστείτε, πήγα πρώτα από τον ψυχολόγο που τον παρακολουθούσε για να τον ρωτήσω πώς θα έπρεπε να τον αντιμετωπίσω και ο ίδιος ο ψυχολόγος του μου είπε πως όταν πάει στο κελί του Κατσούλα κάνει την προσευχή του πρώτα».



Τελικά, σύμφωνα με όσα μας αποκαλύπτει ο πατέρας Μάρκος, η επικοινωνία τους ήταν άριστη.

«Πρόκειται για ένα πολύ ερευνητικό και έξυπνο παιδί. Οταν μας ζήτησε βιβλία, αποφασίσαμε να του δώσουμε τις εξομολογήσεις του Αγίου Αυγουστίνου που ήταν πιο φιλοσοφικό από άλλα θρησκευτικά βιβλία και τελικά πράξαμε σωστά, γιατί του άρεσε πολύ».



Ο πατέρας Μάρκος έχει ακόμη (έστω και αραιές) επαφές μαζί τους. Υποστηρίζει πως πρόκειται για παιδιά που είχαν παρασυρθεί, αν και σε όλη τους τη ζωή -ακόμα και μετά την αποκάλυψη των φρικιαστικών πράξεών τους- είχαν τη στήριξη και τη συμπαράσταση της οικογένειάς τους.



Κοντά στους νέους



Τα τελευταία χρόνια, ο πατέρας Μάρκος έρχεται σε επαφή με ανήλικους παραβάτες ηλικίας από 14-15 έως και το πολύ μέχρι 21 ετών, αφού οι φυλακές Αυλώνας μετατράπηκαν από στρατιωτικές σε φυλακές ανηλίκων. Μας εξομολογείται πως τα παιδιά πάντα τον περιμένουν με χαρά και συμπληρώνει:

«Χαίρονται και μόνο που βλέπουν ότι υπάρχει κάποιος που νοιάζεται γι’ αυτούς. Μερικές φορές δεν χρειάζεται ούτε να τους μιλήσουμε. Η παρουσία μας και μόνο τους κάνει καλό».



Οπως μας λέει ο ιερέας, τα παιδιά έχουν ανάγκη επικοινωνίας και είναι πολύ ευχάριστο το γεγονός ότι μέχρι στιγμής δεν έχει συναντήσει «αγρίμια». «Ολοι θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει άσχημες πράξεις, όμως όλα αιτιολογούνται, καθώς τα περισσότερα παιδιά που έχω γνωρίσει προέρχονταν από προβληματικές οικογένειες και έδειχναν την αντίδρασή τους μέσα από την παρανομία».

Τα παιδιά στις φυλακές είναι μόνα τους και χωρίς να τους το επιβάλλει κανείς νηστεύουν τις Αγιες Ημέρες του Πάσχα, ενώ δεν είναι λίγοι οι αλλοδαποί που έχουν βαφτιστεί και ζητάνε θρησκευτικά βιβλία μεταφρασμένα στη γλώσσα τους για να διαβάσουν.



«Προσπαθούμε να τους βοηθήσουμε και να τους στηρίξουμε γιατί ζητάνε τη μετάνοια. Δεν πρέπει να παραμελούμε τους συνανθρώπους μας και πόσω μάλλον τα νεαρά παιδιά που έχουν ανάγκη τη φροντίδα και την αγάπη περισσότερο απ’ όλους μας»

μας λέει ο πατέρας Μάρκος και μας αποχαιρετά ευχόμενός μας «Καλό Πάσχα».

Μπορεί ο 73χρονος ιερέας να έχει συνομιλήσει επί ώρες με κάποιους από τους πιο διάσημους και στυγερούς εγκληματίες της χώρας μας, όμως δεν φάνηκε στιγμή να τους ξεχωρίζει από άλλους έγκλειστους που έχει γνωρίσει τα είκοσι χρόνια που επισκέπτεται τις φυλακές της χώρας. Πίσω από τα μάτια όλων είδε το ίδιο πράγμα... παιδιά που η ζωή τα έβγαλε σε λάθους δρόμους είτε από ανάγκη είτε επειδή παρασύρθηκαν, είτε επειδή κάποιος τα αμέλησε όταν είχαν την ανάγκη του.





Συμπλήρωση: Ο π. Μάρκος Μανώλης ήταν πνευματικός Προϊστάμενος της «Πανελληνίου Ορθοδόξου Ενώσεως», έκδοση της οποίας αποτελεί και η εκκλησιαστική εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος». Ιδρυτής αυτής της προσπάθειας ήταν ο γέροντας Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, που διατέλεσε ηγούμενος της ιεράς μονής Πετράκη, μοναχός της οποίας ήταν ο π. Μάρκος.

How to Kill the Ego - Ζήτω ο εαυτός! Έξω η ενοχή!









The Morning Offering

Commentary on Orthodox Living









The Very Rev. Fr. Tryphon, Abbot of All-Merciful Saviour Monastery on Vashon Island in the Puget Sound near Seattle, Washington, provides meaningful support and authoritative guidance for a profitable spiritual life in today’s world (click here!).



Many modern psychologists tell us that we must feel good about ourselves, and they instruct us to reject the idea of guilt and sin. Sin is seen by some of these psychologists as religion’s instrument for keeping people in line, making them dependent on an institution that should be relegated to the Dark Ages. In an age where man is elevated to being his own god, religion is seen as a sort of enslavement. Up with self! Down with guilt!



Self as the new god is worshiped at the expense of community and enthroned in a position of the utmost importance. Worship of self has contributed to the downfall of families and societal stability, with careers, social and financial gain, and self-fulfillment reigning supreme.



Divine love does not tolerate this elevated status of self. For the ego is the enemy of our communion with God. In an age of financial collapse, mortgage foreclosures, and high unemployment, worship of self dooms us to a life of total loss. We were created for communion with God, and the worship of the ego has led us into a state of spiritual bankruptcy.



The total meltdown of the economy and the destruction of the environment is a direct result of the turning away from spiritual values. The foundation of economic and environmental collapse is to be found in our spiritual bankruptcy. We need to return to the worship of God and reject worship of self.



The denial of guilt and sin is the ultimate example of our having accepted the lie perpetrated by the devil, that great deceiver. True happiness and true wealth come only through the fulfillment of our destiny and that for which we were created: communion with God. The destruction of the ego begins with repentance and the acquisition of a humble and a contrite heart. [CLICK HERE. &: Professor Paul C. Vitz, The Psychology of Atheism].





*****

Πώς να εξουδετερώσουμε το "εγώ"



Ο Σεβάσμιος π. Τρύφων, Ηγούμενος της Ι. Μονής του Ελεήμονος Σωτήρος στην Νήσο Βασόν στον Κόλπο Πιουτζέτ κοντά στην πόλη Σηάτλ, της Πολιτείας Ουάσιγκτον, ΗΠΑ, μας παρέχει μια ουσιαστική υποστήριξη και μια καθοδήγηση κύρους, για ένα επωφελή πνευματικό βίο στον σημερινό κόσμο [σειρά παρεμβάσεων στο Ancient Faith Radio, ΗΠΑ. Το απόσπασμα από εδώ]



Πολλοί σύγχρονοι ψυχολόγοι μας λένε πως πρέπει να νοιώθουμε καλά για τον εαυτό μας, και μας συμβουλεύουν να απορρίπτουμε την ιδέα της ενοχής και της αμαρτίας. Η αμαρτία θεωρείται από ορισμένους από αυτούς τους ψυχολόγους ως ένα εργαλείο της θρησκείας, για να κρατά τους ανθρώπους σε τάξη, καθιστώντας τους έτσι εξαρτημένους σε ένα θεσμό που θα έπρεπε να ανατεθεί στους Σκοτεινούς Αιώνες. Σε μια εποχή όπου ο άνθρωπος εξυψώνεται στο βαθμό να γίνεται θεός του εαυτού του, η θρησκεία θεωρείται ως ένα είδος υποδούλωσης. Ζήτω ο εαυτός! Έξω η ενοχή!



Ο εαυτός ως ο νέος θεός λατρεύεται εις βάρος της κοινωνίας, ενθρονισμένος σε μια θέση ύψιστης σημασίας. Η λατρεία του εαυτού έχει συνεισφέρει στο γκρέμισμα των οικογενειών και της κοινωνικής σταθερότητας, με τις καριέρες, το κοινωνικο-οικονομικό όφελος καθώς και την αυτο-ολοκλήρωση να βασιλεύουν περίτρανα.



Η θεία αγάπη δεν ανέχεται αυτό το υπερυψωμένο καθεστώς του εαυτού, καθ' ότι το Εγώ είναι ο εχθρός της κοινωνίας μας με τον Θεό. Σε μια εποχή οικονομικής κατάρρευσης, κατασχέσεων υποθηκευμένων και υψηλής ανεργίας, η λατρεία του εαυτού μας καταδικάζει σε μια ζωή ολοσχερούς απώλειας. Δημιουργηθήκαμε για κοινωνία με τον Θεό, και η λατρεία του εαυτού μας έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση πνευματικής χρεωκοπίας.



Η ολική κατάρρευση της οικονομίας και η καταστροφή του περιβάλλοντος είναι απ' ευθείας αποτέλεσμα της απομάκρυνσής μας από τις πνευματικές αξίες. Τα θεμέλια της οικονομικής και περιβαλλοντικής κατάρρευσης βρίσκεται μέσα στην πνευματική μας χρεωκοπία. Είναι απαραίτητο να επιστρέψουμε στην λατρεία του Θεού και να καταργήσουμε την λατρεία του εαυτού.



Η άρνηση της ενοχής και της αμαρτίας είναι η υπέρτατη απόδειξη πως αποδεχθήκαμε το ψέμα που διέπραξε ο διάβολος - εκείνος ο μέγας απατεώνας. Η αληθινή χαρά και ο αληθινός πλούτος έρχονται μόνο με την εκπλήρωση του πεπρωμένου μας και εκείνου για το οποίο δημιουργηθήκαμε: την κοινωνία με τον Θεό. Η εξουδετέρωση του Εγώ αρχίζει με την μετάνοια και την απόκτηση μιας ταπεινής και συντετριμμένης καρδίας.

Η αμαρτία (χωρίς ηθικισμούς)


Πρόσφατα επισκέφτηκα τον αγιασμένο γέροντα Νεκτάριο στο μοναστήρι της Παναγίας Καλυβιανής (κοντά στις Μοίρες Ηρακλείου Κρήτης - ένα κέντρο μεγάλης ανθρωπιστικής δράσης) και, όταν με ρώτησε «τι κάνω», του απάντησα ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΑ: «Αμαρτίες κάνω, γέροντα». Τότε μου απάντησε: «Να μη λες "αμαρτίες", να λες "λάθη"».

Με αφορμή αυτή τη γεμάτη αγάπη και παρηγοριά κουβέντα, ψαρεύω & ανεβάζω το παρακάτω άρθρο



Από ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ



Η λέξη αμαρτία σημαίνει σφάλμα στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Αυτό σημαίνει και στους ορθόδοξους αγίους: ένα λάθος, που εμποδίζει τον άνθρωπο να γίνει θεός. Μόνο στη δυτική Ευρώπη η αμαρτία θεωρήθηκε έγκλημα που πρέπει να τιμωρηθεί (και η Εκκλησία εκεί κατάντησε ένας σκληρός θεσμός εξουσίας, ιδίως κατά το Μεσαίωνα).

Στην ορθόδοξη παράδοση η αμαρτία θεωρήθηκε μια ασθένεια που ο άνθρωπος καλείται να τη θεραπεύσει ο ίδιος με τη μετάνοια (= μεταβολή του νου, δηλαδή αλλάζοντας μυαλά). Σκοπός της θεραπείας αυτής δεν είναι η απλή αποφυγή «αμαρτωλών πράξεων», αλλά κάτι πολύ πιο ριζικό: η κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, δηλαδή από τις ριζωμένες εκείνες ιδέες ή συνήθειες, που τραβούν τον άνθρωπο στην αμαρτία ξανά και ξανά. Τέτοια πάθη είναι η φιλαργυρία, η φιληδονία, η φιλαυτία, η φιλαρχία κ.τ.λ. (βλ. παρακάτω αναλυτικότερα).

Η Εκκλησία, με το θεσμό του πνευματικού πατέρα (εξομολόγου, αλλά και γενικά πνευματικού διδασκάλου, άντρα και γυναίκας), δεν εξαναγκάζει τον άνθρωπο σε μετάνοια, απλώς βρίσκεται εδώ για να βοηθήσει τον άνθρωπο, αν αυτός το θέλει, να θεραπευτεί από τα απίστευτα ψυχικά τραύματα που του προκαλεί η ασθένεια που ονομάζεται αμαρτία.

Μόνον όταν η Εκκλησία λειτουργεί ως θεραπευτήριο ψυχών, τότε είναι αληθινά ορθόδοξη Εκκλησία. Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι άνθρωποι που υποτίθεται ότι τη στελεχώνουν είναι οι ίδιοι ασθενείς και η Εκκλησία δε μπορεί να λειτουργήσει σωστά –δε θεραπεύει.

Γι’ αυτό σήμερα, που ο άνθρωπος νιώθει άρρωστος ψυχικά, είναι της μόδας τα διάφορα συστήματα ανατολικής θρησκευτικότητας (π.χ. ινδικής), αλλά και δυτικής (διάφορες προτεσταντικές ομάδες «χαρισματούχων»), που του υπόσχονται ότι θα τον βοηθήσουν να ξαναβρεί την ηρεμία του, τη γαλήνη, την ισορροπία, την αρμονία, την «ανώτερη συνειδητότητά του»… Μόνο που και τότε ακόμη, κατά την ορθόδοξη ανθρωπολογία, ο άνθρωπος δεν έχει θεραπευτεί, απλώς έχει πάρει ένα «παυσίπονο», που μπορεί να έχει και παρενέργειες γι’ αυτόν. Η θεραπεία που προτείνει η ορθοδοξία δεν είναι κάτι απ’ όλα αυτά, αλλά κάτι πολύ πιο πέρα: η θέωση.

Κάποια ανατολικά συστήματα διαλογισμού κ.τ.λ. μιλούν και για θέωση: «να βρει ο άνθρωπος τη θεϊκή σπίθα που έχει μέσα του, να πιστέψει στον εαυτό του, να κάνει θετικές σκέψεις, κι έτσι θα γίνει θεϊκός». Αντίθετα, για τους αγίους της ορθοδοξίας η θέωση δε μπορεί να πετύχει παρά με την ένωση αγάπης με τον Τριαδικό Θεό –που σημαίνει και ένωση αγάπης με όλα τα άλλα πλάσματα του κόσμου, αφού ο Τριαδικός Θεός είναι Θεός της Αγάπης. Αν ο άνθρωπος δεν ενωθεί με το Θεό, μπορεί να νομίζει ότι έχει γίνει θεός, αλλά στην πραγματικότητα παραμένει σε κατάσταση γήινη, άρα ασθενής.

Όμως, για να ενωθεί με το Θεό, είναι απαραίτητη η κάθαρση από τα πάθη, που θα του επιτρέψει να ελαττώσει την αγάπη του προς τον εαυτό του και να αυξήσει την αγάπη του προς το Θεό και τους άλλους. Αυτό φυσικά διδάσκουν οι δικοί μας θεραπευτές, οι άγιοι, που έχουν πρώτα θεραπευτεί οι ίδιοι. Το διδάσκουν χωρίς να παίρνουν χρήματα ή οπαδούς γι’ αυτό. Δικαίωμά μας είναι αν θα τους εμπιστευτούμε ή όχι.

Μπορεί να μην τους εμπιστευόμαστε παρά μόνο όταν κάνουμε βόλτα σε άλλα συστήματα. Εκεί μπορεί να νομίσουμε ότι θεραπευτήκαμε και να καθίσουμε για τα καλά, να μην ξαναπλησιάσουμε την ορθοδοξία. Μπορεί να θεωρήσουμε κατάσταση υγείας την αθεΐα, τη γνώση, την τέχνη, πνευματικές καταστάσεις που μας φαίνονται «τέλειες» ή να εξαπατηθούμε και να νομίσουμε ότι δεν υπάρχει τέλειο, άρα καλά είμαστε εδώ, ασθενείς, αλλά «φυσιολογικοί» (τότε δεν έχουμε σπουδάσει τους αγίους και δεν ξέρουμε τη δική τους φυσιολογική κατάσταση).

Μπορεί όμως να διαπιστώσουμε με πόνο ότι δεν βρήκαμε τη θεραπεία. Και τότε ακόμη, έστω κι αν είμαστε γέροι, έστω κι αν είμαστε ψυχικά και σωματικά ερείπια, ακόμη κι αν έχουμε κάνει κακό στον εαυτό μας και σε άλλους, δεν είναι αργά. Σας παρακαλώ να θυμάστε ότι δεν είναι αργά. Η θεραπεία –η μετάνοια και η αγάπη– είναι πάντα εδώ και μας περιμένει. Και είναι εύκολη. Ξεκινάει δύσκολα, γιατί πρέπει να «νεκρώσουμε» το μέχρι τώρα λανθασμένο τρόπο ζωής μας, αλλά είναι σα μητρικό χάδι, που δεν τιμωρεί, αλλά ξεκουράζει. Η αμαρτία τιμωρεί, όχι η αγάπη –και ο Θεός είναι η αγάπη.





Ορισμός της αμαρτίας





Αμαρτία: μια ασθένεια, κατά την οποία η αγάπη που βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο δεν κατευθύνεται στο Θεό και το συνάνθρωπο, αλλά στο Εγώ του ανθρώπου και σε άλλα –πραγματικά ή φανταστικά– αντικείμενα (ο εγωιστής δεν αγαπά τον εαυτό του, αλλά το Εγώ του, ένα φανταστικό είδωλο του εαυτού του που έχει σχηματιστεί μέσα του με τα χρόνια).

Αμαρτωλός δηλαδή είναι εκείνος που δεν είναι φιλόθεος και φιλάνθρωπος αλλά φίλαυτος (αγαπά τον «εαυτό του»), φιλάργυρος, φιλήδονος, φιλόδοξος, φίλαρχος (αγαπά την εξουσία) κ.τ.λ., ακόμη και φιλόζωος («εγώ αγαπάω τα ζώα, αλλά όχι τους ανθρώπους» λένε κάποιοι, «γιατί οι άνθρωποι μ’ έχουν πληγώσει, ενώ τα ζώα ποτέ» –είναι προφανές ότι η στάση τους είναι αποτέλεσμα τραύματος, όχι υγείας).

Η αγάπη αυτή δεν τον ενώνει με τα όντα, αλλά προκαλεί διάσπαση ή, μάλλον, επιτείνει τη διάσπαση που προκλήθηκε στην αυγή της ιστορίας, με το προπατορικό αμάρτημα –που ήταν ακριβώς αυτού του είδους η αγάπη, η αγάπη του ανθρώπου προς τον (ειδωλοποιημένο) εαυτό του. Η κατάσταση αυτή της διάσπασης ονομάζεται «αμαρτία» (=σφάλμα) και θεωρείται από την ορθόδοξη πατερική παράδοση ασθένεια.

Οι μορφές αυτές αγάπης θεωρούνται πάθη και, όταν εισχωρήσουν βαθιά στην καρδιά, τη δεσμεύουν και εμποδίζουν το αυτεξούσιο να λειτουργήσει. Τότε ο άνθρωπος απαλλάσσεται απ’ αυτά με «συντριβή της καρδιάς», διαδικασία με την οποία βγαίνουν από την καρδιά του.

Ένα σύμπτωμα της αμαρτίας είναι και το ν’ αγαπά κάποιος την αρετή (την «ηθική») πιο πολύ από τον άνθρωπο, δηλαδή να μισεί ή να περιφρονεί τους ανήθικους –χωρίς να ξεχωρίζει τον άνθρωπο από την κακή πράξη ή τις κακές επιλογές του, ώστε να μισεί την κακία αλλά να αγαπά τον κακό. Φυσικά ο ίδιος βάζει τον εαυτό του στους «καλούς» ή, κάποιος άλλος, λέει ότι έτσι είναι η ζωή, «πρέπει να ’σαι κακός για να επιβιώσεις». Και πάλι, αγνοεί την επιβίωση των αληθινά υγιών, των αγίων.

Άλλο σύμπτωμα της αμαρτίας: το να περιορίζω την αγάπη μου μόνο στην οικογένειά μου και «στα συμφέροντα της οικογένειάς μου» και να μισώ τους «εχθρούς της οικογένειάς μου». Γι’ αυτό ο Χριστός είπε: «όποιος αγαπά τον πατέρα ή τη μητέρα ή τα παιδιά του πιο πολύ από μένα δεν είναι άξιός μου» (Ματθ. 10, 34-39), γιατί αυτή η αγάπη, και μάλιστα μετά από εκβιαστικές πιέσεις του οικογενειακού του περιβάλλοντος, μπορεί να τον εμποδίζει από την υγιή αγάπη όλων των ανθρώπων, που είναι η αγάπη του Χριστού (Επαναστατήσατε ή ακόμα; [Προσοχή: Εγώ ξέρω καλύτερα ή ο Χριστός; Εγώ αγαπάω πιο πολύ τους δικούς μου ή ο Χριστός;]).

Όποιοι εμφανίζουν στην καρδιά τους αυτά τα συμπτώματα, δηλαδή όλοι ώς ένα βαθμό, κατά την ορθοδοξία, πάσχουν από την ασθένεια που ονομάζεται «αμαρτία».





Ποιοι είναι αυτοί οι ασθενείς;





Ας δούμε το ψυχογράφημα ενός ασθενούς κι ας διαπιστώσουμε πόσο υγιείς είμαστε (ο συγκεκριμένος ασθενής είναι θεολόγος και, υποτίθεται, συγγραφέας). [σημείωση "Νεκρού": το έχει εδώ].





Η θεραπεία





Ο δρόμος της θεραπείας είναι ο δρόμος της ταπείνωσης, που επιτρέπει στον άνθρωπο να αγαπά τους πάντες, ακόμη κι αν «δεν αξίζουν» την αγάπη του. Ο δρόμος αυτός αρχίζει με τη μετάνοια και ολοκληρώνεται στη θέωση. Διαρκεί μια ζωή και απαιτεί σκληρό αγώνα. Λίγοι φτάνουν στο τέρμα, αλλά τουλάχιστον στο δεύτερο ή το τρίτο στάδιο είναι σχετικά «εύκολο» να φτάσει ο καθένας.





Πρώτο στάδιο: μετάνοια – ο άνθρωπος επιλέγει να αλλάξει τρόπο ζωής και να γίνει ταπεινός. Αν δεν είναι χριστιανός, με το στάδιο αυτό συνδέεται το βάπτισμα, δηλαδή η ένταξη του ανθρώπου στην παγκόσμια Εκκλησία. Σκοπός ύπαρξης της Εκκλησίας άλλωστε είναι αυτή η θεραπεία, γι’ αυτό τα παρακάτω αναφέρονται σε χριστιανούς.

Ας σημειωθεί όμως ότι:

«ο Θεός δεν είναι φθονερός. Ο Θεός δεν είναι φίλαυτος ούτε φιλόδοξος. Αυτός ο Ίδιος ταπεινά και υπομονετικά αναζητεί κάθε άνθρωπο σε όλους τους δρόμους του. Γι’ αυτό μπορεί καθένας να γνωρίσει το Θεό σε αυτό ή σε εκείνο το μέτρο όχι μόνο μέσα στην Εκκλησία αλλά και έξω από αυτήν, αν και η τέλεια επίγνωση του Θεού χωρίς το Χριστό ή και έξω από τον Χριστό δεν είναι δυνατή (Ματθ. 11, 27). Έξω από τον Χριστό καμία πνευματική (μυστική) πείρα δεν δίνει στον άνθρωπο τη γνώση του Θείου Είναι ως της Μιας ακατάληπτης απόλυτης Αντικειμενικότητας σε Τρία ακατάληπτα απόλυτα Υποκείμενα, δηλαδή ως Τριάδα ομοούσια και αχώριστη. Εν Χριστώ όμως, αυτή η αποκάλυψη, αυτή η γνώση, γίνεται φως αιώνιας Ζωής, που ξεχύνεται σε όλες τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης» (π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2003, σελ. 242-243).

(Ο π. Σωφρόνιος του Essex είναι ένας από τους σύγχρονους Ρώσους αγίους Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας - ["Νεκρός": βιογραφικό του με ένα κλικ]).

Επομένως μπορεί να σωθεί και ένας άνθρωπος που δεν εντάσσεται στην Εκκλησία, όμως η Εκκλησία είναι ο «ασφαλής δρόμος» (όχι ο «μόνος», αλλά ο «ασφαλής») που οδηγεί συνειδητά και με επίγνωση προς τη σωτηρία. Ωστόσο, ακατάλληλος δρόμος για τη σωτηρία είναι κάθε δρόμος που δε διδάσκει ταπείνωση και αγάπη.

Δεύτερο στάδιο: εξομολόγηση (μια ανεπανάληπτη άσκηση ταπείνωσης) – θεία Μετάληψη (ένωση με το Θεό μέσω της βρώσης και της πόσης του ανθρώπινου Σώματος και Αίματός Του, πράγμα που δεν είναι αυτόματα η θέωση, αλλά το εφόδιο που σιγά σιγά θα με κάνει ικανό ν’ αγαπώ χωρίς όρια)





Σ’ αυτά τα δύο στάδια ο άνθρωπος μπορεί να μείνει χρόνια ή για πάντα. Μπορεί επίσης να πέφτει συνέχεια πίσω στο πρώτο στάδιο. Δεν πειράζει. Ας σηκώνεται ξανά. Όμως να μην κολλήσει, να μη βρίσκει ως υποκριτική δικαιολογία ότι δήθεν «είναι αδύναμος». Αφού ο Θεός είναι μαζί του, δεν είναι αδύναμος. Απλά, φοβάται τις δυσκολίες ή δε θέλει να προχωρήσει και λέει ψέματα στον εαυτό του.

Το να προχωρήσω από το πρώτο στάδιο στο δεύτερο ή από το δεύτερο στο τρίτο είναι πολύ δύσκολο. Πρέπει να πολεμήσω με τον εαυτό μου, τις συνήθειές μου, τα συμφέροντά μου ή αυτά που με κάνουν να «νιώθω όμορφα». Αυτός ο αγώνας μερικές φορές προκαλεί μεγάλη ψυχική οδύνη και αναστάτωση. Συχνά απογοητευόμαστε ή κλαίμε. Όμως δεν είμαστε μόνοι. Ο Θεός είναι πάντα κοντά μας. Η εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν δεν είναι μια ψεύτικη παρηγοριά, αλλά ένα αληθινό μέσο να προχωρήσουμε.

Η θεία Μετάληψη και γενικά η συμμετοχή στην εκκλησιαστική ζωή (νηστεία, εκκλησιασμό κ.τ.λ.) αποσκοπεί στο να ανοίξει η «καρδιά» του ανθρώπου και να δεχτεί τη χάρη του Θεού, που θα τον βοηθήσει να προχωρήσει. Γι’ αυτό η εκκλησιαστική ζωή θεωρείται απαραίτητη.





Τρίτο στάδιο: κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη – ο άνθρωπος τους αγαπά πλέον όλους, και τους εχθρούς του, και προσεύχεται γι’ αυτούς. Χιλιάδες απλοί άνθρωποι φτάνουν εδώ (πρώτο στάδιο αγιότητας). Σημειωτέον ότι «όσο μεγαλύτερη η αγάπη, τόσο μεγαλύτερη η οδύνη της ψυχής. Όσο πληρέστερη η αγάπη, τόσο πληρέστερη η γνώση. Όσο θερμότερη η αγάπη, τόσο πιο πύρινη η προσευχή. Όσο τελειότερη η αγάπη, τόσο αγιότερος ο βίος», άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης (Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ό.π., σελ. 443).

Τέταρτο στάδιο: φωτισμός του νου – ο άνθρωπος (άγιος) νιώθει το Άγιο Πνεύμα να ενεργεί μέσα του. Προσοχή: και στα προηγούμενα στάδια μπορεί να νομίζει ότι Το νιώθει, αλλά να είναι απάτη ή αυταπάτη. Γι’ αυτό χρειάζεται πάντα συμβουλή «γιατρού» (πνευματικού πατέρα, γέροντα).

Πέμπτο στάδιο: θέωση – ο άγιος βλέπει τον Τριαδικό Θεό (συνήθως ως Φως). Δε χρειάζεται λόγια ή προσευχές (αρκεί η «νοερά προσευχή»). Νιώθει τη χαρά και τον πόνο κάθε πλάσματος στη Δημιουργία (χαρμολύπη). Κάνει θαύματα. «Είναι θεός σε όλα εκτός από τη θεϊκή ουσία» (άγ. Ισαάκ ο Σύρος), παραμένοντας άνθρωπος. Τότε η θεία Μετάληψη του προκαλεί ανέκφραστη χαρά, που δεν είναι «ιδέα του», αλλά πρόγευση του μελλοντικού πλήρους παραδείσου.

Οι εμπειρίες αυτού το σταδίου έρχονται και φεύγουν, αλλιώς ο άνθρωπος κινδυνεύει να τσακιστεί ή να νομίσει πως είναι ο Θεός (δηλ. θεός για τα άλλα πλάσματα της δημιουργίας). Μόνο μετά το θάνατο και κυρίως μετά την ανάσταση των νεκρών (όταν θα έχει ολοκληρωθεί η ενότητα όλων των πλασμάτων που θέλουν να συμμετάσχουν σ’ αυτή την ενότητα) η θέωση θα είναι πλήρης, μόνιμη και διαρκής κατάσταση.

Ό,τι κι αν κάνουμε στην Εκκλησία, όλη η «εκκλησιαστική μας ζωή» (π.χ. η νηστεία, η εξομολόγηση, η προσευχή, η συμμετοχή μας στις εκκλησιαστικές τελετές και στα μυστηρια) αποσκοπεί στην επίτευξη αυτού του στόχου. Αν δεν την αξιοποιήσουμε, για να πλησιάσουμε έστω την κάθαρση (που είναι ένας εφικτός στόχος, αν και δύσκολος), τότε η εκκλησιαστική μας ζωή –και, ας μου επιτραπεί, όλη μας η ζωή– είναι στείρα.





Προσοχή





Η κατάσταση της θέωσης είναι «ακριβή». Οι άγιοι αγωνίζονται μια ζωή για να την πετύχουν και δίδεται μόνο στους ταπεινούς. Αν κάποιος, χωρίς να έχει φτάσει τουλάχιστον στην κάθαρση (ζωντανή, αληθινή και ανυποχώρητη αγάπη για όλους, συνδυασμένη με ταπείνωση), επιδιώκει να πετύχει το φωτισμό ή τη θέωση (για να απολαύσει τις υπερφυσικές εμπειρίες αυτών των σταδίων), κινδυνεύει. Πιθανόν θα ακολουθήσει μεθόδους, ασιατικές (γιόγκα κ.τ.λ.) ή ακόμη και χριστιανικές (προσευχή), αλλά χρησιμοποιημένες σαν μαγεία ή σα να είναι ασιατικές.

Οι ασιατικές μέθοδοι (διαλογισμός κ.τ.λ.) δεν είναι κατάλληλες για να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην ένωση με το Θεό, γιατί άλλωστε δεν αποσκοπούν σε κάτι τέτοιο. Δεν προϋποθέτουν μετάνοια, που συχνά είναι οδυνηρή, αλλά προσπαθούν να αποφύγουν την οδύνη. Θέτουν τον άνθρωπο στο κέντρο της προσπάθειας και προσπαθούν να ανασύρουν από «τα βάθη του» τις «κρυμμένες δυνάμεις του» και να επιτύχουν «αυτοπραγμάτωση», «αρμονία», «ανώτερη συνειδητότητα». Όμως η θέωση δεν είναι κάτι που αρχίζει τόσο γλυκά. Χωρίς κάθοδο στον άδη, δεν υπάρχει ανάσταση.

[Σε φιλοσοφικό επίπεδο αυτό σημαίνει πως, αν το άπειρο είναι κομμάτι μας, τότε οποιαδήποτε “θέωσή μας”, δηλαδή ανάδειξη των δικών μας βαθύτερων δυνάμεων, μας αφήνει άτομα (όντα με υπαρκτικό κέντρο το Εγώ τους), ενώ, αν το άπειρο είναι ένα Άλλο Πρόσωπο (άπειρο πρόσωπο = θεός, και ένας μόνο άπειρος Θεός μπορεί να υπάρχει, αλλιώς δε θα ήταν άπειρος. Μόνο που, για μας, ο άπειρος Θεός είναι η ασύλληπτη σχέση αγάπης Τριών Προσώπων άπειρα αγαπητικών, που η άπειρη αγάπη Τους Τα ενοποιεί κι έτσι γίνονται Ένας Θεός), τότε η θέωσή μας μάς κάνει απείρως πρόσωπα (όντα με υπαρκτικό κέντρο ένα Άλλο πρόσωπο, το οποίο αγαπούν). Εννοείται πως τότε γινόμαστε κοινωνοί του απείρου, γι’ αυτό και η αγάπη μας διαχέεται σε όλα τα όντα, όπως η αγάπη του Θεού].

Το ίδιο ισχύει αν χρησιμοποιούμε την προσευχή ως «μέθοδο» ανάπτυξης των «δυνατοτήτων μας». Πιθανότατα:

«θ’ αρχίσουν τότε –να φυλάει ο Θεός– οι “οράσεις”, οι “χαρισματικές” επισκέψεις. Όλα θα πάνε σχετικά εύκολα, η αγρυπνία, η νοερά προσευχή, η εγκράτεια στην τροφή και, εν συντομία, η πορεία προς την τελειότητα», απατηλά όμως. «Ο εχθρός θα τον παρακινεί σε αγώνες που δεν ανταποκρίνονται στις δυνάμεις του και συνεχώς θα του ψιθυρίζει: δες αυτό, δες εκείνο να η χάρη, να η τελειότητα, να εκείνος ο γνόφος ή το φως ή η αλήθεια κ.ο.κ. Με αυτά λοιπόν θα τον οδηγήσει προς την ολοκληρωτική απώλεια, εισάγοντας στη θέση της αλήθειας την πλάνη ή γεμίζοντας το νου και την καρδιά του με οίηση (=εγωισμό) και θα τον κάνει ανίκανο να δεχτεί τη χάρη του Θεού, που είναι πάντοτε έτοιμη να μας επισκεφτεί… Ένα μόνο κατάλαβα, ότι δεν πρέπει ποτέ ο άνθρωπος να ορμά προς τα οράματα, προς τη θεωρία (=θέα του Θεού), προς τις υψηλές κατακτήσεις. Όλα αυτά είναι ο δρόμος της πλάνης… Μην επιθυμείτε οράματα, ακόμα και την ώρα των οραμάτων» (π. Σωφρόνιος, στο Αγώνας θεογνωσίας, κεφ. 13 – μετά θάνατον έκδοση της πολυκύμαντης αλληλογραφίας του με το Δαβίδ Μπάλφουρ, έναν Άγγλο ορθόδοξο).

Η επιθυμία και η επιδίωξη μεταφυσικών εμπειριών, ακόμη και μέσα από την ορθόδοξη χριστιανική ζωή, κρύβει μια ιδιοτέλεια. Ο χριστιανός απλώς διψάει για το Θεό (θείος έρως) και προσεύχεται με την επιθυμία: «Θεέ μου, άνοιξε την αγκαλιά Σου και βάλε με μέσα, τον αμαρτωλό». Γι’ αυτό και η συνηθέστερη προσευχή των ορθόδοξων μοναχών είναι η λεγόμενη «μονολόγιστη ευχή»: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό. Η προσευχή αυτή δε ζητά τίποτα συγκεκριμενο από το Θεό, και συγχρόνως ζητά τα πάντα. Αφήνει όμως Εκείνον να ελεήσει τον άνθρωπο, όπως Εκείνος θέλει, δηλαδή όπως Εκείνος ξέρει.

"ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ" ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ









Τοῦ κ. Ἰωάννη Κορναράκη

Ὁμ. Καθηγητῆ Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν




Ἡ πληροφορία τοῦ πρώτου τεύχους τοῦ περιοδικοῦ ΨΥΧΗΣ ΔΡΟΜΟΙ (Ἰούνιος 2011, τεῦχος 1, σελ. 156 ἑξ.), ὅτι, «Ἡ τελευταία δεκαετία εἶδε νὰ ἀνατέλλει μιὰ καινούργια πρωτοβουλία στὸ στάδιο τῆς συνάντησης ὀρθόδοξης Θεολογίας καὶ Ψυχολογικῶν Ἐπιστημῶν», εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἐκ πρώτης ὄψεως.



Συγκεκριμένα, ἡ ἐν λόγῳ πληροφορία δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι μὲ αὐτὴν τὴν συζυγία Ὀρθόδοξης Θεολογίας καὶ Ψυχολογικῶν ἐπιστημῶν, καλεῖται ἡ πρώτη –μὲ τὴν παρουσία της σὲ διεθνεῖς χώρους καὶ περιβάλλοντα ἐπιστημονικὰ– νὰ δώσει τὰ δικά της μηνύματα στοὺς σχετικοὺς ἀνθρώπινους προβληματισμούς, μέσῳ ἑνὸς μεγάλου πλήθους ἐκπροσώπων της, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐκφράζουν –ὁ καθένας μὲ τὸν δικό του τρόπο– τὰ θεολογικὰ αὐτὰ μηνύματα καί, μάλιστα, ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ τῆς βιούμενης προσωπικῆς ὀρθόδοξης πίστη τους, ἀλλὰ καὶ ἀνάλογα, βεβαίως, καὶ μὲ τὴν θεολογική τους κατάρτιση.



Ὡστόσο, αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γίνει κατανοητὸ εἶναι ὅτι, σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση, ἡ δυνατότητα προσφορᾶς θεολογικοῦ μηνύματος ἀπὸ ὀρθοδόξους ψυχοθεραπευτές, κινδυνεύει νὰ ἐμπλακεῖ στὸ πρόβλημα τοῦ κάθε ψυχοθεραπευτῆ νὰ χειρίζεται καὶ νὰ διαχειρίζεται ἐποικοδομητικὰ δύο ταυτότητες: τοῦ ὀρθόδοξου πιστοῦ (κληρικοῦ ἢ λαϊκοῦ) καὶ τοῦ ἐπαγγελματία ἐπιστήμονα.



Οἱ δυὸ αὐτὲς ταυτότητες, ὑφιστάμενες σὲ ἕνα ἄτομο, διακρίνονται ἐμφανῶς γιὰ τὶς οὐσιαστικὲς λειτουργικὲς καὶ ἄλλες διαφορές τους, ὅπως αὐτὲς γίνονται διακριτὲς ἀπὸ τοὺς διαφορετικοὺς κοινωνικούς τους ρόλους. Δὲν εἶναι, συνεπῶς, δυνατὸν νὰ ταυτίζονται λειτουργικῶς, ἀλλὰ καὶ νὰ ἰσοζυγίζονται ἀξιολογικῶς.



Πέραν, ὅμως, αὐτοῦ τοῦ γεγονότος –ὡς ἐνυπάρχοντος στὸ ἴδιο ἄτομο, στὸν ἴδιο φορέα–, οἱ δύο αὐτὲς ταυτότητες βρίσκονται ὑποχρεωτικῶς ὑπὸ τὴν κηδεμονία ἑνὸς ἀνθρώπινου ψυχισμοῦ. Βρίσκονται, δηλαδή, ὑπὸ τὴν κηδεμονίαν, ὄχι μόνον τοῦ συνειδητοῦ, ἀλλὰ –τὸ χειρότερο– καὶ ὑπὸ τὴν κηδεμονίαν τοῦ ἀσυνειδήτου ψυχισμοῦ. Ἰδιαίτερα ἐμπλέκονται, οὕτως ἢ ἄλλως, σὲ ὑποσυνείδητες ἐνδοψυχικὲς συναρτήσεις, οἱ ὁποῖες διαταράσσουν τὴν σχέση τοῦ φορέα τους μὲ τὴν ὀφειλομένη θεραπευτικὴ πρακτική!



Τὰ ἀκόλουθα δύο παραδείγματα στηρίζουν τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές.



1. Κληρικὸς ψυχίατρος πρότεινε –ὡς θέμα πρὸς συζήτηση ἀπὸ ὁμάδα ψυχιάτρων, ψυχολόγων καὶ θεολόγων– προσωπικό του πρόβλημα, τὸ ὁποῖο συνειδητοποίησε κατὰ τὴν συμβουλευτική του συζήτηση μὲ τοὺς γονεῖς ἑνὸς ἀλλόθρησκου παιδιοῦ, τὴν θεραπευτικὴ φροντίδα τοῦ ὁποίου εἶχε ὁ ἴδιος ἀναλάβει: ἐνῶ ἤθελε νὰ μιλήσει στοὺς γονεῖς αὐτούς, ὡς κληρικός, γιὰ τὴν θρησκευτικὴ πλευρὰ τῆς συγκεκριμένης περιπτώσεως, κάποια ἐσωτερικὴ ἀναστολὴ τὸν ἐμπόδισε νὰ ἀρθρώσει τὸν λόγο ποὺ ἐπιθυμοῦσε. Τὴν ἑπόμενη Κυριακή, ὡστόσο, στὸ κήρυγμά του, μίλησε ἐλεύθερα ἐπὶ τοῦ θρησκευτικοῦ αὐτοῦ θέματος.



Ἐξετάζοντας τὸ ζήτημα, ἡ ὁμάδα κατέληξε στὸ συμπέρσμα ὅτι, ἐν προκειμένῳ, ὁ ἐν λόγῳ κληρικὸς ψυχίατρος ἐνήργησε μὲ δύο ταυτότητες, ἡ μία ἐκ τῶν ὁποίων –ἡ ψυχιατρικὴ ταυτότητα– ἀπώθησε τὴν ἄλλη –τὴν ἱερατικὴ ταυτότητα–, ἡ ὁποία θὰ μείωνε πιθανῶς, στὰ μάτια τῶν γονέων, τὸ κῦρος τῆς ἰατρικῆς του εἰκόνας. (Σημειωτέον ὅτι, σὲ μιὰ τέτοια ἀπώθηση, δὲν ἀπουσιάζει μιὰ νύξη ἐσωτερικῆς ἐνοχῆς γιὰ τὴν ἀπώθηση τῆς ἱερατικῆς του συνειδήσεως).



2. Ἀντίθετο περισταστικὸ ἐντοπίσθηκε σὲ αἴθουσα ἀναμονῆς ψυχιατρικοῦ ἰατρείου: ὁ ψυχίατρος (λαϊκὸς μὲ θεολογικὸ πτυχίο) ὑποχρέωνε τοὺς ἀναμένοντας ἀσθενεῖς νὰ κρατοῦν κομποσχοίνι μέχρις ὅτου νὰ ἔλθει ἡ σειρά τους νὰ ἐξετασθοῦν. Ὁ παθὼν ποὺ ἔδωσε τὴν πληροφορία, ἐκράτησε τὸ κομποσχοίνι ἐπὶ δύο ὧρες!!!



Εἶναι προφανὲς ὅτι, ὁ ἐν λόγῳ ψυχίατρος –μὲ ἔντονη θρησκευτικὴ συνείδηση (καὶ ἱεραποστολικὴ δράση)– συνεπαρμένος ἀπὸ τὴν θρησκευτική του αὐτοσυνειδησία, ἀπώθησε τὴν ψυχιατρική του ταυτότητα.



Τὰ δύο αὐτὰ παραδείγματα δείχνουν τὸ πόσο προβληματικός, ἢ ἐπικίνδυνος, μπορεῖ νὰ ἀποδεικνύεται, γιὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ὁ ὅρος ἢ ὁ τίτλος ὀρθόδοξος ψυχοθεραπευτής, σὲ κάποιες περιπτώσεις πρακτικῆς θεραπευτικῆς.



Ἀλλά, στὸ ἴδιο ἄρθρο τοῦ περιοδικοῦ ΨΥΧΗΣ ΔΡΟΜΟΙ καὶ στὴν ἴδια σελ. 156, ὁ συντάκτης του –ἐξαίροντας τὰ «νέα ἀνοίγματα», ποὺ ἐπιτυγχάνει ἡ μετανεωτερικότητα– ἐπισημαίνει μὲ ἱκανοποίηση ὅτι: «ἡ ἐν γένει καθυστέρηση στὴ συνάντηση Ὀρθόδοξης Θεολογίας καὶ μετανεωτερικότητας δὲν εἶχε ἀποδώσει στὸν ὀρθόδοξο κόσμο παρόμοιους καρπούς».



Κατὰ τὸν συντάκτη, δηλαδή, ἡ ἐμφάνιση τοπικῶν καὶ διεθνῶν συνεδρίων ὀρθόδοξων ψυχοθεραπευτῶν ὀφείλεται στὴν συνάντηση τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας μὲ τὴν μετανεωτερικότητα, ἡ ὁποία «ἀπέδωσε καρπούς». Ἀλλά, ποιούς ἀκριβῶς «καρπούς»; Ἂς δοῦμε τοὺς «καρποὺς» αὐτοὺς στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, μέσῳ τῶν παρακάτω στοιχείων ἀπὸ τὰ ἀρχεῖα μας.



Α. Λαϊκὸς ὀρθόδοξος ψυχοθεραπευτὴς δημοσιεύει, στὸ περιοδικὸ τῆς Ἐκκλησίας ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ, ἄρθρο μὲ τίτλο: «Ἡ Ψυχανάλυση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας».



Θεολογικῶς, αὐτὸ σημαίνει ψυχανάλυση τοῦ Χριστοῦ, ἀφ’ ἧς στιγμῆς στὸ Μυστήριο αὐτὸ εἶναι ζῶν ὁ Χριστός!!!



Β. Λαϊκός, ἐπίσης, ὀρθόδοξος ψυχίατρος δημοσιεύει, σὲ περιοδικὸ Μητροπόλεως, ἄρθρο μὲ τίτλο: «Ἡ Εὐλογία τῆς Παγκοσμιοποίησης». Τὸ ἐν λόγῳ κείμενο ἔχει σαφῶς θριαμβικὸ χαρακτῆρα καὶ δείχνει τὴν εὐφροσύνη τοῦ συντάκτη του, ὁ ὁποῖος χαίρεται γιατὶ θὰ ἔλθει ἡ Παγκοσμιοποίηση ὡς λαίλαπα καὶ θὰ καύσει ὅλες τὶς παραδόσεις (καί, φυσικά, τὴν χριστιανικὴ παράδοση), γιὰ νὰ προέλθει, τελικῶς, «κάτι νέον»!!!



Γ. Κληρικὸς ψυχοθεραπευτὴς –ἑταῖρος σὲ ἡμερίδα μὲ θέμα «Ποιμαντικὴ Ψυχολογία καὶ Ἐξομολογητική»– ὅταν καλεῖται σὲ κάποια στιγμή, νὰ ἐκφράσει τὴν θέση του ὡς ἐξομολόγος, διαρρηγνύει τὰ ράσα του ὅτι δὲν εἶναι ἐξομολόγος, ἀλλὰ ψυχοθεραπευτής!!!



Δ. Κληρικὸς ψυχίατρος εἶχε ἐγκαταστήσει στὸν ἐνοριακὸ Ναό, στὸν ὁποῖο ὑπηρετοῦσε, ψυχιατρικὸ ἰατρεῖο. Ὅταν μιὰ κυρία ἀπὸ τὴν Σερβία τηλεφώνησε γιὰ νὰ πάει νὰ ἐξομολογηθεῖ, στὸ τηλέφωνο βγῆκε ἡ ψυχιατρικὴ βοηθός του, ἡ ὁποία εἶπε στὴν κυρία ὅτι, γιὰ νὰ ἐξομολογηθεῖ, θὰ πρέπει πρῶτα νὰ περάσει ἀπὸ ἰατρικὴ ἐξέταση –πού, τότε στοίχιζε 20.000 δραχμὲς– καὶ μετὰ νὰ ἐξομολογηθεῖ.



Ε. Ὁ ἴδιος κληρικὸς ψυχίατρος, μέτοχος σὲ τηλεοπτικὴ συζήτηση γιὰ τὸν διάβολο, δὲν ἄνοιξε τὸ στόμα του νὰ μιλήσει καὶ νὰ εἰπεῖ τὴν θέση τῆς Ἐκκλησίας πάνω στὸ θέμα αὐτό. Ἦταν μὲν παρών, ἀλλὰ ἐκκλησιαστικῶς ἀπών. Σχολιάστηκε δυσμενῶς ἀπὸ πολλοὺς τηλεθεατές!



ΣΤ. Ὁ ὑποφαινόμενος ἐγγυήθηκα σὲ φιλικὸ ζευγάρι τὸ χριστιανικὸ ἦθος λαϊκοῦ ψυχιάτρου, ἐραστῆ τῶν μοναστηριῶν, προκειμένου αὐτὸς νὰ ἀναλάβει τὴν ψυχοθεραπευτικὴ ἀγωγὴ τῆς θυγατέρας τους. Ὕστερα ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα, πληροφορήθηκα ὅτι, ὁ ἐν λόγῳ ψυχίατρος προέτρεψε τὴν θυγατέρα τους νὰ δοκιμάσει μιὰ παθολογικὴ ἐκτόνωση μὲ ἐλεύθερες σχέσεις, προτροπὴ ποὺ τὴν ταλαιπώρησε καὶ ποὺ ἐνέπλεξε ὁλόκληρη τὴν οἰκογένεια σὲ μακροχρόνια προβλήματα.



Καὶ μόνον αὐτὰ τὰ περιστατικὰ εἶναι ἐνδεικτικὰ τῶν «καρπῶν» ποὺ μπορεῖ νὰ προκύψουν ἀπὸ ὀρθόδοξους ψυχοθεραπευτές, οἱ ὁποῖοι εἶναι φορεῖς ἑνὸς διπλοῦ τίτλου, τὸ ἀξιολογικὸ βάρος τοῦ ὁποίου πέφτει κυρίως στὴν πρώτη ταυτότητα. Ἀσυνεπεῖς καὶ ἀδιάφοροι γιὰ τὴν χριστιανική τους ταυτότητα, εὐτελίζουν μαζὶ καὶ τὸ ἐπαγγελματικό τους ἦθος.



Τὸ πρόβλημα, δηλαδή, ποὺ προκαλεῖ ἡ συνύπαρξη δύο ταυτοτήτων σὲ ἕνα ἄτομο εἶναι φανερὸ καὶ αὐτονόητο! Διότι, κάθε ταυτότητα ἔχει τὶς δικές της ἀξιώσεις λειτουργίας, καὶ συνεπαίρνει μὲ τὴν δική της ψυχοδυναμική, ὁλόκληρο τὸν φορέα, ποὺ τὴν ἐνστερνίζεται. Μοιάζει μὲ μιὰ ψυχή, στὴν ὁποίαν, ὅμως, συνυπάρχουν δύο ταυτότητες, δηλαδή, δύο ψυχές. Ἐδῶ βγαίνει ἀληθινὸς ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος, ὅταν ἐπισημαίνει: «Ἀνὴρ δίψυχος, ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ».



Ἡ μεγαλύτερη, ὅμως, σύγχυση καὶ διαταραχὴ τῆς προσωπικότητας παρατηρεῖται στὴν περίπτωση τοῦ ὀρθόδοξου ψυχοθεραπευτῆ, ὁ ὁποῖος ἔχει περιπτυχθεῖ τρυφερὰ τὴν μετανεωτερικότητα. Καὶ τοῦτο διότι, ἀπὸ δεκαετίας καὶ πλέον, ἡ μετανεωτερικότητα μάχεται τὴν ὀρθοδοξία τῆς χριστιανικῆς μας παραδόσεως, εἰδικώτερα δὲ τὴν πατερικὴ θεολογία.



Ἐν προκειμένῳ, ὑπενθυμίζουμε ὅτι, ἤδη τὸ 2003, ἡ μετανεωτερικότητα εἰσέβαλε στὸν χῶρο τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, μὲ κείμενο στὸ περιοδικὸ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, μὲ τίτλο «Τὸ Θεολογικὸ Ὑπόβαθρο τῆς Λειτουργικῆς Ἀναγέννησης». Στὸ κείμενο αὐτό, ἡ μετανεωτερικότητα ἀξίωνε διαρκῆ ἐπαναπροσδιορισμὸ τῆς ταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, μὲ κριτήριο τὶς ἐξελίξεις τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν καὶ τῆς τεχνολογίας!!! Ἂν ἡ ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ Μυστήριον εἶναι ὁ ζῶν Χριστός, ἀξίωναν –λίγο πολὺ– τὸν διαρκῆ ἐπαναπροσδιορισμὸ τοῦ Χριστοῦ! Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, εἶχε καταγγελθεῖ ἐπισήμως στὴν Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο, ὡς διανοίγουσα δρόμο «ἐντὸς τοῦ χώρου τῆς Ἁγιωτάτης ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στὴν σαρωτικὴ τῶν ἀξιῶν λαίλαπα τῆς Νέας Ἐποχῆς, τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων στὴν ζωὴ τοῦ κόσμου!».



Κατὰ συνέπεια, ὅταν θεοποιεῖ τὴν μετανεωτερικότητα, ὁ μετανεωτερικὸς ὀρθόδοξος ψυχοθεραπευτὴς ἀντιφάσκει ἔναντι τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ, διότι ἀντιφάσκει ἔναντι τῆς ὀρθόδοξης ταυτότητάς του. Πρόκειται ἐδῶ γιὰ ἕνα εἶδος ἐνδοψυχικῆς συγκρούσεως καὶ ἀντιφάσεως, ποὺ ἐγγίζει τὰ ὅρια μιᾶς σχιζοφρένειας!!!



Ὀρθόδοξος, ἐναντίον τοῦ ὀρθόδοξου(;) ἑαυτοῦ του!



Μὲ τὴν εὐλογία τῆς μετανεωτερικότητας, ὁ ὀρθόδοξος ψυχοθεραπευτὴς ἀρνεῖται τὸ ἁγιοπνευματικὸ κῦρος τῆς θρησκευτικῆς του ταυτότητας. Καὶ μὲ τὶς θεωρίες καὶ τὶς θέσεις του, ἐπιδιώκει τὴν κατασκευὴ μιᾶς «ὀρθόδοξης θεολογίας», ἡ ὁποία καταντᾶ φάντασμα τῆς ὑπολανθάνουσας, στὸν ἀσυνείδητο ψυχισμό του, ἀνορθοδοξίας!!!



Ἂς ἀπαλειφθεῖ ἀπὸ τὰ τοπικὰ καὶ διεθνῆ συνέδρια τῶν ὀρθοδόξων ψυχοθεραπευτῶν ὁ πρῶτος χαρακτηρισμὸς τῶν συνέδρων: «ὀρθόδοξος». Καὶ τότε, ἂς γράφουν κι ἂς κηρύττουν ὅ,τι θέλουν.



Ἂς μὴ διαπομπεύεται ἡ Ὀρθοδοξία μὲ τὸν ὅρον αὐτόν!



Τοὺς «ἀγλαοὺς καρποὺς» τῶν μετανεωτερικῶν αὐτῶν συνεδρίων ἂς τοὺς κρατήσουν γιὰ τὴ δική τους ἀνορθοδοξία! Ἰδίως οἱ παροικοῦντες ἐν Ἑλλάδι ψυχοθεραπευτὲς ποὺ μᾶς ἔχουν ἐπαρκῶς ἀποδείξει τὴν δική τους ἀνορθοδοξία!!!







Προδημοσίευση: Περιοδικὸ «Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος», τχ. 10 (2011).

ΤΡΙΗΜΕΡΟΝ ΜΝΗΜΗΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΟΝΙΤΣΑΝ

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Τριήμερον μνήμης Γέροντος Παϊσίου εις την Κόνιτσαν


πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 7/10/2011

ΤΡΙΗΜΕΡΟΝ ΜΝΗΜΗΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΟΝΙΤΣΑΝ

Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση

Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης καὶ ὁ Δῆμος Κονίτσης , διοργάνωσαν τριήμερο μνήμης τοῦ Γέροντος Παϊσίου. Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ προσφυγικὴ οἰκογένεια τοῦ π. Παϊσίου εἶχε ἐγκατασταθεῖ στὴν Κόνιτσα τὸ 1927.

Τὸ πρόγραμμα τῶν ἐκδηλώσεων ἦταν πλούσιο. Δεκαεπτὰ χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντα καὶ ὅλοι ἤθελαν νὰ μάθουν κάτι περισσότερο. Τὴν Παρασκευὴ 9 Σεπτεμβρίου 2011 τὸ πρωΐ πραγματοποιήθηκε ἐπίσκεψη στὸ πατρικὸ σπίτι τοῦ Γέροντα καὶ στὴ συνέχεια ἀνάβαση στὸ κοντινὸ ἐξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας ὅπου ὡς νέος συχνὰ κατέφευγε γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ προετοιμαστεῖ γιὰ τὴ μεγάλη του ἀπόφαση νὰ γίνει μοναχός. Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας ἔγινε στὴν αἴθουσα τοῦ Δημαρχείου προβολὴ διαφανειῶν γιὰ τοὺς σημαντικότερους σταθμοὺς τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντος καὶ ἀνάλογος σχολιασμὸς ἀπὸ τὸν γράφοντα, ὁ ὁποῖος εἶχε γνωρίσει τὸν Γέροντα καὶ ἔχει γράψει σχετικὰ βιβλία...









Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, Σάββατο, ἔγινε τὸ προσκύνημα στὴ Μονὴ Στομίου, ἀκολουθώντας τὰ ἴχνη τοῦ Γέροντος. Ἐκεῖ εἶχε μονάσει ἀπὸ τὸ 1958 μέχρι τὸ 1962 καὶ τὸ ἔργο ποὺ ἄφησε ἦταν ἐντυπωσιακό. Μὲ τὸ χάραγμα τῆς ἡμέρας δεκάδες προσκυνητὲς πῆραν τὸ μονοπάτι γιὰ τὸ Στόμιο. Μοναδικὴ ἡ χαράδρα τοῦ Ἀώου, ἐντυπωσιακοὶ οἱ ὄγκοι τῶν βράχων καὶ ἡ πλούσια βλάστηση (τὰ βράχια ἐκεῖ δὲν εἶναι γυμνά) καὶ στὸ βάθος τῆς χαράδρας ὁ ποταμὸς Ἀῶος. Στὴ Μονὴ ἔγινε θεία Λειτουργία μὲ τὴ συμμετοχὴ πολλῶν προσκυνητῶν ἀπὸ διάφορες περιοχές. Μετὰ τὴ Λειτουργία, ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος τέλεσε στὸ προαύλιο μνημόσυνο τοῦ Γέροντος. Ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν χαρούμενη, θριαμβευτικὴ θὰ ἔλεγα, γιατὶ ὅλοι εἶχαν τὴ βεβαιότητα ὅτι τιμοῦσαν ἕνα σύγχρονο Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἕνα δικό τους Ἅγιο, ποὺ ἔζησε καὶ στὸ Στόμιο ἔχοντας ἕνα στενότατο καὶ φτωχότατο κελί, τὸ ὁποῖο διατηρεῖται ἀπείραχτο ἐδῶ καὶ πενήντα χρόνια. Περὶ τὸ μεσημέρι ὅλοι οἱ προσκυνητὲς ἀναχώρησαν ἀπὸ τὴ Μονὴ Στομίου μὲ ἔκδηλη τὴν ἱκανοποίηση στὰ πρόσωπά τους. Ἔνιωθαν ὅλοι τους ὅτι εἶναι μεταξύ τους πνευματικοὶ συγγενεῖς. Ὅλοι τέκνα τοῦ ἰδίου πνευματικοῦ Πατρός!

Τὸ ἀπόγευμα πραγματοποιήθηκαν οἱ τρεῖς εἰσηγήσεις. Ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος ἀνέπτυξε τὸ θέμα:”Πῶς ἔζησα τὸν Πατέρα Παΐσιο”, ὁ Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου Χαλκιδικῆς Θεόκλητος Μπόλκας τὸ θέμα: “Γνωριμία μὲ τὸν Πατέρα Παΐσιο” καὶ ὁ ἐκπαιδευτικὸς Ἀθανάσιος Ρακοβαλῆς ἐξιστόρησε τὶς “Ἐμπειρίες του ἀπὸ τὸν Πατέρα Παΐσιο”. Καὶ οἱ τρεῖς ὁμιλητὲς ἐντυπωσίασαν μὲ τὰ βιωματικά τους λόγια καὶ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ διηγήθηκαν. Ἦταν μιὰ πνευματικὴ πανδαισία καὶ μία νοητὴ ἄνοδος μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς.

Τὴν Κυριακὴ Λειτούργησαν στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγ. Κοσμᾶ οἱ δύο Μητροπολίτες. Ἔτσι ἔκλεισε τὸ τριήμερο μνήμης γιὰ τὸν Γέροντα Παΐσιο.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...