Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Οκτωβρίου 08, 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ` ΛΟΥΚΑ- ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ` ΛΟΥΚΑ
Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011
(Λουκ. ζ` 11-16)
Σήμερα το θαύμα που μας διηγείται ο ευαγγελιστής Λουκάς είναι σε όλους μας γνωστό. Ο Χριστός πορεύεται προς την πόλη Ναιν μαζί με τους μαθητές Του και στην πύλη της συναντά μια νεκρική πομπή , μια χήρα κηδεύει το μονάκριβο παιδί της. Ο Χριστός συγκινείται ,παρηγορεί την μητέρα λέγοντας της ΄΄ Μην κλαίς ΄΄ και απευθυνόμενος στο νεκρό λέει ΄΄ παιδί μου σήκω πάνω ΄΄ . εκείνος σηκώνεται άρχισε να μιλάει και ο Χριστός τον έδωσε στη μητέρα του. Όλους τους κυρίεψε δέος και δόξαζαν το Θεό ΄΄ Μεγάλος προφήτης εμφανίστηκε ανάμεσα μας !΄΄ έλεγαν και ΄΄ ο Θεός επισκέφθηκε το λαό Του ΄΄.
Με το θαύμα αυτό ο Κύριος λέει σε όλους εμάς που διαβάζουμε την περικοπή πως ο θάνατος νικήθηκε. Αυτό το χαρούμενο μήνυμα μας μεταφέρουν όλα τα θαύματα της αναστάσεως των νεκρών που έκανε ο Χριστός. Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο για να μας λυτρώσει από το θάνατο. Με το σταυρικό Του θάνατο και την ένδοξη Ανάσταση Του κατήργησε το θάνατο και χάρισε την αγάπη και την αιώνια ζωή. Αυτό το χαρούμενο μήνυμα του Ευαγγελίου είναι η πίστη και η ζωή της εκκλησίας μας. Η εκκλησία μας καλεί όλους να πάρουμε μέρος στη θεία Λειτουργία και να δεχθούμε μέσα μας το Χριστό με τη Θεια Ευχαριστία. Όταν κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου νικάμε το θάνατο. Ο Μέγας Αθανάσιος ονομάζει τη Θεία Ευχαριστία φάρμακο αθανασίας ΄΄.

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ’ ΛΟΥΚΑ “Μη κλαίε” (Λουκ. Ζ’ 11-16) Του Εμμ. Λιοδάκη , Ιεροκήρυκος


Του Εμμ. Λιοδάκη , Ιεροκήρυκος

Βρισκόμαστε στην πόλη Ναΐν, μπροστά σε μια πονεμένη μητέρα που κηδεύει το μονάκριβο παιδί της, αφού ο θάνατος το είχε πάρει μαζί του. Σ’ αυτό είχε στηρίξει τα γηρατιά της. Και τούτο διότι πριν λίγες μέρες είχε πάρει και τον αγαπημένο της άνδρα. Είναι λοιπόν η δεύτερη φορά που ανεβαίνει τον δακρύβρεχτο αυτό δρόμο.

Ο Χριστός όμως, που την συναντά με το “μη κλαίε” υπενθυμίζει στην χήρα χαροκαμένη αυτή μητέρα, ότι μπορεί να της πήρε το μονάκριβο παιδί της ο θάνατος, που βήμα προς βήμα μας ακολουθεί όλους, όπου κι αν πάμε. Όμως, δεν είναι μόνη στην σκληρή δοκιμασία της αυτή. Τα παρήγορα λόγια του “μη κλαίε” είναι η εισαγωγή στην ανάσταση που θα επακολουθήσει. Και τούτο γιατί μετά τον θάνατο έρχεται σαν ανθοφόρα άνοιξη η ανάσταση. Ο πιστός χριστιανός δεν θα πρέπει να λυπάται “καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα...” (Α’ Θεσ. δ’ 13). Ξέρει ο χριστιανός ότι με την Θεϊκή συμπαράσταση, κάποτε, θα φθάσει στην πολυπόθητη ανάσταση. Και αυτή την μεγάλη αλήθεια της αναστάσεως των νεκρών σωμάτων, την κατέγραψε η Μητέρα Εκκλησία μας στο Σύμβολο της Πίστεως με τρεις μόνο λέξεις: “Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών”. Πολλοί όμως ρωτούν, με δικαιολογημένη αγωνία: Πώς θα γίνει αυτό, και πότε, αλλά και πώς θα είναι τα αναστημένα σώματα, αφού “όντως φοβερότατον το του θανάτου μυστήριον”. Στο μεγάλο αυτό ερώτημα, εμείς θα συμβουλευθούμε τον Χριστό, που μας βεβαιώνει πως οι δίκαιοι θα λάμψουν όπως ο ήλιος τον Απ. Παύλο και τους θεοφόρους Πατέρες, γιατί αυτό το ερώτημα μας απασχολεί όλους. Στο μεγάλο αυτό θέμα ο ιερός Χρυσόστομος σημειώνει πως, το αναστημένο σώμα θα είναι το “αυτό και ουκ αυτό”, δηλαδή το ίδιο, αλλ’ όχι ακριβώς το ίδιο. Θα είναι βέβαια το ίδιο αυτό σώμα που έζησε στη γη κάποτε, με διαφορετικές όμως ιδιότητες. Καλύτερο και λαμπρότερο. Όπως το γυαλί έγινε από άμμο και όμως είναι διαφορετικό από την άμμο. Όπως ακόμα υπάρχει διαφορά στο στάρι και στο στάχυ, έτσι θα υπάρχει ταυτότητα και διαφορά από φθαρτό και άφθαρτο σώμα. Το σώμα μας είναι το ίδιο που είχαμε πρώτα, θα έχει όμως νέες ιδιότητες όπως το αναστημένο σώμα του Κυρίου. Ενώ εκείνο διατηρούσε τα σημάδια από τα καρφιά και τη λόγχη, όμως μπορούσε να εμφανίζεται στους Μαθητές του “των θυρών κεκλεισμένων”. Το δικό μας αναστημένο σώμα θα είναι εκείνο που πεινούσε, που διψούσε, που πονούσε, που υπέφερε εδώ στη γη, όμως τώρα δεν θα έχει πλέον βιολογικές ανάγκες, δεν θα πεθαίνει, θα υπερβαίνει τους νόμους της βαρύτητας. Εκεί δεν θα υπάρχει πλέον γάμος και διαζύγιο. Όλοι όσοι θα σωθούν θα ζουν “ως άγγελοι Θεού”. Ο Απ. Παύλος, γράφει: “Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία· σπείρεται εν ατιμία εγείρεται εν δόξη· σπείρεται εν ασθενεία εγείρεται εν δυνάμει· σπείρεται σώμα ψυχικόν (ζωικόν) εγείρεται σώμα πνευματικόν (Α’ Κορ. ιε’ 42). Πώς θα γίνει αυτό; Αυτό είναι μυστήριο που μόνο ο Θεός το γνωρίζει. Και πώς θα είναι αυτό το “πνευματικό σώμα”; Ο ιερός Χρυσόστομος μας λέει πάλι ότι “το σώμα εκείνο θα είναι λεπτότερο, ελαφρύτερο και περισσότερο ευκίνητο. Θα μπορεί να φέρεται και να κρατείται στον αέρα, χωρίς να πέφτει”. Επίσης ρωτούν άλλοι: Το σώμα που θα αναστηθεί, τί ηλικία θα έχει; Το βρέφος, το τρυφερό σώμα που είχε τότε; Ο γέροντας το γερασμένο; Ο ανάπηρος θα διατηρεί την αναπηρία του; Ασφαλώς, όχι. Ένας ύμνος της Εκκλησίας λέει, ότι όλοι οι άνθρωποι θα έχουν την ίδια ηλικία και ερμηνεύουν οι Πατέρες, ότι θα είναι η ηλικία του Χριστού, δηλαδή των 33 ετών”. Ο Απ. Παύλος, γράφει πως θα είναι άφθαρτο και δοξασμένο. Ενώ όλα τα σώματα των δικαίων θα λάμπουν από την ουράνια δόξα, όμως θα διαφέρουν, ανάλογα με το βαθμό αγιότητος. “Αστήρ, αστέρος διαφέρει εν δόξη” (Α’ Κορ. ιε’ 14). Όπως τα αστέρια του Ουρανού μας λέει ο Όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, δεν είναι όλα όμοια μεταξύ τους, αλλά διαφέρει το ένα από το άλλο στη λαμπρότητα, έτσι και τα σώματα των δικαίων στη Βασιλεία του Θεού θα λάμπουν, ανάλογα με την αρετή και την αγιότητά τους. Άλλη η δόξα της Παναγίας μας, άλλη του Τιμίου Προδρόμου, και άλλη των διαφόρων Αγίων. Όλοι όμως σ’ όποια θέση κι αν βρεθούν στην Βασιλεία του Θεού, θα αισθάνονται πληρότητα. Δεν θα αισθάνονται μειονεκτικοί έναντι των άλλων. Όλοι θα χαίρουν, όλοι θα απολαμβάνουν τη δόξα του Θεού. Στην κοινή ανάσταση των νεκρών, όλοι θα αναστηθούν.

Αδελφοί μου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι η Εκκλησία της Αναστάσεως και κηρύττει την ανάσταση των νεκρών. Αυτό λέει και υπόσχεται ο Χριστός, οι Απόστολοι και οι Πατέρες. Τώρα σε μας μένει να είμαστε έτοιμοι βιώνοντας την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας μας. Πάντα έτοιμοι για το μεγάλο ταξίδι προς την αιωνιότητα. Μόνο έτσι μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τον θάνατο, γιατί πίσω από αυτόν θα βλέπουμε την χαρά και το φως της αναστάσεως, ψάλλοντας: “Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών”.

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ- π. Γερασιμάγγελος Στανίτσας

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ




Την προηγούμενη Κυριακή η παραγγελία του Χριστού ήταν : « γίνεσθε οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ μου οικτίρμων εστί». Αυτή η προτροπή του Χριστού βλέπουμε σήμερα να πραγματοποιείται από τον Ίδιο.

Ο ιερός ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει, ότι ενώ ο Ιησούς βάδιζε έξω από την πόλη Ναϊν , συνάντησε την πομπή μιας κηδείας. Μια μάνα κήδευε το μονάκριβο παιδί της. Ο Χριστός είδε την γυναίκα να κλαίει και τη λυπήθηκε, τη συμπόνεσε. Σταματά τη πομπή και λέει στη γυναίκα να σταματήσει να κλαίει και έβαλε το χέρι Του επάνω στο φέρετρο. Δίνει εντολή στο νεκρό, « νεανίσκε, σοι λέγω εγέρθητι», κι’εκείνος αναστήθηκε και τον παρέδωσε στη μάνα του.

Οι άνθρωποι βλέποντας το θαύμα άρχισαν να δοξάζουν τον Θεό και το γεγονός αυτό έγινε γνωστό σ’ολόκληρη την περιοχή.

Παρατηρούμε, ότι ο Χριστός δεν ζητάει από τους ανθρώπους πίστη για να προχωρήσει στην ανάσταση του νέου. Αυτό που κάνει είναι να συμπονέσει αυτούς τους συγκεκριμένους ανθρώπους και να δει την κατάσταση της μάνας.

Η ευσπλαχνία και η συμπόνια Του αποτελούν το κέντρο αυτού του θαύματος κι’όχι άλλες προϋποθέσεις που συνήθως συναντούμε στα άλλα θαύματα του Χριστού.

Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο Θεός έγινε άνθρωπος και φέρει το δικό μας σώμα και έχοντας την δική μας εμπειρία. Ο ένας άνθρωπος πονάει τον άλλο γιατί μοιάζει ο ένας με τον άλλο. Αλλά κι’ο Θεός πόνεσε τους ανθρώπους, γιατί έγινε άνθρωπος, και μάλιστα μας σπλαχνίστηκε περισσότερο απ’ό,τι εμείς , γιατί έχει στο ακέραιο αυτό που εμείς έχουμε λειψό: την ευθύνη και την αγάπη προς τους άλλους.. Η απόσταση μεταξύ μας είναι μεγάλη.

Έχει σημασία ακόμα η αντίδραση των ανθρώπων. Στην αρχή φοβήθηκαν και μετά άρχισαν να δοξάζουν τον Θεό. Δεν υπάρχει περίπτωση στην Αγία Γραφή να εμφανίζεται ο Θεός και οι άνθρωποι να μην φοβούνται, όταν ο Θεός έρχεται κοντά στους ανθρώπους. Ο άνθρωπος φοβάται και μαζεύεται. Αλλά εδώ αν και φοβήθηκαν οι άνθρωποι άρχισαν να δοξάζουν τον Θεό και να λένε, ότι τους επισκέφτηκε ο Θεός.

Σε μια άλλη περίπτωση όμως δεν έγινε το ίδιο. Όταν ο Χριστός θεράπευσε τον δαιμονισμένο των Γαδαρηνών,οι άνθρωποι βλέποντας τον πρώην γυμνό ντυμένο να είναι καλά, φοβήθηκαν. Είδαν τα έργα του Θεού και αντί να Τον δοξάσουν, παρακάλεσαν τον Χριστό να φύγει από το μέρος τους. Δεν άντεχαν και δεν ήθελαν να Τον βλέπουν.


Στο σημερινό ευαγγέλιο συμβαίνει το αντίθετο. Γιατί αλήθεια υπάρχει πάντα φόβος, όταν αναγνωρίζουν οι άνθρωποι τα έργα του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού, άλλοτε Τον δοξάζουν και άλλοτε Τον διώχνουν;

Ο άνθρωπος ενεργεί κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Άλλες ήταν οι συνθήκες των Γαδαρηνών και άλλες των κατοίκων της Ναϊν. Οι πρώτοι νόμιζαν, ότι η περίπτωση του δαιμονισμένου δεν τους έγγιζε και ότι υπάρχει μεγάλη απόσταση από την κατάσταση του, γι’αυτό και δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν το έργο του Χριστού, να το προσεγγίσουν και να το κάνουν δικό τους. Αντίθετα τους κατοίκους της Ναϊν ο Χριστός τους συνάντησε μπροστά σ’ένα φέρετρο που το κουβαλούσαν οι ίδιοι στην πλάτη τους. Το φέρετρο όχι μόνο είχε ακουμπήσει στην πλάτη τους, αλλά είχε φτάσει βαθειά στην ύπαρξη τους. Πονούσαν όλοι πολύ και η αίσθηση του θανάτου κατάργησε την μεταξύ τους απόσταση και αυτό έγινε με βίαιο τρόπο. Έτσι όταν εμφανίστηκε ο Χριστός και ανέστησε το νεκρό βρέθηκαν σε απρόβλεπτη κατάσταση. Όμως ήταν και έτοιμοι να δοξάσουν τον Θεό που τους επισκέφτηκε.

Ο δοξασμός του Θεού προϋποθέτει μια προετοιμασία που οδηγεί στην αποδοχή του Θεού. Ο πόνος οδηγεί τον άνθρωπο στα όρια του. Ο άνθρωπος μπροστά στον πόνο κλονίζεται και τότε αποκτάει επίγνωση δύο πραγμάτων. Πρώτα αποκτά επίγνωση και ποιός είναι ο ίδιος και ποια τα όρια της προσωπικότητας του. Και δεύτερο γνωρίζει οι άνθρωπος με τον πόνο τι τον ενώνει και τι τον χωρίζει από τους άλλους. Με τον πόνο συναντάει τον εαυτό του, αναπτύσσεται, μεγαλώνει και γίνεται περισσότερο αυτό που θέλει ο Θεός να είναι.

Όταν βλέπουμε έναν πεθαμένο πονάμε γι’αυτόν και τους συγγενείς του. Αυτά όμως είναι δεύτερα πράγματα. Αυτό για το οποίο πονάμε είναι ο δικός μας θάνατος. Ο άνθρωπος όταν βλέπει κεκοιμημένους να οδεύουν προς ταφή, θυμάται τον δικό του θάνατο και μέσα του κλαίει τη στιγμή που το σκέπτεται. Τότε δεν του μένουν περιθώρια. Καταλαβαίνει ποια είναι τα ουσιαστικά πράγματα αυτού του κόσμου.

Αναγνωρίζει, ότι αυτά είναι η ζωή και ο Θεός, και αρχίζει να προσαρμόζεται. Εδώ δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Πρέπει να δει τον Θεό και να Τον δοξάσει. Οι άνθρωποι του σημερινού ευαγγελίου μέσα στον πόνο τους, είδαν την επίσκεψη του Θεού και κατάλαβαν γιατί ήρθε στον κόσμο. Ήρθε για να μοιάσει μαζί μας, να μας καταλάβει και να μας ευσπλαχνισθεί. Αυτό κατάλαβαν και διακήρυξαν.

Έχοντας κατά νου το σημερινό επεισόδιο που περιγράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς μακάρι να Τον αναγνωρίσουμε κιέμείς, ‘όπως οι κάτοικοι της Ναϊν. Γιατί και σε μας δεν λείπει ο πόνος, Αργά ή γρήγορα έρχεται στη ζωή μας .Ας τον δούμε σαν αφορμή ανάπτυξης της συνείδησης μας, που θα μας οδηγήσει σε επίγνωση του εαυτού μας, των αδελφών μας και στην επίγνωση του Θεού



π.Γ.Στ.

Αναστάσιμες τροχιές. "Νεανίσκε, σοί λέγω εγέρθητι" (Κυριακή Γ΄Λουκά).


Το θαύμα της αναστάσεως του γιού της χήρας της Ναϊν μας προσφέρει τα πιο ελπιδοφόρα μηνύματα για τη ζωή μας. Πρώτα απ΄ όλα μας φανερώνει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Κύριος και Θεός μας που με τη δύναμη της αγάπης Του νικά το θάνατο. Μας μεταγγίζει επίσης την αλήθεια ότι ο Χριστός, το πλέον σταθερό στήριγμα στην πορεία μας, είναι η μοναδική ελπίδα που παραπέμπει στην αληθινή και αιώνια ζωή. Το δρόμο γι΄ αυτή τη ζωή που διακλαδώνεται μέσα από τη Ζωηφόρο Ανάστασή Του, δείχνει ο Κύριος και με το θαύμα που μας παρουσιάζει σήμερα η Εκκλησία μας.
Η τραγωδία του θανάτου
Η ανάσταση του παιδιού της χήρας γυναίκας, όπως εκτίθεται μέσα από την περιγραφή του Ευαγγελιστή Λουκά, δεν μπορεί να περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην προοπτική ενός εντυπωσιακού γεγονότος που μας προκαλεί θαυμασμό. Κυρίως μας παρακινεί να αντικρίσουμε εν Χριστώ το μυστήριο του θανάτου.
Ακριβώς, με τη διείσδυση στο βάθος των νοημάτων της περικοπής, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι ο Χριστός αποκαλύπτει το θάνατο σαν «παρά φύσιν» κατάσταση που εισήλθε στη ζωή του ανθρώπου με αιτία την αμαρτία. Ο «φυσικός θάνατος» που σηματοδοτεί το τέλος αυτής της ζωής, ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, δεν μπορεί να θεωρείται σαν μια φυσική κατάσταση. Ο Θεός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο για να πεθάνει, αλλά «μένειν ηθέλησεν εν αφθαρσία». Το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης μας διαβεβαιώνει: «Ο Θεός έκτισε τον άνθρωπον επ’ αφθαρσία και εικόνα της ιδίας αϊδιότητος· φθόνω δε διαβόλου εισήλθεν θάνατος εις τον κόσμον».
Ο άνθρωπος θα μπορούσε να κινηθεί στην προοπτική της αθανασίας, αν δεχόταν την κοινωνία της αγάπης του Θεού και την αντιπρόσφερε με την εναπόθεση της ζωής του στις αγκάλες της εκκλησίας. Αυτή η αντιπροσφορά σημαίνει μετοχή στη ζωή του Θεού, έξω από την οποία εκείνο που κυριαρχεί είναι ο θάνατος. Στο πρόσωπο των Πρωτοπλάστων διεφάνη ότι ο άνθρωπος δυστυχώς κινήθηκε προς την κατεύθυνση της εκτροπής της κυκλοφορίας της Θεϊκής αγάπης. Κατά τρόπο που να την κρατεί μόνο για τον εαυτό του, γεγονός που συνιστά και την εγωιστική τοποθέτησή του.
Με την εκτροπή αυτή και την ροπή προς την αμαρτία, ο άνθρωπος κλείστηκε ερμητικά στον εαυτό του (συμπτώματα του εγωισμού και της φιλαυτίας). Παραμέρισε τον Θεό απορρίπτοντας τη δωρεά της αγάπης Του. Στην κορυφαία έκφραση της τραγικότητάς του, στηρίχθηκε στις φυσικές και βιολογικές του δυνάμεις που από τη «φύση» τους καταλήγουν στη φθορά και το θάνατο. Προηγήθηκε λοιπόν ο «πνευματικός θάνατος», που επέρχεται από το χωρισμό του ανθρώπου από το Θεό και ακολούθησε ως συνέπεια ο «φυσικός θάνατος» που συνιστά το χωρισμό της ψυχής από το σώμα.
Η υπέρβαση του θανάτου
Πέραν από τις όποιες ανθρώπινες ερμηνείες δίνονται στο θάνατο και παρά τις απέλπιδες και αγωνιώδεις προσπάθειες για να απομακρυνθεί ο άνθρωπος από την πραγματικότητά του και την επιθυμία του να ζει αιωνίως, δεν μπορεί να μην έλθει αντιμέτωπος με αυτόν.
Το πιο κρίσιμο σημείο για την αντιμετώπιση του θέματος επικεντρώνεται στο κατά πόσον ο ίδιος ο άνθρωπος επιδιώκοντας την αιώνια και ατελεύτητη ζωή, εκμεταλλεύεται την προσφορά της Θείας αγάπης, για να ενώσει την κτιστή ύπαρξή του με την άκτιστη Κυριότητα του Ιησού. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι ο Ευαγγελιστής Λουκάς στην περικοπή που ξεδιπλώνει σήμερα μπροστά μας η Εκκλησία, ονομάζει τον Ιησού «Κύριον». Είναι πράγματι ο Κύριος, ο Θεός, ο Δημιουργός και ο Εξουσιαστής της ζωής και του θανάτου. Η αναγκαιότητα να συνδέσει ο άνθρωπος τη ζωή του με την παρουσία του Κυρίου και ειδικότερα με το Σώμα Του που παρατείνεται στον αιώνα, πηγάζει και από την έμφυτη επιθυμία του να ζει αιωνίως. Ο άνθρωπος με κανένα τρόπο και ποτέ δεν θέλει να πεθάνει. Η «κατ’ εικόνα» Θεού δημιουργία του, τον παραπέμπει στην αιώνια παρουσία του Κυρίου, στην αγάπη του οποίου καλείται να εναποθέσει τον εαυτό του με όλα τα βάρη που σηκώνει. Σ΄ αυτήν ακριβώς την προοπτική η ζωή του καταξιώνεται και αποκτά νόημα και περιεχόμενο, πέραν της φοβερότητας και της τραγωδίας του θανάτου.
Αγαπητοί αδελφοί, η σημερινή ευαγγελική περικοπή που ξεδιπλώνει μπροστά μας την θαυματουργή ανάσταση του παιδιού από τον Χριστό, μας προσκαλεί ν΄ αποκομίσουμε κι εμείς γεύσεις ζωής από την παρουσία του Θεανθρώπου Κυρίου ανάμεσά μας. Στη σωτήρια αυτή πορεία του, ο άνθρωπος μπορεί ν’ αντικρίσει τη δυναμική της αιώνιας ζωής που αποκαλύπτεται στο παρόν ως κοινωνία αγάπης με το Θεό. Σε μια κορύφωση αυτής της κοινωνίας στην πιο εμπειρική της μορφή, ο Χριστός μας προσκαλεί στο Ευχαριστιακό Δείπνο, δηλαδή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Όταν κοινωνούμε, μετέχουμε από τώρα της αιώνιας ζωής και γινόμαστε δέκτες των πιο αναστάσιμων και ελπιδοφόρων μηνυμάτων. Ας ανταποκριθούμε, λοιπόν, στη μεγάλη αυτή προσφορά της αγάπης του Κυρίου μας, μέσα από τη δυναμική της οποίας μπορούμε να βαδίσουμε το δρόμο της σωτηρίας μας, όπως ο νέος της περικοπής που άκουσε το «νεανίσκε, σοί λέγω εγέρθητι».
Εκκλησία Κύπρου - Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ (9/10/2011)-ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ


ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ (9/10/2011)

Αγίου Αποστόλου Ιακώβου του Αλφαίου

Νεοπαγανισμός: απειλή από το παρελθόν



Την μνήμη ενός εκ των Δώδεκα Αγίων Αποστόλων, του

Αποστόλου Ιακώβου του Αλφαίου, αδελφού του Ευαγγελιστού

Ματθαίου, τιμά σήμερα η Εκκλησία μας, αγαπητοί μου. Ο Απόστολος

Ιάκωβος

«κήρυξε το Ευαγγέλιο στους ειδωλολάτρες. Φλεγόμενος από



Θείο ζήλο, δίχως να φοβάται αντίποινα, κατακρήμνιζε τους βωμούς των

ειδώλων. Πλήρης χάριτος, εδίωκε τα ακάθαρτα πνεύματα, θεράπευε

τους αρρώστους και επιτελούσε πολλά άλλα θαύματα. Το κήρυγμά του

έκανε τέτοια εντύπωση σε όσους ειδωλολάτρες πίστευαν στον Χριστό

ακούγοντάς τον, ώστε τον ονόμασαν «σπέρμα Θείον». Αφού κήρυξε τον

λόγο του Θεού στην περιοχή της Γάζης και κατόπιν, της

Ελευθερουπόλεως, ο Άγιος Ιάκωβος διέτρεξε τον κόσμο, θέλοντας να

μοιραστεί με όλους τον έρωτά του για τον Χριστό. Τον συνέλαβαν,

τελικά, οι εβραίοι και τού έδωσαν την ευκαιρία να ακολουθήσει μέχρι

θανάτου το παράδειγμα του Σωτήρος, καρφώνοντάς τον επί σταυρού,

όπου παρέδωσε αμέσως την ψυχή του στον Κύριο»
1



Η δράση του Αγίου Ιακώβου κατά της μιαρής και καταστροφικής

ειδωλολατρικής θρησκείας, μάς δίδει την αφορμή να καταθέσουμε

μερικές σκέψεις με την σύγχρονη έκφρασή της, τον Νεοπαγανισμό.

Με το αυθαίρετο και ανιστόρητο επιχείρημα της διάσωσης της αρχαίας

θρησκείας και παράδοσης, κάνουν την εμφάνισή τους, τα τελευταία

χρόνια, οι θιασώτες του νεκρού θρησκευτικού παρελθόντος, οι οποίοι,

ενώ, φαινομενικά δείχνουν γραφικοί, ουσιαστικά είναι άκρως

επικίνδυνοι. Φιλοδοξούν να αναβιώσουν την δήθεν «αληθινή»

Ελληνική θρησκεία, τον δωδεκαθεϊσμό ή πολυθεϊσμό, κοινώς

ειδωλολατρία, αποκρύπτοντας εντέχνως από τους θλιβερούς θιασώτες

τους το ποιοί πραγματικά είναι και τί επιδιώκουν.

Στη σύγχρονη εκδοχή τους οι νεοπαγανιστές αυτοπροβάλλονται

ως «γνωστή» θρησκεία και ως η μόνη νόμιμη θρησκεία στην Ελλάδα!

Ζητούν να τούς αποδοθούν αρχαιολογικοί τόποι για να τους

μετατρέψουν σε χώρους λατρείας, αφού κατεδαφίσουν τους

παρακείμενους Χριστιανικούς Ναούς, για να μη μιαίνονται τα ιερά

τους! Συχνά συγκεντρώνονται στον Όλυμπο, στις Στήλες του

Ολυμπίου Διός και στον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, αναβιώνοντας

νεκρές παγανιστικές εορτές, όπως τα ηλιοστάσια. Μερικές δε από τις

ομάδες αυτές δεν αναγνωρίζουν τους νόμους του κράτους, τους

θεωρούν άκυρους, διότι τους έφτιαξαν, όπως υποστηρίζουν, «οι



1

Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος 2ος, σελ. 100



δολοφόνοι κατακτητές Χριστιανοί». Σε δημοσιευμένα κείμενά τους

εκφράζονται με πρωτοφανή βία και εμπάθεια κατά των Χριστιανών

και υβρίζουν με χυδαιότητα τα ιερά και τα όσια της πίστεώς μας.

Τί συνέβη, όμως πραγματικά και η αρχαιοελληνική θρησκεία

αποτελεί, πλέον, μουσειακό έκθεμα, προϊόν της φανταστικής

μυθοπλασίας και μόνο, που οι ίδιοι οι πρόγονοί μας εξέμεσαν με

αποτροπιασμό, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και συνάντησαν τον

άγνωστο και μόνο αληθινό Θεό στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού; Οι

μεγάλοι σοφοί της αρχαιότητας απέρριψαν επιδεικτικά την

αρχαιοελληνική θρησκεία, την οποία χαρακτήρισαν απαράδεκτη,

παράλογη και, εν πολλοίς, επικίνδυνη για την ανθρώπινη κοινωνία.

Όλα, σχεδόν, τα μεγάλα πνεύματα της αρχαιότητας άσκησαν δριμεία

κριτική και αρνήθηκαν εμφαντικά την αρχαιολατρία. Ενδεικτικά

αναφέρουμε τον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο, τον Ηράκλειτο, τον

Αναξίμανδρο, τον Εμπεδοκλή, τον Παρμενίδη, τον Αναξαγόρα, τον

Μητρόδωρο, τον Πρωταγόρα, τον Ηρόδοτο, τον Πίνδαρο, τον Πρόδικο,

τον Αντισθένη, τον Θεόφραστο, τον Ευριπίδη, τον Σωκράτη, τον

Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Ο τελευταίος δε, αρνήθηκε

κατηγορηματικά τις ανόητες περί θεών πίστεις των συγχρόνων του και

γι’ αυτό κατηγορήθηκε για αθεϊσμό!!!

«Αλλά και ο Πλάτων δίνει τη



χαριστική βολή σ’ όλη την ειδωλολατρική θρησκεία στο τέλος του

διαλόγου του Αλκιβιάδης Β΄. Βγήκε έξω από το γνωστό χώρο της

φιλοσοφίας και με ένα προφητικό πνεύμα συμβουλεύει τον Αλκιβιάδη

να μη θυσιάσει στους ειδωλολατρικούς Θεούς, αλλά να περιμένει αυτόν

που τον αγαπά και θα τού βγάλει την αχλύν από τα μάτια, ώστε να ιδεί

και να καταλάβει ποιόν Θεό και με τί λογής θυσίες πρέπει στο εξής να

τον λατρεύει. Και τελειώνει με τον χαρμόσυνο μεσσιανισμό: Δεν θα

αργήσει νάρθει…»
2



Στον αντίποδα, οι νεοπαγανιστές αποδίδουν τον μαρασμό της

αρχαίας θρησκείας στις δήθεν διώξεις που υπέστη από τον

Χριστιανισμό και την άμεσα δήθεν εξαρτημένη από αυτόν

αυτοκρατορική εξουσία των αρχών της Βυζαντινής περιόδου.

Λησμονούν, ασφαλώς, τα εκατομμύρια των Χριστιανών μαρτύρων, από

την μάχαιρα της αρχαίας ειδωλολατρικής παραφροσύνης, για τους

οποίους σεμνύνεται και καυχάται η Εκκλησία του Χριστού. Η

αλήθεια, προφανώς, βρίσκεται αλλού:

«Εντός της σεσαθρωμένης



παλαιάς κοινωνίας διεμορφώθη κοινωνία ερρωμενεστέρα (πιο δυνατή),

η Χριστιανική. Η πτώση του Ελληνισμού, ως ειδωλολατρικής

θρησκείας δεν ήταν αποτέλεσμα των αυτοκρατορικών μέτρων. Οι ναοί

κατέπιπτον και η πίστις εμαραίνετο και εν γένει, το αρχαίον θρήσκευμα



2

«Χριστιανική λατρεία και ειδωλολατρία», Πρακτικά Στ΄ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου



Ιεράς Συνόδου, σελ. 93



εφθείρετο, αλλ’ εφθείρετο ηρέμα, ως εξ οργανικού θανατηφόρου

νοσήματος μάλλον ή διά πληγών έξωθεν καταφερομένων»
3



Τα όσα παραπάνω καταγράφηκαν είναι καρπός ποιμαντικής

ευθύνης και ανησυχίας, σε μια εποχή που ο λαός μας βάλλεται

πανταχόθεν με πλείστες όσες αρχαιοφανείς ή καινοφανείς

θρησκευτικές εκφράσεις, που εκβιάζουν τον συναισθηματικό του

κόσμο, για να κατασκευάσουν φανατικούς οπαδούς. Η επίκληση δε

των ανθρωπίνων ή δημοκρατικών δικαιωμάτων οφείλει να

προβληματίζει όλους, καθώς είναι γνωστό ότι τα μεγαλύτερα και

ειδεχθέστερα εγκλήματα της εποχής μας έγιναν στο όνομά τους. Η

Εκκλησία αγρυπνά, αλλά και η Πολιτεία οφείλει να πράττει το ίδιο,

καθώς εδώ το πρόβλημα δεν είναι θρησκευτικής φύσης, όπως πονηρά

οι αρχαιολάτρες θέλουν να το προβάλουν. Είναι κίνδυνος που βάλει

κατά της κοινωνικής συνοχής και αποσκοπεί στην πνευματική

αποχαύνωση και διάλυση του κοινωνικού ιστού, υλοποιώντας τα

καταχθόνια σχέδια της «Νέας Εποχής». Και αυτή δεν είναι

αφηρημένη έννοια, αλλά υπαρκτή πραγματικότητα, μάλιστα, απόλυτα

εχθρική.

Αρχιμ. Ε.Ο.

π. Χερουβείμ Βελέτζας-H ανάσταση του γιου της χήρας στη Ναΐν

H ανάσταση του γιου της χήρας στη Ναΐν

Λουκ. 7, 11-16


Το θαύμα που μας διηγείται σήμερα ο ευαγγελιστής Λουκάς είναι σε όλους μας γνωστό: ο Χριστός, ακολουθούμενος από τους μαθητές Του αλλά και από πολύ κόσμο, πήγαινε να κηρύξει στην πόλη Ναΐν. Καθώς πλησίασαν στην πύλη της πόλεως, συνάντησαν μια νεκρική πομπή, μια χήρα μάνα να συνοδεύει το μονάκριβο παιδί της στην τελευταία του κατοικία, και μαζί της βέβαια αρκετός κόσμος. Όταν την είδε ο Ιησούς, τη σπλαχνίστηκε και της είπε «μην κλαις»· στη συνέχεια πλησίασε τη σωρό και είπε «νεαρέ, σε σένα μιλάω, σήκω!». Αμέσως ο νεκρός ανακάθισε και άρχισε να μιλάει, ο δε Χριστός τον έδωσε στην μητέρα του. Όλος ο λαός που παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα, κυριευμένος από δέος δόξαζε τον Θεό λέγοντας ότι ο Θεός επισκέφτηκε τον λαό Του, στέλνοντας ανάμεσά τους έναν μεγάλο προφήτη.

Το συγκεκριμένο θαύμα είναι ένα από τα ελάχιστα που κάνει ο Χριστός χωρίς να Του ζητηθεί, χωρίς την επιβεβαίωση της πίστεως εκ μέρους εκείνου που δέχεται την έκτακτη ευεργεσία του Θεού. Έχουμε δει ότι πάντα, όσες φορές κάποιος παρακαλούσε τον Κύριο να επέμβει θαυματουργικά, η απάντηση του Χριστού ήταν «ας γίνει κατά την πίστη σου» ή «η πίστη σου σε έσωσε» ή ακόμη «άμα πιστεύεις, όλα είναι δυνατά». Σήμερα επεμβαίνει αυτόκλητα, για να μας δείξει ότι η πίστη αποτελεί προϋπόθεση του θαύματος όχι για τον Θεό, αλλά για μας. Η επέμβαση του Θεού, η βούλησή Του και η δύναμή Του δεν περιορίζονται ούτε προσδιορίζονται από το μέτρο της δικής μας πίστης. Συνδέεται όμως το θαύμα με την πίστη, διότι ο σκοπός ακόμα και του θαύματος είναι η προοπτική της σωτηρίας του ανθρώπου και όχι ασφαλώς η βελτιοποίηση των συνθηκών της εφήμερης ζωής μας. Γι αυτό και ο Θεός θαυματουργεί εκεί όπου υπάρχει πίστη, εκεί που υπάρχει πνευματικό όφελος.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο θαυματουργεί αυτόκλητα σήμερα ο Χριστός, είναι για να μας δείξει ότι ο Θεός είναι φιλάνθρωπος. Μόλις ο Χριστός είδε τη θρηνούσα μητέρα την σπλαχνίστηκε, μας λέει ο ευαγγελιστής Λουκάς. Το θαύμα που ακολουθεί, αποτελεί έμπρακτη απόδειξη αυτής Του της φιλανθρωπίας, της άπειρης αγάπης Του για τα πλάσματά Του. Δεν επιθυμεί ο Θεός τον ανθρώπινο πόνο, ούτε την οδύνη, ούτε τον θάνατο. Αυτά είναι αποτελέσματα των δικών μας επιλογών, και αν δεν τα αποτρέπει ο Θεός, όπως επίσης δεν αποτρέπει την πείνα, τους πολέμους, την αδικία κλπ, είναι γιατί δεν θέλει να καταλύσει το αυτεξούσιο του ανθρώπου και περιμένει από εμάς την ορθή και χρηστή άσκηση αυτής της ελευθερίας με την οποία μας έχει προικίσει.
Και το τρίτο σημείο που επισημαίνεται με το θαύμα αυτό είναι ότι ο Χριστός είναι ο νικητής του θανάτου. Ας μη γελάσουμε, σκεπτόμενοι ότι παρά την Ανάσταση του Χριστού, οι άνθρωποι συνεχίζουν να πεθαίνουν. Το ζητούμενο δεν είναι ο σωματικός θάνατος, για τον οποίο άλλωστε πιστεύουμε ότι θα καταλυθεί μόνιμα κατά τη Δευτέρα παρουσία του Κυρίου. Το σπουδαιότερο και ζωτικότερο είναι η αποτροπή του πνευματικού θανάτου, η εσωτερική ανάσταση και ζωή. Δεν είναι τυχαίο που, όταν θέλουμε να περιγράψουμε τα γεγονότα της καθημερινότητας, συχνά μιλάμε για σήψη των ανθρώπων και γενικότερα της κοινωνίας. Στη φύση η σήψη, η φθορά, ο θάνατος, είναι διαδικασίες μη αναστρέψιμες. Μόνη λύση αποτελεί το φτιασίδωμα της ασχήμιας, ενώ η οποιαδήποτε «ανακαίνιση» περιορίζεται σε συντήρηση και εκ νέου επίχρισμα του πεπαλαιωμένου, αν όχι πλήρη αντικατάστασή του. Η πνευματική φθορά και σήψη μοιραία ακολουθεί τη φυσική οδό, της πλήρους δηλαδή αποδόμησης ή αποσύνθεσης, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι αποτελεί και μη αναστρέψιμη κατάσταση.
Η πνευματική όμως μεταστροφή, η πνευματική ανάσταση, εκτός ελαχιστοτάτων περιπτώσεων, είναι αδύνατη χωρίς την πίστη του ανθρώπου και την επέμβαση του Θεού. Και τούτο διότι κατά κανόνα τη μία εσωτερική φθορά ακολουθεί συνήθως μια δεύτερη σοβαρότερη, και μια τρίτη ακόμα χειρότερη. Απόδειξη περί αυτού αποτελεί το γεγονός ότι, ενώ «πέφτουμε από τα σύννεφα» όταν μάθουμε κάτι το αξιοκατάκριτο για έναν άνθρωπο που έχαιρε της εκτίμησης μας, δυσπιστούμε όταν πληροφορηθούμε την μεταστροφή και καλύτερη διαγωγή κάποιου πεπτωκότος, και περιμένουμε να τον δούμε και πάλι να κατρακυλά.
Ίσως γι αυτό λέμε συχνά ότι «η κοινωνία χρειάζεται κάποιο θαύμα», μια άνωθεν δηλαδή παρέμβαση. Το θαύμα όμως, όπως βλέπουμε ακόμα και στη σημερινή διήγηση, είναι συνάντηση του Θεού με τον άνθρωπο, ή -στην περίπτωσή μας- του ανθρώπου με το Θεό. Ενώ, δηλαδή, η θεϊκή βούληση είναι δεδομένη, τα δικά μας μάτια δεν κοιτάνε προς την κατεύθυνση αυτή, ούτε ασφαλώς και οι ενέργειές μας. Ουσιαστικά απουσιάζει από την καρδιά μας τόσο η πίστη όσο και η βούληση, σε βαθμό που η επίκληση του θαύματος γίνεται μόνο και μόνο για να αποσείσουμε την προσωπική μας ευθύνη, για να κοιμήσουμε ακόμη μία φορά τη συνείδησή μας.
Ο Χριστός, στον υποψήφιο μαθητή Του που ζήτησε άδεια να πάει πρώτα να θάψει τον πατέρα του, απάντησε «άσε τους νεκρούς να θάψουν τους δικούς τους νεκρούς» (Μτθ. 8, 22. Λουκ. 9, 60). Σε σύγχρονη μεταγραφή θα λέγαμε ότι η ανάσταση της προσωπικότητάς μας πρώτα και μετά ολόκληρης της κοινωνίας δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί αν συνεχίσουμε να ασχολούμαστε με πράγματα νεκρά, φθοροποιά, γήινα. Είναι επομένως καιρός να αλλάξουμε προσανατολισμό, και τότε θα συμβεί και το θαύμα.

Πρωτότυπο κείμενο από Απλά & Ορθόδοξα - π. Χερουβείμ Βελέτζας: http://xerouveim.blogspot.com/2010/10/10-10-2010.html#ixzz1Zq0cFNUt

Κυριακή Γ Λουκά-Σεβ.Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως κ.κ. Άνθιμου

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΛΟΥΚΑ

(Λουκά ζ' 11-16)


Συνεχίζουμε και σήμερα αυτή τη γραπτή επικοινωνία μεταξύ μας, επειδή όλοι έχουμε ανάγκη να γνωρίσουμε τη Διδαχή του Ευαγγελίου και ο καθένας μας χρειάζεται να ανταλάσσει όση εμπειρία διαθέτει από την «κατά Χριστόν» ζωή του. Βαπτιστήκαμε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί και από την παιδική μας ηλικία, άλλος λίγο άλλος πολύ, ακούσαμε όσα δίδαξε ὁ Χριστός, μάθαμε για τα θαύματα που έκαμε, για το σταυρικό του θάνατο και την Ανάστασή του. Επάνω στο γεγονός της Αναστάσεώς του στηρίζεται ολόκληρο το οικοδόμημα της Εκκλησίας μέχρι και σήμερα. Αυτά αποτελούν τη διδαχή της Εκκλησίας στον κόσμο, έτσι όπως οι Μαθητές, οι Απόστολοι και οι Ευαγγελιστές τα κατέγραψαν και τα διέσωσαν, προκειμένου να διατηρηθούν στη μνήμη των πιστών. Στο μεταξύ προέκυψαν και άλλα ευσεβή κείμενα, τά λεγόμενα «Απόκρυφα» που η Εκκλησία, αφού τα ερεύνησε, τελικά δεν τα αποδέχτηκε ως γνήσια και τα απέρριψε. Έτσι συγκροτήθηκε ο Κανόνας των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, που είναι το δεύτερο μέρος της Αγίας Γραφής και που μαζύ με την Παλαιά Διαθήκη αποτελεί την αποκάλυψη του ενός και μοναδικού Θεού στον κόσμο.

Για πολλές χιλιετίες οι άνθρωποι βασανίζονταν στην πολυθεΐα καθώς προσπαθούσαν να εξευμενίσουν τους θεούς. Το καταστάλλαγμα μέχρι τη μονοθεΐα διήρκεσε πολλούς αιώνες. Όταν ωρίμασε η σκέψη του ανθρώπου, τότε αποκαλύφθηκε ο Θεός. Αποκαλύφθηκε αμυδρά και σαν σκιά στον Αβραάμ, αινιγματικά με μύθους στους Έλληνες αλλά και σε άλλους λαούς. Μέχρι τον ερχομό του Χριστού στη γη, καθώς περιγράφεται στα ευαγγελικά κείμενα, που είναι γραμμένα στην ελληνική μας γλώσσα και αποτελούν το καλό μήνυμα που φέρνει και προτείνει ἡ Εκκλησία.

Σ

τους πρώτους αιώνες μετά την Ανάσταση του Χριστού, η Εκκλησία χρειάστηκε να λύσει διάφορες απορίες των Χριστιανών της, ώστε να περιφρουρήσει την γνησιότητα της διδασκαλίας της από διάφορες αιρέσεις, αλλά συγχρόνως, να αναπαύσει και τις συνειδήσεις των πιστών της από ξένες προτάσεις ζωής που τους γίνονταν. Τότε θέσπισε τα Δόγματα, δηλαδή, κατέγραψε την εμπειρία της. Τα Δόγματα της πίστεώς μας δεν είναι «ξερές και άτεγκτες» αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά είναι τρόποι ζωής που αδιαμφισβήτητα ξεκουράζουν τους ανθρώπους στην πορεία τους προς το Χριστό. Είναι η βιωμένη καλή εμπειρία των Χριστιανών, που ζουν σύμφωνα με τη διδασκαλία του Ευαγγελίου. Γι’ αυτό και τα Δόγματα περιλαμβάνουν όλο το πλάτος της ζωής στις λεπτομέρειές της. Σήμερα οι άνθρωποι ονομάζουν «δογματικό» κάτι που δεν τους επιτρέπεται να το ανατρέψουν. Για την Εκκλησία μας, «δογματικό» είναι ό,τι δοκιμάστηκε από πολλούς ανθρώπους και λαούς, σε διάφορους τόπους και εποχές, και αποδείχτηκε περίτρανα ότι όντως ελαφραίνει το ζυγό της ζωής μας. Αυτή η εμπειρία των Χριστιανών φανερώνει πόσο είναι εφικτό, ευχάριστο αλλά και χρήσιμο να ζει ο άνθρωπος σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστού. Η εμπειρία μας των Χριστιανών είναι πιό δυνατή από τη διδαχή της Εκκλησίας. Δεν καλούμαστε να συμμορφώσουμε τη ζωή μας βάσει του βιβλίου της Αγίας Γραφής, αλλά καλούμαστε με τη ζωή μας να βεβαιώσουμε τα όσα περιγράφονται στην Αγία Γραφή, αφού τα ζήσουμε στο σήμερα, σύμφωνα με τον τρόπο που μας προτείνει η Εκκλησία. Έτσι με τον καθημερινό πνευματικό μας αγώνα θα αποδεικνύεται του «λόγου το αληθές» και θα φανερώνεται πόσο «ελαφρύς είναι ο ζυγός» που μας πρότεινε ο Χριστός.

Μ

ε βάση, λοιπόν, τα όσα εκθέσαμε και που δικαιολογούν τον τίτλο του παρόντος γραπτού κηρύγματος, πώς θα μπορούσαμε να αποδεχτούμε τη διδαχή περί του θαύματος που περιγράφει η σημερινή ευαγγελική περικοπή; Ο Ιησούς, έξω από την πόλη Ναΐν, συνάντησε μια νεκρική πομπή. Είχε πεθάνει το μοναχοπαίδι μιας χήρας. Ο Χριστός, σταμάτησε, λυπήθηκε την γυναίκα, πλησίασε το νεκροκρέββατο και ανάστησε το παιδί της. Το γεγονός δεν είναι συνηθισμένο και γι’ αυτό προκάλεσε το θαυμασμό και την απορία όσων συνόδευαν την κηδεία και όσων το πληροφορήθηκαν στη συνέχεια μέχρι και σήμερα. Όσες αναστάσεις νεκρών αναφέρονται στα Ευαγγέλια, ερμηνεύονται σαν ανταπόκριση του Θεού στην προσευχή του Ιησού: «Μας επισκέφθηκε η δύναμη του Θεού, μέσῳ του προφήτου Ιησού» διαλαλούσαν οι αυτόπτες μάρτυρες. Και έτσι εξηγούσαν όλα τα θαύματα που τελούσε ο Κύριος. Αλλά και οι Μαθητές του πίστευαν ότι ο Δάσκαλός τους ήταν ένας «καλός άνθρωπος» και γι’ αυτό τον άκουγε ο Θεός σε ό,τι του ζητούσε. Όταν, όμως, πέθανε ο Δάσκαλός τους επάνω στο Σταυρό, τότε νόμισαν πως όλα τελείωσαν. Ποιός, τώρα, θα προσεύχονταν για εκείνον; Γι’ αυτό κατέλαβε την ψυχή τους θλίψη και απογοήτευση. Με την Ανάστασή του ο Χριστός, τους απέδειξε ότι δεν ήταν ένας καλός άνθρωπος που τον άκουγε ο Θεός, αλλά ήταν ο ίδιος Θεός! Η Ανάστασή του δεν έπρεπε να τους ξαφνιάσει επειδή επί 3 χρόνια τους προετοίαζε ότι επρόκειτο να αναστηθεί. Δεν το πίστευαν, όμως. Γι’ αυτό τους έδωσε την εμπειρία του γεγονότος. Η διδαχή δεν έμεινε σε θεωρητικό πεδίο αλλά έγινε χειροπιαστά ψηλαφητή. Τον είδαν με τα μάτια τους, τον άκουσαν με τα αφτιά τους και τον ψηλάφισαν με τά χέρια τους. Και η εμπειρία τους ήταν τόσο αληθινή που πέθαναν ολοι μαρτυρικά επειδή δεν αποδέχονταν την αμφισβήτησή της.

Επάνω στην εμπειρία εκείνων στήθηκε η Εκκλησία. Και μας προσφέρει μέχρι σήμερα μια διδαχή που αποδείχτηκε αληθινή και μας προσκαλεί να την αποδεχτούμε. Αυτή είναι η πρόταση της Εκκλησίας στον σύγχρονο άνθρωπο. Σε μιά εποχή που απαιτεί χειροπιαστές αποδείξεις, σε μια εποχή που δεν πείθεται ούτε σε όσα βλέπει, η Εκκλησία ζητάει από μας να πιστέψουμε σε πράγματα που δεν χωρούν στη λογική μας. Για να καταξιωθεί η πνευματική διαδικασία της λογικής μας, χρειάζεται να εμπιστευθούμε το υπέρ-λογο. Να αποφασίσουμε να ελέγξουμε όσα δεν βλέπουμε. Να απαρνηθούμε την πεζότητα του βίου και των λειτουργιών του.

Αν η Εκκλησία ήθελε οπαδούς, θα πρότεινε πιό λογικά πράγματα. Όμως, την αδυναμία της λογικής πρόσβασης, μας την συμπληρώνει με την εμπειρία της εκκλησιαστικής ζωής. Με αυτήν την εμπειρία ο άνθρωπος θα αρπαχθεί, είτε με το σώμα του είτε χωρίς το σώμα του, μέχρι τρίτου ουρανού και εκεί θα δει και θα ακούσει πράγματα που δεν θα μπορεί να διηγηθεί ανθρώπινος λόγος. Τότε η διδαχή θα έχει γίνει εμπειρία και βίωμα του καθενός μας.

Το Ευαγγέλιο, μας διδάσκει να ζήσουμε αυτή τη ζωή, κάτω από το πρίσμα της άλλης που ακολουθεί. Χωρίς το δεδομένο της Ανάστασης του Χριστού και χωρίς την βέβαιη προοπτική της δικής μας ανάστασης (κατά τη Δεύτερη Παρουσία του) τίποτε απολύτως σ’αυτό τον κόσμο δεν έχει αξία. Τα πάντα αξιώνονται μόνο άν αναστηθούν. Ο Χριστός απέδειξε ότι είναι: ο Κύριος της ζωής και του θανάτου. Το φανέρωσε με λόγια και με έργα. Εμείς καλούμαστε να το διαπιστώσουμε. Εδώ χρειάζεται προσοχή! Η διαπίστωση μπορεί να γίνει μόνο με ακράδαντη πίστη στο Χριστό. Δηλαδή, με εμπιστοσύνη στη διδαχή του και με ψηλάφιση των πράξεών του μέσῳ των Μυστηρίων του. Αυτό κάνουμε στη Εκκλησία, γι’αυτό παραμένουμε χριστιανοί, γι’αυτό παλεύουμε με το Θεό, γι’αυτό ελπίζουμε σ’ αυτόν. Για να χαιρόμαστε καθημερινά και μόνιμα την επίσκεψή του στη ζωή μας. Αμήν.


Ο Μητροπολίτης σας

✥ Ο Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ(Λουκ. 7, 11-16)- ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Πασσᾶ
Ἱεροκήρυκος Ἱερᾶς Μητροπόλεως
8-10-06
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 7, 11-16)
Μέσα στὰ πολλὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ ἐτέλεσε ὁ Χριστὸς στοὺς ἀνθρώπους, ἐξέχουσα θέση κατέχουν οἱ ἀναστάσεις τῶν νεκρῶν. Εἶναι ὁ υἱὸς τῆς χήρας τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ἡ κόρη τοῦ Ἰαείρου, ὁ φίλος Του Λάζαρος, οἱ νεκροὶ κατὰ τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ὅταν «πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς» καὶ τέλος ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰδίου τοῦ ἑαυτοῦ Του.
Καὶ εἶναι σημαντικὲς αὐτὲς οἱ ἀναστάσεις, γιατὶ ἀκριβῶς ἐκφράζουν τὴν ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ, ἐπάνω στὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο. Αὐτὸς ἄλλωστε ἔχει στὰ χέρια Του τὴν ζωή μας καὶ Αὐτὸς ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ τὴν δίνει καὶ νὰ τὴν παίρνει.
Μιλώντας δὲ γιὰ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, ἔτσι καθὼς τὸν ἀντικρύζουμε στὸν υἱὸ τῆς χήρας στὴν πόλη Ναΐν, κατανοοῦμε πὼς πρόκειται γιὰ ἕνα μεγάλο μυστήριο. Ὁ θάνατος εἶναι τὸ μεγάλο μυστήριο! Μονάχα ποὺ αὐτὸ μᾶς φοβίζει καὶ, σὰν κάποιες φορὲς τὸ σκεπτόμαστε, μᾶς παγώνει τὸ αἷμα καὶ νεκρώνει τὴν ὕπαρξή μας.
Καὶ παρ᾿ ὅτι καθημερινὰ τονίζουμε στὸ σύμβολο τῆς πίστεώς μας «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», ἐντούτοις μοιάζουμε μ᾿ αὐτοὺς ποὺ πέραν τοῦ θανάτου καὶ τῆς πλάκας τοῦ τάφου, «δὲν ἐλπίζουμε πιὰ σὲ τίποτε».
Νομίζουμε πὼς ὅλα τελειώνουν ἐδῶ καὶ δὲν περιμένουμε τίποτε. Γι᾿ αὐτὸ «πολλοὶ κλαῖνε καὶ σκοτώνονται καὶ χάνουν τὰ λογικά τους κι ἀκόμη τὰ βάζουν μὲ τὸ Θεό». Ὅλη αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ ἁπλᾶ μᾶς λέγει πὼς ἐτοῦτοι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὸ χριστιανισμό, καὶ ἂς λέγουν πὼς πιστεύουν.
Στὸ θάνατο ἑνὸς ἀνθρώπου βέβαια καὶ θὰ λυπηθοῦμε καὶ θὰ κλαύσουμε, γιατὶ αὐτὸ εἶναι καὶ ἀνθρώπινο καὶ φυσικό. «Μὰ δὲν ἀφίνουμε νὰ μᾶς πνίξῃ ὁ πόνος καὶ νὰ μᾶς θολώσῃ τὰ λογικά μας ἡ λύπη». Γιατὶ οἱ νεκροί μας φεύγουν μέν, ἀλλὰ δὲν χάνονται. Αὐτοὶ πηγαίνουν μπροστὰ καὶ ἐμεῖς τοὺς ἀκολουθοῦμε, γιὰ νὰ τοὺ ξαναβροῦμε.
Ὁ Χριστὸς δὲ μὲ τὶς ἀναστάσεις αὐτὲς, καὶ κυρίως μὲ τὴ δική Του ἀνάσταση, ἐπιθυμεῖ νὰ τονίσει πὼς δὲν ὑπάρχουν νεκροί. Ναί! ἀκριβῶς ἔτσι! Τὸ λέγει ἄλλωστε ὁ Ἴδιος πώς «ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων». Ἔτσι, κάθε φορὰ ποὺ ὁ Χριστὸς μιλάει γιὰ θάνατο, μιλάει γιὰ ὕπνο καὶ βεβαιώνει πὼς ὅσοι φεύγουν ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή, δὲν πεθαίνουν, ἀλλὰ κοιμοῦνται.
Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴ βάση ὁ Χριστὸς σήκωσε τὸν πεθαμένο υἱὸ τῆς χήρας λέγοντάς του: «νεανίσκε, σὲ σένα μιλῶ, σήκω ἐπάνω!». Εἶναι ὡσὰν νὰ κοιμᾶται καὶ τὸν ξυπνάει. Τοῦ μιλάει καὶ ἐκεῖνος ἀκούει καὶ σηκώνεται ἀπ᾿ τὸν βαθὺ ὕπνο του!
Ὅλα ἐτοῦτα τὰ θαυμαστὰ γεγονότα, δύσκολα τ᾿ ἀκούει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος καὶ λιγότερο τὰ πιστεύει. Ἀκούγοντας γιὰ τὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση ἀποφεύγει καὶ νὰ τὰ ὀνομάσει, τὸν μὲν πρῶτο, γιατὶ τὸν φοβᾶται καὶ τὸν τρέμει, τὴν δὲ δεύτερη, γιατὶ δὲν τὴν πιστεύει.
Ἀφοῦ εἶναι σημεῖο τῶν καιρῶν οἱ ἄνθρωποι ν᾿ ἀρνοῦνται ὅ,τι δὲν ἐννοοῦν καὶ νὰ κάνουν ἀρνητικὴ κριτικὴ σὲ κάθε σέβασμα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ τοὺς φαίνεται ἐνοχλητικό.
Μὰ ἐδῶ μᾶς μιλάει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Σ᾿ αὐτὰ δὲ τὰ λόγια Του δὲν καθόμαστε νὰ ρωτήσουμε ἢ νὰ ἐρευνήσουμε τὸ πῶς αὐτὰ μποροῦν νὰ πραγματωθοῦν. Μήτε τὸ γιατί πρέπει νὰ γίνουν. Ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ ἀκοῦμε τὸ λόγο τοῦ Πατέρα μας, ποὺ γνωρίζει τὸ πῶς καὶ τὸ γιατί, νὰ τὸν δεχόμαστε καὶ νὰ τὸν ἐμπιστεύομαστε.
Ἄλλωστε ὁ Χριστός, ποὺ γνώρισε τὸν ἄλλο κόσμο μὲ τὸ θάνατό Του, γυρνώντας πάλι στὴ ζωὴ μὲ τὴν Ἀνάστασή Του, μᾶς ἀποκάλυψε στὸ Εὐαγγέλιό Του πὼς γιὰ τοὺς πιστοὺς ἀνθρώπους δὲν ὑπάρχει θάνατος. Ἀντιθέτως μάλιστα μᾶς μιλάει γιὰ τὴ ζωὴ καὶ φέρνει τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς σωτηρίας καὶ τῆς διάσωσης γιὰ ὅλους μας.
Ἐμεῖς δὲ οἱ χριστιανοὶ ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ πιστεύουμε ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία, ὄχι ὡς πρόσωπα ἀλλὰ ὡς σύνολο, μᾶς διδάσκει. Αὐτὴ γνωρίζει καὶ κατέχει ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ τελικὰ ἡ Ἐκκλησία εἶναι «κήρυγμα γεγονότων, ἀναποσπάστως συνδεδεμένων πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Ὁ θάνατος λοιπόν, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μιὰ μετάβαση πρὸς τὴ ζωή, γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τέλος γίνεται τελείωση· ἀπὸ σιωπὴ γίνεται ζωή· ἀπὸ νέκρωση γίνεται ἀνάσταση! «Τὸ θάνατον εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο ἢ τὸν νικῶμεν ἢ μᾶς νικᾷ». Τὸν νικοῦμε τελικὰ καὶ ἡ νίκη αὐτὴ ἐπιτυγχάνεται μόνο διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὸ νὰ φοβούμαστε καὶ νὰ λυπούμαστε, ὅταν ἀντικρύζουμε τὸ θάνατο, εἶναι καὶ ἀνθρώπινο καὶ φυσικό. Ἀπὸ τὸ σημεῖο ὅμως αὐτό, μέχρι τοῦ σημείου νὰ κυριεύομαστε ἀπὸ τὸν τρόμο καὶ τὴν ἀπελπισία, νὰ τὰ χάνουμε καὶ νὰ θολώνει ἡ ὕπαρξή μας, εἶναι τεράστια ἡ ἀπόσταση. Καὶ δὲν εἶναι σωστὴ μήτε χριστιανική. Εἰδεμὴ πορεύομαστε ὡς μὴ ἔχοντες ἐλπίδα, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο.
Πρὸ πάντων ὅμως, ὀφείλουμε νὰ μὴν ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅπως συνηθίζουν μερικοὶ, ὅταν ἔχουν πένθος, νὰ σταματοῦνε νὰ πηγαίνουν στὸ Ναό.
Ἂν εἶναι ἀνάγκη γιὰ ὅλους μας νὰ βρισκόμαστε στὴν Ἐκκλησία, πολὺ περισσότερο ὅταν ἔχουμε πένθος. Γιατὶ στὴν Ἐκκλησία ἠρεμεῖ ἡ ψυχή, γαληνεύει ἡ ὕπαρξή μας, ἀφοῦ εἶναι τὸ ὑπήνεμο λιμάνι· ἡ παρηγοριὰ καὶ τὸ στήριγμά μας· θερμαίνει μὲ τὴ ζεστασιά της καὶ μᾶς φωτίζει τὸ νοῦ. Μέσα δὲ στὸ φωτισμὸ τῆς ψυχῆς καὶ στὴ θερμότητα τῆς καρδιᾶς, κρύβεται ὁλόκληρη ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλπίδα μας· ὅτι δὲν ὑπάρχει πιὰ θάνατος, παρὰ μόνο ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος, ἔτσι καθὼς μᾶς τὴ δώρησε ὁ Χριστός.

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ


Μέσα στα πολλά θαυμαστά γεγονότα που ετέλεσε ο Χριστός στους ανθρώπους, εξέχουσα θέση κατέχουν οι αναστάσεις των νεκρών. Είναι ο υιός της χήρας του σημερινού Ευαγγελίου, η κόρη του Ιαείρου, ο φίλος Του Λάζαρος, οι νεκροί κατά την σταύρωση του Χριστού, όταν «πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς» και τέλος η ανάσταση του Ιδίου του εαυτού Του.

Και είναι σημαντικές αυτές οι αναστάσεις, γιατί ακριβώς εκφράζουν την εξουσία του Χριστού ως Θεού, επάνω στη ζωή και το θάνατο. Αυτός άλλωστε έχει στα χέρια Του την ζωή μας και Αυτός έχει την εξουσία να την δίνει και να την παίρνει. Μιλώντας δε για το γεγονός του θανάτου, έτσι καθώς τον αντικρύζουμε στον υιό της χήρας στην πόλη Ναΐν, κατανοούμε πως πρόκειται για ένα μεγάλο μυστήριο.

Ο θάνατος είναι το μεγάλο μυστήριο! Μονάχα που αυτό μας φοβίζει και, σαν κάποιες φορές το σκεπτόμαστε, μας παγώνει το αίμα και νεκρώνει την ύπαρξή μας. Και παρ ὅτι καθημερινά τονίζουμε στο σύμβολο της πίστεώς μας «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών», εντούτοις μοιάζουμε μ αυτούς που πέραν του θανάτου και της πλάκας του τάφου, «δεν ελπίζουμε πια σε τίποτε». Νομίζουμε πως όλα τελειώνουν εδώ και δεν περιμένουμε τίποτε.

Γι αὐτὸ «πολλοί κλαίνε και σκοτώνονται και χάνουν τα λογικά τους κι ακόμη τα βάζουν με το Θεό». Όλη αυτή η συμπεριφορά απλά μας λέγει πως ετούτοι οι άνθρωποι δεν έχουν σχέση με το χριστιανισμό, και ας λέγουν πως πιστεύουν. Στο θάνατο ενός ανθρώπου βέβαια και θα λυπηθούμε και θα κλαύσουμε, γιατί αυτό είναι και ανθρώπινο και φυσικό. «Μα δεν αφίνουμε να μας πνίξη ο πόνος και να μας θολώση τα λογικά μας η λύπη».

Γιατί οι νεκροί μας φεύγουν μεν, αλλά δεν χάνονται. Αυτοί πηγαίνουν μπροστά και εμείς τους ακολουθούμε, για να του ξαναβρούμε. Ο Χριστός δε με τις αναστάσεις αυτές, και κυρίως με τη δική Του ανάσταση, επιθυμεί να τονίσει πως δεν υπάρχουν νεκροί. Ναι! ακριβώς έτσι! Το λέγει άλλωστε ο Ίδιος πως «ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζώντων». Έτσι, κάθε φορά που ο Χριστός μιλάει για θάνατο, μιλάει για ύπνο και βεβαιώνει πως όσοι φεύγουν απ αὐτὴ την ζωή, δεν πεθαίνουν, αλλά κοιμούνται.

Με αὐτὸ τον τρόπο και σ αὐτὴ τη βάση ο Χριστός σήκωσε τον πεθαμένο υιό της χήρας λέγοντάς του: «νεανίσκε, σε σένα μιλώ, σήκω επάνω!». Είναι ωσάν να κοιμάται και τον ξυπνάει. Του μιλάει και εκείνος ακούει και σηκώνεται απ τὸν βαθύ ύπνο του! Όλα ετούτα τα θαυμαστά γεγονότα, δύσκολα τα ακούει ο σύγχρονος άνθρωπος και λιγότερο τα πιστεύει. Ακούγοντας για το θάνατο και την Ανάσταση αποφεύγει και να τα ονομάσει, τον μεν πρώτο, γιατί τον φοβάται και τον τρέμει, την δε δεύτερη, γιατί δεν την πιστεύει.

Αφού είναι σημείο των καιρών οι άνθρωποι ν ἀρνοῦνται ο,τι δεν εννοούν και να κάνουν αρνητική κριτική σε κάθε σέβασμα της Εκκλησίας που τους φαίνεται ενοχλητικό. Μα εδώ μας μιλάει ο ίδιος ο Θεός. Σ αὐτὰ δε τα λόγια Του δεν καθόμαστε να ρωτήσουμε η να ερευνήσουμε το πως αυτά μπορούν να πραγματωθούν. Μήτε το γιατί πρέπει να γίνουν.

Εμείς οφείλουμε να ακούμε το λόγο του Πατέρα μας, που γνωρίζει το πως και το γιατί, να τον δεχόμαστε και να τον εμπιστεύομαστε. Άλλωστε ο Χριστός, που γνώρισε τον άλλο κόσμο με το θάνατό Του, γυρνώντας πάλι στη ζωή με την Ανάστασή Του, μας αποκάλυψε στο Ευαγγέλιό Του πως για τους πιστούς ανθρώπους δεν υπάρχει θάνατος. Αντιθέτως μάλιστα μας μιλάει για τη ζωή και φέρνει το χαρμόσυνο μήνυμα της σωτηρίας και της διάσωσης για όλους μας.

Εμείς δε οι χριστιανοί έχουμε υποχρέωση να πιστεύουμε ο,τι η Εκκλησία, όχι ως πρόσωπα αλλά ως σύνολο, μας διδάσκει. Αυτή γνωρίζει και κατέχει ολόκληρη την αλήθεια της αποκαλύψεως του Χριστού. Γιατί τελικά η Εκκλησία είναι «κήρυγμα γεγονότων, αναποσπάστως συνδεδεμένων προς το πρόσωπο του Ιησού Χριστού». Ο θάνατος λοιπόν, κατά τον λόγο του Χριστού, είναι μια μετάβαση προς τη ζωή, γι αὐτὸ από τέλος γίνεται τελείωση· από σιωπή γίνεται ζωή· από νέκρωση γίνεται ανάσταση! «Το θάνατον εις το σημείον τούτο η τον νικώμεν η μας νικά».

Τον νικούμε τελικά και η νίκη αυτή επιτυγχάνεται μόνο δια του Χριστού και της Αναστάσεώς Του. Αγαπητοί αδελφοί, το να φοβούμαστε και να λυπούμαστε, όταν αντικρύζουμε το θάνατο, είναι και ανθρώπινο και φυσικό. Από το σημείο όμως αυτό, μέχρι του σημείου να κυριεύομαστε από τον τρόμο και την απελπισία, να τα χάνουμε και να θολώνει η ύπαρξή μας, είναι τεράστια η απόσταση. Και δεν είναι σωστή μήτε χριστιανική. Ειδεμή πορεύομαστε ως μη έχοντες ελπίδα, κατά τον απόστολο Παύλο.

Προ πάντων όμως, οφείλουμε να μην απομακρυνόμαστε από την Εκκλησία, όπως συνηθίζουν μερικοί, όταν έχουν πένθος, να σταματούνε να πηγαίνουν στο Ναό. Αν είναι ανάγκη για όλους μας να βρισκόμαστε στην Εκκλησία, πολύ περισσότερο όταν έχουμε πένθος. Γιατί στην Εκκλησία ηρεμεί η ψυχή, γαληνεύει η ύπαρξή μας, αφού είναι το υπήνεμο λιμάνι· η παρηγοριά και το στήριγμά μας· θερμαίνει με τη ζεστασιά της και μας φωτίζει το νου.

Μέσα δε στο φωτισμό της ψυχής και στη θερμότητα της καρδιάς, κρύβεται ολόκληρη η πίστη, η αγάπη και η ελπίδα μας· ότι δεν υπάρχει πια θάνατος, παρά μόνο η ζωή η αιώνιος, έτσι καθώς μας τη δώρησε ο Χριστός.

Κυριακή Γ’ Λουκά -Ιερά Μητρόπολις Κυδωνίας και Αποκορώνου

Ὁ Κύριος πορεύεται πρὸς τὴν πόλη Ναΐν καὶ στὴ πύλη τῆς συναντιέται μὲ μία πένθιμη συνοδεία. Κηδεύεται τὸ μονάκριβο παιδὶ μιᾶς χήρας, ἡ ὁποία μὲ θρήνους τὸ συνοδεύει στὴν τελευταία του κατοικία.

Ὁ Ἰησοῦς συγκινεῖται, παρηγορεῖ τὴν τραγικὴ μητέρα λέγοντάς της «μὴ κλαῖς» καὶ ἀπευθυνόμενος στὸ νεκρὸ λέει «παιδί μου σήκω ἐπάνω». Ἐκεῖνο, σηκώνεται ἄρχισε νὰ μιλᾶ καὶ ὁ Κύριος τὸ παραδίδει ζωντανὸ στὴ μητέρα τοῦ ἐνῶ ὁ θαυμασμὸς τοῦ λαοῦ εἶναι μεγάλος γιατί ἀντελήφθη τὴν θεϊκή Του δύναμη γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε «μεγάλος προφήτης ἐμφανίσθηκε ἀνάμεσά μας» καὶ «ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸν λαό του».

Ἀδελφοί μου,

Σήμερα λοιπὸν ὁ Κύριος συναντήθηκε μὲ τὸ θάνατο καὶ τὸν πόνο ποὺ πάντα δημιουργεῖ στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ τοὺς κάνει νὰ διερωτῶνται: Γιατί; Ποιὸς φταίει γιὰ τὸν θάνατό μας καὶ τὸν θάνατο τῶν νέων καὶ τῶν παιδιῶν μας;

Ἀλήθεια ποιὸς φταίει γιὰ τὸν θάνατο;

Ἡ στάση τοῦ Κυρίου μας, τὴν ὁποία μας περιέγραψε τὸ Εὐαγγέλιο, ἀπέναντι στὴν τραγικὴ χήρα, ὅπως ἐπίσης ἀπέναντι στὸν πονεμένο Ἰάειρο, στὸν ἑκατόνταρχο καὶ στὶς ἀδελφές του Λαζάρου μας φανερώνει ὅτι ὁ Θεὸς ὄχι μόνο δὲν ἔχει αὐτὸς τὴν εὐθύνη γιὰ τὸν θάνατο ἀλλὰ ἀντίθετα συμπονεῖ καὶ συμπαραστέκεται στὸν ἀνθρώπινο πόνο. Ἔτσι τὸν ἀδικοῦμε πολὺ ὅταν τοῦ ἀποδίδουμε τὴν εὐθύνη.

Ὁ πρῶτος θάνατος στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἦταν ὁ θάνατος τοῦ Ἄβελ, τὸν ὁποῖο σκότωσε ὁ ἀδελφός του ὁ Κάιν καὶ ἡ πρώτη μάνα ποὺ ἐθρήνησε τὸ παιδὶ τῆς ἦταν ἡ Εὕα.

Ἔτσι γίνεται φανερὸ ὅτι τὴν εὐθύνη τοῦ θανάτου μας δὲν τὴν ἔχει ὁ Θεὸς ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Τὴν εὐθύνη μας αὐτὴ τὴν ἀποκαλύπτει ὁ Θεὸς μὲ τὸν προφήτη Ἰεζεκιὴλ «ὅταν σαλπίσει ὁ φρουρὸς καὶ ἀκούσεις τὴν σάλπιγγα, ἐὰν δὲν φυλαχθῆς καὶ πέσει πάνω σου ἡ ρομφαία, τὸ αἷμα σου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου», γι’ αὐτό μας προειδοποιεῖ «μὴν ἀσεβήσεις πολὺ καὶ μὴν γίνεις σκληρὸς γιὰ νὰ μὴν πεθάνεις πρὸ τῆς ὥρας σου» καὶ μᾶς προτρέπει «γρηγορεῖτε γιὰ νὰ μὴν εἰσέλθετε στὸν πειρασμό».

Ὁ Θεὸς βεβαίως γνωρίζει πότε καὶ πὼς θὰ πεθάνει ὁ καθένας μας ἀλλὰ δὲν εὐθύνεται γιὰ τὸν θάνατό μας ὅπως δὲν εὐθύνεται ὁ γιατρὸς γιὰ μία ἀσθένεια ἐπειδὴ γνωρίζει ποιὰ ἐξέλιξη θὰ παρουσιάσει αὐτή. Ἴσως ὅμως κάποιος ἀπό σας διερωτηθῆ. Καλὰ ἐμεῖς ἔχομε τὴν εὐθύνη γιὰ τὸν θάνατό μας. Ὅμως γιὰ τὸν θάνατο τῶν μικρῶν παιδιῶν μας ποιὸς φταίει;

Πάλι δὲν ἔχει ὁ Θεὸς τὴν εὐθύνη ἀλλὰ ἡ φύση μας ἡ ὁποία ὡς θνητὴ ποὺ εἶναι ἔχει πάθει δηλαδὴ ἀσθένειες καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς μας διδάσκουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης λέει «μὲ τὸ σῶμα οἱ ἀφορμὲς τῶν ἀσθενειῶν, τὰ φθοροποιὰ πάθη, οἱ αἰφνίδιοι θάνατοι καὶ οἱ πρὸ ὤρας ἁρπαγμοί», ἐνῶ ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης φέρνει σὰν παράδειγμα τὸν θάνατο πέντε βρεφῶν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ θηλασμοῦ τους ἀπὸ τὴν μητέρα τους.

Ἀδελφοί μου, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν θάνατο. Ὅμως μπορεῖ κάποιος ἀπό σας νὰ διερωτηθεῖ καὶ ὁ Θεὸς τί κάνει γιὰ μᾶς;

Τί κάνει ὁ Θεός; Πολλὰ κάνει καὶ μάλιστα σπουδαία. Μᾶς ἐνημερώνει γιὰ τὶς εὐθύνες μας, μᾶς συμβουλεύει τί νὰ κάνουμε, ἄλλωστε τί εἴπαμε πιὸ πάνω, μᾶς βοηθάει νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὶς ἀσθένειές μας μὲ τὴν ἰατρικὴ ποὺ εἶναι δῶρο δικό του γι’ αὐτό μας λέει «τίμα τὸν ἰατρὸν διότι ἔδωσε ὁ Κύριος καὶ δῶσε τόπον σὲ αὐτὸν γιατί τὸν χρειάζεσαι».

Τὸ σπουδαιότερο ὅμως ποὺ κάνει εἶναι ὅτι μεταβάλλει τὸν θάνατο ἀπὸ κακὸ ὅπως φαίνεται στὰ μάτια μας σὲ εὐεργεσία γιατί μὲ αὐτὸν πλέον θὰ ζήσουμε τὴν αἰώνια ζωή. Πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ νὰ ζήσουμε τὴν αἰώνια ζωή, ὅπως πρέπει νὰ γεννηθεῖ τὸ παιδάκι ἀπὸ τὴν μητέρα του γιὰ νὰ ζήσει, γι’ αὐτὸ πέθανε καὶ ἡ μητέρα Του ἡ Παναγία μας καὶ οἱ Ἅγιοι, γι’ αὐτὸ πεθαίνουμε κι ἐμεῖς. Ὁ θάνατός μας εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Στὴν Ἀθήνα ζοῦσε ἕνα πλούσιο ζευγάρι μὲ ἕνα παιδὶ τὴν δωδεκάχρονη Μαρία. Δὲν εἶχαν σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ σπάνια ἐκκλησιαζόταν. Ξαφνικὰ ἀπὸ ἀνεύρυσμα ἀορτῆς πεθαίνει ἡ Μαρία. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα ἦταν ἀπελπισμένοι. Μάλιστα ἡ μητέρα ἔκανε δυὸ ἀπόπειρες αὐτοκτονίας. Ἕνα βράδυ ὁ τραγικὸς πατέρας βλέπει ἕνα ὅραμα. Ἕνα ὁλοφώτεινο καὶ πανέμορφο κῆπο γεμάτο ἀπὸ παιδιὰ ποὺ ἔπαιζαν εὐτυχισμένα. Ἀνάμεσά τους βλέπει τὴν Μαρία καὶ τῆς φωνάζει. «Μαρία, παιδί μου» καὶ ἐκείνη τοῦ ἁπαντὰ «Πατέρα ποὺ εἶσαι, δὲν σὲ βλέπω, γιατί αὐτοῦ ποὺ εἶσαι εἶναι σκοτάδι, ἐνῶ ἐγὼ εἶμαι στὸ φῶς». «Ἐδῶ εἶμαι παιδί μου. Πῶς μπορῶ νὰ ἔλθω κοντά σου;» «Πήγαινε πιὸ κάτω καὶ θὰ βρεῖς μία γέφυρα καὶ μία πόρτα καὶ ἔλα».

Πῆγε ὁ πατέρας πιὸ κάτω καὶ βρῆκε μία γέφυρα ποὺ ἔγραφε «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδός» καὶ μία πόρτα ποὺ ἔγραφε «ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα» καὶ τότε ἐξύπνησε.

Ταραγμένος ξυπνάει τὴν γυναίκα του καὶ τῆς διηγεῖται τὸ ὅραμα καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ ἑρμηνεύσουν ἀποφάσισαν ὅταν ξημερώσει νὰ βροῦν ἕνα Ἱερέα νὰ τοὺς ἑρμηνεύσει, πράγμα ποὺ ἔγινε.

Ὁ Θεὸς τοὺς ὁδήγησε σὲ ἕνα πολὺ πνευματικὸ Ἱερέα ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τοὺς ἄκουσε μὲ προσοχὴ τοὺς συμβούλευσε τί νὰ κάνουν καὶ σώθηκαν πραγματικά. Τώρα ἔχουν δυὸ παιδιὰ καὶ μία στενὴ σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Βρῆκαν τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς ἔδειξε τὸ παιδί τους ἡ Μαρία.

Ἀδελφοί μου, ὁ Κύριος μας λέγει «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή, ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κὰν ἀποθάνη ζήσεται». Ἑπομένως ὁ θάνατός μας εἶναι ἡ μετάβασή μας στὴν αἰώνια ζωή. Μὲ τὴν πίστη αὐτὴ πρὸς τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀντάμωσης μὲ τὰ ἀγαπημένα μας πρόσωπα ἃς πορευόμεθα σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ ἂς πραΰνουμε καὶ ἂς ἡμερώνουμε τὸν πόνο μας ὅταν φεύγει κάποιο ἀγαπημένο μας πρόσωπο μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα αὐτή.

Ὁ Θεὸς μαζί σας.

Π.Β.Μ.

Ιερά Μητρόπολη Κυδωνίας και Αποκορώνου

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...