Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερά Μητρόπολις Μεσογαίας και Λαυρεωτικής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερά Μητρόπολις Μεσογαίας και Λαυρεωτικής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Απριλίου 04, 2015

Κυριακή τῶν Βαΐων

Κυριακή τῶν Βαΐων
(Ἰω. ιβ΄ 1-18)
Κυριακὴ τῶν Βαΐων σήμερα καὶ ὁ Χριστὸς εἰσέρχεται στὴν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων μετὰ βαΐων καὶ φοινίκων. Ἐπευφημεῖται ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν.
Ποιοί ἦταν ὅμως αὐτοί; Μήπως οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ τῆς ἀνωτέρας τάξεως κάτοικοι τῆς πόλεως; Μήπως οἱ μεγάλοι καὶ οἱ τρανοὶ τῆς ἐποχῆς αὐτῆς; Ποιοί ἦσαν; Μὰ ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης θὰ μᾶς δώσει τὴν ἀπάντηση: «ὁ πολὺς λαός, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἔλθει εἰς τὴν ἑορτήν». Καὶ αὐτὸς ὁ λαός, κρατώντας στὰ «χέρια τους κλαδιὰ ἀπὸ χουρμαδιές, ποὺ ἦσαν κατὰ μῆκος τοῦ δρόμου, ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν πόλη διὰ νὰ ὑποδεχθεῖ καὶ φώναζε δυνατά. Δόξα καὶ τιμὴ εἰς αὐτὸν ποὺ ὑποδεχόμαστε…»
Οἱ φοίνικες δὲ ποὺ κρατοῦσε ὁ λαός, συμβολίζουν τὴν νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐνάντια στὸ θάνατο καὶ προμηνύουν τὴν Ἀνάστασή Του. Θὰ σημειώνει σχετικὰ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, «εὐπειθέστεροι λοιπὸν οἱ ἄλλοι καὶ ὑπακούοντες στὸ μεγάλο σημεῖο, προϋπάντησαν τὸν Χριστὸ ὑμνοῦντες Αὐτὸν ὡς τὸν νικητὴν τοῦ θανάτου μετὰ βαΐων».
Ἔτσι μὲ τὸν ἁπλὸ καὶ πρόχειρο αὐτὸ τρόπο, ὁ λαὸς ἐκδήλωσε τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀναγνώρισή του πρὸς τὸν Χριστό. Μὲ θερμότητα καὶ ἐνθουσιασμὸ ἀποτελοῦσαν τὴν συνοδεία τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴ θυσία Του. Μὰ καὶ συνοδεία νίκης καὶ θριάμβου γιὰ τὴν Ἀνάστασή Του.
«Δόξα καὶ τιμὴ σ᾿ αὐτὸν ποὺ ὑποδεχόμαστε· εὐλογημένος καὶ δοξασμένος νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔρχεται ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Κύριο ὡς ἀντιπρόσωπός του…» θὰ τονίζει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης καὶ θὰ περιγράφει μέσα σ᾿ αὐτὲς τὶς γραμμὲς τὸν ἐνθουσιασμὸ τοῦ πλήθους.
Ἐτοῦτος ὁ λαὸς μὲ θερμότητα καὶ ἐνθουσιασμὸ ἐπευφημεῖ σήμερα τὸ Διδάσκαλο. Ζητωκραυγάζει τὸν Χριστὸ ὡς βασιλέα ἐπίγειο καὶ ἄρχοντά του. Τὸν ἀποκαλεῖ εὐλογημένο καὶ ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὸν Μεσσία. «Καὶ τῷ εἰπεῖν δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου, ταὐτὸ τοῦτο ἐμφαίνουσι, τὸν ἀληθινὸν Θεὸν αὐτὸν εἶναι». Καὶ στρώνει τὰ ἱμάτιά του γιὰ νὰ διαβεῖ.
Καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ ἴσαμε ἐδῶ καλά. Καὶ ἐπαινετὰ καὶ πρεπούμενα. Γιατὶ αὔριο, σὲ λίγες ἡμέρες, ὁ ἴδιος ὁ λαὸς θὰ ἀποδοκιμάζει τὸ Διδάσκαλο. Θὰ τὸν ἀποδιώχνει ἀπὸ τὴ ζωή του καὶ θὰ τὸν παραδίδει στὸ θάνατο. Αὐτὸν τὸν εὐεργέτη, τὸν τίμιο καὶ ἀληθινό! Τὸν σωτῆρα!
Πῶς μεταβάλλεται καὶ πόσο ἀλλάζει ὁ λαός; Κατευθύνεται ἐπιπόλαια καὶ ἀξιολογεῖ ἐπιφανειακὰ τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα. Θαυμάζει καὶ ἐνθουσιάζεται ἀπὸ θαυμαστὰ γεγονότα. Καὶ σύρεται πίσω ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴ δύναμη τῶν πραγμάτων.
Γι᾿ αὐτὸ παρασυρόμενος ζητεῖ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ κράζει «σταυρωθήτω». Ἡ πρώτη ἐπευφημία ξεχάστηκε. Οἱ ζητωκραυγὲς γιὰ τὸν εὐλογημένο, πετάχθηκαν στὴν ἄκρη. Τώρα «σταυρωθήτω».
Καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ γιατί; Διότι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ γιὰ κάποιους εἶναι ἐνοχλητική. Εἶναι οἱ ἄρχοντες, οἱ μεγάλοι καὶ οἱ ἰσχυροί. Καὶ ἀμέσως ἔβαλαν σὲ ἐνέργεια τὸ πονηρὸ σχεδιό τους. Μὲ δημαγωγικὸ καὶ ὑποκριτικὸ τρόπο ἔπεισαν τὸν λαὸ γιὰ τὸν «κίνδυνο» τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ λαὸς δὲ «ὁ μὴ γνωρίζων» παρασύρεται ἀπ᾿ αὐτούς. Ἀπεμπολεῖ τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ. Ξεχνάει τὸν σωτήριο λόγο τοῦ Διδασκάλου. Κλείνει τὰ μάτια του στὰ θαύματα καὶ τὶς ἰατρικὲς ἐπεμβάσεις Του. Καὶ δὲν ἀκούει πλέον τὶς δικὲς του ζητωκραυγές.
Καὶ τελικά, αὐτὸ ποὺ προκύπτει εἶναι ὅτι οἱ περισσότεροι στέκονται ἐνάντια στὸν Χριστό. Καὶ οἱ λιγότεροι κοντά Του. Οἱ περισσότεροι, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα ζητοῦν τὴ θανάτωσή Του. Δίχως καλὰ-καλὰ νὰ γνωρίζουν τὸ γιατί. Ἔτσι ἁπλά, ἐπειδὴ τοὺς τὸ εἶπαν οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ διδάσκαλοί τους.
Ὁ λαὸς, ποὺ αἰσθάνεται ἀδύναμος καὶ ἀπροστάτευτος, ἀκολουθεῖ τοὺς ἄρχοντες καὶ ἰσχυρούς. Ἐπιθυμεῖ νὰ τἄχει καλὰ μαζί τους. Γιατὶ ποθεῖ μὲν τὸ δίκαιο καὶ τὴν ἀλήθεια, μὰ δὲν γνωρίζει δὲ πῶς καὶ ποῦ θὰ τὰ βρεῖ.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂν εἴμαστε μ᾿ αὐτούς, δηλαδὴ τοὺς πολλοὺς, ποὺ ζητωκραυγάζουν καὶ ἐπευφημοῦν. Ἂν μόνο κραδένουμε τὰ βαΐα καὶ τὰ σύουμε θριαμβευτικά. Δὲν ἔχουμε καταλάβει πὼς ὁ Χριστὸς δὲν ψάχνει νὰ βρεῖ κειροκροτητὲς καὶ φωνασκοῦντες τῆς στιγμῆς. Θορυβοῦντες ἐπιπολαίως καὶ παρασυρομένους ἀνοήτως.
Ψάχνει νὰ βρεῖ αὐτοὺς ποὺ μὲ θέληση, θὰ Τὸν ἀκολουθήσουν πιστὰ καὶ στὶς χαρές, μὰ καὶ στὸ πάθος Του. Αὐτοὺς ποὺ θὰ συνταυτιστοῦν μὲ τὸ θάνατό Του καὶ θὰ γευτοῦν τὶς χαρὲς τῆς Ἀνάστασεώς Του.
Ἐκείνους, ποὺ θὰ ὁμολογήσουν μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Πέτρο, «Κύριε πρὸς ποῖον ἄλλον διδάσκαλο νὰ ἀπέλθουμε . Ἐσὺ ἔχεις λόγια ποὺ μεταδίδουν ζωὴ τὴν αἰώνιο!»
Ἀρχιμ. Ν.Π.

Σάββατο, Ιουνίου 29, 2013

Κυριακή τῶν Ἁγ. Πάντων (Ματθ. ι΄ 32-33, ιθ΄ 27-30) εκ της ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ



Τὸ νέφος τῶν Ἁγίων, τῶν Ὁσίων καὶ τῶν Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας ἑορτάζουμε σήμερα. Ὅλοι τους σὲ μιὰ ἑορτή· ὅλοι τους τιμῶνται ἐξ ἴσου καὶ προβάλλονται ὡς ὁ ὡραιότερος στολισμὸς καὶ ἡ μοναδικὴ ὀμορφιὰ τῆς Ἐκκλησίας.

Γιατὶ ὅλοι ἐτοῦτοι οἱ Ἅγιοι, γίνηκαν μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ καὶ σφράγισαν τὴν μαρτυρία τους μὲ τὸν ὁσιακὸ βίο ἢ μὲ τὸ δικό τους αἷμα. Ἡ προσευχὴ τῶν Ἁγίων, τὸ αἷμα τῶν Μαρτύρων καὶ τὸ δάκρυ τῶν Ὁσίων εἶναι ἡ πολύτιμη προσφορά τους πρὸς τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Γι᾿ αὐτὸ σήμερα στὴν ἑορτή τους ψάλλεται ἕνας πολὺ χαρακτηριστικὸς ὕμνος: «Τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ Μαρτύρων σου, ὡς πορφύραν καὶ βύσσον τὰ αἵματα ἡ Ἐκκλησία σου στολισαμένη, δι᾿ αὐτῶν βοᾷ σοι Χριστὲ ὁ Θεός...».

Καὶ ὅταν ἀναφερόμαστε στὸ γεγονὸς τῆς ὁμολογίας καὶ τῆς μαρτυρίας τοῦ Χριστοῦ, ἐννοῦμε πρὸ πάντων τὴν ἀγάπη ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε γι᾿ Αὐτόν· αὐτὴ δὲ τὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἐγκόσμια πρόσωπα καὶ πράγματα.

Μόνο τότε θὰ μποροῦμε νὰ λέμε πὼς εἴμαστε χριστιανοί. Τότε, ὅταν θὰ βάζουμε πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν ἀγάπη γιὰ ὅλα τὰ ἀγαπημένα πρόσωπα καὶ πράγματα, τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως, παρατηρῶντας τὴν καθημερινότητά μας, εἰσπράτουμε τελείως ἀντίθετες καταστάσεις. Ἔτσι, ὄχι μόνο δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς ἀγαπᾶμε καὶ ὁμολογοῦμε τὸν Χριστό, ἀλλὰ πὼς μᾶλλον Τὸν ἀρνούμαστε. Ζυγιάζοντας δηλαδὴ τὶς ἐνέργειες καὶ τὶς πράξεις μας ἡ πλειοψηφία τους εἶναι ἀρνήσεις, καὶ μόνο μιὰ ἰσχνὴ μειοψηφία ἀπ᾿ αὐτές μπορεῖ νὰ εἶναι ὁμολογίες καὶ μαρτυρίες Χριστοῦ.

Ἂς ἀναφέρουμε λοιπὸν κάποιες ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς πράξεις μας, ποὺ φανερώνουν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ:

Λειτουργεῖ ἡ Ἐκκλησία καὶ ἰδιαιτέρως κάθε Κυριακὴ καὶ μᾶς καλεῖ νὰ μετάσχουμε στὴν Λειτουργία της. Καὶ ἐμεῖς, ἀντὶ νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν πρόσκληση, ἀδιαφοροῦμε καὶ ἀσχολούμαστε μὲ ἄλλα ἔργα, λὲς καὶ δὲν ὑπάρχουν οἱ ὑπόλοιπες ἡμέρες γι᾿ αὐτά. Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ δὲν φανερώνει τὴν ἄρνησή μας γιὰ τὸν Χριστό; Δὲν μᾶς ἀποκαλύπτει πὼς Τὸν ἀγαπᾶμε λιγότερο ἀπ᾿ τὰ ἐγκόσμια πράγματα;

Ὁ καθημερινὸς λόγος μας, ποὺ βγαίνει ἀπ᾿ ἕνα ἀπύλωτο στόμα, εἶναι ὕβρεις καὶ βλασφημίες, κακολογίες καὶ βρωμιά. «Μὰ ἡ βλασφημία εἶναι ὅ,τι καὶ νὰ πῆ κανείς, καὶ ἀμορφοσιὰ καὶ βρωμιὰ τῆς ψυχῆς καὶ ἀσέβεια». Ὁ ὑβριστικὸς καὶ βλάσφημος λόγος δὲν εἶναι ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ;

Καθόμαστε στὸ τραπέζι γιὰ νὰ γευτοῦμε τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, ποὺ δίνονται μὲ τὸν ἀνθρώπινο κόπο καὶ ἱδρῶτα. Ξεχνᾶμε ὅμως νὰ Τὸν εὐχαριστήσουμε, νὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας, καὶ μάλιστα ὅταν βρισκόμαστε σὲ ἑστιατόριο. Γινόμαστε ἔτσι ἀχάριστοι καὶ ἀγνώμονες. Αὐτὸ δὲ δὲν εἶναι ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ;

Ἔρχονται στὸ σπίτι μας διάφοροι αἱρετικοὶ καὶ μᾶς ἐνοχλοῦν μὲ τὶς κακοδοξίες καὶ τὰ ψεύδη τους καὶ ἐμεῖς πολλὲς φορὲς διστάζουμε νὰ ὁμολογήσουμε τὴν πίστη μας καὶ νὰ τοὺς δώσουμε μιὰ ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση. Ἢ σὲ κάποια συζήτηση, ὅπου ὑβρίζεται ὁ Χριστὸς καὶ ἀπαξιώνεται ὁ λόγος Του, ἐμεῖς μένουμε βουβοὶ καὶ δὲν ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας· ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν εἶναι ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ;

Ὅμως δὲν ἔχουμε σκοπὸ νὰ ἀπαριθμήσουμε ὅλες τὶς ἐνέργειες ποὺ φανερώνουν τὴν ἄρνησή μας γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἔλλειψη τῆς ὁμολογίας μας γι᾿ Αὐτόν. Εἶναι ἄλλωστε καὶ πολλὲς καὶ καθημερινές. Μὰ προσπαθοῦμε μ᾿ αὐτὲς τὶς λίγες περιπτώσεις ποὺ εἴπαμε, νὰ καταλάβουμε τί εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, «ἡ ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μόνο παράλειψη, μὰ καὶ παράβαση τοῦ Εὐαγγελικοῦ νόμου· δὲν εἶναι μόνο πὼς ξεχνοῦμε τὸν Χριστό, μὰ καὶ πὼς Τὸν προδίδουμε». Τὸν προδίδουμε καὶ Τὸν ξανασταυρώνουμε καὶ κάνουμε αὐτὸ ποὺ δὲν ἔκαναν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί αὐτοὶ ἀντὶ νὰ σταυρώνουν τὸν Χριστό, σταύρωναν τοὺς ἑαυτούς τους καὶ ἀκολουθοῦσαν τὸ δρόμο τοῦ μαρτυρίου, γιὰ νὰ μὴν προδώσουν τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Ἐμεῖς ἀντέχουμε νὰ ξανασταυρώνουμε τὸν Χριστὸ καθημερινά; Νὰ Τὸν προδίδουμε καὶ νὰ Τὸν ἀρνούμαστε; Ἀντέχουμε ν᾿ ἀποδιώχνουμε τὴν ἀγάπη Του καὶ νὰ πορευόμαστε μακριά Του μοναχοὶ καὶ ξένοι; Ἐτοῦτα τὰ ἐρωτήματα δὲν μποροῦν νὰ μένουν συνεχῶς ἀναπάντητα!

Ἀρχιμ. Ν.Π.

Σάββατο, Ιουνίου 01, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ



Μελετώντας ἢ ἀκούγοντας τὴ διήγηση τοῦ Εὑαγγελιστοῦ Ἰωάννου γιὰ τὴ συνάντηση τῆς Σαμαρείτιδος μὲ τὸν Χριστό, καὶ βλέποντας τὴ μετἀστροφή της, δηλαδὴ τὸν φωτισμὸ τῆς ὑπάρξεώς της, μᾶς διαφεύγει πάντα ἕνα ἐξ ἴσου σημαντικὸ γεγονός. Ποιὸ εἶναι αὐτό; Μὰ τὸ γεγονὸς πὼς ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτήν, πολλοὶ κάτοικοι τῆς πόλεως Συχὰρ τῆς Σαμάρειας πίστευσαν  στὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ.
Νά, ἀκριβῶς πὼς τὸ περιγράφει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής. Ἐτούτοι οἱ κάτοικοι ἔλεγαν πρὸς τὴν Σαμαρείτιδα. «Δὲν πιστεύουμε πλέον διὰ τὰ ὅσα μᾶς εἶπες ἐσύ· διότι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἔχουμε ἀκούσει αὐτὸν καὶ γνωρίζουμε ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ὁ Σωτήρας ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου, ὁ ἀναμενόμενος Μεσίας ὁ Χριστός».
Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ συνεπῶς ἀποτελεῖ τὴν καλὴ καὶ σωτήρια σαγήνη γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Αὐτή «συλλαμβάνει τὸν κάθε ἄνθρωπο, ποὺ θὰ θελήσει νὰ εἶναι μὲ τὸν Χριστό, καὶ τὸν ἀναγεννᾶ. Φωτίζει τὸν κόσμο τῆς ψυχῆς του μὲ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου Του· γεμίζει ὅλον τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ χαρίζει σ᾿ αὐτὸν πλούσια τὰ πνευματικὰ δῶρα Του».
Γιατὶ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καταγράφεται στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, εἶναι ὁ καθαρὸς καὶ γνήσιος σπόρος. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀποκαλυμμένη ἀλήθεια, ἡ θεϊκὴ ἀλήθεια. Καὶ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία, τὴν ὁποία διαφυλάσσει μὲ ἱερὸ δέος καὶ τὴν κηρύττει μὲ θέρμη καὶ ἀκλόνητη πίστη στὸν ἀγαπημένο λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ λαὸς δὲ ἀποτελεῖ τὸ γεώργιο καὶ τὴ φυτεία, δηλαδὴ τὸν ἀγρὸ καὶ τὸ περιβόλι ποὺ θὰ φυτευθεῖ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι κάθε ἄνθρωπος, ποὺ δέχεται τὸν λόγο Του, φυτεύει μέσα του «τὸ θεῖο σπόρο, πίνει τὸ νερὸ τοῦ οὐρανοῦ, ἀναπνέει τὸν ἀέρα τοῦ Θείου Πνεύματος, θάλπεται καὶ ζωογονεῖται κάτω ἀπὸ τὸν ἤλιο τῆς ζωῆς».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του τονίζει πὼς «ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ζωντανὸς καὶ δραστικὸς καὶ κοπτερώτερος ἀπὸ κάθε δίκοπο μαχαίρι...». Αὐτὸς δὲ ὁ λόγος ἔχει τὴ δική του δύναμη ἐνεργώντας πάντα ἀποτελεσματικά, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἐπιστρέφει ἄπρακτος πρὸς τὸ Θεὸ κατὰ τὸν προφήτη. «Οὐ μὴ ἀποστραφῇ ἕως ἂν τελεσθῇ ὅσα ἠθέλησα... Τὸ ρῆμα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα...».
Ἐτούτη βεβαίως ἡ δυναμικὴ τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀποτελεῖ «τὴ ζωτικὴ ἀρχὴ ποὺ διαμορφώνει καὶ διέπει τὰ ὀργανικὰ ὄντα». Μήτε κἂν δύναμη ἢ ἐνέργεια, ἀλλὰ ἀποτελεῖ γεγονὸς ἔξω ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα, ἐπειδὴ εἶναι δύναμη πνευματική. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν λόγο, τὰ ἀποτελέσματά της «δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴ συνδομὴ φυσικῶν ὅρων καὶ συνθηκῶν».
Μ᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν τρόπο ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐνήργησε καὶ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως Συχάρ. Ὡς μία δύναμη ἢ μάλλον τὴ δύναμη, ποὺ ἀφυπνίζει πνευματικὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς παρέχει μιὰ καινούργια καὶ πρωτόγνωρη προοπτικὴ. Τὴν προοπτικὴ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, πολλοὶ κάτοικοι τῆς πόλεως Συχὰρ ἔτρεξαν, ἄκουσαν καὶ πίστευσαν στὸ Χριστό. Οἱ ἄλλοι κώφευσαν, Τὸν ἀγνόησαν καὶ ἔμειναν ἐγκλωβισμένοι στὰ σχήματα τοῦ κόσμου καὶ στὰ εἴδωλα τῆς καθημερινότητας.
Ὁ σημερινὸς κόσμος μας, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ἀκοῦμε τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ· τὸν διαβάζουμε ἴσως. Εἴμαστε ὅμως ἕτοιμοι νὰ πιστεύσουμε ἀκλόνητα σ᾿ Αὐτὸν καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε; Γιατὶ σ᾿ αὐτὴ τῆν περίπτωση, θ᾿ ἀκούγεται ξεκάθαρος ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ· «Ἐκεῖνος ποὺ μὲ παρακούει καὶ δὲν δέχεται τὰ λόγια μου, ἔχει μόνος του δημιουργήσει αὐτὸν ποὺ θὰ τὸν καταδικάση».
Ι.Μ Μ κ Λ

Σάββατο, Μαΐου 25, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας και Λαυρεωτικής

Μὲ τὴ σημερινὴ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ Χριστὸς μᾶς πληροφορεῖ πὼς ἡ ἀρρώστια ἀποτελεῖ κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία δηλαδὴ φέρνει τὴν ἀρρώστια καὶ ἡ ἀρρώστια τελικὰ τὸ θάνατο. Τὸ ὅτι ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, τὸ διαπιστώνουμε καθημερινὰ στὴ ζωή μας.
Ὁ παραλυτικὸς λοιπὸν ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ποὺ ἡ ἁμαρτία τοῦ εἶχε ἀφήσει κληρονομιὰ τὴν ἀρρώστια του. Τὸ διαβεβαιώνει ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὅταν τοῦ λέγει μετὰ τὴ γιατρειά του: «κοίταξε, ἔγινες καλά, μὴν ἁμαρτάνεις πιά, γιὰ νὰ μὴ σοῦ συμβεῖ τίποτε χειρότερο...».Ἐτούτη δὲ τὴ στενὴ σχέση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἀρρώστια, μερικοὶ δὲν τὴ δέχονται, ἐνῶ ἄλλοι τὴν χλευάζουν, ὅτι τάχατες αὐτοὶ τὰ γνωρίζουν ὅλα.Μά, ἂν καλοεξετάσουμε, θὰ διαπιστώσουμε πὼς καὶ ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀρρώστια τῆς ψυχῆς. Καὶ σὰν ἀρρωσταίνει ἡ ψυχή, τότε καὶ τὸ σῶμα ὑποφέρει. Μιὰ τέτοια ὅμως κατάσταση δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ τὴν ἀποδεχθοῦμε. Ἀπεναντίας, ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε, γιὰ νὰ ἐξασφαλίζουμε τὴν ὑγεία τοῦ σώματός μας.
Γι᾿ αὐτό, κάθε τι ἐνάντιο καὶ ἐπιζήμιο γιὰ τὴν ὑγεία μας, πρέπει νὰ τὸ ἀπορρίπτουμε. Παρεκτροπὲς ἐπικίνδυνες, καταχρήσεις ἄστοχες, ταλαιπωρίες ἄσκοπες, ἐκθέτουν τὸ σῶμα μας στὸν κίνδυνο τῆς ἀρρώστιας. Καὶ τελικὰ ἀρκετὲς φορές, παραδομένο στὴ φθορά, καταλήγει στὸ θάνατο. Μὰ ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε μὲ τὸ σῶμα μας, αὐτὸ τὸ γήϊνο στοιχεῖο, καὶ μᾶς εἶπε νὰ τὸ φροντίζουμε καὶ νὰ τὸ σεβόμαστε. Ἐτούτη δὲ ἡ φροντίδα δὲν σταματάει στὴν ἐξωτερικὴ ἔνδυση καὶ τὸν στολισμό, ἀλλὰ προεκτείνεται καὶ στὴν καθαρότητα καὶ τὴν εὐρωστία. «Χωρὶς γερὸ σῶμα, χωρὶς ὑγεία, εἴμαστε ἄχρηστοι γιὰ ἐργασία καὶ μισοὶ ἄνθρωποι στὴ ζωή».
Τώρα, ἂν ἔρθει ἡ ἀρρώστια καὶ εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό, ἂς εἶναι καλοδεχούμενη, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ δίκαιος Ἰώβ. Ἐὰν ὅμως ἡ ἀρρώστια εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς μας ἀσωτείας ἢ καταστροφῆς καὶ μόλυνσης τῆς ζωῆς, «τότε τί λόγο θὰ δώσουμε στὸ Θεὸ καὶ τί δικαιολογία θὰ βροῦμε στὸν ἑαυτό μας;».
Τελικὰ δέ, ἐπειδὴ εἴμαστε ἄνθρωποι, ἄρα θνητοὶ καὶ φθαρτοί, ἡ ἀρρώστια εἶναι ἡ κληρονομιά μας καὶ θά ᾿ρθει ἀργὰ ἢ γρήγορα. Ἔ! Τότε ἂς εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε μὲ ὑπομονή, καρτερία καὶ προπάντων ἐλπίδα πρὸς τὸ Θεό.Σὰν θά ᾿ρθει λοιπὸν ἡ ἀρρώστια, νὰ μὴ τὰ χάσουμε· νὰ μὴν ἀπελπιστοῦμε. Θὰ καλέσουμε βεβαίως τὸ γιατρό· θὰ πᾶμε ἴσως ἂν χρειασθεῖ καὶ στὸ νοσοκομεῖο, μὰ πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα νὰ ἀπευθυνθοῦμε στὸ μεγάλο γιατρό, τὸν Χριστό, καὶ νὰ προσευχηθοῦμε θερμὰ νὰ σταθεῖ κοντά μας καὶ νὰ μᾶς χαρίσει τὴ γιατρειά Του.Νὰ μοιάσουμε δηλαδὴ τοῦ παραλυτικοῦ μὲ τὴν ὑπομονὴ τῶν τριανταοχτὼ χρόνων, τὴν μνημειώδη καρτερία του καὶ τὴ μεγάλη ἐλπίδα, ὁ ὁποῖος στὸ τέλος κέρδισε. Αὐτὸ ποὺ ἐνδόμυχα ἤλπιζε καὶ πίστευε, τὸ πῆρε καὶ πῆγε πιὰ εὐτυχισμένος στὸ σπίτι του, κουβαλῶντας καὶ τὸ κρεββάτι του.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἐὰν δὲν καταλάβουμε πὼς ἡ ἀρρώστια εἶναι κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ ἰσορροπήσουμε μὲ τὸν ἑαυτό μας. Δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ τὰ βροῦμε μαζί του.Ἐὰν δὲν πολεμήσουμε τὸ κακὸ ποὺ κρύβουμε μέσα μας, δὲν θὰ βροῦμε ἠρεμία στὴ ζωή μας. Καὶ ἔτσι τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, δὲν θὰ περάσει μέσα μας, γιὰ νὰ σβήσει τὴ σκοτεινιά μας.Καὶ ἐὰν περιμένουμε νὰ τακτοποιήσουμε τὰ πράγματα μὲ τὸν ἑαυτό μας αὔριο καὶ ὄχι τώρα, σήμερα, ἔχουμε χάσει καὶ ἔχουμε ἀποτύχει. Γιατὶ ἐτοῦτο τὸ αὔριο καὶ ἀβέβαιο εἶναι, καὶ δὲν μᾶς ἀνήκει, ἀφοῦ ἄλλος τὸ χορηγεῖ. Ἔτσι λοιπόν, γιὰ νὰ ἔχουμε ὑγεία σωματικὴ καὶ ψυχική, ὀφείλουμε νὰ ξεφορτωθοῦμε τὸ βαρὺ φορτίο τῆς ἁμαρτίας. Εἰδεμή, κοροϊδεύουμε τὸν ἑαυτό μας.
Ὅμως ἕνα πρᾶγμα νὰ ἔχουμε ὑπόψη καὶ νὰ μὴ τὸ ξεχνοῦμε ποτέ· ὅτι μπορεῖ τὸν ἑαυτό μας νὰ τὸν ξεγελᾶμε· μπορεῖ καὶ τοὺς ἄλλους· μὰ τὸν Θεὸ δὲν μποροῦμε ποτὲ νὰ Τὸν ξεγελάσουμε.

Τετάρτη, Μαΐου 22, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ἰω. ε΄1-15) εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας και Λαυρεωτικής

Ἐτοῦτος ὁ παραλυτικὸς τοῦ σημερινοῦ Εὑαγγελίου, ἐκφράζει ἕνα βασικὸ παράπονο. Δὲν ἔχει κάποιον δικό του ἄνθρωπο γιὰ νὰ τὸν βάλει μέσα στὰ ταραγμένα νερὰ τῆς μικρῆς λίμνης. Εἶναι μόνος καὶ μέσα στὴν μοναξιά του, ὑπομένει γιὰ τριάντα ὀκτὼ χρόνια τὴν ἀσθένεια του, ποὺ τὸν κάνει δυστυχισμένο καὶ ξεχασμένο.
Σ᾿ αὐτὴ τὴ θλιβερὴ εἰκόνα ποὺ περιγράφεται ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ιωάννη, ἐκτὸς βεβαίως τοῦ βασικοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο καὶ φυσικὰ τοῦ παραλυτικοῦ, ὑπάρχει καὶ τὸ στοιχεῖο τοῦ νεροῦ, τὸ ὁποῖο παίζει ἕναν πρωταρχικὸ ρόλο, ἀφοῦ ἀποτελεῖ τὸ ἰαματικὸ μέσο ποὺ καθαρίζει καὶ ἰατρεύει τὶς παθήσεις.
Θὰ προσθέταμε ὅμως, πὼς ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἀσθενεῖς, προσμένουν μοιρολατρικὰ ἀπὸ τὸ ταραγμένο νερό, νὰ τοὺς χαρίσει τὴν ἴαση, νὰ τοὺς λυτρώσει ἀπὸ τὰ δεινά. Τοὺς διαφεύγει ὅμως τὸ γεγονός, ὅτι αὐτὸ καθ᾿ ἑαυτὸ τὸ στοιχεῖο τοῦ νεροῦ εἶναι ἀνύμπορο γιὰ μιὰ τέτοια ἐνέργεια. Τὴν ἰαματική του ἰδιότητα τὴν λαμβάνει ἀπὸ τὴν στιγμή ποὺ ὁ Ἄγγελος θὰ ταράξει τὴν ἠρεμία του.
Συνεπῶς, ἡ ἰαματικὴ ἐνέργεια τοῦ νεροῦ, ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἕναν ἐξωτερικὸ παράγοντα· κι αὐτὸς εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ γίγεται γιὰ τῆς παρουσίας τοῦ Ἀγγέλου. Δίχως αὐτὴν τὸ νερὸ μένει νερό, ὅπως ἄλλωστε ὅλα τ᾿ ἄλλα νερά. Ἐνῶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ μεταβάλλεται σὲ ἰαματικὸ γιὰ τὶς ἄνθρώπινες ἀσθένειες.
Τὸ στοιχεῖο τοῦ νεροῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία μας, κατέχει ἐξέχουσα θέση. Ἀποτελεῖ τὸ μέσο ἀπολυτρώσεως, ἁγιασμοῦ, καθάρσεως σωματικῆς καὶ πνευματικῆς· ἕνα καινούργιο ἔνδυμα. Γιατί, διὰ μέσου τοῦ νεροῦ, καὶ συγκεκριμένα στὸ μυστήριο τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, συντελεῖται μιὰ ταύτιση μὲ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Στὸ θάνατο γίεται ἡ ἔκδυση τοῦ παλαιοῦ καὶ φθαρτοῦ καὶ στὴν Ἀνάστασή ἡ ἔνδυση τοῦ νέου καὶ ἄφθαρτου.
Ἀκολουθοῦσα ἡ Ἐκκλησία τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, πὼς πρέπει «νὰ γαννηθοῦμε πνευματικὰ ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καὶ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον ἀοράτως διὰ τοῦ νεροῦ τούτου ἐπενεργεῖ τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου»· ἁγιάζει μὲ εἰδικὲς εὐχὲς τὸ νερό.
Νὰ τὶ λέγει ἀκριβῶς: «Ἀλλὰ σὺ Δέσποτα τῶν ἀπάντων, ν᾿ ἀναδείξεις τὸ νερὸ αὐτό, νερό ἀπολυτρώσεως, νερό ἁγιασμοῦ, ποὺ νὰ καθαρίζει τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα. Νὰ ἀναδείξεις τὸ νερὸ αὐτό, μέσο χαλάρωσης τῶν δεσμῶν τῆς ἁμαρτίας καὶ ἄφεση παραπτωμάτων... Μὰ κυρίως ν᾿ ἀναδείξεις τὸ νερὸ αὐτὸ παροχέα ζωῆς».
Ὁ παραλυτικὸς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, βρίσκεται μεταξὺ δύο βασικῶν πόλων. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τὸ νερὸ τῆς λίμνης, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ στοιχεῖο γιατρειᾶς του καὶ ἄρα στηρίζει σ᾿ αὐτὸ κάθε του ἐλπίδα, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τοῦ εἶναι ἄγνωστο, ὅσο ἄγνωστη μένει σ᾿ αὐτὸν ἡ Θεϊκή Του δύναμη γιὰ ἀποτελεσματικὴ προσφορὰ καὶ θεραπεία.
Ἀφήνει λοιπὸν ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή του ἐπάνω στὸ στοιχεῖο τοῦ νεροῦ, ποὺ εἶναι ὅμως ὅπως ὅλα τ᾿ ἄλλαμέσα στὴ φύση, καὶ τοῦ διαφεύγει Αὐτὸς ποὺ τὰ ζωογονεῖ καὶ τὰ μεταβάλλει σὲ ἰαματικὰ καὶ θεραπευτικά.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παρουσία Του ἐδῶ καὶ τὴν ἐρώτησή Του πρὸς τὸν παραλυτικό· «θέλεις νὰ γιατρευτεῖς;», ἐπιθυμεῖ νὰ στρέψει τὴν προσοχή του στὸ πρόσωπό Του, ποὺ εἶναι ἡ πραγματικὴ πηγὴ τῆς σωτηρίας. Νὰ πεῖ ἁπλὰ στὸν παραλυτικὸ πὼς τὸ νερὸ δὲν τοῦ παρέχει αὐτὸ ποὺ ζητεῖ. Μόνο ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων.
Γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωή μας καὶ ἡ ζωὴ ὁλόκληρης τῆς δημιουργίας. Ἀφοῦ μέσα στὸν Χριστὸ, ποὺ ζοῦμε καὶ κινούμαστε καὶ ὑπάρχουμε, καθὼς ὁ ἀπόστολος Παῦλος θὰ διακηρύσσει πρὸς τοὺς Ἀθηναίους ἐπάνω στὴν Πνύκα, κατὰ τὴν ἐπίσκεψη του στὴν Ἀθήνα.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ παραλυτικὸς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, δὲν θὰ εὕρισκε τὴ γιατρειά του μέσα στὴ μικρὴ λίμνη. Γιατὶ ἂν ἦταν ἔτσι, τότε θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει σἐ οἱονδήποτε χῶρο ποὺ ὑπῆρχε νερό. Μὰ στὸ ταρασσόμενο νερὸ τῆς λίμνης ἀπὸ τὴ παρουσία τοῦ Ἀγγέλου. Δηλαδὴ ἀπὸ τὸ κατάλληλο ὄργανο τῆς Θεϊκῆς ἐπεμβάσεως. Καὶ ἡ ἐπέμβαση αὐτὴ εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ δίδει ἰαματικὲς καὶ θεραπευτικὲς ἰδιότητες στὸ νερό.
Ἔτσι ὁ Χριστὸς μπορεῖ σ᾿ αὐτὰ τὰ φυσικὰ στοιχεῖα νὰ δίδει πνευματικὲς προεκτάσεις. Νὰ τὰ μεταβάλλει σὲ πνευματικὰ μεγέθη. Νὰ τοὺς δίδει ὑπερφυσικὲς ἰδιότητες. Νὰ τὰ κάνει θεραπευτικὰ καὶ ἰαματικὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Ἐμεῖς ὀφείλουμε μέσα ἀπὸ τὰ φυσικὰ πράγματα, αὐτὰ ποὺ βρίσκονται γύρω καὶ δίπλα μας καὶ τὰ χρησιμοποιοῦμε καθημερινά, νὰ βλέπουμε τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ Αὐτὸς μᾶς τὰ χορηγεῖ πλούσια καὶ τὰ εὐλογεῖ γιὰ νὰ μᾶς βοηθοῦν καὶ νὰ στηρίζουν τὴν ζωή μας. Καὶ σὰν δημιουργός Τους, τοὺς παρέχει τὴ χάρη Του γιατὶ τὰ μεταβάλλει σὲ ἰαματικὰ καὶ θεραπευτικὰ σ᾿ ἐκείνους ποὺ γνωρίζουν νὰ τὰ σέβονται, νὰ τὰ διακονοῦν καὶ νὰ Τὸν εὐχαριστοῦν γιὰ τὰ εὐλογημένα δῶρα Του.

Παρασκευή, Μαρτίου 15, 2013

Κυριακὴ τῆς Τυροφάγου (Ματθ. Ϛ΄ 14-21) ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ



Βρισκόμαστε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, στὸ κατώφλι τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς ἀνοίγει τὶς νοητὲς πύλες τῆς μετανοίας.

Γι’αὐτὸ καὶ τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἕνα ἐγερτήριο σάλπισμα ποὺ μᾶς καλεῖ σὲ μετάνοια ἔμπρακτη καὶ ἀληθινή. 

Εἶναι πλέον καιρὸς μετανοίας, μᾶς λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· καιρὸς νὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἀμέλειας. Διότι ἡ ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας εἶναι πλησιέστερη σὲ ἐμᾶς παρὰ τότε, τὸν πρῶτο καιρὸ ποὺ γνωρίσαμε τὴν πίστη. Ἐὰν λοιπὸν τότε δείξαμε ζῆλο, πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ δείξουμε τώρα.

Διότι ἡ ζωή μας αὐτή, ποὺ μοιάζει μὲ σκοτεινὴ νύχτα, προχώρησε καὶ ἡ ἡμέρα τῆς μελλούσης ζωῆς πλησιάζει. Καὶ ἐὰν ἀκόμη ὁ Κύριος δὲν ἔλθει σύντομα μὲ τὴν Δευτέρα Παρουσία του, ἔρχεται ὅμως γιὰ τὸν καθένα μας μὲ τὸν θάνατό μας, ὁ ὁποῖος ὅλο καὶ πλησιάζει. «Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους». Ἂς ἀποθέσουμε λοιπὸν σὰν ἄλλα ἀκάθαρτα ἐνδύματα τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας ποὺ γίνονται στὸ σκοτάδι. Ὅπως συμπεριφέρεται κανεὶς τὴν ἡμέρα, ποὺ τὰ βλέμματα πολλῶν τὸν παρακολουθοῦν, ἔτσι καὶ ἐμεῖς ἂς συμπεριφερθοῦμε μὲ εὐπρέπεια· ὄχι μὲ ἄσεμνα φαγοπότια καὶ μέθες οὔτε μὲ πράξεις αἰσχρότητος καὶ ἀσέλγειας οὔτε μὲ φιλονεικίες καὶ ζηλοτυπίες. 

Τὸ πρῶτο βῆμα λοιπὸν τῆς μετανοίας, στὸ ὁποῖο μᾶς καλεῖ σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι νὰ πετάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὰ ἔργα τοῦ σκότους, τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας. Καὶ μὴν νομίσουμε ὅτι ἡ προτροπή του ἀνεφέρεται μόνο σὲ ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἀναφέρεται σὲ ὅλους μας. Διότι ἔργα τοῦ σκότους δὲν εἶναι μόνον τὰ βαριὰ ἁμαρτήματα καὶ οἱ ἐξωτερικὲς πράξεις. Εἶναι ἀκόμη καὶ οἱ ἐσωτερικὲς καταστάσεις τῆς ψυχῆς. Εἶναι καὶ οἱ ἁμαρτωλὲς σκέψεις καὶ διαθέσεις. Εἶναι ἀκόμη καὶ αὐτὴ ἡ ἕλξη πρὸς τὴν ἁμαρτία. Πόσες φορὲς συλλαμβάνουμε κι ἐμεῖς τὸν ἑαυτό μας νὰ σκέπτεται, νὰ ἐπιθυμεῖ ἢ νὰ ἐνεργεῖ ἀντίθετα ἀπὸ τὸ θεῖο θέλημα; Ἔχουμε λοιπὸν ὅλοι μας ἀνάγκη μετανοίας, μετανοίας ἔμπρακτης καὶ ἀληθινῆς. 

Καὶ μετάνοια ἔμπρακτη θὰ πεῖ νὰ μισήσουμε τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ νὰ τὰ ρίξουμε στὴ ἀπέραντη θάλασσα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Νὰ πετάξουμε ἀπὸ ἐπάνω μας κάθε βάρος ποὺ μᾶς κρατάει προσηλωμένους στὴ γῆ καὶ μᾶς ἐμποδίζει νὰ ἀνέλθουμε ψηλὰ στὸν οὐρανό. Κάι νὰ προσέλθουμε στὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως μὲ συντριβὴ καὶ ἀποφάσεις. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη κίνηση τῆς μετανοίας. Δὲν ἀρκεῖ ὅμως μόνον αὐτή. Θὰ πρέπει νὰ ὁλοκληρώσουμε τὴν μετάνοιά μας καὶ μὲ κάτι ἄλλο, ὅπως μᾶς λέει στὴ συνέχεια τὸ ἀποστολικό μας ἀνάγνωσμα:

«Ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός». Νὰ ντυθοῦμε σὰν ἄλλα ὅπλα τὰ φωτεινὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς. Οὐσιαστικὰ δηλαδὴ νὰ φορέσουμε σὰν ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας τὸν ἴδιο τὸν Κύριό μας, ὥστε ὅλη μας ἡ ζωὴ νὰ μοιάζει τέλεια σ’Αὐτόν. 

Ἀλλὰ καὶ ἡ συμπεριφορά σας ἀπέναντι στοὺς ἄλλους χριστιανοὺς μᾶς λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρέπει νὰ εἶναι συνετή. Διότι ὑπάρχουν καὶ μερικοὶ Χριστιανοὶ ἀδύνατοι στὴν πίστη. Σ’ αὐτοὺς λοιπὸν θὰ πρέπει νὰ δείχνετε εἰδικὴ συμπεριφορά. «Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε». Σ’ αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀσθενικὸς στὴν πίστη του, καὶ πιστεύει πὼς ἡ σωτηρία του ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν διάκριση τῶν φαγητῶν καὶ ἡμερῶν, νὰ τὸν δέχεσθε μὲ καλωσύνη, χωρὶς νὰ ἐπικρίνετε τὶς ἰδέες του. Ἄλλος πιστεύει ὅτι δὲν ἀπαγορεύεται νὰ φάει ἀπ’ ὅλα τὰ φαγητά. Ὁ ἀσθενὴς ὅμως στὴν πίστη τρώει λαχανικὰ καὶ ἀποφεύγει ἄλλα φαγητὰ ἀπὸ φόβο μήπως μολυνθεῖ ἀπὸ αὐτά. 

«Ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω», ἐκεῖνος ποὺ τρώει ἀπ’ ὅλα τὰ φαγητὰ ἂς μὴν περιφρονεῖ τὸν στενοκέφαλο ἐκεῖνο ποὺ δὲν τρώει ἀπ’ ὅλα. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν τρώει ἀπ’ ὅλα, ἂς μὴ κατακρίνει ἐκεῖνον ποὺ τρώει. Διότι κι ἐκεῖνον ποὺ τρώει ἀπ’ ὅλα ὁ Θεὸς τὸν προσέλαβε στὴν Ἐκκλησία του. Αὐτὸς δὲν ἔχει ἐσένα ἀφεντικό του ἀλλὰ τὸν Θεὸ ἔχει Κύριό του. Γιὰ τὸν Κύριό του λοιπὸν στέκεται ἢ πέφτει πνευματικῶς. «Σὺ τὶς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην», ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ κατακρίνεις ξένο δοῦλο; Μάθε λοιπὸν ὅτι αὐτὸς θὰ σταθεῖ στερεὸς στὴν πίστη. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι δυνατὸς νὰ τὸν ἀνορθώσει καὶ νὰ τὸν στερεώσει. 

Βέβαια τὸ δεύτερο αὐτὸ μέρος τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος περιέχει πολλὰ σημαντικὰ στοιχεῖα ποὺ ἀναφέρονται στὸ θέμα τῆς διακρίσεως καὶ τῆς νηστείας. Ἐμεῖς ὅμως ἂς σταθοῦμε στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ συγκεφαλαιώνει τὸ μεγάλο θέμα τῆς μετανοίας. Τί μᾶς λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος; Ὅτι τὸ ἔργο τῆς μετανοίας εἶναι διπλό. Δὲν εἶναι μόνο ἄρνησι τοῦ κακοῦ ἀλλὰ καὶ ἀποδοχὴ τοῦ καλοῦ. Δὲν ἀρκεῖ μόνον νὰ πετάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὰ βάρη τῆς ἁμαρτίας. Γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἡ μετάνοιά μας, θὰ πρέπει νὰ κάνουμε κι ἕνα δεύτερο βῆμα, νὰ ντυθοῦμε τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. 

Ποιὰ εἶναι ὅμως αὐτὰ τὰ ὅπλα τοῦ φωτός; Εἶναι οἱ ἀρετές· τὰ ἀγαθὰ ἔργα· τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας πρὸς τὸν συνάνθρωπο, ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν κατάκτηση τῶν ἀρετῶν, ἡ δυνατὴ καὶ βιωματικὴ προσευχή, ἡ τακτικὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου, ἡ συνειδητὴ μυστηριακὴ ζωή. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ὅπλα φωτεινὰ ἐναντίον τοῦ σατανᾶ καὶ τῆς ἁμαρτίας. Μόνον αὐτὰ πλέον θὰ πρέπει νὰ στολίζουν τὴν ψυχή μας. 

Νὰ ἀποστραφοῦμε λοιπὸν τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ ἀγαπήσουμε μὲ ὅλη μας τὴν δύναμη τὴν ἀρετή. Δηλαδὴ σὲ τελικὴ ἀνάλυσι νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ θέλημά του. Χωρὶς καὶ τὰ δύο αὐτὰ στοιχεῖα πραγματικὴ μετάνοια δὲν ὑπάρχει. Διότι ἡ μετάνοια δὲν εἶναι μιὰ νωχελικὴ διάθεση πρὸς τὸ καλό χωρὶς κοπιώδη ἀγῶνα. Εἶναι δρόμος ζωῆς. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται διαρκὴς ἀγώνας μέχρι τελευταίας μας ἀναπνοῆς, ὥστε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ κερδίσουμε τὴν αἰωνιότητα. Ἀμήν.

π. Χ.Μ

Σάββατο, Νοεμβρίου 24, 2012

Κυριακὴ ΙΓ΄Λουκᾶ (Λουκ. ιη´, 18-27) Ὁ κίνδυνος τοῦ πλοῦτου εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας και Λαυρεωτικής

«Κάποιος ἄρχοντας ρώτησε τὸν Κύριο: «Ἀγαθὲ διδάσκαλε, τί νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή;». Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε: «Γιατί μὲ ἀποκαλεῖς ἀγαθό»; Κανένας δὲν εἶναι ἀγαθὸς παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός. Ξέρεις τὶς ἐντολές: μὴ μοιχεύσεις, μὴ σκοτώσεις, μὴν κλέψεις, μὴ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου». Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Ὅλα αὐτὰ τὰ τηρῶ ἀπὸ τὰ νιᾶτα μου». Ὅταν τ' ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «Ἕνα ἀκόμη σοῦ λείπει: πούλησε ὅλα ὅσα ἔχεις καὶ δῶσε τὰ χρήματα στοὺς φτωχούς, κι ἔτσι θὰ ἔχεις θησαυρὸ κοντὰ στὸν Θεό, κι ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις». Μόλις ἐκεῖνος τ’ ἄκουσε αὐτά, πολὺ στενοχωρήθηκε, γιατὶ ἦταν πάμπλουτος. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τὸν εἶδε τόσο στενοχωρημένο, εἶπε: 

«Πόσο δύσκολα θὰ μποῦν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὰ χρήματα! Εὐκολότερο εἶναι νὰ περάσει μία καμήλα μέσα ἀπὸ βελονότρυπα παρὰ νὰ μπεῖ πλούσιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Ὅσοι Τὸν ἄκουσαν εἶπαν: « Τότε ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθεῖ;» Κι Ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε: « Αὐτὰ ποὺ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἀδύνατα, γιὰ τὸ Θεὸ εἶναι δυνατά». 

«Ἔτι ἕν σοι λείπει», μπορεῖ νὰ πεῖ ὁ Κύριος καὶ σὲ πολλοὺς ἀπὸ μᾶς. Ἔρχεσαι τακτικὰ στὴν Ἐκκλησία, τὸ βλέπω. Νηστεύεις, προσεύχεσαι, ἀγωνίζεσαι νὰ τηρήσεις τὸν νόμο μου. Ἔχεις διαμορφώσει μία συνείδηση ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας. Ἴσως ἔχεις καὶ ἱεραποστολικὴ δράση. Ἴσως χάνεις καὶ χρόνο καὶ χρῆμα, ἴσως προβαίνεις καὶ σὲ θυσίες, γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσεις προσπάθειες ποὺ χαρακτηρίζονται χριστιανικές. Ἴσως νομίζεις ὅτι εἶσαι τέλειος.

Καὶ ὅμως μπορεῖ νὰ σοῦ λείπουν πολλὰ ἄλλα πράγματα ποὺ δὲν ἔχεις προσέξει καὶ ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς σου. Ἴσως νὰ σοῦ λείπει «ἕνα» μόνον, βασικὸ ὅμως γιὰ τὴν διαμόρφωση καὶ τὴν ἔκφραση μιᾶς χριστιανικῆς προσωπικότητας καὶ ἑπομένως ἀπαραίτητη προϋπόθεση, γιὰ νὰ εἰσέλθεις στὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἂν λείπει αὐτὸ τὸ «ἕνα», μένει μία πύλη ἀνοιχτή, ἀπὸ τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ μπεῖ στὴν ψυχή σου ὁ διάβολος καὶ νὰ καταστήσει ἄχρηστες ὅλες τὶς ἄλλες προσπάθειές σου καὶ ἑπομένως νὰ ματαιώσει τὴ σωτηρία σου.

Γιὰ νὰ καταλάβουμε τί συνέπειες ὑπάρχουν, ἂν λείπει αὐτὸ τὸ «ἕνα», ἂς σκεφτοῦμε τὶς ἀκόλουθες παρόμοιες περιπτώσεις:

Γιὰ νὰ συμβεῖ ὁ θάνατος ἑνὸς ἀνθρώπου, δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀσθενοῦν ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός του ἢ νὰ τὸ προσβάλλουν ὅλα τὰ μικρόβια. Ἀρκεῖ νὰ μπεῖ ἕνα θανατηφόρο μικρόβιο, ἀρκεῖ μία λειτουργία νὰ μὴν εἶναι φυσιολογική, ἀρκεῖ ἕνα βασικὸ ὄργανο νὰ προσβληθεῖ, καὶ τὸ κακὸ ἔγινε.

Μᾶς εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη ἔπεσε, γιατὶ μία πύλη βρέθηκε ἀνοιχτή. Ὅλες οἵ ἄλλες ἦταν κλειστές. Μία ἦταν ἀνοιχτὴ καὶ πέρασε ὁ ἐχθρὸς κι ἔπεσε ἡ Πόλη. 

Τί σημασία ἔχει ἂν ὅλο τὸ πλοῖο εἶναι γερό. Ἄνοιξε μία ὀπή; Θὰ μποῦν τὰ νερὰ καὶ τὸ πλοῖο θὰ βυθιστεῖ.

Τέτοια παραδείγματα μποροῦμε νὰ βροῦμε πολλὰ στὴ ζωή μας. Πρέπει νὰ ἐρευνήσουμε τὴ ζωή μας, τὶς σκέψεις μας, τὶς διαθέσεις μας, μήπως ὑπάρχει κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς στερήσει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 

Μήπως ἔχουμε τὴ βεβαιότητα ὅτι εἴμαστε ἐνάρετοι κι ἔτσι ἔχουμε μέσα μας φαρισαϊκὸ πνεῦμα; Μήπως προσφέρουμε πολλά, ἐνῷ μᾶς λείπει ἡ πραγματικὴ ἀγάπη; Μήπως βλέπουμε τὴν Ἐκκλησία σὰν ἕνα θεσμὸ ἢ κοινωνικὴ ὀργάνωση, χωρὶς νὰ συνειδητοποιοῦμε τὴ Θεία προέλευσή της καὶ τὴν σωτηριώδη ἀποστολή της; Μήπως δὲν συμμετέχουμε στὰ ἱερὰ μυστήρια; Μήπως εἴμαστε δεμένοι μὲ κάποιο πάθος; Τὸν ἐγωισμό, τὴν φιλοχρηματία, τὸν θυμό, τὴ ζήλεια, τὸν φθόνο, τὴν ἠθικὴ παρεκτροπή, τὴν οἰνοποσία, τὸν τζόγο καὶ τόσα ἄλλα; 

Ἔστω κι ἂν ἕνα ἀπὸ αὐτὰ συμβαίνει τότε μποροῦμε νὰ χάσουμε τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὅπως ὁ νεανίσκος τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς.

Μὲ τὸ παράδειγμα τῆς καμήλας καὶ τῆς βελόνας τὰ πράγματα δυσκολεύουν πολύ, γιατὶ πρέπει νὰ προσέξουμε ὅτι ὄχι μόνον ὅσοι ἔχουν τὰ χρήματα θὰ δυσκολευτοῦν γιὰ τὴ σωτηρία τους, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ποθοῦν τὰ χρήματα. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο τόνισε ὁ Κύριος ὅτι ἀποτελεῖ ἐμπόδιο γιὰ τὴ σωτηρία μας δὲν εἶναι τὰ πλούτη καθ’ ἑαυτὰ ἀλλὰ ἡ προσκόλλησή μας στὸν κόσμο καὶ τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου, ποὺ γίνονται ἐμπόδιο νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστό. Τὴν εἴσοδό μας στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν δὲν τὴν ἐμποδίζει ἡ κατοχὴ τοῦ πλούτου ἀλλὰ ἡ ἀπουσία τῆς πεποίθησης σ’ Αὐτὸν καὶ ἡ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στὴ δύναμή Του, ὅτι δηλαδὴ μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσει ὅλους τοὺς εὐσεβεῖς μας πόθους καὶ νὰ μᾶς καταστήσει εὐτυχισμένους. 

Ἀκόμη καὶ οἱ πλούσιοι μποροῦν νὰ σωθοῦν, ἂν ἀφήσουν νὰ ἀγγίξει τὴν ψυχή τους ἡ Θεία Χάρη. Τότε ἀπελευθερώνονται ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ πλούτου καὶ τὸν χρησιμοποιοῦν στὴν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν καὶ τῶν πονεμένων καὶ τότε βρίσκουν ἄλλο θησαυρὸ καλύτερο, κι αὐτὸς εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ γεμίζει τὴν καρδιά τους.

Θαύματα δὲν γίνονταν μόνον «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ». Γίνονται πολλὲς φορὲς καὶ σήμερα, γιατὶ ὅταν ὑπάρχει ἡ ἀγαθὴ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ὑπερνικᾶ ὅλα τὰ ἐμπόδια, νικᾶ τὴ δύναμη τῆς ἁμαρτίας καὶ ὁδηγεῖ τὴν ψυχὴ στὴ σωτηρία.

Ἡ ἀγάπη καὶ σοφία τοῦ Θεοῦ βρίσκει πολλοὺς τρόπους, γιὰ νὰ μᾶς βγάλει σώους καὶ ἀβλαβεῖς ἀπὸ κάθε δοκιμασία, ὅταν ὅλα τὰ ἀνθρώπινα μέσα ἔχουν ἀποδειχθεῖ ἀνίσχυρα. Ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ἐπέμβει θαυματουργικὰ στὴ ζωή μας. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἔρθει ἀκόμη καὶ στὶς δώδεκα παρὰ ἕνα λεπτό.

Καὶ ἡ ἁμαρτία, καὶ ἡ ἀσθένεια, καὶ ὁ θάνατος, καὶ ὁ διάβολος μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ μποροῦν νὰ νικηθοῦν. Μᾶς τὸ διαβεβαίωσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «Τὰ ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστίν». Ὄχι μόνο μέσα στὴ φύση ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τὴν Κυριαρχία Του ὁ Θεός. Θαῦμα δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀνάσταση ἑνὸς νεκροῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς ἑνὸς μεγάλου ἁμαρτωλοῦ. Καὶ τέτοια θαύματα δὲν εἶναι οὔτε ἄγνωστα οὔτε σπάνια στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. 

π. Κ. Σ.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 16, 2012

Η Εκκλησία είναι Εκκλησία της Αναστάσεως



Ο Χριστός δοξάζεται στη Βηθλεέμ όταν κενώνεται ,
 στον Ιορδάνη όταν ταπεινώνεται , στο Θαβώρ  
όταν μεταμορφώνεται , στο Όρος των Ελαιών 
όταν αναλαμβάνεται , στον Γολγοθά όταν θυσιάζεται , 
στον τάφο όταν αναστταίνεται. Όλα αυτά ανατρέπουν 
τη συνήθη λογική . Την συντρίβουν. 
Αναδεικνύουν όμως το μεγαλείο του μυστικού
 ανθρώπου. Αυτό που κρύβει ο καθένας 
μέσα του , έστω κι αν το αγνοεί. 
Αυτό που καλείται να αναδείξει.
Η Εκκλησία είναι Εκκλησία της Αναστάσεως γιατί ξέρει να προτρέπει τους
 πιστούς να εισέρχονται δια της στενής πύλης , ν
α βαδίζουν την τεθλιμμένη οδό  ( Ματθ. ζ΄14 ) , να ακολουθούν τον Κύριο
 αίροντες τον σταυρό τους ( Ματθ. ιστ΄24 ) , να ζουν συσταυρωμένοι με τον 
Χριστό ( Γαλ.β΄20 ) , να βλέπουν τη ζωή μέσα από τον θάνατο και να 
διακρίνουν τη σωτηρία μέσα από τον πόνο.

                                                                                                          Νικολάου
                                                                               Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής 

Σάββατο, Δεκεμβρίου 17, 2011

Ἀπόστολος Κυριακῆς πρὸ τῶν Χριστουγέννων, (Ἑβρ. 11, 9–10 καὶ 32, 40)


«Ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών,
Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ Ἰεφθάε, Δαυίτ τε καὶ Σαμονὴλ καὶ τῶν προφητῶν».

«Ὁ χρόνος δὲν εἶναι ἀρκετός, γιὰ νὰ διηγηθῶ τὰ κατορθώματα τῶν κριτῶν, τῶν βασιλιάδων καὶ τῶν προφητῶν τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ μὲ τὴν ἀκατάβλητη πίστη τους, ἔκαναν ἀληθινὰ θαύματα», γράφει ὁ κορυφαῖος Ἀπόστολος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του. Καὶ εἶναι ἀληθινὰ ἕνας ὕμνος πρὸς τοὺς πρὸ Χριστοῦ δικαίους καὶ τοὺς μετὰ Χριστὸν μάρτυρες τῆς πίστεως τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Αὐτοὶ οἱ δίκαιοι καὶ οἱ ἅγιοι «διὰ πίστεως» στὸ Θεὸ καταπολέμησαν καὶ ἀνέτρεψαν βασιλεῖς, ἔπραξαν δικαιοσύνη, πέτυχαν ὑποσχέσεις, ἔκλεισαν στόματα λιονταριῶν, ἔσβησαν τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, ξέφυγαν ἀπὸ τὴν κόψη τοῦ μαχαιριοῦ, δηλ. τὴν σφαγή· ἔγιναν καλὰ ἀπὸ ἀρρώστιες, ἔγιναν δυνατοὶ σὲ καιρὸ πολέμου, κυνήγησαν καὶ ἔτρεψαν σὲ φυγὴ παρατάξεις ἀντιπάλων.

Ἀδελφοί μου, ἡ ζωὴ τῶν ἁγίων εἶναι μιὰ ἀπεράντη ἱστορία, ποὺ δὲν ἀναλύεται στὰ στενὰ ὅρια τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου. Οὔτε τὸ πινέλο τοῦ ἱκανώτερου ζωγράφου οὔτε ἡ πέννα τοῦ ταλαντούχου συγγραφέα οὔτε ἡ σμίλη τοῦ ἐμπνευσμένου γλύπτη μπορεῖ ν’ ἀπεικονίση τὸ μεγαλεῖο τῶν ἁγίων μας· γιατὶ ἡ ἁγιότητα δὲν ζυγίζεται μὲ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ σταθμά, ἀφοῦ εἶναι βίωμα ἐσωτερικό· οἱ ἅγιοι, ἀδελφοί μου, ἀποτελοῦν «νέφος» ἀπέραντο.

Ἄλλοι εἶναι γνωστοί, ἄλλοι ἄγνωστοι. Ἄλλοι πλούσιοι, ἄλλοι πτωχοί. Ἄλλοι ἔνδοξοι, ἄλλοι ἄσημοι. Ἄλλοι τότε, ἄλλοι σήμερα· ψυχές ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὸ καμίνι τοῦ πόνου· ψυχές ποὺ φώτισαν τὴν οἰκουμένη. Ψυχὲς ἁγνὲς καὶ καθαρές, φλογερὲς καὶ ἡρωικές, ψυχὲς ἰδανικές. Ἡ μάχη τῆς γῆς τοὺς χάρισε τὸ στεφάνι τ’ οὐρανοῦ. Ἡ φωτιὰ τοῦ πόνου τοὺς καθάρισε· τὰ δάκρυα τοὺς ξέπλυναν. Ἡ θλίψη τοὺς ἑξάγνισε. Ὁ πειρασμὸς τοὺς γιγάντωσε. Ποῖος δὲν ὑποκλίνεται μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τους; «Ἀγαπῶσι πάντας καὶ ὑπὸ πάντων διώκονται· ἀγνοοῦνται καὶ κατακρίνονται, θανατοῦνται καὶ ζωοποιοῦνται. Λοιδοροῦνται καὶ εὐλογοῦσιν, ὑβρίζονται καὶ τιμῶσιν. Ἀγαθοποιοῦντες ὡς κακοὶ κολάζονται». Ὁ καθένας ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν μία ζωντανὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.

Ἀδελφοί· ὅταν οἱ ἄνθρωποι σὲ καιροὺς δύσκολους τὰ χάνουν καὶ λυγίζουν ἢ ἀποστατοῦν, ὅπως συμβαίνει σήμερα, τότε ὁ Θεὸς ἀναδεικνύει τοὺς «δοξάσαντας Αὐτόν», τοὺς ἀντιδοξάζει καὶ τοὺς στέλνει νὰ ξυπνήσουν τοὺς μὲν ἀπὸ τὸν λήθαργο καὶ νὰ ἐλέγξη μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ παράδειγμά τους τοὺς ἀποστάτες καὶ νὰ ποῦνε: «Τάδε λέγει Κύριος· φυλάσσεσθε» (Ἠσ. 56, 1) ἢ «Τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεός· διορθώσατε τὰς ὁδοὺς ὑμῶν» (Ἱερ. 4 7-3). Οἱ ἅγιοι ἀνορθώνουν «τὰς παρειμένας χεῖρας καὶ τὰ παραλελυμένα γόνατα» (Ἑβρ. 12, 12) καὶ εἶναι παρήγοροι ἄγγελοι καὶ σάλπιγγες τῆς ἀληθείας. Καὶ εἶναι τόσοι πολλοί· παλαιοὶ καὶ νέοι πατριάρχες, προφῆτες, κριτές, βασιλεῖς, ἀπόστολοι, μάρτυρες, ὅσιοι, δίκαιοι, ἀναχωρητές, ἐγκρατευτές, ὁμολογητές, πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης.

Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε γιὰ τὰ μεγάλα τῆς πίστεως κατορθώματα, εἶχε στὸ νοῦ του τοὺς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἂν ζοῦσε 2–3 αἰῶνες ἀργότερα καὶ ἔβλεπε τὶς ἀμέτρητες στρατιὲς τῶν μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ, σίγουρα θὰ πολλαπλασίαζε τοὺς ὕμνους καὶ τὰ ἐγκώμια τῆς πίστης.

Ποιᾶς ὅμως πίστης, ἀδελφοί μου· Πιστεύω, δὲν σημαίνει ἁπλῶς ὅτι παραδέχομαι μερικὲς ἀλήθειες τῆς θρησκείας, ὅπως ὅτι ὑπάρχει Θεὸς καὶ ὅτι ὑπάρχει ψυχή. Αὐτὰ τὰ πιστεύει καὶ ὁ διάβολος. Πιστεύω θὰ πῆ: ἐμπιστεύομαι ἀπολύτως τὰ πάντα στὸ Θεό, δὲν ἀμφιβάλλω γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν προστασία Του καὶ πιστεύω ὅτι, ὅταν ὅλοι οἱ δρόμοι κλείνουν, Αὐτὸς δίνει τὴν θαυμαστὴ λύση, ὁδηγεῖ σὲ θυσίες, ἀσφαλίζει τὴν ἀρετή· ἀδελφοὶ ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, εἶστε μακάριοι· «Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ». Τῆς πίστεως οἱ ἥρωες μᾶς δείχνουν τὸν δρόμο τῆς ἁγιότητος.

Προσοχὴ ὅμως! Μπορεῖ κάποιος νὰ προχωρήση πολύ, μὰ ὡστόσο νὰ μὴ φτάση τὴν ἀληθινὴ ἁγιότητα· δὲν εἶναι ἡ γνώση ποὺ κάνει τὸν ἅγιο, γιατὶ καὶ ὁ Βαρλαὰμ γνώση εἶχε· οὔτε τὸ ὑπούργημα, γιατὶ τέτοιο εἶχε καὶ ὁ Ἰούδας· οὔτε μερικὲς καλὲς πράξεις, γιατὶ καὶ ὁ Ἡρώδης τὶς ἔκανε· οὔτε ὁ ζῆλος γιὰ κάποια περίοδο, γιατὶ τέτοιο ζῆλο εἶχε καὶ ὁ Δημᾶς καὶ ἀπερρίφθη· οὔτε συνεργασία μὲ ἅγια πρόσωπα, γιατὶ ὁ Ἰωὰβ καὶ ὁ Γιεζῆ τὴν εἶχαν· οὔτε ὁ θρησκευτικὸς ἐνθουσιασμὸς τῆς στιγμῆς, γιατὶ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι τὸν εἶχαν στὴν ὑποδοχὴ τοῦ Κυρίου στὰ Ἱεροσόλυμα. Οὔτε ἡ ὑπηρεσία στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, γιατὶ αὐτὴ τὴν εἶχαν καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἠλί. Ἡ ἁγιότης εἶναι μιὰ προοδευτικὴ πνευματικὴ διαδικασία καὶ ἐργασία ποὺ χρειάζεται πόνο, μόχθο καὶ κόπο.

Ἀγαπητοί μου· πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ στοχεύσουμε στὴν ἁγιότητα. Τὸ ζητεῖ ὁ Θεός· «Τοῦτο ἐστὶ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὁ ἁγιασμὸς ὑμῶν» (Α΄ Θεσσ. 3,3), γιατὶ δίχως ἁγιασμὸ «οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον». Ὁ ἀπόστολος Πέτρος προσθέτει: «Κατὰ τὸν καλέσαντα ὑμᾶς ἅγιον καὶ αὐτοὶ ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ γενήθητε» (Α΄ Πέτρ. 1–15). Καὶ τότε μόνον ἐλπίζουμε στὴν ἁγιότητα, ὅταν μισήσουμε τὴν ἁμαρτία καὶ υἱοθετήσουμε τὴν ἀρετή.

Χωρὶς ὅμως πίστη στὸν Ἰησοῦ «Οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδέν». Καὶ βασιλεία οὐρανῶν κανένας δὲν θὰ γευθῆ παρὰ μόνον «Ὅσοι ἔλαβον Αὐτὸν» (τὸν Ἰησοῦν), γιατὶ «ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰωάν. 1–12).


Σάββατο, Δεκεμβρίου 10, 2011

Κυριακή των Προπατόρων ,Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ

Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀδελφοί μου, ἀκούσαμε τὴν παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου ποὺ ἐκφράζει «τὴν οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος»· εἶναι «τὸ συμπόσιον τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν», ἀποκαλύπτει τὴν «ἐν Χριστῷ πανήγυριν καὶ τὴν ἀνέκφραστον ἀπόλαυσιν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ».

Εὑρισκόμενος ὁ Κύριος σὲ κάποιο δεῖπνο, ἕνας ἐκ τῶν συνδαιτυμόνων (ἐπειδὴ προφανῶς ἤθελε καὶ ἄλλους λόγους καὶ συμβουλὲς νὰ ἀκούση ἀπὸ Αὐτόν) τοῦ εἶπε· «Μακάριος ὃς φάγεται ἄρτον ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 14-15), δηλαδὴ εἶναι εὐτυχής, μακάριος, ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἀξιωθῆ νὰ καθίση μαζὶ μὲ τὸν Μεσσία, τοὺς Πατριάρχες καὶ τοὺς προφῆτες στὴν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ καὶ θὰ ἔχη μετοχὴ στὴν οὐράνια χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Ποιοὶ ὅμως θὰ ἀπολαύσουν αὐτὴ τὴ μακαριότητα καὶ εὐτυχία; Μήπως, ἐνῶ ὅλοι προσκαλοῦνται, ὑπάρχουν μερικοὶ οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται τὴν συμμετοχή τους καὶ χάνουν τὸν οὐράνιο θησαυρό; Μήπως ὁ οὐράνιος οἰκοδεσπότης γνωστοποιεῖ σὲ ὅλους τὴν πρόσκληση, ἀλλὰ οἱ προσκαλούμενοι στρέφουν τὰ νῶτα καὶ παίρνουν ἄλλες κατευθύνσεις; Ἐκεῖνος (ὁ οὐράνιος δηλαδὴ οἰκοδεσπότης) προσκαλεῖ τὸν ἄνθρωπο συνεχῶς, ἀλλὰ τὴν οὐράνια πρόσκληση ἐμεῖς τὴν περιβάλλουμε μὲ μία θανάσιμη ἄρνηση. Εἴμαστε ἀρνητὲς τῆς μεγάλης κλήσεως. Δὲν ἐπιλέγουμε τὴν ἐπιστροφὴ στὴν προ-πτωτικὴ κατάσταση, τὴν συμμετοχή μας στὴν θεία καὶ ζωοποιὸ χάρη, δὲν θέλουμε νὰ χορτάσουμε ἀπὸ τὸν «ἄρτο τῆς ζωῆς», γι᾿ αὐτὸ καὶ μένουμε νηστικοὶ πνευματικὰ καὶ πεινασμένοι. Τοῦτο τὸ δεῖπνο μᾶς προσφέρει «οὐχὶ κοινὸν ἄρτον οὐδὲ κοινὸν ποτὸν» ἀλλὰ «Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον». Σὲ τρεῖς κατηγορίες ὁ Κύριος κατέταξε ὅσους ἀρνοῦνται νὰ γευθοῦν τῶν ἀγαθῶν τοῦ δείπνου Του. Πρῶτον εἶναι οἱ δοῦλοι τῶν αἰσθητῶν. «Ἀγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν». Ἐδῶ ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνοῦνται νὰ θεωθοῦν διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ποὺ ἀρνοῦνται νὰ ἐκκλησιασθοῦν καὶ ἐκκλησιοποιηθοῦν, γιατί εἶναι δοῦλοι τῶν αἰσθητῶν, ὑποδουλωμένοι στὴν ὕλη. Δὲν τὴν βλέπουν σὰν δῶρο Θεοῦ καὶ δὲν τὴν ἀναφέρουν σὲ Αὐτόν. Τί κάνουμε στὴν Θεία Λειτουργία; Προσφέρουμε τοὺς καρπούς μας στὸν Θεὸ ποὺ τοὺς ἁγιάζει καὶ στὴν συνέχεια ἁγιαζόμαστε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ αὐτούς. Ὅταν δὲν ζοῦμε «εὐχαριστιακά», ὅταν δὲν θεωροῦμε τὰ ἀγαθά μας ὡς δῶρο Θεοῦ, τότε ὑπηρετοῦμε δουλικὰ τὴ γῆ, ἀφήνοντας ἔρημη τὴν καρδιά μας, πεινασμένη τὴν ψυχή μας. Δεύτερη ὁμάδα ἀρνητῶν καὶ πνευματικῶς πεινασμένων εἶναι οἱ δοῦλοι τῆς ἐργασίας. «Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά». Ὁμάδα ἀνθρώπων μὲ νοῦ καὶ καρδιὰ προσηλωμένα στὰ γήινα, στὴ δουλειὰ ποὺ γίνεται ἔτσι δουλεία, γιατί ὑποχρεώνει αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους νὰ εἶναι ὑποταγμένοι στὸ χρόνο, νὰ μετρᾶνε τὴ ζωή τους μὲ ὀχτάωρα καὶ ἐργάσιμες μέρες, νὰ δυσκολεύονται νὰ καταλάβουν ὅτι ἐργάζονται γιὰ νὰ ζοῦν καὶ ὄχι ὅτι ζοῦν γιὰ νὰ ἐργάζονται. Ἡ Ἐκκλησία, ὁ Χριστός, ἀδελφοί μου, δὲν ἀρνεῖται τὴν τίμια ἐργασία, ἀλλὰ δὲν τὴν ἀπολυτοποιεῖ. Τὴν θεωρεῖ σὰν ἐργόχειρο στὴ ζωή μας. Ἔτσι κέντρο καὶ στόχος τῶν ἐπιδιώξεών μας πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, ἡ ἀποδεσμευμένη ἀπὸ τὴν δουλεία τοῦ χρόνου, ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ δοῦναι-λαβεῖν, τοῦ ἰσολογισμοῦ, τοῦ κέρδους.

Κατὰ ἕνα περίεργο τρόπο ἡ τρίτη ὁμάδα ἀρνητῶν καὶ πεινασμένων προβάλλει σὰν δικαιολογία τῆς ἀρνήσεώς τους τὴν οἰκογενειακὴ ζωή. «Γυναῖκα ἔγημα καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν». Ὁ γάμος ἔγινε ἐμπόδιο καὶ δὲν ἔλαβαν μέρος στὸ μεγάλο δεῖπνο. Συμβαίνει καὶ σήμερα αὐτό. Ἀρκετοὶ ἀπὸ ἐμᾶς θεωροῦν τὸ γάμο καὶ τὰ οἰκογενειακὰ βάρη σὰν ἐμπόδιο, γιὰ νὰ ἐκκλησιαστοῦν καὶ νὰ ἐκκλησιοποιηθοῦν. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία, ὁ Χριστὸς εὐλογεῖ τὴν συζυγία καὶ τὴν οἰκογενειακὴ ζωή, τὴν ἕνωση ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ποὺ παύει νὰ εἶναι βιολογικὴ καὶ ἐξωτερικὴ σύναψη καὶ γίνεται μυστηριακὴ ἑνότητα. Δὲν εἶναι ὁ εὐλογημένος γάμος ἐμπόδιο γιὰ τὸν ἐκκλησιασμό μας, γιὰ νὰ κοινωνήσουμε. Οὔτε τὸ βάρος τῆς οἰκογενείας εἶναι ἀφορμή, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὸν ἐκκλησιασμὸ καὶ τὴν μετάληψη, τὴν Θεία Κοινωνία. Ἀντίθετα ἐλαφρώνει τὸ βάρος καὶ ἀφήνει ἄνοιγμα, γιὰ νὰ περάση ὁ Θεὸς στὴ ζωή μας καὶ νὰ τὴν ἀνακαινίση, ἀδελφοί.

Ἡ πρώτη ὁμάδα, ποὺ ἀρνοῦνται τὴ συμμετοχὴ τοὺς στὸ Μεγάλο Δεῖπνο δεμένοι μὲ τὸν ἀγρὸ καὶ τὴν γῆ, ἀποκηρύσσουν τὴν πρόσκληση γιὰ σωτηρία. Ἄρνηση ὅμως τῆς σωτηρίας σημαίνει ἐπιλογὴ τοῦ θανάτου. Ἡ δεύτερη ὁμάδα εἶναι φορτωμένη ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὴν φροντίδα γιὰ τὰ ἐπαγγελματικά. Γι᾿ αὐτὸ μὲ πεῖσμα φροντίζουν οἱ ἀνήκοντες στὴν ὁμάδα αὐτὴ πάρα πολὺ γιὰ τὶς ἐργασίες τους καὶ ὄχι γιὰ τὴν σωτηρία τους. Ἀδιαφορία ὅμως γιὰ τὴν σωτηρία σημαίνει θάνατο. Ἡ τρίτη ὁμάδα ἀνόητα ὑποστηρίζει πὼς δὲν συμβιβάζεται οἰκογενειακὴ ζωὴ καὶ θρησκευτικότητα.
Ξεχνοῦν τὸν Θεό, ἀρνοῦνται τὸν ἐκκλησιασμό, ἀποφεύγουν τὸν πνευματικὸ ἀνεφοδιασμό, ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴ σωτηρία, ἐπιλέγουν τὸν θάνατο. Κοντολογῆς «οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεται» τοῦ οὐρανίου δείπνου, δηλαδὴ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τὴν ὁποία ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος ὀνομάζει «Φάρμακον Ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν». Θαρρῶ, ἀδελφοί, πὼς ὅλοι ἔχουμε ἀντιληφθῆ ὅτι ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ περὶ τοῦ Μεγάλου Δείπνου καὶ τῶν προσκεκλημένων ἀφορᾶ στὸ Μεγάλο Δεῖπνο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅπου προσφέρεται «ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβὰς» (Ἰωάν. 6-51), ποὺ μεταγγίζει Ζωὴ καὶ Ἀνάσταση, καθὼς καὶ τὴν συμπεριφορά μας ὡς χριστιανῶν, ὡς μελῶν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὑποφέρουμε ἀπὸ τὸ μεγάλο ἁμάρτημα τῆς αὐτονομίας. Ὅλα σήμερα αὐτονομοῦνται· ὑλικὰ ἀγαθά, ἐργασία, οἰκογένεια, δεξιότητες, ἱκανότητες, ὅλα χωρίζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος κυριολεκτικὰ ἀλλοτριώνεται. Γίνεται δοῦλος τοῦ χρόνου καὶ τῆς φθορᾶς. Ἡ ἐνανθρώπηση ὅμως τοῦ Κυρίου μας ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν δουλεία τοῦ χρόνου. Αὐτὴ τὴν προοπτική, αὐτὴ τὴ διάσταση τὴ ζοῦμε μόνο στὴ Θεία Εὐχαριστία, γιατί ἐκεῖ ὅλα καὶ ὅλοι μεταμορφώνονται, ὅλα ἀλλάζουν. Τότε τὸ κάθε παρὸν γίνεται αἰώνιο καὶ τὸ αἰώνιο προέκταση τοῦ παρόντος καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν χάρι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ πρίγκηπες καὶ κληρονόμοι τῆς οὐράνιας Βασιλείας Του, συνδαιτυμόνες στὸ οὐράνιο, μεγάλο δεῖπνο Του.

Κυριακὴ 11η Λουκᾶ, Ἀπόστολος Κυριακῆς τῶν προπατόρων (Κολοσσ. 3, 4–11) Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ








«Ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς... ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν καὶ αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν».

Ἀδελφοί μου· σ’ ὅλους εἶναι γνωστὸ ὅτι «ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας λαλεῖ τὸ στόμα». Τὰ λόγια εἶναι ὁ καθρέφτης τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ τὰ λόγια ἐξωτερικεύει τὴν ψυχή του. Τὰ λόγια εἶναι τὸ μεγάφωνο τῆς καρδίας του. Εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς προσωπικότητάς του· Σ’ αὐτὰ (τὰ λόγια του δηλ.) φωτογραφίζεται ὁ ἐσωτερικός του κόσμος. Τὰ λόγια μας ἄλλοτε εἶναι δοξολογία καὶ εὐλογία κι ἄλλοτε κατάρα. Ἄλλοτε μοιάζουν μὲ δροσερὸ ἀεράκι κι ἄλλοτε σὰν ἀστραπὴ καὶ καταιγίδα. Ὁ καθένας μας προσεγγίζει ἢ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν τελειότητα ἀνάλογα μὲ τὰ λόγια του· «Εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει οὗτος τέλειος ἀνὴρ» μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος (Ἰακώβ. 3-2).

Σήμερα θὰ σταθοῦμε γιὰ λίγο στὸ ἁμάρτημα τῆς βλασφημίας καὶ τῆς ὕβρης. Σ’ ὅλους μας εἶναι γνωστὴ ἡ τρίτη ἐντολὴ τοῦ Δεκαλόγου· «Οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ». Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ προφέρης, «νὰ μελετᾶς» τὸ πανάγιο ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου· εἶναι παραβάτης καὶ ἔνοχος ὅποιος χωρὶς λόγο λησμονεῖ τὸν σεβασμὸ ποὺ ὀφείλει στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ· καὶ ἂν ἡ ἄκαιρη καὶ μάταιη χρήση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁμαρτία, τότε τί εἶναι ἡ βλασφημία καὶ ἡ βεβήλωση μὲ αἰσχρὰ λόγια τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ;

Ὑπάρχει ἆραγε ἀπὸ τούτη μεγαλύτερη ἁμαρτία; Βλασφημεῖ τὸ παιδὶ τὸν πατέρα του, ὁ δοῦλος τὸν Δεσπότη, ὁ εὐεργετημένος τὸν εὐεργέτη του. Πῶς νὰ χαρακτηρίση κανεὶς τὸ βλάσφημο; Καὶ ἀντίθεος εἶναι καὶ ἀχάριστα ἐκδηλώνεται καὶ πωρωμένος ὑπάρχει· εἶναι ψυχικὰ λερωμένος καὶ μὲ τὸ βέβηλο στόμα του βρίζει μὲ χυδαιότητα τὸ «ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ. Δὲν εἶναι τολμηρὸ νὰ ποῦμε ὅτι καὶ ὁ βλάσφημος εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸν Ἰούδα. Ὁ Ἰούδας Τὸν φίλησε, δὲν Τὸν ἔβρισε· Τὸν χαιρέτησε, δὲν Τὸν βλασφήμησε. Τοῦ εἶπε «ραββί», Διδάσκαλε, ἐνῶ μποροῦσε νὰ Τὸν περιφρονήση· νὰ λοιπὸν ὅτι κάθε βλάσφημος εἶναι καὶ ἕνας προδότης τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ τὴν πράξη του αὐτὴ ξεπερνάει καὶ τοῦ Ἰούδα τὴν προδοσία.

Γράφει κάπου ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· «Οὐδὲν οὕτω παροξύνει τὸν Θεόν, ὡς ὅταν τὸ ὄνομα αὐτοῦ βλασφημῆται». Ἀλλὰ καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὸ Λευϊτικό, ἀναφέρεται κατηγορηματικά· «ἄνθρωπος ὃς ἐὰν βλασφημήσῃ Θεόν, ἁμαρτίαν λήψεται· ἀτιμάζων δὲ τὸ ὄνομα Κυρίου θανάτῳ θανατούσθω· (Λευϊτ. 24 – 15). Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος μᾶς πληροφορεῖ· «Ἂν νομίζη κανείς πὼς εἶναι θρῆσκος ἀνάμεσά σας χωρὶς νὰ διευθύνη μὲ χαλινάρι τὴ γλῶσσα του, σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο εἶναι μάταιη–ἄχρηστη ἡ θρησκεία» (Ἰακώβ. 1 – 26).

Καὶ στὸ βιβλίο τῶν «Παροιμιῶν», στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἔχει γραφῆ «ὅτι ὅποιος φυλάσσει τὸ στόμα του καὶ ἐλέγχει τὴν γλῶσσα του, αὐτὸς ἔχει ὀχυρώσει τὸν ἑαυτό του κατὰ τῶν θλίψεων καὶ τῆς ἁμαρτίας» (Παροιμ. 21–23). Ἡ γλῶσσα χωρὶς ἔλεγχο εἶναι φοβερὸ κακό· ἀδελφοί, τὸ κακὸ ἔχει παραγίνει· ἡ βλαστήμια καὶ ἡ αἰσχρολογία πλημμυρίζει τὴ συγχρόνη ζωή. Κατακλύζει μικροὺς καὶ μεγάλους. Ἔχει καταντήσει ἀρρώστια μολυσματική. Χολέρα τῆς ψυχῆς ποὺ ἑξαπλώνεται ἐπικίνδυνα καὶ στὰ φτωχόσπιτα καὶ στὰ πλουσιόσπιτα· καὶ στὰ λιμάνια καὶ στοὺς κύκλους τῶν μορφωμένων· καὶ στὰ ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα καὶ στὸν στρατό· βλαστημοῦν καὶ χυδαιολογοῦν μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἄλλοι ἀπὸ κακὴ συνήθεια, ἄλλοι σὲ στιγμὲς ἔξαψης καὶ θυμοῦ. Ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ποὺ μᾶς συνιστᾶ· «Καμμιὰ σάπια καὶ βλαβερὴ φράση νὰ μὴν βγαίνη ἀπὸ τὸ στόμα σας» (Ἐφεσ. 4–23), γιατὶ λόγοι σαπροὶ καὶ αἰσχροὶ καὶ ἄσεμνοι εἶναι δεῖγμα ἠθικῆς κατωτερότητας. Ἂν γιὰ ὁποῖον πῆ τὸν ἀδελφό του, τὸν συνάνθρωπό του, «ἀνόητο» ὑπάρχη τιμωρία, ποινή, ποιὰ θἆναι ἡ τιμωρία καὶ ἡ καταδίκη αὐτῶν ποὺ βρίζουν τὰ πάντα καὶ τοὺς πάντας; Ἂς πληροφορηθοῦν λοιπὸν ὅτι «λοίδοροι... βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (Α΄ Κορινθ. 6–10).

Ἀγαπητοὶ ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ πολύαθλος Ἰώβ, ἀφοῦ ἔχασε ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα, χτυπήθηκε ἀπὸ τρομερὴ ἀρρώστια, τὴν λέπρα. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὸ καιρὸ τοῦ εἶπε ἡ γυναῖκα του· «Τί σοῦ χρειάζεται πιὰ ἡ ζωή»· «Εἰπὲ ῥῆμα πρὸς Κύριον καὶ τελεύτα». Τὸν συμβούλεψε δηλ. νὰ βλαστημήση καὶ νὰ καταραστῆ τὸν Θεό· Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε· «Εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου, τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσομεν;». Καὶ διαπιστώνουμε ὅλοι μαζί μὲ τὸν θεόπνευστο συγγραφέα ὅτι «οὐδὲν ἥμαρτεν Ἰὼβ τοῖς χείλεσιν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ» (Ἰὼβ 2, 7–10). Κράτησε τὸ στόμα του καθαρὸ ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.

Ναί, ἀδελφοί μου· Ἂς τὸ κρατήσουμε καὶ ἐμεῖς · Ἀμήν

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ-Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Πασσᾶ Ἱεροκήρυκος Ἱερᾶς Μητροπόλεως ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. ιδ΄, 16-24)

Τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ στὸ βασιλικὸ δεῖπνο Του εἶναι βέβαιο. Τὸ ὅτι αὐτὸ τὸ δεῖπνο τὸ ἔχει ἑτοιμάσει γιὰ ὅλους μας κι αὐτὸ εἶναι βέβαιο. Τὸ ἂν ὅμως θὰ εἴμαστε παρόντες σ᾿ αὐτὸ, αὐτὸ μονάχα δὲν εἶναι βέβαιο. Καὶ δὲν εἶναι βέβαιο, γιατὶ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ δική μας διάθεση καὶ βούληση νὰ ἀνταποκριθοῦμε θετικὰ ἢ ἀρνητικὰ στὴν πρόσκλησή Του.

Ὅ,τι φυσικὰ προέρχεται ἀπ᾿ τὸ Θεὸ καὶ ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπ᾿ Αὐτὸν, αὐτὸ καὶ βέβαιο εἶναι καὶ σίγουρο. Γιατὶ ὁ Θεὸς ὅ,τι ὑπόσχεται καὶ ὅ,τι ἐξαγγέλλει, τὸ ἐκπληρώνει στὸ ἀκέραιο, ἄφθονα καὶ πλούσια. Ὅ,τι δὲ ἐξαρτᾶται ἀπ᾿ ἐμᾶς, αὐτὸ εἶναι καὶ φτωχὸ καὶ μίζερο. Μὰ τὸ σπουδαιότερο εἶναι πὼς χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀβεβαιότητα, ἔλλειψη σιγουριᾶς καὶ ἐπανειλημμένες μεταβλητότητες.

Κάνει ὅμως ἐντύπωση ἡ ἰδιαίτερη ἐπιμονὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ μᾶς πείσει νὰ λάβουμε μέρος στὸ δεῖπνο Του. Νὰ ἀκριβῶς τί γράφει στὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ Εὐ­αγγελίου τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ: «Καὶ εἶπε ὁ Κύριος πρὸς τὸν ὑπηρέτη του· ἔβγα ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, στοὺς δρόμους καὶ στοὺς φράκτες τῶν κτημάτων, ὅπου συνήθως μαζεύονται οἱ περιπλανώμενοι... καὶ παρακίνησε ἐπιμόνως ὅσους βρεῖς ἐκεῖ νὰ ἔλθουν, γιὰ νὰ γεμίσει τὸ σπίτι μου...».

Μένοντας δὲ σ᾿ αὐτὸ τὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, μποροῦμε νὰ ἐπισημάνουμε τ᾿ ἀκόλουθα σημαντικὰ θέματα:

Πρῶτο. Μπροστά μας ὑπάρχει ἕνα δεῖπνο καὶ ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀποκλειστικὰ γιὰ ἐμᾶς, ὅλους μας. Αὐτὸ τὸ δεῖπνο εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία, ὅπου καλούμαστε νὰ λάβουμε μέρος καὶ νὰ κοινωνήσουμε τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ αὐτοῦ ποὺ μᾶς προσκαλεῖ.

Δεύτερο. Αὐτὸς ποὺ μᾶς προσκαλεῖ ἐπιμένει νὰ μᾶς εἰσάγει στὸ δεῖπνο Του καὶ νὰ μᾶς κάνει συνδαιτημόνες Του. Ὅσοι δὲ διστάζουν, τὸ κάνουν ἐκφράζοντας δειλία, φοβούμενοι μήπως ἀποπεμφθοῦν ἢ ἀρνούμενοι τὸ βάρος τῆς πράξεως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Χριστοῦ χρησιμοποιεῖ τὴν πειθὼ καὶ μόνο, προκειμένου νὰ πείσει τοὺς ἀνθρώπους.

Τρίτο. Ἡ ἀποστολὴ τοῦ ἀπεσταλμένου, γιὰ νὰ βρεῖ τοὺς περιπλανώμενους ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων, ὑποδηλώνει τὸ γεγονὸς πὼς ὁ Χριστός, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀπευθύνεται πρὸς τὰ ἔθνη. Καλεῖ ὅλα τὰ ἔθνη, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ δεχθοῦν τὸ μήνυμά Του, μήνυμα ἀγάπης, γιατὶ αὐτὸ εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον τους.

Τέταρτο. Ὁ Χριστὸς ἐπιθυμεῖ νὰ εἰσάγει τοὺς πάντες στὸν ἄπειρο πλοῦτο τῆς ἀγάπης Του. Δίνει σ᾿ ὅλους τὴν εὐκαιρία νὰ γευτοῦν τοῦ πλούτου τοῦ δείπνου Του καὶ νὰ βιώσουν τὴ βαρύτιμη δωρεά Του, ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή Του.

Ὅμως ἡ οἰκία τοῦ Χριστοῦ, ἂν καὶ ἀρκετὰ εὐρύχωρη καὶ μεγάλη, στὸ τέλος θὰ γεμίσει. «Θὰ γίνει δὲ αὐτό, ὅταν ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐκλεκτῶν συμπληρωθεῖ καὶ ὅταν πάντες, ὅσοι πῆραν τὴν πρόσκλησή Του, προσαχθοῦν σ᾿ αὐτήν».

Γνωρίζοντας ὅμως ὁ Χριστὸς τὶς διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ πὼς στὴν πρόσκλησή Του βρίσκουν φθηνὲς καὶ ἐπιπόλαιες δικαιολογίες, προκειμένου οἱ περισσότεροι νὰ τὴν ἀρνηθοῦν, λέγει τὰ πιὸ κάτω λόγια, ὅπως μᾶς τὰ διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς.

«Σᾶς βεβαιώνω ὅτι κανένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους τοὺς προσκαλεσμένους, ὄχι μόνο δὲν θὰ παρακαθίσει, ἀλλ᾿ οὔτε κἂν θὰ γευθεῖ τοῦ δείπνου μου!». Διαβεβαιώνει μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Χριστός πὼς εἶναι σταθερὴ ἡ ἀπόφασή Του, ποὺ δημοσίως τὴ διακηρύσσει, ὅτι αὐτοὶ ποὺ περιφρόνησαν τὴν πρόσκλησή Του δὲν θὰ λάβουν μέρος στὸ δεῖπνο Του.

Συνεπῶς αὐτοὶ ποὺ δὲν περιφρόνησαν τὴν πρόσκλησή Του, αὐτοὶ ποὺ δέχθηκαν νὰ εἰσέλθουν στὸ δεῖπνο Του, εἶναι ἐλεύθεροι νὰ τὸ κάνουν. Δὲν θὰ τοὺς ἐμποδίσει κανείς μήτε θὰ τοὺς ἐλέγξει κανείς.

Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ θὰ τοὺς ἐμποδίσει ὁριστικὰ καὶ τελεσίδικα, εἶναι τὸ γεγονὸς πὼς, ἂν μέσα στὸν οἶκο τοῦ Χριστοῦ καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν πρόσκλησή Του θελήσουν νὰ σταθοῦν δίπλα Του μὲ ὅλο τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν τους, φέροντας δὲ τὴν ρυπαρότητα τῶν ἐνδυμάτων τους, δὲν θὰ τὰ καταφέρουν, γιατὶ ὁ Χριστὸς παρέχει τὸ καινούργιο ἔνδυμα τῆς σωτηρίας καὶ τῆς διάσωσης τοῦ ἀνθρώπου καὶ ζητεῖ νὰ τὸ ἀλλάξουμε μὲ τὸ δικό μας τὸ ρυπαρό. Νὰ ἐνδυθοῦμε τὸ ἔνδυμά Του, δηλαδὴ τὴ ζωή Του. Νὰ βαδίσουμε δίπλα Του ὡς νέοι, δίχως ρυπαρότητα καὶ κηλίδα μὰ καθαροὶ καὶ λαμπεροί!

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τί νόημα μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνα ἑτοιμασμένο δεῖπνο καὶ τί νόημα ἔχει ὅτι αὐτὸ ἑτοιμάσθηκε γιὰ ἐμᾶς, ἄν δὲν ὑπάρχει ἡ δική μας συμμετοχή; Μπορεῖ νὰ λειτουργήσει δίχως ἐμᾶς; Καὶ μπορεῖ νὰ γεμίσει ἡ οἰκία δίχως τὴ δική μας παρουσία; Δίχως τὴν ἀνθρώπινη συμμετοχή;

Γι᾿ αὐτὸ, ἂς τὸ καταλάβουμε πὼς εἴμαστε οἱ τιμώμενοι ἀπὸ τὸ Θεό. Μᾶς στέλνει τὴν τιμητική Του πρόσκληση· «ἐλᾶτε εἶναι ὅλα ἕτοιμα!». Καὶ ἐμεῖς ἀπαντᾶμε μὲ φθηνὲς καὶ ἐπιπόλαιες ἀρνήσεις.

Χάνουμε ἔτσι τὴ μοναδικὴ καὶ σωτήρια εὐκαιρία νὰ γευτοῦμε τοῦ δείπνου Του, ποὺ παρέχει τὴ ζωή. Νὰ γίνουμε δηλαδὴ μέτοχοι τῆς ζωῆς Του ποὺ χορηγεῖται, γιατὶ μᾶς ἀγαπάει καὶ θέλει νὰ ζήσουμε στὸ σπίτι Του τρεφόμενοι ἀπὸ δικό Του τραπέζι.

Σάββατο, Οκτωβρίου 22, 2011

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ-ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ


ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 8, 27-39)
Πολλὲς φορὲς στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια περιγράφονται οἱ ἐπεμβάσεις τοῦ Χριστοῦ στοὺς δαιμονιζόμενους, ὅπως στὸ σημερινὸ δαιμονιζόμενο τῶν Γαδαρηνῶν. Ὁ Χριστὸς ἐπεμβαίνοντας, ἀπαλλάσσει τοὺς δυστυχισμένους καὶ ταλαιπωρημένους ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τῶν δαιμόνων.
Πέραν ὅμως τῆς θεϊκῆς δυνάμεως καὶ ἐξουσίας τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ πράγματα· πέραν τῆς εὐσπλαγχνίας καὶ φιλανθρωπίας Του, ὑπάρχει καὶ τὸ πνευματικὸ μέρος. Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν παρουσίαση αὐτῶν τῶν ἐπεμβάσεων τοῦ Χριστοῦ, ἐπιθυμεῖ νὰ τονίσει ὅτι ὁ μοναδικός μας ἐχθρὸς εἶναι ὁ διάβολος.
Αὐτὸ βεβαίως δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνοῦμε. Νὰ μὴν ξεχνοῦμε δηλαδὴ τὸν κίνδυνο ποὺ διατρέχουμε κάθε στιγμὴ ἀπὸ τὴν κακότητα καὶ διαστροφὴ τοῦ διαβόλου, ποὺ πάντα παραμονεύει νὰ βρεῖ τὴν κατάλληλη στιγμή.
Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «πραγματικὰ δὲν ἔχουμε νὰ παλαίψουμε πρὸς ἀντιπάλους ὅμοιους μὲ ἐμᾶς μὲ αἷμα καὶ σάρκα σὰν τὴν δική μας. Ἀλλ᾿ ἡ πάλη καὶ ὁ πόλεμος εἶναι πρὸς τὶς ἐξουσίες, πρὸς τὰ διαβολικὰ αὐτὰ πράγματα, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορες τῶν βυθισμένων στὸ ἠθικὸ σκοτάδι, τὸ ὁποῖο ἐπικρατεῖ στὸν αἰῶνα τοῦτο».
Ἐπειδὴ δὲ ἡ πάλη ἡ δική μας εἶναι ἐναντίον τῶν διαβολικῶν ἐνεργειῶν, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν σταματᾶ τὸ ἔργο της, «νὰ μορφώσῃ κοινωνικῶς εὐπρεπεῖς καὶ πολιτικῶς χρηστοὺς τύπους ἀνθρώπων». Πάει πιὸ πέρα καὶ ζητεῖ νὰ μορφώσει τὸν Χριστὸ στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν· νὰ κάνει ἁγίους ἀνθρώπους, ποὺ θὰ ἔχουν τὴ δυνατότητα γιὰ τὴν πάλη μὲ τὸ κακὸ καὶ συνεπῶς νὰ διασώζουν τὴν ὕπαρξή τους.
Ἔτσι, ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, ὁ κίνδυνος ποὺ διατρέχουμε δὲν εἶναι φυσικός, δηλαδὴ κάποια καταστροφή ἢ πείνα ἢ ἀρρώστια ἢ θάνατος, μήτε ὅ,τι συνήθως λέγεται «ἠθικός», μὰ εἶναι κίνδυνος «πνευματικός».
Καὶ ἀκόμη καλύτερα, κίνδυνος ὑπερφυσικός· κίνδυνος ποὺ προέρχεται ὄχι ἀπὸ τὴν γῆ, ἀλλὰ ἀπ᾿ τὸν οὐρανό. Τὸ λέγει ξεκάθαρα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ὑπογραμμίζει μὲ νόημα· «ἐν τοῖς ἐπουρανίοις».
Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, παλεύοντας μὲ ἕναν τέτοιο πνευματικὸ - ὑπερφυσικὸ ἐχθρό, τὸν διάβολο, δὲν εἶναι ἀρκετὴ ἡ καταπολέμηση «διὰ μόνης τῆς ἒπιβολῆς τῆς θελήσεως καὶ τοῦ ὀρθοῦ λόγου». Αὐτὰ μόνα τους δὲν φθάνουν, χαρακτηριζόμενα ἄλλωστε ὡς ἀνεπαρκῆ καὶ ἀδύναμα.
Χρειάζεται πρωτίστως ἡ Θεία Χάρη, πού «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Αὐτὴ «καθαίρει, φωτίζει καὶ ἐνισχύει» τοὺς ἀνθρώπους. Καθιστᾶ τὶς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις ἄτρωτες καὶ φρούρια ἀπόρθητα. Ἔτσι αἰσθάνονται ἀσφαλεῖς καὶ ἐνδυναμώνουν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό.
Πρέπει δὲ νὰ ποῦμε πὼς ἐτοῦτος ὁ πόλεμος τοῦ διαβόλου ἐνάντια στὸν ἄνθρωπο, εἶναι πολὺ παλιός, ὅσο καὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. Γνωστὴ εἶναι ἡ παρακοὴ τοῦ θεϊκοῦ θελήματος καὶ ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς Του.
Καὶ ἀπὸ τότε ἀρχίζουν τὰ βάσανα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὡς κληρονομιὰ τῆς παρακοῆς καὶ τῆς παράβασης τῆς θεϊκῆς ἐντολῆς. Ἡ τότε παρακοὴ καὶ παράβαση γέννησε στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀρρώστια, τὴν ἐξαθλίωση, τὴν ἐγκατάλειψη, τὸν πόνο καὶ τέλος τὸν θάνατο. Μπροστὰ σ᾿ αὐτὰ τὰ δεινὰ ὁ ἄνθρωπος εὐτυχῶς δὲν ἔμεινε μόνος.
Γιατὶ ἀπὸ τότε ἀκριβῶς ξεκινάει τὸ σωτήριο ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὁ Χριστὸς ἐρχόμενος ὡς σωτήρας τοῦ ἀνθρώπου, ὑποσχέθηκε πὼς θὰ εἶναι μαζί του καὶ τελικὰ ἡ νίκη θὰ εἶναι δική του.
Ἐνῶ λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι, πρὶν ἔλθει ὁ Χριστός, βρισκόντουσαν στὰ χέρια τοῦ διαβόλου, τώρα μὲ τὴν ἔλευσή Του, εἶναι στὰ δικά Του χέρια. Αὐτὸ βεβαίως δὲν σημαίνει πὼς ὁ διάβολος καταργήθηκε. Ὄχι, γιατὶ δὲν ἦλθε ἀκόμη ἡ ὥρα του. Ὑπάρχει καὶ συνεχίζει νὰ πειράζει καὶ νὰ διαστρεβλώνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὅμως ὑπάρχει ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἡ πρεσβεία τῆς Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων μας, μαζὶ μὲ τὴ δική μας ἀγωνιστικότητα, ποὺ μᾶς φυλάει καὶ μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὴν κακότητα τοῦ διαβόλου.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ Χριστός μᾶς ἔμαθε νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ ζητοῦμε τὸ «ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ», δηλαδὴ νὰ μᾶς γλυτώνει ἀπὸ τὴν κακότητα τοῦ διαβόλου.
Καὶ ἡ Ἐκκλησία προβάλλοντας τὶς θαυματουργικὲς ἐπεμβάσεις τοῦ Χριστοῦ στοὺς δαιμονιζόμενος, μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὀφείλουμε νὰ βρισκόμαστε πάντα ἄγρυπνοι καὶ ἑτοιμοπόλεμοι γιὰ τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα. Ἐπειδὴ ὁ διάβολος ποτὲ δὲν κοιμᾶται· ποτὲ δὲν ἡσυχάζει καὶ ποτὲ δὲν παρατάει τὰ ὀδυνηρὰ βέλη του.
Γιατί αὐτός, ποὺ πάντα πονηρὰ πορεύεται καὶ μισεῖ τὸν ἄνθρωπο, θέλει τὸ κακό του, τὸν ἐξευτελισμό, τὴν ἀπαξίωση, τὴ χλεύη, τὴν ἀπογοήτευση, τὴν καταστροφή.
Ἐνῶ ὁ Χριστὸς ἐπιθυμεῖ καὶ ἐργάζεται γιὰ τὴν σωτηρία, τὸ ὠφέλιμο, τὸ δίκαιο, τὸ ἅγιο. Τιμάει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν περιβάλλει μὲ τὴν ἀγάπη Του. Ἐπιθυμεῖ νὰ προσφέρει τὴ δική Του ζωὴ μὲ μιὰ μονάχα προϋπόθεση· νὰ τὸ θέλουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.
Τὸ νὰ ἀπορρίπτουμε δὲ αὐτὴ τὴν βασικὴ βοήθεια, ποὺ μᾶς χαρίζει ἀσφάλεια, σωτηρία, εἰρήνη καὶ τὴν χάρη του Χριστοῦ εἶναι τοὐλάχιστον μιὰ ἐπιπόλαιη καὶ ἐπικίνδυνη ἐπιλογὴ μὲ πολὺ βαρὺ κόστος.
Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Πασσᾶ
 Ἱεροκήρυκος Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Σάββατο, Οκτωβρίου 15, 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ-ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Πασσᾶ
Ἱεροκήρυκος Ἱερᾶς Μητροπόλεως

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 8, 5-15)

Ὅλα σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο περνοῦν καὶ φεύγουν. Ὅλα ἔρχονται καὶ παρέρχονται· ὕστερα χάνονται καὶ σβήνουν καὶ κανένας δὲν τὰ θυμᾶται. Καὶ οἱ ὀμορφιὲς τοῦ κόσμου καὶ οἱ ἀσχήμιες του· ἡ σοφία καὶ ἡ ἐξυπνάδα· ἡ ἐξουσία καὶ ἡ δύναμη· ὁ πλοῦτος καὶ ἡ αἴγλη... Καὶ μαζὶ μ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος περνάει καὶ φεύγει σὰν τὸν διαβάτη ποὺ χάνεται στὸ βάθος τοῦ δρόμου...

Ἕνα μονάχα ἀντιστέκεται στὴ φθορά· ἕνα μόνο μένει ἀμετακίνητο στὴ φυγὴ καὶ στὸ πέρασμα· κι αὐτὸ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ! Αὐτὸς ὁ λόγος μένει πέρα ἀπὸ τὸν χρόνο μὲ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἔχει τὴ βούληση νὰ τὸν ἀκούει καὶ νὰ τὸν φυλάει μέσα του ὡς τὸν πιὸ πολύτιμο καὶ ἀνεκτίμητο θησαυρό.

Ἔτσι, μιλώντας τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, Τὸν ὡμοιάζει ὡς τὸν γεωργὸ ποὺ σπέρνει. Καὶ ἡ σπορά Του εἶναι ὁ λόγος. Ἐμεῖς δὲ ὅλοι εἴμαστε τὸ χωράφι Του· τὸ γόνιμο καὶ τὸ ἄγονο· τὸ καλλιεργημένο καὶ τὸ ἀκαλλιέργητο. Αὐτὸ τὸ χωράφι, ποὺ δὲχεται μὲ θαλπωρὴ τὸν σπόρο, τὸν λόγο Του ἢ ποὺ ἀπορρίπτει τὴ σπορὰ καὶ μένει δίχως καρπό.

Ὁ Χριστὸς ἄλλωστε τὸ εἶπε μὲ σαφήνεια· «ὁ Πατέρας μου εἶναι ὁ γεωργὸς». Ὁ δὲ ἀπόστολος Παῦλος πὼς ἐμεῖς «εἴμαστε χωράφι τοῦ Θεοῦ». Σ᾿ αὐτὸ τὸ χωράφι, τὸν λαό Του, ὁ Θεὸς μέσα στοὺς αἰῶνες τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας ἔστειλε τοὺς Προφῆτες γιὰ μὲν τὸ Ἰουδαϊκὸ ἔθνος καὶ τοὺς φιλοσόφους γιὰ τὰ ἄλλα ἔθνη. Κι αὐτοὶ μὲ τὸν προφητικὸ λόγο ὴ τὶς φιλοσοφίες, ἄμεσα ἢ ἔμμεσα ἀποκάλυψαν ἀλήθειες θεϊκές. Δίδαξαν τοὺς λαοὺς γιὰ τὸ θέλημα καὶ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ἑρμήνευσαν μὲ διάφορους τρόπους τὸ θεϊκὸ λόγο. Ἔγιναν μὲ ἄλλα λόγια καὶ οἱ ἴδιοι γεωργοὶ καὶ σποριάδες ποὺ ἔσπειραν τὸ θεϊκὸ λόγο.

Ὕστερα ἔρχεται ὁ Χριστός, γιὰ νὰ ἀποκαλύψει τὶς οὐράνιες ἀλήθειες, νὰ φανερώσει τὸν Πατέρα Του. Νὰ καλέσει κατόπιν τοὺς ἀνθρώπους νὰ Τὸν ἀκούσουν καὶ νὰ κρύψουν κατάβαθα στὶς ψυχές τους ἐτοῦτον τὸν οὐράνιο θησαυρό.

Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ἦλθε «γιὰ νὰ κηρύξει τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ» καὶ στὴ συνέχεια «γιὰ νὰ γιατρεύσει κάθε ἀρρώστια καὶ κάθε ἀδιαθεσία ἀνάμεσα στὸ λαό». Καὶ ἀποτελεῖ τὸν μεγάλο καὶ μοναδικὸ σπορέα τοῦ θεϊκοῦ λόγου. Σπέρνει ἀδιάκοπα καὶ ἀφειδώλευτα πρὸς κάθε κατεύθυνση. Πλούσια παρέχει τὸν λόγο καὶ μὲ ἀφθονία δωρίζει τὰ οὐράνια δῶρα Του.

Ὁ λόγος Του φέρει τὸ θεϊκὸ κῦρος· ἡ δυναμικὴ καὶ βαρύτητά Του καταγράφεται ὡς μοναδικὴ ἀπὸ τὸν λαό. Γιατὶ αὐτὸς ὁ λαὸς τονίζει πὼς «οὐδέποτε μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο λάλησεν ἄνθρωπος, ὅπως ἀκριβῶς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος», δηλαδὴ ὁ Χριστός.

Στὴ συνέχεια, τέλος, ἦλθαν οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μέχρι τὰ σημερινὰ χρόνια. Διάκονοι τοῦ θεϊκοῦ λόγου, γεωργοὶ στὸ χωράφι τοῦ Θεοῦ. Σπέρνουν δίχως διακοπὴ καὶ δίχως τσιγκουνιά. Γι᾿ αὐτὸ «ἡ φωνὴ τῶν κηρύκων τοῦ Εὐαγγελίου... ἐβγῆκεν εἰς ὅλην τὴν γῆν καὶ οἱ λόγοι τους ἀκούσθηκαν εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης» κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Μὲ ἁπλοχεριὰ λοιπόν, πλούσια καὶ ἄφθονα παρέχουν τὸν καρποφόρο σπόρο στὸ χωράφι καὶ ὁ Θεὸς τελικὰ θὰ εὐλογήσει γιὰ τὴν καρποφορία του.

Άκριβῶς ὅπως ὁ γεωργὸς σὰν σπέρνει, δὲν μετράει τοὺς σπόρους, μήτε ὁρίζει τὸν τόπο ποὺ θὰ πέσει, ἔτσι καὶ οἱ διάκονοι τοῦ θεϊκοῦ λόγου, δὲν μετροῦν τὸ πόσο, μὰ τὸ πῶς θὰ σπείρουν. Γιατὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλούσια σπορά, ἄλλοι σπόροι θὰ πᾶνε χαμένοι καὶ ἄλλοι θὰ πιάσουν τόπο· θὰ ριζοβολήσουν καὶ θὰ καρποφορήσουν.

Τελικὰ δὲ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πῶς ριζώνει, πῶς αὐξάνει, πῶς καρποφορεῖ, εἶναι ἕνα μυστήριο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ μὲ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Πῶς κάνει δηλαδὴ τὸν ἄνθρωπο νὰ τὸν ἀκούσει, νὰ τὸν φέρει σὲ κατάνυξη! Πῶς πιάνει στὴ σαγήνη του τὸν κάθε ἕνα μας καὶ παρέχει νάματα σωτήρια! Πῶς ριζοβολάει ἐντός μας καὶ ρίχνει ρίζες στέρεες καὶ βαθειές, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ξεριζώσουν τὰ διάφορα χτυπήματα. Πῶς ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴ μετάνοια καὶ τὴν συγγνώμη. Πῶς; Μὲ ποιὸ τρόπο; Ποιὸς μπορεῖ νὰ τὸ πεῖ; Ποιὸς μπορεῖ νὰ τὸ ἑρμηνεύσει; Μονάχα ὁ Θεὸς γνωρίζει κι Αὐτὸς τὸν καθοδηγεῖ!

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ Εὐαγγέλιο, ἔχει μιὰ μυστηριακὴ ἐσωτερικὴ δυναμική. Γι᾿ αὐτό, ἐκεῖ ποὺ ὁ ἀνθρώπινος λόγος στέκεται ἀνήμπορος καὶ ἀδυνατεῖ νὰ πράξει κάθε τὶ ἢ νὰ φέρει κάποια ἀλλαγή, ὁ θεϊκὸς λόγος λειτουργεῖ μὲ ἄνεση καὶ εὐκολία περισσή.

Ὁ ἀνθρώπινος λόγος εἶναι γνωστὸ πὼς μπορεῖ νὰ μᾶς ὁμιλήσει γιὰ τὴ σοφία καὶ τὴν ἐπιστημοσύνη· γιὰ τὴ τέχνη καὶ τὶς μηχανὲς ποὺ μποροῦν ἀκόμη νὰ μᾶς πᾶνε στ᾿ ἄστρα καὶ τόσα ἄλλα. Δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ μᾶς πεῖ τίποτε γιὰ τὸ πῶς μποροῦμε ν᾿ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς πτώσεις μας. Πῶς μποροῦμε νὰ κατακτήσουμε τὴν σωτηρία τῆς ὑπάρξεώς μας. Γιατὶ αὐτὸ μονάχα ὁ θεϊκὸς λόγος μπορεῖ νὰ μᾶς τὸ πεῖ. Ἑπομένως ὀφείλουμε νὰ Τὸν ἀκοῦμε. Μιλάει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός!

Καὶ ὀφείλουμε νὰ τὸν διαφυλάττουμε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ. Ὕστερα δὲ νὰ πράττουμε κατὰ πὼς αὐτὸς ὁ θεϊκὸς λόγος μᾶς καθοδηγεῖ. Ἔτσι μόνο εἴμαστε τὰ δικά Του παιδιά, ποὺ Τὸν ἀκοῦμε καὶ Τὸν ἀκολουθοῦμε, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι τὸ πνευματικὸ καὶ ὑπαρξιακό μας συμφέρον. Κι αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνοῦμε ποτέ.

Σάββατο, Οκτωβρίου 08, 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ(Λουκ. 7, 11-16)- ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Πασσᾶ
Ἱεροκήρυκος Ἱερᾶς Μητροπόλεως
8-10-06
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 7, 11-16)
Μέσα στὰ πολλὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ ἐτέλεσε ὁ Χριστὸς στοὺς ἀνθρώπους, ἐξέχουσα θέση κατέχουν οἱ ἀναστάσεις τῶν νεκρῶν. Εἶναι ὁ υἱὸς τῆς χήρας τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ἡ κόρη τοῦ Ἰαείρου, ὁ φίλος Του Λάζαρος, οἱ νεκροὶ κατὰ τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ὅταν «πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς» καὶ τέλος ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰδίου τοῦ ἑαυτοῦ Του.
Καὶ εἶναι σημαντικὲς αὐτὲς οἱ ἀναστάσεις, γιατὶ ἀκριβῶς ἐκφράζουν τὴν ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ, ἐπάνω στὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο. Αὐτὸς ἄλλωστε ἔχει στὰ χέρια Του τὴν ζωή μας καὶ Αὐτὸς ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ τὴν δίνει καὶ νὰ τὴν παίρνει.
Μιλώντας δὲ γιὰ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, ἔτσι καθὼς τὸν ἀντικρύζουμε στὸν υἱὸ τῆς χήρας στὴν πόλη Ναΐν, κατανοοῦμε πὼς πρόκειται γιὰ ἕνα μεγάλο μυστήριο. Ὁ θάνατος εἶναι τὸ μεγάλο μυστήριο! Μονάχα ποὺ αὐτὸ μᾶς φοβίζει καὶ, σὰν κάποιες φορὲς τὸ σκεπτόμαστε, μᾶς παγώνει τὸ αἷμα καὶ νεκρώνει τὴν ὕπαρξή μας.
Καὶ παρ᾿ ὅτι καθημερινὰ τονίζουμε στὸ σύμβολο τῆς πίστεώς μας «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», ἐντούτοις μοιάζουμε μ᾿ αὐτοὺς ποὺ πέραν τοῦ θανάτου καὶ τῆς πλάκας τοῦ τάφου, «δὲν ἐλπίζουμε πιὰ σὲ τίποτε».
Νομίζουμε πὼς ὅλα τελειώνουν ἐδῶ καὶ δὲν περιμένουμε τίποτε. Γι᾿ αὐτὸ «πολλοὶ κλαῖνε καὶ σκοτώνονται καὶ χάνουν τὰ λογικά τους κι ἀκόμη τὰ βάζουν μὲ τὸ Θεό». Ὅλη αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ ἁπλᾶ μᾶς λέγει πὼς ἐτοῦτοι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὸ χριστιανισμό, καὶ ἂς λέγουν πὼς πιστεύουν.
Στὸ θάνατο ἑνὸς ἀνθρώπου βέβαια καὶ θὰ λυπηθοῦμε καὶ θὰ κλαύσουμε, γιατὶ αὐτὸ εἶναι καὶ ἀνθρώπινο καὶ φυσικό. «Μὰ δὲν ἀφίνουμε νὰ μᾶς πνίξῃ ὁ πόνος καὶ νὰ μᾶς θολώσῃ τὰ λογικά μας ἡ λύπη». Γιατὶ οἱ νεκροί μας φεύγουν μέν, ἀλλὰ δὲν χάνονται. Αὐτοὶ πηγαίνουν μπροστὰ καὶ ἐμεῖς τοὺς ἀκολουθοῦμε, γιὰ νὰ τοὺ ξαναβροῦμε.
Ὁ Χριστὸς δὲ μὲ τὶς ἀναστάσεις αὐτὲς, καὶ κυρίως μὲ τὴ δική Του ἀνάσταση, ἐπιθυμεῖ νὰ τονίσει πὼς δὲν ὑπάρχουν νεκροί. Ναί! ἀκριβῶς ἔτσι! Τὸ λέγει ἄλλωστε ὁ Ἴδιος πώς «ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων». Ἔτσι, κάθε φορὰ ποὺ ὁ Χριστὸς μιλάει γιὰ θάνατο, μιλάει γιὰ ὕπνο καὶ βεβαιώνει πὼς ὅσοι φεύγουν ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή, δὲν πεθαίνουν, ἀλλὰ κοιμοῦνται.
Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴ βάση ὁ Χριστὸς σήκωσε τὸν πεθαμένο υἱὸ τῆς χήρας λέγοντάς του: «νεανίσκε, σὲ σένα μιλῶ, σήκω ἐπάνω!». Εἶναι ὡσὰν νὰ κοιμᾶται καὶ τὸν ξυπνάει. Τοῦ μιλάει καὶ ἐκεῖνος ἀκούει καὶ σηκώνεται ἀπ᾿ τὸν βαθὺ ὕπνο του!
Ὅλα ἐτοῦτα τὰ θαυμαστὰ γεγονότα, δύσκολα τ᾿ ἀκούει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος καὶ λιγότερο τὰ πιστεύει. Ἀκούγοντας γιὰ τὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση ἀποφεύγει καὶ νὰ τὰ ὀνομάσει, τὸν μὲν πρῶτο, γιατὶ τὸν φοβᾶται καὶ τὸν τρέμει, τὴν δὲ δεύτερη, γιατὶ δὲν τὴν πιστεύει.
Ἀφοῦ εἶναι σημεῖο τῶν καιρῶν οἱ ἄνθρωποι ν᾿ ἀρνοῦνται ὅ,τι δὲν ἐννοοῦν καὶ νὰ κάνουν ἀρνητικὴ κριτικὴ σὲ κάθε σέβασμα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ τοὺς φαίνεται ἐνοχλητικό.
Μὰ ἐδῶ μᾶς μιλάει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Σ᾿ αὐτὰ δὲ τὰ λόγια Του δὲν καθόμαστε νὰ ρωτήσουμε ἢ νὰ ἐρευνήσουμε τὸ πῶς αὐτὰ μποροῦν νὰ πραγματωθοῦν. Μήτε τὸ γιατί πρέπει νὰ γίνουν. Ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ ἀκοῦμε τὸ λόγο τοῦ Πατέρα μας, ποὺ γνωρίζει τὸ πῶς καὶ τὸ γιατί, νὰ τὸν δεχόμαστε καὶ νὰ τὸν ἐμπιστεύομαστε.
Ἄλλωστε ὁ Χριστός, ποὺ γνώρισε τὸν ἄλλο κόσμο μὲ τὸ θάνατό Του, γυρνώντας πάλι στὴ ζωὴ μὲ τὴν Ἀνάστασή Του, μᾶς ἀποκάλυψε στὸ Εὐαγγέλιό Του πὼς γιὰ τοὺς πιστοὺς ἀνθρώπους δὲν ὑπάρχει θάνατος. Ἀντιθέτως μάλιστα μᾶς μιλάει γιὰ τὴ ζωὴ καὶ φέρνει τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς σωτηρίας καὶ τῆς διάσωσης γιὰ ὅλους μας.
Ἐμεῖς δὲ οἱ χριστιανοὶ ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ πιστεύουμε ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία, ὄχι ὡς πρόσωπα ἀλλὰ ὡς σύνολο, μᾶς διδάσκει. Αὐτὴ γνωρίζει καὶ κατέχει ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ τελικὰ ἡ Ἐκκλησία εἶναι «κήρυγμα γεγονότων, ἀναποσπάστως συνδεδεμένων πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Ὁ θάνατος λοιπόν, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μιὰ μετάβαση πρὸς τὴ ζωή, γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τέλος γίνεται τελείωση· ἀπὸ σιωπὴ γίνεται ζωή· ἀπὸ νέκρωση γίνεται ἀνάσταση! «Τὸ θάνατον εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο ἢ τὸν νικῶμεν ἢ μᾶς νικᾷ». Τὸν νικοῦμε τελικὰ καὶ ἡ νίκη αὐτὴ ἐπιτυγχάνεται μόνο διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὸ νὰ φοβούμαστε καὶ νὰ λυπούμαστε, ὅταν ἀντικρύζουμε τὸ θάνατο, εἶναι καὶ ἀνθρώπινο καὶ φυσικό. Ἀπὸ τὸ σημεῖο ὅμως αὐτό, μέχρι τοῦ σημείου νὰ κυριεύομαστε ἀπὸ τὸν τρόμο καὶ τὴν ἀπελπισία, νὰ τὰ χάνουμε καὶ νὰ θολώνει ἡ ὕπαρξή μας, εἶναι τεράστια ἡ ἀπόσταση. Καὶ δὲν εἶναι σωστὴ μήτε χριστιανική. Εἰδεμὴ πορεύομαστε ὡς μὴ ἔχοντες ἐλπίδα, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο.
Πρὸ πάντων ὅμως, ὀφείλουμε νὰ μὴν ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅπως συνηθίζουν μερικοὶ, ὅταν ἔχουν πένθος, νὰ σταματοῦνε νὰ πηγαίνουν στὸ Ναό.
Ἂν εἶναι ἀνάγκη γιὰ ὅλους μας νὰ βρισκόμαστε στὴν Ἐκκλησία, πολὺ περισσότερο ὅταν ἔχουμε πένθος. Γιατὶ στὴν Ἐκκλησία ἠρεμεῖ ἡ ψυχή, γαληνεύει ἡ ὕπαρξή μας, ἀφοῦ εἶναι τὸ ὑπήνεμο λιμάνι· ἡ παρηγοριὰ καὶ τὸ στήριγμά μας· θερμαίνει μὲ τὴ ζεστασιά της καὶ μᾶς φωτίζει τὸ νοῦ. Μέσα δὲ στὸ φωτισμὸ τῆς ψυχῆς καὶ στὴ θερμότητα τῆς καρδιᾶς, κρύβεται ὁλόκληρη ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλπίδα μας· ὅτι δὲν ὑπάρχει πιὰ θάνατος, παρὰ μόνο ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος, ἔτσι καθὼς μᾶς τὴ δώρησε ὁ Χριστός.

Σάββατο, Οκτωβρίου 01, 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ΛΟΥΚΑ (Ι.Μ.Μεσογαίας και Λαυρεωτικής)

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ Λουκ. 6, 31-36)



Στεκόμενοι στὶς τελευταῖες λέξεις τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, ἀντιλαμβανόμαστε πὼς ὁ Χριστὸς μᾶς προσκαλεῖ νὰ γίνουμε εὐσπλαγχνικοὶ καὶ πονετικοί. Νὰ τί λέγει ἀκριβῶς στὸ σημεῖο αὐτό.
«Νὰ γίνετε λοιπὸν σπλαχνικοὶ πρὸς τὸν πλησίον καὶ συμπονετικοὶ στὶς δυστυχίες του καὶ στὶς ἀνάγκες του, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας σας εἶναι εὐσπλαγχνικὸς πρὸς ὅλους».
Πρέπει δὲ νὰ ποῦμε πὼς τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ εἰπώθηκαν σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ὁ οἶκτος καὶ ἡ εὐσπλαγχνία ἦσαν σὲ πολὺ μικρὴ ἐκτίμηση. Βρισκόμαστε βέβαια στὴν ἐποχὴ τῆς δουλείας, ὅπου ἡ ἀνθρώπινη ἀξία εἶναι φοβερὰ ὑποτιμημένη. Οἱ ἀρετὲς τοῦ ἐλέους καὶ τοῦ οἴκτου ἔχουν ἀσήμαντη ἀξία καὶ θὰ λέγαμε ἀκόμη πὼς θεωροῦνται ὡς ἀδυναμίες.
Διαβάζοντας δὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἰδιαιτέρως στὸν 102 Ψαλμὸ τοῦ Δαυΐδ, βλέπουμε πὼς ἡ εὐσπλαγχνία καὶ τὸ ἔλεός Του εἶναι βασικὲς ἐνέργειές Του. Γιατὶ μονάχα μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ Θεὸς λειτουργεῖ, καὶ ἔτσι θεμελιώνει τὶς σχέσεις Του μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
«Εἶναι οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος» γράφει ὁ Ψαλμός, «μακρόθυμος καὶ πολυέλεος. Δὲν παρατείνεται διηνεκῶς καὶ ἀπαύστως ἡ κατὰ τῶν ἁμαρτιῶν μας ὀργή Του, οὔτε μνησικακεῖ κατὰ τῶν παρεκτοπῶν μας αἰωνίως».
Καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ συγκεκριμένα στὴν ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου καὶ ἀδελφοθέου Ἰακώβου ὑπογραμμίζονται μὲ σαφήνεια τὰ ἀκόλουθα: «ὁ Κύριος εἶναι πολυεύσπλαγχνος καὶ οἰκτίρμων καὶ μὲ συμπάθεια πολλὴ δοκιμάζει τὰ παιδιά του».
Ἡ Ἐκκλησία δὲ παίρνοντας τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὀφείλουμε νὰ γίνουμε εὐσπλαγχνικοὶ ὅπως ὁ οὐράνιος Πατέρας μας, τὸ κάνει κανόνα ζωῆς καὶ ζητεῖ οἱ Χριστιανοὶ νὰ κατανοήσουν τὴν ἀξία του. Ἔτσι ἡ εὐσπλαγχνία καὶ τὸ ἔλεος ἀνοίγουν νέους ὁρίζοντες καὶ καταγράφουν νέες προοπτικὲς ἤθους καὶ πνεύματος.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, μιλώντας γι᾿ αὐτὸ τὸ γεγονός, ὑπογραμμίζει τὴν εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου, μὰ καὶ τὸ καθῆκον του νὰ εἶναι εὔσπλαγχνος καὶ οἰκτίρμονας· ἔτσι θὰ μοιάζει μὲ τὸ Θεό.
«Τοῦτο εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ ἀξιοῦται ὁ ἄνθρωπος, νὰ ὁμοιάσῃ στὸ Θεὸ εἰς τὸ νὰ ἐλεῇ καὶ νὰ οἰκτείρῃ... Γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν εἶπε, ἐὰν νηστεύετε, θὰ εἶστε ὅμοιοι μὲ τὸν Πατέρας σας· δὲν εἶπε, ἐὰν ζεῖτε ἐν παρθενία, δὲν εἶπε ἐὰν προσεύχεσθε, ὅμοιοι θὰ γίνετε μὲ τὸν Πατέρα σας. Ἀλλὰ τί ἀκριβῶς; Νὰ γίνετε οἰκτίρμονες!...».
Δηλαδὴ καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νὰ μοιάσει στὸ Θεό ὡς πρὸς τὶς ἐνέργειές Του. Ἐτοῦτο ὅμως τὸ γεγονὸς δὲν τὸ πολυκαταλαβαίνει. Γιατὶ, μπορεῖ νὰ θαυμάζει τὸ Θεὸ γιὰ τὴν σοφία Του· μπορεῖ νὰ ἔχει δέος γιὰ τὴ δύναμή Του, μὰ δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τὴν καλωσύνη καὶ τὴν εὐσπλαγχνία Του. «Εἶναι τόσο μεγάλη καὶ πλατειὰ ἡ θεία καλωσύνη, ποὺ φαίνεται ἀπίστευτη στὸν ἄνθρωπο».
Αὐτὴ δὲ ἡ καλωσύνη καὶ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ ἔχει ἕνα μονάχα σκοπό· νὰ φέρει τὸν ἄνθρωπο σὲ μετάνοια. Νὰ κατανικήσει τὴν ἁμαρτωλότητα καὶ τὴν μικρότητά του καὶ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ εἶναι στὸ χέρι του νὰ τὸ κάνει.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὁ Θεὸς δίδει προθεσμία καὶ πίστωση χρόνου στὸν ἄνθρωπο.. Ἀναβάλλει κάθε καταδίκη, γιατὶ ὁ Ἴδιος τὸ λέει ξεκάθαρα: «δὲν θέλω νὰ πεθάνει ὁ ἁμαρτωλός. Θέλω καὶ περιμένω νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ζήσει!».
Ὁ Θεὸς περιμένει καὶ ἐμεῖς ἀργοποροῦμε. Ἐπιθυμεῖ νὰ ζήσουμε, καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν πρακτική μας ξεθεμελιώνουμε τὴ ζωή! Δίδει πίστωση χρόνου καὶ ἀναβάλλει κάθε τιμωρία, καὶ ἐμεῖς ξοδεύουμε τὸν χρόνο Του μὲ ἐπιπολαιότητα καὶ ἀβελτηρία!
Μέχρι πότε θὰ μποροῦμε νὰ περπατᾶμε μόνοι στὴν μοναξιά μας; Πότε θὰ νοιώσουμε τὴν ἀνάγκη τῆς κοινωνίας μὲ τὸ Θεό; Καὶ πότε θὰ καταλάβουμε πὼς ἡ εὐσπλαγχνία καὶ τὸ ἔλεός Του εἶναι τόσο πλούσια καὶ μεγάλα, ποὺ μποροῦν νὰ συγχωροῦνε καὶ τὴ δική μας ἀδιαφορία καὶ φυγή;
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὸ ἔχουμε ἆραγε σκεφτεῖ πὼς τὸν κόσμο μας δὲν τὸν κρατάει ἡ τυχὸν ἁγιωσύνη μας, ποὺ κι αὐτὴ δὲν ὑπάρχει, μὰ ἡ εὐσπλαχνία καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ; Καὶ τὸ ἔχουμε κατανοήσει πὼς καλούμαστε νὰ μοιάσουμε μὲ τὸ Θεό, ὅπως καὶ πιὸ πάνω εἴπαμε, ὄχι στὴ σοφία, ποὺ δὲν μποροῦμε, μήτε στὴ δύναμη Του, ποὺ μᾶς εἶναι ἀπλησίαστη, μὰ καλούμαστε νὰ τοῦ μοιάσουμε στὴν εὐσπλαγχνία καὶ τὸ ἔλεος;
Ὁ Χριστὸς εἶναι εὔσπλαγχνος, γεμᾶτος ἀπὸ τὸ ἔλεος καὶ τὸν οἰκτιρμὸ γιὰ ὅλους μας. Μὲ τὸ δικό Του οἰκτιρμὸ καὶ τὸ ἔλεος στέκεται, βρίσκεται καὶ πορεύεται ὁ κόσμος.
«Καλοὶ καὶ πονετικοὶ νὰ εἴμαστε κι ἐμεῖς μεταξύ μας, γιὰ νὰ στέκεται καὶ νὰ οἰκοδομῆται ἡ ζωή μας». Καὶ τότε ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ θά ᾿ρθει νὰ συμπληρώσει τὶς δικές μας ἀδυναμίες καὶ νὰ ἀναπληρώσει τὶς δικές μας ἐλλείψεις. Μὰ πρῶτα πρέπει ἐμεῖς νὰ κάνουμε τὸ πρῶτο βῆμα. Αὐτὸ τὸ δικό μας βῆμα ὁ Χριστὸς ἐνισχύει καὶ στερεώνει.
Πηγή: www.imml.gr

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...