Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 10, 2011

Παπά Γιώργης Χιωτάκης, ο ζωντανός βράχος των Λευκών Ορέων!



Σκέφτηκα πως πρέπει να γράψω για τον παπά Γιώργη Χιωτάκη, όταν ετοίμαζα για αναδημοσίευση το αφιέρωμα στον παπά Φώτη. Για λόγους, που ελπίζω να γίνουν φανεροί, ο παπά Φώτης μου θύμισε τον παπά Γιώργη…
Ο παπά Γιώργης Χιωτάκης είναι ένας ηλικιωμένος πια παπάς από κάποιο πολύ ορεινό χωριό των Σφακίων της Κρήτης. Παντρεμένος και πατέρας πολλών παιδιών (νομίζω δέκα), έχει και για ενορία πολλούς οικισμούς, ανθρώπινες αετοφωλιές σφηνωμένες σε δυσπρόσιτα σημεία των Λευκών Ορέων, στις Σφακιανές Μαδάρες, που ο ίδιος τις ανεβοκατεβαίνει δεκαετίες τώρα πεζός, περπατώντας με τα χοντρά κρητικά στιβάνια του (τις παραδοσιακές κρητικές μπότες).
Είναι ηλιοψημένος και θυμίζει ασκητή από τοιχογραφία βυζαντινού εξωκκλησιού. Στα Σφακιά πασίγνωστος, και πέρα απ’ τα Σφακιά. Τον εκτιμούν όχι μόνο οι πιστοί, αλλά κι εκείνοι που αγαπούν την κρητική πολιτισμική παράδοση, γνήσιος εκφραστής της οποίας θεωρείται ο παπά Γιώργης. Τα Σφακιά, ας σημειωθεί, υπάγονται στη μητρόπολη Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων, που περιλαμβάνει το νότιο τμήμα του νομού Ρεθύμνης και την επαρχία Σφακίων. Δεν περιλαμβάνει καμία πόλη, μόνο ταπεινά χωριά, και θεωρείται η πιο φτωχή μητρόπολη μέσα στο ελληνικό κράτος.
Ο παπά Γιώργης είναι φτωχός και απλός. Ευγενής και πιστός, ευφυής, αλλά και σοφός, σχετικά μικρόσωμος, αλλά με μεγαλοπρέπεια που σοκάρει, με τον φαινομενικά απελέκητο τρόπο ενός ιθαγενούς, δηλ. ενός Έλληνα ιθαγενούς, απ’ αυτούς που η Ευρώπη τους θαυμάζει και τους φωτογραφίζουν οι τουρίστες, που απ’ αυτούς τους τουρίστες ζουν σε μεγάλο βαθμό τα παραθαλάσσια κομμάτια των Σφακιών κι όλης της Κρήτης… Τίμιος, ανεπιτήδευτος, ανόθευτος εκφραστής ενός πολιτισμού διαφορετικού απ’ αυτόν, στον οποίο ξημεροβραδιαζόμαστε εμείς οι πολιτισμένοι και δυτικοποιημένοι –εξευρωπαϊσμένοι– αστοί. Η παρουσία αυτού του παπά, το βλέμμα του, η φάτσα του, η κουβέντα του αλλά και η σιωπή του σε φέρνει σε επαφή με μια σοφία και μια πνευματική κληρονομιά υψηλού επιπέδου και αποδεικνύει πως ο "δικός του" πολιτισμός (ο ρωμέικος και ορθόδοξος - και δικός μας θα μπορούσε να είναι και ήταν κάποτε) παραδόξως δεν έχει ανάγκη ετούτον τον πολιτισμό για να διαθέτει ποιότητα ζωής, ομορφιά, αυτάρκεια, ευγένεια και αγάπη. Όλα αυτά τα αγαθά τα έχει και τα εκφράζει η συμπεριφορά του παπά Γιώργη. Σε κάθε περίπτωση, "λέει" να τον έχεις παπά και "λέει" να ταξιδέψεις μέχρι τα Σφακιά για να τον συναντήσεις.

Η Γέφυρα της Αράδαινας, στα μυθικά ύψη της Μαδάρας, χωρίζει τον... κανονικό κόσμο από τον Άγιο Ιωάννη Σφακίων, το πιο απομακρυσμένο χωριό της επαρχίας. Αν θυμάμαι καλά, από κει είναι ο παπά Γιώργης (φωτο από εδώ). Έχω πάει, αλλά δεν τόλμησα να την περάσω, γιατί ζαλιζόμουνα - και είναι ξύλινη, ούτε με τ' αμάξι δε μπήκα μέσα. Εν τω μεταξύ, ο τύπος στη φωτο κάνει μπάντζι τζάμπινγκ... Να 'ναι ευλογημένος.

Ο παπά Γιώργης Χιωτάκης ανήκει στο ίδιο είδος ανθρώπων όπου ανήκαν ο Παπαδιαμάντης και ο Κόντογλου. Δεν είναι σαν εμένα π.χ., που μου αρέσει να διαβάζω Παπαδιαμάντη και Κόντογλου, αλλά είμαι ένα "τρυφερό πόδι" της Ενωμένης Ευρώπης – εκείνος είναι ό,τι ήταν οι δυο εκείνοι άνθρωποι της δικής μας παράδοσης. Τι είναι, δηλαδή; Έλληνας του παλιού καιρού, να το πω απλά, όχι Εγγλεζάκι, ούτε Αμερικανάκι. Απ’ αυτούς τους Έλληνες, την καλή εκδοχή, που δεν έχουν ανάγκη το Δ.Ν.Τ. και την Ε.Ε. και που τώρα είναι υπό εξαφάνισιν.
Το γράφει και στο Internet μια ταξιδιώτισσα:
Αν σταθείτε τυχεροί θα συναντήσετε τον παπά-Γιώργη Χιωτάκη που η κουβέντα μαζί του θα σας συνεπάρει... ακόμα κι αν τον βρείτε υπερβολικό...
Ο πόνος του για το συνάνθρωπο τον οδήγησε να γίνει μέλος της Ένωσης Σφακιανών Παπάδων, μιας συντροφιάς ορεσίβιων ιερέων της περιοχής του, που έκανε κάποιες πολιτικές και κοινωνικές παρεμβάσεις, ιδίως τις δεκαετίες του ’80 και ’90.
Το 15αύγουστο 2010 ο Λαογραφικός Όμιλος Χανίων τίμησε τον παπά Γιώργη ως έναν από τους γνήσιους εκφραστές της κρητικής πολιτισμικής κληρονομιάς. Ο παπάς ανέβηκε στο βήμα και, αν και δεν είναι λόγιος, διάβασε ένα κομμάτι από αρχαίο εκκλησιαστικό κείμενο για την Κοίμηση της Θεοτόκου, από το πρωτότυπο.
Εκτός από σοφός και στοχαστικός, είναι επίσης μερακλής και τραγουδιστής, τραγουδώντας μαντινάδες και ριζίτικα. Το λέει και ο ταξιδιώτης: 
Μια καλή ημερομηνία για να επισκεφτείτε το φαράγγι [της Σαμαριάς] (και μάλιστα πριν ανοίξει επίσημα για το κοινό) είναι το πρώτο Σαββατοκύριακο του Απριλίου, όταν γίνεται το διήμερο πανηγύρι στη μικρή βυζαντινή εκκλησία της Οσίας Μαρίας, στο εγκαταλελειμμένο χωριό Σαμαριά στην καρδιά του φαραγγιού. Αυτή είναι επίσης και η μία και μοναδική ευκαιρία σας να διανυκτερεύσετε μέσα στο φαράγγι, αλλά πρέπει προηγουμένως να συνεννοηθείτε με τον ΕΟΣ. Χοροστατεί ο εκπληκτικός παπά Γιώργης Χιωτάκης, ένας αντάρτης σφακιανός παπάς, ένας γλεντζές αλλά ταυτόχρονα άγιος άνθρωπος, και ακολουθεί γλέντι με παραδοσιακούς μεζέδες (γραβιέρα και σαρδέλες) (Στέφανος Ψημένος, από εδώ)
Τουρίστες στο πάτο του Φαραγγιού της Σαμαριάς


Ο παπά Γιώργης δεν λέω πως είναι άγιος (ο Θεός ξέρει), αλλά έχει ευλογηθεί με αρκετές ξεχωριστές επισκέψεις της θείας χάριτος. Θα αναφέρω τρεις.
Πριν λίγα χρόνια, σε Θεολογικό Συνέδριο στο Σπήλι (έδρα της μητρόπολης), κατά τη συζήτηση με το κοινό, είπε πως το πρώτο του παιδί πέθανε –ή, μάλλον, κοιμήθηκε–  σε μικρή ηλικία. Ο ίδιος και η παπαδιά του ήταν, φυσικά, συντετριμμένοι, όμως το είδε στον ύπνο του και του είπε: «Μη στενοχωριέσαι, μπαμπά. Τώρα που η μαμά μου θα κάνει άλλο παιδί, θα με αντικαταστήσει στο σπίτι μας». Παπάς και παπαδιά δεν ήξεραν πως η παπαδιά ήταν ήδη έγκυος. «Έτσι» κατέληξε ο παπά Γιώργης «έμαθα για την εγκυμοσύνη στο δεύτερο παιδί μου από την ψυχή του πρώτου παιδιού μου».
Κάποτε, με μια παρέα προσκυνητών, κατέβηκε στο Φαράγγι της Σαμαριάς να λειτουργήσουν σ’ ένα ξωκλήσι. Όταν έφτασαν όμως, διαπίστωσαν πως κανείς δεν είχε φέρει μαζί του πρόσφορο - και ήταν πολύ μακριά από κατοικημένες περιοχές, για να πάνε να αναζητήσουν. Απογοητευμένος, ο παπά Γιώργης μπήκε στο εκκλησάκι και βλέπει στο Ιερό, στην αγία τράπεζα, ακουμπισμένο ένα φρέσκο πρόσφορο… Όχι ολόκληρο, αλλά μόνο το κεντρικό κομμάτι με τη σφραγίδα, δηλ. εκείνο που χρειάζεται ο ιερέας για να τελέσει τη θεία λειτουργία!
Το γεγονός αυτό, έτσι λιτό όπως το διηγήθηκε με δέος ο Κρητικός παπάς, είναι κι ένα τεκμήριο της αυθεντικότητας των αρχαίων διηγήσεων για τους απομονωμένους ασκητές, που τους έφερνε άγγελος ψωμί να φάνε.

Το ξωκλήσι του αγίου Νικολάου, μέσα στο Φαράγγι της Σαμαριάς (από εδώ)

Πριν λίγα χρόνια τελούσε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας στη βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας στο Λουτρό, το διάσημο τουριστικό θέρετρο των Σφακίων. Κάποια στιγμή, από τα μάτια της Παναγίας, σε μια πολύ παλιά φορητή εικόνα, και από τα μάτια των αγγέλων που είναι ζωγραφισμένοι στην κάτω μεριά, άρχισαν να τρέχουν δάκρυα. Ο παπάς κατέγραψε σ’ ένα χαρτί το περιστατικό με ημερομηνία, το υπέγραψε ο ίδιος και όλο το εκκλησίασμα και το τοιχοκόλλησε στην εκκλησία, όπου βρίσκεται ακόμη, ως μια μαρτυρία για όσους έχουν ανοιχτό μυαλό σε αλήθειες μη εξευρωπαϊσμένες (με το συμπάθειο).
Κάποια στιγμή ο παπά Γιώργης φιλοξένησε και το Γέροντα Πορφύριο, που βρέθηκε για λίγες μέρες στις Σφακιανές Μαδάρες χωρίς κανείς να καταλάβει πώς ήρθε και πώς έφυγε. Επισκέφτηκαν μερικά χωριά και είχαν σημαντικές πνευματικές συζητήσεις.
Μυθικά είναι όλα αυτά άραγε; Ζει ο παπά Γιώργης, απ’ όσο ξέρω (Οχτώβρης 2011), και μπορεί κανείς να τον γνωρίσει –αξίζει να τον γνωρίσει– και να δει αν είναι ψεύτης, παλαβός ή φαντασιόπληκτος, αυτός ο πολύτεκνος, μερακλής φτωχόπαπας, που γυρίζει με τα πόδια στα δυσπρόσιτα χωριά που έχει υπ’ ευθύνη του. Και τι έγινε; Έρχου και ίδε.

Λουτρό Σφακίων. Πας μόνο με καραβάκι από τη Χώρα Σφακίων, όπως οι τουρίστες, ή κατεβαίνοντας σαν αγριοκάτσικο απ' τη Μαδάρα, όπως ο παπά Γιώργης... (από εδώ)

Για τον παπά Γιώργη γράφει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Ψιλάκης στο άρθρο του Γέννηση, η ανατολή των πραγμάτων (από κει και η φωτο στην αρχή του post):
Ξένος τοκετός εκ κόρης θεόπαιδος...
Η φωνή που ραγίζει τη σκοτεινή νύχτα του Δεκέμβρη με λάμψεις φωτός, η ετήσια επανάληψη που μοιάζει καταφυγή. Ακούω πάλι το Λόγο καθώς ξεφυλλίζω το συναξάρι της μνήμης. Σε κάθε ναό γεννιέται κι ένας Χριστός. Προαιώνια η ελπίδα που γίνεται σάρκα, σαν την ανθρώπινη. Ταξινομώ και πάλι τις στιγμές και τις εικόνες. Σπήλαιο, φάτνη, ποιμένες· εικόνες – αρχέτυπα. Ένας παπάς ταπεινός, ένα παλιό βιβλίο κι ένα καντήλι. Βλέπω το χέρι του που ακουμπά στο χαρτί για να μη χάσει τις γραμμές στη γλυκιά (και κάποτε νοσταλγική) αρχαΐζουσα· δεν χρειάζεται να ξέρεις γράμματα πολλά για να καταλάβεις, αρκεί να ξέρεις να διαβάζεις τα σημάδια των ημερών, να τα καταφέρνεις στην ανάγνωση του κόσμου. Μου αρέσει που κάποτε οι παπάδες ήταν και ποιμένες μαζί, να, όπως γίνεται τώρα με τις εξαιρέσεις, πως ήξεραν από σπήλια και λέσκες, πως κατηφόριζαν στα χειμαδιά το φθινόπωρο, τυροκομούσαν, έσπερναν, θέριζαν· ήξεραν τι σημαίνει ζεστασιά στις κρύες νύχτες του χειμώνα. Κοιτάζω τον παπά Γιώργη να μετρά τα Γράμματα με το δάκτυλο, να συλλαβίζει τον προαιώνιο Λόγο, Αυτόν που γνωρίζει ως άδηλη γραφή. Κάπου εκεί στην αυγή του κόσμου υπήρξε μια γέννηση. Ο παπά Γιώργης ξέρει την ιστορία όπως την άκουγε από παιδί.
Ναι, μια γέννηση, που άλλοι τη λένε Μεγάλη Έκρηξη, άλλοι βλέπουν το σκότος που διαλύεται. Από μια γέννηση αρχίζει ο κόσμος…

Θέλω νὰ τὸν αἰσθανθῶ τὸν Θεό (Ἐμπειρίες γνήσιες-νόθες)

Βαρνάβας Λαμπρόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης)



ΝΟΣΗΡΗ ΛΑΧΤΑΡΑ ΓΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ

Οἱ Φαρισαῖοι καὶ Σαδδουκαῖοι, ζητώντας ἀπὸ τὸν Κύριο σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ. Τοῦ ζητοῦσαν θαῦμα, ποὺ ἔχει τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν θαυμάτων τοῦ ἀντίχριστου, δηλαδὴ «θαῦμα», ποὺ χορταίνει τοὺς ἀνθρώπους μὲ ΣΑΡΚΙΚΟ ΦΡΟΝΗΜΑ καὶ τρέφει τὴν ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑ καὶ τὸν ΕΓΩΙΣΜΟ τους.

Ὁ Κύριος, ἀκούγοντας μία τέτοια ἀπαίτηση, ἔδωκε τὴν αὐστηρὴ ἀπάντηση: «Γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλίς, σημεῖον ἐπιζητεῖ, ὅμως σημεῖον δὲν θὰ τοὺς δοθῆ κανένα ἄλλο, παρὰ μόνον τὸ σημεῖον τοῦ Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου» (Ματθ. 16, 4).

Μὲ τὴν φράση «σημεῖον τοῦ Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου» ὁ Κύριος ἐννοοῦσε τὰ σημεῖα, ποὺ θὰ συνόδευαν τὸν Θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του:

Τότε ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸ «σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ».

Τότε ὁ ἥλιος εἶδε τὸν Κύριο σταυρωμένο καὶ ἐσκοτίσθη ὥρα μεσημέρι, καὶ ἁπλώθηκε παντοῦ πηχτὸ σκοτάδι, ποὺ διήρκεσε τρεῖς ὧρες. Τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐσχίσθη στὰ δύο, ἀπὸ ἐπάνω μέχρι κάτω. Ἔγινε σεισμὸς καὶ οἱ βράχοι ἐσχίσθηκαν. Τὰ μνημεῖα ἄνοιξαν καὶ πολλοὶ ἅγιοι ἀναστήθηκαν καὶ ἐμφανίσθηκαν σὲ πολλοὺς στὴν ἁγία Πόλη (Ματθ. 27, 45-53).

Καὶ ὅταν ὁ Κύριος ἀναστήθηκε ἔγινε πάλι σεισμός. Φωτοφόρος ἄγγελος κατέβη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὸν ἅγιο Τάφο, σὰν μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεώς Του, καὶ τρόμαξε τοὺς φύλακες, ποὺ - ταγμένοι, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ζητοῦσαν σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ - φρουροῦσαν τὸν τάφο. Αὐτοὶ οἱ φύλακες ἀνήγγειλαν στὸ Ἰουδαϊκὸ Συνέδριο τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ ὅμως, ὅταν ἄκουσε «τὸ σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ», τὸ ἀντιμετώπισε μὲ τὴν ἴδια καταφρόνηση καὶ τὸ ἴδιο μίσος, ποὺ εἶχε ἀντιμετωπίσει καὶ ὅλα τὰ προηγούμενα θαύματα τοῦ Κυρίου. Καὶ γι' αὐτὸ ἐδωροδόκησε τοὺς φύλακες, καὶ βάλθηκε νὰ σκεπάσει μὲ τὸ σκοτάδι τῆς ψευτιᾶς τὸ θαῦμα!

(Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΑ Ἔκδοση Ἱ. Μητροπόλεως Νικοπόλεως)


ΘΕΪΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΓΝΗΣΙΕΣ- ΝΟΘΕΣ

1. Ὅταν κάποιος ἀναζητεῖ τὸν Θεό, δὲν θέλει ἁπλὰ νὰ λύσει μία ἀπορία του. Δὲν προσπαθεῖ νὰ ἱκανοποιήσει μόνο μία μεταφυσικὴ ἀνησυχία του. Δὲν ψάχνει, οὔτε γιὰ μία ἐνδιαφέρουσα φιλοσοφία, οὔτε γιὰ μία συναρπαστικὴ θεωρία. Θέλει νὰ βρεῖ τὸν Θεό. Καὶ - ἂν εἶναι δυνατό: νὰ Τὸν ἰδεῖ μὲ τὰ μάτια του - μὲ τὰ σωματικά του μάτια· καὶ νὰ Τὸν ἀκούσει μὲ τὰ αὐτιά του - μὲ τὰ σωματικά του αὐτιὰ- καὶ νὰ Τὸν πιάσει μὲ τὰ χέρια του!

Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ψάχνει γιὰ τὸν Θεό, θέλει νὰ λύσει ἕνα πρόβλημά του, ποὺ ἔχει τρομακτικὲς συνέπειες γιὰ τὴν ζωή του. Γιατί μετά, ἀφοῦ δηλαδὴ Τὸν βρεῖ, θὰ πρέπει νὰ γίνει ὁ Θεὸς τὸ κέντρο τῆς ζωῆς του. Καὶ γι' αὐτό, γιὰ νὰ ἀποδεχθῆ τὸν Θεό, δὲν τοῦ ἀρκοῦν ὄμορφες σκέψεις καὶ συνθήματα! Θέλει ψηλαφητὴ γνώση. Ἀναζητεῖ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ. Ἀναζητεῖ μία ΑΙΣΘΗΤΗ ΣΙΓΟΥΡΙΑ ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει, ὅτι εἶναι κοντά του. Ὅλα αὐτὰ θέλει νὰ τὰ νιώσει μὲ τὶς αἰσθήσεις του. Μὲ τὶς ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ του αἰσθήσεις. Γιατί αὐτὲς δίνουν σιγουριά.

Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε μία πάστα. Ἴδιο σῶμα. Ἴδια σκέψη. Ἴδια συναισθήματα. Ἴδιες ἀνησυχίες. Ἴδιες ἀναζητήσεις. Καὶ ὁ πόθος γιὰ ἐμπειρικὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεὸ εἶναι ὁ ἴδιος παντοῦ καὶ πανανθρώπινος. Τὸν βρίσκομε, σὲ ὅλους τοὺς λαοὺς καὶ σὲ ὅλα τὰ πλάτη τῆς γῆς.

2. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει θρησκεία χωρὶς ἀναφορὰ σὲ ἐμπειρίες. Οὐσιαστικὸ στοιχεῖο σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες ὅλων τῶν ἐποχῶν εἶναι οἱ ἐμπειρίες. Ἀπὸ τὴν παγερὴ Σιβηρία, μέχρι τὰ βάθη τῆς Ἀφρικῆς, πουθενὰ δὲν λείπουν μάγοι καὶ μάγια, ποὺ δείχνουν αἰσθητὰ τὴν παρουσία στὴν ζωὴ μας ἑνὸς κόσμου ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο μας.

Ἑστίες τέτοιων ἐμπειριῶν ἦταν στὴν ἀρχαιότητα τὰ μεγάλα «ἱερά» τῆς εἰδωλολατρίας. Π.χ. τῶν Δελφῶν, τῆς Δωδώνης, τῆς Ἐπιδαύρου, τῆς Δάφνης κ. ἄ.

Ἀλλὰ καὶ στὴν σύγχρονη ἐποχή, καὶ μάλιστα στὶς «πιὸ» πολιτισμένες κοινωνίες, ἀκόμη καὶ στὰ πιὸ «διαφωτισμένα» πρόσωπα τῆς πανεπιστημιακῆς νεολαίας, συναντᾶμε τὴν ἴδια δίψα γιὰ σωματικὴ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ:

• Οἱ ἐξεγερμένοι φοιτητὲς στὸ Μπέρκλεϋ τῆς Καλιφόρνιας τὴν δεκαετία τοῦ 70, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα φώναζαν: «Ἕνας Θεὸς ποὺ δὲν ἀγγίζει τὴν ὕπαρξή μας, ἕνας Θεὸς ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ σῶμα μας, μᾶς εἶναι ἄχρηστος• δὲν τὸν χρειαζόμαστε• δὲν τὸν θέλουμε» (1).

• Παρόμοια καὶ ὁ μεγάλος σκηνοθέτης Μπέργκμαν, σὲ μία σκηνὴ τῆς ταινίας του «Ἕβδομη Σφραγίδα», βάζει τὸν πρωταγωνιστὴ νὰ ρωτάει μὲ ἀγωνία: «Γιατί νὰ εἶναι τόσο ὀδυνηρὰ ἀδύνατο νὰ συλλάβει κανεὶς τὸν Θεὸ μὲ τὶς αἰσθήσεις; Ἐγὼ θέλω ὁ Θεὸς νὰ μοῦ ἁπλώσει τὸ χέρι Του- νὰ μοῦ ἀποκαλυφθῆ αἰσθητὰ- καὶ νὰ μοῦ μιλήσει» (2). Ζητάει δηλαδὴ νὰ ζήσει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς αἰσθήσεις του.

Ἀλλὰ καὶ στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας κάτι τὸ ἀνάλογο ἔχομε. Ἀκοῦμε τοὺς ἁγίους μας νὰ μιλᾶνε μὲ παρόμοια γλώσσα.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, στὸν «Περὶ Εἰκόνων» λόγο του, λέγει ξεκάθαρα στοὺς αἱρετικούς, ποὺ δὲν ἤθελαν, οὔτε νὰ ἀκοῦνε λόγο γιὰ εἰκόνες καὶ λείψανα ἁγίων: «Ἄνθρωπος εἶμαι καὶ ἐγὼ- καὶ ἔχω σῶμα»• καὶ γι' αὐτὸ «ποθῶ νὰ βλέπω καὶ σωματικὰ καὶ νὰ ἐπικοινωνῶ (καὶ σωματικὰ) μὲ τὰ ἅγια» (3).

Εἶναι φυσικό, ὅτι μετὰ ἀπὸ μία τέτοια παγκόσμια καὶ πανανθρώπινη ἀναζήτηση, οἱ ἐμπειρίες ἐπισημαίνονται καὶ καταγράφονται, σὰν θησαυροὶ πολύτιμοι.


Α
ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΙΣ ΒΛΕΠΩΜΕ


1. Οἱ θρησκευτικὲς ἐμπειρίες, ὅπως εἴδαμε, εἶναι ἕνα πλῆθος ἀπέραντο! Καὶ καλὲς καὶ κακές. Καὶ εὐεργετικὲς καὶ καταστροφικές. Καὶ φανερώσεις τοῦ Θεοῦ- καὶ μαύρη μαγεία.

Καὶ σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ὅσο καὶ ἂν ἀπέχουν πολὺ ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη - καὶ τοπικὰ καὶ χρονικὰ -, ὅσο διαφορετικὲς καὶ ἂν εἶναι, βλέπομε ὅτι ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο κώδικα μαρτυρίας γιὰ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς κόσμου ἐξωφυσικοῦ ἢ ὑπερφυσικοῦ.

Γνήσιες ἐμπειρίες μᾶς δίνει ἡ ἁγία Γραφή: Εἶναι ἐκεῖνες, στὶς ὁποῖες μιλάει ὁ Θεὸς σέ μᾶς, καὶ μᾶς φανερώνει τὸν Ἑαυτό Του καὶ τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας μας. Τέτοιες ἀποκαλύψεις εἶναι:

* ἡ φανέρωσή Του στὸν Ἀδάμ·

* ἡ φανέρωσή Του στὸν Νῶε·

* ἡ φανέρωσή Του στὸν Ἀβραάμ, στὸν Ἰσαάκ, στὸν Ἰακώβ·

* ἡ φανέρωσή Του στὴν βάτο, στὸ Σινᾶ, στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα, στὴν ἔρημο ὡς νεφέλη φωτεινὴ καὶ ὡς στήλη πυρός·

* καὶ πρὸ παντὸς ἡ φανέρωσή Του ἐν Χριστῷ στὴν Καινὴ Διαθήκη.

Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλες, σκοτεινῆς ἢ ὕποπτης προέλευσης. Π.χ. οἱ παρεμβάσεις τοῦ ὄφεως στὸν Ἀδὰμ καὶ στὴν Εὔα.

Ἀνάλογες ἐμπειρίες ἔχομε στὶς θρησκεῖες τῶν Ἑλλήνων, τῶν Αἰγυπτίων, τοῦ Σουμερίων, τῶν Ἀζτέκων, κλπ.. Καὶ σ' αὐτὲς τὶς θρησκεῖες συναντᾶμε πλῆθος ἐμπειριῶν, ποὺ - κατὰ τὴν πίστη τῶν ὀπαδῶν τοὺς - προκαλοῦνται ἢ προέρχονται ἀπὸ ἐξωκοσμικὲς «θεϊκὲς» δυνάμεις.
Καὶ στὶς παραδοσιακὲς θρησκεῖες, καὶ σὲ ὅλες τὶς νέες θρησκευτικὲς ὁμάδες, ποὺ τὶς ὀνομάζομε «σέκτες», συναντᾶμε ἕνα ἀπέραντο πλῆθος αἰσθητῶν θρησκευτικῶν ἐμπειριῶν. Βλέπομε λοιπόν, ὅτι ἔχομε νὰ κάνουμε μὲ ἕνα ὠκεανὸ θρησκευτικῶν ἐμπειριῶν.

2. Ὅμως, ὅλο αὐτὸ τὸ νερό, (ἀλλοῦ θολό, ἀλλοῦ καθαρὸ• ἀλλοῦ πικρό, ἀλλοῦ γλυκό, ἀλλοῦ βρώμικο κ.α.), εἶναι τόσο θεμελιακὰ διαφορετικὸ στὴν κάθε περίπτωση, ὥστε νὰ θεμελιώνεται σ' αὐτὲς ἡ διαφορὰ τῶν θρησκειῶν καὶ ὁ φανατισμὸς τῶν ὀπαδῶν τους.

Εὐλόγα, πλέον, δημιουργοῦνται τὰ ἐρωτήματα:

* Εἶναι δυνατὸν ὅλο αὐτὸ τὸ νερὸ νὰ πηγάζει (ὅπως πολλοὶ ὑποστηρίζουν) ἀπὸ ΜΙΑ πηγή;

* Καὶ ἂν οἱ πηγὲς εἶναι περισσότερες, καὶ μὲ διαφορετικὸ ἡ κάθε μία νερό, ἐπιτρέπεται νὰ τὶς βάζουμε ὅλες αὐτὲς στὸ ΙΔΙΟ καζάνι; Νὰ τὶς βλέπωμε σὰν «ἕνα»; Γιὰ παράδειγμα: Ἐμπειρία ἦταν καὶ ἡ παρέμβαση τοῦ ὄφεως (τοῦ διαβόλου) στὴν Εὔα, ἐμπειρία ἦταν καὶ ἡ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ στὸν Ἀδάμ. Πῶς μποροῦν νὰ χωρέσουν στὸ ἴδιο καζάνι, τὴν στιγμὴ ποὺ ἔχουν ὄχι μόνο διαμετρικὰ ἀντίθετες, ἀλλὰ καὶ ἀντίπαλες, πηγές;

* Εἶναι ὅλες ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἢ προέρχονται καὶ ἀπὸ ἄλλες δυνάμεις; Πῶς μποροῦμε νὰ εἴμαστε σίγουροι, ὅτι μία θρησκευτικὴ ἐμπειρία πηγὴ της ἔχει τὸν Ἕνα Ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ὄχι ἄλλες δυνάμεις; Βρισκόμαστε ἑπομένως μπροστὰ σὲ μία μεγάλη ἀπορία. Δὲν ἀρκεῖ μία κάποια ἀπάντηση-τοποθέτηση. Πρέπει νὰ εἶναι μελετημένη καὶ ὑπεύθυνη!

3. Εἶναι λοιπὸν ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη, νὰ γίνει ἕνα ξεκαθάρισμα. Ξεκαθάρισμα, ποὺ δὲν ἔχει ἁπλῶς τὸν σκοπὸ νὰ ἱκανοποιήσει μία ἀνθρώπινη περιέργεια. Δὲν πᾶμε, οὔτε νὰ λύσουμε... σταυρόλεξα, οὔτε νὰ παίξουμε μέ... πάζλ. Δὲν εἶναι οὔτε διασκέδαση, οὔτε παιχνίδι. Ἀφοῦ ἔχει σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν θρησκεία, πρόκειται γιὰ ξεκαθάρισμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξαρτᾶται ἡ ζωή μας ἢ ὁ θάνατός μας. Ἀπὸ αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία μας.

Μὲ ἄλλα λόγια χρειάζεται νὰ γίνει διάκριση ἀνάμεσα σὲ ἐμπειρίες ποὺ ἀναδίδουν «ὀσμὴν ζωῆς εἰς ζωὴν» καὶ σὲ ἄλλες, ποὺ ἀναδίδουν «ὀσμὴν θανάτου εἰς θάνατον» (γιὰ νὰ παραφράσουμε τὸν Παῦλο).

Ποιὲς ἐμπειρίες μᾶς ὁδηγοῦν στὴν Ἀλήθεια καὶ στὴν Ζωή; Καὶ ποιὲς ἐμπειρίες μᾶς ὁδηγοῦν στὸ ψέμα καὶ στὸν θάνατο;

Κάποιοι ἀρχαῖοι ἕλληνες φιλόσοφοι ἔβαλαν τὴν δύναμη τοῦ κεφαλιοῦ τους, καὶ κριτικάροντας ἐμπειρίες, διδασκαλίες, ἔθιμα τῆς θρησκείας τους, ἀπέρριψαν κάποια ἀπὸ αὐτά. Ἀλλὰ στάθηκαν ἀνίκανοι νὰ ξεκαθαρίσουν τὰ πράγματα. Ἦσαν μικροὶ καὶ λίγοι γιὰ τέτοιο ἔργο.

Εἴμαστε ὅλοι μικροὶ καὶ λίγοι γιὰ ἕνα τόσο μεγάλο ἔργο. Κανεὶς δὲν τὸ μπορεῖ. Μεγάλος μπελὰς γιὰ μᾶς ἕνα τέτοιο ἔργο. Ἐμεῖς τὸ πολὺ ποὺ μποροῦμε, εἶναι νὰ ἰδοῦμε, ἂν μία ἐμπειρία εἶναι τῆς τάξης τοῦ κόσμου τούτου, ἂν εἶναι μία φυσικὴ ἐμπειρία• ἡ ἂν εἶναι μία καθαρὰ ὑπερφυσικὴ ἐμπειρία.


4. Τὸν φοβερὸ «μπελὰ» γιὰ αὐτὸ τὸ ξεχώρισμα τὸν ἀνέλαβε γιὰ χάρη μας ὁ ἴδιος ὁ Θεός, σὰν πατέρας μας.

Τὸ σωτήριο αὐτὸ ἔργο, τὸ ἄρχισε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη· καὶ τὸ ὁλοκλήρωσε στὴν Καινὴ Διαθήκη. Καί, ὅπως γνωρίζομε, τὸ ξεκαθάρισμα αὐτό, Τοῦ κόστισε πολὺ ἀκριβά! Τὸ πλήρωσε μὲ τὸν θάνατό Του καὶ μὲ τὸ Τίμιο Αἷμα Του. «Ἠγοράσθημεν τιμῆς» (Α' Κορ. 7, 23).

5. Ἡ Ἁγία Γραφὴ μαρτυρεῖ σαφέστατα ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ΕΝΑΣ- καὶ εἶναι ὁ «ἐπὶ πάντων Θεὸς» (Ρωμ. 9, 5). «Πάντες δὲ οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν δαιμόνια» (Ψαλμ. 95, 5). Δηλαδή, «ὅλοι οἱ ἄλλοι, οἱ λεγόμενοι 'θεοὶ' τῶν ἄλλων θρησκειῶν, εἶναι δαιμόνια»!

Ἡ διάκριση εἶναι σαφής. Δὲν ὑπάρχουν «γκρίζες ζῶνες» ἀνάμεσα στὰ δύο. Ἕνας εἶναι ὁ Κύριος τῆς Δόξης, ἡ Πηγὴ τοῦ μόνου Ἀληθινοῦ Φωτός. Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι ἐκπεσόντες ἄγγελοι, πνεύματα τοῦ σκότους, δαιμόνια πονηρά, ποὺ ὁδήγησαν τοὺς ἀνθρώπους στὸ χάος τῆς εἰδωλολατρίας.

Οἱ εἰδωλολάτρες, καὶ οἱ τότε καὶ οἱ τώρα, εἶχαν καὶ ἔχουν βουλιάξει σὲ ἕνα φοβερὸ πελάγωμα! Γι' αὐτούς, καὶ τὰ κακὰ πνεύματα ἦταν θεοί, καὶ τὰ ἀγαθὰ πνεύματα ἦταν θεοί. Καὶ σὲ πολλὲς εἰδωλολατρίες, παλιότερες καὶ σημερινές, ὁ ἀγαθὸς θεὸς καὶ ὁ κακὸς θεὸς ἦταν οἱ δύο ὄψεις τοῦ ἴδιου νομίσματος. Ἔτσι λοιπόν, καὶ οἱ τότε εἰδωλολάτρες ὁδηγοῦσαν - καὶ οἱ τώρα συνεχίζουν νὰ ὁδηγοῦν - σὲ ἕνα χάος. Καὶ χάος σημαίνει σκοτάδι- κατάσταση ἀξεκαθάριστη. Γιά μᾶς, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀξεκαθάριστη.

6. Αὐτὴ τὴν χαώδη κατάσταση ἀνέλαβε νὰ τὴν ξεκαθαρίσει γιὰ χάρη μας ὁ ἴδιος ὁ Θεός!
Ἦταν γι' Αὐτὸν εὔκολο; Καθόλου! Ὁ Θεὸς «τρόμαξε» νὰ βγάλει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ αὐτὸν τὸν σκοτεινὸ λαβύρινθο τῆς πολυθεΐας. Παιδεύτηκε πολύ, γιὰ νὰ ξυπνήσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν βοηθήσει, νὰ τὸ νιώσει, νὰ καταλάβει ἀπὸ ἐμπειρία «ὅτι εἶναι ὁ μόνος Κύριος καὶ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεός, οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε στὴν γῆ».

Τελικά, αὐτὸ εἶναι τὸ ξεκάθαρο. Ὑπάρχει ἕνας Θεός, ποὺ εἶναι ὁ μόνος Κύριος· καὶ ἄλλος, ἔξω ἀπὸ Αὐτόν, δὲν ὑπάρχει• οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε στὴν γῆ. Καὶ αὐτό, ὁ Θεὸς δὲν τὸ ἀποκαλύπτει στοὺς ἀνθρώπους, στέλνοντας ἁπλῶς ἕνα μήνυμα, ἢ παραδίδοντας μία προφορικὴ ἢ γραπτὴ διδασκαλία. Τὸ ἔκανε βέβαια καὶ αὐτό.

Συγκαταβαίνοντας ὅμως στὴν ἀνθρώπινη δίψα γιὰ αἰσθητὲς ἐμπειρίες, ἐπιλέγει ἕνα πολὺ «ἐποπτικὸ» καὶ ἐμπειρικὸ τρόπο διαπαιδαγωγήσεώς μας: τὴν ἀντιπαράταξη μὲ τὰ δαιμόνια.

7. Καταδέχεται νὰ ἀντιπαρατάσσεται μὲ τοὺς δαίμονες. Καταδέχεται νὰ παλεύει μαζί τους.
«Δι' ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν» καταδέχεται μπροστὰ στὰ μάτια μας νὰ «κονταροχτυπιέται» πρόσωπο πρὸς πρόσωπο μὲ τὰ πνεύματα τοῦ σκότους, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ δείχνει σὲ μᾶς τὴν ἀκαταμάχητη δύναμή Του. (Τὸ «κονταροχτυπιέται» τὸ λέμε, χωρὶς καμμία δόση «θεοπασχητισμοῦ»). Ἀναγκάζεται μὲ χοντροκομμένο τρόπο νὰ ταρακουνάει τὸν σκληρόκαρδο ἄνθρωπο, ποὺ βρίσκεται κυριολεκτικὰ σὲ ἀφασία• καὶ ἔχει (κατὰ τὸν Χρυσόστομο) «διάνοιαν παχυτέραν καὶ ἀναισθητοτέραν»· δηλαδή, εἶναι πολὺ «χοντροκέφαλος καὶ πολὺ ξεροκέφαλος»• καὶ γι' αὐτό, «χάσκει καὶ ρέπει πρὸς τὰ σωματικὰ» (4).

Ἀναγκάζεται, μᾶς λέει πάλι ὁ Χρυσορρήμων, νὰ παρατάσσεται ὁ Θεὸς γιὰ χάρη μας «πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου», γιὰ νὰ ἀνάψει μέσα μας «τὸν σπινθήρα τῆς πίστεως» (5).

8. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ «σπινθήρας τῆς πίστεως»; Εἶναι τὸ κατ' ἀρχὴν ξεκαθάρισμα, ὅτι βασικὰ ὑπάρχουν δύο πηγὲς θρησκευτικῶν ἐμπειριῶν: ἀφ' ἑνὸς ὁ Ἕνας Ἀληθινὸς Παντοδύναμος Θεός· καὶ ἀφ' ἑτέρου οἱ δαίμονες, οἱ ἐκπεσόντες ἄγγελοι, ποὺ μπροστά Του εἶναι ἀνίσχυροι- καὶ «φρίττουν καὶ τρέμουν».

Ἀνάβοντας μέσα μας αὐτὸν τὸν «σπινθήρα τῆς πίστεως» ὁ Θεὸς θέλει νὰ μᾶς κάμει ἀνθρώπους ἀληθινὰ πιστούς, μὲ πίστη καὶ ἐπίγνωση. Φῶς
Του. Στόμα Του. Κήρυκές Του, ποὺ νὰ ἐξαγγέλλουμε τὰ μεγαλεῖα Του.

Ὁ Θεὸς θέλει νὰ δημιουργήσει ἑστίες φωτὸς- ὁμάδες ἐργατῶν τῆς Βασιλείας Του. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἐκλογὴ τοῦ Ἰσραήλ: «Ὑμεῖς, γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν (=γιὰ νὰ τὸν κάμει ὄργανό Του, νὰ κηρύττει τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ), ὅπως τὰς ἀρετὰς ἑξαγγείλητε τοῦ ἐκ σκότους καλέσαντος ὑμᾶς εἰς τὸ θαυμαστὸν αὐτοῦ φῶς» (Α' Πέτρου, 2, 9).

Καὶ ὁ Θεὸς καλεῖ καὶ τὸν Παλαιὸ καὶ τὸν Νέο Ἰσραὴλ ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ Φῶς, ἀντιπαρατασσόμενος συχνὰ μὲ τοὺς σκοτεινοὺς δαίμονες. Εἶναι πάρα πολλὰ τὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴν Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὁ Θεὸς συγκαταβαίνει καὶ κάνει αὐτὴν τὴν φωτιστικὴ γιὰ μᾶς «ἀντιπαράταξή» Του μὲ τοὺς δαίμονες.





1. Π. Νέλλα, Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου, στὸ Σταυρὸς καὶ Ἀνάσταση, Ἀκρίτας 1982, σ. 108

2. Χρ. Γιανναρᾶ, Ἐορτολογικὰ Παλινωδούμενα, Ἀκρίτας 1999, σελ.40

3. P.G.94, 1264 BC

4. Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν ἁγίαν Πεντηκοστὴν Α', ΕΠΕ τ. 36, σελ. 313-317

5. Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν, ΕΠΕ 34, σελ. 428

Κυριακή, Οκτωβρίου 09, 2011

ΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ


Ο Ορφέας Χριστός
Η ανάγκη του ανθρώπου να επικοινωνήσει με το θείο, να το νιώσει κοντά του και να το ευχαριστήσει, υπάρχει από τη πρώτη στιγμή της ύπαρξης του και εκφράστηκε όχι μόνο μέσω της λατρείας και της προσευχής, αλλά και μέσω της τέχνης.
Έτσι ο άνθρωπος όλων των εποχών και όλων των θρησκειών, δημιούργησε έργα τέχνης άξια θαυμασμού, όπως τα τεράστια Ζιγκουράτ (είδος πυραμίδων) στην Αρχαία Μεσοποταμία, το Ναό του Σολομώντα στο Ισραήλ, το Παρθενώνα στην Αρχαία Ελλάδα, το Ταζ Μαχάλ στην Ινδία και έναν ακόμα ατέλειωτο κατάλογο κάθε μορφής και κάθε είδους τέχνης....

Ακόμα και όταν κάποιες μορφές της τέχνης θεωρούνται απαγορευμένες από το θρησκευτικό πιστεύω του ανθρώπου, αυτός μηχανεύεται τρόπους να ξεπεράσει αυτή την απαγόρευση ή δημιουργεί νέου είδους καλλιτεχνήματα μένοντας πιστός σ’ αυτή την απαγόρευση. Έτσι π.χ. όταν ο Μουσουλμάνος καλλιτέχνης θέλει να απεικονίσει τον προφήτη του Μωάμεθ – κάτι που απαγορεύεται στον Ισλαμισμό – μηχανεύεται το εξής. Ζωγραφίζει ολόκληρο τον προφήτη Μωάμεθ, αλλά τη θέση του προσώπου την αφήνει κενή. Αλλά και η απαγόρευση απεικόνισης του θείου δεν στέκεται εμπόδιο να εκφράσει τη τέχνη του και δημιουργεί τα περίφημα «αραβουργήματα» που στολίζουν τα τζαμιά και τα τεμένη του.
Κατ’ όμοιο τρόπο και ο πρώϊμος Χριστιανισμός φοβούμενος να μην ολισθήσει στην ειδωλολατρία – αφού ως γνωστόν η πλειοψηφία των πιστών του προέρχονταν από αυτή – αποφεύγει να απεικονίσει το Θείο. Αλλά η επιθυμία του πιστού της εποχής εκείνης να εκφραστεί μέσω της Τέχνης είναι τόσο μεγάλη και τόσο αδήριτη που δεν μπορεί να την καταπνίξει με τίποτα και θέλει οπωσδήποτε να την εκφράσει. Έτσι καταφεύγει στα σύμβολα με τα οποία ζητεί να εκφράσει τα βαθύτερα νοήματα τη πίστης του. Γι’ αυτό άλλωστε και η ζωγραφική των συμβόλων αδιαφορεί για τον νατουραλισμό και την φυσικότητα που εκφράζεται μέσω των τριών διατάσεων και καταφεύγει στην απεικόνιση των μορφών διά ελαφρών κινήσεων θέλοντας ταυτοχρόνως να αναδείξει την ιδέα του υπερφυσικού κόσμου. Η καταφυγή του στα σύμβολα γίνεται και για ένα πρόσθετο λόγο. Πως με τα σύμβολα και την αλληγορία προσπαθεί να συγκαλύψει τις ιδέες της πίστης του οι οποίες εδιώκοντο την εποχή εκείνη από την ειδωλολατρία.
Τα πρωτοχριστιανικά αυτά σύμβολα ιστορούνταν συνήθως σε τρία μέρη. Είτε σε μεμονωμένους τάφους των πιστών, είτε στις χριστιανικές σαρκοφάγους – ορθογώνιες λάρνακες των νεκρών – είτε το κυριότερον όπου άλλωστε αναδεικνύονταν και ο πλούτος της ζωγραφικής στις περίφημες κατακόμβες.
Τριμερής υπήρξε επίσης και το θεματολόγιο των συμβόλων το οποίο ήταν ειλημμένο από τον Ελληνιστικό και ειδωλολατρικό κόσμο, την Παλαιά Διαθήκη και την Καινή Διαθήκη.

ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΟ ΚΟΣΜΟ
Ο μύθος του έρωτα και της ψυχής. Η ψυχή παριστάνεται σαν πεταλούδα ο δε έρωτας σαν πτερωτό παιδί. Συμβολίζει τον πόθο της ένωσης στην μακαριότητα του Παραδείσου. Πολλές φορές απεικονίζονται ερωτευμένοι νέοι να συλλέγουν σταφύλια ή άνθη. Ο συμβολισμός είναι ο ίδιος.
Οι τέσσερις εποχές. Από τα πιο προσφιλή θέματα. Εικονίζονται με την μορφή τεσσάρων γυναικών που φέρουν στα κεφάλια τους: ρόδα η Άνοιξη, στάχυα το Καλοκαίρι, κλήματα το Φθινόπωρο, κλάδους ελαίας ο Χειμώνας. Η ηλικία τους είναι ανάλογη με την εποχή που αντιπροσωπεύουν. Συμβολίζουν την ζωή που προέρχεται από τον θάνατο.
Η περιστερά. Ένα από τα κορυφαία σύμβολα. Άλλοτε φέρει κλαδί ελιάς ή δάφνης στο ράμφος της συμβολίζοντας την ψυχική ειρήνη στον Παράδεισο. Όταν κάθεται σε αγγείο ή πετάει σε παραδεισιακό τοπίο συμβολίζει την αθωότητα των ψυχών, όσων πέθαναν για τον Χριστό. Άλλοτε εικονίζονται δύο ή παραπάνω περιστερές να κάθονται σε κύλικα – αρχαίο κύπελλο – να πίνουν νερό που συμβολίζει το νερό της ζωής.


Η περιστερά επί του κύλικος

Ο ταώς (παγώνι). Ένα ακόμη προσφιλές θέμα. Συμβολίζει την αθανασία της ψυχής.
Το ελάφι. Συμβολίζει την ψυχή που επιποθεί τον Κύριο.
Τα ειδυλλιακά τοπία. Παριστάνονται με φυτά και άνθη και συμβολίζουν τον Παράδεισο.
Ο φοίνικας. Συμβολίζει τον Παράδεισο. Όταν ζωγραφίζονται κλαδιά του φοίνικα συμβολίζουν την νίκη κατά του θανάτου. Ο φοίνικας θεωρείται κατ’ εξοχήν δέντρο της ζωής και πολλές φορές απεικονίζονται γύρω του οι Απόστολοι με την μορφή προβάτων.
Το αμπέλι με τα κλήματα. Από τα πιο γνωστά θέματα. Συμβολίζει τον Χριστό και την Εκκλησία σύμφωνα και με τα λόγια του Χριστού «εγώ είμαι το αμπέλι και εσείς τα κλήματα».
Η ναυς (καράβι). Άλλοτε έχει κυβερνήτη τον Χριστό και συμβολίζει την Εκκλησία που την οδηγεί στον ασφαλή λιμένα της πίστης και άλλοτε τον Επίσκοπο με την ίδια σημασία.
Η άγκυρα. Σύμβολο της ελπίδας. Ανεστραμμένη υπονοεί τον Σταυρό του Κυρίου.
Ο ΙΧΘΥΣ (το ψάρι). Ίσως το πιο γνωστό σύμβολο των Χριστιανών μετά το Σταυρό. Συμβολίζει τον Χριστό και η ακροστιχίδα του σημαίνει την σωτηρία που προσφέρει ο Χριστός. Ι (Ιησούς) Χ(Χριστός) Θ(Θεού) Υ(Υιός) Σ(Σωτήρ). Ο ιχθύς συμβόλιζε και την Θεία Ευχαριστία, όπως και την έννοια του Βαπτίσματος. Οι πολλοί ιχθείς συμβολίζουν τους πιστούς.


Το σύμβολο ΙΧΘΥΣ

Ο Σταυρός. Το «Κυριακό σημείο» κατά τον Κλήμη Αλεξανδρείας είναι το πιο αγαπημένο σύμβολο των Χριστιανών. Είναι το κατ’ εξοχή σύμβολο που δηλώνει και ορίζει τον Χριστιανισμό. Με το γράμμα Ρ στην κεραία του είναι το μονόγραμμα του Χριστού. Από τον Δ΄ αιώνα και μετά συμπλέκεται το μονόγραμμα του Χριστού με τα αποκαλυπτικά γράμμα τα Α – Ω. Τον ανευρίσκουμε τον Σταυρό και στις κατακόμβες ως ταυόμορφο με την μορφή Τ δηλαδή στο μέσο ονομάτων. Π.χ. AGATPE.
Ο Ορφέας: Ο μυθικός ήρωας Ορφέας ο οποίος όταν έπαιζε την λύρα του ημέρωνε τα άγρια θηρία συμβολίζει τον Χριστό που θέλγει με την διδασκαλία του και εξημερώνει τα θηρία των παθών μας.
Εκτός των ανωτέρω απεικονίσεων στις κατακόμβες ζωγραφίζονται – σε σχέση με τα εθνικά δείπνα – ουράνια δείπνα στα οποία παριστάνονται πρόσωπα να τρώνε και να πίνουν. Τα ουράνια αυτά δείπνα πρέπει να εκλαμβάνονται συμβολικά και όχι κυριολεκτικά, διότι αναπαριστούν την μακαριότητα των τεθνεώτων οι οποίοι απολαμβάνουν τον άρτον και τον ιχθύν (Χριστό). Τέτοιου είδους έχουμε στην κατακόμβη της Αγίας Πρισκίλλας, του Αγίου Καλλίστου κ.λ.π.

ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Αρκετές σκηνές της διήγησης της Παλαιάς Διαθήκης και γνωστά πρόσωπα αυτής χρησιμοποιούνται από την πρωτοχριστιανική Τέχνη. Προσοχή όμως. Οι σκηνές και τα ιστορικά αυτά πρόσωπα δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ιστορικώς αλλά συμβολικώς.
Η πτώση των πρωτοπλάστων.
Από τα αρχαιότερα θέματα της Χριστιανικής ζωγραφικής. Συμβολίζει την αμαρτία και την απομάκρυνση του ανθρώπου από τη σχέση του με το Θεό (Παράδεισο).

Ο Νώε στη κιβωτό. Έχει την έννοια της δεομένης ψυχής.
Η θυσία του Αβραάμ. Συμβολίζει την ψυχή που θα λυτρωθεί με την θυσία.
Ο Μωϋσής αγένειος χτυπώντας με το ραβδί του για να βγάλει νερό. Σύμβολο της λυτρωτικής δύναμης του νερού κατά το Βάπτισμα.
Η ανάληψη του προφήτη Ηλία. Συμβολίζει την προς τον Παράδεισο φορά της ψυχής. Αργότερα θα εικονίζει την ανάληψη του Κυρίου.
Οι τρείς παίδες εν τη καμίνω και ο προφήτης Δανιήλ ανάμεσα στα λιοντάρια. Σύμβολα λυτρώσεως της ψυχής.
Ο προφήτης Ιωνάς. Από τα πιο αγαπημένα θέματα. Η ζωή του ιστορείται σε τρεις ή τέσσερις σκηνές. Συμβολίζει την ανάσταση των νεκρών. Αργότερα θα συμβολίσει την Ανάσταση του Κυρίου.



Ο προφήτης Ιωνάς ρίχνεται στη θάλασσα

ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Ο καλός Ποιμήν. Συμβολίζει τον Χριστό «εγώ είμαι ο καλός Ποιμένας» Ιωάννη 15:11 ο οποίος ψάχνει να βρει και να σώσει το χαμένο πρόβατο (αμαρτωλό). Αγαπημένο θέμα κυρίως στη Χριστιανική γλυπτική των κοιμητηρίων. Ενέπνευσε και τις νεκρώσιμες ακολουθίες όπου ψάλλεται «το απολωλός πρόβατο εγώ ειμί».


Ο Χριστός ως "Καλός Ποιμήν"

Ο Χριστός ως αμνός. Όταν απεικονίζεται ένας συμβολίζει τον Χριστόν, δύο τους κορυφαίους αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Οι πολλοί τους πιστούς. Τα 12 πρόβατα ολόγυρα του αμνού, τους 12 Αποστόλους. Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος του 692 απαγορεύει με τον 82 κανόνα της την απεικόνιση του Χριστού ως αμνού. Παρίσταται πλέον με ανθρώπινο χαρακτήρα. Περίφημη είναι η παράσταση του Χριστού ως αμνού στο ψηφιδωτό του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα.
Η Βάπτιση του Χριστού. Έχει την συμβολική έννοια της λυτρωτικής δύναμης του νερού κατά το Βάπτισμα.
Η θεραπεία του τυφλού. Συμβολίζει την σωτηρία δια του Ιησού, ο οποίος άνοιξε τα μάτια της ψυχής μας.
Η θεραπεία του Παραλυτικού. Ζωγραφίζεται σε δύο φάσεις. Ως άρρωστος και μετά την θεραπεία του από το Χριστό να σηκώνει το κρεβάτι του και να φεύγει. Συμβολίζει την απαλλαγή από την αμαρτία.
Η θεραπεία της αιμορροούσας. Ομοίως συμβολίζει την λύτρωση εκ της αμαρτίας.
Ο χορτασμός των πεντασχιλίων. Οι πέντε άρτοι συμβολίζουν την ευδαιμονία του Παραδείσου.
Ο Ιησούς και η Σαμαρείτιδα. Απεικονίζεται η Σαμαρείτιδα είτε να μεταφέρει το δοχείο με το νερό ή να σκύβει και να το αντλεί από το πηγάδι. Συμβολίζει την αιώνια ζωή δια του Χριστού.
Η ανάσταση του Λαζάρου. Ως γνωστόν η ανάσταση του Λαζάρου τι άλλο μπορεί να υποδηλώνει από την ανάσταση των νεκρών.
Ο Χριστός και οι Απόστολοι. Εικονίζεται ο Χριστός ένθρονος να παραδίδει το Ευαγγέλιο είτε σε όλους τους Αποστόλους είτε στους κορυφαίους Πέτρο και Παύλο. Συμβολίζει την διάδοση των λόγων του Χριστού δια μέσου των Αποστόλων.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κωνσταντίνου Καλοκύρη: Εισαγωγή στη Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία (Η Τέχνη Ανατολής & Δύσεως)

Αρχοντιά Ελληνική.


Ὁ μεγάλος Γερμανὸς συγγραφέας Ἔρχαρτ Κέστνερ ἔκανε τὴν ἑξῆς ἐξομολόγηση.
«Στὰ 1952 πῆγα γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ τὸν πόλεμο, στὴν Ἀθήνα. Ἡ γερμανικὴ πρεσβεία, ὅταν ἄκουσε πὼς εἶχα πρόθεση νὰ πάω στὴν Κρήτη, μοῦ συνέστησε, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ νωρὶς ἀκόμα καὶ οἱ πληγὲς ἀπὸ τὴν γερμανικὴ κατοχὴ ἀνεπούλωτες, νὰ λέω πὼς εἶμαι Ἑλβετός.
Ἀλλὰ ἐγὼ τοὺς ἤξερα τοὺς Κρῆτες. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ εἶπα πὼς ἤμουν Γερμανὸς καὶ ὄχι μόνο δὲν κακόπαθα, ἀλλὰ ξανάζησα παντοῦ, ὅπου πέρασα, τὴν θρυλικὴ κρητικὴ φιλοξενία.
»Ἕνα σούρουπο, καθὼς ὁ ἥλιος βασίλευε, πλησίασα τὸ γερμανικὸ νεκροταφεῖο, ἔρημο μὲ μόνο σύντροφο τὶς τελευταῖες ἡλιαχτίδες. Ἔκανα ὅμως λάθος. Ὑπῆρχε ἐκεῖ καὶ μία ζωντανὴ ψυχή, ἦταν μία μαυροφορεμένη γυναίκα. Μὲ μεγάλη μου ἔκπληξη τὴν εἶδα ν᾽ ἀνάβει κεριὰ στοὺς τάφους τῶν Γερμανῶν νεκρῶν τοῦ πολέμου καὶ νὰ πηγαίνει μεθοδικὰ ἀπὸ μνῆμα σὲ μνῆμα.
Τὴν πλησίασα καὶ τὴν ρώτησα.
-Εἶστε ἀπὸ ἐδῶ;
-Μάλιστα.
-Καὶ τότε γιατί τὸ κάνετε αὐτό; Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ σκότωσαν τοὺς Κρητικούς». 
Καὶ γράφει ὁ Κέστνερ. «Ἡ ἀπάντηση, μόνο στὴν Ἑλλάδα θὰ μποροῦσε νὰ δοθεῖ».
Ἀπαντᾶ ἡ γυναίκα:
-«Παιδί μου, ἀπὸ τὴν προφορά σου φαίνεσαι ξένος καὶ δὲν θὰ γνωρίζεις τί συνέβη ἐδῶ στὰ 41 μὲ 44. Ὁ ἄντρας μου σκοτώθηκε στὴν μάχη τῆς Κρήτης κι ἔμεινα μὲ τὸν μονάκριβο γιό μου. Μοῦ τὸν πῆραν οἱ Γερμανοὶ ὅμηρο στὰ 1943 καὶ πέθανε σὲ στρατόπεδο συγκεντρώσεως, στὸ Σαξενχάουζεν. Δὲν ξέρω ποῦ εἶναι θαμμένο τὸ παιδί μου.
Ξέρω ὅμως πὼς ὅλα τοῦτα ἦταν τὰ παιδιὰ μιᾶς κάποιας μάνας, σὰν κι ἐμένα. Καὶ ἀνάβω στὴ μνήμη τους, ἐπειδὴ οἱ μάνες τους δὲν μποροῦν νὰ ᾽ρθουν ἐδῶ κάτω. Σίγουρα μία ἄλλη μάνα θὰ ἀνάβει τὸ καντήλι στὴν μνήμη τοῦ γιοῦ μου»…
Σωστὰ ἔγραψε ὁ Γερμανός, ὅτι «μόνο στὴν Ἑλλάδα θὰ μποροῦσε νὰ δοθεῖ ἡ ἀπάντηση αὐτή». Λέμε ἐμεῖς. Ναί, στὴν Ἑλλάδα τὴν ταλαιπωρημένη καὶ ἀπ’ ὅλους ἀδικημένη.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
Σωτήρα Ἀμμοχώστου

Το κομποσχοινάκι είναι θαυματουργό! - γεροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης

4.jpg
Το κομποσχοινάκι είναι θαυματουργό!
Η καλυτέρα προσευχή είναι ό,τι εσύ επινοείς εκείνην την ώρα. Δεν είναι μόνον, θέλω να διαβάσουμε Μετάληψη να μεταλάβουμε, τρόπον τινά, αύριο. Α, «από ρυπαρών χειλέων, από βδελυράς καρδίας...»· διαβάζουμε, ούτε καταλαμβάνουμε τι λέμε. Εσύ ο ίδιος να βρεις προσευχή, εσύ ο ίδιος· οπότε καταλαμβάνεις τι λες εις τον Θεό. Αυτό έχει μεγάλη δύναμη, να πούμε, μεγάλη δύναμη!
Ε, ας υποθέσουμε ότι αύριο θα μεταλάβουμε. Θα μεταλάβουμε. Θά 'ρθει ουσιωδώς ο Παράκλητος ν' αγιάσει τα Δώρα· πώς θα τον υποδεχθείς; «Στο έλεός Σου, στην ευσπλαχνία Σου, συγχώρεσέ με». Έχει δύναμη διότι το λες και το καταλαμβάνεις, από μέσα απ' την ψυχή σου βγαίνει αυτή η ευχή, να πούμε. Διότι πολλές φορές διαβάζουμε, αλλού τρέχει ο νους, αλλά αυτό που βγαίνει από μέσα σου, το καταλαμβάνεις τι λες.
Η ευχή (προσευχή) είναι ο καθρέφτης του Μοναχού.
Ο άγιος Χρυσόστομος λέει: Μπορεί ο άνθρωπος, ο οποίος από ανάγκη δεν πηγαίνει στην εκκλησία, να κάνει τον εαυτό του Θυσιαστήριο, λέει, προσευχόμενος.
Οι άνθρωποι στον κόσμο είναι και επιστήμονες, ούτε το Σάββατο δεν μπορούν να πάνε στην εκκλησία, την Κυριακή, έχουν την υπηρεσία αυτή την ώρα. Μπορείς αυτή την ώρα να κάνεις τον εαυτό σου Θυσιαστήριο λέγοντας την προσευχή.

Θέλεις να γίνεις ένας καλόγηρος πολύ καλός; Μην αφήνεις την ευχή. Κατά το μέτρο σου και η ευχή σου.
Έλεγα κι εγώ στον Γέροντα: «Γέροντα, και στην κόλαση να πάω δεν φοβάμαι, αρκεί την ευχή να λέω». Τόση γλυκύτητα, τόση χαρά σου παραδίδει μέσα αυτή η ευχούλα -μικρή είναι, αλλά πόση δύναμη έχει!- οπότε λες, και στην κόλαση να πάω δεν φοβάμαι, θα λέω την ευχή και στην κόλαση. Αυτά δέστε τα, γιατί τα περάσαμε και τα παραδίδομε και σε σας.
Εμείς είμαστε ραφτάδες στον Άγιο Παύλο, κι εγώ ως αρχάριος δεν είχα γνωρίσει ακόμη τον γερο-Ιωσήφ. Φεύγοντας από το σπίτι πήρα το κομποσχοίνι να πάω στον Άγιο Παύλο. Κατουνάκια - Άγιος Παύλος είναι δυόμιση ώρες. Πέρασα τη Μικρή Αγία Άννα, πέρασα την Αγία Άννα, κατηφορίζω λοιπόν για τη Νέα Σκήτη. Όταν έφτασα κοντά στο μύλο, εκεί από πάνω από τον Ευαγγελισμό, ξύπνησα! Βρε, λέω, πότε έφτασα εδώ πέρα; Είχα αφοσιωθεί τόσο πολύ στην ευχή που δεν έβλεπα το δρόμο!

Θα κάνεις εργόχειρο, κάνεις ένα διακόνημα, μην αφήνεις την ευχούλα, γιατί και η ευχή σε θεοποιεί. Το πρώτο-πρώτο, πατέρες, που θα αισθανθείτε, θα είναι η χαρά! Το πρώτο στάδιο, το πρώτο σημείο, το οποίο θα αισθανθείτε λέγοντας την ευχή, είναι η χαρά. Και η χαρά δεν είναι τίποτες άλλο, ένα πετραδάκι στην ακροθαλασσιά, είναι το πράγμα ότι μέσα αρχίζεις να φωτίζεσαι! Γι' αυτό λέγε την ευχούλα, λέγε την ευχούλα, λέγε την ευχούλα και αυτό θα σε φέρει σε άλλη κατάσταση πολύ καλύτερη, την οποία όσο και να σκεφθείς, δεν μπορείς να σκεφθείς.
Ο μαθητής του δημοτικού σχολείου δεν μπορεί να καταλάβει τα του γυμνασίου, ούτε του γυμνασίου του πανεπιστημίου. Αλλά όταν η χάρις θέλει να έρθει μέσα σου, θα το καταλάβεις ότι είσαι τώρα μαθητής του γυμνασίου, είσαι μαθητής του πανεπιστημίου, ο ίδιος θα το καταλάβεις.

Μία ψυχή πήγε στην τουαλέτα, κι έλεγε την ευχή. Α, και φανερώνεται ο διάβολος εκεί. Βρε 'συ, λέει, βρώμικη ευχή λες. Α, μα, και ο καλόγηρος: Άκουσε αποστάτα της θείας Μεγαλειότητος, λέει, η κένωσις του σώματος πηγαίνει κάτω, η κένωσις της ψυχής πηγαίνει απάνω, δεν έχει καμιά ένωση.

Στο σπίτι μας παραπάνω καθόταν ένας καλόγηρος και, κρίσις Θεού, ήτανε δαιμονισμένος. Οι γέροι δεν μπορούσαν να έρχονται κάτω στο σπίτι μας, να μεταλάβουν, και πήγαινα εγώ στο σπίτι τους απάνω, που είναι ο πάτερ-Γεδεών εκεί απάνω, και τους μετελάμβανα. Πήγαινα στο Ιερό, έβγαζα το Αρτοφόριο, ερχόντουσαν οι γέροι στην Ωραία Πύλη εκεί και τους μετελάμβανα. Αυτός μού 'λεγε: «Ο διάβολος εκεί κάθεται στην άκρη, στη Λιτή». Του λέω: «Τον βλέπεις;» «Τον βλέπω», λέει. Και ο ίδιος έλεγε ότι: «Όταν λέω την ευχή ταράττεται ο διάβολος, όταν λέω δεύτερη φορά αφρίζει· την τρίτη ευχή άφαντος γίνεται!» Να η δύναμις της ευχής. Αυτό που λένε τα βιβλία μας ότι:
-Παιδί μου, λέει ο Γέροντας, πες την ευχή.
-Μα λέω και δεν καταλαμβάνω τίποτες.
-Δεν καταλαμβάνεις, λέει, εσύ, αλλά ο διάβολος καταλαμβάνει και φεύγει.
Να, σ' αυτόν τον καλόγηρο

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, Παράδοσις καί ἀνανέωσις εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν

πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 7/10/2011
Παράδοσις καί ἀνανέωσις εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν*
Το Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνο
Ὁ λόγος γιὰ παράδοση εἶναι σήμερα ἀποκρουστικός, ἰδιαίτερα στὶς οἰκουμενικὲς σχέσεις, πόσον μᾶλλον, ὅταν ἡ παράδοση ταυτίζεται μὲ τὴν συντηρητικὴ προσκόλληση στὸ παρελθόν. Μεθυστικὸς κυριολεκτικὰ εἶναι, ἀντίθετα, ὁ λόγος γιὰ πρόοδο, ἀνανέωση, ἀλλαγή.
Ὁ ὅρος, μάλιστα, ἀλλαγὴ ἀπὸ τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση (1789) ἔχει γίνει τὸ κύριο σύνθημα τῆς σοσιαλιστικῆς ἰδεολογίας, ὅπως τὸ ζοῦμε ἐμεῖς στὴν Ἑλλάδα, τουλάχιστον. Ἡ παράδοση συνδέεται ἀπὸ τοὺς ἐκσυγχρονιστὲς μὲ τὴν καθυστέρηση καὶ τὴν ὀπισθοδρόμηση. Καὶ ὅμως! Τίποτε δὲν ἀρχίζει στὴν καθημερινότητά μας ἀπὸ τὸ μηδέν. Σὲ κάθε ὄψη τῆς ζωῆς μας ὑπάρχει πάντα κάποιο παρελθόν, πάνω στὸ ὁποῖο οἰκοδομεῖται τὸ παρόν, γιὰ νὰ ὑπάρξει καὶ μέλλον. Μιὰ ἀναφορὰ στὰ μεγέθη παράδοση καὶ ἀνανέωση θὰ ἐπιχειρηθεῖ στὴ συνέχεια...

Α) Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ
1. Οὐσία τῆς παραδόσεως:
Παράδοση γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους εἶναι ἡ συνέχεια τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας, ὡς σώματος Χριστοῦ στὸν ἱστορικὸ χρόνο. Ἡ συνέχεια τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς στὸ σύνολό της, ὡς πίστεως, πράξεως καὶ μαρτυρίας. Ἐν Χριστῷ ζωὴ εἶναι ὁ τρόπος ὑπάρξεως, ποὺ εἰσήγαγε στὸν κόσμο ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, «ἀσάρκως» στὴν Παλαιὰ Δια θήκη καὶ «ἐνσάρκως», ὡς Θεάνθρωπος, στὴν Καινή. Εἶναι ἡ ζωὴ ἐκείνη, πού μπορεῖ νὰ ὁδηγεῖ στὸν μόνο καὶ διαιώνιο προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου, τήν θέωση. Παράδοση, συνεπῶς, δέν εἶναι ἡ μετάδοση σέ κάθε ἐπερχόμενη γενεά «μιᾶς «νεκρῆς», ἄσαρκης ἰδεολογίας, ἀλλά μιᾶς ἐμπειρίας, μέσα στήν ὁποία «παρατείνεται», ἐν Ἁγίῳ Πνεύ ματι, ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ διά τῶν Ἁγίων Του. Αὐτή ἡ «πνευματοκίνητη» ζωή φανερώνεται σέ κάθε στιγμή τῆς ἱστορίας, στά πρόσωπα τῶν Ἁγίων μας, ὡς ζωντανὴ πραγματικότητα, ποὺ διαφοροποιεῖται ριζικὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ χωρὶς Χριστὸν κόσμου καὶ συνιστᾶ τὴν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, δικαιώνεται ὁ λόγος τοῦ ἱ. Αὐγουστίνου, ὅταν ὀνόμασε τὴν Ἐκκλησία «Χριστὸν εἰς αἰῶνας -παρατεινόμενον». Χριστόν, δηλαδή, πού συνεχίζει νὰ ζεῖ καὶ νὰ ἐνεργεῖ μέσα στὴν ἱστορία.

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση δὲν ταυτίζεται, λοιπόν, μὲ τὴν μηχανικὴ μεταβίβαση μιᾶς κωδικοποιημένης διδασκαλίας, ἀλλὰ τὴν συνεχῆ μετάδοση ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ (Trans-do, Traditio) τοῦ ζῶντος στὴν Ἐκκλησία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας. Ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο νοεῖται ἡ παράδοση ὡς ἀδιάκοπη παραλαβὴ καὶ μετάδοση Χριστοῦ. Αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχουν τὰ λόγια του: «Τοῦτο παρέδωκα ὑμῖν, ὅ καὶ παρέλαβον» (Α' Κορ. 15,3), ὅπου ὁ λόγος εἶναι γιά τήν Θεία Εὐχαριστία.

Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει στὸν κόσμο, γιὰ νὰ δίνει σὲ κάθε ἐποχὴ μαρτυρία γιὰ τὸν Χριστό «της», ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο, «ἵνα μαρτυρήσῃ τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰωάν. 18,37). Αὐτὸ εἶναι συνέπεια μιᾶς ἐσώτατης ἀνάγκης στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Κάθε γενεά, ποὺ εἰσέρχεται στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἔχει ἀνάγκη νὰ παραλαμβάνει τὸν Ἕνα, ἀληθινὸ καὶ γνήσιο Χριστό, γιὰ νὰ ἔχει καὶ αὐτὴ τὴν δυνατότητα νὰ σώζεται ἐν Χριστῷ, ἄλλα καὶ νὰ μεταδίδει, μὲ τὴ σειρά της, τὸν Ἕνα καὶ ἀληθινὸ Χριστὸ (Α' Ἰωάν. 5,20), ἀμε- τάβλητο καὶ ἀναλλοίωτο στὶς ἑπόμενες γενεές, γιὰ νὰ μποροῦν καὶ αὐτὲς νὰ σώζονται, ὁδηγούμενες στὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν θέωση. Ἂν δὲν παραλαμβάνεται ἀπὸ μιὰ τοπικὴ Ἐκκλησία ὁ Ἕνας ἀληθινὸς Χριστός, χάνεται ἡ δυνατότητα σωτηρίας. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει στὶς αἱρέσεις, ποὺ δὲν ἔχουν τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Στὸ σημεῖο ὅμως αὐτὸ φαίνεται ἡ ταύτιση τῆς παραδόσεως μὲ τὴν «ἀποστολικὴ διαδοχὴ» στὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἡ παραλαβὴ τοῦ ὅλου Χριστοῦ κατὰ τὸ γνωστὸ ἀπολυτίκιο τῶν ἱερομαρτύρων, καὶ μάλιστα τῶν ἐπισκόπων: «Καὶ τρόπων μέτοχος καὶ θρόνων διάδοχος τῶν Ἀποστόλων γενόμενος». Ὁ ἐπίσκοπος δὲν διαδέχεται μόνο στὸν «θρόνο» τοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ μετέχει καὶ στὸν τρόπο ζωῆς τους, ὥστε νὰ εἶναι μετὰ τοὺς Ἀποστόλους ἀπόστολος. Αὐτὴ ἡ πνευματικὴ σκυταλοδρομία ἐκφράζεται συμβολικά, ἀλλὰ καὶ ρεαλιστικά, σὲ ἕνα κεντρικότατο γεγονὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Κατὰ τὴν χειροτονία τοῦ Πρεσβυτέρου, ἀκριβῶς μετὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν Τιμίων Δώρων, ὁ Ἐπίσκοπος παραδίδει ἐκ μέρους ὅλης τῆς συνάξεως στὸν νεοχειροτονηθέντα τὸν Ἅγιον Ἄρτο-Χριστό, λέγοντάς του: «Λάβε τὴν παρακαταθήκην ταύτην καὶ φύλαξον αὐτήν, ἕως τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ, ὅτι παρ᾽ αὐτοῦ μέλεις ἀπαιτεῖσθαι αὐτήν». Εἶναι ἡ συγκλονιστικότερη ἐμπειρία στὴ ζωὴ τοῦ Κληρικοῦ, ποὺ μὲ τὴν χειροτονία του «παραλαμβάνει» τὸν Χριστό, καλούμενος νὰ τὸν παραδώσει (ὡς πράξη καὶ ζωὴ) ἀνόθευτο καὶ ἀμετάβλητο -ὀρθόδοξα δηλαδὴ καὶ ὄχι αἱρετικὰ τεμαχισμένο- στὸν Κριτή του.

Εὐγλωττότερη ἔκφραση τοῦ γεγονότος τῆς παραδόσεως δὲν μπορεῖ ἀσφαλῶς νὰ ὑπάρξει! Κατὰ τὸν Ἅγιο Εἰρηναῖο Λουγδούνου (β´ αἰ.), γνωστὸν στὴν Ἐκκλησία ὡς «Θεολόγο τῆς παραδόσεως», διότι ἐθεολόγησε γι᾽ αὐτήν, μόνο στὴν Μία Ἐκκλησία, τὴν Καθολική, ἀφοῦ σώζει τὸν ὅλο Χριστὸ (totus Christus), εἶναι δυνατὸν νὰ εὑρεθεῖ ἡ μία καὶ μόνη ἀληθὴς «παράδοση τοῦ Χριστοῦ» καὶ τῶν Ἀποστόλων Του καὶ νὰ ἀποδειχθεῖ ἱστορικά, διότι ἡ ἴδια ἡ Μία καὶ ἀληθινὴ Ἐκκλησία εἶναι ἡ αὐθεντικὴ παράδοση. Γιὰ τὸν ἅγιο Πατέρα ἐξ ἄλλου, αὐθεντικοὶ φορεῖς καὶ ζωντανοὶ μάρτυρες τῆς παραδόσεως (πρέπει νὰ) εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι (Πρεσβύτεροι), οἱ ὁποῖοι ἔχουν γιὰ τὴν Ἐκκλησία μεγαλύτερη σημασία καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν Ἁγία Γραφή, διότι συνιστοῦν τὴν ἀμετακίνητη ἐγγύηση γιὰ τὴν γνησιότητα τῆς παραδόσεως. Παράδοση καὶ Ἐπίσκοποι συνδέονται ἀδιάσπαστα καὶ σ' αὐτὸ ἔγκειται καὶ ἡ τεράστια εὐθύνη τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλὰ καὶ τῶν Πρεσβυτέρων, στὴν ἱστορικὴ συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, ποὺ παρὰ τὶς πρακτικὲς διαφορὲς τῶν ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ὑπάρχει, κατὰ τὸν ἅγιο Εἰρηναῖο, ἑνότητα παραδόσεως, ποὺ ἐκφράζεται ὡς ἑνότητα πίστεως καὶ ζωῆς. Οἱ διαφορὲς στὴ γλώσσα, τὸν πολιτισμὸ κ.λπ. δὲν μποροῦν νὰ κλονίσουν τὴν ἑνότητα τῆς παραδόσεως τῆς καθ᾽ ὅλου Ἐκκλησίας, ποὺ διασώζεται μὲ τὸ ἑνιαῖο χριστοκεντρικὸ φρόνημα (πρβλ. Ρωμ. 15,6-7).

2. Παράδοση καὶ Καθολικότητα:
Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν καθολικότητά της, τὴν Ὀρθοδοξία της, ὡς γνησιότητα καὶ πληρότητα τῆς σωζομένης σ᾽ αὐτὴν Πίστεως. Ἡ Ἐκκλησία μένει σὲ κάθε ἐποχὴ καθολική, ὅταν διασώζει στὴν ὅλη ζωή της, τὴν παραδεδομένη ἀπὸ τὸν Χριστὸ Ἀλήθεια. Μόνο ὡς «κοινωνία Ἁγίων», θεουμένων καὶ ἀγωνιζομένων γιὰ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωση τῶν πιστῶν, διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία τὴν καθολικότητα καὶ μαζὶ καὶ τὴν ταυτότητά της. Αὐτὸ ὅμως σημαίνει ὅτι γίνεται δεκτὸς ὁ ὅλος Χριστὸς καὶ ζεῖ στὴν Ἐκκλησία, τὸ σῶμα Του, ὡς «ὁδός, ἀλήθεια καὶ ζωὴ» (Πράξ. 2,42 ἑπ. καὶ 4,32 ἑπ.).

Ἂν ὁ Χριστός, πού «παραδίδει» μιὰ τοπικὴ Ἐκκλησία, δὲν εἶναι «ὁλόκληρος», ἡ τοπικὴ αὐτὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι καθολική, διότι τότε ὁ Χριστός, ποὺ βιώνεται σ' αὐτήν, δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς τῆς (ἀποστολικῆς καὶ πατερικῆς) παραδόσεως. Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἐξασφαλίζεται μὲ τὴν καθολικότητά της, ἀλλὰ καὶ ἡ καθολικότητα (ὀρθοδοξία) τῆς Ἐκκλησίας πραγματώνεται μέσα στὴν παράδοσή της. Οἱ διάφορες αἱρέσεις (βιώνουν δική τους (ψευδο)παράδοση, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὴν μία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, διότι εἶναι «ψευδὴς παράδοση», ὄχι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ «τῶν ἀνθρώπων» (Κολ. 2,8).

3. Οἱ φορεῖς τῆς παραδόσεως:
Ἡ παρουσία τοῦ ἀληθινοῦ Χριστοῦ, ὡς «πληρώματος» τῆς παραδόσεως, ἀνιχνεύεται μέσα στὴν ἱστορία, στὸν λόγο καὶ τὴν πράξη τῶν Ἁγίων μας, τῶν γνησίων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ γνησίων τέκνων τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἡ ζωὴ ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων (καὶ Μητέρων) μας, σὲ ὅλο τό πλήρωμά της, συνιστᾶ τὴν εὐθεῖα γραμμὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. Γι᾽ αὐτό, γιὰ μᾶς τοὺς «Ὀρθοδόξους», μία Ἐκκλησία χωρὶς Ἁγίους εἶναι ἀδιανόητη. Ὁπότε, κάθε λόγος γιὰ «μεταπατερικὴ» θεολογία καὶ ἡ στήριξη ἀπὸ αὐτὴν μιᾶς Θεολογίας καὶ Παραδόσεως ἔξω ἀπὸ τὴν ἀποστολικοπατερικὴ συνέχεια ὁδηγεῖ σὲ ἄλλο Χριστιανισμό, ἀποξενωμένο ἀπὸ τὸν Χριστιανισμὸ τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων του, καὶ συνεπῶς, ἂν ὄχι αἱρετικό, τουλάχιστον αἱρετίζοντα. Σ᾽ αὐτὴν ὅμως τὴν συνάφεια γίνεται κατανοητό, πῶς γίνεται κάποιος φορέας τῆς ἐν Χριστῷ παραδόσεως. Αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει διανοητικὰ καὶ μὲ τὴν σχολικὴ παιδεία.

Ἡ διανοητικὴ ἐνασχόληση μὲ τὴν παράδοση, ὅπως γίνεται σὲ μιὰ Θεολογικὴ Σχολή, μπορεῖ μόνο νὰ προσανατολίσει εἰσαγωγικὰ στὸν τρόπο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑπάρξεως, ὄχι ὅμως καὶ νὰ μυήσει σ᾽ αὐτήν. Αὐτὸ γίνεται μὲ τὴν ἔνταξη στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία. Τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση δὲν τὴν μαθαίνει κάνεις, ὅπως μαθαίνει κάποιο σχολικό, μάθημα, ἀλλὰ τὴν ζεῖ, ἐντασσόμενος σ' αὐτήν, ὅπως ὁ δόκιμος μοναχὸς ἐντάσσεται στὴν ζωὴ τῆς Ἱ. Μονῆς του. Στὴν Ὀρθοδοξία καὶ αὐτὸς ὁ θεολογικὸς στοχασμὸς εἶναι ὀρθόδοξος, ὅταν προϋποθέτει τὴν ἀσκητικὴ ἐμπειρία. Αὐτὴ εἶναι ἡ θεολογικὴ μέθοδος τῶν ἁγίων Πατέρων.
Τὸ δόγμα, ὡς ἀκαδημαϊκὴ διδασκαλία, εἶναι καρπὸς καὶ ἔκφραση αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας καὶ τὸ διδασκόμεθα στὶς Σχολές μας, γιὰ νὰ ἐνταχθοῦμε καί μεῖς στὴν πορεία τῶν Ἁγίων πρὸς τὴν θέωση. Δὲν εἶναι, λοιπόν, μιὰ Θεολογικὴ Σχολὴ ὁ κυρίως χῶρος τῆς παραδόσεως, ἀλλὰ ἡ Ἐνορία καί τὸ Μοναστήρι, ὅταν βέβαια σώζουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ δὲν ἔχουν ἐκκοσμικευθεῖ. Στὸ κοινοβιακὸ μοναστήρι, καὶ στὴν πιὸ ἀτελῆ, κατ᾽ ἄνθρωπο, συγκρότησή του, βιώνεται ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἡ λειτουργία τῆς ἀναπνοῆς, ὡς ὑπαρξιακὸ δηλαδὴ γεγονὸς «Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ δὲν ζεῖ μὲ γνῶμες (ἰδέες), ἀλλὰ μὲ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων», ἔλεγε ὁ ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, μητροπολίτης Ἀχρίδος.

Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας λειτουργεῖ, ὅπου ὑπάρχει βίωση τῆς ἁγιότητος. Τὸ παρὸν τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν βεβαιώνει τὴν ὀρθοδοξία του μὲ μία στεῖρα καὶ ἄσαρκη ἀναφορὰ στὸ παρελθὸν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μὲ τὴν γόνιμη βιωματικὴ ἀναβίωσή του σὲ κάθε στιγμὴ καὶ ὄψη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Προφῆτες, Ἀπόστολοι, Ἅγιοι Πατέρες (καὶ Μητέρες) συμπορεύονται μὲ τοὺς ἀγωνιζομένους Ὀρθοδόξους, ἡ θριαμβεύουσα μὲ τὴν στρατευομένη Ἐκκλησία στὸ αἰώνιο παρὸν τῆς θείας βασιλείας. Τὰ κείμενα, ποὺ κατὰ καιροὺς ἔχουν λάβει στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας δογματικοσυμβολική σημασία, εἶναι μάρτυρες τῆς παραδόσεως, ποτὲ ὅμως δὲν νοοῦνται ὡς ἀποκλειστικοὶ φορεῖς της. Ἁπλῶς ὑπομνηματίζουν τὴν παράδοση καὶ ὑποδεικνύουν τὰ ὅρια της, δὲν τὴν ὑποκαθιστοῦν ὅμως, μεταβαλλόμενα σὲ κάποιο «χάρτινο πάπα».

4. Παράδοση καὶ μορφές:
Στὴν Δύση, ἡ ἀπουσία σχέσης μὲ τὴν πατερικὴ παράδοση, ὁδήγησε στὴν ἀντίληψη ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνας στεῖρος συντηρητισμός, ποὺ ἐξαντλεῖται στὴ διατήρηση αὐτούσιων μορφῶν καὶ σχημάτων, τοῦ παρελθόντος. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἐν προκειμένῳ ἡ Ὀρθοδοξία, νοεῖται ὡς μουσεῖο τῆς παραδόσεως. Δὲν θὰ ἰσχυρισθοῦμε, βέβαια ὅτι δὲν ἐμφανίζονται τέτοιες συντηρητικὲς τάσεις καὶ στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ ὁποῖες στὴν οὐσία εἶναι αἱρετικὲς νοοτροπίες, ποὺ μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀρνοῦνται τὴν οὐσία της, ἡ ὁποία εἶναι κίνηση, «ἐν καινότητι ζωῆς» (Ρωμ. 6,4), συνεχὴς ἀνακαίνιση τῶν πάντων, ἐν Χριστῷ ὅμως, στὴν ἑνότητα μαζί Του. Ἡ τυφλὴ προσκόλληση σὲ παρωχημένους τρόπους ἐκφράσεως δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ συντηρητικότητα αἰχμαλωτίζεται σὲ τύπους, ἀπολυτοποιώντας τους. Ὀρθοδοξία ὅμως εἶναι ἡ συμφωνία παρελθόντος καὶ μέλλοντος σὲ ἕνα παρόν, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐκφράζεται καὶ μὲ τὶς δικές του μορφὲς καί τοὺς δικούς του τρόπους. Ποιὸ ὅμως εἶναι τὸ κριτήριο ἐδῶ; Ὅταν ἡ μορφή, ὡς ἐξωτερικὸ στοιχεῖο, εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ἔκφραση ὄψεων τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως ἢ ὅταν μία νέα μορφὴ ἀδυνατεῖ νὰ ἐκφράσει μὲ πληρότητα καὶ ἀκρίβεια τὸ σωτηριολογικὸ περιεχόμενο τῆς παραδόσεως, ἡ διατήρηση παλαιῶν μορφῶν εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαία. Αὐτὸ ἰσχύει ἀμεσότερα γιὰ τὴ δογματικὴ ὁρολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἀλλαγὴ τῆς ἀρχαίας δογματικῆς ὁρολογίας θὰ ὁδηγήσει σὲ σύγχυση σχετικὰ μὲ τὴν πίστη, μὲ κίνδυνο νὰ συσκοτισθεῖ τὸ θεμέλιο τῆς σωτηρίας. Μία ἀσαφὴς ἔκφραση τῆς πίστεως (δόγματος) δημιουργεῖ νόθο φρόνημα καὶ διακυβεύει τὴν σωτηρία.

Γι᾽ αὐτὸ ὁ μακαριστὸς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης (1927-2001) συνέκρινε τὸ δόγμα μὲ μία ἰατρικὴ συνταγή, ἡ ὁποία πρέπει παντοῦ καὶ πάντοτε νὰ διατυπώνεται μὲ τὴν ἴδια ὁρολογία γιὰ τὴν ἀποφυγὴ ἐπικινδύνων συγχύσεων. Εἶναι ἀνάγκη ὅμως νὰ γίνεται διάκριση ἀνάμεσα στὴν παράδοση καὶ τὸ ἔθιμο. Ὁ ἅγιος Κυπριανὸς († 258) ὀρθὰ παρατήρησε ὅτι «ὁ Κύριος εἶπε “ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀλήθεια” δὲν εἶπε “ἐγὼ εἶμαι ἡ συνήθεια”» (Consuetudo) (Ρ.L. 3, 1103Β). Ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ μετατροπὴ σὲ «ταμπού», ἡ εἰδωλοποίηση καὶ μουμιοποίηση δηλαδή, τῶν ἱστορικῶν μορφῶν, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν τυποποίηση-τυποκρατία (Ritualismus) καὶ τὴν μετατροπὴ τῆς εὐσέβειας σὲ φαρισαϊκὸ εὐσεβισμό. Ὁ κίνδυνος ὅμως αὐτὸς ἀποφεύγεται μὲ τὴν ὀρθὴ λειτουργία τῆς ἀνανεώσεως στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

Β) Η ΑΝΑΝΕΩΣΗ
1. Αἴτημα τῶν καιρῶν:
Ὁ λόγος γιὰ ἀνάνεωση, καὶ στὴν Ὀρθοδοξία, ἔφθασε στὸ κατακόρυφο στὶς τελευταῖες δεκαετίες, γίνεται δὲ ἐντονότερος σήμερα μὲ τὴν ἐξάπλωση τῆς λεγομένης «Μεταπατερικῆς Θεολογίας».
Ἡ Ἐκκλησία ἐκλαμβάνεται ὡς ἕνα κοσμικὸ μέγεθος, ποὺ πρέπει καὶ αὐτὴ νὰ δεχθεῖ ὅλες τὶς θεωρούμενες ὡς ἀναγκαῖες μεθοδεύσεις βελτιώσεως καὶ «προόδου». Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Β' Βατικανῆς Συνόδου (1962- 65) ὁ ὅρος «Αggiornamento» (ἐκσυγχρονισμὸς) ἔγινε τὸ κοινότερο σύνθημα, ποὺ βαίνει παράλληλα μὲ τὸ πολιτικὸ σύνθημα τῆς «ἀλλαγῆς» στὶς σύγχρονες κοινωνίες. Ἡ ἀνάγκη ἀνανεώσεως τῶν μεθόδων τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραποστολῆς, γιὰ νὰ παραχθοῦν οἱ ἀναμενόμενοι καρποί, προχωρεῖ στὴν ἀντίληψη τῆς ἀνάγκης μιᾶς θεμελιακῆς ἀνανέωσης «τῆς Ἐκκλησίας», μέσα σὲ ἕνα «διαρκῶς καὶ ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο». Αὐτὸ τὸ σύνθημα τὸ ἔζησα καὶ ἐγώ, ὅταν σπούδαζα στὴν Γερμανία (1969-1975). Καλεῖται, λοιπόν, ὁ Ὀρθόδοξος νὰ ἀπαντήσει στὰ ἐρωτήματα:
α) Τί εἶναι αὐτὸ πού μπορεῖ νὰ ἀνανεωθεῖ (νὰ ἀλλάξει) μέσα στὴν Ἐκκλησία;
β) Ποιὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ γνήσια ἀνανεωτικὴ διαδικασία;
2. Τὸ ἀνανεούμενο ὀρθόδοξα νοούμενο:
Στὴν Ἐκκλησία συνυπάρχουν δύο στοιχεῖα: Τὸ ἄκτιστο καὶ τὸ κτιστό, τὸ ὑπέρχρονο καὶ τὸ χρονικό, τὸ θεῖο καὶ τὸ ἀνθρώπινο. Τὸ πρῶτο εἶναι αὐτό, ποὺ ἁγιάζει καὶ σώζει· τὸ δεύτερο αὐτὸ ποὺ ἁγιάζεται καὶ σώζεται. Τὸ θεῖο στοιχεῖο, ἐξ ἄλλου, εἶναι ἀμετάβλητο. Ἂν ἔπρεπε καὶ αὐτὸ νὰ μεταβάλλεται, τότε δὲν θὰ εἶχε ὁ κόσμος, σὲ κάθε ἐποχή, τὴν ἴδια δυνατότητα καὶ βεβαιότητα σωτηρίας. Ἀφοῦ ὅμως τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο δὲν σώζεται αὐτόματα καὶ μαγικά, ἀλλὰ ἐνσυνείδητα καὶ μὲ τὴν «συνεργεῖα» του, εἶναι δυνατὸν νὰ γίνεται λόγος γιὰ ἀνανέωση καὶ στὸν θεανθρώπινο ὀργανισμὸ τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ὅμως τοῦ θείου στοιχείου τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τοῦ ἀνθρώπινου στοιχείου της, τὸ ὁποῖο ζῶντας μέσα στὸν κόσμο καὶ τὴν ἁμαρτία του, ὑπόκειται στὴ διαδικασία τῆς φθορᾶς καὶ στὴν ἀνάγκη συνεχοῦς «μετανοίας» καὶ «ἀνακαινώσεως» (Τίτ. 3,5).
Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν μιλεῖ γιὰ ἀνανέωση τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας ἢ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἡ Ἐκκλησία μένει πάντα «καινὴ κτίσις» καὶ ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σώματος Χριστοῦ, εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του. Ὅ,τι ζεῖ πραγματικὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία, ζεῖ ἐν Χριστῷ καὶ ὡς «καινὴ κτίσις» (Ἐφεσ. 5,27) δὲν χρειάζεται ἀνανέωση. Αὐτὸ πού παλαιώνει-γηράσκει τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἁμαρτία (Ἑβρ. 8,13). Γι' αὐτὸ ἀνανέωση στὴν οὐσία σημαίνει συνεχῆ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν τυραννία τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὴ τὴ διαδικασία τῆς συνεχοῦς ἀνανεώσεως προβάλλει ὡς αἴτημα τῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Ἀνανεοῦσθε δὲ τῷ πνεύματι τοῦ νοὸς ὑμῶν, καὶ ἐνδύσασθε τὸν καινὸν ἄνθρωπον, τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα, ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ἀληθείᾳ» (Ἐφεσ. 4, 23-24). Τὸ μόνο συνεπῶς, ποὺ ὡς ἀγωνιζόμενοι πιστοὶ χρειαζόμεθα στὴ ζωὴ μας εἶναι μία συνεχὴς ἐπιστροφὴ στὴν ἐν Χριστῷ ἀλήθεια, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐκπίπτουμε μὲ τὴν ἁμαρτία. Ἡ ἀνανέωσή μας αὐτὴ λειτουργεῖ ὡς «ἀναπαλαίωση» καὶ συνίσταται στὴν διαρκῆ ἐπανένωσή μας μὲ τὸν Χριστό, τὴν πηγὴ καὶ τὴν διασφάλιση τῆς καινῆς ζωῆς. Νέο εἶναι αὐτὸ ποὺ μένει στὸν Χριστὸ (Β' Κορ. 5,17 ἐπ. - Ἐφεσ. 4, 22 ἐπ.). Καινὴ κτίση σημαίνει νὰ ὑπάρχει ὁ πιστὸς «ἐν Χριστῷ» καὶ νὰ ζεῖ «ἐν Αὐτῷ». Πέρα ὅμως ἀπὸ αὐτά, ὑπάρχει οὐσιαστικὴ διαφορὰ στὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο κόσμος καὶ Ἐκκλησία ἐννοοῦν καὶ χρησιμοποιοῦν τὸν ὅρο «ἀνανέωση». Γιὰ τὸν κόσμο τὸ «νέο» εἶναι χρονικὴ κατηγορία. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὅμως εἶναι κατηγορία ποιοτικὴ καὶ πνευματική. Ἐξ ἄλλου, στὴν «σημαντική» τοῦ κόσμου τὸ «νέο» ἔχει σχετικὴ σημασία. Τὸ «νέο» παίρνει κάθε φορά τὴ θέση κάποιου ἄλλου, γιὰ νὰ ἀντικατασταθεῖ καὶ αὐτὸ μὲ τὴ σειρά του ἀπὸ κάποιο ἄλλο, ἀφοῦ τίποτε σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ τὸν νόμο τοῦ προσωρινοῦ.
Στὴν Ἐκκλησία ὅμως μιλοῦμε γιὰ τό αἰώνια νέο καὶ αὐτὸ εἶναι ὁ Χριστός, ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ πάντοτε «καινὸς ἄνθρωπος». Ὁ Χριστὸς καὶ «οἱ τοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. 5,22) -οἱ Ἅγιοι- δὲν γηράσκουν ποτέ. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ «νέο» καθ᾽ ἑαυτό, τὸ ἀπόλυτα καινό, ποὺ χρειαζόταν ὁ κόσμος γιὰ νὰ σωθεῖ, νὰ ὑπερβεῖ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία. Ὅ,τι συνεπῶς μένει ἐν Χριστῷ εἶναι καὶ αὐτὸ νέο, ὅπως ἀποδεικνύουν τὰ ἄφθαρτα λείψανα τῶν Ἁγίων μας.

Τὸ συμπέρασμα: Ἡ γνήσια ἀνανέωση, ὅπως τὴν νοεῖ ἡ Ἐκκλησία, δὲν εἶναι ἡ διπλῆ ἀντικατάσταση τοῦ παλαιοῦ... μὲ κάτι νεώτερο, ἀλλὰ ἡ παραμονὴ στὸν Χριστό, ἡ συνέχεια τῆς ὑπάρξεως μέσα στὴν χάρη τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἑνότητα μὲ τὸν Χριστὸ μέσῳ τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ τῆς συνεχοῦς ἀνακαινίσεως μέσα στὴν σώζουσα Ἀλήθειά Του.

Γ) ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΕΩΣ
Ὑπάρχει ὅμως, ὀρθόδοξα, πάντα ἡ δυνατότητα γιὰ μιὰ συμπληρωματικὴ σχέση μεταξὺ παραδόσεως καὶ ἀνανεώσεως. Ἡ παράδοση, ὡς ἡ συνέχεια τῆς «ἅπαξ τοῖς ἁγίοις παραδοθείσης πίστεως» (Ἰούδ. 3), δὲν πρέπει νὰ νοεῖται στατικά, ἀλλὰ μέσα στὸν δυναμισμό, ποὺ γεννᾶ ἡ ἁγιοπνευματικὴ χάρη.
Ἡ Ἐκκλησία σὲ κάθε νέο περιβάλλον ἢ κατάσταση (πολιτισμό, ἐποχὴ) πρέπει νὰ ἐξασφαλίζει τὶς κατάλληλες προϋποθέσεις, ὥστε νὰ καθίσταται δυνατὴ ἡ ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στὴν παράδοσή της, μὲ ὅλες τὶς σωτηριολογικὲς συνέπειες στὰ νέα μέλη της. Γι᾽ αὐτὸ οἱ Ἅγιοί μας δὲν γίνονται ποτὲ ὑπέρμαχοι ἑνὸς στατικοῦ συντηρητισμοῦ, ἀλλὰ ἐπιδεικνύουν γνήσιο ἀνανεωτικὸ πνεῦμα, γιὰ τὴν ἀνταπόκριση στὶς νέες ἀνάγκες τοῦ πληρώματος. Μιὰ τέτοια δὲ πρακτικὴ χαρακτηρίζει ἰδιαίτερα τὸν χῶρο τῆς λατρείας. Ἄς θυμηθοῦμε τὴν ἀντικατάσταση τοῦ Κοντακίου μὲ τὴ νέα σύνθεση τοῦ Κανόνος τὸν 8° αἰώνα, τὴν συχνῆ συντόμευση Ἀκολουθιῶν κ.ἄ.  Στὸ ἀνανεωτικὸ αὐτὸ πνεῦμα ἀνήκει καὶ ἡ χρησιμοποίηση μέσων τοῦ νέου ἱεραποστολικοῦ περιβάλ- λοντος γιὰ ἐπανέκφραση τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ δικαιολογεῖται ἡ πολυμορφία, μὲ τὴν σύγκραση καὶ συνανάμειξη μορφῶν μὴ συγκρουομένων ὅμως μεταξύ τους. Στὴν περίπτωση δηλαδὴ αὐτὴ πρόκειται γιὰ ἐπανέκφραση τῆς μιᾶς ἑνιαίας παραδόσεως, μὲ μέσα καὶ τρόπους, ποὺ ἐπιβάλλονται ἀπὸ τὸ νέο ἱεραποστολικὸ περιβάλλον καὶ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα στὴν κατεύθυνση αὐτὴ εἶναι ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ποὺ συνιστᾶ ἐπανέκφραση τῆς θεολογίας τῶν Καππαδοκῶν, τοῦ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου καὶ τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἢ ἡ θεολογία τῶν ἁγίων Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ († 1444) καὶ Νικοδήμου Ἁγιορείτου († 1809), ποὺ εἶναι ἡ ἐπανέκφραση τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καὶ τῶν παλαιοτέρων Πατέρων. Χαρακτηριστικότερο ὅμως εἶναι, διότι πραγματοποιεῖται σὲ μιὰ κοσμογονικὴ ἐποχή, τὸ παράδειγμα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ († 1779), πού μέσα στὴν ἁπλότητα καὶ ταπεινότητα τῆς μορφῆς προσέφερε στὴν ὑπόδουλη Ρωμηοσύνη τὴν γνήσια ἀποστολικοπατερικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Πρέπει δὲ νὰ λεχθεῖ στὴ συνάφεια αὐτή, ὅτι ἡ αἵρεση εἶναι καινοτομία καὶ ὄχι «καινότητα», νεωτερισμὸς καὶ ὄχι ἀνανέωση, καὶ γι' αὐτὸ ἀλλοιώνει ὅλη τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Θὰ πρέπει δὲ νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὄχι οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ οἱ αἱρετικοὶ εἶναι συντηρητικοί. Λ.χ. οἱ ἀρχαῖες αἱρέσεις (Ἀρειανισμός, Νεστοριανισμός, Μονοφυσιτισμὸς κ.λπ.) προσπάθησαν νὰ ζωογονήσουν καὶ νὰ ὑποστυλώσουν πεπαλαιωμένες καὶ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καταργημένες πιά, φιλοσοφικοκοινωνικὲς ἀντιλήψεις καὶ δοξασίες (πλατωνικές, ἀριστοτελικές, νεοπλατωνικές), παρουσιάζοντάς τες ὡς χριστιανικὴ θεολογία-διδασκαλία.
Ὅ,τι, λοιπόν, παρουσιάζεται ἀπὸ τὶς αἱρέσεις ὡς ἀνανέωση δὲν ἦταν (καὶ δὲν εἶναι) παρὰ τραγικὴ ὀπισθοδρόμηση. Ἀντίθετα, οἱ Ἅγιοι Πατέρες τοῦ 4ου αἰώνα, χρησιμοποιώντας τὸν δυσφημισμένο ἀπὸ τὸν Σαβέλλιο ὅρο «ὁμοούσιος», γιὰ νὰ ἐκφρασθεῖ ἡ σχέση τῶν Τριῶν Θείων Προσώπων (ἔχουν ὁμοῦ, τὸ καθένα, ὅλη τὴν μία θεία οὐσία) ἀπέδειξαν τὸ τολμηρὸ πνεῦμα τῶν Ἁγίων μας. Τὸ ἀνανεωτικὸ ἔργο τους σὲ κάθε ἐποχὴ λειτουργεῖ ὡς «evolutio» (ἐξέλιξη) καὶ ὄχι «revolutio» (ἀνατροπή). Ἡ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο πατερικὴ ἀνανέωση βρίσκει θεολογικὸ ἔρεισμα στὸ παράδειγμα τοῦ Θεανθρώπου Λυτρωτοῦ μας. Ὁ Χριστός, ὡς «ἀπόστολος» (Ἑβρ. 3,1) τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, σαρκούμενος «ἐκένωσεν ἑαυτὸν» (Φιλιπ. 2,7) καὶ «γέγονεν ὅ οὐκ ἦν δι᾽ ἡμᾶς» (ὑμνογραφία Χριστουγέννων), γιὰ νὰ κοινωνήσει λυτρωτικὰ μαζί μας. Ἡ σάρκωσή Του ἦταν «μετάφρασή» Του στὴ δική μας «γλῶσσα», γιὰ νὰ μπορέσει νὰ Τὸν δεχθεῖ ὁ κόσμος. Ἡ «κένωσή» Του ὅμως δὲν σήμανε στὸ ἐλάχιστο ἐγκατάλειψη τῆς θεότητός Του, ἀφοῦ «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2,9).

Μήπως κάτι ἀνάλογο δὲν γίνεται καὶ σήμερα ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία στοὺς χώρους τῆς ἱεραποστολῆς, π.χ. στὴν Ἀσία, τὴν Ἀφρική, μὲ τὴ χρήση τῶν τοπικῶν γλωσσῶν γιὰ τὴ μετάδοσή της; Αλλ᾽ αὐτὸ δὲν ἔγινε καὶ μὲ τὴν κήρυξη τοῦ Χριστιανικοῦ Εὐαγγελίου στὸν κόσμο τῶν Σλαύων ἀπὸ τοὺς Θεσσαλονικεῖς ἀδελφούς, ἁγίους Μεθόδιο καὶ Κύριλλο, τὸν 9° αἰώνα; Ὁ χῶρος, συνεπῶς, στὸν ὁποῖο τὸ πρόβλημα τῆς ἀνανεώσεως ἀποκτᾶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὴν μεγαλύτερη ὀξύτητά του, εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἱεραποστολῆς. Ἡ μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Ὀρθοδοξίας, εἶναι ἡ ἐπιτυχία τῆς ἱεραποστολῆς της, ἐσωτερικῆς καὶ ἐξωτερικῆς.

Αὐτὸ σημαίνει, πώς ἡ «παρακαταθήκη» (Β' Τιμ. 1,12) τῆς παράδοσής της, ποὺ προέρχεται ἀπὸ μιὰ συγκεκριμένη ἐποχή, τὸ κοσμοείδωλο καὶ τὸ κοινωνικοπνευματικὸ πλαίσιο τῆς ὁποίας εἶναι πιὰ γεγονὸς τοῦ παρελθόντος, θὰ ἀγγίξει τὴν καρδιὰ καὶ τὴν διάνοια ἀνθρώπων ἄλλης ἐποχῆς καὶ πολιτιστικοῦ περιβάλλοντος. Ἡ ὅλο καὶ περισσότερο διαφοροποιούμενη ἐποχή μας, λέγουν, ἀπαιτεῖ τὴν ἐπανερμηνεία τοῦ «παλαιοῦ» καὶ ἐπαναδιατύπωσή του στοὺς δικούς της ὅρους. Τὸ πρόβλημα εἶναι, λοιπόν, πῶς ἡ Ἐκκλησία θὰ συνεχίσει νὰ προσφέρει πάντοτε τὸν Χριστό της καὶ ὄχι νὰ καταντήσει αἵρεση, προσφέροντας στὸν κόσμο Χριστό, ποὺ δὲν ὑπάρχει. Σχετικὰ μὲ τὴ μέθοδο αὐτῆς τῆς διαδικασίας ὁ Ἀπ. Παῦλος ἔθεσε ἕνα νόμο, ποὺ ἀκολουθεῖ , μὲ πιστότητα ἡ Ἐκκλησία στὸ ἱεραποστολικό της ἔργο: «Τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω» (Α' Κορ. 9,22). Ἡ λέξη «πάντα» φυσικὰ δὲν σημαίνει κάποια ἐσωτερικὴ μεταβολὴ τοῦ Ἀποστόλου, ἀλλὰ χρήση τῶν καταλλήλων μέσων καὶ μεθόδων, χωρὶς ὅμως νὰ ἀλλοιώνεται ἡ οὐσία τοῦ κηρύγματος. Ἂν ὅμως ὑπάρχει κίνδυνος ἀλλοιώσεως τῆς οὐσίας, τότε τὰ μέσα δὲν ἀλλάζουν, ἀλλὰ βοηθοῦνται οἱ δεχόμενοι τὸ κήρυγμα στὴν ἐξοικείωση μαζί τους καὶ τὴν κατανόησή τους. Ὁ δρόμος τῆς Ὀρθοδοξίας περνᾶ ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς συμπληγάδες ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν τῆς ἀφομοιώσεώς της ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου τῆς ἀρνήσεως καὶ ἀπορρίψεως τῆς «γλώσσας» τοῦ κόσμου καὶ συνεπῶς καὶ τῆς προσέγγισής του.
Υπάρχουν ὅμως ὅρια, ποὺ δὲν πρέπει νὰ ὑπερβεῖ στὴν διαχρονική της πορεία ἡ Ὀρθοδοξία. Εἶναι ἡ μόνιμη ἀποστασιοποίησή της ἀπὸ τὸν περιδεῆ φαρισαϊσμό καὶ τὸν ἀδιάφορο σαδδουκαιϊσμό, τὸν τυφλὸ συντηρητισμὸ καὶ τὸν ἀχαλίνωτο μοντερνισμό. Πρέπει νὰ ὑπάρχει μέσα στὸν κόσμο γιὰ τὴν πρόσληψη καὶ σωτηρία του καὶ γι᾽ αὐτὸ ὀφείλει νὰ εἶναι πάντα ἀνοικτή, ἀλλὰ συνάμα καὶ κριτικὴ ἀπέναντι στὸν κόσμο. Γιατί μόνο ἔτσι δὲν θὰ «συσχηματίζεται» μὲ τὸν κόσμο (Ρωμ. 12,2). Ἡ ἐπίτευξη αὐτῆς τῆς ἰσορροπίας μόνο ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι εἶναι δυνατή. Γνήσια ἀνανέωση στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας προϋποθέτει, ὅτι τὸ προσλαμβανόμενο νέο εἶναι ὁμοούσιο μὲ τὸ παλαιό. Καὶ αὐτό, γιὰ νὰ ὑπάρχει συνέχεια στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, νὰ σώζεται δηλαδή, ἡ παράδοσή της, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ «φῶς» καὶ τὴν «ἐλπίδα» τοῦ κόσμου.
Συμπερασματικά:
1) Στὴν ὀρθόδοξη παράδοση ἀποφεύγεται κάθε διλημματικὴ κατανόηση τῆς σχέσης παράδοσης καὶ ἀνανέωσης. Διότι δὲν πρόκειται γιὰ ἔννοιες ἀλληλοαποκλειόμενες, ἀλλὰ ἀλληλοσυμπληρούμενες, ὅταν λειτουργεῖ ὀρθὰ ὁ ἐκκλησιαστικὸς ὀργανισμός, στὴν ἀνθρώπινη φυσικὰ πλευρά του. Ὅταν ἡ παράδοση καὶ τὸ σύμφυτο μὲ αὐτὴν πατερικὸ φρόνημα λειτουργοῦν ὀρθά, τότε ἡ παράδοση συνεχῶς ἀνανεοῦται καὶ γεννᾶ παράδοση, κατὰ τὸν γνωστὸ πνευματικὸ λόγο: «μένουσα ἐν ἑαυτῇ καινίζει τὰ πάντα».Γι᾽ αὐτὸ ἡ ἀνανέωση εἶναι δεκτή, ἀλλ᾽ ὡς ἀναζήτηση τοῦ ἀληθινοῦ νοήματος τῆς παραδόσεως.
2) Ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ, δὲν γνωρίζει τὴν ἀντίθεση, δῆθεν, παλαιοῦ καὶ νέου. Αὐτὸ εἶναι ἐπικίνδυνο. Αὐτὸ ποὺ (πρέπει νὰ) ἐνδιαφέρει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ποιμαντικὴ εἶναι, ἂν ἡ Ἐκκλησία προσφέρει τὴν ἴδια χάρη «χθὲς καὶ σήμερον καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας», πραγματοποιώντας τὸν ἀμετακίνητο στόχο της, τὸν ἁγιασμὸ τῶν μελῶν της.
3) Μόνον οἱ «γεγεννημένοι ἐκ τοῦ Πνεύματος» (Ἰωάν. 3,6), δηλαδὴ οἱ Ἅγιοι, μπορεῖ νὰ πραγματοποιήσουν ἀληθινὴ «ἀναγέννηση» καὶ «ἀνανέωση», ὄχι τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὡς κοινωνία Ἁγίων οὐδέποτε γηράσκει, ἀλλὰ ἐκείνων ποὺ παλεύουν μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν φθορὰ τῆς πτώσεως, τῶν πιστῶν.
4) Περισσότερο ἀπειλητικὴ ὅμως γιὰ τὴν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ συμπόρευση καὶ ταύτιση τῶν ἀνανεωτικῶν τάσεων μὲ τὸ ρεῦμα τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ. Ἀντὶ δηλαδὴ οἱ ἐλάχιστα συνδεδεμένοι μὲ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας νὰ γίνουν «σῶμα Χριστοῦ» μὲ τὴν πλήρη («ὁλοτελῆ», Α' Θέσσ. 5,23) σ᾽ αὐτὸ ἔνταξή τους, ἐπιδιώκεται ἡ σαγήνευσή τους μὲ τὶς ἐπιδιωκόμενες κοσμικοῦ τύπου «ἀνανεώσεις». Τότε ἡ πορεία εἶναι πρὸς τὸν κόσμο (ἐκκοσμίκευση) καὶ ὄχι πρὸς τὴν Ἐκκλησία (ἐκκλησιοποίηση).
*Εἰσήγηση σέ Συνέδριο στήν Βάρνα τῆς Βουλγαρίας (8.9.2011).
Τήν μετάφραση στά Βουλγαρικά ἔκανε ὁ Δρ. τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, κ. Πέτρος Σιμεόνοφ

Γάμος και οικογένεια: σημεία επιβίωσης

π. Ανδρέας Αγαθοκλέους
Σ΄ ένα προσκλητήριο γάμου που έχω πάρει έγραφε: «Όταν προσεύχεσαι για την ευτυχία ενός γάμου, προσεύχεσαι για την αρμονία του κόσμου». Θα ήθελα σήμερα να γράψω για το «μεγάλο μυστήριο», κατά τον Απόστολο Παύλο. Όχι βέβαια για να το αναλύσω – αναλύεται το μυστήριο; - αλλά για να επισημάνω κάποια σημεία που, κατά τη γνώμη μου, είναι ουσιαστικά.
Όλοι μας έχουμε ως βάση της ζωής μας την ενότητα δύο ανθρώπων, οι οποίοι, για να μας φέρουν στον κόσμο, ένωσαν αγαπητικά την ψυχή και το σώμα τους. Δηλαδή η βάση της ύπαρξής μας είναι η αγάπη. Κι από την άλλη, αν θεωρήσουμε πως ευρισκόμενοι σε Ορθόδοξη χώρα παντρευτήκαν στην Εκκλησία, αυτή η «βάση της ύπαρξής μας» δέχτηκε τη χάρη του Θεού κι άρα βρίσκεται στον αγιασμό.
Στη συνέχεια, μέσα στην οικογένεια μεγαλώνουμε με δεδομένο το ενδιαφέρον και τη μέριμνα για τη σωματική, ψυχολογική και συναισθηματική μας ανάπτυξη και, ως βαπτισμένοι, και πνευματική ανάπτυξη.
Με τα πιο πάνω, άνετα μπορούμε να καταλάβουμε πως η απουσία της αγάπης και του ενδιαφέροντος δημιουργεί εξ αρχής προβλήματα. Αν αυτά τα προβλήματα στην προσωπικότητά μας δεν τα διορθώσουμε, δημιουργώντας το δικό μας γάμο θα μπλεκτούμε περισσότερο.
Διαβάζοντας για την πραγματικότητα αυτή, διερωτάται κανείς ποιου η οικογένεια είναι τέλεια και ποιου ο δικός του γάμος είναι τέλειος. Ασφαλώς κανενός! Άλλωστε το ζητούμενο δεν είναι αυτό. Τα εγχειρίδια για τον «τέλειο γάμο» είναι εκτός πραγματικότητας και ενθαρρύνουν την απογοήτευση. Απλούστατα γιατί ο κάθε γάμος, η κάθε οικογένεια, όπως κι ο κάθε άνθρωπος, διαφέρει από τον άλλο έχοντας την ιδιαιτερότητά του, δηλαδή το δικό του τρόπο υπέρβασης των προβλημάτων, της επικοινωνίας, των σχέσεων, των οραμάτων. Να συμπαρασταθούμε και να βοηθήσουμε, αν θέλουν και όσο θέλουν, ναι. Να κατευθύνουμε όχι.
Για την Εκκλησία ο γάμος και η οικογένεια είναι τόπος και τρόπος άσκησης, όπου μέσα από την αγάπη και τη συμπαράσταση θα μπορέσει ο κάθε άνθρωπος να ισορροπήσει, να χαρεί τον εαυτό του και τους άλλους, να αναπτυχθεί ως πρόσωπο, να βρει τη Βασιλεία του Θεού.
Νομίζω ότι το βασικό πρόβλημα του σύγχρονου γάμου είναι η αδυναμία του ανθρώπου να αγαπήσει τον άλλο «καθώς εστί». Βέβαια ο γάμος δεν προσφέρεται για ιεραποστολή. Δεν παντρεύεσαι για να σώσεις τον άλλο αλλά να σωθείς με τον άλλο. Γι’ αυτό ο έρωτας ως δυναμική αποδοχή του «δύσκολου άλλου», δημιουργεί βάσεις που, για ν’ αντέξουν στον χρόνο, χρειάζεται να παραχωρήσει τη θέση του στην αγάπη ως αποδοχή, κατανόηση, κάλυψη. Αλλά μια τέτοια συμπεριφορά προϋποθέτει ως δεδομένο τη δική μας ωριμότητα και πνευματική ανάπτυξη, σύμφωνα με τη διαπίστωση: «πρέπει να έχεις ένα εαυτόν για να τον δώσεις». Γι’ αυτό θα αναφερθώ την επόμενη φορά.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...