Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 14, 2011

Οι ευσεβείς γονείς


 Επίσκοπος Ειρηναίος Αικατερίνμπουργκ

Για να εκπληρωθεί το καθήκον της θρησκευτικής αγωγής των παιδιών, πρέπει πρώτα απ’ όλα οι ίδιοι οι γονείς να είναι ευσεβείς και θεοφοβούμενοι, οι ίδιοι πρέπει ν’ αγαπούν την προσευχή. Εάν η μητέρα δεν είναι η ίδια πιστή και ευσεβής, εάν δεν βρίσκει – διότι δεν ζητεί – χαρά και παρηγοριά στην προσευχή, τότε δεν ασκεί την αγωγή της ευσέβειας στα παιδιά της.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 13, 2011

Πώς θα μας κρίνει ο Θεός ;


π.Ευσέβιος Βίττης
Χρειάζεται να ανακαλύψουμε τον τρόπο λειτουργίας του εσωτερικού μας κόσμου, χωρίς φόβο και ταραχή, ανακαλύπτοντας τις ιδιοτυπίες της λόγω π.χ. κληρονομικότητος, επιδράσεων του περιβάλλοντός μας άμεσου ή ευρύτερου κ.λπ. Το πρόβλημα δεν είναι γιατί είμαστε τέτοιοι, που διαπιστώνουμε για τον εαυτό μας, αλλά πώς θα γίνουμε αυτό που πρέπει να γίνουμε σύμφωνα με την αλήθεια του Ευαγγελίου. Ο Θεός δεν θα μας κρίνει γιατί υπήρξαμε τέτοιοι, που ήρθαμε στον κόσμο, αλλά γιατί δεν προσπαθήσαμε να κάνουμε ό,τι χρειαζόταν να γίνουμε κατά το θέλημα του Θεού, αφού μας δόθηκαν οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες για κάτι τέτοιο

Θυμάσαι το θάνατο;




Τί νομίζετε πως έκανε ο μεγάλος Θεοδόσιος, που ήξερε πως τίποτε άλλο δεν ωφελεί τόσο τους ανθρώπους στο να γίνουνε ενάρετοι και στο να μένουνε πάντα τέτοιοι, όσο το να στοχάζονται και να θυμούνται, πως κάποτε θα πεθάνουν;
Πρόσταξε τους μαθητές του να κατασκευάσουν ένα μεγάλο μνήμα. Και για να τους θυμίζει -όπως είναι και τ’ όνομά του­ το τέλος τους, και για να κεντρίζει το ζήλο τους στην αρετή. Μα και για να τους δέχεται, όταν πεθαίνουνε· κι’ επειδή και πρόβλεψε τι θα συνέβαινε. Όταν λοιπόν ετοιμάσθηκε το μνήμα, πήγε και στάθηκε από πάνω του, και οι μαθητές του τον περικύκλωσαν. Κι’ επειδή με τα προβλεπτικά μάτια του λογισμού του έβλεπε καθαρά τι θα γινόταν, γύρισε και τους είδε και τους είπε χαριτωμένα και πρόσχαρα. Το μνήμα είναι έτοιμο· να δούμε τώρα ποιος από σας θα το εγκαινιάσει;
Κι’ αυτός μεν τα είπε αυτά έτσι πρόσχαρα κι’ ευχάριστα. Ο Βασίλειος όμως, που είχε το αξίωμα του ιερέα και ο ζήλος του για το καλό ήταν μεγάλος και σύμφωνος με τη Πατερική παράδοση, κι’ έμοιαζε γι’ αυτό στο πνευματικό του πατέρα -περισσότερο από όσο μοιάζουν τα παιδιά στο φυσικό τους πατέρα- αυτός λοιπόν κατάλαβε, πως ο δάσκαλος δεν μίλησε άσκοπα και ούτε έριξε τα λόγια του στον αέρα, και αμέσως πρωτάρπαξε το λόγο του· και ήταν έτοιμος να προτιμήσει από τη ζωή το θάνατο· επειδή ήξερε, πως αυτό δεν είναι ένα πράγμα ανεπιθύμητο, άλλα πολύ ωφέλιμο.
Αμέσως λοιπόν γονάτισε· και ακουμπώντας στο χώμα το πρόσωπό του, είπε: Ευλόγησέ με, Πατέρα μου, κι’ αν το θελήσεις εγώ πρώτος θα εγκαινιάσω αυτόν τον τάφο. Αυτό του ζήτησε· και εκείνος του το παραχώρησε. Κι’ από τη στιγμή εκείνη ο τάφος τον περιέλαβε. Και έδωσε ο άγιος Πατέρας εντολή να του γίνονται όλα εκείνα που συνηθίζονται για τους νεκρούς, τα τρίτα του δηλαδή, και τα εννιάμερά του, και τα σαράντα του.
Κι’ όταν πλέον τελείωσαν και τα σαράντα του, ο Βασίλειος χωρίς ούτε πυρετός να τον πιάσει και χωρίς να αισθανθεί κανένα πόνο, είτε στο κεφάλι τoυ είτε και σ’ άλλο μέρος του κορμιού του, εκδήμησε προς τον Κύριο· σαν να κοιμήθηκε έναν ύπνο ήμερο και ευχάριστο, που του στάθηκε βραβείο της υπακοής του και της προθυμίας του να παρουσιασθεί στο Θεό πρώτος, και πρώτος αυτός να στεφανωθεί.
Σαράντα λοιπόν από τότε ήμερες κατά σειρά, ο ιερός αυτός Βασίλειος ερχόταν στις βράδυνες συνάξεις των αδελφών και στεκόταν ανάμεσα στον ιερό χορό τους κι’ έψαλλε μαζί τους, και μόνο ο μεγάλος Θεοδόσιος τον έβλεπε και τον άκουε. Κι’ ενώ κανένας άλλος, ούτε την όψη του έβλεπε ούτε κι’ άκουε τη φωνή του, ένας αδελφός μόνο, που τον έλεγαν Αέτιο και ήταν μαθητής του Θεοδόσιου κι’ ακολουθούσε κατά πάντα τα χνάρια του μεγάλου του δασκάλου, τον άκουε μονάχα που έψαλλε, χωρίς όμως και να βλέπει το πρόσωπό του.
Τον ρώτησε λοιπόν, αν ακούει και αυτός τη φωνή του πεθαμένου. Κι’ εκείνος του απάντησε, πως τον ακούει, και πως τον βλέπει· και ότι αν το ήθελε, θα του τον έδειχνε όταν θα ερχόταν.
Ήρθε λοιπόν η νύχτα, και έγινε η Σύναξη· και ο άγιος του Θεού ξεχώρισε πάλι καλά το Βασίλειο που στεκόταν με τους άλλους που ψάλλανε, κι’ έψαλλε κι’ αυτός μαζί τους. Και δείχνοντάς τον, με το δάκτυλό του στον Αέτιο, προσευχήθηκε στο Θεό και είπε: Άνοιξε, Κύριέ μου, τα μάτια του, και καταξίωσέ τον να δει το μεγάλο σου αυτό θαύμα και μυστήριο.
Κι’ αυτός, όταν τον είδε και τον αναγνώρισε, από τη λαχτάρα του θέλησε να τρέξει και να τον αγκαλιάσει. Ήταν όμως άπιαστος· κι’ από τη στιγμή εκείνη έγινε ο Βασίλειος αθέατος, κι’ ακούστηκε μονάχα η φωνή του· «Είθε να σωθείτε, αδελφοί και πατέρες μου. Εμένα πλέον δεν θα με ξαναδείτε».
Κι αυτό που έγινε, φανερώνει πως είναι αληθινό και βεβαιότατο αυτό που λέει ο Χριστός στο Ευαγγέλιο του· «Όποιος πιστεύει σ’ έμενα, κι’ αν αποθάνει, θα ζει».
( Από το βίο του Αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχη)

ΔΕΝ κάνουμε το σταυρό μας:

 

1. Όταν μας θυμιάζει ο Ιερέας. Στις περιπτώσεις αυτές αντί Σταυρού, κάνουμε μια υπόκλιση της κεφαλής ευχαριστούντες τον Ιερέα για την τιμή πού μας κάνει: Μετά τις άγιες Εικόνες να θυμιάζει και εμάς, ως εικόνες του Θεού! Εάν καθόμαστε , πρέπει να σηκωνόμαστε.
2. Όταν στην αρχή του Όρθρου αναγινώσκεται ο Εξάψαλμος.
Το σταυρό μας μπορούμε να κάνουμε στην αρχή και στο τέλος του Εξάψαλμου. Σ’ όλη όμως τη διάρκεια αυτού, ακόμη και στο μέσον του, όταν λέγουμε τα «Δόξα… Και νυν… Αλληλούια…» ΔΕΝ κάνουμε το σταυρό μας, αλλά παρακολουθούμε «εν πάση σιωπή και κατανύξει» τον Αναγνώστη, ο όποιος «μετ’ ευλάβειας και φόβου Θεού», διαβάζει τον Εξάψαλμο. Διότι ό χρόνος αυτός τής αναγνώσεως προεικονίζει το χρόνο τής Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, κατά τη διάρκεια του οποίου με φόβο και τρόμο θα αναμένουμε την τελική κρίση Του για εμάς. Και, όπως τότε, έτσι και τώρα θα πρέπει σιωπώντες, όρθιοι, ακίνητοι, χωρίς μετακινήσεις ή, προπαντός, χωρίς και τούς παραμικρούς θορύβους, να παρακολουθούμε την ανάγνωση αυτή. (Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στις εσπερινές ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, οι οποίες είναι ό Όρθρος της επομένης. Διότι τότε, αφηρημένοι, μπαίνουμε στους Ναούς χωρίς να προσέχουμε, εάν εκείνη την ώρα διαβάζεται ο Εξάψαλμος. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να παραμένουμε ακίνητοι στην είσοδο του Κυρίως Ναού και μετά το πέρας της αναγνώσεως να μετακινούμαστε για να καταλάβουμε τη θέση μας).
3. Όταν φιλάμε το χέρι Ιερωμένου.
Η συνήθεια ορισμένων να κάνουν το σταυρό τους πριν φιλήσουν το χέρι του Επισκόπου ή Ιερέα ή οποιουδήποτε ρασοφόρου είναι λανθασμένη. Το σταυρό μας τον κάνουμε, όταν ασπαζόμαστε τις άγιες Εικόνες και όχι όταν ασπαζόμαστε το χέρι του Ιερωμένου. Όταν λοιπόν πρόκειται να επικοινωνήσουμε ή να συναντηθούμε με Ιερωμένο, μπορούμε να πούμε «Ευλόγησον, Δέσποτα ή Πάτερ» ή «Την ευχή σας, Σεβασμιώτατε ή Αγιε Καθηγούμενε ή Πάτερ και κάνοντας μία μικρή υπόκλιση της κεφαλής να ασπαστούμε το δεξί του χέρι, όποτε συνεχίζουμε το διάλογο μαζί του, όπως επιθυμεί ό καθένας. Το ίδιο κάνουμε και φεύγοντας από κοντά του. Λέμε, «Την ευχή σας ή Ευλογείτε, Πάτερ», κάνουμε μικρή υπόκλιση, προτείνοντας τις παλάμες μας σταυροειδώς, ασπαζόμαστε τη δεξιά του και φεύγουμε.
4. Όταν λαμβάνουμε το αντίδωρο από το χέρι του Ιερέα, το οποίο (χέρι) στη συνέχεια το ασπαζόμαστε.
(από το :”Λατρευτικό Εγχειρίδιο” σελ. 168,171)

«Μάτιασμα». Πρόληψη και δεισιδαιμονία.




Παρερμηνείες της βασκανίας
Από τους χρόνους της αρχαιότητας η βασκανία συνδέθηκε και μ’ αυτό που σήμερα αποκαλούμε «μάτιασμα». Σήμερα μάλιστα όταν ακούμε τη λέξη βασκανία αμέσως εννοούμε μόνον το μάτιασμα και τίποτε άλλο. Πρόκειται για μια παλιά πρόληψη και δεισιδαιμονία ότι ο κακός με το βλέμμα του και μόνο μπορεί να βλάψει τον φθονούμενο. Αυτό φυσικά δεν είναι σωστό, και η Εκκλησία μας δεν το παραδέχεται. Βεβαίως η Εκκλησία έχει ευχές που κάνουν λόγο για «βάσκανον οφθαλμόν». Οι αναφορές αυτές εξηγούνται εύκολα, χρειάζεται όμως μια προσοχή, για να μην υπάρξουν παρανοήσεις. Η φράση «βάσκανος οφθαλμός» προέρχεται από την Αγία Γραφή και σημαίνει το φθονερό άνθρωπο, τον κακό, τον ανελεήμονα, τον άσπλαχνο, ενώ το αντίθετο, «καλό μάτι», σημαίνει τον καλόν άνθρωπο, τον εύσπλαχνο, τον ψυχόπονο. Ας μη ξεχνάμε ότι στα αρχαία ελληνικά το μάτι λέγεται και όψις, και ότι στην Αγία Γραφή «μάτι» και «όψις» και «οφθαλμός» και «είδος» λέγεται και η εμφάνιση του ανθρώπου, το παρουσιαστικό του, και ο όλος άνθρωπος. Κατ’ αρχάς εννοείται ότι, ο φθονερός άνθρωπος όταν δει το θύμα του και το φθονήσει, αυτό είναι η ρίζα του κακού που μπορεί να ακολουθήσει. Επομένως αυτή η φθονερή ματιά, είναι από όλους ανεπιθύμητη. Στην συνέχεια η φράση «βάσκανος οφθαλμός» επεκτάθηκε στους ανθρώπους που σαν υποχείρια του σατανά ασχολούνται με μαγείες, μαντείες, ξόρκια και όλα τα σχετικά. Έτσι λοιπόν ξεκαθαρίζονται τα πράγματα πως η Εκκλησία μας από τη μια δεν παραδέχεται το μάτιασμα και από την άλλη αναφέρεται στις ευχές της εναντίον της βασκανίας. Δεν πρόκειται για αντίφαση, αλλά για διαχωρισμό δυο διαφορετικών πραγμάτων. Σε αντίφαση και σύγχυση βρίσκονται όσοι λεγόμενοι Χριστιανοί από τη μια κάνουν το σταυρό τους και από την άλλη τρέχουν σε ξόρκια και μάγια. Βασκανία εννοεί η Εκκλησία τον φθόνο και το κακό που κάνουν κάποιοι κινούμενοι από φθόνο· το κακό αυτό μπορεί να είναι μία βλαπτική πράξη ή μία συκοφαντία ή μία κατάρα ή μία δαιμονική ενέργεια ή επίδραση. Η Εκκλησία δεν δέχεται ότι η απλή ματιά ενός ανθρώπου μπορεί από απόσταση να προκαλέσει με μαγικό τρόπο κακό σε κάποιον άλλο. Είναι απαράδεκτες για ανθρώπους της Εκκλησίας οι προλήψεις και δεισιδαιμονίες ότι κάποιος είναι βάσκανος, μόνο και μόνο επειδή γεννήθηκε την τάδε μέρα ή επειδή έχει στο πρόσωπο του κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ή ότι κάποιος είναι ιδιαίτερα επιρρεπής στη βασκανία (ότι δηλαδή «ματιάζεται» εύκολα), ή ότι μπορεί να αισθανθεί άσχημα και αδιάθετος, επειδή τάχα κάποιος τον «μάτιασε», και άλλες τέτοιες αηδίες
Δεν θα κάνουμε επομένως καμιά αναφορά στο λεγόμενο «ξεμάτιασμα», που γίνεται από λαϊκούς ανθρώπους (όπως επικλήσεις, χειρονομίες, χάνδρες κλπ.), οι οποίοι εμπειρικώς τα μαθαίνουν από άλλους και εμπειρικά τα εφαρμόζουν και κανείς δεν γνωρίζει το «πώς» και το «γιατί», αφού είναι σκοτεινή και άδηλη και ανεξερεύνητη η προέλευση αυτού του «ξεματιάσματος». Και δεν έχει σχέση με τη διδασκαλία της Εκκλησίας και προφανώς προέρχεται από λαϊκές και παλιές ειδωλολατρικές δοξασίες και πρακτικές ακαθόριστες, γι’ αυτό και είναι απαράδεκτες ανάμεσα στους πιστούς και δεν τιμούν τη σύγχρονη «προοδευτική» εποχή μας. Είναι εκδηλώσεις άγνοιας και απιστίας και παγανισμού.
Η Εκκλησία θέλοντας να βοηθήσει τα μέλη της συμπεριφέρεται με πολλή συγκατάβαση και περιέλαβε στις ευχές της τις σχετικές με τη βασκανία λέξεις, αλλά τους έδωσε το σωστό νόημα. Δυστυχώς πολλές φορές παρατηρείται η εσφαλμένη λαϊκή δοξασία να επικρατεί, να επιβάλλεται και σιγά-σιγά να αλλοιώνει τη γνήσια ορθόδοξη διδασκαλία, σε σημείο άλλα να λέμε και άλλα να καταλαβαίνουμε.
Η Εκκλησία τη βασκανία με την έννοια της εξ αποστάσεως φθοροποιού μαγικής επιδράσεως μόνο με το βλέμμα (που μπορεί καμιά φορά να συνοδεύεται και από κάποιο λόγον ή ενδόμυχη σκέψη θαυμασμού ή φθόνου) τη θεωρεί, δεισιδαιμονία. Οι εκκλησιαστικοί συγγράφεις και οι πατέρες της Εκκλησίας δεν αρνούνται την πραγματική βασκανία, δηλαδή τον φθόνο και τις βλαπτικές ενέργειες που εκπορεύονται από αυτόν. Ειδικά μάλιστα τις περιπτώσεις βασκανίας που δεν έχουν εμφανή τη προέλευσή τους τις αποδίδουν στην επήρεια του πονηρού. Γενικά θεωρούν τη βασκανία ως έργο του διαβόλου και πράξη φθόνου. Ο Μέγας Βασίλειος έγραψε και λόγο «περί φθόνου και βασκανίας». Η Εκκλησία συνέθεσε και ειδική ευχή κατά της βασκανίας, με την έννοια του φθόνου.
Με όσα αναφέραμε και εξηγήσαμε μέχρι εδώ ξεκαθαρίζεται το θέμα της βασκανίας από ορθόδοξη άποψη. Επίσης εξηγούνται και εκφράσεις όπως «η βασκανία σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποβεί θανατηφόρος», δεν εννοείται ότι κάποιος μπορεί με το βλέμμα του να σκοτώσει έναν άλλο (αυτό είναι ανόητη, μαγική, ειδωλολατρική και αντιχριστιανική αντίληψη), διότι τότε θα είχαν φονευθεί οι μισοί άνθρωποι της γης χωρίς πολέμους και εγκλήματα και φονικά όπλα, αλλά εννοείται ότι αυτός που φθονεί και μισεί τον συνάνθρωπό του σε μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να τον εξοντώσει και σωματικά. Σχεδόν πάντοτε ο φθονερός προσπαθεί να εξοντώσει το θύμα του ηθικά-ψυχικά, γι’ αυτό ο κατ’ εξοχήν βάσκανος και φθονερός διάβολος ονομάζεται και ανθρωποκτόνος και μισάνθρωπος.
Μέσα προστασίας
Όσοι άνθρωποι αισθανθούν οι ίδιοι ή κάποιος δικός τους την επήρεια της βασκανίας, πρέπει να τρέχουν στον πνευματικό ιερέα να τους σταυρώσει με το σταυρό, που έχει μεγάλη δύναμη κατά των πονηρών πνευμάτων, και να τους διαβάσει την ειδική ευχή κατά της βασκανίας.
Πολλοί άνθρωποι επινόησαν κατά της βασκανίας διάφορα μέσα, όπως τα φυλαχτά, για να τα φοράνε όσοι βασκαίνονται. Η Εκκλησία προσπαθώντας να προφυλάξει τα μέλη της από κάθε πλάνη δεν επιτρέπει στους Χριστιανούς να χρησιμοποιούν αυτά τα φυλαχτά (χάντρες, φύλλα, λουλούδια, εκκλησιαστικά αντικείμενα και λοιπά), γιατί όλα αυτά προϋποθέτουν μια μαγική αντίληψη λειτουργίας και προστασίας, τελείως αντιχριστιανική. Επίσης απαγορεύεται να χρησιμοποιούνται διάφορα «εξορκιστικά» λόγια κατά του «ματιάσματος» από άντρες ή γυναίκες, γιατί όλα αυτά τα «λαϊκά» μέσα και οι σχετικές αντιλήψεις και δεισιδαιμονίες είναι είδος μαγείας και παγανισμού, όπως αναφέρει και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο βιβλίο του «Χρηστοήθεια των Χριστιανών». Κάθε άλλο πέρα από τις ευχές της Εκκλησίας αποτελεί άρνηση της πίστεως· κάθε άλλο «ξόρκι» απομακρύνει από τον άνθρωπο τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και τον αφήνει ανίσχυρο μπροστά στις «μεθοδείες του πονηρού». Όποιος χρησιμοποιεί «ξόρκια» και «φυλαχτά» και «χαϊμαλιά» είτε για τον εαυτό του είτε για δικούς του ανθρώπους, πρέπει να ξέρει ότι έτσι μολύνει το βάπτισμά του, δείχνει απιστία και ασέβεια προς το Θεό, και επομένως αντί να προστατεύεται από το κακό, παραδίδει τον εαυτό του σε μισάνθρωπες επιρροές.
Υπάρχουν βέβαια τα χριστιανικά φυλαχτά της Εκκλησίας, τα οποία μπορούν και πρέπει να μεταχειρίζονται οι πιστοί. Πολύ αποτελεσματικό φυλαχτό είναι ο σταυρός, που πρέπει να φοράνε όλοι οι Χριστιανοί, γιατί οι δαίμονες φοβούνται τη δύναμή του, γιατί είναι το φυλακτήριο όλου του κόσμου.
Υπάρχουν βέβαια και άλλα μέσα της πίστεως μας, με τα οποία επικαλούμαστε τη δύναμη του μεγάλου Θεού και μπορούμε να αποτρέψουμε κάθε κακό. Πρέπει όμως να έχουμε υπόψη μας ότι κανένα αγιαστικό μέσο της Εκκλησίας δεν μας βοηθά χωρίς μία απαραίτητη προϋπόθεση, την πίστη. Πρέπει να έχουμε πίστη σταθερή και ακλόνητη και χωρίς αμφιβολίες στο Κύριο μας Ιησού Χριστό και στη διδασκαλία του. Και αυτή η πίστη μεταφράζεται σε έργα, τα οποία είναι η πίστη στα θεόπνευστα λόγια της Αγίας Γραφής· το να εφαρμόζουμε και να ακολουθούμε τις εντολές του Θεού στη ζωή μας, το να εκκλησιαζόμαστε τακτικά, η θερμή προσευχή, να εξομολογούμαστε συχνά, και να κοινωνούμε. Τότε βεβαίως κανένα κακό, καμία επιβουλή, καμία βασκανία δεν μπορεί να μας βλάψει, και κυρίως δεν μπορεί να μας απομακρύνει από την πίστη και από τη σωτηρία της ψυχής μας. Με την προσευχή επικοινωνούμε με το Θεό. Με την εξομολόγηση απαλλασσόμαστε από τις αμαρτίες μας, οι οποίες είναι βάρος στη ψυχή μας και τείχος που εμποδίζει τη χάρη του Θεού να μας αγιάσει και να μας προστατέψει. Με τη θεία κοινωνία ενωνόμαστε με τον ίδιο το Θεό και γινόμαστε και εμείς «θεοί κατά χάριν». Αυτά είναι τα κυριότερα αγιαστικά μέσα και φυλαχτά που με πολλή αγάπη προσφέρει η μητέρα Εκκλησία σε κάθε παιδί της, πιστό μέλος της. Από αυτά ξεκινώντας και με τις συμβουλές πάντοτε του πνευματικού μας πρέπει να χρησιμοποιούμε και τα υπόλοιπα, το σημείο του Σταυρού, τις ευχές από τον ιερέα, τον μικρό και τον μεγάλο αγιασμό και λοιπά. Προσοχή λοιπόν και μακριά από κάθε τι που δεν είναι εκκλησιαστικό μέσο αγιασμού· προσοχή και από κάποια φυλαχτά που ορισμένοι επιτήδειοι παρουσιάζουν ως «της εκκλησίας», με σακουλάκια, φυλλαράκια, ξόρκια, χαρτάκια, ψωμάκια, πανάκια και τα όμοια, διότι έτσι ξεγελούν τους απλούστερους και εκμεταλλεύονται το θρησκευτικό συναίσθημα και την ανασφάλεια πολλών, με σκοπό τη βεβήλωση της πίστης και τον προσπορισμό εύκολου πλουτισμού.
(Β.Σ.Βασιλοπούλου, «Η βασκανία στη ζωή μας», εκδ. «Αποκάλυψις» 2003- αποσπάσματα).

Για το ύψος της ιερωσύνης και ότι δεν πρέπει να κατακρίνουμε τους ιερείς


undefined
Ο όσιος και θαυματουργός πατέρας μας Αναστάσιος ο Σιναΐτης μας διηγήθηκε την εξής θαυμαστή και παράδοξη διήγηση:
Έξω από τη Δαμασκό, σε απόσταση δώδεκα περίπου μιλίων, ασκήτευε ένας στυλίτης, δούλος του Χριστού. Αυτός κάποτε σκανδαλίσθηκε με κάποιον ιερέα της πόλεως, όταν πληροφορήθηκε από έναν επισκέπτη ότι «ο τάδε ιερέας πέφτει στο σωματικό αμάρτημα».
Μετά από λίγες ημέρες θα γινόταν μνημόσυνο στο μοναστήρι του, που ονομαζόταν του Ραέτων, και πήγαν εκεί πολλοί από τους κατοίκους της Δαμασκού. Πήγε και ο ιερέας που είχε διαβληθεί στον οσιότατο στυλίτη και, επειδή ήταν πρεσβύτερος της Μητροπόλεως και μάλιστα από τους πρώτους στην τάξη, τέλεσε αυτός τη Θεία Λειτουργία. Την ώρα του κοινωνικού, όταν ο διάκονος είπε κατά τα καθιερωμένα την εκφώνηση: «Οι πρεσβύτεροι, προσέλθετε», κατέβασε ο στυλίτης σ’ ένα καλάθι το Άγιο Ποτήριο που είχε επάνω και του έβαλαν σ’ αυτό μία μερίδα του Αγίου Σώματος και Τίμιο Αίμα. Όταν όμως τράβηξε επάνω την Αγία Μετάληψη και πήρε στα χέρια του το Άγιο Ποτήριο και τη λαβίδα, δίσταζε να μεταλάβει, εξαιτίας της κατηγορίας που είχε ακούσει για τον λειτουργό ιερέα, και ευρισκόμενος σε στιγμή ανθρώπινης αδυναμίας, ο όσιος απορούσε μέσα του και έλεγε: «Έχει άραγε αγιασθεί αυτή η μετάληψη; Επιφοίτησε άραγε σ’ αυτή το Άγιο Πνεύμα ή εμπόδισε τον ερχομό Του η αμαρτία του λειτουργού; Πρέπει άραγε να μεταλάβω, έτσι που είμαι σκανδαλισμένος με τον ιερέα ή όχι;»
Αυτά και τα όμοια συλλογιζόταν ψηλά ο στυλίτης, όταν ο Θεός, που πάντοτε πληροφορεί τους δούλους του, οικονόμησε να συμβεί κάτι φρικτό για πληροφορία του οσίου, ή μάλλον για στηριγμό και σωτηρία κάθε χριστιανικής ψυχής. Καθώς δηλαδή οι κληρικοί τεμάχιζαν επάνω στην Αγία Τράπεζα το Πανάγιο Σώμα πριν τη μετάληψη του λαού, μία μερίδα κύλισε από το δισκάριο και έπεσε στην Αγία Τράπεζα, όπου μετετράπη σε σάρκα μπροστά στα μάτια όλων των εκεί ευρισκομένων.
Ο λειτουργός ιερεύς, θαμπωμένος από το παράδοξο θέαμα, δοκίμασε να ακουμπήσει και να ψηλαφήσει την αγία αυτή μερίδα. Μόλις την ακούμπησε, αυτή κόλλησε σαν ζωντανή, φρεσκοσφαγμένη σάρκα στο δάκτυλό του και, καθώς τράβηξε το χέρι του, υψώθηκε και η αγία μερίδα, κολλημένη στο δάκτυλο. Τότε έσταξε τρεις σταγόνες αίμα στην Αγία Τράπεζα, και οι άχραντες αυτές σταγόνες του θαυμαστού και πανάγιου εκείνου αίματος πότισαν το πρώτο και το δεύτερο κάλυμμα της Αγίας Τραπέζης και έφθασαν μέχρι το μάρμαρο.
Όλοι οι παρόντες άρχισαν τότε να φωνάζουν το Κύριε ελέησον και βγήκαν να πουν και στον στυλίτη την θαυματουργία που έγινε. Εκείνος, όταν το άκουσε, μετέλαβε με φόβο και τρόμο την αγία μερίδα που του είχαν στείλει και ομολόγησε σε όλους τη δυσπιστία του, λέγοντας ότι εξαιτίας της έκανε ο Θεός αυτό το θαύμα. Έβαλαν τότε σε μικρό γυάλινο ποτήρι τη σαρκωθείσα αγία μερίδα και του την έδωσαν επάνω στο στύλο.
Μάρτυρες του φοβερού και παραδόξου αυτού θαύματος ζουν ακόμη περισσότεροι από πεντακόσιους, ιερείς και μοναχοί, κληρικοί και λαϊκοί, κάτοικοι της πόλεως και χωρικοί. Το μαρτυρούν και τα καλύμματα της Αγίας Τραπέζης, που έχουν ακόμη τα σημάδια των αγίων εκείνων σταγόνων του Άχραντου Αίματος. Το μαρτυρεί και ο δούλος του Χριστού, ο άγιος στυλίτης. Μαζί δε με όλους, το μαρτυρώ κι εγώ ο ελάχιστος και ανάξιος, που αξιώθηκα να δω και να προσκυνήσω την θεόσαρκη αυτή μερίδα και να πάρω μαζί μου ένα κομμάτι της. Μάλιστα πείσθηκα γι’ αυτή τη θεϊκή θαυματουργία από τα γεγονότα που συνέβησαν.
Συγκεκριμένα, όταν βρέθηκα στα Ιεροσόλυμα, έχοντας μαζί μου αυτό το θείο και ανεκτίμητο μαργαριτάρι, συνέβη να δαιμονισθεί κατά παραχώρησα Θεού ένας δούλος, που τον έλεγαν Γεώργιο, κάποιου άρχοντα πολύ φίλου μου και να καταφύγει για τη θεραπεία του στην Αγία Σιών. Όταν το έμαθα, πήρα την Αγία Μερίδα, την έβαλα προσεκτικά σε λινό σακουλάκι και πήγα και κρέμασα με βέβαιη και αδίστακτη πίστη το φυλακτό αυτό στο λαιμό του δούλου, που ήταν ήδη δεκαοκτώ ετών.
Μετά από μερικές ημέρες, εμφανίσθηκε σε όνειρο η Δέσποινά μας η αγία Θεοτόκος σε κάποια ευλαβέστατη χήρα και της είπε: «Σήκω και πήγαινε στο σπίτι του παιδιού, γιατί ο Γεώργιος θεραπεύτηκε από το δαίμονα». Τότε η γερόντισσα ερώτησε την πορφυροντυμένη: «Πώς θεραπεύθηκε το παιδί;» Και εκείνη της απάντησε: «Με θαύμα της Αγίας Μερίδας που δέθηκε στο λαιμό του». Ξύπνησε εκείνη φοβισμένη και πήγε στην Αγία Σιών και τα διηγήθηκε στη γυναίκα του φίλου μου και στα παιδιά της. Αυτοί πίστεψαν με βεβαιότητα ότι είναι αληθινό το όραμα της γυναίκας. Έκαναν λοιπόν λειτουργία και, κατά την μεγάλη είσοδο, πλάγιασαν μπρούμυτα το δούλο, ώστε να περάσουν τα άγια μυστήρια από πάνω του. Καθώς περνούσαν, είδε ένα μεγάλο μαύρο φίδι να βγαίνει από το αριστερό πλευρό του και να φεύγει μακριά του, και από τη στιγμή εκείνη έγινε καλά. Ζει δε στα Ιεροσόλυμα υγιής, κηρύττοντας σε όλους τα θαύματα της σαρκωθείσας μερίδας του Παναγίου Σώματος του Κυρίου και μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Κάποτε πού βρέθηκα στη Λαοδίκεια της Συρίας, κοντά στο όρος του Λιβάνου, απέναντι των Γαυθισών, άκουσα από τους εκεί γέροντες ένα αξιομνημόνευτο γεγονός. Υπήρχε, λέγει, εκεί κάποιος ιερέας, που ζούσε μέχρι πριν δύο χρόνια. Μία νύχτα πήγε σ’ αυτόν ένας άνθρωπος και τον πίεζε να σηκωθεί να βαφτίσει το παιδί του που ήταν βρέφος και κινδύνευε από στιγμή σε στιγμή να πεθάνει. Σηκώθηκε λοιπόν από το κρεβάτι του ο ιερέας και άρχισε αμέσως να λέγει την ευχή του βαπτίσματος. Καθώς όμως ετοίμαζαν το νερό και το άγιο έλαιο, και ενώ ο ιερέας συνέχιζε την ευχή, το παιδί πέθανε αβάπτιστο. Πήρε τότε ο ιερέας το παιδί, το έβαλε μπροστά στο βαπτιστήριο και είπε: «Σε σένα, τον σύνδουλό μου άγγελο, λέγω, μ’ εκείνη την εξουσία που έδωσε ο Χριστός σ’ εμάς τους ιερείς να δένουμε και να λύνουμε στον ουρανό και στη γη· δώσε την ψυχή αυτού του παιδιού πίσω στο σώμα του. Δεν πρέπει να το πάρεις αβάπτιστο, διότι ξέρει ο Κύριος σου, που είναι και δικός μου Κύριος, ότι δεν αμέλησα, αλλά μόλις ξύπνησα αμέσως άρχισα την ευχή του βαπτίσματος». Με τα λόγια αυτά του ιερέα στον άγγελο, αναστήθηκε το παιδί, το βάπτισαν και αμέσως κοιμήθηκε πάλι εν Κυρίω.
Όταν εγώ το άκουσα αυτό, θεώρησα δίκαιο να μην το αποσιωπήσω, αλλά να το γράψω προς δόξαν και τιμήν του μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού και προς ωφέλεια των ακροατών.
Κανείς λοιπόν να μην κρίνει ιερέα του Θεού, ακόμη και αν τον δει να πέφτει σε κάποιο σφάλμα. Διότι, αν ο λόγος και ο δεσμός του ιερέα ισχύει για τους αγγέλους, πόσο περισσότερο ισχύει για τους ανθρώπους;

(«Αγιορείτικη Μαρτυρία», τευχ. 12-13, σ. 187-189)

Ἡ Ἀλβανία ἐξαφανίζει τὴν ἑλληνικὴ μειονότητα - Βαρὺ πρόστιμο σὲ ὅσους δηλώσουν ἑλληνικὴ καταγωγὴ

 

undefinedΚΑΜΙΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΜΕΙΟΔΟΤΕΣ
Σὲ μαζικὴ παραβίαση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τῆς ἑλληνικῆς μειονότητας προχωρᾶ ἡ Ἀλβανία, μὲ ἀφορμὴ καὶ ὄχημα τὴν ἀπογραφὴ τοῦ πληθυσμοῦ.
Ἡ ἀλβανικὴ κυβέρνηση, παρὰ τὶς ἀρχικὲς ὑποσχέσεις, προέβη σὲ ἀλλαγὲς στὸ ἐρωτηματολόγιο, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐπιβολὴ προσκομμάτων στὴ διαδικασία, ἀκόμη καὶ προστίμων, μὲ σκοπὸ νὰ δυσχεράνει τὴν καταγραφὴ τῆς ἑλληνικῆς καταγωγῆς πολιτῶν καὶ νὰ ἀποθαρρύνει ὅσους θέλουν νὰ δηλώσουν Ἕλληνες.
Ἡ πιὸ κραυγαλέα ἀντιδημοκρατικὴ παρέμβαση εἶναι ἡ ἐπιβολὴ προστίμου ὕψους 100.000 λὲκ (700 εὐρὼ) σὲ ὅσους δηλώσουν «ψευδῆ στοιχεῖα».
Ὅπως ἀποκαλύπτει σήμερα ὁ «Τύπος τῆς Κυριακῆς», τὸ καθεστὼς Χότζα εἶχε ἀλλάξει σκόπιμα τὴν ἐθνικότητα τῶν πολιτῶν ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ Βορειοηπειρῶτες ποὺ θὰ δηλώνουν ὅτι εἶναι ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ἐνῶ εἶναι καταγεγραμμένοι στὰ κατάστιχα Χότζα ὡς Ἀλβανοί, θὰ πληρώνουν πρόστιμο γιὰ δήλωση «ψευδῶν στοιχείων».

ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ-107 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΡΩΙΚΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ

Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στη Μασσαλία το 1870.

Ήταν γιός του Μιχαήλ Μελά, μέλους της ομώνυμης μεγάλης και ιστορικής οικογένειας των Ιωαννίνων, και ο οποίος γεννήθηκε στη Σύρα το 1833, και πέθανε στην Αθήνα το 1897, αφού προηγουμένως υπηρέτησε την Πολιτεία, ως Βουλευτής Αττικής (εκλ. 1890) και Δήμαρχος Αθηναίων (εκλ. 1891).

Το 1886 ο Παύλος Μελάς έγινε δεκτός στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, απ' όπου αποφοίτησε τέσσερα χρόνια αργότερα με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού του Πυροβολικού.

Η γνωριμία του και ο γάμος του, το 1892, με τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη του Μακεδόνα πολιτικού Στέφανου Δραγούμη - η οικογένεια Δραγούμη καταγόταν από το Βογατσικό Καστοριάς - και αδελφή του Ίωνα Δραγούμη, στάθηκε καθοριστική για την μετέπειτα πορεία του Παύλου Μελά, ο οποίος οπωσδήποτε είχε ανδρωθεί σ' ένα περιβάλλον με έντονο τον εθνικό παλμό, καθώς σ' αυτήν βρήκε μιαν εξαίρετη σύντροφο και συνεργάτιδα με την οποία μοιραζόταν την ίδια αγάπη για την Πατρίδα.


Η τραγική ήττα της Ελλάδας στον Ελληνο - Τουρκικό Πόλεμο του 1897, στον οποίο και ο ίδιος συμμετείχε, πλήγωσε βαθιά τον Παύλο Μελά. Πιστεύοντας όμως ότι η χώρα θα ξαναβρεί το δρόμο της, αντέδρασε μέσα στο κλίμα της γενικής απογοήτευσης που τότε κυριαρχούσε.

Την ίδια εποχή τα γεγονότα στη Μακεδονία προκαλούν την Ελλάδα να πάρει θέση απέναντι στις βιαιοπραγίες Τούρκων και Βούλγαρων, η οποία περιορίζεται σε διαβήματα προς τις άσπονδες φίλες της Μεγάλες Δυνάμεις.

Το 1902, ο Ίων Δραγούμης διορίζεται Υποπρόξενος στο Μοναστήρι. Αμέσως κηρρύσει "Ιερή Εκστρατεία" στην ευρύτερη περιοχή. Κατηχεί και εμψυχώνει το λαό της Δυτικής Μακεδονίας. Ορίζει διοικητικές επιτροπές σε πόλεις και χωριά. Ιδρύει και οργανώνει τη "Μακεδονική Άμυνα".

Το 1903, η Βουλγαρική Προπαγάνδα αποφασίζει να παρουσιάσει στην Ευρώπη το δήθεν "Μακεδονικό Ζήτημα". Στόχος η ενσωμάτωση της Μακεδονίας στο Βουλγαρικό Κράτος, όπως λίγα χρόνια πριν έγινε με την Ανατολική Ρωμυλία.

Την Άνοιξη του 1903 σχηματίζεται στην Αθήνα μια επιτροπή, η "Μακεδονική Φιλική Εταιρεία" από τον Αργύριο Ζάχο, τον Θεόδωρο Μόδη και τον Θεόδωρο Καπετανόπουλο, που έχει σαν σκοπό να πειστεί η Ελληνική Κυβέρνηση να ενισχύσει την ένοπλη άμυνα των καταδυναστευόμενων από Τούρκους και Βούλγαρους, Ελλήνων στη Μακεδονία.

Στις 20 Ιουλίου 1903 λαμβάνει χώρα η Βουλγαρική Ψευδοεπανάσταση του 'Ιλιντεν, με προεπιλεγμένους στόχους τα ελληνικά βλαχόφωνα χωριά Νεβέσκα - Νυμφαίο και Κρούσοβο, η οποία όμως σβήνει σαν πυροτέχνημα από την άμεση αντίδραση των Τούρκων. Όμως οι Βούλγαροι πετυχαίνουν να γεμίσει η περιοχή με τα ένοπλα βουλγαρικά σώματα, τους Κομιτατζήδες που τρομοκρατούν τους Έλληνες κατοίκους.

Στις 24 Φεβρουαρίου 1904, με διαταγή της Ελληνικής Κυβέρνησης,έρχονται μυστικά για πρώτη φορά στη Μακεδονία, γιά να μελετήσουν την κατάσταση και να υποδείξουν πρακτικά μέτρα, τέσσερις Αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού: οι λοχαγοί Αναστάσιος Παπούλας και Αλέξανδρος Κοντούλης και οι ανθυπολοχαγοί Γεώργιος Κολοκοτρώνης και Παύλος Μελάς.

Στις 22 Μαϊου 1904, στην Αθήνα, ιδρύεται μυστικά το "Μακεδονικό Κομιτάτο" με Ιδρυτή και Πρόεδρο τον Δ. Καλαποθάκη, Διευθυντή της Εφημερίδας "Εμπρός". Ανάμεσα στα πρώτα Μέλη του Μακεδονικού Κομιτάτου και ο Παύλος Μελάς. Ώσπου όμως να πειστεί η Ελληνική Κυβέρνηση να πάρει μέτρα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και την υπεράσπιση του Μακεδονικού Ελληνισμού, συγκέντρωσαν μόνοι χρήματα και άρχισαν τον μεγάλο τους αγώνα. Αποφασίζουν να δράσουν άμεσα οργανώνοντας ένοπλα σώματα εθελοντών τα οποία και στέλνουν στη Μακεδονία, μαζί με οπλισμό για τους Μακεδόνες, και την υπεράσπισή τους από τις εναντίον τους ληστρικές και φονικές επιθέσεις Βούλγαρων και Τούρκων.

Στις 10 Ιουλίου του ίδιου έτους, ο Παύλος Μελάς ξαναήρθε, μόνος αυτή τη φορά, στη Μακεδονία, στην Κοζάνη και τη Σιάτιστα, με σκοπό να συγκεντρώσει στοιχεία και να μελετήσει προσωπικά την κατάσταση, κυκλοφορώντας σαν ζωέμπορος, και φέροντας το ψευδώνυμο Πέτρος Δέδες, αναλαμβάνοντας την οργάνωση του πρώτου ένοπλου σώματός του. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα και ενημέρωσε την Ελληνική Κυβέρνηση για την κατάσταση στη Μακεδονία.

Ο Παύλος Μελάς ξαναήρθε γιά τρίτη και τελευταία φορά στη Μακεδονία, περνώτας τα σύνορα από τη μεριά της Κοζάνης στις 18 Αυγούστου 1904. Κυκλοφορούσε με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, σύνθεση των ονομάτων των παιδιών του. Διοικούσε ένα σώμα τριανταπέντε αντρών Μακεδόνων και Ηπειρωτών, Λακώνων και Κρητικών, κ. ά., όμως ουσιαστικά ήταν αρχηγός όλων των αντάρτικων σωμάτων που δρούσαν στις περιφέρειες Μοναστηρίου και Καστοριάς. Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ έχει αρχίσει. Ένας αγώνας που παρατάθηκε ως το Καλοκαίρι του 1908, οπότε θεσπίστηκε το νέο Τουρκικό Σύνταγμα. Ένας ευγενής αγώνας για την Ελευθερία. Όμως συγχρόνως ένας αγώνας σκληρός, γιατί οι εθελοντές του ελληνικού ένοπλου σώματος του Παύλου Μελά, ούτε δοκιμασμένους οδηγούς είχαν, ούτε εύκολα μπορούσαν να τροφοδοτηθούν, ενώ οι αδιάκοπες βροχές τους δυσκόλευαν πολύ ακόμα και στις μετακινήσεις τους. Εκτός αυτών οι τουρκικές αρχές είχαν πληροφορηθεί το πέρασμα από τα σύνορα αυτού του ελληνικού σώματος και το καταδίωκαν με ενισχυμένο στρατιωτικό απόσπασμα. Ο Παύλος Μελάς άρχισε αμέσως τις επιθέσεις εναντίον των Βούλγαρων Κομιτατζήδων γιά να ξεκαθαρίσει την περιοχή, αλλά και γιά να οργανώσει την τοπική άμυνα. Κέντρο των επιχειρήσεών του ήταν τα χωριά Νεγοβάνη και Λέχοβο. Όμως ο αγώνας του τερματίστηκε στις 13 Οκτωβρίου 1904, ημέρα Τετάρτη, στο χωριό Στάτιστα - το οποίο σήμερα προς τιμή του ονομάζεται Μελάς - όπου βρισκόταν εκείνη την ημέρα, όταν η συμμορία κομιτατζήδων του Μήτρου Βλάχου, τον πρόδωσε και τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα κύκλωσε το χωριό και το σπίτι στο οποίο βρισκόταν ο Παύλος Μελάς και τον φόνευσε, όταν έπειτα από γενναία άμυνα δύο ωρών αποφάσισε ο ίδιος και οι άνδρες του έξοδο. Πρώτος όρμησε ο Παύλος Μελάς που πληγώθηκε θανάσιμα όταν κάποια σφαίρα τον βρήκε στη μέση και πέθανε έπειτα από μισή ώρα. Για να μην πέσει η σωρός του Παύλου Μελά στα χέρια των Τούρκων, ο Ντίνας - ένα από τα πρωτοπαλίκαρά του - έκοψε με το σπαθί του την κεφαλή του ήρωα, έθαψε το ακέφαλο σώμα σ' έναν πρόχειρο τάφο εκεί όπου είχε σκωτωθεί και έπειτα περνώντας μεσ' από τις γραμμές του τουρκικού αποσπάσματος, έφτασε στο χωρίο Ζέλοβο, όπου σ' ένα σπίτι στην άκρη του χωριού έθαψε και την κεφαλή του Παύλου Μελά. Το ακέφαλο σώμα του Παύλου Μελά βρήκαν οι Τούρκοι και μετέφεραν στην Καστοριά. Εκεί μεταφέρθηκε αργότερα και η κεφαλή του και μαζί τάφηκαν από τον Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη - σε αντίδραση Τούρκων και Βούλγαρων - στο Πισοδέρι Καστοριάς σε αφανή τάφο κάτω από την Αγία Τράπεζα.


Η είδηση του ηρωικού θανάτου του Παύλου Μελά συγκλόνισε το Πανελλήνιο. Ολόκληρη η Αθήνα πένθησε για τον χαμό του ευγενούς άνδρα, ο οποίος στάθηκε ο πρωτομάρτυρας του Αγώνα γιά την Απελευθέρωση και την Ένωση της Μακεδονίας με την Ελλάδα, έπειτα από πέντε αιώνες δουλείας.

Ο θάνατος του Παύλου Μελά τον έκανε ήρωα και σύμβολο του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ και έγινε αφορμή να τρέξουν στη Μακεδονία πολλοί Έλληνες Αξιωματικοί.

Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ, οργανώθηκε, απλώθηκε, γιγαντώθηκε γιά να καταλήξει με τους νικηφόρους Α' & Β' Βαλκανικούς Πολέμους του 1912 - 13, να πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρο του Ελληνικού Έθνους: Απελευθέρωση της Μακεδονίας και Ένωσής της με την Ελλάδα.

Φιλοκαλική Αναγέννηση -Ορθόδοξη Ευρώπη

Η «φιλοκαλική» Αναγέννηση και η επίδρασή της στην Ορθόδοξη Ευρώπη
Του Γιώργου Καραμπελιά
Οι Κολυβάδες επανενεργοποίησαν ένα σημαντικό ιδεολογικό και πολιτισμικό ρεύμα του οποίου οι επιδράσεις ξεπερνούν τα όρια του ελληνικού χώρου και φθάνουν στη Ρωσία, μέσω μιας διαφορετικής «αναγέννησης», την οποία φαίνεται να αγνοούν ή να παρασιωπούν οι ιστορικοί μας, της «Φιλοκαλλικής Αναγέννησης». Πράγματι η επίδραση των Κολυβάδων στην διαμόρφωση της ιδεολογίας του σλαβόφιλου και αντιδυτικού πνεύματος, σε όλο τον ορθόδοξο χώρο και κατεξοχήν στη Ρωσία, αποσιωπάται συστηματικά και παραμένει άγνωστη…


Η έκδοση από τον Μακάριο Νοταρά και τον Νικόδημο Αγιορείτη της Φιλοκαλίας, μια συλλογής μεταφρασμένων στα νεοελληνικά κειμένων των Πατέρων της εκκλησίας, που έως τότε κείτονταν ξεχασμένοι σε παλιά χειρόγραφα στο Άγιο Όρος και αλλού, υπήρξε τουλάχιστον ισάξιας σημασίας με την έκδοση των αρχαίων ελληνικών κειμένων από τον Κοραή και τον Δούκα. Εγκαινίαζε μια πνευματική παράδοση που στη νεώτερη Ελλάδα επανεύρισκε το νήμα του ριζικού αντιδυτικισμού, εκεί που το είχε αφήσει ο Γρηγόριος ο Παλαμάς και έτσι θεμελίωνε μια παράδοση που περνώντας από τον Παπουλάκο και τον Παπαδιαμάντη, θα φθάνει μέχρι τη σύγχρονη Νέο-ορθοδοξία. Έριχνε πνευματικές γέφυρες προς τον ορθόδοξο κόσμο των Βαλκανίων και της Ρωσίας, που σε μεγάλο βαθμό είχαν διακοπεί μετά την Άλωση, φθάνοντας μέχρι τον Ντοστογιέφσκυ, τον Μπερντιάγιεφ και τη σύγχρονη ρώσικη σχολή.
Δεν είναι προφανώς τυχαίο πως η πνευματική αναγέννηση του ελληνισμού είναι σφαιρική και καθολική, δεν κατευθύνεται μόνο προς την παιδεία του Διαφωτισμού, προς την επιστροφή στους Αρχαίους Έλληνες, αλλά επεκτείνεται και στην «επιστροφή» στους Πατέρες της Εκκλησίας και την πνευματική παράδοση του Βυζαντίου.
Αυτό το πνευματικό γεγονός, που παρασιωπήθηκε συστηματικά, απορρίπτει την κοινωνία και τις ιδεολογικές αρχές του αναπτυσσόμενου δυτικού κόσμου και κηρύττει την επιστροφή σε έναν κόσμο που θα διαπνέεται από τις παλιές αξίες του Βυζαντίου και του ορθόδοξου μοναχισμού. Αυτό το πνευματικό ρεύμα δεν θα περιοριστεί, όπως μπορούμε να πιστέψουμε με μια πρώτη ανάγνωση, στο κίνημα του Παπουλάκου, ή το θρησκευτικό-πολιτικό κίνημα του Απόστολου Μακράκη. Θα προσελκύσει ή θα επηρεάσει προσωπικότητες όπως ο Κολοκοτρώνης – που φυλακίστηκε για συνομωσία –, ο Νικηταράς – που υπήρξε μέλος της «Φιλορθόδοξης Εταιρείας» και διώχθηκε ως συνωμότης – και ο Μακρυγιάννης, και θα έχει ως πνευματικό του τέκνο τους δύο σημαντικότερους νέο-έλληνες πεζογράφους, τον… Μακρυγιάννη και τον Παπαδιαμάντη.
Και όμως ένα τέτοιο ρεύμα, το μοναδικό που στη νεοελληνική ιστορική διαδρομή που θα επιδράσει καθοριστικά και εκτός Ελλάδας, και μάλιστα σε ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο, θα παραμένει άγνωστο και θα αποσιωπάται. Γιατί δεν διαθέτουμε, ιδιαίτερα στους τομείς των κοινωνικών επιστημών, μια διανόηση που να μελετάει τα ελληνικά φαινόμενα. Η διανόηση στις κοινωνικές επιστήμες μεταφέρει, αναπαράγει, αλλά σπανίως παράγει.
Στην περίοδο που πραγματευόμαστε η επίδραση των Κολλυβάδων και του κινήματος τους θα είναι αποφασιστική. Ο κυριότερος αγωγός του θα είναι ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, Ουκρανός μοναχός, που έμεινε για πάνω από εικοσιπέντε χρόνια στο Άγιο Όρος, από το 1746 έως το 1763, και αφού έμαθε τα ελληνικά ήρθε σε επαφή με τα κείμενα των Πατέρων και των ησυχαστών.
Στη συνέχεια μαζί με εξηντατέσσερεις μοναχούς μολδοσλαβικής καταγωγής επέστρεψαν στη Ρουμανία όπου, με την βοήθεια του ηγεμόνα Κωνσταντίνου Μουρούζη, ανέδειξαν την μονή Νεάμτσου σε κέντρο του ορθόδοξου μοναχισμού, η οποία διέθετε σχολή ελληνικής γλώσσας και ανέλαβε την μετάφραση τόσο της Φιλοκαλίας στα σλαβονικά όσο και πολλών άλλων κειμένων. Η μονή Νεάμτσου επέβαλε παράλληλα και μια μορφή μοναστικού κοινοβίου, με βάση τα πρότυπα του Αγίου Όρους, όπου ίσχυε η απόλυτη κοινοκτημοσύνη, η νοερά προσευχή και η από κοινού μελέτη των έργων των πατερικών κειμένων. Στον αρχόμενο 19o αιώνα η ρωσική μονή Όπτινα, μια από τις τουλάχιστον 103 ρωσικές μονές που ακολουθούσαν τη σχολή του Παϊσίου, στελεχωμένη με μαθητές του, μεταβλήθηκε στο κέντρο της εισαγωγής στη Ρωσία της Φιλοκαλίας και των κειμένων της ελληνικής ορθόδοξης παράδοσης. Η μονή της Όπτινα αποτέλεσε και την έδρα ορισμένων από τους μεγαλύτερους στάρτσκι της ρωσικής παράδοσης τον 19o αιώνα, όπως του Μακάριου και του Αμβρόσιου. Όταν ο φιλόσοφος Ιβάν Βασίλιεβιτς Κιρεγέφσκι (1806-1856), που είχε χρηματίσει μαθητής του Σέλλινγκ και του Σλεϊερμάχερ στη Γερμανία, έλθει σε επαφή με τον «στάρετς» Μακάριο της Όπτινα θα πραγματοποιηθεί η μετάβαση από το πεδίο της θρησκείας στη φιλοσοφία. Ο Κιρεγέφσκι μαζί με τον φίλο του και ομοϊδεάτη Xομιακώφ θα θεωρηθούν οι ιδρυτές του ρεύματος των σλαβοφίλων. Το κύριο έργο του Κιρεγέφσκι και του Μακάριου θα είναι η έκδοση των σλαβονικών μεταφράσεων του Βελιτσκόφσκι των κειμένων των Ελλήνων πατέρων καθώς και νέων στα ρωσικά,. Ανάμεσα στα άλλα έργα που εξέδωσαν ήταν και εκείνο του Αρχιεπισκόπου Νικηφόρου Θεοτόκη, Τέσσαρες κατηχητικοί λόγοι προς μοναχήν, το οποίο εξεδόθη σε δύο εκδόσεις το 1848 και το 1849, στη μετάφραση του Βελιτσκόφσκι.
Η απόπειρα μιας «ανατολικής οδού» προς τη νεωτερικότητα
Το λεγόμενο ρεύμα των «σλαβοφίλων», που θα συκοφαντηθεί ως «σκοταδιστικό» σε ό,τι αφορά στους ιδρυτές του, τους Ακσάκωφ, Κιρεγέφσκι και Χομιακώφ, θα επιχειρεί μία σύζευξη της ρώσικης και ορθόδοξης ταυτότητας με την νεωτερικότητα και την παγκοσμιότητα. Μάλιστα οι περισσότεροι από τους επιφανείς οπαδούς του χρημάτισαν ενθουσιώδεις οπαδοί του Χέγκελ και του Σέλλινγκ. Ο Αλεξέι Στεπάνοβτς Χομιακώφ (1804-1860) που ανάμεσα στους δασκάλους του περιλαμβανόταν και ένας Έλληνας λόγιος, επέκρινε τον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό, θεωρώντας τους ως παραλλαγές της ίδιας κοσμοθεωρίας. Το όραμά του ήταν μια οργανική κοινωνία-κοινότητα, που θα συνδυάζει την ελευθερία και την αναγκαιότητα-συνεργασία και αποδιδόταν με έναν όρο που έγινε πασίγνωστος στη συνέχεια, «σομπορνόστ», (αλληλεγγύη και ομοφωνία ταυτόχρονα). Ο Κιρεγέφσκι όπως και ο Χομιακώφ θα καταδιωχθούν από το ρωσικό καθεστώς. Για τον Κιρεγέφσκι η δυτική φιλοσοφία οδηγείται σε ένα αδιέξοδο. Απέναντι σε αυτό το διέξοδο ο «καλλιεργημένος Ρώσος θα βρει στα βάθη μιας ιδιαίτερης φιλοσοφίας, που παραμένει ζώσα στην φιλοσοφία των αγίων της εκκλησίας, τις πιο ολοκληρωμένες απαντήσεις». «Στην παλιότερη ζωή της πατρίδας του, θα του δοθεί η δυνατότητα να κατανοήσει την ανάπτυξη ενός άλλου πολιτισμού».
Ο μεγάλος Ρώσος ιστορικός Ριαζανόφσκυ θα δείξει πως οι «σλαβόφιλοι δημιούργησαν έναν ορθόδοξο και ρωσικό αυθεντικό ρομαντισμό. Οι απόψεις του Χομιακώφ αποδίδονται με τον καλύτερο τρόπο στην ακόλουθη περιγραφή του Α. Οσσίπωφ:
Ο Χομιακώφ θέλει μονίμως να υποδεικνύει ότι η Εκκλησία είναι ένας ζωντανός οργανισμός και όχι ένας μηχανισμός, ένα ζωντανό σώμα, που αποτελείται από ένα άπειρο πλήθος κυττάρων ομοουσίων μεταξύ τους και όχι από ένα εξωτερικό άθροισμα ταυτόσημων στοιχείων, ακόμα και εάν έχουν συναρθρωθεί αρμονικά. Σε αυτή την ιδέα ο Χομιακώφ και όλοι οι ομοϊδεάτες του διαβλέπει τη λύση ενός από τα σημαντικότερα κοινωνικά και θεολογικά προβλήματα, αυτό της ελευθερίας του ατόμου μέσα στην κοινωνία […]
Ο Χομιακώφ επιμένει διαρκώς πάνω στην προτεραιότητα της αγάπης, στην θεμελιώδη σημασία της για όλες τις όψεις της ζωής της Εκκλησίας και της κοινωνίας […] Η αλήθεια δεν αποκαλύπτεται ούτε στον αυτόνομο, ανεξάρτητο χριστιανό, ούτε στην κοινωνία, ούτε στην μεγαλοφυΐα, αλλά στον αμοιβαίο έρωτα, δηλαδή στην αγία και καθολική Εκκλησία.
Σε ότι αφορά στους μεγάλους Ρώσους συγγραφείς του 19ου αιώνα, εδώ η επίδραση της ορθόδοξης παράδοσης θα είναι άμεση. Στη μονή της Όπτινα θα συχνάζουν οι συγγραφείς Νικολάϊ Γκόγκολ και, ο Κωνσταντίν Λεόντιεφ, που θα γίνει μοναχός στο τέλος της ζωής του, ο Λέον Τολστόϊ, ο Βλαντιμίρ Σολοβιώφ. Όσο για τον Ντοστογιέφσκι, όχι μόνο θα επηρεαστεί βαθύτατα από το πνεύμα της Φιλοκαλίας και από τους στάρτσκι της Όπτινα, Μακάριο και Αμβρόσιο, αλλά θα τους μεταβάλει, και σε ήρωες των βιβλίων του και σε πρότυπο του στάρετς Ζωσιμά των Αδελφών Καραμαζώφ.
Δυστυχώς δεν μπορούμε εδώ να επεκταθούμε περισσότερο πάνω στην επίδραση, άμεση και έμμεση, τόσο του εθνικο-απελευθερωτικού και διαφωτιστικού ρεύματος και των Κολυβάδων στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά ελπίζουμε ότι υπογραμμίσαμε τουλάχιστον μια αγνοημένη παράμετρο ιδιαίτερα σημαντική για την ελληνική πνευματική ζωή· ίσως επρόκειτο για την τελευταία φορά που η ελληνική οικουμένη θα επιδράσει τόσο ουσιαστικά στον γεωπολιτικό και πολιτισμικό της περίγυρο.

* Απόσπασμα από το ανέκδοτο (τότε) βιβλίο του συγγραφέα: Η Ελληνική Αναγέννηση, 1700-1922, Μέρος Α΄ Ο φωτισμός και η παλιγγενεσία (1700-1821). Αναδημοσίευση από το αφιέρωμα «Το πνευματικό κίνημα των Κολλυβάδων», στο περιοδικό “Πειραϊκή Εκκλησία”, τχ 205, Ιούνιος 2009.

ΠΗΓΗ: Τρίτη, 30 Αύγουστος 2011, Πρώτη διαδικτυακή ανάρτηση: Αντίφωνο
Οὐκ ἔγνως
Καβάφης Κωνσταντῖνος



Γιὰ τὲς θρησκευτικὲς μας δοξασίες -

ὁ κοῦφος Ἰουλιανὸς εἶπεν «Ἀνέγνων, ἔγνων,

κατέγνων». Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε

μὲ τὸ «κατέγνων» του, ὁ γελοιωδέστατος.


Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δὲν ἔχουνε σ᾿ ἐμᾶς

τοὺς Χριστιανούς. «Ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως· εἰ γὰρ ἔγνως,

οὐκ ἂν κατέγνως» ἀπαντήσαμεν ἀμέσως.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...