Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 10, 2011

ΣΥΓΧΑΙΡΟΥΜΕ ΘΕΡΜΑ ΤΟΝ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ

 


ΣΥΓΧΑΙΡΟΥΜΕ ΘΕΡΜΑ ΤΟΝ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Του Παναγιώτη Τελεβάντου
============
Ακόμη μια ευκαιρία να συγχαρούμε τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Πειραιώς - ένα ομολογητή επίσκοπο της Εκκλησίας μας - για την πνευματική ευαισθησία του να μην εορτάσει με επίσημα γεύματα και φανφάρες τα ονομαστήριά του.
Οι συχνές - τον τελευταίο καιρό - ανακοινώσεις των Σεβασμιοτάτων αρχιερέων μας ότι δεν θα προβούν σε κοσμικού φρονήματος εκδηλώσεις για τα ονομαστήριά τους, μας χαροποιούν ιδιαίτερα επειδή δείχνουν ότι οι πνευματικοί μας πατέρες στέκονται δίπλα στο δοκιμαζόμενο ποίμνιό τους.
Ελπίζουμε ότι και τα πολυαρχιερατικά συλλείτουργα θα αποφευχθούν επειδή και η προκλητική μεγαλοπρέπεια στο ναό δεν οικοδομεί σε χρόνους χαλεπούς όπως είναι οι μέρες που διερχόμαστε.
Οσο πιο ταπεινά και λιτά και χωρίς φανφάρες κάνουν την παρουσία τους οι άγιοι αρχιερείς τόσο περισσότερο πείθουν το ποίμνιό τους ότι είναι πατέρες στοργικοί του δοκιμαζόμενου λαού μας.

Η κοίμηση του Οσίου Αρσενίου του Καππαδόκου και ο τάφος του στην Κέρκυρα



…Μετά από πολλές ταλαίπωριες έφτασε το καράβι σε Ελληνική σκάλα στον Άγιο Γεώργιο Πειραιώς,και εκεί που πλησίασαν το χώμα το ελληνικό χαρουμενοι γιόρτασαν και εκeίνη τη μεγάλη μέρα που ήταν η Υψωση του Τιμίου Σταυρού,14 Σεπτεμβριου 1924 (με το εορτολόγιο της πατριδας τους}.Παρεμειναν τρεις εβδομάδες στα σύρματα,στον Αι-Γιώργη,και εν συνεχεία πήγαν στην Κέρκυρα.όπου και ταχτοποιήθηκαν προσωρινά στο Κάστρο της Κέρκυρας.
Εκεί όμως ο καλός Χατζηεφέντης αδιαθέτησε,και οι Φαρασιώτες πολύ ανησύχησαν γι’αυτό.Χωρίς να θέλει τον πήγαν στο Αστικό Νοσοκομείο,για να μη ταλαιπωρείται μέσα στο κάστρο και αυτός.
Ο Πατέρας δεν ήθελε να τους αποχωριστεί με κανένα τρόπο και τους παρακαλούσε με κλάματα «αφήστε με να πεθάνω κοντά σας».Εκεινοι παλι από αγάπη δεν τον άκουσαν,γιατί νόμιζαν ότι θα συνέλθει στο Νοσοκομείο με την περιποίηση και θα τον έχουν και στη συνέχεια κοντά τους,παρ’όλο που τους είχε πει πολλές φορές από πριν "στην Ελλάδα θα ζήσω μόνο σαράντα ημέρες".Εζησε εν όλω δυο εβδομάδες στο κάστρο της Κέρκυρας και λειτούργησε δυο φορές εκεί,στον Ιερό Ναο Αγ.Γεωργίου.Άλλη μια εβδομάδα έζησε στο νοσοκομείο,όπου και τον επισκεπτόνταν οι Φαρασιώτες με αγωνία………
……….Οταν έφυγαν μετά οι άλλοι και έμεινε μόνον ο Πρόδρομος ,ο Πατήρ του είπε:”Έλα να αποχαιρετηθούμε ,Πρόδρομε,γιατί μεθαυριο φεύγω για την άλλη ζωή.Ήρθε η Παναγία χθες το μεσημέρι και μου το είπε και με γύρισε και στο Αγιο Όρος και είδα τα Μοναστήρια που πολύ επιθυμούσα να ιδώ,αλλά δεν είχα αξιωθή.Τι να σου διηγηθώ,Πρόδρομε!Τι πολλά Μοναστήρια που έχει το Αγιον Ορος1Τι μεγάλους Ναους!Τι μεγαλοπρέπεια¨!Και μετά από αυτά του λέγει¨’’να μη στενοχωρεθής που θα πεθάνει η Κυριακή,η γυναίκα σου μετά από οκτώ ημέρες και του Στέφανου Καραμουρατίδη η γυναίκα,η Αλμαλου,θα πεθάνει και αυτή μετά από δέκατρεις μέρες¨’.
Πράγματι,έτσι έγινε.
Όταν λοιπόν είχαν περάσει και οι δικές του δυο μέρες και ήρθε και το «το μεθαυριο»που θα έφευγε,ο αληθινός δουλος του Θεού Πατήρ Αρσένιος,αφού προηγουμένως κοινώνησε.έφυγε για την αληθινή ζωή κοντά στο Χριστό.Εκείνη την στιγμή δεν ήταν κανένας Φαρασιώτης δίπλα του.Δεν ήθελε να μένει κανείς κοντά του,για να μην τον περισπουν στην αέναο προσευχή του.
Αυτός ήταν ο Πατήρ Αρσένιος!Μόνος,μικρός,με μόνη του Θεου την προστασία!
Μόνος,μεγάλος,δοσμένος μόνο στον Θεό και στην εικόνα Του!
Μόνος στο τέλος της ζωής του με το Θεό μόνο!
Όταν ο ευλαβής ψάλτης του τον επισκεφτηκε πάλι,πήρε αυτή την φορά την ευλογία του Πατρος Αρσενίου από το Λείψανό του.Τον βρήκε να κρατάει σφιχτά με το δεξί του χέρι στον κόρφο του το πολύτιμο πνευματικό του κομπόδεμα,το Ιερό Λείψανο του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου.
Ο ακτήμων Πατηρ Αρσένιος δεν είχε υλική περιούσια να αφήσει.Μόνο μερικά τριμμένα βιβλία.Οταν έμαθαν μετά οι Φαρασιώτες ότι κοιμήθηκε,ήταν απαρηγόρητοι,αν και τους είχε προετοιμάσει.Συγκεντρώθηκαν πολλοί και του έκαναν μεγαλοπρεπέστατη κηδεία,στην οποία ακολούθησαν και πολλοί εντόπιοί..
Ετάφη στο Κοιμητήριο της Κέρκυρας μαζί με τους ιερωμένους νεκρούς.Τα παιδιά του έβαλαν επάνω στον τάφο του μαρμάρινη πλάκα με το όνομά του γραμμένο.
Ο Πατήρ Αρσένιος κοιμήθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 1924 (νέο εορτολόγιο) σε ηλικία ογδοντα τριών ετών

Από το βιβλίο του γέροντος Παισίου Αγιορειτου΄¨Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ ¨¨

Τετάρτη, Νοεμβρίου 09, 2011

Ἀλέξης Τσίπρας: «Εἰσηγοῦμαι νὰ μὴ καταλύσουμε τὴ Δημοκρατία, τὴν Ἐθνικὴ ἀξιοπρέπεια καὶ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ νὰ μὴ γίνουμε χώρα ἀποικία»

Ἀλέξης Τσίπρας: «Εἰσηγοῦμαι νὰ μὴ καταλύσουμε τὴ Δημοκρατία, τὴν Ἐθνικὴ ἀξιοπρέπεια καὶ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ νὰ μὴ γίνουμε χώρα ἀποικία»


Ἀλέξης Τσίπρας καὶ  Πάνος Καμμένος: Οἱ μόνοι ποῦ μιλοῦν τελικὰ γιὰ Ἐθνικὴ ἀξιοπρέπεια καὶ ὑπερηφάνεια καὶ κάνουν πραγματικὴ ἀντιπολίτευση στὶς μνημονιακὲς δυνάμεις

Κωνσταντίνος Χολέβας, Ισχυρή κυβέρνηση για εθνική άμυνα και ασφάλεια

 

πηγή: ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, 8/11/2011
ΙΣΧΥΡΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΓΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΑΜΥΝΑ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ
Γράφει ο Κωνσταντίνος Χολέβας, Πολιτικός Επιστήμων
Είναι η οικονομία το παν σε έναν λαό, ένα έθνος, μία κοινωνία; Οι συζητήσεις των τελευταίων ημερών στα ελληνικά ΜΜΕ και η γενικότερη κρίση μάς δίνουν αυτή την εικόνα. Όμως υπάρχουν και άλλα ζητήματα που απασχολούν τον Έλληνα πολίτη και απαιτούν λύσεις. Λύσεις, τις οποίες μπορεί να δώσει μόνο μία ισχυρή κυβέρνηση, με πρόσφατη τη λαϊκή εντολή. Δηλαδή μία κυβέρνηση που θα προέλθει το συντομότερο δυνατόν από εκλογές. Βεβαίως είναι απαραίτητη η οικονομική μας επιβίωση, αλλά θεωρώ μέγα σφάλμα να παραμελούμε τα εθνικά μας θέματα, την Άμυνα, την οργάνωση και το ηθικό των Ενόπλων Δυνάμεων, την αντιμετώπιση των προκλήσεων από τους γείτονες, την εγκληματικότητα η οποία συνδέεται στενότατα με τη λαθρομετανάστευση και άλλα συναφή προβλήματα...

Τα τελευταία δύο χρόνια έχω την πεποίθηση ότι αυτοί οι τομείς παραμελήθηκαν ή υπέφεραν από λανθασμένους χειρισμούς. Και φοβούμαι ότι τα λάθη θα συνεχισθούν αν δεν έχουμε ξεκάθαρη αλλαγή πορείας με στόχο μία πιο δυναμική εξωτερική πολιτική και μία πιο αποτελεσματική πολιτική κατά της λαθρομετανάστευσης και των πολυπολιτισμικών παραδείσων, που ορισμένοι ονειρεύονται. Ήδη ο υπό παραίτησιν Πρωθυπουργός μάς προειδοποίησε ότι αναμένεται η απόφαση του Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαίου της Χάγης κατόπιν της προσφυγής των Σκοπίων. Η γείτων χώρα, που διεκδικεί την Ιστορία και τον πολιτισμό της Μακεδονίας μάς ενήγαγε ενώπιον του Δικαστηρίου με τη δικαιολογία ότι βάσει της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 δεν έπρεπε να εμποδίσει ο Κώστας Καραμανλής στο Βουκουρέστι την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ. Η επίσημη ελληνική θέση λέγει ότι δεν θέσαμε ΒΕΤΟ, αλλά ήταν μία κοινή απόφαση του ΝΑΤΟ. Η Ουσία έγκειται σε δύο σημεία: Πρώτον ότι κακώς συνεχίσαμε να δεχόμαστε σιωπηρά την Ενδιάμεση Συμφωνία μετά την λήξη των επτά ετών. Με την υποχωρητικότητά μας δώσαμε το δικαίωμα στους θρασείς Σκοπιανούς και να την καταπατούν συνεχώς, αλλά και να μας εγκαλούν δικαστικώς για κακή τήρηση από δικής μας πλευράς. Δεύτερον τα Διεθνή Δικαστήρια δεν κρίνουν κατά κανόνα με βάση το Δίκαιο, αλλά την πολιτική σκοπιμότητα, άρα αναμένεται μάλλον μία ήξεις -αφήξεις απόφαση που θα επιμερίζει τις ευθύνες. Εν πάση περιπτώσει μία κυβέρνηση, η οποία θα έχει το άγχος της προσωρινότητας δεν μπορεί και δεν πρέπει να χειρισθεί τέτοια ζητήματα, για να μην βρεθούμε με μία εθνική ήττα υπό την πίεση της οικονομικής κρίσης. Αυτά τα θέματα απαιτούν χειριστές αναβαπτισμένους στη λαϊκή ετυμηγορία.
Υπάρχει πάντα η τουρκική προκλητικότητα και η αδιαφορία των μέχρι σήμερα κυβερνώντων για την ανακήρυξη της ΑΟΖ. Κακώς , κάκιστα αδιαφόρησαν οι αρμόδιοι διότι το ζήτημα άπτεται κατά άμεσο τρόπο και της οικονομικής μας ανόρθωσης (φυσικοί πόροι, αποθέματα κ.λπ). Υπάρχει επίσης η συνεχής υποχωρητικότητα του αδυνάμου Κυπρίου Προέδρου Δημήτρη Χριστόφια, ο οποίος απέναντι στον Αττίλα και στο ψευδοκράτος κάνει συνεχείς υποχωρήσεις, απέναντι δε στους συμπολίτες του αποδεικνύεται τραγικά ασυνεπής και αδιάφορος. Μετά το πόρισμα –καταπέλτης για τις ευθύνες του στο δυστύχημα της ναυτικής βάσης θα έπρεπε να υπάρχει στην Αθήνα μία κυβέρνηση με οντότητα και πυγμή για να του υποδείξει να παραιτηθεί. Ο Ελληνισμός είναι ενιαίος και - με όλο τον σεβασμό στην ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας- η Αθήνα έχει λόγο και πρέπει να έχει λόγο όταν διαπράττονται λάθη στη Λευκωσία. Το βρετανικό περιοδικό ECONOMIST μόλις προχθές αναφερόταν στα Οθωμανικά όνειρα της Άγκυρας. Ποιος θα τα αντιμετωπίσει αυτά; Μία προσωρινή κυβέρνηση με ημερομηνία λήξεως λίγων μηνών ή μία στιβαρή κυβέρνηση που θα έχει την έγκριση του λαού μας για την εξωτερική και αμυντική πολιτική της;
Με θλίψη διάβασα ότι τελούν υπό κατάργηση μεγάλοι σχηματισμοί των Ενόπλων Δυνάμεών μας., Είναι ήδη τραυματισμένος ο χώρος από τη μείωση των μισθών των μονίμων στελεχών. Με ακόμη δε μεγαλύτερη θλίψη διάβασα τα δημοσιεύματα των γαλλικών εφημερίδων και ιστοσελίδων ότι ο κ. Γ. Παπανδρέου κατηγόρησε τις Ένοπλες Δυνάμεις για πιθανό πραξικόπημα. Αν είναι δυνατόν να λέγονται τέτοια πράγματα τον 21ο αιώνα και μάλιστα όταν ζητούμε από τους Αξιωματικούς να αντιμετωπίσουν αυξανόμενες απειλές με λιγότερους εξοπλισμούς, με λιγότερους στρατεύσιμους και με κακούς μισθούς. Η Εθνική Άμυνα δεν αντέχει άλλους τραυματισμούς. Χρειάζεται πολιτικούς υπευθύνους με σεβασμό στην προσφορά και στις ανάγκες των τριών κλάδων της αμύνης μας.
Προσφάτως πληροφορήθηκα ότι κάθε μέρα οι Τούρκοι λαθρέμποροι προωθούν από τον Έβρο 200 τουλάχιστον Ασιάτες λαθρομετανάστες, τους οποίους η Ελληνική Αστυνομία απλώς καταγράφει και στη συνέχεια ειδοποιημένα αυτοκίνητα τους μεταφέρουν στην Αθήνα και σε άλλα αστικά κέντρα. Έτσι αυξάνεται η ανασφάλεια των πολιτών, οι ληστείες οι βιασμοί και τα μεταδοτικά νοσήματα. Η μέχρι σήμερα τηρούμενη τακτική απέτυχε παταγωδώς και ο Νόμος Ραγκούση περί ιθαγενείας και μεταναστεύσεως πρέπει επειγόντως να αποσυρθεί. Όταν σε όλη την Ευρώπη η πολυπολιτισμικότητα αποκηρύσσεται ως μεγάλη αποτυχία, γιατί να συνεχίζουμε τα πειράματα εις βάρος του ελληνικού λαού; Απαιτείται πλήρης αλλαγή νοοτροπίας στα θέματα αυτά και βεβαίως είναι αναγκαίο να εξαιρεθεί η αστυνομία από τα μέτρα λιτότητος. Φθάσαμε στο σημείο οι Δήμοι να πληρώνουν τη βενζίνη των περιπολικών!
Το ότι δανειζόμαστε δεν αποτελεί δικαιολογία για να απεμπολήσουμε την εθνική μας αξιοπρέπεια και την εξωτερική και εσωτερική άμυνά μας. Θαρσείν χρή!

Η Κοίμηση και ο ενταφιασμός του Αγίου Νεκταρίου


(Από το βιβλίο του Σώτου Χονδρόπουλου: Ο άγιος του αιώνα μας
-Ο όσιος Νεκτάριος Κεφαλάς- Αφηγηματική Βιογραφία. Έκδοσις Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Αγίας Τριάδος Αιγίνης. Δεύτερη Έκδοση- Διορθωμένη. Σελ. 269-274)
Στο απόμακρο για κείνο τον καιρό νοσοκομείο της Αθήνας, το Αρεταίειο, η γραμματεία έπαιρνε απ' έξω εντολή και έδινε μέσα εντολή να κρατήσουν κάποιο κρεββάτι στον μικρό παθολογικό θάλαμο για έναν γέροντα καλόγερο, από την Αίγινα.
Τον έφεραν κάποιο μεσημέρι δυο καλόγρηες κι ένας μέτριος στο ανάστημα σαραντάρης που από την πρώτη στιγμή που μπήκαν ανησυχούσε και κρυφόκλαιγε. Έκαναν τις διατυπώσεις της εισόδου και παραμονής του στο θεραπευτήριο και η μια από τις δυο καλόγρηες, έφυγε.
Στον θάλαμο που τον τοποθέτησαν ήταν άλλα τέσσερα κρεββάτια ωστόσο μόνο τα δύο ήταν πιασμένα. Στο διπλανό του γέροντα της Αίγινας αναπαυόταν ένας άντρας περίπου σαραντάρης που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων. Ήταν επαρχιώτης οικογενειάρχης, είχε πέσει σ' ένα γκρεμό από το ζώο του, χτύπησε κι από τότε τον έσερναν με τα φορεία. Στο παρακάτω, έμενε κάποιος γέροντας συνταξιούχος δάσκαλος, με ουρολογική κι αυτός πάθηση.
"Τι νομίζεις γερόντισσα Ευφημία, έκανε κάπου στον προθάλαμο σιγανασαίνοντας και σκουπίζοντας τα δάκρυά του ο άντρας, θα κάνει την εγχείρηση, θ' αντέξει στο μαχαίρι;"
Εκείνη απόμεινε συλλογισμένη.
"Τι θ' απογίνουμε δίχως την ευλογημένη του καθοδήγηση, πώς θα ζήσουμε χωρίς την προσευχή του;" συνέχισε ο άντρας.
"Ελπίζω, κύριε Σακκόπουλε, αποκρίθηκε τέλος η καλόγρηα, μισοταραγμένη. Ο καλός θεός θα λυπηθεί την αδελφότητα, δεν θα επιτρέψει ν' απομείνουμε είκοσι οκτώ ψυχές ορφανές."
"Ω αδελφή Ευφημία, σ' αυτόν οφείλω τα πάντα. Και κυρίως τον θησαυρό της ψυχής μου. Αυτός με εισήγαγε εις το εύρος, το ύψος και το κάλλος που έχει ο Κύριος. Από νωρίς έχασα την μητέρα μου και το ξεπέρασα, πρόπερσι αναπαύθηκε κι ο πατέρας μου, άνθρωπος όλο αυταπάρνηση κι ευγένεια και το κατάπια. Αν μας εγκαταλείψει κι ο άγιος γέροντας, ο πνευματικός πατέρας και οδηγός και μεσίτης εις τον Θεόν, θα καταντήσω δυστυχής, θα παραμείνω δεντρί στην έρημο..."
Η καλόγρηα τον ανακύτταξε με κάποια στοργή και κούνησε το κεφάλι.
Πέρασε ο πρώτος μήνας, πέρασε κι ο δεύτερος.
Δεν πρόλαβε να κάνει εγχείρηση, δεν πρόλαβε να περάσει από μαχαίρι.
Η Αθήνα συγκλονιζόταν από ιαχές και αλλαλαγμούς για την εκλογική ήττα του Βενιζέλου, για τις αλλαγές στην Κυβέρνηση, για την επαναφορά του εξόριστου Βασιληά Κωνσταντίνου, οι εκκλησιαστικοί κύκλοι συζητούσαν, σχολίαζαν την έκπτωση του Μελετίου και την επανανθρόνιση του Θεοκλήτου, όταν ο χλωμός ασκητικός εκείνος γέροντας, ο καλόγερος της Αίγινας, έβλεπε ξαφνικά καταμπροστά του ανοιγμένους τους ουρανούς και τους αγγέλους κατά χιλιάδες να τον υποδέχονται.
Στάθηκε λίγο προτού ξεψυχίσει κι αφουγκράστηκε. Από ψηλά κάποια γνώριμη φωνή, κάποια ολόγλυκια φωνή σε ξένη χώρα, τον καλούσε.
"Είσελθε τέκνον, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου. Σε αναμένει ο της δικαιοσύνης στέφανος."
" Εις εμέ, εις εμέ το λέγεις Κύριε;" πρόλαβαν να ψιθυρίσουν για στερνή φορά τα χείλη του.
Κι ανοίγοντας το στόμα να πάρει ανασεμιά, είδε πως μεταφέρεται. Παρέδωσε την άγια του υπομονετική ψυχή στον αγαπημένο του Αφέντη. Στον Αφέντη των ουρανίων, των επιγείων και καταχθονίων.
Η γερόντισσα Ευφημία αναστατώθηκε.
"Σεβασμιώτατε, σεβασμιώτατε, ανάκραξε με λυγμούς. Κύριε Σακκόπουλε, πού είναι ο κύριος Σακκόπουλος;... Το τηλέφωνο παρακαλώ, το τηλέφωνο...
Ήρθε μια σαβανώτρα από το προσωπικό του νοσοκομείου να βοηθήσει τη γερόντισσα. Το νεκρό σώμα, μοσκομύριζε... Θεέ και Κύριε ! ... Κάτι πήγε να πει η γερόντισσα δεν το μπόρεσε. Για μια στιγμή έβγαλαν τη μάλλινη φανέλλα και την πέταξαν πρόχειρα στο διπλανό κρεββάτι. Κι ώσπου να προχωρήσουν να τελειώσουν με τα σάβανα, ο διπλανός άρρωστος, ο άνθρωπος που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων κινήθηκε, ξεπετάχθηκε όρθιος, αμφιταλαντεύθηκε, στάθηκε στα πόδια του κι έκανε το σταυρό του.
"Σηκώθηκα, περπατάω! ανάκραξε δυνατά, Θεέ μου, έγινα καλά! Τι έχει αυτή η φανέλλα;"
Για δες, ήταν στ' αλήθεια όρθιος, περπατούσε !
Δεν καλοκατάλαβαν, απόμειναν να χάσκουν. Το νεκρό σώμα μοσκομύριζε... Η γερόντισσα πήρε τη φανέλλα την έβαλε ένα κουβάρι στο ράσο της. Τα χέρια της έτρεμαν.
Απόρησαν oι γιατροί, απόρησε και το προσωπικό του νοσοκομείου όταν έμαθαν πως ο φτωχός ρασοφόρος από την Aίγινα, ήταν άλλοτε γενικός διευθυντής στη Ριζάρειο και ήταν λέει... δεσπότης!
Μια νύχτα θρήνου πέρασε η γερόντισσα Ευφημία.
Αργά το πρωί έφθασε ένας φίλος Αρχιμανδρίτης, ιεροκήρυκας, ο Παντελεήμων Φωστίνης και λίγο πιο έπειτα ο πρωτοπρεσβύτερος Άγγελος Νησιώτης, διαλεκτός μαθητής του στη Ριζάρειο και δημιουργός αργότερα κατηχητικών σχολείιων. Έφθασε σωστό ανθρώπινο ράκος κι ο Κωστής Σακκόπουλος. Παράγγειλαν το φέρετρο παράγγειλαν τη νεκροφόρα και λίγo αργότερα ξεκίνησαν για τον Πειραιά.
Το βαποράκι της γραμμής η "Πτερωτή", θα σήκωνε άγκυρα για την Αίγινα ακριβώς στις δυο το μεσημέρι. Η νεκροφόρα με λογίς - λογίς διατυπώσεις που έπρεπε να γίνουν, έφθασε εμπρός στον καθεδρικό ναό της Αγίας Τριάδος στον Πειραιά, λίγo μετά τις δώδεκα. Ο ναός βρέθηκε κλειστός, όλοι oι αρμόδιοι κι ο νεωκόρος, έλειπαν για μεσημεριάτικη διακοπή.
Αυθόρμητα μαζεύτηκε ολόγυρα στο πεζοδρόμι κόσμος. Από λαλιά σε λαλιά, ακούστηκε, μαθεύτηκε στην εργατική πόλη, η κοίμηση του γέροντα της Ριζαρείου. Κι ένας λαός περικύκλωσε το φέρετρο.
Καθώς το έφεραν σιμά στα σκαλοπάτια του ναού για να πάρουν τουλάχιστον μια φωτογραφία στην πόλη και στο χώρο που τόσο είχε κηρύξει κι αγαπήσει κι άνοιξαν το καπάκι, μούδιασαν, τάχασαν... Παρατήρησαν κάτι το ασυνήθιστο, το καταπληκτικό. Από την ήρεμη και γαλήνια μορφή έσταζε κάτι σαν ιδρώτας που μοσκομύριζε... Θεέ και Κύριε !
Ο Κώστας ο Σακκόπουλος σαστισμένος έτρεξε κι αγόρασε από το περίπτερο ένα πακέτο μπαμπάκι και σκούπισε σιγά - σιγά και απαλά από το πρόσωπο τον μοσκομύριστο ιδρώτα. Μερικοί τότε έπεσαν επάνω του, του άρπαξαν τις τούφφες το μπαμπάκι, τόφερναν ευλαβικά στο μέτωπό τους, άλλοι τόκρυβαν στις τσέπες τους, άλλοι το παράχωναν στο στήθος.
"Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι λαφρύς σαν πούπουλο", φώναξαν και oι άνδρες που σήκωναν το φέρετρο, έτοιμοι να το ξαναφέρουν στη νεκροφόρα.
Το βαποράκι της γραμμής η "Πτερωτή" έφθασε στις τέσσερις παρά κάτι, απόγευμα στην Αίγινα με τη σημαία "μετζάστρα" στο πλωριό κατάρτι.
Προτού αράξει στο μώλο, ο καπετάνιος σφύριξε τρεις φορές πένθιμα και συνθηματικά.
Στα γαλανά νερά του Σαρωνικού ταξίδευε το ιερό λείψανο ενός ανθρώπου του Θεού. Ενός κληρικού που δεν καυχήθηκε ποτέ για κάτι δικό του. Ενός ιερομόναχου που ευαρέστησε τον άγιο Θρόνο με την υπακοή, το ταπεινό φρόνημα, την υπομονή, την πίστη, την αγάπη.
Αμέτρητος λαός πλημμύρισε κάτω την παραλία. Όλος σχεδόν ο κλήρος, όλοι oι ιερομόναχοι, όλες oι καλόγρηες από τα ντόπια μοναστήρια.
Οι γυναίκες έκλαιγαν σιωπηλά, μερικές στέναζαν, μερικές μοιρολογούσαν.
"Παππούλη μας, προστάτη της φτωχολογιάς, τι θ' απογίνουμε τώρα που μας άφισες ορφανές και μόνες;"
Διακόσιοι τόσοι άντρες τσακώθηκαν ποιος θα σηκώσει το φέρετρο. Ήταν oι φίλοι του, oι ψαράδες του γυαλού, οι σφουγγαράδες που ταξίδευαν και βουτούσαν πέρα στην Τζιμπεράλτα και στο Τούνεζι κι έφερναν σφουγγάρια της ευλογίας με χαραγμένο στη μέση τον τίμιο σταυρό, εργάτες που δούλεψαν στη μονή κι έφαγαν ψωμί από τα χέρια του, oικοδόμοι, αγρότες αμπελουργοί, επαγγελματίες και πλανόδιοι.
Ο δήμαρχος με τον αστυνόμο για να τους φέρουν σε λογαριασμό, τους χώρισαν σε τετράδες και υπολόγισαν το δρόμο κάπου δυο ώρες και κάτι, ώσαμε το μοναστήρι.
Σε λίγο τα πάντα τακτοποιήθηκαν και η πομπή ξεκίνησε.
Ήταν κάτι το ριγηλό και συγκινητικό. Ποτέ η Αίγινα δε θυμόταν ένα τέτοιο ξόδι.
Αυθόρμητα η λαϊκή ψυχή αγκάλιασε το λείψανο - θησαυρό του διαλεκτού παιδιού της και τόφερνε με σφιχτή ανασεμιά στη θέση Ξάντος.
Πένθιμη διακόσμηση γυρόφερνε την πόλη και την παραλία. Οι καμπάνες στους ναούς σιγοχτυπούσαν όπως τη μεγάλη Παρασκευή. Θυμίαμα καιγόταν σ' όλες τις πόρτες και δροσερά λουλούδια έπεφταν από γρηές και νιες και δροσερές παρθένες. Ένα πλήθος νέοι ρασοφόροι Ριζαρείτες ακολουθούσαν σιωπηλοί.
"Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι λαφρύς σαν πούπουλο", φώναζαν κατάπληκτοι κάθε τόσο οι άνδρες από τα σταυροδρόμια και τις λαγκαδιές, καθώς σήκωναν το φέρετρο κι ετοιμάζονταν ν' αλλάξουν βάρδια.
Το μοναστήρι γέμισε κόσμο. Ατελείωτη μυρμηγκιά, κάθε λογίς άνθρωποι, γνωστοί, άγνωστοι, καταλαχάρηδες του βουνού, του λόγγου, της ακρογυαλιάς. Όλοι τους είχαν διάθεση να παρασταθούν, να προσευχηθούν, να ξενυκτίσουν, να κλάψουν.
Σ' όλο τούτο το πλήθος και στις καλόγρηες της αδελφότητας που έκλαιγαν σαν μικρές νεαρές κοπέλλες, ξεχώριζε η φυσιογνωμία της ηγουμένης, της οσίας Ξένης, της τυφλής.
Στάθηκε κάποια στιγμή καταμπροστά στο φέρετρο, πάνω στη γαλήνια κι ευγενική μορφή, που θαρρούσες ότι λαφροκοιμόταν, τη μορφή του πνευματικού πατέρα και οδηγού, του ευεργέτη και προστάτη της και μη μπορώντας με τα τυφλά μάτια να δει, να προσέξει τον ιδρώτα - μύρο που κυλούσε από το μέτωπο, τόνοιωσε σαν όσφρηση, σαν ευωδιά και μένοντας ακίνητη και κάνοντας τρεις φορές το σημείο του σταυρού, είπε:
"Ο πατέρας μας δεν πέθανε. Ζει, μας βλέπει και προσεύχεται απόψε για μας. Το μοναστήρι μας θα προκόψει δεν θα το αφίσει ο Κύριος. Όταν ζούσε και τον απολαμβάναμε δίπλα μας, κοντά μας, φάρο και οδηγό, αυτό πάντα μας έλεγε. Αυτή την προφητεία: Από δω, μας έλεγε, κόρες μου, απ' αυτές τις ερημιές, σε μερικά χρόνια θα διαβαίνουν άμαξες, θα περνά πλήθος ο κόσμος με αφιερώματα, χρυσάφια και λαμπάδες. Kαι μεις οι άπραγες στεκόμασταν δίβουλες, ξαφνιασμένες. Μήπως τάχα παραλογίζεται ο σεβασμιώτατος, αναρωτιόμασταν με ανησυχία. Αδελφές μου, μη κλαίτε, αδέλφια μου μη θρηνείτε. Η Αίγινα και η Ελλάδα απόκτησε έναν όσιο, ένα σημερινό ικέτη εμπρός εις τον Εσταυρωμένο".
Τα λόγια της σκέπαζαν τους κρυφούς λυγμούς της από μια θεϊκή δύναμη και χάρη. Τα λόγια της έπεσαν στο πλήθος με τέτοια αρμονία που γλύκαναν ευθύς όλες τις καρδιές και για κάμποσο χρονικό διάστημα της νύχτας απόδιωξαν τις μελαγχολικές σκέψεις του θανάτου.
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράτησε το λαϊκό τούτο προσκύνημα. Και το λείψανο αδιάκοπα έσταζε ιδρώτα μύρο και σκορπούσε ολοτρόγυρα ευωδία!
Mια από τις τρόφιμες της αδελφότητας ανησύχησε.
"Θα πρέπει να επισπεύσουμε τον ενταφιασμό, πέταξε με σπουδή στην οσία Ξένη. Δεν μπορεί, γερόντισσά μου, σώμα είναι, θα βρωμίσει".
Το βράδυ που κοιμήθηκε, είδε ολοζώντανο σιμά της τον γέροντα ντυμένο στα αρχιερατικά του άμφια.
" Σεβασμιώτατε", ανάκραξε. Kαι γονάτισε να του ασπασθεί το χέρι.
"Βρωμά παιδί μου, το χέρι μου;" τη ρώτησε επιτιμητικά.
" Μοσκομυρίζει σεβασμιώτατε", ψιθύρισε.
"Τι μυρίζει;"
"Λιβάνι και αλόη."
"Τότε μη φοβείσαι και διά το λείψανον."
Ξύπνησε καταφοβισμένη. Έτρεξε στο φέρετρο, ασπάσθηκε τρεις φορές τα κρινοδάχτυλα των χεριών. Kαι ξαναπρόσεξε που έτρεχε συνέχεια στη μορφή ιδρώτας - μύρο.
Φυσικά φρόντισαν και για τον ενταφιασμό. Θα τον τοποθετούσαν εκεί πλάγια στο ναό, χαμηλά στο πεύκο. Στο καταπράσινο και φουντωτό βελονόφυλλο δεντρί που τόσο αυτός καμάρωνε κι αγαπούσε. Εκεί, που κάποτε η πρώτη εκείνη γερόντισσα κάτοικος, σαν έσκαβε για να το φυτέψει, τοσοδούλι και μικράκι,άκουσε την παράδοξη φωνή : "άφισε τόπο για ένα τάφο". Ναι, τώρα όλα ξεκαθάριζαν. Ο καλός Θεός είχε προδιαλέξει τόπο για το σκήνωμα του διαλεκτού παιδιού του.
Προτού σκεπάσουν το φέρετρο για τον ενταφιασμό, όλες σχεδόν oι μαθήτριες και υποτακτικές έφεραν κι έρριξαν λεμονανθούς από τις λεμονίτσες που είχε φυτέψει ο ίδιος ο γέροντας με το χέρι του, σε διάφορες πρασιές ολόγυρα από το ναό και παράπλευρα έξω.

Αγιος Νεκτάριος και Γέροντας Δανιήλ Κατουνακιωτης .Βίοι παράλληλοι και η μέσω επιστολών επικοινωνία μεταξύ δύο οσιακών μορφών


Παραλληλίζοντας τις δύο μεγάλες οσιακές μορφές του αιώνα μας, τον άγιο Νεκτάριο και τον Γέροντα Δανιήλ, προκύπτουν πολλά όμοια στοιχεία στη ζωή και στο έργο τους, μέσα ασφαλώς στην διαφορότητα και την ιδιαιτερότητα των χαρισμάτων με τα οποία τους προίκισε η Χάρη του Θεού. γεννήθηκαν και οι δύο το ίδιο έτος, 1846. Πατρίδες και των δυό είναι ευλογημένοι τόποι της Ανατολής, η Σηλυβρία της Θράκης του Αγίου Νεκταρίου, η ξακουστή Σμύρνη η ιστορική μητρόπολη της Μικρασίας, του Γέροντα Δανιήλ. Και οι δύο ήταν παιδιά πολύτεκνων οικογενειών. Δαψιλής παιδεία και ακαταπόνητη διά βίου μελέτη. Πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ο άγιος Νεκτάριος, αριστούχος πτυχιούχος της περίφημης Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης ο Γέροντας Δανιήλ. Στροφή προς τον μοναχισμό και την άσκηση. Σε ηλικία τριάντα ετών ο άγιος Νεκτάριος κείρεται μοναχός (1876) στη Νέα Μονή της Χίου. Ο Γέροντας Δα΄νιήλ εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος του Αγίου Όρους σε ηλικία 20 περίπου ετών (1866).
Διώξεις, θλίψεις και ταλαιπωρίες για τις οποίες έπαιρναν θάρρος από την μεγάλη ευλάβεια και αγάπη που είχαν στον πρόσωπο της Παναγίας.
Ο άγιος Νεκτάριος έτρεφε μεγάλη αγάπη προς το Άγιον Όρος. Αυτό φαίνεται και από την επιστολή του προς τον Γέροντα Δανιήλ με την οποία του ανακοινώνει την πρόθεση του να αγοράσει κάποιο κελλί στο Άγιον Όρος, για να εγκαταστήσει αρχικά εκεί τα πνευματικά του τέκνα, που ήθελαν να μονάσουν και στη συνέχεια, όταν απαλλαγεί από τις φροντίδες της Μονής στην Αίγινα να μεταβαίνει και ο ίδιος στο Άγιον Όρος και να μένει για κάποιο διάστημα “προς πνευματικήν αναψυχήν”. Αυτά έγραφε το 1913.. Δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα, το 1898, είχε επισκεφθεί για πρώτη και μοναδική φορά το Άγιον Όρος. Πρώτος γράφει επιστολή ο Γέροντας Δανιήλ, απευθυνόμενος με δισταγμό και σεβασμό προς τον Μητροπολίτη Πενταπόλεως τον Μάρτιο του 1903. Στην απόφαση του να γράψει ενισχύθηκε από τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, κοινό γνωστό αμφοτέρων, ο οποίος διαβεβαίωσε τον Γέροντα Δανιήλ οτι τυγχάνει ιδιαιτέρας συμπαθείας εκ μέρους του Μητροπολίτου Πενταπόλεως. Ο άγιος Νεκτάριος απήντησε αμέσως μέσα στον ίδιο μήνα, τον Μάρτιο του 1903, με μια θαυμάσια επιστολή, ενα πνευματικότατο και φιλοσοφικώτατο κείμενο, στο οποίο αναπτύσσει την θέση οτι οι δοκιμασίες και οι θλίψεις οφείλονται στην αγάπη του Θεού και βοηθούν να φθάσει κανείς ασφαλέστερα στην πνευματική τελείωση. Μεσολάβησε ένα μικρό διάστημα διακοπής της επικοινωνίας. Την αρχή έκανε πάλι πρώτος ο Γέροντας Δανιήλ, ο οποίος τον Δεκέμβριο του 1907 γράφει προς τον Άγιο Νεκτάριο ζητώντας να του σταλούν βιβλία του και συγχαίροντας για την ίδρυση του Ιερού Φροντιστηρίου, της Ιεράς δηλαδή γυναικείας Μονής της Αγίας Τριάδος στην Αίγινα. Η επιστολή αυτή του Γέροντα Δανιήλ δεν σώζεται. Μαθαίνουμε όμως το περιεχόμενο της από το δεύτερο γράμμα του Αγίου Νεκταρίου που στέλνεται στον Γέροντα Δανιήλ τον Ιανουάριο του 1908. Σε αυτή την επιστολή ο άγιος Νεκτάριος παρακαλεί τον Γέροντα να βοηθήσει πνευματικά τις μοναχές της Ι.Μονής Αγίας Τριάδος γράφοντας σχετικό πνευματικό έργο. Μέσα στο ίδιο έτος, τον Ιούλιο του 1908 αποστέλει πράγματι ο Γέροντας Δανιήλ, απευθυνόμενος προς την ηγουμένη Ξένη και την αδελφότητα, τον αιτηθέντα λόγο. Αμέσως μετά την παραλαβή της ασκητικής πραγματείας του Γέροντα Δανιήλ, ο άγιος Νεκτάριος απήντησε ευχαριστώντας. Δεν σώζεται ολόκληρη αυτή η επιστολή. Η επόμενη επικοινωνία τους γίνεται μερικά χρόνια αργότερα τον Αύγουστο του 1913. Την πρωτοβουλία έχει τώρα ο άγιος Νεκτάριος ο οποίος παίρνοντας θάρρος όπως γράφει, από την αγάπη του Γέροντα Δανιήλ του αναθέτει να επιτελέσει έργο που επιθυμούσε πολύ. Να αγοράσει δηλαδή για λογαριασμό του ένα κελλί στο Όρος. Ο Γέροντας Δανιήλ απαντά αμέσως (Σεπτέμβριος του 1913), η απάντηση του όμως είναι αρνητική, ασφαλώς με βάση πραγματικές και αντικειμενικές δυσκολίες που εμπόδιζαν την περίοδο εκείνη την εκπλήρωση της ωραίας και συγκινητικής πράγματι επιθυμίας του αγίου Νεκταρίου να αποκτήσει κελλί στο Άγιον Όρος για τα πνευματικά του παιδιά και τον ίδιο.
Η επόμενη τελευταία επικοινωνία τους έγινε με πρωτοβουλία του Γέροντα Δανιήλ, ο οποίος έστειλε ευγενή όντως επιστολή, στις 30 Σεπτεμβρίου του 1915. Σ’αυτήν εκφράζει την ευγνωμοσύνη του για τις ευεργεσίες προς την αδελφότητα και την λοιπή πολύτιμη σειρά των ωφελιμοτάτων συγγραμμάτων του αγίου. Απαντώντας ο άγιος Νεκτάριος στις 6 Δεκεμβρίου του 1915, ευχαριστεί για την πολλή αγάπη και την απόφαση τους “δια την εγγραφήν του ονόματος ημών εν τοις διπτύχοις του Ιερού Κελλίου ως Κτίτορος και Πατρός και Καθηγουμένου”.
Οι σωζόμενες επιστολές του Γέροντα Δανιήλ προς τον άγιο Νεκτάριο, βρίσκονται στο Ησυχαστήριο της Αδελφότητας των Δανιηλαίων.
ΑΘΩΝΙΚΑ

Ο Άγιος της Αίγινας...ο Πενταπόλεως Νεκτάριος!


AgiosNekt-(1).gif

Στο απόμακρο για κείνο τον καιρό νοσοκομείο της Αθήνας, το Αρεταίειο, η γραμματεία έπαιρνε απ' έξω εντολή και έδινε μέσα εντολή να κρατήσουν κάποιο κρεββάτι στον μικρό παθολογικό θάλαμο για έναν γέροντα καλόγερο, από την Αίγινα. 
Τον έφεραν κάποιο μεσημέρι δυο καλόγρηες κι ένας μέτριος στο ανάστημα σαραντάρης που από την πρώτη στιγμή που μπήκαν ανησυχούσε και κρυφόκλαιγε. Έκαναν τις διατυπώσεις της εισόδου και παραμονής του στο θεραπευτήριο και η μια από τις δυο καλόγρηες, έφυγε. 
Στον θάλαμο που τον τοποθέτησαν ήταν άλλα τέσσερα κρεββάτια ωστόσο μόνο τα δύο ήταν πιασμένα. Στο διπλανό του γέροντα της Αίγινας αναπαυόταν ένας άντρας περίπου σαραντάρης που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων. Ήταν επαρχιώτης οικογενειάρχης, είχε πέσει σ' ένα γκρεμό από το ζώο του, χτύπησε κι από τότε τον έσερναν με τα φορεία. Στο παρακάτω, έμενε κάποιος γέροντας συνταξιούχος δάσκαλος, με ουρολογική κι αυτός πάθηση. 
"Τι νομίζεις γερόντισσα Ευφημία, έκανε κάπου στον προθάλαμο σιγανασαίνοντας και σκουπίζοντας τα δάκρυά του ο άντρας, θα κάνει την εγχείρηση, θ' αντέξει στο μαχαίρι;" 
Εκείνη απόμεινε συλλογισμένη. 
"Τι θ' απογίνουμε δίχως την ευλογημένη του καθοδήγηση, πώς θα ζήσουμε χωρίς την προσευχή του;" συνέχισε ο άντρας. 
"Ελπίζω, κύριε Σακκόπουλε, αποκρίθηκε τέλος η καλόγρηα, μισοταραγμένη. Ο καλός θεός θα λυπηθεί την αδελφότητα, δεν θα επιτρέψει ν' απομείνουμε είκοσι οκτώ ψυχές ορφανές."
"Ω αδελφή Ευφημία, σ' αυτόν οφείλω τα πάντα. Και κυρίως τον θησαυρό της ψυχής μου. Αυτός με εισήγαγε εις το εύρος, το ύψος και το κάλλος που έχει ο Κύριος. Από νωρίς έχασα την μητέρα μου και το ξεπέρασα, πρόπερσι αναπαύθηκε κι ο πατέρας μου, άνθρωπος όλο αυταπάρνηση κι ευγένεια και το κατάπια. Αν μας εγκαταλείψει κι ο άγιος γέροντας, ο πνευματικός πατέρας και οδηγός και μεσίτης εις τον Θεόν, θα καταντήσω δυστυχής, θα παραμείνω δεντρί στην έρημο..." 
Η καλόγρηα τον ανακύτταξε με κάποια στοργή και κούνησε το κεφάλι. 
Πέρασε ο πρώτος μήνας, πέρασε κι ο δεύτερος. 
Δεν πρόλαβε να κάνει εγχείρηση, δεν πρόλαβε να περάσει από μαχαίρι. 
Η Αθήνα συγκλονιζόταν από ιαχές και αλλαλαγμούς για την εκλογική ήττα του Βενιζέλου, για τις αλλαγές στην Κυβέρνηση, για την επαναφορά του εξόριστου Βασιληά Κωνσταντίνου, οι εκκλησιαστικοί κύκλοι συζητούσαν, σχολίαζαν την έκπτωση του Μελετίου και την επανανθρόνιση του Θεοκλήτου, όταν ο χλωμός ασκητικός εκείνος γέροντας, ο καλόγερος της Αίγινας, έβλεπε ξαφνικά καταμπροστά του ανοιγμένους τους ουρανούς και τους αγγέλους κατά χιλιάδες να τον υποδέχονται. 
Στάθηκε λίγο προτού ξεψυχίσει κι αφουγκράστηκε. Από ψηλά κάποια γνώριμη φωνή, κάποια ολόγλυκια φωνή σε ξένη χώρα, τον καλούσε. 
"Είσελθε τέκνον, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου. Σε αναμένει ο της δικαιοσύνης στέφανος." 
" Εις εμέ, εις εμέ το λέγεις Κύριε;" πρόλαβαν να ψιθυρίσουν για στερνή φορά τα χείλη του. 
Κι ανοίγοντας το στόμα να πάρει ανασεμιά, είδε πως μεταφέρεται. Παρέδωσε την άγια του υπομονετική ψυχή στον αγαπημένο του Αφέντη. Στον Αφέντη των ουρανίων, των επιγείων και καταχθονίων. 
Η γερόντισσα Ευφημία αναστατώθηκε. 
"Σεβασμιώτατε, σεβασμιώτατε, ανάκραξε με λυγμούς. Κύριε Σακκόπουλε, πού είναι ο κύριος Σακκόπουλος;... Το τηλέφωνο παρακαλώ, το τηλέφωνο... 
Ήρθε μια σαβανώτρα από το προσωπικό του νοσοκομείου να βοηθήσει τη γερόντισσα. Το νεκρό σώμα, μοσκομύριζε... Θεέ και Κύριε ! ... Κάτι πήγε να πει η γερόντισσα δεν το μπόρεσε. Για μια στιγμή έβγαλαν τη μάλλινη φανέλλα και την πέταξαν πρόχειρα στο διπλανό κρεββάτι. Κι ώσπου να προχωρήσουν να τελειώσουν με τα σάβανα, ο διπλανός άρρωστος, ο άνθρωπος που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων κινήθηκε, ξεπετάχθηκε όρθιος, αμφιταλαντεύθηκε, στάθηκε στα πόδια του κι έκανε το σταυρό του. 
"Σηκώθηκα, περπατάω! ανάκραξε δυνατά, Θεέ μου, έγινα καλά! Τι έχει αυτή η φανέλλα;" 
Για δες, ήταν στ' αλήθεια όρθιος, περπατούσε ! 
Δεν καλοκατάλαβαν, απόμειναν να χάσκουν. Το νεκρό σώμα μοσκομύριζε... Η γερόντισσα πήρε τη φανέλλα την έβαλε ένα κουβάρι στο ράσο της. Τα χέρια της έτρεμαν. 
Απόρησαν oι γιατροί, απόρησε και το προσωπικό του νοσοκομείου όταν έμαθαν πως ο φτωχός ρασοφόρος από την Aίγινα, ήταν άλλοτε γενικός διευθυντής στη Ριζάρειο και ήταν λέει... δεσπότης! 
Μια νύχτα θρήνου πέρασε η γερόντισσα Ευφημία. 
Αργά το πρωί έφθασε ένας φίλος Αρχιμανδρίτης, ιεροκήρυκας, ο Παντελεήμων Φωστίνης και λίγο πιο έπειτα ο πρωτοπρεσβύτερος Άγγελος Νησιώτης, διαλεκτός μαθητής του στη Ριζάρειο και δημιουργός αργότερα κατηχητικών σχολείιων. Έφθασε σωστό ανθρώπινο ράκος κι ο Κωστής Σακκόπουλος. Παράγγειλαν το φέρετρο παράγγειλαν τη νεκροφόρα και λίγo αργότερα ξεκίνησαν για τον Πειραιά. 
Το βαποράκι της γραμμής η "Πτερωτή", θα σήκωνε άγκυρα για την Αίγινα ακριβώς στις δυο το μεσημέρι. Η νεκροφόρα με λογίς - λογίς διατυπώσεις που έπρεπε να γίνουν, έφθασε εμπρός στον καθεδρικό ναό της Αγίας Τριάδος στον Πειραιά, λίγo μετά τις δώδεκα. Ο ναός βρέθηκε κλειστός, όλοι oι αρμόδιοι κι ο νεωκόρος, έλειπαν για μεσημεριάτικη διακοπή. 
Αυθόρμητα μαζεύτηκε ολόγυρα στο πεζοδρόμι κόσμος. Από λαλιά σε λαλιά, ακούστηκε, μαθεύτηκε στην εργατική πόλη, η κοίμηση του γέροντα της Ριζαρείου. Κι ένας λαός περικύκλωσε το φέρετρο. 
Καθώς το έφεραν σιμά στα σκαλοπάτια του ναού για να πάρουν τουλάχιστον μια φωτογραφία στην πόλη και στο χώρο που τόσο είχε κηρύξει κι αγαπήσει κι άνοιξαν το καπάκι, μούδιασαν, τάχασαν... Παρατήρησαν κάτι το ασυνήθιστο, το καταπληκτικό. Από την ήρεμη και γαλήνια μορφή έσταζε κάτι σαν ιδρώτας που μοσκομύριζε... Θεέ και Κύριε ! 
Ο Κώστας ο Σακκόπουλος σαστισμένος έτρεξε κι αγόρασε από το περίπτερο ένα πακέτο μπαμπάκι και σκούπισε σιγά - σιγά και απαλά από το πρόσωπο τον μοσκομύριστο ιδρώτα. Μερικοί τότε έπεσαν επάνω του, του άρπαξαν τις τούφφες το μπαμπάκι, τόφερναν ευλαβικά στο μέτωπό τους, άλλοι τόκρυβαν στις τσέπες τους, άλλοι το παράχωναν στο στήθος. 
"Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι λαφρύς σαν πούπουλο", φώναξαν και oι άνδρες που σήκωναν το φέρετρο, έτοιμοι να το ξαναφέρουν στη νεκροφόρα. 
Το βαποράκι της γραμμής η "Πτερωτή" έφθασε στις τέσσερις παρά κάτι, απόγευμα στην Αίγινα με τη σημαία "μετζάστρα" στο πλωριό κατάρτι. 
Προτού αράξει στο μώλο, ο καπετάνιος σφύριξε τρεις φορές πένθιμα και συνθηματικά. 
Στα γαλανά νερά του Σαρωνικού ταξίδευε το ιερό λείψανο ενός ανθρώπου του Θεού. Ενός κληρικού που δεν καυχήθηκε ποτέ για κάτι δικό του. Ενός ιερομόναχου που ευαρέστησε τον άγιο Θρόνο με την υπακοή, το ταπεινό φρόνημα, την υπομονή, την πίστη, την αγάπη. 
Αμέτρητος λαός πλημμύρισε κάτω την παραλία. Όλος σχεδόν ο κλήρος, όλοι oι ιερομόναχοι, όλες oι καλόγρηες από τα ντόπια μοναστήρια. 
Οι γυναίκες έκλαιγαν σιωπηλά, μερικές στέναζαν, μερικές μοιρολογούσαν. 
"Παππούλη μας, προστάτη της φτωχολογιάς, τι θ' απογίνουμε τώρα που μας άφισες ορφανές και μόνες;" 
Διακόσιοι τόσοι άντρες τσακώθηκαν ποιος θα σηκώσει το φέρετρο. Ήταν oι φίλοι του, oι ψαράδες του γυαλού, οι σφουγγαράδες που ταξίδευαν και βουτούσαν πέρα στην Τζιμπεράλτα και στο Τούνεζι κι έφερναν σφουγγάρια της ευλογίας με χαραγμένο στη μέση τον τίμιο σταυρό, εργάτες που δούλεψαν στη μονή κι έφαγαν ψωμί από τα χέρια του, oικοδόμοι, αγρότες αμπελουργοί, επαγγελματίες και πλανόδιοι. 
Ο δήμαρχος με τον αστυνόμο για να τους φέρουν σε λογαριασμό, τους χώρισαν σε τετράδες και υπολόγισαν το δρόμο κάπου δυο ώρες και κάτι, ώσαμε το μοναστήρι. 
Σε λίγο τα πάντα τακτοποιήθηκαν και η πομπή ξεκίνησε. 
Ήταν κάτι το ριγηλό και συγκινητικό. Ποτέ η Αίγινα δε θυμόταν ένα τέτοιο ξόδι. 
Αυθόρμητα η λαϊκή ψυχή αγκάλιασε το λείψανο - θησαυρό του διαλεκτού παιδιού της και τόφερνε με σφιχτή ανασεμιά στη θέση Ξάντος. 
Πένθιμη διακόσμηση γυρόφερνε την πόλη και την παραλία. Οι καμπάνες στους ναούς σιγοχτυπούσαν όπως τη μεγάλη Παρασκευή. Θυμίαμα καιγόταν σ' όλες τις πόρτες και δροσερά λουλούδια έπεφταν από γρηές και νιες και δροσερές παρθένες. Ένα πλήθος νέοι ρασοφόροι Ριζαρείτες ακολουθούσαν σιωπηλοί. 
"Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι λαφρύς σαν πούπουλο", φώναζαν κατάπληκτοι κάθε τόσο οι άνδρες από τα σταυροδρόμια και τις λαγκαδιές, καθώς σήκωναν το φέρετρο κι ετοιμάζονταν ν' αλλάξουν βάρδια. 
Το μοναστήρι γέμισε κόσμο. Ατελείωτη μυρμηγκιά, κάθε λογίς άνθρωποι, γνωστοί, άγνωστοι, καταλαχάρηδες του βουνού, του λόγγου, της ακρογυαλιάς. Όλοι τους είχαν διάθεση να παρασταθούν, να προσευχηθούν, να ξενυκτίσουν, να κλάψουν. 
Σ' όλο τούτο το πλήθος και στις καλόγρηες της αδελφότητας που έκλαιγαν σαν μικρές νεαρές κοπέλλες, ξεχώριζε η φυσιογνωμία της ηγουμένης, της οσίας Ξένης, της τυφλής. 
Στάθηκε κάποια στιγμή καταμπροστά στο φέρετρο, πάνω στη γαλήνια κι ευγενική μορφή, που θαρρούσες ότι λαφροκοιμόταν, τη μορφή του πνευματικού πατέρα και οδηγού, του ευεργέτη και προστάτη της και μη μπορώντας με τα τυφλά μάτια να δει, να προσέξει τον ιδρώτα - μύρο που κυλούσε από το μέτωπο, τόνοιωσε σαν όσφρηση, σαν ευωδιά και μένοντας ακίνητη και κάνοντας τρεις φορές το σημείο του σταυρού, είπε: 
"Ο πατέρας μας δεν πέθανε. Ζει, μας βλέπει και προσεύχεται απόψε για μας. Το μοναστήρι μας θα προκόψει δεν θα το αφίσει ο Κύριος. Όταν ζούσε και τον απολαμβάναμε δίπλα μας, κοντά μας, φάρο και οδηγό, αυτό πάντα μας έλεγε. Αυτή την προφητεία: Από δω, μας έλεγε, κόρες μου, απ' αυτές τις ερημιές, σε μερικά χρόνια θα διαβαίνουν άμαξες, θα περνά πλήθος ο κόσμος με αφιερώματα, χρυσάφια και λαμπάδες. Kαι μεις οι άπραγες στεκόμασταν δίβουλες, ξαφνιασμένες. Μήπως τάχα παραλογίζεται ο σεβασμιώτατος, αναρωτιόμασταν με ανησυχία. Αδελφές μου, μη κλαίτε, αδέλφια μου μη θρηνείτε. Η Αίγινα και η Ελλάδα απόκτησε έναν όσιο, ένα σημερινό ικέτη εμπρός εις τον Εσταυρωμένο". 
Τα λόγια της σκέπαζαν τους κρυφούς λυγμούς της από μια θεϊκή δύναμη και χάρη. Τα λόγια της έπεσαν στο πλήθος με τέτοια αρμονία που γλύκαναν ευθύς όλες τις καρδιές και για κάμποσο χρονικό διάστημα της νύχτας απόδιωξαν τις μελαγχολικές σκέψεις του θανάτου. 
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράτησε το λαϊκό τούτο προσκύνημα. Και το λείψανο αδιάκοπα έσταζε ιδρώτα μύρο και σκορπούσε ολοτρόγυρα ευωδία! 
Mια από τις τρόφιμες της αδελφότητας ανησύχησε. 
"Θα πρέπει να επισπεύσουμε τον ενταφιασμό, πέταξε με σπουδή στην οσία Ξένη. Δεν μπορεί, γερόντισσά μου, σώμα είναι, θα βρωμίσει". 
Το βράδυ που κοιμήθηκε, είδε ολοζώντανο σιμά της τον γέροντα ντυμένο στα αρχιερατικά του άμφια. 
" Σεβασμιώτατε", ανάκραξε. Kαι γονάτισε να του ασπασθεί το χέρι. 
"Βρωμά παιδί μου, το χέρι μου;" τη ρώτησε επιτιμητικά. 
" Μοσκομυρίζει σεβασμιώτατε", ψιθύρισε. 
"Τι μυρίζει;" 
"Λιβάνι και αλόη." 
"Τότε μη φοβείσαι και διά το λείψανον." 
Ξύπνησε καταφοβισμένη. Έτρεξε στο φέρετρο, ασπάσθηκε τρεις φορές τα κρινοδάχτυλα των χεριών. Kαι ξαναπρόσεξε που έτρεχε συνέχεια στη μορφή ιδρώτας - μύρο. 
Φυσικά φρόντισαν και για τον ενταφιασμό. Θα τον τοποθετούσαν εκεί πλάγια στο ναό, χαμηλά στο πεύκο. Στο καταπράσινο και φουντωτό βελονόφυλλο δεντρί που τόσο αυτός καμάρωνε κι αγαπούσε. Εκεί, που κάποτε η πρώτη εκείνη γερόντισσα κάτοικος, σαν έσκαβε για να το φυτέψει, τοσοδούλι και μικράκι,άκουσε την παράδοξη φωνή : "άφισε τόπο για ένα τάφο". Ναι, τώρα όλα ξεκαθάριζαν. Ο καλός Θεός είχε προδιαλέξει τόπο για το σκήνωμα του διαλεκτού παιδιού του. 
Προτού σκεπάσουν το φέρετρο για τον ενταφιασμό, όλες σχεδόν oι μαθήτριες και υποτακτικές έφεραν κι έρριξαν λεμονανθούς από τις λεμονίτσες που είχε φυτέψει ο ίδιος ο γέροντας με το χέρι του, σε διάφορες πρασιές ολόγυρα από το ναό και παράπλευρα έξω.

(Από το βιβλίο του Σώτου Χονδρόπουλου: Ο άγιος του αιώνα μας 
-Ο όσιος Νεκτάριος Κεφαλάς- Αφηγηματική Βιογραφία. Έκδοσις Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Αγίας Τριάδος Αιγίνης.)

Άγιος Νεκτάριος -Η διακονία στη Ριζάρειο

Απόσπασμα από το βιβλίο: Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως- Η πρώτη αγία Μορφή των καιρών μας, του Σοφοκλή Γ. Δημητρακόπουλου, Αθήνα 1998, σελ. 188- 198)

Η διακονία στη Ριζάρειο
Καθήκοντα στη Ριζάρειο ανέλαβε στις 10 Μαρτίου 1894, αφού προηγουμένως έδωσε "την νόμιμο διαβεβαίωση ενώπιον του νομάρχου Αττικής και Βοιωτίας". Γράφει η εφημερίδα "Ακρόπολις" της ιδίας ημέρας: "Σήμερον αναλαμβάνει τα καθήκοντα αυτού ο νεωστί διορισθείς διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής πρώην μητροπολίτης Πενταπόλεως. Ο νέος διευθυντής της Σχολής είναι εις εκ των μάλλον μορφωμένων κληρικών μας και διετέλει μέχρι τούδε ιεροκήρυξ του νομού Φθιώτιδος". Επίσης η "Νέα Εφημερίς" έγραψε την επομένη: " Αφίκετο και ανέλαβε τα καθήκοντα αυτού ο νέος διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής σεβ. Μητροπολίτης Πενταπόλεως, γνωστός και διά τον χαρακτήρα και διά τα φώτα αυτού, απολαμβάνων υπολήψεως και τιμής εν τω ημετέρω κλήρω". Η επίσημη εγκατάστασή του έγινε την Κυριακή, 13 Μαρτίου 1894. Έγραψε η "Εστία" της εσπέρας της ίδιας ημέρας: "Σήμερον περί την 10 1/2 ώραν παρουσία του Υπουργού Παιδείας, του Σ. Μητροπολίτου και της ολομελείας του διοικητικού Συμβουλίου της Ριζαρείου Σχολής εγένετο η εγκατάστασις του νέου διευθυντού της σχολής Σ. Μητροπολίτου Πενταπόλεως κ. Νεκταρίου Κεφαλά". Στις 14 Μαρτίου η "Εφημερίς", έγραψε: "Πανηγυρικώς εγένετο χθες η εγκατάστασις του νέου διευθυντού της Ριζαρείου Σχολής, πρώην Μητροπολίτου Πενταπόλεως Σ. Νεκταρίου Κεφαλά. Κατά ταύτην παρήσαν το Διοικητικό Συμβούλιον αυτής, ο Σύλλογος των καθηγητών και πολλοί άλλοι. Ο Σεβασμιώτατος κ. Νεκτάριος Κεφαλάς, μετά την λειτουργίαν, τελεσθείσα εν τη εκκλησία της Σχολής, εδέχθη εν τη Μεγάλη Αιθούση τα συγχαρητήρια των ανωτέρω και εξεφώνησε σύντομο λόγο, δι' ου ηυχαρίστησε το Συμβούλιο (…) Αποτεινόμενος εις τους μαθητάς της Σχολής, παραινετικούς απήυθυνε λόγους και υπέδειξεν οποία καθήκοντα επιβάλλονται εις αυτούς (…) Ο δε εκ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου κ. Δ. Χασιώτης αντεφώνησε, εκφράσας την πεποίθησιν, ότι η Σχολή διά του νέου Διευθυντού της θα επανακτήση την πρώτην αυτής λαμπρότητα και ότι διά της ομονοίας και της ειρήνης θα εισέλθη η Σχολή εις την κανονικήν τροχιάν της, αγλαούς αποφέρουσα καρπούς".
Το θρησκευτικό περιοδικό της εποχής εκείνης "Σωτήρ", γνωστό για τις προσπάθειές του για την αναγέννηση των εκκλησιαστικών πραγμάτων, σχολιάζοντας την προσωπικότητα του νέου διευθυντή της Ριζαρείου έγραφε: " Χρηστότης ηθών, διοικητική ικανότης, επιστημονική μόρφωσις, αγαθότης και ευγένεια τρόπων, ιδού εν ολίγοις αι αρεταί, αίτινες κοσμούσι τον Σεβ. Ιεράρχην".
Όταν ανελάμβανε τη διεύθυνση της Ριζαρείου Σχολής, ο Πενταπόλεως Νεκτάριος βρισκόταν στην ώριμη ηλικία των 48 ετών και η πνευματική του ακτινοβολία ήταν ήδη έντονη και φυσικά με το πέρασμα του χρόνου γινόταν ακόμη μεγαλύτερη. Να πως φυσιογνωμικά τον περιέγραψε το 1948 -πριν ακόμη ανακηρυχθεί επίσημα άγιος- ένας παλαιός, της περιόδου 1902-1907, μαθητή του:
Ανάστημα κανονικόν (…) Πρόσωπον εις το οποίον ημιλλάτο η αρμονική αναλογία των μερών με την γλυκύτητα της εκφράσεως. Από τους γαλανούς οφθαλμούς του διεχύνετο μία ακτινοβολία, όμοια με το ανοιξιάτικο γλυκοχάραμα. Και το ακτινοβολούν εκείνο πρόσωπο εστεφανούτο από χιονόλευκη συμμετρικήν γενειάδα. Ήτο ωραία Βιβλική μορφή.
Ο Άγιος Νεκτάριος παρά τις ποικίλες αντιξοότητες, που προερχόταν τόσο από την φύση του παιδαγωγικού έργου και την ποικιλία προέλευσης των μαθητών (στη Σχολή φοιτούσαν και παιδιά πολλών ευπόρων αθηναϊκών οικογενειών κλπ., που δεν ενδιαφέρονταν για να ιερωθούν, αλλά μαθήτευαν σε αυτή επειδή το ποιοτικό της επίπεδο ήταν πολύ υψηλό), όσο και από την απιστία των καιρών, αλλά και από επεμβάσεις του Συμβουλίου της Σχολής, διηύθυνε- το σημαντικότερο μετά τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών- εκκλησιαστικό αυτό εκπαιδευτήριο για δεκατέσσερα συνεχή χρόνια, χωρίς ποτέ ν' απουσιάζει από τη θέση του, με αισθήματα ανθρωπιστικά, όπως αυτά τα γνώριζε από τη δαψιλή μελέτη των αρχαίων συγγραφέων, με αγάπη Χριστού, με πατρική στοργή, πολλή φρόνηση και ενδιαφέρον ανύστακτο, με προσευχή διαρκή, προκειμένου να επιτύχει την αποστολή του. Αναφέρεται πως όταν ένας μαθητής έκανε κάποιο σοβαρό παράπτωμα, ο Άγιος θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο, προσευχόταν εκτενώς και υποβαλλόταν σε αυστηρή νηστεία. Το μέτρο αυτό είχε επίδραση στους ευαίσθητους μαθητές, οι οποίοι συνήθως μεταμελούνταν και απέφευγαν να επαναλάβουν τις αταξίες τους. Αλλά και όταν, σπάνια, ήταν αναγκασμένος, να επιβάλει κάποια ποινή, στεναχωρούνταν πολύ, ιδίως μάλιστα όταν έβλεπε πολλοί σημαίνοντες να παρεμβαίνουν υπέρ αυτών. Έγραφε στις μοναχές της Αίγινας: "Πλην της στενοχωρίας ταύτης (έλλειψη χρημάτων να στείλει στο μοναστήρι) είχον και ετέρα πολύ σπουδαίαν, ήτις και αύτη σήμερον έπαυσε. Εδίωξα εκ της Σχολής τέσσερας μαθητάς, δύο της τετάρτης τάξεως και δύο της πέμπτης, οίτινες μετά ένα μήνα ακριβώς θα ελάμβανον το δίπλωμά των. Οι υπέρ αυτών ενδιαφερόμενοι ήσαν ισχυροί, αλλ' επί τέλους σήμερον απεβλήθησαν, αλλ' άνευ πράξεως αποβολής", η οποία αποβολή, ας σημειωθεί, θα τους στιγμάτιζε και θα τους ακολουθούσε στη σταδιοδρομία τους. Ο Πενταπόλεως δεν υπήρξε ποτέ εκδικητικός ούτε ήθελε την εξόντωση εκείνων που παρεκτρέπονταν, παράλληλα όμως ήταν και ανυποχώρητος στην διαφύλαξη της ηθικής και του κύρους της Ριζαρείου, ως Εκκλησιαστικής Σχολής.
Λίγα χρόνια μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, το Πολυμελές Συμβούλιο του Ιδρύματος, σύμφωνα με τα Πρακτικά του, επισημαίνει "τον προς την Σχολήν ζήλον του Σεβασμιωτάτου Διευθυντού, την αφοσίωσιν αυτού προς αυτήν και την ευδόκιμον υπηρεσίαν του, προς δε και ότι άνευ ιδίας αμοιβής διδάσκει μαθήματα εν τη Σχολή". Αργότερα, ένας από τους εκτελεστές της διαθήκης του Γ. Ριζάρη, ο Νικόλαος Ράδος, έγραψε πως "ο Σεβασμ. Μητροπολίτης Πενταπόλεως κ. Νεκτάριος Κεφαλάς (…) διευθύνει μέχρι του νυν ως άριστα τα της Σχολής". Επίσης, ο διάδοχός του στη Ριζάρειο, Χρυσόστομος Παπαδόπουλος έγραψε για το έργο του:
Ευτυχώς (…) η Ριζάρειος Σχολή, διά του διευθυντού Μητροπολίτου Πενταπόλεως Νεκταρίου, ένεκα του κύρους αυτού ως Ιεράρχου, επανεύρε την εσωτερικήν αυτής γαλήνη και διά του εκλεκτού αυτής διδακτικού προσωπικού εχώρησε προς τα πρόσω, μετά της συνήθους αυτή μεγάλης πνευματικής επιδόσεως. Ο διευθυντής αποκατέστησε τελείως τον εκκλησιαστικόν χαρακτήρα της εσωτερικής ζωής της Σχολής.
Ο αρχιμ. Ιωακείμ Σπετσιέρης, που είχε φοιτήσει στη Ριζάρειο και πρίν την ανάληψη της διεύθυνσης από τον Άγιο Νεκτάριο, γράφει:
Και είναι αληθές ότι προ του διορισμού του Πενταπόλεωs ωs διευθυντού, η Ριζάρειος Σχολή ευρίσκετο πάντοτε εν ταραχή. Μόλις ομωs ανέλαβε την διεύθυνσιν ούτοs, ειρήνευσεν αύτη κα, έλαβε την κανονικήν της κατεύθυνσιν.
Ο Δανιήλ ο Κατουνακιώτης (1844-1829), αναφερόμενος το 1918 στην εκκλησιαστική εκπαίδευση, αναφέρει ότι ένας από εκείνους που με πολύ ορθόδοξο πνεύμα και χριστιανική μαρτυρία επιτέλεσαν το έργο τους ήταν και ο Πενταπόλεως Νεκτάριος.
Αλλά και ο παλαιός τρόφιμος της Σχολής και κατόπιν Υφηγητής του Πανεπιστημίου Σοφοκλής Λώλης έγραψε:
Επί Νεκταρίου εθραύσθησαν αι αντιδικίαι μεταξύ Υπουργείου και Συμβουλίου της Σχολήs και έπαυσαν αι συχναί, μέχρι λεπτομερειών, επεμβάσεις του Συμβουλίου εις τα καθήκοντα του Διευθυντού και των καθηγητών.
Ειδικότερα:
Θεωρώντας ο Άγιος Νεκτάριος ως κύριο έργο του την καλλιέργεια στους ιεροσπουδαστές ζέουσας πίστης και την εμφύτευση ιερού ζήλου για την ιεροσύνη, ήδη, από τις 16 Ιουνίου 1894, κατά την πρώτη, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, επίσημη ομιλία του, ενώπιον του μητροπολίτη Αθηνών, αρχιερέων, εκπροσώπου του Υπουργείου Εκκλησιαστικών και των εφόρων της Σχολής, αναφέρθηκε στην αξία του Έλληνα ιερέα και υποδείκνυε πως η Σχολή δεν ήταν δυνατόν να επιτελέσει αποτελεσματικά το ειδικό έργo της, αν δεν λαμβάνονταν μέτρα, ανάμεσα στα οποία και η επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων της ως τον χρόνο της χειροτονίας τους.
Χαρακτηριστικά είναι και τα όσα έλεγε τον Ιούνιο του 1905 στην προσφώνησή του "προς τους αποφοιτώντας εξ αυτής μαθητάs":
Προς υμάς ήδη τουs αποφοιτώντας της Σχολήs στρέφω τον λόγov, προς υμάς τους επ' ευλογίαις απερχομένους του ιερού τούτου καθιδρύματοs, όπερ επί πενταετίαν όλην ως τέκνα φιλόστοργα διέθρεψε, διεπαιδαγώγησε και εξεπαίδευσε. Προς υμάs στρέφω τον λόγον, διότι υμείς εστέ ο καρπός πολυετούs πολυμόχθου φροντίδος κα, αδιαλείπτου μερίμνης του τε Σ. Συμβουλίου, των κυρίων καθηγητών και εμού. Υμείς εστέ το τέλος και ο σκοπός τηs ιεράς ταύτης Εκκλησιαστικής Σχολής, της ιδρυθείσης υπό των αειμνήστων Ριζαρών Μάνθου και Γεωργίου, όπως χορηγή τη Εκκλησία αξίους λειτουργούς και ιερείς του Θεού του Υψίστου. Η Σχολή εξεπλήρωσε το οποίον ανέλαβεν έργον ως προς υμάς μετά πάσης ακριβείας και αγαθής συνειδήσεως. Ήδη απόκειται υμίν να επιστέψητε το έργον της αποστολής της εκθρεψάσης υμάς Σχολής, της υμετέραs ιεράς τροφού, και πληρώσητε ταs προσδοκίας πάντων των υπέρ υμών εργασθέντων, οίτινες ουδέν έτερον παρ' υμών ζητούσιν, ή την πλήρωσιν του έργου, ειs o εκλήθητε, και τηv τήρησιν των υμετέρων υποσχέσεων. Οι υπέρ υμών πονήσαντες ουδέν έτερον εύχονται, ή να ίδωσιν υμάς ημέραν τινά αγαθούς και εναρέτους ιερείs, κοσμούντας τας τάξεις του κλήρου, εργαζομένους υπέρ της Εκκλησίας του Χριστού και πονούνταs υπέρ της εξαπλώσεως του έργου αυτού.
'Οθεν οφείλετε να αναδειχθήτε εν τω βίω της δράσεως άξιοι μεν της Σχολής τρόφιμοι, άξιοι λειτουργοί της Εκκλησίας και των δικαίων τηs Εκκλησίας και της Πατρίδος ικανοί υπέρμαχοι. Εξερχόμενοι της Σχολής ταύτης εισέρχεσθε εν τω σταδίω του ηθικού αγώνος, εν ω οφείλετε να αγωνισθήτε και να νικήσητε. Ο αγών ήδη απέβη κρατερός, διότι προs πολλούs και ισχυρούς πολεμίους της πίστεως και της πατρίδος έχετε να ανταγωνισθήτε, διότι φορά μεν και κατακλυσμός ετεροδόξων προσηλυτιστών κατέχει ήδη σύμπαν το ελληνικόν, ο δε των καθ' ημάς χρόνων υλισμός πανταχού εν τω βίω αγωνίζεται να καθαιρέση τας ιδέας του αληθούς και του δικαίου, του αγαθού και του θεοφιλούς, μεθ' ων αρρήκτως τα του ανθρώπου ιδεώδη και ο πνευματικός βίος συνάπτονται και η αληθής αυτού ευδαιμονία συνδέεται, πλήθος δε παντοίων απαιτητών και διεκδικητών αλλοτρίων της κληρωθείσης ημίν από αιώνων χώραs, εν η έζησε και έδρασεν υπέρ του πολιτισμού της ανθρωπότητος ελληνισμός. Οι εχθροί ούτοι εισίν σήμερον ουχί οι ασυνετώτεροι, ώσπερ πρότερον, αλλά οι κακονούστεροι και εν ταις ενεργείαις αυτών συνετώτεροι. Το πλήθος των πολεμίων και το μέγεθος τηs αξίας των κτημάτων της πίστεως και της πατρίδοs, ων ουδέν τιμιώτερον τω ανθρώπω, επιβάλλει υμίν την υποχρέωσιν τηs αμύνης μετά σθένουs και αυταπαρνήσεως προς διάσωσιν αυτών κινδυνευόντων και παράδοσιν τούτων τοις επιγόνοις σώων και ασφαλών. Προς τοιούτον αγώνα η ιερά αύτη Ακρόπολις, εν η επί πενταετίαν εξεπαιδεύθητε και εγυμνάσθητε, παρεσκεύασεν ικανώς και καθώπλισεν υμάς δι' όλων των αναγκαίων ηθικών και πνευματικών όπλων, όπως επιτυχώς αγωνισθήτε υπέρ του έργου της Εκκλησίας ημών.
Εκ της διδασκαλίας του μαθήματος της Ποιμαντικής έγνωτε την ιερότητα του ιερατικού αξιώματος, τηv περιωπήν της τιμής, τηv μεγάλην αξίαν και το δυσθέατον ύψος αυτού, έγνωτε την θείαν χάριν, ην έχει και μεταδίδωσι, και την υπερφυσικήν αυτού δύναμιν, έγνωτε ότι οι ιερείς εισίν οι του Χριστού στρατιώται, οι το έργον της σωτηρίας απεργαζόμενοι. Έγνωτε ότι οι ιερείς εξ ανθρώπων λαμβανόμενοι υπέρ ανθρώπων καθίστανται τα προς τον Θεόν.
Μη λοιπόν πλανηθήτε εκ τηs ρεούσηs δόξηs του κόσμου, μη απηυδήσητε εν τω έργω της υπομονής και της θλίψεως, ίνα μη στερηθήτε της τιμής της κληρωθείσης υμίν.
Ενδεικτική του αγωνιώδους ενδιαφέροντος του Αγίου για την πληρέστερη κατάρτιση των μαθητών του και την προσέλευσή τους στις τάξεις του ιερού κλήρου, είναι και η επιστολή που είχε απευθύνει στις 4 Ιουνίου 1894 στον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη, στον οποίο έθετε το πρόβλημα και πρότεινε συγκεκριμένες λύσεις, όπως είναι η αναπροσαρμογή της ύλης του σχολικού προγράμματος, η απασχόληση των αποφοίτων ως δασκάλων μέχρι το τριακοστό έτος της ηλικίας τους που θεωρείται ως ο κατάλληλος χρόνος χειροτονίας τους, η ικανοποιητική ρύθμιση των αποδοχών τους ως μορφωμένων ιερέων κ.λπ. Επίσης πρότεινε στη Σχολή την εισαγωγή του μαθήματος των Γεωπονικών, ώστε οι απόφοιτοι να είναι και ευρύτερα ωφέλιμοι στην κοινωνία, αλλά και να μπορούν με τις γνώσεις που θα αποκτούσαν για την καλλιέργεια της γης να βοηθούνται βιοποριστικά, αφού, όπως είναι γνωστό, τότε οι ιερείς δεν μισθοδοτούνταν από το κράτος. Και όλα αυτά ταυτόχρονα με την άοκνη φροντίδα του για τη βελτίωση της διατροφής και την άθληση των ιεροσπουδαστών.
Παράλληλα, δεν έπαυε σε κάθε ευκαιρία να τονώνει περισσότερο και το εθνικό συναίσθημα των ιεροσπουδαστών, αφού πίστευε ειλικρινά, όπως και παραπάνω είδαμε, στην ιδιαίτερη αποστολή του Έλληνα και μάλιστα του Έλληνα ιερέα, χωρίς να παραλείπει να προβαίνει και σε συγκεκριμένες άλλες ενέργειες. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά δύο από αυτές. Η πρώτη: Όταν στις 18 Οκτωβρίου του 1904 έγινε γνωστός ο θάνατος του μακεδονομάχου Παύλου Μελά (13 Οκτωβρίου 1904), έγιναν, εκτός των άλλων, όπως διαπιστώνει κανείς από την ανάγνωση των εφημερίδων της εποχής, και παλλαϊκά μνημόσυνα. Σ' αυτό, που τελέστηκε στις 22 Οκτωβρίου στη μητρόπολη των Αθηνών, παρέστησαν και οι Ριζαρείτες, ενώ, στη συνέχεια, έρανος μεταξύ των καθηγητών και μαθητών της Σχολής υπέρ της Μακεδονίας απέφερε το ποσόν των 155 δρχ. Τέλος, στις 21 Μαίου του 1905 στην εκκλησία της Ριζαρείου έγινε και άλλο μνημόσυνο "υπέρ των εν Μακεδονία πεσόντων". Και η δεύτερη: Με ενέργειές του πέτυχε τη χορήγηση κάθε χρόνο τεσσάρων υποτροφιών σε μαθητές προερχομένους από τη Μ. Ασία, ενώ είχε στενή συνεργασία με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής και πρόεδρο του Μικρασιατικού Συλλόγου "Η Ανατολή" Μαργαρίτη Ευαγγελίδη.
Γενικά, για το πως αντιλαμβανόταν ο Άγιος τον ρόλο του Έλληνα μας πληροφορεί η ομιλία του με θέμα Περί κλήσεως και αποστολής του 'Ελληνος, που έγινε πάλι στη Ριζάρειο, κατά την απονομή των διπλωμάτων των απολυθέντων ιεροσπουδαστών το 1906, εποχή που ο Μακεδονικός Αγώνας βρισκόταν σε έξαρση. Νομίζει κανείς πως ο Άγιος Διευθυντής της μιλάει για τη σημερινή εποχή. Τόνιζε ανάμεσα στα άλλα:
Εν τοις έθνεσιν επεκράτησεν εθνικός τις εγωισμός ζητών να επικρατήση αυτός μεταξύ πάντων, δεν εσεβάσθη ούτε θεία ούτε ανθρώπινα δίκαια και εκήρυξε πόλεμον κατά τε των θείων και ανθρωπίνων δικαίων, ανακηρύξας ως δίκαιον το εαυτού συμφέρον και ωs δικαιοσύνην την εαυτού ισχύν (...) Ο Σταυρός ην και έσται εσαεί τω Έλληνι το σύμβολον των ηθικών και θρησκευτικών αρχών αυτού, υπέρ ων ηγωνίσθη και ας τω αίματι αυτού υπεστήριξεν. Διά του Σταυρού το ελληνικόν έθνος περιεγένετο τον κατακλυσμόν, του κατακλύσαντος τα αρχαία έθνη (...) Το ελληνικόν άρα έθνος οφείλει εν συναισθήσει γενόμενον της κλήσεως και της αποστολήs αυτού να εργασθή πρώτον, όπως τελειωθή αυτό εν σοφία και αρετή, εν τη επιγνώσει των θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων, και δεύτερον, όπως εργασθή υπέρ των αδελφών και των πλησίων αυτού, συνεχίζων ούτω το έργον των ευκλεών αυτού προγόνων, των ανεγνωρισμένων ευεργετών της ανθρωπότητος (...) Η πατρίς και η εκκλησία έχει σήμερον υπέρ ποτέ ανάγκην ανδρών αφοσιωμένων εις τας αρχάς του Σταυρού, ανδρών ακαταπονήτων, ανδρών ζώντων ουχί δι' εαυτούς, αλλά διά το γέvos και τηv εκκλησίαν. Εις υμάς, αγαπητοί μαθηταί, προσβλέπει η σχολή και το έθνος και η εκκλησία ημών αναμένει την φιλοπάτριδα εργασίαν και την λόγω και έργω υποστήριξιν των αρχών της αληθείας, των αρχών του δικαίου και των δικαίων της πατρίδος και της εκκλησίας.
Πέρα από όλα αυτά, στην καθημερινή αναστροφή του στη σχολή, απλός και ταπεινός ο Διευθυντής της δεν δίσταζε, δίνοντας το καλό παράδειγμα, ν' ασχοληθεί και ο ίδιος προσωπικά με διάφορες χειρωνακτικές εργασίες, ακόμα και με την καθαριότητα κοινοχρήστων χώρων, πράγμα που άλλοι ούτε θα διανοούνταν να κάνουν, και αδιαφορώντας αν καμιά φορά μερικοί εκμεταλλεύονταν την καλοσύνη του ή του ζητούσαν ν' ασκήσει τα καθήκοντά του με μεγάλη αυστηρότητα. Η διαμόρφωση του κήπου της σχολής είναι δικό του δημιούργημα. Γράφει ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος: "Κατέστη δυνατόν, δι' ατρύτων αληθώς μόχθων του Διευθυντού, να καλλιεργηθή και διακοσμηθή ο κήποs τηs Σχολήs". Ένας μαθητής της περιόδου 1892-1897 έγραφε αργότερα ότι πολλές φορές ιεροσπουδαστές μελετούσαν "εν τω αγροκηπίω της Σχολής παρά τηv κρήνην του τέως διευθυντού αγίου Πενταπόλεως κ. Νεκταρίου παρά τας αειθαλείς μυρσίνας".
Βασικότατο στοιχείο της σχολικής παιδαγωγικής πράξης o Άγιος θεωρούσε την ύπαρξη έντονης λατρευτικής ζωής. Η Ριζάρειος, που τότε οι διδακτηριακές της εγκαταστάσεις βρίσκονταν, όπως αναφέραμε, στήν οδό Βασιλίσσης Σοφίας (τότε οδός Κηφισίας), είχε γίνει επί των ημερών του σπουδαίο λατρευτικό κέντρο, αφού πολλοί ήταν εκείνοι, που συναγωνίζονταν να προμηθευτούν μια άδεια εισόδου και να παρακολουθήσουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου τη Θεία Λειτουργία και τις άλλες ιερές ακολουθίες.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τα όσα έγραφε η εφημερίδα των Αθηνών "Πρωία" για τον εορτασμό της εκκλησίας και την τέλεση του καθιερωμένου μνημοσύνου υπέρ των Ιδρυτών το 1896:
Εν τω ναώ της Ριζαρείου Σχολής ετελέσθη χθες μετά μεγάλης ευλαβείας και τάξεως το ετήσιον μνημόσυνον των αοιδίμων ιδρυτών αυτής. Το κατάστημα ην μυρτοστόλιστον, αι εικόνες δε του αειμνήστου Γεωργίου Ριζάρη εστεμμέναι δι' ανθέων. Εν τω ναώ παρίστατο το τε διοικητικόν και πολυμελές συμβούλιον της σχολής, οι καθηγηταί, οι μαθηταί και πολλο, άλλοι χριστιανοί. Η ακολουθία εψάλη μετά πολλής της κατανύξεως και μουσικής αρμονίας χοροστατούντος του σεβ. ιεράρχου και ευδοκίμου διευθυντού της σχολής κ. Νεκταρίου και βοηθούντος του διακεκριμένου μουσικού κ. Σακελλαρίδου διά του πολυτίμου ταλάντου του εξαίροντος τας ψυχάς των εκκλησιαζομένων μέχρι τον θείου ύψους. Πάντες οι μαθηταί ευγνωμονούντες ήνουν τον Θεόν και τους μεγάλους ιδρυτάs υπέρ των ψυχών των οποίων πάντες απερχόμενοι του Ναού και της Σχολής διαπύρως ηύχοντο.
Σ' αυτά ας προστεθούν και οι κατά καιρούς διαλέξεις, που γίνονταν σ' αυτή από σπουδαίους επιστήμονες και οι οποίες ανέβαζαν σημαντικά το κύρος της και την έκαναν ακτινοβόλο πνευματικό ίδρυμα. Επίσης μεγάλη υπήρξε η φροντίδα του Αγίου και για τον εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης της Σχολής. Σώζεται, π.χ., έγγραφο του Σχολάρχη, με το οποίο ευχαριστεί τον υποπρόξενο της Αμερικής και έφορο της Ριζαρείου σχολής Λ. Νικολαίδη για τη δωρεά 479 βιβλίων, ενώ ταυτόχρονα του στέλνει κι αυτός ως αντίδωρο, για να τα διαθέσει κατά βούλησιν από πέντε αντίτυπα των βιβλίων του Ιερά Κατήχησις, Ποιμαντική και Επικαί και ελεγειακαί γνώμαι.
Επιπλέον ο ίδιος, πέρα από τη διαρκή και γνήσια συμμετοχή του στις εκκλησιαστικές συνάξεις, προσευχόταν αέναα για τους νεαρούς βλαστούς της Ριζαρείου. Έγραψε παλαιός μαθητής:
Τας δε νυκτερινάς ώρας, ότε η Σχολή ησύχαζε τελείως και οι πάντες εκοιμώντο, ελέγετο ότι ο Νεκτάριος κατήρχετο εκ του δωματίου του και εξήρχετο της Σχολής και εκεί έξω χαμηλά εις την νοτίαν έξοδον της Σχολής, κατά τον κήπον, υπό παντοίας καιρικάς συνθήκας γονυπετής προσηύχετο επί μακρόν πλησίον του φυλασσομένου διά σιδηρού κιγκληδώματος μικρού χώρου, όπου ήτο φυτευμένος φοίνιξ. Εις τον χώρον τούτον ήτο άλλοτε μικρόν παρεκκλήσιον.
Την όλη αγαθή επιρροή του Αγίου επάνω στους μαθητές επιμαρτυρούν και οι τρόφιμοι της Σχολήs , πολλοί από τους οποίους διακρίθηκαν ως επίσκοποι, πρεσβύτεροι, καθηγητές Πανεπιστημίου, καθηγητές μέσης εκπαίδευσηs, δάσκαλοι, δημόσιοι υπάλληλοι, επιχειρηματίες, κλπ. Ενδεικτικά μνημονεύουμε, σημειώνοντας και τον χρόνον που φοίτησαν στη Ριζάρειο, τους επισκόπους Κίτρους Παρθένιον Βάρδακα (1894-1895), Κισάμου και Σελίνου Άνθιμο Λελεδάκη (1894-1895), Πάφου Ιάκωβο Αντζουλάτο (1894-1897), Τρίκκης και Σταγών Πολύκαρπο Θωμά (1894-1897), Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεωs Γερμάνο Χατζηανέστη (1895-1899), Αρδαμερίου Καλλίνικο Κρεατσούλη(1896-1901), Βερατίου και κατόπιν αρχιεπίσκοπον Αλβανίας Χριστόφορο Κίσση (1897-1898), Δρυινουπόλεως Χριστόφορο Χατζή (1900-1907), Φωκίδος Αθανάσιο Παρίση (1903-1908), Αργολίδοs Ιωάννη Παπασαράντου (1904-1908), Περιστεράς Ευστάθιο Σκάρπα (1904-1908), Καρυστίας, και Σκύρου Ανανία Μάνο (1907-1908) και Πέτρο Τζοβάνη επίσκοπο στην Αλβανία, που μετά την εγκατάσταση του κομμουνιστικού καθεστώτος του Χότζα εκτελέστηκε, τους αρχιμανδρίτες Ιωακείμ Σπετσιέρη (1894-1897) και Γερβάσιο Παραασκευόπουλο (1905- 1907), τους πρεσβυτέρους Κωνσταντίνο Ρωμανό (1895-1898), Νικόλαο Μυλωνά (1896-1901), Μάρκο Τσακτάνη (1902-1908), Άγγελο Νησιώτη (1904-1908), Ηλία Μπερτόλη (1904-1908) και Θεμιστοκλή Παπακωνσταντίνου (1904-1908), τους θεολόγους πανεπιστημιακούς καθηγητές και ακαδημαϊκούς Γεώργιο Σωτηρίου (1895-1899), Νικόλαο Λούβαρη (1900-1903) και Παναγιώτη Παπαϊωάννου - Μπρατσιώτη (1902 -1907), τον καθηγητή της φιλοσοφίας Χαράλαμπο Γιερό (1903-1907) κ. ά.

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΣΤΟΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΓΝΩΜΗΣ


(Από τον φοιτητή Θεολογίας κ. Σοφό Μιχάλη)
Δεν θα παύση η Αγία του Χριστού Ορθόδοξος Εκκλησία, να αναδεικνύη αγίους έως της συντελείας του αιώνος. Χαίρει η Εκκλησία διά τους νεοφανείς αγίους, εξαιρέτως δε, διά το νέκταρ το γλυκύτατον της εναρέτου ζωής, το πολύτιμον σκεύος των δωρεών του Παναγίου Πνεύματος, τον Θεοφόρον Ιεράρχη, τον Άγιον Νεκτάριον επίσκοπον, Πενταπόλεως.
Ο Άγιος του Θεού, γεννήθηκε την 1 Οκτωβρίου του 1846 στην Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης κι έλαβε το όνομα Αναστάσιος. Οι γονείς του ήταν ο Δημοσθένης Κεφάλας κι η Μαρία Κεφαλά. Η μητέρα του ήταν πολύ ευσεβής και όταν ο Άγιος ήταν πέντε ετών του δίδαξε τον ν' ψαλμό του Δαβίδ. Όταν ο Αναστάσιος έφθανε στον στίχο " διδάξω ανόμους τας οδούς σου" τον επαναλάμβανε πολλές φορές, σαν να ήξερε πόσο καθοριστικός θα ήταν ο ρόλος του αργότερα.
Για λόγους οικονομικούς αφού τελείωσε το Δημοτικό και το Σχολαρχείο στην πατρίδα του, έφυγε σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών για την Κωνσταντινούπολη, και προσελήφθη ως υπάλληλος σε συγγενικό κατάστημα με μόνη αμοιβή στέγη και τροφή. Παρά τις δύσκολες συνθήκες βρίσκει καταφύγιο στη μελέτη, τη μόνιμη στη ζωή του συντροφιά και, μάλιστα, όσα από τα ρητά τα θεωρούσε ωφέλιμα για τους αγοραστές του, τα σημείωνε στα περιτυλίγματα του καπνού. Αργότερα εργάστηκε ως παιδονόμος στο Αγιοταφικό Μετόχι της Πόλης, όπου διευθυντής ήταν ο θείος του. Αγαπούσε και συμμετείχε σχεδόν κάθε ημέρα στις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Ο πόθος διά την Μοναχική Πολιτεία ήταν διακαής.
Το 1868 σε ηλικία είκοσι ετών φεύγει από την Πόλη και μεταβαίνει στην Χίο και υπηρετεί ως γραμματοδιδάσκαλος στο Λιθί, έως το 1873, όπου προσέρχεται στην Νέα Μονή και μετά από τριετή δοκιμασία λαμβάνει στις 7 Νοεμβρίου 1876 το αγγελικό σχήμα με το όνομα Λάζαρος. Στις 15 Ιανουαρίου (ημέρα της βαπτίσεώς του) το 1877 χειροτονείται διάκονος από τον μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο και μετονομάζεται σε Νεκτάριο. Στην Χίο φοιτά στο Γυμνάσιο, αλλά ο σεισμός του 1881 τον αναγκάζει να έρθει στην Αθήνα, όπου στο Βαρβάκειο δίνει τις απολυτήριες εξετάσεις, ως κατ' οίκον διδαχθείς και παίρνει το απολυτήριο
Το 1881 ταξιδεύει στην Αλεξάνδεια, όπου συναντά τον πατριάρχη Σωφρόνιο, ο οποίος τον παροτρύνει να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο, κάτι που γίνεται εφικτό με την οικονομική υποστήριξη των αδελφών Χωρέμη. Το 1882 πήρε την υποτροφία του κληροδοτήματος Α.Γ. Παπαδάκη. Πήρε το πτυχίο του τον Οκτώβριο του 1885 με βαθμό "καλώς".
Στις 23 Μαρτίου του 1886 χειροτονείται πρεσβύτερος από τον Αλεξανδρείας Σωφρόνιο. Στις 6 Αυγούστου του ιδίου έτους χειροθετείται Μέγας Αρχιμανδρίτης και Πνευματικός και τοποθετείται στην Πατριαρχική Αντιπροσωπεία Καΐρου. Εργάζεται συνεχώς με ζήλο και αυταπάρνηση. Η Εκκλησία της Αλεξανδρείας τον αμείβει με το ύπατο αξίωμα. Στις 15 Ιανουαρίου του 1889 χειροτονείται μητροπολίτης Πενταπόλεως, στον Άγιο Νικόλαο Καΐρου (ο οποίος ανακαινίστηκε ριζικώς υπό του Αγίου), από τον Πατριάρχη Σωφρόνιο, τον πρώην Κερκύρας Αντώνιο και τον Σιναίου Πορφύριο. Ως μητροπολίτης συνέχισε να ασκεί τα ίδια καθήκοντα, χωρίς μάλιστα να πληρώνεται, λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης του Πατριαρχείου. Έλαβε ενεργό μέρος για τις εκδηλώσεις της 50ετηρίδος της αρχιερατείας του ευεργέτη και προστάτη του Πατριάρχη, που έμελλε να γίνει διώκτης του. Με μεγάλη ταπείνωση δέχτηκε το αξίωμα της αρχιερωσύνης και είναι αξιοσημείωτο να αναφέρωμεν τι έλεγε προς τον Κύριο: "Κύριε διατί με ανύψωσες εις τοσούτον μέγα αξίωμα; Εγώ σου εζήτησα να γίνω μόνον Θεολόγος κι όχι Μητροπολίτης. Εκ νεαράς ηλικίας Σου εζήτησα να γίνω ένας απλός εργάτης του Θείου Λόγου Σου, και Συ, Κύριε, τώρα με δοκιμάζεις με τόσα πράγματα. Αλλ' υποτάσσομαι, Κύριε, εις το θέλημα Σου, και δέομαι: καλλιέργησε εντός μου την ταπεινοφροσύνην και τον σπόρον των λοιπών αγίων αρετών, δι' ων τρόπων γνωρίζεις, και αξίωσόν με να ζήσω πάσας τας επί γης ημέρας μου συμφώνως προς τους λόγους του μακαρίου Παύλου, όστις λέγει: "Ζω Δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός". Και ο Κύριος εισάκουσε τη δέηση του ταπεινού Ιεράρχου. Οι αρετές του Αγίου διεδόθηκαν παντού και όλοι μιλούσαν με θαυμασμό για το θησαυρό που τους χάρισε ο Θεός. Όμως ο δημιουργός της κακίας, ο διάβολος, δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή του. Πράγματι κάποιοι φιλόδοξοι κληρικοί που είχαν εισχωρήσει στο περιβάλλον του ενενηντάχρονου Πατριάρχη διέβαλαν τον Άγιο ότι δήθεν ξεσηκώνει το λαό και επιδιώκει να αναλάβει τον Θρόνο της Αλεξανδρείας. Μάλιστα υπαινίχθησαν και ηθικές παρεκτροπές του δικαίου Νεκταρίου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την παύση του Αγίου από τη Διεύθυνση του Πατριαρχικού Γραφείου και … του επέτρεπαν να λαμβάνει μέρος τροφής εν τη κοινή τραπέζη μετά των ιερέων και να διαμένει στο οίκημα της Πατριαρχικής Επιτροπείας. Μετ' ολίγον αποπέμπεται από την Αίγυπτο με την αιτιολογία " μη δυνειθείς να εξοικειωθή προς το κλίμα της Αιγύπτου". Μάταια ζήτησε να συναντήσει τον Πατριάρχη. Οι πιστοί εθλίβησαν που στερήθησαν τον " συμπαθέστατον των Αρχιερέων και τον αγαθώτατον και δραστηριώτατον των κληρικών".
Εδέχθη ο θείος πατήρ την αδικίαν ταύτην και πικρή δοκιμασία εν πολλή ευχαριστία προς τον Κύριον και ανεχώρησε από την Αίγυπτο κι ήλθε στην Αθήνα το 1889, χωρίς χρήματα και απογοητευμένος αναζητώντας εργασία, αδυνατώντας να πληρώσει ακόμη και τα ενοίκια στην Νεάπολη (Εξάρχεια). Μετά από αγώνες καταφέρνει να πάρει μία θέση ιεροκήρυκος στην Εύβοια. Τον Ιούλιο του 1893 μετατίθεται στην νομό Φθιωτοφωκίδος όπου εργάζεται ακάματα για μόλις έξι μήνες, αφήνοντας άριστες εντυπώσεις. Τον Μάρτιο του 1894 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Εργάζεται με ζήλο Θεού για την εμφύτευση του ιερού ζήλου της ιεροσύνης στους ιεροσπουδαστές του, αλλά και την επαγγελματική τους αποκατάσταση, την αναμόρφωση του αναλυτικού προγράμματος της σχολής, ακόμη και για την καλυτέρευση του φαγητού και την άθληση. Κατάφερε να χορηγούνται τέσσερις υποτροφίες κάθε χρόνο για μαθητές προερχόμενους από τη Μικρά Ασία. Το κυριότερο είναι ότι αποτελεί για αυτούς ένα ζωντανό παράδειγμα. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στη λατρευτική ζωή και ανέδειξε ως λατρευτικό κέντρο το ναό του Αγίου Γεωργίου της Ριζαρείου και τη σχολή πνευματικό ίδρυμα προσκαλώντας επιστήμονες να δίνουν διαλέξεις. Η προσευχή του ήταν το σημαντικότερο λίπασμα για την άνθηση της σχολής. Παράλληλα ασκούσε και λειτουργικό, κηρυκτικό, εξομολογητικό και φιλανθρωπικό έργο. Σχετίζεται με τον παπα-Πλανά και παίρνει μέρος στις αγρυπνίες στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου όπου έψαλαν οι Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης. Τον Ιούλιο του 1898 επισκέπτεται για πρώτη φορά το Άγιο Όρος. Διέμεινε για ένα μήνα και επισκέφτηκε τα κυριότερα μοναστήρια και σκήτες. Συνδέθηκε ιδιαίτερα με τον Γέροντα Δανιήλ με τον οποίο διατήρησε μία πολύχρονη φιλία. Επίσης συνεδέθη με τον π. Ιερώνυμο Σιμωνοπετρίτη ο οποίος αργότερα διαδέχθηκε τον Άγιο Σάββα της Καλύμνου στην πνευματική καθοδήγηση της μονής στην Αίγινα. Το επόμενο καλοκαίρι (Αύγουστος 1898) ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη και την γενέτειρά του Σηλυβρία. Είχε την ευκαιρία να προσκυνήσει την εικόνα της Παναγίας της Σηλυβριανής και τους τάφους των γονέων του. Το 1904 έγινε πραγματικότητα η επιθυμία του για ίδρυση γυναικείας μοναστικής αδελφότητος, αρχικά αποτελουμένης από τέσσερις αδελφές. Ο Άγιος δεν έπαυε να τις κατευθύνει πνευματικά, να τις στηρίζει ηθικά και οικονομικά. Στις 7 Φεβρουαρίου του 1908 υπέβαλε την παραίτησή του από τη διεύθυνση της Ριζαρείου λόγω ασθενείας.
Αφοσιώνεται στην καθοδήγηση των μοναχών, στην ανοικοδόμηση της μονής, στη συγγραφή και στην πνευματική και οικονομική στήριξη των αδυνάτων κατοίκων του. Οι δοκιμασίες όμως δεν σταμάτησαν. Για ποικίλους λόγους η επίσημη αναγνώριση της μονής δεν ήλθε παρά μόνο όταν ο Άγιος είχε κοιμηθεί. Επιπλέον, κατηγορήθηκε για ανηθικότητα από τη μητέρα μίας κοπέλας που κατέφυγε στη μονή να μονάσει. Όλες αυτές τις δοκιμασίες τις βίωνε με απόλυτη εμπιστοσύνη στο Θεό και είναι χαρακτηριστικό πως μία από τις προσφιλείς ασχολίες του ήταν η φιλοτέχνηση σταυρών στους οποίους έγραφε " Σταυρός μερίς του βίου μου".
Η υγεία του Αγίου ήταν πάντα εύθραυστη. Από τις αρχές του 1919 η πάθηση του προστάτη άρχισε να επιδεινώνεται. Μετά από παράκληση των μοναχών εισάγεται στις 20 Σεπτεμβρίου στο Αρεταίειο νοσοκομείο των Αθηνών, όπου νοσηλεύτηκε για πενήντα ημέρες. Την Κυριακή 8 Νοεμβρίου του 1920, προς το μεσονύκτιο παρέδωσε πλήρης ουρανίου γαλήνης την μακαρία ψυχή του εις χείρας Θεού ζώντος, τον οποίο αγάπησε εκ νεότητος και δι' όλου του βίου εδόξασεν, σε ηλικία 74 ετών. Το τίμιο λείψανο του Αγίου ευωδίαζε και ευώδες μύρον έκβλυζε από το πρόσωπό του. Αυθημερόν μεταφέρθηκε στην Αίγινα, στο Μοναστηράκι του κι εψάλη η εξόδιος ακολουθία και ετάφη εν συρροή κλήρου και λαού.
Ο τάφος του ανοίχτηκε επανειλημμένα κατά τα επόμενα χρόνια και για είκοσι και πλέον έτη το σώμα του ήταν σώον και αδιάφθορον, εκχέον την άρρητον ευωδίαν της αγιότητος ως μυροθήκη του Αγίου Πνεύματος. Αλλ' ύστερον διελύθη, κρίμασιν οις οίδεν ο Θεός, ως διελύθησαν πολλά αδιάφθορα λείψανα αγίων. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953 έγινε η ανακομιδή των χαριτόβρυτων λειψάνων του, υπό του Μητροπολίτη Ύδρας Προκοπίου, παρισταμένων και άλλων κληρικών, μοναχών και πλήθους λαού. Μια άρρητη ευωδία πλημμύρισε την περιοχή. Το 1961 έγινε η επίσημος αναγνώρισις του Αγίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
"Μέγας ο Κύριος ημών και της μεγαλοσύνης Αυτού ουκ έσται πέρας, ο δοξάζων τους δοξάσαντας αυτού" ως αψευδώς επηγγήλατο. Όντως ο Άγιος Νεκτάριος είναι ο Άγιος του αιώνος μας, ο γλυκύς, ο πράος, ο ανεξίκακος, ο ταπεινός και διά τούτο έλαβε και λαμβάνει τόση χάρη από τον Κύριος της Δόξης. Ο συμπαθής Άγιος να παρέχει ενί εκάστω, εν παντί και πάντοτε την πατρική και σωστική αντίληψίν του και βοήθειαν. Αμήν.

Άγιος Νεκτάριος Μητροπολίτης Πενταπόλεως Αιγύπτου








Βιογραφία
Γεννήθηκε στις 1 Οκτωβρίου του 1846 μ.Χ. στη Σηλυβρία της Θράκης από τον Δήμο και τη Βασιλική Κεφάλα και ήταν το πέμπτο από τα έξι παιδιά τους. Το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος.

Μικρός, 14 ετών, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε ως υπάλληλος και κατόπιν ως παιδονόμος στο σχολείο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου. Κατόπιν πήγε στη Χίο, όπου, από το 1866 μ.Χ. μέχρι το 1876 μ.Χ. χρημάτισε δημοδιδάσκαλος στο χωριό Λίθειο.

Το 1876 μ.Χ. εκάρη μοναχός στη Νέα Μονή Χίου με το όνομα Λάζαρος και στις 15 Ιανουαρίου 1877 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκονος, ονομασθείς Νεκτάριος, από τον Μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο (1860 - 1877 μ.Χ.), και ανέλαβε τη Γραμματεία της Μητροπόλεως.

Το 1881 μ.Χ. ήλθε στην Αθήνα, όπου με έξοδα του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου Δ' (1870 - 1899 μ.Χ.), σπούδασε Θεολογία και πήρε το πτυχίο του το 1885 μ.Χ. Έπειτα, ο ίδιος προαναφερόμενος Πατριάρχης, τον χειροτόνησε το 1886 μ.Χ. πρεσβύτερο και του έδωσε τα καθήκοντα του γραμματέα και Ιεροκήρυκα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Διετέλεσε επίσης πατριαρχικός επίτροπος στο Κάιρο.

Στις 15 Ιανουαρίου 1889 μ.Χ., χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Η δράση του ως Μητροπολίτου ήταν καταπληκτική και ένεκα αυτού ήταν βασικός υποψήφιος του πατριαρχικού θρόνου Αλεξανδρείας. Λόγω όμως φθονερών εισηγήσεων (αισχρών συκοφαντιών), προς τον Πατριάρχη Σωφρόνιο, ο ταπεινόφρων Νεκτάριος, για να μη λυπήσει τον γέροντα Πατριάρχη, επέστρεψε στην Ελλάδα (1889 μ.Χ.).

Διετέλεσε Ιεροκήρυκας (Ευβοίας) (1891 - 1893 μ.Χ.), Φθιώτιδος και Φωκίδας (1893 - 1894 μ.Χ.) και διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής στην Αθήνα (1894 - 1904 μ.Χ.).

Μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου (1899 μ.Χ.), ο Νεκτάριος εκλήθη να τον διαδεχθεί, αλλά ο Άγιος αρνήθηκε.

Στα κηρύγματα του, πλήθος λαού μαζευόταν, για να «ρουφήξει» το νέκταρ των Ιερών λόγων του.

Το 1904 μ.Χ. ίδρυσε γυναικεία Μονή στην Αίγινα, της οποίας ανέλαβε προσωπικά τη διοίκηση, αφού εγκαταβίωσε εκεί το 1908 μ.Χ., μετά την παραίτηση του από τη Ριζάρειο Σχολή.

Έγραψε αρκετά συγγράμματα, κυρίως βοηθητικά του θείου κηρύγματος. Η ταπεινοφροσύνη του και η φιλανθρωπία του υπήρξαν παροιμιώδεις.

Πέθανε το απόγευμα της 8ης Νοεμβρίου 1920 μ.Χ. Τόση δε ήταν η αγιότητά του, ώστε επετέλεσε πολλά θαύματα, πριν αλλά και μετά τον θάνατο του. Ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος στην Αίγινα.

Η ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του έγινε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1953 μ.Χ. και στις 20 Απριλίου του 1961 μ.Χ. με Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διακηρύχτηκε Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.Ὁσίως ἐβίωσας, ὡς Ἱεράρχης σοφός, δοξάσας τὸν Κύριον, δι' ἐναρέτου ζωῆς, Νεκτάριε Ὅσιε. Ὅθεν του Παρακλήτου, δοξασθεὶς τῇ δυνάμει, δαίμονας ἀπελαύνεις, καὶ νοσοῦντας ἰᾶσαι, τους πιστῶς προσιόντας, τοῖς θείοις λειψάνοις σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.Σηλυβρίας τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν ἔφορον, τὸν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντα ἀρετῆς φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς ἔνθεον θεράποντα Χριστοῦ, ἀναβλύζει γὰρ ἰάσεις παντοδαπὰς τοῖς εὐλαβῶς κραυγάζουσι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυματώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ Ὑπερμάχῳ.Ὀρθοδοξίας τὸν ἀστέρα τὸν νεόφωτον, καὶ Ἐκκλησίας τὸ νεόδμητον προτείχισμα Ἀνυμνήσωμεν καρδίας ἐν εὐφροσύνῃ. Δοξασθεὶς γὰρ ἐνεργείᾳ τῇ τοῦ Πνεύματος. Ἰαμάτων ἀναβλύζει χάριν ἄφθονον τοῖς κραυγάζουσι· χαίροις Πάτερ Νεκτάριε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.Ἀρετῆς διανύσας τὸν δρόμον Ὅσιε, θεοπρεπῶς μετετέθης πρὸς τὴν ἀγήρω ζωήν, καὶ ἁγίων κοινωνὸς ὤφθης Νεκτάριε, μεθ' ὧν πρέσβευε ἀεί, τῷ Παντάνακτι Χριστῷ, δοθῆναι πταισμάτων λύσιν, καὶ ψυχικὴν σωτηρίαν, τοῖς ἑορτάζουσι τὴν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.Ὀρθοδόξων δογμάτων ἑρμηνευτής, διδαχῶν θεοφθόγγων ὑφηγητής, δεικνύμενος Ὅσιε, Ἱεράρχης ὡς ἔνθεος, τῶν εὐσεβῶν ῥυθμίζεις, ἐνθέως τὸ φρόνημα, πρὸς θεϊκὴν ἀγάπην, καὶ τρίβον σωτήριον. Ὅθεν ἐν Αἰγίνῃ, θεοφρόνως ἐγείρεις, Μονὴν σεπτὴν Ὅσιε, εἰς ψυχῶν περιποίησιν, Θεοφόρε Νεκτάριε· ἐν ᾗ Μοναζουσῶν ἡ πληθύς, τὰ σεπτά σου προσκυνοῦσα λείψανα, εὐλαβῶς ἑορτάζει, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.Τὴν καθαρότητα, τῆς πολιτείας σου, καὶ τὴν εὐθύτητα, Πάτερ τῶν τρόπων σου, ὡς προσφορὰν πνευματικήν, δεξάμενος ὁ Δεσπότης, ἰαμάτων κρήνην σε, ἐν Αἰγίνῃ ἀνέδειξε, τοῖς πιστῶς προστρέχουσι, τοῖς ἁγίοις λειψάνοις σου, τοῖς νέμουσιν ὀσμὴν οὐρανίαν, πᾶσι καὶ θείαν εὐωδίαν.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν ταφον σου Σωτὴρ.Ὡς ἥλιος λαμπρός, ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις, ἀνέτειλας ἡμῖν, τῇ ὁσίᾳ ζωῇ σου, Νεκτάριε Ὅσιε, καὶ πρὸς δόξαν καὶ αἴνεσιν, πάντας ἤγειρας, Χριστοῦ τοῦ πάντων Δεσπότου, τοῦ σὲ δείξαντος, δεδοξασμένον σε Πάτερ, θαυμάτων δυνάμεσι.

Ὁ Οἶκος
Ἄνθρωπος οὐρανόφρων, ἀνεδείχθης ἐν κόσμῳ, Νεκτάριε Χριστοῦ Ἱεράρχα· ζωὴν γὰρ ὁσίαν διελθών, ἀκέραιος ὅσιος καὶ θεόληπτος, ἐν πᾶσιν ἐχρημάτισας· ἐντεῦθεν παρ' ἡμῶν ἀκούεις.

Χαῖρε δι' οὗ οἱ πιστοὶ ὑψοῦνται,
χαῖρε δι' οὗ ἐχθροὶ θαμβοῦνται.
Χαῖρε τῶν Ὁσίων Πατέρων ἐφάμιλλος,
χαῖρε Ὀρθοδόξων ὁ θεῖος διδάσκαλος.
Χαῖρε οἶκος ἁγιώτατος ἐνεργείας θεϊκῆς,
χαῖρε βίβλος θεοτύπωτος πολιτείας τῆς καινῆς.
Χαῖρε ὅτι ἀρτίως ἡμιλλήθης Ἁγίοις,
χαῖρε ὅτι ἐμφρόνως ἐχωρίσθης τῆς ὕλης.
Χαῖρε λαμπρὸν τῆς Πίστεως τρόπαιον,
χαῖρε σεπτὸν τῆς χάριτος ὄργανον.
Χαῖρε δι' οὗ Ἐκκλησία χορεύει,
χαῖρε δι' οὗ νῆσος Αἴγινα χαίρει.
Χαίροις Πάτερ Νεκτάριε.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...