Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 12, 2011

Προς μια παγκόσμιο θρησκεία; του Μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη,

Προς μια παγκόσμιο θρησκεία;
του Οσιολογ. Μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη

Κατ’ αρχήν θα ήταν πιο σωστό να μιλούμε για διαθρησκειακές συναντήσεις και όχι για διαθρησκειακούς διαλόγους, διότι στο πλαίσιο των διαλόγων αυτών δεν έχουμε ουσιαστικό και ειλικρινή διάλογο ή επιστημονικές ανακοινώσεις, όπως π.χ. σε ένα επιστημονικό θρησκειολογικό συνέδριο, αλλά κάτι που καθιστά προβληματικούς και ζημιογόνους για την Εκκλησία τους διαλόγους αυτούς. Καλλιεργείται, δυστυχώς, ο συγκρητισμός, ο οποίος σχετικοποιεί την ευαγγελική αλήθεια.
Αρκούν για να πείσουν και τον πιο δύσπιστο, δηλώσεις από χείλη επισημοτάτων εκκλησιαστικών ταγών που εκπροσωπούν την Ορθοδοξία, όπως αυτές του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στην «Παγκόσμιο Διάσκεψη Θρησκείας και Ειρήνης» στη Riva del Garda της Ιταλίας στις 4-11-1994. Ο Παναγιώτατος δηλώνει ότι «πρέπει να συντελέσωμε όλοι μας στην προώθηση των πνευματικών αρχών του Οικουμενισμού, της αδελφοσύνης και της ειρήνης». Αυτό μπορεί να επιτευχθεί «μόνον εφ’ όσον είμεθα ηνωμένοι εν τω πνεύματι του ενός Θεού». Και απευθύνει την εξής πρόσκληση: «Ρωμαιοκαθολικοί και Ορθόδοξοι, Προτεστάνται και Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και Ινδοί, Βουδισταί και Κουμφουκιανοί, ήλθε ο καιρός όχι απλώς για προσέγγιση, αλλά για μια συμμαχία και συλλογική προσπάθεια για να οδηγήσωμε τον κόσμο μας μακριά από τους ψεύτικους προφήτες του εξτρεμισμού και της μη ανοχής»1. Επίσης ο Σεβ. Μητροπολίτης Ελβετίας κ. Δαμασκηνός, ο οποίος ήταν, μέχρι της προσφάτου σοβαράς ασθενείας του, ο άνθρωπος-κλειδί των διαλόγων αυτών από Ορθοδόξου πλευράς, δηλώνει τα εξής αποκαλυπτικά: «κατά βάθος, μια εκκλησία ή ένα τέμενος αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση του ανθρώπου» 2.
Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει πλήθος παρομοίων δηλώσεων εκ μέρους Ορθοδόξων, αλλά δεν το επιτρέπει ο χώρος. Οι προαναφερθείσες δηλώσεις που εκφράζουν το πολυθρησκευτικό μοντέλο της Νέας Τάξεως Θρησκευτικών Πραγμάτων, όπως το είδαμε να πραγματώνεται το 1986 στην Ασίζη Α΄, όπου εκπρόσωποι όλων σχεδόν των θρησκειών, με επικεφαλής τον πάπα, προσευχήθηκαν ο καθένας με το δικό του τρόπο «για την ειρήνη του κόσμου», ή εντελώς πρόσφατα στην Ασίζη Γ΄ (Ιανουάριος 2002), αβίαστα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει και στις άλλες πίστεις και θρησκείες σωτηρία!
Βεβαίως δε φθάσαμε ξαφνικά σ’ αυτό το σημείο. Ο συγκρητισμός ξεκίνησε ως διαχριστιανικός στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.) και στη συνέχεια έγινε διαθρησκειακός. Επεκτάθηκε, δηλαδή, στις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες (Χριστιανισμό, Ιουδαϊσμό, και Ισλάμ), όπως θέλουν να τις ονομάζουν οι συγκρητιστές, θεωρώντας τες ως «Αβρααμικές παραδόσεις», και κατόπιν επεκτάθηκε και στις άλλες θρησκείες.
Αν θελήσουμε να ψάξουμε βαθύτερα, θα δούμε ότι το πρότυπο της ενώσεως που προϋποθέτουν και προωθούν οι διαθρησκειακές συναντήσεις είναι ανθρωποκεντρικό (ουμανιστικό). Η προοπτική τους είναι πλήρως εγκοσμιοκρατική. Στόχος τους, που όχι απλώς δεν αποκρύπτεται, αλλά με κάθε ευκαιρία διακηρύσσεται, είναι να δώσουν όλες οι θρησκείες, όλοι οι θρησκευόμενοι άνθρωποι, κοινή μαρτυρία «για το καλό του κόσμου», να συστρατευθούν για να αντιμετωπίσουν –όπως λένε– τον αθεϊσμό, τον υλισμό, τον πόλεμο, την τρομοκρατία, τη μόλυνση του περιβάλλοντος κ.ο.κ.
Η Ορθοδοξία που εκπροσωπείται στους διαθρησκειακούς διαλόγους και στις συναντήσεις με συμπροσευχές τύπου Ασίζης είναι, δυστυχώς, μια θρησκειοποιημένη και εκκοσμικευμένη Ορθοδοξία. Αυτό που λησμονείται από τους συγκρητιστές είναι ότι η Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία.3
Τα αποτελέσματα
Ποια είναι όμως άραγε τα αποτελέσματα των διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων από τη δεκαετία του ’70, που ξεκίνησαν, μέχρι σήμερα;
Οι συναντήσεις αυτές προϋπέθεταν το αλλοιωμένο και εκκοσμικευμένο φρόνημα αυτών που τις έθεσαν σε εφαρμογή. Με τη σειρά τους οι συναντήσεις και οι διάλογοι αυτοί τείνουν να διαμορφώσουν ένα νέο «διαθρησκειακό ήθος». Η άμβλυνση των ορθόδοξων κριτηρίων και ο δογματικός μινιμαλισμός επεκτείνονται επικίνδυνα στο εκκλησιαστικό σώμα, ιδιαίτερα στο χώρο της διασποράς, με όλο και περισσότερο διαφαινόμενο τον κίνδυνο μετατροπής της Εκκλησίας σε «ουμανιστική θρησκευτική λέσχη».
Όπως παρατηρεί ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. π. Θεόδωρος Ζήσης, «η Ασίζη είναι οπισθοδρόμηση, μας πηγαίνει στην προ Χριστού εποχή, είναι η Γαλιλαία των εθνών, η γη Ζαβουλών και η γη Νεφθαλείμ, όπου κατά το Ευαγγέλιο υπήρχαν και συνηντώντο πολλές θρησκείες και πολλοί πολιτισμοί, ένα πανθρησκειακό και πολυπολιτισμικό μοντέλο, σαν αυτό που οικοδομούν σήμερα οι ηγέτες της Νέας Εποχής με κινητήριο μοχλό το Βατικανό στο χώρο της θρησκείας, και με θρησκευτικό πλανητάρχη τον πάπα»4.
Οι αντιρρήσεις
Μεταξύ των αντιρρήσεων που θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς για τους διαθρησκειακούς διαλόγους, όπως γίνονται σήμερα, είναι και οι εξής:
Υπάρχει έλλειψη ενημερώσεως. Όχι μόνο οι απλοί πιστοί, αλλά ούτε και οι κληρικοί, ούτε και οι Ορθόδοξοι επίσκοποι ενημερώνονται για το τι συμβαίνει στις συναντήσεις αυτές και τι αποφάσεις λαμβάνονται. Τα θέματα του διαλόγου τα χειρίζονται ολιγάριθμοι «τεχνοκράτες των διαλόγων», οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις δεν εκφράζουν, δυστυχώς, το εκκλησιαστικό σώμα και την αυτοσυνειδησία του.
Υπάρχει έλλειμμα ουσιαστικής και όχι τυπικής συνοδικότητας. Η συμμετοχή των Ορθοδόξων Εκκλησιών στους διαθρησκειακούς διαλόγους απεφασίσθη σε Πανορθόδοξες Διασκέψεις στη Ρόδο (1961, 1963 και 1964) και στο Σαμπεζύ της Ελβετίας (1968 και 1976). Οι αποφάσεις αυτές, όπως λέγεται, θα τεθούν υπό την κρίσιν της μελλούσης Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο διαθρησκειακός συγκρητισμός όμως καλπάζει χωρίς να περιμένει τη Μεγάλη Σύνοδο. Εξ άλλου είναι γνωστή η κριτική που ήσκησε ο μακαριστός καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης στον τρόπο λήψεως αποφάσεων κατά την Γ΄ Πανορθόδοξο Προσυνοδική Διάσκεψη στη Ρόδο, στην οποία και συμμετείχε. Οι αποφάσεις και στην Γ΄ και στις υπόλοιπες Προσυνοδικές Διασκέψεις ελήφθησαν όχι με διαφανείς διαδικασίες αλλά σχεδόν εξ υφαρπαγής5.
Η αναγνώριση και των άλλων θρησκειών ως οδών σωτηρίας έχει ως αποτέλεσμα την ουσιαστική κατάργηση του κηρύγματος της μετανοίας, εφ’ όσον συνυπάρχουν αρμονικά αλήθεια και πλάνη. Αυτό έχει με τη σειρά του ως αποτέλεσμα την ουσιαστική κατάργηση της ιεραποστολής, εφ’ όσον πλέον αντί κηρύγματος μετανοίας τίθεται προ ημών η «μεγάλη ιδέα» της κοινής μαρτυρίας των θρησκειών με σκοπό την «υπηρεσία στον άνθρωπο».
Εφ’ όσον οι διαλεγόμενοι σήμερα εκ μέρους των ορθοδόξων «αμνηστεύουν» το Ισλάμ και τις άλλες θρησκείες, δε θα ήταν συνεπές εκ μέρους των να «αμνηστεύουν» -πολλώ μάλλον- και τις παλαιές χριστιανικές αιρέσεις; Εφ’ όσον «αμνηστεύουμε» τον Μωάμεθ, γιατί να μην «αμνηστεύσουμε» και τον Άρειο και τον Μακεδόνιο κ.ο.κ.; Οι νέες βέβαια (παπισμός και προτεσταντισμοί) έχουν ήδη αμνηστευθεί, αφού θεωρούνται «αδελφές Εκκλησίες».
Στους διαλόγους αυτούς, όπως και στους διαχριστιανικούς, δε συζητούνται αυτά που μας χωρίζουν αλλ’ αυτά που μας ενώνουν. Δε συζητούνται τα «διαιρούντα» αλλά τα «ενούντα». Όπως επεσήμανε ο μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, αναφερόμενος στο διάλογό μας με τους παπικούς, η μεθοδολογία και θεματολογία αυτή του διαλόγου είναι δολία. Στις Οικουμενικές Συνόδους συνεζητούντο, αλλά και σε οποιονδήποτε διάλογο μεταξύ αντιτιθεμένων πλευρών συζητούνται αυτά που χωρίζουν –γι’ αυτό εξ άλλου γίνεται και διάλογος– και όχι γι’ αυτά που ενώνουν.
Υπάρχει σχέδιο;
Φαίνεται όμως ότι υπάρχει σχέδιο το οποίο και εξυπηρετεί η δολία μεθοδολογία των διαλόγων. Η πνευματική μητέρα της «Νέας Εποχής» Αλίκη Μπαίηλυ, τρίτη Πρόεδρος της «Θεοσοφικής Εταιρείας» (πέθανε το 1949), ήδη από το 1947 στο βιβλίο της «Τα προβλήματα της Ανθρωπότητας» αναφέρεται εκτενώς (σσ. 102-137) στην αναγκαιότητα συνεργασίας των θρησκειών για την εμφάνιση της «νέας παγκόσμιας θρησκείας», την οποία –κατά την Μπαίηλυ– «τίποτε δεν μπορεί να αποτρέψει» (ενθ. Αν. σ. 115).
Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται ο καθένας, οι διαθρησκειακοί διάλογοι, όπως εφαρμόζονται, δεν ανταποκρίνονται σε μια αυτοφυή αναζήτηση του εκκλησιαστικού σώματος, σε μια «αγαπητική έξοδο» προς τους άλλους, προκειμένου να δώσουμε μαρτυρία Χριστού, αλλά πρόκειται για έξωθεν και άνωθεν επιβαλλόμενη πρακτική. Το ότι καταβάλλεται προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν οι θρησκείες για να εξυπηρετηθούν άλλες σκοπιμότητες (πολιτικές, γεωστρατηγικές, νεοταξικές), φαίνεται καθαρότερα μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις Η.Π.Α.. Στο πλαίσιο αυτό υπάρχει μια διαπλοκή και με άλλες παράλληλες δραστηριότητες και με άλλους οργανισμούς και φορείς (βλ. παραδείγματος χάριν διαθρησκειακά οικολογικά συμπόσια κ.ο.κ.).
Ενστάσεις και απαντήσεις
Υπάρχει βέβαια το επιχείρημα ότι όλα αυτά (διάλογοι, συναντήσεις) γίνονται, επειδή «αυτό επιβάλλουν οι καιροί». Η εποχή μας, λένε, είναι εποχή του διαλόγου. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε το διάλογο. Εξ άλλου, λένε, διάλογο κάνουμε, δεν αλλάζουμε την πίστη μας.
Βεβαίως η Εκκλησία ποτέ δεν αρνείται το διάλογο σε όσους τον ζητούν καλοπροαίρετα. Ο ποιμαντικός διάλογος, σε προσωπικό κυρίως επίπεδο, με τους επιθυμούντας να γνωρίσουν την Ορθοδοξία, ετερόδοξους και ετερόθρησκους, ήταν πάντοτε μέσα στις προτεραιότητες των Ορθοδόξων ποιμένων, των δυναμένων να ανταποκριθούν σε ένα τέτοιο έργο. Το θέμα είναι ότι οι σημερινοί διαχριστιανικοί και διαθρησκειακοί διάλογοι δεν υπάγονται σ’ αυτή την περίπτωση, αλλά επιβάλλονται έξωθεν και άνωθεν, όπως ήδη αναφέραμε. Το κεντρικό ερώτημα είναι ποιοι εκπροσωπούν την Ορθόδοξο Εκκλησία στους διαλόγους αυτούς και από ποιο φρόνημα διαπνέονται; Ποια είναι τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων θα διεξαχθούν οι διάλογοι; Είναι ορθόδοξα ή μήπως είναι αλλοιωμένα; Εξυπηρετούνται σκοπιμότητες ή όχι;
Εφ’ όσον για μας τους Ορθόδοξους η Εκκλησία εκφράζεται αυθεντικά από τους αγίους, θα πρέπει να δούμε τι έκαναν σε ανάλογες περιπτώσεις οι άγιοι.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς –τον οποίο κακώς επικαλούνται οι σήμερον διαλεγόμενοι εκ μέρους των Ορθοδόξων– κάτω από συνθήκες σκληρής αιχμαλωσίας διαλεγόμενος με τους Οθωμανούς Τούρκους, δεν εδίστασε, με κίνδυνο της ζωής του, να πει την αλήθεια και να ελέγξει την πλάνη τους. Σήμερα λέμε την αλήθεια; Δίδουμε μαρτυρία Ιησού Χριστού εσταυρωμένου ή συσχηματιζόμεθα με το πνεύμα του κόσμου τούτου;
Πάντως το επιχείρημα ότι «αυτό απαιτεί η εποχή» δεν είναι θεολογικό αλλά κοσμικό. Η προσαρμογή της Εκκλησίας και η χρήση από αυτή των δυνατοτήτων που παρέχει η κάθε εποχή, έχει πάντοτε ως κριτήριο τη μη αλλοίωση του περιεχομένου της διδασκαλίας της. Έτσι τίθενται όρια, πέρα από τα οποία δεν μπορεί και δεν πρέπει να προχωρήσει. Το κύριο πρόβλημά μας σήμερα είναι ο μη σεβασμός από εμάς τους ίδιους αυτών των ορίων.
Είναι γνωστό ότι οι ισχυροί του κόσμου τούτου πιέζουν και για τη θρησκευτική ενοποίηση στο πλαίσιο της ισοπεδωτικής παγκοσμιοποιήσεως. Εκεί όμως θα φανεί η ηθική και πνευματική ποιότητά μας και η αγάπη μας για τον Χριστό. Μήπως στα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς η πίεση δεν ήταν μεγαλύτερη; Τότε υπήρχε και η αγχόνη, που δεν υπάρχει σήμερα. Γιατί λοιπόν τότε δεν υποχωρούσαν οι Ορθόδοξοι στις πιέσεις και θα πρέπει εμείς σήμερα να υποχωρήσουμε; Γιατί και εμείς να μην κρατήσουμε τη στάση ενός Αγίου Μαξίμου Ομολογητού ή ενός Αγίου Γρηγορίου Παλαμά; Γιατί να αλλάξουμε αυτά που εκείνοι μας παρέδωσαν; Μήπως είμεθα αγιώτεροι ή σοφώτεροι από εκείνους; Το ερώτημα που τίθεται αμείλικτα είναι: Γιατί η Εκκλησία δύο χιλιάδες χρόνια τώρα δεν υιοθέτησε αυτές τις καινοφανείς πρακτικές; Γιατί οι άγιοι απόστολοι, και οι μάρτυρες όλων των αιώνων, αντί να σύρονται στα κριτήρια των τυράννων και να οδηγούνται στο μαρτύριο, δε συνέστησαν διαθρησκειακές συναντήσεις και συμβούλια με τους εκπροσώπους των τότε θρησκειών;
Θα υπήρχε σήμερα Ορθοδοξία αν οι άγιοι εφήρμοζαν από τότε τη σημερινή πρακτική των διαχριστιανικών και διαθρησκειακών διαλόγων; Δεν ενδιαφέρονταν οι άγιοι για το καλό της ανθρωπότητας, για την ειρήνη κ.ο.κ.; Εξ άλλου, ας μας πουν οι υπέρμαχοι των διαλόγων, πόσοι ετερόδοξοι ή ετερόθρησκοι προσήγγισαν και ησπάσθησαν την Ορθοδοξία μέσω των συναντήσεων αυτών και των διαλόγων; Όσοι γίνονται ορθόδοξοι σήμερα στο εξωτερικό, γίνονται επειδή γνώρισαν κάποιο θεοφώτιστο Γέροντα ή διάβασαν κάποιο βιβλίο σαν τη «Φιλοκαλία» και όχι επειδή τους επηρέασαν οι διάλογοι. Το πνεύμα που επικρατεί στους διαχριστιανικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους όχι μόνο δε βοηθά αλλά και εμποδίζει κάποιον να γίνει ορθόδοξος.
Επειδή η προσπάθεια προωθήσεως του συγκρητισμού, διαχριστιανικού και διαθρησκειακού, ενδύεται συνήθως το μανδύα της αγάπης, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ακριβώς η πατερική στάση που εμμένει στην αλήθεια της πίστεως και που λέγει την αλήθεια στους εκτός Εκκλησίας με πόνο, αγάπη και διάκριση, είναι όντως η φιλάνθρωπος στάση, διότι ουσιαστικά βοηθεί τον πλανώμενο άνθρωπο να έλθει σε συναίσθηση και μετάνοια, ενώ η άλλη –η ουμανιστική αγαπολογική– τον αφήνει αβοήθητο στην αρρώστια του.
Εξ άλλου η αγάπη η αληθινή, που είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, συμπορεύεται πάντοτε με την Αλήθεια, που είναι ο ίδιος ο Χριστός, αλλιώς δεν πρόκειται ούτε για αληθινή αγάπη ούτε για αλήθεια.
Συμπέρασμα
Συμπερασματικά, λοιπόν, θα λέγαμε ότι δε φοβούμεθα το διάλογο με τους ετερόδοξους και ετερόθρησκους, αλλά γνωρίζουμε να σεβόμεθα τα όρια που έθεσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας δια των αποφάσεων των Αγίων και Οικουμενικών Συνόδων και δια των συγγραμμάτων των. Είναι ανάγκη να πατούμε, ιδιαιτέρως όσοι εκπροσωπούν την Ορθόδοξο Εκκλησία, στο στέρεο έδαφος της Ορθοδόξου Αγιοπατερικής Παραδόσεως και οπωσδήποτε να μη γινόμεθα όργανα που θα εξυπηρετούν συνειδητά, ή έστω αθέλητα, πονηρές σκοπιμότητες.
Το στέρεο αυτό έδαφος το έχει εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια περιγράψει ο μαθητής της αγάπης, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, με αυτά τα λόγια: «Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστιν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τον κόσμον. Εν τούτω γινώσκετε το πνεύμα του Θεού. παν πνεύμα ο ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού εστι. και τούτο εστι το του αντιχρίστου ο ακηκόατε ότι έρχεται, και νυν εν τω κόσμω εστίν ήδη» 6.
----------------
* Περιοδικό Επικοινωνία, Μάρτιος-Απρίλιος 2002
1. Κατά μετάφρασιν εκ του περιοδικού «Ορθοδοξία», τχ. Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 1994, σσ. 745-754, όπου δημοσιεύεται ολόκληρη η ομιλία του Πατριάρχου στα Αγγλικά.
2. Περ. «Επίσκεψις», τχ. 494 (31.7.1993), σ. 23.
3. Βλ. Πρωτ. Ιωάννου Ρωμανίδου, Καθηγητού Πανεπιστημίου: «Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια, η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της», στο βιβλίο του «Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας» τόμος Α΄, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999 (Δ΄ έκδοσις).
4. «Ορθόδοξος Τύπος», 8-2-2002
5. Βλ. Αρχιμ. Σπυρ. Μπιλάλη, «Ορθοδοξία και Παπισμός» τόμος Β΄, σ. 360.
6. Α΄ Ιω. 4,1-3.
Πηγή: http://www3.aegean.gr/agios-therapontas/magazine/apostoli/issue/49/globalization.html

Άγιον Όρος και διαθρησκειακοί διάλογοι

 



ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ
ΟΛΟΙ παρηκολουθήσαμεν ἀπὸ τὰ μέσα ἐνημερώσεως τὴν ἐπίσκεψιν τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Πῶς ὅμως εἶναι δυνατὸν μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐπίσκεψιν μετ᾽ ὀλίγας ἡμέρας νὰ παρευρεθῆ εἰς τὰς διαθρησκειακὰς συμπροσευχὰς τῆς Ἀσίζης; Πῶς συμβιβάζεται ἐπίσκεψις τοῦ Πατριάρχου εἰς τὸ περιώνυμον περιβόλι τῆς Παναγίας μας μὲ τόσους Ἁγίους, μὲ τὴν συνάντησιν μὲ αἱρετικοὺς καὶ ἀλλοθρήσκους, Λατίνους, Μουσουλμάνους,Ἑβραίους, Βουδιστάς, Προτεστάντας, Ἀγγλικανούς, Μονοφυσίτας κ.λπ.
Πότε μᾶς ἐδίδαξαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ συμπροσευχώμεθα μὲ αἱρετικοὺς καὶ ἀλλοθρήσκους; Ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν σὰν Κράτος καὶ Ἐκκλησία κινδυνεύομεν νὰ μᾶς ἐπιτεθοῦν Κράτη αἱρετικῶν καὶ ἀλλοθρήσκων.

Ἱστορία μᾶς ἔχει διδάξει ὅτι τὸ ἔθνος μας ἔχει πολεμηθῆ καὶ ἔχει ταλαιπωρηθῆ τόσο πολὺ ἀπὸ τέτοιου εἴδους θρησκευτικῶς φανατισμένα Κράτη. Πόσοι Μάρτυρες καὶ Νεομάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχουν ἀναδειχθῆ ἀπὸ τὴν πολεμικὴν αὐτῶν τῶν θρηκειῶν;
Αἱ δικαιολογίαι ὅτι κάμνωμεν διάλογον διὰ τὴν εἰρήνην τοῦ κόσμου, καὶ ὅτι ἐμεῖς μὲ τοὺς διαλόγους προσπαθοῦμεν νὰ τοὺς διαφωτίσωμεν, εἶναι ἐντελῶς ἀστεῖαι.
Ορθόδοξος Τύπος - 11/11/2011

Στη χώρα του …«ΚΑΝΕΝΑ»!..., του π. Ηλία Φρατσέα

Στη χώρα του …«ΚΑΝΕΝΑ»!...
του π. Ηλία Φρατσέα

από το περιοδικό «ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ», Αριθ. Τεύχους 113, Νοέμβριος 2011
Ἀπέφυγα μέχρι σήμερα νά σᾶς γράψω γιά πολιτικά ζητήματα. Ὄχι διότι δέν ἐνδιαφέρομαι γιά τά πολιτικά. Ὁ Ἀριστοτέλης ἔλεγε σωστά ἐξ ἄλλου ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι καθ’ ἐξοχήν «πολιτικόν ζῶον» καί ἄρα ἔχει ἀπό τήν γέννησή του τήν ροπή πρός τά διαδραματιζόμενα στήν πολιτεία. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά σκεπτόμουν ἁπλῶς, ὅτι καί ὁ Σωτήρας μας, μολονότι γράφτηκε μέ τούς γονεῖς του ὡς «πολίτης» τῆς Βηθλεέμ, προτίμησε ὅμως νά μή ἀσχοληθεῖ ἄμεσα μέ τά πολιτικά τῆς ἐποχῆς του. Ἀκόμη καί τότε πού προκλήθηκε πρός τήν συζήτηση αὐτή, ξεχώριζε καθαρά τό θέμα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό πολιτικό βίο. Καί τοῦτο νομίζω, γιά νά μᾶς δείξει, ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δυνατή σέ ὁποιοδήποτε πολιτικό σύστημα καί ὑπό ὁποιεσδήποτε πολιτικές συνθῆκες. Τά πολιτικά συστήματα ἔρχονται καί παρέρχονται, ὁ δέ Σωτήρας Χριστός «μένει πάντοτε ὁ αὐτός εἰς τούς αἰώνας».
Τότε, γιατί ἄλλαξα ξαφνικά γνώμη σήμερα; Διότι ὁποιοδήποτε ραδιόφωνο, ὁποιοδήποτε κανάλι τηλεόρασης ἀνοίγεις ἀκοῦς μονάχα πολιτικές συζητήσεις. Λάθος, ὄχι συζητήσεις ἀνθρώπινες, πολιτισμένες, ἀλλά κραυγές –μία πάνω στήν ἄλλη– ἔτσι ὥστε «μᾶλλον θόρυβος γίνεται» παρά πληροφόρηση. Καί ἐπειδή ἀπό ὅλον τόν σάλαγο, ὅλο τό ἀλληλοκατηγορητήριο αὐτό δέν μποροῦσα νά καταλάβω ποιός φταίει γιά τήν σημερινή κατάσταση τῆς χώρας, ἀποφάσισα νά σᾶς διαφωτίσω ἐγώ.
* * *
Ὅσοι ἀπό ἐσᾶς ἀγαπᾶτε ἤ λατρεύετε τό διάβασμα, θυμᾶστε τά βιβλία τοῦ Ἰουλίου Βέρν γιά «20000 λεῦγες κάτω ἀπό τήν θάλασσα» ἤ τό «Ἡ Μυστηριώδης Νῆσος», στά ὁποῖα ἕνα ἀπό τά κεντρικά πρόσωπα ἦταν ὁ καπετάνιος “Nemo”, πού στά λατινικά σημαίνει «Κανένας». Χρησιμοποιεῖ δέ τό παρατσούκλι αὐτό γιά νά κρύψει τήν πραγματική του ταυτότητα.
Ἀλλά καί στά δημώδη μυθιστορήματα τῶν λαῶν τῶν Βαλκανίων καί τῆς Ρωσίας συναντᾶμε κάποιο πρόσωπο –ὁ «Περιπαίχτης» ἤ ὁ «Πλακατζής»– ὁ ρόλος τοῦ ὁποίου εἶναι νά τιμωρεῖ τούς ἀνθρώπους γιά τά λάθη τους. Αὐτός δέ προσλαμβανόμενος κάποτε ὡς ἐργάτης ἀπό κάποιο κακό πλούσιο, τοῦ εἶπε ὅτι ὀνομάζεται «Κανένας»! Καί τιμωρεῖ συχνά τόν ἀφέντη του γιά τήν κακία του. Καί ὅταν ὁ ἀφέντης ἐρωτᾶται ἀπό τούς περαστικούς: «Ποιός σέ βασανίζει; Ποιός φταίει;», ἐκεῖνος ἀπαντᾶ «Κανένας»! Καί ἀσφαλῶς οἱ περαστικοί δέν τοῦ δίνουν σημασία, διότι οὐδείς τόν παίρνει στά σοβαρά.
Κανείς κύκλωπας δέν ἔδωσε ἐξ ἄλλου σημασία στόν Πολύφημο, ὅταν αὐτός, τυφλωμένος ἀπό τόν Ὀδυσσέα, «τόν Οὖτιν», δηλαδή τόν «Κανένα»(Βλ. Ὀδύσσεια Ι, 366 ε.) καί τούς συντρόφους του, ξεσήκωσε ὁλόκληρο τό νησί μέ τίς κραυγές του. Καί τοῦτο διότι, ὅταν τά ἀδέλφια του ρωτοῦσαν τόν Πολύφημο, τόν κύκλωπα πού «δέν φοβόταν οὔτε τούς μακαρίους θεούς», «τί ἔπαθε» αὐτός, τούς ἀπαντοῦσε ὅτι μέ ἀπάτη τόν τύφλωσε ὁ «Κανένας». Καί ἡ ἀπάντησή του ἀντί γιά λύπηση μόνο γέλια προκαλοῦσε στούς ἄλλους κύκλωπες.
Ὅλα αὐτά τά τελευταῖα τριάντα χρόνια κι ἐμεῖς βάλαμε στήν ἐξουσία τόν «Κανένα», τόσο στήν πολιτική ὅσο καί στήν πνευματική ζωή. Καί ὅταν οἱ ξένοι μᾶς ρωτᾶνε: «Ποιός σᾶς ἔβαλε στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση χωρίς νά εἶστε προετοιμασμένοι, χωρίς νά ἔχετε τήν κατάλληλη ἐνδυμασία;», ἐμεῖς ἀπαντᾶμε μέ ἀμεριμνησία: «Κανένας»!
«Ποιός δέν φρόντισε –ἀφοῦ μπήκαμε ἔστω καί ὡς ρακοσυλλέκτες στήν Εὐρώπη– νά μᾶς προσκομίσει τήν τόσο ὑποσχεθεῖσα εὐρωπαϊκή ἐνδυμασία;». «Κανένας»!
«Ποιός σκόρπιζε χωρίς προγραμματισμό ὁλόκληρη τήν βοήθεια τῆς Εὐρώπης πρός τήν χώρα σας;» «Κανένας»!
«Ποιός παρέβλεψε τόσο καιρό τόν ἐκσυγχρονισμό τῆς χώρας;» «Κανένας»!
«Ποιός ἔφαγε τήν περιουσία τῶν ἀσφαλιστικῶν Ταμείων, παίζοντάς την σέ χρηματιστήρια, ἤ διορίζοντας χειροκροτητές ἤ βγάζοντας τριαντάχρονα στήν σύνταξη μόνο καί μόνο ἐπειδή εἶχαν μπάρμπα στήν κορόνα;» «Κανένας»!
«Ποιός ἔφαγε –καί μάλιστα δύο φορές– τά λεφτά γιά τό Κτηματολόγιο καί ἄφησε τά αὐθαίρετα νά πνίγουν τό λεκανοπέδιο;» «Κανένας»!
«Ποιός ἤθελε ὁπωσδήποτε τούς Ὀλυμπιακούς ἀγῶνες, νά ξοδευθοῦν δισεκατομμύρια, γνωρίζοντας μάλιστα ἐκ τῶν προτέρων ὅτι τό ταμεῖο τοῦ κράτους εἶναι μεῖον;» «Κανένας»!
«Ποιός τιμωρήθηκε ποτέ γιά τίς μίζες καί τίς ἀπάτες πού ἔγιναν ὅλο αὐτό τόν καιρό στήν χώρα αὐτή;» «Κανένας»!
«Ποιός ἑκατομμυριοῦχος πιάστηκε ἐπειδή φοροδιέφευγε ἤ διότι δέν πλήρωσε τίς ὀφειλόμενες εἰσφορές τῶν ἐργατῶν του στά Ταμεῖα, ἀλλά ἀντιθέτως κυνηγοῦσαν τόν φουκαρά Γιάννη Ἀγιάννη;» «Κανένας»!
«Ποιός ἀγνοεῖ τόν «φτωχό» ἑκατομμυριοῦχο καί στύβει καί τήν τελευταῖα δεκάρα τοῦ πραγματικοῦ ἐνδεή;» «Κανένας»!
«Ποιός ξεζουμίζει σήμερα τόν κόσμο γιά νά σταθεῖ δῆθεν ἡ χώρα ξανά στά πόδια της;» «Κανένας»!
Καί ὅπως στό παραμύθι, οἱ περαστικοί, τά «ἀδέλφιά μας εὐρωπαῖοι κύκλωπες» ἀκοῦνε τά βογκητά μας, βλέπουν τά δάκρυά μας, κατανοοῦν τά χάλια μας, ἀλλά μᾶς προσπερνᾶνε ἐφ ὅσον «κανένας» δέν φταίει!
Ἡ μόνη μας λύση εἶναι ἀπό ἐδῶ κι ἐμπρός νά ἐξετάζουμε ἐπακριβῶς τήν ταυτότητα ἐκείνων στά χέρια τῶν ὁποίων ἐμπιστευόμαστε τήν τύχη μας καί τήν μοίρα τῶν παιδιῶν μας καί νά μήν ἀφήσουμε ποτέ ἄλλον «Κανένα» νά μᾶς περιπαίζει!...

Θα νικήσουμε με το πνεύμα των ηρώων και των Αγίων!

 


Α) Είμαστε σε ένα τρομερό αδιέξοδο.

Βρισκόμαστε στη χειρότερη περίοδο από ιδρύσεως ελληνικού κράτους.
Οι εχθροί μπήκαν στην πόλη από την κερκόπορτα της οικονομίας.
Μας βρήκαν ευάλωτους, μπόσικους.

Αυτή τη στιγμή είμαστε σε χειρότερη μοίρα κι από την Αλβανία του Χότζα. Εκείνος έκανε αλχημείες και αλλοιώσεις στον πληθυσμό με σκοπό να πλήξει κυρίως το ελληνικό στοιχείο, πλήρωνε τους καθεστωτικούς καλά, αλλά δεν είχε ανοίξει τα σύνορα.
Εδώ τα σύνορά μας έγιναν «σουρωτήρι».

Σε λίγα χρόνια, όπως πρόσφατα γράφτηκε σε μια ειδική μελέτη, οι Έλληνες στην Ελλάδα θα είναι δυόμιση εκατομμύρια κι αυτοί γέροντες.
Αφήσαμε ανοιχτά τα σύνορα.
Πρώτα τα πνευματικά! Και μετά τα εθνικά!

«Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί»! Σήμερα δεν υπάρχουν δουλειές. Όσες υπήρχαν, τις έχουν πάρει από νωρίς οι αλλοδαποί. Τώρα που απολύονται και μένουν άνεργοι και δεν βρίσκουν πουθενά απασχόληση οι δικοί μας, και θα μπορούσαν να κάνουν κατώτερες δουλειές, τώρα, δεν βρίσκουν.
Όσοι ζούσαν μαλθακά από τότε και ήθελαν καθαρές εργασίες και υψηλά αμειβόμενες, προτιμούσαν δε το χαρτζιλίκι του πατέρα και την καφετέρια, τώρα που μειώθηκαν τα πάντα, βρίσκονται διπλά ναυαγισμένοι.

Β)Πόσο μεγάλη ευθύνη έχουν οι πνευματικές ηγεσίες!

Ανεχτήκαμε την κατάργηση της γλώσσας μας και ένα πλήθος παιδιών σήμερα γράφουν ελληνικές λέξεις με λατινικούς χαρακτήρες.
Αφήσαμε αναπάντητη τη μαρξιστική προπαγάνδα και τώρα στα κανάλια ακούγονται πληθωρικά τα σχόλια των δημοσιογράφων - οπαδών του Μάρξ. Ενός συστήματος που κατέπεσε μέσα σε μια νύχτα, εκεί όπου εφαρμόστηκε, ερχόμαστε εμείς οι νεοέλληνες ως μανιώδεις εραστές του, να το υιοθετήσουμε, με καθυστέρηση δεκαετιών.

Δώσαμε ελάχιστη σημασία στα αντιχριστιανικά νομοθετήματα και τώρα άνοιξε η όρεξη σε πολλούς να αλλάξουν όλα τα παραδεδομένα.

Δε σεβαστήκαμε την μάνα Εκκλησία σ΄ αυτό τον τόπο…και αυτό το συνηθίσαμε και η ακοή μας έγινε νωχελής και αδρανές το ακουστικό νεύρο σε τέτοια λόγια βέβηλα.

Υπήρξε πάρα πολύ λυπηρό, ότι πέρασαν στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα νομοσχέδια, όπως αποποινικοποίηση της μοιχείας, νομιμοποίηση των αμβλώσεων, αυτόματο διαζύγιο και πολιτικός γάμος, «εικαζομένη συναίνεση» στις μοιραίες μεταμοσχεύσεις, αυθαίρετη και μαζική ελληνοποίηση λαθρομεταναστών, ανοιχτά σύνορα – σύνορα χερσαία και θαλάσσια – ένα απέραντο σουρωτήρι…

Σιωπήσαμε στον ανελέητο βομβαρδισμό της Σερβίας.

Για να μη τα «σπάσουμε» με τους Γερμανούς, είπαμε ναι σε όλα τα καπρίτσια τους και τους κάναμε όλα τα χατήρια, δεχόμενοι τον διαμελισμό της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Όλα αυτά τώρα έχουν γίνει μπούμερανγκ…Χτυπάμε το κεφάλι μας!

Υποτονική η αντίδραση της επίσημης Εκκλησίας!
Ναι, για όλα έπρεπε να μιλήσει η Εκκλησία.

Κάτι πήγε να γίνει με τις ταυτότητες, αλλά κι αυτό το αφήσαμε στο μέσον και δεν ζητήσαμε ευθύνες και δεν είπαμε ονόματα…
Μηδενική η αντίδραση της Ακαδημίας!

Γ) Χάλασε η ψυχή μας από την επιπολαιότητα και την αμέλεια.

Επιπολαιότητα μπροστά στην αλλοτρίωση και εκκοσμίκευση.
Αμέλεια στα καθήκοντά μας και στην παρρησία του λόγου.

Αμαρτία και ασέβεια εναλλάσσονται πλέον στο ελληνικό προσκήνιο.

Χάσαμε πρώτα το ήθος μας. Χάσαμε και το λόγο μας!

Είναι εξίσου φοβερό να χάνεις το λόγο σου. Να χάνεις τη δυνατότητα να μιλάς την αλήθεια. «Όποιος μου κλείνει το στόμα, μου δένει τη συνείδηση». Σήμερα δεν μπορούμε να πούμε τα αυτονόητα.
Μας πιάσαν οι εχθροί στον ύπνο.

Μας έλειψε η ετοιμότητα της αντίδρασης και η σφοδρότητα της απάντησης. Απωλέσαμε το θάρρος της υπάρξεως. Το θάρρος του ελληνορθοδόξου ήθους, του ελληνικού ύφους, του λόγου και της γνώμης, της παρουσίας και της παρρησίας.

Γίναμε ανθρωπάκια. Κακομοίρηδες! Ποιοι; Οι σημερινοί θλιβεροί απόγονοι των φιλοσόφων και των εφευρετών όλων των επιστημών, τα εγγόνια του Περικλέους της Δημοκρατίας και του Μιλτιάδου του Μαραθώνα. Του Λεωνίδα των Θερμοπυλών γίναμε οικτρά κακέκτυπα.

Το «μολών λαβέ» έγινε «δόστα όλα», «πάρτα όλα», «έλα να τα πάρεις» και «πάρε ό,τι θέλεις παλιαντζή».
Αυτό το «ΟΧΙ» που είπε ο Μεταξάς εκείνο το βράδυ, δεν το είπαμε.

Βασικό μας ελάττωμα: Φοβόμαστε και δειλιάζουμε.
Γι΄ αυτό και δεν τελεσφορούμε!
Νικήσαμε μόνο τότε, όταν δεν φοβηθήκαμε το κόστος και το θάνατο.
Φοβόμαστε να μιλήσουμε και να πολεμήσουμε.

Δ) Τώρα το κακό πλέον ήρθε μέσα στο σπίτι μας!

Δεν λέμε μόνο για τους εκατομμύρια λαθρομετανάστες που χτυπάνε την πόρτα μας και παραβιάζουν απρόσκλητοι το οικογενειακό μας άσυλο και τον ιερό χώρο του σπιτιού εκτινάσσοντας στα ύψη την εγκληματικότητα.

Μιλάμε και για την ελληνική διεστραμμένη και ξενοκίνητη τηλεόραση, η οποία κινείται στους ρυθμούς των ξένων κέντρων αποσταθεροποίησης της περιοχής και έβαλαν στην ελληνική οικογένεια την ιδέα και εντύπωση των καλών Τούρκων. Μα εμείς τους ζήσαμε τους Τούρκους. Τους ξέρουν και οι Ευρωπαίοι, αλλά δεν τους βάζουν στην ένωση. Τους ξέρει και η Διεθνής Αμνηστία και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι βιασμένες οικογένειες και κοπέλες της Κύπρου, τώρα στον εικοστό αιώνα, όχι παλιά. Τι θέλουν να μας πούνε με την προπαγάνδα τους, ότι έχουν σεβασμό και οικογενειακή παράδοση οι τούρκοι; Μια ματιά στη ζωή του ιδρυτή τους, θα φρίξει κάποιος.

Προπαγάνδα για να μοιράσουμε το Αιγαίο είναι όλα αυτά. Να πέσει στα μαλακά η συνεκμετάλλευση. Όσο ωραίες κι αν είναι οι τούρκικες τηλεοπτικές σειρές, μη βλέπουμε. Να ρίξουμε την θεαματικότητα. Επίσης να κάνουμε μποϋκοτάζ (=δολιοφθορά) στα καταστήματα και στα ξένα, ευρωπαϊκά προϊόντα. Μη αγοράζουμε ξένα προϊόντα. Μόνο ελληνικά κι ας είναι και λίγο ακριβότερα. Οι ευρωπαϊκές αλυσίδες στη χώρα μας πουλάνε τα προϊόντα τους ακριβότερα εδώ από ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Ε) Αντίσταση. «Αντίστητε τω διαβόλω και φεύξεται αφ΄ υμών». Όχι στο κακό, το προσωπικό και γενικό. Μη αλλοιθωρίζουμε στην διαφθορά και την λαμογιά, στην κομπίνα και την παρανομία. Πίσω! Επιστροφή στις ρίζες μας και στις αξίες μας. Μόνο η επιστροφή στο Χριστό και την Εκκλησία θα μας σώσει. Αλλά το διάχυτο και θεσμικό κακό και το κακό παράδειγμα των ολίγων έγινε δυστυχώς και προσωπικό αδίκημα του συνόλου.

Πως βάσταξε και βαστάει ακόμα η ψυχή μας να τρέχει ποτάμι το αίμα 500.000 αγέννητων παιδιών κάθε χρόνο; Και από αυτά 120 χιλιάδες αφορούν σε νεαρές υπάρξεις - μαθήτριες;

Μας εκδικούνται οι αγέννητοι βλαστοί του Γένους μας και οι τιμημένοι νεκροί μας «οι ενδόξως πεσόντες πάλαι τε και επ΄ εσχάτων».

ΣΤ) Η λύση στο δράμα μας θα έρθει ανωθεν, από το Θεό, και έσωθεν, από την πνευματική μας αναγέννηση. Όλα τα θέματα έχουν αιτία και ρίζα την αμαρτία και την ανομία και θεραπεία την αγιότητα. Δε λέγει ο θείος λόγος: «Εάν θέλετε και με ακούσετε – υπακούσετε, θα φάτε τα αγαθά της γης. Αν δεν με υπακούσετε, θα σας φάει το μαχαίρι». Εσχάτη τιμωρία και οργή, ο πόλεμος και η γενοκτονία σε βάρος μας.

Εμείς δυστυχώς θαυμάζουμε στη ζωή μας τους σοφούς ανθρώπους. Υψώνουμε τους έχοντες ευγενική καταγωγή και δυναμική παρουσία στην κοινωνική ζωή.

Δεν έχει ανάγκη ο Θεός από σοφούς κατά κόσμον και αριστοκράτες και βραχίονες ισχυρούς. Δεν ευδοκεί και δεν αναπαύεται στην εξωτερική ανθρώπινη δύναμη ούτε την έχει ανάγκη. «Δεν στηρίζεται στη δύναμη των βραχιόνων και στην ταχύτητα των ποδών». Εξάλλου οι ανά τους αιώνες ευσεβείς αναγνωρίζουν τη μεγάλη αλήθεια: «Εν τω Θεώ ποιήσομεν δύναμιν». «Ούτοι εν άρμασιν και ούτοι εν ίπποις. Ημείς δε εν ονόματι Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα».

Ποιος αληθινά μπορεί να μας βοηθήσει; Ο ίδιος ο Θεός μας λέγει να μη στηριζόμαστε σε ανθρώπους και σε άρχοντες: «Μη πεποίθατε επ΄ άρχοντας και επι υιούς ανθρώπων οις ουκ έστι σωτηρία… Αδελφός ου λυτρούται, λυτρώσεται άνθρωπος;» Μέσα σε μια μέρα χάνονται οι θρόνοι και οι άρχοντες. Ούτε οι συγγενείς δεν μπορούν να βοηθήσουν.

Δεν χρειάζεται ο Θεός τζάκια και βασιλικούς οίκους. Ο Θεός αναπαύεται και επιβλέπει στον «ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντά τούς λόγους Του». Ταπεινό άνθρωπο ψάχνει να βρεί ο Θεός. «Η δύναμις του Θεού εν ασθενεία τελειούται». Όπου βρεί ο καλός Θεός ταπεινό άνθρωπο, όπου κι αν τον βρεί, τον κάνει άγιο και χρήσιμο και στους άλλους.

Ζ) Πραγματικά θα νικήσουμε με το Πνεύμα των Ηρώων και των Αγίων.

Σήμερα έχουμε να κάνουμε με το πνεύμα του σατανά. Με το σατανικό πνεύμα που κυριαρχεί στους ανθρώπους της Νέας Τάξης Πραγμάτων και δη στους ανώνυμους τραπεζίτες. Οι άνθρωποι αυτοί λατρεύουν το χρήμα. «Η αγάπη προς το χρήμα, σύμφωνα με τις Άγιες Γραφές, είναι η πηγή του κακού». «Η φιλαργυρία και η πλεονεξία είναι ειδωλολατρεία (Κολασ. γ΄ 5)και ρίζα πάντων των κακών» (Α΄ Τιμ. στ΄ 10).

Οι άνθρωποι αυτοί μπροστά στο ενδεχόμενο και στην πρόκληση να κερδίσουν όλο και περισσότερο χρήμα, δε θα διστάσουν και δε διστάζουν μπροστά στο έγκλημα και τη σκευωρία. Τα θέλουν όλα δικά τους. Έχουν μια σχέση λαγνείας προς το χρήμα και πιστεύουν ότι με αυτό μπορούν να τα εξασφαλίσουν όλα. Κάνουν λοιπόν τα πάντα για να το αποκτήσουν. Το προσκυνούν σα θεό τους. Για να πάρουν όλο και περισσότερα, προσκυνούν το διάβολο και αυτός τους υποβάλλει όλο και καταστρεπτικότερα σενάρια πλουτισμού, μεταξύ των οποίων το χειρότερο είναι ο πόλεμος.

Το ρολόϊ της οικονομικής παγκοσμιοποίησης χτυπά. Φαίνεται ότι δεν απομένει πολύς χρόνος για να προετοιμαστούμε για τις ημέρες που έρχονται, ημέρες απάτης, προδοσίας και βίας. Ωστόσο θα πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου το τέλος της ιστορίας και να ατενίσουμε το μέλλον με εμπιστοσύνη και επίγνωση στον «ευλογημένον ερχόμενον Κύριον». Η νίκη κατά των δυνάμεων του σκότους ανήκει στο Εσφαγμένον Αρνίον και στους ανθρώπους του Θεού. «Η βασιλεία του Κυρίου είναι βασιλεία πάντων των αιώνων και η δεσποτεία Του εν πάση γενεά και γενεά».

Στο σατανικό λοιπόν πνεύμα θα αντιτάξουμε το πνεύμα των Ηρώων και των Αγίων. Πνεύμα Πίστεως στον αληθινό Θεό και στην Παναγία, όπως αυτό φαίνεται μέσα από τις λαμπρές σελίδες της πρόσφατης ελληνικής Ιστορίας.

Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ (Λουκ. ι΄ 25-37)

 
Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))



14 Νοεμβρίου 1965



Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς διδάσκει σήμερα στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον καὶ τί πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ τὸν πλησίον. Καὶ γιὰ νὰ μᾶς διδάξη αὐτό, εἶπε μία παραβολή, τὴν παραβολὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν. Ἂς ἀκούσουμε στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα τὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ κάποιος νομικὸς πλησίασε τὸν Ἰησοῦ πειράζοντάς τον καὶ λέγοντας. Διδάσκαλε, τί ἂν θὰ κάμω θὰ κληρονομήσω αἰώνιο ζωή; Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· Τί εἶναι γραμμένο στὸ Νόμο; Πῶς διαβάζεις; Κι ὁ νομικὸς ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε· Θὰ ἀγαπήσης τὸν Κύριο ποὺ εἶν' ὁ Θεός σου μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλη σου τὴν ψυχὴ καὶ μὲ ὅλη σου τὴ δύναμη καὶ μὲ ὅλη σου τὴν σκέψη καὶ τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτό σου. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς· ὀρθὰ ἀποκρίθηκες· αὐτὸ νὰ κάνης καὶ θὰ ζήσης. Μὰ ὁ νομικός, θέλοντας νὰ δείξη πὼς καταλαβαίνει εἶπε στὸν Ἰησοῦ· καὶ ποιὸς εἶναι πλησίον μου; Τότε παίρνοντας τὸ λόγο ὁ Ἰησοῦς εἶπε. Ἕνας ἄνθρωπος κατέβαινε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Ἱεριχώ, κι ἔπεσε στὰ χέρια ληστῶν· οἱ ληστὲς ἀφοῦ τὸν ἔγδυσαν καὶ τὸν ἔδειραν, ἔφυγαν καὶ τὸν ἀφῆκαν μισοπεθαμένο. Ἔτυχε τότε καὶ κατέβαινε στὸ δρόμο ἐκεῖνο ἕνας ἱερέας ποὺ τὸν εἶδε καὶ προσπέρασε· τὸ ἴδιο κι ἕνας λεβίτης, ποὺ βρέθηκε σ' ἐκεῖνο τὸν τόπο, ἦλθε, εἶδε καὶ προσπέρασε. Καὶ κάποιος Σαμαρείτης, ποὺ ὡδοιποροῦσε ἦλθε πρὸς τὰ κεῖ κι ὅταν τὸν εἶδε πόνεσε μέσα του· κι ἀφοῦ πλησίασε τοῦ ἔδεσε καλὰ τὰ τραύματα πλένοντάς τα μὲ κρασὶ καὶ βάζοντας ἐπάνω λάδι· κι ἀφοῦ τὸν ἀνέβασε στὸ ζῶο του τὸν ἔφερε στὸ πανδοχεῖο καὶ τὸν φρόντισε. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ποὺ ἔφυγε ἔβγαλε κι ἔδωκε δύο δηνάρια στὸν πανδοχέα καὶ τοῦ εἶπε· φρόντισέ τονε κι ἂν τύχη καὶ ξοδέψης κάτι παραπάνω, ἐγὼ στὸ γυρισμό μου θὰ στὸ πληρώσω. Ποιὸς λοιπόν σοῦ φαίνεται πὼς ἀπ' αὐτοὺς τοὺς τρεῖς ἔγινε πλησίον σ' ἐκεῖνον ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν; Κι ὁ νομικὸς εἶπε· ἐκεῖνος ποὺ τὸν πόνεσε καὶ τὸν κοίταξε. Τοῦ εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς· πήγαινε καὶ κᾶνε καὶ σὺ τὸ ἴδιο.

Αὐτὸς ὁ νομικός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ πλησίασε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὸν ρώτησε τάχατες τί νὰ κάμη γιὰ νὰ κληρονομήση τὴν αἰώνιο ζωή, αὐτὸς λοιπὸν δὲν ρωτοῦσε γιὰ νὰ μάθη, μὰ ἤθελε νὰ πειράξη τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτὸς ἦταν διαβασμένος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του μελετοῦσε κι ἐξηγοῦσε τὸ Νόμο καὶ θὰ μποροῦσε νὰ μπλέξη τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ σὲ καμμιὰ συζήτηση. Μὰ πῆρε τὸ μάθημα ποὺ τοῦ χρειαζότανε. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τοῦ 'δωσε καὶ κατάλαβε πὼς ἄλλο νὰ 'σαι τάχα διαβασμένος καὶ νὰ κάνης τὸν ἔξυπνο κι ἄλλο νὰ 'σαι καλὸς καὶ χρήσιμος ἄνθρωπος. Σοφία δὲν εἶναι νὰ ξέρης ποιὸς εἶν' ὁ πλησίον, μὰ νὰ ξέρης τί πρέπει νὰ κάνης γιὰ τὸν πλησίον. Ὅλοι ξέρουνε καὶ λένε πολλά, μὰ λίγοι κάνουνε ὅ,τι πρέπει. Γι' αὐτὸ βλέπουμε στὴν παραβολὴ πὼς ἀλλιῶς ρωτᾶ ὁ νομικὸς κι ἀλλιῶς τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Χριστός. Ὁ νομικὸς ρωτᾶ· «Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον μου;». Κι ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπαντᾶ· «Πήγαινε καὶ κάνε καὶ σὺ τὸ ἴδιο». Ὁ νομικὸς ρωτᾶ γιὰ νὰ μάθη τάχα ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον κι ὁ Χριστὸς τὸν στέλνει νὰ πάη νὰ δείξη τὴν ἀγάπη του σὲ κάθε ἄνθρωπο. Γιατί κάθε ἄνθρωπος εἶναι πλησίον. Δὲν τοῦ λέει πὼς πλησίον εἶναι κάθε ἄνθρωπος, μὰ τί πρέπει νὰ κάνη γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ 'ναι ὁ πλησίον. Κι αὐτὸ εἶναι, χριστιανοί μου, ποὺ μᾶς χρειάζεται κάθε φορά· ὄχι νὰ ξέρουμε πολλὰ καὶ νὰ 'μαστε σοφοί, μὰ νὰ 'χουμε ἀγάπη καὶ νὰ κάνουμ' ἐκεῖνα ποὺ πρέπει.

Πολλοὶ τώρα τελευταία, ποὺ δὲν εἶναι δὰ καὶ σοφοί, κάθουνται μέρα νύχτα στὸ καφενεῖο καὶ λένε λόγια· λένε γιὰ δικαιοσύνη, γιὰ ἰσότητα, γιὰ εἰρήνη, γιὰ δημοκρατία καὶ γιὰ ἄλλα τέτοια πολλά. Ὁ Χριστὸς θὰ τοὺς πῆ. Πᾶτε νὰ ἐργασθῆτε, γιατί ἐκεῖνο ποὺ σᾶς λείπει δὲν εἶναι τὰ λόγια, μὰ ἡ ἐργασία καὶ ἡ νοικοκυροσύνη. Πᾶτε λοιπὸν νὰ ἐργασθῆτε αὐτὰ ποὺ λέτε καὶ νὰ δείξετε στὴν πράξη καὶ τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν ἰσότητα καὶ τὴν εἰρήνη καὶ τὴ δημοκρατία ποὺ φωνάζετε. Στὸ δάσκαλο, ποὺ ἄλλα λέει καὶ ἄλλα κάνει, οἱ ἄλλοι θὰ τοῦ ποῦνε καὶ θὰ γελάσουνε μαζὶ του· «Δάσκαλε, ποὺ δίδασκες...».

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σ' αὐτὴ τὴν παραβολὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν, μᾶς δίδαξε κάτι καινούργιο, ποὺ δὲν τὸ 'ξερε ὥς τὰ τότε ὁ κόσμος. Μᾶς δίδαξε τί θὰ πῆ πλησίον, τί θὰ πῆ ἕνας ἄνθρωπος. Καὶ μᾶς εἶπε πὼς πλησίον εἶναι ὄχι μόνο ὁ κάθε ἄνθρωπος, μὰ πὼς πλησίον εἶναι κάθε φορὰ ὁ ἕνας ἄνθρωπος. Στὸν καιρὸ μας ὅλα εἶναι γεμάτα ὑποκρισία· μᾶς πῆρε ὁ πόνος γιὰ τὸ τί γίνεται στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου, φωνάζουμε γιὰ σκλάβους ποὺ δὲν τοὺς εἴδαμε, σκοτωνόμαστε γιὰ λαοὺς ποὺ δὲν τοὺς ξέρουμε, ὅταν τὴν ἴδια στιγμὴ μπροστὰ στὰ μάτια μας εἶναι κάθε φορὰ ὁ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ περιμένει ἀπό μᾶς. Φωνάζουμε γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ξεχνοῦμε τὸν ἄνθρωπο· σκοτωνόμαστε γιὰ ξένους λαοὺς καὶ ρημάζουμε τὸν τόπο μας· θέλουμε ἰσότητα κι ὅσοι εἶναι στὴ δούλεψή μας τοὺς ἔχουμε γιὰ δούλους· τάχα ζητοῦμε δικαιοσύνη καὶ τρῶμε τὸν κόπο τοῦ ἐργάτη μας· κηρύττουμε δημοκρατία κι εἴμαστε τυραννικοὶ στοὺς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας. Ὅλα ἐτοῦτα γίνονται, γιατί ξεκινοῦμε ἀνάποδα· ἀφίνουμε τὰ κοντινά μας καὶ πᾶμε στὰ μακρινὰ· βάζουμε σκοπό μας τὴν ἀνθρωπότητα κι ἀφίνουμε τὸν ἄνθρωπο· ἀγνοοῦμε τὸν πλησίον καὶ γνοιαζόμαστε γιὰ κεῖνον ποὺ 'ναι μακρυά. Στ' ἀλήθεια δὲ γνοιαζόμαστε γιὰ τίποτα καὶ τὸ βρήκαμ' ἔξυπνο καὶ βολικὸ νὰ φωνάζουμε γιὰ ἰδεολογίες καὶ νὰ κάνουμε τὴ δουλειά μας. Μὰ ὁ Χριστὸς δὲ μᾶς θέλει ἰδεολόγους, μὰ πιστούς· δὲ μᾶς θέλει νὰ φωνάζουμε γιὰ δικαιοσύνη, μὰ νὰ 'μαστε δίκαιοι· δὲ μᾶς στέλνει νὰ βροῦμε κείνους ποὺ εἶναι μακρυά, μὰ νὰ κοιτάξουμε αὐτοὺς ποὺ εἶναι κοντά μας. Ὁ Χριστὸς δὲν ξέρη τί θὰ πῆ ἀνθρωπότης, ξέρει ποιὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος κι ὁ πλησίον· κι ἀκόμη πιὸ ἁπλὰ καὶ πιὸ πρακτικὰ ξέρει τί θέλει ὁ ἄνθρωπος κι ὁ πλησίον. Γι' αὐτὸ στὸν καθένα, ποὺ ὑποκριτικὰ ρωτᾶ σὰν τὸν νομικό, τὸν στέλνει, ὄχι μόνο γιὰ νὰ μάθη ποιὸς εἶν' ὁ πλησίον, μὰ καὶ γιὰ νὰ πράξη ὅ,τι χρειάζεται ὁ πλησίον. Ἄκουε, χριστιανέ μου, ἐκεῖνο πού σοῦ λέει ὁ Χριστός, κάνε ὅ,τι ἔκαναν μέχρι τώρα κι οἱ πατέρες σου. Ψέματα δὲ μᾶς εἶπε ὁ Χριστὸς κι οἱ πατέρες μας, ἂς μὴν ἤξεραν πολλά, ὅμως εἶχαν πρακτικὴ σοφία· πίστευαν στὸ Θεό, σέβονταν τὴν Ἐκκλησία, ἀγαποῦσαν τὸν τόπο τους, κοίταζαν τὴ δουλειά τους καὶ δὲν ἤξεραν ἀπὸ ἰδεολογίες.


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ἂς μὴν πηγαίνουμε μακρυὰ κι ἂς μὴ χανώμαστε σὲ λόγια. Κοντὰ μας εἶναι ὁ πλησίον καὶ μπρὸς στὰ μάτια μας εἶναι οἱ ἀνάγκες του. Ἂς κάνουμε ὁ καθένας μάς ὅ,τι μποροῦμε, ὄχι γιὰ νὰ μάθουμε τάχα ποιὸς εἶν' ὁ πλησίον μὰ γιὰ νὰ βοηθοῦμε στ' ἀλήθεια τὸν πλησίον. Τότε νιώθουμε καλὰ τὸν ἑαυτό μας, ὅταν αἰσθανώμαστε κοντά μας τὸν πλησίον. Κι ἡ ἐντολὴ εἶναι ν' ἀγαποῦμε τὸν πλησίον σὰν τὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ 'χουμε ζωὴ αἰώνιο. Ἀμήν.

Στέργιος Ν. Σάκκος, Ο διάλογος του Ιησού με τον νομικό και η παραβολή του καλού Σαμαρείτη (Κυριακή Η΄Λουκά)



Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λουκ ι΄25-37
῾Ο διάλογος τοῦ ᾿Ιησοῦ μέ τόν νομικό καί ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη (10,25-37)
Στήν ἁπλῆ καί σύντομη παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ἀποτυπώνεται μέ τρόπο ἐπαγωγικό ἡ ἄριστη νομοθεσία γιά τίς διαπροσωπικές σχέσεις, ὅπως ὑπαγορεύεται ἀπό τήν ἄπειρη ἀγάπη πού ἔδειξε σέ μᾶς ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός. Παρ᾿ ὅλο πού κατά κύριο λόγο ἡ διήγηση τῆς παραβολῆς ἀποβλέπει στό νά δείξει ποιός εἶναι ὁ πλησίον, συγχρόνως φανερώνει μέ καταπληκτική συντομία «τὴν φιλάνθρωπον οἰκονομίαν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν».
Ο κοινωνικός χαρακτήρας τῆς παραβολῆς δικαιολογεῖ ἄριστα τήν καταγραφή της στό κατά Λουκᾶν, τό Εὐαγγέλιο τῆς εὐσπλαγχνίας. ᾿Αφορμή γιά τήν διήγηση τῆς παραβολῆς στάθηκαν δύο ἐρωτήσεις ἑνός «νομικοῦ», ἑνός θεολόγου δηλαδή, πού γνώριζε πολύ καλά τόν νόμο, τόν μελετοῦσε, τόν ἑρμήνευε καί τόν δίδασκε στόν λαό. Οἱ νομικοί ἤ γραμματεῖς προέρχονταν κυρίως ἀπό τήν τάξη τῶν φαρισαίων66 . ῾Ο λαός τούς εἶχε σέ ὑπόληψη καί τούς ἀποκαλοῦσε τιμητικά «ραββί», πού σημαίνει «διδάσκαλε».

῾Ο ᾿Ιησοῦς, ὅπως γνωρίζουμε, δέν ἀπέφευγε νά πλησιάζει καί τούς φαρισαίους, νά ἀπευθύνει καί σ᾿ αὐτούς τό κήρυγμά του. ῎Ετσι κατά τήν διάρκεια τῆς δημόσιας δράσεώς του συζήτησε πολλές φορές μέ νομικούς (βλ. Μθ 22,34-40· Μρ 12,28-34). ῾Ο συγκεκριμένος διάλογος καταγράφεται μόνον ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, χωρίς νά προσδιορίζεται συγκεκριμένα ὁ τόπος στόν ὁποῖο πραγματοποιήθηκε.
10,25. Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;
῾Ο ᾿Ιησοῦς μαζί μέ τούς μαθητές του πιθανόν νά βρισκόταν σέ μία συναγωγή ἤ σέ κάποιο σπίτι ὅπου δίδασκε καί ὅλοι καθισμένοι τόν ἄκουγαν. Καὶ ἰδού, ξαφνικά, νομικός τις ἀνέστη, σηκώθηκε ὄρθιος γιά νά θέσει μία ἐρώτηση στόν Κύριο. ῏Ηταν φανερό ὅτι ἤθελε νά πειράξει τόν ᾿Ιησοῦ καί μάλιστα νά τόν ἐξευτελίσει, ὅπως δηλώνει ἡ μετοχή ἐκπειράζων· ἡ πρόθεση «ἐκ» ἐπιτείνει τήν ἔννοια τοῦ «πειράζω». Κινούμενος ἴσως ἀπό ὑπεροπτική διάθεση ἤ φθόνο αὐτός ὁ διδάσκαλος καί ἑρμηνευτής τοῦ νόμου θέλησε μέ τήν ἐρώτησή του νά στήσει παγίδα στόν ᾿Ιησοῦ. Νά τόν δοκιμάσει ἄν μποροῦσε νά ἀπαντήσει ἤ νά τόν φέρει σέ δύσκολη θέση ἀποκαλύπτοντας, ὅπως ἐκεῖνος νόμιζε, ἀσυμφωνία μεταξύ τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου καί τοῦ νόμου. Προσπαθώντας, βέβαια, νά ἀποκρύψει τήν πονηρή του πρόθεση ὁ νομικός προσφωνεῖ τόν ᾿Ιησοῦ διδάσκαλε, προσποιούμενος ὅτι τόν σέβεται καί τόν τιμᾶ. ῾Ο ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας ἀπευθύνεται στόν νομικό μέ τά ἑξῆς· «Τόν ἀποκαλεῖς διδάσκαλο, ἐνῶ δέν ἀνέχεσαι νά μαθητεύεις. ῾Υποκρίνεσαι ὅτι τόν τιμᾶς, ἐνῶ περιμένεις νά τόν ἐξαπατήσεις».
Τό ἐρώτημα τοῦ νομικοῦ τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον (πρβλ. Δα 12,2) κληρονομήσω; ἀφοροῦσε σέ ἕνα σοβαρό θέμα, ἐξαιρετικά ἐνδιαφέρον γιά τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (πρβλ. τό ἐρώτημα τοῦ πλουσίου νεανίσκου, Μθ 19,16· Μρ 10, 17· Λκ 18,18)69 , ἀλλά καί κάθε ἐποχῆς. Στήν Παλαιά Διαθήκη μέ τό ρῆμα «κληρονομῶ» οἱ ῾Εβδομήκοντα δηλώνουν τήν κατάκτηση τῆς Χαναάν ἀπό τούς ᾿Ισραηλίτες (᾿Αρ 18,20· Δε 4,22. 26· ᾿Ιη 1, 15 κ.ἄ.), ἀλλά καί τήν κατάκτηση τῶν ἀγαθῶν τῆς βασιλείας τοῦ Μεσσία (Ψα 24,13· 36,9. 11. 34· ᾿Ησ 54,17· 60,21 κ.ἀ.). Καί οἱ δύο χρήσεις τῆς λέξεως βασίζονται στήν ἀρχική ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ᾿Αβραάμ (βλ. Γέ 15,7· 22,17), τήν ὁποία παρελάμβαναν οἱ ἀπόγονοί του διά μέσου τῶν αἰώνων.
10,26. ῾Ο δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις;
Στό πονηρό ἐρώτημα τοῦ νομικοῦ δέν ἀπαντᾶ εὐθέως ὁ Κύριος. Θέτει καί αὐτός μία ἐρώτηση κατά τήν συνήθειά του (πρβλ. Μθ 22,15-22· Μρ 12,13-17), μεταθέτοντας τόν ἐπίδοξο νομικό ἀπό τήν θέση τοῦ διδασκάλου πού ἐξετάζει στήν θέση τοῦ μαθητῆ πού ἐξετάζεται. Τόν παραπέμπει στό ἀντικείμενο τῆς σπουδῆς του, μήπως καί διαπιστώσει τήν ἀνεπάρκειά του. Παρ᾿ ὅτι ὡς καρδιογνώστης γνωρίζει τήν δολιότητα τοῦ νομικοῦ, προσπαθεῖ μέ ἠπιότητα καί καλωσύνη νά τόν ὁδηγήσει στήν αὐτογνωσία καί τήν ταπείνωση. Τόν ρωτᾶ· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις; Τί γράφει στόν νόμο καί πῶς τό καταλαβαίνεις; Εἶναι σάν νά τοῦ λέγει· «ἐσύ ὡς νομικός πρέπει νά γνωρίζεις ὅτι γιά τό ἐρώτημα αὐτό ὑπάρχει σαφής ἀπάντηση στόν νόμο τόν ὁποῖο μελετᾶς καί διδάσκεις». ῾Ο ἴδιος ὁ νόμος τόν ὁποῖο ὁ νομικός ἤθελε δῆθεν νά ὑπερασπίσει, αὐτός θά τόν καταδικάσει.
10,27. ῾Ο δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν.
῾Η ἀπάντηση τοῦ νομικοῦ περιέχει δύο ἐντολές. ῾Η πρώτη παραγγέλλει τήν ὁλόψυχη ἀγάπη πρός τόν Θεό· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου. Στήν βιβλική ἀνθρωπολογία ἡ «καρδία» συνήθως ταυτίζεται μέ τόν νοῦ. ᾿Εδῶ ὅμως σημαίνει τόν ὅλο ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η ἀγάπη ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ἀναλύεται στά τρία ἑπόμενα· ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, μέ ὅλο τό συναίσθημα, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος, μέ ὅλη τήν βούληση, καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, καί μέ ὅλη τήν διάνοια (βλ. Δε 6,5).
Μιά τέτοια ἀγάπη ἔχει τήν δύναμη, ὅπως καταθέτει ὁ ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας, νά ἐκδιώκει ἀπό τήν καρδιά τήν ἀγάπη γιά ὁτιδήποτε ἄλλο, χρῆμα, ἡδονή, δόξα καί νά τήν ἑνώνει μέ τόν Χριστό. Αὐτή τήν ἐντολή τήν ἐπαναλάμβαναν καθημερινά οἱ ᾿Ιουδαῖοι καθώς δύο φορές τήν ἡμέρα, πρωί καί βράδυ, ἀπήγγελλαν τήν προσευχή-ὁμολογία πίστεως, πού ὀνομαζόταν «Σιέμα», δηλαδή «ἄκουε» ἀπό τήν πρώτη λέξη τῆς περικοπῆς.
῾Η δεύτερη ἐντολή πού ἀναφέρει ὁ νομικός παραγγέλλει τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο (βλ. Λε 19,18). Οἱ δύο αὐτές ἐντολές ἀντιστοιχοῦν στίς δύο πλάκες τοῦ νόμου, καί συνοψίζουν ὅλα τά παραγγέλματα πού ἀναφέρονται στίς σχέσεις μέ τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο (πρβλ. Ρω 13,10· Γα 5,14). Οἱ ᾿Ιουδαῖοι τίς εἶχαν γραμμένες στά φυλακτήρια, εἰδικά κουτάκια ἀπό δέρμα (μικρά πουγκιά), πού τά ἔδεναν μέ ταινίες στό μέτωπο καί στό ἀριστερό χέρι τους.
10,28. Εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ.
῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐπιδοκιμάζει τήν ἀπάντηση τοῦ νομικοῦ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης, σωστά ἀπάντησες, τοῦ λέει, καί τόν παροτρύνει νά τηρεῖ τίς ἐντολές αὐτές συνεχῶς· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ, αὐτό νά κάνεις καί θά ζήσεις, θά κληρονομήσεις τήν αἰώνια ζωή. ᾿Αξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Κύριος δέν χρησιμοποιεῖ ἀόριστο χρόνο, ὅπως ὁ νομικός, δέν λέει «ποιήσας» (στ. 25). Λέει ποίει, χρησιμοποιεῖ δηλαδή ἐνεστώτα, πού δηλώνει διάρκεια.
Παρά τίς πιθανόν ἀντίθετες προσδοκίες τοῦ νομικοῦ, ὁ Κύριος ὡς καλός ᾿Ιουδαῖος συμφώνησε ὅτι οἱ ὅροι γιά τήν κατάκτηση τῆς αἰωνιότητος ἐμπεριέχονται στόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί, ἐπιπλέον, ἐπισήμανε τό χρέος τοῦ πιστοῦ νά ἐφαρμόζει ὅσα ὁ νόμος λέει. ᾿Ενῶ ἀπαντᾶ στόν νομικό δείχνει σέ ὅλους τήν τέλεια πορεία τῆς οὐράνιας ζωῆς, πού συνδυάζει γνώση καί πράξη.
10,29. ῾Ο δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;
῾Ο δέ, ὁ νομικός, παγιδεύτηκε στήν παγίδα πού εἶχε στήσει. ῎Εδωσε μόνος του τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα πού εἶχε θέσει. ᾿Απέδειξε ὅτι αὐτή ἦταν πολύ ἁπλῆ καί ὁ ἴδιος γνώριζε πολύ καλά τί πρέπει νά κάνει γιά νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή, ἑπομένως δέν ἦταν δικαιολογημένο οὔτε καλοπροαίρετο τό ἐρώτημά του. Θέλων, λοιπόν, δικαιοῦν ἑαυτόν, θέλοντας νά δικαιώσει τόν ἑαυτό του, νά περισώσει τήν ἐξευτελισμένη ἀπό τόν ἴδιο ἀξιοπρέπειά του, κάνει μία πρόσθετη ἐρώτηση· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; Προσποιεῖται ὅτι σκοπός του ἦταν νά μάθει τήν ἀκριβέστερη ἑρμηνεία τῶν χωρίων πού προανέφερε.
Τό ζήτημα αὐτό ἀπασχολοῦσε τότε σοβαρά τούς ᾿Ιουδαίους, πού εἶχαν διασπαρεῖ ἀνάμεσα στά ἔθνη ἀλλά καί στήν ἴδια τήν πατρίδα τους συμβίωναν ἀναγκαστικά μέ τούς εἰδωλολάτρες κατακτητές. Εἶχαν δημιουργηθεῖ προβλήματα σχετικά μέ τήν ἑρμηνεία καί τήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου στά νέα κοινωνικά καί πολιτισμικά δεδομένα (πρβλ. Μθ 5,43). ῾Η ἔννοια τοῦ πλησίον εἶχε διαστρεβλωθεῖ. Οἱ ραββῖνοι δίδασκαν ὅτι στούς πλησίον περιλαμβάνονται μόνον οἱ ὁμοεθνεῖς καί ὁμόθρησκοι. Κάθε μή ᾿Ιουδαῖος δέν ἦταν πλησίον. ῎Ετσι, ἄν π.χ. ἕνας ᾿Ισραηλίτης σκότωνε ἐθνικό, δέν ἔπρεπε νά καταδικασθεῖ σέ θάνατο. ᾿Επιπλέον οἱ φαρισαῖοι δέν θεωροῦσαν πλησίον οὔτε τόν φτωχό καί ἀγράμματο λαό, πού περιφρονητικά τόν ἀποκαλοῦσαν «ἄμ χαάρετς», λαό τῆς γῆς.
10,30. ῾Υπολαβὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ᾿Ιερουσαλὴμ εἰς ᾿Ιεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα.
Πῆρε τόν λόγο ὁ ᾿Ιησοῦς καί ἀπάντησε στήν δεύτερη ἐρώτηση τοῦ νομικοῦ μέ μία παραβολή. Δέν ἀναπτύσσει ἐπιχειρήματα ὁ Κύριος. Μέ τό παράδειγμα πού διηγεῖται βοηθᾶ τόν συνομιλητή του νά φθάσει μόνος του στό σωστό συμπέρασμα, ὥστε νά μήν μπορεῖ νά τό ἀμφισβητήσει στήν συνέχεια. ῾Η ἀπάντηση στό μεγάλο νομικοθεολογικό ζήτημα πού ἔθεσε ὁ νομικός εἶναι γραμμένη σέ κάθε ἁπλῆ καρδιά, ἀρκεῖ νά ἔχει κανείς τήν καλή διάθεση νά τήν δεχθεῖ.
῞Οποιος πράγματι ἀγαπᾶ τόν Θεό ὀφείλει νά ἀγκαλιάζει μέ τήν ἀγάπη του ὅλους ἀνεξαιρέτως καί ἀδιακρίτως. Γι᾿ αὐτό ὡς πρωταγωνιστής τῆς παραβολῆς ἀναφέρεται ἄνθρωπός τις. ῎Αν καί οἱ ἀκροατές δύσκολα θά ἀπεύφευγαν τήν σκέψη ὅτι πρόκειται γιά κάποιον ᾿Ιουδαῖο, δέν προσδιορίζεται ἄν πρόκειται γιά ᾿Ιουδαῖο, Σαμαρείτη ἤ ἐθνικό, δίκαιο ἤ ἄδικο. Αὐτό πού ἔχει σημασία γιά τήν διήγηση εἶναι ὅτι πρόκειται γιά κάποιον ἄνθρωπο, τόν ὁποιοδήποτε. ῾Ο ἄνθρωπος κατέβαινεν ἀπὸ ᾿Ιερουσαλὴμ εἰς ᾿Ιεριχώ. ῾Η πόλη ᾿Ιεριχώ ὑπάρχει καί σήμερα βορειοανατολικά τῆς ᾿Ιερουσαλήμ, ἀπό τήν ὁποία ἀπέχει 150 περίπου στάδια, σχεδόν 30 χιλιόμετρα. Τό ὑψόμετρό της εἶναι περίπου 1.000 μέτρα χαμηλότερα ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ78 , γι᾿ αὐτό χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα «καταβαίνειν» γιά τήν μετάβαση ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ στήν ᾿Ιεριχώ καί γιά τήν ἀντίστροφη πορεία τό «ἀναβαίνειν» (βλ. Μθ 20,17· Μρ 10,32. 33· Λκ 18,31).
῾Ο δρόμος μεταξύ τῶν δύο πόλεων σέ μῆκος ἀρκετῶν χιλιομέτρων ἦταν ἔρημος, δύσβατος καί γι᾿ αὐτό ἐπικίνδυνος. ᾿Εκεῖ ἔβρισκαν κρησφύγετο πολλοί ληστές. ῾Υπάρχουν ἱστορικές μαρτυρίες ὅτι κατά τόν 1ο αἰ. μ.Χ. ὁ δρόμος αὐτός ἦταν ἔρημος καί πετρώδης, ἐνῶ κατά τόν 4ο αἰ. μ.Χ., κατέκλυζαν τήν περιοχή Βεδουΐνοι καί ληστές. ᾿Αλλά καί στά νεώτερα χρόνια μαρτυρεῖται δράση τῶν ληστῶν στήν περιοχή μεταξύ ᾿Ιερουσαλήμ καί ᾿Ιεριχώ81 . Εἶναι πιθανόν ὅτι ὁ Κύριος βρισκόταν στόν δρόμο αὐτό, ὅταν διηγήθηκε τήν παραβολή, διότι ἀμέσως μετά ἐξιστορεῖται ἡ ἐπίσκεψή του στήν Βηθανία (βλ. στ. 38-42), ἡ ὁποία τοποθετεῖται πάνω σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο.
῾Ο ἄνθρωπος πού πήγαινε ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ στήν ᾿Ιεριχώ λῃσταῖς περιέπεσεν, περικυκλώθηκε ἀπό ληστές πού εἶχαν στήσει ἐκεῖ καρτέρι. Αὐτοί ἐκδύσαντες αὐτόν, στήν προσπάθειά τους νά τόν ληστέψουν τόν ἔγδυσαν, καί ἐπειδή προφανῶς ἐκεῖνος ἀντιστεκόταν πληγὰς ἐπιθέντες, τόν τραυμάτισαν. Κατόπιν ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα, ἔφυγαν ἐγκαταλείποντάς τον μισοπεθαμένο.
10,31. Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν.
Κατά σύμπτωση, κατὰ συγκυρίαν, περνοῦσε ἀπό τό σημεῖο ἐκεῖνο τοῦ δρόμου ἱερεύς τις, ὁ ὁποῖος ἐρχόταν ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ, ὅπου πιθανόν εἶχε τελέσει τά ἱερατικά του καθήκοντα, καί ἐπέστρεφε στόν τόπο τῆς κατοικίας του. ῾Ως ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ ἦταν γνώστης τοῦ νόμου. Γνώριζε ἀσφαλῶς ὅτι εἶχε καθῆκον νά μή προσπεράσει ἀδιάφορος οὔτε τό ταλαιπωρούμενο ὑποζύγιο τοῦ ἐχθροῦ του (βλ. ῎Εξ 23,5), πολύ περισσότερο νά εἶναι εὔσπλαγχνος πρός ἕναν ἐμπερίστατο ἄνθρωπο.
῾ Ωστόσο ὁ ἱερέας εἶδε τόν τραυματισμένο ὁδοιπόρο καί ἀντιπαρῆλθεν, τόν προσπέρασε καί κατευθύνθηκε στήν ἀπέναντι πλευρά τοῦ δρόμου.
10,32. ῾Ομοίως δὲ καὶ λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε.
῞Ομοια συμπεριφορά ἔδειξε καί κάποιος λευΐτης, ἀπόγονος τοῦ Λευΐ, ὁ ὁποῖος πέρασε ἀπό τόν ἴδιο τόπο. Τούς λευΐτες εἶχε ἐπιλέξει ὁ Θεός γιά νά τόν ὑπηρετοῦν ἀντί τῶν πρωτοτόκων υἱῶν τοῦ ᾿Ισραήλ (βλ. ᾿Αρ 3,12). ᾿Από αὐτούς ἡ γενιά τοῦ ᾿Ααρών ἀποτέλεσε τήν ἱερατική τάξη, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι βοηθοῦσαν τούς ἱερεῖς στά ἔργα τους. Οἱ λευΐτες ἦταν οἱ πυλωροί, ψαλμωδοί καί γραφεῖς τοῦ ναοῦ. ῾Η φυλή τοῦ Λευΐ δέν πῆρε δικό της μερίδιο κατά τήν ἐγκατάσταση τῶν ᾿Ισραηλιτῶν στήν Παλαιστίνη. ῎Ετσι οἱ λευΐτες κατοικοῦσαν ἀνάμεσα στίς ἄλλες φυλές κατάσπαρτοι σέ διάφορες πόλεις (βλ. ᾿Ιη 21,3). ᾿Από τίς πόλεις αὐτές μετέβαιναν στόν ναό τοῦ Σολομῶντος γιά νά ἐπιτελέσουν τήν ὑπηρεσία τους κατά τό καθιερωμένο πρόγραμμα.
῾Ο ἱερέας εἶχε δεῖ ἀπό μακριά τόν πληγωμένο καί ἔφυγε. ῾Ο λευΐτης ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε, πλησίασε, εἶδε ἀπό κοντά τήν ἄθλια κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, καί ὡστόσο τόν προσπέρασε ἀδιάφορα.
᾿Επείγονταν, ἄραγε, οἱ δύο αὐτοί ἄνδρες γιά τήν ἐκτέλεση κάποιου θρησκευτικοῦ καθήκοντος; Φαίνεται ἀπίθανο, διότι ἐπέστρεφαν ἀπό τά ᾿Ιεροσόλυμα, ὅπου θά εἶχαν ἐπιτελέσει τά καθήκοντά τους. ῾Υπέθεσαν ὅτι εἶχαν μπροστά τους ἕναν νεκρό καί ἔπρεπε νά τηρήσουν τήν διάταξη τοῦ Λευϊτικοῦ πού ἀπαγόρευε στούς ἱερεῖς τήν ἐπαφή μέ νεκρό (βλ. Λε 21,1); Αὐτό, βέβαια, δέν ἀφοροῦσε στόν λευΐτη, ἐφόσον ἀπό κοντά διαπίστωσε τήν κατάσταση τοῦ δύστυχου ἄνδρα.
Τό πιθανότερο εἶναι ὅτι φοβήθηκαν μήπως ὑποστοῦν τήν ἴδια μ᾿ ἐκεῖνον συμφορά, μήπως ἐπιτεθοῦν καί σ᾿ αὐτούς οἱ ληστές ἤ ἐνοχοποιηθοῦν οἱ ἴδιοι. ᾿Εξάλλου, ἡ ἔλλειψη θεατῶν στήν ἐρημιά, ὅπου βρισκόταν ὁ πληγωμένος ἄνθρωπος ἦταν ἀνασταλτικός παράγοντας γιά τούς δύο περαστικούς. Γιατί νά ταλαιπωρηθοῦν κάνοντας μία ἀγαθοεργία, ἀφοῦ δέν θά τούς ἔβλεπε κανείς, ὥστε νά τούς ἐπαινέσει;
Φαίνεται ὅτι ὁ ἱερέας ἀπομακρύνθηκε ἀμέσως ὑπακούοντας αὐθόρμητα στήν κυριαρχική ἐπιταγή τῆς φιλαυτίας καί ἰδιοτέλειάς του, ἐνῶ ὁ λευΐτης πρόλαβε νά κάνει κάποιους συλλογισμούς· ὑπολόγισε ὅτι ἦταν ἀκριβό τό τίμημα τῆς ἀγάπης σ᾿ ἐκείνη τήν περίσταση καί βιάστηκε νά φύγει, ὅπως τοῦ ὑπαγόρευε ἡ φυγοπονία του. ῾Η ἀδιαφορία τῶν δύο περαστικῶν ὄχι μόνο παρέτεινε χρονικά τήν ὀδύνη τοῦ δύστυχου ταξιδιώτη, ἀλλά καί ποιοτικά τήν ὄξυνε, καθώς τοῦ πρόσθεσε τόν πόνο τῆς ἐγκατάλειψης καί τῆς ἀπελπισίας.
Αὐτοί πού θεωροῦνταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ἀποδείχθηκαν ἀσυγκίνητοι στόν ἀνθρώπινο πόνο, ἀπάνθρωποι. Προφανῶς φρόντιζαν μόνο γιά τήν ἐξωτερική τους ἱεροπρέπεια καί τήν τυπική τήρηση τῶν θρησκευτικῶν τους καθηκόντων, ἐνῶ ἀδιαφοροῦσαν γιά τήν ἐσωτερική εὐσέβεια, γιά τήν εὐσπλαγχνία πού εὐαρεστοῦσε τόν Θεό, ἀλλά ἀπαιτοῦσε τήν θυσία τῆς φιλαυτίας τους.
Δέν εἶναι, λοιπόν, καθόλου ἀπίθανο ὅτι κανείς ἀπό τούς δύο δέν θά ἔνιωσε ἴχνος ἐνοχῆς γιά τήν σκληρή συμπεριφορά του. Δέν εἶχαν κάνει κανένα κακό, δέν παρέβησαν κάποια ἐντολή, ἀφοῦ δέν κακοποίησαν αὐτοί τόν ἄνθρωπο· ἁπλῶς δέν μπόρεσαν νά τόν βοηθήσουν. ᾿Εξάλλου εἶχαν κάθε δικαίωμα νά διασφαλίσουν τήν ζωή καί τήν περιουσία τους.
10,33. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη.
῾Ωστόσο, κάποιος Σαμαρείτης, ἀδυσώπητος ἐχθρός τῶν ᾿Ιουδαίων (βλ. σχόλια στό 9,53), συγκινήθηκε ἀπό τό δράμα τοῦ κακοποιημένου ἀνθρώπου. ῾Οδεύων, ὁδοιπόρος καί αὐτός -δέν φαίνεται νά «κατέβαινε» ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ-, ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, ἔφθασε κοντά στόν τραυματισμένο καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη. ῾Ο Σαμαρείτης δέν ἔμεινε ἀδιάφορος, συμπόνεσε τόν πονεμένο. ῾Η αὐθόρμητη καί ἄμεση ἀνταπόκρισή του καθιστᾶ πιό σαφῆ καί ἔντονη τήν ἀσπλαγχνία τῶν προηγουμένων.
10,34-35. καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ. Καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι.
Δέν ἀρκέσθηκε σέ μία ἐπιπόλαια, θεωρητική συμπόνια ὁ Σαμαρείτης, ἀλλά προχώρησε στήν πράξη· ἀπό τήν εὐσπλαγχνία πέρασε στήν φιλανθρωπία. Προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ, πλησίασε καί σχίζοντας ἴσως ἕνα μέρος ἀπό τά ροῦχα του, τό ἔκανε ἐπιδέσμους, μέ τούς ὁποίους ἔδεσε τά τραύματα τοῦ πληγωμένου, ἀφοῦ πρῶτα ἔχυσε πάνω στίς πληγές ἔλαιον καὶ οἶνον. Λάδι καί κρασί καθώς καί ψωμί, τά βασικά εἴδη διατροφῆς, κουβαλοῦσε συνήθως μαζί του κάθε ταξιδιώτης.
῞Οπως μᾶς πληροφοροῦν μαρτυρίες ἀρχαίων συγγραφέων, ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων οἱ ἄνθρωποι χρησιμοποιοῦσαν γιά τήν θεραπεία τῶν πληγῶν τό λάδι ὡς μαλακτικό καί τό κρασί ὡς ἀντισηπτικό. Γιά μία ἀκόμη φορά θαυμάζουμε τήν ἐπιμονή τοῦ γιατροῦ Λουκᾶ στήν καταγραφή τῶν ἰατρικῶν λεπτομερειῶν.
῎Επειτα ὁ Σαμαρείτης ἐπιβιβάσας αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος, καταβάλλοντας ἀσφαλῶς ἰδιαίτερο κόπο, ἀνέβασε τόν συνάνθρωπο στό ζῶο πού μετέφερε τόν ἴδιο. Θυσίασε ὄχι μόνο τόν χρόνο ἀλλά καί τήν προσωπική του ἄνεση.
Πεζοπορώντας αὐτός καί ὑποβαστάζοντας τόν τραυματισμένο, ἔφθασαν εἰς πανδοχεῖον, σ᾿ ἕνα ἀπό τά χάνια τῆς ἐποχῆς, ὅπου μποροῦσαν νά διανυκτερεύουν οἱ ταξιδιῶτες. Διέκοψε τό ταξίδι γιά νά διανυκτερεύσει καί ὁ ἴδιος στό πανδοχεῖο, ὅπου ἐπεμελήθη αὐτοῦ, τοῦ πρόσφερε τίς ἀναγκαῖες περιποιήσεις καί φροντίδες.
Κατά τήν ἀναχώρησή του ἐπὶ τὴν αὔριον, τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ἔβγαλε ἀπό τό βαλλάντιό του καί ἔδωσε στόν πανδοχέα δύο δηνάρια, ποσό ἴσο μέ δύο ἡμερομίσθια ἑνός ἀνειδίκευτου ἐργάτη (πρβλ. Μθ 20,2). Τόν παρακάλεσε νά φροντίσει τόν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο καί τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά ἐπιστρέψει καί θά τοῦ πληρώσει κάθε ἐπιπλέον δαπάνη.
῾Η εὐγένεια καί ἡ διακριτικότητα, ἡ ἀνιδιοτελής καί στοργική ἀγάπη, ἡ γενναιοδωρία σέ ἕναν ἄνθρωπο ἄγνωστο, ἀλλοεθνῆ καί μάλιστα ἐχθρό, ἀναμφίβολα, ἀνεβάζει τήν εὐεργεσία τοῦ Σαμαρείτη σέ πολύ ὑψηλό ἐπίπεδο.
10,36. Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;
Μετά ἀπό τήν διήγηση τῆς παραβολῆς θά περίμενε κανείς νά ρωτήσει ὁ Κύριος τόν νομικό «ποιός, λοιπόν, εἶναι ὁ πλησίον;», γιά νά πάρει τήν ἀπάντηση «ὁ ἄνθρωπος πού ἔπεσε στήν ἐνέδρα τῶν ληστῶν». ῾Ο Κύριος ὅμως ἀντιστρέφοντας τήν ἐρώτηση τοῦ νομικοῦ δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης (ποιός πρέπει νά θεωρεῖται πλησίον) ἀλλά γιά τό ὑποκείμενό της· ρωτᾶ ποιός ἀπέδειξε τόν ἑαυτό του «πλησίον» τοῦ κακοποιημένου ἀνθρώπου, τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς. ᾿Απαιτεῖ μάλιστα νά γίνει ἡ διάκριση μεταξύ τούτων τῶν τριῶν, ἀνάμεσα στά τρία πρόσωπα στά ὁποῖα δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά ἀσκήσουν τό καθῆκον τους ὡς «πλησίον».
10,37. ῾Ο δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
῾Ο νομικός δέν ἔχει περιθώρια ἐπιλογῆς· ἡ ἀπάντηση σαφέστατη βγαίνει ἀβίαστα ἀπό τήν διήγηση. Εἶναι ἀναγκασμένος νά ὁμολογήσει ὅτι ὁ ἀνεπιθύμητος καί μισητός γι᾿ αὐτόν Σαμαρείτης ξεπέρασε τούς δύο ᾿Ιουδαίους, ἱερέα καί λευΐτη, ἀποδείχθηκε πλησίον, εὐαρέστησε τόν Θεό. Προκειμένου ὅμως νά ἀποφύγει τό ἀπεχθές γι᾿ αὐτόν ὄνομα τοῦ Σαμαρείτη, τό ἀντικαθιστᾶ μέ τήν πράξη του. Περιορίζεται νά πεῖ· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. ῾Η ἔκφραση αὐτή ἀποτελεῖ ἑβραϊσμό καί σημαίνει «αὐτός πού ἔκανε πράξη τήν εὐσπλαγχνία».
῾Ο ὑπερόπτης καί δοκησίσοφος νομικός ταπεινώνεται. Σάν νά ἦταν ἕνας ἄπειρος μαθητής ἀκούει τήν προτροπή μέ τήν ὁποία κλείνει τήν συζήτηση ὁ Κύριος· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως. Προβάλλει τό παράδειγμα τοῦ σπλαγχνικοῦ εὐεργέτη ὡς πηγή ἐμπνεύσεως καί πρότυπο πρός μίμηση. ῎Εναντι τῆς ἁρπακτικῆς ἰδιοτέλειας τῶν ληστῶν, πού ἀδίστακτα λήστεψαν καί κακοποίησαν τόν συνάνθρωπό τους, ἀλλά καί ἔναντι τῆς ἀπάνθρωπης ἀδιαφορίας τῶν δύο ἀνδρῶν, πού τόν ἄφησαν ἀβοήθητο, ἡ αὐτοθυσία τοῦ Σαμαρείτη προβάλλει τήν στάση ζωῆς ἡ ὁποία διέπεται ἀπό τήν ἔμπρακτη ἀγάπη. Εἶναι ἡ οὐσιαστική ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο (πρβλ. ᾿Ια 2,15-16· Α´ ᾿Ιω 3,18), ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνει καί ἐγγυᾶται τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό (πρβλ. Α´ ᾿Ιω 4,12.16).
᾿Αξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Κύριος δέν λέει «ποίησον», ἀλλά ποίει ὁμοίως. ῾Η πράξη τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ἀποτελεῖ πρότυπο γιά συνεχῆ καί ἀδιάκοπη, ἰσόβια μίμηση. Δέν ἐπαναλαμβάνει ἐπίσης τό «καὶ ζήσῃ» τοῦ στ. 28, διότι προϋπόθεση τῆς αἰώνιας ζωῆς εἶναι ἡ ἀγάπη ὄχι μόνο πρός τόν συνάνθρωπο, ἀλλά καί πρός τόν Θεό καί ἡ παραβολή ἀναφέρθηκε μόνο στήν πρώτη. Στό ἐρώτημα «τίς ἔστι μου πλησίον» δόθηκε σαφέστατα ἡ ἀπάντηση ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ πλησίον δέν καθορίζεται ἀπό τήν συγγένεια γένους, ἐθνότητος, φιλίας· πλησίον εἶναι κάθε ἄνθρωπος πού ἐνεργεῖ ὡς πλησίον· εἶναι καί ὁ ἐχθρός Σαμαρείτης.
* * *
Μέσα ἀπό τίς εἰκόνες καί τίς σκηνές τῆς περιπέτειας τοῦ «περιπεσόντος εἰς τούς ληστάς» ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη περιγράφει ἀνάγλυφα ὅλο τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, τήν περιπέτεια τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου καί τήν σωτηρία πού τοῦ ἐξασφάλισε ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Γιά τόν ἄνθρωπο πού ἔπεσε στήν παγίδα τῶν δαιμόνων «πλησίον» ἀποδείχθηκε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. ῏Ηλθε πολύ κοντά μας, παίρνοντας τήν ἀνθρώπινη φύση, καί ἔχυσε τό ἴδιο του τό αἷμα πάνω στίς πληγές τῆς ἁμαρτίας μας. Μέ τήν λυτρωτική θυσία καί τήν ἀνάστασή του ἐλευθέρωσε τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τήν σατανική κυριαρχία, κατέλυσε τά ἔργα τοῦ διαβόλου καί ἀσφάλισε τό ἀπολυτρωτικό ἔργο στήν ᾿Εκκλησία του, ἡ ὁποία καί τό συνεχίζει. ῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι τό μεγάλο πανδοχεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεανθρώπου. Οἱ ποιμένες καί διδάσκαλοί της ὡς πανδοχεῖς ἐπιμελοῦνται τήν θεραπεία καί καλλιέργεια τῶν ψυχῶν. Γιά τό ἔργο τους θά ἀμειφθοῦν πλουσιοπάροχα ἀπό τόν Κύριο κατά τήν Δευτέρα Παρουσία του. Μέ τήν θεώρηση αὐτή δικαιώνεται ἡ τυπολογική-ἀναγωγική ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς, τήν ὁποία ἀκολουθοῦν καί ὁρισμένοι ἀπό τούς πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, χωρίς νά παραβιάζεται ἡ ἱστορική ἑρμηνεία καί νά καταντᾶ ἀλληγορία.
Κατακλείοντας τήν παραβολή ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ καλός Σαμαρείτης πού ἐξέφρασε τήν ἀγάπη του ὡς ὁ ἰδεώδης πλησίον τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου, προτρέπει «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως»· προτείνει ἔτσι τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του ὡς πρότυπο «ποιήσαντος καί διδάξαντος».
(Ἀπό τό βιβλίο τοῦ ὁμοτίμου καθηγητοῦ κ. Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Β΄)

Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ.

 



Επίκαιρος όσο ποτέ:

"Αγοράζετε ένα κομμάτι κρέας. Το κομμάτι αυτό είναι ένα στέρεο πράγμα. Όσο και αν το πατήσεις από εδώ, ή από κει, θα διατηρήσει το σχήμα του.

Όταν όμως αυτό το κομμάτι κρέας το βάλεις μέσα στη μηχανή του κιμά, από κάτω τι βγαίνει; Βγαίνει κιμάς. Και τον κιμά τον πιάνεις στο χέρι σου και τον πλάθεις, τον κάνεις όπως θέλεις, τον κάνεις σουτζούκι, τον κάνεις κεφτέ..... Τι προτιμάτε να είστε; Κρέας ή κιμάς; Μην αφήσετε να σας κάνουν κιμά......"

Λόγια απλά,που καταλαβαίνουν και οι "ανυποψίαστοι"...

Αλήθεια,ποιες να είναι άραγε αυτές οι "μηχανές κιμά";

Και πότε θα καταλάβουν ορισμένοι,πως όσο "σκληρό κρέας" κι αν είναι,ΜΕ ΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ΜΠΟΥΝ ΣΤΗ ΜΗΧΑΝΗ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΚΙΜΑΣ;;;

Έχουμε χρέος να τηρήσουμε την παρακαταθήκη του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου:Όχι μόνο δεν θα γίνουμε κιμάς,αλλά ΘΑ ΔΙΑΛΥΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΗΧΑΝΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ!

Που μπορεί να βρίσκονται οπουδήποτε,ΑΚΟΜΑ και σε μια Πλατεία

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...