Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 10, 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ IA΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ιδ΄ 16 - 24 ) Των Προπατόρων του παν.Αρχιμανδρίτου Ιωήλ Κωνστάνταρου


ΚΥΡΙΑΚΗ IA΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ιδ΄ 16 - 24)

Των Προπατόρων



Την παραβολή του Μεγάλου Δείπνου θα αξιωθούμε να ακούσουμε στην Ευαγγελική περικοπή της Κυριακής των Προπατόρων.

Δείπνο ετοιμασμένο για πλήθος προσκεκλημένων.

Φυσικά η παραβολή κρύβει μεγάλες αλήθειες που συγκλονίζουν τον πιστό όταν αποκαλύπτονται.

Και εδώ ο Κύριός μας Ιησούς εννοεί την Βασιλεία των Ουρανών, αλλά και το Μέγα Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Το Μυστήριο των Μυστηρίων, το οποίο αποτελεί και τον πυρήνα της Ορθοδόξου Χριστιανικής Πίστεώς μας.

Μας δίνεται λοιπόν η ευκαιρία σήμερα να προσεγγίσουμε το μεγάλο αυτό Μυστήριο, το Δείπνο της Θείας Κοινωνίας στο οποίο θα πρέπει να προσερχόμαστε μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης, ώστε να γινόμαστε κοινωνοί Αυτού του Δεσποτικού Σώματος και Αίματος.

Το ότι η Θεία Κοινωνία είναι Αυτό το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου και Θεού μας, τούτο μας το βεβαίωσε ο Ίδιος όταν ομίλησε για την «Σάρκα Του». «Η σαρξ μου  αληθώς εστί βρώσις και το αίμα μου, αληθώς εστί πόσις» (Ιωαν. στ΄ 55).

Ναι αδελφοί μου, τα Τίμια Δώρα που παρατίθενται στο Δείπνο της Θείας Κοινωνίας, είναι η αληθινή τροφή, με την οποία τρέφεται, στηρίζεται, τονώνεται και ζωογονείται η ψυχή μας. Δεν υπάρχει άλλη τροφή για την ψυχή μας και την όλη ύπαρξή μας. Τούτος είναι δε και ο λόγος για τον οποίον το «Πάτερ ημών», δηλ. η Κυριακή προσευχή, που κάνει λόγο για τον «άρτον τον επιούσιον», ορίστηκε από την Εκκλησία μας να απαγγέλλεται λίγο πριν την Θεία Κοινωνία.

Θεία Κοινωνία. Και μόνο οι δύο αυτές λέξεις, όταν ο άνθρωπος τις συνειδητοποιήσει (όσο το δυνατόν), είναι ικανές να τον ξεκολλήσουν από την γη και από την ύλη, από το πρόσκαιρο και από την αμαρτία και να τον ανεβάσουν στα ύψη τα πνευματικά, στα ύψη της θεϊκής υιοθεσίας.

Θεία  Κοινωνία = Θεία Επικοινωνία. Θαύμα θαυμάτων. Ο χοϊκός και αδύναμος άνθρωπος, γίνεται σύσσωμος και σύναιμος Κυρίου Ιησού Χριστού.

Εάν όντως ήμασταν πνευματικοί άνθρωποι, εάν πράγματι στην καρδιά μας κόχλαζε η αγάπη του Ιησού, δε θα μέναμε μόνο σ’ αυτά που μας βεβαιώνουν οι αισθήσεις. Η όραση και η γεύση. Θα ανοίγαμε την ψυχή μας και θα προχωρούσαμε βαθύτερα, με αποτέλεσμα να συνειδητοποιούμε, ολοένα και περισσότερο, ότι μέσω της συμμετοχής μας στην Ορθόδοξη λειτουργική ζωή, γινόμαστε σιγά – σιγά, ουρανοπολίτες...

Θα βλέπαμε πόσο πρόσκαιροι και πάροικοι  είμαστε εδώ και πόσο αγαπημένα τέκνα του Θεού θα πρέπει ν’ αναδειχθούμε, αρκεί να δείχνουμε την δέουσα προσοχή  και πίστη στο Μυστήριο.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερα έκπληξη και θαυμασμός για τον άνθρωπο όταν αρχίζει να μελετά την άφατη συγκατάβαση του Κυρίου, ο Οποίος καταδέχεται και εισέρχεται ως τροφή και από το στόμα του ανθρώπου (χωρίς βεβαίως η Θεία Μετάληψη να ακολουθεί την φυσική ροή του οργανισμού), δηλ. ημών των κατακρίτων και αμαρτωλών ανθρώπων!

Είναι δε τόσο το ύψος αυτής της πραγματικότητας, ώστε και αυτοί οι άγιοι Άγγελοι και όλα τα ουράνια πνεύματα, φρίττουν μπροστά στην άπειρη και ασύλληπτη συγκατάβαση και αγάπη του Θεού.

Όσο τολμηρή φαντασία και αν διέθετε ο άνθρωπος, δεν θα μπορούσε ποτέ μα ποτέ να φανταστεί ότι η αγάπη και η συγκατάβαση του Θεού, θα μας πρόσφερε αυτό το ανέκφραστο και φρικτό μυστήριο της θυσίας του αγαπημένου του Υιού.

Και μετά από αυτά που κάνουν το νου του ανθρώπου να εκπλήσσεται και να φρίττει, μετά απ’ αυτά που κάνουν την γλώσσα να σιωπά και τη γραφίδα να παύει, χρειάζεται άραγε να επισημάνουμε και να τονίσουμε την προσοχή με την οποία είναι απόλυτη ανάγκη να προσεγγίζουμε το θείο μυστήριο που ξεπερνά και αυτούς τους ουρανούς και εκπορεύεται απευθείας από την Αγία Τριάδα;

Είναι άραγε ανάγκη να υπογραμμίσουμε το πόσο προσεκτικοί θα πρέπει να είμαστε πριν λάβουμε την λαβίδα στα ρυπαρά και πήλινα χείλη μας; Τούτο μόνο τονίζουμε. Είναι προτιμότερο να μη πλησιάσει κανείς ποτέ, ενώ είναι απροετοίμαστος, στο Δεσποτικό Δείπνο, παρά ανέτοιμος να το γευθεί και, αλλοίμονο, να κολαστεί...

Δόξα τω Θεώ, διότι υπάρχουν και σήμερα πιστοί ορθόδοξοι Χριστιανοί (και ουδέποτε θα παύσουν), οι οποίοι συμμετέχουν τακτικά και ασφαλώς κατόπιν προετοιμασίας και με την άδεια του Πνευματικού τους στα άχραντα μυστήρια. Συμμετέχουν στο Μεγάλο Δείπνο, «ακατακρίτως». Συγκινούνται και λάμπουν από χαρά και αγαλλίαση, διότι αξιώνονται να συμμετέχουν στην επουράνια πρόσκληση. Και όχι μόνο τα πρόσωπά τους αστράφτουν από την Χάρη του Μεγάλου Μυστηρίου, αλλά την ουράνια αυτή γαλήνη, την μεταφέρουν μέσα στην οικογένειά τους, αλλά και στο περιβάλλον τους γενικώτερα.

Ο Χριστός έρχεται μέσα στον οίκο της ψυχής και ο άνθρωπος γίνεται ό,τι ανώτερο και αγιότερο θα ήταν δυνατόν να γίνει.

Γίνεται Χριστοφόρος!

Μέσα στις φλέβες του, διά της Θείας Κοινωνίας, ρέει πλέον αυτό το Δεσποτικό αίμα.

Υπάρχει μεγαλύτερη ευλογία απ’ αυτό; Και πάλι, μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερο κακό από την συνειδητή άρνηση του ταλαίπωρου ανθρώπου στην πρόσκληση για το Μέγα Δείπνο;

Αδελφοί μου, δεν έχουμε, παρά κάθε φορά που πλησιάζουμε τον «θείο κρατήρα», εν συντριβή καρδία να ομολογούμε:

«Του Δείπνου σου του μυστικού, σήμερον, Υιέ Θεού, κοινωνόν με παράλαβε, ου μη γαρ τοις εχθροίς σου το Μυστήριον είπω, ου φίλημα σοι δώσω, καθάπερ ο Ιούδας, αλλ’ ως ο Ληστής ομολογώ σοι, Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία σου».







π. Ιωήλ

Κόνιτσα

p.ioil@freemail.gr

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ) του π. Γεώργιου Δορμπαράκη

 




«Άνθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς»
α. Προσκεκλημένος ο Κύριος μαζί με άλλους σε τραπέζι που έκανε πλούσιος Φαρισαίος, βρήκε την ευκαιρία αφενός να διδάξει τους παρόντες Ιουδαίους στο να επικεντρώνουν στην ουσία του Νόμου και όχι στην τυπική κατανόησή του, μέσω θαύματος που πραγματοποίησε ημέρα Σάββατο σ’ έναν υδρωπικό, αφετέρου να ελέγξει τον εγωισμό τους, ο οποίος εκφραζόταν με την εκζήτηση από αυτούς «των πρωτοκλισιών», των πρώτων θέσεων στα τραπέζια, με παράλληλο αποκλεισμό από αυτά όλων των πτωχών και καταφρονεμένων συνανθρώπων τους. Ένας από τους συνδαιτημόνες εξέφρασε τότε την άποψη πόσο ωραίο θα ήταν το τραπέζι της Βασιλείας του Θεού, μαζί με τον Μεσσία και τους λοιπούς πατριάρχες του Ισραήλ. Και ο Κύριος απάντησε στην παρατήρηση με τη σημερινή παραβολή του μεγάλου Δείπνου. Η παραβολή λοιπόν αυτή συνιστά την απάντηση του Κυρίου σε κάτι που, κατά τους Ιουδαίους, αναφέρεται στα έσχατα, εκεί που θα φανερωθεί η Βασιλεία του Θεού. «Άνθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς».
β. 1. Εξαρχής λοιπόν είναι κατανοητό ότι η παραβολή του μεγάλου Δείπνου ερμηνεύεται μέσα σε εσχατολογικά λεγόμενα πλαίσια, σ’ εκείνα δηλαδή τα πλαίσια που φανερώνουν τη Βασιλεία του Θεού. Η Βασιλεία του Θεού είναι ένα στρωμένο τραπέζι. Με τη μόνη διαφορά ότι ο μεν Ιουδαίος που έδωσε την αφορμή αποδεχόταν το τραπέζι αυτό της Βασιλείας με τρόπο υλιστικό, ο δε Κύριος το ανάγει στην αληθινή του διάσταση, δηλαδή ότι έχει πνευματικό χαρακτήρα. Έτσι ο άνθρωπος που παραθέτει το τραπέζι είναι ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος καλεί τους ανθρώπους να μετάσχουν σ’ αυτό, να ενταχθούν δηλαδή στη Βασιλεία Του, συνεπώς να μετάσχουν στη ζωή Του – η μετοχή στον ίδιο τον Θεό είναι η ζωή της Βασιλείας. Η αναφορά σε Δείπνο και όχι σε άριστο, δηλαδή όχι σε ένα απλό γεύμα, δεν είναι τυχαία. Για τους Ιουδαίους εκείνο που είχε βαρύνουσα σημασία, εκείνο που είχε επισημότητα ήταν το Δείπνο, το βραδινό δηλαδή γεύμα, συνεπώς η παρομοίωση της Βασιλείας με Δείπνο δείχνει και τη σημασία που αποδίδει ο ίδιος ο Θεός στην κλήση σ’ αυτό. Κι αυτό βεβαίως σημαίνει περαιτέρω ότι η Βασιλεία του Θεού έχει χαρμόσυνο χαρακτήρα, δεδομένου ότι οι άνθρωποι καλούνται να μετάσχουν σε κάτι που από τη φύση του έχει το στοιχείο της κοινωνίας και της χαράς: να φάνε και να πιούνε. Κι είναι ευνόητο: η κλήση του Θεού είναι πάντοτε κλήση χαράς, διότι ο Ίδιος είναι η πηγή της. Κλήση μετοχής σ’ Αυτόν σημαίνει ο άνθρωπος να κοινωνήσει τη χαρά Του, να φύγει συνεπώς από οτιδήποτε έχει το στοιχείο της θλίψης που φέρνει κάθε τι αμαρτωλό.
2. Στο Δείπνο λοιπόν της Βασιλείας ο Κύριος κάλεσε πολλούς. Όχι όλους σε πρώτη φάση, διότι μέσα στο σχέδιο του Θεού, στην οικονομία Του, πρώτα κλήθηκαν οι Ιουδαίοι – αυτοί που θεωρούνταν ο εκλεκτός λαός Του – και έπειτα όλοι οι άλλοι. Και μάλιστα στους πρώτους αυτούς υπήρξε μία διπλή πρόσκληση: μία αρχική, για να προετοιμαστούν, και μία τελική, για να ανταποκριθούν όταν όλα θα ήταν έτοιμα. Η αρχική πρόσκληση πραγματοποιήθηκε με τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, που κατά καιρούς στέλνονταν από τον Θεό, προκειμένου να κηρύξουν μετάνοια και να προετοιμάσουν το έδαφος για τον ερχομό του Μεσσία, ενώ η τελική με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον ίδιο τον Κύριο Ιησού, ο Οποίος ακριβώς ήλθε ως ο Μεσσίας, που φανέρωνε στο πρόσωπό Του αυτήν την Βασιλεία. Και ποιο το αποτέλεσμα; Η τελική πρόσκληση βρίσκει απροετοίμαστους τους επίσημους πρώτους προσκεκλημένους. Οι οποίοι με παιδαριώδεις δικαιολογίες – ό,τι ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει «προφάσεις εν αμαρτίαις» - αρνούνται την προσέλευσή τους, φανερώνοντας ότι η επιλογή και η προτεραιότητα της ζωής τους είναι οτιδήποτε άλλο, εκτός από τη Βασιλεία του Θεού και το άγιο θέλημά Του.
3. Η απορριπτική στάση στην πρόσκληση του Κυρίου οδηγεί σε διπλή αντίδρασή Του: αφενός διαγράφει διαπαντός τη συμμετοχή των Ιουδαίων στο τραπέζι της Βασιλείας Του, εφόσον βεβαίως θα διατηρήσουν την ίδια στάση – «ουδέποτε γεύσεταί μου του Δείπνου» - αφετέρου επιταχύνει, θα λέγαμε, την κλήση στους απλούς και καταφρονεμένους Ιουδαίους, ώστε και αυτοί να μετάσχουν του Δείπνου, όπως και φέρνει σ’ αυτό και τους εκτός της πόλεως των Ιουδαίων, δηλαδή όλους τους εθνικούς και ειδωλολάτρες. Κι αυτό φαίνεται να είναι το αρχικό θέλημα του Θεού, διότι ο πόθος Του είναι «ίνα γεμισθή ο οίκος Του». Με άλλα λόγια στη Βασιλεία του Θεού είναι προσκεκλημένοι όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη που ανήκουν ή τη φυλή και το έθνος τους. Ο Θεός βεβαίως αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους και η χαρά Του είναι ακριβώς η συμμετοχή όλων των ανθρώπων σε Αυτόν – αυτό που κήρυσσαν έκτοτε και οι απόστολοι, σαν τον απόστολο Παύλο που διακήρυσσε: «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ∙ πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού».
4. Το μεγάλο Δείπνο της παραβολής, ως το Δείπνο της Βασιλείας του Θεού, όπως είπαμε, στο οποίο οι άνθρωποι καλούνται να φάνε και πιούνε, παραπέμπει ασφαλώς σε αυτό που συνιστά τον πυρήνα της Εκκλησίας, τη Θεία Ευχαριστία. Η ίδια η Εκκλησία ως το ζωντανό σώμα του Χριστού είναι η επί γης φανέρωση της Βασιλείας αυτής. Αφού ο Ίδιος ο Κύριος φανερώνει τη Βασιλεία του Θεού, δεν μπορεί παρά και η Εκκλησία, το σώμα Του, να βρίσκεται στον κόσμο με τον ίδιο τρόπο. Συνεπώς αντιστοίχως κατανοείται και το τραπέζι της, η Θεία Ευχαριστία. Όλοι λοιπόν καλούνται σ’ αυτό το τραπέζι, να κοινωνήσουν το σώμα και το αίμα του Υιού του Θεού ως ανθρώπου, για να γίνουν σύσσωμοι και σύναιμοι με Εκείνον και μέτοχοι της χαράς Του. Πόσοι όμως από τους χριστιανούς είναι έτοιμοι να αποδεχθούν την κλήση αυτή; Το «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε», λεγόμενο από τον Κύριο διά χειλέων του ιερέως, συναντά ή απουσιάζοντα ώτα χριστιανών, ή κεκλεισμένα τις περισσότερες φορές από «προφάσεις εν αμαρτίαις». Η παραβολή αυτή του Κυρίου δηλαδή βιώνεται και επιβεβαιώνεται καθημερινά, όπου υπάρχει Εκκλησία και όσο θα ζει με τον τρόπο του Χριστού. Και από την άποψη αυτή το «ερωτώ σε, έχε με παρητημένον» των αρνητών της πρόσκλησης του Δείπνου γίνεται έμπρακτη άρνηση και πρόφαση δικαιολογίας και από εμάς τους χριστιανούς, κάτι που σημαίνει ότι η στάση μας αυτή καθρεπτίζει και την εδώ –στον κόσμο τούτο σχέση μας με τον Χριστό, και την μελλοντική, αν συνεχίζουμε βεβαίως την ίδια τακτική. Τα λόγια πάντως του Κυρίου: «ουδέποτε γεύσεταί μου του Δείπνου» συνιστούν τη σαφή προειδοποίησή Του.
γ. Η παραβολή του μεγάλου Δείπνου λέγεται λίγες σχετικά ημέρες προ της εορτής των Χριστουγέννων. Η Εκκλησία μας επίτηδες την θέτει σ’ αυτό το χρονικό σημείο, για να δείξει ότι αν δεν γίνουμε κι εμείς έτοιμοι προς μετοχή στο τραπέζι της Βασιλείας Του, τη Θεία Ευχαριστία εν προκειμένω, δεν υπάρχει περίπτωση να εορτάσουμε αληθινά Χριστούγεννα, ως γέννηση του Χριστού στις καρδιές μας. Και βεβαίως δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε ότι δεν αρκεί να καθίσει κανείς στο τραπέζι της Βασιλείας, αλλά να έχει και το κατάλληλο ένδυμα: την όσο το δυνατόν καθαρή ψυχή του, λουσμένη στα δάκρυα της μετανοίας του. Τότε πράγματι θα δει ότι όχι μόνο θα φάει και θα πιει τον προσφερόμενο «εκ του ουρανού καταβάντα άρτον», αλλά θα έχει και τον Ίδιο τον οικοδεσπότη να τον διακονεί, κατά την αψευδή διαβεβαίωση του Κυρίου: «περιζώσεται και ανακλινεί αυτούς και παρελθών διακονήσει αυτοίς».

Κυριακή ΙΑ’ Λουκά -Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας


Τον εαυτό μας είναι δυνατόν, πολλοί από εμάς να εντοπίσουμε, στο Ευαγγελικό απόσπασμα που ακούσαμε σήμερα, αδελφοί μου. Ακούσαμε τον Χριστό να διηγείται για την πρόσκληση που απηύθυνε σε πολλούς ένας πλούσιος άνθρωπος, προκειμένου να συμμετάσχουν σε επίσημο δείπνο που παρέθετε στο σπίτι του. Και είδαμε τους προσκεκλημένους να επικαλούνται πλείστες όσες φτηνές δικαιολογίες για να το αποφύγουν. Δικαιολογίες σχετικά με οικογενειακές και εργασιακές υποχρεώσεις, «προφάσεις εν αμαρτίαις», ουσιαστικά.

Η περικοπή είναι, ασφαλώς, παραβολική. Αυτός που προσκαλεί είναι ο Χριστός. Το δείπνο είναι το τραπέζι της Θείας Ευχαριστίας, η Θεία Λειτουργία. Οι προσκεκλημένοι είμαστε όλοι όσοι βαπτισθήκαμε στο όνομά Του και ανήκουμε στην Εκκλησία Του. Μάς καλεί να συμμετάσχουμε στο Μυστήριο της ζωής, προκειμένου να ενωθούμε μαζί Του και μεταξύ μας και να γευθούμε από αυτή τη ζωή τα αγαθά της Βασιλείας Του. Όλα αυτά μάς δίδουν την αφορμή και την ευκαιρία να διεισδύσουμε στην ουσία του Μυστηρίου, άνευ του οποίου δεν υφίσταται Εκκλησία. Δεν υπάρχει προοπτική σωτηρίας.

Κατά τον δογματικό Πατέρα της Εκκλησίας μας Όσιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, η Θεία Ευχαριστία «λέγεται και είναι αληθινή Θεία Κοινωνία, επειδή, με αυτή, κοινωνούμε με τον Χριστό και μετέχουμε του Σώματος και της Θεότητάς του. Λέγεται, επίσης, Θεία Κοινωνία, επειδή, με αυτήν οι άνθρωποι γινόμαστε ένα και μεταξύ μας. Επειδή όλοι μας μεταλαμβάνουμε από ένα άρτο γινόμαστε ένα σώμα και ένα αίμα με τον Χριστό και μεταξύ μας συναπαρτίζουμε τα μέλη του ενός σώματος, του Σώματος του Χριστού»(1). « Η Ευχαριστία είναι η είσοδος της Εκκλησίας στη χαρά του Κυρίου Της. Και το μπάσιμο στη χαρά αυτή, ώστε να μαρτυρήσεις για λογαριασμό της στον κόσμο, είναι αληθινά η καθεαυτό κλήση της Εκκλησίας, η ουσιαστική λειτουργία της, το μυστήριο με το οποίο η Εκκλησία γίνεται αυτό που είναι»(2)

Αφού περιγράψαμε, με αδρές γραμμές, την ουσία του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, ας δούμε δύο σχετικά σημεία που συχνά απασχολούν την πνευματική μας ζωή. Το πρώτο είναι η αποσύνδεση του Μυστηρίου από οποιαδήποτε εθιμική συνήθεια ή εορτολογική ανάγκη και η σύνδεσή του με την εσωτερική καθαρότητα. Στο σημείο αυτό ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σημειώνει: «Πολλοί από τους πιστούς, ενώ είναι γεμάτοι από αμέτρητα κακά… πλησιάζουν την Αγία Τράπεζα, κατά τις εορτές, όπως – όπως. Δεν γνωρίζουν ότι κατάλληλος καιρός για την Θεία Κοινωνία δεν είναι η εορτή και η πανήγυρη, αλλά η καθαρή συνείδηση και η άμεμπτη ζωή… Γι’ αυτό σας παρακαλώ όλους», συνεχίζει ο Χρυσόστομος, «μη πλησιάζετε στα Θεία Μυστήρια επειδή απλώς και μόνο το απαιτεί η εορτή. Αλλά, αν κάποτε πρόκειται να λάβετε μέρος στην αγία αυτή προσφορά, να καθαρίζετε καλά τον εαυτό σας, πολλές μέρες πριν, με την μετάνοια, την προσευχή, την ελεημοσύνη»(3)

Το δεύτερο σημείο αφορά στη συχνότητα της προσέλευσης στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Είναι θέμα για το οποίο οι απόψεις διίστανται, ενώ μέχρι πρότινος κυριαρχούσε η άποψη ότι η συχνή Θεία Κοινωνία είναι ενέργεια ασεβής προς τον Θεό. Επί του θέματος διασώζεται μία αφήγηση που αφορά στον μακαριστό Αγιορείτη Γέροντα Παϊσιο: «Τρεις μήνες πριν από τον θάνατο του Γέροντος Παϊσίου, ένας Ρώσος μοναχός, μαζί με τον κατά σάρκα αδελφό του, τον επισκέφθηκαν και συζητούσαν αρκετή ώρα. Το αντικείμενο της συζητήσεως ήταν η συχνή Θεία Κοινωνία των Αγίων Μυστηρίων. Ο Γέροντας ρώτησε τον λαϊκό πόσες φορές κοινωνεί. Όταν πήρε την απάντηση «μία φορά τον χρόνο», με αγάπη τον ενουθέτησε ότι πρέπει να κοινωνεί κάθε μήνα ή τουλάχιστον, με την ευκαιρία κάθε νηστείας. Ο λαϊκός είπε ότι, εξαιτίας των καθημερινών εργασιών, δε θα μπορούσε να ακολουθήσει τη συμβουλή του, αλλά ο Γέροντας δεν συμφώνησε και είπε:

- Αν κάποιος το επιθυμεί πολύ και σε περίπτωση που η εργασία του είναι εκατό φορές περισσότερη, ακόμη κι αν διοικεί ολόκληρη την χώρα, θα βρει τον χρόνο, όπως ευρίσκει και για τις γήινες εργασίες. Κατόπιν, μίλησε για την αναγκαιότητα της συχνής Θείας Κοινωνίας, επειδή, διά μέσου αυτής, επιτυγχάνεται τέτοια ένωσις με τον Κύριο, ώστε είμεθα πλέον ένα πνεύμα μαζί Του. Και χωρίς ένωση με τον Χριστό σ’ αυτήν τη ζωή, πώς θα ενωθούμε με Αυτόν στην μέλλουσα;»(4)

Από τα παραπάνω μπορούμε να αντιληφθούμε, αγαπητοί μου, την αξία της συμμετοχής μας στο μέγα Μυστήριο της ζωής, με κατάλληλη προετοιμασία, διά της μετανοίας και σε τακτά χρονικά διαστήματα, όχι αυθαίρετα, αλλά πάντα σε συνεννόηση με τον πνευματικό μας. Ας κρατήσουμε ως ιερό δίδαγμα τον λόγο του π. Παϊσίου: «Αν δεν ενωθούμε με τον Χριστό σ’ αυτή τη ζωή, δεν θα μπορούμε να είμαστε μαζί Του στην αιωνιότητα». ΑΜΗΝ!

Αρχιμ. Ε.Ο.

1. «Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως», Ε.Π.Ε. σελ. 474

2. π. Αλέξανδρος Σμέμαν, «Για να ζήσει ο κόσμος», σελ. 37

3. Ε.Π.Ε. 35,214

4. Ιερομονάχου Αντωνίου, «Αγιορείτες Πατέρες», Τόμος Β΄, σελ. 104




Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 11 Δεκεμβρίου 2011.
Ευαγγελιστής Λουκάς ιδ΄16-24
Κείμενο:
ο δε είπεν αυτώ· ανθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς· και απέστειλε τον δούλον αυτού τη ώρα του δείπνου ειπείν τοις κεκλημένοις· έρχεσθε, ότι ήδη έτοιμα εστί πάντα και ήρξαντο από μιας παραιτείσθαι πάντες. ο πρώτος είπεν αυτώ· αγρόν ηγόρασα, και έχω ανάγκην εξελθείν και ιδείν αυτόν· ερωτώ σε, έχε με παρητημένον. και έτερος είπε· ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε, και πορεύομαι δοκιμάσαι αυτά· ερωτώ σε, έχε με παρητημένον. και έτερος είπε· γυναίκα έγημα, και δια τούτο ου δύναμαι ελθείν. και παραγενόμενος ο δούλος εκείνος απήγγειλε τω κυρίω αυτού ταύτα. τότε οργισθείς ο οικοδεσπότης είπε τω δούλω αυτού· έξελθε ταχέως εις τας πλατείας και ρύμας της πόλεως, και τους πτωχούς και αναπήρους και χωλούς και τυφλούς εισάγαγε ώδε. και είπεν ο δούλος· κύριε, γέγονεν ως επέταξας, και έτι τόπος εστί. και είπεν ο κύριος προς τον δούλον· έξελθε εις τας οδούς και φραγμούς και ανάγκασον εισελθείν, ίνα γεμισθή ο οίκος μου. λέγω γαρ υμίν ότι ουδείς των ανδρών εκείνων των κεκλημένων γεύσεταί μου του δείπνου.



Μετάφραση:
Κι ο Ιησούς του είπε: «Κάποιος άνθρωπος ετοίμασε ένα μεγάλο δείπνο και κάλεσε πολλούς. Όταν ήρθε η ώρα του δείπνου, έστειλε το δούλο του να πει στους καλεσμένους: ελάτε, όλα είναι πια έτοιμα. Τότε άρχισαν ο ένας μετά τον άλλο να βρίσκουν δικαιολογίες: Ο πρώτος του είπε: έχω αγοράσει ένα χωράφι και πρέπει να πάω να το δω· σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένον. Άλλος του είπε: έχω αγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια και πάω να τα δοκιμάσω· σε παρακαλώ, δικαιολόγησέ με. Κι ένας άλλος του είπε: είμαι νιόπαντρος και γι΄ αυτό δεν μπορώ να έρθω. Γύρισε ο δούλος εκείνος και τα είπε αυτά στον κύριό του. Τότε ο οικοδεσπότης οργισμένος είπε στο δούλο του: πήγαινε γρήγορα στις πλατείες και στους δρόμους της πόλης και φέρε μέσα τους φτωχούς, τους ανάπηρους, τους κουτσούς και τους τυφλούς. Όταν γύρισε ο δούλος του είπε: κύριε, αυτό που πρόσταξες έγινε και υπάρχει ακόμη χώρος. Είπε πάλι ο κύριος στο δούλο: πήγαινε έξω από την πόλη στους δρόμους και στα μονοπάτια κι ανάγκασέ τους να έρθουν, για να γεμίσει το σπίτι μου· γιατί σας βεβαιώνω πως κανένας από κείνους που κάλεσα δε θα γευτεί το δείπνο μου».



Σχόλια:

ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ

«Άνθρωπος τις εποίησε δείπνον μέγα»

ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΗ μέσα στη ζωή μας η πρόσκληση, το προσκλητήριο. Οι άνθρωποι αισθανόμαστε την ανάγκη σε κορυφαία γεγονότα της ζωής μας ή ακόμη σε τακτές ημέρες που ορίζουμε, να καλέσουμε και άλλους ανθρώπους. Για να συμμετάσχουν σ’ αυτά. Να συμμεριστούν τη χαρά μας κι εμείς τη ζεστασιά της παρουσίας τους. Να παρακαθίσουν στο τραπέζι μας και με τον τρόπο αυτό να βρεθούμε ο ένας πλησιέστερα στον άλλον. Η λήψη μιας τέτοιας πρόσκλησης συνήθως μας γεμίζει χαρά. Όσο μάλιστα πιο σημαντικό είναι το πρόσωπο που μας καλεί, μια προσωπικότητα εξέχουσα, τόσο μεγαλύτερη τιμή και χαρά αισθανόμαστε. Και τότε σπεύδουμε ν’ ανταποκριθούμε στην πρόσκληση. Να παραστούμε εκεί όπου μας καλούν και να συμπεριφερθούμε σύμφωνα με όλους τους τύπους που υπαγορεύει η καλή συμπεριφορά και απαιτεί η επισημότητα της στιγμής.
Σ’ ένα επίσημο και μεγάλο δείπνο και μια βαθιά τιμητική πρόσκληση αναφέρεται και η ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε σήμερα. Δείπνο όχι ανθρώπινο αλλά ουράνιο και θείο. Και πρόσκληση που δεν διατυπώνει και δεν αποστέλλει άνθρωπος αλλά ο ίδιος ο Θεός.

Ποιο ακριβώς είναι το μέγα δείπνο;

ΕΙΝΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ του Θεού. Σ’ αυτήν καλεί ο Θεός όλους τους ανθρώπους δια του Μονογενούς Υιού Του. Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός ήρθε κοντά μας, ενανθρώπησε, για να συναγάγει «εις έν» τα διασκορπισμένα παιδιά του Θεού (Ιω. 11, 52). Εκείνος μας έσωσε, γράφει ο απόστολος Παύλος, και μας καλεί με μια «άγια κλήση» (Β’ Τιμ. 1, 9) «εις την εαυτού βασιλείαν και δόξαν» (Α’ Θεσσ. 2, 19). Εκείνος μας υποσχέθηκε το δικαίωμα να τρώμε και να πίνουμε στο τραπέζι Του στη βασιλεία Του (Λουκ. 22, 29). «Δείπνον ούν εικότως», ορίζει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, «η εν Χριστώ κλήσις ωνόμασται».
Η είσοδος μας στη βασιλεία του Θεού προϋποθέτει την ένταξη μας στο σώμα της Εκκλησίας, που είναι η οικογένεια των λυτρωμένων, η ίδια η βασιλεία του Θεού παρούσα μέσα στον κόσμο. Η πίστη στον Ιησού Χριστό και το Βάπτισμα που λαμβάνουμε μας εντάσσει στο σώμα της Εκκλησίας και μας δίνει το δικαίωμα εισόδου και στην ουράνια βασιλεία, το δικαίωμα συμμετοχής «εις το δείπνον του γάμου του αρνίου», καθώς γράφει η Αποκάλυψη (19, 9).
Ως μέλη της Εκκλησίας μπορούμε να συμμετέχουμε στο τραπέζι της θείας Ευχαριστίας. Να κοινωνούμε το σώμα και το αίμα του Χριστού. Να λαμβάνουμε μέσα μας «τον ζώντα άρτον, τον καταβάντα εκ του ουρανού» (Ιω. 6, 51). Η θεία Ευχαριστία αποτελεί το «Κυριακόν δείπνον» (Α’ Κορ. 11, 20). Και εικονίζει επί της γης «το μέγα δείπνον», στο οποίο θα παρακαθίσουμε κατά την ανέσπερη ημέρα της βασιλείας του Κυρίου. Κοινωνώντας, λοιπόν, το σώμα και το άιμα του Χριστού, συμμετέχουμε ήση από την παρούσα ζωή στο «μέγα δείπνον», προγευόμαστε τα «μέλλοντα αγαθά» της ουράνιας Βασιλείας (Εβρ. 9, 11).

Γιατί άραγε ο Κϋριος το ονομάζει «μέγα»;

ΔΙΟΤΙ ΜΕΓΑΣ είναι αυτός που το ετοίμασε και το προσφέρει. «Εστιάτωρ» του μεγάλου δείπνου είναι ο ίδιος ο Κύριος. Ο Υιός και Λόγος του Θεού. Εκείνος «ποιεί» το δείπνο. Η θεία Ευχαριστία είναι το δείπνο της Βασιλείας. Είναι το μυστικό Δείπνο που συνεχίζεται. «Πιστέψτε με», διδάσκει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «ότι και τώρα είναι εκείνο το Δείπνο στο οποίο παρακαθόταν και Αυτός. Γιατί σε τίποτε δεν διαφέρει εκείνο το μυστικό δείπνο από τούτο το Μυστήριο. Επειδή δεν το κάνει αυτό ο άνθρωπος, κι εκείνο ο Χριστός. Αλλά και τούτο κι εκείνο Αυτός το προσφέρει». Όπου και αν τελείται το μυστήριο της Ευχαριστίας παρίσταται ο Χριστός. Εκείνος είναι ο προσφέρων και ο προσφερόμενος. «Πάρεστιν ο Χριστός και νυν, εκείνος ο την τράπεζαν διακοσμήσας εκείνην, ούτος και ταύτην διακοσμεί νυν».
Είναι μέγα το δείπνο του Κυρίου, διότι είναι μέγα, τρισμέγιστο, αυτό που παρατίθεται, αυτό που μας προσφέρεται. Είναι το πανάγιο σώμα και το τίμιο αίμα του αμώμου και ασπίλου Ιησού. «Ου γαρ ως κοινόν άρτον, ουδέ κοινόν πόμα ταύτα λαμβάνομεν», γράφει ο άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοσφος και μάρτυς. Ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας μετά τη μεταβολή που ενεργεί το Άγιο Πνεύμα, «του σαρκοποιηθλέντος Ιησού και σάρκα και αίμα εδιδάχθημεν είναι».
Και ο Κύριος προσφέρει το σώμα κα ιτο αίμα Του για να ζήσει ο κόσμος. «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων το αίμα έχει ζωήν αιώνιον» (Ιω. 6, 54). Με τη συμμετοχή μας στη θεία Κοινωνία ενωνόμαστε με τον Χριστό. Μετέχουμε στη θεία ζωή. Ανατέλλει στις ψυχές μας η μέλλουσα Βασιλεία. Το «μέγα δείπνον» της Βασιλείας δεν είναι τίποτε περισσότερο από το Ευχαριστιακό δείπνο. «Δια τούτο ο Κύριος», γράφει ο Νικόλαος Καβάσιλας, «την εν τω μέλλοντι των αγίων απόλαυσιν δείπνον εκάλεσεν, ίνα δείξη ταύτης της τραπέζης μηδέν εκεί πλέον είναι».
Ακόμη ονομάζεται μέγα το θεϊκό δείπνο, διότι είναι «πολλοί» οι προσκεκλημένοι του. Ο Κύριος προσκαλεί όλους μας στο τραπέζι της Ευχαριστίας. Προσφέρεται για την ανθρωπότητα ολόκληρη. «Υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας». Κανέναν δεν εξαιρεί. Κανέναν δεν αποκλείει. «Πίετε εξ αυτού πάντες» (Ματθ. 26, 27). Μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, λευκοί και μαύροι, οι πάντες είναι καλεσμένοι στο θεϊκό δείπνο.

Η αχαρακτήριστη συμπεριφορά
των προσκεκλημένων

ΤΙ ΚΡΙΜΑ ΟΜΩΣ! Ο Κύριος να μας καλεί στο μεγάλο τούτο δείπνο κι εμείς οι άνθρωποι να μην ανταποκρινόμαστε. Να περιφρονούμε τη μεγάλη τιμή που μας γίνεται, να παρακαθίσουμε στο θεϊκό τραπέζι. Όπως οι καλεσμένοι της παραβολής, έτσι κι εμείς να επιστρατεύουμε διάφορες δικαιολογίες προκειμένου να μην αποδεχθούμε το προσκλητήριο που μας απευθύνει.
Ο πρώτος προφασίστηκε: «Αγρόν ηγόρασα και έχω ανάγκην εξελθείν και ιδείν αυτόν. Ερωτώ σε, έχε με παρητημένον». Δικαιολογία για την απόρριψη του θεϊκού προσκλητηρίου οι αγροτικές ασχολίες. Όπως τότε, στην εποχή του Κυρίου, έτσι και σήμερα πολλοί αδελφοί μας που ζουν στην ύπαιθρο, που ασχολούνται με την γη, απορροφώνται από την φροντίδα των αγροτικών ασχολιών τους: την καλλιέργεια της γης, το φύτεμα, το πότισμα, το σκάλισμα, τη συγκομιδή των καρπών, την προώθηση τους στο εμπόριο. Και όλα αυτά όχι μόνο τις καθημερινές αλλά και τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές. Ο Θεός τους καλεί κοντά Του, στο ναό, συνδαιτημόνες στο τραπέζι της Ευχαριστίας. Κι αυτοί, αδιαφορώντας για την πρόσκληση του Θεού, παίρνουν τον δρόμο για τα κτήματα. Πάνω από την αγάπη του Θεού, η αγάπη για την περιουσία! Πάνω από τη σωτηρία, η ύλη και ο πλουτισμός! «Ερωτώ σε, έχε με παρητημένον»!
Ο δεύτερος απάντησε: «Ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε και πορεύομαι δοκιμάσαι αυτά». Στην παρούσα κατηγορία ανήκουν οι άνθρωπο που καταγίνονται με εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες. Αποτελεί αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι το χρήμα και το κέρδος αιχμαλωτίζει εύκολα τον άνθρωπο. Και η πλεονεξία τον απογυμνώνει από κάθε άλλο και μάλιστα πνευματικό ενδιαφέρον. Η ψυχή κηρύσσεται σε ανυπαρξία. Και το Σαββατοκύριακο, αν δεν το απορροφήσουν κι αυτό οι επαγγελματικές δραστηριότητες, το διεκδικούν το ξενύχτι, η διασκέδαση, η κραιπάλη. Η Κυριακή για πολλούς, δυστυχώς, δεν είναι πλέον για τον Θεό αλλά για τα πάθη κα ιτα ζωώδη ένστικτα μας. Το Σαββατόβραδο θα ξενυχτίσουμε. Θα διασκεδάσουμε. Θα παραδοθούμε στο στρόβιλο του αισθησιασμού. Εξαντλημένοι και αποδιοργανωμένοι θα γυρίσουμε στο σπίτι τα χαράματα. Κι όταν οι καμπάνες θα ηχούν καλώντας μας στο θεϊκό τραπέζι της Ευχαριστίας, εμείς θα αδυνατούμε και να τις ακούσουμε. Τι κρίμα! Μια Κυριακή προδομένη! Ο Χριστός εγκαταλελειμμένος κα ιπεριφρονημένος από αυτούς που φέρουν το όνομα Του! Μια πρόσκληση τόσο τιμητική χωρίς ανταπόκριση!
«Και έτερος είπε. Γυναίκα έγημα, και δια τούτο ου δύναμαι ελθείν». Εμπόδιο για τον τρίτο ο γάμος. Η δημιουργία οικογένειας. Η φροντίδα των παιδιών. Η τακτοποίηση του σπιτιού. Η περιποίηση του κήπου. Η μετάβαση στο εξοχικό. «Μια Κυριακή μας μένει». «Να κοιμηθούνε λίγο και τα παιδιά». Αυτά και άλλα πολλά ισχυρίζονται οι άνθρωποι της τρίτης κατηγορίας. Όμως είναι προφανές ότι αποτελούν προφάσεις. Και φανερώνουν πόσο λίγη αγάπη υπάρχει στην καρδιά μας για τον Χριστό. Όλα χωρούν, όλα προσπαθούμε να τα προγραμματίσουμε στο εικοσιτετράωρο της Κυριακής. Μόνο ο Χριστός δεν έχει θέση! Έτσι η πρόσκληση του Θεού στο μεγάλο δείπνο Του πέφτει στο κενό! Ένα πλήθος ανθρώπων επαναλαμβάνουν το «έχε με παρητημένον», αφού αραδιάσουν μιαν ατέλειωτη σειρά προφάσεων.

* * *

Αδελφοί μου,
Αιώνες τώρα στρώνεται το θεϊκό τραπέζι. Ακατάπαυστα ο οικοδεσπότης του ουρανού και της γης παραθέτει το δείπνο το μέγα και μυστικό. Και μας απαυθύνει την τιμητική πρόσκληση Του να μετάσχουμε σ’ αυτό. «Έρχεσθε ότι ήδη έτοιμα εστι πάντα».
Μακάριοι όσοι ξεπερνούν δυσκολίες, όσοι παραμερίζουν εμπόδια, όσοι κατανικούν πειρασμούς και θέλγητρα πρόσκαιρα και απατηλά, και απαντούν μ’ ένα ολόκληρο ΝΑΙ.
Κύριε, έρχομαι! Δέξου με! Και αξίωνε με πάντοτε να πλησιάζω το άχραντο τραπέζι Σου με ακλόνητη πίστη. Με φλογερή αγάπη. Με καθαρή καρδιά. Να γεύομαι την ουράνια τροφή. Τον άρτον των αγγέλων. Κύριε, το σώμα και το αίμα Σου. Αμήν.

Πρόσκληση στὸ Μυστήριο τῆς Ζωῆς (Λουκ. 14, 16-24)

 
Νικάνωρ Καραγιάννης (Ἀρχιμανδρίτης)



Τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μετέχει ὁ ἄνθρωπος στὸ μυστήριο τῆς ὄντως ζωῆς, μᾶς παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ καθίσει στὸ τραπέζι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ κοινωνήσει ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωή Του, γιὰ νὰ μεταγγίσει στὸ σῶμα τοῦ κόσμου τὸ αἷμα τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Σὲ αὐτὸ τὸ δεῖπνο τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁ Θεὸς πατέρας καλεῖ τὰ παιδιά του, νὰ νιώσουν καὶ νὰ βιώσουν τὴ ζωντανὴ παρουσία Του. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μέσα στὴ θεία λατρεία καὶ κατεξοχὴν στὴ θεία Λειτουργία.

Πόσο διδακτικὰ ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, ὅταν γράφει: «Εἶναι ἀνάγκη νὰ μάθουμε τὸ θαῦμα τῶν Μυστηρίων, δηλαδὴ τὴ θεία Εὐχαριστία, τί ἀκριβῶς εἶναι, καὶ γιατί μᾶς δόθηκε καὶ τί ὠφελούμαστε ἀπὸ αὐτό: Ἕνα σῶμα γινόμαστε καὶ μέλη ἐκ τῆς σαρκὸς Αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων Αὐτοῦ (...). Ὁ Κύριος σ' αὐτὸ τὸ δεῖπνο τῆς εὐχαριστίας ἀναμειγνύει τὸν ἑαυτό Του μὲ τὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς καὶ μᾶς προσφέρει τὸ Σῶμα Του καὶ γινόμαστε σύσσωμοι μὲ Αὐτὸν καὶ μᾶς κάνει ναὸ τῆς θεότητάς Του. Ἂς ἀναμειχθοῦμε μὲ τὴ σάρκα τοῦ Χριστοῦ, γιατί μὲ αὐτὴ τὴν τροφὴ ποὺ μᾶς χάρισε θέλει νὰ δείξει πόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε». Ἐδῶ συμπυκνώνεται καὶ πραγματώνεται τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ μυστήριο ποὺ διαχέει τὸ θαῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μιᾶς ἀγάπης ποὺ θυσιάζεται καὶ προσφέρεται διαρκῶς, γιὰ νὰ ἁγιασθεῖ, νὰ ζήσει καί, τελικά, νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος.

«Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες»

Ὁ λόγος τῆς παραβολῆς εἶναι πράγματι προφητικὸς καὶ ἀποκαλυπτικός, γιατί στὸ δεῖπνο τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀντικατοπτρίζεται ἡ στάση τοῦ ἄνθρωπου κάθε ἐποχῆς. Οἱ προσκεκλημένοι, ἐνῶ ἀρχικὰ δέχονται, στὴ συνέχεια ἀποποιοῦνται τὴν πρόσκληση δίνοντας διάφορες δικαιολογίες γιὰ τὴν ἄρνησή τους. Ἐνδεχομένως, ὑποκύπτουν στὸν πειρασμό, γιὰ νὰ καλύψουν προσχηματικὰ τὴ φοβερή τους ἀδιαφορία. Ἀπορροφημένοι μέσα στὴν τύρβη τοῦ κόσμου καὶ τὴ δίνη τῆς καθημερινότητάς τους, ἐπικαλοῦνται πάντοτε τὶς ἴδιες δικαιολογίες. Ἴσως οἱ μορφὲς καὶ οἱ ἀφορμὲς νὰ εἶναι διαφορετικές, ἀλλὰ οἱ βαθύτερες αἰτίες ἴδιες: «Ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν... ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά...». Οἱ ἀτελείωτες βιοτικὲς μέριμνες, ἡ ἀγωνία τῆς ἐργασίας, ἡ ἐξασφάλιση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν γίνονται κάποτε ἐμπόδια στὴν πρόσκληση τῆς σωτηρίας.

Καὶ αὐτό, γιατί συνήθως ὅλα αὐτὰ συνδέονται μ' ἕνα χαρακτηριστικὸ γνώρισμα καὶ συναίσθημα, τὸ ἄγχος. Κάθε φορὰ ποὺ τὸ ἄγχος πολιορκεῖ τὸν ἄνθρωπο, ὁ χῶρος τῆς καρδιᾶς του καὶ ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του στενεύουν ἐπικίνδυνα καὶ τότε τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ ἀπωθεῖται στὸ περιθώριο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος τυλιχθεῖ μέσα στὸ δίχτυ τοῦ ἄγχους, ζεῖ σὲ μιὰ ἀφόρητη πίεση καὶ ἔνταση, γι' αὐτὸ καὶ νιώθει νὰ πνίγεται. Νά, γιατί τὰ προβλήματα καὶ οἱ δυσκολίες μεγεθύνονται, οἱ ἀνασφάλειες καὶ οἱ φοβίες πολλαπλασιάζονται καί, τρέχοντας ὁ ἄνθρωπος λαχανιασμένος νὰ προλάβει τὴ ζωή, παραβλέπει καὶ προσπερνᾶ τὸν Θεό. Ὡστόσο, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι πίσω ἀπὸ ὅλα αὐτὰ βρίσκεται ἡ ἐπιθυμία τοῦ κόσμου. Αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία χαράσσει μιὰ διαχωριστικὴ γραμμὴ ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο καὶ ὑψώνει ἕνα ἀδιαπέραστο τεῖχος ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ δοῦμε τὴν ἀλήθειά Του καὶ νὰ ἀκούσουμε τὴ φωνή Του. «Γυναῖκα ἔγημα», κάποιες ἄλλες φορὲς ἡ ἐξάρτησή μας ἀπὸ διάφορες ἀνθρώπινες σχέσεις δυσχεραίνει τὴν ἀνταπόκρισή μας στὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ.

Ἐδῶ δὲν πρόκειται μόνο γιὰ τὰ αὐτονόητα οἰκογενειακὰ βάρη, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς προσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων, ποὺ σήμερα μᾶς ἀπασχολοῦν ἰδιαίτερα. Σχέσεις ποὺ, κάποτε, δὲν ἔχουν εἰλικρίνεια καὶ ἠθική. Σχέσεις ποὺ δὲν στηρίζονται στὴν ἀγάπη, ἀλλὰ στὴν ἐκμετάλλευση, καὶ ὁδηγοῦν σὲ ἀδιέξοδα πάθη, νεκρώνοντας κάθε ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν Θεό. Γιατί κάθε ἐπικοινωνία, σχέση, καὶ σύνδεσμός μας μὲ τοὺς ἄλλους πρέπει νὰ ἔχει ὅρια. Ὅρια ἀπαραβίαστα, ποὺ ἐξασφαλίζουν τὴν ἀνεξαρτησία μας καὶ τὴν ἐσωτερική μας ἐλευθερία καὶ ἀφήνουν μέσα μας χῶρο καὶ χρόνο γιὰ τὴ σχέση μας μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν Θεό.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὸ ἴδιο κάλεσμα τοῦ Θεοῦ νὰ ζήσουμε τὴν παρουσία Του στὸ μυστήριο τῆς ὄντως ζωῆς μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία ἐνόψει τῶν Χριστουγέννων. Γι' αὐτό, μὴ χανόμαστε στὴν ὁμίχλη τῶν προφάσεων τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τῆς κλήσης τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν

Ἡ Παραβολὴ τοῦ Δείπνου, Λουκ. 14,15—24

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)




Εἴδομεν προηγουμένως, πῶς ὡμίλησεν ὁ Κύριος εἰς τὸ δεῖπνον τοῦ Φαρισαίου. Κάποιος ὅμως «τῶν συνανακειμένων» ἐκ τῶν συνδαιτυμόνων τοῦ δείπνου ἐκείνου ἀκούσας τὰ λόγια τοῦ Κυρίου καὶ πρὸς στιγμὴν ἐνθουσιασθεὶς ἐκ τῶν λόγων τῆς ἀναστάσεως τῶν δικαίων εἶπε «μακάριος ὅστις φάγεται ἄρτον ἐν τῇ βααιλείᾳ τοῦ Θεοῦ» εὐτυχὴς δηλαδὴ εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θ' ἀπολαύσῃ μετὰ τοῦ Μεσσίου καὶ τῶν Πατριαρχῶν τὴν χαρὰν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Κύριος λαβὼν ἐκ τούτου ἀφορμὴν καὶ θέλων νὰ διδάξῃ, ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὸν νὰ τονίζῃ τὸ μεγαλεῖον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ νὰ δέχεται τὴν κλῆσιν πρὸς αὐτὸ καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἀσχολούμεθα μὲ πνευματικὰ ζητήματα καὶ νὰ μὴ προσκολλώμεθα εἰς τὰ ἐπίγεια, εἶπε τὴν παραβολὴν ταύτην τοῦ Μεγάλου Δείπνου. Αὐτὴ ἔχει ὡς ἑξῆς :

«Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα» κάποιος ἄνθρωπος ἔκαμε μεγάλο βραδινὸ συμπόσιον «καὶ ἐκάλεσε πολλοὺς καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου» κατὰ τὴν ὥραν τοῦ δείπνου «εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις» νὰ εἴπῃ εἰς τοὺς προσκεκλημένους˙ «ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα» ἐλᾶτε, ἄνευ βραδύτητος προετοιμασίας καὶ φαγητῶν, διότι ὅλα εἶναι ἕτοιμα. «Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι, πάντες». Οἱ προσκεκλημένοι, ὡς ἀπὸ συμφώνου, ἠρνήθησαν ὅλοι τὴν πρόσκλησιν. «Ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ˙ ἀγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτὸν». Πρόφασις! «ἐρωτῶ σε» σὲ παρακαλῶ «ἔχε με παρῃτημένον» ἔχε με δικαιολογημένον, διότι δὲν θὰ ἔλθω. «Καὶ ἕτερος εἶπε» ἄλλος εἶπε: «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτὰ» ἔχω ἀνάγκην νὰ δοκιμάσω τὰ 10 βόδια, τὰ ὁποῖα ἠγόρασα εἰς δύναμιν, εὐπείθειαν, παραγωγήν˙ «ἐρωτῶ σε» σὲ παρακαλῶ «ἔχε με παρῃτημένον» ἔχε με δικαιολογημένον, διότι δὲν θὰ ἔλθω. «Καὶ ἕτερος εἶπε» ἄλλος προσκεκλημένος εἶπε: «γυναῖκα ἔγημα» ἐνυμφεύθην «καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν» καὶ διὰ τοῦτο δὲν δύναμαι νὰ ἔλθω. «Καὶ παραγενομένος» καὶ μεταβὰς «ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε» ἀνήγγειλε «τῷ Κυρίῳ αὐτοῦ» εἰς τὸν Κύριόν του «ταῦτα.

Τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ˙ ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας» ἔβγα εἰς πλατείας καὶ στενωποὺς «τῆς πόλεως καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους» ἤτοι τοὺς σακάτηδες καὶ συγκεκριμένως «χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε» ὁδήγησε «ὧδε» ἐδῶ. «Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος˙ Κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας» ἔγινε ὅ,τι διέταξες «καὶ ἔτι τόπος ἐστὶ» καὶ ὑπάρχει κενὸς χῶρος καὶ δι' ἄλλους. «Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν δοῦλον˙ ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς» ἔβγα εἰς τοὺς δρόμους ἐντὸς τῆς πόλεως «καὶ φραγμοὺς» καὶ φράκτας ἐκτὸς τῆς πόλεως «καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. Λέγω γὰρ ὑμῖν» διότι σᾶς λέγω «ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων» οὐδεὶς ἐκ τῶν προσκεκλημένων καὶ μὴ ἐλθόντων «γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» θὰ φάγῃ εἰς τὸ δεῖπνον μου!

Ὁ καλέσας οὗτος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Θεός. Δεῖπνον εἶναι ἡ χαρὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐν γῇ καὶ Οὐρανῷ. Ἡ ὥρα τοῦ δείπνου εἶναι τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, κατὰ τὸ ὁποῖον ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ Μεσσίας, διὰ τοῦ κηρύγματος καὶ τῶν θαυμάτων Του καλεῖ τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ἵνα συμμετάσχωσιν εἰς τὴν χαρὰν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι ὅμως δεμένοι μὲ τὰ πάθη των καὶ τὰς ψευδεῖς Μεσσιανικὰς ἰδέας δὲν ἐδέχθησαν. Προβάλλουσι δὲ ὡς ἀφορμὰς διαφόρους ἤτοι ἀγορὰν βοῶν καὶ ἀγροῦ, γάμον ἤτοι τὴν ἀλαζονείαν διὰ τῆς ἐπιθεωρήσεως τῶν κτημάτων, τὴν πλεονεξίαν διὰ τῆς δοκιμασίας τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν βοδιῶν καὶ τὴν σαρκικὴν ἀπόλαυσιν διὰ τοῦ νωποῦ γάμου των. Πράγματι ὅμως «ἀπὸ μιᾶς αἰτίας ἤρξαντο παραιτεῖσθαι πάντες» ἀπὸ τὴν κακίαν των.

«Πλατεῖαι καὶ ρύμαι» εἶναι οἱ πλατεῖς καὶ στενοὶ δρόμοι. Ὁ Κύριος δηλαδή, ἀφοῦ ἐκάλεσε τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰσραηλιτῶν, τότε ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, τοὺς ἠθικῶς ἀναπήρους, χωλούς, τυφλοὺς ἤτοι τοὺς ἁμαρτωλούς. Τὸ «ἔτι τόπος ἐστὶν» δεικνύει τὴν ἀφθονίαν τῆς θείας χάριτος. «Ὁδοὶ καὶ φραγμοὶ» «οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐκτὸς τῆς πόλεως, εἶναι οἱ ἐκτὸς τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐθνικοί, οἱ εἰδωλολάτραι. Τὸ «ἀνάγκασον εἰσελθεῖν» δὲν θέλει νὰ δηλώσῃ, ὅτι διὰ τῆς βίας πρέπει νὰ εἰσέλθωσιν οἱ πιστοὶ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ διὰ τῆς πειθοῦς. Ἡ πειθὼ ὅμως αὕτη πρέπει νὰ εἶναι τοιαύτη εἰς λογικὰ ἐπιχειρήματα καὶ εἰς διαγωγὴν τῶν πιστῶν κηρύκων τῆς ἀληθείας, ὥστε νὰ κάμπτωσι πειστικῶς τὰς καρδίας τῶν ἀπίστων.

Ἑπομένως ὁ Κύριος ἐκάλεσε πρῶτον τους Φαρισαίους, τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰουδαίων. Μετὰ ταῦτα καλεῖ τοὺς Τελώνας καὶ ἁμαρτωλοὺς ἀπὸ τὰς ρύμας, τοὺς Σαμαρείτας καὶ ἐθνικοὺς ἀπὸ τοὺς φραγμούς, ἵνα γεμισθῇ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ πιστῶν.

Θέμα: Ἡ κλῆσις μας, ἄρνησις καὶ τιμωρία.

Ἡ παραβολὴ αὕτη εἶναι εἰλημμένη ἐκ τῆς ζωῆς παρούσης καὶ μελλούσης. Πρὶν ἢ εἰσέλθωμεν εἰς τὴν ζωήν, ἂς ἀναλύσωμεν τὴν παραβολήν, ἵνα διὰ ταύτης χειραγωγηθῶμεν εἰς τὴν ζωήν.

Α'. Ἡ παραβολὴ αὕτη περιέχει τρία κύρια σημεῖα. Τὴν χαρὰν τῆς κλήσεως, τὴν ἀναιδῆ ἄρνησιν, τὴν σκληρὰν τιμωρίαν.

Καὶ πρῶτον ἡ χαρά. Πολλαὶ εἶναι αἱ χαραὶ τοῦ κόσμου. Μία ὅμως χαρὰ εἶναι ἀπὸ κοσμικῆς ἀπόψεως καὶ θείας ζωηρὰ καὶ νόμιμος, ὁ γάμος, νὰ ὑπανδρεύεσαι σὺ ἢ νὰ ὑπανδρεύῃς τὸ παιδί σου. Ἡ πρώτη χαρά, ὅταν ὑπανδρεύεσαι, εἶναι σαρκική, ἡ δευτέρα χαρά, ὅταν ὑπανδρεύῃς τὸ παιδί σου, εἶναι πνευματική. Τί περισσότερον χαρούμενον τῆς πατρικῆς καρδίας, ὅταν ὑπανδρεύῃ τὸ παιδί του! Πρὸς τὴν χαρὰν τοῦ γάμου, παρομοιάζει ὁ Κύριος τὴν χαρὰν τῶν πιστῶν, ὅταν συνδεθῶσι μὲ τὸν Χριστόν. Εἰς ἐπίμετρον τῆς χαρᾶς ταύτης εἶναι ἡ τιμὴ τῆς κλήσεως, ἡ ὁποία εἶναι ἀνάλογος τῆς ὑψηλῆς θέσεως τοῦ καλοῦντος καὶ τῆς ἐσχάτης θέσεως τοῦ καλουμένου. Ὅσον δηλαδὴ μεγάλος εἶναι ὁ καλῶν καὶ ἀσήμαντοι οἱ καλούμενοι, τόσον μεγάλη εἶναι ἡ τιμὴ τῶν καλουμένων καὶ ἑπομένως ἡ ἐκ ταύτης χαρά. Ποῖος ὁ καλῶν εἰς τὴν παραβολὴν ταύτην; Ὁ Βασιλεύς, ὁ Θεός. Ποῖοι οἱ καλούμενοι; Πρόσκαιροι ἄνθρωποι καὶ τῶν τριόδων! Μεγίστη ἑπομένως ἡ τιμὴ καὶ ἡ χαρὰ τῶν καλουμένων, τῶν πιστῶν !

Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἠρνήθησαν! Ἡ ἄρνησίς των ἦτο ἀναιδεστάτη! Περιφρόνησις, προφάσεις, κακοποίησις τῶν ἀπεσταλμένων. «Ἀγρὸν ἠγόρασα» ὁ εἷς, «γυναῖκα ἔγημα» ὁ ἄλλος, «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα» ὁ τρίτος. Ἔναντι τοῦ βασιλικοῦ παλατιοῦ καὶ τοῦ διὰ τούτου σημαινομένου οὐρανοῦ μερικὰ μέτρα χωραφιοῦ! Ἔναντι τῆς χαρᾶς ὅλως οὐρανίας ἀντιβάλλεται ἡ γήινη ἡδονή. Ἔναντι τῶν συνδαιτυμόνων τοῦ οὐρανίου γάμου, τῶν ἀγγέλων, χιλιάδων καὶ μυριάδων, 5 ζεύγη βοῶν, 10 βόδια! Ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις, ὅπως ἀναφέρει ἑτέρα ὁμοία πρὸς ταύτην παραβολὴ τοῦ βασιλικοῦ γάμου ( Ματθ. 22,2—10), ἡ ἐπιθετικὴ στάσις κατὰ τῶν ἀπεσταλμένων οὐχὶ ἅπαξ, ἀλλὰ κατ' ἐπανάληψιν, οὐχὶ μόνον δι' ὕβρεων ἀλλὰ καὶ διὰ θανάτου! Χαρὰν καλοῦνται νὰ λάβουν ὑπὸ τῶν ἀπεσταλμένων, λύπην δίδουν εἰς αὐτούς. Τιμὴν ἐκεῖνοι δίδουν, ὕβριν αὐτοὶ ἀνταποδίδουν.

Ἡ ἀναίδειά των αὕτη κορυφοῦται, ἂν σκεφθῶμεν, ὅτι ὅλα αὐτὰ ἀπευθύνονται εἰς τὸν βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἐφάνηκε τόσον ἀγαθός, ὥστε νὰ μὴ ἐπιβαρυνθῶσι καὶ φέρωσι δαπανῶντες καὶ τὸ ἐλάχιστον διὰ γαμήλιόν τι δῶρον, καλεῖ αὐτοὺς κατὰ τὴν ὥραν τοῦ γάμου καί, ἀφοῦ ἅπαξ καὶ δὶς ἐκακοποιήθη διὰ τῶν ἀπεσταλμένων, συνεχίζει τὴν πρόσκλησιν!

Ἔναντι αὐτῶν ἔχομεν τὴν σκληρὰν τιμωρίαν. «Οὐδεὶς γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» λέγει διὰ τοὺς ἀρνηθέντας. Διὰ δὲ τὸν εἰσελθόντα εἰς τὸν γάμον ἄνευ τοῦ οἰκείου φορέματος, διατάσσει νὰ ριφθῇ ἐκεῖ ἔνθα «ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» ὅπως συμπληροῖ ὁ Κύριος διὰ τῆς ἐν Ματθαίῳ 22,2-10 ὁμοίας παραβολῆς. Ἀντὶ τοῦ φωτὸς τοῦ βασιλικοῦ θαλάμου καὶ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ γάμου σκότος φυλακῆς! Ἀντὶ τῆς χαρᾶς, ὁ κλαυθμός. Ἀντὶ ὀργάνων παιζόντων κατὰ τὴν ὥραν τοῦ γάμου, ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων! Ὁποία πράγματι σκληρὰ ἀντίθεσις μεταξὺ τοῦ βιολιοῦ καὶ τοῦ ἐπ' αὐτοῦ τριβομένου δοξαριοῦ κατὰ τὸ παίξιμον καὶ τῆς τριβῆς, τοῦ τριγμοῦ, βρυγμοῦ τῶν ὀδόντων τῆς ἄνω καὶ κάτω σιαγόνος κατὰ τὴν τιμωρίαν! Ὥστε ἡ χαρὰ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ὁ ἐκ τῆς ἀναιδοῦς ἀρνήσεως βρυγμὸς τῶν ὀδόντων ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος. Ἰδοὺ ἡ εἰκὼν τῆς παραβολῆς!

Βʹ. Ἐκ τῆς Ζωῆς μας: Γίνεται εἰς ἡμᾶς ὅ,τι καὶ εἰς τὴν παραβολὴν ταύτην. Ἡ κλῆσις μας εἶναι μεγάλη, ἡ ἄρνησις τρομερά, ἡ τιμωρία τραγική. Καὶ πράγματι!

Ἡ κλῆσις μας! Ὅταν ὁ φιλόσοφος Πλάτων ἀπέθνῃσκεν, ηὐχαρίστει τὸν Θεόν, διότι ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ ὄχι γάιδαρος, Ἕλλην καὶ ὄχι βάρβαρος καὶ τρίτον ἐγεννήθη τὴν ἐποχὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ἐγεννήθη ὁ φιλόσοφος Σωκράτης. Ποίαν χαρὰν πρέπει νὰ ἔχωμεν ἡμεῖς, διότι ἐγεννήθημεν Χριστιανοὶ καὶ ἀκούομεν ὄχι τὸν Σωκράτην, ἀλλὰ τὸν Χριστόν, τὸν ὁποῖον ἐπερίμενεν ὁ Σωκράτης; Ποίαν χαρὰν πρέπει νὰ ἔχωμεν ἡμεῖς, διότι καλούμεθα διὰ τῆς ἐξομολογήσεως, μετανοίας, Θείας Μεταλήψεως, Μελλούσης ζωῆς εἰς τὴν χαρὰν τοῦ γάμου, ὅπου ἡ ψυχή μας νυμφεύεται τὸν Χριστόν; Ποίαν χαρὰν πρέπει νὰ αἰσθανώμεθα, διότι εἰς τὴν ὑψίστην ταύτην χαρὰν μᾶς καλεῖ διὰ ποικίλων ἀγγελιοφόρων, διὰ διαφόρων τρόπων; Θρησκευτικὰ βιβλία, κηρύγματα, πόλεμοι, νόσοι, σεισμοί, κώδωνες τῶν ἐκκλησιῶν, ἐμπνεύσεις ἐσωτερικαί, παραδείγματα εὐσεβῶν καὶ τιμωρίαι ἀσεβῶν εἶναι ἀγγελιοφόροι, οἱ ὁποῖοι μᾶς καλοῦν εἰς τὴν ὑψηλὴν καὶ ποικίλην κλῆσιν τῆς χαρᾶς.

Ἔναντι τῆς ὑψηλῆς ταύτης κλήσεως, τῆς ποικίλης χαρᾶς διὰ ποικίλων μέσων, ποικίλη εἶναι καὶ ἡ ἰδική μας ἄρνησις. Οἱ μὲν προβάλλουσιν τὸ « γυναῖκα ἔγημα ». Νόμιμος καὶ παράνομος σαρκικὴ ἀπόλαυσις προβάλλονται ὡς ἐμπόδιον εἰς τὴν κλῆσιν. Καὶ πράγματι! Πῶς θὰ πλησιάσῃ ὁ παρανόμως συζῶν μετά τινος νέας εἰς τὸν Χριστόν; Ὁ δὲ νομίμως ζῶν προβάλλει ὡς πρόφαση τῆς ἀπομακρύνσεώς του ἐκ τῆς ἐκκλησίας, ὅπου γίνεται ὁ γάμος ψυχῆς καὶ Χριστοῦ, σπίτια, παιδιά, σκοτοῦρες οἰκογενειακές. Δὲν εὐκαιρῶ, λέγουν, νὰ ὑπάγω εἰς τὴν ἐκκλησίαν, διότι ἔχω τὸ σπίτι μου, τὰ παιδιά μου, λέγει ἡ γυναῖκα. Ἔχω τὸ μαγαζί μου, τὸ κυνήγι μου, λέγει ὁ ἄνδρας. Δὲν ἐξομολογοῦνται, δὲν κοινωνοῦν οὗτοι, ὥστε νὰ συμμετάσχωσι τῆς χαρᾶς τοῦ γάμου ψυχῆς καὶ Χριστοῦ, διότι αἱ σαρκικαὶ ἀπολαύσεις πνίγουν τὴν χαρὰν τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν ψυχήν των.

Πλὴν ὅμως τοῦ «γυναῖκα ἔγημα» τῶν σαρκολατρῶν, οἱ ὁποῖοι κατὰ πλειονότητα εὑρίσκονται εἰς τὰς πόλεις, ἔρχεται ὡς δικαιολογία «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτὰ» τῶν ἀγροτῶν, τῶν ἀνθρώπων τῆς ὑπαίθρου. Καὶ πράγματι! Ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι τῶν πόλεων, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀγρόται καὶ κτηνοτρόφοι δὲν ἐξομολογοῦνται, δὲν ἐκκλησιάζονται, δὲν κοινωνοῦν, ἀποφεύγουν δηλαδὴ τὸν γάμον αὐτὸν τῆς ψυχῆς των μετὰ τοῦ Χριστοῦ, διότι τὴν Κυριακὴν θὰ ἀσχοληθοῦν ὅπως καὶ τὰς ἄλλας ἡμέρας μὲ τὰ χοιρινά των, τὰ πρόβατά των, τὰ γαϊδούρια των, ὥστε νὰ ὁδηγήσωσιν αὐτὰ εἰς βοσκήν. Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν των, ἀμελοῦν τὴν ἐξομολόγησιν, ἀπέχουν ἀπὸ τὴν θείαν κοινωνίαν.

Πλὴν τῶν ἀνθρώπων τῶν πόλεων μὲ τὴν σαρκολατρείαν καὶ τῶν κτηνοτρόφων τῆς ὑπαίθρου μὲ τὴν κτηνοτροφίαν, ἔρχονται ἀστοὶ καὶ ἀγρόται, οἱ ὁποῖοι εἰς τὴν κλῆσιν τῆς ἐκκλησίας ἀπαντοῦν: «ἀγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν». Οἱ εἰς τὰς πόλεις δηλαδὴ καὶ τὰ χωρία μένοντες μεγαλοκτηματίαι τὴν Κυριακὴν θὰ εὕρωσιν ὡς κατάλληλον ἡμέραν καὶ κατὰ τὴν ὥραν τῆς θείας λειτουργίας νὰ μεταβῶσιν εἰς τὸν ἀγρόν των πρὸς ἐπίσκεψιν ἢ διὰ κυνήγι. Τὴν πρωΐαν τῆς Κυριακῆς θὰ εὕρωσιν οἱ ἄνθρωποι τῶν πόλεων νὰ ἐκδράμωσιν, ἵνα ἴδωσι κατὰ τοὺς θερινοὺς μῆνας τοὺς ἀγροὺς τῆς ὑπαίθρου. Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον ἀπουσιάζουσιν ἀπὸ τὸ δεῖπνον, τὸ ὁποῖον τελεῖται διὰ τῆς θείας εὐχαριστίας εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Οἱ κώδωνες τῶν ἐκκλησιῶν κτυποῦν καὶ καλοῦν τοὺς πιστοὺς νὰ παρευρεθῶσιν εἰς τὸ δεῖπνον τῆς θείας εὐχαριστίας, ἐκεῖνοι ὅμως κωφεύουν εἰς τοὺς κώδωνας τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τρέχουν εἰς τὰ κλάξον τῶν αὐτοκινήτων διὰ τὴν ἐκδρομήν!
Ὡς δικαιολογητικὸν οἱ ἀνωτέρω περιφρονηταὶ τοῦ δείπνου φέρουσι τὴν πρόφασιν, ὅτι δὲν εὐκαιροῦν λόγω τῶν ἀποσχολήσεών των μὲ ζῶα, παιδιά, ἐμπόριον, νὰ ἐκκλησιασθοῦν, ἐξομολογηθοῦν, κοινωνήσουν.

Ἀπαντῶ: Ὅταν ἀσθενήσῃς ἡμέρας καὶ ἑβδομάδας ἴσως καὶ μῆνας, πῶς τότε ἀφίνεις τὶς δουλειές σου; Ὅταν ἀποθάνῃς ποῦ θὰ ἀφίσης τὰς ἀσχολίας σου; Ὁ ἐκκλησιασμός σου εἶναι μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα, ἡ νόσος σου ὅμως δυνατὸν νὰ διαρκέσῃ ἑβδομάδας, ὁ δὲ θάνατός σου πάντοτε. Ὅταν γίνῃ ἐπιστράτευσις, πῶς τὰ ἀφίνεις ὅλα καὶ φεύγεις; Φροντίζει ἡ Κυβέρνησις διὰ τὰ παιδιά σου; Μήπως καὶ ὁ Θεὸς θὰ ἀφίνῃ σε ἀπροστάτευτον, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι λαμβάνουσι μέτρα διὰ τοὺς ἐπιστρατευθέντας; Ἀδικαιολόγητοι αἱ ἀρνήσεις καὶ αἱ δικαιολογίαι τούτων.

Διὰ τοῦτο ἔρχονται αἱ σκληραὶ τιμωρίαι. Ἐπειδὴ λέγεις, ὅτι δὲν εὐκαιρεῖς μίαν φορὰν τὴν ἑβδομάδα νὰ σηκώσῃς τὸ βλέμμα σου εἰς τὸν Θεόν, στέλλει ὁ Θεὸς ἀρρώστεια, διὰ τῆς ὁποίας σὲ ἐξαπλώνει ἀνάσκελα εἰς τὸ κρεβάτι σου καὶ ἐκεῖ θὰ βλέπῃς ἑβδομάδας καὶ μῆνας πρὸς τὰ ἄνω! Ἐπειδὴ προφασίζεσαι, ὅτι δὲν εὐκαιρεῖς νὰ ἐπικαλεσθῇς τὸν Θεὸν μίαν ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, στέλλει ὁ Θεὸς τὸν Ἀλβανικὸν πόλεμον, ὅπου ἐπὶ μῆνας ὄχι μόνον ἀπουσιάζεις ἀπὸ τὶς δουλειές σου, ἀλλὰ δὲν ἔπαυες νύχτα καὶ ἡμέραν νὰ ἐπικαλῆσαι τὸν Θεὸν καὶ τὴν Παναγίαν εἰς βοήθειάν σου. Ἐπειδὴ ἔπειτα ἀπὸ ὅλα δὲν ὑψώσαμε τὰ χέρια μας ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν Θεόν, ἦλθεν ἡ κατοχή, ἐντοπία καὶ ξένη, σοῦ ἐστραπάτσαρε τὶς δουλειές σου, τὰ βόδια σου, τὰ πρόβατά σου, τὰ χοιρινά σου, τὰ παιδιά σου, τὰ σπίτια σου καὶ μὲ τὰ πιστόλια εἰς τὰ χέρια σοῦ ἐφώναζον «ψηλὰ τὰ χέρια». Ἀφοῦ δὲν τὰ ἐσήκωνες εἰς προσευχὴν ἀπὸ ἀγάπην, ὅταν σοῦ τὸ ἔλεγεν ὁ Θεός, τὰ σηκώνεις ἀπὸ ἀνάγκην, διότι σοῦ τὸ λέγουν οἱ ἐχθροί σου.

Ἀλλὰ ἡ τιμωρία αὕτη πρόσκαιρος καὶ πρὸς συμμόρφωσιν εἶναι ἐλαχίστη ἐνώπιον τῆς πέραν τοῦ τάφου, ὅπου ἔσται ὁ βρυγμὸς καὶ ὁ τριγμὸς τῶν ὀδόντων καὶ ὅπου οὐδεὶς γεύσεται τοῦ δείπνου τῆς χαρᾶς ἐκείνης! Ὁποία τιμωρία!

Ποίαν σημασίαν ἔχει ἡ χριστιανική μας χαρὰ φαίνεται ἀπὸ τὰ ἑξῆς: Γύρω ἀπὸ τὸν Ναπολέοντα τὸν Α' εἶχον συγκεντρωθῇ οἱ μεγαλύτεροι στρατηγοί του. Ἐρωτᾶ αὐτούς: Κύριοι γνωρίζετε, ποία εἶναι ἡ εὐτυχεστέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς μου; Ἡ μάχη τοῦ Μαρέγκο, ἀπαντᾷ ὁ ἕνας. Ἡ νίκη εἰς τὰς Πυραμίδας, παρατηρεῖ ἕνας ἄλλος. Ἡ δόξα τοῦ Ἀούστερλιτς, διαβεβαιοῦν ἄλλοι. Ὄχι, διακόπτει ὁ Ναπολέων. Ἡ εὐτυχεστέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς μου εἶναι ἡ ἀξέχαστη ἡμέρα ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐκοινώνησα διὰ πρώτην φοράν. Οἱ ἀξιωματικοί του ἀλληλοεκοιτάχθησαν μὲ ἔκπληξιν. Ἕνας μόνον ἐδάκρυσεν ἀπὸ συγκίνησιν. Ὁ Ναπολέων κτυπῶν αὐτὸν ἐλαφρῶς εἰς τὸν ὦμον του τοῦ λέγει. Πολὺ καλά, φίλε μου, εἶμαι εὐτυχής, διότι μὲ ἐκατάλαβες. Ἡ χαρὰ τῆς χριστιανικῆς κλήσεως ἦτο ἀνωτέρα πάσης κατακτήσεως. Πόσον βαθεῖα εἶναι ἡ χαρὰ αὕτη καὶ ἐπιπόλαιοι αἱ ἄλλαι χαραὶ τοῦ ἐγωισμοῦ!

Ἂς σκεφθῶμεν τὴν ὑψηλὴν τιμὴν τῆς κλήσεως, τὰς τιμωρίας διὰ τὴν ἄρνησίν μας καὶ ἂς μετανοήσωμεν πλησιάζοντες τὸν Χριστόν.

Κυριακή ΙΑ΄ Λουκά- Πως θα κοινωνήσουμε; (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)



Πῶς θὰ κοινωνήσουμε;

(Ομιλία του †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)

«Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα» (Λουκ. 14,17)
Πλησιάζει, ἀγαπητοί μου, ἡ μεγάλη ἑορτή , ἡ νύχτα ποὺ θ᾽ ἀνοίξουν οἱ οὐρανοὶ καὶ θ᾽ἀκουστῇ τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰ ρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).
Πῶς θὰ ἑορτάσουμε τὰ Χριστούγεννα; Ἡ ἑορτὴ συνδέεται μὲ τὴ θεία κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Δὲν νοεῖται Χριστιανὸς χωρὶς θεία μετάληψι.
Ἀλλ᾽ ἐδῶ εἶνε ὁ φόβος καὶὁ κίνδυνος. Πολλοὶ κοινωνοῦν ἀξίως καὶ ἀνοίγουν γι᾽ αὐτοὺς οἱ οὐρανοί, ἀλλὰ καὶ πολλοὶπρῶτος ἀπ᾽ αὐτοὺς ἦταν ὁ Ἰούδας–δὲν κοινωνοῦν ἀξίως. Γι᾽ αὐτὸ ἂς ρωτήσῃ ὁ καθέναςτὸν ἑαυτό του· πῶς θὰ κοινωνήσω τὰ ἄχραντα μυστήρια; Σ᾽ αὐτὸ ἀπαν τᾷ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴ θαυμάσια παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου ποὺ ἀκούσαμε. Εἶνε γνωστὴ ἡ παραβολή.

Ἕνας βασιλιᾶς ἔκανε δεῖπνο καὶ κάλεσε πολλούς. Περιέργως ὅμως οἱ προσκεκλημένοι δὲν προσῆλθαν προβάλλοντας διάφορες προφάσεις . Ὁ ἕνας, ποὺ εἶχε μανία ν᾽ ἀγοράζῃ γῆ, ὁ κτηματίας ἄνθρωπος, ἀπήντησε· Ἀγόρασα χωράφι. Ὁ ἄλλος, ἔμπορος - ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀγορᾶς, εἶπε· Ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια καὶ πρέπει νὰ πάω νὰ τὰ δοκιμάσω.Ὁ τρίτος, πιὸ ἀναιδής, ὁ ἄνθρωπος τῶν ἡδονῶν ποὺ δὲν κάνει χωρὶς αὐτές, εἶπε· Παντρεύτηκα καὶ δὲν μπορῶ νὰ ᾽ρθῶ. «Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες» (ἔ.ἀ. 14,18) .Ἔτσι τὰ χωράφια, τὰ κτήματα, τὰ σπίτια, τὸἐμπόριο, τὰ χρήματα, οἱ ἡδονές, οἱ διασκεδά-σεις, οἱ γυναῖκες, οἱ αἰσχροὶ ἔρωτες, ὅλα αὐτὰ γίνονται παγίδες, σχοινιὰ τοῦ διαβόλου ποὺ δένουν τὶς ψυχές. Λὲς σὲ κάποιον, Ἔλα νὰ κοινωνήσῃς, καὶ δὲν ἔρχεται. Ἔχει τώρα 10 -15 - 20 χρόνια νὰ μεταλάβῃ· ἄσπρισαν τὰ μαλλιά του, τρίζουν τὰ πόδια του, ὁ χάρος τοῦ σκάβει τὸ λάκκο, κι αὐτὸς τὶς ἅγιες αὐτὲς μέ-ρες δὲν πλησιάζει τὰ ἄχραντα μυστήρια. Θὰ κάνῃ Χριστούγεννα χωρὶς Χριστό . Τί θλιβερό! Ἡ Ἐκκλησία καλεῖ σὰν τὴν κλῶσσα.λᾶτε! φωνάζει ὁ Χριστός · οἱ φιλήδονοι κ᾽ οἱ ἄνθρωποι τοῦ πλούτου, ποὺ ἔχουν θεὸ τὸ χρῆμα καὶ τὴν κοιλιά, δὲν ἔρχονται. Ἐλᾶτε λοιπὸν οἱ ἄλ-λοι. Καὶ ἔρχονται. Ποιοί εἶνε, τοὺς εἴ δατε; Αὐ-τοὶ δὲν ἔχουν ἀξιώματα· εἶνε φτωχοί, ἀνάπηροι, ντυμένοι ῥάκη. Κι ἀνοίγει γι᾽ αὐτοὺς ἡπόρτα; Βεβαίως. Ἐὰν γιὰ φτωχοὺς δὲν ἀνοίγουν τὰ μέγαρα τοῦ κόσμου τούτου, ἀνοίγουν ὅμως τὰ ἀνάκτορα τοῦ οὐρανοῦ.Παραβολικὸς εἶνε ὁ λόγος· ποιός εἶνε ὁ τυφλός, ὁ κουτσός, ὁ ῥακένδυτος; Εἴμαστε ἐμεῖς, ποὺ φέρουμε τὰ ῥάκη τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλά, ἔστω κ᾽ ἔτσι, ὁ Κύριος μᾶς προσκαλεῖ στὴ λατρεία του. Ἐλᾶτε λοιπόν, μποροῦμε νὰ προσέλθουμε. Ἀλλ᾽ ἂς προσέξουμε τὴν πρόσκλησί του. Ὅταν ἀνοίξῃ ἡ ὡραία πύλη καὶ φανῇτὸ φρικτὸ δισκοπότηρο μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, θ᾽ ἀκούσουμε· «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστε ως καὶ ἀγάπης προσέλθετε».
Θέτει ὅρους. Δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ κοινωνήσῃ κανεὶς ἐὰνδὲν ἔχῃ μέσα στὴν καρδιά του τὸ φόβο τοῦΘεοῦ, τὴν πίστι, καὶ περισσότερο τὴν ἀγάπη.
Προσέλθετε μὲ φόβο Θεοῦ . Τί θὰ πῇ φόβος Θεοῦ; Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε, ἂς σκεφτοῦμε δύο πράγματα· τί εἴμαστε ἐμεῖς, καὶ τί εἶνε Ἐκεῖνος. Τί εἴμαστε ἐμεῖς; Ὅσο ψηλὰ κι ἂν ἀνεβήκαμε, ὅση μόρφωσι κι ἂν ἀποκτήσαμε, εἴμαστε σκουλήκια, ἄχυρα, σκόνη, καπνός, ὄνειρο ποὺ διαλύεται. Ὁ Ἀβραὰμ εἶπε· «Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός» , μιὰ χούφτα χῶμα καὶ στάχτη (Γέν.18,27· νεκρ. ἀκολ.).
Ὁ Δαυῒδ ἔλεγε «Ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50,7) . Ὁ προφήτης Ἠσαΐας ἔλεγε· Ταλαίπωρος ἐγώ, «ἄνθρωπος ὢν καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος…» (Ἠσ. 6,5) . Ὁ Ἰὼβ λέει· «Τίς καθαρὸς ἔσται ἀπὸ ῥύπου; ἀλλ᾽ οὐθείς, ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐ πὶ τῆς γῆς» (Ἰὼβ. 14,4). Ἂς θυμηθοῦμε τὴν αἱμορροοῦσα τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ μὲ φόβο πλησίασε καὶ ἄγγιξε μόνο τὸ ἄκρο τοῦ ἐνδύματος τοῦ Χριστοῦ. Ἂς θυμηθοῦμε τὸν ἀπόστολο Πέτρο, ποὺ ὅταν ὁ Χριστὸς ἔκανε τὸ θαῦμα τῆς ἁλιείας στὸ πλοῖο του αὐτὸς εἶπε· «Ἔξελθε ἀπ᾽ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε» (Λουκ. 5,8) .
Μὲ τέτοιο φόβο κοινωνοῦσαν τὰ ἄχρανταμυστήρια οἱ ἅγιες ψυχές, ἔτσι ἂς πλησιάσουμε κ᾽ ἐμεῖς. Διότι ἂν δὲν ἀγαπήσουμε καὶ δὲν πιστέψουμε Ἐκεῖνον, ματαίως περάσαμε ἀπ᾽ τὸ φλούδι αὐτῆς τῆς γῆς. Ἐκεῖνος εἶνε τὸ Ἄλφακαὶ τὸ Ὠμέγα (Ἀπ. 1,8· 21,6· 22,12) , ἡ πηγή, τὸ ἄστρο τῆς αὐγῆς, ὁ ἥλιος ποὺ φωτίζει, ὁ καθαρώτεροςκι ἀπ᾽ τὸ χιόνι, ὁ ἀκατάληπτος, ἐκεῖνος ποὺ τῆς βασιλείας του «οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33. Σύμβ. πίστ. 7).
Τὸ σκεφθήκαμε; Ἐκεῖνος, ποὺ δὲν τὸν χωροῦν οἱ οὐρανοί, χωράει στὴν καρδιὰ ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ! Ἀνοῖξτε τὶς πύλες τῆς καρδιᾶς νὰ εἰσέλθῃ «ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης» (Ψαλμ. 23,7-10) . Αὐτὸς θέλει νὰ κάνῃ τὴν καρδιά σου ἀνάκτορο. Σκέψου·
εἶνε «πῦρ καταναλίσκον» (Δευτ. 4,24· 9,3. Ἑβρ. 12,29) . Ἂν εἶ σαι χρυσάφι, ἡ φωτιὰ θὰ σὲ καθαρίσῃ· ἂν ὅ-μως εἶσαι ἄχυρο, τότε θὰ καῇς.
Προσέλθετε, ἀκόμη, μὲ πίστι . Ποιά πίστι;χι τὴ γενικὴ πίστι ὅτι ὑπάρχει Θεὸς ἀλλὰ τὴν εἰδικὴ πίστι, τὴν πίστι στὸ μέγα τοῦτο μυστήριο. Τί νὰ πιστεύῃς ὅταν πλησιάζῃς τὰ ἅγια μυ-στήρια· ὅτι ἐκεῖνο ποὺ εἶνε μέσ᾽ στὸ δισκοπότηρο δὲν εἶνε κρασί, εἶνε αἷμα, τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας· δὲν εἶνε ψωμί, εἶνε τὸ σῶμα ἐκεῖνο τὸ ἄχραντο ποὺ ἐκήδευσε ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, κι ὅτι τὸ δορυφοροῦν ἄγγελοι . Ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, μὴν πλησιάσῃς, μὴ γίνῃς θεομπαίχτης.
―Μὰ πῶς γίνεται αὐτό; τὰ μάτια μου βλέπουν κρασὶ καὶ ψωμί… Ὦ ἄνθρωπε, ρωτᾷς «πῶς»; Κ᾽ ἐγὼ σὲ ρωτῶ· πῶς τὸ αἷμα ἀπ᾽ τὴν καρδιὰ τῆς γυναίκας γίνεται γάλα στὸ μαστό; πῶς τὸ κάρβουνο στὰ σπλάχνα τῆς γῆς γίνεται διαμάντι; Ὁ Θεὸς «ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)» (Ψαλμ. 76,15) , αὐτὸς κάνει καὶ τὸ μέγα τοῦτο θαῦμα. Θυμᾶμαι τὴν ἀγράμματη γιαγιά μου στὸ μικρό μου χωριὸ ποὺ μοῦ ἔλεγε· Πήγαινε, παιδάκι μου,νὰ πάρῃς σήμερα τὸ διαμάντι! Νὰ προσέλθῃςἀκόμα μὲ τὴν πίστι, ὅτι μία σταλαγματιὰ - ἕνα ἠλεκτρόνιο ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ φτάνε ινὰ πλύνῃ ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Πόσες εἶνε οἱ ἁμαρτίες σου; Ὅσες κι ἂν εἶνε, τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ φτάνει νὰ τὶς ἐξαλείψῃ.Αὐτὸ «καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰω. 1,7) . Πίστευε ἀκόμη, ὅτι τὴν ὥρα ποὺ κοινω-νεῖς ἔρχεσαι σὲ μυστικὴ ἐπαφή, ἑνώνεσαι μὲ τὸν Κύριο, θεοῦσαι · γίνεται μυστικὴ θέωσις.
«Προσέλθετε» λοιπὸν μὲ φόβο Θεοῦ, μὲ πί-στι, κι ἀκόμη μὲ ἀγάπη . Ποιά ἀγάπη; Ὄχι τὴν
εὐτελῆ ἀγάπη, τὸ κίβδηλο ἐκεῖνο νόμισμα · ὄχιτὰ μάταια κομπλιμέντα, ποὺ μπροστά σου ὁἄλλος σοῦ λέει «σὲ ἀγαπῶ» ἀλλὰ πίσω σου σοῦ σκάβει τὸ λάκκο, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπη τοῦΧριστοῦ τὴ γνησία καὶ ἀκίβδηλη καὶ ἄδολη.
Τί εἶνε ἡ ἀγάπη;
Μία κλῖμαξ οὐρανοδρόμος.Ἐμπρός, χωλοὶ καὶ τυφλοί, ἀνεβαίνετε τὰ θεῖα αὐτὰ σκαλοπάτια. Μιὰ τέτοια σκάλα εἶ δε κ᾽ ἕνας ἅγιος, ὁ Δανιὴλ ὁ Στυλίτης (γιορτάζει στὶς 11 Δεκεμβρίου), καὶ ἄκουσε μιὰ χειμωνιάτικην ύχτα τὴ φωνή· –Ἀνέβαινε, Δανιήλ, ἔλα πρὸς ἐμένα. –Μὰ πῶς, Κύριε; δὲ μπορῶ. Καὶ τότε φτερὰ ἀγγέλων τὸν βοήθησαν κι ἄρχισε ν᾽ ἀνεβαίνῃ ἐλαφρὰ - ἐλαφρά.
Μπρὸς ἀνεβαίνετε! Ἂν δὲν ἀνεβῆτε τὰ σκαλοπάτια τῆς ἀγάπης, μὴν πλησιάσετε τὸ μυστήριο.
Τρία σκαλοπάτια σᾶς δείχνω. Τὸ πρῶτο γράφει· ἡ ἀγάπη δὲν κάνει καμμιά ἀδικία. Τὸ δεύτερο· ἡ ἀγάπη ὄχι μόνο δὲν ἀδικεῖ ἀλλὰ καὶ σκορπάει - δίνει τὶς δωρεές της στοὺς ἄλλους. Καὶ τὸ τρί-το, ποὺ εἶνε γιὰ τὶς μεγάλες ψυχές, εἶνε τὸ σκαλὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε «Πάτερ,ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34) ,καὶ σ᾽ αὐτὸ γράφει· ὄχι μόνο νὰ μὴν ἀδικῇς,ὄχι μόνο νὰ δίνῃς τὰ ἀγαθά σου, ἀλλὰ καὶ νὰ συγχωρῇς καὶ τὸ μεγαλύτερο ἐχθρό σου.
Ἀδελφοί μου, αὐτὰ τὰ τρία νὰ ἔχουμε· φόβο Θεοῦ, πίστι ἀκράδαντη, καὶ τὴν ἀγάπη τὴν κορυφαία ἀρετή. Μ᾽ αὐτὰ ἂς κάνουμε φτεροῦγες ἀετοῦ κι ἂς πλησιάσουμε στὰ ἅγια μυστήρια.Κάποτε ὁ μέγας Ναπολέων κάλεσε τοὺς ἀ-ξιωματικοὺς τοῦ ἐπιτελείου του καὶ τοὺς ρώτησε· Πέστε μου, ποιά ἦταν ἡ εὐτυχέστερη στιγμὴ τῆς ζωῆς σας; Ὁ ἕνας εἶπε· Ὅταν μπῆκαστὴ σχολὴ τῶν εὐελπίδων. Ὁ ἄλλος· Ὅταν μοῦ ἔδωσαν τὸ ξίφος τοῦ ἀξιωματικοῦ. Ὁ τρίτος· Ὅταν πῆρα τὸ πρῶτο παράσημο ἀνδρείας. Ὁ τέταρτος· Ὅταν μετὰ τὸν πόλεμο γύρι-σα στὸ σπίτι μου. Ὁ πέμπτος· Ὅταν ἀρραβωνιάστηκα. Καὶ οὕτω καθεξῆς. Τέλος ὁ Ναπολέων λέει· Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε ποιά ἦτα νκαὶ γιὰ μένα ἡ εὐτυχέστερη στιγμὴ τῆς ζωῆςμου; Τοῦ ἀπαρίθμησαν δέκα - δεκαπέντε περιπτώσεις. Ὄχι, τοὺς λέει· ἡ ὡραιότερη στιγμὴ τῆς ζωῆς μου ἦταν ὅταν μικρὸ παιδάκι μὲ πῆρε ἡ μάνα μου καὶ μὲ πῆγε στὴν ἐκκλησία καὶ ἔλαβα γιὰ πρώτη φορὰ τὴ θεία κοινωνία.
Αὐτὴ εἶνε ἡ ὡραιότερη στιγμή . Μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ τίποτε ἄλλο. Ὦ θεία κοινωνία, ὦ φτερὰτοῦ οὐρανοῦ, ὦ Ἰησοῦ Χριστὲ παμβασιλεῦ τοῦ κόσμου, ἀξίωσέ μας νὰ κοινωνήσουμε τὰ ἄχραντα μυστήρια μὲ φόβο Θεοῦ, πίστι καὶ ἀγάπη,γιὰ ν᾽ ἀξιωθοῦμε τῆς βασιλείας σου· ἀμήν
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Προφήτου Δανιὴλ Βοτανικοῦ - Ἀθῆναι τὴν 11-12-1960.

Ἡ παραβολὴ τοῦ Δείπνου (Λουκ 14, 16-24)

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))



Στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Ξανὰ καὶ ξανὰ ἀκοῦμε τούτη τὴν παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἂν μονάχα τὴν δεχόμασταν βαθιὰ στὴν καρδιά μας, ἐὰν βλέπαμε τοὺς ἑαυτούς μας ὅπως ἀπεικονίζονται σ’ αὐτήν! Πόσοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ περιγράφονται στὴν παραβολή, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν στὸν Κύριο ὅταν τοὺς καλεῖ - ὄχι νὰ κάνουν κάτι ἰδιαίτερο, ἀλλὰ ἁπλὰ νὰ εἶναι μαζί Του, νὰ μοιραστοῦν τὴν χαρά Του, νὰ γίνουν μέτοχοι τῆς Θείας Χάριτος- πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς θὰ Τοῦ ἔλεγαν (καὶ τὸ κάνουμε, ἀλλὰ τὸ συνειδητοποιοῦμε;): Κύριε, ἀνήκω στὴν γῆ, δὲν μὲ ἔφτιαξες ἀπὸ τὴν γῆ, δὲν ἔχω δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὴν σκόνη; Ἡ γῆ εἶναι ἡ μητέρα μου, εἶναι τὸ πιὸ κοντινὸ πράγμα σὲ μένα, τῆς ἀνήκω. Ξεχνώντας ὅτι πράγματι τῆς ἀνήκουμε· ἔχουμε φτιαχτεῖ ἀπὸ αὐτήν, ἔχουμε διαμορφωθεῖ ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ θὰ ἐπιστρέψουμε σ’ αὐτὴν σὰν σκόνη, ἐκτὸς ἐὰν ὑπάρχει μέσα μας ἡ ἄλλη προοπτική, ἐκτὸς ἐὰν συνειδητοποιοῦμε, ὄχι μονάχα μὲ τὸ νοῦ, ὅτι πράγματι δημιουργηθήκαμε ἀπὸ τὴν γῆ, ἀλλὰ ὅμως ἀπὸ τὸν ἰσχυρό, δημιουργικὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι ἀνήκουμε σ’ Ἐκεῖνον ποὺ πρόφερε αὐτὸν τὸν λόγο, ὅτι συγγενεύουμε μ’ Ἐκεῖνον πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅ,τι μὲ τούτη τὴ γῆ. Νοιώθουμε σὰν νὰ ἔχουμε ριζώσει βαθιὰ σ’αὐτήν, σὰν ν’ ἀντλοῦμε ἀπὸ ἐκεῖ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε: τὴ ζωὴ· ἀλλὰ ἐπίσης αὐτὰ ποὺ ἡ γῆ γεννᾶ, ὀμορφιὰ καὶ χαρά, καὶ τὸ κάθε τι· καὶ εἶναι τόσο εὔκολο νὰ ξεχάσουμε ὅτι ἔχουμε κληθεῖ νὰ γίνουμε κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴ σκόνη αὐτῆς τῆς γῆς!

Καὶ ὕστερα πόσο συχνὰ σκεφτόμαστε, ὅτι δὲν μᾶς μένει καιρὸς γιὰ νὰ σχετιστοῦμε μὲ τὸν Θεό, νὰ εἴμαστε μαζί Του, νὰ εἴμαστε ἁπλὰ χαρούμενοι, νὰ εἴμαστε μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον; Μπορεῖ νὰ εἶναι κάτι ποὺ νοιώθω ὅτι εἶναι σημαντικό! Ἴσως νὰ εἶναι κάτι ποὺ φανταζόμαστε ὅτι εἶναι σημαντικὸ γιὰ τὸν Θεὸ- ἔχω τὸ χρόνο νὰ βρίσκομαι μαζί Του; Ἴσως ἀργότερα νὰ εἴμαστε μαζί, ὅταν ὅλα θὰ ἐκπληρωθοῦν ἢ ὅταν ὁ θάνατος θὰ ἔχει κόψει τὰ δεσμὰ τῆς ζωῆς, τὸν σύνδεσμό μας μὲ τὴ γῆ καὶ αὐτὸ ποῦ φανταζόμαστε ὅτι εἶναι τὸ ἔργο μας ποὺ δὲν ἔχει τέλος· ἄλλος ἕνας θεολόγος τοῦ παρελθόντος εἶχε πεῖ ὅτι ἡ εἰκόνα μὲ τὰ πέντε ζευγάρια βόδια μᾶς μιλάει πράγματι γιὰ τὸ ἔργο ποὺ πρέπει νὰ φέρουμε εἰς πέρας· ἢ δὲν ἀντιπροσωπεύουν ἴσως τὶς πέντε αἰσθήσεις μας; Τὶς πέντε αἰσθήσεις ποὺ χρησιμοποιοῦμε συνεχῶς πρὸς κάθε κατεύθυνση, ἄναρχα, χωρὶς σκοπό, ποὺ μᾶς καθιστοῦν τυφλοὺς σὲ ὅ,τι δὲν βλέπουμε;

Καὶ τότε, ὁ τελευταῖος ἄνθρωπος τῆς παραβολῆς εἶπε, δὲν μπορῶ νὰ μοιραστῶ τὴ χαρά σου, Κύριε, ἔχω τὴ δική μου. Ἔχω γυναίκα, ἡ καρδιά μου εἶναι γεμάτη ἀπὸ χαρά! Μπορῶ νὰ γυρίσω τὴν πλάτη στὴν χαρὰ ποὺ νοιώθω, νὰ τὴν ξεχάσω γιὰ μία στιγμή, νὰ τὴν ἀφήσω καὶ νὰ μοιραστῶ τὴ δική σου; Ἂς γίνει ἡ χαρά μου, χαρὰ τῆς κάθε ἡμέρας· ἂς χάσει τὴ φρεσκάδα της, καὶ ἴσως τότε νὰ μοιραστῶ τὴ δική σου χαρά.

Αὐτὲς δὲν εἶναι διάφορες εἰκόνες ποὺ περιγράφουν τὴ ζωή μας; Καὶ τί μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ κάνει γι’ αὐτό; Προσφέρει τὸν ἑαυτό Του· θέλει νὰ μοιραστεῖ μαζί μας ὅ,τι ὑπάρχει: ναί, τούτη ἀκόμα τὴ γῆ, ἀλλὰ μὲ τοὺς ὅρους Του· γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μία εἰκόνα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἐφραὶμ τὸν Σύρο, γιὰ νὰ κάνει γιὰ μᾶς τὴ γῆ μύηση ἑνὸς μυστηρίου: ἕνα μυστήριο, μιὰ θεϊκὴ πράξη ὅπου ὁ ἴδιος ἀποκαλύπτεται, καὶ τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό Του, γίνονται ἱερά, ἅγια, λάμπουν μέσα στὸ φῶς τῆς Θεϊκῆς δόξας. Ναί, θέλει ἀπὸ ἐμᾶς νὰ ἐκπληρώσουμε ἕνα ἔργο στὴ γῆ, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἔργο θὰ πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει Ἐκεῖνος, θέλει νὰ μᾶς κάνει συνεργάτες Του, ὄχι ἀνθρώπους ποὺ ἡ παρουσία Του τοὺς ἔδιωξε μακρυά, ἀλλὰ ἀνθρώπους ποὺ τόσο τέλεια, εἶχαν γίνει ἕνα μαζί Του, ὥστε νὰ κάνουμε ὅ,τι κάνει Ἐκεῖνος καὶ νὰ εἴμαστε αὐτὸ ποὺ εἶναι, ὥστε τελικὰ ἡ χαρά Του θὰ εἶναι καὶ δική μας χαρά, ἡ χαρὰ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσει ἡ καρδιά μας, τόσο μεγάλη εἶναι- γεμίζει τὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ.

Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει τρόπος; Ναί: Ἂς γίνουμε ὅπως οἱ ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους ὁ Βασιλιὰς ἔστειλε τοὺς ὑπηρέτες Του: ἦταν χωλοί, ζητιάνοι, ντυμένοι μὲ κουρέλια, ἦταν καθάρματα τῆς γῆς· ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν στερημένοι ἀπὸ τὰ πάντα, λαχταροῦσαν τὰ πάντα· δὲν ἐπιθυμοῦσαν ἁπλὰ τὶς μικρὲς χαρὲς τῆς γῆς, ποὺ μᾶς φαίνονται τόσο σπουδαῖες, ἀλλὰ κάτι μεγαλύτερο: ὅλη τὴ ζωὴ τους ποθοῦσαν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου ὅλα θὰ πρέπει νὰ εἶναι ὀμορφιά, ἀγάπη· καὶ σ’ αὐτοὺς στάλθηκαν οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, οἱ ὑπηρέτες τοῦ Βασιλιᾶ!

Τί συμβαίνει μέ μᾶς; Δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ μοιάσουμε σ΄ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους; Δὲν εἴμαστε τόσο τυφλοὶ ὅπως οἱ τυφλοί, τόσο χωλοί, τόσο φτωχοὶ ὅσο οἱ πιὸ φτωχοὶ ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους; Γιατί δὲν στρεφόμαστε στὸν Θεὸ καὶ δὲν δεχόμαστε τὴ γῆ, καὶ τὸ ἔργο ποὺ ἔχουμε νὰ φέρουμε εἰς πέρας, καὶ ὅ,τι μπορεῖ νὰ γεμίσει τὴ ζωὴ καὶ τὴν καρδιά μας μὲ τοὺς ὅρους τοῦ Θεοῦ, μ’ Ἐκεῖνον; Καὶ αὐτὸ μᾶς προσφέρει τὴν ἡμέρα τῆς Γεννήσεώς Του, ποὺ θὰ γιορτάσουμε τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα· τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγινε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ νὰ μᾶς δείξει ὅτι ἐνῶ εἶναι ἐντελῶς ἄνθρωπος, τέλεια, ἀνεπιφύλακτα ἄνθρωπος καὶ ὅμως, ἡ ἀνθρώπινη φύση Του διαπνέται ἀπὸ τὴν θεότητα, μποροῦμε νὰ γίνουμε ἕνα μ’ Ἐκεῖνον, μέτοχοι τῆς θεϊκῆς φύσεως, τοῦ Σταυροῦ, καὶ τῆς δόξας Του. Ἂς συλλογιστοῦμε τούτη τὴν παραβολή· ἂς γίνουμε οἱ ἀπόκληροι καὶ οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ τυφλοί, καὶ οἱ πεινασμένοι· καὶ τότε, κατὰ τοὺς Μακαρισμούς, θὰ τρέφεται αἰώνια ἡ ψυχή μας. Ἀμήν.


Μετάφραση:www.agiazoni.gr


Πρωτότυπο Κείμενο

In the Name of the Father, the Son and the Holy Ghost.

Time and again we hear this parable of Christ. If we only received it deep in our hearts, if we only saw ourselves as we are depicted in it, both to our shame and to our glory, to our hope! How many of us are those who are described there, are the people who could say when they are called by God - not to do anything in particular, but simply to be with Him, to share His joy, to be partakers of the grace - how many of us would say to Him (and we do, but are we aware of it?): Lord, I belong to the earth; didn’t You take me out of the earth, have I not been fashioned out of the dust? The earth is my mother, the earth is the closest thing to me, I belong to it… Forgetting that indeed, we belong to it; we are taken out of it, fashioned out of it, but we shall return to it as dust, unless there is the other dimension that has grown in us, unless we realize, not only with our mind - with all our being, that we were indeed made out of earth, but by the powerful, the creative word of God, and that we belong to Him Who spoke this word, we are akin to Him more than we are to this earth, if that is possible. We feel as though we have set roots deep, deep into the earth, as though we derived from it all that we are: our life - yes, called out of it; but also all that it produces, beauty and joy, and everything; and it is so easy to forget that we are called to be more than just the dust of this earth!

And then, how often do we think, there is no time for me to spend in the intimacy of God, to be with Him, just to be, just to be happy, to be together with Him: haven’t I got a task? It may be something that I feel is important! It may even be something that we imagine is important to God - is there time for me to be with Him? We may be with Him later, one day, when all things are fulfilled, or when death has severed our fetters, our link with the earth and with what we imagine is our task. And our tasks are endless; one or another of the divines of the past had said that the image of the five yokes of oxen indeed speaks of the work we feel we must fulfill; but also perhaps, do they not represent our five senses? Do they not represent the five senses which we use continuously, in all directions, anarchically, unpurposefully being by them blinded to the invisible? Isn’t it true that the demon of the noonday is this moment when everything created, all the visible becomes so intensely, powerfully perceptible to us and blinds us to the invisible?

And then, the last man said, I can’t share your joy, oh Lord, I have my own. I have taken a bride, my heart is full of rejoicing! Can I turn away from my joy, forget it for one moment, let go of it and share yours? Let this joy of mine become every day’s life; loose its newness perhaps, and then I will share yours.

Isn’t that the various images which depict us? And what can God do about it? He offers Himself; He wants to share with us all there is: yes, even this earth, but on His terms; to use an image of Saint Ephraim of Syria, to make for us this very earth a sacrament of initiation: a sacrament, a divine act by which He Himself is disclosed, and the means by which He discloses Himself become holy, sacred, shining with glory divine... Yes, He wants us to fulfill a task on earth, but that this task should be what He is doing, make us co-workers with Him, not people sent away from His presence, but people who had become so perfectly one with Him that what we do is what He does and what we are is what He is, ultimately, and that His joy should be ours, the joy that cannot be contained in our hearts, so great it is - it fills the heart of God.

But isn’t there a way? Yes! Become like the people to whom the King send His servants: they were lame, they were beggars, they were in rags, they were the scum of the earth; but because they were deprived of everything, their longing was for all; and вЂ˜all’ was not simply the little things of the earth that seem so great to us, but something greater: the Kingdom of God, where all should be love, beauty, truth, justice they have longed all their lives; and it is to them the Angels of God, the servants of the King were sent!

What about us? Couldn't we become, each of us, one of these people? Aren’t we as blind as the blind, as lame as the lame, as poor as the poorest? Why not turn to God and receive the earth, and our task, and all that can fill our life and our hearts on God's own terms, with Him? And this is what He is offering us on this day of the Nativity which we will keep next week; the day when He became one of us to show us that while being human totally, perfectly, unreservedly human, and yet, totally pervaded with divinity, we can become one with Him, partakers of the divine nature, partakers of His cross and of His glory. Let us reflect on this; let us become the lame, and the poor, and the blind, and the hungry; and then as the Beatitude tells us we shall be fed. Amen

Το δείπνο του Θεού του Πρωτοπρεσβύτερου Αντώνιου Πνακούλα

 

Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Ἀντωνίου Πινακούλα
Ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Ὁ σπόρος ποὺ ἔπεσε στὸ δρόμο», ἐκδ. Ἐν πλῷ.
Aγαπητοὶ ἀδελφοί, σὲ δύο ἑβδομάδες γιορτάζουμε τὴ μεγάλη γιορτὴ τῶν Χρι- στουγέννων καὶ ἡ σημερινὴ Κυριακὴ εἶναι ἀφιερωμένη στοὺς προπάτορες τοῦ Χριστοῦ: τὸν Ἀβρα- άμ, τὸν Ἰσαάκ, τὸν Ἰακὼβ καὶ γενικὰ τοὺς ἁγίους τῆς Παλαιᾶς Δ ι α θ ή κ η ς , ποὺ μὲ τὴν ἱερὰ ἱστορία τους προε- τοίμασαν τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Κι ἐπειδὴ οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μί- λησαν γιὰ ἕνα δεῖπνο τὸ ὁποῖο θὰ γίνει στὰ τέλη τῶν αἰώνων, καὶ στὸ ὁποῖο θὰ καθίσουν μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ ὅλοι οἱ ἅγιοι, ὅλοι ὅσοι τὸν εὐαρέστησαν, ἀ κ ο ύ σ α μ ε στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο τὴν παραβολὴ τοῦ με- γάλου δείπνου.[...] Κάποιος κάλεσε γιὰ δεῖπνο ἀνθρώπους πολλούς. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ὀνομάζονται «οἱ κε- κλημένοι» – εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἤξεραν ὅτι θὰ κληθοῦν, αὐτοὶ ποὺ πρῶτοι θὰ λάμβαναν τὴν πρόσκληση ἀπὸ τὸ δοῦλο τοῦ μεγάλου οἰκοδεσπό- τη. Κι ἔγινε πράγματι ἔτσι • ὁ δοῦλος πῆγε καὶ τοὺς εἶπε: «Ὅλα εἶναι ἕτοι- μα, ἐλᾶτε νὰ δειπνήσετε ἀπόψε μαζὶ μὲ τὸν Κύριό μου». Ἐκεῖνοι ὅμως ἄρχισαν νὰ παραιτοῦνται προβάλλο- ντας δικαιολογίες σοβαρές. Ὁ ἕνας εἶπε: «Ἀγόρασα ἕνα μεγάλο χωράφι, πρέπει νὰ πάω νὰ τὸ δῶ». Ὁ ἄλλος εἶπε: «Ἀγόρασα πέντε ζεύγη βοδιῶν καὶ πρέπει νὰ πάω νὰ τὰ δοκιμάσω, γιὰ νὰ δῶ ἂν αὐτὰ ποὺ ἀγόρασα εἶναι αὐτὰ ποὺ ἤθελα καὶ αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ ἔχω». Καὶ ὁ τρίτος εἶπε: «Παντρεύ- τηκα, εἶμαι νιόπαντρος, δὲν μπορῶ νὰ ἔρθω». Ἐπέστρεψε ὁ δοῦλος στὸν οἶκο καὶ εἶπε στὸν οἰκοδεσπότη ὅσα συνέβησαν. Κι ἐκεῖνος ὀργίστηκε καὶ τὸν διέταξε νὰ πάει νὰ φέρει ἄλλους. Δήλωσε μάλιστα: «Κανένας ἀπὸ ἐκεί- νους ποὺ κάλεσα δὲν θὰ γευτεῖ τὸ δεῖπνο μου». Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι οἱ κεκλη- μένοι, αὐτοὶ ποὺ ἤξεραν ὅτι θὰ τοὺς καλέσει ὁ οἰκοδεσπότης καὶ ἦταν σίγουροι ὅτι θὰ πᾶνε στὸ δεῖπνο, δὲν μποροῦσαν ἐκείνη τὴ στιγμὴ νὰ ἀνταποκριθοῦν στὸ κάλεσμα. Τοὺς ἦταν ἀδύνατο, γιατὶ εἶχαν πολὺ με- γάλες ὑποχρεώσεις μπροστά τους. Ἦταν πολὺ σοβαροὶ οἱ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν μποροῦσαν νὰ πᾶνε. Θὰ τὸ ἔκαναν ὡστόσο, δοθείσης κάποιας ἄλλης εὐκαιρίας. Ἀνέβαλαν νὰ πᾶνε στὸ δεῖπνο καὶ συνέχισαν νὰ κάνουν τὴ δουλειά τους. Προφανῶς, ἦταν πολὺ γνωστοὶ στὸν οἰκοδεσπότη, εἶχαν μακροχρόνια σχέση μαζί του, καὶ γι’ αὐτὸ ἦταν τόσο σίγουροι – ἂς ἔλυναν τώρα τὰ πολὺ σοβαρὰ θέματα ποὺ εἶχαν καὶ θὰ ἀνταποκρίνονταν σὲ κάποια ἄλλη περίσταση. Οἱ φράσεις καὶ τὰ ρήματα ποὺ χρη- σιμοποιεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς -«ἀγρὸν ἠγό- ρασα… ζεύγη βοῶν ἠγόρα- σα… γυναῖκα ἔ γ η μ α . . . » – δείχνουν ὅτι τὰ γεγονότα σ υ ν έ β η σ α ν μόλις πρὶν ἀπὸ λίγο. Σχεδὸν μαζὶ μὲ τὰ γεγονό- τα ἦρθε καὶ ἡ πρόσκληση στὸ δεῖπνο. Ὁ χρόνος ἔχει πάρα πολὺ μεγά- λη σημασία. Οἱ ἄνθρωποι χρε ιάζονται χρόνο γιὰ νὰ προσαρ- μοστοῦν σὲ ἀλλαγές – πόσο μάλλον ὅταν αὐτὲς ἀφοροῦν σὲ ζωτικές τους ἀνάγκες καὶ συναισθηματικὲς δεσμεύσεις, ὅπως στὴ συγκεκριμένη περίπτωση. Ὁ χρόνος ἀνάμεσα σὲ δύο γεγονότα δημιουργεῖ μιὰ ἀπόσταση ἀσφαλείας μεταξὺ αὐτοῦ ποὺ συνέβη καὶ αὐτοῦ ποὺ ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται. Αὐτὴ ἡ ἀπόσταση δημιουργεῖ τὸ αἴσθημα τῆς σιγουριᾶς. Καὶ χωρὶς αὐτὸ τὸ αἴσθημα δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ προχωρήσει σὲ κάτι ἄλλο, ἐπειδὴ φοβᾶται ὅτι βάζει σὲ κίνδυνο τὸ προηγούμενο, ποὺ δὲν σταθεροποιήθηκε ἀκόμα. Στὴν περίπτωση τῶν καλεσμένων τῆς πα- ραβολῆς ὁ χρόνος αὐτὸς ἔλειπε κι ἦταν ἑπόμενο νὰ σκεφτοῦν: «Πρέπει νὰ πάω νὰ δῶ τὰ χωράφια ποὺ ἀγό ρασα», «Πρέπει νὰ δοκιμάσω τὰ ζῶα ποὺ πῆρα», «Πρέπει νὰ μείνω μὲ τὴ γυναίκα ποὺ μόλις παντρεύτηκα, δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἀφήσω καὶ νὰ φύγω». Ἔπρεπε νὰ ὑπάρξει μιὰ ἀπόσταση ἀσφαλείας. Ὑπάρχει ἕνα πρόβλημα μέσα τους: θέλουν νὰ πᾶνε στὸ δεῖπνο, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ εἶναι δεσμευμένοι κάπου ἀλλοῦ. Κάπου ἀλλοῦ στρέφε- ται τὸ ἐνδιαφέρον τους. Ἡ καρδιά τους τοὺς πηγαίνει σὲ ἄλλη κατεύθυνση. Ἐκτιμοῦν τὸν οἰκοδεσπότη, τὸν σέβο- νται, τὸν ἔχουν πολὺ ψηλὰ μέσα τους, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ μὲ τὸ μυαλό τους – ἡ καρδιά τους εἶναι κολλημένη ἀλλοῦ. Ἄλλο λένε οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, κι ἄλλο οἱ ἐπιθυμίες καὶ τὰ συναι- σθήματά τους. Ὑπάρχει μέσα τους μιὰ σύγκρουση, διότι ἡ σχέση τους μὲ τὸν οἰκοδεσπότη δὲν εἶναι μοναδικὴ καὶ ἀποκλειστική. Καὶ καταφέρνουν τελικὰ τὴν ἰσορρο- πία, ὑποκύπτοντας στὶς ἐπιθυμίες καὶ τὰ συναισθήματα, κι ὄχι ὑπα- κούοντας στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Τὰ πράγματα θὰ ἦταν διαφορετικὰ ἐὰν οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶχαν ἑδραιωθεῖ στὴν καρδιά τους. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὑπῆρχε μιὰ διάταξη στὸ Νόμο τοῦ Μωυσῆ, ποὺ ἔπρεπε νὰ τὴν ἐφαρμόζουν οἱ Ἰσραηλίτες, ὅταν ἑτοιμάζονταν γιὰ πόλεμο. Τὴ στιγμὴ ποὺ ὅλοι οἱ στρατιῶτες ἦταν παραταγμένοι, ἔπρεπε ὑποχρεωτικὰ νὰ βγεῖ ὁ κή- ρυκας καὶ νὰ πεῖ: «Ποιός ἔφτιαξε σπίτι καὶ δὲν τό ‘χει ἀκόμα ἐγκαι- νιάσει, δὲν τὸ ἔχει ἀκόμα κατοι- κήσει; Αὐτὸς νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν παράταξη. Ποιός φύτεψε ἀμπέλι κι ἀκόμα δὲν ἔχει γευτεῖ τοὺς καρ- πούς του; Νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν πα- ράταξη. Ποιός παντρεύτηκε αὐτὴ τὴ χρονιὰ καὶ δὲν ἔκλεισε χρόνο παντρεμένος; Νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν παράταξη». Αὐτὲς οἱ τρεῖς κα- τηγορίες δὲν ἔπρεπε νὰ πᾶνε στὸν πόλεμο, γιατὶ τὸ μυαλό τους θὰ ἦταν σ’ αὐτὰ ποὺ ἄφησαν πίσω κι ἔτσι θὰ δείλιαζαν μπροστὰ στὸν ἐχθρὸ καὶ θὰ παρέσυραν καὶ τοὺς ἄλλους – ἡ ἥττα θὰ ἦταν βέβαιη. Ὅταν ὁ Χριστὸς μι- λοῦσε γιὰ τοὺς κεκλημένους τοῦ δεί- πνου, εἶχε ὑπόψη του αὐτὴ τὴ διάτα- ξη, διότι τὴν ἤξεραν καὶ οἱ ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους ἀπευθυνόταν. Κι ἐνῷ ὁ Μωυσῆς στὴ διάταξη τοῦ Νόμου ἀπαγορεύει στὶς τρεῖς κατηγορίες νὰ πολεμήσουν, ὁ Χριστὸς μιλώντας μὲ διαφορετικὸ τρόπο στὴν παραβολή, λέει ὅτι οἱ τρεῖς αὐτὲς κατηγορίες δὲν ἀποκλείστηκαν, ἀλλὰ παραιτήθηκαν, δὲν μπόρεσαν νὰ πᾶνε στὸ δεῖπνο. Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει τὴ διαφορά; Ἐκεῖ, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, οἱ τρεῖς κατηγορίες ἔχουν ἕνα προνόμιο: ἔχουν δικαίωμα νὰ μὴν πᾶνε στὸν πό- λεμο. Ὁ Νόμος τοῦ Μωυσῆ ἀναγνώ- ριζε τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ξεπεράσει σχέσεις μὲ πρόσωπα καὶ πράγματα, ὅταν σὲ αὐτὲς ἐκφράζο- νταν ζωτικὲς ἀνάγκες του⋅ ὅταν αὐτὲς ἀφοροῦσαν τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὰ συναι- σθήματά του σὲ σχέση μὲ τὴν οἰκογε- νειακὴ ζωὴ καὶ τὸ δέσιμό του μὲ τὴ γῆ καὶ τὴν περιουσία του. Ἐδῶ, στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὁ Χριστὸς ἀπαιτεῖ τὴ συμμετοχὴ στὸ δεῖπνο, στὸ δεῖπνο ποὺ εἶναι πόλεμος ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω. Γιατί; Διότι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμα ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο γιὰ νὰ φανερώσει τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὰ συ- ναισθήματα τοῦ ἀνθρώπου ὅπως τὰ ἔφτιαξε ὁ Θεός. Τώρα ὁ Χριστὸς μᾶς ἔχει πλέον δείξει τί πρέπει πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ ἐπιθυμοῦμε καὶ τί πρέπει πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ βάζουμε στὴν καρδιά μας. Καὶ ὄχι μόνο μᾶς τὸ ἔδειξε, ἀλλὰ καὶ μᾶς τὸ χάρισε μὲ τὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή του – ἔδωσε τὴ δυνατότητα στὸν καθένα μας νὰ τὸ πραγματοποιεῖ. Δὲν χωρᾶ ἀμφιβολία πὼς οἱ κεκλη- μένοι τῆς παραβολῆς εἴμαστε ἐμεῖς οἱ βαπτισμένοι – ἔχουμε ὅλα τὰ χαρακτη- ριστικά τους: ἔχουμε λάβει τὴν κλήση, εἴμαστε γνωστοὶ στὸν οἰκοδεσπότη καὶ θεωροῦμε τὴν Ἐκκλησία σπίτι μας. Μὲ τὸ βάπτισμά μας συμμετέχουμε στὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν Ἀνάστα- σή του – γνωρίζουμε πλέον τί πρέπει πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ ἐπιθυμοῦμε καὶ τί πρέπει πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ βάζουμε στὴν καρδιά μας. Γι’ αὐτὸ κι ἐκεῖνος γίνεται τόσο ἀπαιτητικὸς καὶ δὲν μᾶς ἀναγνω- ρίζει κανένα προνόμιο. «Ἐμεῖς δηλαδή», θὰ ρωτήσει κά- ποιος, «δὲν ἔχουμε ζωτικὲς ἐπιθυμίες καὶ δὲν δενόμαστε συναισθηματικὰ μὲ πρόσωπα καὶ πράγματα; Πῶς θὰ μπο- ρέσουμε νὰ ἐπιθυμοῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ βάλουμε στὴν καρδιά μας τὶς ἅγιες ἐντολές του, γιὰ νὰ μὴν πάθουμε αὐτὸ ποὺ ἔπαθαν οἱ κεκλημένοι τοῦ δείπνου;». Θὰ μπορέσουμε, ἂν ἀναλογιστοῦμε ὅτι ἡ κλήση σὲ δεῖπνο εἶναι κλήση σὲ πόλεμο⋅ σὲ ἕναν πόλεμο ὅμως ποὺ δὲν πο- λεμᾶμε μόνοι μας, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος – αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἑτοιμαζόμαστε νὰ γιορτάσουμε. Στὸ Εὐαγγέλιο τὸ μεγάλο δεῖπνο ἀκούγεται σὰν ἕνα ὡραῖο τραπέζι, ὅπου θὰ καθίσουν οἱ ἄνθρωποι μαζὶ μὲ τὸ Θεό. Κι εἶναι πράγματι ἔτσι. Ὅμως ταυτόχρονα, ἡ ὑπόθεση αὐτὴ εἶναι καὶ κάτι τὸ ἀγωνιστικό, κάτι τὸ πολεμικό, κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ πολεμή- σουμε μέσα μας κι ἔξω μας.[...] Ἡ συμμετοχὴ στὸ δεῖπνο εἶναι μιὰ πράξη πολεμική, μιὰ ἀγωνι- στικὴ ἀπόφαση μέσα μας -μεταξὺ τῆς λογικῆς μας, τῶν συναισθη- μάτων καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν μας. Τὸ Εὐαγγέλιο τελείωσε μ’ ἕνα συμπέ- ρασμα: «πολλοὶ εἰσὶ οἱ κλητοί» ἀλλὰ «ὀλίγοι οἱ ἐκλεκτοί» – πολ- λοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ καλοῦνται στὸ δεῖπνο, στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ γίνουν δεκτοὶ ἀπὸ τὸ Θεό. Ποιοί θὰ γίνουν δεκτοὶ ἀπὸ τὸ Θεό; Ἐκεῖνοι ποὺ δεσμεύονται ἀπέ- ναντι στὶς ἐντολές του. Δὲν τὶς ἀκοῦνε ἁπλῶς γιὰ νὰ τὶς ἀκούσουν, δὲν τὶς προσπερνοῦν, δὲν τὶς θεωροῦν μόνο κάτι σπουδαῖο καὶ σοβαρό, ἀλλὰ δε- σμεύονται μὲ τὴν καρδιά τους ἀπέναντι σ’ αὐτές. Θεωροῦν ὅτι οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι δύναμη καὶ ζωή – ὅ,τι χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ βαδί- σει τόσο σ’ αὐτὸ τὸ βίο ὅσο καὶ στὸν ἄλλο

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...