Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 02, 2012

Ὁ Πολυαγαπημένος Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ



Κόντογλου Φώτης


 



Κάποιος καλὸς φίλος μου μοῦ χάρισε ἕνα μικρὸ εἰκονισματάκι σὲ σμάλτο ρούσικο, ἕνα ἐγκόλπιο, ποὺ παριστάνει τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ. Ἀπὸ τὸ πίσω μέρος εἶναι καπλαντισμένο μὲ βελοῦδο, καὶ φαίνεται πὼς τὸ φοροῦσε κατάσαρκα στὸ λαιμό του κανένας ἅγιος ἄνθρωπος τῆς τσαρικῆς Ρωσίας.

Μὲ πολλὴ συγκίνηση δέχθηκα αὐτὸ τὸ δῶρο, γιατὶ αὐτὸς ὁ ἅγιος εἶναι πολὺ ἀγαπητὸς σὲ μένα, ὅπως εἶναι συμπαθέστατος καὶ σὲ ὅσους τὸν ξέρουνε. Κρέμασα λοιπὸν αὐτὸ τὸ εἰκονισματάκι στὸ εἰκονοστάσι μας, ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἁγίους, ποὺ τοὺς παρακαλοῦμε στὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς μας, καὶ ποὺ ἀνάμεσά τους ξεχωρίζουνε ὁ ἅγιος Νικόλαος κι᾿ ὁ ἅγιος Γιάννης ὁ Πρόδρομος, κ᾿ οἱ νέοι ἢ νεοφανεῖς ἅγιοι, ὅπως οἱ ἅγιοι μάρτυρες Ῥαφαὴλ καὶ Νικόλαος, ὁ ἅγιος Γεώργιος ὁ Χιοπολίτης, ὁ ἅγιος Γεώργιος Ἰωαννίνων, ὁ ἅγιος Δαυῒδ ὁ Γέρων, ὁ ἅγιος Νεκτάριος κ.ἄ.

Τὸ σμαλτένιο εἰκονισματάκι ποὺ εἶπα, παριστάνει τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ ποὺ περπατᾶ μέσα στὸ δάσος, ἕνα γεροντάκι σκυφτό, ἀκουμπισμένο στὸ ραβδί του μὲ τὸ δεξὶ χέρι καὶ στ᾿ ἀριστερὸ βαστᾶ ἕνα κομποσκοίνι. Τὸ πρόσωπό του λαμποκοπᾶ ἀπὸ τὴν καλοσύνη, καὶ τὸ ρασοφορεμένο σῶμα του μὲ τὰ χοντροπάπουτσά του ἔχει μία σεβάσμια κι᾿ ἀξιαγάπητη κίνηση, γεμάτο ἁγιοσύνη καὶ πραότητα.

Αὐτὸς ὁ ἅγιος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τελευταίους, γιατὶ γεννήθηκε στὸ Κοὺρκ κατὰ τὰ 1759 καὶ κοιμήθηκε στὰ 1833, δηλαδὴ ἔζησε στὸν ἴδιον καιρὸ μὲ τὸ δικό μας ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Τὸ κοσμικὸ ὄνομά του ἤτανε Προχόρ, δηλαδὴ Πρόχορος, κ᾿ ἤτανε τὸ τρίτο παιδὶ τῆς οἰκογένειάς του. Τὰ μεγαλύτερά του ἤτανε ἕνας ἀδελφὸς καὶ μία ἀδελφή. Ὁ πατέρας του ἤτανε πρακτικὸς κάλφας ποὺ ἔχτιζε ἐκκλησιές. Λίγο πρὶν νὰ γεννηθῆ ὁ Προχόρ, ἔπιασε νὰ χτίζη μία μεγάλη ἐκκλησία, μὰ δὲν πρόφταξε νὰ τὴν τελειώση, γιατὶ πέθανε. Ἀλλὰ ἡ γυναίκα του ἤτανε ἄξια κ᾿ εἶχε μάθει κοντά του κάμποσα ἀπὸ τὴν τέχνη του, κι᾿ ἅμα ἀπόμεινε χήρα, ἀνάλαβε ἐκείνη ν᾿ ἀποτελειώση τὴν ἐκκλησιά. Πολλὲς φορὲς ἔπαιρνε μαζί της καὶ τὸ μικρὸ Προχόρ, ποὺ ἔδειχνε μεγάλη ἀγάπη στὴν τέχνη τῶν γονιῶν του.

Ἀπὸ τότε φανέρωσε ὁ Θεὸς πὼς τὸν προώριζε γιὰ τὸ μεγαλύτερο πνευματικὸ ἀξίωμα ποὺ ὑπάρχει, δηλαδὴ νὰ γίνη ἅγιος. Καὶ τὸ φανέρωσε μὲ τοῦτον τὸν τρόπο: Ὁ Προχὸρ ἤτανε ἑφτὰ χρονῶν. Μιὰ μέρα τὸν πῆρε ἡ μητέρα τοῦ μαζί της στὴν ἐκκλησιὰ ποὺ ἔχτιζε. Τὴν ὥρα ποὺ ἀνεβαίνανε στὸ καμπαναριό, ὁ Προχὸρ παίζοντας, σὰν παιδί, παραπάτησε κ᾿ ἔπεσε ἀπὸ τόσο ψηλά, ποὺ θὰ σκοτωνότανε σίγουρα. Μὰ σὰν νὰ τὸν πιάσανε κάποια ἀόρατα χέρια, καὶ δὲν ἔπαθε τίποτα. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἔτυχε νὰ περνᾶ ἕνας θεοφοβούμενος ἄνθρωπος ποὺ εἶχε προορατικὴ χάρη, κ᾿ εἶπε στὴ μητέρα του πὼς ὁ Θεὸς ἔκανε ἐκεῖνο τὸ θαῦμα, γιατὶ προώριζε τὸ παιδὶ νὰ γίνη ἕνας μεγάλος ἅγιος.

Σὰν ἔγινε δέκα χρονῶν, ἀρρώστησε, κ᾿ ἔπαψε νὰ πηγαίνη στὸ σκολειό. Δὲν ἔφτανε ἡ ἀρρώστια, ἀλλὰ στενοχωριότανε περισσότερο ποὺ ἔχανε τὰ μαθήματα, ἐπειδὴ ἀγαποῦσε πολὺ τὰ γράμματα. Μιὰ νύχτα τὸν ἄκουσε ἡ μητέρα του νὰ μιλᾶ μὲ κάποιον. Σὰν τὸν ρώτησε, τῆς εἶπε πὼς εἶχε δὴ τὴν Παναγία, καὶ πὼς τοῦ εἶπε πὼς θὰ τὸν γιατρέψη. Ὅπως κ᾿ ἔγινε. Γιατί, ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγες μέρες περνοῦσε ἀπὸ τὸ σπίτι τοὺς μιὰ λιτανεία μὲ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, κ᾿ ἡ μητέρα τοῦ τὸν πῆγε καὶ τὴν ἀνασπάσθηκε. Τὴν ἄλλη μέρα, τὸ παιδὶ ἔγινε ὁλότελα καλά.

Ἀπὸ τότε δὲν ἀπόλειπε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, καὶ κάθε μέρα διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο. Κάποτε συναπάντησε στὸ δρόμο ἐκεῖνον τὸν θεοφοβούμενον ἄνθρωπο ποὺ ἔτυχε τὴν ὥρα ποὺ γκρεμνίσθηκε ἀπὸ τὸ καμπαναριό, καὶ μὲ τὸν καιρὸ δέσανε στενὴ φιλία μεταξύ τους. Ὁ ἕνας ἐκμυστηρευότανε στὸν ἄλλον κάποια μυστηριώδη ὁράματα, μὰ δὲν τὰ λέγανε σὲ κανέναν ἄλλον, γιὰ νὰ μὴν τοὺς περιπαίζουνε. Ὡστόσο περνούσανε γιὰ «βλαμμένοι», ὅπως λένε τοὺς εὐλαβεῖς οἱ ἄπιστοι, μὰ ἐκεῖνοι δὲν δίνανε σημασία καὶ κάνανε τὸν ἀπανάγαθον, δηλαδὴ ἤτανε «οἱ διὰ Χριστὸν σαλοί». Στὸν παληὸν καιρὸ σταθήκανε κάποιοι ἅγιοι, ποὺ κάνανε τὸν τρελὸ γιὰ τὸν Χριστό, ὥστε νὰ τοὺς περιφρονοῦνε οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ τοὺς ταπεινώνουνε, κ᾿ ἔτσι νὰ σβήνουν ὁλότελα τὸν ἐγωισμό τους καὶ τὴν ἀξιοπρέπειά τους. Αὐτὴ ἡ ἄσκηση ἤτανε ἀπὸ τὶς πιὸ σκληρές, ὅπως οἱ στυλίτες, καὶ γιὰ τοῦτο «οἱ διὰ Χριστὸν σαλοί» ἤτανε πολὺ λίγοι. Ὁ πιὸ σπουδαῖος στάθηκε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, ποὺ ἐζοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη μαζὶ μὲ τοὺς σκύλους, κατὰ τὰ 450 μ.X., ὁ Συμεὼν ὁ Σύρος, ποὺ ἔζησε στὰ 550 μ.X. καὶ δυό-τρεῖς ἄλλοι. Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ ἔλεγε ὑστερώτερα πὼς σὲ τέτοιο σκληρὸ δρόμο ὁ Κύριος δὲν προσκαλεῖ ποτὲ ψυχὲς ἀδύνατες.

Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ὑπῆρχε μεγάλη εὐλάβεια στὴ Ρωσία. Ἕνα πλῆθος ἄνθρωποι εἴχανε τὴν ψυχὴ καὶ τὴ διάνοιά τους γυρισμένη στὸν οὐρανό. Διαβάζανε τοὺς βίους τῶν Ἁγίων ποὺ εἴχανε μεταφρασθῆ ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, καθὼς καὶ τὰ μαρτύριά τους, προπάντων τῶν νεομαρτύρων μας ποὺ σφαζόντανε ἢ κρεμιόντανε ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἰδιαίτερη ἀγάπη νοιώθανε γιὰ τοὺς ἀσκητάδες ποὺ εἴχανε ζήσει στὴν ἔρημο, προπάντων στὴν Αἴγυπτο, στὴ Συρία καὶ στὴν Παλαιστίνη, μέσα σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ σκισμάδες τῶν βουνῶν, τριγυρισμένοι ἀπὸ τὸν ἀτελείωτον ἄμμο. Στὴ χώρα τοὺς ὅμως δὲν ὑπήρχανε τέτοια πράγματα, παρὰ μοναχὰ ἀπέραντα μέρη δασωμένα, ἔρημα καὶ κεῖνα, μὰ ἀντὶ λιοντάρια καὶ κροκοδείλους εἴχανε ἄλλα ἀγρίμια, λύκους, ἀρκοῦδες, τσακάλια κ.ἄ. Ἐκεῖ, μέσα στὰ πυκνὰ δέντρα, κάνανε τὴν καλύβα τους ἀπὸ ξύλα κάποιοι ἀσκητάδες, καὶ μὲ τὸν καιρὸ σ᾿ ἐκεῖνα τὰ μέρη χτιζόντανε μοναστήρια.

Ὁ Προχὸρ διάβαζε τέτοια ἀσκητικὰ βιβλία, κ᾿ εἶχε πόθο ν᾿ ἀσκητέψη. Μάζευε στὸ σπίτι τοὺς τὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς, κι᾿ ἀντὶ γιὰ παραμύθια ποὺ λέγανε γιὰ νὰ περάσουνε οἱ ἀτελείωτες ὧρες τῆς χειμωνιάτικης νύχτας, τοὺς διάβαζε αὐτὰ τὰ συναξάρια, ἢ τοὺς ἐξηγοῦσε τὸ Εὐαγγέλιο.

Μὲ τὸν καιρό, ἀποφάσισε νὰ πάγη νὰ προσκυνήση στὸ Κίεβο, σ᾿ αὐτὴ τὴ ρωσικὴ Σιῶν, μὲ τὶς ἀμέτρητες ἐκκλησιὲς καὶ τὰ πολλὰ μοναστήρια. Ἐκεῖ ξομολογήθηκε τὸν πόθο του στοὺς καλόγηρους, καὶ κεῖνοι τοῦ εἴπανε νὰ πάγη νὰ καλογερέψη σ᾿ ἕνα μοναστήρι ποὺ βρισκότανε στὸ Σάρωφ, στὴν περιφέρεια τοῦ Κούρκ. Γυρίζοντας στὸ σπίτι του, τὰ εἶπε ὅλα στὴ μητέρα του, καὶ κείνη συμφώνησε μαζί του, τὸν σταύρωσε μὲ ἕναν μπρούτζινο σταυρὸ ποὺ τὸν εἴχανε οἰκογενειακὸ κειμήλιο, καὶ τούδωσε τὴν εὐχή της. Αὐτὸν τὸ σταυρὸ ὁ Προχὸρ τὸν εἶχε μαζί του ὡς ποὺ πέθανε.

Ἔφυγε λοιπὸν ἀπὸ τὸ Κοὺρκ μαζὶ μ᾿ ἄλλους δυὸ φίλους του, ποὺ εἴχανε κι᾿ αὐτοὶ τὸν πόθο νὰ γίνουνε μοναχοί. Τραβήξανε λοιπὸν κ᾿ οἱ τρεῖς μαζί, μ᾿ ἕνα ταγάρι στὸν ὦμο καὶ μ᾿ ἕνα ραβδί, γιὰ νὰ πᾶνε στὸ Σάρωφ.

Τὸ μοναστήρι ἤτανε χτισμένο ἀπάνω σ᾿ ἕνα ψήλωμα ποὺ τὸ ζώνανε δυὸ ποτάμια, ὁ Σάτης κ᾿ ἡ Σάροβκα. Στὸν τόπο τοῦ μοναστηριοῦ βρισκότανε ἄλλη φορὰ ἕνα παλιὸ κάστρο. Τὸν καιρὸ ποὺ ξεχυθήκανε οἱ Τάταροι στὴ Ρωσία, χτυπήσανε κεῖνο τὸ κάστρο καὶ τὸ πήρανε, καὶ μέσα σ᾿ αὐτὸ κάθισε ὁ ἀρχηγός τους. Βρεθήκανε σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο κοντάρια, σπαθιά, σαγίτες κι᾿ ἄλλα παλαιὰ ἅρματα. Αὐτὰ τὰ μέρη τὰ βαστάξανε οἱ Τάταροι ὡς ἑκατὸ χρόνια. Ὕστερά τους διώξανε οἱ Ρῶσοι, καὶ κατὰ τὸν πόλεμο γκρεμνίσθηκε τὸ κάστρο καὶ ρήμαξε. Τὸ βουνὸ τὸ πνίξανε τὰ δέντρα ποὺ θεριέψανε, καὶ γίνηκε δάσος ἄγριο, γεμάτο θηρία. Τρακόσια χρόνια δὲν πάτησε ἐκεῖ πέρα ἄνθρωπος, ὡς ποὺ φάνηκε ἕνας ἀσκητὴς Ἰωάννης, κοντὰ στὰ 1700. Μὲ τὸν καιρό, πήγανε κοντά του κι᾿ ἄλλοι ἀσκητάδες καὶ γίνηκε μοναστήρι, αὐτὸ ποὺ πῆγε νὰ καλογερέψη ὁ Προχόρ.

Ὁ κανονισμὸς τοῦ μοναστηριοῦ ἤτανε σὰν τὸν κανονισμὸ ποὺ εἴχανε τὰ μοναστήρια στ᾿ Ἅγιον Ὅρος καὶ τ᾿ ἄλλα τῆς Ἀνατολῆς. Ἁπλὸς κι᾿ αὐστηρός. Ἀκτημοσύνη καὶ ἐργόχειρο γιὰ νὰ βγάζουνε τὸν ἐπιούσιον ἄρτον. Δουλεύανε καὶ στὰ χωράφια, σπέρνανε, θερίζανε, ἁλωνίζανε. Κάποιοι ἀπ᾿ αὐτοὺς ἤτανε καὶ μαραγκοί, ἄλλοι πάλι ὑφαίνανε στὸν ἀργαλειὸ ἢ κάνανε σχοινιά. Τὰ χειμωνιάτικα ροῦχα τοὺς ἤτανε κανωμένα ἀπὸ προβιές, τὰ καλοκαιρινά τους ἀπὸ καννάβι. Ὁ ἡγούμενος δούλευε σὰν τοὺς ἄλλους, δίνοντας τὸ μάθημα τῆς ταπεινοφροσύνης. Οἱ ἀδελφοὶ ζούσανε μὲ μεγάλη σκληραγωγία, μὲ νηστεία, μ᾿ ἀγρυπνία, μὲ προσευχή. Ὅ,τι εἴχανε, τὸ μοιράζανε στοὺς φτωχούς, γύρω στὸ μοναστήρι. Ἡ ἐλεημοσύνη ἤτανε μία ἀπὸ τὶς πιὸ σπουδαῖες φροντίδες τους. Στὰ 1776 ἔπεσε πείνα στὸν τόπο, κι᾿ ὁ ἡγούμενος ἄνοιξε τὶς ἀποθῆκες τοῦ μοναστηριοῦ καὶ μοίραζε σιτάρι στοὺς πεινασμένους, ποὺ τρέχανε μερμηγκιὰ στὸ μοναστήρι. Κάθε μέρα περνούσανε ὡς χίλιοι πεινασμένοι.

Ὁ Προχὸρ ἔφταξε στὸ μοναστήρι στὶς 20 Νοεμβρίου τοῦ 1779, γεμάτος χαρὰ ἀπὸ τὸ περπάτημα ποὺ ἔκανε μέσα σὲ κείνη τὴν ἁγνὴ φύση. Χτύπησε τὴν πόρτα. Τὸν ὑποδεχτήκανε μὲ προθυμία. Ὁ ἡγούμενος ἤξερε τοὺς γονιοὺς τοῦ Προχόρ, ἐπειδὴ ἤτανε ἀπὸ τὸ Κούρκ, καὶ χάρηκε πολὺ σὰν εἶδε τὸ παιδί τους, καὶ μάλιστα σὰν τοῦ εἶπε πὼς ἤθελε νὰ καλογερέψη. Τότε ὁ Προχὸρ ἤτανε 19 χρονῶν, μεγαλόσωμος, γερός, μὲ ζωηρὰ γαλανὰ μάτια ποὺ καθρεφτίζανε τὴν ἁγνὴ καὶ καθαρὴ ψυχή του. Εἶχε ἀφήσει νὰ μεγαλώσουνε τὰ ξανθὰ μαλλιά του, ποὺ πέφτανε στοὺς ὤμους του, κι᾿ ἀπὸ τότε ἔμοιαζε σὰν ἅγιος. Εἶχε ἀπάνω του τὴ σφραγίδα ποὺ ἔχουνε οἱ λιγοστοὶ ἄνθρωποι, ποὺ γι᾿ αὐτοὺς εἶπε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστὴς πὼς δὲν γεννηθήκανε ἀπὸ θέλημα σάρκας, μήτε ἀπὸ θέλημα ἀνδρός, ἀλλὰ γεννηθήκανε ἀπὸ τὸ Θεό.

Ἔγινε λοιπὸν ὁ Προχὸρ δόκιμος, κι᾿ ὅλοι οἱ μοναχοὶ τοῦ μοναστηριοῦ θαυμάζανε τὸ μεγάλο ζῆλο του, τὴν εὐλάβειά του καὶ τὴν ταπείνωσή του. Χαρά του ἤτανε νὰ κάνη τὶς πιὸ κοπιαστικὲς καὶ ταπεινωτικὲς δουλειές. Ἡ προσευχὴ δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὸ στόμα του, κι᾿ ἀπὸ μέσα του ἔλεγε ὁλοένα τὴν καρδιακὴ προσευχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν».

Ἀλλά, μ᾿ ὅλη τὴν αὐστηρότητα ποὺ βαστοῦσε ἀπάνω στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή του, στὴ συναναστροφή του ἤτανε πάντα ἀνοιχτόκαρδος καὶ χαρούμενος, «ἐν ἰλαρότητι». Συνήθιζε νὰ λέγη, σὰν γέρασε, πὼς δὲν εἶναι ἁμαρτία τὸ νὰ εἶναι κανένας γελαστὸς καὶ καλόκαρδος. «Τὸ πιὸ φοβερὸ πρᾶγμα γιὰ τὸν χριστιανό, ἔλεγε, εἶναι ἡ ἀπογοήτευση».

Τὸν βάλανε νεωκόρο, καὶ τὸν χειροθετήσανε ἀναγνώστη. Πρῶτος πήγαινε στὴν ἐκκλησιὰ καὶ τελευταῖος ἔβγαινε. Διάβαζε ἀκατάπαυστα τὸ Εὐαγγέλιο, ὄρθιος μπροστὰ στὶς εἰκόνες, μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ κατάνυξη. Ἔλεγε: «Τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δίνει προσοχὴ στὰ θεϊκὰ λόγια, εἶναι σὰν τὸ φύλακα ποὺ ξαγρυπνᾶ, ψηλὰ στὸν πύργο, ἀπάνω στὴν Ἱερουσαλὴμ τῆς καρδιᾶς του». Ἔλεγε ἀκόμα, σὰν γέρασε, πὼς ἡ ὑπομονὴ εἶναι μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες χάρες ποὺ ἀποχτᾶ ὁ χριστιανός, κατὰ τὸ λόγο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος «ἐν τῇ ὑπομονῇ κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν». Ὅσο αὐστηρὸς ἤτανε στὸν ἑαυτό του, τόσο ἐπιεικὴς καὶ συγκαταβατικὸς ἤτανε γιὰ τοὺς ἄλλους.

Ἀλλά, ἀπὸ τὴν πολλὴ τὴν κακοπάθηση, ἀρρώστησε. Πρήσθηκε ὅλο τὸ σῶμα του, καὶ κειτότανε στὸ κρεβάτι, μ᾿ ὅλο ποὺ ἤτανε ἀκόμα εἰκοσιενὸς χρονῶν παλληκάρι. Τρία χρόνια ὑπόφερε τοὺς πόνους τῆς σκληρῆς ἀρρώστιας του, μὰ ὁ Θεὸς τὸν δοκίμαζε. Γι᾿ αὐτό, μιὰ μέρα ποὺ εἶχε μεταλάβει τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, εἶδε νὰ φανερώνεται μπροστά του ἡ Παναγία, μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους Πέτρο καὶ Ἰωάννη. Ἡ Παναγία πῆγε κοντά του κ᾿ εἶπε στοὺς ἀποστόλους: «Αὐτὸς ἐδῶ εἶναι δικός μας». Ὕστερα ἄγγιξε μὲ τὸ χέρι τῆς τὸν ἄρρωστο, καὶ χάθηκε. Ἀπὸ κείνη τὴν ὥρα ἔγινε καλά.

Πῆρε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τὴν ἄδεια καὶ πῆγε στὴν πατρίδα του γιὰ νὰ συνάξη συνδρομές, «ἐλέη», ὅπως τὰ λένε στὰ μοναστήρια. Ἡ μητέρα τοῦ εἶχε πεθάνει. Βρῆκε μονάχα τὸν ἀδελφό του ποὺ εἶχε κληρονομήσει τὴν περιουσία τους, καὶ ποὺ τοῦ ἔδωσε κάμποσα χρήματα γιὰ νὰ χτίση ὁ Προχὸρ μιὰ ἐκκλησιά, κοντὰ στὸ κελλὶ ποὺ πέρασε τὴ βαρειὰ ἀρρώστια του, καὶ ποὺ τὴ γιάτρεψε ἡ Παναγία. Καὶ πράγματι χτίσθηκε, μαζὶ μ᾿ ἕνα σπίτι γιὰ τοὺς ἀρρώστους. Στὸ χτίσιμο βοήθησε κι᾿ ὁ ἴδιος ὁ Προχὸρ μὲ τὰ χέρια του.

Σὰν γύρισε στὸ μοναστήρι, ἔπιασε τὴν ἴδια ἄσκηση, ὡς ποὺ ἐκάρη μοναχός, μὲ τὸ ὄνομα Σεραφείμ, ποὺ εἶναι τὄνομα ποὺ ἔχουνε τὰ Ἀγγελικὰ Πνεύματα τῆς πρώτης τάξεως, καὶ ποὺ θὰ πῆ «πύρινα». Κατόπι χειροτονήθηκε διάκονος. Τὴ Μεγάλη Πέμπτη, κατὰ τὴ λειτουργία, ποὺ εἶχε πάρει κ᾿ ἐκεῖνος μέρος, εἶδε μέσα στὸ ἅγιο Βῆμα τὸν Χριστό, τριγυρισμένον ἀπὸ ἀρχαγγέλους καὶ ἀγγέλους. Ὁ μακάριος εἶχε δὴ καὶ πολλὰ ἄλλα μεγάλα θαύματα.

Σὰν πέθανε ὁ ἡγούμενος Παχώμιος, ποὺ ἀγαποῦσε τὸν Σεραφεὶμ σὰν παιδί του, πῆρε τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸ νέο ἡγούμενο γιὰ νὰ ζήση ἀπομοναχιασμένος. Στὸ δάσος μέσα εἶχε κάνει ἀπὸ ἐλατόξυλα μία καλύβα, μιὰ «ἴσμπα», ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἤτανε δόκιμος, καὶ πήγαινε κ᾿ ἔκοβε ξύλα. Σ᾿ αὐτὴ τὴν καλύβα λοιπὸν πῆγε καὶ κλείσθηκε. Ἐκεῖ μέσα προσευχότανε, χωρὶς νὰ τὸν ταράζη κανένας. Ἀργότερα ἔλεγε: «Αἰσθανόμουνα νὰ μὲ σπρώχνη μία ὑπερφυσικὴ δύναμη, καὶ δὲν πίστευα πιὰ πὼς ζοῦσα ἀπάνω στὴ γῆ, τόση χαρὰ πλημμύριζε τὴν καρδιά μου».

Μέσα στὰ δάση τοῦ Σάρωφ ὑπήρχανε κι᾿ ἄλλοι ἀσκητάδες, ὁ ἕνας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλον ὡς δυό-τρία βέρστια. Πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς γνωρίζανε τὸν πάτερ Σεραφείμ, ἐπειδὴ ἤτανε κι᾿ αὐτοὶ ἀπὸ τὸ Κούρκ. Ἡ δική του καλύβα βρισκότανε σ᾿ ἕνα χαμοβούνι μὲ πυκνὰ δέντρα. Στὸ νοῦ τοῦ ὁλοένα εἶχε τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, μέρα-νύχτα συλλογιζότανε τὰ διάφορα ἱστορικὰ τοῦ Κυρίου, μὲ θεϊκὸν ἔρωτα. Κι᾿ ἐπειδὴ βρισκότανε μακριὰ ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη, γιὰ νὰ θαρρῆ πὼς ζεῖ ἐκεῖ ποὺ ἔζησε σὰν ἄνθρωπος ὁ Χριστός, ἔδωσε διάφορα ὀνόματα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο στὰ μέρη ποὺ ἔκανε τὴν προσευχή του. Ἕνα μέρος τὸ ὀνόμασε «Ναζαρέτ», κ᾿ ἐκεῖ ἔψελνε τοὺς Χαιρετισμούς, ἕνα ἄλλο, ποὺ εἶχε μία σπηλιά, τὸ εἶπε «Βηθλεέμ», καὶ κεῖ μέσα προσκυνοῦσε τὸν Χριστὸ στὴ φάτνη, ἀνέβαινε σὲ ἕνα ψήλωμα καὶ διάβαζε τὴν «ἐπὶ τοῦ Ὅρους Ὁμιλία». Μέσα σ᾿ ἕνα λαγκάδι πήγαινε καὶ διάβαζε τὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο μὲ τὰ τελευταία λόγια τοῦ Χριστοῦ. Τὸ βασίλειό του εἶχε καὶ τὸ «Θαβώρ», τὸν «Γολγοθά» καὶ τὴ «Γεθσημανή». Τὸ Εὐαγγέλιο τὸ εἶχε πάντα μαζί του μέσα στὸ ταγάρι του. «Δὲν εὐφραίνεται, ἔλεγε ὑστερώτερα, μοναχὰ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα δυναμώνει». Τὶς ὦρες ποὺ δὲν προσευχότανε, ἔκοβε ξύλα ἢ ἔσκαβε στὸ περιβολάκι του. Τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς γιορτὲς πήγαινε στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ μοναστηριοῦ καὶ κοινωνοῦσε. Τὶς περισσότερες φορὲς τὸν παρακαλούσανε οἱ μοναχοὶ νὰ μὴ φύγη ἀμέσως, γιὰ νὰ ἀκούσουνε τὰ ἁγιασμένα λόγια του. Γυρίζοντας πίσω στὴν κέλλα του, ἔπαιρνε παξιμάδι γιὰ ὅλη τὴ βδομάδα. Μὰ πάντα τοῦ περίσσευε. Τόδινε στὰ ἄγρια ζῶα ποὺ ἤτανε οἱ συντρόφοι του, λύκοι, ἀρκοῦδες, τσακάλια, ἀλεποῦδες, σαῦρες, φίδια κι᾿ ἄλλα, καθὼς καὶ στ᾿ ἀγαπημένα τοῦ τὰ πουλιά.

Ὡστόσο, κ᾿ ἕναν τέτοιον Ἅγιο δὲν τὸν ἄφηνε ὁ διάβολος ἀπείραχτον. Τὶς μεγάλες χειμωνιάτικες παγωμένες νύχτες, ποὺ φυσομανοῦσε ὁ ἀγέρας στὰ δέντρα, ἔνοιωθε νὰ σφίγγεται τὸ στῆθος του ἀπὸ τὸ φόβο. Τὸν ἔπιανε ἡ φοβερὴ κατάσταση ποὺ τὴ λένε οἱ ἀσκητάδες «ἀκηδία», δηλαδὴ παράλυση πνευματικὴ κι᾿ ἀπελπισία. Ἔνοιωθε πὼς τὸν πολεμοῦσε «ὁ δαίμων τῆς ἐρήμου», κ᾿ ἔκραζε στὸν Κύριο νὰ τὸν γλυτώση. Διάβαζε ταχτικὰ τὸ Μεσονυκτικό, τὸν Ὄρθρο, τὶς Ὧρες, τὸν Ἑσπερινό, ὅπως παραγγέλνει ἡ μοναχικὴ πολιτεία. Γιὰ νὰ νικήση τὸ φόβο, πήγαινε τὶς νύχτες καὶ στεκότανε ὄρθιος ἀπάνω σ᾿ ἕνα βράχο, βαθειὰ μέσα στὸ πυκνὸ καὶ κατασκότεινο δάσος, λέγοντας ὁλοένα: «Ὁ Θεός, ἰλάσθητι μοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ». Χίλια μερόνυχτα προσευχότανε γιὰ νὰ τὸν βοηθήση ὁ Θεὸς νὰ νικήση τὸ σατανᾶ. Τρία χρόνια ὁλόκληρα. Καὶ τότε κατατροπώθηκε ὁ πονηρός, κ᾿ εἰρήνεψε ἡ ψυχὴ τοῦ Ἁγίου. Τρία χρόνια δὲν ἐπῆγε στὸ μοναστήρι, κ᾿ οἱ μοναχοὶ ἀπορούσανε τί ἔτρωγε. Φαίνεται πὼς θρεφότανε μ᾿ ἕνα χορτάρι ποὺ φύτρωνε στὸ δάσος, ἐπειδή, ὕστερα ἀπὸ χρόνια, τὸ ἔδειξε σὲ μία ἀπὸ τὶς γερόντισσες ἑνὸς μοναστηριοῦ ποὺ βρισκότανε κοντὰ στὸ χωριὸ Ντιβεέβο, καὶ ποὺ τὸν εἴχανε στὰ γερατειά του πνευματικὸν πατέρα. Αὐτὸ τὸ χορτάρι τότρωγε χλωρὸ τὸ καλοκαίρι, καὶ τὸ διατηροῦσε ξερὸ γιὰ τὸ χειμώνα.

Πέρασε κάμποσον καιρὸ κλεισμένος στὴν καλύβα του, χωρὶς νὰ μιλᾶ ὁλότελα. Δὲν πήγαινε καθόλου στὸ μοναστήρι. Ἂν τύχαινε νὰ συναπαντήση κανέναν ἄνθρωπο στὸ δάσος, ἔσκυβε τὸ κεφάλι τοῦ ἴσαμε τὴ γῆ καὶ περίμενε νὰ περάση γιὰ ν᾿ ἀνασηκωθῆ. Τὸ φαγητὸ ποὺ τοῦ πηγαίνανε ἀπὸ τὸ μοναστήρι, καὶ ποὺ τὸ βάζανε στὸ κατώφλι του, τὶς περισσότερες φορὲς τὸ βρίσκανε ἄγγιχτο. Ἐπειδὴ ἀνησυχούσανε στὴ μονή, ὁ ἡγούμενος πάτερ Νήφων τὸν κάλεσε νὰ γυρίση στὸ μοναστήρι. Ὁ ἅγιος ὑπάκουσε. Παρουσιάσθηκε στὸν ἡγούμενο, κ᾿ ὕστερα σφαλίσθηκε στὸ κελλί του, καὶ δὲν ξαναφάνηκε. Πέντε ὁλόκληρα χρόνια ἔμεινε κλεισμένος, κατὰ διαταγὴ τῆς Θεοτόκου, ὅπως εἶπε ἀργότερα. Καὶ πάλι ἡ Παναγία τοῦ παρουσιάσθηκε καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάψη τὸ κλείσιμό του.

Ἂν καὶ πρωτύτερα πηγαίνανε στὸ μοναστήρι πολλοὶ ἄντρες καὶ γυναῖκες ἀπὸ τὰ γύρω χωριά, σὰν μαθεύτηκε πὼς ὁ Ἅγιος ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, πληθύνανε οἱ προσκυνητές, ποὺ τρέχανε γιὰ νὰ πάρουνε τὴν εὐλογία τοῦ «στάρετς». «Στάρετς» στὰ ρωσικὰ θὰ πῆ «γέροντας», «πνευματικός», «ξομολόγος». Ὁ ρωσικὸς λαὸς εἶχε πολὺν σεβασμὸ στοὺς «στάρετς», ὅπως ὁ δικός μας στοὺς «πνευματικούς». Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ καταλάβαινε τί εἶχε μέσα κάθε καρδιὰ ποὺ τὸν πλησίαζε, γιατὶ εἶχε λάβει τὴ χάρη νὰ εἰσχωρῆ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ξομολογιόντανε, θαυμάζανε πὼς ἤξερε τὰ μυστικὰ τῆς ζωῆς τους, πρὶν νὰ τοῦ τὰ ποῦνε. Σ᾿ ὅλους εὐχότανε νὰ ἀποχτήσουν τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς. Ὁ Ἅγιος εἶχε καὶ προφητικὸ χάρισμα. Σὲ ὅσους τὸν ρωτοῦσαν πὼς μποροῦσε νὰ γνωρίζη τί εἶχε κάνει ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἔλεγε: «Τέκνον μου, δὲν λέγω σ᾿ ὅποιον ἔρχεται σὲ μένα τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ ὅ,τι μὲ προστάζει ὁ Θεός». Σ᾿ ὅσους βλογοῦσε ἔδινε κι᾿ ἀπὸ ἕνα κομμάτι ξερὸ ψωμὶ ἀπὸ τὸ ταγάρι του, βουτηγμένο στὸ κρασί. Συχνὰ τοὺς ἄλειφε μὲ λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι τῆς Παναγίας.

Μιὰ μέρα τοῦ πήγανε ἕναν ἄρρωστο, ἕνα νέο παλληκάρι ποὺ τὸ λέγανε Μιχάλη Μαντούρωφ. Ὑπόφερνε ἀπὸ δυνατοὺς πόνους στὰ πόδια καὶ στεκότανε ὄρθιος μὲ δυσκολία. Μόλις εἶδε τὸν Ἅγιο, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν γιατρέψη. Ὁ Ἅγιος τὸν ρώτησε: «Πιστεύεις στὸ Θεό;» καὶ τὸν κοίταξε μὲ διαπεραστικὴ ματιά. «Πιστεύω», ἀποκρίθηκε ὁ ἄρρωστος. Τότε ὁ στάρετς τοῦ εἶπε νὰ βγάλη τὶς μπότες του, ἄλειψε τὰ πόδια του μὲ τὸ λάδι τοῦ καντηλιοῦ καὶ τούδωσε ἕνα-δυὸ κομματάκια ξερὸ ψωμί. Ὕστερά του εἶπε: «Περπάτηξε στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Κι᾿ ὁ ἄρρωστος περπάτηξε, φχαριστώντας τὸν Ἅγιο. Κ᾿ ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Δὲν σὲ θεράπευσα ἐγώ, τέκνον μου. Μοναχὰ ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ κάνη θαύματα. Αὐτὸν νὰ εὐχαριστήσης».

Ὁ Μαντούρωφ δὲν ἤξερε μὲ τί τρόπο νὰ δείξη τὴν εὐγνωμοσύνη του. Μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχούς, ἐλευθέρωσε τοὺς σκλάβους του, κι᾿ ἀφιέρωσε ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὰ κτήματά του στὰ μοναστήρια τοῦ Ντιβεέβο.

Ὓστερ᾿ ἀπὸ τὸν Μαντούρωφ, θεράπευσε ὁ Ἅγιος κι᾿ ἄλλους, παράλυτους, κωφάλαλους, δαιμονιζόμενους, τυφλούς, καὶ μ᾿ ἄλλες ἀρρώστιες. Γύρω ἡ περιφέρεια ἤτανε ἀνάστατη. Ὁ Ἅγιος ἔγινε τὸ καταφύγιο κ᾿ ἡ παρηγοριὰ τῶν δυστυχισμένων.

Προφήτεψε γιὰ τὶς συμφορὲς ποὺ θὰ περνοῦσε ὁ λαός του, ὅπως κάνανε οἱ Προφῆτες γιὰ τοὺς Ἑβραίους. Ἡ Ρωσία σπαραζότανε στὸν καιρό του ἀπὸ πολιτικὲς καὶ θρησκευτικὲς ταραχές. Ἔλεγε: «Ὁ λαός μας μάκρυνε ἀπὸ τοὺς δρόμους τῆς σωτηρίας, καὶ τραβὰ κάθε μέρα τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ». Ἔλεγε ἀκόμα πὼς θὰ φεύγανε οἱ σταυροὶ ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες καὶ πὼς θὰ γκρεμνιζόντανε τὰ μοναστήρια. «Θὰ ἔρθη μία θλίψη, ἔλεγε, ποὺ δὲν παρουσιάσθηκε τέτοια ὅμοια ἀπὸ καταβολῆς τοῦ κόσμου. Κ᾿ οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι δὲν θὰ προφταίνουνε νὰ μαζεύουν τὶς ψυχὲς ἀπὸ τὴ γῆ». Ὅποτε μιλοῦσε γιὰ τέτοια πράγματα, τὸ πρόσωπό του σκυθρώπαζε καὶ πονοῦσε. Ἡ παρηγορία τοῦ ἤτανε ἡ προσευχή. Μέσα στὸ κελλί του δὲν εἶχε μήτε κρεβάτι, μήτε τζάκι, μὲ κεῖνο τὸ κρύο της Σιβηρίας. Εἶχε μοναχὰ ἕνα καντήλι μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Κάθε βδομάδα διάβαζε μὲ τὴ σειρὰ ἀπὸ τὰ Τέσσερα Εὐαγγέλια, τὴ Δευτέρα ἀπὸ τὸ κατὰ Ματθαῖον, τὴν Τρίτη ἀπὸ τὸ κατὰ Μάρκον, τὴν Τετάρτη ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν, τὴν Πέμπτη ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην, τὴν Παρασκευὴ τὴν ἀκολουθία τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, τὸ Σάββατο τὴν ἀκολουθία τῶν Ἁγίων Πάντων, καὶ τὴν Κυριακὴ μεταλάβαινε τὴ Θεία Κοινωνία.

Ἀδιάκοπα παρακαλοῦσε γιὰ ὅλον τὸν κόσμο. Ἀπὸ τὴν πολλὴ τὴν προσευχὴ κι᾿ ἀπὸ τὰ δάκρυά του θύμωνε ὁ διάβολος καὶ τὸν χτυποῦσε στὸ σῶμα. Ὁ Ἅγιος ἔλεγε πὼς ἐκεῖνα τὰ χτυπήματα καίγανε σὰν τὸ πυρωμένο σίδερο.

Πολλοὶ εἴδανε τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ νὰ στέκεται στὸν ἀγέρα, ἀπάνω ἀπὸ τὴ γῆ. Συχνὰ σκόρπιζε τὴν κακοκαιριά, πρόβλεπε τὴν πείνα κ᾿ εἰδοποιοῦσε τοὺς χωριάτες νὰ κάνουνε τὶς προμήθειές τους, ἔδιωχνε τὶς ἐπιδημίες καὶ πρόλεγε τοὺς πολέμους, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν Κριμαϊκὸ πόλεμο, καθὼς καὶ μ᾿ ἄλλα σπουδαῖα γεγονότα.

Ὅλη ἡ Ρωσία τὸν εἶχε γιὰ πατέρα καὶ γιὰ προστάτη της, ἀπὸ τ᾿ ἀρχοντικὰ ὡς τὴν πιὸ φτωχὴ ἴσμπα. Πολλὲς φορὲς οἱ προσκυνητὲς φτάνανε τὶς δυὸ χιλιάδες σὲ μιὰ μέρα ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη τῆς Ρωσίας, καὶ γεμίζανε τὸ δρόμο τοῦ Ἀρζαμᾶς ποὺ πήγαινε στὸ μοναστήρι. Ἄλλοι μὲ ἁμάξια, ἄλλοι μὲ καζάκες (ἕλκηθρα), κι᾿ ἄλλοι μὲ τὰ πόδια. Πολλοὶ περπατούσανε ὁλόκληρες βδομάδες.

Τὰ χαράγματα χτυπούσανε οἱ καμπάνες γιὰ τὸν ὄρθρο, ἄνοιγε ἡ μεγάλη ὀξώπορτα, κ᾿ οἱ προσκυνητὲς μπαίνανε μέσα στὴν αὐλή, σὰν ἀληθινὴ θάλασσα. Ὁ Ἅγιος ἔβγαινε σὲ λίγο ντυμένος μὲ ἄσπρο ράσο, καὶ τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ οὐρανοῦ.

Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ σὲ κάθε μεριὰ τῆς Ρωσίας ἔβλεπε κανένας στρατεύματα σὲ κίνηση, κι᾿ ὁ μεγάλος δρόμος βρισκότανε κοντὰ στὸ Σάρωφ. Πλῆθος στρατιῶτες μὲ τοὺς ἀξιωματικούς τους πηγαίνανε νὰ πάρουνε τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ τοὺς προστατεύη στὶς ἐκστρατεῖες τῆς Τουρκίας, τῆς Πολωνίας καὶ τοῦ Ναπολέοντα. Τὸ κήρυγμά του ἤτανε πολὺ ἁπλό: «Δίνε νὰ φάγη ὁ πεινασμένος. Δίνε νὰ πιῆ ὁ διψασμένος. Νὰ εἶσαι δίκαιος. Νὰ ἔχης εἰρηνικὴ κι᾿ ἀγαθὴ ψυχή».

Στὸ κελλάκι τοῦ μέσα ἤτανε ἀναμμένα πολλὰ κεριὰ εἰς μνήμην ζώντων καὶ κεκοιμημένων. Τὸ καντηλάκι ἔφεγγε πάντα ἀκοίμητο μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἕνα σκαμνὶ κ᾿ ἕνας μικρὸς πάγκος ἤτανε γιὰ τοὺς προσκυνητές. Ἕνα ἄλλο σκαμνάκι ἤτανε τὸ κάθισμά του καὶ τὸ τραπέζι του. Χάμω ἤτανε ἁπλωμένο ἕνα σακκὶ σὲ μίαν ἄκρη, τὸ στρῶμα του. Εἶχε καὶ μία νεκρόκασα στὸ διάδρομο, ποὺ τὴν ἔσκαψε ὁ ἴδιος σ᾿ ἕνα δέντρο, γιὰ τὸν ἐνταφιασμό του, καὶ κεῖ μέσα κοιμότανε καμμιὰ φορά.

Ἀγαποῦσε ὑπερβολικὰ τὰ παιδάκια, ποὺ παίζανε μαζί του, σὰν νάτανε κ᾿ ἐκεῖνος μικρὸ παιδί. Τ᾿ ἀγκάλιαζε, τάσφιγγε στὸ στῆθος τοῦ λέγοντας συγκινημένος: «Μικροὶ θησαυροί μου!». Πολλὰ παιδιὰ θεραπεύονταν μ᾿ ἕνα λόγο του, ποὺ δὲν τὸν προσέχανε, πολλὲς φορές, οἱ δικοί τους. Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος, ἂς ποῦμε, ἔβλεπε ἕνα ἄρρωστο παιδάκι, ποὺ τὸ φέρανε οἱ γονιοί του, πετσὶ καὶ κόκκαλο. Ἡ ματιὰ τοῦ Ἁγίου ἔπεφτε ἀπάνω του, τὸ ἔπαιρνε στὴν ἀγκαλιά του, τὸ φιλοῦσε κ᾿ ἔλεγε στοὺς γονιούς του: «Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ τὸ κάνη καλά», κ᾿ ὕστερα γύριζε πρὸς τοὺς ἄλλους ἀρρώστους. Σὲ λίγο μαθευότανε πὼς ἐκεῖνο τὸ παιδάκι εἶχε γίνει καλά.

Σὰν γύρισε ὁ πάτερ Σεραφεὶμ στὸ μοναστήρι, τρέξανε οἱ καλογρηὲς ἀπὸ τὸ Ντιβεέβο καὶ τὸν παρακαλέσανε νὰ τοὺς πάρη κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγησή του. Ὁ Ἅγιος ὠργάνωσε καλύτερα τὸ μοναστήρι τους, τοῦ ἔδωσε ἕναν καινούριον κανονισμό, καὶ κυβερνοῦσε τὶς μοναχὲς σύμφωνα μὲ τὶς διαταγὲς καὶ τὶς ὑποδείξεις ποὺ ἔπαιρνε ἀπὸ τὴν Παναγία. Ἡ ἐκκλησιὰ τοῦ μοναστηριοῦ ἤτανε τῆς Μεταμορφώσεως. Ἐπειδὴ γύρω στὸ Ντιβεέβο εἶχε μεταλλεῖα ποὺ βγάζανε σίδερο, μαζευόντανε ἐκεῖ κάθε καρυδιᾶς καρύδι, μαχαιροβγάλτες, μπεκρῆδες καὶ κάθε παραλυσία. Σιγὰ-σιγά, αὐτὸς ὁ κολασμένος τόπος ἔγινε ἥσυχος κ᾿ εἰρηνικός, μὲ τὴ χάρη καὶ μὲ τὰ κηρύγματα τοῦ ἁγίου Σεραφείμ. «Ἡ Μεταμόρφωσις, ἔλεγε, μεταμόρφωσε αὐτὸν τὸν τόπο».

Ἡ ἀδελφή του Μιχάλη Μαντούρωφ, Ἑλένη, εἶχε γίνει μοναχή. Εἶχε μαζί της καὶ μία μικρὴ ὑπηρέτρια ποὺ δὲν ἤθελε νὰ ἀποχωρισθῆ τὴν κυρά της. Μὰ τὸ κορίτσι ἀρρώστησε ἀπὸ φθίση. Ἡ Ἑλένη τόβαλε στὸ κρεβάτι της καὶ τὸ περιποιότανε νύχτα μέρα. Ὡστόσο, δὲν ἔζησε πολύ, κι᾿ ὁ θάνατός του πίκρανε πολὺ τὴν Ἑλένη, ποὺ ἔνοιωθε πὼς θὰ πέθαινε κι᾿ αὐτὴ γλήγορα. Ἡ μονάχη ἐπιθυμία τῆς ἤτανε νὰ μὴν πεθάνη πρὶν ἀπὸ τὸν πάτερ Σεραφείμ. Ὁ ἀδελφός της, ποὺ ἤτανε διαχειριστὴς τοῦ μοναστηριοῦ, ἔλειπε ἀπὸ τὸ μοναστήρι, καὶ μάθανε πὼς ἤτανε καὶ κεῖνος ἄρρωστος, κ᾿ ἡ Ἑλένη ἔγινε χειρότερα. Εἶπε στὸ γέροντα πὼς ἤθελε νὰ πεθάνη, ἀντὶ τὸν ἀδελφό της. Μὰ σὲ λίγο ταράχθηκε καὶ φώναξε: «Πάτερ, φοβοῦμαι τὸ θάνατο!». Ὁ ἅγιος της εἶπε: «Τί ἔχουμε, τέκνον μου, νὰ φοβηθοῦμε ἀπὸ τὸ θάνατο; Γιὰ μᾶς ὁ θάνατος εἶναι μία αἰώνια χαρά». Τὴ ράντισε μὲ ἁγιασμὸ καὶ τὴν πῆγε ὡς τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ της. Ξάπλωσε στὸ κρεβάτι της καὶ δὲν ξανασηκώθηκε πιά. Ὁ θάνατός της στάθηκε ἁγιασμένος. Κοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, ἀποχαιρέτησε τὶς ἀδελφές, ζητώντας τὲς συγχώρηση, καὶ τὶς παρακάλεσε νὰ τὴν ντύσουν γιὰ τὴν κηδεία της. Πρὶν νὰ παραδώση τὸ πνεῦμα της, εἶπε πὼς ἔβλεπε τὸν Χριστὸ μέσα σὲ πύρινη λάμψη. Οἱ μοναχὲς πιάσανε νὰ κλαῖνε γύρω στὸ σκήνωμα, καὶ πήγανε κλαίγοντας κ᾿ εἴπανε στὸ στάρετς πὼς ἡ Ἑλένη κοιμήθηκε. Κ᾿ ἐκεῖνος τὶς εἶπε: «Ἀνόητα παιδιά μου, δὲν καταλαβαίνετε τίποτα! Λοιπὸν δὲν εἴδατε τὴν ψυχή της ποὺ πέταξε σὰν περιστέρι στοὺς οὐρανούς;»

Μὲ τὸν ἴδιο ἐξαίσιο τρόπο κοιμήθηκε κ᾿ ἡ Μαρία Μιλιούκωφ, μιὰ ἅγια μοναχὴ δεκαεννιὰ χρονῶν. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος ἔσκαψε τὴν κάσα τῆς μέσα σ᾿ ἕνα δέντρο δρῦ, κι᾿ ἔδωσε τὸ σάλι του γιὰ νὰ τυλίξουνε τὸ σῶμα της. Οἱ μοναχὲς ξεμπλέξανε τὰ ὡραῖα ξανθὰ μαλλιά της, ποὺ τὰ ἔκρυβε ἡ Μαρία μέσα στὸ καλογερικό της σκέπασμα, καὶ στὰ σταυρωμένα χέρια τῆς ἀκουμπήσανε τὴ Σύνοψη τοῦ πάτερ Σεραφείμ.

Ἡ Μαρία εἶχε μία μικρὴ ἀνηψιά, ποὺ τὴ δίδασκε ἡ Ἑλένη Μαντούρωφ γιὰ νὰ ἀκολουθήση τὴ μοναχικὴ πολιτεία. Ὁ Ἅγιος ἔλεγε: «Εἶναι ἕνας ἔνσαρκος ἄγγελος. Ὡστόσο δὲν θὰ γίνη μοναχή, ἀλλὰ θὰ γίνη σύζυγος τοῦ Νικόλα Μοτοβίλωφ». Ὅπως κ᾿ ἔγινε. Ὁ Μοτοβίλωφ ἤτανε ἕνα ἀρχοντόπαιδο. Ὁ πατέρας του εἶχε μεγάλα κτήματα. Τὸν καιρὸ ποὺ ἤτανε μικρός, πήγαινε κ᾿ ἔπαιζε μὲ τὸν Ἅγιο στὸ κελλί του. Εἶχε πολὺ γερὸ μυαλό, καὶ συχνὰ ἔβαζε σὲ ἀμηχανία τοὺς δασκάλους του μὲ τὶς ἐρωτήσεις του. Σὰν ἔγινε παλληκάρι, ἀγάπησε ἕνα κορίτσι, ποὺ ὁ πατέρας του εἶχε κι᾿ αὐτὸς μεγάλα κτήματα, ποὺ συνορεύανε μὲ τοῦ Μοτοβίλωφ. Ἀλλὰ ὁ Νικόλας ἔπαθε ἄξαφνα μιὰ παράλυση, καὶ κόντεψε νὰ πεθάνη ἀπὸ τὸν καημό του. Μὰ ὁ Ἅγιος τὸν γιάτρεψε. Τοῦ εἶπε, μάλιστα, πὼς δὲν θὰ πάρη ἐκείνη ποὺ ἀγαποῦσε, ἀλλὰ τὴ μικρὴ Ἑλένη Μιλιούκωφ, ποὺ εἴπαμε, ὅπως καὶ τὴν πῆρε. Ἀπὸ τότε πήγαινε ταχτικὰ στὸ μοναστήρι, καὶ μιλοῦσε μὲ τὸ στάρετς. Ἔγραψε μάλιστα καὶ μία θαυμαστὴ συνομιλία ποὺ εἶχε μὲ τὸν Ἅγιο, καὶ τὸ χαρτὶ τὸ βρῆκε, ὕστερ᾿ ἀπὸ 70 χρόνια, μετὰ τὸ θάνατό του, ἡ χήρα του Ἑλένη, μέσα στὴν ἀποθήκη τῆς μονῆς, καὶ τὸ ἐμπιστεύθηκε σὲ ἕνα γνωστό της συγγραφέα, ποὺ δημοσίεψε αὐτὲς τὶς σημειώσεις στὴν «Ἐφημερίδα τῆς Μόσχας», στὰ 1903. Αὐτὴ τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἔκθεση θὰ τὴ βάλουμε παρακάτω.

Ὁ πάτερ Σεραφεὶμ συνήθιζε νὰ πηγαίνη στὸ ἐρημητήρι τοῦ ὕστερα ἀπὸ τὸν ἑσπερινό της Κυριακῆς. Συχνὰ καθότανε ἐκεῖ πολλὲς μέρες. Ἐπειδὴ ὑπόφερνε ἀπὸ τὰ πόδια του καὶ κουραζότανε, καθότανε κοντὰ σὲ μιὰ πηγὴ γιὰ νὰ ξεκουραστῆ. Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ περνοῦσε κοντὰ ἀπὸ τὸ νερό, παρουσιάσθηκε μπροστά του ἡ Παναγία, καὶ ἅπλωσε τὸ χέρι τῆς κατὰ τὸ μέρος ποὺ ἀνάβρυζε ἄλλη φορὰ τὸ νερό. Μονομιᾶς πετάχθηκε ἀπὸ τὸ χῶμα ἕνα συντριβάνι κατακάθαρο νερό, κ᾿ ἡ Θεοτόκος εἶπε στὸν Ἅγιο πὼς ἐκεῖνο τὸ νερὸ θὰ θεράπευε πολλούς.

Ἔχουμε πῆ παραπάνω πὼς ὁ Νικόλας Μοτοβίλωφ εἶχε γράψει κάποιες σημειώσεις ἀπὸ μία συνομιλία του μὲ τὸν ἅγιο Σεραφείμ, ποὺ βρεθήκανε ὕστερ᾿ ἀπὸ ἑβδομήντα χρόνια. Αὐτὴ ἡ συνομιλία ἔγινε κατὰ τὸ τέλος τοῦ Νοέμβρη τοῦ 1831, καὶ τὸ χειρόγραφο βρέθηκε στὰ 1901. Ἰδοὺ τί γράφει ὁ Μοτοβίλωφ:

«Ἤτανε μία συννεφιασμένη μέρα. Χιόνι πολὺ εἶχε σκεπάσει τὴ γῆ, καὶ πέφτανε πυκνὲς οἱ ἄσπρες μπαμπακοῦρες. Ὁ πάτερ Σεραφεὶμ μ᾿ ἔβαλε νὰ καθίσω δίπλα του, ἀπάνω σ᾿ ἕνα κομμένο δέντρο, σ᾿ ἕνα ξέφωτο μέσα στὸ δάσος. Ὕστερά μου εἶπε: «Ὁ Θεός μου φανέρωσε πὼς στὰ παιδικὰ χρόνια σου ἤθελες νὰ μάθης ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Σὲ συμβουλεύανε νὰ πηγαίνης στὴν ἐκκλησία, νὰ κάνης τὴν προσευχή σου στὸ σπίτι, νὰ δίνης ἐλεημοσύνη καὶ νὰ κάνης ὅλα τὰ καλὰ τὰ ἔργα, γιατὶ σ᾿ αὐτὰ βρίσκεται ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Μὰ δὲν σὲ ἱκανοποιούσανε αὐτὰ μοναχά. Λοιπόν σου λέγω πὼς ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, οἱ ἀγρυπνίες καὶ κάθε ἄλλο χριστιανικὸ ἔργο εἶναι πολὺ καλά. Ἀλλὰ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι νὰ κάνουμε μοναχὰ αὐτὰ τὰ ἔργα, ἐπειδὴ αὐτὰ εἶναι τὰ μέσα ποὺ χρειάζονται γιὰ νὰ φθάσουμε στὸ σκοπὸ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ὁ ἀληθινὸς προορισμὸς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι νὰ ἀποκτήσουμε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Γνώριζε πὼς κανένα καλὸ ἔργο δὲν φέρνει τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἂν δὲν γίνεται γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι μοναχὰ ἡ ἀπόκτηση τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἐγὼ τότε τὸν ρώτησα: «Τί ἐννοεῖς, πάτερ, λέγοντας ἀπόκτηση; Δὲν καταλαβαίνω καθαρά». Ὁ Ἅγιος μου εἶπε: «Ἀποκτῶ εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ κερδίζω. Ξέρεις τί θὰ πῆ κερδίζω χρήματα. Ἀποκτῶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα. Στὴ ζωή, οἱ συνηθισμένοι ἄνθρωποι ἔχουνε γιὰ σκοπὸ νὰ κερδίσουνε χρήματα, καὶ κεῖνοι ποὺ στέκουνται πιὸ ψηλὰ στὴν κοινωνία, θέλουνε νὰ κερδίσουνε τιμὲς καὶ δόξα. Τὸ νὰ ἀποκτήση κανένας τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι σὰν νὰ κερδίζη ἕνα αἰώνιο ἀπόκτημα, τὴν αἰώνια ζωή, ἕνα θησαυρὸ ποὺ δὲν καταστρέφεται κι᾿ οὔτε χάνεται ποτέ. Κάθε καλὸ ἔργο, ποὺ κάνουμε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, μᾶς δίνει τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλὰ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα μας δίνει αὐτὴ τὴ χάρη ἡ προσευχή, γιατὶ ὁ καθένας μπορεῖ νὰ προσευχηθῆ, πλούσιος ἢ φτωχός, ἄρχοντας ἢ χωριάτης, δυνατὸς ἢ ἀδύνατος, γερὸς ἢ ἄρρωστος, ἐνάρετος ἢ ἁμαρτωλός. Λοιπὸν ἂς συνάξουμε τὸ θησαυρὸ τῆς θεϊκῆς εὐσπλαχνίας. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ζητᾶ νάβρη τὴ σωτηρία του καὶ ποὺ μετανοεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, μπορεῖ μὲ τὶς καλὲς πράξεις νὰ ἀποκτήση τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ ἐργάζεται μέσα μας καὶ μᾶς εἰσάγει στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μ᾿ ὅλα τὰ πεσίματά μας, μ᾿ ὅλο τὸ σκοτάδι ποὺ περιζώνει τὴν ψυχή μας, ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ μᾶς δόθηκε μὲ τὸ βάπτισμα, δὲν παύει νὰ λάμπη μέσα στὴν καρδιά μας μὲ τὸ φῶς τῆς μετανοίας. Αὐτὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ σβήνει ὅλα τὰ σημάδια ποὺ ἀφήσανε τὰ παλιὰ ἁμαρτήματά μας καὶ μᾶς ντύνει μ᾿ ἕνα μανδύα ἄφθαρτον ποὺ εἶναι καμωμένος ἀπὸ τὴ χάρη». Τοῦ λέγω: «Πάτερ μου, μοῦ μιλᾶς γιὰ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ πὼς μπορῶ νὰ τὴ δῶ; Τὰ καλὰ τὰ ἔργα τὰ βλέπουμε, μὰ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα πὼς μπορεῖ νὰ τὸ δὴ κανένας; Πῶς μπορῶ νὰ γνωρίσω ἂν βρίσκεται ἢ δὲν βρίσκεται μέσα μου;» Ὁ Ἅγιος μου ἀποκρίθηκε: «Ὅταν κατεβαίνη τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπάνω στὸν ἄνθρωπο καὶ εἰσχωρεῖ μέσα του, ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου γεμίζει ἀπὸ μία χαρὰ ἀνέκφραστη, γιατὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μεταμορφώνει σὲ χαρὰ ὅ,τι ἀγγίξει. Φανερώνεται σὰν ἕνα ἀνιστόρητο φῶς σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἐκδηλώνεται ἡ θεϊκὴ ἐνέργεια. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι γνωρίσανε μὲ τὶς αἰσθήσεις τοὺς τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Τότε τὸν ρώτησα: «Πῶς θὰ μπορέσω νὰ τὸ δῶ κ᾿ ἐγὼ μὲ τὰ μάτια μου;» Ἀπάνω σ᾿ αὐτά, ὁ πάτερ Σεραφεὶμ ἔβαλε τὰ χέρια του στοὺς ὤμους μου καὶ μοῦ εἶπε: «Τέκνον μου, βρισκόμαστε κ᾿ οἱ δυό μας μέσα στὸ Ἅγιον Πνεῦμα... Γιατί δὲν θέλεις νὰ μὲ κοιτάξης;» «Πάτερ μου, τοῦ εἶπα, δὲν μπορῶ νὰ σὲ κοιτάξω. Τὰ μάτια σου βγάζουνε ἀστραπές. Τὸ πρόσωπό σου ἔχει γίνει πιὸ ἀστραφτερὸ ἀπὸ τὸν ἥλιο, καὶ τὰ μάτια μου θαμπώσανε ἀπὸ τὸ φῶς». «Μὴ φοβᾶσαι, τέκνο τοῦ Θεοῦ, εἶπε ὁ γέροντας. Κ᾿ ἐσὺ εἶσαι ὁλόφωτος ὅπως εἶμ᾿ ἐγώ. Γιατὶ βρίσκεσαι μέσα στὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἀλλιῶς δὲν θὰ μποροῦσες νὰ μὲ δῆς μὲ τὴν ὄψη ποὺ μὲ βλέπεις». Ἔσκυψε ἀπάνω μου καὶ μοῦ εἶπε σιγανὰ στὸ αὐτί: «Εὐχαρίστησε τὸν Ὕψιστο γιὰ τὴν ἄπειρη καλοσύνη του. Προσευχήθηκα μυστικὰ στὸν Κύριο καὶ εἶπα μέσα μου: Κύριε, ἀξίωσε τὸν νὰ ἰδῆ καθαρὰ μὲ τὰ σωματικὰ μάτια τοῦ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματός Σου, ποὺ τὴ φανερώνεις στοὺς δούλους σου ὅποτε καταδέχεσαι νὰ παρουσιασθὴς μέσα στὸ μεγαλοπρεπὲς φῶς τῆς δόξης Σου. Κι᾿ ὅπως βλέπεις, ὁ Κύριος ἀμέσως δέχθηκε τὴν προσευχὴ τοῦ τιποτένιου Σεραφείμ. Πόση εὐγνωμοσύνη πρέπει νὰ χρωστοῦμε στὸ Θεὸ γιὰ τοῦτο τὸ ἀνείπωτο δῶρο ποὺ μᾶς ἔδωσε! Μήτε οἱ Πατέρες τῆς ἐρήμου δὲν ἀξιώνονταν πάντα νὰ δοῦνε τέτοια φανερώματα τῆς ἀγαθότητός Του. Λοιπόν, τέκνον μου, κοίταξέ με ἐλεύθερα. Μὴ φοβᾶσαι, ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας».

Τότε πῆρα θάρρος ἀπὸ τὰ λόγια του καὶ τὸν κοίταξα. Μὰ μ᾿ ἔπιασε τρόμος! Νὰ φαντασθῆς μέσα στὴ σφαίρα τοῦ ἥλιου τὸ καταμεσήμερο, ποὺ λαμποκοπᾶ μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή του, τὸ πρόσωπο ἑνὸς ἀνθρώπου. Βλέπεις νὰ σοῦ μιλᾶ, νὰ σαλεύουνε τὰ χείλια του, βλέπεις τὴν ἔκφραση τῶν ματιῶν του ποὺ ἀλλάζει, ἀκοῦς τὴ φωνή του, νοιώθεις τὰ χέρια του ποὺ σὲ κρατοῦνε ἀπὸ τοὺς ὤμους, μὰ δὲν βλέπεις μήτε αὐτὰ τὰ χέρια, μήτε τὸ σῶμα τοῦ συνομιλητῆ σου, ἀλλὰ μοναχὰ μιὰ δυνατὴ φεγγοβολῆ ποὺ σὲ τυφλώνει καὶ ποὺ ἁπλώνει ὁλόγυρα, φωτίζοντας μὲ τὴ λάμψη τῆς τὸ χῶμα καὶ τὶς ἄσπρες μπαμπακοῦρες ποὺ πέφτουνε ἀκατάπαυστα ἀπὸ τὸν οὐρανό.

Ὁ Ἅγιος μὲ ρώτησε: «Τί αἰσθάνεσαι;» «Εἰρήνη καὶ ἠρεμία, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἐκφράσω», εἶπα. «Τί ἄλλο καταλαβαίνεις, τέκνον μου;» «Μιὰ ἀνείπωτη χαρὰ πλημμυρίζει τὴν καρδιά μου». «Αὐτὴ ἡ χαρὰ ποὺ αἰσθάνεσαι, τέκνον μου, δὲν εἶναι τίποτα μπροστὰ σὲ κείνη τὴ χαρὰ ποὺ γράφει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος· ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἠτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν᾿ (A´ Κορ. β´ 9). Ἐμεῖς πήραμε ἕναν ἀρραβώνα μοναχὰ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ χαρά, ἀλλὰ τί θὰ εἶναι ἄραγε ὁλόκληρη ἐκείνη ἡ χαρά; Τί αἰσθάνεσαι ἀκόμα, τέκνο τοῦ Θεοῦ;» «Μιὰ ἀνέκφραστη ζεστασιά». «Μὰ πῶς, τέκνον μου; Βρισκόμαστε μέσα στὸ δάσος, εἶναι χειμώνας, καὶ πατᾶμε ἀπάνω στὸ χιόνι. Ποιὰ λοιπὸν εἶναι αὐτὴ ἡ ζεστασιὰ ποὺ νοιώθεις;» «Εἶναι σὰν ἕνα ζεστὸ λουτρό. Ἀκόμα αἰσθάνομαι μία εὐωδία, ποὺ τὴ νοιώθω γιὰ πρώτη φορά». Ὁ Ἅγιος εἶπε: «Τὸ γνωρίζω, τὸ γνωρίζω, αὐτὸ ἴσια-ἴσια ἤθελα νὰ μοῦ πῆς. Αὐτὴ ἡ εὐωδία εἶναι ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι᾿ αὐτὴ ἡ ζεστασιά, ποὺ μοῦ λές, δὲν εἶναι γύρω μας, ἀλλὰ μέσα μας. Αὐτὴ ζέσταινε τοὺς ἀσκητάδες καὶ δὲν φοβόντανε τὸ χειμωνιάτικο κρύο, γιατὶ ἡ χάρις ἤτανε τὸ ροῦχο ποὺ τοὺς προστάτευε. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα μας. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴν κατάσταση ποὺ βρισκόμαστε τώρα. Νά, αὐτὸ εἶναι νὰ βρίσκεται κανένας μέσα στὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θὰ θυμᾶσαι τούτη τὴ χάρη ποὺ ἀξιώθηκες; Ὁ Κύριος θὰ σὲ βοηθήση νὰ φυλάγης αὐτὰ τὰ πράγματα στὴν καρδιά σου, γιατὶ δὲν δόθηκε μοναχὰ σὲ σένα νὰ τὰ γνωρίσης, ἀλλά, ἀπὸ σένα, σ᾿ ὁλόκληρον τὸν κόσμο. Πήγαινε λοιπὸν στὴν εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας».

Ἔφυγα, καὶ σὰν μάκρυνα λίγο, ἔστρεψα κ᾿ εἶδα πὼς ἐκεῖνο τὸ ἐξαίσιο ὅραμα δὲν εἶχε χαθῆ ἀκόμα. Ὁ γέροντας καθότανε ὅπως ἤτανε στὴν ἀρχή, καὶ τὸ ἀνέκφραστο φῶς, ποὺ εἶχα δὴ μὲ τὰ μάτια μου, τὸν ἔκανε νὰ φεγγοβολᾶ ὁλόκληρος».

Ὁ ἅγιος Σεραφείμ, μ᾿ ὅλο τὸ σεβασμὸ καὶ τὴ μεγάλη ἀγάπη ποὺ εἶχε ὁ λαὸς γι᾿ αὐτόν, ὡστόσο εἶχε πιῆ καὶ πολλὲς πίκρες. Ὄχι μοναχὰ κάθε ἅγιος θὰ τραβήξη βάσανα, θλίψεις καὶ διωγμούς, ἀλλὰ κι᾿ ὁ κάθε χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὰ χριστιανός, ἂν δὲν περάση ἀπὸ κάποιο μαρτύριο, ἂν δὲν ἀκούση βρισιὲς καὶ συκοφαντίες, ἂν δὲν πάθη ἐξευτελισμοὺς καὶ περιπαίγματα, κατὰ τὸ λόγο ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητάδες του: «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν». Οἱ πονηροὶ καὶ σαρκικοὶ ἄνθρωποι δὲν τὸν χωνεύανε, γιατὶ ὁ κόσμος τὸν ἀγαποῦσε καὶ τὸν θαύμαζε. Τὸν κατηγορούσανε κι᾿ ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ μοναστήρι τοῦ Σάρωφ. Ἀκόμα κ᾿ οἱ μοναχὲς στὸ Ντιβεέβο εἴχανε χωριστεῖ σὲ δυὸ κόμματα, καὶ κομματάρχης στὸ ἕνα, ποὺ μισοῦσε τὸν Ἅγιο, ἤτανε ἕνας νεαρὸς δόκιμος, ἕνα πνευματικὸ τέκνο του, ποὺ ἔκανε ψεύτικα πὼς ἀγαποῦσε τὸ γέροντά του, ἐνῶ ἔσκαβε τὸ λάκκο του.

Κατὰ τὰ 1831, δυὸ μέρες πρὶν ἀπὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὁ Ἅγιος εἶχε πληροφορία ἄνωθεν πὼς θὰ τοῦ φανερωνότανε ἡ Παναγία τὴ νύχτα τῆς γιορτῆς της. Ἐκείνη τὴ νύχτα πιάσανε τὴν προσευχὴ ὁ Ἅγιος μαζὶ μὲ μιὰ εὐσεβέστατη μοναχὴ Εὐπραξία. Ἄξαφνα, ἐκεῖ ποὺ προσευχότανε, ἄκουσε ἡ Εὐπραξία μιὰ βουὴ καὶ ψαλμωδίες ποὺ ἐρχόντανε ἀπὸ ψηλά. Ὕστερα εἶδε ἕνα θαμπωτικὸ φῶς κ᾿ ἔνοιωσε στὸν ἀγέρα μία γλυκειὰ εὐωδία. Ἀνατρίχιασε σὰν εἶδε τὸν Ἅγιο ν᾿ ἁπλώνη τὰ χέρια του καὶ νὰ φωνάζη «Θεομήτωρ Πανάχραντε!». Ἡ μοναχὴ εἶδε δυὸ Ἀγγέλους ποὺ προπορευόντανε ἀπὸ τὴν Παναγία, κι᾿ ἀπὸ πίσω τῆς ἀκολουθούσανε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης καὶ δώδεκα παρθενομάρτυρες. Τὸ κελλὶ ἄστραφτε ἀπὸ ἕνα φῶς οὐράνιο, κι᾿ οἱ τοῖχοι εἴχανε χαθῆ. Τὸ φῶς ἔγινε τόσο δυνατὸ ποὺ ξεπερνοῦσε τὴ λάμψη τοῦ ἥλιου. Ἡ Εὐπραξία τυφλώθηκε ἀπὸ τὴ φωτοχυσία, κ᾿ ἔπεσε χάμω σὰν κεραυνόπληκτη. Τῆς φάνηκε σὰν νἄκουγε ἀπὸ μακριὰ τὴν Παναγία νὰ μιλᾶ μὲ τὸν Ἅγιο, χωρὶς νὰ καταλαβαίνη τί λέγανε. Μοναχὰ ξεχώρισε τὰ τελευταῖα λόγια ποὺ εἶπε ἡ Παναγία στὸν ἅγιο Σεραφείμ: «Σύντομα, τέκνον μου, θὰ εἶσαι μαζί μας». Ὕστερα ἡ Θεοτόκος σήκωσε ἀπάνω τὴν Εὐπραξία καὶ τῆς ἔδειξε τὶς ἅγιες μάρτυρες ποὺ ἤτανε μαζί της καὶ ποὺ μαρτυρήσανε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ της, λέγοντάς της: «Μαρτύριο δὲν εἶναι μοναχὰ ἡ θυσία τοῦ σώματος, ἀλλὰ κι᾿ ὁ πόνος ποὺ ὑποφέρει ἡ ψυχὴ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου». Τέσσαρες ὦρες βάσταξε αὐτὴ ἡ ὅραση. Ὁ Ἅγιος εἶπε στὴν Εὐπραξία πὼς ἤτανε ἡ δωδέκατη φορὰ ποὺ εἶδε τὴν Παναγία.

Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ ἤτανε ἑβδομήντα τριῶν χρονῶν. Συχνὰ ἔλεγε μοναχός του: «Τὸ σῶμα μου εἶναι πιὰ νεκρό, μὰ ἡ ψυχή μου εἶναι σὰν νὰ γεννήθηκα τώρα». Προαισθανότανε τὸ τέλος τῆς ζωῆς του σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Προσκάλεσε τὸν πνευματικό του μοναστηριοῦ τοῦ Ντιβεέβο πάτερ Βασίλειο, καὶ τοῦ παράδωσε τὰ ἐπιμάνικά του καὶ τὴν κυβέρνηση τοῦ μοναστηριοῦ.

Ἑτοιμάσθηκε γιὰ τὴν ἀποδημία του. Εἶπε νὰ τὸν βάλουνε στὴ νεκρόκασα ποὺ εἶχε ἑτοιμασμένη καὶ νὰ θέσουνε στὸ στῆθος τοῦ τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Σεργίου ποὺ βλέπει νὰ φανερώνεται ἡ Παναγία. Ἔβαλε καὶ μία πέτρα γιὰ σημάδι στὸ μέρος ποὺ ἤθελε νὰ τὸν θάψουνε, κοντὰ στὴν ἐκκλησία τῆς Μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου. Τὴν πρωτοχρονιὰ τοῦ 1833, ποὺ ἔτυχε Κυριακή, πῆγε στὸ παρεκκλήσι τοῦ νοσοκομείου, ἀνασπάσθηκε ὅλες τὶς εἰκόνες, κοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, κι᾿ ἀποχαιρέτησε ὅλους τοὺς πατέρες ποὺ βρισκόντανε τότε στὸ μοναστήρι. Τὸ βράδυ ὁ πάτερ Παῦλος, ποὺ καθότανε στὸ διπλανὸ κελλί, τὸν ἄκουσε νὰ ψέλνη ἀναστάσιμα τροπάρια. Τὴν ἄλλη μέρα, κατὰ τὶς ἐξ τὸ πρωί, πηγαίνοντας ὁ πάτερ Παῦλος στὴν ἐκκλησία γιὰ τὴ λειτουργία, κατάλαβε μία μυρουδιὰ ἀπὸ καπνὸ νὰ βγαίνη ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ Ἁγίου. Χτύπησε τὴν πόρτα, δὲν ἐπῆρε ἀπάντηση. Πῆγε τότε καὶ φώναξε τοὺς γέροντες, κι᾿ ἀνοίξανε τὴν πόρτα, νομίζοντας πὼς ὁ Ἅγιος εἶχε φύγει στὴν ἔρημο, κατὰ τὴ συνήθειά του, κι᾿ ἄφησε τὰ κεριὰ ἀναμμένα. Ἐπειδὴ ἤτανε ἀκόμα σκοτεινά, στὴν ἀρχὴ δὲν εἴδανε πὼς ὁ Ἅγιος ἤτανε μέσα. Μὰ σὰν ἀνάψανε φῶς, τὸν εἴδανε γονατισμένον μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα ἀπάνω στὸ στῆθος του καὶ μὲ κλειστὰ τὰ μάτια του. Μπροστά του ἤτανε ἕνα Εὐαγγέλιο ἀνοιχτό, μὲ τὰ φύλλα καμένα στὶς γωνιές. Τρέξανε νὰ πάρουνε χιόνι γιὰ νὰ τὰ σβήσουνε. Στὴν ἀρχὴ νομίσανε πὼς ὁ Ἅγιος ἤτανε ἀποκοιμισμένος ἀπὸ τὴν κούραση κι᾿ ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία, ἐπειδὴ τὸ σῶμα τοῦ ἤτανε ἀκόμα ζεστό. Ἀλλά, σὰν θελήσανε νὰ τὸν ξυπνήσουνε, εἴδανε πὼς ἐκείνη ἡ ἁγιασμένη κι᾿ ἀγγελικὴ ψυχὴ εἶχε πετάξει ἀπὸ τὸ σῶμα ποὺ ἤτανε φυλακωμένη, καὶ πῆγε στὴν ἀληθινὴ ζωή. Τότε θυμηθήκανε μία προφητεία τοῦ γέροντα, ποὺ εἶχε πῆ πὼς μὲ τὴ φωτιὰ θὰ φανερωνότανε ὁ θάνατός του.

Βάλανε τὸ σκήνωμα στὴ νεκρόκασα ποὺ τὴν εἶχε ἑτοιμάσει ὁ ἴδιος, καὶ τὸ πήγανε στὴ μεγάλη ἐκκλησία τοῦ μοναστηριοῦ. Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα, κ᾿ ἡ ἐκκλησία γέμισε ἀπὸ προσκυνητὲς ποὺ φτάξανε ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη, κι᾿ ὅλο φθάνανε καινούριοι. Ὀχτὼ μέρες ἔμεινε τὸ ἅγιο λείψανο γιὰ νὰ μπορέσουνε νὰ τὸ προσκυνήσουνε ὅλοι. Ἕνας ἐρημίτης εἶδε, τὰ χαράγματα τῆς 2ας Ἰανουαρίου, τὴν ψυχὴ τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ νὰ ἀνεβαίνη μὲ λάμψη στὸν οὐρανό, καὶ τὸ εἶπε στὸν ὑποτακτικό του.

Ἡ Ἐκκλησία τὸν ἀνακήρυξε ἅγιο στὰ 1903, δηλαδὴ ὕστερα ἀπὸ ἑβδομήντα χρόνια, στὶς 19 Ἰουλίου. Κείνη τὴ μέρα χτύπησε ἡ μεγάλη καμπάνα τῆς μονῆς τοῦ Σάρωφ, ποὺ καλοῦσε τοὺς πιστοὺς στὴν τελετή. Παρεκτὸς ἀπὸ τὸ καθολικὸ (τὴ μεγάλη ἐκκλησία), ὅλη ἡ μεγάλη αὐλὴ τῆς μονῆς ἤτανε γεμάτη κόσμο. Ἤτανε βράδυ, κι᾿ ὅλοι βαστούσανε ἀναμμένα κεριά, σὰν νὰ καιγόντανε ἐκεῖνες οἱ ψυχὲς ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ ἁγίου Σεραφείμ. Ὅλα τὰ μάτια ἤτανε δακρυσμένα σὲ κείνη τὴ μυσταγωγία. Τὰ ἅγια λείψανα ποὺ εὐωδιάζανε, ἤτανε βαλμένα σὲ μία λειψανοθήκη ἀπὸ κυπαρισσόξυλο, μέσα σ᾿ ἕνα μαρμαρένιο κουβούκλιο ποὺ εἶχε στὶς γωνιὲς τοῦ τέσσερα Σεραφείμ. Πολλὰ θαύματα γινήκανε κατὰ τὴν ἀκολουθία καὶ κατὰ τὶς ἄλλες μέρες. Πρὶν νὰ κοιμηθῆ εἶχε κάνει ζωντανὸς 94 θεραπεῖες.

Αὐτὸς εἶναι ὁ βίος, οἱ ἀγῶνες καὶ ἡ μακαρία κοίμηση τοῦ ἁγίου Σεραφείμ, ποὺ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἁγίους της Ρωσίας. Ἡ δόξα του δὲν εἶναι ἐπίγεια καὶ πρόσκαιρη, ἀλλὰ οὐράνια κ᾿ αἰώνια, μ᾿ ὅλο ποὺ ἔλεγε τὸν ἑαυτό του «φτωχὸ Σεραφεὶμ καὶ ταπεινὸ δοῦλο τῆς Παναγίας». Ὅσα χρόνια κι᾿ ἂν περάσουν, αὐτὸς ὁ πολυαγαπημένος ἅγιος θὰ εἶναι ὁλοζώντανος μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι ἅγιοι κι᾿ ἀγαπημένοι. Μὰ ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ εἶναι ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἁγίους ποὺ ἤτανε χαρούμενοι σὰν τὰ παιδιά, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου ποὺ εἶπε: «Ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
 

Συναξαριστής 2 Ιανουαρίου


Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ




Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ, ὁ στάρετς τοῦ Σάρωφ, γεννήθηκε στὴν πόλη Κοὺρκ τῆς Ῥωσίας ἀπὸ θεοσεβεῖς καὶ εὔπορους γονεῖς, τὸν Ἰσίδωρο, ποὺ ἦταν ἔμπορος καὶ τὴν Ἀγάθη Μοσνίν, στὶς 19 Ἰουλίου 1759.

Τὸ πρῶτο του ὄνομα ἦταν Πρόχορος. Σὲ ἡλικία τριῶν ἐτῶν ἔχασε τὸν πατέρα του, καὶ ἡ εὐλαβικὴ μητέρα του, τοῦ μετέδωσε τὴν χριστιανικὴ εὐσέβεια καὶ τὴν ἀγάπη στὴ λειτουργικὴ ζωή. Σὲ ἡλικία 10 ἐτῶν μελετοῦσε τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ ἔδειχνε ἐξαίσια προσωπικότητα. Ὑπέφερε ἀπὸ ἐπικίνδυνη ἀῤῥώστια, ποὺ θαυματουργικὰ θεραπεύτηκε ἀπὸ τὴν Παναγία.

Δέκα ἑπτὰ ἐτῶν ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ κατέληξε σὲ μία Μονὴ στὴν ἔρημο τοῦ Σάρωφ.

Στὸ 27ο ἔτος τῆς ἡλικίας του, στὶς 18-8-1786, ἀξιώθηκε νὰ καρεῖ μοναχός με τὸ ὄνομα Σεραφείμ.

Μετὰ ἑνάμιση χρόνο ἔγινε ἱεροδιάκονος καὶ τὸ 1793, 35 χρονῶν, χειροτονήθηκε ἱερομόναχος.

Λίγο ἀργότερα ἐγκατέλειψε τὸ κοινόβιο καὶ ἄρχισε αὐστηρὴ πνευματικὴ ἀσκητικὴ ζωή, σὲ ἀσκητήριο βαθιὰ στὴν ἔρημο τοῦ Σάρωφ. Γιὰ τοὺς ὑψηλούς του ἀγῶνες καὶ τὴν θεάρεστη ζωή του, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς διορατικότητας καὶ τῆς θαυματουργίας.

 


Ἡ ὑπερόσια ζωή του ἄφησε ἐποχή, ἰδιαίτερα στὴ Ῥωσία. Δίδαξε καὶ ἔφερε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας πολλούς. Ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό του, ἡ ἀπέραντη ἀγάπη ποὺ ἔτρεφε στὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἰδιαίτερα στὸν ἄνθρωπο, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ χωρὶς ὅρια ταπεινοφροσύνη του.

Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὴν Δευτέρα 2 Ἰανουαρίου 1833, σὲ ἡλικία 74 ἐτῶν. Καὶ μετὰ τὴν μακάρια κοίμησή του ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ ἐπιτελοῦσε θαύματα καὶ θεράπευε ὅλους, ὅσοι μὲ πίστη ἀπευθύνονταν σ᾿ αὐτόν.

Στὶς 19 Ἰουλίου 1903, ἔγινε πανηγυρικὴ ἀνακήρυξή του σὲ Ἅγιο, παρουσία τοῦ τότε Τσάρου, τῆς Τσαρίνας, πολλῶν μελῶν τῆς τσαρικῆς οἰκογένειας καὶ χιλιάδων λαοῦ. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἔγιναν πολυάριθμες θεραπεῖες.
 
 


Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἐκ νεότητος ἀκολουθήσας θερμῶς, εὐχαῖς καὶ δεήσεσιν, ἐν τῇ ἐρήμῳ Σαρώφ, ὡς ἄσαρκος ἤσκησας· ὅθεν τοῦ Παρακλήτου, δεδεγμένος τὴν χάριν, ὤφθης τῆς Θεοτόκου, θεοφόρος θεράπων· διὸ σε μακαρίζομεν, Σεραφεὶμ Πάτερ Ὅσιε.

Κοντάκιον 

Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν Σάρωφ ὡς ἄγγελος, βεβιωμένος, Σεραφεὶμ μακάριε, ὤφθης δοχεῖον ἐκλεκτόν, τῶν χαρισμάτων, τοῦ Πνεύματος, λόγῳ πλουσίῳ ἐκφαίνων τὰ κρείττονα.

Μεγαλυνάριον 
Ὅλος ἀνακείμενος τῷ Χριστῷ, χαρίτων τῶν θείων, ἀναδέδειξαι θησαυρός, θαύμασι καὶ λόγοις, καὶ θείαις ὑποθήκαις ὦ Σεραφεὶμ παμμάκαρ, φωτίζων ἅπαντας.





Ὁ Ἅγιος Σίλβεστρος Πάπας Ῥώμης

 


Μὲ τὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία ἔχουμε κοινοὺς ἀρκετοὺς ἁγίους, μέχρι τὸ χωρισμό της ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ Σίλβεστρος. Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἦταν γιὸς τοῦ Ῥουφίνου, γεννημένος στὴ Ῥώμη.

Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία εἰσχωρεῖ στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ ἡλικία δὲ τριάντα χρόνων χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν Πάπα Μαρκελῖνο· γίνεται Πάπας τὸ 314 καὶ διαδέχεται τὸν Ἅγιο Μελχιάδη ἢ Μιλτιάδη.

Ἐνδιαφέρθηκε καὶ πολέμησε πολὺ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καὶ θέσπισε τοὺς λειτουργικοὺς κανόνες γιὰ τὸν καθαγιασμὸ τοῦ μύρου τοῦ ἁγίου χρίσματος. Ἀλλὰ μεταξὺ τῶν καλύτερων ἔργων τοῦ πάπα Σιλβέστρου, ξεχωρίζει τὸ ἔργο τῆς μέριμνας γιὰ τὴν βιοτικὴ συντήρηση τῶν φτωχότερων κληρικῶν καὶ τῶν μοναχῶν γυναικῶν, ὥστε οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ τῆς πνευματικῆς διακονίας καὶ προσευχῆς νὰ μὴν ἀποσπῶνται ἀπὸ τὸ κυρίως ἔργο τους. Ὁ Ἅγιος Σίλβεστρος πέθανε εἰρηνικὰ σὲ βαθιὰ γεράματα τὴν 31η Δεκεμβρίου τοῦ 335 μ.Χ.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στολὴν ἐνδυσάμενος, ἱεραρχίας πιστῶς, ἀμέμπτως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῶ, Πατὴρ ἡμῶν Σίλβεστρε· ἔχων γὰρ πολιτείᾳ, συνεκλάμποντα λόγον, θαύμασιν ἐβεβαίους, εὐσεβείας τὴν δόξαν, δι’ ἧς οὐρανίου δόξης, ὤφθης συμμέτοχος.

Κοντάκιον 
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐν ἱερεῦσιν ἱερεὺς ἀνεδείχθης, τοῦ Βασιλέως καὶ Θεοὺ θεοφόρε, τῶν Ἀσκητῶν συνόμιλος γενόμενος· ὅθεν συναγάλλῃ νῦν, τοῖς χοροῖς τῶν Ἀγγέλων, Πάτερ εὐφραινόμενος, ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Σίλβεστρε Ῥώμης ἔνδοξε ποιμήν, σῶζε τοὺς πόθῳ, τελοῦντας τὴν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον 
Τῆς ἱεραρχίας σου τὴν στολήν, τρόποις ἐναρέτοις, καὶ θαυμάτων τῇ δωρεᾷ, εὐκλεῶς ποικίλας, πεποικιλμένος ἔβης, Σίλβεστρε Ἱεράρχα, πρὸς τὰ οὐράνια. 

 
Ὁ Ἅγιος Θεαγένης ἱερομάρτυρας

Ὁ ἅγιος Ἱερομάρτυρας Θεαγένης ἦταν ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Πάριο· τὴν ὀνομασία της πῆρε ἐπειδὴ εἶχε κτισθεῖ ἀπὸ τοὺς Πάριους, κατοίκους τῆς νήσου Πάρου. Ἡ πόλη αὐτὴ βρισκόταν μεταξὺ τῆς Κυζίκου καὶ τῆς Λαμψάκου.

Αὐτὸς λοιπὸν ὁδηγήθηκε στὸν Τριβοῦνο Ζηλικίνθιο καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ Θεὸ ἀληθινό. Ὁπότε τὸν ἔδειραν ἀνελέητα καὶ ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα τὸν ἔῤῥιξαν στὸ βυθὸ τῆς θάλασσας. Ἔτσι τελείωσε τὸ δρόμο τοῦ μαρτυρίου καὶ πῆρε ἀπὸ τὸν Κύριο τὸ ἀμάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας.

 
Ὁ Ἅγιος Θεόπεμπτος

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ἡ Ἁγία Θεοδότη μητέρα τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων

 


Ἦταν μητέρα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ (βλ. 1 Νοεμβρίου). Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ὁ Ὅσιος Μᾶρκος ὁ κωφός

Ἦταν ἀσκητὴς καὶ ἔζησε ζωὴ ὅσια. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος μάρτυρας ἐξ Ἀγκύρας

Ὁ Ἅγιος αὐτὸς μαρτύρησε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη (360-363 μ.Χ.). Κατηγορήθηκε ὅτι πίστευε στὸν Χριστὸ καὶ προσπαθοῦσε νὰ παρασύρει στὴ χριστιανικὴ πίστη εἰδωλολάτρες.

Βασανίστηκε ἀπὸ τὸν διοικητὴ τῆς Ἄγκυρας Σατουρνίνο, καὶ τὰ βασανιστήρια ἐπαναλήφθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ἔστειλαν δέσμιο στὴν Καισαρεία, ὅπου τὸν καταδίκασαν σὲ θηριομαχία. Σὲ κάποια ἐθνικὴ (εἰδωλολατρική) γιορτὴ λοιπόν, ἔστησαν ἀπέναντί του ἕνα κλουβί, ἀπ᾿ ὅπου ἐξόρμησε μία πεινασμένη λέαινα. Ὁ μάρτυρας δὲν θηριομάχησε. Σὲ στάση θερμῆς προσευχῆς κατασπαράχθηκε ἀπὸ τὸ θηρίο.

Οἱ συγγενεῖς του παρέλαβαν τὰ λίγα ἐναπομείναντα λείψανά του καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ τιμές. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ στὴν πόλη τοῦ μαρτυρίου του, κτίσθηκε ἐκκλησία στὸ ἅγιο ὄνομά του.

 
Ὁ Ἅγιος Σέργιος

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

 
Ὁ Ἅγιος Θεόπιστος

Μαρτύρησε διὰ λιθοβολισμοῦ.

 
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Α´ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια· ἐπωνομάσθηκε Ἱεροσολυμίτης, ἐπειδὴ ἔμεινε ἀρκετὸ καιρὸ στὴν ἁγία Πόλη. Ἀπὸ ἐκεῖ ἦλθε καὶ μόνασε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὑστεροῦσε σὲ γραμματικὴ μόρφωση. Τὸν στόλιζε ὅμως ἄδολη εὐσέβεια καὶ βαθειὰ καὶ εἰλικρινὴς ἀρετή, καὶ τὸν ἀγαποῦσαν γιὰ τὴν εὐθύτητα τοῦ χαρακτῆρα του καὶ τὴν ἁπλότητα τῶν ἠθῶν του.

Ὅταν στὶς 2 Αὐγούστου 1075 πέθανε ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Η´, ὁ αὐτοκράτωρ Μιχαὴλ Δούκας ἔφερε στὸ θρόνο τὸν Κοσμᾶ, ἂν καὶ ἦταν ἤδη πολὺ γέρος. Ἐπὶ τῆς πατριαρχείας του ἡ ἀρχιεπισκοπὴ Πατρῶν προήχθη σὲ Μητρόπολη μὲ τρεῖς ἐπισκοπὲς στὴ δικαιοδοσία της. Ἐπίσης ὁ ἴδιος - ὁ Κοσμᾶς - χειροτόνησε καὶ ἔστειλε τὸ 1080 Μητροπολίτη Ῥωσίας τὸν Ἕλληνα Ἰωάννη, ἄνδρα κάτοχο μεγάλης μόρφωσης καὶ πολλῶν ἀρετῶν.

Οἱ δυσκολίες ὅμως τῆς διοίκησης τῆς πατριαρχείας, ἔκαναν τὸν ἁπλοϊκο χαρακτῆρα τοῦ Κοσμᾶ, νὰ ἐπιθυμήση τὴν ἡσυχία καὶ τὴν γαλήνη τῆς πρώην μοναχικῆς του ζωῆς. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, στὶς 8 Μαΐου τοῦ 1081, ἀφοῦ λειτούργησε στὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἔφυγε μαζὶ μὲ τὸν ὑπηρέτη του καὶ ἀποσύρθηκε στὴ Μονὴ Καλλίου στὴν Κωνσταντινούπολη. Μάταια τὸν παρακάλεσαν νὰ ἐπιστρέψει. Αὐτὸς ἔμενε ἀμετάπειστος καὶ πέθανε στὴ Μονὴ ἐκείνη.

 
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἢ Ζώρζης ἢ Γκιουρτζὴς ὁ Ἴβηρ

 


Στὴν καταγωγὴ ἦταν Ἴβηρ. Σὲ νεαρὴ ἡλικία τὸν ἀγόρασε κάποιος Τοῦρκος σὰ σκλάβο καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔκανε περιτομή, τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Σαλής. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀφέντη του παρέμεινε στὴ Μυτιλήνη, ἄγαμος, καὶ ζοῦσε εἰρηνικὰ σὲ κάποιο ἐργαστήρι, πουλώντας καὶ ἀγοράζοντας διάφορα εἴδη.

Κάποια μέρα, καὶ σὲ ἡλικία πάνω ἀπὸ 70 χρονῶν, ὁ Γεώργιος παρουσιάστηκε αὐθόρμητα μπροστὰ στὸν κριτὴ καὶ πέταξε μπροστὰ τοῦ τὸ σαρίκι ποὺ φοροῦσε στὸ κεφάλι του, καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τοὺς φοβερισμούς, τὴ διαπόμπευση μέσα στοὺς δρόμους καὶ τὰ χτυπήματα μὲ ξύλα καὶ μαχαίρια, ὁ Γεώργιος παρέμεινε ἀμετάθετος, ὁμολογώντας τὴν πίστη τῶν πατέρων του. Τέλος, ὁδηγήθηκε ἀπὸ τοὺς δήμιούς του στὴν τοποθεσία Παρμὰ-κάπου, ὅπου καὶ ἔλαβε μαρτυρικὸ τέλος δι᾿ ἀγχόνης. Ἦταν 2 Ἰανουαρίου 1770.

Ὁ δὲ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, τοποθετεῖ τὸ μαρτύριο τοῦ Ζώρζη τὸ ἔτος 1777.


Ὁ Ὅσιος Σίλβεστρος (Ῥῶσος)

τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου (+ 12ος αἰ.).

Ο άγιος των κωφών & ο άγιος των δασών!...


Ο  ΟΟ


 Στις 2 του Γενάρη, ανάμεσα σε άλλους αγίους (δες για όλους εδώ), γιορτάζονται δύο ορθόδοξοι άγιοι που, τουλάχιστον για μερικούς αδελφούς μας, έχουν ξεχωριστή σημασία: ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ και ο άγιος Μάρκος ο Κωφός.
Κλικ εδώ!


Ξεκάθαρη απάντηση στην μικροψυχία του Μητρ.Πέτρας εναντίον του Εφραίμ!




 Δημοσιεύουμε αγαπητοί φίλοι μια επιστολή, που έστειλε εκλεκτός φίλος απαντώντας στην ατυχέστατη επιστολή του Μητρ.Πέτρας κ.Νεκταρίου.

Τόσο αήθη και δόλια επίθεση δε θα μπορούσε να κάνει άλλος εκτός εκκλησίας. Ισχύει και εδώ το "ποιός σου έβγαλε το μάτι; "Ο αδελφός μου" "Α! γι αυτό είναι βαθειά βγαλμένο"...". Αυτά που κατηγορεί είναι τουλάχιστον φαντασίες αν όχι κακόβουλα ψέμματα.
Δυό ερωτήσεις μόνο: Αφού παραγκώνισε τον νυν Λεμεσού στην ηγουμενία δε θα έπρεπε να υπήρχε κάποια πικρία μεταξύ τους; Γιατί ο Λεμεσού βγήκε και είπε ότι είναι ή οδεύει προς αγιότητα; Δε μπορούσε τουλάχιστον αφού είναι τόσο...ανεξίκακος να είναι λιγάκι πιο συγκρατημένος; Αφού έγινε ο ίδιος πέτρα σκανδάλου κατά τον Πέτρας θα έπρεπε να πάρει "το ...ταγάρι του"  και να πάει σε ένα κελλί. Σημειωτέον δεν έκαναν όλοι οι άγιοι αυτό το πράγμα που έκανε ο Άγιος Γρηγόριος. Π.χ. ο Μέγας Βασίλειος ήταν εντελώς αντίθετης τακτικής και μάλιστα για να εκλεγεί ο ίδιος δε δίστασε να κουβαλήσει ανθρώπους με το φορείο για να τον ψηφίσουν... Ώστε δε μπαίνουν όλα στο ίδιο καλούπι. Επί τη ευκαιρία αφού έχει τόσο ...μοναστικό πόθο ο Πέτρας γιατί δεν το κάνει ο ίδιος αυτό που συστήνει για τον Εφραίμ; Μήπως στα τόσα χρόνια ποιμαντορίας του δεν έχει γίνει τίποτα μεμπτό στη μητρόπολή του;
Μάλιστα όλη αυτή την ταλαιπωρία του Εφραίμ την οικονόμησε η ...Παναγία παρακαλώ. Βάζουμε δηλαδή και το Θεό να υπηρετεί την κακία μας. Όταν έφτασε ο γ. Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός στο Βατοπαίδι βρήκε 2-3 γεροντάκια που παραθέριζαν και έβαζαν δυνατά το ραδιόφωνο να ακούνε κοσμικά τραγούδια. Μάλιστα του Ιωσήφ δεν του έδιναν καθόλου σημασία και ούτε και ήθελαν να τον γράψουν στο μοναχολόγιο της Μονής. Αυτά όμως τα γεροντάκια και ο Ιωσήφ και ο Εφραίμ μαζί του τα γηροκόμησαν παρά τη συμπεριφορά που τους έδειξαν. Και αυτή την κατάσταση ο Πέτρας τη θεωρεί "καλύτερη" από τη σημερινή που υπάρχουν 120 άτομα μονιασμένα και αδελφωμένα και έχουν αναδείξει διεθνώς το μοναστήρι τους. Ε, αυτό λέγεται απλώς εμπάθεια. Μπορεί οι περισσότεροι εκτός μονής να προτιμούσαν τον νύν Λεμεσού λόγω φήμης, όμως το σχέδιο του Θεού ήταν άλλο. Ο ίδιος ο Πέτρας ομολογεί πως ο Εφραίμ έγινε ηγούμενος με υπόδειξη του Ιωσήφ. Τί πιο φυσικό από αυτό; Ένας γέροντας με τέτοια πνευματικότητα να υποδείξει το διάδοχό του. Και φυσικά και η αδελφότητα που τον σεβόταν υπάκουσε. Τα άλλα, οι παραγκωνισμοί και οι ίντριγκες που φαντάζεται ο Πέτρας, προέρχονται από το μυαλό του. Τώρα γιατί αποφάσισε έτσι ο Ιωσήφ; Γιατί απλούστατα τέτοια πληροφορία είχε. Και τα πράγματα τον δικαίωσαν και το βλέπει και ο ίδιος ο Πέτρας ότι τον έχουν δικαιώσει παρ΄ ότι δεν το ομολογεί γιατί ο υποτίθεται "εκλεκτός" του έγινε παραπάνω από ηγούμενος δεσπότης και μάλιστα σε τόπο αφιλόξενο για τη Βατοπαιδινή του ιδιότητα. (Βλ. μίσος που του έχει ο νυν αρχιεπίσκοπος Κύπρου μίσος που κρατάει από τότε που ήρθε από το Βατοπαίδι στην Κύπρο). Τον εκνευρίζει τον Πέτρας το "χαμόγελο" του Ιωσήφ και εκεί που όλοι βλέπουν σημείο αγιότητος αυτός σκέπτεται με σκεπτικισμό όπως με σκεπτικισμό στέκεται και γενικότερα με την πολιτεία του Ιωσήφ του ησυχαστή και της συνοδείας του αλλά δεν τολμά να το πει καθαρά γιατί ξέρει τι απήχηση έχει στον ορθόδοξο κόσμο. Τον εκνευρίζει επίσης (αυτό λέγεται καθαρή ζήλεια) γιατί οι πρωθυπουργοί να δέχονται τον Εφραίμ που είναι ένας ...παλιοηγούμενος και όχι τον ίδιο που είναι ...ολόκληρος δεσπότης. Τα πράγματα όμως δε δουλεύουν έτσι... Έτσι για να δικαιολογηθεί εφευρίσκει δολοπλοκίες μπίζνες κ.ά  ότι μπορεί να φανταστεί το μυαλό του. Φυσικά αν το σχέδιο της Παναγίας ήταν να πάρει το Βατοπαίδι κάποιος από τη συνοδεία του Ιωσήφ (του ησυχαστή) κάπως αυτό θα υλοποιοούνταν. Και υλοποιήθηκε μέσω της γνωριμίας με τον νυν Οικουμενικό Πατριάρχη. Τι να κάνουμε τώρα; Κι ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης είχε υποτακτικό του παρακαλώ τον Αυτοκράτορα (άκου πλανητάρχη της τότε εποχής). Ήταν κι αυτός δολοπλόκος και μπίζνεσμαν; Κι αυτός έφερε τεχνικά επιτεύγματα στο μοναστήρι του για τα οποία τον κατηγόρησαν οι τότε αγιορείτες της εποχής. Ήταν όμως άγιος. Μάλιστα είχε και μερικούς στο μοναστήρι του που τον εχθρεύονταν για κάποιο διάστημα. Το ότι είπε ο Βαρθολομαίος να έχουν για παραδειγμά τους τον αγιο Αθανάσιο δεν είναι υπέρ του Βατοπαιδίου αλλά κάτι κοινότυπο, γιατί έτσι κι αλλιώς ο Άγιος Αθανάσιος θεωρείται πατέρας του Αθωνίτικου μοναχισμού και όχι μόνο των Βατοπαιδινών. Μάλιστα αυτό ακούγεται περισσότερο ευνοϊκό για τη Μεγίστη Λαύρα που είναι το αντίπαλο δέος του Βατοπαιδίου παρά υπέρ του. Αλλά τον Πέτρας τον πειράζει ακόμα και η προσωνυμία "Μεγίστη" για το Βατοπαίδι. Τι να πει κανείς...

Και το τελευταίο και σημαντικότερο. Θα το πω μέσω μιας ιστορίας. Ήταν ένα παιδί που δεν πρόσεξε και έπεσε στη θάλασσα και καθώς δεν ήξερε μπάνιο πνιγόταν. Πήγε ένας γείτονας από την ακρογιαλιά κι αντί να το βοηθήσει να σωθεί άρχισε να του λέει: "Παλιόπαιδο δεν ακούς τους γονείς σου όλο φασαρίες κάνεις προχθές έκανες την τάδε ζημιά προχθές την άλλη γι αυτό και οικονόμησε ο Θεός να πάθεις αυτό που έπαθες. Κανονικά θα έπρεπε από μόνος σου να πέσεις στη θάλασσα με αυτά που κάνεις αλλά να που επενέβη ο Θεός και σε έβαλε ο ίδιος εκεί που έπρεπε να πάς. Βέβαια δε λέω δε σου αξίζει να πνιγείς όμως σου άξιζε που έπεσες στη θάλασσα" και το παιδί όλη αυτή την ώρα θαλασσοπνιγόταν.

Ερώτημα: Κάνει καλό ή κακό στην Εκκλησία και στον Εφραίμ να τα λέει ΤΩΡΑ αυτά που λέει ο Πέτρας; Τον βοηθάει να μετανοήσει; Δε θα ήταν καλύτερο αν πραγματικά θέλει τη σωτηρία του να τον ελέγξει πρώτα κατά μόνας και μια άλλη στιγμή; Εξάντλησε όλα αυτά που λέει η Αγία γραφή και τώρα είναι στο στάδιο ειπέ τη Εκκλησία; και μάλιστα όχι μόνο στην Εκκλησία αλλά και στους εκτός; Γιατί αυτό δημοσιεύτηκε και σε κοσμικές σελίδες.

ένας φίλος του ιστολογίου

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΑΣ



Toυ Mητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Ανθίμου

  Σε τούτη την πρώτη ημέρα της Πρωτοχρονιάς του καινούργιου χρόνου 2012, έκρινα ότι είναι πολύ επίκαιρο ένα θέμα για μια πρώτη διαπραγμάτευση και ενημέρωση της κοινής γνώμης, επειδή αυτό το θέμα έχει σχέση με την οικονομία της Εκκλησίας της Ελλάδος και μάλιστα σε μια εποχή, που τα οικονομικά ζητήματα διεκδικούν την αποκλειστική προτεραιότητα του ενδιαφέροντος όλης της ελληνικής κοινωνίας.
  Οι Ελληνες πολίτες της χώρας μας, οι οποίοι ανήκουν συνειδητά στ
ον χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και ιδιαίτερα όλοι όσοι συγκροτούμε την τάξη του ιερού κλήρου, με την ιδιόμορφη ένστολη παρουσία μας που θα την κρατήσωμε μέχρι και του τάφου... παρακολουθούμε με αίσθημα πικρίας και ανησυχίας την καλλιέργεια ενός κλίματος εχθρότητος εναντίον της Εκκλησίας και ειδικώτερα του ιερού κλήρου. Πρόσχημα για την εχθρική αυτή εκστρατεία είναι το μόνιμο επιχείρημα της «αμυθήτου» εκκλησιαστικής περιουσίας και η μισθοδοσία του ιερού κλήρου. Οσον και αν παραθέτομε στοιχεία και επιχειρήματα για να αποδείξωμε το έωλον αυτής της προπαγάνδας, αυτοί επιτείνουν την επιθετικότητα, προκειμένου να «σπάσουν» την σπονδυλική στήλη της ισορροπίας του Ελληνισμού και της πλειονοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας. Η απέλπιδα αυτή προσπάθεια έχει δύο εμφανείς αφετηρίες. Η πρώτη είναι ο ιδεοπολιτικός πόλεμος με σκοπό την κομματική άνοδο στις εκλογές και η δεύτερη είναι η αγωνιώδης προσπάθεια για την κατίσχυση της τραυματισμένης πραγκοσμιοποιήσεως. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η παγκοσμιοποίηση αποδυναμώθηκε ήδη από την πανίσχυρη οικονομικά Γερμανία και από την ελλοχεύουσα πάντοτε υπέρ εαυτής Μ. Βρετανία.

  Στα δικά μας εσωτερικά θέματα της οικονομίας και της δικαίας κατανομής του πλούτου, είναι απαραίτητο να επαναλάβωμε σε υψηλούς τόνους ότι το παραμύθι για την «τεράστια εκκλησιαστική περιουσία» έχει τελείως αποδυναμωθή βάσει συγκεκριμένων στοιχείων. Και υπενθυμίζομε τις κατά καιρούς αρπαγές της εκκλησιαστικής περιουσίας.
  1. Επί αντιβασιλείας του Οθωνος διελύθησαν 416 ιερές Μονές και οι περιουσίες τους περιήλθαν στο κράτος, οι δε επιτήδειοι της εποχής πωλούσαν στα παζάρια ιερά σκεύη, κειμήλια και λείψανα αγίων. Από τα κτήματα των Μονών εκαλύπτοντο ακόμη και τα έξοδα λειτουργίας των Πανεπιστημίου Αθηνών.
  2. Με το Β.Δ. 205/1-6-1836 έγινε αναγκαστική απαλλοτρίωση κτημάτων των εν λειτουργία Μονών.
  3. Οι αρπακτικοί νόμοι της β΄ και γ΄ δεκαετίας του 20ού αιώνα απαλλοτρίωσαν εκτάσεις αξίας πάνω από ένα δισεκατομμύριο προπολεμικές δραχμές.
  4. Ο νόμος 4684/1931 ερευστοποίησε μεγάλο τμήμα της εκκλησιαστικής περιουσίας, αλλά τα χρεώγραφα χάθηκαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
  5. Επί αναθεωρητικής Βουλής το Ν.Δ. 327/1947 και αυτό της 29/10/1949 επέφεραν νέα πλήγματα. Επί κυβερνήσεως Πλαστήρα η σύμβαση της 18-9-1952 υπήρξε επαχθής εις βάρος της Εκκλησίας, επειδή υποχρεώθηκε να παραχωρήση στο κράτος το 80% της καλλιεργήσιμης γης και τα 2/3 των βοσκοτόπων, ενώ εισέπραξε μόλις το 1/3 της πραγματικής αξίας και μερικά ακίνητα στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Αυτά τα οικόπεδα ή οι επ’ αυτών οικοδομές ανήκουν στην Κεντρική Οικονομική Υπηρεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
  6. Οι υπουργοί Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γεώργιος Ράλλης το 1976, Ιωάννης Βαρβιτσιώτης το 1978, και Απόστολος Κακλαμάνης το 1985, επεχείρησαν νέες προσπάθειες για σφετερισμό της εναπομείνασας εκκλησιαστικής περιουσίας υπέρ του ελληνικού Δημοσίου, αλλ’ απέτυχαν λόγω πολλών αντιδράσεων. Ακολούθησε η γνωστή περιπέτεια με τον μακαριστό Αντώνιο Τρίτση ως υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων με αποτέλεσμα ο περιώνυμος Νόμος 1700/1987 να ακυρωθή ως προς τον ΟΔΕΠ από το Συμβούλιο της Επικρατείας και να καταποντισθή από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο οποίο προσέφυγαν οι Μονές. Ο νόμος 1700/1987 και ο ηπιώτερος αυτού 1811/1988 παρέμειναν ανενεργοί.
  Η Εκκλησία της Ελλάδος μέσα σ’ αυτή την παραζάλη της αρπακτικής μανίας της εκκλησιαστικής περιουσίας και του επιδιωκομένου σκοπού πλήρους αποδυναμώσεως μέχρι και απομονώσεως της όλης Εκκλησίας, με την εκάστοτε ηγεσία της, με όλες τις βαθμίδες του ιερού κλήρου, με την πολύτιμη συνδρομή του πιστεύοντος ελληνικού λαού, εκράτησε σταθερά το πηδάλιο της πορείας της «νοητής νηός» μέσα στο πέλαγος της ζωής και της Ιστορίας. Και αυτό οδηγεί στο δίκαιο και διαρκές παράπονο του κλήρου και του λαού, ότι δηλαδή μετά την Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου και τον ανεπανάληπτο Ιωάννη Καποδίστρια ουδείς Ελληνας πολιτικός, που να εκυβέρνησε δημοκρατικά την Ελλάδα, δεν διεκήρυξε μια φορά την αφοσίωσή του και την αμέριστη υποστήριξή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού. Τα μάτια όλων, είτε αυτοβούλως είτε υποκινούμενα στρέφονται στην περιουσία της Εκκλησίας, που ήταν κάποτε, αλλά τώρα δεν υπάρχει πλέον.
  Το αυταπόδεικτο γεγονός είναι ότι η Εκκλησία, άλλοτε εκουσίως και άλλοτε ακουσίως, άλλοτε νομίμως και άλλοτε παρανόμως από της πλευράς του κράτους, είναι ο κύριος συντελεστής της αποκαταστάσεως των ακτημόνων αγροτών, καλλιεργητών και κτηνοτρόφων - ποιμένων σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Παραλλήλως όμως, και παρά την επιδειχθείσα από τον «καίσαρα» κακή μεταχείριση, η Εκκλησία μας, από της ιδρύσεως του νέου ελληνικού κράτους και μέχρι σήμερα, είναι ο κύριος διαμορφωτής και συντηρητής της πνευματικής καλλιεργείας και της κοινωνικής ισορροπίας του ελληνικού λαού. Τα ήθη και τα έθιμα των Ελλήνων είναι ποτισμένα με το νέκταρ και την αμβροσία της ελληνορθοδόξου χριστιανικής παραδόσεως, και γι’ αυτό γεννούν και αναγεννούν διάρκεια και ευπρόσδεκτη μονιμότητα. «Επιλείψει με διηγούμενον ο χρόνος» τα των θυσιών, των αιμάτων και των μαρτυρίων των κληρικών και των λαϊκών χριστιανών κατά την δουλεία των τετρακοσίων χρόνων δουλείας.
  Την 21η του παρελθόντος Νοεμβρίου, ιερείς και ψάλτες, κατά το τυπικό της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου, εψάλανε για πρώτη φορά εφέτος τον δημοφιλή ύμνο «Χριστός γεννάται, δοξάσατε» εν όψει της εορτής των Χριστουγέννων. Την ίδια ημέρα άνοιξαν στις αγορές όλων των πόλεων της χώρας οι χριστουγεννιάτικες βιτρίνες των καταστημάτων. Χαρά Θεού, μέσα σε λίγες ημέρες, οι στολισμοί στις αγορές άνοιξαν τις καρδιές μας, ενώ η αγορά άρχισε να κινήται ελπιδοφόρα μέσα στην κρίση. Το αποκορύφωμα, υπό τα σημερινά δεδομένα, θα συνεχισθή μέχρι την Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνια. Η Εκκλησία συμβάλλει στην ανάκαμψη της οικονομίας με το εορτολόγιό της και ενισχύει το φρόνημα της ελπίδος. Ας σκεφθούμε στη συνέχεια την εόρτια κινητικότητα κατά τον μήνα Φεβρουάριο με την έναρξη του Τριωδίου και της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και το αποκορύφωμα κατά τις εορτές του Πάσχα. Το εορτολόγιο της Ορθοδοξίας δημιουργεί ατμόσφαιρα ανανεώσεως και αισιοδοξίας με ευεργετική επίδραση στις αγορές. Υπενθυμίζω ακόμη την μεγάλη εορτή της Παναγίας του Δεκαπενταυγούστου, που είναι οι μόνες ημέρες του χρόνου που αδειάζει από κατοίκους και αυτοκίνητα η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη. Η Εκκλησία δίνει ζωή στον εσωτερικό τουρισμό και στην ανάκαμψη της επαρχίας.
  Πέραν των ευεργετικών εορτίων ευκαιριών, η Εκκλησία μας, είναι ένας τεράστιος πνευματικός, κοινωνικός και οικονομικός οργανισμός, που εξασφαλίζει την πνευματική καλλιέργεια του λαού μας, και παρέχει δυνατότητες αμειβομένης εργασίας. Σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια λειτουργούν 9.027 ενορίες. Μερικές εξ αυτών λειτουργούν μόνον τους τρεις θερινούς μήνες, ενώ άλλες, σε ακριτικές περιοχές χωριών, παραμένουν κενές λόγω της αστυφιλίας. Τις πνευματικές ανάγκες των ενοριών καλύπτουν περίπου οι 8.500 εφημέριοι, οι οποίοι μισθοδοτούνται από το Δημόσιο με συμφωνία Κράτους και Εκκλησίας. Οι έγγαμοι ιερείς είναι η πρώτη τάξη Ελλήνων πολιτών στο ελπιδοφόρο φαινόμενο της πολυτεκνίας. Εάν υπολογίσωμε ένα μόνο ιεροψάλτη σε κάθε μία ενορία, τότε 8.000 ιεροψάλτες αμείβονται υπό μορφή φιλοδωρήματος και ενισχύουν κάπως τις ανάγκες των. Ολες οι ενορίες των πόλεων και των κωμοπόλεων έχουν ένα τουλάχιστον νεωκόρο, ασφαλισμένο στο ΙΚΑ, και παρομοίως οι μεγάλοι ναοί έχουν και μία ευπρεπίστρια. Αμφότεροι αμείβονται από τα έσοδα των ιερών ναών, που ενίοτε δεν επαρκούν να καλύψουν τις ανάγκες μισθοδοσίας και κοινοχρήστων.
  Στον κύκλο των εκκλησιαστικών επαγγελματικών προσοδοφόρων εργασιών και επαγγελμάτων ανήκουν οι κατασκευαστές των ιερών σκευών, οι βιοτεχνίες της κατασκευής κεριών, ξυλογλύπτων και ειδικών υφασμάτων για τους ναούς και τον ιερό κλήρο, οι αγιογραφίες φορητών εικόνων και επί κτιστών επιφανειών, οι πολυέλαιοι, οι καμπάνες, τα κεντήματα, και βεβαίως τα μεγάλα έργα ανεγέρσεως νέων ιερών ναών και επισκευών στους παλαιούς ναούς. Ενα μεγάλο κεφάλαιο παροχής υπηρεσιών, προστασίας και αγάπης για τους αδελφούς μας, από την Εκκλησία μας, είναι τα εκκλησιαστικά Ιδρύματα προνοίας, που εξασφαλίζουν πλήθος θέσεων εργασίας. Ολα τα Εκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα καταβάλλουν τις οφειλές τους στην εφορία.
  Ας κλείσωμε το παρόν κείμενο με την διατύπωση περί της Εκκλησίας του αποστόλου Παύλου· «Ο μεν Θεός πατήρ έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη Εκκλησία, ήτις εστί το σώμα αυτού, το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφεσ. α΄ 22), και με την ρήση του Ιω. του Χρυσοστόμου· «ο δε Θεός Υιός ενανθρωπήσας, Εκκλησίας σάρκα ανέλαβε, και σώμα εαυτού την Εκκλησίαν εποίησεν». Οποιος κρίνει αδίκως τα της Εκκλησίας, δεν έχει να κάμη με τους ανθρώπους της, αλλά και με τον Θεό!
πηγή:agioritikovima

"Θεολογική θεώρηση τοῦ χρόνου" Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Χίου,Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. Μάρκου


Στή χαρά τῶν ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων καί τοῦ νέου ἔτους, ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας ψηλαφεῖ τήν παρέμβαση τοῦ ἄχρονου Θεοῦ στήν δική μας μετρούμενη ροή καί διαδοχή τοῦ χρόνου, ἡ ὁποία εἶναι συνυφασμένη μέ τήν φθορά καί τήν ματαιότητα. Ὁ Χριστός ἔρχεται νά ἀνακαινίσει τήν διάσταση τοῦ χρόνου, ἐλευθερώνοντάς τήν ἀπό τήν περατότητα καί τήν φθοροποιό φορά. Μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου μας, ὁ χρόνος φθάνει στό «πλήρωμά» του, ἀποκτώντας μίαν ἐντελῶς νέα προοπτική. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, παύει νά ἀποτελεῖ πιά ἐμπόδιο, τό ὁποῖο ὁριοθετεῖ τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο ὡς πρός τόν Θεό. Ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ πραγματοποιεῖται ἐν χρόνῳ καί ὁ «ἀεί Ὤν» ἐνοικεῖ στό «νῦν»«Αἰώνια» ζωή δέν εἶναι, ὑπ’ αὐτήν τήν ἔννοια καί μέ συμβατικούς ὅρους, ἡ χρονικά ἀτελεύτητη, ἀλλά ἡ «πλήρωση» τοῦ μετρητοῦ χρόνου μέ τήν βίωσή του ὡς διαρκοῦς καί ἀδιάστατου παρόντος κοινωνίας μέ τόν Θεό.

Ὁ χρόνος, τόν ὁποῖο βιώνουμε, ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἔχει ἀρχή, δηλαδή αἰτιώδη ἔναρξη, καί δέν εἶναι «ἄναρχος». Ἐπίσης εἶναι πεπερασμένος καί ἔχει ὅρια, δέν εἶναι οὔτε ἄπειρος οὔτε αἰώνιος («οὐκ ἀΐδιος»). Ὁ χρόνος ξεκινᾶ μέ τή Δημιουργία καί πορεύεται μαζί μέ τόν ἄνθρωπο καί ὁλόκληρη τήν κτίση σέ ἕνα σκοπό, στή «συντέλεια τῶν αἰώνων», δηλαδή στήν ὁλοκλήρωσή τους στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ καινή κτίση, πού ἀποτελεῖ τήν προσμονή τῶν πιστῶν καί εἶναι ἑτοιμασμένη «ἀπό καταβολῆς κόσμου»(Ματθ. 25, 34), βρίσκεται ἤδη παροῦσα «ἐν μυστηρίῳ» στήν Ἐκκλησία. Δέν εἶναι σωστό νά τήν νιώθουμε ἀπομακρυσμένη σ’ ἔνα ἀπροσδιόριστο τέλος τοῦ κόσμου, γιατί ἔτσι ἡ πίστη μας καί ἡ προσδοκία της «ζωῆς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» ἀτονοῦν καί δέν νιώθουμε τήν πληρότητα τῶν λέξεων «Ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου».

Ὅσον ἀφορᾶ στήν φύση τοῦ χρό­νου, οἱ φω­τι­σμέ­νοι Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας προ­η­γή­θη­καν κατά αἰῶνες τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης, ὅταν δίδασκαν ὅτι ὁ χῶ­ρος καί ὁ χρό­νος εἶ­ναι ἄρ­ρη­κτα συμ­φυ­εῖς, συ­νι­στών­τας μίαν ἑνι­αία πρα­γμα­τι­κό­τητα. Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λειος ση­μει­ώ­νει ὅτι ὁ χρό­νος εἶ­ναι «τό συμ­πα­ρε­κτει­νό­με­νον τῇ συ­στά­σει τοῦ κό­σμου δι­ά­στημα» (Κατά Εὐ­νο­μίου, PG 29, στ. 560): Δέν θά μποροῦσε νά βρεῖ κανείς τελειότερη διατύπωση γιά τήν διαστολή τοῦ κοσμικοῦ χωροχρόνου, σύμφωνα μέ τίς πιστοποιήσεις τῆς σύγχρονης φυσικῆς.

Ἀντιστοίχως, ὁ ἐκκλησιαστικός χρόνος δέν βιώνεται ἐκτός τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου πού ζοῦμε. Ἡ Ἐκκλησία, στήν ἐπίγεια διάστασή της, ἀποδέχεται καί ἀγκαλιάζει τή ροή τοῦ χρόνου, παρά τή φθαρτότητα καί τή συμβατικότητα, οἱ ὁποῖες τήν συνοδεύουν. Ἔτσι ἀκολουθεῖ, στήν ἐτήσια κυκλική ὀργάνωση τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, τά χρονικά μέτρα, τά ὁποῖα ὁρίζονται μέ βάση τά ἀστρονομικά στοιχεῖα καί ἄλλες ἀνθρωποκεντρικές ἡμερολογιακές συμβάσεις. Ὅμως, ταυτοχρόνως ὑπερβαίνει αὐτή τήν κατάτμηση τοῦ χρόνου, ὅπως καί τήν διάκρισή του σέ παρελθόν, παρόν καί μέλλον. Στήν Ἐκκλησία μας οἱ ἡμέρες συναντοῦν τά ἱερά γεγονότα, καθιστώντας δυνατή τήν μέθεξη τοῦ ἀνθρώπου σέ αὐτά. Μέ αὐτό τόν τρόπο, τό παρελθόν γίνεται συγχρόνως ἑορταστικό, ἀλλά καί συμμετοχικό παρόν, γεγονός πού δηλώνεται μέ τήν διαρκή ὑμνολογική χρήση τοῦ ἐνεστωτικοῦ «Σήμερον» στίς λειτουργικές συναθροίσεις (ὅπως, «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει»,«Σήμερον ὁ Δεσπότης τέμνεται τήν σάρκα ὡς βρέφος, πληρῶν τόν Νόμον»«Σήμερον ὁ Δεσπότης σαρκί περιετμήθη, καί Ἰησοῦς ἐκλήθη»,«Σήμερον ὁ Δεσπότης τό βάπτισμα λαμβάνει»). Ὁ Θεός γίνεται σημεῖο ἀναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου σέ κάθε ὥρα, ἡμέρα καί ἑορτή, ὥστε κάθε στιγμή τοῦ χρόνου μας νά εἶναι γεμάτη μέ τό πλήρωμα τῆς ζωῆς καί ὁ χρόνος «τοῦ παρόντος βίου» νά γίνεται «ἐνιαυτός Κυρίου δεκτός».

Στήν Ἐκκλησία καί τήν Θεολογία μας ὁ χρόνος αὐτός δέν εἶναι κάτι τελείως διακριτό ἀπό ἐκεῖνον τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἀλλά περικλείει τήν προτύπωση καί τήν πρόγευσή του. Μέ τόν Χριστό ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει ἐντός τῆς ἱστορίας καί τό ἔσχατον προσφέρεται στό παρόν, μέ τήν προοπτική τῆς «αἰωνιότητος». Αὐτό φανερώνει καί ἡ δοξολογική ἀναφορά μέ τήν ὁποία ἀρχίζει κάθε Θεία Λειτουργία: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Τό χρονικό κορυφώνεται στό αἰώνιο ἤδη ἐδῶ καί τώρα, μέ τήν Ἐκκλησία μας νά γίνεται ὁ μαζί μέ ἐμᾶς καί «ὅλῳ τῷ κόσμῳ συμπαρεκτεινόμενος» Χριστός στόν χρόνο καί τήν ἱστορία. Ὁ χρόνος, πού ἔλαβε τήν ἀρχή ἀπό τόν Δημιουργό Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἁγιάζεται, καί βρίσκει τό τέλος καί τό πλήρωμά του στόν ἴδιο ὡς σαρκωθέντα Χριστό, τόν«Ἐμμανουήλ» «Θεόν μεθ’ ἡμῶν» καί «πάλιν ἐρχόμενον». Στό Πρόσωπό Του, ὁ «παλαιός τῶν ἡμερῶν» γίνεται «νέος τῶν ἐσχάτων χρόνων», καί ὁ προαιώνιος καί ὑπεράχρονος Θεός Λόγος, ἀπαρχή τῆς καινῆς κτίσεως.

Στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ χρονικές συναρτήσεις, τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον, χωρίς νά καταλύονται, συναιροῦνται σέ διαρκές παρόν τῆς σωτηρίας. Ἡ πίστη τοῦ παρελθόντος καί ἡ ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος συνδέονται καί βιώνονται μέ τήν ἀγάπη στό παρόν. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ὁ ἄχρονος χρόνος τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδας καί τῆς ἀγάπης ἐν Χριστῷ. Ἄν ὁ ἐπίγειος χρόνος γίνεται παλαιός, γερνᾶ καί φθείρει, ἡ βαθύτερη ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου μένει ἀνεπηρέαστη κατά τήν δυναμική ἀνταπόκρισης στήν σχέση του μέ τόν Θεό. Γιατί «ἄν ὁ ἐξωτερικός σ’ ἐμᾶς ἄνθρωπος φθείρεται, ὁ ἐσωτερικός ἀνανεώνεται ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα» (ἀλλ’ εἰ καί ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ' ὁ ἔσω ἡμῶν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ»), μᾶς διδάσκει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Κορ. Β΄, 4, 16). Μέ τήν ἐνσάρκωσή Του ὁ Κύριός μας καινοτομεῖ τόν χρόνο, γιά νά χορηγήσει «ζωήν τήν ἄχρονον τοῖς ἐν γῇ καί λῆξιν αἰώνιον καί δόξαν τήν ἀκήρατον».

Πηγή: www.imchiou.gr

Γιὰ μιά καλή χρονιά



Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος
 


Θά σοῦ πάει καλά ὅλη ἡ χρονιά, ὄχι ἄν μεθᾶς τήν πρώτη τοῦ μηνός, ἀλλά ἄν καί τήν πρώτη τοῦ μηνός καί κάθε μέρα κάνεις αὐτά πού ἀρέσουν στόν Θεό. Διότι ἡ ἡμέρα γίνεται κακή ἤ καλή ὄχι ἀπό τή δική της φύση, ἀφοῦ δέν διαφέρει ἡ μιά μέρα ἀπό τήν ἄλλη, ἀλλά ἀπό τή δική μας ἐπιμέλεια ἤ ραθυμία.

Ἄν κάνεις τήν ἀρετή, σοῦ ἔγινε καλή ἡ μέρα. Ἄν κάνεις τήν ἁμαρτία, ἔγινε κακή καί γεμάτη κόλαση. Ἄν ἐμβαθύνεις σ' αὐτά κι ἔχεις αὐτές τίς διαθέσεις, θά 'χεις καλή ὅλη τή χρονιά κάνοντας κάθε μέρα προσευχές, ἐλεημοσύνες. Ἄν ὅμως ἀμελεῖς τήν προσωπική σου ἀρετή κι ἐμπιστεύεσαι τήν εὐφροσύνη τῆς ψυχῆς σου στίς ἀρχές τῶν μηνῶν καί στούς ἀριθμούς τῶν ἡμερῶν, θά ἐρημωθεῖς ἀπ' ὅλα τά ἀγαθά σου.

Αὐτό, λοιπόν, ἐπειδή τό ἀντιλήφθηκε ὁ διάβολος κι ἐπειδή φροντίζει νά καταλύσει τούς κόπους μας γιά τήν ἀρετή καί νά σβήσει τήν προθυμία τῆς ψυχῆς, μᾶς ἔμαθε νά βάζουμε στίς μέρες τήν ἐτικέτα τῆς εὐτυχίας ἤ τῆς δυστυχίας. Ἕνας πού ἔπεισε τόν ἑαυτό του ὅτι ἡ ἡμέρα εἶναι κακή ἤ καλή, οὔτε στήν κακή θά φροντίσει γιά καλά ἔργα, διότι τάχα ἄδικα τά κάνει ὅλα καί χωρίς σέ τίποτα νά ὠφελήσει, ἐξαιτίας τῆς κακορρίζικης ἡμέρας· οὔτε στήν καλή πάλι θά τό κάνει αὐτό, διότι τάχα σέ τίποτα δέν τόν ἐμποδίζει ἡ προσωπική του ραθυμία, ἐξαιτίας τῆς καλορρίζικης ἡμέρας, κι ἔτσι καί ἀπό τίς δύο πλευρές θά προδώσει τή σωτηρία του. Κι ἄλλοτε μέν διότι δῆθεν ἀνώφελα κοπιάζει, ἄλλοτε διότι δῆθεν περιττά, θά ζήσει μέσα στήν ἀργία καί τήν πονηριά. Γνωρίζοντας, λοιπόν, αὐτό πρέπει νά ἀποφεύγουμε τίς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου καί νά βγάλουμε ἀπό τό νοῦ μας αὐτήν τήν ἰδέα καί νά μή προσέχουμε τίς μέρες οὔτε νά μισοῦμε τή μιά καί ν' ἀγαποῦμε τήν ἄλλη...

Ὁ χριστιανός δέν πρέπει νά γιορτάζει μόνο μῆνες οὔτε πρωτομηνιές οὔτε Κυριακές, ἀλλά σ' ὅλη του τή ζωή νά ἔχει τή γιορτή πού τοῦ πρέπει. Καί ποιά γιορτή τοῦ πρέπει; Ἄς ἀκούσουμε τόν Παῦλο πού λέει· «Ὥστε ἑορτάζωμεν μή ἐν ζύμῃ παλαιᾷ, μηδέ ἐν ζύμῃ κακίας καί πονηρίας, ἀλλ' ἐν ἀζύμοις εἰλικρινείας καί ἀληθείας» (Α΄ Κο 5,8).

Ὅταν λοιπόν ἔχεις καθαρή τή συνείδηση, ἔχεις πάντα γιορτή· τρέφεσαι μέ καλές ἐλπίδες καί ἐντρυφᾶς στήν προσδοκία τῶν μελλόντων ἀγαθῶν· ὅπως, ὅταν δέν ἔχεις παρρησία κι ἔχεις πέσει σέ πολλά ἁμαρτήματα, ἀκόμη κι ἄν εἶναι μύριες γιορτές καί πανηγύρια δέν θά 'σαι σέ καθόλου καλύτερη θέση ἀπό ἐκείνους πού πενθοῦν. Διότι, τί ὄφελος ἔχω ἐγώ ἀπό τή λαμπρή μέρα, ὅταν τήν ψυχή μου τή σκοτίζει ἡ συνείδηση;

Ἄν λοιπόν θέλεις νά 'χεις καί κάποιο κέρδος ἀπό τήν πρωτομηνιά, κάνε τό ἑξῆς. Ὅταν βλέπεις ὅτι συμπληρώθηκε ὁ χρόνος, εὐχαρίστησε τόν Κύριο, διότι σέ ἔβαλε σ' αὐτήν τήν περίοδο τῶν ἐτῶν. Δημιούργησε κατάνυξη στήν καρδιά σου, ξαναλογάριασε τόν χρόνο τῆς ζωῆς σου, πές στόν ἑαυτό σου: Οἱ μέρες τρέχουν καί περνοῦν, τά χρόνια συμπληρώνονται, πολύ μέρος τοῦ δρόμου προχωρήσαμε. Ἄραγε τί καλό κάναμε; Μήπως ἄραγε φύγουμε ἀπό δῶ ἄδειοι κι ἀπογυμνωμένοι ἀπό κάθε ἀρετή; Τό δικαστήριο εἶναι κοντά, ἡ ζωή μας τρέχει πρός τό γῆρας.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...