Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ ΑΥΤΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ
Τού Σεβ. Μητροπολίτου Ν. Ιωνίας και Φιλαδέλφειας κ.κ Κωνσταντίνου
Είναι γεγονός, ότι, λόγω της προόδου, την οποίαν έχει γνωρίσει ο μηχανο-τεχνικός πολιτισμός τού αιώνος μας, έχουν παραγνωρισθή και παραγκωνισθή πλείσται άλλαι αξίαι, και μάλιστα ο άνθρωπος, ο οποίος είναι η υπέρτατη των επιγείων αξιών και έχει, εν αντιθέσει προς παν άλλο επίγειο ον, υψηλόν και αιώνιον προορισμόν.
Επί της πίστεως ταύτης, περί τού ανθρώπου και της αξίας αυτού, έχει στηριχθή ολόκληρος ο Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός, πολλοί εκπρόσωποι τού οποίου αφιέρωσαν ολόκληρους περί τούτου πραγματείας. Μεταξύ των εκπροσώπων αυτών τού Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, οι οποίοι ησχολήθησαν με το περί ανθρώπου πρόβλημα, συμπεριλαμβάνεται και ο Μέγας της Εκκλησίας μας Πατήρ και Οικουμενικός Διδάσκαλος, ο Αγιος Βασίλειος, Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας (330 - 379 μ.Χ.), τον οποίον η Εκκλησία μας εορτάζει την 1ηνΙανουαρίου.
Ο Μέγας ούτος της Εκκλησίας μας Πατήρ αντιμετώπισε το περί τού ανθρώπου και της αξίας αυτού πρόβλημα, επί τη βάσει της περί αυτού διδασκαλίας της Αγίας Γραφής, η οποία απετέλει και αποτελεί και σήμερον, δια πάντας τους θρησκεύοντας, το ταμείον, εντός τού οποίου ευρίσκεται αποτεθησαυρισμένη πάσα η θεία σοφία και, συνεπώς, η αλήθεια, περί παντός πράγματος.
Συμφώνως προς την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής, ο άνθρωπος, η κορωνίς αυτή των έργων τού Θείου Δημιουργού, δεν ευρέθη εις τον κόσμον εική και ως έτυχεν, αλλά εδημιουργήθη υπό τού Θεού εκ τού μη όντος, ο οποίος και έταξεν εις αυτόν κάποιον προορισμόν, ανώτερον και αγιώτερον εκείνου, τον οποίον έχουν πάντα τα λοιπά δημιουργήματα. Δια να πραγματώση όμως τον προορισμόν του αυτόν ο άνθρωπος, παρίσταται ανάγκη να διάγη εν τω κόσμω τούτω με τρόπον όλως διάφορον εκείνου, με τον οποίον ζουν πάντα τα λοιπά όντα της Θείας Δημιουργίας.
Ποίος, λοιπόν, ο άνθρωπος, ποία η εν τω κόσμω θέσις αυτού, και ποίαι αι εκ της θέσεως αυτού απορρέουσαι υποχρεώσεις του;
Κατά την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής, ο άνθρωπος εν πρώτοις επλάσθη δια χειρός τού Θείου Δημιουργού και παρήχθη «εκ τού μη όντος εις το είναι»1. Ο Μ. Βασίλειος μάλιστα λέγει σχετικώς, ότι μόνον ο άνθρωπος, εν αντιθέσει προς όλα τα άλλα δημιουργήματα, επλάσθη δια των χειρών τού Θείου Δημιουργού˙ «και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπο, χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος-εις ψυχήν ζώσαν»2.
Δια την δημιουργίαν τού ανθρώπου, εν αντιθέσει πάλιν προς ό,τι εγένετο δια τα άλλα δημιουργήματα, ειργάσθη σύνολος η Θεότης. Ενώ δηλαδή πάντα τα δημιουργήματα παρήχθησαν δια μόνου τού δημιουργικού προστάγματος τού Θεού3, δια την δημιουργίαν τού ανθρώπου σύνολος η Θεότης συνεσκέφθη και τρόπον τινά απεφάσισε˙ «ποιήσωμεν άνθρωπον»4.
Το έργον τούτο, η δημιουργία δηλαδή τού ανθρώπου, εγένετο όταν πλέον είχε συντελεσθή πάσα η άλλη δημιουργία, διότι ο άνθρωπος, ως κορωνίς της δημιουργίας και κατακλείς αυτής, έπρεπε να εύρη τα πάντα έτοιμα, δια να διακονηθή υπ' αυτών εις τον βίον του, εφ’ όσον ήτο κύριος και εξουσιαστής αυτών.
Κατά τον Μ. Βασίλειον ο άνθρωπος επλάσθη «σύνθετος, εκ ψυχής και σώματος»5. Εκ των δύο τούτων συστατικών, εκ των οποίων αποτελείται ο άνθρωπος, πρώτον, κατά την Αγίαν Γραφήν, εδημιουργήθη το σώμα εκ τού χοός, κατόπιν δε η ψυχή, δια τού θείου εμφυσήματος. Η ψυχή είναι ουρανία, το θείον εμφύσημα τού Δημιουργού Θεού προς το πρόσωπον τού ανθρώπου, ενώ το σώμα είναι χώμα εκ της γης6, το οποίον προϋπήρχε της δημιουργίας τού ανθρώπου, παραχθέν και τούτο εις το είναι δια τού θείου προστάγματος.
Τα δύο αυτά συστατικά συνανέμιξεν η Θεία Σοφία και εδημιούργησε τον άνθρωπον, ο οποίος, ως εκ της φύσεώς του, ευρίσκεται μεταξύ ουρανού και γης και αποτελεί μίαν άλλην δημιουργιαν, «κόσμον έτερον», προικισμένο με ουράνια χαρίσματα. Αυτό το πλάσμα, ο άνθρωπος, συνενώνει εν εαυτώ δύο αντιθέτους κόσμους, τον υλικόν και τον πνευματικόν, τον χοϊκόν και τον θείον, τον γήϊνον και τον ουράνιον, εκ των οποίων εκάτερος κόσμος ζητεί τα εαυτού, ώστε η μεν ύλη, το χώμα, να έλκη και κατευθύνη προς τα άνω, προς τα θεία και επουράνια.
Ούτως, εξ αυτής της υφής της φύσεως τού ανθρώπου, διεξάγεται εντός της υπάρξεως αυτού αδιάκοπος αγών και πάλη αέναος, εφ’ όσον η μεν ύλη πιέζει προς τα κάτω, η δε ψυχή φέρει, αντιθέτως, προς τα άνω το διφυές αυτό ον, το οποίον όμως δέον να τείνη συνεχώς προς τα άνω, εκεί όπου ευρίσκεται ο θείος Δημιουργός του, ο οποίος επροίκισε τον άνθρωπον ακριβώς δι' αυτήν την αιτίαν με την ορθίαν στάσιν τού σώματος του. Λέγει σχετικώς ο Μέγας Βασίλειος· «όρθιον έπλασε μόνο των ζώων τον άνθρωπον, ίνα εξ αυτού τού σχήματος είδης, ότι εκ της άνωθεν συγγενείας έστιν η ζωή σου˙ τα μεν γαρ τετράποδα πάντα προς την γην βλέπει και προς την γαστέρα νένευκεν ανθρώπω δε έτοιμη προς ουρανόν η ανάβλεψις, ώστε μη σχολάζειν γαστρί, μηδέ τοις υπό γαστέρα πάθεσιν, αλλ' όλην έχειν την ορμήν προς την άνω πορείαν»7.
Εκ των σημειωθέντων εμφαίνεται όλως ιδιαιτέρα τιμή και η εύνοια, την οποίαν ο θείος Δημιουργός έτρεφε προς το πλάσμα του τούτο, τον άνθρωπον, και η οποία, εν αντιθέσει πάντοτε προς πάντα τα λοιπά δημιουργήματα αυτού, εξαίρεται ακόμη περισσότερον, εάν ληφθή υπ' όψει, ότι ο Θεός έπλασε το έργον τούτο «κατ' εικόνα και καθ' όμοίωσιν»8 αυτού τού ιδίου τού εαυτού του. Ο Θεός δηλαδή επροίκισε τον άνθρωπον με δύο ιδιότητας, αι οποίαι μαρτυρούν εξοφθάλμως την τιμήν και την ευνοιάν του προς αυτόν. Βεβαίως η «κατ' εικόνα» Θεού δημιουργία τού ανθρώπου, δεν σημαίνει, ότι ο Θεός έχει την μορφήν τού πλάσματός του, αφού ο ίδιος είναι άϋλος· «Πνεύμα ο Θεός»9, λέγει σχετικώς ο θείος Ευαγγελιστής, Κατά τον Μέγαν Βασίλειον η ιδιότης αυτή, το «κατ' εικόνα», σημαίνει την, κατά το πρότυπον τού Θεού, όστις είναι κυρίαρχος πάντων, κυριαρχίαν τού ανθρώπου επί πάντων των λοιπών δημιουργημάτων, έμψυχων και άψυχων, καθώς και την ανωτερότητα τούτου «υπέρ ουρανόν, υπέρ ήλιον, υπέρ τας των αστέρων χορείας»10, τα οποία είναι καθ' ολοκληρίαν υλικά, εν αντιθέσει προς τον δισύνθετον άνθρωπον. Τούτο άλλωστε εξάγεται και εκ της περί τού ανθρώπου διηγήσεως της Αγίας Γραφής, καθ' ην «και είπεν ο Θεός· ποιήσωμεν άνθρωπον.., και αρχέτωσαν...»11.
Επίσης η ιδιότης αύτη δηλοί ακόμη, ότι, κατά το πρότυπον πάλιν του θείου Δημιουργού, ο άνθρωπος οφείλει να είναι φιλάνθρωπος και φιλεύσπλαγχνος, διότι, κατά τον Μέγαν Βασίλειον, «ουδέν ούτως ίδιον της φύσεως ημών, ως το κοινωνείν αλλήλοις, και χρήζειν αλλήλων και αγαπάν το ομόφυλον»12. Επί πλέον η ιδιότης του «κατ' εικόνα» μαρτυρεί ότι ο άνθρωπος επλαστουργήθη λογικός και αυτεξούσιος όπως είναι και ο πλαστουργήσας αυτόν Θεός.
Το «κατ' εικόνα» είναι μόνιμος ιδιότης του ανθρώπου, δοθείσα εις αυτόν ευθύς με την δημιουργίαν του. Ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν η ιδιότης αυτή να αλλοιωθή ή μεταβληθή, εφ’ όσον βασίζεται επί του θείου προτύπου, το οποίον είναι λογικόν, αυτεξούσιον, φιλεύσπλαγχνον και δίκαιον.
Ενώ η ιδιότης του «κατ' εικόνα» του ανθρώπου είναι μόνιμος και αμετάβλητος, η ετέρα εξ αυτών, το «καθ' ομοίωσιν», παρ' ότι εδόθη και αυτή άμα τη δημιουργία εις τον άνθρωπον, δεν είναι μόνιμος και αμετάβλητος, ως η πρώτη. Αυτήν την ιδιότητα πρέπει ο ίδιος ο κάτοχος της να την διαπτύξη και μονιμοποίηση. Πρέπει δηλαδή ο άνθρωπος να προσπαθήση, να εργασθή και να κοπιάση, δια να τηρήση εις τον βίον του τας θείας εντολάς, ώστε να κατορθώση να γίνη όμοιος με τον Πλάστην του13.
Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπον κατά τι υποδεέστερον των Αγγέλων «ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ' αγγέλους»14, λέγει ο Ιερός Ψαλμωδός. Το «βραχύ τι» τούτο, κατά το οποίον ο άνθρωπος διαφέρει των Αγγέλων, είναι το χοϊκόν σώμα του, το οποίον όμως δύναται να καταστήση, δια της αρετής, αθάνατον, και να γίνη και εις τούτο όμοιος προς τον Πλάστην του15.
Αλλά η εύνοια του Θεού προς τον άνθρωπον φαίνεται και εξ άλλων στοιχείων, τα οποία χαρακτηρίζουν αυτόν μόνον εν τω κόσμω. Ταύτα είναι: α) ο λόγος, τον οποίον ουδέν έτερον πλάσμα έχει, β) η αγάπη προς τον Θεόν, η οποία είναι έμφυτος εις τον άνθρωπον, μη διδασκόμενη και μη επιβαλλομένη έξωθεν προς αυτόν, γ) ο νους, με τον οποίον δύναται να «περινοή» τον Θεόν και ανάγεται εκ των δρωμενών εις τον Πλάστην του. Ακόμη ολόκληρος η άλλη δημιουργία, η οποία προηγήθη της του ανθρώπου, είχε σκοπόν να υπηρέτηση τον βασιλέα αυτόν της κτίσεως και παράσχη εις αυτόν βοήθειαν και άνεσιν εις τας ανάγκας του16.
Αυτός ο τόσον τιμηθείς και ευνοηθείς υπό του Θεού άνθρωπος, είχεν όλην την δυνατότητα, εργαζόμενος δια των αρετών το «καθ' ομοίωσιν», να ζη ως άγγελος επί της γης ενισχυόμενος εις τούτο υπό της χάριτος του Θεού17. Όμως, ελεύθερος ων, αντί να εκλέξη το αγαθόν τούτο, δια της ελευθέρας και αβίαστου αυτού βουλήσεως, εξέλεξε το όλως αντίθετον τούτου, το κακόν, γεγονός, το οποίον ωδήγησεν αυτόν εις πτώσιν εις την αμαρτίαν18. Ο άνθρωπος δηλαδή, επίστευσεν ανοήτως προς στιγμήν, ότι η υπεροχή του έναντι των άλλων δημιουργημάτων, δεν ωφείλετο εις την θείαν προς αυτόν εύνοιαν, αλλά εις ιδικάς του δυνάμεις, και ότι, ως εκ τούτου, ηδύνατο και αυτός να καταστή Θεός. Τούτο όμως ακριβώς απετέλει ύβριν κατά του θείου Δημιουργού, τού οποίου τας εντολάς παρέβη και ηθέτησε, και ούτω κατέστη ο ίδιος αίτιος της πτώσεως του και των δεινών, τα οποία επηκολούθησαν ταύτην19.
Τα μετά την πτώσιν του ανθρώπου επακολουθήσαντα δεινά, δεν περιωρίσθησαν εις μόνον τον παραβάντα τας θείας εντολάς γενάρχην των ανθρώπων, αλλά μετεδόθησαν και εις σύμπαν το ανθρώπινον γένος, το οποίον προήλθεν εκ του παραβάτου τούτου γενάρχου. Και είναι τα δεινά αυτά φρικτά και αλλεπάλληλα˙οι γενάρχαι των ανθρώπων εκδιώκονται ήδη, μετά την αμαρτίαν, εκ του παραδείσου της τρυφής και καθίστανται πλέον θνητοί˙ «όσον γαρ αφίστατο της ζωής (δηλ. τού Θεού) ο άνθρωπος, τοσούτον προσήγγιζε τω θανάτω˙ ζωή γαρ ο Θεός, στέρησις δε της ζωής θάνατος»20, λέγει ενδεικτικώς ο Μ. Βασίλειος.
Η ιδιότης της «κατ' εικόνα» Θεού υποστάσεως τού ανθρώπου αμβλύνεται και φθείρεται, και ο άνθρωπος μεταβάλλεται, επί μάλλον και μάλλον, εις χοϊκόν, γεγονός το οποίον παρωθεί τούτον προς το κακόν και την διαφθοράν. Το «καθ' ομοίωσιν» επίσης αποβάλλεται και δυσχεραίνεται, γεγονός το οποίον, και τούτο, καθιστά δυσκολοτέραν την μετά τού θείου επαφήν και επικοινωνίαν21.
Η αμαρτία αφού απεμάκρυνε τον άνθρωπον από τον Θεόν, τον οποίον δεν ετόλμα πλέον να αντικρύση, κατέστησε και δεινήν την θέσιν του εντός τού κόσμου και απεξενώσεν αυτόν εκ της κυριαρχίας του επί της φύσεως· «έως μεν γαρ είχεν την προς τον Θεόν παρρησίαν, λέγει ο Μ. Βασίλειος, φοβερός και τοις θηρίοις ην επειδή δε προσέκρουσε, και τους έσχατους των συνδούλων εδεδοίκει λοιπόν»22.
Αλλά η αμαρτία επέφερε και έτερον δεινόν διέκοψε την επαφήν πλάσματος και Πλαστού. Ο άνθρωπος, αμαρτήσας, δεν ήτο πλέον εις θέσιν να αντιλαμβάνεται τα θεία και ουράνια, και, συν τω χρόνω προϊόντι, ελησμόνησεν αυτόν τον Δημιουργόν του και ελάτρευσε την κτίσιν παρά τον Κτίσαντα, εκείνα δηλ. τα οποία «εποίησαν οι δάκτυλοι αυτού»23. Εκ της αρχαίας δόξης και της εξόχου τιμής και ευνοίας, δια της οποίας περιεβάλλετο ο προ της αμαρτίας άνθρωπος, ήδη περέμενεν εν αυτώ μόνον το «κατ' εικόνα», και τούτο υποβαθμισμένον και εσπιλωμένον εκ της αμαρτίας, και ακόμη ο πόθος και ο στεναγμός δια την λύτρωσιν και την εκ των δεινών άνεσιν.
Όμως εις το κατάντημα αυτό, εις το οποίον, λόγω της απερισκεψίας του έφθασεν ο άνθρωπος, δεν εγκατελείφθη αβοήθητος υπό τού Δημιουργού του. Ο φιλάγαθος και παντελεήμων Θεός περιέβαλλε πάντοτε με την ιδίαν αγάπην το πλάσμα των χειρών του˙ «ου γαρ αφέθημεν - λέγει ο Μ. Βασίλειος - υπό της αγαθότητος τού Δεσπότου, ουδέ ανεκόψαμεν αυτού την εις ημάς αγάπην, αναισθησία των τιμών τον Ευεργέτην παρυβρίσαντες»24, και «ότε ήλθε το πλήρωμα τού χρόνου»25, όταν η εξαχρείωσις τού ανθρώπου είχε φθάσει πλέον εις το αποκορύφωμά της, τότε εύρεν Εκείνος, ο θείος Δημιουργός, τον τρόπον και το μέσον της λυτρώσεως τού πλάσματος του.
Δεικνύων, δια μίαν ακόμη φοράν την αγάπην του και την εύνοιάν του προς το πλάσμα του, κενώνει εαυτόν και προσλαμβάνει σχήμα και μορφήν ανθρώπου, και έρχεται εις την γην Εκείνος δια να ανυψώση εις τον ουρανόν τον πεσόντα εις την αμαρτίαν άνθρωπον «δια τούτο η μετά σαρκός επιδημία Χριστού, λέγει πάλιν ο Μ. Βασίλειος, αι των ευαγγελικών πολιτευμάτων υποτυπώσεις, τα πάθη, ο σταυρός, η ταφή, η ανάστασις, ώστε τον σωζόμενον δια μιμήσεως Χριστού την αρχαίαν εκείνην υιοθεσίαν απολαβείν»26. Δια να βοηθήση, λοιπόν, το περιπεσόν εις την αμαρτίαν πλάσμα να επανεύρη τον δρόμον της ανόδου του εις τον ουρανόν και της επιστροφής πλησίον τού Πλαστού του, γίνεται άνθρωπος ο Υιός και Λόγος τού Θεού, ώστε, μιμούμενος αυτόν ο αμαρτήσας άνθρωπος, δυνηθή να συνενώση τα διεστώτα27. Ο Υιός και Λόγος τού Θεού υφίσταται, χάριν τού ανθρώπου, και μίαν άλλην θυσίαν δεν γίνεται μόνον άνθρωπος ο ίδιος, αλλά καταδέχεται, Εκείνος, ο αναμάρτητος, να αναδεχθή επί των ώμων του την αμαρτίαν σύμπαντος τού ανθρωπίνου γένους και, ως αμαρτωλός ο ίδιος, να θυσιασθή επί τού σταυρού, προσφέρων εαυτόν θυσίαν «καθαιρετικήν των σωματικών παθών και διεγερτικήν των της ψυχής ιδιωμάτων»28.
Με την σταυρικήν θυσίαν τού Κυρίου «τα αρχαία παρήλθε»29, και ο πιστεύων την θυσίαν αυτήν τού Σωτήρος Χριστού ως απολυτρωτικήν θυσίαν υπέρ τού ανθρώπου, δύναται πλέον να επανέλθη εις την αρχαίαν πατρίδα, αφού βεβαίως εργάζεται και εις το στάδιον της αρετής, σμιλεύων το «καθ' ομοίωσιν».
Αλλά, ενώ αύτη είναι η θέσις τού Θεού έναντι τού ανθρώπου, έπεται, ότι και ο άνθρωπος έχει υποχρεώσεις και καθήκοντα, τόσον έναντι τού Δημιουργού και Ευεργέτου αυτού Θεού, όσον και έναντι των ομοίων του πλασμάτων, των συνανθρώπων του. Ποία είναι ταύτα;
α) Ο άνθρωπος επλάσθη υπό τού Θεού, κατά τρόπον όλως εξαίρετον, πεσών δε εις την αμαρτίαν δεν εγκατελείφθη αβοήθητος, αλλά «ανεπλάσθη» υπό τού Πλαστού του. Τούτο δημιουργεί εις αυτόν την υποχρέωσιν να ενθυμήται την ευγένειαν της καταγωγής του, αφού επλάσθη «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» Θεού, και το καθήκον τού να διώκη, πάση δυνάμει, τα άνω30. «Ως διεσχηματίσθης ούτω διάθου σεαυτού τον βίον, το πολίτευμα έχε εν ουρανοίς, αληθινή σου πατρίς η άνω Ιερουσαλήμ, πολίται και συμφυλέται οι πρωτότοκοι, οι απογεγραμμένοι εν ουρανοίς», λέγει χαρακτηριστικώς ο Μ. Βασίλειος31. Πάσα αντίθετος προς ταύτα τάσις και σκέψις και ενέργεια, μειώνει και υποβιβάζει τον τόσον ευνοηθέντα υπό τού Θεού άνθρωπον, ο οποίος δεν πρέπει ποτέ να λησμονή ότι «ου ο Χριστός έστιν, υπέρ τα γήϊνα είναι τη διανοία»32.
Επί πλέον ο άνθρωπος δεν πρέπει να λησμονή, ότι η παρούσα ζωή είναι μόνον το στάδιον των αγώνων, των υπό τού Χριστού σεσωσμενών, εν τω οποίω οφείλει να αγωνισθή, δια την ηθικήν του τελείωσιν. Άνευ τού αγώνος τούτου ουδείς δύναται να ανέλθη εις τα ουράνια σκηνώματα της δόξης τού Κυρίου, ο αγών δε αυτός είναι ο καταξιών την επίγειον ζωήν τού ανθρώπου33.
β) Εάν ο άνθρωπος, μετά την υπέρ αυτού θυσίαν τού Υιού και Λόγου τού Θεού, εμμείνη εις την αμαρτίαν, έπεται, κατά φυσική συνέπειαν, ότι χάνει το «καθ' ομοίωσιν», διότι αρνείται να εργασθή δια τούτο. Τούτου όμως συμβαίνοντος μοιραίως πάλιν χάνει την ευγένειαν τού είδους του και μεταπίπτει εις την τάξιν των άλογων ζώων «σύνες σεαυτού της τιμής, λέγει ο Μ. Βασίλειος, ίνα μη παρεικασθής τοίς ανοήτοις κτήνεσι»34. Όταν το τόσον ευνοηθέν και τιμηθέν υπό τού Θεού δημιούργημα τούτο μεταπίπτη εθελουσίως, λόγω της συμπεριφοράς του, εις την τάξιν των άλογων ζώων πως δύναται να ισχυρισθή, ότι έχει πλασθή «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» τού Πλαστού του;
γ) Ο άνθρωπος έχει καθήκον να αγαπά τον συνάνθρωπόν του. Το καθήκον τούτο απορρέει εκ τού ότι πάντες οι άνθρωποι επλάσθησαν υπό τού ενός και μόνον Δημιουργού, άρα είναι αδελφοί μεταξύ των και τέκνα τού ενός και αυτού πατρός, τού θείου Δημιουργού, όστις έπλασε πάντας εκ τού αυτού πηλού και επροίκισε πάντας μετά τού αυτού θείου εμφυσήματος. Επομενώς όταν πάσχη εν μέλος, δεν συμπάσχουν και πάντα τα λοιπά μέλη τού ιδίου σώματος; Σώμα εν είναι ολόκληρον το άνθρώπινον γένος, το οποίον, αρχικώς, ελάτρευε τον ίδιον Θεόν, κατήγετο εκ των αυτών πατέρων, είχε τα αυτά ήθη και έθιμα, και ελάλει την ιδίαν γλώσσαν, ακριβώς «Ίνα τας βουλάς των καρδιών αλλήλοις αποκαλύπτωμεν»35, δια να συνεννοούνται δηλαδή ευχερώς μεταξύ των και αλληλοβοηθώνται οι άνθρωποι.
Με την υπέρ τού ανθρώπου σταυρικήν θυσίαν του Κυρίου πάντες οι άνθρωποι κατέστημεν εν νέον είδος, («εν σώμα εν Χριστώ λαός περιούσιος, έθνος άγιον, εις λαός πάντες οι εις Χριστόν ηλπικότες»36), απεξενωμένον εκ της αμαρτίας και τρεφόμενον δια τού τιμίου αίματος Εκείνου, όστις έσωσεν ημάς εκ της αμαρτίας.
Τας σχέσεις του, λοιπόν, έκαστος, έναντι των αδελφών συνανθρώπων του, δέον να ρυθμίζη συμφώνως προς την διδασκαλίαν τού Χριστού, μάλιστα αν λάβη τις υπ' όψει ότι, πας άνθρωπος, ασχέτως της εν τω κόσμω κοινωνικής και οικονομικής αυτού καταστάσεως, επλάσθη «κατ' εικόνα» Θεού. Επί πλέον τούτου, αφού οι πάντες επλάσθησαν υπό τού αυτού Δημιουργού, έπεται ότι είμεθα «πάντες αδελφοί, πάντες ενός πατρός έκγονοι»37, και άρα το να αποστρέφεται τις τους αδελφούς του τούτους, ως «άγος και μίασμα» είναι μισητόν παρά τού Θεού38. Καθήκον παντός είναι να συντρέχη τους αδελφούς εις τας χρείας αυτών και περιθάλπη «το συγγενές σώμα»39.
Την έμπρακτον προς τον άνθρωπον αγάπην υπέδειξε και εδίδαξεν αυτός ο Θεός, όστις, δια την αιτίαν αυτήν, «εκενώσεν εαυτόν, μορφήν δούλου λαβών»40, και εθυσιάσθη επί τού σταυρού, ίνα ανυψώση το πλάσμα του εις τους ουρανούς41. Εάν λοιπόν θέλωμεν να λεγώμεθα Χριστιανοί και οπαδοί Εκείνου, ο οποίος εθυσιάσθη υπέρ ημών, πως δυνάμεθα να αθετώμεν τας εντολάς του, μάλιστα όταν ο ίδιος λέγη, ότι «εμοί μαθηταί εστέ εάν αγάπην έχητε εν άλλήλοις»42, και ότι «ει αγαπάτε με τας εντολάς μου τηρήσατε»43, και ακόμη όταν ο ίδιος λέγη ότι εν τη προς τον Θεόν και τον άνθρωπον αγάπη «όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται»44;
Καθήκον λοιπόν έχει πας Χριστιανός να μιμήται την προς τον άνθρωπον αγάπην τού αρχηγού και θεμελιωτού της πίστεως, τού Κυρίου Ιησού Χριστού. Ο τρόπος με τον οποίον θα εκφράζεται η τοιαύτη αγάπη, δεν έχει καμμίαν σημασίαν. Ό,τι χαρακτηρίζει την φιλάνθρωπον εκδήλωσιν τού Χριστιανού, είναι η διάθεσις της ψυχής αυτού και όχι ο τρόπος με τον οποίον θα εκδήλωση αυτήν.
Ο Κύριος, με όσα λέγει εις την παραβολήν της Κρίσεως45, αφίνει να εννοηθή ότι κριτήριον δια την κληρονομίαν της βασιλείας των ουρανών θα είναι η προς τον άνθρωπον εκδηλουμένη παντοιοτρόπως αγάπη ενώ φαίνεται σαφώς, ότι θέτει εις ήσσονα μοίραν πάντα τα λοιπά παραπτώματα των ανθρώπων.
Ο άνθρωπος ο κατ' εικόνα Θεού πλασθείς, προωρίσθη να ζη αιωνίως. Το τίμιον τούτο κτίσμα τού θείου Δημιουργού εκοσμήθη δι' αρετών και χαρίτων, τας οποίας οφείλει εν συνεχεία να διαπτύξη δια να επιτύχη το «καθ' ομοίωσιν», να γίνη δηλαδή όμοιος προς τον Πλάστην του.
Δια να βοηθήση εις τούτο, την θέωσίν του, τον άνθρωπον ο Θεός, εκενώσεν εαυτόν και εθυσιάσθη επί του σταυρού. Εις τον άνθρωπον όμως απόκειται να οικειωθή την υπέρ αυτού θυσίαν τού Θεού, δια να δυνηθή να ζήση αιωνίως πλησίον τού Δημιουργού του, έργον το οποίον θα επιτύχη δια τού σεβασμού της ιδίας αυτού προσωπικότητος, αλλά και της του αδελφού αυτού πλησίον.
Σήμερον βεβαίως, παρά την ευμάρειαν και τον πλούτον και την διατυμπανιζομένην υπό πάντων ελευθερίαν τού ατόμου, η ανθρωπινή προσωπικότης έχει καταρρακωθή και έχει απωλέσει την αξίαν και τον προορισμόν της, ως ακριβώς συνέβαινε και κατά τους χρόνους, κατά τους οποίους έζη ο Μέγας της Εκκλησίας Πατήρ, ο Αγιος Βασίλειος, ο οποίος, δια να υποβοήθηση τον άνθρωπον εις πνευματικήν ανύψωσιν, ανέπτυξε δια των συγγραφών του την περί αυτού διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής. Ας ευχηθώμεν όπως το κήρυγμα του μεγάλου τούτου Πατρός της Εκκλησίας μας και Οικουμενικού Διδασκάλου δια την ηθικήν ανύψωσιν τού ανθρώπου, το οποίον κατά τας ημέρας του συνετέλεσεν εις το να αποδοθή εις το τίμιον τούτο κτίσμα η προσήκουσα τιμή και αξία, συντέλεση και πάλιν σήμερον να επανεύρωμεν πάντες τον δρόμον μας και αντιληφθώμεν τον προορισμόν μας, εκείνον τον οποίον ο Θεός έταξεν εις τον άνθρωπον, ώστε, ευχαίς και ικεσίαις αυτού, να υψωθώμεν εις τους ουρανούς και ζήσωμεν αιωνίως πλησίον τού Δημιουργού μας Θεού.
1. Πρβλ. Γεν. 1,1.
2. Γεν. 2, 7. Πρβλ. Μεγ. Βασιλείου, εις το «Πρόσεχε σεαυτώ» 6. Ελλ. Πατρ. MIGNE 31.212.
3. Πρβλ. Γεν 1, 3 «και είπεν ο Θεός γεννηθήτω φως· και εγένετο», ομοίως Γεν. 1,6 και «είπεν ο Θεός γεννηθήτω στερέωμα...». Η προσταγή αύτη επαναλαμβάνεται και εις πάσας τας λοιπάς δημιουργικάς εκδηλώσεις τού Θεού.
4. Γεν. 1,26.
5. Ελλ. Πατρ. MIGNE 30,140, πρβλ. και Γεν. 2,7. 6. Πρβλ. Γεν. 2,7.
7. Μεγ. Βασιλείου εις το «πρόσεχε σεαυτώ» 6, Ελλ, Πατρ. ΜIGΝΕ31,216.
8. Πρβλ. Γεν. 1,26.
9. Πρβλ. Ιωάν. 4,24.
10. Μεγ. Βασ. Ομιλ. εις Ψαλμ. 48, Ελλ. Πατρ, MIGNE 29,449.
11. Βλ. Γεν 1,26.
12. Μεγ. Βασ. «όροι κατά πλάτος» 3, Ελλ. Πατρ. MIGNE 31,917.
13. Πρβλ. Μεγ. Βασ. ομιλ. εις ψαλμ. 48, Ελλ. Πατρ. MIGNE 49, 449, επίσης «περί κατασκευής τού ανθρώπου» 2, Ελλ. Πατρ. MIGNE 30,29.
14. Ψαλμ. 8,5.
15. Πρβλ. Μεγ. Βασ. ομιλ. εις ψαλμ. 48, Ελλ. Πατρ. MIGNE 29.449 έ.
16. Μεγ. Βασ. «όροι κατά πλάτος» 2, Ελλ. Πατρ. MIGNE 31, 908, ομιλ. 1η εις Εξαήμ. Ελλ. Πατρ. MIGNE 29,16.
17. Πρβλ. Μ. Βασ. «ουκ εστίν αίτιος των κακών ο Θεός», Ελλ. Πατρ. MIGNE 31,344 και 525.
18. Μ. Βασ. «όροι κατά πλάτος», Ελλ. Πατρ. MIGNE 31,332.
19. Βλ. Μ. Βασ. Ασκ. Διατ. 4, 1 Ελλ. Πατρ. MIGNE 31.1348 και 54.593.
20. «Ουκ εστίν αίτιος των κακών ο Θεός», Ελλ. Πατρ. MIGNE 31,345.
21. Πρβλ. Μ. Βασ. Λόγ. Ασκ., Ελλ. Πατρ. MIGNE 31,869.
22. Ομιλ. εις Γεν. 9, Ελλ. Πατρ. MIGNE 53,79.
23. Μ. Βασ. Ασκ. Διατ. 18,2, Ελλ. Πατρ. MIGNE 31.1384.
24. «Όροι κατά πλάτος», Ελλ. Πατρ. MIGNE 31, 913.
24. Γαλ.4,4.
25. Περί Αγ. Πνεύματος, 15,35, MIGNE 32,128.
27. Πρβλ. Μ. Βασ. Ομ. εις Ψαλμ. 61, MIGNE 29, 473.
28. Μ. Βασ. Επιστ. 260, MIGNE 32,964. 29.Β' Κορ.5.17.
30. Πρβλ. Μ. Βασ. Περί ταπεινοφρ. 3, MIGNE 31, 529.
31. Εις Εξαήμ. 9, MIGNE 29,192.
32. Μ. Βασ. εις Εξαήμ. 9, MIGNE 29,192.
33. Πρβλ. Μ. Βασ. Επιστ. 189. MIGNE 32.684.
34. Εις Ψαλμ. 48, MIGNE 29,452.
35. Μ. Βασ. εις το «πρόσεχε σεαυτώ» MIGNE 31, 197.
36. Μ. Βασ. Επιστ. 161, MIGNE 32,629.
37. Μ. Βασ. περί ελεημ. MIGNE 32,1160.
38. Πρβλ. Μ. Βασ. ομ. 21. MIGNE 31,553 έ.
39. Μ. Βασ. περί ελεημ. MIGNE 32,1161.
40. Φιλιπ. 2,7.
41. Πρβλ. Μ. Βασ. Όροι κατά πλάτος 2, MIGNE 31, 913.
42.Ιωάν.13,35. 43.Ιωάν.14,15.
44. Ματθ. 22, 40, πρβλ. και Μ. Βασ. Όροι κατά πλάτος, MIGNE 31,917.
45. Ματθ. 25,34 έ.
ΕΚ ΤΟΥ ΠΕΡΙΣΣΟΥ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΕΝΟΡΙΑΚΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ Ι.Ν. ΑΓ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ν. ΙΩΝΙΑΣ
Έτος 4ον, Τεύχος 20ον · ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2002