Ἀφοῦ μιλήσαμε τήν προηγούμενη φορά γιά τήν περιτομή τοῦ Κυρίου
καί βγάλαμε τά ἀπαραίτητα διδάγματα, ἐρχόμαστε τώρα νά πᾶμε στό
ἑπόμενο θέμα, σέ μιά ἄλλη Δεσποτική ἑορτή, τήν Ὑπαπαντή τοῦ
Χριστοῦ. Ὑπαπαντή σημαίνει ὑποδοχή. Ὁ Συμεών ὑποδέχθηκε τόν
Χριστό καί τόν πῆρε στήν ἀγκαλιά του, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια.
Εἶναι μία σπουδαία ἑορτή μέ πλούσιο περιεχόμενο καί μεγάλη
ἱστορία καί προϊστορία.
Ἡ βάση της φτάνει στά χρόνια τοῦ Μωϋσῆ καί τῶν Φαραώ
τῆς Αἰγύπτου. Οἱ Ἑβραῖοι κακοπερνοῦν, δουλεύουν σκληρά
γιά τούς Αἰγυπτίους, ὑποφέρουν, ὑφίστανται τά πάνδεινα, γιά
νά μή σηκώνουν κεφάλι. Ἀποδεκατίζονται, μειώνεται ὁ
πληθυσμός τους, γιά νά μή κινδυνεύσουν ἀπό αὐτούς οἱ Αἰγύπτιοι.
Ὁ Θεός ἔβλεπε τά βάσανά τους, ἄκουε τούς στεναγμούς τους
καί τούς λυπόταν. Ἔστειλε τόν Μωϋσῆ νά τούς ἐλευθερώσει,
νά τούς βγάλει ἀπό τήν δουλεία τοῦ Φαραώ καί νά τούς
ὁδηγήσει πίσω στήν πατρίδα τους, στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας.
Ἐκεῖνος σκληρός καί ὑπερήφανος δέν θέλησε νά ὑπακούσει.
Ἔκανε τήν ζωή τους ἀκόμη πιό δύσκολη καί μαρτυρική.
Ἀναγκάσθηκε ὅμως νά γονατίσει καί νά δεχτεῖ νά τούς
ἀφήσει νά φύγουν μετά τίς δέκα πληγές, πού τοῦ
ἔστειλε ὁ Θεός καί κυρίως μέ τήν τελευταία, κατά τήν
ὁποία ἄγγελος Κυρίου ἐφόνευσε τά πρωτότοκα ἀγόρια
τῶν Αἰγυπτίων, ὅπως καί τόν πρωτότοκο γυιό τοῦ Φαραώ.
Ἀπό τό θανατικό αὐτό γλύτωσαν τά πρωτότοκα τῶν Ἑβραίων.
Ἔτσι, θά λέγαμε, ἦταν χρεωμένοι, τά χρωστοῦσαν στό Θεό.
Κάθε ἕνας πού ἔφερνε τό πρῶτο παιδί στόν κόσμο, ἔπρεπε
νά τό ἀφιερώσει στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, ὅταν
ἔγιναν οἱ Λευΐτες καί ὑπηρετοῦσαν ἐκεῖνοι στό Ναό, ἔπαιρναν
τά παιδιά τους πίσω, ἀφοῦ κατέβαλαν κάποιο ἀντίτιμο, πέντε
σίκλους δηλαδή δέκα πέντε χρυσές δραχμές καί θυσίαζαν ἕνα
χρονιάρικο ἀρνί. Ἄν ἦταν φτωχοί μποροῦσαν νά προσφέρουν ἕνα
ζευγάρι περιστέρια ἤ δύο τρυγόνια, ἤ ἀκόμη νά μή δώσουν τίποτε,
ἄν ἦταν πολύ φτωχοί.
Αὐτό τό προηγούμενο ἀναφερόταν ἀκόμη καί στά πρωτότοκα
ἀρσενικά τῶν ζώων. Ἔπρεπε νά ξεχωρίζωνται καί νά προσφέρωνται
στό Θεό. Αὐτή ἡ ἀφιέρωση ἦταν σημεῖο ἀναγνωρίσεως τῆς
στό Θεό. Αὐτή ἡ ἀφιέρωση ἦταν σημεῖο ἀναγνωρίσεως τῆς
εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ καί ἀπόδειξις, ὅτι ἀνήκουν σ᾿ Αὐτόν. Εἶπε
ὁ Θεός στόν Μωϋσῆ: Ἐν γάρ χειρί κραταιᾷ ἐξήγαγέ
σε Κύριος ὁ Θεός ἐξ Αἰγύπτου.
Ὅταν τό ἀγόρι γινόταν σαράντα ἡμερῶν καί τό κορίτσι
ὀγδόντα ἡμερῶν τό πήγαιναν στό Ναό, γιά τόν καθαρισμό τοῦ
παιδιοῦ καί τῆς μητέρας του. Ἔτσι λοιπόν, ὅταν ὁ Χριστός
ἔγινε σαράντα ἡμερῶν, τόν πῆραν ἡ Παναγία καί ὁ Ἰωσήφ καί
ἀπό τήν Βηθλεέμ, πού ἦταν ἀκόμη, πῆγαν στά Ἱεροσόλυμα,
στό Ναό τοῦ Σολομῶντος, γιά νά κάνουν ὅ,τι ὅριζε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ.
Ἀσφαλῶς μποροῦσαν νά μή πᾶνε, δέν ἦταν ὑποχρεωμένοι νά τό
κάνουν, γιατί δέν ἦταν μία ἁπλῆ γέννησις ἑνός κοινοῦ
ἀνθρώπου. Ἐδῶ ἔχουμε ὑπερφυσική γέννηση, τήν
σάρκωση τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἐφαρμόζουν τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ,
ὅλες τίς διατάξεις, γιά νά μή τούς κατηγορήσει κανείς σάν
παραβάτες, ἀλλά καί νά δώσουν σέ μᾶς καλό παράδειγμα, ὅτι
πρέπει νά σεβώμαστε τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ καί νά
ἐφαρμώζουμε στήν πληρότητά του τό θεῖο θέλημα.
Ἐμεῖς πολλές φορές σκεφτόμαστε ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ,
ὅτι θά μπορούσαμε νά μή κάνουμε τό ἕνα ἤ νά ἀποφύγουμε
τό ἄλλο, κάτι πού εἶναι μεγάλο λάθος.
Ὁ Χριστός πού ἔδωσε τόν νόμο στόν Μωϋσῆ, ὅταν
προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη σάρκα, ἔπρεπε νά τόν ἐφαρμώσει.
Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: Τό ἔκανε χάριν ὑπακοῆς
στό νόμο, πού ὁ ἴδιος ἔδωσε. Ἡ ἀνυπακοή τοῦ πρώτου Ἀδάμ
εἶχε συνέπεια τήν πτώση καί τήν φθορά. Ἡ ὑπακοή τοῦ
νέου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ, ἐπανέφερε τήν ἀνθρώπινη φύση
στόν Θεό καί θεράπευσε τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν εὐθύνη τῆς
παρακοῆς.
Ἐκεῖ στό Ναό βρίσκεται ἕνας γέροντας, πολύ μεγάλος στήν
ἡλικία, ὁ πρεσβύτης Συμεών. Πῆγε τήν ἴδια ὥρα μέ τήν
Παναγία καί τόν Ἰωσήφ, ἐμπνεόμενος καί καθοδηγούμενος ἀπό
τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀξίζει νά δοῦμε ποιός εἶναι αὐτός ὁ σεβάσμιος
Γέροντας.
Ἡ ἱστορία αὐτοῦ ἀρχίζει γύρω στό 280 π.Χ. ὅταν στήν
Αἴγυπτο ἐβασίλευε ὁ Πτολεμαῖος ὁ Β΄ ὁ Φιλάδελφος.
Φιλάδελφος κατ᾿ ἐφημισμό. Ἀγαποῦσε τόσο πολύ τόν ἀδελφό
του, ὥστε τόν σκότωσε, φοβούμενος μήπως τοῦ πάρει τόν θρόνο.
Τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ ἑλληνική γλῶσσα ἦταν διαδεδομένη
σέ ὅλον τόν τότε γνωστό κόσμο. Ἀκόμη καί τό σύνολο τῶν
Ἑβραίων, πού εὑρίσκοντο σκορπισμένοι σέ ὅλο τόν κόσμο,
μιλοῦσαν ἑλληνικά καί ὄχι ἑβραϊκά. Δέν μποροῦσαν νά
διαβάσουν τήν Παλαιά Διαθήκη στή γλῶσσα τους. Γι᾿ αὐτό
ἔβαλαν στόν Πτολεμαῖο τήν ἰδέα τῆς μεταφράσεως στά ἑλληνικά.
Αὐτό εἶναι καλό δίδαγμα γιά μᾶς. Ὅτι δηλαδή πρέπει νά
μελετοῦμε τήν Ἁγία Γραφή. Ἡ Καινή Διαθήκη γράφτηκε
κατ᾿ εὐθείαν στήν ἐλληνική γλῶσσα καί ἡ πρώτη μετάφραση
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού ἔγινε ἀπό τά ἑβραϊκά ἦταν στά
ἑλληνικά. Αὐτό εἶναι μεγάλη τιμή γιά μᾶς τούς Ἕλληνες,
ἀλλά καί μεγάλη εὐθύνη.
Ἔχουμε τήν ἐντολή ἀπό τόν Θεό νά μελετοῦμε τήν Ἁγία
Γραφή ἡμέρας καί νυκτός. Νά μή τήν ἀφήνουμε ἀπό
τά χέρια μας. Θά μάθουμε πολλά, θά λάβουμε ἀπαντήσεις
σέ πολλά προβλήματα πού μᾶς ἀπασχολοῦν. Καί ὅμως
στήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀφιερώνουμε τόν λιγότερο
χρόνο, ὅπως τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν προσευχή.
Μέ τά μαλλιά μας καί τά νύχια μας ἀσχολούμεθα πολύ
περισσότερο. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει ἀξία οὔτε σάν
κι᾿ αὐτά.
Ἐπανερχόμαστε στόν Πτολεμαῖο. Ἐκεῖνος κάλεσε ἑβδομῆντα
δύο μορφωμένους, πού ἤξεραν καλά τά ἑλληνικά καί τά
ἑβραϊκά, γιά νά κάνουν τήν μετάφραση στόν φάρο τῆς
Ἀλεξανδρείας, ὁποία χάριν συντομίας ὀνομάσθηκε μετάφρασις
τῶν ἑβδομήκοντα. Ἕνας ἀπό αὐτούς ἦταν καί ὁ Συμεών.
Ἔδωσαν σέ ὅλους νά μεταφράσουν ἀπό ἕνα βιβλίο τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης. Ὁ Συμεών ἔτυχε νά πάρει τό βιβλίο τοῦ προφήτη
Ἡσαΐα καί ἡ μετάφραση συνεχιζόταν...
Κάποια φορά ἔφτασε στό σημεῖο πού λέει ὁ προφήτης,
ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἔξει... Κάποια παρθένος
θά γεννήσει. Δέν μποροῦσε νά τό πιστέψει, πῶς εἶναι δυνατόν
νά εἶναι παρθένος καί νά γεννήσει. Δέν τό χωροῦσε ὁ νοῦς
του. Ἔφτασε στό σημεῖο νά σκεφτεῖ, ὅτι ἔκανε λάθος ὁ προφήτης,
μᾶλλον θά ἤθελε νά γράψει, ὅτι κάποια γυναίκα θά γεννοῦσε.
Ἔκανε μάλιστα νά βγάλει ἕνα μικρό μαχαιράκι, γιά νά ξύσει, νά
σβύσει τήν λέξη. Ἐκείνη τήν στιγμή ἄγγελος Κυρίου τοῦ
ἔπιασε τό χέρι καί τόν σταμάτησε. Νά μεταφράσεις ὅ,τι βλέπεις,
ὅ,τι εἶναι γραμμένο, τοῦ εἶπε, γιατί δέν εἶναι λάθος. Ὄντως ἡ
Παρθένος θά γεννήσει υἱόν κι᾿ ἐσύ δέν θά πεθάνεις πρίν
γίνουν αὐτά. Θά ἀξιωθεῖς νά τόν δεῖς καί νά τόν γνωρίσεις.
Τό θέμα αὐτό τόν ἀπασχολοῦσε σοβαρά καί συνέχεια.
Δέν ἔφευγε ἀπό τό μυαλό του. Κάποια μέρα πού ἔκανε
βαρκάδα στό Νεῖλο ποταμό ἤ κατ᾿ ἄλλους στή θάλασσα,
πέταξε μέσα στό νερό τό δαχτυλίδι, πού φοροῦσε, καί εἶπε,
ὅσο ἐγώ θά μπορέσω νά βρῶ τό δαχτυλίδι αὐτό, ἄλλο τόσο
καί ἡ παρθένος θά γεννήσει παιδί. Μετά ἀπό μέρες ἀγόρασε
ψάρια καί τά ἔδωσε νά τά μαγειρέψουν. Στό πρῶτο ψάρι πού
ἄνοιξε, γιά νά φάει, βρῆκε μέσα τό δαχτυλίδι!
Τότε πείσθηκε ὅτι, ὅσο παράξενο καί ἄν εἶναι, μπορεῖ
νά γίνει.
Τελείωσαν οἱ ἐργασίες τῆς μετάφρασης καί οἱ ἑρμηνευταί πῆγαν
στά σπίτια τους. Ἔφυγε καί ὁ Συμεών γιά τήν πατρίδα του, τά
Ἱεροσόλυμα. Τά χρόνια περνοῦσαν, ἕνας-ἕνας ὅλοι οἱ δικοί του
, οἱ συγγενεῖς, οἱ γνωστοί του πέθαιναν, ἀλλά αὐτός ἐξακολουθοῦσε
νά ζεῖ. Ἔφτασε καί ξεπέρασε τά 270 χρόνια.
Κάποια φορά, πού καθόταν στό σπίτι του, δέχθηκε μία ἐσωτερική
παρόρμηση. Σάν νά κάποιος τόν ἔσπρωξε καί τοῦ εἶπε νά πάει στό
ναό τοῦ Σολομῶντος. Σηκώθηκε μέ τρεμάμενα πόδια καί σιγά-σιγά
πῆγε στό ναό. Ἐκείνη τήν ὥρα ἔφτασαν καί ἡ Παναγία μέ τόν
Ἰωσήφ καί τόν Χριστό στήν ἀγκαλιά. Τό Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ
ἀπεκάλυψε, ὅτι αὐτή εἶναι ἡ Παρθένος, γιά τήν ὁποία ἔγραψε
ὁ προφήτης Ἡσαΐας καί αὐτό εἶναι τό παιδί, πού γέννησε.
Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, πού περίμενε τόσα χρόνια καί ὁ ἴδιος
του, ἀλλά καί ὁ κόσμος ὅλος.
Εἶναι συγκινητική ἡ στιγμή πού ὁ Χριστός προσφέρεται
ὡς νήπιο στό Ναό. Ὁ προαιώνιος Θεός, πού διακρατεῖ καί
διευθύνει τόν κόσμον ὅλον, τά πάντα, παρουσιάζεται ὡς βρέφος
στό Ναό, εὑρισκόμενος στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας του.
Εἶναι νήπιο καί ταυτόχρονα προαιώνιος Θεός.
Μέ τήν νηπιότητα αὐτή ἐθεράπευσε τό νηπιῶδες φρόνημα
τοῦ Ἀδάμ. Εἶχε βέβαια φωτισμό τοῦ μυαλοῦ του, ἀλλά
ἔπρεπε νά δοκιμασθεῖ καί νά φτάσει στή θέωση.
Ἐπειδή ἦταν ἄπλαστος καί νήπιο πνευματικά, ἐπειδή
εἶχε νηπιῶδες φρόνημα, γι᾿ αὐτό εὔκολα ἀπατήθηκε ἀπό
τόν πονηρό διάβολο, πού γέρασε στήν ἁμαρτία καί στήν
πονηρία. Ὁ Χριστός παίρνοντας τήν σωματική νηπιακή ἡλικία
ἐθεράπευσε τό νηπιῶδες φρόνημα τοῦ Ἀδάμ, ἀλλά γενικά τήν
ἀνθρώπινη φύση. Δέν μποροῦσε ὁ διάβολος νά πλανήσει τήν
ἐν Χριστῷ ἀνθρώπινη φύση, ὅπως τό ἔκανε μέ εὐχέρεια στόν
πρῶτο Ἀδάμ.
Ὁ ἅγιος Συμεών πῆρε τόν Χριστό στά τρεμάμενα χέρια του καί
συγκινημένος εὐλόγησε τόν Θεό. Δέν ἦταν ἱερεύς, ὅπως λένε
κάποιοι, ἀλλά ἀνώτερος τοῦ ἱερέως. Ἦταν πνευματοκίνητος.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν ἀποκαλύπτει τά θεῖα μυστήρια σέ ἀνθρώπους,
πού εἶναι ἀκάθαρτοι. Ἐκεῖνο τόν καθοδηγοῦσε καί τόν
ἐνίσχυε. Λέει ὁ προφήτης Ἡσαΐας:Ἰσχύσατε χεῖρες
ἀνειμέναι καί γόνατα παραλελυμένα... Ἰσχύσατε,
μή φοβῆσθε. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνίσχυσε τά πόδια του ,
γιά νά πορευθοῦν στό Ἱερό, ἀλλά ἐνίσχυσε καί τά χέρια
του, γιά νά κρατήσουν τόν Χριστό. Γι᾿ αὐτόν λέει καί
ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: Ὡς πρός τήν φύση ἄνθρωπος,
ἀλλ᾿ ὡς πρός τήν ἀρετήν ἄγγελος.
Ἐκεῖ στό ναό βρισκόταν κάποια Ἄννα προφήτις, πού
ἀναγνώρισε τόν Θεό καί διεκήρυξε, ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ
λυτρωτής τοῦ κόσμου. Μέρα-νύχτα βρισκόταν
μέσα στό ναό καί ποτέ δέν ἀπομακρυνόταν ἀπό αὐτόν.
Λάτρευε τόν Θεό μέ ἀδιάλειπτη προσευχή καί συνεχῆ νηστεία.
Κάποιος ἑρμηνευτής τῶν θείων Γραφῶν νά πῶς ἑρμηνεύει τό
χωρίο αὐτό τοῦ Εὐαγγελίου. Πήγαινε τό πρωΐ στό ναό γιά τήν
πρωϊνή ἀκολουθία καί δέν ἔφευγε. Συμμετεῖχε στήν
λατρεία τοῦ Θεοῦ καί στήν προσευχή, ἀλλά δέν ἔφευγε οὔτε
κἄν ἀπομακρυνόταν ἀπό τόν ναό, παρά μόνο ἀφοῦ
τελείωνε καί ἡ τελευταία βραδυνή ἀκολουθία. Καί αὐτό
γινόταν κάθε μέρα. Εἶχε συνδέσει ὅλη της τήν ζωή μέ τόν
ναό καί τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Πόσο πολύ πρέπει νά μᾶς διδάξει τό παράδειγμα αὐτό καί ἡ
διαγωγή τῆς Ἁγίας Ἄννης τῆς προφήτιδος ὅλους μας καί πολύ
περισσότερο ἐκείνους, πού ποτέ δέν πατοῦν στήν Ἐκκλησία
ἤ πηγαίνουν στή θεία Λειτουργία κατά τά τελευταῖα λεπτά, σάν
νά ἦταν κάποιο πάρεργο, κάτι χωρίς ἀξία. Καί ὅμως στό θέατρο
ἤ στόν κινηματογράφο ἤ στό ποδόσφαιρο πηγαίνουν ἀπό
πολύ ἐνωρίς πρίν ἀρχίσει ἡ παράσταση ἤ ὁ ἀγώνας.
Ἡ θεία Λειτουργία, τό μυστήριο τῶν μυστηρίων οὔτε
τόσο δέν ἀξίζει;
καί μετά θέλουμε νά λεγώμαστε καλοί χριστιανοί...
Ὁ πρεσβύτης Συμεών ὁδηγήθηκε στό ναό ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἡ Ἁγία Ἄννα ἔμενε ἐκεῖ συνεχῶς. Ἔτσι καί οἱ δύο
ἀξιώθηκαν νά δοῦν τόν Χριστό. Ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό
προϋποθέτει καί ἀνάλογο βίο. Ὁ Συμεών ἦταν δίκαιος,
δηλαδή ἐνάρετος. Ἡ Ἄννα ζοῦσε ἐν χηρείᾳ βίο
καθαρό καί ἄμωμο.
Μετά ἀπό αὐτά λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πόσο
μεγάλο κακό κάνει ἡ πορνεία, ἡ ἀκάθαρτη ζωή. Ὁ ἄνθρωπος
αὐτός δέν μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ τόν Χριστό. Κρατώντας τόν
Χριστό στήν ἀγκαλιά του ἐδόξασε καί εὐχαρίστησε τόν Θεό,
πού τόν ἀξίωσε νά δεῖ τόν σωτήρα τοῦ κόσμου. Τώρα, Κύριε,
ἀφοῦ τά εἶδα ὅλα, μπορεῖς νά μέ πάρεις ἀπό αὐτόν τόν
μάταιο κόσμο.
Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα...
Εἶναι συγκλονιστική ἡ σκηνή αὐτή. Ἀσφαλῶς δέν θά
μποροῦσε νά γίνει αὐτό, ἄν τά χέρια του δέν ἐνισχυόταν
ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως προείπαμε.
Ζητάει τήν λύση τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Λέει ὁ ἱερός
Θεοφύλακτος, εἶναι δεσμός τό σῶμα γιά τήν ψυχή, εἶναι
φυλακή, γι᾿ αὐτό οἱ ἅγιοι, οἱ ἐνάρετοι δέν φοβοῦνται τόν
θάνατο. Ὁ θάνατος θά τούς φέρει κοντά στόν Θεό, πού
ἀγαποῦν καί ποθοῦν. Αὐτή ἡ λύση εἶναι εἰρήνη, εἶναι εὐλογία.
Ζητάει τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα καί τό θεωρεῖ
ἀνάπαυση. Ἐμεῖς γιατί τρέμουμε αὐτή τήν λύση;
Μήπως φταίει ἡ ζωή μας καί ἡ κατάστασή μας;
Δέν θέλουμε αὐτήν τήν λύση, γιατί ξέρουμε τήν μᾶς
περιμένει μετά ταῦτα, ξέρουμε τί θά συναντήσουμε,
τί κρύβεται πίσω ἀπό τόν θάνατό μας.
Δέν μᾶς συμφέρει, μά καί δέν λέμε νά
μετανοήσουμε, νά διορθωθοῦμε.
Ἤθελε λοιπόν νά πορευθεῖ στόν Ἄδη καί γιά ἕναν
ἀκόμη λόγο, νά ἀναγγείλει τήν χαρμόσυνη εἴδηση, ὅτι
ἦρθε ὁ Μεσσίας, ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου. Λέει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος,
βιαζόταν νά πάει στόν Ἄδη, γιά νά μή προλάβουν νά ἀναγγείλουν
τό γεγονός τά νήπια, πού ἐπρόκειτο νά σφαγοῦν ἀπό τόν Ἡρώδη.
Τά νήπια εἶνα γοργά καί εὐκίνητα, ἐνῷ αὐτός γέρων καί
βραδυκίνητος.
Ἑπομένως ὁ Συμεών εἶναι ὁ πρῶτος κῆρυξ τοῦ Ἄδη.
Ἀλλά δέν εἶπε μόνο αὐτά. Φωτισμένος ἀπό τό Ἅγιο
Πνεῦμα εἶπε καί ἄλλα προφητικά λόγια.
Οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν
ἐν τῷ Ἰσραήλ καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον.
Ἄλλοι θά τόν δεχτοῦν καί ἄλλοι θά τόν ἀπορρίψουν.
Πολλές συζητήσεις θά γίνωνται γύρω ἀπό τό πρόσωπό του.
Κάποιοι θά τόν πιστέψουν καί κάποιοι ἄλλοι θά τόν
ἀρνηθοῦν. Αὐτό γινόταν καί τότε στήν ἐποχή του,
γινόταν μέσα στό διάβα τῶν αἰώνων, γίνεται
ἀκόμη καί σήμερα.
Ὅσοι τόν πιστεύουν,
σώζονται.
Ὅσοι τόν πιστεύουν ζοῦν ζωή ἀναστημένη, ἁγία
καί πνευματική ζωή.
Ὅσοι τόν ἀρνοῦνται πέφτουν καί τσακίζονται.
Τρῶνε τά μοῦτρα τους, χάνονται, καταστρέφονται.
Ἡ ζωή τους εἶναι κόλαση καί ἐδῶ καί ἐκεῖ.
Παράδειγμα ὁ Γολγοθᾶς. Ἕνας ληστής πιστεύει καί
σώζεται, ἐνῷ ὁ ἄλλος ἀμφισβητεῖ, ἀπιστεῖ καί καταδικάζεται.
Ὁ Χριστός εἶναι σημεῖο ἀντιλεγόμενο. Ταλαντεύονται οἱ
ἄνθρωποι γιά τό τί εἶναι ὁ Χριστός, Θεός ἤ ἄνθρωπος;
Ἐμεῖς εἴμαστε βέβαιοι, ὅτι εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος
ἄνθρωπος. Πεινᾶ, διψᾶ, δέχεται τό μαρτύριο,
σταυρώνεται, πάσχει, κλαίει στόν τάφο τοῦ φίλου του
Λαζάρου. Ἀλλά καί κάνει θαύματα, ἐκδιώκει δαιμόνια,
ἀνασταίνει νεκρούς, ἀνοίγει μάτια τυφλῶν, θεραπεύει
λεπρούς κ.ἄ.
Αὐτό ἀναφέρεται καί στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πού
εἶναι τό πραγματικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλοι
σώζονται, ἀφοῦ παραμείνουν στήν Ἐκκλησία καί ἄλλοι
καταδικάζονται ἀρνούμενοι τό σωτηριῶδες ἔργο του.
Θά εἶναι εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν καί στήν
ἄλλη ζωή. Ὅλοι θά τόν δοῦν, ἀλλά γιά ἄλλους θά εἶναι
κόλασις, γιά ἄλλους παράδεισος.
Λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὅτι ὁ Σταυρός καί τό Πάθος
θά ἀποκαλύψει τίς ἐσωτερικές διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Πέτρος τόν ἀρνεῖται.
Οἱ Μαθηταί τόν ἐγκαταλείπουν.
Ὁ Ἰούδας τόν προδίδει καί πνίγεται.
Ὁ Πιλᾶτος ἀποφεύγει (νομίζει) τίς εὐθύνες μέ
τό πλύσιμο τῶν χεριῶν του.
Ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος ἀποκαλύπτονται καί τόν κηδεύουν.
Οἱ Ἰουδαῖοι θά δώσουν ἀργύρια στούς στρατιῶτες, γιά νά
ἀποκρύψουν τήν Ἀνάσταση.
Ἡ δεύτερη προφητεία:
Καί σοῦ δέ αὐτῆς τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφαία.
Ἀλλά καί τήν δική σου καρδιά, Παναγία μου, θά τήν διαπεράσει
δίκοπο μαχαίρι. Κι᾿ ἐσύ ἔχεις νά πιεῖς πικρό ποτήρι, θά πονέσεις
καί θά πικραθεῖς. Αὐτό συνέβει πολλές φορές στήν Παναγία.
Ὅταν ἔφυγαν μέ ἀγωνία στήν Αἴγυπτο, γιά νά ἀποφύγουν τά
μαχαίρια τοῦ Ἡρώδη, ὅταν τόν κατηγοροῦσαν συνέχεια οἱ
φαρισαῖοι. Ὅμως κυρίως καί πρό πάντων πόνεσε ἡ Παναγία,
ὅταν εἶδε τόν Χριστό ἐπάνω στό σταυρό. Τότε ἦταν πού
σχίσθηκε ἡ καρδιά της καί ἔγινε κομμάτια.
Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πονεμένη μητέρα. Ὅταν ἐμεῖς συναντοῦμε
προβλήματα καί θλίψεις στή ζωή μας μή παραπονούμεθα,
μή γογγύζουμε καί δυσανασχετοῦμε. Πιό πολύ καί ἐντελῶς
ἄδικα πόνεσε καί πικράθηκε ἡ Παναγία. Ἐμεῖς, ἄν
δυσκολευώμαστε, γίνεται ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Ἡ ἁμαρτία, πού διαπράττουμε, ἔχει μέσα της τό δηλητηριῶδες
κεντρί τοῦ πόνου.
Τέλος ὁ σαραντισμός, πού γίνεται σήμερα, ἔχει ἀρχή καί βάση
τήν ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου. Εἶναι καθαρισμός τῆς γυναίκας καί
εὐχαριστία πρός τόν Θεό. Σαράντα ἡμέρες μετά πού θά
γεννήσει ἡ μητέρα καί ἀφοῦ καθαρίσει ἀπό τά κατάλοιπα
τῆς γέννας, καθαρή καί λουσμένη παίρνει τό παιδί καί τό
πηγαίνει στήν Ἐκκλησία, γιά νά τό προσφέρει στό Θεό.
Ἐμεῖς τό προσφέρουμε στό Θεό, ἀλλά ὁ Ἱερεύς μᾶς
τό δίνει πάλι πίσω, γιά νά τό μεγαλώσουμε ὅπως θέλει ὁ Θεός.
Ὅποιος δέν τό κάνει, θά εἶναι ὑπεύθυνος καί ὑπόλογος στό θεό.
Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅτι αὐτούς τούς γονεῖς
σαν ἐγκληματίες θά τούς καταδικάσει ὁ Θεός. Μή λησμονοῦμε,
ὅτι εἴμαστε συνεργοί Θεοῦ, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Συνεργοί καί στήν γέννηση νέων ἀνθρώπων, ἀλλά
συνεργοί καί στήν καλή διαπαιδαγώγηση.
Ἀφοῦ ἐτέλεσαν ὅλα ὅσα προέβλεπε ὁ Νόμος, ἡ Παναγία
μέ τόν Χριστό καί τόν Ἰωσήφ γύρισαν πίσω στήν πατρίδα
τους. Ἐκεῖ μεγάλωνε καί προέκοπτε σέ ἡλικία καί σοφία
καί σιγά-σιγά, ἀνάλογα μέ τήν ἡλικία, φαινόταν ἡ σοφία πού
ὁ Χριστός εἶχε.
Ἔτσι πρέπει κι᾿ ἐμεῖς νά ζοῦμε, πάντοτε σύμφωνα μέ τό θεῖο θέλημα.
Νά προκόπτουμε πνευματικά, νά φτάσουμε στό μέτρο ἡλικίας
τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ. Μή συγκρίνουμε τούς ἑαυτούς μας
μέ ἄλλους ἀνθρώπους. Δέν εἶναι τό μέτρο μας αὐτοί.
Ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Παΐσιος, ἐάν συγκρίνω τόν
ἑαυτό μου μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, νομίζω πώς κάτι
εἶμαι καί αὐτό μέ ἀναπαύει. Ἄν ὅμως συγκρίνω τόν ἑαυτό
μου μέ τούς ἁγίους ἤ μέ τόν Χριστό, τότε διαπιστώνω,
ὅτι εἶμαι τενεκές.
Νά κοιτάξουμε λοιπόν νά προοδεύσουμε κατά Θεόν,
γιά νά ἐπιστρέψουμε στήν ἀληθινή πατρίδα μας, πού
εἶναι ὁ οὐρανός.
Ἀμήν.-