Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 04, 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ ( ΤΡΙΩΔΙΟ )


image
Πρίν αρχίσει ή Μεγάλη Σαρακοστή ή Εκκλησία μάς 
εισάγει, σέ περίοδο προετοιμασίας. Ή Μεγάλη Σαρακοστή
 είναι, ή περίοδος πού μάς οδηγεί πρός τό Πάσχα καί ή Εκκλησία 
κάθε χρόνο προετοιμάζει, τούς πιστούς γιά μία ανανέωση
 της ζωής τους μέσα στό ανέσπερο πασχαλιάτικο φως.
Εισαγωγή στό στάδιο της Μ. Σαρακοστής είναι ή περίοδος
 του Τριωδίου με τίς εκλεκτές Ευαγγελικές καί Αποστολικές 
περικοπές των τεσσάρων προφωνήσιμων Κυριακών. 
Βέβαια τό Τριώδιο γιά τόν πολύ κόσμο συνδέεται μέ
 εορτές, πανηγύρεις, χορούς, καρναβάλια.
 Οί γιορτές αυτές έχουν τήν καταγωγή τους 
στά αρχαία Διονυσιακά όργια. Ή Εκκλησία
 ως κοινωνία προσώπων ποτέ δέν καταδίκασε 
τη χαρά καί τίς γιορτές. Ή ζωή του Χριστιανού 
μέ τήν αγιότητα τής πίστεως πρέπει, νά είναι
 χαρούμενη «έν παντί».
Αλλο Μοναχισμός μέ τό ασκητικό καί απόκοσμο 
πνεύμα, άλλο Εκκλησία μέ τήν κοινωνική της ζωή 
καί τίς χαρές της. "Ολα όμως πρέπει, νά γίνονται,
 στά πλαίσια του σεβασμού τής ανθρώπινης
 αξιοπρέπειας. Ή χαρά, τό γλέντι, οί γιορτές, 
χαροποιούν τόν άνθρωπο καί αυτή ή χαρά τόν 
ανακαινίζει εσωτερικά, τόν ενδυναμώνει, 


γιά τή συνέχιση τής καλής πορείας. Εξουθένωση, καταρράκωση, 
προσβολή των ηθικών αρχών, δημιουργούν ακαταστασίες καί 
εξωθούν τόν άνθρωπο σέ απαράδεκτες παρεκτροπές. 
Σ' ολόκληρη τή ζωή τού άνθρωπου νά υπάρχει τό ηθικό αισθητήριο.
Τότε όλα είναι όμορφα. Οί Άποκρηές ώς κοινωνικές λαογραφικές γιορτές
 δεν βλάπτουν. Οί οικογένειες συγκεντρώνονται καί νιώθουν τά
 πρόσωπα τήν ανθρώπινη επικοινωνία. Ό εμπλουτισμός του 
άνθρωπου μέ υψηλά συναισθήματα χαράς καί πνευματικής ευεξίας
 παρέχει στοιχεία αληθινής μορφώσεως καί αναπτύξεως του
 κοινωνικού ανθρώπου. Ό Χριστιανισμός δέν καταδίκασε τή
 μουσική, τή ζωγραφική, τό θέατρο, τήν ποίηση κ.λ.π.
 "Αλλωστε αυτά τά πολύτιμα στοιχεία τής πολιτισμικής
 ζωής εισήλθαν στή λατρεία.
Ή μόρφωση είναι μία πολυεδρική επιφάνεια, τής οποίας
 οί διάφορες πλευρές πρέπει νά πλουτίζονται συμμετρικά. 
Ή μόρφωση δέν είναι μόνο γνώση, αλλά ευρύτερη έννοια,
 πού περιλαμβάνει πλήθος ανθρωπιστικών αξιών. Πάντως
 οφείλουμε νά τονίσουμε, πώς ή περίοδος του Τριωδίου προετοιμάζει
 τούς Χριστιανούς γιά τή μεγάλη γιορτή του Πάσχα.
 Ή Εκκλησία ώς Παιδαγωγούσα Μητέρα έχει βαθιά ψυχολογική
 γνώση τής ανθρώπινης φύσεως. Ξέροντας τήν έλλειψη
 αυτοσυγκεντρώσεως καί ακόμη τήν κοσμικότητα τής ζωής 
μας αναγνωρίζει τήν αδυναμία μας νά αλλάξουμε αυτόματα, 
νά πάμε ξαφνικά από τή μία κατάσταση σέ μία άλλη. 
Γι΄ αυτό ή Εκκλησία αρχίζει τό Πάσχα μέ τήν προπαρασκευαστική
 περίοδο τοΰ Τριωδίου μέ θεμελιακά γεγονότα τή μετάνοια καί
 τήν ταπείνωση. Είναι ωραία καί ευχάριστη ή εκκλησιαστική 
ζωή μέ τίς ποικίλες γιορτές, πού σημαδεύουν καί ανανεώνουν 
τή ζωή. Καί ή ζωή δέν είναι καί δέν πρέπει νά είναι 
ρουτίνα, συμβατικότητα, άλλά ενσυνείδητη βίωση τών
 γεγονότων, πού καθιστούν τήν ύπαρξή μας ζωντανή καί
 δημιουργική. "Οσοι βιώνουν τήν εκκλησιαστική ζωή, 
μάλιστα στή ζώσα Ενορία, βιώνουν τήν αληθινή κοινωνική
 ζωή μέσα στόν πολυμορφισμό τών διαπροσωπικών
 ενοριακών σχέσεων. Καί πόσο σήμερα ό άνθρωπος 
έχει ανάγκη αυτή τήν επικοινωνία σέ μία εποχή
 αποξένωσης καί απομόνωσης.
Οί γιορτές σπάζουν τή ρουτίνα τής ζωής. Δημιουργούν 
ευκαιρίες ψυχικής ανανέωσης καί μέ νέες διαθέσεις 
συνεχίζεται ή πορεία τής ζωής. Ιδιαίτερα ή προπαρασκευαστική
 περίοδος τού Τριωδίου καί στή συνέχεια ή περίοδος τής
 Σαρακοστής μας στρέφει πρός τόν έσω άνθρωπο γιά μία
 εσωτερική κάθαρση. Καί αυτή ή πνευματική κάθαρση χαρίζει
 τήν πνευματική Ανάσταση. Ό αναστημένος εσωτερικά 
άνθρωπος βλέπει τή ζωή μέ τό υπέρλαμπρο φώς τής Αναστάσεως.
Έτσι λοιπόν σήμερα είναι υψηλά τα διδάγματα της
 παραβολής του Τελώνου και Φαρισαίου. Η υπεροψία,
 η αλαζονεία, η αυθάδεια, ο εγωϊσμός, είναι κακίες που
 όχι μόνο ζημιώνουν πνευματικά τον άνθρωπο, αλλά
 προκαλούν αναστατώσεις και συγκρούσεις στο κοινωνικό 
περιβάλλον. Οι «αρετές» του εγωϊστή ανθρώπου πότε 
δεν μπορούν να έχουν αξία και αποβαίνουν«κύμβαλα 
αλαλάζοντα». Ο Χριστιανισμός αναγνώρισε μοναδικό
 κίνητρο των έργων μας την αγάπη που εκφράζει
 αληθινή ανθρωπιά. Όταν κανείς αγαπά ειλικρινά
 και ανιδιοτελώς, τότε γνωρίζει τον αληθινό εσωτερικό
 του εαυτό και η αυτογνωσία οδηγεί σε γόνιμη αυτοκριτική
 που αναγεννά τον άνθρωπο. Την πνευματική του 
αναγέννηση επέτυχε ο ταπεινός Τελώνης, την κατάκριση
 του δικαιοκρίτου Χριστού ο αλαζόνας Φαρισαίος.

Κυριακή του “Τελώνου και Φαρισαίου”



Τελώνου και Φαρισαίου
Την παραμονή της Κυριακής “του Τελώνη και του Φαρισαίου”, στον Εσπερινό του Σαββάτου εμφανίζεται για πρώτη φορά το λειτουργικό βιβλίο “Τριώδιο” και διαβάζονται διάφορα κείμενα που τα προσθέτουμε στους συνηθισμένους ύμνους της εβδομαδιαίας αναστάσιμης ακολουθίας. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα (Λουκ.18,10-14) περιγράφει έναν άνθρωπο που είναι πάντα ευχαριστημένος με τον εαυτό του και που νομίζει ότι συμμορφώνεται με όλες τις απαιτήσεις της θρησκείας. Είναι βέβαιος για τον εαυτό του και πολύ περήφανος. Στην πραγματικότητα όμως έχει παραποιήσει το νόημα της θρησκείας. Όσο για τον Τελώνη, αυτός ταπεινώνει τον εαυτό του και αυτή η ταπείνωση τον δικαιώνει μπροστά στον Θεό.
Αν υπάρχει μια ηθική αξία που σχεδόν απόλυτα παραθεωρείται ή αγνοείται σήμερα είναι πραγματικά η ταπείνωση. Ο πολιτισμός στον οποίο ζούμε διαρκώς ενσταλάζει μέσα μας την έννοια της υπερηφάνειας, της αυτοεξύμνησης και της αυτοδικαίωσης.
Η ταπείνωση -είτε ατομική, είτε ομαδική, είτε εθνική είναι -θεωρείται δείγμα αδυναμίας, κάτι ανάρμοστο για έναν αληθινό άνθρωπο.
Ο Θεός είναι ταπεινός γιατί είναι τέλειος. Η ταπείνωσή Του είναι η δόξα Του και η πηγή κάθε αληθινής ομορφιάς, τελειότητας και καλοσύνης. Αυτό συνέβηκε με την Παναγία, τη Μητέρα του Χριστού, που η ταπείνωση την έκανε χαρά όλης της οικουμένης και αυτό συνέβη με όλους τους αγίους.
Πως κανείς γίνεται ταπεινός; Με την ενατένιση του Χριστού, που είναι η σαρκωμένη Θεία ταπείνωση.
Η περίοδος λοιπόν της Μ.Σαρακοστής αρχίζει με μια αναζήτηση, μια προσευχή για ταπείνωση που είναι η αρχή της αληθινής μετάνοιας. Η μετάνοια επομένως είναι θεμελιωμένη στην ταπείνωση.
Από το Βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή» – Αλέξανδρου Σμέμαν
Εκδ. Ακρίτας
Πηγή: εδώ

Δύο οδηγοί σωτηρίας...



Οι πνευματικοί μας πατέρες

Η Εκκλησία μας την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου ανοίγει τις πύλες του ιερού Τριωδίου, μιας περιόδου μετανοίας. Το αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής προέρχεται από την τελευταία επιστολή του αποστόλου Παύλου, όπου ο θείος Απόστολος δίνει τις τελευταίες του υποθήκες στον μαθητή του Τιμόθεο και προτείνει σε όλους μας δύο οδηγούς στο δρόμο μας προς τον ουρανό. Ο πρώτος μας οδηγός είναι το παράδειγμα των πνευματικών μας πατέρων. Λέει λοιπόν ο Απόστολος στον μαθητή του: Εσύ, Τιμόθεε, έχεις παρακολουθήσει τη διδασκαλία μου, τις προθέσεις μου και τα ελατήριά μου, την πίστη μου, την αγάπη μου, την υπομονή μου, τους φοβερούς διωγμούς μου, τα παθήματά μου.
Αλλά κι όλοι όσοι θέλουν να ζουν συνειδητά την εν Χριστώ ζωή, θα διωχθούν. Άνθρωποι που είναι πονηροί και απατεώνες θα προχωρούν από το κακό στο χειρότερο· θα πλανούν τους άλλους και θα πλανώνται οι ίδιοι. Εσύ όμως, Τιμόθεε, «μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες»· να μένεις ακλόνητος σ’ εκείνα που έμαθες και βεβαιώθηκες από την πείρα σου. Μην ξεχνάς ποτέ από ποιο διδάσκαλο τα έμαθες.
Ο απόστολος Παύλος λοιπόν υπογραμμίζει τη σημασία του δικού του παραδείγματος στην πνευματική πορεία και τελείωση του μαθητή του Τιμοθέου. Διότι ο Τιμόθεος δεν άκουσε μόνο τις υπέροχες διδασκαλίες του, αλλά είδε και το άγιο παράδειγμά του. Είδε την πίστη του και τη ζωή του. Είδε ότι ο Παύλος ζούσε και εφάρμοζε τα όσα δίδασκε. Κι επισφράγιζε με το παράδειγμά του ό,τι έχτιζε με τη διδασκαλία του. Γι’ αυτό και ο λόγος του και η ζωή του είχαν πολύ μεγάλη δύναμη. Ο Τιμόθεος λοιπόν είδε, έμαθε, έζησε, κατάλαβε. Είδε βέβαια και αντίθετα παραδείγματα και μέσα στην Εκκλησία και έξω απ’ αυτήν. Είδε ψευδοδιδασκάλους, είδε αποστάτες, είδε ανθρώπους δίψυχους και ασταθείς, αλλά και μέσα στον κόσμο είδε ανθρώπους πονηρούς και γόητες και απατεώνες. Τι κυριάρχησε τελικά μέσα του; Το καλό και άγιο παράδειγμα του διδασκάλου του. Κι έμεινε σταθερός στα όσα έμαθε με προσωπική αντίληψη.
Πόση δύναμη λοιπόν έχει το καλό παράδειγμα! Σε μια εποχή που σπανίζουν οι άνθρωποι της αρετής, ενώ άνθρωποι πονηροί και γόητες κυριαρχούν, έχουμε χρέος όλοι μας να μαθητεύουμε στο καλό παράδειγμα των πνευματικών μας πατέρων και αδελφών και να μην παρασυρόμαστε από την κακή διαγωγή των πολλών. Σε μια εποχή που ο κόσμος κατρακυλά από το κακό στο χειρότερο, να μη βλέπουμε τι κάνουν οι τελευταίοι αλλά οι πρώτοι στον αγώνα της πίστεως και της ζωής. Να βλέπουμε και να μιμούμαστε το παράδειγμα των αγίων, των πνευματικών μας πατέρων και διδασκάλων. Και να μένουμε ακλόνητοι στο δρόμο τους, στο δρόμο της πίστεως. Και με τη σειρά μας να δίνουμε κι εμείς το καλό παράδειγμα στην οικογένειά μας, στους συνεργάτες μας, παντού. Αυτό έχει δύναμη ασυγκρίτως μεγαλύτερη από τα πολλά λόγια μας. Αυτό θα βοηθήσει όλους μας.

Τα ιερά γράμματα

Ο απόστολος Παύλος στη συνέχεια προτείνει ένα δεύτερο πνευματικό εφόδιο στον μαθητή του: την Αγία Γραφή. Μην ξεχνάς, Τιμόθεε, του λέει, ότι από μικρό παιδί γνωρίζεις τα ιερά γράμματα, τα οποία μπορούν να σου μεταδώσουν την αληθινή σοφία, που οδηγεί στη σωτηρία διαμέσου της πίστεως στον Ιησού Χριστό.
Ο Τιμόθεος πράγματι ήταν ευνοημένος. Από την ευσεβή του μητέρα και την ευλαβική γιαγιά του έμαθε τα πρώτα ιερά γράμματα. Τα διδάχθηκε από τη βρεφική ηλικία. Διότι την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης οι ραββίνοι δίδασκαν ότι κάθε παιδί έπρεπε να αρχίζει να απομνημονεύει χωρία των Γραφών από την ηλικία των πέντε ετών. Και ο Τιμόθεος αυτό έκανε, άκουγε, μάθαινε, απομνημόνευε, καλλιεργούνταν. Κι έτσι με πυξίδα τον νόμο του Θεού, ανδρώθηκε πνευματικά, έμαθε τι να πιστεύει, πώς να ζει. Και κατόπιν μέσα στη χάρη των ιερών μυστηρίων έγινε μαθητής, απόστολος, Άγιος.
Είναι μεγάλη υπόθεση λοιπόν να γνωρίζει κανείς τα ιερά γράμματα από την παιδική ηλικία. Η παιδική ηλικία είναι ηλικία μαθήσεως· και ό,τι μαθαίνει κανείς σ’ αυτήν εντυπώνεται βαθύτατα στη μνήμη του και γίνεται εφόδιο ζωής. Στις μέρες μας βέβαια τα μικρά παιδιά μαθαίνουν χίλια δυο άλλα πράγματα, συνήθως άχρηστα και κάποτε βλαβερά, και αμαυρώνουν τις αγνές ψυχές τους. Πόσο ωραίο θα ήταν οι γονείς, αλλά κι ο παππούς και η γιαγιά, να μαθαίνουν στα μικρά παιδιά την Αγία Γραφή. Να τους διδάσκουν του Θεού τα ιερά λόγια. Αυτό είναι από τα μεγαλύτερα δώρα που μπορούν να τους κάνουν. Αλλά και όλοι μας θα πρέπει καθημερινά μέχρι το τέλος της ζωής μας να μαθητεύουμε στα ιερά γράμματα. Να παίρνουμε δύναμη και ζωή, φως κι ελπίδα. Και ιδιαιτέρως τώρα που εισήλθαμε στο ιερό Τριώδιο, να το βάλουμε καθημερινό πρόγραμμά μας. Κάθε μέρα έστω και λίγους στίχους από την Αγία Γραφή. Κάθε ημέρα. Ώστε να κυκλοφορούν μέσα μας τα θεία νοήματα, να καθαρίζουν την ψυχή μας και να την μεταμορφώνουν. Να μας μεταγγίζουν θεία σοφία και δύναμη. Να μας αγιάζουν.

ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ


«Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν, καί Τελώνου μάθωμεν τό ταπεινόν ἐν στεναγμοῖς, πρός τόν Σωτῆρα κραυγάζοντες·  Ἵλαθι, μόνε ἡμῖν εὐδιάλλακτε.»                                                                                                                        (Κοντάκιον)

                        Σήμερα, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἡ Ἐκκλησία μᾶς εἰσάγει στήν περίοδο τοῦ Τριῳδίου.  Τό Τριῴδιο ἀποτελεῖ τήν πιό πνευματική περίοδο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.  Ἄς ἐνθυμούμεθα ὅμως ὅτι συνάμα Τριῴδιο ὀνομάζεται καί τό ἱερό βιβλίο, τό ὁποῖο περιέχει τούς θαυμασίους καί ὑπερόχους ὕμνους τῆς περιόδου αὐτῆς.  Ἡ περίοδος αὐτή ἐγκαινιάζεται ἀπό τό βράδυ τοῦ Σαββάτου τῆς παραμονῆς τῆς Κυριακῆς τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου καί διαρκεῖ μέχρι τοῦ Μεγάλου Σαββάτου.  Στήν πραγματικότητα τό Τριώδιο τελειώνει τή Μεγάλη Παρασκευή βράδυ, μέ τήν τέλεση τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου τοῦ Μ. Σαββάτου.  Ἀπό τό Μ. Σάββατο τό πρωί  μπαίνουμε στήν ἀναστάσιμη περίοδο.  Τότε τίθεται σέ χρήση τό βιβλίο, τό ὁποῖο λέγεται Πεντηκοστάριο.  Αὐτό καλύπτει ὅλη τήν ἀναστάσιμη περίοδο.

                        Τό Τριῴδιο χωρίζεται στίς μή νηστήσιμες Κυριακές καί τίς  νηστήσιμες.  Οἱ τελευταῖες καλύπτουν ὅλο τό διάστημα τῆς Ἁγίας καί Μ. Τεσσαρακοστῆς.  Ἡ πρώτη Κυριακή τοῦ Τριῳδίου ὀνομάζεται Κυριακή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου.  Τό ὄνομά της πῆρε ἀπό τά δύο πρόσωπα τά ὁποῖα πρωταγωνιστοῦν στήν εὐαγγελική περικοπή.  Αὐτά ἀντιπροσωπεύουν δύο τύπους ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀλλά ταυτόχρονα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι αὐτά ἐκπροσωποῦν καί ὅλους τούς τύπους τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι κρύβονται κάτω ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Φαρισαίου.  Αὐτοί ἐμφοροῦνται ἀπό τόν ἐγωισμό καί τήν ὑπερηφάνεια καί συνάμα στό πρόσωπο τοῦ Τελώνη ὑπάρχουν ὅσοι ἐμφοροῦνται ἀπό ταπείνωση καί καλλιεργοῦν συνεχῶς τό ταπεινό φρόνημα.

                        Ἡ εὐαγγελική αὐτή περικοπή μέ τό ἄνοιγμα τῆς περιόδου ἀναγινώσκεται πρώτη, γιά νά μᾶς ὑποδείξει ὅτι ἡ πνευματική ζωή γιά νά ἀποφέρει καρπούς, πρέπει νά ἀποβάλει τό θεομίσητο ἐγωισμό καί νά υἱοθετήσει τή θεοφίλητη ταπείνωση.  Ὁ Θεός ἀπομακρύνεται ἀπό τίς ὑψηλόφρονες καρδίες ἀλλά θρονιάζεται ἐκεῖ ὅπου πρυτανεύει τό ταπεινό φρόνημα.

                        Οἱ γεωργοί καί ὅσοι ἄλλοι ἀσχολοῦνται μέ τήν καλλιέργεια τῆς γῆς, προτοῦ ρίξουν σπόρους στό χῶμα, φροντίζουν νά καθαρίσουν τά ἀγκάθια, τίς πέτρες καί νά ἀφαιρέσουν ἀπό τό χωράφι κάθε ἄλλο ζιζάνιο καί νά προβοῦν στήν ἀπαιτούμενη καλλιέργεια, ὥστε ὁ σπόρος ὅταν πέσει στή γῆ καί φυτρώσει νά μπορέσει νά καρπίσει στήν κατάλλλη ὥρα.  Μέ τόν ἴδιο τρόπο ὅποιος καταπιάνεται μέ τά πνευματικά ζητήματα πρέπει νά προετοιμάσει τό χωράφι τῆς ψυχῆς του καί τό βάθος τῆς καρδίας του ἀνάλογα ὥστε ὁ σπόρος τοῦ εὐαγγελίου νά βρεῖ πρόσφορο ἔδαφος ἐκεῖ καί νά ἀποδώσει καρπούς πολλαπλάσιους καί ἑκατονταπλάσιους.

                        Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ὥρα τῆς παρακοῆς καί πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων στό θεῖο θέλημα κατέστη διχασμένος καί παλεύει συνεχῶς νά ξεπεράσει τόν κακό ἑαυτό του καί νά τόν ὑποτάξει στό θεῖο θέλημα.  Ὁ ἀγώνας αὐτός εἶναι σκληρός καί ἀδυσώπητος.  Αὐτήν τήν πάλη ἐκφράζει θαυμάσια ὁ θεῖος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή, μέ τά ἑξῆς: «βλέπω δέ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καί αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου.  Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος!  τίς μέ ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;  εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν.(Ρωμ. ζ΄ 23-25).

                        Μέ ἁπλά λόγια: «Διαπιστώνω ὅμως πώς ἡ πράξη μου ἀκολουθεῖ ἕναν ἄλλο νόμο, πού ἀντιστρατεύεται τόν νόμο μέ τόν ὁποῖο συμφωνεῖ ἡ συνείδησή μου: Εἶναι ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας πού κυριαρχεῖ στήν ὕπαρξή μου καί μέ κάνει αἰχμάλωτό της.  Τί δυστυχισμένος, ἀληθινά, πού εἶμαι!  Ποιός μπορεῖ νά μέ λυτρώσει ἀπό τήν ὕπαρξη αὐτή, πού ἔχει ὑποταχθεῖ στόν θάνατο;  Ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Θεό πού τό ἔκανε αὐτό, μέ τό σωτήριο ἔργο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.»    Ἀμήν!

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ & ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ (ΛΟΥΚ. 18, 10-14) Ιερά Μητρόπολις Παροναξίας



     Οι άνθρωποι ανέκαθεν έκτιζαν ναούς. Οι καλύτερες τοποθεσίες διετίθεντο για την ανέγερση ναών. Τα λαμπρότερα και μεγαλοπρεπέστερα οικοδομήματα και τα έργα της τέχνης, στα οποία άφησε την σφραγίδα του ο πολιτισμός είναι ναοί. Παρθενώνας και Ναός του Σολομώντος στην αρχαιότητα, αγία Σοφία και πλήθος άλλων ναών, πολλοί στην εποχή της Χάριτος θα παραμένουν αιώνια θαύματα τέχνης. Γιατί όμως τους οικοδομούσαν; Για να ανεβαίνουν και να προσεύχονται: «Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι». Επήγαιναν και επικοινωνούσαν εκεί με το Θεό. Και σήμερα υπάρχουν πολλοί ναοί. Δεν πηγαίνουν όμως τακτικά  όλοι οι άνθρωποι να προσευχηθούν. Δεν εκκλησιάζονται πολλοί όσο πρέπει. Η Εκκλησία μας σήμερα μας υπενθυμίζει το καθήκον του εκκλησιασμού με το σχετικό Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ας δούμε γιατί δεν εκκλησιάζονται και τι χάνουν οι μη εκκλησιαζόμενοι.
     1.- Για τα ρούχα. Δεν έχω ρούχα, λένε κάποιοι. Με τέτοια ρούχα πως θα πάω στην Εκκλησία. Αλλά άκουσες, ότι ο Χριστός ζητεί στο Ευαγγέλιο, ότι στην Εκκλησία πρέπει να πηγαίνεις μόνον όταν έχεις καινούρια ρούχα και πολυτελή φορέματα; Τα ρούχα θα προσέξει ο Χριστός ή την διάθεσή σου να προσευχηθείς και να τον λατρεύσεις; Λοιπόν, όσο παλιά και αν είναι τα ρούχα σου, τίποτε δεν πρέπει να σε εμποδίσει από το να έλθεις στην Εκκλησία. Όταν δεν έχεις καινούρια ρούχα και ταπεινώνεσαι και αδιαφορείς για τις κρίσεις κι τα σχόλια των ανθρώπων και έρχεσαι στην Εκκλησία, τότε έρχεσαι για το Θεό και θα έχεις μισθό από το Θεό.
     2.- Άλλοι πάλι δεν εκκλησιάζονται, διότι δεν τους αρέσει το προσωπικό της Εκκλησίας: Ο παπάς, οι ψάλτες, οι επίτροποι, ή τους φταίει η αταξία που επικρατεί, ακόμη και οι άλλοι εκκλησιαζόμενοι. Αλλά αδελφοί μου, στην Εκκλησία για ποιόν πηγαίνεις; Για να δεις τους ανθρώπους ή για να προσευχηθείς στο Χριστό; Αν είναι καλοί ή κακοί οι άλλοι δεν είναι δικό σου ζήτημα. Το δικό σου καθήκον είναι να κοιτάξεις τον εαυτό σου, να ταπεινωθείς μέσα στο να, για να πάρεις την ευλογία του Θεού. Αυτά που λέγονται και τελούνται κατά τη  διάρκεια της θείας λειτουργίας και των άλλων ιερών ακολουθιών, όλα είναι έγκυρα, άσχετα με την ηθική αξία ή απαξία του ιερέως που τα τελεί. Αυτό γίνεται κατά θεία οικονομία και είναι απόφαση Οικουμενικής Συνόδου. Οι ιερείς είναι τεταγμένοι από το Θεό να μοιράζουν την Χάρι, τον αγιασμό, την ευλογία.
     3.- Το πένθος προβάλλουν άλλοι ως δικαιολογία για μη εκκλησιασμό τους και κάνουν μήνες και χρόνια να πατήσουν στην Εκκλησία.
 Αλλά που σου λέω να πας; Στο γάμο, στο πανηγύρι, στη χαρά, στο γλέντι; Εδώ πρόκειται να μεταβείς στον οίκο του Θεού. Εδώ θα επικοινωνήσεις με τα Σωτήρα σου. Εδώ θα λάβεις την παρηγοριά. Εδώ θα ακούσεις από το Ευαγγέλιο τον Απόστολο, το κήρυγμα ότι ο άνθρωπός σου δεν πέθανε, αλλά ζει σε καλύτερο και ωραιότερο κόσμο, από τον οποίο σε παρακολουθεί.
     4.- Τις δουλειές τους φέρνουν οι περισσότεροι ως δικαιολογία για τον μη εκκλησιασμό τους τακτικά. Οι νοικοκυρές επικαλούνται τις πολλές καθημερινές δουλειές του σπιτιού: Το συγύρισμα του σπιτιού, το μαγείρεμα, το πλύσιμο και πολλές άλλες ασχολίες. Οι άντρες, το πλήθος των λεπτομερειών της κύριας δουλειάς του και την ανάγκη επί πλέον ενασχολήσεων, για να τα βγάλουν πέρα. Ξεχνούν τη λαïκή παροιμία: «Όσο θέλεις δούλεψε, όσα θέλει ο θεός θα σου δώσει». Έτσι λοιπόν πολλοί παρουσιάζονται σαν κομήτες.
     Έρχονται κάπου – κάπου στην εκκλησία για να ανάψουν κανένα κερί και να φύγουν, ωσάν ο Θεός να μη βλέπει και να έχει ανάγκη να τον φωτίσουν με το κερί τους. Απουσιάζουν άλλοτε για τα ρούχα, άλλοτε για το πένθος, άλλοτε για τις δουλειές, άλλοτε διότι έχουν φιλοξενούμενο, άλλοτε για το ένα  και άλλοτε για το άλλο και άλλοτε και αυτοί δεν ξέρουν γιατί. Χριστιανοί μου: Εμείς έχουμε ανάγκη να πάρουμε από το Θεό παρηγοριά, δύναμη και ευλογία. Γι΄ αυτό θα έπρεπε με λαχτάρα να ερχόμαστε στον πατέρα μας, μόλις ακούγεται η καμπάνα. Όσοι δεν εκκλησιάζονται ας έχουν υπόψη τους ότι, το πρόβατο όταν ξεκόψει από το κοπάδι γίνεται ή του λύκου ή του μαχαιριού. Και Χριστιανός που ξέκοψε από την Εκκλησία είναι χαμένος. Χωρίς την ευλογία της Εκκλησίας, εξασθενημένος ψυχικά και πνευματικά είναι έρμαιο στις διαθέσεις και τη βουλιμία του σατανά.
     Γι΄ αυτό ας αφήσουμε τις προφάσεις εν αμαρτίες και ας εκκλησιαζόμαστε τακτικά και ταπεινά, για να φεύγουμε και εμείς από το ναό δικαιωμένοι και γεμάτοι χαρά όπως ο Τελώνης.
π. Ι.Μ.

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ. του π. Ιωάννη Νικόπουλου


Μια παραβολή με μεγάλο θεολογικό βάθος! 


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
Λουκ. ιη 10-14

Με τη σημερινή ευαγγελική περικοπή η Εκκλησία μας μας εισάγει στο Τριώδιο, που είναι μια περίοδος πνευματικής προετοιμασίας, μετάνοιας, άσκησης και νηστείας, εν όψει των συγκλονιστικών γεγονότων που ακολουθούν, αυτών της Μεγάλης Εβδομάδος και του Πάσχα.


Ο Τελώνης και ο Φαρισαίος εκπροσωπούν δυο εντελώς διαφερετικούς κόσμους:

Ο Τελώνης θεωρείται ως αμαρτωλός και παράδειγμα προς αποφυγήν από τους θρησκευτικούς ανθρώπους.

Ο Φαρισαίος θεωρείται ως ο κλασσικός θρησκευτικός τύπος που πείθει ολους για τις αρετές του και τις αγαθοεργίες του.


Και όμως τη λογική αυτή την ανατρέπει το Ευαγγέλιο!

Ο Φαρισαίος, πράγματι ήταν άνθρωπος της προσευχής, της νηστείας και της φιλανθρωπίας. Ηταν συντηρητικός άνθρωπος, ήθελε την αυστηρή εφαρμογή του Μωσαικού Νόμου και των Λατρευτικών διατάξεων. Γι'; αυτό και θα περίμενε κανείς οτι θα έβρισκε την δικαίωση ενώπιον του Θεού. Ο Θεός όμως έχει άλλα κριτήρια. Δεν παρασύρεται από την εξωτερική συμπεριφορά και την θρησκευτική αυτοαπασχόληση. Τα κριτήρια του Θεού έχουν να κάνουν με το ταπεινό φρόνημα,με την ταπείνωση.

Μέσα στο ναό βλέπουμε λοιπόν δυο διαφορετικές συμπεριφορές:

α) Ο Φαρισαίος προσεύχεται για να αυτοεπιβεβαιωθεί:
-ότι δεν είναι «ωσπερ οι λοιποί των ανθρώπων», δηλαδή «άρπαγες, άδικοι, μοιχοί»
-ότι είναι ξεχωριστός αφου «νηστεύει δις του σαββάτου» και αποδίδει το 1/10 στους πτωχούς
-και προ παντός ότι δεν είναι «ως ούτος ο Τελώνης.

β) Αντίθετα ο Τελώνης έχει κατεβασμένα τα μάτια, σε μια άκρη και «μαστιγώνει» τον εαυτό του, ζητώντας το ελεος του Θεού: «Ο Θεός ιλάσθητι μοι τω αμαρτωλώ».

Το αποτέλεσμα σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού είναι ανατρεπτικό και συγκλονιστικό:
-Ο μεν Τελώνης δικαιώνεται: «κατέβη δεδικαιωμένος εις τον οίκον του»,
-Ο δε Φαρισαίος τελικά καταδικάζεται για την υπερηφάνεια του από τον ίδιο το Θεό.
Με άλλα λογια, όποιος υπερηφανεύεται θα ταπεινωθεί, ενώ όποιος ταπεινώνεται θα υψωθεί απο τον Θεό.

Το κριτήριο αυτό του Θεού ίσως και να  σκανδαλίζει κάποιους, γιατί είναι διαφορετικό από τη δική μας εκτίμηση.Απορρίπτεται ο θρησκευτικός ανθρωπος και γίνεται αποδεκτός ο κοσμικός ανθρωπος!
Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι με την παραβολή αυτή καταξιώνονται όλοι οι κοσμικοί και απαξιώνονται όλοι οι θρησκευτικοί ανθρωποι.

Ο Φαρισαίος δεν κατακρίνεται για τις αρετές του, αλλά γιατί στηρίζεται στον εαυτό του και όχι στο έλεος του Θεού. Και ο Τελώνης δεν επαινείται για την αμαρτωλότητα του, αλλά γιατί αισθάνεται την αναξιότητα του,για την μετάνοια και την ταπείνωση του.

Κυρίως η  εγωιστική λοιπόν απόρριψη  του συνανθρώπου οδήγησε στο σημερινό "σκάνδαλο" της παραβολής.

Το πρόβλημα των προσωπικών σχέσεων και ο συνάνθρωπος θα μπούν στο στόχαστρο της Σαρακοστής. Ο σκοπός της Σαρακοστής είναι ακριβώς αυτός: «Η αποκέντρωση της καρδιάς μας». Αν δεν βγάλουμε τον εαυτούλη μας από το επίκεντρο των ενδιαφερόντων μας, αν δεν ανοίξουμε μέσα μας χώρο για το Θεό και τον συνάνθρωπο, άχρηστη θα είναι η οποιαδήποτε δοκιμασία μας (προσευχή, νηστεία κ.λ.π.) και αυτή τη Σαρακοστή. Καλό Τριώδιο και καλό πνευματικό αγώνα!

Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου Του π. Στυλ. Θεοδωρογλάκη


Του π. Στυλ. Θεοδωρογλάκη
«Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλό»
Το Τριώδιο ανοίγει την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου.
Ο χαρακτηρισμός της Κυριακής αυτής, της πρώτης του λειτουργικού Τριωδίου, ανήκει στους πρωταγωνιστές της ευαγγελικής περικοπής της ημέρας, του Τελώνη και του Φαρισαίου.
Ο Τελώνης, που λογαριάζεται ως κατεξοχήν αμαρτωλός, βρίσκεται, ζει και κινείται στο χώρο της θεογνωσίας.
Ο Φαρισαίος, που λογαριάζεται ευσεβής, βρίσκεται, ζει και κινείται στο χώρο της ευσεβοφάνειας και της κοσμογνωσίας. Δηλαδή βρίσκεται μακριά από το Θεό, αν και λογαριάζεται ως άνθρωπος του Θεού.
Η αλήθεια είναι ότι πράγματι τιμά και τηρεί το Νόμο, αλλά ουσιαστικά δεν αναγνωρίζει και δεν παραδέχεται το νομοδότη, δηλαδή τον ίδιο το Θεό.
Δε γνωρίζει ότι ο Νόμος αφ’ εαυτού δε σώζει «ουκ εξ έργων Νόμου, δικαιωθήσεται παλ άνθρωπος»
Ο Τελώνης έχει βαθύτατη αίσθηση της πραγματικότητας. Γνωρίζει ότι είναι βουτηγμένος ως το λαιμό στην αμαρτία και δεν περιμένει από πουθενά αλλού, παρά μόνον από το έλεος του Θεού. Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλό».
Ο Φαρισαίος αυτοδημιουργεί μια σχέση «δούναι, λαβείν» με το Θεό. Νηστεύει, κάνει ελεημοσύνες, προσεύχεται.
Άρα δεν έχει ανάγκη κανένα. Δεν είναι όπως οι άλλοι άνθρωποι ούτε όπως τον Τελώνη. «Ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων». Φτάνει με αποκλειστικά δική του υπαιτιότητα στην πλήρη απομόνωσή του, όχι μόνον από το Θεό, αλλά και από τους άλλους ανθρώπους.
Ο Τελώνης θεωρεί τον εαυτό του τόσον πολύ αμαρτητικά βρώμικο, ώστε να μην τολμά να εισέλθει μέσα στο Ναό.
Μένει απ’ έξω, μπροστά στην είσοδο και με βαθύτατη συναίσθηση της αμαρτησιακής κατάστασης, ζητά επίμονα την επιείκια, το έλεος, την αγάπη του Θεού.
Ο Φαρισαίος με υπερηφάνεια και θρασύτητα αυτοαξιολογείται και αυτοδικαιώνεται.
Ο Τελώνης, δε μπορώ να κάνω τίποτα καλύτερο. Βρίσκομαι μπροστά στην πόρτα σου Κύριε, κάνε με ότι θέλεις. Δηλαδή ζητά τη δικαίωσή του από το Θεό. «Ο θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Πρόκειται για το κλειδί που έχουμε στη διάθεσή μας για ν’ ανοίγουμε την πόρτα του Θεού.
Πρόκειται για τη δημιουργία μιας άλλης σχέσης μας με το Θεό. Σχέση Πατέρα – παιδιού, σχέση κοινωνίας με το Θεό και το συνάνθρωπο.
Όχι στο Φαρισαϊκό νομικιστικο επιχείρημα, εκπληρώνω τα θρησκευτικά μου καθήκοντα, τηρώ το Νόμο, είμαι εντάξει.
Οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι ο Νόμος, ακόμα και ο Νόμος του Θεού δε σώζει. Ο Θεός σώζει.
Ο Νόμος εσταύρωσε το Χριστό. Ο Θεός διέσωσε την υπόληψή του από την προσβολή του Νόμου με την ανάστασή του.
Ο θεός είναι ζωή και ανάσταση με τη χάρη του ζούμε. Με τις ευλογίες του προκόβουμε στην κατά Χριστόν ζωή.
Στην Εκκλησία μας δεν αποζητούμε νομική κάλυψη, για τις αμαρτίες μας, ζητούμε την αγάπη του Θεού.
«Ο θεός αγάπη εστίν», δεν έχει, είναι αγάπη ο Θεός και ο δικός μας στόχος είναι, όχι να δικαιολογήσουμε ή να δικαιολογηθούμε, αλλά να ζήσουμε αυτό το είναι του Θεού στη φύση της ύπαρξης και της ζωής του.
Να γίνουμε «θείας Φύσεως κοινωνοί» και να αξιωθούμε να ζήσουμε τη χαρά του αγίου αποστόλου Παύλου όπως εκείνος τη ζει και την τραγουδεί «ζω ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός…»
Αυτό δεν είναι υπερβολικό, ανήκει στην «κατά φύσιν οδόν» της τελείωσης και ολοκλήρωσης (της προσωπικότητας του ανθρώπου).
«Των αγίων ο χορός εύρε πηγήν της ζωής…
Ο θεός δεν κρύβεται, βρίσκεται μπροστά μας και τόσο κοντά μας, όσο μπορούμε να νοιώθουμε την πνοή της ζωής του, να αναπνέουμε τον αέρα της δύναμής του και να χαιρόμαστε τη χαρά της παρουσίας, και να προχωρούμε αισιόδοξα στη ζωή και την κοινωνία, με τις χαρές και τις λύπες της καθημερινότητας, με τα βάσανα και τις δοκιμασίες στο πρόσωπο, την υγεία, την οικογένεια, στην εργασία και τη διασκέδαση.
Είμαστε «η εικόνα» του Θεού και Δημιουργού μας και έχουμε το προνόμιο του «καθ’ ομοίωσιν» να του μοιάσουμε.
Οι άγιοι, δεν άνοιξαν, συνεχίζουν να διευρύνουν αυτό το δρόμο του αγιασμού και της θέωσης.
Δε σταμάτησε μέσα στους αιώνες, εώς και σήμερα, να διαποτίζεται και να τροφοδοτείται η ανθρωπότητα με τον αγιασμό του μόνου αγιάζοντος Χριστού.
Οι άγιοι λαμπρύνουν τους αιώνες και την εποχή μας και εξακολουθούν να ζωογονούν, να τροφοδοτούν και να στηρίζουν με το ήθος τους, ήθος Χριστού αναστάντος, όλους τους ανθρώπους κάθε τάξεως και κάθε κοινωνίας.
Η δικαίωση του Τελώνη, η δικαίωση του αμαρτωλού, είναι το κουράγιο μας, είναι η ελπίδα μας.
Η αμαρτία μας δεν εμποδίζει τη χάρη του Θεού να φτάξει ως εμάς, και να ζήσουμε τη δικαίωση της στοργής, της αγάπης και του ελέους του Θεού.
Ο Τελώνης μαζί με τους αγίους, της αγίας μας Εκκλησίας, μας δίνουν το στίγμα, τον προσανατολισμό και της κατά Χριστόν σταδιοδρομίας μας» σε όποια αμαρτητική κατάσταση κι αν βρισκόμαστε.

Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου- «Χριστώ συναντηθώμεν»



Με τη σημερινή Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου ξεκινά η εκκλησιαστική περίοδος του Τριωδίου, που είναι καιρός Μετανοίας, αλλαγής δηλαδή τρόπου ζωής. Και ο σκοπός της αλλαγής; Για να ζήσουμε τον σταυρικό τρόπο ζωής, «Ίνα Χριστώ συναντηθώμεν». Να μη μείνουμε δούλοι της «κατά σάρκα ζωής», της αμαρτίας και των παθών, αλλά να ζήσουμε «εν Χριστώ», να χριστοποιηθούμε, που θα πει να θεωθούμε.
Για την αγία μας Εκκλησία όλος ο ανθρώπινος βίος είναι καιρός Μετανοίας, για πραγματοποίηση αυτού του σκοπού. Επειδή όμως είμαστε αμελείς και ράθυμοι (=οκνηροί) στα πνευματικά και πρέπει να καταβάλουμε τις αντιστάσεις της επαναστατημένης σάρκας, που δε θέλει να υποταγεί στην πνευματική ζωή, η Εκκλησία κηρύσσει Μετάνοια και μας καλεί ν’ αγωνισθούμε, έστω και σ’ αυτό το διάστημα προ του Πάσχα. Η μορφή δε του αγώνα αυτού βρίσκεται στις λέξεις: «Νεκρούμενοι και ανιστάμενοι» κάθε ήμερα
Πριν από τη Μετάνοια η σχέση μας και η αγάπη μας αναφέρονται στον «εκπεσόντα» εαυτό μας, τον «παλαιόν άνθρωπον», όπως τον ονομάζει ο απ. Παύλος, ή αλλιώς τον «κατά σάρκα». Όλος ο βίος μας εξαντλείται στην ικανοποίηση των επιθυμιών και επιδιώξεων του εγωκεντρικού εαυτού μας. Αυτή όμως η σχέση και η αγάπη οδηγούν τον άνθρωπο στον αιώνιο θάνατο, που είναι η απομάκρυνση από τον Θεό. Η πρόσκληση της Εκκλησίας για Μετάνοια σημαίνει να «απολέσωμεν» τον παλαιό εαυτό μας, που κυριαρχείται από τα πάθη, η δε σχέση με αυτόν να μεταμορφωθεί σε σχέση και αγάπη και κοινωνία με τον Θεό και τον άνθρωπο. Αυτό δεν σημαίνει αλλαγή στην εξωτερική συμπεριφορά, αλλά αλλοίωση εσωτερική, μεταμόρφωση της ζωής και της ύπαρξής μας, ριζική αλλαγή όλης της υπόστασής μας.
Η αναφορά της Εκκλησίας μας κατά την περίοδο αυτή, περισσότερο στον Χριστό, την Παναγία, τους Αγίους, είναι ακριβώς η μεταστροφή της αγάπης, από τον κόσμο και τα πράγματά του στον Χριστό. Και η μεν σχέση μας με τα πράγματα, που εξυπηρετούν τον «παλαιόν» άνθρωπο, αναφέρονται στη βιολογική ζωή, που καταλήγει στον θάνατο, ενώ η σχέση με τον Χριστό γίνεται πηγή ζωής αιωνίας.
Στον Μοναχισμό δεν υπάρχει κενό στην αγαπητική σχέση του Μοναχού με τον Θεό, χάρη στη νοερά και αδιάλειπτη προσευχή, που συνίσταται στις πέντε λέξεις: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Η προσευχή αυτή χαρίζει στους μοναχούς «πνοήν ζωής». Απομάκρυνση από τη σχέση με τον Θεό είναι απομάκρυνση από τη ζωή, δηλαδή θάνατος, έστω και αν διαθέτουμε αφθονία υλικών αγαθών. Όπου υπάρχει παρουσία του Θεού, είναι ζωή αιωνία. Απ’ όπου ο Θεός απουσιάζει, είναι θάνατος, πρώτα της ψυχής και ύστερα του σώματος. Σ’ αύτη την αλλαγή ζωής αποβλέπουν η νηστεία, η προσευχή, η άσκηση γενικά, η ελεημοσύνη, η συμμετοχή στα μυστήρια κ.λπ. για να πέσουν οι αντιστάσεις του σαρκικού φρονήματος. Είναι ο τρόπος συμμετοχής μας στα πάθη του Κυρίου μας. Νεκρούμενοι στα πάθη και την «κατά σάρκα» ζωή, συμμετέχουμε στον Σταυρό Του και ζώντας με τον Θεό, ενεργοποιούμε τη Χάρη Του μέσα στην ύπαρξή μας, που είναι Ανάσταση. «Περιπατούμεν εν καινότητι ζωής», για να γίνουμε «καινοί άνθρωποι» (=καινούργιοι) κατά το πρότυπό μας, που είναι ο Χριστός και αυτό είναι σωτηρία.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας λένε, πως ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό με πρότυπο τον Θεάνθρωπο Χριστό και φέρει μέσα του την έφεση να ομοιωθεί με το πρότυπο Του. Γι’ αυτό πήραμε λογισμό (=σκέψη) για να σκεπτόμαστε τον Χριστό και νουν και επιθυμία για να τρέχουμε σ’ Αυτόν και μνήμη για να τον φέρουμε συνεχώς μέσα σ’ αυτή. Δεν είναι ο παλαιός άνθρωπος η βάση για να γίνει η ενανθρώπηση του Νέου, αλλά ο Νέος -ο Σαρκωμένος Λόγος, ο Χριστός- είναι παράδειγμα για τον παλαιό.
Αυτή η στροφή, τόσο της ψυχής όσο και του σώματος, προς τη Χάρη του Θεού προς βοήθεια, για να γίνουμε συνοδοιπόροι του Χριστού -νεκρούμενοι και ανιστάμενοι- είναι ο σκοπός του αρχο­μένου Τριωδίου και ιδιαίτερα της Μ. Τεσσαρακοστής.
Στη σημερινή Παραβολή του Τελώνη και Φαρισαίου, ο Χριστός μας δίνει να καταλάβουμε τί είναι και τί δεν είναι Μετάνοια.
1. Η Μετάνοια του Τελώνη
Ο Τελώνης είναι παράδειγμα αληθινής μετανοίας. Και το πρώτο σημείο από το οποίο ξεκινά η μετάνοια, είναι να νοιώσει ο άνθρωπος την ανεπάρκειά του χωρίς τον Θεό. Ο Τελώνης κατέχει πολλά, εν τούτοις δεν νοιώθει αυτάρκης. Δεν είναι σε θέση τα πλούτη να αναπληρώσουν τη δωρεά της αγάπης και της Χάριτος του Θεού. Γι’ αυτό αποφασίζει να μετανοήσει, δηλαδή να νεκρώσει την αυτόνομη από τον Θεό εγωκεντρική ζωή του και να εγκαινιάσει για τον εαυτό του την καινούργια ζωή με τον Θεό.
Η νέκρωση της παλαιάς ζωής θα έχει κόστος, είναι ένας εσωτερικός θάνατος του «θελήματος της σαρκός», αλλ’ ο Τελώνης είναι πρόθυμος να «δώσει και αίμα για να πάρει Πνεύμα». Είναι θάνατος, που φέρει ζωή και χαρά, γιατί θανατούται η φιλαυτία και το αμαρτωλό θέλημά μας. Όλος εκείνος ο αγώνας και η επιστράτευση των δυνάμεων της ψυχής και του σώματός του για να αποκτήσει τα τεράστια πλούτη και τα κέρδη του, πρέπει να νεκρωθούν ή μάλλον να μεταποιηθούν σε αγώνα για κέρδη ουράνια, πνευματικά.
2. Ως «κύων τεθνηκώς»
Ανεβαίνει στον Ναό μαζί με τον Φαρισαίο για να προσευχηθούν. Το «ανέβασμα» για τον Τελώνη δεν ήταν φαινομενικό, επειδή ο Ναός βρισκόταν σε ψηλό μέρος, αλλά εσωτερικό, της ψυχής. Ανέβασμα προς τη θεία ζωή, επειδή αποφάσισε να νεκρώσει τη μέχρι τώρα ζωή του. «Ανέβαινε με επίδοση της ψυχής στην αρετή και μάλιστα στην ταπεινοφροσύνη». Με την ταπεινοφροσύνη αφανιζόταν η «κατά σάρκα» ζωή, που διψούσε για πλούτη και επαίνους των ανθρώπων, αλλά ανέβαινε η κατά Θεόν ζωή της αγάπης και της κοινωνίας με τον Θεό και τον πλησίον. Η ταπεινοφροσύνη είναι η αρχή, το μέσο, αλλά και το τέλος της Με­τανοίας. Είναι το ένδυμα που ντύθηκε ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του και τώρα που το ντύνεται και ο Τελώνης, αρχίζει η σχέση του με τον Χριστό. Γιατί, όπως λένε οι Πατέρες, «οποίος ντυθεί την ταπεινοφροσύνη, ντύνεται τον ίδιο τον Χριστό».
Ο Τελώνης δεν υποκρίνεται και δεν προσποιείται τον καλό, για να κερδίσει την υπόληψη και τον θαυμασμό του κόσμου. Το προσποιημένο είναι πλαστό, ψεύτικο. Ο Τελώνης είναι άνθρωπος αληθινός, όπως αληθινοί είναι οι Άγιοι, που πίστευαν και μιλούσαν για την αθλιότητά τους. Και ο Τελώνης αυτό πιστεύει. Παρουσιάζεται όπως είναι: άδικος, άρπαγας, ακάθαρτος στην ψυχή, ως «κύων τεθνηκώς» (=ψόφιο σκυλί). Δεν προσποιείται τον ευσεβή, αφού δεν είναι. Λέγει την αλήθεια όσο κι αν είναι πικρή. Με τέτοια συναίσθηση, όχι μόνο ταπεινοφρονεί, αλλά και συντρίβεται μπροστά στον Θεό, μεταμελείται για την αμαρτωλή ζωή του και λαχταρά να συναφθεί εσωτερικά με τον Χριστό. Μπαίνοντας στον Ναό αποφεύγει κάθε περίοπτη θέση, προσεύχεται με συντριβή, δάκρυα και στεναγμούς, κτυπά το στήθος του και ζητά το μεγαλύτερο αγαθό, το έλεος του Θεού. «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», είναι η συνεχής προσευχή του. Το πάθος του πλούτου μεταποιήθηκε σε πάθος για το έλεος του Θεού. Και αυτό είναι Μετάνοια.
Είναι δυνατό ο φιλάνθρωπος Θεός να αρνηθεί το έλεός Του σε τέτοια προσευχή, που βγαίνει από καρδιά «συντετριμμένη και τεταπεινωμένη»;
Ο Φαρισαίος τον κατακρίνει δημόσια, τον εξευτελίζει για να τον γελοιοποιήσει και αυτός τα δέχεται και δεν εξοργίζεται, δεν ανταποδίδει τις ύβρεις, γιατί πιστεύει πως είναι και χειρότερος από ό,τι τον κατηγορεί. Δέχεται τις ταπεινώσεις και την αδοξία, γιατί μ’ αυτά ο Θεός τον δικαιώνει και τον υπερυψώνει. Τους επαίνους και τον θαυμασμό του κόσμου δεν τα επιθυμεί, γιατί νεκρώθηκε για τον κόσμο. Έχει διαγράψει τον εαυτό του για τον κόσμο. Έγινε «μωρός διά Χριστόν».
Με την «απώλεια» του «εγώ» του, με την καθήλωση στον σταυρό των ονειδισμών και της οδύνης του ανθρώπου της αμαρτίας, συντάσσεται με τον Χριστό και γίνεται συνοδοιπόρος του για τους ονειδισμούς και τους εμπαιγμούς, που θα υποστεί στον Γολγοθά. Γίνεται «καινός άνθρωπος», κατά το υπόδειγμα του Χριστού. Αυτή την «κοινότητα της ζωής» εκφράζει ο Χριστός όταν λέγει: «Κατέβη δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού», διότι ο «ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Η μετάνοια του Τελώνη τον ανέδειξε «εκ νεκρών ζώντα». Μεταστράφηκε, άλλαξε, ο δε έρωτας του πλούτου και η δόξα του κόσμου μεταποιήθηκαν σε έρωτα για τον Θεό και τη Βασιλεία Του. Μόνο που αυτά που ένοιωσε ο Τελώνης στο βάθος της ψυχής του, τη χαρά της ανάστασης από τους ονειδισμούς, τη γλυκύτητα από την πικρία των προσβολών και εξευτελισμών, την ανάπαυση από τον κόπο, θα παραμένουν άρρητα (=ανείπωτα) για μας, που δεν έχουμε εμπειρίες της αληθινής Μετάνοιας.
3. Ο Φαρισαίος, αμετανόητος και υπερόπτης
Ο Φαρισαίος, που αναφέρει ο Κύριος στο Ευαγγέλιο, ποτέ του δε μετανόησε, γιατί ποτέ δεν ένοιωσε την ανάγκη του Θεού. Ένοιωθε αυτάρκεια με τον εαυτό του. Γιατί ν’ αλλάξει ζωή; Γιατί να συναφθεί με τον Θεό, αφού δεν τον έχει ανάγκη; Ήταν άνθρωπος εγωκεντρικός, αλαζόνας, υπερόπτης, σκληρός και απάνθρωπος, ιδιαίτερα δε στους αμαρτωλούς. Καυχόταν πως γνώριζε τον Νόμο και αγνοούσε τον Νομοθέτη. Εκτός από τη φιλαυτία του (=την αγάπη στον εαυτό του) δεν γνώριζε τί είναι αγάπη. Αγνοούσε ότι η αγάπη είναι το «πλήρωμα του Νόμου», τον οποίο ερμήνευε. Αυτό δε οφείλεται, στο ότι δεν είχε ούτε και αμυδρά σχέση με τον Θεό, που είναι αγάπη.
Σκοπός του Φαρισαίου ήταν να αναγνωρίζεται από τους ανθρώπους ως καλός, σπουδαίος, σοφός, δάσκαλος της αρετής. Γι’ αυτό και ό,τι καλό έκανε, απέβλεπε «προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις». Πάσχει από εγωκεντρισμό και αυτοϊκανοποίηση. Ποτέ του δεν παρουσιάζεται όπως είναι, για να μη μειωθεί η υπόληψη και το κύρος του μεταξύ των ανθρώπων. Η κενοδοξία του δεν έχει όρια. Υποκρίνεται τον ευσεβή και πλάθει μια ψεύτικη εικόνα για τον εαυτό του. Δεν μοιάζει με τον Τελώνη που παρουσιάζει την αληθινή εικόνα και γίνεται κατήγορος του εαυτού του.
Πώς λοιπόν θα μετανοήσει ο άνθρωπος αυτός, αφού η Μετάνοια προϋποθέτει το «απαρνησάσθω εαυτόν»; Πώς να σταυρώσει το «εγώ» του και να το θέσει κάτω από όλους, αφού πασκίζει να είναι πάνω από όλους; Ποτέ του δεν γεύθηκε την υψοποιό ταπείνωση.
Πώς θα γίνει «μωρός» για τον κόσμο, ο άνθρωπος που υποφέρει από αλαζονεία και υψηλοφροσύνη; Προσπαθεί να συντηρήσει τον αμαρτωλό εαυτό του, που θα έπρεπε να νεκρώσει.
Ανεβαίνει κι αυτός στον Ναό με τον τελώνη για να προσευχηθεί, για να συναντήσει τον Θεό. Δεν ξέρει όμως, ότι ο Θεός βρίσκεται στην «οδόν των ταπεινών».
Στην παραβολή ο Χριστός λέγει: «Ο Φαρισαίος σταθείς προς εαυτόν ταύτα προσηύχετο». Οι Πατέρες λένε, πως το «σταθείς» σημαίνει το «αγέρωχον, το υψηλόφρον και αταπείνωτον» του Φαρισαίου. Και μάλιστα δεν προσεύχεται στον Θεό, αλλά «προς εαυτόν», στον εαυτό του.
Ευχαριστεί τον Θεό, όχι για τις ευεργεσίες του, αλλά γιατί διαφέρει από όλους: Όλοι είναι άρπαγες, άδικοι, μοιχοί και ονομαστικά ο Τελώνης. Κατακρίνει, προσβάλλει και εξευτελίζει όλους, έκτος από τον εαυτό του. Και αυτό είναι χαρακτηριστικό του υπερόπτη και υπερήφανου. Ο ταπεινός δέχεται τις προσβολές και δεν τις ανταποδίδει. Αυτό που έκανε και ο Τελώνης.
Ο Φαρισαίος καυχάται πως «νηστεύει, δίνει ελεημοσύνη το δέκατο της σοδειάς του» και με αυτά δικαιώνει μόνος του τον εαυτό του. Ο Κύριος όμως είπε, πως και αν ακόμη τηρήσουμε «όλο τον Νόμο», να λέμε πως είμαστε «αχρείοι δούλοι».
Όλες οι αρετές αφανίζονται, όταν συζευχθούν με την υπερηφάνεια. Η υπερηφάνεια έκανε δαιμονικό το αγγελικό τάγμα του Εωσφόρου. Η ίδια κακία εξόρισε τον Αδάμ από τον Παράδεισο. Γι’ αυτό και ο Χριστός, για να μας ανοίξει τον Παράδεισο ντύθηκε την ταπεινοφροσύνη.
Οι Άγιοι, επειδή μιλούσαν για την αθλιότητά τους, έπιαναν τα θηρία με τα χέρια τους. «Λέγανε για τον άγιο Μακάριο, ότι έγινε κατά το γεγραμμένο, θεός επίγειος, διότι όπως ο Θεός σκεπάζει τον κόσμο, έτσι έγινε και ο αββάς Μακάριος σκεπάζων τα ελαττώματα που έβλεπε, σαν να μη τα έβλεπε και όσα άκουε, σαν να μη τα άκουε», γιατί αγαπούσε τον κόσμο και ήταν ταπεινός.
Κάποιος άλλος αναχωρητής που έβγαλε δαιμόνια, τα ρωτούσε: Τί είναι εκείνο που σας κάνει να εξέρχεσθε; Και απαντούσαν: Τίποτε δεν μας νικά, παρά μόνο η ταπεινοφροσύνη.
Ας τελειώσουμε με αποφθέγματα των Πατέρων: «Όλη η εν Χριστώ ζωή είναι η κάθαρση της ψυχής από την υπερηφάνεια». Και «είναι προτιμότερο να αμαρτάνουμε και να μετανοούμε και να ταπεινωνόμαστε, παρά να έχουμε πνευματικά επιτεύγματα και να υπερηφανευόμαστε».
(Π.Μουχταρούδη, θεολόγου, «Διήρχετο δια των σπορίμων», τ.Β΄ εκδ. Ι.Μητροπόλεως

Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου- Η προσευχή για τον εαυτό μας π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός



[Telonou+kai+Farisaiou.jpg]

Η προσευχή αποτελεί για τον άνθρωπο που πιστεύει βαθιά ανάγκη της ύπαρξης. Παρότι για πολλούς είναι μία τυπική διαδικασία, κυρίως πριν τον ύπνο, για όλους καθίσταται σημείο ζωής και ελπίδας στις δυσκολίες μας. Όταν νιώθουμε ανασφάλεια, όταν βλέπουμε ότι τόσο για τον εαυτό μας όσο και για τους δικούς μας ανθρώπους οι ελπίδες για ζωή, πρόοδο, επιτυχία λιγοστεύουν ή όταν βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις της ζωής μας, που ο εαυτός μας νιώθει ότι από μόνος του δεν επαρκεί για να τις αντιμετωπίσει, τότε σπεύδουμε να προσευχηθούμε, να εναποθέσουμε τις προσδοκίες για βοήθεια στο Θεό, για τον Οποίο είμαστε βέβαιοι ότι και μας αγαπά και μπορεί να μας δώσει αυτό που επιθυμούμε. Τι Θεός θα ήταν άλλωστε αν δεν είχε τέτοια δυνατότητα;
Στη ευαγγελική περικοπή, με την οποία ξεκινά η ωραία κατανυκτική και άκρως διδακτική περίοδος του λειτουργικού έτους, το Τριώδιο, ο Χριστός κάνει αναφορά σε δύο ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν καμία πρόκληση ενώπιόν τους, ούτε περνούν δυσκολίες. Δεν έχουν ανασφάλεια και άγχος μπροστά στις καταστάσεις της ζωής τους, αλλά πηγαίνουν στο ναό, όπως συνήθιζαν οι Ιουδαίοι, για να προσευχηθούν. Η προσευχή τους δεν είναι ούτε για τους άλλους. Μπροστά στο Θεό αποκαλύπτουν τον εαυτό τους και για τον εαυτό τους προσεύχονται, συνομιλούν δηλαδή με το Θεό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Χριστός μιλά για μία προσευχή που ξεπερνά φόβους, άγχη, ανασφάλειες και γίνεται υπαρξιακή, οντολογική προσευχή. Μόνο που ο καθένας από τους δύο ανθρώπους προσεγγίζει διαφορετικά την ύπαρξή του και μάλιστα μπροστά στο Θεό.
Ο Φαρισαίος ανεβαίνει ψηλά, για να βλέπει τους άλλους και να τον βλέπουν οι άλλοι. Κοιτά τη ζωή του και αισθάνεται ότι απέναντι στο Θεό δεν χρωστά τίποτε. Ο εαυτός του είναι τέλειος. Πρώτα τον συγκρίνει με τους άλλους ανθρώπους και εκεί διαπιστώνει ότι δεν είναι άρπαγας, άδικος, μοιχός όπως εκείνοι και ειδικά όπως ο τελώνης, τον οποίο φαίνεται ότι ο Φαρισαίος τον γνώριζε. Κατόπιν συγκρίνει τον εαυτό του με τον Θεό και εκεί διαπιστώνει ότι τηρεί στον έπακρο βαθμό τις εντολές του νόμου, νηστεύει δηλαδή δύο φορές την εβδομάδα και δίνει στο ναό το δέκατο των εισοδημάτων του. Ο Φαρισαίος διαπιστώνει ότι σε σχέση τόσο με τους ανθρώπους, όσο και με το Θεό είναι άψογος. Ο Χριστός, σε σύντομο σχόλιο Του, αναφέρει ότι ο Θεός δεν θα μπορούσε να δικαιώσει έναν τέτοιο άνθρωπο, γιατί ο Φαρισαίος δεν χρειαζόταν τελικά τον Θεό. Η προσευχή του δεν ήταν κίνηση αγάπης έναντι του Θεού, αλλά κίνηση αυτοδικαίωσης. Η υπερηφάνεια του Φαρισαίου δεν του επέτρεπε να διαπιστώσει το αληθινό περιεχόμενο της ύπαρξής του, το οποίο διαφαίνεται από τη φράση «ή και ως ούτος ο τελώνης» (Λουκ. 18, 11). Η ύπαρξή του πορευόταν με κριτήριο τον εαυτό του, την καθαρότητά του, την αξία του, την αυτοπεποίθησή του και ταυτόχρονα δεν είχε καμία συγκατάβαση εναντίον των άλλων ανθρώπων. Έβλεπε έξω του, κοιτούσε μέσα του και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τελειότητά του ήταν δεδομένη.
Αντίθετα, ο Τελώνης δεν βλέπει τους άλλους, δεν βλέπει τον κόσμο. Αντίθετα στέκεται μακριά από όλους τους άλλους. Αλλά δεν τολμά να κοιτάξει ούτε το Θεό. Το μόνο που βλέπει είναι ο εαυτός του και εκεί διαπιστώνει ότι όχι μόνο δεν έχει τίποτε για να καυχηθεί, αλλά η ζωή του είναι γεμάτη αμαρτίες, δηλαδή και απέναντι στο Θεό και απέναντι στους ανθρώπους δεν είχε να δώσει κάτι. Το εσωτερικό του κενό όμως στην ουσία αποτέλεσε και την αφετηρία για την δικαίωσή του. Γιατί διαπιστώνοντας την αδυναμία του, την αποδέχτηκε με ταπείνωση και έκανε το μόνο που θα μπορούσε αληθινά να τον βοηθήσει. Επικαλέστηκε το έλεος και την ευσπλαχνία του Θεού, ομολογώντας την αμαρτωλότητά του. «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. 18, 13). Ο Χριστός, σε σύντομο σχόλιό Του, διαβεβαιώνει ότι τελικά ο τελώνης δικαιώθηκε και συγχωρέθηκε από το Θεό γιατί με τη θέλησή του αποδέχθηκε την αδυναμία του και ταπεινώθηκε. Σε αντίθεση με τον Φαρισαίο, ο τελώνης έβλεπε μόνο εντός του και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ατέλειά του ήταν δεδομένη.
Οι δύο αυτοί ανθρώπινοι τύποι απαντώνται τόσο στην ζωή της Εκκλησίας όσο και του κόσμου. Υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι διαρκώς βρίσκονται στραμμένοι στη λογική της σύγκρισης του εαυτού τους τόσο με τον κόσμο όσο και με τις εντολές του Θεού και οι οποίοι αγωνίζονται να τηρήσουν τα όσα ο Θεός ζητά, όχι όμως από αγάπη προς Εκείνον, αλλά από αγάπη προς τον εαυτό τους. Στόχος τους η δικαίωσή τους. Γνώμονάς τους η κατάκριση των άλλων. Και μέσα στην υπερηφάνειά τους, δεν καταλαβαίνουν ότι δεν μπορεί η ύπαρξή τους να είναι τέλεια, καθώς κανείς άνθρωπος, όσο και να προσπαθήσει, δεν μπορεί να νικήσει την αμαρτία, η οποία τον χτυπά άλλοτε με τα έργα που έρχονται σε αντίθεση με το θέλημα του Θεού και άλλοτε με τους λογισμούς της υπερηφάνειας και της τελειότητας. Η αυτοπεποίθηση γίνεται τύφλωση του νου. Η σύγκριση και η κατάκριση σβήνουν την αγάπη και την ευσπλαχνία για τους άλλους. Και τελικά η φιλοδοξία κάνει τον άνθρωπο να προσεύχεται για τον εαυτό του όχι για να συναισθανθεί τι του λείπει, αλλά για να αυτοεπαινεθεί επειδή κατά τη γνώμη του δεν του λείπει τίποτα.
Αυτόν τον ανθρώπινο τύπο τον συναντούμε στα πρόσωπα εκείνων που διεκδικούν για τους εαυτούς τους την αυθεντία και την αλήθεια. Πολιτικοί, διανοούμενοι, εκκλησιαστικοί άνδρες, ακόμη και απλοί πιστοί, τυφλωμένοι είτε από τις θέσεις και τα αξιώματά τους, είτε από τις γνώσεις και τα χαρίσματά τους, είτε από την ημιμάθειά τους, είτε από τον χαρακτήρα και την απουσία πνευματικού αγώνα, ευχαριστούν το θεό τους, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον εαυτό τους, για το ότι ξεχωρίζουν από τους άλλους και είναι οι μόνοι αληθινοί και αυθεντικοί και στην ουσία διεκδικούν την δικαίωση από τους άλλους ανθρώπους, διότι μόνο αυτοί γνωρίζουν και εφαρμόζουν ό,τι είναι σωστό.
Αντίθετα, τον τύπο του τελώνη τον συναντούμε μακριά από τους προβολείς της δημοσιότητας, στα πρόσωπα εκείνων οι οποίοι χωρίς να κάνουν θόρυβο για τον εαυτό τους, βλέπουν εντός τους πολύ περισσότερο από ό,τι εκτός τους. Διαισθάνονται ότι σε σύγκριση με τον τέλειο Θεό, ό,τι κι αν κάνουν είναι ατελείς. Και όχι μόνο αυτό. Τους πληγώνει η αδυναμία τους να κάνουν αυτό που πραγματικά ζητά ο Θεός και η παράδοσή τους στα πάθη και τους λογισμούς του αιώνος τούτου. Και εκεί ομολογούν ενώπιον του Θεού την αδυναμία τους, επιλέγοντας τον δρόμο της ταπείνωσης. Αλλά και μέσα στον κόσμο, ανάμεσα σ’ εκείνους που ξεχωρίζουν, μπορούμε να συναντήσουμε τέτοιους τύπους. Είναι εκείνοι που προτείνουν και δεν διαβεβαιώνουν ότι έχουν τις λύσεις. Είναι εκείνοι που λένε την αλήθεια και δεν θεωρούν ότι οι εαυτοί τους είναι η αλήθεια. Είναι εκείνοι που εμπιστεύονται το Θεό και ζητούν την ευσπλαχνία Του, γιατί γνωρίζουν ότι από μόνοι τους δεν επαρκούν. Είναι τελικά, εκείνοι που για τον εαυτό τους λένε μία ωραία προσευχή ενός ασκητή της Αιγύπτου, του αββά Μακαρίου: «Κύριε, όπως ξέρεις και όπως θέλεις, ελέησέ με». Καθώς εισερχόμαστε στο Τριώδιο, ας σπουδάσουμε σε ποιον ανθρώπινο τύπο τείνουμε να μοιάσουμε υπαρξιακά. Το σχόλιο του Χριστού μας δείχνει τι θέλει ο Θεός από εμάς. Και είναι βέβαιο ότι δεν είμαστε η αλήθεια. Αν αυτό μας βοηθήσει με περισσότερη αγάπη και συγκατάβαση να φερόμαστε έναντι των άλλων, να μην βλέπουμε εκείνους ως το κριτήριο της πορείας και του εαυτού μας, αλλά να στρεφόμαστε εντός μας και να καταλαβαίνουμε ότι, ακόμη κι αν προοδεύουμε πνευματικά και κοσμικά, έναντι του Θεού και όσων Τον αγάπησαν, δηλαδή των αγίων, όχι απλώς θα υστερούμε, αλλά θα είμαστε τίποτα, τότε θα επιλέξουμε τον δρόμο της ταπείνωσης. Όχι για να δικαιωθούμε από τον Θεό, αλλά για να βρούμε τον αληθινό δρόμο προς την εσωτερική μας ανάσταση.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός 

Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

  αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας)  -  εικ . Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος  αρχίζει το αόρατο μυστήριο· ...