Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 05, 2012

Τριώδιο. «Δός μοι κατανύξεως πόθον»



Το κατανυκτικότατο Τριώδιο είναι ή κατ’ εξοχήν περίοδος του λει­τουργικού έτους πού έχει το χρώ­μα της συντριβής και μετανοίας, στάζει από το μέλι της ιεράς και ευλογημένης κατανύξεως. Οι πιστοί πού με ευλάβεια παρακολουθούν τις ιερές Ακολουθίες του, τούς κατανυκτικούς Ε­σπερινούς, τούς  Όρθρους, τις θείες Λει­τουργίες του ιερού Χρυσοστόμου και του Μεγάλου Βασιλείου, τις Προηγιασμένες Λειτουργίες, τα Μεγάλα Απόδειπνα, τις στάσεις των Χαιρετισμών του Ακάθι­στου Ύμνου, θερμαίνονται από τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος και απολαμβά­νουν το θείο δώρο της κατανύξεως. Την περίοδο του Τριωδίου έκτος από τα κα­τανυκτικά τροπάρια της Παρακλητικής ψάλλονται και άλλοι κατανυκτικοί ύμνοι (κανόνες, αίνοι, ιδιόμελα, δοξαστικά) από το ομώνυμο βιβλίο της περιόδου, το Τριώδιο, πού μας κατανύσσουν με τα εξαίρετα βυζαντινά μέλη τους. Επίσης την περίοδο του Τριωδίου συμπλέκονται στις ιερές Ακολουθίες κατάλληλα ιερά Αναγνώσματα πού μας καλούν στην τα­πείνωση και στη μετάνοια και μας χειρα­γωγούν στην κατάνυξη. Αλλά τί είναι ή κατάνυξη; 

Κατάνυξη είναι ένα κέντημα της ψυχής – από το ρήμα «νύσσω», πού σημαίνει κεντώ, τρυπώ με αιχμηρό αντικείμενο. Κατάνυξη είναι «άμετεώριστος οδύνη ψυχής» κατά τον ορισμό του αγίου Ιωάννου της «Κλίμακος». Ένας γλυκός πόνος της ψυχής πού προέρχεται από τη συναίσθηση της άμαρτωλότητός μας και την επίσκεψη του θείου ελέους. Κατάνυξη είναι ή επι­στροφή στον εαυτό μας, στο χώρο της καρδιάς μας. Είναι το βίωμα πού βίωσε ό άσωτος υιός, ό όποιος μετά από μία πε­ρίοδο ασωτίας ήλθε στον εαυτό του και είπε: Θα επιστρέψω στον πατέρα μου και θα του πω: Πατέρα μου, αμάρτησα στον Θεό και σε Σένα. Δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι παιδί σου. Μεταχειρίσου με σαν έναν από τούς μισθω­τούς σου (Λουκ. ιε’ 17-19).
Ή κατάνυξη δεν συμπλέει με την υπερ­ηφάνεια, τη φιλαρέσκεια και την αύτοδικαίωση. Είναι ή μακάρια κατάσταση της «συντετριμμένης και ταπεινωμένης καρδίας» πού ζει μέσα στη Χάρη του Θεού. Ό πιστός πού κατανύσσεται δεν λέει «Ό Θεός, ευχαριστώ σοι…», όπως ό φαρισαίος, αλλά ψελλίζει ίλαστήριες ικεσίες, όπως ό τελώνης. Δεν φλυαρεί ασταμάτητα, δεν γελάει με ηχηρά γέλια, όπως συνήθως γελούν αυτοί πού βρί­σκονται σε κατάσταση μετεωρισμού και διαχύσεως, άλλα είναι μία αυτοκυριαρχημένη προσωπικότητα, ήρεμη και συγ­κροτημένη. Δεν παραδίδεται στην οινο­ποσία και τη μέθη, στον κορεσμό της κοιλίας, στον παρατεταμένο ύπνο, διότι «ό κόρος των ευτελών τροφών κωλύει (εμποδίζει) την κατάνυξιν», σημειώνει ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς.
Στις καρδιές πού κατανύσσονται πα­ρατηρούνται πετάγματα πνευματικά. Ή Χάρις του Θεού εργάζεται μεγάλα και θαυμαστά. Συντελούνται συγκινητικές νεκραναστάσεις και θειες αλλοιώσεις της δεξιάς του Ύψιστου. Αμαρτωλοί μετανο­ούν, υπερήφανοι χαμηλώνουν, άσωτοι επιστρέφουν στην αγάπη του Πατέρα, αιχμάλωτοι των παθών αποκηρύσσουν τη φαύλη ζωή τους, τραυματισμένοι α­πό την αμαρτία άνθρωποι δείχνουν με πόνο στον Πνευματικό την πληγή τους και ομολογούν «ήμαρτον». Οι πιστοί πού κατανύσσονται ζουν μέσα στο κλί­μα της προσευχής, της μετανοίας και της ειρήνης. Ζουν ζωή καθαρή και αγία. Έχουν αχώριστο φίλο τους τον φύλακα άγγελο τους. Γράφει ό όσιος Ηλίας ό έκδικος ότι «στα δροσερά άνθη των λι­βαδιών, οι μέλισσες περιτριγυρίζουν τη βασίλισσα τους. Και την ψυχή πού έ­φθασε να βρίσκεται σε αδιάλειπτη κατά­νυξη, την περικυκλώνουν οι νοερές δυ­νάμεις σαν φίλες και οικείες και βοηθούν να εκπληρωθούν οι επιθυμίες της»..
Ή κατάνυξη είναι δώρο Θεού πού προσφέρεται για να γλυκαθεί ή ψυχή και να ποθεί τα ουράνια, γράφει ό Μέγας Βασίλειος. Αλλά το θείο δώρο της κατανύξεως δωρίζεται μετά από κατάλληλη προετοιμασία του πιστού. Αν ό πιστός προσπαθεί να κατανυγεί και δεν κατα-νύσσεται, αυτό σημαίνει ότι παρεμβάλ­λονται κάποια πάθη, πού εμποδίζουν την ψυχή του να κατανυγεί. Τα πάθη με την κατάνυξη δεν συμβιβάζονται. Αυτό να το έχουμε ύπ’ όψη μας και να επιμε­λούμαστε τον πνευματικό μας καταρτι­σμό. Βεβαίως δεν γνωρίζουμε εκ των προτέρων πότε θα μας επισκεφθεί ή Χά­ρις του Θεού για να κατανυγεί ή ψυχή μας. Αλλά εκείνο πού μπορούμε να κά­νουμε και πρέπει να το κάνουμε, είναι να καλλιεργούμε την κατάνυξη. Να ζητούμε τις γλυκές ώρες της προσευχής και της μελέτης του θείου λόγου. Να μελετούμε την Αγία Γραφή, ένα πνευματικό βιβλίο, κάποια σελίδα από τα πατερικά έργα, για να γλυκαίνεται και να κατανύσσεται ή ψυχή μας. Όταν κάποιος λόγος των θείων Γραφών προξενεί στην ψυχή μας κατάνυξη, να εμβαθύνουμε σ’ αυτόν, συμβουλεύει ό άγιος Ιωάννης της «Κλίμακος».
Δυστυχώς ό σύγχρονος άνθρωπος αν­τί να ζει πνευματικά, για να δημιουργούν­ται οι κατάλληλες προϋποθέσεις πού θα κατανύσσουν την ψυχή του, ζει άντιπνευματικά, με γέλια, φλυαρίες και δια­χύσεις, με υπερβολική χρήση των κινη­τών τηλεφώνων, της τηλεοράσεως και λοιπών οπτικοακουστικών μέσων της σύγχρονης τεχνολογίας. Όλα αυτά καλ­λιεργούν την εξωστρέφεια. Διαχέουν και μετεωρίζουν τον νου του άνθρωπου. Αλλά με τη διάχυση δεν έρχεται κατά­νυξη. Όσο πιο άντιπνευματικά ζει καν­είς, τόσο λιγότερο απολαμβάνει το θειο δώρο της κατανύξεως.
Άς κάνουμε φιλότιμη προσπάθεια να ζούμε στο εύκρατο κλίμα της κατανύξεως. Να παρακαλούμε τον άγιο Θεό να κατανύσσει τις ψυχές μας λέγοντας: «Κύριε, δός μοι κατανύξεως πόθον». Δώσε μου κατάνυξη και συντριβή καρδιάς. Δώσε ταπείνωση στη σκέψη μου, δάκρυα με­τανοίας και εξομολογήσεως στους ο­φθαλμούς μου και ύμνους δοξολογίας στα χείλη μου, για να Σε υμνώ και να Σε δοξάζω στους αιώνες των αιώνων.
 «Ο ΣΩΤΗΡ» 

Η παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου στο Βιβλίο Θρησκευτικών της Ε΄Δημοτικού του 1976



Ο ΤΕΛΩΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΦΑΡΙΣΑΙΟΣ
Ἀφήνουμε σήμερα στὴν εἰσαγωγή μας νὰ μιλήση ὁ Κύριος γιὰ τὸν τρόπο ποὺ πρέπει νὰ προσευχόμαστε. Εἶναι παρμένα τὰ λόγια του ἀπὸ τὸν ἅγιο εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο (Ματθ. στ´, 5 - 13).
«Κι ὅταν κάνετε προσευχή, μὴ γίνεστε σὰν τοὺς ὑποκριτὲς ποὺ ἀγαποῦν νὰ στέκουν ὄρθιοι μέσα στὶς συναγωγὲς καὶ στὶς γωνιὲς τῶν μεγάλων δρόμων καὶ νὰ προσεύχωνται γιὰ νὰ φανοῦν στοὺς ἀνθρώπους. Ἀληθινὰ σᾶς λέγω, αὐτοὶ (μὲ τὶς τιμὲς ποὺ τοὺς κάνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὴν ἐπιδεικτική τους εὐσέβεια) ἔλαβαν τὴν πληρωμή τους. Ἐσὺ ὅμως, ὅταν θέλης νὰ προσευχηθῆς, τραβήξου στὸ κελί σου, κι ἀφοῦ κλείσης τὴν πόρτα, προσευχήσου στὸ Θεὸ ποὺ εἶναι στὰ κρυφά, κι ὁ πατέρας σου ποὺ σὲ βλέπει στὰ κρυφὰ θὰ σὲ πληρώση στὰ φανερά.

Εκ του κατά Λουκάν (κεφ. κη΄, 10-14)

Κείμενο
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ Ιερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἶς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης.
Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ θεός, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἤ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης.
Νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ Τελώνης μακρόθεν ἑστώς, οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λὲγων ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.
Λέγω ὑμῖν· κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἤ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψώθήσεται.
Ἐξήγηση
Εἶπε ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν παραβολή. Δυὸ ἄνθρωποι πῆγαν μέσα στὸ ναό, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν· ὁ ἕνας Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης.
Κι ὁ Φαρισαῖος στάθηκε κι αὐτὰ παρακαλοῦσε μέσα του· σὲ εὐχαριστῶ Θεέ μου, ποὺ δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τοὺς ἅρπαγες, τοὺς ἄδικους, τοὺς μοιχούς, οὔτε καὶ σὰν αὐτὸν ἐδῶ τὸν Τελώνη.
Νηστεύω δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα, δίνω τὸ δέκατο ἀπ’ ὅλα ὅσα κερδίζω.
Ὅμως ὁ τελώνης ἔστεκε μακριὰ καὶ δὲν ἤθελε μήτε τὰ μάτια του νὰ σηκώση στὸν οὐρανό, μόνο χτυποῦσε τὸ στῆθος του κι ἔλεγε. Θεέ μου, εὐσπλαχνίσου με τὸν ἁμαρτωλό.
Σᾶς λέγω, αὐτὸς κατέβη ἀθωωμένος σπίτι του παρὰ ὁ ἄλλος, γιατὶ ὅποιος ἀνυψώνεται θὰ ταπεινωθῆ κι ὅποιος ταπεινώνεται θ’ ἀνυψωθῆ.
Ρητό: «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν».
ΟΜΙΛΙΑ
Ἡ προσευχὴ εἶναι ἀνάγκη στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες. Ὁ καθένας μας αἰσθάνεται τὸν ἑαυτό του ὑποχρεωμένο νὰ μιλήση μὲ τὸ Θεό.
Σ’ αὐτόν, σὰ γιὸς στὸν πατέρα, λέγει τὸν πόνο του, τὶς στενοχώριες του, τὶς θλίψεις του, τὰ βάσανά του καὶ ζητάει βοήθεια. Ἀπ’ αὐτὸν ζητάει νὰ χύση βάλσαμο παρηγοριᾶς στὰ πονεμένα στήθη του. Νὰ τοῦ σφουγγίση τὰ δάκρυα τοῦ πόνου καὶ νὰ τοῦ δώση τὴ δύναμη νὰ νικήση τὶς μπόρες καὶ τὶς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς.
Στὸ Θεό μας λέμε καὶ τὴ χαρά μας καὶ τὴ νιώθομε διπλὴ σὰν ξέρομε· πὼς μᾶς συντροφεύει. Λόγια εὐγνωμοσύνης τοῦ ἀπευθύνομε κι ἀναφωνοῦμε «δόξα σοι ὁ Θεός», ὅταν μὲ τὴ βοήθειά του πιτυχαίνομε στὶς πράξεις μας.
Μεγάλη ἡ τιμή ποὺ μᾶς κάνει νὰ μιλᾶμε ἀπευθείας μαζί του. Γιατὶ ὁμιλία μὲ τὸ Θεὸ εἶναι ἡ προσευχή.
Ἐμεῖς οἱ ταπεινοὶ στεκόμαστε μπροστὰ στὸν Παντοδύναμο Θεό μας καὶ ζητᾶμε νὰ μᾶς ἀκούση. Ἄς μὴ νομίσωμε ὅμως πὼς κάθε προσευχὴ εἶναι εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τὸ Θεό. Ἡ προσευχή ποὺ γίνεται μὲ ταπεινοφροσύνη, μὲ φόβο Κυρίου, δηλαδὴ μὲ σεβασμό, γίνεται δεκτὴ ἀπὸ τὸ Θεό. Προσευχὴ ὑπερήφανη δὲ γίνεται δεκτή, γιατὶ ὁ Κύριος, λέγει ἡ Αγία Γραφή, πάει ἐνάντια σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι ὑπερήφανοι καὶ εὐλογάει τοὺς ταπεινούς. «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν».
Δυὸ διαφορετικοὺς ἀνθρώπους ποὺ προσεύχονται μᾶς παρουσιάζει ἡ σημερινὴ περικοπὴ καὶ δυὸ διαφορετικοὺς τρόπους προσευχῆς. Ὁ ἕνας εἶναι Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης.
Ὁ Φαρισαῖος μπαίνει στὴν ἐκκλησία τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Εἶναι ἀσφυκτικὰ γεμάτη. Ὁ κόσμος τοῦ κάνει μέρος νὰ περάση καὶ τὰ μακριά του ράσα σέρνουν τὴ σκόνη τοῦ δαπέδου. Κρόσσια πολλὰ κρέμονται ἀπὸ τὸ μεταξωτὸ σάλι, ποὺ ἔχει ριγμένο στὶς πλάτες του. Στέκεται μπροστά ἀπ᾽ ὅλους. Σηκώνει τὰ χέρια ψηλὰ καὶ τὰ πλατυμάνικα ράσα του κρεμιοῦνται μὲ μεγαλοπρέπεια.
Μὲ λόγια εὐχαριστίας ἀρχίζει τὴν προσευχή του, πολὺ σωστά, ἀλλὰ καὶ μὲ λόγια περηφάνειας καὶ αὐτοθαυμασμοῦ τὴ συνεχίζει.
Ἡ ὑποκρισία ποὺ διακρίνει ὅλα του τὰ ἔργα, ὅλες τους τὶς πράξεις, γυμνὴ παρουσιάζεται καὶ στὴν προσευχή του. Κατηγορεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους σὰν ἅρπαγες, ἄδικους, ἀνήθικους. «Δὲν εἶμαι καὶ σὰν αὐτὸν ἐδῶ τὸν τελώνη».
«Οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ» λέγει στὸ Θεὸ καὶ τοῦ ἀπαντοῦμε ἐμεῖς: Ναί, δὲν εἶσαι σὰν τοὺς λοιπούς. Γιατὶ ἐκεῖνοι εἶναι ταπεινοὶ κι ἐσὺ περήφανος. Ἐκεῖνοι προσέρχονται μὲ εὐλάβεια μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ σὺ μ᾽ ἀδιαντροπιά. Ἐκεῖνοι ἀναγνωρίζουν τὰ σφάλματά τους καὶ σὺ προσθέτεις καὶ ἄλλα μ’ αὐτὰ ποὺ λέγεις. Ἐκεῖνοι εἶναι πραγματικὰ δίκαιοι καὶ σὺ μόνο μέ λόγια.
Καὶ συνεχίζει ὁ ὑποκριτής: Νηστεύω δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα Δευτέρα καὶ Πέμπτη καὶ δίνω στὴν ἐκκλησία τὸ ἕνα δέκατο ἀπὸ ὅλα ὅσά ἀποχτῶ.
Μᾶς τὸ εἶπε ὁ Κύριος γιὰ πιὰ πράγματα πλήρωναν τὸ δέκατο. Νὰ πῶς τοὺς καυτηριάζει καὶ τοὺς ξεσκεπάζει: Ἀλίμονό σας γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριτές, ποὺ πληρώνετε τὸ δέκατο τοῦ δυόσμου, τοῦ ἄνηθου καὶ τοῦ κύμινου καὶ παραμελήσατε τὰ σημαντικότερα τοῦ νόμου, τὴ δικαιοσύνη, τὸ ἔλεος καὶ τὴν πίστη. Ὁδηγοὶ τυφλοί, διυλίζετε τὸ κουνούπι καὶ καταπίνετε τὴ γκαμήλα».
Δὲν τοὺς ἀρνεῖται κανεὶς τὴ νηστεία, ἀλλὰ ὅλα ὅμως αὐτὰ εἶναι ἐξωτερικὰ γνωρίσματα καὶ δὲ δείχνουν τὸν πραγματικὸν ἄνθρωπο. Δὲ δείχνουν πὼς βασιλεύει μέσα του ἡ καλοσύνη, ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀλήθεια.
Τέτοια προσευχὴ δὲν εἶναι δεκτὴ ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀντὶ νὰ ἀκούση ὁ Θεὸς, ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό Του. Τέτοια προσευχή, ὅταν ἀνεβαίνη σὰν τὸ θυμίαμα ἐνώπιόν Του, σκορπίζεται πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὸν ἀέρα, προτοῦ νὰ φτάση ὡς τὸν Πλάστη.
Ἀλλὰ εἶναι καιρὸς νὰ γυρίσωμε στὸν τελώνη. Νὰ σταθοῦμε κοντά του στὴ γωνιὰ τοῦ ναοῦ καὶ νὰ ἀκούσωμε τὰ λόγια, ποὺ σιγὰ σιγὰ λέγει ὁ ταπεινὸς τοῦτος, σὲ σύγκριση μὲ τὸ Φαρισαῖο, ἄνθρωπος. Τὰ ψιθυρίζει. Βγαίνουν ἀπὸ τὸ στῆθος του μὲ συντριβή, μὲ ἀληθινὴ μετάνοια.
Δὲν τολμάει οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώση πρὸς τὸν οὐρανό, ἀπὸ φόβο μὴν ἀντικρίση τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν μαλώση γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Δὲν σηκώνει καὶ τὰ χέρια ψηλὰ μὲ ὕφος θεατρίνου. Χτυπάει τὸ στῆθος του, γιὰ νὰ δείξη τὴν εἰλικρινῆ του διάθεση τῆς μετάνοιας. Τὰ κρατάει ἀνταμωμένα μπροστὰ στὸ στῆθος του καὶ σὲ στάση ἀπόλυτης συντριβῆς, στέλνει στὸ Θεὸ αὐτὰ τὰ λόγια: «Ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Θεέ μου συγχώρεσέ μου τὶς ἁμαρτίες, ἐμένα τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Πόση ταπείνωση καὶ πόση εἰλικρίνεια δείχνουν τοῦτα τὰ λόγια. Ἀναγνωρίζει πὼς σὰν ἄνθρωπος ἔχει ἁμαρτίες. Ξέρει πὼς κανεὶς δὲν εἶναι ἀναμάρτητος, παρὰ μονάχα ὁ Θεὸς, καὶ ζητάει συγχώρεση.
Τὸ συμπέρασμα; Μᾶς βγάζει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Σᾶς λέγω πὼς ὁ τελώνης κατέβηκε ἀθωωμένος στὸ σπίτι του παρὰ ὁ ἄλλος, γιατὶ ὅποιος ἀνυψώνεται θὰ ταπεινωθῆ καὶ ὅποιος ταπεινώνεται θὰ ἀνυψωθῆ.

-ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΕΣ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ Α' ΟΙ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΕΛΗ ΠΕΚΛΑΡΗ 1976 -Θρησκευτικά Πέμπτης Δημοτικού

Άγιος Αντώνιος ο Αθηναίος


Σφαγείς ο Aντώνιος ώσπερ η όις,
Xριστώ παρέστη ακολουθούντ’ ως όις.
Βιογραφία
Ο Άγιος Νεομάρτυρας Αντώνιος γεννήθηκε στην Αθήνα από φτωχούς και αφανείς γονείς, τον Μήτρο και την Καλομοίρα. Σε ηλικία 12 ετών άρχισε να εργάζεται, για να βοηθήσει την οικογένειά του, σε Τούρκους που είχαν έλθει από την Αλβανία. Σε ηλικία 16 ετών επωλήθη υπό των αυθεντών του σε κάποιος Αγαρηνούς της Πελοποννήσου, οι οποίοι τον αγόρασαν με σκοπό να τον βασανίσουν, για να τον εξισλαμίσουν. Επειδή δεν κατάφεραν να κάνουν τον Άγιο να αλλαξοπιστήσει, τον πούλησαν σε άλλους σκληρότερος Τούρκους. Μεταπωληθείς πέντε φορές σε σκληρότερου αυθέντες, σε διάφορους τόπους, παρέμενε πάντοτε με πνευματική ανδρεία και γενναιότητα ψυχής πιστός στην πατρώα ευσέβεια. Τελικά αγοράσθηκε αντί 400 γροσσίων από έναν Ορθόδοξο Χριστιανό και έτσι εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Στο εργαστήριο που δούλευε αναγνωρίσθηκε από κάποιον Τούρκο, που κάποτε στο παρελθόν τον είχε αγοράσει ως δούλο, ο οποίος τον κατηγόρησε ότι ενώ είχε προηγουμένως δεχθεί, τώρα αποκήρυσσε τον Ισλαμισμό. Τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν ενώπιον του κριτού Μουράτ Μουλάν, ο οποίος με κολακείες και απειλές προσπάθησε να τον κάνει να αλλαξοπιστήσει. Τότε ο Άγιος Αντώνιος του απάντησε: «Μην νομίζεις ότι θα καταφέρεις να με αποτρέψεις από την πίστη μου στον Χριστό με τα φοβερίσματά σου. Γι' αυτό βασάνισε, μαστίγωσε και κατά τεμάχισε το σώμα μου και επινόησε και κανέναν άλλον καινούργιο και φοβερότερο θάνατο, επειδή περισσότερο υπάρχει περίπτωση εσύ να γίνεις Χριστιανός παρά εγώ να αρνηθώ τον Χριστό και να μην ομολογώ Αυτόν Υιόν του Θεού και αληθινό Θεό».

Ο κριτής συγκινημένος από την παρρησία του Νεομάρτυρα, προσπάθησε να τον αθωώσει. Επειδή όμως, φοβήθηκε τους ψευδομάρτυρες, τον απέστειλε στον βεζίρη Μεχμέτ Πασσά, αφού του διεμήνυσε τα περί της αθωότητας του Αγίου. Ο βεζίρης, πεισθείς για την αθωότητα του Αγίου, για να αποφύγει την οργή του πλήθους, έδωσε εντολή να τον φυλακίσουν. Όμως το μαινόμενο πλήθος κατηγόρησε τον βεζίρη στον σουλτάνο Χαμίτ τον Α' (1774 - 1789 μ.Χ.) για δωροδοκία και έτσι εκείνος έδωσε εντολή να αποκεφαλίσουν τον Άγιο. Ο Μάρτυρας, αφού διετράνωσε και πάλι την πίστη του στον Χριστό, δέχθηκε το αμαράντινο στέφανο της δόξας, αποκεφαλισθείς το έτος 1774 μ.Χ, ημέρα Τετάρτη, στην περιοχή Ακ - Σεράι της Κωνσταντινουπόλεως.

Συναξαριστής 5 Φεβρουαρίου


Ἡ Ἁγία Ἀγάθη

 


Ἡ Ἁγία Ἀγάθη ἦταν ἀπὸ τὸ Παλέρμο τῆς Σικελίας καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Δεκίου (251). Διέλαμπε μὲ τὴν ὡραιότητα τοῦ σώματος καὶ μὲ τὸ κάλλος τῆς χριστιανικῆς της ψυχῆς. Ἡ οἰκογένειά της εἶχε μεγάλη κινητὴ καὶ ἀκίνητη περιουσία.

Σὲ ἡλικία 15 χρονῶν μένει ὀρφανή. Ἡ μεγάλη περιουσία ποὺ κληρονόμησε καὶ ἡ ὀμορφιὰ τοῦ σώματος ποὺ εἶχε τῆς βάζουν τὸ ἐρώτημα: κόσμος ἢ θρησκεία; ἢ συμβιβασμός; Δηλαδή, κόσμος καὶ θρησκεία; Στὴ σκέψη της, ὅμως, βάρυνε ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου: «Θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὐτὴ ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπό του κόσμου». Δηλαδή, θρησκεία καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ Πατέρα εἶναι αὐτή: νὰ ἐπισκέπτεται κανεὶς ὀρφανὰ καὶ χῆρες τὸν καιρὸ ποὺ πάσχουν καὶ νὰ διατηρεῖ τὸν ἑαυτό του ἀμόλυντο ἀπὸ τὸν κόσμο.

Ἔτσι ἔκανε καὶ ἡ Ἀγάθη. Ἀφοῦ «κλώτσησε» τὶς κολακεῖες καὶ τὶς ἐπιτήδειες εἰσηγήσεις ἀνθρώπων τοῦ κόσμου, ὀργάνωσε ὁλόκληρη φιλανθρωπικὴ κίνηση καὶ μὲ τὸ ἐπιτελεῖο της περιέθαλπε τοὺς δυστυχισμένους τοῦ τόπου της.

Ὁ Θεός, ὅμως, θέλησε ἡ Ἀγάθη νὰ δοκιμαστεῖ ἀκόμα περισσότερο. Κάποιος ἔπαρχος, ὁ Κυντιανός, θέλοντας νὰ ἀπολαύσει τὰ κάλλη της, προσπάθησε νὰ τὴν ἐπηρεάσει νὰ γίνει γυναῖκα του. Ἡ Ἀγάθη ἔμεινε ἀνεπηρέαστη. Προτίμησε νὰ καεῖ καὶ νὰ πάρει ἔτσι τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

 


Ἀπολυτίκιον. 
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ρόδον εὔοσμον, τῆς παρθενίας, νύμφη ἄφθορος, τοῦ Ζωοδότου, ἀναδέδειξαι Ἀγάθη πανεύφημε· τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγὴν γὰρ ποθήσασα, μαρτυρικῶς ἐν τῷ κόσμῳ διέπρεψας. Μάρτυς ἔνδοξε, λιταῖς σου θείαις ἀγάθυνον, τοὺς πόθῳ μεγαλύνοντας τοὺς ἄθλους σου.

Κοντάκιον.
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Στολιζέσθω σήμερον ἡ Ἐκκλησία, πορφυρίδα ἔνδοξον, καταβαφεῖσαν ἐξ ἁγνῶν, λύθρων Ἀγάθης τῆς Μάρτυρος· χαῖρε, βοῶσα, Κατάνης τὸ καύχημα.

Κάθισμα
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Κλέος πίστεως καὶ εὐσεβείας, ὁσιότητος καὶ παρθενίας, προθυμίᾳ κοσμουμένη ἀθλήσεως, ἀνηγορεύθη, Ἀγάθη Νοῦς ὅσιος, αὐτοπροαίρετος, ὄντως τιμὴ εἰς Θεόν, πατρίδος λύτρωσις, Χριστῷ νυμφικῶς πρεσβεύουσα, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος
.

Μεγαλυνάριον.

Εἰς ὀσμὴν τῶν μύρων σου τῶν τερπνῶν, ἔδραμον Σωτήρ μου, ἀνεβόας τῷ Ἰησοῦ, νομίμως ἀθλοῦσα, Ἀγάθη Ἀθληφόρε· διὸ τοῦ σοῦ Νυμφίου, τρυφᾷς τοῖς κάλλεσι.

 
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ ἐξ Ἀντιοχείας (ὁ ἐν Σκοπέλῳ)

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ εἶχε γονεῖς πλούσιους καὶ ἐπίσημους. Τὸν ἐνέπνεε ὅμως εὐσέβεια θερμὴ καὶ φλογερὸς πόθος, νὰ ζήσει ἐλεύθερος ἀπὸ τοὺς μολυσμοὺς τοῦ κόσμου. Γι᾿ αὐτὸ ἀναχώρησε στὴν Κιλικία καὶ ἔκτισε ἕνα κελὶ κοντὰ σὲ μία δενδρώδη παραθαλάσσια περιοχή.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος, ἂν καὶ ζοῦσε στὴ μόνωση, δὲν ἀπέφευγε τὴν κοινωνικὴ ζωή. Συχνὰ πήγαινε στὰ κοντινὰ μέρη, ἀναζητῶντας ψυχές, ποὺ εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ τὴν παρηγοριὰ τῆς πίστης καὶ τῆς ἐλπίδας. Ἄλλοτε πάλι ἔρχονταν πρὸς αὐτὸν καρδιὲς τραυματισμένες καὶ ταραγμένες, ζητῶντας τὴν γιατρειά τους. Ὁ Ὅσιος ἀνταποκρινόταν στὶς ἀνάγκες αὐτές, χρησιμοποιῶντας τὰ πνευματικὰ φάρμακα τῆς θρησκείας καὶ ἔτσι οἱ περισσότεροι ἔφευγαν ἀνακουφισμένοι.

Ἀργότερα, λόγω τῶν ἐπιδρομῶν τῆς βαρβαρικῆς φυλῆς τῶν Ἰσαύρων, ἔφυγε ἀπὸ τὸ μέρος αὐτὸ καὶ ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του τὴν Ἀντιόχεια. Ἡ εἴδηση τῆς ἐπιστροφῆς του, τοῦ ἔφερε πλῆθος ἐπισκεπτῶν. Ἔτσι, συνέχισε καὶ ἐκεῖ μὲ μεγάλη ἐπιτυχία τὸ πνευματικὸ καὶ κοινωνικό του ἔργο γιὰ πολλὰ χρόνια. Παρέδωσε τὸ πνεῦμα του εἰρηνικὰ καὶ μὲ τὴν συναίσθηση, ὅτι ὑπηρέτησε εἰλικρινὰ τὸν Κύριο καὶ ἔπραξε ὅσο μποροῦσε τὸ καθῆκον του πρὸς τὴν πίστη καὶ τὸν πλησίον.

 
Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος ὁ Νέος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Τὴν 3η Ἀπριλίου τοῦ 956, ἕνα μήνα μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πρώην Πατριάρχη Θεοφύλακτου, χειροτονήθηκε διάδοχός του ὁ Πολύευκτος.

Ὁ Πολύευκτος γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀπὸ πολὺ νωρὶς προσῆλθε στὴ μοναχικὴ τάξη, μαζὶ μὲ τὴν μεγάλη του μόρφωση, συνδύαζε σὲ ἔξοχο βαθμὸ τὴν ἀντικειμενικότητα τοῦ χαρακτῆρα, τὴν σεμνότητα τοῦ ἤθους, τὴν ἀποξένωση ἀπὸ κάθε κοσμικὴ τέρψη καὶ τὴν πλήρη καταφρόνηση τῶν χρημάτων.

Ζοῦσε μὲ πολλὴ ἁπλότητα, ἐγκράτεια, καὶ πολλὲς φορὲς τοῦ ἦταν ἀρκετὸ λίγο ξερὸ ψωμὶ γιὰ τὴν συντήρησή του, προκειμένου ἀπὸ τὸ ὑστέρημά του νὰ θρέψει τοὺς ἄλλους. Πολλοὶ τὸν ἔλεγαν Ἰωάννη Χρυσόστομο, καὶ δὲν τὸ ἔλεγαν μόνο, ἀλλὰ καὶ φαινόταν ἀπὸ τὰ θεάρεστα ἔργα του.

Ἡ προσωπικότητα τοῦ Πατριάρχη Πολυεύκτου ἔλαμψε κυρίως ἐπὶ βασιλέων Νικηφόρου Φωκᾶ καὶ Ἰωάννου τοῦ Τσιμισκῆ. Ὁ Πολύευκτος τὸ 957 βάπτισε τὴν ῥωσίδα ἡγεμόνιδα Ὄλγα ὅταν αὐτὴ ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐπίσης, ἐπὶ τῆς πατριαρχείας του κτίσθηκαν στὸ Ἅγιον Ὄρος οἱ Μονὲς Μεγίστης Λαύρας, τοῦ Βατοπεδίου καὶ τῶν Ἰβήρων.

Ὁ Πολύευκτος πέθανε στὶς 16 Ἰανουαρίου τοῦ 970.

(Διίστανται οἱ γνῶμες ὡς πρὸς τὸ ἐπίθετο Νέος, ποὺ δόθηκε στὸν Ἅγιο, διότι, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Σ. Εὐστρατιάδης, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μὲ τὸ ὄνομα Πολύευκτος δὲν ὑπῆρξε πρὶν ἀπ᾿ αὐτόν. Ἐνῷ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὑποστηρίζει πὼς ὑπῆρξε, ἐπὶ Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου).

 
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Ἀθηναῖος

Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ φτωχοὺς καὶ ἄσημους γονεῖς, τὸν Μῆτρο καὶ τὴν Καλομοίρα. Δώδεκα χρονῶν, ἐργάστηκε γιὰ νὰ συντηρήσει τοὺς θεοσεβεῖς γονεῖς του, κοντὰ σὲ κάποιους Τουρκαλβανούς, ποὺ βρίσκονταν στὴν Ἀθήνα.

Δεκαέξι χρονῶν πουλήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀφέντες του σὲ κάποιους Ἀγαρηνούς τοῦ Μοριᾶ, οἱ ὁποῖοι τὸν βασάνισαν σκληρά, προκειμένου νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν. Ἀφοῦ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ καταφέρουν, τὸν πούλησαν σ᾿ ἄλλους σκληρότερους ἀφέντες Τούρκους. Μεταπουλήθηκε πέντε φορὲς σὲ ἀφέντες, ὁ ἕνας σκληρότερος ἀπὸ τὸν ἄλλο, καὶ ὑπέστη πολλὰ καὶ διάφορα βασανιστήρια ἀπ᾿ αὐτοὺς γιὰ νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη του, ἀλλ᾿ ὁ Ἀντώνιος παρέμεινε σταθερὸς στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.

Τελικά, ἀγοράστηκε ἀπὸ ἕναν Ὀρθόδοξο Χριστιανό, ἀντὶ 400 γροσιῶν καὶ ἐγκαταστάθηκε μαζὶ μ᾿ αὐτὸν στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὸ ἐργαστήρι τοῦ ἀφέντη του, ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ κάποιον ἀπὸ τοὺς προηγούμενους ἀφέντες του, ὁ ὁποῖος τὸν συκοφάντησε, ὅτι δῆθεν δέχτηκε τὸν μουσουλμανισμὸ καὶ ἀργότερα τὸν ἀπαρνήθηκε. Ἀμέσως τότε συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ὁδηγήθηκε στὸν κριτὴ Μουρὰτ Μουλάν.

Ὁ Ἀντώνιος, χωρὶς νὰ λογαριάσει κολακεῖες καὶ φοβέρες, ὁμολόγησε μὲ γενναῖα λόγια τὴν χριστιανική του πίστη. Ὁ κριτὴς συγκινημένος ἀπὸ τὸ θάῤῥος τοῦ Ἀντωνίου, προσπάθησε νὰ τὸν ἀθῳώσει. Φοβήθηκε ὅμως τοὺς ψευδομάρτυρες καὶ τὸν παρέδωσε στὸν βεζίρη Μεχμὲτ Μελὲκ Πασᾶ, ἀφοῦ κρυφὰ τοῦ διεμήνυσε γιὰ τὴν ἀθῳότητα τοῦ μάρτυρα. Ὁ βεζίρης, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς πείστηκε γιὰ τὴν ἀθῳότητα τοῦ Ἀντωνίου, τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακὴ γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν ὀργὴ τοῦ πλήθους, μὲ σκοπὸ ἀργότερα νὰ τὸν ἐλευθερώσει.

Ἀλλὰ τὸ μαινόμενο πλῆθος κατηγόρησε τὸν βεζίρη στὸν Σουλτάνο Χαμὶτ τὸν Α´, ὅτι δῆθεν δωροδοκήθηκε γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὸν Ἀντώνιο. Ὁ Σουλτάνος, φοβούμενος ταραχὲς ἀπὸ τὸ πλῆθος, διέταξε τὸν βεζίρη, ἂν ὁ Ἀντώνιος δὲν ἀποδεχθεῖ τὸν μουσουλμανισμό, νὰ ἀποκεφαλιστεῖ.

Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ μάρτυρας, διατράνωσε τὴν πίστη του στὸν Χριστό, καὶ ἔτσι ἀποκεφαλίστηκε στὶς 4 Φεβρουαρίου 1774, ἡμέρα Τετάρτη στὸ Ἄκ-Σεράϊ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, παίρνοντας τὸ ἀμάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας.

 
Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ ἐκ Σικελίας (+ 995)

Ὁ Ὅσιος Σάββας γεννήθηκε κατά τό πρῶτο ἤμισυ τοῦ 10ου αἰώνα μ.Χ. στή Σικελία ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους, τόν Χριστόφορο καί τήν Καλή. Ἐκάρη Μοναχός στή μόνη τοῦ Ἁγίου Φιλίππου, ὄπου μόναζαν ὀ πατέρας του, Χριστόφορος, καί ὀ ἀδελφός του, Μακάριος. Ὄταν ἔγινε ἡ ἐπιδρομή τῶν Σαρακηνῶν στή Σικελία ὁ Ἅγιος μέ τόν πατέρα του καί τόν ἀδελφό τοῦ κατέφυγε στήν Καλαβρία καί ἐκεῖ ἴδρυσε τήν μόνη τῶν Ἀρχαγγέλων, στήν ὁποία ἔγινε καί ἡγούμενος. Ἀλλά καί πάλι ἀναγκάστηκε νά φύγει ἀπό τή μόνη λόγω τῆς ἐπιδρομῆς τῶν Σαρακηνῶν στήν περιοχή τῆς Καλαβρίας. Ἔτσι, κατέφυγε σέ περιοχή κοντά στόν ποταμό Σίγνιο, ὄπου ἴδρυσε τήν μόνη τοῦ Ἁγίου Λαυρεντίου. Μετά τήν κοίμηση τοῦ πατέρα τού της, ὁ Ὅσιος ἀνέλαβε τή διοίκηση τῆς μόνης. Ἡ Ἁγιότητα τοῦ βίου τοῦ τόν κατέστησε γνωστό σέ ὄλη τήν Ἰταλία, γι' αὐτό καί ἐπονομάστηκε Σάββας ὀ νεοτερος.

Ὁ Ὅσιος Σάββας κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 995 μ.Χ.

 
Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ἐκ Ρωσίας

 


Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος τοῦ Οὔγκλιχ καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρωσία καὶ ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Νικήτας καὶ ἡ μητέρα του Μαρία. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ὁ Ἅγιος ἔδειξε τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Σπούδασε στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου καὶ ἔγινε Μοναχὸς στὴν Μεγάλη Λαύρα τῆς πόλεως αὐτῆς, ἀγωνιζόμενος νὰ μιμηθεῖ τὴ ζωὴ τῶν Ὁσίων Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου) καὶ Θεοδοσίου († 3 Μαΐου).

Ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε διάκονος ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κιέβου Διονύσιο καὶ τὸ 1662 ἔγινε ἡγούμενος τῆς μόνης Κορσοῦν τοῦ Κιέβου. Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου του τὸν ἀνέδειξε σὲ πνευματικὸ ὁδηγὸ καὶ τῆς ἀρχαίας Μονῆς τοῦ Κιέβου Βυντουπίτσκυ. Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου συνέβαλε στὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τῆς περιοχῆς, ἀφοῦ πολλὰ ἀπὸ τὰ μοναστήρια εἶχαν περιέλθει στὰ χέρια τῶν Οὐνιτῶν. Πολλὲς φορὲς ἀποσυρόταν στὴν μικρὴ Σκήτη τοῦ Μιχαηλόβσινα, γιὰ νὰ ζήσει στὴν ἀπομόνωση καὶ τὴν ἡσυχία.

Τὸ 1688 ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ἔγινε ἡγούμενος στὴ μόνη Ἔλετσυ τοῦ Τσέρνιγκωφ. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λάζαρος, τοῦ ὁποίου ἡ ὑγεία εἶχε κλονιστεῖ, εὐχήθηκε ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος νὰ ἦταν ὁ διάδοχός του. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ Θεοδόσιος, στὶς 11 Σεπτεμβρίου 1692, ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Τσέρνιγκωφ. Ἐργάστηκε σκληρὰ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνύψωση τοῦ λαοῦ του, ἵδρυσε νέες ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες καὶ μοναστήρια.

Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1696. Τὸ ἱερὸ λείψανό του κατατέθηκε στὴ μόνη τῶν Ἁγίων Βορίδος καὶ Γκλὲμπ τοῦ Τσέρνιγκωφ καὶ ἀπετέλεσε πηγὴ ἰαμάτων καὶ θαυμάτων.

 

Τί τάχα είναι η ταπεινοφροσύνη; (Τελώνου και Φαρισαίου. Κυριακή ΙΣΤ΄ Λουκά)



Ανάμεσα στις παραβολές που είπε ο Ιησούς Χριστός είναι και η παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου. Σ’ αυτή την παραβολή ο ουράνιος Διδάσκαλος με απλά λόγια δίδαξε και είπε για την υπερηφάνεια και για την ταπεινοφροσύνη. Και η Εκκλησία, μπαίνοντας  στο Τριώδιο, διαβάζει την παραβολή αυτή, για να μας υπενθυμίσει πως η ταπεινοφροσύνη είναι το πρώτο σκαλοπάτι στην κλίμακα, που μας ανεβάζει στην πνευματική μας προκοπή και τελείωση. Το Τριώδιο, μέσα στο εκκλησιαστικό έτος, είναι μία περίοδος προσευχής και μετάνοιας των ορθόδοξων χριστιανών από σήμερα ως την εορτή του Πάσχα. Αλλ’ ας ακούσουμε την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου στη δική μας απλή γλώσσα.

«Είπε ο Κύριος αυτήν εδώ την παραβολή. «Δυό άνθρωποι ανέβηκαν στο ναό για να προσευχηθούν ο ένας Φαρισαίος και ο άλλος Τελώνης. Ο Φαρισαίος στάθηκε και προσευχόταν στον εαυτό του με αυτά τα λόγια. “Θεέ μου, σε ευχαριστώ, γιατί εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους, τους κλέφτες, τους άδικους, τους άτιμους ή και σαν τούτον εδώ τον Τελώνη· νηστεύω δυό φορές την εβδομάδα και δίνω το δέκατο απ’ όλα τα εισοδήματα μου”. Κι ο Τελώνης στεκόταν από μακρυά και δεν ήθελε μηδέ τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό, μόνο χτυπούσε το στήθος του κι έλεγε· “Θεέ μου, συγχώρεσε με τον αμαρτωλό”. Σας λέγω λοιπόν πως αυτός κατέβηκε στο σπίτι του δικαιωμένος μπροστά στο Θεό παρά ο άλλος. Γιατί όποιος περηφανεύεται θα ταπεινωθεί κι όποιος ταπεινώνεται θα υψωθεί».
Ο Ιησούς Χριστός είπε την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου για να καταδικάσει την υπερηφάνεια. Είχε να κάνει με τους Φαρισαίους, που ήσαν άνθρωποι γεμάτοι εγωισμό και υπεροψία· πίστευαν για τον εαυτό τους πως ήσαν δίκαιοι και άγιοι, περιφρονούσαν τους άλλους ανθρώπους και τους έβλεπαν όλους αμαρτωλούς. Αλλά τέτοιοι Φαρισαίοι βέβαια δεν ήσαν μόνο τότε, μα υπάρχουν πάντα, γεμάτοι υποκρισία και φουσκωμένοι από εγωισμό και υπερηφάνεια· αυτοί είναι σίγουροι για την αγιοσύνη τους κι όλους τους άλλους τους βλέπουν αμαρτωλούς. Γιατί τέτοια είναι η υπερηφάνεια· τυφλώνει τους ανθρώπους και τους σηκώνει τα μυαλά, και τους κάνει να βλέπουν τον εαυτό τους εκείνον που δεν είναι. Μα τέτοιους ανθρώπους υπερόπτες και φαντασμένους δεν τους θέλει ο Θεός.
Έχεις εσύ τη γνώμη πως είσαι δίκαιος και άγιος, πως ξέρεις καλά και εφαρμόζεις πιστά το νόμο του Θεού· πως είσαι προσεκτικός κι αλάθευτος, πως μπορείς να ελέγχεις όλο τον κόσμο και πως δεν μπορούν να σε ψέξουν σε τίποτα. Βλέπεις αν είναι κανένα σκουπίδι στο μάτι του αδελφού σου και δεν βλέπεις το δοκάρι που είναι στο μάτι το δικό σου. Έτσι λοιπόν που το πιστεύεις για τον εαυτό σου κι έτσι που το θαρρείς για τους άλλους, βλέπεις τον εαυτό σου άγιο κι όλους τους άλλους αμαρτωλούς. Είναι πολλών λογιών η υπερηφάνεια των ανθρώπων, μα ο Ιησούς Χριστός με την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου μάς ομιλεί για την υπερηφάνεια, που πολλοί δείχνουν όχι πια απέναντι στους ανθρώπους, μα απέναντι στο Θεό και μάλιστα στην ώρα της προσευχής. Πάνε τάχα για να προσευχηθούν κι εκεί δείχνουν πως μήτε το Θεό σέβονται μήτε τους ανθρώπους αγαπούν. Δεν προσεύχονται για να ζητήσουν από το Θεό, αλλά για να δώσουν· ας λένε «ευχαριστώ», αλλ’ είναι σαν και να ζητούν να τους πει ο Θεός «ευχαριστώ» για την αρετή και την αγιοσύνη τους. Τέτοια προσευχή δεν τη δέχεται ο Θεός.
Αλλά ο Ιησούς Χριστός είπε την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου όχι μόνο για να καταδικάσει την υπερηφάνεια, αλλά και για να διδάξει την ταπεινοφροσύνη. Η ταπεινοφροσύνη είναι η πρώτη αρετή του χριστιανού και είναι το θεμέλιο, επάνω στο όποιο στεριώνεται και χτίζεται το οικοδόμημα όλων των αρετών. Και τί τάχα είναι η ταπεινοφροσύνη; Να έχουμε πάντα σωστή γνώση και γνώμη για τον εαυτό μας· να ξέρουμε τί είμαστε και τί δεν είμαστε. Όταν το ξέρουμε αυτό καλά, τότε βλέπομε πως πάντα είμαστε πολύ λιγότερο απ’ ό,τι θα μπορούσαμε να ήμασταν· τότε πειθόμαστε πως οι παραλείψεις και τα σφάλματά μας είναι πολύ περισσότερα και μεγαλύτερα από τις κάποιες τυχόν αρετές μας. Μα κι όταν είμαστε κάτι, κι αυτό δεν είναι δικό μας κατόρθωμα, γιατί ο Θεός είναι που μας δίνει και ζωή και υγεία και νου και περιστάσεις και τα πάντα. Γι’ αυτό η θεία Γραφή λέγει· «Τί έχεις, που δεν το έλαβες; Κι αφού το έλαβες, τί λοιπόν καυχιέσαι;».
Ταπεινοφροσύνη δεν είναι η ταπεινολογία· να μιλάς και να κάνεις τον ταπεινό, και μέσα σου να είσαι γεμάτος υπερηφάνεια. Ταπεινοφροσύνη αληθινή είναι του Τελώνη, όπως τον βλέπουμε στην παραβολή. Προσεύχεται και μηδέ τα μάτια του τολμά να σηκώσει στον ουρανό, μόνο χτυπά το στήθος του και λέγει τα ίδια λόγια· «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Γιατί η προσευχή τού ταπεινού είναι ολιγόλογη και δεν ζητάει από το Θεό παρά το έλεός του. Ο ταπεινός δεν δικαιώνει τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, μα τον καταδικάζει· και ζητάει όχι να τον αμείψει ο Θεός για την αρετή του, μα να τον  λυπηθεί για τις αμαρτίες του. Γι’ αυτό και η Εκκλησία, στη θεία Λειτουργία και σ’ όλες τις ιερές Ακολουθίες λέγει πολλές φορές το «Κύριε, ελέησον». Αυτή είναι η πιο σύντομη κι η πιο θερμή απ’ όλες τις προσευχές· είναι η προσευχή των ταπεινών και των αληθινά ευσεβών ανθρώπων, η προσευχή του Τελώνη. Τη μεγάλη απόσταση που μας χωρίζει από το Θεό, μόνο το έλεός του τη γεφυρώνει·  μόνο το θείο έλεος, όταν το ζητούμε ειλικρινά και ταπεινά, μας δικαιώνει απέναντι του Θεού και μας σώζει.
Το ξέρουμε πολύ καλά πως τώρα οι άνθρωποι δεν έχουν διάθεση για να ακούσουν κήρυγμα της Εκκλησίας σαν το σημερινό. Κάπως αλλιώς θέλουν πολλοί και το κήρυγμα στον καιρό μας τάχα πιο συγχρονισμένο, πιο κοινωνικό και πιο πρακτικό. Αλλά η Εκκλησία, όταν σαν και σήμερα ανοίγει το Τριώδιο, ξέρει τί πρέπει να κηρύξει· πρέπει να καλέσει τους χριστιανούς σε πνευματική ετοιμασία για το Πάσχα. Και αρχίζει από πολύ μακρυά, από την ταπεινοφροσύνη, που είναι το πρώτο σκαλοπάτι προς τα επάνω, για κείνους βέβαια που ενδιαφέρονται για την πνευματική τους προκοπή. Εμείς κηρύξαμε προς όλους τους χριστιανούς, γιατί πιστεύουμε πως όλοι θέλουν και επιθυμούν το καλύτερο· και το καλύτερο για τον καθένα μας είναι η χάρη και η σωτηρία μας από το Θεό, την οποία και ευχόμαστε σε όλους. Αμήν.

(Μητρ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου (+), «Επί πτερύγων ανέμων» τ. Α΄,  εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος)

«...δέν θά προφθάσουν...» εξοργιστείτε αλλά μην καταθλίβεσθε


"Θά σάς επιβάλουν μεγάλο καί δυσβάστακτο φόρο, αλλά δέν θά προφθάσουν"

Ζούμε έναν υψηλό καθαρτήριο πυρετό.
Πονάει το σώμα αλλά πρέπει να ανεβεί η θερμοκρασία, για να εξοντωθούν - μετά από 190 χρόνια! - οι (υ)ιοί που κατέστρεψαν την χώρα...
ΤΑ ΔΥΣΒΑΣΤΑΧΤΑ ΜΕΤΡΑ ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΣΤΑ ΧΑΡΤΙΑ!
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΘΑ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΟΥΝ ΝΑ ΤΑ ΕΠΙΒΑΛΛΟΥΝ ΘΑ ΤΙΜΩΡΩΘΟΥΝ!

Τα θαύματα γύρω από τους νεομάρτυρες


Οι Άγιοι Νεομάρτυρες Αγγελής, Μανουήλ, Γεώργιος και Νικόλαος “ εκ Μελάμπων Κρήτης
Τι είναι οι νεομάρτυρες. Για τους μουσουλμάνους αδελφούς μας που πιθανόν να διαβάσουν αυτό το κείμενο, πρέπει να διευκρινίσω τα παρακάτω:
Στο χριστιανισμό ονομάζονται «μάρτυρες» οι άνθρωποι που πεθαίνουν, επειδή αρνούνται ν’ αλλάξουν πίστη. Ο χριστιανισμός έχει εκατομμύρια μάρτυρες κάθε ηλικίας και φύλου, από την αρχή της ύπαρξής του μέχρι σήμερα. Όλοι οι μάρτυρες είναι άγιοι, επειδή αυτό που τους παρακίνησε στο μαρτύριο δεν ήταν κάποιος στενοκέφαλος φανατισμός, αλλά η αγάπη τους για το Χριστό.
Ονομάζονται «μάρτυρες» επειδή δίνουν τη μαρτυρία τους για τη χριστιανική τους πίστη, αλλά και επειδή υφίστανται «μαρτύρια» (θάνατο και πιθανόν βασανιστήρια, συχνά μάλιστα ιδιαιτέρως φρικιαστικά) στην προσπάθεια των διωκτών τους να τους κάνουν ν’ αλλάξουν πίστη. Η ονομασία αυτή υπάρχει στην Αγία Γραφή, όπου ο Χριστός προλέγει ότι οι χριστιανοί θα γίνουν «μάρτυρές Του» σε όλο τον κόσμο (Πράξ. 1, 8) και στη συνέχεια ο Πέτρος δίνει μαρτυρία για τον Ιησού ως Χριστό και Κύριο (Πράξ. 2, 14-36). Απευθυνόμενος ο Παύλος προς τον Ιησού κατά την προσευχή του στο Πράξ. 22, 17-21, χαρακτηρίζει τον άγιο Στέφανο «μάρτυρά Του» (στ. 20). Έτσι από την αρχή του χριστιανισμού ονομάζουμε «αγίους μάρτυρες» τους ανθρώπους που θανατώθηκαν για την πίστη τους στο Χριστό.
«Νεομάρτυρες» ονομάζουμε τους αγίους μάρτυρες που θανατώθηκαν για την πίστη τους τελευταίους αιώνες. Η εποχή της Τουρκοκρατίας για τον ελληνικό χώρο (περ. 1453 έως 1912, κατά περιοχές) είναι γεμάτη νεομάρτυρες. Πρόκειται κατά κανόνα για απλούς καθημερινούς ανθρώπους, ευσεβείς, που πιέστηκαν ν’ ασπαστούν το Ισλάμ από κάποιους φανατικούς μουσουλμάνους και, όταν αρνήθηκαν, συκοφαντήθηκαν στις οθωμανικές αρχές ότι δήθεν έβρισαν το Μωάμεθ ή ότι υποσχέθηκαν να γίνουν μουσουλμάνοι και μετά υπαναχώρησαν και γενικά για «εγκλήματα» θρησκευτικού χαρακτήρα. Κάποιοι άλλοι συκοφαντήθηκαν με τον ίδιο τρόπο από προσωπικούς τους εχθρούς, ενώ κάποιες κοπέλες από μουσουλμάνους που τις ποθούσαν, ενώ εκείνες απέκρουαν τις ερωτικές τους προτάσεις. Υπάρχουν και κάποιοι που ασπάστηκαν το Ισλάμ για μερικά χρόνια και στη συνέχεια μετάνιωσαν, έκλαψαν νιώθοντας τον εαυτό τους προδότη του Χριστού, και, αφού προσευχήθηκαν και πήραν ευλογία κάποιου σοφού χριστιανού ιερέα, παρουσιάστηκαν στις οθωμανικές αρχές και διακήρυξαν πως είναι ξανά χριστιανοί.
Όλοι αυτοί –άντρες και γυναίκες– καταδικάστηκαν σε θάνατο. Πολλοί βασανίστηκαν πρώτα με απίστευτη αγριότητα (μήπως κι αλλάξουν πίστη) και τελικά αποκεφαλίστηκαν ή απαγχονίστηκαν ή ανασκολοπίστηκαν (παλουκώθηκαν, κοινώς «σουβλίστηκαν») ή γδάρθηκαν ζωντανοί ή κρεμάστηκαν στα τσιγκέλια (μεγάλα τσιγκέλια, πάνω στα οποία τους έριχναν και τους άφηναν καρφωμένους μέρες, ώσπου να ξεψυχήσουν) ή κάηκαν ζωντανοί. Μάλιστα η εκτέλεσή τους έγινε δημόσια, ως εορταστικό «θέαμα».
Θαυμαστά σημεία. Πολλοί νεομάρτυρες έλαβαν από το Θεό, μετά το θάνατό τους, μεγάλο θαυματουργικό χάρισμα, ενώ πολλών η εκτέλεση συνοδεύτηκε από θεϊκά σημεία, που έγιναν ορατά από χριστιανούς και μουσουλμάνους. Αυτά είναι που μας ενδιαφέρουν στο κείμενό μας.
Το πιο συνηθισμένο σημείο είναι ότι το σώμα του μάρτυρα φωτιζόταν από ουράνιο φως κάθε νύχτα για λίγο καιρό. Στο βιβλίοΝέον Μαρτυρολόγιον (εκδ. Αστήρ, 1993, σελ. 201-208), στο οποίο ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συγκέντρωσε κείμενα για νεομάρτυρες γραμμένα από ανθρώπους που είδαν με τα μάτια τους το μαρτύριό τους, αναφέρονται εμφανίσεις τέτοιου ουράνιου φωτός στα παρακάτω μαρτύρια:
1. του αγίου Ιωάννη, στο Ασπρόκαστρο (2 Ιουνίου 1492 [τραγική ειρωνεία: την ίδια χρονιά με την «ανακάλυψη της Αμερικής»] –η ημερομηνία του μαρτυρίου είναι και η μέρα, κατά την οποία τιμούμε τη μνήμη κάθε μάρτυρα),
2. των αγίων Ιακώβου του οσιομάρτυρα και ασκητή και των μαθητών του Ιακώβου διακόνου και Διονυσίου μοναχού (1 Νοεμβρίου 1520)
3. του αγίου Παρθενίου, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (Σάββατο του Λαζάρου, 24 Μαρτίου* 1657 [οι ημερομηνίες με * ελήφθησαν από τοΠανάγιον του Γεωργίου Εμμ. Πιπεράκι, έκδ. «Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος» Μήλεσι 2006, διότι ο άγ. Νικόδημος αναφέρει μόνο χρονολογία]),
4. του αγίου Νικολάου του Παντοπώλη στην Κων/πολη (23 Σεπτεμβρίου 1672),
5. του αγίου Αγγελή, επίσης στην Κων/πολη (1 Σεπτεμβρίου 1680),
6. του αγίου Ηλία Αρδούνη (Αρντούνη) στην Καλαμάτα (31 Ιανουαρίου*, γύρω στο 1686),
7. του αγίου Ρωμανού του μοναχού (5 Ιανουαρίου* 1694),
8. του αγίου Αυξεντίου στην Κων/πολη (15 Ιανουαρίου 1720),
9. του αγίου Αναστασίου του ιερέα (8 Ιουλίου* 1743),
10. της αγίας Κυράννας (28 Φεβρουαρίου* 1751), μέσα στη φυλακή,
11. του αγίου Γεωργίου στην Πτολεμαΐδα (23 Απριλίου* 1752), που, εκτός από το φως, ξεχύθηκε η θάλασσα μυστηριωδώς προκαλώντας μεγάλη πλημμύρα, μέχρι που καθάρισε το αίμα του,
12. του αγίου Νικολάου του Νέου στη Χίο (31 Οκτωβρίου 1754),
13. της αγίας Ακυλίνας στην περιοχή της Θεσσαλονίκης (27 Σεπτεμβρίου 1764),
14. του αγίου Μύρωνος στο Ηράκλειο της Κρήτης (20 Μαρτίου* 1793),
15. του αγίου Ζαχαρία στην Πάτρα (20 Ιανουαρίου* 1782),
16. του αγίου Δημητρίου στο Γαλατά Κων/πόλεως (27 Ιανουαρίου* 1784),
17. του αγίου Κωνσταντίνου του «εξ Αγαρηνών» (Τούρκου), στις 2 Ιουνίου 1819,
18. του αγίου Γεωργίου στα Ιωάννινα (17 Ιανουαρίου 1838).
19. Ως Ρεθεμνιώτης ξέρω ότι αυτό το φως εμφανίστηκε και στο Ρέθυμνο, στους τάφους των αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων (28 Οκτωβρίου 1824), για τους οποίους θα μιλήσουμε παρακάτω.

Μαρτύρησε στις 17 Ιανουαρίου 1838 στα Ιωάννινα
Εκτός από το φωτεινό φαινόμενο, καταγράφονται και μερικά άλλα σημεία σχετικά με την εκτέλεση των νεομαρτύρων:
Στην εκτέλεση του αγίου Γεωργίου στη Σόφια της Βουλγαρίας (11 Φεβρουαρίου 1515) ένα ξαφνικό σύννεφο έσβησε την πυρά, ενώ αργότερα, όταν την άναψαν για να κάψουν το ιερό σώμα του, εκείνο δεν καιγόταν.
Ομοίως, η φωτιά που άναψαν για να κάψουν το σώμα του αγίου Δημητρίου στη Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας (2 Ιουνίου 1657), χωρίστηκε στα δυο και άφησε το σώμα του ανέπαφο.
Τον άγιο Αθανάσιο της Σμύρνης (24 Ιουλίου* 1700) τον άφησαν άταφο μαζί με τα σώματα εκτελεσθέντων μουσουλμάνων κακοποιών. Τη νύχτα άγρια σκυλιά κομμάτιασαν τα σώματα των νεκρών, αλλά δεν πείραξαν καθόλου το σώμα του μάρτυρα.
Πολλών μαρτύρων οι δήμιοι –οι βασανιστές ή εκτελεστές– τιμωρήθηκαν με τρέλα ή θάνατο, προφανώς επειδή παραδόθηκαν τόσο πολύ στο διάβολο, που απέκλεισαν εντελώς από τη ζωή τους την προστασία του Θεού, ή ίσως και για να ξεπληρώσουν μέρος της αμαρτίας τους σ’ αυτή τη ζωή και να ελαφρύνει η θέση τους μετά θάνατον. Ας μου επιτραπεί να αναφέρω δύο περιπτώσεις.
1. Τρεις ονομαστοί μουσουλμάνοι, που ευθύνονταν για το θάνατο του αγίου Αγγελή στην Κων/πολη, για τον οποίο μιλήσαμε, «ο Σαρί Αμπτουλάχογλους, γεντί κουλέ αγασής, ο Βασιλικός μεζίνης, και ο Γιακούτ Αγανούνογλους» (αναφέρω τα στοιχεία τους όπως καταγράφονται στο Νέον Μαρτυρολόγιον, σελ. 98), ασθένησαν θανάσιμα και, στην επιθανάτια κλίνη, δε μπορούσαν να ξεψυχήσουν, αλλά έξω φρενών γενόμενοι φώναζαν συνεχώς «Αγγελή, ω Αγγελή!». Η εφιαλτική αυτή κατάσταση συνεχίστηκε για πολλές μέρες, μέχρι που οι δικοί τους κάλεσαν τη σύζυγο του αγίου και πήραν από αυτήν συγχώρηση για το φόνο του, τον οποίο εκείνοι είχαν διαπράξει. Όταν εκείνη (ως αληθινή χριστιανή) τους συγχώρησε, λυτρώθηκαν από το ατελείωτο ψυχορράγημα και ξεψύχησαν. Το γεγονός αυτό συγκλόνισε τόσο την κοινωνία της Κων/πολης, ώστε συγκροτήθηκε συμβούλιο μουσουλμάνων αξιωματούχων, που αποφάσισε να μην πιεστεί στο εξής κανείς χριστιανός να ασπαστεί με τη βία το Ισλάμ. Η απόφαση αυτή εφαρμόστηκε όσο ζούσαν εκείνοι οι αξιωματούχοι.
2. Στις 21 Ιουνίου 1732 θανατώθηκε στη Χίο ο άγιος Νικήτας ο Νισύριος (από το νησί Νίσυρος). Ο άγιος ήταν γιος εξισλαμισμένου προεστού και, αν και βαφτίστηκε ο ίδιος μετά τη γέννησή του, εξισλαμίστηκε σε νηπιακή ηλικία και δε θυμόταν τη χριστιανική του καταγωγή. Όταν όμως το ανακάλυψε, συγκλονίστηκε, αρνήθηκε το Ισλάμ, έφυγε από το σπίτι του και κατέφυγε στη Νέα Μονή Χίου, όπου κατηχήθηκε στο χριστιανισμό (δηλαδή έλαβε γνώση της χριστιανικής πίστης). Μια μέρα συνελήφθη από έναν «άνθρωπο του χαρατζή» (του φοροεισπράκτορα), Κρημλή το γένος, επειδή δεν είχε χαρτιά ούτε χρήματα να πληρώσει το χαράτσι, και, ενώ περίμενε τη μεταφορά του στις φυλακές, κάποιος τον αναγνώρισε και τον φώναξε Μεϊμέτη. Τότε ο Κρημλής τον έφερε στον αγά και, μετά από ανάκριση και έρευνα, μαθεύτηκε ότι ήταν μουσουλμάνος που επέστρεψε στο χριστιανισμό.
Βασανίστηκε επί δέκα μέρες στη φυλακή τόσο πολύ, ώστε χαρακτηρίζεται μεγαλομάρτυρας (οι Τούρκοι στη συνέχεια αποκάλυψαν ότι τη νύχτα έβλεπαν ανεξήγητα τη σκοτεινή φυλακή πλημμυρισμένη από φως) και τελικά αποκεφαλίστηκε δημόσια από τον ίδιο τον Κρημλή, αργά και βασανιστικά με πολλές μαχαιριές.
Ο Κρημλής όμως στη συνέχεια άρχισε να τρέμει ολόκληρος και τη νύχτα να βλέπει εφιαλτικά όνειρα με τον άγιο Νικήτα. Η ζωή του έγινε αφόρητη, μέχρι που (ίσως από συμβουλή της γυναίκας του, που ήταν χριστιανή) έβαλε και ζωγράφισαν την εικόνα του αγίου και την τοποθέτησε σε μια κρυψώνα στον οντά του. Τότε απαλλάχτηκε από τους εφιάλτες, αλλά του έμεινε το τρέμουλο σε όλη του τη ζωή. Πέθανε μάλιστα παράλυτος.
Στον οντά του, όταν είχε επισκέψεις, ακουγόταν χτύπος από τη θυρίδα, στην οποία είχε κρύψει την εικόνα το αγίου. Και, για να μην την ανακαλύψουν οι ομόθρησκοί του, την έστειλε στο σπίτι όπου είχε τη γυναίκα του και εκεί την τιμούσε με ακοίμητο καντήλι.


πηγή

Ρήσεις Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου


Ρήσεις Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου

(επιλογή από τις σελίδες 690-700)
Είπε ο Γέροντας Παΐσιος:
Όποιος μιλά ή γράφει για τους Αγίους Πατέρες και δεν έχει καθαρισθή από τα πάθη, μοιάζει με τενεκέ που μέσα έχει μέλι, αλλά μυρίζει πετρέλαιο.
Οι Χριστιανοί παλαιά είχαν πιο πολλή ευλάβεια στο αντίδωρο, απ’ ό,τι πολλοί μοναχοί σήμερα στην θεία Κοινωνία.
Σήμερα (1976) δυστυχώς για πολλούς (Αγιορείτες) όλη η πνευματικότητα είναι πόσους πατέρες έχει το Μοναστήρι και κάθε πόσο κοινωνούν...

Όταν γλυκαθή κανείς στην ευχή, δεν θέλει να βγη από το κελλί του. Τότε η ευχή δεν κουράζει, αλλά ξεκουράζει. Όταν εμείς δεν θέλουμε να βγούμε από το Καλύβι μας, αλλά από αγάπη βγαίνουμε και θυσιάζουμε την ησυχία μας χάριν κάποιου αδελφού, τότε ο Θεός βλέπει την αγάπη μας και αναπληρώνει.

Για τους δρόμους στο Άγιον Όρος ο άγιος Νείλος είχε προφητέψει ότι θάρθη καιρός που το Άγιον Όρος θα ζωσθή όλο με μια κορδέλλα πανί (δρόμοι), και ότι το Άγιον Όρος θα μείνει από τον Άγιο Παύλο και πέρα. (Δηλαδή μέχρι την Βίγλα, διότι μόνο αυτό το κομμάτι έμεινε χωρίς δρόμους).

Λίγη μελέτη και πολλή ευχή. Στην προσευχή και στην λατρεία πρέπει να συμμετέχουμε με όλη μας την καρδιά.

Άκουσα ότι αυτές τις μέρες κουνιέται το καντήλι της Παναγίας στων Ιβήρων. Η Παναγία προσπαθεί να μας αφυπνίση για να μετανοήσουμε, αλλά οι σημερινοί άνθρωποι δεν κουνιούνται (συνέρχονται), όσο κι αν κουνιούνται τα καντήλια.

Βοηθά να προσεύχεται κανείς σε βουνά και όχι σε χαράδρες και κλεισούρες. Και ο Χριστός στα βουνά πήγαινε και προσευχόταν. Έτσι ανοίγει ο νους και τα αισθήματα. Γι’ αυτό οι άνθρωποι της Ηπείρου και των βουνών έχουν μια λεβεντιά.

Η εποχή μας είναι πολύ δύσκολη. Και πρέπει σήμερα οι Χριστιανοί να κάνουν πολλή υπομονή, για να έχουν μεγάλο μισθό. Πολλοί Άγιοι θα επιθυμούσαν να ζούσαν στην σημερινή εποχή, για νάχουν μεγαλύτερο μισθό.

Το κακό έχει προχωρήσει πολύ και έχουν γίνει μεγάλες αλλαγές τα τελευταία χρόνια. Υπάρχει όμως μια καλή μαγιά, που γι’ αυτήν ο Θεός ευσπλαχνίζεται και τον υπόλοιπο κόσμο. Να μην χαλάση κι αυτή, γιατί τότε αλλοίμονό μας.

Πρέπει με ταπείνωση να λέμε το λογισμό μας στους ανωτέρους, ίσως τους βοηθήσουμε να σκεφθούν πιο συνετά.

Ό,τι είναι για μια μηχανή η βενζίνη, έτσι είναι και η καρδιά για την πνευματική ζωή. Ό,τι κάνει ο άνθρωπος από την καρδιά του δεν κουράζει. Γι’ αυτό όσους ρωτάνε, τι να σπουδάσουν, τους λέω ό,τι αγαπάνε. Ιδίως μερικά επαγγέλματα, όπως γιατρός, δάσκαλος, θέλουν να τ’ αγαπά κανείς πολύ. Και στην πνευματική ζωή, στην προσευχή πρέπει να συμμετέχει η καρδιά.

Η ταπείνωση και η αγάπη, να, αυτό είναι το παν.

Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

  αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας)  -  εικ . Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος  αρχίζει το αόρατο μυστήριο· ...