Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαρτίου 03, 2012

Α΄ Κυριακή των Νηστειών της Ορθοδοξίας, Αποστ. Ανάγνωσμα: Εβραίους κεφ. 11 24-26, 32-40 (4-3-2012) ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΩΝΤΑΝΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ


Ρένου Κωνσταντίνου, θεολόγου, καθηγητή Μ.Ε

Η σημερινή Κυριακή είναι η πρώτη της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και είναι γνωστή ως Κυριακή της Ορθοδοξίας. Ονομάστηκε έτσι διότι είναι ημέρα αφοσιωμένη στην ορθόδοξη πίστη και στους αγώνες, που διεξήγαγε δια μέσου των αιώνων η Εκκλησία. Αφετηρία και αφορμή για να καθιερωθεί ο εορτασμός υπήρξε η πανηγυρική αναστήλωση των αγίων εικόνων το 842 μ.Χ. από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα και τον πατριάρχη Μεθόδιο. Σταδιακά η γιορτή  αυτή προσέλαβε ένα ευρύτερο περιεχόμενο. Αποτέλεσε ανάμνηση της νίκης της Ορθοδοξίας ενάντια των ποικίλων εχθρών της.
Σχετικό με το νόημα της εορτής αυτής είναι και το αποστολικό ανάγνωσμα που διαβάζεται στους ναούς μας. Προέρχεται από την προς Εβραίους επιστολή του αποστόλου Παύλου και είναι μια περικοπή της οποίας το μεγαλύτερο μέρος διαβάζεται άλλες δύο φορές κατά τη διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους: την Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως και την Κυριακή των Αγίων Πάντων.
Στην αρχή της περικοπής γίνεται αναφορά σε ένα μεγάλο προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης, το Μωϋσή. Ο Μωϋσής αποτελεί μια μορφή κυρίαρχη μέσα στη ιστορία του αρχαίου Ισραήλ. Ο Μωϋσής, όπως είναι γνωστό, γλιτώνει από τη διαταγή του Φαραώ, και δεν τον ρίχνουν για να πνιγεί στον ποταμό Νείλο. Τον παίρνει και τον υιοθετεί η κόρη του Φαραώ και έζησε στα βασιλικά ανάκτορα μέχρι που έγινε σαράντα ετών.
Ο Μωϋσής, ώριμος άνδρας πλέον, αποφασίζει να απαρνηθεί τον τίτλο του υιοθετημένου γιου της θυγατέρας του Φαραώ (στίχος 24). Ο Μωϋσής πάνω απ’ όλο θέλει να παραμείνει υιός του Αβραάμ, πιστός στο Θεό των πατέρων του. Ο Μωϋσής προτιμά να συμμεριστεί και ο ίδιος τις κακουχίες και τις θλίψεις λαού του Θεού (στίχος 25).
Ο Παύλος συνεχίζει και στο στίχο 26 τη σύγκριση που άρχισε στον προηγούμενο στίχο. Αντιπαραθέτει «τους θησαυρούς της Αιγύπτου», των υλικών δηλαδή αγαθών που είχε ο Μωϋσής στην αυλή του Φαραώ και «τον ονειδισμόν του Χριστού», τον οποίο οικειοποιήθηκε, θεωρώντας τον «μείζονα πλούτον». «Ονειδισμός του Χριστού» είναι τα παθήματα πού υπέφερε ο Κύριος. Τα παθήματα αυτά είναι πολύ μεγαλύτερα σε αξία, αφού οδηγούν στη σωτηρία, παρά οι πρόσκαιροι υλικοί θησαυροί των Αιγυπτίων. Ο Μωϋσής κατά τον απόστολο Παύλο «απέβλεπε εις την μισθαποδοσίαν». Η πίστη του τον έκανε να προσβλέπει σταθερά και να ελπίζει σε μια ουράνια ανταμοιβή για «τον ονειδισμόν του Χριστού» που επέλεξε να υπομείνει, αντί για τους θησαυρούς της Αιγύπτου, που μέχρι την ώρα εκείνη απολάμβανε. Είναι όντως θαυμαστό και αποτελεί φωτεινό παράδειγμα και για εμάς σήμερα που οι πλείστοι ζούμε στην υλιστική ευδαιμονία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας και σύνολη η Ιερή μας Παράδοση θεωρούν τον μέγα προφήτη Μωϋσή ως τύπο που προεικονίζει το Χριστό και θεωρούν ότι το παράδειγμα του πρακαταγγέλλει τα όσα έμελλε αργότερα να συμβούν και στο Μεσσία.
Στη συνέχεια ο Απόστολος των εθνών αναφέρει  παραδείγματα εναρέτων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης που υπέμειναν και αυτοί θλίψεις και δοκιμασίες. Μεταξύ των ανδρών που αναφέρει στο στίχο 32 ο Απόστολος είναι οι τέσσερις Κριτές: ο Γεδεών, ο Βαράκ, ο Σαμψών και ο Ιεφθάε. Επίσης γίνεται μνεία στο βασιλιά και προφήτη Δαβίδ και τον προφήτη και κριτή Σαμουήλ, αλλά και γενικά στους προφήτες. Η αναφορά είναι ονομαστική. Δεν μνημονεύονται δηλαδή τα κατορθώματα τους και η παράθεση των ονομάτων  τους, άγνωστο γιατί, δεν γίνεται με χρονολογική σειρά.
Οι στίχοι 33-34, που εισάγονται με την αναφορική αντωνυμία «οι», αναφέρονται γενικά στα κατορθώματα που με τη δύναμη της πίστεως επέτυχαν οι δίκαιοι άνδρες, των οποίων τα ονόματα ο Απόστολος απαρίθμησε προηγουμένως στο στίχο 32, αλλά και άλλων αγωνιστών της πίστεως. Η έννοια της φράσεως «είργασαντο δικαιοσύνην» σημαίνει ότι γενικά, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο βίο τους, πολιτεύθηκαν με γνώμονα το δίκαιο. Η πίστη εξάλλου που έδειχναν στις εντολές και στις επαγγελίες του Θεού συντελούσε, ώστε να πραγματοποιούνται όλα όσα ο Θεός του υποσχόταν.
Μεταξύ εκείνων που έφραξαν στόματα λεόντων είναι ο προφήτης Δανιήλ (Δαν. 6, 16 - 23), όπως επίσης ο Δαβίδ (Α΄ Βασ. 17, 34 κ.ε.) και ο Σαμψών (Κριτ. 14, 16). Τη δύναμη του πυρός έσβησαν οι τρεις Παίδες στη Βαβυλώνα (βλ. Δαν. 3, 23, 27) και τη σφαγή διέφυγαν ο προφήτης Ηλίας από την Ιεζάβελ (Γ΄ Βασ. 18), ο Δαβίδ από τον Σαούλ (Α΄ Βασ. 18, 11-19, 10, 12-21, 10-23, 13) και ο προφήτης Ελισσαίος από τον βασιλεία της Συρίας (Δ΄ Βασ. 6, 9-18). Από την ασθένεια θεραπεύτηκε και ανέλαβε δυνάμεις ο βασιλιάς Εζεκίας (Δ΄ Βασ. 20, 1). Σε πολέμους αναδείχτηκαν ισχυροί και έτρεψαν σε φυγή εχθρικά στρατεύματα πολλοί: ο Ιησούς του Ναυή, οι Κριτές, ο Δαβίδ, οι Μακκαβαίοι και αρκετοί άλλοι.
Στον επόμενο στίχο (στίχος 35) ο θείος Παύλος αναφέρει κάτι ιδιαίτερα σημαντικό: «Έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών». Η πίστη αποτέλεσε την αιτία για την πραγματοποίηση και άλλων θαυμάτων. Γυναίκες έλαβαν ανεστημένα τα νεκρά παιδιά τους. Πρόκειται εδώ για κάποια συγκεκριμένα περιστατικά. Η μία είναι η Σαραφθία η χήρα, την οποίας τον γιο ανέστησε ο προφήτης Ηλίας (Γ΄ Βασ. 17, 22, 23) και η άλλη η Σωμανίτιδα, της οποίας το νεκρό παιδί  ανέστησε ο προφήτης Ελισσαίος (Δ΄ Βασ. 4, 8-37). Οι νεκραναστάσεις αυτές αποτελούν προτύπωση της Ανάστασης του Κυρίου, αλλά και της κοινής αναστάσεως κατά τη Δευτέρα του Χριστού Παρουσία.
Στη συνέχεια του ίδιου στίχου γίνεται αναφορά σε ένα τύπο μαρτυρίου: του τυμπανισμού. Ο «τυμπανισμός» ήταν μία φοβερή μορφή βασανισμού με τη χρήση ενός οργάνου τιμωρίας, κυκλικού στο σχήμα, το οποίο ονομαζόταν «τύμπανον». Οι βασανιστές πρόσεδεναν και τέντωναν το σώμα του κατάδικου επάνω στο τύμπανο και το χτυπούσαν μέχρι θανάτου. Ο απόστολος φαίνεται πως έχει εδώ υπόψη του τα όσα αναφέρονται για τον Ελεάζαρο (Β΄ Μακ. 6, 19).
Όλοι όσοι ανέφερε έως τώρα ο Απόστολος παρέμειναν σταθεροί στην πίστη τους, τονίζει εμφαντικά. Δεν δέχτηκαν να την προδώσουν για να γλιτώσουν από το μαρτύριο και να επιτύχουν την απελευθέρωση τους. Ανάμεσα στην προσωρινή ζωή που θα μπορούσαν να έχουν, αθετώντας την πίστη τους στον αληθινό Θεό και τον θάνατο για χάρη της, οι μάρτυρες προτίμησαν τον δεύτερο, γιατί ήλπιζαν πως έτσι θα επιτύχουν μια «κρείττονα ανάσταση» ανάσταση «ένδοξον και μακάριαν και εις βάσιλείασν αιώνιον εισάγουσα», όπως παρατηρεί ο Ζιγαβηνός.
Ακολούθως στο στίχο 36, ο Παύλος αναφέρετε και σε άλλους δίκαιους ανθρώπους από την Παλαιά, αλλά και την Καινή Διαθήκη και στα όσα και αυτοί υπέμειναν για την πίστη τους στον αληθινό Θεό. Ανάμεσα σ’ εκείνους που δοκίμασαν ταπεινώσεις και εμπαιγμούς είναι ο προφήτης Ελισσαίος (Δ’ Βας.2, 23), ο Σαμψών (Κριτ. 15, 25) και οι Ιουδαίοι επί της εποχής των Μακκαβαίων. Μαστίγωση υπέστησαν ο προφήτης Μιχαίας (Γ΄Βας. 23 – 24), ο Ελεάζαρος (Β’ Μακ. 6, 30), οι επτά Μακκαβαίοι αδελφοί (Β’ Μακ. 7,1) και αργότερα οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης (Πραξ. 5, 40). Στο δεσμωτήριο και τη φυλακή ρίχτηκαν οι προφήτες Ιερεμίας, Μιχαίας (Γ΄Βας. 22, 27) και Ανανίας (Β΄ Παραλ. 16, 7 -10) και αργότερα ο Ιωάννης ο Πρόδρομος  και πολλοί από τους Αποστόλους.  Λιθοβολισμό υπέμειναν ο Ναβουθαί, για να του πάρει η Ιεζάβελ το αμπέλι του (Γ’ Βας. 20, 14) και ο  Ζαχαρίας ο ιερέας (Β΄ Παραλ. 24, 21).  Έχουμε επίσης το μεγάλο γεγονός του λιθοβολισμού του πρωτομάρτυρα Στεφάνου, που τον ακολούθησε μεγάλος διωγμός κατά των χριστιανών. Με πριόνι θανατώθηκε ο προφήτης Ησαΐας από το βασιλιά Μανασσή. Στο στίχο 34 ο Απόστολος ανέφερε πως «δια πίστεως» πολλοί «έφυγον στόματα μαχαίρας». Εδώ γράφει ότι άλλοι «έν φόνω μαχαίρας απέθανον». Ο Ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί πως και οι δύο πράξεις είναι άξιες επαίνου, ενώ ο ερμηνευτής των Γραφών Ζιγαβηνός τονίζει ότι η πίστη επιτελεί μεγάλα και πάσχει μεγάλα. Με μαχαίρι θανατώθηκαν ο Ουρίας, ο προφήτης Μιχαίας, ο Μαλαχίας, ο Ιωάννης και ο απόστολος Ιάκωβος. Άλλοι πάλι πού διέφυγαν τη σφαγή έζησαν μία ζωή συνεχούς περιπλάνησης, φτώχειας, θλίψεων και πολλών στερήσεω, όπως ο προφήτης Ηλίας, ο Ελισαίος και άλλοι προφήτες και Αγίοι της Εκκλησίας μας.
Στη συνέχεια της περικοπής ο θείος απόστολος Παύλος με την  εμβόλιμη αναφορική πρόταση «ων ουκ ην άξιος ο κόσμος» (στίχος 38α) επιχειρεί να συγκρίνει τον κόσμο και τους δίκαιους άνδρες, των οποίων προηγουμένως εξύμνησε τη ζωντανή πίστη και τα θαυμαστά κατορθώματα. Τι άραγε να εννοεί ο Απόστολος χρησιμοποιώντας τον όρο «κόσμος»; Με τον όρο αυτό η Αγία Γραφή εννοεί τόσο την ανθρωπότητα, όσο και την ίδια την κτίση. Εδώ ο Απόστολος εννοεί και τα δύο. Ερμηνεύοντας το σημείο αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι στη ζυγαριά από τη μια μεριά μπει ολόκληρος ο κόσμο και την άλλη οι δίκαιοι, το βάρος θα πέσει από τη μεριά των δίκαιων, γιατί όντως αυτοί έχουν τη μεγαλύτερη αξία. Αξία πνευματική, αφού με την πίστη τους έγιναν κάτοχοι των αρετών, οι οποίες αποτελούν ουράνιο θησαυρό. Μετά από την παρεμβολή αυτή, ο Απόστολος επανέρχεται και πάλι στα ηρωικά κατορθώματα των δικαίων ανδρών, για να μνημονεύσει την περιπετειώδη ζωή που πολλοί έζησαν, όταν, είτε διωκόμενοι, είτε για άσκηση, κατέφυγαν στις ερήμους και τα βουνά (στίχος 38β).
Οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης, χάρη στην πίστη που επέδειξαν, ευαρέστησαν ενώπιον του Θεού. Ωστόσο, δεν επέτυχαν να απολαύσουν τα ουράνια αγαθά που τους είχε υποσχεθεί ο Θεός. Γιατί; Διότι ο Θεός προέβλεψε κάτι καλύτερο για μας. Για να μη φανεί ότι εκείνοι είναι σε πλεονεκτικότερη θέση από μας, ο Κύριος όρισε τον ίδιο καιρό απονομής των στεφάνων για όλους. Η οικονομία αυτή του Θεού φανερώνει το βάθος της αγάπης και το μέγεθος της πρόνοιας του. Βέβαια, εδώ είναι δυνατόν να τεθεί το ερώτημα, μήπως ο Θεός αδικεί εκείνους; Σ’ ένα τέτοιο ερώτημα απαντώντας ο Ιερός Χρυσόστομος τονίζει: «Ουκ εκείνους ηδίκησεν, άλλ’ ημάς ετίμησε και γαρ αυτοί τους αδελφούς αναμένουσιν».
Η οικονομία του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου είναι ένα μυστήριο πού υπερβαίνει τις δυνατότητες λο¬γικής ερμηνείας είναι μυστήριο πίστεως και προσδοκία ελπίδας. Τόσο το νόημα του εορτασμού της παρούσας Κυριακής, όσο και το περιεχόμενο του αποστολικού αναγνώσματος μας τοποθετούν σήμερα μπροστά στο μυστήριο της πίστεως. Ορίζοντας την ο απόστολος Παύλος διδάσκει πως είναι «ελπιζομένων υπάστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων».
Πίστη είναι εμπιστοσύνη στο Θεό και την Πρόνοια Του. Η πίστη είναι δωρεά και χάρισμα. Είναι φως ουράνιο και θεϊκό. Πίστη, σε τελευταία ανάλυση, για μας τους χριστιανούς είναι ο ίδιος ο Χριστός και το Ευαγγέλιο του. Η χριστιανική μας πίστη είναι δύναμη. Ανεξάντλητη πηγή δυνάμεως, ιδιαίτερα δε κατά την περίοδο των δοκιμασιών και των πειρασμών.
Περίτρανη απόδειξη αυτής της αλήθειας είναι η ζωή των ανθρώπων που μνημονεύει στην παρούσα περικοπή ο απόστολος Παύλος. Τα όσα πραγματοποίησαν μένουν ανεξήγητα και ακατανόητα, αν δεν λάβουμε υπόψη μας τη δύναμη που τούς παρείχε η φλογερή πίστη τους στο Θεό. Αλλά και οι διωγμοί, τα μαρτύρια και ο θάνατος που υπέστησαν, δεν εξηγούνται παρά μόνο αν τα δούμε υπό το πρίσμα της ακλόνητης τους πίστης στο Θεό και της ύπαρξης της Βασιλείας Του..
Η πίστη όμως απαιτεί και θυσίες. Πιστεύω σημαίνει αγωνίζομαι γι’ αυτό που πιστεύω. Και πιστός άνθρωπος είναι ο αγωνιστής στον αγώνα που εμπνέει η πίστη, η πίστη του Χριστού. Πολλές φορές η πίστη στον αληθινό Θεό αποτέλεσε αιτία διωγμού και θανάτου ακόμη. Απόδειξη τούτου τα εκατομμύρια των μαρτύρων της εποχής των διωγμών, αλλά και το πλήθος των οσίων ανθρώπων που αναφέρει στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα ο Παύλος. Όμως οι πιστοί δεν έχουμε «ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Προσδοκούμε τη μέλλουσα πόλη, τη Βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Αυτού. Αδιαφιλονίκητη απόδειξη αυτής της αλήθειας αποτελεί η ζωή των Αγίων του Θεού, «οι δια πίστεως κατηγωνίσαντο...».

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ) ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ


  Κυριακή της Ορθοδοξίας!
          Εις το Ιερό Κέντρο της Ορθοδοξίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την Ιερά Μητρόπολη Παροναξίας, σε κάθε Ιερό Ναο καί πάσα Μονή και Χώρα, προεξάρχοντος του Οικουμενικού Πατριάρχου, των Επισκόπων της Εκκλησίας και του προσκομίζοντος τα Τίμια Δώρα Κυρίω τω Θεώ Μητροπολίτου Καλλινίκου.
          Η μνήμη στρέφεται εις τα οπίσω, εις την εποχή των Αυτοκρατόρων του Βυζαντίου Μιχαήλ και Θεοδώρας και του Πατριάρχου της Κωνσταντινούπολεως Αγίου καί Ομολογητού Μεθοδίου.
          Χριστιανοί μου,
          Σήμερον «η καρδία πάλλει διά την Ορθοδοξίαν». Η σκέψη περιστρέφεται εις την σημασία του Κέντρου της Ορθοδοξίας και Θεσμού του Οικουμενικού Θρόνου. Πάντα ταύτα συγκροτούν την Μεγάλη Εκκλησία, την του ΘΕΟΥ ΣΟΦΙΑ!
          Και όλα αυτά παίρνουν ένα ιδιαίτερο χρώμα καθώς ευρισκόμαστε εις την αρχή της ανοίξεως, που σημαίνει ζωή και εις την αφετηρία της πορείας της προς την Ανάσταση, δια μέσου χαροποιού πένθους και της χαρμολύπης του Τριωδίου.
          Σήμερον, Κυριακή της Ορθοδοξίας, εορτάζούμε την «έγερσιν της Πίστεως» όπως ψάλλουμε εις τον Όρθρο της Εορτής.
          Σήμερον, Α΄ Κυριακή των Νηστειών εορτάζουμε την κατ΄ εξοχή ημέρα της Ορθοδοξίας.
          Αλλά τι είναι ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ;
          Η Ορθοδοξία είναι περισσότερο βίωμα και ολιγότερο Θεωρία.
          Ορθοδοξία είναι το περιεχόμενο της πίστεως της Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Ή μάλλον Ορθοδοξία είναι η ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ και ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, με το αλώβητο δόγμα, με την πιστότητα εις την Αποστολική παράδοση και με την Οικουμενικότητά της.
          Ορθοδοξία είναι το χριστιανικό μέτρο. Η Ορθή πίστη, η ορθή δοξολογία του Θεού, η Ορθοδοξία.
          Ο αγώνας για την προσκύνηση των Ιερών Εικόνων ήτο αγώνας όχι μόνον εναντίον της αρνήσεως της, εναντίον της εικονομαχίας, αλλά και εναντίον της υπερβολικής και λανθασμένης προσκυνήσεως των Ιερών Εικόνων, της καταχρήσεως, της ειδωλολατρικής συγχύσεως της εικόνος προς το εικονιζόμενο πρόσωπο.
          Ορθοδοξία είναι η Εκκλησία, της οποίας «ανακαινίζεται ως αετού η νεότης». Η όλη και η πλήρης αλήθεια.
Η αλήθεια έχει δοθεί και ανατεθεί εις την Εκκλησία. Όλη η ιστορία των Οικουμενικών Συνόδων το αποδεικνύει αυτό.
Η Ορθοδοξία είναι δυναμική, όχι στατική και τυπική. Είναι τόσο ζωντανή όσον και ο Χριστός, ο «χθές και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας».
Η Ορθοδοξία τέλος είναι πολλά πράγματα «άτινα εάν γράφηται καθ΄εν, ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία».
Αλλά τι είναι το κέντρον της Ορθοδοξίας; Είναι το θυσιαστήριο το οποίο έπηξε ο Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος. Είναι η καθέδρα Στάχυος. Είναι ο θρόνος του Αγίου Γρηγορίου, του ιερού Χρυσοστόμου, του Μεγάλου Φωτίου, του Πατριάρχου Γενναδίου και πολλών άλλων Πατριαρχών.
Το κέντρον της Ορθοδοξίας είναι προ πάντων Γολγοθάς του καθήκοντος.
Και ο θεσμός του Πατριάρχη;
Ο Πατριάρχης είναι ο πατέρας και ο προστάτης της Εκκλησίας, το σύμβολο της Ορθοδοξίας, όπως ο Επίσκοπος Παροναξίας, όπως κάθε Επίσκοπος, που φέρει την κανονική Αποστολική Διαδοχή.
Οι Επίσκοποι της Εκκλησίας, αναδείχθησαν και πρέπει να αναδεικνύονται θεματοφύλακες της Ιεράς παρακαταθήκης, θεοπρόβλητοι, ηγούμενοι, καλλίνικοι αγωνιστές καλλινίκων αγώνων.
Ο Πατριάρχης και οι Επίσκοποι της Ορθοδόξου Εκκλησίας είχον και έχουν βαθειά συνείδηση τού ότι ετάχθησαν φρουροί της εκκλησιαστικής τάξεως, διάκονοι των αδελφών Εκκλησιών και προστάτες του Λαού τους, με τον οποίο και συμπάσχουν εν καιρώ δοκιμασιών, διωγμών και αιρέσεων.
Και η ιστορία συνεχίζεται, έστω κι΄ αν η «ΜΙΤΡΑ» τους μεταβάλεται σε ακάνθινο στεφάνι.
«Η γάρ Θεού δύναμις την Ορθοδοξίαν εκράτυνεν»
Είναι αιώνιος η Πρόνοια του Θεού δια την Εκκλησία Του. Πιστεύουμε ακράδαντα, κλήρος και Λαός, ότι Εκείνος θά είναι μετ΄ Αυτής «πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος»
«Υπεράνω της Ορθοδοξίας δεν υπάρχει άλλος θόλος, αλλά μόνον ο ουρανός»
Και θα εορτάζουμε εδώ εις την Ιερά Μητρόπολη Παροναξίας, την ημέρα αυτή την επίσημη και Ιερά, διότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας και ο ευσεβής Λαός της είναι αμετακίνητοι εις τον αιώνα. Είναι Θεοφύλακτοι, Θεοσκέπαστοι και Θεοφρούρητοι, Αμήν.

Κυριακή της Ορθοδοξίας - Η θέση των Εικόνων στη ζωή της Εκκλησίας ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΑΛΜΥΡΟΥ




Η σημερινή πρώτη Κυριακή των Νηστειών της Αγίας και
Μεγάλης Σεσσαρακοστής, αδελφοί μου, συνιστά την ημέρα του
θριάμβου της Ορθόδοξης πίστης έναντι της αίρεσης και της
κακοδοξίας. Είναι ημέρα ανάμνησης όλων εκείνων των ευσεβών και
αγιασμένων προσώπων της Εκκλησιαστικής ιστορίας, αυτοκρατόρων
και Εκκλ/κών ανδρών, που συνέβαλαν στην εδραίωση της Ορθόδοξης
αυτοσυνειδησίας, στην διατύπωση της Δογματικής Θεολογίας και στην
αποκατάσταση των Ιερών Εικόνων στη ζωή της Εκκλησίας, ύστερα από
την μακρά και πολύπονη περίοδο της εικονομαχίας. Αυτό το
τελευταίο γεγονός της επαναφοράς των Ιερών Εικόνων στην Ορθόδοξη
Λειτουργική πραγματικότητα γίνεται αφορμή για την κατάθεση ενίων
απλών σκέψεων που θα συμβάλουν στην κατανόηση της ακριβούς
θέσης και του πραγματικού ρόλου των Εικόνων στη ζωή της
Εκκλησίας και του καθενός από εμάς.
΢την παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης η ύπαρξη Εικόνων ήταν
ξένη γιατί ο Θεός δεν είχε αποκαλυφθεί εν σώματι και, κατά συνέπεια,
δε μπορούσε να περιγραφεί και να εικονιστεί. Με την αποκάλυψη,
όμως, της Θεότητας στο πρόσωπο του Ιησού Φριστού, δίδεται η
δυνατότητα της εικονογραφικής απεικόνισης της ανθρώπινης
διάστασης του Θείου,  με σκοπό να καταδειχθεί, αφενός μεν η
αγαπητική προσέγγιση του Θεού προς τον άνθρωπο, αλλά και η
δυνατότητα προσέγγισης του ανθρώπου προς τον Θεό, διά της
μιμήσεως του Ιησού Φριστού. Με το πέρασμα του χρόνου αυτή η
δυνατότητα επεκτείνεται στα πρόσωπα της  Τπεραγίας Θεοτόκου και
των Αγίων της Εκκλησίας μας, προκειμένου αυτά να καταστούν
διδακτικές αφορμές και παραδείγματα προς μίμησιν για τους
Χριστιανούς.
Στην πορεία της Εκκλησιαστικής ιστορίας η ανάπτυξη της
εικονογραφίας και η χρήση της Εικόνος καταλαμβάνουν ιδιαίτερη
θέση στην Ορθόδοξη Λειτουργική Παράδοση. Στον 4ο αιώνα η
εικονογραφία αναπτύσσεται ραγδαία, ενώ συστηματοποιείται η
τιμητική προσκύνηση των Ιερών Εικόνων, οι οποίες θεωρούνται
λειτουργικά «σκεύη» που χρησιμοποιούνται στη Θεία Λατρεία,
λιτανεύονται, τίθενται προς προσκύνηση από το λαό, που λαμβάνει
την χάρη και τον αγιασμό των εικονιζόμενων προσώπων. Είναι η
εποχή κατά την οποία ο Μέγας Βασίλειος καταγράφει την ορθή
Θεολογία περί των Εικόνων, τονίζοντας ότι «η τιμή επί το πρωτότυπον
 διαβαίνει», η τιμή δηλ. που αποδίδει κανείς σε μία Εικόνα δεν αφορά
στο υλικό στοιχείο της σύστασής της αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο
και δι’ αυτού σ’ αυτόν τον ίδιο το Θεό ο οποίος είναι ο μόνος φορέας
της χάριτος και του αγιασμού απάντων. Με αυτό τον τρόπο η
Εκκλησία μάς μορφώνει πνευματικά, προβάλλοντάς μας ένα
συγκεκριμένο και ενσαρκωμένο Θεοπρεπές ήθος.
Η Εκκλησία μας αναγκάζεται στα τέλη του 8ου αιώνος (787), στα
πλαίσια της 7ης Οικουμενικής ΢υνόδου, να δογματίσει για τις Ιερές
Εικόνες και να καταδικάσει τους  εικονομάχους που θέλησαν να
πλήξουν και ν’ αμφισβητήσουν τη θέση τους στη ζωή Σης, αλλά και να
τις συνδέσουν με παγανιστικές και ειδωλολατρικές πρακτικές. ΢το
΢υνοδικό της Ορθοδοξίας - που διαβάζεται σήμερα - η Εκκλησία μας,
ως φορέας και συνεχιστής της παραδόσεως των Αγίων Πατέρων,
διακηρύσσει:  «…ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν
Φριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών και τους Αυτού Αγίους εν λόγοις
τιμώντες, εν συγγραφαίς, εν νοήμασιν, εν θυσίαις, εν Ναοίς,  εν
Εικονίσμασι, τον μεν Θεόν και Δεσπότην προσκυνούντες και
σέβοντες, τους δε, διά τον κοινόν Δεσπότην ως Αυτού γνησίους
θεράποντας, τιμώντες και την κατά σχέσιν προσκύνησιν απονέμοντες.
Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η
πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την Οικουμένην εστήριξε»
Σο γεγονός ότι η τιμητική προσκύνηση των Ιερών Εικόνων
σχετίζεται άμεσα με την παράδοση της Εκκλησίας μας και δεν είναι
νεοφανής πρακτική, καταγράφεται στην ίδια ΢ύνοδο η οποία
χαρακτήρισε την τιμή και την προσκύνησή τους  «έγκριτον και
θεάρεστον θεσμοθεσίαν και παράδοσιν της Εκκλησίας μας, ευσεβές
αίτημα και ανάγκην του πληρώματος της Εκκλησίας». Πρόκειται, δηλ.
για μία πρακτική που ευαρεστεί το Θεό, αφού, με αυτήν, δίδεται η
ευκαιρία στο λαό Σου να εκφράσει την καρδιακή πίστη και ευλάβειά
του και να ικανοποιήσει το ευσεβές αίτημά του να ψηλαφίσει, κατά το
δυνατόν, το Θείον και να μετάσχει της Θεότητος  δι’ εσόπτρου και εν
αινίγματι…1 Επιζητά, όμως, παράλληλα, τη χάρη και την ευλογία,
καθώς επίσης, τη δύναμη και ενίσχυση από τα πρόσωπα των Αγίων
που καταξιώθηκαν τόσο πολύ από το Θεό, λόγω της Θεοφιλούς και
αγιασμένης βιωτής τους.
Αυτή είναι, δι’ ολίγων, η διδασκαλία της Εκκλησίας μας περί
των Ιερών Εικόνων, που ο ιδιαίτερος εκφραστής της Ορθόδοξης
Εικονογραφίας και τέχνης Υώτης Κόντογλου, εγκωμίασε με τρόπο
παραστατικό:  «Αυτά τα εικονίσματα προσκυνούσανε ο Μέγας
Βασίλειος, ο Χρυσόστομος, ο Υώτιος, ο Παλαμάς και απ’ αυτά
φούντωνε μέσα τους η φλόγα της πίστης. Αυτά τα έργα κάνανε τον
Άγιο Γρηγόριο τον Νύσσης να χύνει δάκρυα κατανύξεως και τον
Χρυσόστομο να μη μπορεί να ζήσει και να προσευχηθεί χωρίς να έχει
                                               
1
Α΄ Κορ. 13,12


κρεμασμένο στο κελί του το εικόνισμα του Αγίου Παύλου, που το
ασπαζότανε και έκλαιγε. Αυτά τα έργα έβλεπε ο Μέγας Υώτιος να
καταστολίζουνε την Αγία ΢οφία και σκιρτούσε από Θείον οίστρο και
τα εγκωμίαζε στις ομιλίες του. Και αυτά τα έργα μάς παραδώσανε,
μαζί με την Ορθόδοξη πίστη, οι Μεγάλοι Πατέρες, για να τα
προσκυνούμε στον αιώνα, όσο θα έχουμε την Ορθόδοξη πίστη. Γιατί
δεν είναι ένα φόρεμα φθαρτό που το φορέσαμε μια φορά και που
πάλιωσε, αλλά είναι η στολή η άφθαρτη, που μ’ αυτή θα υπάρχει
στολισμένη στην αιωνιότητα…»
ΑΜΗΝ

ΠΩΣ ΘΑ ΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ- ΚΥΡΙΑΚΗ Α ΝΗΣΤΕΙΩΝ




«Όν έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται,
ευρήκαμεν Ιησούν...τον από Ναζαρέτ»

ΕΙΜΑΣΤΕ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑΤΑ του Θεού, γι’ αυτό και μέσα μας υπάρχει έντονη η επιθυμία να τον γνωρίσουμε. Ο άνθρωπος ποθεί βαθιά να συναντήσει το Θεό προσωπικά και να τον γνωρίσει συνειδητά. Ο προφήτης Δαβίδ παρομοιάζει τον πόθο αυτό με τη δίψα του ελαφιού: «Όν τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς σε, ο Θεός» (Ψαλμ. 41, 2). Ο ιερός Αυγουστίνος κάνει λόγο για ανησυχία και αναζήτηση, που συγκλονίζει την ανθρώπινη ύπαρξη: «Η ψυχή μας είναι ανήσυχος, έως ότου εύρη ανάπαυσιν εν σοι, ω Θεέ».
Ο πόθος αυτός φαίνεται συγκλόνιζε και την καρδιά του Φιλίππου, του κατοπινού αποστόλου, όπως μας πληροφορεί το σημερινό ευαγγέλιο. Αναζητούσε τον Θεό. Περίμενε να έλθει ο Μεσσίας. Μελετούσε την Μωσαϊκή Πεντάτευχο. Ερευνούσε τους Προφήτες. Και σήμερα βλέπουμε ότι αξιώνεται να τον γνωρίσει, να τον συναντήσει προσωπικά στα μέρη της Γαλιλαίας, κοντά στην ακρογιαλιά της Τιβεριάδας. Και αυτή τη μεγάλη ανακάλυψη που τον συγκλόνισε και τον γέμισε χαρά, τρέχει να την καταστήσει γνωστή και στον φίλο του Ναθαναήλ: «Όν έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν Ιησούν...τον από Ναζαρέτ».
Ασφαλώς κι εμείς θέλουμε να γνωρίσουμε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Ας είμαστε χριστιανοί. Ας έχουμε βαπτιστεί. Η γνωριμία με τον Χριστό δεν επιτυγχάνεται απλώς και μόνο με το βάπτισμα μας, το οποίο μάλιστα λάβαμε σε μιαν ηλικία που δεν μας εξασφάλιζε την απαιτούμενη συναίσθηση. Το ότι φέρουμε το τιμημένο όνομα του χριστιανού δεν σημαίνει απαραίτητα και ότι τον έχουμε γνωρίσει συνειδητά. Ότι είμαστε ενωμένοι μαζί Του. Ότι ζούμε τη ζωή του Χριστού στην έκταση και το βάθος, στην πληρότητα και τη γνησιότητα που πρέπει.
Πως, λοιπόν, μπορούμε να γνωρίσουμε αληθινά και να συναντήσουμε προσωπικά τον Χριστό; Πρώτον, τον Χριστό γνωρίζουμε

μέσα στην Εκκλησία

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ο ιδρυτής της Εκκλησίας. Είναι ο αρχηγός και η κεφαλή της. Όποιος θέλει να πλησιάσει και να γνωρίσει τον αρχηγό, πρέπει να καταταγεί στο στράτευμα Του. Να γίνει οπλίτης «παρατάξεως Κυρίου». Όποιος θέλει να είναι ενωμένος με την κεφαλή, οφείλει να είναι οργανικά ενταγμένος στο σώμα Του. Και «παράταξις Κυρίου» και «σώμα Χριστού» είναι η Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι η μεγάλη οικογένεια των παιδιών του Θεού. Το θαυμαστό εργαστήρι της αγιότητος. Η κιβωτός της σωτηρίας. Η Εκκλησία, όπως διδάσκει ο άγιος Αυγουστίνος, είναι «ο Χριστός μεθ’ ημών ών και εις τους αιώνας παρατεινόμενος». Μακριά από την Εκκλησία δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον Χριστό. έξω από την Εκκλησία σωτηρία δεν υπάρχει. Καθώς παρατηρεί ένας αρχαίος εκκλησιαστικός διδάσκαλος, "κανείς δεν μπορεί να έχει τον Θεό Πατέρα, αν δεν έχει την Εκκλησία μητέρα".
Τι σημαίνει άραγε ότι είμαι μέλος της Εκκλησίας; Σημαίνει ότι έχω βαπτιστεί. Είμαι ο λυτρωμένος άνθρωπος. Ύπαρξη αναγεννημένη με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Παιδί του Θεού αγαπημένο. Το βάπτισμα είναι όρος και προϋπόθεση σωτηρίας, όπως διδάσκει ο ίδιος ο Κύριος. "Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται..." (Μαρκ. 16, 16). Με το βάπτισμα που λαμβάνει ο άνθρωπος αναδεικνύεται μέλος της Εκκλησίας. Πολιτογραφείται ως πολίτης της Βασιλείας του Θεού.
Είμαι μέλος της Εκκλησίας σημαίνει έχω την πίστη της Εκκλησίας. Πιστεύω απλά και ταπεινά, όπως πιστεύει και διδάσκει η Εκκλησία. Μέσα μου καίει η κανδήλα της πίστεως, της μιας πίστεως που η Εκκλησία διαφύλαξε καθαρή και ανόθευτη διαμέσου των αιώνων. Γι' αυτήν την πίστη, που σήμερα γιορτάζουμε τη νίκη και το θρίαμβο της, ακούμε στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας: "Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την οικουμένην εστήριξε".
Είμαι μέλος της Εκκλησίας σημαίνει ακόμη ζω τη ζωή της Εκκλησίας. Αναπνέω μέσα στην Εκκλησία. Προσεύχομαι όπως προσεύχεται η Εκκλησία. Εκκλησιάζομαι και λατρεύω τον Θεό μαζί με τους άλλους αδελφούς μου χριστιανούς. Λαμβάνω την χάρη και τον αγιασμό που μεταδίδεται με τα μυστήρια της Εκκλησίας. Χριστιανός αλειτούργητος, που δεν εξομολογείται, που δεν κοινωνεί το σώμα και το αίμα του Χριστού συχνά, στην ουσία είναι αποκομμένος από την Εκκλησία.
Δεύτερον, τον Χριστό γνωρίζουμε

μελετώντας το λόγο του Θεού

Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ είναι το βιβλίο του Θεού. Μέσα από τις ιερές σελίδες της ο Θεός αποκαλύπτει στους ανθρώπους το αληθινό πρόσωπο Του. Φανερώνει την αλήθεια για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Εξαγγέλλει τον αιώνιο και ακατάληπτο ηθικό νόμο Του. Επομένως για να γνωρίσουμε τον Χριστό, θα πρέπει να σκύψουμε να μελετήσουμε το ιερό τούτο βιβλίο της πίστεως μας. Την Παλαιά Διαθήκη που προφητεύει για τον Χριστό. Που προετοιμάζει τους ανθρώπους για να υποδεχτούν την εν Χριστώ σωτηρία. Και την Καινή Διαθήκη που ιστορεί την θεία Ενανθρώπιση, τα θαύματα και τη διδασκαλία, το σταυρικό Πάθος και την ένδοξη Ανάσταση του Κυρίου.
Αγνοούμε, δυστυχώς, οι πολλοί τον Χριστό, γιατί δεν μελετούμε το έργο Του. Βρισκόμαστε σε πηχτά σκοτάδια επειδή δεν επιδιώκουμε το φως της Αγίας Γραφής να φωτίσει την καρδιά μας. Απογοητευόμαστε εύκολα ή και αμαρτάνουμε ακόμη, διότι αγνοούμε το θέλημα του Θεού. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνοντας την αξία της μελέτης των Γραφών τονίζει: "Μεγάλη ασφάλεια προς το μη αμαρτάνειν των Γραφών η ανάγνωσις. Μέγας κρημνός και βάραθρον βαθύ των Γραφών η άγνοια. Μεγάλη προδοσία σωτηρίας το μηδένα από των θείων Γραφών ειδέναι νόμον".
Τρίτον, τον Χριστό γνωρίζουμε

ακολουθώντας το δρόμο της αγάπης

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ φως που φωτίζει την καρδιά του ανθρώπου και διανοίγει τα μάτια της ψυχής του για να δει τον Θεό. Διδάσκει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: "Όποιος αγαπά έχει γεννηθεί από τον Θεό και γνωρίζει τον Θεό. Όποιος δεν αγαπά δεν γνώρισε τον Θεό, γιατί ο Θεός είναι αγάπη" (Α' Ιω. 4, 8).
Το δρόμο αυτόν της αγάπης μας έδειξε ο ίδιος ο Κύριος μας. Η ανέκφραστη αγάπη Του τον έφερε κοντά μας. Έγινε άνθρωπος για χάρη μας. Και η αγάπη Του αυτή τον ανέβασε πάνω στο σταυρό. Από το ύψος του σταυρού, λοιπόν, μας καλεί να αγαπήσουμε τους άλλους. "Ει ούτως ο Θεός ηγάπησεν ημάς, και ημείς οφείλομεν αλλήλους αγαπάν" (Α' Ιω. 4, 11). Στα πρόσωπα των άλλων, των συνανθρώπων μας, οφείλουμε να βλέπουμε τον ίδιο τον Χριστό. Και να τους αγαπούμε με την πεποίθηση ότι έτσι αγαπούμε τον ίδιο τον Κύριο: "Εφ' όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε" (Ματθ. 25, 40).
Σημάδι και απόδειξη του ότι γνωρίζουμε τον Κύριο και Θεό μας και ότι είμαστε ενωμένοι μαζί Του, είναι να έχουμε στην καρδιά μας αγάπη. Αγάπη γνήσια και αληθινή. Αγάπη των έργων και όχι των λόγων. Αυτή η αγάπη μας φέρνει κοντά στο Θεό και τον Θεό μέσα στην καρδιά μας. "Ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ" (Α' Ιω. 4, 16).

Οι υποχρεώσεις αυτών που γνώρισαν τον Χριστό

ΜΟΝΟΝ ΟΤΑΝ αναζητήσουμε ειλικρινά και γνωρίσουμε πραγματικά τον Χριστό καταξιώνεται η ζωή μας. Μόνον η συνάντηση και η προσωπική σχέση με τον Κύριο Ιησού ειρηνεύει το πνεύμα και αναπαύει την ύπαρξη μας. Μας βεβαιώνει γι' αυτό σήμερα ο απόστολος Φίλιππος. Μας βεβαιώνουν τα νέφη των μαρτύρων και των οσίων, των Πατέρων και των διδασκάλων, που αγωνίστηκαν μέχρις αίματος για την ορθόδοξη πίστη και που σήμερα - Κυριακή της Ορθοδοξίας - μακαρίζουμε τη μνήμη και τιμούμε τα κατορθώματα τους.
Ο σημερινός εορτασμός του θριάμβου της ορθής πίστεως μας υπενθυμίζει και το χρέος που έχουμε ως ορθόδοξοι χριστιανοί να υπηρετήσουμε όλοι μας και με όλες τις δυνάμεις μας την εξάπλωση του Ευαγγελίου. Εμείς αξιωθήκαμε να γνωρίσουμε και να πιστέψουμε στον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Αποτελεί ιερή υποχρέωση μας να εργασθούμε έτσι ώστε να τον γνωρίσουν και να τον πιστέψουν και οι άλλοι άνθρωποι, όπου γης και αν βρίσκονται, και οι οποίοι μέχρι σήμερα τον αγνοούν και εξακολουθούν να πιστεύουν και να λατρεύουν "θεούς αλλοτρίους".
Οφείλουμε:
* Να προσευχόμαστε θερμά για όσους εργάζονται στο χώρο της Ιεραποστολής. Στην Αφρική, στην Κορέα, στις Ινδίες και όπου αλλού ορθόδοξοι αδελφοί μας αγωνίζονται να μεταδώσουν το Ευαγγέλιο.
* Να προσευχόμαστε ο Κύριος να αναδείξει και άλλους εργάτες στο δύσκολο τούτο έργο.
* Να ενισχύσουμε με όποιον τρόπο μπορούμε, τις ιεραποστολικές προσπάθειες της Εκκλησίας μας.

On icons - Anthony Metropolitan of Sourozh

An icon is an image, but an image which is meant to be a statement of faith. It is a statement of faith in line and colour as definite, as completely rooted in the faith and experience of the Orthodox Church as any written statement and in that respect icons must correspond to the experience of the total community, and the artist who paints them is only a hand, only one who puts into line and colour what is the faith and the knowledge of the Christian body in the same way in which a theologian is the expression of his Church, and the Church has a right to judge him. That explains why one of the rules given to icon-painters when they learn their trade is that they should neither copy slavishly an icon painted before them, nor invent an icon. Because one can not identify slavishly with the spiritual experience expressed by another person, on the other hand, one cannot invent a spiritual experience and present it as though it was the faith of the Church. 

Now, an icon is a proclamation of faith primarily, in the sense that an icon of Christ, an icon of the Mother of God or of saints is possible only since the Incarnation because they all relate to the Incarnation and its consequences. The Old Testament taught us that God can not be represented because indeed, the God of the Old Testament was the Holy One of Israel, He was a spiritual Being that has revealed Himself but had never been visibly present face to face with anyone. You remember the story of Moses on Sinai when he asked God to allow him to see Him and the Lord answered, “No man can see My face and live.” And He allowed Moses to see Him moving away from him, as it were, from the back but never meet Him face to face. It is in Incarnation, through the historical fact that God became man, that God acquired a human face and that it became possible by representing Christ, the incarnate God to represent indirectly God Himself. 

Now, there is one thing which is absolutely clear to all of us is that no-one knows what Christ looked like. So an icon is never meant to be a portrait, it is meant to convey an experience and this is different. The difference between, perhaps I should have used the word “snapshot” rather than “portrait”, any attempt at saying, “this is what Christ looked like” is fantasy. We have no likeness of Christ, but what we know is that from the experience of the Church and of the saints, Who He was and this “Who He was” can be expressed in line and in colour. And this is why so many icons do not aim at beauty, at comeliness, we do not try to represent Christ in the Orthodox tradition as the most beautiful, virile man whom we can imagine. We do not try to represent the Mother of God as the most comely and attractive young woman, what we try to represent or to convey through the icon is something about their inner self. 

And this explains why certain features in an icon are underlined out of proportion while other features are just indicated. If you look at an icon, a good icon, not the kind of thing which you find commonly, say in Russian or in Greek churches, but icons painted by the great painters of Orthodoxy, you find that certain things are singled out — the brow, the eyes that convey a message, while the cheeks or the mouth are just indicated as common features. And the aim of an icon is not to present you with a likeness of the person but with the message, to present you with a face that speaks to you in the same way in which a portrait is different from a snapshot. A snapshot is a very adequate image of the person photographed at a given moment. It’s exactly what at that given moment the person was, but it leaves out very often most of the personality of this particular person, while a good portrait is painted in the course of many sittings that allow the artist to look deeply into the face of a person, to single out features, which are fluid, which change, which move but which, each of them, express something of the personality. And so that the portrait is something much more composite, much more rich and much more adequate to the total personality than a snapshot would be although at no moment was this particular face exactly as the painter has represented it on the portrait. It is not an attempt at having a snapshot in colour but of conveying a vision of what a person is. 

Now, this being said, we treat icons with reverence, and number of people in the West think that to us icons are very much what idols were in older times for pagan nations. They aren’t. They are not idols because they do not purport or even attempt at giving an adequate picture of the person concerned. This I have already mentioned abundantly but I will add this. Whether it is in words, in theological statements, in doctrinal statements, in the creeds, in the prayers and the hymns of the Churches, no attempt is ever made in the Orthodox Church at expressing, at giving a cogent, a complete image of what God is. Already in the IV century St. Gregory of Nazianze wrote that if we attempted to collect from the Old Testament, from the New Testament, from the experience of the Church, from the personal lives of saints their sayings and their writings, all the features which reveal to us what and who God is and try to build out of them a completely coherent, a complete picture of God, what we would have achieved is not a picture of God, it would be an idol because it would be on our scale, it would be as small as we are indeed, smaller than we are because it could be contained in our vision, in our understanding. 

If we want to understand what a theological statement is — and that applies not only to written statements but also to icons, I should think the nearest approximation would be to say that theological statement either in words or in lines, or colours, or indeed in music, or in the pageant which the liturgical service is, is very much like the sky at night. What is characteristic of the sky at night is that we see against the darkness of the sky, the translucent darkness of the sky, we see stars, which are combined in constellations. These stars are points of light and these constellations are recognisable, so that by looking at the sky at night we can find our way on earth; but what is important in the sky at night is all these stars are separate from one another by vast spaces. If you collected all the stars in one place, you would indeed have in front of you a glowing mass of fire but you would have no pointer to any direction, you would be unable to find your way not only in heaven but also on earth. What is important is the vastness between the stars and so are also the statements which are being made theologically, again in word or in line, in colour. They give us a glimpse and they leave a vast space into which we must penetrate in silence, in veneration. And the silence and veneration which is paid to them, I think, can be well expressed by the word “mystery”. 

I know that in colloquial language “mystery” is something mysterious, something which is secrete, hidden and should be unveiled and seen through. The Greek word “mystery” comes from a verb “muen”, which means “to be spell-bound”, to be held absolutely mute in silence because of the deep impression something makes on us. It has given the French word “muet” which means “dumb”. Confronted with the overwhelming sense of the divine presence all we can do is to bow down in adoration. We are silenced in mind, in emotion, we become totally receptive and not passive but actively receptive. If I was to give an image, I would say our attitude at those moments is that of the bird-watcher. You know what happens to the bird-watcher. He gets up early in the morning before the birds are awake, goes into the wood, goes into the field, settles down and then he remains intensely alert at the same time as he is totally immobile because if he budges, he moves, if he doesn’t become part of the background, the birds will have disappeared long before he has noticed them. And so the attitude of the bird-watcher is this intense alertness that combines a total liveliness with a total stillness. This is what one could call the attitude of a believer has with regard to the mystery of God and also with regard to any statement, any expression that conveys God or things divine to us. We look at things in silence in order to receive a message and the deeper the silence, the more perfect the silence, the more completely and perfectly the message can reach us. 

Obviously, when we look at an icon, we may discover that it has got features, which we apprehend or analyse intellectually. When it is a face, the impact may be more direct but when it is a scene, like an icon of Christmas, an icon of the entry of Christ into Jerusalem, an icon of the Crucifixion, there are features, which we can examine with our eyes and take in with our mind, but once it is done, we are confronted with something which is an object of contemplation. And I’ll give you an example or two. 

The first example I wish to give you is an icon of the Mother of God which probably no-one of you has seen. It is in the South of Russia, there are very few reproductions because it is not considered as being one of the great and beautiful and classical icons of Orthodox Christendom. What it represents is – against a darkish background, the face of what I would call a peasant young Woman, square face with a parting in the middle, her hair falling on her shoulders, without a veil and looking straight not at you, as most icons do, but simply straight ahead into the vastness, into eternity, into infinity, — you must find out into what. And then the second thing you notice is that in front of Her chest there are two hands in agony clasped in pain and anguish. And when you ask yourself, why is this young Woman dishevelled, why has She lost her veil, why is Her hair falling like this? Why is this fixed gaze and this agonised hands? And you look at the icon, you see in a corner of this icon painted in very pale yellow colour the Cross, a Cross without a body. It is the Mother of God who is confronted with the death of Christ, not the dying, not the mystery of Her own offering of Her Son to God and to men but of His being dead, of the seeming defeat, of the end of all Her hopes, of the serene pain of Her heart. 

This is one example, but once you have analysed these elements, looked at the face, asked yourself, what do these eyes see and seen it in the corner of the icon what do these hands speak about and understood, then you are confronted with the same thing, which confronts the Mother, – with the Crucifixion, with the love of God revealed as life and death, with the love of God, which says to us, “What you, — each of us singly, not the collectivity of mankind, each of us singly — means to Me can be measured by all the life and all the death of the Only-Begotten Son of God become man through the Incarnation born of the Virgin, crucified on Calvary after the tragic week of the passion.” So at that moment the icon is no longer a story, it is a direct challenge, a confrontation with an event to which we can respond by adoration, by conversion, by a change in us, by prayer in the vastest possible sense of this word. Not by repeating words of prayer, not by doing what a boy of our congregation, when he was seven, said to his mother, “Now that we have finished prayering, could we pray a little?” — which mean:, now that we have said all these words which are written in the book, which I can’t read yet but which you rehearse to me very evening, can’t I stay before God and tell Him that I am sorry for one thing or another, that I love Him, that I am happy and then say “Good night” and send a kiss to the icon which is too high for me to kiss... 

The other example which I wanted to give is that of an icon of the Incarnation, a Christmas icon — a mountain, a cave, in one corner the Angels singing to the shepherds, on the other hand, the three kings travelling, in another corner Joseph sitting and being tempted by Satan who whispers to him that there is there something quite wrong in the whole situation, and then the Mother of God and the Child. But this icon, of which I am thinking in particular, does not show us the Child in the manger. It’s not the classical half emotional picture, which we see so often. Instead of the manger there is in pink stone an altar of sacrifice and the Child lying on it. And this icon is a theological statement not only about the Incarnation as the divine act that made God immanent in the world that the world may be saved, it speaks to us of the fact that the Son of God became Son of man in order to die, that His birth was the beginning of entering a world of suffering, of pain, of rejection and of death. And once we have discovered that the mountain matters nothing, that the shepherds and the kings, that Joseph and his tempter are features of the past that has simply brought the message to us, we are confronted with the central event – God has become man and by becoming man He has accepted to become helpless, vulnerable and enter into the realm of suffering and death. And then we are confronted with a God Whom we can worship in a new way, not a God Whom we worship in the great cathedrals because of the unsurpassed beauty He represents, not the All-Mighty one but the God Who has chosen to become one of us, frail, unprotected, helpless, given to us, and we see what mankind has done to this God, who had taken full responsibility for His creative act by dying of it and of its consequences. 

So this leads me to the last point, which is obviously very short. Confronted with an icon, we receive a message and this message is always exactly as a passage of the Gospel is or a prayer written by a saint is, is a challenge for us – how do you respond to what you see, what do you do? Who are you in relation to this event, to this person, to this face, to this particular experience of the Church of God, of the Mother of God, of the saints of God, of the martyrs, of the Apostles and so forth. And this is the beginning of an act of prayer. Now, we treat icons with veneration not because they are beautiful and not even because they convey an essential message but because somehow we are aware of the fact that they are connected with the person represented on them and the event. I will give you one more of those flat analogies which are natural to me. 

We don’t treat an icon as an idol but we treat it exactly in the way in which you would treat the photograph of someone whom you love dearly. It may be your departed parents, it may be your parents alive, it may be the girl or the boy whom you love with all your heart. You look at these photographs and you do not imagine that they are the person, you do not worship them but there are things which you would do and things which you would not do to them. If you have the photograph of someone whom you love with your whole heart alive or departed, you will not simply take your teacup and plant it on top of it because it is the best way of protecting the table. And you will be probably foolish enough at a moment when there is no-one who looks at you to take the photograph and give it a kiss. Well, it’s exactly what we do about icons. We give them a kiss, we are less shy and we do it publicly, but we do it because they are the only way in which we can kiss the person who is absent in a way, who is present in spirit, yes, whose image is there being like a window, like a link, like a connection with this person. 

And our praying to icons is not praying to the wood or to the paint or even to the scene or the face represented. All these things become transparent in the way in which the photograph is transparent to us because it is the person whom we perceive, whom we see, whom we love, whom we treat with tenderness and reverence when we hold a photograph of a beloved person. And our praying to the icon is a praying that reaches through the icon. It may be a help to us because it is not everyone of us who is capable of shutting his eyes, abstracting himself or herself from all surrounding and feeling that he is or she is in the presence of God, and there is nothing between God and him, there is nothing that he needs to connect him with God. But ultimately we must come to the point when having looked at an icon, receive its message, received indeed its challenge, its call, we must be able to shut our eyes and be in the presence of God Himself and the saint who is represented in it. And this is what St. John Chrysostom says in one of his sermons. He says to us, “If you want to pray, take your stand in front of your icons, then shut your eyes and pray.” 

Apparently, what’s the point of having icons if you shut your eyes and don’t look at them? The point is that you have taken one look and this look must have awoken you, you must have had one look and be alive to all the message and all the challenge that it has and now you must be free from the particular elements of this icon and be able to pray, to sing to God. 

And I will end by an example, by an image, which is not properly of an icon but which convey to you probably better than I can this idea of our whole self beginning to sing and to respond. I was nineteen then. and I was reading together with an old deacon in one of the small churches in Paris. He was very old, he had lost all his teeth with age and the result was that when he read and sang, it was not as clear as one might have hoped for, and to add insult to injury, he read and sang with a velocity that defeated me, my eyes could not follow the lines. And when we finished the service, being as arrogant as one may be, some may be at nineteen, I said to him, “Fr. Evfimiy, you have robbed me of all the service with your reading and singing so fast. And what is worse, you have robbed yourself of it, I am sure, because I am sure, you couldn’t understand a word of what you were saying.” And so the old man looked at me (I don’t know why but he liked me) and he said to me, “O, I am so sorry, but you know, I was born in a very-very poor family in a very poor village of Russia, my parents were not in a position to keep me because they were too poor to feed me, so they gave away at the age of seven to a neighbouring monastery where they fed me, they gave me education, they taught me to read and to sing, and I never left the monastery until the revolution. And I have been reading these words and singing these words day in, day out, day in, day out for all my life. And now, you know what happens? When I see words, it is as though a hand was touching a string in my soul, and my soul begins to sing as though I was a harp, which is being touched by a hand. I don’t cling to the word. You still need it, but for me seeing it or seeing the notes is enough. I begin to sing with all my being.” 

Well, this is what we should become when we can look at an icon and immediately receive the impact of it, so that our whole being begins to sing and sing and sing to God in whatever tune. It may be repentance, it may be joy, it may be gratitude, it may be intercession, it does not mean anything, what means something, which is essential is that we should sing to God as a harp sings under the hand that has touched it. 

Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΛΕΙΣΤΟ Η’ ΑΝΟΙΧΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ;- π ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΣ




Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Εβραίους, τους υπενθυμίζει μεγάλες μορφές της παράδοσής τους, που αποτελούν και μορφές όλης της Εκκλησίας, επισημαίνοντας ότι το κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν η πίστη στον αληθινό Θεό (Εβρ. 11, 23-24 και 32-40). Αυτή η πίστη έκανε ανθρώπους όπως ο Μωυσής, ο Γεδεών, ο Βαράκ, ο Σαμψών, ο Ιεφθάε, ο Δαβίδ, ο Σαμουήλ, οι προφήτες να απαρνηθούν αξιώματα, να ζήσουν ασκητικά, να παλέψουν για τη δικαιοσύνη του Θεού, να νικήσουν τους εχθρούς του Ισραήλ, να σηκώσουν το σταυρό της δοκιμασίας, να μην έχουν σταθερό τόπο για να μείνουν, να εγκαταλείψουν τα πάντα, ακόμη και τον ίδιο τους τον εαυτό στα χέρια του Θεού. Όμως ο Παύλος επισημαίνει ότι η πίστη αυτή δεν τους έδωσε την εκπλήρωση των υποσχέσεων του Θεού. Ο Θεός δεν ήθελε αυτοί να φτάσουν στην τελειότητα χωρίς όσους επρόκειτο να πιστέψουν σ’ Εκείνον με τον ερχομό του Χριστού, όλους δηλαδή εμάς που είμαστε και παραμένουμε μέλη της Εκκλησίας και μάλιστα της Ορθόδοξης. Γιατί στην Ορθοδοξία διατηρείται ανόθευτο το ήθος αυτής της πίστης ανά τους αιώνες και, παρά τις όποιες εξελίξεις τόσο στην λατρεία και στο τυπικό, όσο και στον τρόπο με τον οποίο θεσμικά η Εκκλησία πορεύτηκε, εντούτοις και η πίστη βιώνεται ακέραιη και η παράδοση παραμένει σταθερή στα πλαίσια που χάραξαν ο Κύριος και οι Απόστολοι.
Ο λόγος του Παύλου ότι οι μορφές της Παλαιάς Διαθήκης δεν μπορούσαν να φτάσουν στην τελειότητα χωρίς εμάς, μαρτυρεί ότι η Εκκλησία δεν λειτουργεί με στατικότητα ούτε μένει στα κατορθώματα των μορφών του παρελθόντος, όχι μόνο διότι κάθε εποχή και κάθε άνθρωπος βιώνει προσωπικά το μυστήριο της πίστης, αλλά και γιατί το ίδιο το μυστήριο δεν εξαντλείται. Η κοινωνία των προσώπων που βίωσαν την πίστη είναι μάλιστα ατέλειωτη χρονικά και αλληλοσυμπληρούμενη, με σκοπό την τελειότητα, η οποία δεν μπορεί να έρθει χωρίς την συμμετοχή στο μυστήριο της πίστης και όλων όσων θα έρχονται μετά από το «εμείς» κάθε εποχής. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει έλλειψη ως προς το μέτρο της πίστης, τη χαρά, την πληρότητά της. Η αγάπη όμως του Θεού, ενώ είναι πλήρης και ανεξάντλητη, δεν γνωρίζει χρονικό όριο ούτε γίνεται κλειστή πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι χωρούν κι άλλοι σ’ αυτήν, και «ουκ έστιν όριον» ως προς την χρονική της έκταση. Μόνο κατά την Δευτέρα Παρουσία θα σταματήσει η δυνατότητα ένταξης κι άλλων ανθρώπων στην αγάπη του Θεού και θα γίνει ένα κλειστό σύστημα σε ό,τι αφορά στον αριθμό, όχι όμως στην προσοικείωση της αγάπης, στον τρόπο βίωσής της.
Ζούμε την Ορθοδοξία που λειτουργεί ακριβώς μ’ αυτόν τον τρόπο της αγάπης του Θεού. Δεν είναι ένα κλειστό σύστημα, μία θρησκεία με καταγεγραμμένους τους πιστούς της. Δεν είναι καν, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο, μία πίστη η οποία διαχειρίζεται κατά το δοκούν, κατά τα πλαίσια και τα όρια της την αγάπη του Θεού, γιατί η Εκκλησία βιώνει η ίδια αυτή την αγάπη και δεν είναι η πηγή της. Και αυτό που βιώνει το μεταδίδει σε όσους θέλουν να το ζήσουν, σε όσους ανταποκρίνονται στην πρόσκληση της πίστης κι εκείνοι με τη σειρά τους το προσφέρουν σε όσους βρίσκονται κοντά τους για να συνεχιστεί αυτή η πανήγυρις της αγάπης αιωνίως.
Ίσως αναρωτηθούν κάποιοι: μα η Ορθοδοξία έχει όρια και κανόνες, με τις διατυπώσεις τους κατοχυρωμένες από τις Οικουμενικές Συνόδους. Πώς είναι δυνατόν να μη θεωρηθεί ένα κλειστό θρησκευτικό σύστημα, και μάλιστα στενά παραδοσιακό, αφού όποιος δεν αποδέχεται τα όρια και τους κανόνες χαρακτηρίζεται και είναι αιρετικός; Είναι δυνατόν η αγάπη να μην σχετίζεται, να μην συναποτελεί το ίδιο ψηφιδωτό με την αλήθεια; Η θεώρηση της Ορθοδοξίας στη βάση αυτή πραγματικά την καθιστά ένα κλειστό σύστημα. Αυτό το κλειστό σύστημα όμως την ίδια στιγμή παραμένει ανοιχτό διότι δεν εκφράζεται μόνο μέσα από την αποστήθιση ορίων και κανόνων, αλλά μέσα από τα μυστήρια, και ιδίως μέσα από το Βάπτισμα και την Θεία Ευχαριστία. Εκεί βρίσκεται η βάση της ζωής εν Ορθοδοξία. Η γνώση των ορίων και των κανόνων δείχνει μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος στις αναζητήσεις του. Όμως, αν η Ορθοδοξία εξαντλούνταν στην διανοητική ή άλλη αναζήτηση, τότε θα ήταν ένα φιλοσοφικό ή θρησκευτικό σύστημα, το οποίο, με τα όριά του, θα λειτουργούσε περιχαρακωτικά, θα παρείχε ψυχολογική ασφάλεια στους συμμετέχοντες και, με τα διάφορα «πρέπει», θα τους λύτρωνε από την ανάγκη να παλέψουν για την όντως ελευθερία στη ζωή τους, να παλέψουν με ευθύνη για τον εαυτό τους, για το πρόσωπό τους, για το είναι τους.
Η Ορθοδοξία όμως δεν εξαντλείται στα όρια και στους κανόνες. Στην πράξη προϋποθέτει την μετοχή του ανθρώπου στο Βάπτισμα, δηλαδή την απόφασή του να αποδεχθεί το «κατ’ εικόνα Θεού» και να ζητήσει να μετάσχει στην αγάπη του Θεού, η οποία αποτυπώνεται στη ζωή της Εκκλησίας, αλλά και την μετοχή του πάλι στην Ευχαριστία, δηλαδή την απόφασή του να υπάρξει ως ον που συνεχώς αγαπά, αγωνίζεται να ειρηνεύσει, να επικοινωνήσει και να κοινωνήσει εν Χριστώ με τους συνανθρώπους του και με το Θεό, δηλαδή να κάνει την πίστη ζωή. Και ζωή σημαίνει συνεχής μετοχή του ανθρώπου στην αγάπη του Θεού, που αποδεικνύεται με την πάλη του ανθρώπου να πολεμήσει τα πάθη και τις αμαρτίες του, να αγαπήσει τον πλησίον συγχωρώντας τον και συνυπάρχοντας μαζί του, και ταυτόχρονα θέαση της σχέσης με το Θεό ως κλήσης για συνεχή αναγέννηση και ανανέωση της δωρεάς του Βαπτίσματος. Και αυτή η σχέση τελικά δεν εξαντλείται σε κλειστά συστήματα. Ο αληθινά ορθόδοξος προσεύχεται για όλους τους ανθρώπους, ασχέτως θρησκεύματος, καταγωγής, γλώσσας, αγιότητας ή αμαρτωλότητας. Θέλει όλοι οι άνθρωποι να μετάσχουν στην αγάπη του Θεού. Λυπάται που δεν αποδέχονται, είτε από επιλογή είτε από άγνοια είτε από αδιαφορία, την αληθινή πίστη. Και προσδοκά την επιστροφή όσο το δυνατόν περισσοτέρων ή και όλων.
Γι’ αυτό και μιλούμε για Ορθοδοξία και Ορθοπραξία. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να αισθανόμαστε αυτάρκεις μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Χαιρόμαστε που γευόμαστε την αγάπη του Θεού και αισθανόμαστε ευθύνη να παραμείνουμε πιστοί στην κλήση μας, να αγωνιζόμαστε να ευαρεστούμε όλο και περισσότερο Αυτόν που μας αγαπά, αλλά δεν αντιμετωπίζουμε την Ορθοδοξία μας ως ένα κλειστό σύστημα, στο οποίο ενοχλούμαστε αν εισέλθουν και άλλοι. Τουναντίον, κάνουμε ό,τι μπορούμε, εργαζόμενοι με την στάση ζωής που ονομάζεται «ιεραποστολή» να ζήσουν και άλλοι το ατελεύτητο και το αλληλοσυμπληρούμενο της αγάπης.
Αυτός, μάλιστα, που χαίρεται την αγάπη του Θεού δεν έχει άγχος για να την προστατέψει δήθεν από όσους την επιβουλεύονται. Δεν βλέπει εχθρούς στους άλλους, αλλά με σταθερότητα διαπιστώνει πού αποκλίνουν από την αλήθεια της πίστης, χωρίς όμως αυτό να τον κάνει κλειστό απέναντί τους. Δεν κραυγάζει ούτε σαλπίζει βλέποντας πιθανούς προδότες. Επισημαίνει τα όρια, τα οποία είναι για τον άνθρωπο, για να μπορεί να ανήκει σε έναν χώρο και τρόπο πίστης και ζωής, που για μας είναι ο μοναδικός, αλλά δε βιάζεται να καταδικάσει. Και συναισθάνεται ότι μόνο το έλεος του Κυρίου τον καταδιώκει «πάσας τας ημέρας της ζωής του». Παραμένει έτσι ταπεινός, χωρίς αυτό να του στερεί την αποφασιστικότητα να διαφυλάξει τα όρια και τους κανόνες. Εμπιστεύεται όμως την τελική κρίση των απόψεών του στην Εκκλησία, δηλαδή στην ευχαριστιακή κοινότητα στην οποία ανήκει και παραμένει πάντοτε έτοιμος να αναλάβει την ευθύνη για την ζωή του, για να την δει τελικά ως αγώνα κοινωνίας με τον Θεό και την αγάπη Του.
Σε μια πραγματικότητα που απαιτεί ιδεολογική καθαρότητα, αποστερεί από τον άνθρωπο την δυνατότητα να βιώνει την αλήθεια με τον δικό του τρόπο και που δεν θέλει υπεύθυνους και ελεύθερους ανθρώπους, ζητά δηλαδή στην ουσία κλειστά συστήματα, η Ορθοδοξία θα παραμείνει η υπέρβαση αυτής της περιχαράκωσης. Θα είναι ανοιχτό σύστημα μέσα στην όποια κλειστότητά του. Θα αφήνει το περιθώριο στον άνθρωπο να αγωνίζεται για την αγάπη του Θεού και την μετοχή σ’ αυτήν μέσα από τα μυστήρια. Και θα καλεί τον καθέναν μας μέσα από την σχέση με το Χριστό να παραμένει αναζητητής της χαράς που η πίστη δίνει ακόμη και μέσα από τον θάνατο. Γιατί η πίστη στο Χριστό τον νικά και αυτόν με την Ανάσταση.
Αυτή την Ορθοδοξία χρειαζόμαστε και οι εντός και οι εκτός Εκκλησίας

Ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας - Anthony Metropolitan of Sourozh




 


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Γιορτάζουμε σήμερα, ὅπως κάθε χρόνο στό τέλος τῆς πρώτης ἑβδομάδας τῆς Σαρακοστῆς, τήν Πανήγυρη καί τόν Θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί πρέπει, κάθε χρόνο, νά θυμόμαστε τί σημαίνει αὐτή ἡ ἡμέρα, ὄχι μοναχά ὡς ἕνα γεγονός ἱστορικό, ἀλλά ἐπίσης καί γιά τήν προσωπική μας ζωή. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα νά θυμηθοῦμε ὅτι ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας δέν σημαίνει τόν θρίαμβό της στούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἀποτελεῖ τόν θρίαμβο τῆς Θείας Ἀλήθειας στίς καρδιές ἐκείνων πού ἀνήκουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί πού διακηρύττουν τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀπό τόν Θεό ἀλήθεια, στήν ἀκεραιότητα καί στήν εὐθύτητά της.

Πρέπει σήμερα νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό ὁλόψυχα πού μᾶς ἀποκάλυψε τόν ἑαυτό Του, πού ἐξοβέλισε τό σκοτάδι ἀπό τόν νοῦ καί τήν καρδιά ἑκατοντάδων ἀνθρώπων, πού Αὐτός πού εἶναι ἡ Ἀλήθεια μοιράστηκε μέ ἐμᾶς τήν γνώση τῆς τέλειας Θεικῆς Ἀλήθειας.

Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε, ὅτι δέν πρόκειται ἐδῶ γιά εἰκόνες ἀπό ξύλο καί χρῶμα, ἀλλά γιά τόν Θεό πού φανερώνεται στόν κόσμο. Ὁ καθένας μας, δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Εἴμαστε ὅλοι ζωντανές εἰκόνες τοῦ Θεοῦ καί αὐτό τό γεγονός ἀποτελεῖ γιά μᾶς μία τεράστια εὐθύνη, γιατί μία εἰκόνα ἴσως νά μοιάσει μὲ παρωδία καί νά γίνει μέσο βλασφημίας τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά σκεφτοῦμε καί νά ἀναρωτηθοῦμε: ἀξίζουμε, εἴμαστε ἱκανοί νά καλούμαστε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ; Ἕνας συγγραφέας τῆς Δύσης εἶπε, ὅτι οἱ ἄνθρωποι πού συναντοῦν ἕνα Χριστιανό, θά ἔπρεπε νά τόν βλέπουν ὅπως ἕνα ὅραμα, σάν μία ἀποκάλυψη πού ποτέ πρίν δέν εἶχαν, ὅτι ἡ διαφορά ἀνάμεσα σέ ἕνα Χριστιανό καί σέ ἕναν μή Χριστιανό, εἶναι τό ἴδιο σπουδαία, ριζοσπαστική καί ἐντυπωσιακή, ὅσο διαφέρει ἕνα ἄγαλμα ἀπό ἕναν ζωντανό ἄνθρωπο. Ἕνα ἄγαλμα ἴσως νά εἶναι ὄμορφο, ἀλλά εἶναι φτιαγμένο ἀπό πέτρα ἤ ἀπό ξύλο καί εἶναι ἄψυχο. Ἕνας ἄνθρωπος, ἴσως μέ τήν πρώτη ἐντύπωση νά μήν φανερώνει ὅτι ζεῖ μία τέτοια ὀμορφιά, ἀλλά ὅσοι τόν συναντοῦν, θά πρέπει νά μποροῦν νά διακρίνουν σ’ ἐκεῖνον τή λάμψη τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά ἀναγνωρίζουν τόν ἴδιο τόν Θεό πού ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό Του, μέσα ἀπό τήν ταπεινή μορφή μιᾶς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ὅπως αὐτοί πού προσκυνοῦν εὐλαβικά μιὰ εἰκόνα, μιὰ εἰκόνα ἱερή καί εὐλογημένη ἀπό τήν Ἐκκλησία.

Ὅσο δέν εἴμαστε γιά τούς γύρω μας μιὰ τέτοια εἰκόνα, ἔχουμε ἀποτύχει στήν ἀποστολή μας, δέν διακηρύττουμε μέ τήν ζωή μας, τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, δίνουμε ψευδῆ μαρτυρία γιά ὅσα κηρύττουμε. Καί γιά τοῦτο, ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς καί ὅλοι μαζί συνολικά φέρουμε τήν εὐθύνη, ἐπειδή ὁ κόσμος πού συναντᾶ χιλιάδες χριστιανῶν, δέν μεταστρέφεται ἀπό τό ὅραμα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἀνάμεσά τους, πού μέ τά χοϊκά, ἀλλά δοξασμένα, ἅγια σώματά τους μεταμορφώνουν τόν κόσμο.

Ὅ,τι εἶναι ἁπλά ἀληθινό γιά μᾶς, εἶναι ἀληθινό γιά τίς ἐκκλησίες μας. Ὁ Χριστός ὀνόμασε τίς ἐκκλησίες μας οἰκογένεια, μιὰ κοινότητα Χριστιανῶν πού θά γίνει ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπου οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἑνωμένοι μέσα ἀπό τήν ὁλοκληρωτική ἀγάπη, τήν αὐτοθυσία, πού εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός ἐμᾶς. Ἡ Ἐκκλησία κλήθηκε καί καλεῖται ἀκόμα νά ἀποτελέσει ἕνα σῶμα ἀνθρώπων πού τό χαρακτηρίζει ἡ σαρκωμένη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀλίμονο, αὐτό πού συναντοῦμε σέ ὅλες τίς ἐκκλησίες μας, δέν εἶναι τό θαῦμα τῆς Θείας Ἀγάπης.

Ἀπό τήν ἀρχή, ἀλίμονο, ἡ Ἐκκλησία οἰκοδομήθηκε μέ αὐστηρό καί ἐπίσημο τρόπο, σύμφωνα μέ τήν ἱεραρχία τοῦ Κράτους. Σέ αὐτό τό σημεῖο, ἀποτύχαμε στὸ νά μοιάσουμε στ’ ἀλήθεια στήν πρώτη κοινότητα τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Τερτιλλιανός στά κείμενά του ὑπέρ τῶν Χριστιανῶν, λέει στόν Ρωμαῖο Αὐτοκράτορα: « Ὅταν οἱ ἄνθρωποι μᾶς συναντοῦν, στέκονται καί λένε: Πόσο ἀγαπιοῦνται αὐτοί οἱ ἄνθρωποι!» Δέν ἀποτελοῦμε στό σύνολο ἕνα σῶμα ἀνθρώπων, γιά τό ὁποῖο κάποιος θά μποροῦσε νά μιλήσει ἔτσι. Καί πρέπει νά μάθουμε αὐτό πού θέλει ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς, αὐτό πού ἦταν μιὰ φορά ἡ Ἐκκλησία: νά ξαναφτιάξουμε τίς κοινότητες, τίς ἐκκλησίες, τίς ἐνορίες, τίς ἐπισκοπές, τά πατριαρχεῖα, ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία, ἔτσι πού ὁλόκληρη ἡ ζωή, ἡ πραγματικότητα τῆς ζωῆς θά εἶναι ἡ πραγματικότητα τῆς ἀγάπης. Ἀλίμονο, ἀκόμα δέν τό ἔχουμε μάθει αὐτό.

Καί ἔτσι, ὅταν ἑορτάζουμε τὴν γιορτή τοῦ θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας, ἄς θυμόμαστε τὸ ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ νικητής, τὸ ὅτι ἐμεῖς διακηρύττουμε τήν ἀλήθεια, τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐνσαρκωμένη καὶ ἀποκεκαλυμμένη ἀπὸ τὸν ἴδιο, καί τὸ ὅτι εἶναι μία τεράστια εὐθύνη γιά ὅλους μαζί καί γιά τόν καθένα χωριστά τὸ ὅτι δέν πρέπει νά δίνουμε ψευδῆ μαρτυρία γιά ὅσα κηρύττουμε, μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας. Ἕνας δυτικός θεολόγος εἶχε πεῖ ὅτι πιθανόν νά κηρύττουμε ὅλη τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, καί ταυτόχρονα νά τήν ἀκυρώνουμε, νά τήν διαψεύδουμε μέ τήν ζωή μας, ἀποδεικνύοντας ὅτι πρόκειται γιά λόγια, καί ὄχι γιά πραγματικότητα. Πρέπει νά μετανοήσουμε γι’ αὐτήν τήν κατάσταση καί νά ἀλλάξουμε. Πρέπει νά γίνουμε τέτοιοι πού οἱ ἄνθρωποι πού μᾶς συναντοῦν, θά βλέπουν σέ μᾶς τήν ἀλήθεια, τό φῶς τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη Του γιά τόν καθένα χώρια καί γιά ὅλους μαζί. Ὅσο δέν τό κάνουμε, ὅσο δέν μετανοοῦμε, δέν μετέχουμε στόν Θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Θεός θριάμβευσε, ὅμως ἔβαλε ἐμᾶς ὑπεύθυνους γιά νά θριαμβεύσει ἡ ζωή μέσα ἀπό τή δική Του δόξα γιά τό καλό ὅλου τοῦ κόσμου.

Γι’ αὐτό, ἄς μάθουμε νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο, πού εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή, ὄχι μόνο προσωπικά, ἀλλά συνολικά καί νά οἰκοδομήσουμε κοινωνίες Χριστιανῶν πού ἀποκαλύπτουν τὸν Θεὸ στόν κόσμο, ἔτσι πού ὁ κόσμος βλέποντάς μας, νά πεῖ: « Ἄς ἀναμορφώσουμε τούς θεσμούς, τίς σχέσεις μας, ἄς ἀνανεώσουμε ὅ,τι ἔχει γεράσει καί παραμένει παλιό καί ἄς γίνουμε μιὰ νέα κοινωνία, ὅπου ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ, ἡ Ζωή τοῦ Θεοῦ νά μπορεῖ νά θριαμβεύσει καί νά εὐημερήσει.» Ἀμήν. 

Εἰς τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας (ἀπόσπασμα) Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς


Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.

Σήμερα, ἀδελφοί καί ἀδελφές, εἶναι ἡ ἁγία Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, μία ἀπό τίς πενήντα δύο Κυριακές τοῦ ἔτους πού ὀνομάζεται Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.

Μεγάλη καί ἁγία Κυριακή. Κυριακή, κατά τήν ὁποία ἑορτάζεται ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον κάθε ψεύδους, ἐναντίον κάθε ἀναλήθειας, ἐναντίον κάθε αἱρέσεως, ἐναντίον κάθε ψευδοθεοῦ· νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον κάθε ψευδοῦς διδασκαλίας, ἐναντίον κάθε ψευδοῦς φιλοσοφίας, ἐπιστήμης, πολιτισμοῦ, εἰκόνος. Ἁγία νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί αὐτό σημαίνει ἁγία νίκη τῆς Παναληθείας.

Ποιός ὅμως εἶναι ἡ Παναλήθεια σέ αὐτόν τόν κόσμο; Ποιός εἶναι ἡ Ἀλήθεια σέ αὐτόν τόν κόσμο; Αὐτός πού εἶπε γιά τόν ἑαυτό Του: Ἐγώ εἰμί ἡ ἀλήθεια! Ὁ Ἰησοῦς Χριστός.

Ὁ Θεός ἐν σαρκί. Νά, αὐτή εἶναι ἡ Ἀλήθεια στόν γήινο κόσμο μας, αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια γιά τόν ἄνθρωπο. «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί». Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἔλαβε σῶμα, ὥστε μέ τό σῶμα μας νά εἰπῇ σέ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους τί εἶναι ἀλήθεια, πῶς ζῆ κανείς ἐν ἀληθείᾳ, πῶς πεθαίνει γι’ αὐτήν, καί πῶς δι’ αὐτῆς ζῆ αἰωνίως. Ὁ Χριστός συνεκέντρωσε ὅλες τίς ἀλήθειες καί μᾶς ἔδωσε τήν Παναλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. [σελ. 81-82]
Ὅταν ὁ Θεός κατέβηκε σέ αὐτόν τόν κόσμο, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, Αὐτός ἔγινε ὁρατός γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους. Ὁ Θεός ἔγινε ὁρατός. Καί ἐμεῖς βλέποντάς Τον, στήν πραγματικότητα βλέπουμε τόν Ζῶντα Θεό. Αὐτός εἶναι ἡ ζῶσα Εἰκών τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο.
Διαφυλάσσοντας τήν ζῶσα Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ σέ αὐτόν τόν κόσμο, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διεφύλαξε τόν ἄνθρωπο, διεφύλαξε τόν Χριστό ὡς ἄνθρωπο. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά βρῆ σ’ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους τήν θεία Εἰκόνα, τήν ζῶσα θεία Εἰκόνα, τήν ὁποία ἐμεῖς ἀμαυρώσαμε μέ τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη, τήν παραμορφώσαμε, τήν καταξέσαμε ὅλη μέ τήν ἁμαρτωλή ζωή μας.

Ὅπως λέγεται στούς θαυμάσιους ἐκκλησιαστικούς ὕμνους, ὁ Κύριος κατέβηκε σέ αὐτόν τόν κόσμο, ἔγινε ἄνθρωπος, «ἵνα τήν ἑαυτοῦ ἀναπλάσῃ Εἰκόνα», νά ἀνακαινίσῃ τήν Ἰδική Του Εἰκόνα στόν ἄνθρωπο· «φθαρεῖσαν τοῖς πάθεσι», πού ἐφθάρη δηλαδή μέ τά ἐλαττώματά μας καί μέ τίς ἁμαρτίες μας, καί ὁ ἄνθρωπος ἔγινε μία παραμορφωμένη, μία δύσμορφη, εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ Θεός, κατεβαίνοντας σέ αὐτόν τόν κόσμο σάν καθαρή, ὁλοκάθαρη Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὡς Θεός, ἔδειξε τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τί εἶναι ὁ τέλειος ἄνθρωπος, πῶς πρέπει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτόν τόν κόσμο. [σελ. 83]

Πῶς πρέπει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτόν τόν κόσμο;
Ἐμεῖς σέ αὐτόν τόν κόσμο πραγματικά πολεμᾶμε, συνέχεια πολεμᾶμε γι’ αὐτήν τήν θεία Εἰκόνα πού εἶναι μέσα στήν ψυχή μας. Ποιός μᾶς τήν κλέβει; Ὅλοι οἱ εἰκονομάχοι.

Πρῶτος εἰκονομάχος εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία δέν θέλει τόν Θεό. Δέν θέλει τόν Θεό οὔτε μέσα στόν ἄνθρωπο, οὔτε μέσα στόν κόσμο γύρω ἀπό τόν ἄνθρωπο. Καί διά τῆς ἁμαρτίας κατεξοχήν εἰκονομάχος εἶναι ὁ Σατανᾶς καί οἱ ἄγγελοί του, οἱ ἀπαίσιοι δαίμονες. Ἐκεῖνοι εἶναι πού κλέβουν τήν ψυχή μας, πού σωρεύουν ἁμαρτίες στήν ψυχή μας καί κατακαλύπτουν τήν θεία Εἰκόνα πού εἶναι μέσα μας. Μέ τό μαῦρο κατράμι τῆς ἁμαρτίας ἀλοίφουν τήν θεία Εἰκόνα πού εἶναι μέσα στήν ψυχή μας. Καί ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ζῆ ἀμετανόητος μέσα στήν ἁμαρτία, ὅταν δέν πολεμᾶ κατά τῶν ἁμαρτιῶν του, ὅταν μένει σέ αὐτές, ὅταν δέν τίς ἐξομολογῆται, τί ἀπομένει ἀπό τήν ψυχή του; Ἀπομένει ἡ θεία Εἰκόνα πασαλειμένη μέ τό μαῦρο πῦον τῆς ἁμαρτίας, τῶν παθῶν, τοῦ θανάτου. Φρικτό θέαμα, φοβερή ντροπή!

Τί σημαίνει λοιπόν νά εἶσαι Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ;
Σημαίνει, ἀδελφοί, τό ἑξῆς:
Ἐμεῖς ἔχουμε νοῦ, ἀλλά ὁ νοῦς μας εἶναι εἰκόνα τοῦ νοῦ τοῦ Θεοῦ μέσα μας.
Ἐμεῖς ἔχουμε θέλησι, ἀλλά ἡ θέλησις εἶναι εἰκόνα τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ μέσα μας.
Ἐμεῖς ἔχουμε αἴσθησι, ἔχουμε καρδιά, ἀλλά αὐτά εἶναι εἰκόνα θείων αἰσθήσεων μέσα μας.
Ἐμεῖς ζοῦμε σέ αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά αὐτό εἶναι εἰκόνα τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς εἴμαστε ὡσάν εἰκόνες τοῦ Θεοῦ ἀθάνατες, ἀλλά αὐτό εἶναι εἰκόνα τῆς ἀθανασίας τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε θεοειδεῖς, γιά νά ζοῦμε μέσα σέ αὐτόν τόν κόσμο δι’ Αὐτοῦ, γιά νά σκέπτεται πάντοτε ὁ νοῦς μας: πρόσεχε ἀπό Ποιόν εἶσαι, εἶσαι ἀπό τόν Θεό, νά κάνῃς καθαρές σκέψεις, σκέψεις θεϊκές.

Τότε τό θέλημά μας εἶναι τέλειο καί ὑγιές, ὅταν εὐθυγραμμίζεται πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρός τό πρωτότυπό του. Ἡ αἴσθησίς μας τότε εἶναι καθαρή, ὑγιής, θεϊκή, ὅταν εὐθυγραμμίζεται πρός τήν αἴσθησι τοῦ Θεοῦ.
[σελ. 87]

Ἄς μᾶς καθαρίσῃ Αὐτός ἀπό κάθε ἁμαρτία, ἀπό κάθε πάθος, ἀπό κάθε θάνατο. Ἄς μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό κάθε διάβολο, γιά νά μποροῦμε νά εἴμαστε πραγματικά ζῶσες εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, γιά νά μπορῇ ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι ἐπί τῆς γῆς ἕνα θεῖο μεγαλεῖο.

Ἄνθρωπε! Ἀδελφέ! Ποτέ μήν ξεχνᾶς ὅτι εἶσαι μικρός Θεός μέσα στήν λάσπη! Μέσα στήν λάσπη τοῦ σώματός σου ἐσύ ἔχεις τήν ζῶσα Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Πρόσεχε πῶς ζῆς. 

Πρόσεχε τί κάνεις μέ τήν Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού εἶναι μέσα σου. Πρόσεχε, –ἄνθρωπε! ἄνθρωπε! ἄνθρωπε! Διότι ἡ ζωή μας ξεκινᾶ ἀπό τήν γῆ καί καταλήγει στό πάμφωτο πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, γιά νά δώσουμε ἐκεῖ ἀπολογία τί κάναμε μέ τήν Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὅσο ἤμασταν σέ αὐτόν τόν κόσμο.

Εὔχομαι ὁ Ἀγαθός Κύριος νά χαρίσῃ στήν καρδιά τοῦ καθενός μας ὅλα τά οὐράνια δῶρα, ὅλες τίς εὐαγγελικές ἀρετές: τήν πίστι καί τήν ἀγάπη καί τήν ἐλπίδα καί τήν προσευχή καί τήν νηστεία καί τήν ὑπομονή καί τήν πραότητα καί τήν ταπείνωσι, ὥστε νά μπορέσουμε νά ἀντέξουμε ὅλο αὐτόν τό φοβερό ἐπίγειο ἀγῶνα, νά διαφυλάξουμε στήν ψυχή μας τήν θεία μορφή καί νά μετατεθοῦμε ἀπό τόν κόσμο αὐτό πρός τόν Ἀναστάντα Κύριο σέ ἐκεῖνο τόν κόσμο.

Ἀλλά μέχρι τότε ἡ ἁγία νηστεία ἄς μᾶς ὁδηγῇ πρός τό Ἅγιον Πάσχα, τήν Ἁγία Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, γιά νά προσκυνήσουμε, ὅσο εἴμαστε ἀκόμη μέ τό σῶμα μας, Αὐτόν, τόν Ἀναστάντα Κύριο, τόν Νικητή τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου καί τοῦ διαβόλου, Αὐτόν πού ἐξασφάλισε τήν Αἰώνιο Ζωή γιά τό σῶμα μας καί γιά τήν ψυχή μας.
Σέ Αὐτόν, μόνο σέ Αὐτόν, ἀποκλειστικά σέ Αὐτόν, ἀνήκει αἰώνιος δόξα καί τιμή, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν

On the Sunday of Orthodoxy- St John Maximovich



Great Lent - all of its services are united by the idea of preparing for Holy Pascha, to meet the risen Christ with a clean heart. Why do we prepare in this manner? What is Pascha? Pascha is a taste of the joy of paradise! What is this joy? It is that we see God and His glory! The Church loves the glory of the Lord! 

When she celebrates the Feast of Orthodoxy, she keeps the festival of the day of the reestablishment of the veneration of icons. An icon is simply a reminder of Christ the God-Man on earth. Icons of the saints are reminders of all those who followed Christ, who were faithful and devoted to Him, and burned with love for Him. The veneration of the holy icons is the veneration of the glory of the Lord. 

He Who rejoices in the glory of God and in everything that reminds him of it in this life will also rejoice in the age to come. He who in this life strove toward God will rush to Him joyfully when he hears the words, "Come unto Me, ye blessed..." at the dread judgment. 

All those who do not know how to rejoice in the glory of God, in whom the divine realm and its laws call forth a state of unhappiness, who love gloom or semi-gloom, who do not love the light, will not answer to the call of "Come unto Me." They will shrink back in indignation, unhappiness, in jealousy and anger, from the humble and the meek who will go toward the light, from God Himself, Whom they will begin to blame for being in their state. They will even shrink from themselves, though they will not want to admit their guilt. Such a state is true suffering. 

Hades is not a place, no, but a state of the soul. It begins here on earth. Just so, paradise begins in the soul of a man here in the earthly life. Here we already have contact with the divine, on the day of the Bright Resurrection and when we worthily receive Holy Communion. 

It is necessary to prepare for confession: All of a splinter must be removed, for if there is any left, infection will begin. It is necessary to pray for repentance and for the joy of purification, so that a ray of light will touch our soul and it will come to love the light... It is necessary to pray to meet the Risen Christ with a clean heart, to taste of the joy of the kingdom of heaven at least in the smallest degree.

Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

  αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας)  -  εικ . Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος  αρχίζει το αόρατο μυστήριο· ...