«Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται,
πάλιν ταράττεται».
του αρχιμ. Παυλου Δημητρακοπουλου
Κείμενο απαντητικό σε επικρίσεις και απειλές, στρεφόμενες κατά του προσώπου του σεπτού ποιμενάρχου μας, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ.κ. Σεραφείμ.
Αγαπητοί Πατέρες και εν Χριστώ αδελφοί, Χριστός Ανέστη!
Η παραπάνω φράση του ιστορικού Σωκράτους, η οποία ετέθη ως τίτλος του παρόντος κειμένου, αποδιδομένη στον μεγάλο πατέρα και διδάσκαλο της Εκκλησίας άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, θα μπορούσε, πιστεύουμε, να αποδοθή και στο πρόσωπο του σεβαστού ποιμενάρχου μας.
Μόνο που στην περίπτωσή μας η Ηρωδιάδα δεν είναι μία, όπως στην εποχή του ιερού Χρυσοστόμου, η Βασίλισσα Ευδοξία, αλλά πολλές και πολύ πιό επικίνδυνες. Είναι οι αντίχριστες και σκοτεινές δυνάμεις των συγχρόνων αιρέσεων και ψευδοθρησκειών, μάλιστα δε το πολυκέφαλο θηρίο του Οικουμενισμού, που με πρωτοφανή οργή και θυμό, ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, ζητούν επί πίνακι την κεφαλήν του.
Με αφορμή την διοργάνωση υπό της Ιεράς Μητροπόλεώς μας θεολογικής ημερίδος στις 15 Φεβρουαρίου 2012, με θέμα «Πατερική θεολογία και μεταπατερική αίρεση» και την εκφώνηση υπό του Σεβασμιωτάτου κατά την Κυριακή της Ορθοδοξίας παλαιών και νέων αναθεμάτων, ξέσπασε ως από συμφώνου, μιά ομοβροντία επιστολών και δημοσιεύσεων στα ΜΜΕ με επικρίσεις, αποδοκιμασίες, προσωπικούς χαρακτηρισμούς, ή και απειλές ακόμη, προερχόμενες από εκκλησιαστικά ρετιρέ, από ακαδημαϊκούς κύκλους, η και απλούς θεολόγους-δημοσιογράφους, στρεφόμενες προς το πρόσωπον του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας, λες και άνοιξαν οι πύλες του άδου, να τον καταπιούν.
Με όσα ακολουθούν στη συνέχεια καταθέτουμε ταπεινώς, συν Θεώ, προς πάσαν κατεύθυνσιν τις προσωπικές μας θέσεις-απαντήσεις, επικεντρώνονας την προσοχή μας σε δύο κείμενα επιστολών, αυτήν του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου προς τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμον (16/3/2012) και αυτήν των ελλογιμοτάτων καθηγητών του τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος (29/3/2012).
Ο θεσμός του Οικουμενικού θρόνου.
Το πατριαρχικό κείμενο κάνει εν πρώτοις λόγον γιά «ενέργειες εις βάρος του κύρους του πανιέρου θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου». Ο σεβασμός, η εκτίμηση και η αγάπη του Σεβασμιωτάτου ποιμενάρχου μας, αλλά και όλων μας προς τον θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπήρξε πάντοτε αποδεδειγμένη, αδιαμφισβήτητη και απαραμείωτη.
Δεν θα πρέπει όμως να συγχέονται ο θεσμός με τα πρόσωπα, που τον διακονούν. Άλλο ο θεσμός και άλλο τα πρόσωπα. Εάν τα πρόσωπα δεν διακονούν επάξια και δεν εκφράζουν την μακραίωνη και διαχρονική παράδοση του σεπτού Κέντρου, δεν κρατούν δηλαδή ανόθευτη την Ορθόδοξη πίστη, επόμενοι και ακολουθούντες τους αειδήμους προκατόχους των αγίους Πατριάρχας, ως ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο μέγας Φώτιος, ο άγιος Γρηγόριος ο Ε΄ κ.α., τότε αυτά τα ίδια τα πρόσωπα προσβάλλουν και αμαυρώνουν το κύρος του πανιέρου θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Εξ’ άλλου ο θεσμός δεν είναι υπεράνω της Εκκλησίας, ούτε υπεράνω της πίστεως. Προηγείται η Εκκλησία και έπεται θεσμός, όπως τούτο συνέβη στα αποστολικά χρόνια, όπου υπήρχε μεν η Εκκλησία, δεν υπήρχε όμως ακόμη ο θεσμός.
Εάν διακυβεύεται η ακαιρεότης της πίστεως είναι περιττός ο θεσμός.
Είναι συγκλονιστική εν προκειμένω η επιστολή του χαρισματούχου Γέροντος π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου, την οποία απέστειλε προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Αθηναγόρα το 1965. Σε ένα σημείο της επι-στολής του ο αείμνηστος Γέρων παρατηρεί: «Παναγιώτατε: Μυριάκις προτιμότερον να εκριζωθεί ο ιστορικός της Κωνσταντινουπόλεως θρόνος και να μεταφυτευθεί εις τινά έρημον νησίδα του πελάγους, ακόμη δε και να καταποντισθεί εις τα βάθη του Βοσπόρου, ή να επιχειρηθεί έστω και ελαχίστη παρέκκλησις από της χρυσής των Πατέρων γραμμής, ομοφώνως βοόντων: ‘Ου χωρεί συγκατάβασις εις τα της πίστεως’».[i]
Οι πανορθόδοξες αποφάσεις και ο Διάλογος.
Το πατριαρχικό κείμενο αναφέρεται στην «αμφισβήτηση και κριτική αποφάσεων πανορθοδόξως ληφθεισών…περί συμμετοχής της όλης Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τους διεξαγομένους μετά των ετεροδόξων διμερείς και πολυμερείς θεολογικούς διαλόγους…». Εν πρώτοις η ημερίδα, που διοργάνωσε η Μητρόπολις Πειραιώς δεν αφορούσε τους διαλόγους μετά των ετεροδόξων, αλλά την μεταπατερική αίρεση. Επίσης δεν αληθεύει, ότι όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες συμμετέχουν στους διαλό-γους, διότι προς το παρόν δύο πατριαρχεία, της Γεωργίας και της Βουλγαρίας, απέχουν.
Ούτε επίσης μπορούμε να ισχυριστούμε, ότι οι πανορθόδοξες προσυνοδικές διασκέψεις και άλλες μείζονες Σύνοδοι, στις οποίες ελήφθησαν οι παραπάνω απόφάσεις, έχουν περιβληθή με το κύρος της θεοπνευστίας και μπορούν να συγκαταριθμηθούν με τις επτά Οικουμενικές Συνόδους. Και τούτο, διότι στις εν λόγω Διασκέψεις και Συνόδους συμμετείχε μικρή αντιπροσωπεία Ιεραρχών από κάθε Πα-τριαρχείο και Αυτοκέφαλη Εκκλησία και όχι όλο το σώμα της Ιεραρχίας όλων των εν λόγω Εκκλησιών.
Επομένως οι αποφάσεις αυτές, καθ’ ότι μή θεόπνευστες και απαραβίαστες, επιδέχονται αναθεώρηση ή και ανατροπή με βάση, μάλιστα τα νεότερα δεδομένα και εξελίξεις στην πορεία του διαλόγου. Επιδέχονται αμφισβήτηση και κριτική και μάλιστα μετά την εμπειρία της μέχρι τώρα πορείας τόσον των προγενεστέρων διαλόγων από του σχίσματος και εντεύθεν, όσον και των τελευταίων, που άρχισαν τον 20ον αιώνα και συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Ο διάλογος έχει φθάσει σήμερα σε αδιέξοδο ήδη για δεύτερη φορά. Η πρώτη χρε-οκοπία του έγινε το 2000 στη Βαλτιμόρη των Η.Π.Α., στην 8η Γενική Συνέλευση της Μικτής Επιτροπής Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, η οποία ασχολήθηκε για μιά ακόμη φορά με το πρόβλημα της Ουνίας, επί τη βάσει ενός κειμένου, που είχε ήδη διαμορφωθεί από την μικτή Συντονιστική Επιτροπή τον Ιούνιο του 1998 στην Ariccia Ρώμης, με τίτλο «Οι εκκλησιολογικές και κανονικές συνέπειες της Ουνί-ας»[ii].
Παρά τις έντονες και διεξοδικές συζητήσεις η Μικτή Επιτροπή απέτυχε τελικά να καταλήξει σε συμφωνία πάνω στο θέμα της Ουνίας, με αποτέλεσμα να μην εγκριθεί το παραπάνω κείμενο. Η έγκριση του σχετικού κειμένου αφέθηκε για ευθετότερο χρόνο. Η συνέχεια όμως των γεγονότων απέδειξε, ότι η Ρώμη κατόρθω-σε έντεχνα να παρακάμψει την συζήτηση του θέματος της Ουνίας, αφού γι’ αυτήν το θέμα πλέον είχε λήξει με όσα συνεφωνήθησαν και υπεγράφησαν στην 7η Γενική Συνέλευση στο Balamand[iii], όπου επέτυχε πανηγυρική νίκη με την αμνήστευση και αθώωση της Ουνίας και την συνέχιση της προσηλυτιστικής της δράσεως. Και ενώ θα περίμενε κανείς οι Ορθόδοξες Εκκλησίες να παραμείνουν πιστές και συνεπείς α) με τις αποφάσεις της Γ΄ Πανορθοδόξου Συνόδου, όπου διεκηρύχθη, ότι «Ουνία και διάλογος είναι ασυμβίβαστα ταυτοχρόνως»[iv] και β) με όσα διεκήρυξαν διά των προ-καθημένων των τον Μάρτιο του 1992 στο «Μήνυμά» τους, ότι «δεν μπορεί να προ-χωρήσει ο Θεολογικός Διάλογος με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αν δεν επέλθη συμφωνία επί του ζητήματος της Ουνίας»[v] και να διακόψουν οριστικά τον διάλογο μετά την αποτυχία της Βαλτιμόρης, ο διάλογος συνεχίστηκε το 2006 στο Βελιγράδι με άλλη θεματολογία.
Το συμπέρασμα είναι, ότι στην φάση αυτή του διαλόγου καταπατήθηκαν τόσον οι αποφάσεις της Γ΄ Πανορθοδόξου Συνόδου όσον και η απόφαση και η κοινή διακήρυξη της Μείζονος Συνόδου των Προκαθημένων το 1992. Πώς λοιπόν ο Παναγιώτατος επικαλείται πανορθόδοξες αποφάσεις, καθ’ όν χρόνον αυτές καταπατούνται; Καθ’ όν χρόνον καταπατούνται αποφάσεις Οικουμενι-κών Συνόδων και Αποστολικοί Κανόνες, (που έχουν πολύ μεγαλύτερο κύρος έναντι των πανορθοδόξων αποφάσεων), οι οποίες απαγορεύουν τις συμπροσευχές;[vi]
Για το παραπάνω ναυάγιο του διαλόγου, όπως και για το αδιέξοδο, στο οποίο έχει φθάσει στην παρούσα φάση, όπου συζητείται το θέμα περί του Πρωτείου του επισκόπου Ρώμης, σιωπούν ενόχως και δεν ενημερώνουν τον λαό οι υπέρμαχοι του διαλόγου.
Αλλά και ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος αποδείχθηκε ασυ-νεπής και διαψεύσθηκε με όσα εδήλωσε στον Πάπα Ιωάννη τον Β΄ κατά την επί-σκεψή του στο Βατικανό τον Ιούνιο του 1995: «Το κατ’ άκραν οικονομίαν και προς καιρόν μόνον γενόμενο δεκτό εκκλησιαστικό καθεστώς των ανατολικορύθμων Ρω-μαιοκαθολικών δεν πρέπει να εκληφθεί από την Εκκλησία της Ρώμης ως αμνή-στευση της Ουνίας εκ μέρους των Ορθοδόξων και θεωρηθεί αυτή ως κανονικό εκ-κλησιαστικό σχήμα στις σχέσεις μεταξύ των δύο Εκκλησίων.
Πράγμα το οποίο ουδέποτε θα δεχθεί η Ορθόδοξος Εκκλησία, παρά την αδιασάλευτη φιλειρηνική της διάθεση και την ετοιμότητά της προς καταλλαγή».[vii] Η συνέχεια όμως των γεγονότων απέδειξε το ακριβώς αντίθετο. Διότι με την ενέργειά του να προσφέρει στον Ουνίτη επίσκοπο Αθηνών κ. Δημήτριο Σαλάχα τον Μάϊο του 2008 ένα άγιο ποτήριο ως συμβολικό δώρο[viii], απέδειξε στην πράξη, ότι όχι μόνον αμνηστεύει, αλλά και πανη-γυρικά αναγνωρίζει το εκκλησιαστικό σχήμα της Ουνίας.
Ας το προσέξουν καλά οι υπέρμαχοι του διαλόγου: Ούτε ο Σεβασμιώτατος Μη-τροπολίτης μας, ούτε εμείς προσωπικά είμεθα αντίθετοι προς τον διάλογο. Δεχό-μεθα τον διάλογο κατά το παράδειγμα του Χριστού, αλλά και τον μή διάλογο (την σιωπή) πάλι κατά το παράδειγμα του Χριστού και των αγίων Πατέρων μας.
Ο ίδιος ο Χριστός διελέγετο προς πάντας, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις αρνήθηκε τον διάλογο, όταν διέκρινε, ότι δεν οφελεί σε τίποτε, όπως για παράδειγμα κατά την δίκη του ενώπιον του Πιλάτου: «Εμοί ου λαλείς; Ουκ οίδας, ότι εξουσίαν έχω σταυ-ρώσαι σε και εξουσίαν έχω απολύσαι σε;» (Ιω.19,10), ή ενώπιον των αρχιε-ρέων: «αναστάς ο αρχιερεύς είπεν αυτώ. Ουδέν αποκρίνη; Τι ούτοι σου καταμαρ-τυρούσι; Ο δε Ιησούς εσιώπα.» (Ματθ.26,62,63).
Οι άγιοι Πατέρες μας διελέγοντο μεν, αλλά έθεταν επίσης όρους και όρια στον διάλογο, ακολουθούντες την προτροπή του αποστόλου Παύλου: «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (Τιτ.3,10). Όταν διαπίστωναν το αμετάπειστο των αιρετικών, σταματού-σαν τον διάλογο. Δεν υιοθέτησαν ποτέ ατέρμονες διαλόγους, όπως γίνεται δυστυχώς σήμερα, όπου παρατηρείται το μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της Εκκλησίας μας, να παρατείνονται οι διάλογοι επί 32 χρόνια με τους Παπικούς και 64 με τους Προτεστάντες, ενώ εκ των πραγμάτων αποδείχθηκαν άκαρποι και επιβλαβείς, διότι φθάσαμε στο θλιβερό κατάντημα, αντί να δίδουμε διά των εκπροσώπων μας την Ορθόδοξη μαρτυρία, να συμμαρτυρούμε στην πλάνη και την αίρεση.[ix]
Περί των αναθεματισμών.
Το πατριαρχικό κείμενο αναφέρεται στην εκφώνηση υπό του Σεβασμιωτάτου κατά την Κυριακή της Ορθοδοξίας «αναθεματισμών κατά ετεροδόξων και αλλοθρή-σκων, ως και πάντων των μετεχόντων εις την λεγομένην οικουμενικήν κίνησιν». Ιδιαιτέραν αίσθησιν, σε πολλούς δε οργήν και αγανάκτησιν, προκάλεσε η ανάγνωση όχι μόνον των παλαιών αναθεματισμών, που υπάρχουν στο βιβλίο του Τριωδίου, αλλά και νέων, κατά του Παπισμού, του Προτεσταντισμού, του Σιωνισμού, του Ισλάμ, των μαρτύρων του Ιεχωβά, και του Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού. Ωστόσο, όπως ευστόχως επεσήμανε ο Σεβασμιώτατος, «τα αναθέ-ματα εν τη Εκκλησία δεν αποτελούν εκφράσεις οργής, ή κατάρας, ή ύβρεως, αλλά πανηγυρικάς διακηρύξεις, ότι οι συγκεκριμένοι δεν ανήκουν στο σώμα της Εκκλη-σίας και ο λαός του Θεού καλείται να επιτείνει την προσοχή του εις αυτό και να μην συμφύρεται μετά των αναθεματιζομένων, διά να μην απολέση την υγιαίνουσα διδα-σκαλία, άνευ της οποίας δεν υφίσταται σωτηρία.
Επομένως τα αναθέματα αποτε-λούν ειδικότερα στην σημερινή εποχή της ομογενοποιήσεως και του συγκρητισμού, έξοχο αμυντικό μηχανισμό και παιδαγωγικό τρόπο διά την διασφάλιση της Ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας και αληθείας…». Οι άγιοι Πατέρες, όταν στις Συνόδους ανα-θεμάτιζαν τους αιρετικούς, δεν το έκαμαν από μίσος προς αυτούς, αλλά με πόνο ψυχής απέκοπταν αυτούς «ως ανιάτως νοσήσαντας», από το σώμα της Εκκλησίας, όπως ακριβώς ο χειρουργός αποκόπτει το σεσηπώς και νεκρό μέλος του σώματος, για να μην μεταδοθεί η σήψις και στο υπόλοιπον σώμα.
Αναθεματισμούς επίσης χρησιμοποιεί και ο απ. Παύλος στις επιστολές του: «ει τις ού φιλεί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, είτω ανάθεμα» (Α΄Κορ.16,22), «αλλά και αν ημείς ή άγγελος εξ’ ουρανού ευαγγελίζεται υμίν παρ’ ό ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω» (Γαλ.1,8). Μήπως λοιπόν και τα αναθέματα αυτά αποτελούν εκφράσεις οργής και κατάρας προς τους εκτός της Εκκλησίας; Όχι βέβαια. Όλοι δε οι εν αιρέσει και πλάνη ευρισκόμενοι, είτε είναι Παπικοί, είτε Προτεστάντες, (επιμένοντες παρά τους μακροχρονίους διαλόγους στις αιρετικές τους διδασκαλίες), είτε είναι αλλόθρησκοι, δεν είναι δυνατόν να αγαπούν, «να φιλούν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν», διότι ως λύκοι άρπαγες και λυμεώνες της ποίμνης του Χριστού, οδηγούν τα πρόβατα εις «αιρέσεις απωλείας» (Β΄Πετρ.2,1). Επομένως ευρίσκονται υπό τους παραπάνω ανα-θεματισμούς του απ. Παύλου. Συνεπώς και αν ακόμη δεν υπήρχαν καθόλου τα αναθέματα του Τριωδίου, θα έπρεπε οι εν λόγω αιρετικοί να είναι αναθεματισμένοι και μόνον εξ’ αιτίας των παραπάνω αναθεματισμών του απ. Παύλου. Πέραν αυτού δεν πρέπει να μας διαφεύγει της προσοχής, ότι μεταξύ των αναθεμάτων του Τρι-ωδίου αναφέρεται ένας γενικός αναθεματισμός, που συμπεριλαμβάνει όλους μαζί τους αιρετικούς: «όλοις τοις αιρετικοίς ανάθεμα».[x] Δηλαδή και στους παλαιούς και στους νέους και σ’ αυτούς, που θα υπάρξουν στο μέλλον. Ασφαλώς δε μέσα σ’ αυτόν τον γενικό αναθεματισμό συγκαταριθμούνται και οι νέοι του Σεβασμιωτάτου. Το συμπέρασμα επομένως είναι, ότι ουδεμία καινοτομία υπήρξε στην ανάγνωση των νέων αναθεματισμών. Είναι δε άξιον απορίας, πώς αγνόησαν όλα τα παραπάνω οι ελλογιμότατοι καθηγηταί του Α.Π.Θ. Στο κείμενο των καθηγητών γίνεται επίσης λόγος για την άρση των αναθεμάτων «διά συνοδικής αποφάσεως εν έτει 1965». Παραβλέπουν όμως το γεγονός, ότι τα αναθέματα ήρθησαν με συνοδική απόφαση τοπικής συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και όχι από Πανορθόδοξη Σύνοδο, δηλαδή τα αναθέματα ήρθησαν μονομερώς, διότι η άρσις αυτή δεν ήταν έκφραση της βουλήσεως όλων των Πατριαρχείων και των Αυτοκεφάλων Εκκλησι-ών.
Πολύ περισσότερο δεν ήταν έκφραση της βουλήσεως των Ιεραρχιών των κατά τόπους Συνόδων των Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, όπως βέβαια θα έπρεπε για ένα τόσο μεγάλο γεγονός. Αλλά και αυτή ακόμη η βούληση των Ιεραρ-χιών των κατά τόπους Συνόδων δεν είναι αυθαίρετη. Θα έπρεπε οι Ιεραρχίες των Εκκλησιών, πρίν να πάρουν μια τέτοια απόφαση, να εξετάσουν, εάν ήρθησαν τα αίτια, που οδήγησαν στην επί 9 αιώνες, από τον 11ον μέχρι τον 20ον , επιβολή των αναθεμάτων. Διότι τα αναθέματα τότε μόνον αίρονται, όταν αίρονται τα αίτια, δηλαδή όταν οι αιρετικοί αποκηρύξουν τις αιρετικές τους διδασκαλίες και επανέλ-θουν στην Ορθόδοξο πίστη. Επομένως ήρθησαν αντικανονικώς. Και είναι απορίας άξιον πώς οι ελλογιμότατοι καθηγητές επικαλούνται την άρση των αναθεμάτων, για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα.
Το Πατριαρχείο φύλαξ της Ορθοδόξου πίστεως;
Το πατριαρχικό κείμενο αναφέρει επίσης, ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο πάντοτε υπήρχε ανά τους αιώνας και υπάρχει μέχρι σήμερα κήρυξ, προασπι-στής και φύλαξ της Ορθοδόξου ημών πίστεως και ότι δίδει την Ορθόδοξη μαρτυρία προς πάσαν κατεύθυνσιν «άνευ ουδεμιάς υποχωρήσεως εκ των καιρίων της αμωμήτου ημών Ορθοδόξου πίστεως».
Ας μας επιτρέψη ο Παναγιώτατος, με όλο τον σεβασμό και την τιμή, που αρμόζει στο πατριαρχικό αξίωμά του και στον θεσμικό του ρόλο, να θέσουμε προς αυτόν κάποια ερωτήματα δημοσίως, και ας μην απαξιώσει να δώσει μίαν απάντηση σ’ εμάς τους ουτι-δανούς και ελαχίστους, που αποτελούμε ομαδοποιημένα πρόσωπα «μικράς εμβε-λίας», «αμελητέες» ποσότητες:
1) Με όσα υπέγραψαν οι εκπρόσωποι του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ζ΄ Γενική Συνέλευση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου τον Ιούλιο του 1993 στοBalamand του Λιβάνου, έδωσαν πράγματι την Ορθόδοξη μαρτυρία και απέδειξαν, ότι είναι φύλακες της Ορθοδόξου πίστεως χωρίς να κάνουν καμμία υποχώρηση στα καίρια της πίστεως; Δεν νομίζουμε. Διότι όπως διατυπώνεται στο κείμενο: «Εκατέρωθεν αναγνωρίζεται, ότι όσα ενε-πιστεύθη ο Χριστός εις την Εκκλησία του (ομολογία της αποστολικής πίστεως, μετοχή εις τα αυτά μυστήρια, κυρίως εις την μίαν ιερωσύνην την τελούσαν την μίαν θυσίαν του Χριστού, αποστολική διαδοχή των επισκόπων), δεν δύνανται να θεωρηθούν ως αποκλειστική ιδιοκτησία μιάς των ημετέρων Εκκλησιών. Είναι σαφές, ότι εντός του πλαισίου τούτου αποκλείεται πας αναβαπτισμός. Διά τούτον ακριβώς τον λόγον η Καθολική Εκκλησία και η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζουν εαυτάς αμοιβαίως ως αδελφάς Εκκλησίας,από κοινού υπευθύ-νους διά την τήρησιν της Εκκλησίας του Θεού εν τη πιστότητι προς την θείαν οικονομίαν, ιδιαίτατα ως προς την ενότητα»[xi](παράγρ. 13,14).
Όπως γίνεται ολοφάνερο από το κείμενο, οι εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών ουσιαστικά αρνούνται, ότι μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, όπως δηλαδή ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως. Δέχονται, ότι συναποτελεί με την Ρωμαιοκαθολική την Μία Εκκλησία (Una Sanctam), γίνεται αμοιβαία αναγνώριση των μυστηρίων, της αποστολικής διαδο-χής και της αποστολικής πίστεως.
Όπως εύστοχα παρατηρεί κορυφαίος θεολόγος των ημερών μας: «Η διδασκαλία των μεγάλων αγίων και Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί του ότι οι Λατίνοι είναι σχισματικοί και αιρετικοί συγχρόνως, εγκατελείφθη και ηχρηστεύθη. Είναι λοιπόν αποστολική πίστις το filioque, το πρωτείο και το αλάθητον του Πάπα, το καθαρτήριον πύρ, τα άζυμα, η κτιστή Θεία Χάρις, η διάσπασις των μυστηρίων της μυήσεως και η πληθύς των άλλων καινοτομιών;…
Πως θεωρούμε αφ’ ενός την Ρώμη αιρετική και σχισματική, μη δυναμένην ως εκ τούτου να μετάσχει της κοινωνίας του κοινού Ποτηρίου και αφ’ ετέρου να δεχόμεθα αυτήν πλήρως ως αδελφήν Εκκλησίαν;».[xii] Αν δεχθούμε το κείμενο αυτό, Παναγιώτατε, τότε θα πρέπει κατ’ ανάγκην να απορρίψουμε τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας, που καταπολέμησαν τις παπικές αιρέσεις, μέγα Φώτιο, άγιο Γρηγόριο Παλαμά, άγιο Μάρκο τον Ευγενικό κ.α., πράγμα το οποίο βέβαια ποτέ δεν θα πράξουμε.
2) Με όσα υπέγραψαν οι εκπρόσωποι του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Θ΄ Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. στο Porto Alegre της Βραζιλίας το 2006 έδω-σαν πράγματι την Ορθόδοξη μαρτυρία και απέδειξαν, ότι είναι φύλακες της Ορθοδόξου πίστεως χωρίς να κάνουν καμμία υποχώρηση στα καίρια της πίστεως; Δυστυχώς και πάλιν όχι. Στην εν λόγω συνέλευση έγιναν αμοιβαίως αποδεκτά μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
α) «Είμαστε μία αδελφότητα Εκκλησιών, που ομολογούν τον Κύριο Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα σύμφωνα με τις Γραφές και για τον λόγο αυτό επιζητούμε να εκπληρώσουμε την κοινή μας κλήση, να συμμετέχουμε στη δόξα του ενός Θεού, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».[xiii]
Επομένως δεν είμαστε μόνον εμείς οι Ορθόδοξοι η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αλλά όλες μαζί οι 340 ψευδοεκ-κλησίες του Π.Σ.Ε.
β) «Κάθε Εκκλησία εκπληρώνει την καθολικότητά της, όταν είναι σε κοινωνία με τις άλλες Εκκλησίες».[xiv] Επομένως για να εκπληρώσουμε εμείς οι Ορθόδοξοι την καθολικότητά μας, είναι απαραίτητο να είμαστε σε κοινωνία με αυτές τις ψευδοεκκλησίες. Ο θεόπνευστος λόγος του αποστόλου Παύλου: «τις κοινωνία φωτί προς σκότος» (Β.Κορ.6,14) δεν ισχύει πλέον για τους Οικουμενιστές.
γ) «Η πίστη της Εκκλησίας, όπως αυτή εκφράστηκε από τους αποστόλους είναι μία, όπως ακριβώς ένα είναι και το Σώμα του Χριστού. Παρά ταύτα είναι θεμιτό η πίστη αυτή να διατυπώνεται με διαφορετικούς τρόπους».[xv] Δηλαδή οι ποικίλλες αιρετικές διδασκαλίες των Προτεσταντών θε-ωρούνται ως διαφορετικοί τρόποι εκφράσεως της ιδίας πίστεως και ως ποικιλλία των χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος.
δ) «Το ότι όλοι μας από κοινού ανήκουμε στο Χριστό δια του Βαπτίσματος εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος δίνει την δυνατότητα στις Εκκλησίες και τις καλεί να συμβαδίσουν ακόμη και όταν διαφωνούν».[xvi] Δηλαδή μία παράδοση αιώνων, σύμφωνα με την οποία η αίρεση θεωρείται έκπτωσις από την αλήθεια, πνευματικός θάνατος, ξένο σώμα αποβλητέο από το σώμα της Εκκλησίας με συνόδους και αναθέματα, σωριάζεται σε ερείπεια.
Τώρα πλέον η Ορθοδοξία καλείται να ακολουθήσει καινούργια γραμμή, καινούργιο δόγμα. Το δόγμα της συμπορεύσεως και συμβαδίσεως με τις αιρετικές ομολογίες, ακόμη και όταν διαφωνεί προς αυτές. Επίσης αυτό που οριοθετεί την Εκκλησία δεν είναι η κοινή ορθή πίστις και η αποστολική παράδοσις, αλλά το Βάπτισμα. Σε άλλο σημείο διατυπώνεται: «υπάρχουν μερικοί, που δεν χρησιμοποιούν νερό στην ιεροτελεστία του Βαπτίσματος, αλλά μετέχουν στην πνευματική εμπειρία της εν Χριστώ ζωής».[xvii]
Η εντολή δηλαδή του Χριστού προς τους μαθητές του: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» δεν σημαίνει τίποτε γιά τους Οικουμενιστές και δεν είναι ανάγκη να εφαρμόζεται.
3) Με όσα διατυπώσατε στην επίσημη ομιλία σας επ’ ευκαιρία της 60ης επετείου από της ιδρύσεως του Π.Σ.Ε. τον Φεβρουάριο του 2008 στην Γενεύη της Ελβετίας, όπου η έδρα του οργανισμού αυτού, δώσατε πράγματι την Ορθόδοξη μαρτυρία, ως φύλαξ της Ορθοδόξου πίστεως; Δεν νομίζουμε. Διότι στην ομιλία σας μεταξύ άλλων διατυπώνετε: «Επιβάλλεται ίνα αναζωπυρωθεί και ενισχυθεί προ παντός η αγάπη μεταξύ των Εκκλησιών, μη λογιζομένων αλλήλας ως ξένας και αλλοτρίας, αλλ’ ως συγγενείς και οικείας εν Χριστώ και συγκληρονόμους και συσσώμους της επαγγελίας του Θεού εν Χριστώ».[xviii]
Στην παραπάνω φράση ομιλείτε περί Εκκλησιών, που δεν πρέπει να θεωρούνται ξένες μεταξύ τους, αλλά οικείες και συγγενείς εν Χριστώ. Εξηγείστε μας, σας παρα-καλούμε, Παναγιώτατε, για ποιές Εκκλησίες ομιλείτε; Μήπως για τις αιρετικές προτεσταντικές ομολογίες, μέλη του Π.Σ.Ε.; Διότι προς αυτές απευθύνεστε στην ομιλία σας. Αν εννοείτε αυτές, τότε οι προτεσταντικές ομολογίες δεν είναι πλέον αιρέσεις, όπως διαχρονικά πιστεύει η Εκκλησία μας και όπως μαρτυρούν πλήθη αγίων, αλλά Ορθόδοξες Εκκλησίες με Ορθόδοξη πίστη. Εμείς περιμέναμε στην ομιλία σας αυτή, να απαριθμήσετε τις κακοδοξίες των Προτεσταντών και να υπογραμμίσετε την ανάγκη αποκηρύξεώς των, ωστόσο με όσα αναφέρετε, το ακριβώς αντίθετο πράξατε. Σε άλλο σημείο της ομιλίας λέγετε: «αι προερχό-μεναι εκ διαφορετικών οριζόντων και ανήκουσαι εις μεγάλην ποικιλλίαν θεο-λογικών και εκκλησιολογικών παραδόσεων Εκκλησίαι ηδυνήθησαν να διαλεχ-θούν και να προωθήσουν την χριστανικήν ενότηταν, ανταποκρινόμεναι παραλλήλως και εις τας πολλαπλάς ανάγκας της συγχρόνου κοινωνίας».[xix] Με όσα διατυπώνετε εδώ, αφήνετε να εννοηθεί, ότι οι αιρετικές διδασκαλίες (δόγματα) της κάθε μιάς προτεσταντικής ομολογίας δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια ποικιλλία θεολογικών και εκκλησιολογικών παραδόσεων. Δηλαδή μεταλλά-σετε και μετονομάζετε τον όρο δόγμα με τον όρο εκκλησιολογική παράδοση.
Οι όροι αυτοί, Παναγιώτατε, έχουν σαφές νοηματικό περιεχόμενο στην δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας και ποτέ δεν πρέπει να συγχέονται. Σε άλλο σημείο πάλιν διατυπώνετε, ότι η Εκκλησία είναι διηρημένη και ότι κύρια αποστολή του Π.Σ.Ε. είναι να αφοσιωθεί στην συνέχιση της κοινής πορείας προς την ενότητα: «Σήμερον υπέρ ποτέ είναι απολύτως αναγκαία η ύπαρξις αδελφικών δεσμών μεταξύ των διηρημένων Εκκλησιών και η γεφύρωσις των διαιρέσεων ημών».[xx]
Ωστόσο σχετικά με το θέμα αυτό ο άγιος Ιουστίνος ο Πόπο-βιτς επισημαίνει: «Η Εκκλησία ούσα καθολική, είς και μοναδικός θεανθρώπινος οργανισμός εις όλους τους κόσμους, δεν είναι δυνατόν να διαιρεθεί. Κάθε διαίρεσις θα εσήμαινε τον θάνατόν της».[xxi]
Δεν θα θέλαμε να μακρύνουμε περισσότερο τον λόγον, απαριθμούντες πλήθος άλλων περιπτώσεων με δηλώσεις και λόγους προσώπων του κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που κάθε άλλο παρά μαρτυρία Ορθοδόξου πίστεως έδωσαν και δίδουν μέχρι σήμερα. Αρκούμεθα στα παραπάνω, για να μπορέσει ο αναγνώστης να διακρίνει από τον όνυχα τον λέοντα.
Καταδικαστικές αποφάσεις.
Τέλος το πατριαρχικό κείμενο ζητεί επισήμως από τον Μακαριώτατο και την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας να τοποθετηθή συνοδικώς και να καταδικάσει και απορρίψει τις κινήσεις και ενέργειες της Ιεράς Μητροπόλεώς μας (προφανώς εννοεί την διοργάνωση της ημερίδος και την εκφώνηση των αναθεμάτων), «ως ανεδαφικάς και επικινδύνους», τις δε θέσεις που εκφράζονται εις αυτές ως «αστήρικτες εν πολλοίς, ανορθόδοξες, και ερχόμενες εις αντίθεσιν προς τας συνοδικάς αποφάσεις των αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών».
Δηλαδή η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος καλείται να γίνει πειθήνιο όργανο του Οικου-μενικού Πατριαρχείου και να προχωρήσει σε καταδίκες, χωρίς καμμία εξέταση και έρευνα των αποδιδομένων υπό του Φαναρίου κατηγοριών. Δεν αφήνει περι-θώριο, ούτε επιτρέπει στην Ιεραρχία να εξετάσει ελεύθερα και ανεπηρέαστα το εν λόγω ζήτημα, καθ’ όσον υποδεικνύει την απόφαση, την οποίαν οφείλει να λάβει.
Τέτοιου είδους όμως ενέργειες θυμίζουν παπικές νοοτροπίες και σεde facto κατάργηση του Συνοδικού πολιτεύματος της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ας μας επιτραπεί να απευθυνθούμε και πάλι, με όλο τον σεβασμό, προς τον Παναγιώ-τατο:
Πώς, Παναγιώτατε, φθάσατε στο συμπέρασμα, ότι οι θέσεις που εκφράσθηκαν στην ημερίδα είναι αστήρικτες, ανορθόδοξες και ανεδαφικές, όταν μάλιστα αυτές οι θέσεις εκφράστηκαν όχι από τυχαίους ανθρώπους, αλλά από πανε-πιστημιακούς διδασκάλους πανελληνίου και παγκοσμίου εμβελίας;
Διαβάσατε και ερευνήσατε τα κείμενα των εισηγητών;
Πού βρίσκεται λοιπόν το ανεδαφικό, το ανορθόδοξο, το αστήρικτο στις εισηγήσεις αυτών;
Πώς έχετε την αξίωση να γίνουν δεκτά τα συμπεράσματά σας αυτά τόσον από την Ιεραρχία της Ελλάδος, όσον και από τον πιστό λαό, όταν δεν στοιχειοθετούνται σε αδιάψευστα τεκμήρια και αποδείξεις;
Πολύ φοβούμεθα, ότι η απαίτησή σας για καταδικαστική απόφαση είναι αστήρικτη και ανεδαφική.
Περί των ύβρεων προς Εβραίους και Μουσουλμάνους.
Θα κλείσουμε το παρόν κείμενο με την απάντησή μας σε μία ακόμη κατηγορία, που διατυπώνουν οι καθηγητές του Α.Π.Θ. εναντίον του Σεβασμιωτάτου. Στην επιστολή τους αναφέρουν, ότι ο Σεβασμιώτατος«έχει λάβει ως συνήθεια να καθυβρίζει σκαιώς την μουσουλμανική και την ιουδαϊκή Θρησκεία μαζί με τους λειτουργούς και τους πιστούς τους».
Ο Σεβασμιώτατος ποτέ δεν εξύβρισε πρόσωπα, Μουσουλμάνους ή Εβραίους, λειτουργούς ή πιστούς, αλλά με όσα λέγει επισημαίνει καθηκόντως, συναισθανόμενος το βάρος της ευθύνης του απέναντι του ποιμνίου του, ότι οι παραπάνω θρησκείες, ως ευρισκόμενες μέσα στο σκότος της πλάνης, δεν οδηγούν στην σωτηρία, αλλά στην απώλεια. Εφιστά την προσοχή των λογικών του προβάτων απέναντι στον υφιστάμενο κίνδυνο, ακολουθώντας την προτροπή του απ. Παύλου: «προσέχετε ούν εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω…» (Πρ.20,28). Η ανάγκη των επισημάνσεων αυτών καθίσταται οσημέραι όλο και περισσότερον αναγκαία, αν λάβη κανείς υπ’ όψιν του αφ’ ενός μεν το κύμα των Μουσουλμάνων κυρίως λαθρομεταναστών, που έχουν κατακλύσει την πατρίδα μας, αφ’ ετέρου δε το πνεύμα του θρησκευτικού συγκρητισμού, που κυριαρχεί στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές και πολυθρησκευτικές κοινωνίες της εποχής μας, όπου οι σαφείς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αληθείας και ψεύδους, Ορθοδοξίας και άλλων θρησκειών, τείνουν να καταργηθούν. Εάν οι επισημάνσεις αυτές ονομάζονται ύβρεις, τότε, ή χάσαμε το νόημα των λέξεων και δεν γνωρίζουμε τι σημαίνει ύβρις και τι επισήμανση, ή σκοπίμως διαστρέφουμε το νόημά τους. Απορούμε και προβληματιζόμαστε, πώς η ακαδημαϊκή κοινότητα, αδυνατεί να διακρίνει την ποιμαντική σκοπιμότητα των ανωτέρω επισημάνσεων. Λυπούμεθα δε, διότι από πρόσωπα από τα οποία θα περίμενε κανείς τον έπαινο για την οφειλετική αυτή επαγρύπνηση, δέχεται μύδρους και αποδοκιμασίες. Ισχυρίζονται επίσης, ότι «δεν πείθουμε διά των ύβρεων για την ευαγγελική αλή-θεια». Είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούν οι ελλογιμότατοι, ότι ο Σεβασμιώτα-τος δεν φιλοδοξεί να πείσει τους αλλοθρήσκους, αλλά να προφυλάξει το ποίμνιό του; Ισχυρίζονται ακόμη, ότι με την νοοτροπία του αυτή προκαλεί «ζημία και δυσχέρια…στα παλαίφατα Πατριαρχεία».
Ας μας πούν επί τέλους οι ελλογιμό-τατοι, καθ’ ότι ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι, πότε ζημιώνεται πραγματικά η Εκκλη-σία και πότε δοξάζεται. Όταν απλώς συνυπάρχει ειρηνικά με τις άλλες θρησκεί-ες, ή όταν αναδεικνύει μάρτυρες; Δεν είναι λοιπόν οι άγιοι μάρτυρες η δόξα της Εκκλησίας; Ο άγιος πρωτομάρτυς Στέφανος, για παράδειγμα, ο οποίος έδρασε και εμαρτύρησε σε ένα από τα παλαίφατα πατριαρχεία, εζημίωσε ή εδόξασε την Εκκλησία, όταν ήλεγξε δρυμίτατα τα μέλη του Ιουδαϊκού Συνεδρίου με την σκληρή φράση: «σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία και τοις ωσίν…» (Πρ.7,51). Σίγουρα, αν ζούσε σήμερα ο άγιος Στέφανος και έδειχνε μια παρόμοια ομολογιακή συμπεριφορά, θα χαρακτηριζόταν από τους ελλογιμοτάτους ως υβριστής της θρησκείας των Εβραίων, φανατικός και φονταμενταλιστής. Μήπως είναι ανάγκη οι ελλογιμότατοι να κάνουν μία αναθεώρηση της όλης πορείας των και της όλης θεολογίας, την οποία διδάσκουν;
Αρχ. Παύλος Δημητρακόπουλος
[i] Αρχ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου, Τα δύο άκρα, Οικουμενισμός και ζηλωτισμός,Εκδ. Ι. Ησυχ. Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνος, 2008, σελ. 17.
[ii] Γεωργίου Μαρτζέλου, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, Εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 134-137.
[iii] Περισσότερα σχετικά με το κείμενο και σχόλια βλ. Θεοδ. Ζήση πρωτ. Καθ. Θεολ. Σχολής ΑΠΘ, Ουνία η καταδίκη και η αθώωση, Εκδ. Βρυέννιος,Θεσσαλονίκη 2002, σ. 148-186 και Αντωνίου Παπαδοπούλου, Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, (Ιστορία-κείμενα –προβλήματα),Εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1996, σελ 205-235
[iv] Βλ. Ιω. Καρμίρη, Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός, τομ. ΙΙ, Αθήναι 1965, σ. 38
[v] Βλ. «Μήνυμα των Προκαθημένων των Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών», στο «Επίσκεψις», 447 (1992), σ. 7.
[vi] Βλ. ενδεικτικώς: Κανόνες ΜΕ΄των αγίων Αποστόλων, ΣΤ΄ της εν Λαοδικεία Συνόδου, Α΄ της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Β΄ της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Α΄ της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, κ.α.
[vii] Βλ. « Επίσημη επίσκεψη του Οικ. Πατριάρχου στην Εκκλησία της Ρώμης», στο «Επίσκεψις» 520, (1995), σελ. 2 κ.εξ.
[viii] Βλ. το δημοσίευμα της εφημερίδος ΕλεύθεροςΤύπος, 26.5.2008.
[ix] Βλ. σχετικά με το θέμα αυτό: Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Η Ορθοδοξία μπροστά στη θύελλα του συγχρόνου Προτεσταντικού και Παπικού Οικουμενισμού, Πειραιάς 2012, σελ. 41-52, 77-80 και παρακάτω στο κεφάλαιο: Το Πατριαρχείο φύλαξ της Ορθοδόξου πίστεως;
[x] Βλ. Τριώδιον, Εκδ. «Φως», Αθήναι 1983, σελ. 162.
[xi] Αντωνίου Παπαδοπούλου, Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, (Ιστορία-κείμενα –προβλήματα), Εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1996, σελ. 205-235.
[xii] Θεοδώρου Ζήση πρωτ. καθ. Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «Ουνία η καταδίκη και η αθώωση», Εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 157,160.
[xiii] Περιοδ. Θεοδρομία, τεύχ. 1, Ιανουάριος- Μάρτιος 2008, ο.π. σελ. 133.
[xiv] Περιοδ. Θεοδρομία,…ο.π. σελ. 135-136.
[xv] Περιοδ. Θεοδρομία…ο.π. σελ. 135.
[xvi] Περιοδ. Θεοδρομία… ο.π. σελ. 137.
[xvii] Περιοδ. Θεοδρομία… ο.π. σελ. 136-137
[xviii] Βλ. περιόδ. Θεοδρομία , Ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχου επί ευκαιρία της 60ης επετείου από της ιδρύσεως του Π.Σ.Ε , τεύχ. 1, Ιανουάριος –Μάρτιος 2008, σελ. 145.
[xix] Περιόδ. Θεοδρομία , Ομιλία…ο.π. σελ. 153.
[xx] Περιόδ. Θεοδρομία , Ομιλία…ο.π. σελ. 153.
πηγή