Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Γεώργιος Μεταλληνός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Γεώργιος Μεταλληνός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 07, 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ Ματθαίου κε' 31-46. ΑΓΑΠΗ ΝΑΙ· ΑΛΛΑ ΠΟΙΑ ΑΓΑΠΗ;

Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ 
Ματθαίου κε' 31-46.
ΑΓΑΠΗ ΝΑΙ· ΑΛΛΑ ΠΟΙΑ ΑΓΑΠΗ;

«ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε»(Ματθ. κε' 40).
1. Η σημερινή ευαγγελική περικοπή έρχεται να μας υπενθυμίσει μια μεγάλη αλήθεια. Την περασμένη Κυριακή μίλησε το ιερό Ευαγγέλιο για την αγαθότη­τα του Θεού- Πατέρα, που περιμένει το πλάσμα του να επιστρέψει. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας κάμει να ξεχάσουμε και την δικαιοσύνη Του. Ο Θεός δεν είναι μονάχα στοργικός Πατέρας. Είναι και δίκαιος Κριτής. «Οὔτε ὁ ἔλεος αὐτοῦ ἄκριτος, οὔτε ἡ κρίσης ἀνελεήμων» λέγει ο Μ. Βασίλειος. Θα κρίνει τον Κόσμο, μας λέγει το Ευαγγέλιο, και μάλιστα όχι αυθαίρετα, αλλά σύμφωνα με τα έργα μας. Μας φέρνει, λοιπόν, η σημερινή περικοπή ενώπιον του γεγονότος της κρίσε­ως. Και λέμε «γεγονότος», γιατί η παγκόσμια κρίση αποτελεί για την πίστη μας εσχατολογική βεβαιότητα και πραγματικότητα, που ομολογείται σ' αυτό το Σύμ­βολο μας ως εκκλησιαστική πίστη: «Και πάλιν ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς...».
Καλούμεθα, λοιπόν, σήμερα να συνειδητοποιή­σουμε τρία πράγματα. Πρώτον, ότι Κριτής μας θα είναι ο Ι. Χριστός, ως Θεός. Σωτήρ ο Χριστός αλλά και Κριτής. Αν την πρώτη φορά ήλθε ταπεινός στη γη, «ἵνα σώσῃ τόν κόσμον», τώρα θα έλθει «ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ», ίνα κρίνη τον κόσμον. Αυτός που έγινε για μας «κατάρα» πάνω στον Σταυρό, έχει κάθε δικαίωμα να μας κρίνει, αν αφήσαμε να μείνει μέσα μας και στην κοινωνία μας ανενέργητη η θυσία Του. Δεύτε­ρον θα κρίνει όχι μόνο τούς Χριστιανούς, ούτε μόνο τούς εθνικούς, όπως πίστευαν οι Εβραίοι για την κρί­ση του Θεού. Θα κρίνει όλους τούς ανθρώπους, χρι­στιανούς και μη, πιστούς και απίστους. Τρίτον βάση της κρίσεως, το κριτήριο, θα είναι η αγάπη. Η στάση μας δηλαδή απέναντι στους συνανθρώπους μας. Καθο­λική - παγκόσμια η κρίση, καθολικό - παγκόσμιο και το κριτήριο. Ο παγκόσμιος νόμος της ανθρωπιάς, στον όποιο συναντώνται όλοι, χριστιανοί και μη. Και όσοι εγνώρισαν τον Χριστό και όσοι δεν μπόρεσαν να τον γνωρίσουν και γι' αυτό έμειναν μακριά από το Ευαγγέλιό Του. Στο νόμο αυτό, δεν υπάρχει χώρος για προφάσεις και δικαιολογίες. Η πείνα, η δίψα, η γύ­μνια, η αρρώστια, η φυλακή βοούν, δεν μπορούν να μείνουν κρυφά, για να έχει το δικαίωμα να ισχυρισθεί κάποιος πώς δεν τα πρόσεξε... Δεν μπορεί να τ' αγνοή­σει κανείς, χωρίς προηγουμένως να παύσει να έχει συναισθήματα ανθρώπου, αν δεν έχει τελείως «αχρειώσει», εξαθλιώσει, την εικόνα του Θεού μέσα του.
2. Το συγκλονιστικό μεγαλείο και την φρικτότητα της ώρας της Κρίσεως ζωγραφίζουν με υπέροχα χρώ­ματα οι ύμνοι της ημέρας. «Ὦ, ποία ὥρα τότε! ὅταν... τίθωνται θρόνοι καί βίβλοι ἀνοίγωνται, καί πράξεις ἐ­λέγχωνται καί τά κρυπτά τοῦ σκότους δημοσιεύον­ται»! Είναι φρικτή και η απλή σκέψη της ώρας της κρίσεως, γιατί όχι μόνο υπενθυμίζει την ανετοιμότητά μας να εμφανισθούμε μπροστά στο βήμα του φοβερού Κριτού, αλλά και διότι αποκαλύπτει την τραγικότητα της ζωής μας, την οποία δαπανάμε μέσα σε έργα μα­ταιότητος, που δεν αντέχουν στο φως της αιωνιότητος. Δεν δικαιούμεθα ενώπιον του κριτού μας για όσα ο κόσμος θεωρεί μεγάλα και σπουδαία: γνώσεις, θέ­σεις, τίτλους, αξιώματα, πλούτο, δόξα. Αυτά όλα είναι δυνατό μάλιστα να οδηγήσουν στην καταδίκη μας.
Κρινόμεθα βάσει της έμπρακτης εφαρμογής της αγά­πης μας. Όχι ως άτομα δηλαδή, αλλά ως μέλη της αν­θρώπινης κοινωνίας. Ο θεός δεν έπλασε άτομα, αυτό­νομα και ανεξάρτητα. Μάς έπλασε, για να γίνουμε πρόσωπα και κοινωνία προσώπων. Και οι μεγαλύτε­ρες αρετές, αν μείνουν απλώς ατομικές, είναι μετοχές χωρίς αντίκρυσμα ενώπιον του Μεγάλου Κριτού. Για­τί δεν βρήκαν την πραγμάτωση τους μέσα στην αν­θρώπινη κοινωνία. Δεν καταξιώθηκαν σε διακονίες. Έτσι λ.χ. η γνώση είναι θεία ευλογία, όταν όμως θηρεύεται για χάρη του συνανθρώπου, για την διακονία του πλησίον. Το ίδιο και η εγκράτεια και η ευλάβεια, και η νηστεία και σύνολη η άσκησή μας. Αν όλα αυ­τά γίνονται για μια ατομική δικαίωση και όχι ως δια­κονία των αδελφών, των πλησίον, μας ελέγχει η φωνή του Θεού: «Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Ματ. θ΄ 13)! Αγάπη θέλω και όχι την θρησκευτικότητα, που αποβλέπει στην αυτοέξαρση και την αυτοπροβολή. Πού βλέπει τον τύπο ως πεμπτουσία της ευσέβειας.
3. Ο κόσμος έχει μάθει να εξαγοράζει τα πάντα, ακόμη και τις συνειδήσεις. Στο χώρο όμως της πίστε­ως δεν ισχύει ο νόμος αυτός. Η ατομική ευσέβεια δεν μπορεί να εξασφαλίσει θέση στην βασιλεία του Θεού, αν δεν γίνει πρώτα εκκλησιαστική, αν δεν συνοδεύε­ται δηλαδή από τα έργα της αγάπης. Ο στίβος του χριστιανού είναι και η κοινωνία και όχι μόνο το «ταμιείον». Εις το ταμιείον του καταφεύγει ο Χριστια­νός για τον πνευματικό του ανεφοδιασμό. Ποτέ όμως δεν εξαντλείται η πολιτεία του στο στενό χώρο της α­τομικότητας του. Αν η πνευματικότητα μας είναι ορ­θή, θα οδηγεί σε ανιδιοτελή αγάπη. Ας το ακούσουμε μια για πάντα: Το επιχείρημα των γλυκανάλατων χρι­στιανών της ανευθυνότητος και του «λάθε βιώσας» δεν έχει καμμιά δύναμη: «Κύτταξε την ψυχή σου» δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από δειλία και υποχώ­ρηση, αν δεν συνοδεύεται και από το στίβο: «Πάλευσε για να φτιάξεις τη χριστιανική σου κοινωνία». Διαφορετικά είμασθε κατά λάθος ανάμεσα σε χριστια­νούς. Η θέση μας είναι κάπου στην Άπω Ανατολή, στη νέκρωση του νιρβάνα.
4. Αισθάνομαι όμως την ανάγκη να προλάβω στο σημείο αυτό μια απορία. Αν κρινόμασθε βάσει της έμπρακτης αγάπης μας, τότε που πηγαίνει η πίστη; Ποια σημασία έχει ο υπέρ της πίστεως και της καθαρότητος του δόγματος αγώνας; Αν δεν έχει διαστά­σεις αιώνιες, τότε γιατί να γίνεται;
Κατά την ώρα της κρίσεως η πίστη, και ως αφο­σίωση και ως διδασκαλία, δεν αποκλείεται, όπως πι­στεύουν εν πρώτοις πολλοί. Προϋποτίθεται. Κριτής μας είναι Ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Μας σώζει η μας κατακρίνει η συμπεριφορά και στάση μας απέναντι του. Γιατί μας διευκρινίζει ότι στο πρόσωπο Του αναφέρεταικάθε πράξη μας προς τον συνάνθρωπό μας, καλή ή κακή. Ηθικά αδιάφορες πράξεις δεν υπάρχουν. Αν τονίζει σαν κριτήριο την αγάπη, δεν σημαίνει πώς θέλει ν' αποκλείσει την πίστη. Θέλει να προλάβει ακριβώς την καταδίκη της πίστεως εκ μέρους μας σ' ένα σύνολο θεωρητικών αληθειών χωρίς ανταπόκριση και εφαρ­μογή στη ζωή μας. Όπως ο κεκηρυγμένος άθεος και ο συνειδητός αρνητής της πίστεως μεταφράζει την α­θεΐα και απιστία του σε αντίθεα έργα, έτσι και ο πιστός πρέπει να κάμει την πίστη του κινητήρια δύναμη της ζωής του. Γιατί «ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων» (Ιακ. β΄ 20) της α­γάπης, είναι νεκρά. Δεν αποκλείει, λοιπόν, την πίστη, αφού αυτή είναι η προϋπόθεση του ορθού βίου και της σωτηρίας. Αλλά και κάτι περισσότερο. Όχι μόνο «ὁ μή πιστεύσας» (εις τον Χριστό) δεν σώζεται, αλλά και ο μη ορθώς πιστεύσας. Ο Θεός δεν είναι μόνο α­γάπη, είναι και αλήθεια (Ιωαν. ιδ' 6· Α' Ιωαν. δ' 8· δ' 16· ε' 6) και μάλιστα Αυτοαλήθεια. Όποιος προδίδει την αλήθεια προδίδει και την αγάπη. Η αγάπη του Χριστού «συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 6) συζεί δηλαδή και συνευδοκιμεί με την αλήθεια, δεν υπάρχει χωρίς αυ­τήν. Να λοιπόν πώς καταξιώνεται ο αγώνας για την καθαρότητα του δόγματος. Γιατί είναι αγώνας για την αγάπη, είναι η μεγαλύτερη εκκλησιαστική διακονία. Είναι αγώνας πρώτιστα κοινωνικός, γιατί γίνεται χά­ριν του Λαού του Θεού, για να μείνει ανεπηρέαστος α­πό την πλάνη, που είναι πραγματική αυτοκτονία.
Αδελφοί μου!
Όταν ο Χριστός μας ανέφερε την παραβολή της Κρίσεως, οι λόγοι του μπορούσαν να νοηθούν όχι μό­νο σε συνάρτηση προς τούς συγχρόνους του, αλλά και προς όσους έζησαν πριν απ' Αυτόν. Όσοι δεν γνώρισαν τον Χριστό, μπορούν να έχουν λόγους να κριθούν μόνον για την αγάπη τους, μολονότι αγάπη χωρίς πίστη στον Θεό δεν είναι ποτέ δυνατόν να υπάρχει. Όποιος ειλικρινά ασκεί την αγάπη «δέχεται» τον Θεό, έστω και αν τον αγνοεί. Ο άπιστος δεν δύνα­ται να έχει παρά μόνο φαινομενικά αγάπη. Και μόνο εκεί, που υπάρχει βάπτισμα και «άγιο Πνεύμα», είναι δυνατό να υπάρξει «τελεία αγάπη», αγάπη χριστιανι­κή.
Το ζήτημα όμως πρέπει, νομίζω, να τεθεί κατ' άλ­λο τρόπο. Όταν εμείς σήμερα ακούμε την παραβολή, δύο χιλιάδες χρόνια μετά την σάρκωση του Υιού του Θεού, πώς είναι δυνατόν να χωρίσουμε από την αγά­πη μας την (ορθή) πίστη; Το Ευαγγέλιο λέγει καθαρά: «ὁ… μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ίωαν. γ' 18). Μετά την ένσαρκη δηλαδή οικονομία η κρίση εί­ναι συνέπεια της στάσης κάθε ανθρώπου έναντι του Χρίστου. Κριτήριο μένει η αγάπη. Αγάπη όμως που προϋποθέτει την εις Χριστόν πίστη. Γιατί αυτή είναι η μόνη αληθινή. Αυτή μονάχα δικαιώνει και σώζει...
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΈΡΟΥ 
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ«Κηρύγματικές σκέψεις στα ευαγγελικά αναγνώσματα»
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
Θεσσαλονίκη
τηλ. 2310 212659 

Σάββατο, Μαρτίου 04, 2017

Καταστροφή αρχαίων μνημείων από Χριστιανούς

Καταστροφή αρχαίων μνημείων από Χριστιανούς

ΜΥΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ  Από το συνέδριο που οργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη από την εταιρεία Ορθοδόξων Σπουδών με θέμα Φαινόμενα Νεοειδωλολατρείας.

Ένα από τα ηχηρότερα επιχειρήματα των Νεοπαγανιστών εναντίον του Χριστιανισμού είναι το περί συστηματικής και οργανωμένης δήθεν καταστροφής των αρχαίων μνημείων, που έχει προσλάβει την μορφή ενός στερεότυπου μύθου, αναπαραγώμενου κατά της περιστάσεις. Και το ότι, μέσα στο ανταποδοτικό πάθος πολλών «χριστιανών», που τον 4ο αιώνα πέρασαν στην εποχή της «revanche», κατεστράφησαν αρχαιοελληνικά μνημεία, που συντηρούσαν την λατρεία των ειδώλων, είναι γεγονός. Μόνο όμως μέσα στις νοοτροπίες της εποχής είναι δυνατό να επιχειρηθεί στο σημείο αυτό επιστημονική ερμηνεία. Αρκεί να μελετήσει κάποιος το νεανικό έργο του Μ. Αθανασίου «Κατά ειδώλων»(1), για να κατανοήσει το θεολογικό υπόβαθρο τέτοιων ενεργειών. Άλλωστε, η ιστορία δεν ασχολείται με κατάρες, αλλά με ερμηνείες.  Επιστημονική προσέγγιση των πραγμάτων μας προσφέρει δυνατότητες ασφαλέστερων κρίσεων και συμπερασμάτων.

Επικαλούμεθα τα πορίσματα της έρευνας διακεκριμένων αρχαιολόγων, που συνοψίζουν τα δεδομένα μακροχρόνιων επιστημονικών ερευνών, συναδέλφων τους, αλλά και δικών τους. Το 1994 δημοσιεύθηκε μελέτη της κας Πολύμνιας Αθανασιάδη, καθηγήτριας του Παναπιστημίου Αθηνών με τίτλο: «Το λυκόφως των θεών στην Ανατολική Μεσόγειο: Στοιχεία ανάλυσης για τρείς επιμέρους περιοχές»(2). Η κα Αθανασιάδη, με βαθειά γνώση και επιμέλεια, αξιοποιεί τα δεδομένα των ερευνών του χώρου της για το επίμαχο θέμα. Πρώτα επιλέγει «τρεις περιοχές της αυτοκρατορίας με διαφορετική γεωγραφική φυσιογνωμία, ιστορικό υπόβαθρο και δημογραφική σύνθεση», εξασφαλίζοντας έτσι για την έρευνά της μεγαλύτερη αξιοπιστία. Οι περιοχές Δε αυτές είναι η Ελλάδα, η Κωνσταντινούπολη και η Συρία-Παλαιστίνη. Έτσι αντιμετωπίζει εύκολα «τις γενικεύσεις του Λιβανίου»,όσο και τον «υπερβολικά μεγάλο αριθμό φιλολογικών μαρτυριών» σε χριστιανούς και εθνικούς συγγραφείς για την καταστροφή ναών, που καταντά, όπως λέγει, «ύποπτος»! «Στην προσπάθειά τους να ηρωοποιήσουν επισκόπους και αυτοκράτορες, σε μια περίοδο, κατά την οποία ο θρησκευτικός φανατισμός θεωρείται αρετή, συχνά οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς απέδιδαν σ' αυτούς φανταστικές καταστροφές ναών ή, στην καλύτερη περίπτωση, μεγαλοποιούσαν τα ηροστράτεια ανδραγαθήματά τους». Από την άλλη μεριά, επιπολάζει η κινδυνολογία των εθνικών, για να παρουσιάσουν «τους εαυτούς τους ως μάρτυρες και την κοσμοθεωρία τους ως αντικείμενο συστηματικού και βάναυσου διωγμού , που διεξήγετο παράνομα, στο πλαίσιο μιας θεωρητικά ανεξίθρησκης αυτοκρατορίας». Γι' αυτό η αντικειμενική συγγραφέας συνιστά «επιφυλακτική στάση» στις όποιες κρίσεις. Η ανεξιθρησκεία άλλωστε των αυτοκρατόρων, όπως ο Μ. Κωνσταντίνος, είναι αποδεδειγμένη|

Η μεταφορά ειδωλολατρικών μνημείων στην νέα πρωτεύουσα (Κωνσταντινούπολη- Νέα Ρώμη) για την διακόσμησή της ναι μεν εμποδίζει τη συνέχεια τοπικών λατρειών, αλλά τα αναδεικνύει ακόμη περισσότερο στην ίδια την χριστιανική, αργότερα, πρωτεύουσα. Εν τούτοις ο Μ. Κωνσταντίνος «επιδίωξε συστηματικά να εξασφαλίσει για την πόλη του την συνδρομή όλων των θείων δυνάμεων». Έτσι εκτός από χριστιανικούς ναούς ( Αγία Ειρήνη, Άγιοι Απόστολοι) αφιέρωσε και δύο ναούς σε εθνικές θεότητες, τη Ρέα και τη θεά Τύχη. Συνεχίζει όμως η κα Αθανασιάδη: « Σε τόπους όπως η Αθήνα και οι Δελφοί, κανόνας είναι, ότι τα μεταγενέστερα στρώματα έχουν καταστραφεί από τους ίδιους τους αρχαιολόγους στην προσπάθειά τους να φτάσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο κλασικό υπόστρωμα». Τις παρατηρούμενες καταστροφές αποδίδουν οι αρχαιολόγοι στους σεισμούς , τις βαρβαρικές επιδρομές (4ος-6ος αιώνας) και την εγκατάλειψη. Τα αρχαία μνημεία των Αθηνών και των Δελφών έμειναν απείραχτα από τους χριστιανούς. Η μετατροπή τους σε χριστιανικές εκκλησίες δείχνει περίτρανα τη συνείδηση της ιστορικής συνέχειας, όσο και αν αυτό δεν ικανοποιεί τους σημερινούς αρχαιολάτρες. Όπως συνηθίζω να λέγω, Πατέρες όπως οι Τρεις Ιεράρχες, όχι μόνο Έλληνες ήταν, αλλά και φορείς υψηλής ελληνικής παιδείας. Δεν ήταν επήλυδες που ενέσκηψαν στον ελληνικό χώρο, για να «θύσουν και απολέσουν», αλλά Έλληνες, που γνώριζαν να αποτιμούν αντικειμενικά τα πράγματα, έξω από φανατισμούς και εξαλλοσύνες. Τα κριτήριά τους ήταν πνευματικά. Γνώριζαν την ειδωλική πλάνη, αλλά δεν ήταν ικανοί για βιαιότητες.

Την συνείδηση της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων- Χριστιανών, πο δεν απέρριψαν τον πολιτισμό των προγόνων τους, αλλά μόνον την θρησκεία τους - η οποία δεν ήταν παρά νοσταλγία της εν Χριστώ αληθείας, όπως επεσήμανε ήδη ο Απόστολος Παύλος στον Άρειο Πάγο των Αθηνών(3)- υποστηρίζει και η κα Αθανασιάδη: « Οι εκκλησίες και τα παρεκκλήσια, που βρέθηκαν σπαρμένα γύρω και μέσα από το τέμενος του Απόλλωνα (στους Δελφούς), υπογραμμίζουν την συνέχιση της θρησκευτικής παράδοσης του τόπου». Όπως άλλωστε θρησκειολόγοι και λαογράφοι έχουν παραδεχθεί, αν «ξυπνούσε» σήμερα ένας αρχαίος Έλληνας και βρισκόταν σε ένα χριστιανικό πανηγύρι, δεν θα ένιωθε ξένος στο περιβάλλον. Είναι Δε χαρακτηριστικό, ότι πολλοί σήμερα επικριτές της ορθοδόξου λαϊκής θρησκευτικότητας, κυρίως της ελληνικής, σ' αυτό το επιχείρημα καταφεύγουν, λησμονώντας ότι η ελληνική θρησκευτικότητα παρέμεινε ακέραιη, άλλαξε όμως ο προσανατολισμός της. Άλλωστε, η ελληνική πολυθεϊα δεν ήταν, κατά πολλούς θρησκειολόγους (π.χ. Λ. Φιλιππίδης), παρά θεοποιητική υποστασιοποίηση των ιδιοτήτων της μιας θεότητος. «Ο βανδαλισμός ιερών αντικειμένων (από Χριστιανούς Έλληνες) ήταν πράξη σπάνια στην Ελλάδα», δέχεται η κα Αθανασιάδη. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν μεμονωμένες. «Η γενική εντύπωση από την Ελλάδα είναι ότι η φθίνουσα αρχαία πίστη ενέπνεε στους νεοφώτιστους χριστιανούς, παρά την δομική μισαλλοδοξία της θρησκείας τους, σεβασμό και συχνά κάποια συγκίνηση». Ακόμη και ο όχι και τόσο ανεξίθρησκος Κωνστάντιος(337-361) «δεν φαίνεται να πείραξε ναούς», αλλά και «οι καλλιεργημένοι Χριστιανοί του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος αντιμετώπισαν τα αρχαία ιερά ως έργα τέχνης και όχι ως κατοικία δαιμόνων».

Οι φανατικοί, βέβαια, δεν έλειπαν - όπως σε κάθε εποχή -, αλλά οι προτροπές τους για καταστροφή , κατά κανόνα, έπεφταν στο κενό. Ως την εποχή του Ιουστινιανού εισέρεαν αρχαία εθνικά μνημεία στην Κωνσταντινούπολη. Μόνο εκεί, που δεν υπήρχε «επαφή με την αστική παιδεία του ελληνορωμαϊκού κόσμου», εκτός δηλαδή του ιστορικού ελληνικού χώρου, και όπου «η παραδοσιακή θρησκεία είχε ισχυρές ρίζες», παρατηρείτε φανατισμός και γίνονται καταστροφές. Αυτό συνέβαινε περισσότερο στην Ανατολή (Συρία - Φοινίκη - Παλαιστίνη). Η κα Αθανασιάδη όμως ερμηνεύει με τα επιστημονικά κριτήριά της τις συμπεριφορές και σε περιοχές, όπως η Συρία: «...Εδώ δεν έχουμε μια αμιγή περίπτωση θρησκευτικού φανατισμού, αλλά ένα ξέσπασμα κοινωνικού και φυλετικού μίσους, ένα υποσυνείδητο εθνικό κίνημα με αμφίεση βέβαια, θρησκευτική». Και αυτό στηρίζεται σε έρευνες διαφόρων ειδικών. Με αυτό το κριτήριο μπορούν να ερμηνευθούν και μεταγενέστερες συμπεριφορές, χωρίς βέβαια, να αγνοούνται και οι προκλήσεις των εθνικών ομάδων. Όπου δεν κυριαρχούν προκλήσεις(προβοκάτσιες), οι συμπεριφορές μένουν ανεξέλεγκτες.

Σκόπιμα βέβαια εκμεταλλευθήκαμε καθ' υπερβολήν την έρευνα της εκλεκτής συναδέλφου, διότι προσφέρει σημαντικές δυνατότητες για την ερμηνεία και κατανόηση πραγμάτων, που η κακοπιστία, κακεντρέχεια, αλλά και ανθελληνική σκοπιμότητα των ξένων κέντρων συστηματικά παρερμηνεύει.

Τα πορίσματα της κας Αθανασιάδη μου επιβεβαίωσε σε μια σπουδαιότατη για μένα, επικοινωνία μας (19-07-2000) και ο γνωστός αρχαιολόγος και αείμνηστος φίλος Άγγελος Χωρέμης, ερμηνεύοντας την περίπτωση του Μ. Θεοδοδίου. Κατά την γραπτή του δήλωση, « το διάταγμα του Θεοδοσίου του Μεγάλου (191-193 μ.χ.) αναφέρει απαγόρευση λατρείας σε αρχαία ιερά και την είσοδο στους ναούς, δεν εντέλλεται όμως την καταστροφή τους. Άλλωστε δεν φαίνεται ανασκαφικά τουλάχιστον τέτοια καταστροφή. Τα μεγάλα κέντρα της αρχαίας λατρείας, εκείνα ακριβώς που θα έπρεπε λογικά να υποστούν την μεγαλύτερη καταστροφή, όπως οι Δελφοί, η Ολυμπία, η Δωδώνη, τα ιερά των Αθηνών κ.α. δεν φαίνεται ανασκαφικά τουλάχιστον να έπαθαν ζημιές από ανθρώπινο χέρι στα τέλη του 4ου αιώνα. Εξάλλου, πολλοί ναοί της αρχαίας λατρείας σώθηκαν ως τις μέρες μας σχεδόν ανέπαφοι, κυρίως στην κάτω Ιταλία και την Σικελία, όπου επίσης βασίλευε ο Μ. Θεοδόσιος, αλλά και στην κυρίως Ελλάδα, όπως το συγκρότημα της Ακροπόλεως των Αθηνών, ο ναός του Ηφαίστου (Θησείον) και ο ναός του Ιλισσού». Μάλιστα στον Θεοδοσιανό Κώδικα (XVI 10,25) «επιτρέπεται στους Χριστιανούς να μετατρέπουν τους αρχαίους ναούς σε χριστιανικούς» και γι' αυτό δεν καταστράφηκαν, αλλά σώθηκαν αυτούσιοι (βλ. τον αρχαίο ναό κάτων από τον ανηγερένο από την Αγία Ελάνη τον δ' αιώνα ναό της Παναγίας της Καταπολιανής ή Εκατονταπυλιανής στην Πάρο που ανεκάλυψε ο μεγάλος αρχαιολόγος Α. Ορλάνδος). Κατά τον επιφανή βυζαντινολόγο Διονύσιο Ζακυνθηνό η διάταξη αυτή έγινε ακριβώς , για να σωθούν οι ναοί. «Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμμία κρατική πολιτική, που να ενθαρρύνει την καταστροφή αρχαίων ιερών». «Αυτό που πράγματι έγινε, είναι καταστροφές και ακρότητες σε τοπικό επίπεδο, από φανατικούς εκκλησιαστικούς και πολιτικούς παράγοντες, κυρίως εναντίον αγαλμάτων αρχαίων θεοτήτων με συνηθέστερο το φαινόμενο της ρινοκοπής και καταστροφής των προσώπων. (Δεν πρέπει πάντως να θεωρούμε ότι κάθε κατεστραμένο άγαλμα μαρτυρεί και χριστιανικό βανδαλισμό. Πολλά κατεστράφησαν από άλλες αιτίες και πάρα πολλά μεταφέρθησαν στην Κωνσταντινούπολη, για τον στολισμό της καινούργιας πρωτεύουσας). Οι άνθρωποι αυτοί εξαγρίωναν τον όχλο, πράγμα όχι δύσκολο, αν σκεφτούμε ότι, μόλις 75-80 χρόνια χώριζαν την εποχή αυτή από τους φοβερούς διωγμούς των Διοκλητιανού και Γαλερίου (311) και 55-60 χρόνια από τον ηπιώτερο διωγμό του Λικίνιου (320-324). Τον εξαγριωμένο αυτό όχλο εξαπέλυαν να κάψει και να καταστρέψει ο,τιδήποτε εθνικό εύρισκε μπροστά του. Αυτό όμως ουδέποτε υπήρξε πολιτική του Μ. Θεοδοσίου και, όπως θα δούμε, όταν έγινε, προσπάθησε να το σταματήσει και να το θεραπεύσει». Και συμπληρώνει ο Άγγελος Χωρέμης: «Στην πορεία προς την νέα θρησκεία, υπάρχει αναμφισβήτητα κάποια πίεση εκ μέρους των Χριστιανών, αλλά όχι κρατικά κατευθυνόμενη βία. Δεν μαρτυρούνται διωγμοί σαν αυτούς που είχαν υποστεί οι ίδιοι οι Χριστιανοί μερικές δεκαετίες πριν, ούτε βίαιοι εκχριστιανισμοί, όπως έγιναν τον καιρό του Καρλομάγνου, της ισπανικής reconquista κ.α. Μαρτυρούνται ακρότητες,συχνά άγριες, αλλά πάντα περιορισμένες τοπικά και χρονικά. Το περίεργο δεν είναι πως έγιναν αγριότητες, το περίεργο είναι πως έγιναν τόσες λίγες μετά από τα μαρτύρια, που είχαν υποστεί οι Χριστιανοί». Εκδηλώσεις, λοιπόν, φανατισμού μεμονωμένων προσώπων παρατηρούνται - και κατά τον Άγγελο Χωρέμη - στο πνεύμα της «revanche», αυτό όμως ουδέποτε υπήρξε πολιτική του Μεγάλου Θεοδοσίου, για να μείνουμε σε ένα τόσο παρεξηγημένο στο σημείο αυτό αυτοκράτορα.

Σώζεται «Λιβανίου του Αντιοχέως λόγος προς Θεοδόσιον τον βασιλέα, Υπέρ των Ιερών» (αρ.30). Ο μεγάλος ρητοροδιδάσκαλος (314-393), επιφανής εκπρόσωπος της φθινούσης ελληνικής αρχαιότητας, διδάσκαλος του ιερού Χρυσοστόμου, έγραψε το 386 το κείμενο αυτό, απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α' (379-395) και παραπονούμενος για την στάση των φανατικών μοναχών (της Αντιόχειας) έναντι των εθνικών ναών (τεμένων).

Για την κατανόηση της στάσης τυ Λιβανίου έναντι του Χριστιανισμού, ας σημειωθεί, ότι ήταν συνεπής οπαδός της ειδωλολατρείας, θυσίαζε στις θεότητες της και μετερχόταν την μαντεία. Είχε μυηθεί εξάλλου σε διάφορα εθνικά μυστήρια. Ο ι. Χρυσόστομος τον ονομάζει «πάντων δεισιδεμονέστατον» (ευσεβέστατον) (4). Πίστευσε στην προσπάθεια του αυτοκράτορα Ιουλιανού και στην ανάσταση του ειδωλολατρικού κόσμου, μολονότι κατά την νεότητά του έδειξε τάσεις φιλοχριστιανικές. Τον επηρέασε όμως ο Ιουλιανός, όπως και αυτός επηρεάστηκε από τον Λιβάνιο, του οποίου μελετούσε τα έργα και έγινε έμμεσα μαθητής του.(5)

Ο λαμπρός γνώστης της αρχαιότητας Άγγελος Χωρέμης σχολιάζει το κείμενο του Λιβανίου με τον ακόλουθο τρόπο: «Ο λόγος του Λιβανίου ‘Υπέρ των ιερών' δεν γράφτηκε λόγω ακροτήτων, που έγιναν εις εφαρμογήν του διατάγματος κατά της αρχαίας θρησκείας. Το διάταγμα εξεδόθη το 391 και το κείμενο του Λιβανίου γράφτηκε το 386, δηλ. πέντε ολόκληρα χρόνια νωρίτερα με άλλη ευκαιρία(6). Ο Θεοδόσιος διόρισε ύπαρχο Ανατολής κάποιον συμπατριώτη και φίλο του, τον Ίβηρα Μάτερνο Κηνύγιο. Ο άνθρωπος αυτός ήταν φανατικός θρησκόληπτος και έξαλλος. Υποκίνησε πράγματι τον όχλο, επικεφαλής του οποίου ήταν φανατικοί καλόγεροι, και άρχισαν να καταστρέφουν τα αρχαία ιερά, στην αρχή κυρίως τα μικρά (και απροστάτευτα) ιερά της υπαίθρου και εν συνεχεία άρχισαν να μπαίνουν και να καταστρέφουν ιερά και μέσα στις πόλεις. Τότε ο Λιβάνιος γράφει τον περίφημο και ωραιότατο λόγο του «Υπέρ των Ιερών». (Η αντίδραση του θρησκόληπτου Θεοδοσίου ήταν να απαγορεύσει την είσοδο των μοναχών μέσα στις πόλεις, προστατεύοντας έτσι τα εθνικά ιερά των άστεων και όταν σε λίγο πέθανε ο Μάτερνος Κηνύγιος τοποθέτησε ως ύπαρχο Ανατολής τον σώφρονα εθνικό Ευτόλμιο Τατιανό, ο οποίος κατάφερε να ηρεμήσει τα πράγματα και να φέρει την καταλλαγή.

Όλα αυτά μαρτυρούν ότι ουδέποτε υπήρξε επίσημη πολιτική του Θεοδοσίου η καταστροφή του αρχαίου κόσμου και μάλιστα με την μορφή των ακραίων βανδαλισμών, όπως λέγεται συνήθως. Μαρτυρούν επίσης το κύρος που είχε ο Λιβάνιος στον θεωρούμενο θρησκόληπτο βασιλέα, κύρος που φάνηκε και όταν με δύο ακόμη λόγους του, τους «Προς Θεοδόσιον τον Βασιλέα περί της στάσεως» και Προς Θεοδόσιον τον Βασιλέα επί ταις διαλλαγαίς», κατόρθωσε να σώσει την Αντιόχεια, η οποία είχε στασιάσει. Σ' αυτήν την προσπάθεια είχε και την συνεπικουρία του επισκόπου Αντιοχείας Φλαβιανού, του οποίου τον λόγο φαίνεται ότι είχε γράψει ένας νεαρός Χριστιανός κληρικός, μαθητής του Λιβανίου, ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι και συνεργασία με χριστιανούς είχε ο Λιβάνιος, όταν κοινοί στόχοι το επέβαλλαν».

Θα επιχειρήσουμε ένα σχόλιο στην υπογραμμιζόμενη, με επιστημονική ευσυνειδησία, από αείμνηστο φίλο, συνεργασία του Λιβανίου με Χριστιανούς. Οι άνθρωποι εκείνοι ζούσαν τα πράγματα μέσα στη φυσικότητά τους και όχι στο τεχνητό κλίμα αντιπαλότητας, που δημιουργούν οι φανατικοί (εκατέρωθεν) των ημερών μας. Μήπως σ' όλη την μακρά διάρκεια του Βυζαντίου/Ρωμανίας δεν έλαβαν χώρα παρόμοιες συνεργασίες και συνυπάρξεις; Η χαρακτηριστικότερη μάλιστα, ήταν η συνεργασία των δύο ιδεολογικά αντιπάλων, που η αντίθεσή τους σκόπιμα και τεχνητά υπερτονίζεται σήμερα, του Οικουμενικού Πατριάρχου Γεννάδιου β' του Σχολαρίου και του σοφού υποστηρικτού της αρχαίας θρησκείας Γεωργίου Πλήθωνος-Γεμιστού. Ο τελευταίος δεν δίστασε να συμμετάσχει στην σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), ως μέλος της ορθόδοξης αντιπροσωπείας, για να βοηθήσει την Ορθόδοξη Εκκλησία στις τραγικές εκείνες στιγμές γι' αυτήν και το γένος. Εκεί έδωσε μάχη, με τις επιστημονικές του γνώσεις, υπέρ της Ορθοδοξίας (απέδειξε την νοθεία ενός χειρογράφου που παρουσίαζαν οι Λατίνοι) και μαζί με τον πρωταγωνιστή της Ορθοδοξίας Άγιο Μάρκο Ευγενικό (1444), δεν υπέγραψε την Ένωση με τον Παπισμό. Παρά τις διαφορετικές ιδεολογικές-πνευματικές προϋποθέσεις τους και οι δύο θεωρούσαν την ένωση ως υποταγή στον Παπισμό και επιζήμια για τι Γένος/Εθνος. Αλλά έτσι σκέπτονται όσοι αγαπούν το ΄Εθνος. Οι σημερινοί Νεοπαγανιστές, σχεδόν κατά κανόνα δεν αγαπούν το Έθνος και τον Ελληνισμό, παρά τα  λεγόμενά τους, διότι πολεμώντας την Ορθοδοξία, που είναι πια αδιαίρετα ενωμένη με την ελληνικότητα, κατεργάζονται την διάλυσή του.

 Για το θέμα της καταστροφής αρχαίων μνημείων από «Χριστιανούς» παράλληλα με τα συμπεράσματα της κας Αθανασιάδη είναι και εκείνα του αρχαιολόγου Gerasimos Pagoulatow, "The Destruction and conversion of ancient temples o Christian Churches during fourth, fifth and sixth centuries",Θεολογία τ.ΞΕ' (1964), σς152-170 . Είναι Δε χαρακτηριστικό, ότι και στο περιοδικό «Δαυλός» (αρ.138/Ιούνιος 1993,σς.8022/23) σημειώνεται: «Όλοι σχεδόν οι καταστροφείς αρχαίων ελληνικών μνημείων είναι Χριστιανοί εξ Ιουδαίων, δηλαδή Εβραίοι. Οι Χριστιανοί ξ εθνικών, δηλαδή οι Έλληνες, σπάνια μετείχαν σε διωγμούς Ελλήνων».

Σημασία Δε έχει, ότι και ο γνωστός εικονοκλάστης, αλλά σπουδαίος ιστορικός ερευνητής και συστηματικός παρουσιαστής της «αρνητικής πλευράς» Κυριάκος Σιμόπουλος, ενώ μιλά για τις «αποτρόπαιες βαρβαρότητες των Χριστιανών» (σ. 112 ε.ε) στα αρχαία μνημεία, δεν παραλείπει να παρεμβάλει και κεφάλαιο με τον τίτλο: «Ο βυζαντινός άνθρωπος συντηρεί με ευλάβεια την παράδοση της αρχαίας ελληνικής τέχνης» (σ. 208 ε.ε.)(7).

Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από το παραπάνω βιβλίο του Κυριάκου Σιμόπουλου: « Είναι ιστορικά τεκμηριωμένο ότι υπήρξε μία παιδευτική και συναισθηματική συνέχεια του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στο Βυζάντιο, όχι μόνο από την διανόηση αλλά και από τον λαϊκό άνθρωπο, ενίοτε και από την εξουσία. Ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Θόδωρος Δούκας Λάσκαρις (1254-1258), κατά την επίσκεψή του στην Πέργαμο, νοιώθει συγκίνηση μπροστά στα λείψανα των αρχαίων μνημείων και έργων τέχνης κι εκφράζει ενθουσιασμό και ευλάβεια για τα μεγαλουργήματα των προγόνων. Έχει συνείδηση τι σημαίνει Δύση ύστερα από την εισβολή των στυροφόρων και τον χαλασμό της Πόλης [...].

Ο πρώτος αυτοκράτορας - ο Κωνσταντίνος - φιλοδοξεί να εξομοιώσει τη ‘βασιλεύουσα' με την Ρώμη. Και σπεύδει να την διακοσμήσει με έργα τέχνης, συνεχίζοντας την ρωμαϊκή παράδοση της αρπαγής. Μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολή πολυάριθμα αγάλματα, χάλκινα ιδίως, κίονες, κ.α. (8) από τις κυριότερες πόλεις του ανατολικού, αλλά και του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας - από την Αθήνα, το Αιγαίο, την Ιωνία, την Κύπρο, την Κρήτη, τη Ρώμη, τη Σικελία κ.α.(9) ...(σς. 209-20).

Ο Κωνσταντίνος θα αξιοποιήσει την ελληνική πολιτιστική παράδοση για την προσωπική του αίγλη, ταυτίζοντας το χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα που έστησε πάνω στην περίφημη πορφυρή κολώνα της Αγοράς, τον «κυκλοτερή πορφυρούν κίονα» (10), με το αυτοκρατορικό του μεγαλείο. Στην κεφαλή του αγάλματος, που αφιέρωσε στον εαυτό του, προσέθεσε ακτινωτά ήλους «από τον σταυρό του Χριστού», για να λάμπει σαν τον ήλιο...(σ. 211) (11).

Η παραδοσιακή επομένως αισθητική και η πανάρχαιη λαϊκή ποιλιτιστική παιδεία δεν είχε σβήσει , παρά τους βανδαλισμούς των πρώτων χριστιανών εναντίον των κλασσικών μνημείων. Και δεν θα σβήσει ποτέ στον ελληνικό κόσμο. Έτσι εξηγείται η διατήρηση ανέπαφων τόσων γλυπτών στην Κωνσταντινούπολη ως την επιδρομή των Δυτικών Βαρβάρων. Απώλειες σημειώθηκαν μόνο από σεισμούς, πυρκαγιές και εσωτερικές ταραχές - λαϊκές εξεγέρσεις, συγκρούσεις και καταστολές. Οι Χριστιανοί της πρωτεύουσας θαύμαζαν τα αγάλματα που στόλιζαν την πόλη τους...(σς.212-213)

Οι βυζαντινοί διανοούμενοι - ακόμα και θεολόγοι- έχουν βαθειά γνώση της αρχαίας τέχνης και εκφράζουν χωρίς επιφυλάξεις τον απεριόριστο θαυμασμό τους. Συχνότατες στους βυζαντινούς αιώνες οι αναγωγές στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τους επιφανείς δημιουργούς του και οι συγκρίσεις της βυζαντινής εικονογραφίας με την κλασσική ζωγραφική που αποκαλύπτουν κοινά οι παράλληλα καλλιτεχνικά ιδεώδη...(σς. 226-227)»

 

Αγαπητοί Σύνεδροι,
Το κείμενό μου δεν επεδίωξε να πρωτοτυπήσει, αλλά να αποδείξει, μέσω της έρευνας διακεκριμένων αρχαιολόγων, την αντιεπιστημονικότητα του νεοειδωλολατρικού φανατισμού και των γενικεύσεών του σε ένα θέμα, που έχει κεντρική θέση στην αντιχριστιανική πολεμική του. Οι αυθεντικοί Χριστιανοί, και μάλιστα οι Έλληνες, ετίμησαν την τέχνη των προγόνων τους και κληρονόμησαν το καλλιτεχνικό  πνεύμα τους, για να προχωρήσουν στην δική του - καθαρά ελληνική - καλλιτεχνική δημιουργία.

Σημειώσεις:

1) 318, όχι «Κατά Ελήνων», ο τίτλος αυτός είναι μεταγενέστερος και προσετέθη απ' τους εκδότες.
  
2) Περιοδικό ΕΛΛΗΝΙΚΑ, τ.44, Θεσσαλονίκη 1994, σς. 31-50
3) Πραξ.17,23. Ο Απόστολος Παύλος δεν καταστρέφει ή διαστρέφει την ελληνική θρησκευτικότητα, αλλά την στρέφει προς τον αναμενόμενο Αληθινό Θεό.

4) ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, εις νεωτέραν χηρεύσασαν, 1

5) Βλ. το άρθρο του ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ στη ΘΗΕ, τ.8, 1960, στ. 294-299 με βιβλιογραφία

6) P. Petit, "Sur la date du ‘pro Templis' de Libanius", en Byzantion XXX (1951), fasc Ι. 285-310

 7) Βλ. το βιβλίο του: Η λεηλασία και η καταδρομή των Ελληνικών Αρχαιοτήτων, Αθήνα 1997.


8) « πάντα Δε τα χαλκουργεύματα και τα ξόανα εκ διαφόρων ναών και πόλεων αθροίσας έστησεν αυτά εις διακόσμησιν της πόλεως, ομοίως Δε και τους κίονας των περιπάτων» Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, εκδ. Preger τ. Β', 145

 9) «Ότι από Ρώμης πολλά ενεχθέντα είδωλα έστησαν εν τω Ιπποδρόμω εξαίρετα Δε εξήκοντα, εν οις και είκοσι του Αυγούστου. Από Δε Νικομηδείας στήλαι πολλαί ήκασιν. Ομοίως Δε από Αθηνών και Κυζίκου και Καισαρείας και Τράλλης και Σάρδης και Μωκησού και από Σεβαστείας και Σατάλων και Χαλδείας και Αντιοχείας της μεγάλης και Κύπρου και από Κρήτης και Ρόδου και Χίου και Ατταλείας και Σμύρνης και Σελευκείας και από Τυάνων και Ικονίου και Βιθυνών Νικαίας και από Σικελίας και από πασών των πόλεων ανατολής και δύσεως ήκασι διαφοροι στήλαι παρά του μεγάλου Κωνσταντίνου». Γ. ΚΩΔΙΝΟΣ, Παρεκβολαί εκ της βίβλου του Χρονικού περί των πατρίων της Κωνσταντινουπόλεως, εκδ. Βόννης 1843, σ. 53. Η λέξη «στήλη» σημαίνει άγαλμα. « Ολόχρυσον την στήλην σου στήσουν εις το παλάτιν» Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, στ.1172.

10) Κατά τον ΓΕΩΡΓΙΟ ΚΕΔΡΗΝΟ «πορφυρούς κίων» στήθηκε το 320, κατά το Πασχάλιον Χρονικόν το 328. Το άγαλμα του Απόλλωνα είχε αφαιρεθεί, κατά τον Βυζαντινό χρονογράφο Μιχαήλ Γλύκα, από την Ηλιούπολη της Φρυγίας. Τον ομώνυμο ναό έκλεισε ο Κωνσταντίνος (ΕΥΣΕΒΙΟΣ, Εις τον βίον Κωνσταντίνου Βασιλέως, Γ' 55-56). Κατά τον Μανουήλ Χρυσολωρά στην κορυφή του «πορφυρού κίονος» είχε αρχικά τοποθετηθεί σταυρός. Γράφει « περί του αίροντος τον σταυρόν πορφυρού κίονος, επί της αυλής του μεγάλου Κωνσταντίνου βασιλείων αυτού πηξαμένου και ιδρυμένου, πάντας μεν ανδριάντας πάσας Δε στήλας νικώντος» (Του λογιωτάτου Μανουήλ Χρυσολωρά επιστολή προς τον Ιωάννην βασιλέα εν ή συγκρισις της παλαιάς και νέας Ρώμης).

11) «Δίκην Ηλίου έστησεν αυτήν εις το όνομα αυτού θήσας εν τη κεφαλή ήλους εκ των του χριστού δίκην ακτίνων ως Ήλιος τοις πολίταις εκλάμπων» Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, τ. Β', 174,45. Κατά τον ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΡΟΔΙΟ, το άγαλμα ήταν επιχρυσωμένο, «χρυσώ καταυγάζοντα». Στίχοι Κωνσταντίνου Ασηκρίτη του Ροδίου, σ. 69.
Φαινόμενα Νεοειδωλολατρίας
Δωδεκαθεϊσμός
Υποτίμηση Παλαιάς Διαθήκης
Ολυμπιακοί Αγώνες
Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου
Θεσσαλονίκη 25-27 Μαΐου 2003

Τετάρτη, Μαρτίου 01, 2017

Η άγαμη μητέρα στα μάτια ενός Πατερικά Ορθοδόξου


π. Γεώργιος Μεταλληνός
ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΙ
Φωτο από εδώ
 
Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στον «Σύλλογο Προστασίας Αγέννητου Παιδιού»για την σύγκληση αυτής της Ημερίδας στα δεκάχρονά του, αλλά και για την επιτυχή επιλογή της διπλής θεματικής της, που η μία πλευρά συμπληρώνει αποτελεσματικά την άλλη. Ευχαριστώ και για την τιμητική σας πρόσκληση να συμπεριληφθώ στην ομάδα των εκλεκτών ομιλητών σας. Θα επιχειρήσω μια σύντομη ποιμαντική προσέγγιση της «άγαμης μητέρας», που είναι στο επίκεντρο της προβληματικής μας, επιδιώκοντας κάποιες πνευ­ματικές, αλλά και κοινωνικές, ως εκκλησιαστικές, ψηλαφήσεις του θέματος και χαράσσοντας ένα πλαί­σιο δυναμοποίησης των προσπαθειών του Συλλόγου στα όρια της ελληνορθόδοξου παραδόσεως. Θα μου ε­πιτραπεί όμως πρώτα μία σημασιολογική οριοθέτηση.

Ο τίτλος της εισηγήσεώς μου με τον όρο «πατερικά Ορθοδόξου» διαφοροποιεί τον τυπικά Ορθόδοξο Χριστιανό, απλώς λόγω της βαπτίσεώς του (πα­λαιότερα λέγαμε: χριστιανός της ταυτότητας), από τον αυθεντικά χριστιανό-Ορθόδοξο, αυτόν που μετέ­χει στην εν Χριστώ ζωή ορθόδοξα, μέσα στο πνεύμα δηλαδή και την πράξη των Αγίων μας, που γνήσια εν­σαρκώνουν και εκφράζουν την Ορθοδοξία. Αν σε κοινωνικά θέματα, όπως η «άγαμη μητέρα», παρατη­ρούνται συμπεριφορές ανάρμοστες και στην δική μας χριστιανική κοινωνία, αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι μιλούμε για Ορθοδόξους, που όμως μόνον επιφανειακή, τυπική και συμβατική σχέση έχουν με την Ορθοδοξία. 
 
Ο λόγος μας αφορά την αθέλητα άγαμη μητέρα, που κατά κανόνα είναι θύμα, πρώτα της αστοργίας και απάνθρωπης στάσης απέναντί της του πατέρα του παιδιού της, αλλά στην συνέχεια και της κοινωνίας, που, μολονότι χαρακτηρίζεται χριστιανική, την περι­βάλλει συχνά με σκληρότητα και περιφρόνηση. Το νόθο χριστιανικό κοινωνικό, ακόμη δε και το οικογε­νειακό περιβάλλον, την απαξιώνει, κατά κανόνα, και την ωθεί στο έγκλημα της έκτρωσης. Προϋπόθεση της αρνητικής και απορριπτικής αυτής συμπεριφοράς απέναντι στην «άγαμη μητέρα», ήδη από το στάδιο της εγκυμοσύνης, είναι προφανώς μια αντιχριστιανι­κή νοοτροπία, ηθικιστικού και φαρισαϊκού χαρακτή­ρα, που κρίνει υποκριτικά και εγωκεντρικά. 

Η οικογένεια ιδίως σ' αυτή την περίπτωση προσπαθεί να δια­σώσει το δικό της κοινωνικό κύρος, εξαρτώμενη πολύ σοβαρά από την γνώμη μιας κοινωνίας όχι μόνο απο-χριστιανοποιημένης, αλλά και απάνθρωπης: Ενώ η α­νοικτή σκέψη και κυρίως η ευρύχωρη καρδιά του Χριστού και των Αγίων μας «συγχωρεί» -αυτό σημαίνει: κάνει τόπο για να χωρέσουν και όλοι οι άλ­λοι, δίκαιοι και αμαρτωλοί- η στενή ηθικιστική και φαρισαϊκή συνείδησή μας κάνει διακρίσεις και κρί­σεις, πάντοτε αποβλέποντας στο δικό μας κοινωνικό κύρος και την διάσωση της αξιοπρέπειας μας, αδιαφο­ρώντας για τον Άλλο, που μπορεί να είναι το ίδιο το παιδί μας. 
 
Η «άνευ ετέρου» όμως απόρριψη της «άγαμης μη­τέρας» παραγνωρίζει το γεγονός, ότι αυτή, παρά τον κλονισμό, που προκαλεί η εγκατάλειψη της από τον «άπιστο» (χωρίς εμπιστοσύνη, δηλαδή) σύντροφο, έ­χοντας συναίσθηση τι σημαίνει η άμβλωση πνευματι­κά και ανθρωπολογικά, πέρα από τους σωματικούς κινδύνους, που περικλείει, πιστή στο μητρικό ένστι­κτο, αποφασίζει να σώσει το παιδί της, την ζωή δηλα­δή, που φυτεύθηκε στα σπλάγχνα της, σεβόμενη την αξία του ανθρώπου και θυσιαζόμενη γι' αυτήν. Σ' αυ­τή την κρίσιμη στιγμή της μεγάλης απόφασης όμως χρειάζεται την βοήθεια και ενίσχυση του περιβάλλον­τός της, το οποίο σχεδόν κατά κανόνα -δυστυχώς- δεν την θέλει μόνο εγκαταλελειμμένη, αλλά και στιγ­ματισμένη. Πολλές εκτρώσεις γίνονται, επειδή η άγα­μη μητέρα δεν αντέχει την κοινωνική κατακραυγή, ό­ταν μάλιστα θα φέρει στον κόσμο το παιδί της και πα­ράλληλα δεν έχει τις οικονομικές δυνατότητες να αντιμετωπίσει την εγκυμοσύνη και όλα τα συνδεόμενα με αυτήν προβλήματα. 

Η «άγαμη μητέρα» θέτει, έτσι, την κοινωνία μας προ των ευθυνών της απέναντι της. Ιδιαίτερα δε στην δική μας παραδοσιακή ελληνορθόδοξη κοινωνία ε­λέγχει την συμπεριφορά μας και τις προϋποθέσεις της. Διότι για μια καθαρά χριστιανική (και συνάμα ανθρωπιστική) στάση απέναντι στην εμπερίστατη «άγαμη μητέρα» χρειάζονται κατάλληλες προϋποθέ­σεις, που μπορούν να διαμορφώσουν ανάλογη νοοτρο­πία. Στην θεολογική μας γλώσσα αυτό λέγεται φρόνη­μα, που είναι το περιεχόμενο της συνειδήσεως μας. «Τούτο φρονείσθω εν υμίν, ο και εν Χριστώ Ιησού», λέγει ο Απ. Παύλος (Φιλ. 2,5), Η «ολοτελής» (Α' Θεσσ. 5, 23) και καθολική ένταξη του Ορθοδόξου πιστού στην εν Χριστώ κοινωνία, το εκκλησιαστικό σώμα, αποσκοπεί στην συγκρότηση εν Χριστώ συνει­δήσεως, και δεκτικής της Χάριτος του Θεού καρδιάς, ώστε ο πιστός να ζει, να κινείται και να βλέπει τα πάντα, μέσα από το πρίσμα της θεϊκής αγάπης. Αυτό όμως σημαίνει υπέρβαση της άτεγκτης νομιμότητας και του τυφλού ηθικισμού. Είναι, άλλωστε, βασική δι­δασκαλία του Απ. Παύλου, ότι δεν σώζει η τυφλή προσήλωση στον νόμο, έστω και αν δόθηκε από τον Θεό, αλλά η μέσω της τηρήσεως του νόμου, μετοχή στην χάρη του Θεού, για να μεταβληθεί η αγάπη μας σε ανιδιοτελή και φιλάνθρωπη. Αυτή η αγάπη «πάντα στέγει» και «ουδέποτε εκπίπτει», διότι «ου ζητεί τα ε­αυτής» (Α' Κορ. 13, 5-8). Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, περιφρόνηση του θεϊκού νόμου. Αλλά οι εντολές του Θεού, όπως λέγει ο άγιος Μάρκος ο Ερημίτης, «ουχί την αμαρτίαν εκκόπτουσιν, αλλά τους όρους της δο­θείσης ημίν ελευθερίας φυλάττουσιν» (PG 65, 992). 
 
Πέρα από τα «Πρέπει» του ηθικού νόμου, υπάρχει το «Είναι» της ανθρώπινης ύπαρξης, που κατακρεουρ­γείται από την μια πλευρά με την έκτρωση και από την άλλη με την απαξίωση της εγκύου, που έστω και άγαμη, θέλει να «κρατήσει», όπως λέμε, το παιδί της. Η στάση μας, λοιπόν, απέναντι σ' αυτήν την μητέρα και στη ζωή, που φέρει μέσα της, βαρύνει πολύ περισ­σότερο από την δική της «ανομία» και παρέκκλιση. Είναι δε απόλυτα αναγκαίος ο αναβαπτισμός μας στην φιλανθρωπία των Αγίων μας, ιδιαίτερα σήμερα, που τα ριζοσπαστικά νέα ήθη της εσχατολογικής Νέ­ας Εποχής, ένα από τα όποια είναι η ασυδοσία των προγαμιαίων σχέσεων, θα μας οδηγεί όλο και περισ­σότερο σε τέτοιες καταστάσεις, που θα γίνουν γρήγο­ρα ο κανόνας στην κοινωνική και οικογενειακή ζωή μας (πρβλ. την νομοθέτηση των συμβιώσεων, τ. ο.) 
 
Είναι αναγκαίος, συνεπώς, ο σεβασμός όλων μας στην αξία της ζωής και η προστασία της γυναίκας, που κυοφορεί, με οποιεσδήποτε προϋποθέσεις. Αυτό μάλιστα ισχύει και για την άγαμη μητέρα, ακόμη και στην περίπτωση του βιασμού της, και μάλιστα κτηνώ­δους, όπως συνέβη κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974. Άλλο όμως η κτηνωδία και άλλο η ζωή και ο κυοφορούμενος άνθρωπος, που δεν φέρει μόνον τις καταβολές του απαίσιου βιαστού, αλλά και της ίδιας της βιασθείσης μητέρας. Ποιος ξέρει δε τι άνθρωπος θα γεννηθεί, έστω και από αυτή την αδόκη­τη σύλληψη! Σε κάθε περίπτωση ο άνθρωπος δεν παύ­ει να είναι «θεός κεκελευσμένος», κατά τον Μ. Βασί­λειο: άνθρωπος δηλαδή, που έχει μέσα του την εντο­λή και την δυνατότητα να γίνει «θεός κατά χάριν». 

Η καλλιέργεια σ' όλους μας της αγιοπατερικής νοοτροπίας οδηγεί στην αποδοχή της άγαμης μητέρας ως συνανθρώπου εμπερίστατου, που έχει ανάγκη την βοήθεια και προστασία μας. Και υπάρχει πλήθος προ­τύπων συμπεριφορών αυτού του είδους, όπως π.χ. η παραβολή του Καλού Σαμαρείτου (Λουκ. 10, 30-37), που κωδικοποιεί την στάση του ίδιου του Θεανθρώ­που απέναντι σε κάθε άνθρωπο. Ο Χριστός με την δι­ήγηση αυτή διδάσκει πώς μπορεί ο άνθρωπος να γίνει «πλησίον» για τον Άλλον, τον συνάνθρωπό του. Τό­σο στην αρχαιοελληνική, όσο και στην ιουδαϊκή κοι­νωνία «πλησίον» ήταν ο συγγενής, ο ομόφυλος, ο οι­κείος. Ο Χριστός μας όμως προβάλλει ως «πλησίον», πρώτα εκείνον που «ποιεί το έλεος» -δείχνει δηλαδή αγάπη- και όχι τον δεχόμενο την φιλανθρωπία, και δεύτερο αυτός που δέχεται την αγάπη δεν είναι συγγε­νής και ομόφυλος, αλλά ξένος και πρακτικά εχθρός και αντίπαλος, όπως οι Σαμαρείτες απέναντι στους Ιουδαίους. 
 
Ο Σαμαρείτης, κατά τον άγιο Κύριλλο Α­λεξανδρείας, μολονότι «αλλογενής... πεπλήρωκε της αγάπης τον νόμον». Συμπληρώνει δε ο ιερός Χρυσό­στομος: «Ούτω τοίνυν και συ, αν ίδης τινά κακώς πά­σχοντα, μηδέν περιεργάζου λοιπόν. Έχει το δικαίωμα της βοηθείας το κακώς παθείν αυτόν». Και μόνον η κατάσταση του πάσχοντος συνανθρώπου απαιτεί την συμπαράστασή μας. Το ορθό ερώτημα, λοιπόν, δεν εί­ναι «τις εστί μου πλησίον», που έθεσε ο νομικός της παραβολής, αλλά «σε ποιον είμαι εγώ πλησίον». «Πλησίον» γινόμεθα στην άγαμη μητέρα, όταν την αποδεχόμεθα, όπως είναι, «καθώς και ο Χριστός ημάς προσελάβετο» (Ρωμ. 15, 7). 
 
Σημαντική όμως για το θέμα μας είναι και η περι­κοπή του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου με την διήγηση για τον Ιωσήφ, τον «μνήστορα» και προστάτη της Παναγίας και τους δικαιολογημένους λογισμούς του στην περίπτωση της «εκ Πνεύματος Αγίου» εγκυμο­σύνης της, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών και των διαφορών. Ο Ιωσήφ χαρακτηρίζεται «δίκαιος», ευσυνείδητος δηλαδή τη ρητής κατ' αρχάς του Νόμου, που επέβαλλε όμως ποινή θανάτου στους μοιχούς και τις μοιχαλίδες (Λευϊτ. 20, 10) διά λιθοβολισμού (Δευτ. 22, 23). Ο Ιωσήφ όμως, κατά τον Χρυσόστομο, «εφιλανθρωπεύετο από πολλής χρηστότητος... υπέρ τα νο­μικά εντάλματα ζων». Είχε περάσει στην περιοχή της Χάρης, υπερβαίνοντας τον Νόμο. Περιβάλλει, λοι­πόν, με την αγάπη και φιλανθρωπία του την κατά τις ενδείξεις «κλεψίγαμον» Μαρία. Όμως «ου μόνον κολάσαι, αλλ' ουδέ παραδειγματίσαι εβούλετο». Ούτε να την διαπομπεύσει δηλαδή δεν ήθελε. Γιατί; Απαντά ο Χρυσόστομος: «Αλλ' όμως ούτως ην πάθους καθαρός, ως μη θελήσαι μηδέ εν μικροτάτοις λυπήσαι την Παρθένον» (Ήταν τόσο καθαρός από κάθε κακία, που δεν ήθελε στο ελάχιστο να λυπήσει την Παρθένο Μαρία), που ο θεός του εμπιστεύθηκε. Αυτό είναι αγιότητα, Ορθοδοξία! Αν δεν φθάσουμε σ' αυτή την καθαρότη­τα της καρδιάς, δεν είναι δυνατόν αυτή να πληρωθεί από την θεϊκή αγάπη και φιλανθρωπία του Ιωσήφ προς κάθε συνάνθρωπο. 
 
Οι Άγιοί μας, μιμηταί και συνεχιστές του Θεαν­θρώπου στην ιστορία, έχουν επίγνωση της αξίας του ανθρώπου σε οποιαδήποτε στιγμή και κατάσταση της ζωής του. Αρκεί να θυμηθούμε το Μάρκ. 2, 27. Είναι ο λόγος του Χριστού μας, ότι «το Σάββατον διά τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος διά το Σάββατον». Οι θεσμοί, η κοινωνία, τα πάντα υπάρχουν, για να υπηρετούν τον άνθρωπο, πόσο μάλλον, όταν είναι εμπερίστατος, όπως η άγαμη μητέρα. Ο Ορθόδοξος α­διαφορεί για το τι θα πει η χωρίς Χριστό κοινωνία, έ­στω και αν λέγεται χριστιανική, και το μόνο που θέ­λει είναι να συμπαρασταθεί στο θύμα, που λέγεται ά­γαμη μητέρα, και να σώσει την ζωή, που αυτή κυοφο­ρεί. Χίλια εξώγαμα είναι αγιότερα από μία έκτρωση, που είναι ψυχρός φόνος! Μπορούμε, συνεπώς να καταλάβουμε αυτό, που είπε ένας πατέρας στην κόρη του, μόλις μπήκε στην εφηβεία: 
«Παιδί μου, της είπε. Μπορεί να έχεις περιπέτειες στη ζωή σου και να βρε­θείς κάποια στιγμή έγκυος, πριν ακόμη φθάσεις στον γάμο. Σε παρακαλώ, αν συμβεί κάτι τέτοιο, εγώ θα το αναλάβω. Έκτρωση όμως μην κάνεις ποτέ στην ζωή σου!». 
Το αληθινό κύρος μας είναι να σώσουμε μια ζωή και όχι να την θυσιάσουμε στον Μολώχ του εγω­κεντρισμού μας... 
 
Αν δεν μιλήσουμε έτσι στα παιδιά μας, δεν θα α­ποβάλουν τον φόβο για την οικογενειακή εγκατάλει­ψη σε περίπτωση εξώγαμης εγκυμοσύνης και την κοι­νωνική κατακραυγή. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει με κανένα τρόπο ενθάρρυνση των λεγομένων ελευθέρων σχέσεων, του πανσεξουαλισμού και της ηθικής ασυδο­σίας της εποχής μας. Αλλά την θωράκιση της γυναίκας-θυγατέρας μας, με την υπόσχεση της συμπαράστα­σής μας σε περίπτωση θυματοποιήσεώς της από κά­ποιον ανάξιο άνδρα. Δεν πρέπει δε, να λησμονούμε, ότι οφείλουμε αυτή την στάση απέναντι στις θυγατέρες μας, διότι σχεδόν πάντοτε είναι θύματα και της απου­σίας αγωγής στην ίδια την οικογένεια. Οι πτώσεις των παιδιών μας είναι κατά κανόνα, η συνέπεια της α­διαφορίας μας για την εν Χριστώ διαπαιδαγώγησή τους, ώστε να μάθουν να αγωνίζονται και να ανθί­στανται στους πειρασμούς. Σε πρόσφατη ανακοίνωση μου σε συνέδριο για το δημογραφικό, ετόνισα ιδιαίτε­ρα, ότι η πολυτεκνία μόνη της δεν σώζει, αν δεν συνδέεται και με την ορθή αγωγή, που οδηγεί στην «καλλιτεκνία». Δεν σώζει ο αριθμός των παιδιών, αλλά η εν Χριστώ ανατροφή τους. Η κατάλληλη ανα­τροφή είναι η πρόληψη του κακού (κατά το: «κάλλιον το προλαμβάνειν ή το θεραπεύειν») και η εμφύσηση πνεύματος αυτοσεβασμού και αυτοσυγκράτησης στα παιδιά μας, ιδιαίτερα στις θυγατέρες μας. Παράλληλα όμως έμπνευση σεβασμού του ανθρώπου και ως εμ­βρύου, ώστε σε περίπτωση έκτος γάμου εγκυμοσύνης να αποφευχθεί η έκτρωση με κάθε τρόπο. 
Εύχομαι στον Σύλλογο να τα εκατοστήσει! 
 
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη

Τρίτη, Φεβρουαρίου 14, 2017

Ορθόδοξη σεξουαλική αγωγή – Π. Γεωργίου Μεταλληνού.



Επίμονα προβάλλεται σήμερα η ανάγκη για «σεξουαλική αγωγή» των παιδιών μας, στο πλαίσιο μάλιστα της σχολικής τους παιδείας. Όπως σε πολλούς άλλους τομείς της ζωής μας μάθαμε να ακολουθούμε τυφλά την «πολιτισμένη» Δύση, έτσι και στο θέμα αυτό. Ο φόβος μας είναι πάντα να μην υστερήσουμε απέναντί της. Γι’ αυτό αντιγράφουμε πάντα πρόθυμα τον προβληματισμό και τις μεθόδους της. Επόμενο, λοιπόν, να θεωρούμε απαραίτητο ο «διαφωτισμός» να προχωρήσει και στην προβληματολογία του «γενετησίου ενστίκτου». Βέβαια, το τι διδάσκει η Δύση σχετικά με το ζήτημα αυτό, δεν φαίνεται να θεωρείται πρωταρχικής σημασίας. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Δύση – και μεις μαζί της, αφού είμαστε κομμάτι της – κλυδωνίζεται σε μια λαίλαπα πανσεξουαλισμού.
Ο «φροϋδισμός» έχει καταστεί κυρίαρχη ιδεολογία στην εποχή μας. Η προτεραιότητα δίνεται στο σεξουαλικό ένστικτο και στην κτηνώδη ορμή. Το ανθρώπινο σώμα κατήντησε υποτιμημένη αξία και αντικείμενο-όργανο ηδονής. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα διαμορφώνεται το περιεχόμενο της «σεξουαλικής» διαφώτισης του ευρωπαίου ανθρώπου. Έρχεται όμως από τα βάθη των αιώνων η φωνή του ουρανοβάμονα και θεόπτη Απ. Παύλου να μας παρουσιάσει την «σεξουαλική αγωγή», όπως (πρέπει να) διδάσκεται στο Σώμα του Χριστού, στο «σχολείο» της Εκκλησίας. Παραθέτουμε το σχετικό κείμενό του:
Το σώμα, ναός του Αγίου Πνεύματος
(Α’ Κορ. 6:12-20)
«Αδελφοί, πάντα μοι έξεστιν, αλλ’ ου πάντα συμφέρει• πάντα μοι έξεστιν, αλλ’ ουκ εγώ εξουσιασθήσομαι υπό τινος. Τα βρώματα τη κοιλία, και η κοιλία τοις βρώμασιν• ο δε Θεός και ταύτην και ταύτα καταργήσει. Το δε σώμα ου τη πορνεία, αλλά τω Κυρίω, και ο Κύριος τω σώματι• ο δε Θεός και τον Κύριον ήγειρε και ημάς εξεγερεί δια της δυνάμεως αυτού. Ουκ οίδατε ότι τα σώματα υμών μέλη Χριστού εστιν; Άρας ουν τα μέλη του Χριστού ποιήσω πόρνης μέλη; Μη γένοιτο! Ή ουκ οίδατε ότι ο κολλώμενος τη πόρνη εν σώμα εστιν; «Έσονται» γαρ, φησίν, «οι δύο εις σάρκα μίαν». Ο δε κολλώμενος τω Κυρίω εν πνεύμά εστι. Φεύγετε την πορνείαν. Παν αμάρτημα ο εάν ποιήση άνθρωπος εκτός του σώματος εστιν, ο δε πορνεύων εις το ίδιον σώμα αμαρτάνει. Ή ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστιν, ου έχετε από Θεού, και ουκ εστέ εαυτών; Ηγοράσθητε γαρ τιμής. Δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινά εστι του Θεού.»
Απόδοση: Όλα μου επιτρέπονται, αλλά δεν συμφέρουν όλα. Όλα μου επιτρέπονται, αλλά εγώ δεν θα αφήσω τον εαυτό μου να εξουσιασθεί από τίποτα. Τα φαγητά είναι για την κοιλιά, και η κοιλιά για τα φαγητά• ο Θεός θα καταργήσει και αυτήν και εκείνα. Αλλά το σώμα δεν είναι για την πορνεία• είναι για τον Κύριο και ο Κύριος για το σώμα. Ο δε Θεός και τον Κύριο ανέστησε και εμάς θα αναστήσει δια της δυνάμεως Του. Δεν ξέρετε ότι τα σώματά σας είναι μέλη του Χριστού; Να πάρω λοιπόν τα μέλη του Χριστού και να τα κάνω μέλη πόρνης; Μη γένοιτο. Δεν ξέρετε ότι εκείνος που προσκολλάται στην πόρνη είναι ένα σώμα μ’ αυτήν; Γιατί θα γίνουν, λέγει, οι δύο μία σάρκα. Εκείνος δε που προσκολλάται στον Κύριο είναι ένα πνεύμα μ’ Αυτόν. Αποφεύγετε την πορνεία. Κάθε άλλο αμάρτημα που κάνει ο άνθρωπος είναι έξω από το σώμα, εκείνος όμως που πορνεύει, αμαρτάνει προς το ίδιο του το σώμα. Ή δεν ξέρετε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος που είναι μέσα σας και το οποίο έχετε από το Θεό, κι ότι δεν ανήκετε στους εαυτούς σας; Έχετε αγορασθεί αντί τιμήματος. Δοξάστε λοιπόν το Θεό με το σώμα σας και το πνεύμα σας, τα οποία ανήκουν στο Θεό.)
Η ρίζα του προβλήματος
Η απάντηση του Παύλου αρχίζει περίεργα, αλλ’ όχι ανεξήγητα, από την κοιλιοδουλεία. Γιατί οι «σαρκικές επαναστάσεις» έχουν ως βασική τους αιτία την γαστριμαργία. Από αυτήν γεννιέται το πάθος της πορνείας. Και ως «πορνεία» νοεί ο Απόστολος, και μαζί του οι Άγιοι Πατέρες μας, όχι φυσικά μόνο τη σαρκική σχέση με κάποια πόρνη, αλλά κάθε χρήση του γενετησίου ενστίκτου για σκοπούς έξω από το θέλημα του Θεού, που είναι η δημιουργία οικογένειας. «Το σώμα του Χριστιανού δεν επλάσθη δια να τρυφά και εκ της τρυφής να πίπτη εις την πορνείαν, αλλ’ επλάσθη δια να ενωθή με τον Κύριον, Ος τις είναι η κεφαλή του» (άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης). Η νηστεία και η χαλιναγώγηση του σώματος, ουσιαστικά στοιχεία της Ορθόδοξης ασκητικής, αυτόν ακριβώς τον στόχο έχουν: να αποφευχθεί η «θεοποίηση» της κοιλίας (Φιλιππ. 3:19), ώστε να μην υποθάλπωνται τα σαρκικά πάθη, που έχουν ως κύρια αιτία την ευζωία και κοιλιοδουλεία/ «Τι δε σαρκός ευπαθούσης, και νεότητι περιφερομένης, αφρονέστερον;» – θα πει ο Μ. Βασίλειος.
Η διδασκαλία του Απ. Παύλου διαρθρώνεται κατά τον ακόλουθο τρόπο:
α’) Πόσοι δεν βλέπουν το σώμα τους ως όργανο ηδονής; Όχι, λέγει ο Παύλος. Το σώμα είναι δημιούργημα του Θεού και δεν πλάσθηκε για τις πορνικές σχέσεις, αλλά για να θεωθεί μαζί με την ψυχή, που είναι άρρηκτα δεμένη μαζί του. Θα αναστηθεί μαζί με την ψυχή, για να ζήσει αιώνια, ή στη «δόξα» του Θεού ή στην θέασή της ως «καυστικού πυρός» (πρβλ. Εβρ. 12:29), που είναι η κόλαση. Γι’ αυτό δέχεται το σώμα μας τη χάρη του Θεού, ώστε να μεταβάλλεται σε «ναό του εν ημίν Αγίου Πνεύματος», αφού βέβαια καθαρισθεί πρώτα από τα πάθη του ο άνθρωπος. Πορεία δόξας είναι η ζωή του πιστού μέσα στο Σώμα του Χριστού. Να, λοιπόν, γιατί είναι πτώση και συντριβή η (οποιαδήποτε) πορνεία. Εκτροχιάζει το σώμα μας, αλλά και όλο τον άνθρωπο από τον αιώνιο προορισμό του.
β’) Τα σώματά μας με το βάπτισμα γίνονται μέλη του Χριστού. Όταν λοιπόν χρησιμοποιούμε τα μέλη του σώματός μας, για να διαπράξουμε οποιοδήποτε κακό, χρησιμοποιούμε μέλη του Χριστού για τη διάπραξη της αμαρτίας μας. Έτσι, κάνουμε τα «μέλη του Χριστού» να αμαρτάνουν. Υπάρχει χειρότερο και φοβερότερο από αυτό; Αν λ.χ. φονεύσω κάποιον, με το χέρι του Χριστού τον φονεύω. Όταν βρίζω κάποιον, με το στόμα του Χριστού τον βρίζω. Όταν αδικώ τους γύρω μου, με το χέρι του Χριστού τους αδικώ. Και όταν πορνεύω, με τα μέλη του Χριστού πορνεύω. Αυτή είναι η τραγικότητα και αφροσύνη της «πορνείας»! Αποσπώ τα μέλη μου από το σώμα του Χριστού, και τα καταδικάζω σε θάνατο, καθιστώντας τα όργανα της αμαρτίας μου. Μέσα στον αληθινά εκκλησιαστικό γάμο, με το μυστήριο , την πίστη και τη σωφροσύνη του, το ζευγάρι εντάσσει στη χάρη του Θεού και τη σωματική του σχέση, που γίνεται «δια της τεκνογονίας» μέσο σωτηρίας. Έξω από το μυστήριο και τη χάρη του Θεού (και αυτό συμβαίνει σε κάθε άλλο είδος «γάμου») η σωματική σχέση παύει να είναι κοινωνία εν Χριστώ, και γίνεται σχέση σαρκική, δηλαδή πορνεία, αποκοπή από το Σώμα του Χριστού, θάνατος.
γ’) Η ουσία της «πορνείας» παρουσιάζεται από τον Απόστολο και από μια άλλη οπτική γωνία. «Δικό μου είναι το σώμα και το κάνω ό,τι θέλω»! Αυτή είναι η πρόχειρη επιχειρηματολογία μας. Όχι, απαντά ο Παύλος. Δεν είναι δικό σας τίποτε, συνεπώς ούτε και το σώμα σας. Δεν ανήκετε στον εαυτό σας. Και ως δημιουργήματα του Θεού, αλλά και για ένα εξ ίσου σπουδαίο λόγο. Σας εξαγόρασε ο Χριστός με ατίμητο Τίμημα, το πανάγιο αίμα Του. Είμαστε «εξαγορασμένοι σκλάβοι», κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Δεν είναι δικά μας, λοιπόν τα σώματά μας, αλλά του Χριστού. Περισσότερο δε από κάθε άλλη αμαρτία η πορνεία μολύνει όλο μας το σώμα, σαρκικά και πνευματικά, και ισοδυναμεί με αυτοκτονία.
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, γιατί με τόση αγωνία φωνάζει ο Παύλος; Φεύγετε (τρέξτε να σωθείτε από) την πορνεία! Τη βλέπει να καταδιώκει απειλητικά τον άνθρωπο: Καμμιά αμαρτία δεν μας κυνηγά τόσο, όσο η σαρκική, γιατί είναι ριζωμένη μέσα μας. Παρατηρεί ο Άγ. Γρηγόριος Νύσσης: «… Όταν μορφή πορνική τοξεύη, νώτα διδόναι (να τρέπεσαι σε φυγή)… Κατατοξεύει γαρ κατ’ οφθαλμών η πορνεία, έστι δε των άλλων πονηρευμάτων φοβερώτερον»!
Αναγκαία προϋπόθεση
Γίνεται, λοιπόν, φανερό, ότι η «σεξουαλική αγωγή» στο χώρο της Ορθοδοξίας δεν είναι παρά θεολογία του ανθρώπινου σώματος, μέρος της Ορθόδοξης ανθρωπολογίας. Δεν πρόκειται, συνεπώς, για μια «επιστημονική» ανάλυση και περιγραφή της σωματικής λειτουργίας ή για ηθικοκοινωνική καθοδήγηση, αλλά για θεώρηση του ανθρώπου, μέσα από το πρίσμα της θείας αποκαλύψεως. Μια τέτοια αντίληψη, άρα, για τον άνθρωπο και το σώμα του, δεν «διδάσκεται» θεωρητικά, ούτε, πολύ περισσότερο, επιβάλλεται! Εμπνέεται μονάχα στα πλαίσια της εν Χριστώ ζωής και του πνευματικού αγώνα της Ορθοδοξίας. Ο Χριστιανός νέος μαθαίνει κοντά στον Γέροντα-Πνευματικό του να ζει εν Χριστώ, με προσευχή και άσκηση, αγώνα και εγκράτεια, γνωρίζοντας ότι ο στόχος του είναι ο εν Χριστώ δοξασμός του σώματος και της ψυχής του. Αν δεν ισχύει η προϋπόθεση αυτή, δεν είναι περίεργο η διδασκαλία του Απ. Παύλου να απορρίπτεται σαν μύθος.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Το σώμα του Χριστού και ο κήπος των τέρψεων»
Εκδόσεις «ΕΓΡΗΓΟΡΣΗ»)

Τρίτη, Ιανουαρίου 17, 2017

Ἡ παιδεία τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν τῆς ἑλληνικῆς καὶ τῆς ὀρθόδοξης κληρονομιᾶς, εἶναι ἡ παιδεία ποὺ χρειάζεται ἡ Εὐρώπη σήμερα, γιὰ νὰ ξαναβρεῖ τὰ ὑπαρκτικὰ καὶ πνευματικὰ θεμέλιά της

Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, 
Ὁμοτίμου καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

1. Ἡ ἀποκτηθεῖσα ἐμπειρία ἀπὸ τὴν προενταξιακὴ διαδικασία (ἀπὸ τὸ 1958) καὶ τὴν μετέπειτα ἔνταξή μας στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη, ὁδήγησε σὲ κάποιες ἀξιωματικὲς ἀρχές, ὡς σταθερές τῆς πορείας μας μέσα σ' αὐτήν. Ἡ πρώτη ἀρχὴ εἶναι, ὅτι τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ἡ Εὐρώπη, ὅπως δὲν ὑπῆρξε ποτὲ πρόβλημα κάθε ἀναγκαστικὸς ἀναπροσανατολισμὸς τῆς ἐθνικῆς μας πολιτικῆς σ' ὅλη τὴν ἱστορική μας διάρκεια. Τὸ πρόβλημα εἴμαστε ἐμεῖς, ἡ δική μας...
δηλαδὴ παρουσία μέσα στὴν Εὐρώπη. Ἡ δεύτερη ἀρχὴ εἶναι, ὅτι τὸ πρόβλημα τῆς Εὐρώπης δὲν εἶναι πρώτιστα πολιτικὸ ἢ οἰκονομικό, ἀλλὰ πνευματικὸ καὶ πολιτιστικό. Διότι τὸ ἀμείλικτο ἐρώτημα εἶναι, ποιὸν ἄνθρωπο καὶ ποιὰ κοινωνία μπορεῖ νὰ παραγάγει ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη, καὶ τελικὰ ποιὸν πολιτισμό.

Εἶναι πράγματι γεγονός, ὅτι μέσα στὴν νέα μεγάλη μας Πατρίδα κρίνεται ἡ ταυτότητά μας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἱστορική μας συνέχεια καὶ συνεπῶς ἡ ἱστορικὴ (μὲ ὅ,τι σημαίνει αὐτὸ) ἐπιβίωσή μας. Ἡ ἀποτίμηση ὅμως τῆς Εὐρώπης, ὡς μητέρας τοῦ Δυτικοῦ Κόσμου, εἶναι θέμα προοπτικῆς. Ὑπάρχουν δύο προοπτικές: ἡ ἑλληνορθόδοξη καὶ ἡ οὐνιτίζουσα τῶν εὐρωπαϊστῶν μας. Οἱ πρῶτοι διαπιστώνουν στὸν πολιτισμὸ διαφοροποιήσεις καὶ ἀποστασιοποίηση. Οἱ δεύτεροι, συμπτώσεις καὶ ταύτιση. Τὸ tertium comparationis, τὸ σημεῖο ἀναφορᾶς, εἶναι ὁ πολιτισμός.

Καὶ εἶναι γνωστό, ὅτι καρδιὰ τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ἡ παιδεία, ὡς καλλιέργεια καὶ διάπλαση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος στὴν συλλογικὴ πραγμάτωσή του παράγει τὸν πολιτισμό, ὡς ὀργάνωση καὶ διευθέτηση τοῦ κοινωνικοῦ χώρου, σύμφωνα μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς ψυχῆς του. Διότι, ὅπως εἶπε ὁ γνωστὸς ἱστορικὸς τῶν πολιτισμῶν καὶ διακεκριμένος διπλωμάτης Arnold Toynbee «ψυχὴ τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ὁ πολιτισμὸς τῆς ψυχῆς»! Ἀκριβῶς τὸ περιεχόμενο τῆς ψυχῆς διαμορφώνεται μὲ τὴν Παιδεία, τὴν ὅλη ἀγωγὴ δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου.


2. Ἡ Εὐρώπη, τῆς προκαρλομάγνειας περιόδου, ξεκίνησε μὲ τρία βασικὰ θεμέλια: τὸν Ρωμαϊκὸ Κρατικὸ φορέα, ποὺ βαθμιαία ἐκχριστιανίσθηκε (ὅσο μπορεῖ νὰ ἐκχριστιανισθεῖ τὸ Κράτος). τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό, μὲ σταθερὸ φορέα του τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. καὶ τὸν Χριστιανισμό, ὡς ἀποστολικοπατερικὴ Ὀρθοδοξία. Οἱ παράγοντες αὐτοί, μὲ τὴν σύνθεσή τους, παρήγαγαν τὸν πολιτισμὸ τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης τῆς πρώτης χιλιετίας. Ἡ Εὐρώπη, στὴν ὁποία ζοῦμε καὶ κινούμεθα σήμερα, προῆλθε ἀπὸ τὴν διαλεκτικὴ διαφόρων ἰδεολογικοφιλοσοφικῶν συστημάτων, ποὺ διαμορφώθηκαν στὸν δυτικὸ μεσαίωνα: 


α) τοῦ σχολαστικισμοῦ, τῆς ἐκφιλοσόφησης καὶ ἐκκοσμίκευσης τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς μετατροπῆς του σὲ σύστημα ἐπιστημονικό. β) τοῦ νομιναλισμοῦ, ποὺ ἐκφράζεται ὡς δυαλισμὸς (φιλοσοφικὰ) καὶ ἀτομισμὸς (ὠφελιμισμὸς) κοινωνικὰ καὶ εἶναι τὸ DΝΑ τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀτομικῆς καὶ συλλογικῆς συνείδησης. γ) τοῦ οὐμανισμοῦ τῆς Ἀναγέννησης καὶ δ) τοῦ διαφωτισμοῦ, τῆς αὐτοθεοποίησης δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ ὅλες τὶς σχετικὲς συνέπειες. Ἀπὸ τὸ «credo, ut intelligam» (πιστεύω, γιὰ νὰ κατανοήσω) τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ἔφθασε ἡ Δυτικὴ Εὐρώπη στὸ «cogito, ergo sum» τοῦ Καρτεσίου, τὴν ἀπολυτοποίηση τῆς διάνοιας καὶ τῆς λογικῆς, ὡς ἀπόλυτου κριτηρίου τῶν ἀνθρωπίνων. Ἡ ὁλοκλήρωση τῆς διαφωτιστικῆς συγκρότησης τῆς Εὐρώπης ἐκφράσθηκε μὲ μία συμβολικὴ πράξη τοῦ Ροβεσπιέρου: Μία κοινὴ γυναίκα τοποθετήθηκε γυμνὴ στὴν «ἁγία Τράπεζα» τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων καὶ λατρεύθηκε ὡς Θεὰ Λογικὴ (Raison).

Ἡ ἑλληνορθόδοξη Ἀνατολὴ καὶ ὡς ἕνα σημεῖο ὅλη ἡ ἀρχαία Ἑνωμένη Εὐρώπη, μὲ ἐντελῶς διαφορετικὲς παιδευτικὲς προϋποθέσεις, ἔφθασαν σὲ ἕναν πολιτισμό, ποὺ βιώνεται ὡς σήμερα στοὺς ὑπαρκτικοὺς θύλακες τῆς παράδοσής μας, κυρίως στὰ μοναστήρια.

3. Θεμελιακὰ συστατικά του ἑνιαίου αὐτοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ εἶναι:
α) Ἡ ἰσορροπία τῶν σχέσεων μὲ τὸν Θεό, τὸν συνάνθρωπο καὶ τὸν ἑαυτό μας, σὲ ἕνα τρισορθογώνιο σύστημα βιωματικῆς ἀναφορᾶς, ποὺ συνιστᾶ τὴν ἀκεραιότητα καὶ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὅπως φαίνεται στὴν περίπτωση τοῦ «Ἁγίου», ποὺ εἶναι τὸ βιοκοινωνικὸ πρότυπο τῆς ὀρθοδοξίας. Οἱ λειτουργικὲς φράσεις «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πάσαν τὴν ζωὴν ἠμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα», ἢ «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἴνα ἐν ὁμονοία ὁμολογήσωμεν. Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα...», εἶναι οἱ συντεταγμένες αὐτῆς τῆς συνείδησης, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ἀνάλογο ἦθος.


β) Ἡ ὑπέρβαση τῆς θρησκείας καὶ τῆς θρησκειοποίησης τῆς πίστεως, ὡς τρόπου ὑπάρξεως καὶ ἀναφορᾶς ὅλου τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεὸ μὲ συνεχῆ ζήτηση τῆς Χάρης Του. Ὄχι φυσικὰ μὲ τὴν θρησκευτικὴ ἔννοια τῆς δοσοληψίας, (do ut des), ἀλλὰ ὡς βίωση καὶ ἔκφραση τῆς συνειδήσεως, ὅτι «ἐν αὐτῶ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμὲν» (Πράξ. 17, 28) καὶ ὅτι «χωρὶς Αὐτοῦ οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰω. 15, 5).

γ) Ἡ προτεραιότητα τῆς καρδιᾶς, ὄχι μόνο ὡς πηγῆς τῶν συναισθημάτων, ἀλλὰ ὡς κέντρου τῆς ὑπάρξεως, στὸ ὁποῖο συντελεῖται ἡ κοινωνία μὲ τὴν θεϊκὴ Χάρη, ποὺ παράγει τὸ Χριστοειδὲς ἦθος. Ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀφετηρία τοῦ ἀγώνα γιὰ τὴν θέωση, τὸν ἀπόλυτο σκοπὸ τῆς ὕπαρξης, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν δυνατότητα σχέσης ἀνιδιοτέλειας μὲ τοὺς συνανθρώπους. Στὸ πανηγύρι ἢ τὸ γλέντι του ὁ Ἕλληνας εὔχεται: «καλὴ καρδιά», ποὺ παραπέμπει στὸν ἀναστάσιμο ὕμνο «ἐν καθαρὰ καρδία Σὲ δοξάζειν». Χωρὶς «καθαρὴ»-«καλὴ»-φιλόθεη δηλαδὴ καὶ φιλάνθρωπη καρδία, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συγκροτηθεῖ αὐθεντικὴ διανθρώπινη κοινωνία. Τὸ πνεῦμα τῆς ἀνιδιοτέλειας ἐκφράζει ἡ μοναδικὴ στὸν κόσμο ἑλληνικὴ παροιμία: «κάμε τὸ καλὸ καὶ ρίξ' το στὸν γυαλό», ποὺ δὲν εἶναι παρὰ νεώτερη ἀπόδοση τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου: «μακάριον ἐστίν διδόναι μᾶλλον ἢ λαμβάνειν» (Πράξ. 20, 25). 


Αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματικὴ μήτρα, ποὺ γεννᾶ στοὺς αἰῶνες τὸ ἑλληνορθόδοξο ὁλοκαύτωμα, ὡς ἑκούσια αὐτοθυσία γιὰ τοὺς ἄλλους. Θερμοπύλες, Ἀλαμάνα, Μανιάκι, Κούγκι, Ζάλογγο, Ἀρκάδι εἶναι ὁριακὲς στιγμὲς τοῦ ἑλληνικοῦ ὁλοκαυτώματος. Αὐθεντικὸς ἄνθρωπος στὴν κοινὴ εὐρωπαϊκὴ παράδοση εἶναι ὁ Ἅγιος, ὁ ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος, τὸ ἀρχετυπικὸ πρότυπο τῆς ἀρχαίας Ἑνωμένης Εὐρώπης. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ζεῖ χαρισματικὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ πρὸ τοῦ πάθους Του: «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἴνα τὶς θῆ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάν. 15, 13).

4.Αὐτὸ τὸ φρόνημα καλλιεργοῦσαν οἱ Ἅγιοι τῆς προσχισματικῆς Εὐρώπης καὶ αὐτὸς ἦταν ὁ καρπὸς τῆς παιδείας καὶ ἀγωγῆς, ποὺ προσφερόταν ἀπὸ τοὺς ἁγίους τῆς Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, μὲ πρωτοπόρους τούς τιμώμενους σήμερα Τρεῖς Ἱεράρχες. Ἡ ἐπιλογὴ καὶ κοινὴ ἑορταστικὴ τιμὴ τους τὴν 30η Ἰανουαρίου ἀπὸ τὸν 11ο αἰώνα, συνιστᾶ ἀναγνώρισή τους ὡς αὐθεντικῶν μαρτύρων τῆς σώζουσας πίστης καὶ προβολέων τῆς γνήσιας ἑλληνοχριστιανικῆς ἀγωγῆς, ἀλλὰ προπάντων τῆς παιδείας τῆς παράδοσής μας. Τὸ ἴδιο νόημα εἶχε καὶ ἡ συνέχιση τῆς σημερινῆς Ἑορτῆς στὰ Ἀνώτατα Πνευματικά μας Ἱδρύματα, ἤδη ἀπὸ τὸ 1826 στὸ πρῶτο ἑλληνικὸ Πανεπιστήμιο, τὴν περίλαμπρη «Ἰόνιο Ἀκαδημία» (Κέρκυρα) καὶ ἀπὸ τὸ 1842 στὸ Πανεπιστήμιο τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ λόγος καὶ ἡ πράξη τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι τὸ παιδευτικὸ καὶ παιδαγωγικὸ Ἐγκόλπιο, ὄχι μόνο τοῦ Ἔθνους μας, ἀλλὰ καὶ συνόλης τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ τιμᾶ ἐξ ἴσου μὲ μᾶς σήμερα τοὺς Μεγάλους αὐτοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους.

5. Τὸ πρόβλημα τῆς παιδείας ἐπικεντρώνεται στὴν νοηματοδότηση τῶν ἀνθρωπίνων καὶ τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι προβάλλεται στὸν λόγο καὶ τὴν ποιμαντικὴ διακονία τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, ποὺ συνοψίζονται στὰ ἀκόλουθα σημεῖα:
α) Δὲν εἶναι ἁπλὴ ἐκπαίδευση, μύηση δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου σὲ μία ἀναπαραγόμενη γνώση, ποὺ τὸν καθιστὰ γρανάζι τῆς κρατικῆς μηχανῆς (ὂν παραγωγικό). Στὴν περίπτωση αὐτὴ τὸ κύριο ἐνδιαφέρον εἶναι γιὰ τὴν τελειοποίηση τῶν μηχανῶν καὶ ΟΧΙ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ χριστιανικὴ παιδεία εἶναι ἀγωγὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ μορφωτικὸ πρότυπο ὄχι τὸν καλὸν καγαθὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν Θεάνθρωπο. Αὐτὸ εἶχε κατὰ νοῦν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅταν ἔλεγε: «Πάντα δεύτερα ἔστω τῆς προνοίας τῶν παίδων» (ΡG 62, 151). Αὐτὴ ἡ παιδεία συνδέεται ἄμεσα πρῶτα μὲ τὸν χῶρο τῆς οἰκογένειας. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες γνώρισαν στὰ πρόσωπα τῶν γονέων τους, καὶ μάλιστα τῶν μητέρων τους, ἀπαράμιλλα πρότυπα ἀγωγῆς. 


Ὁ Μέγας Βασίλειος ὁμολογεῖ, ὅτι ἡ διαμόρφωση τῆς προσωπικότητάς του δὲν ἦταν παρὰ ἐποικοδομῆ στὶς καταβολές, ποὺ ἔθεσαν ἡ μητέρα του Ἐμμέλεια καὶ ἡ γιαγιὰ του Μακρίνα: «ἢν ἐκ παιδός, γράφει, ἔλαβον ἔννοιαν περὶ Θεοῦ παρὰ τῆς μακαρίας μητρός μου καὶ τῆς μάμμης μου Μακρίνης, ταύτην αὐξηθεῖσαν ἔσχον ἐν ἐμαυτῶ» (32, 825). Στὸ σημεῖο αὐτὸ συναντῶνται οἱ Πατέρες μας μὲ τὸν τραγικὸ Εὐριπίδη: «ἂν κρηπὶς μὴ καταβληθῆ γένους ὀρθῶς, ἀνάγκη δυστυχεῖν τοὺς ἐκγόνους» (Ἡρακλῆς μαινόμενος, 1261). Ἡ διαχρονικότητα δὲ αὐτῆς τῆς νοηματοδότησης τῆς παιδείας στὴν ἑλληνικὴ παράδοσή μας φαίνεται ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Πατροκοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ πρὸς τοὺς γονεῖς: «Ἁμαρτάνετε πολὺ νὰ τὰ ἀφήνετε (δηλ. τὰ παιδιὰ σας) ἀγράμματα καὶ τυφλά, καὶ μὴ μόνον φροντίζετε νὰ τοὺς ἀφήνετε πλούτη καὶ ὑποστατικά, καὶ μετὰ τὸν θάνατόν σας νὰ τὰ τρῶν καὶ νὰ σᾶς πισολογοῦν (νὰ σᾶς τὰ ψέλνουν) κι ὄλας. Καλύτερα νὰ τὰ ἀφήνετε πτωχὰ καὶ γραμματισμένα, παρὰ πλούσια καὶ ἀγράμματα»!

β) Ἡ παιδεία συνδέεται ὅμως καὶ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ διδασκάλου. Στὸ σημεῖο αὐτὸ γίνεται ταύτιση ποιμαντικῆς καὶ παιδαγωγίας. Τὸ δυαδικὸ σχῆμα τῆς πνευματικῆς μας παράδοσης: πνευματικὸς πατέρας - πνευματικὸ τέκνο ἐκφράζεται ἐξ ἴσου καὶ μὲ τὴν δυάδα: Διδάσκαλος - Μαθητής. Ναὸς καὶ σχολεῖο στὸν πολιτισμὸ μας βρίσκονται σὲ σχέση ἀμοιβαιότητας καὶ συμπληρωματικότητας, ὡς χῶροι διαποίμανσης καὶ διαμόρφωσης τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ βάρος πέφτει ὅμως στὸ ἦθος καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ διδάσκοντος. «Ὁ γὰρ μὴ ποιῶν καὶ διδάσκων (πρβλ. Ματθ. 6, 19) ἀναξιόπιστος ἐστιν εἰς ὠφέλειαν», κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο (ΡG 30, 497), ὁ ὁποῖος δὲν παραλείπει νὰ διατυπώσει τὸν σκεπτικισμό του γιὰ τοὺς διδασκάλους τῆς ἐποχῆς του: «Πολλῶν μὲν ἀκήκοα λόγων ψυχωφελῶν, πλὴν παρ' οὐδενί (!) τῶν διδασκάλων εὗρον ἀξίαν τῶν λόγων τὴν ἀρετὴν» (ΡG 32, 358).

γ) Εἶναι παιδεία θεοκεντρική. O σκοπὸς τῆς παιδευτικῆς λειτουργίας εἶναι κατὰ τoν Μ. Βασίλειο «ὁμοιωθῆναι Θεῶ κατὰ τo δυνατὸν ἀνθρώπου φύσει. Ὁμοίωσις δὲ οὐκ ἄνευ γνώσεως, ἡ δὲ γνῶσις οὐκ ἐκτὸς διδαγμάτων» (ΡG 32, 69). Σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀναδύεται ἡ προβληματική τῆς στοχοθεσίας τῶν ἐκπαιδευτικῶν προγραμματισμῶν. Ἡ προτεραιότητα τοῦ οἰκονομισμοῦ καὶ μίας ἐνδοκοσμικῆς ἐσχατολογίας, μέσα σὲ χιλιαστικὰ ὁράματα εὐημερίας, ὁδηγεῖ στὸ ἀνθρωποείδωλό του «homo oeconomicus». Ἡ παιδεία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν πρωταρχικὰ ἀποβλέπει στὴν ἐν Χριστῷ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. 


Προεκτείνοντας τὸν λόγο τοῦ Μενάνδρου («ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ἦ») ὁ Χρυσόστομος διακηρύσσει: «ἄνθρωπον γὰρ ἐκεῖνον ἂν καλέσαιμι τὸν τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ διασώζοντα... Τὸ ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Δεσπότου κατακολουθεῖν, τοῦτο ἄνθρωπος» (ΡG 53, 201). Κάθε ἄνθρωπος, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο εἶναι «Θεὸς κεκελευσμένος», ἔχει δηλαδὴ μέσα του τὴν ἐντολὴ νὰ γίνει Θεὸς κατὰ χάρη. Ἡ ἀξία, συνεπῶς, ἡ ἀπαξία τοῦ ἀνθρώπου ὁρίζεται ἀπὸ τὴν σχέση του μὲ τὸν Θεό. «Ψυχῆς δὲ ἀνθρωπίνης οὐδὲν οὕτω τεκμήριον ὡς τῶν θείων ἐρᾶν λογίων» (Ἰω. Χρυσοστόμου, ΡG 51, 113). Σ' αὐτὴ τὴν πραγματικότητα ζοῦμε μόνιμα οἱ Ἕλληνες, ὅταν, ἀξιολογώντας τὸν ἄνθρωπο, διερωτώμεθα «ἂν ἔχει Θεὸ μέσα του» καὶ δὲν εἶναι «ἀθεόφοβος» ἢ «θεομπαίχτης». Κατὰ τὸν Χρυσόστομο, «εἰ τοὺς παίδας ἐπαιδεύομεν φίλους εἶναι τῷ Θεῷ, πάντα ἂν ἀνεπήδησε τὰ λυπηρὰ καὶ μυρίων ἀπηλλάγη κακῶν ὁ βίος ὁ παρὼν» (ΡG 51, 327).

δ) Σκοπὸς τῆς παιδείας δὲν εἶναι ἡ πολυμάθεια, ἀλλὰ ἡ ἐν Χριστῷ μόρφωση τοῦ νέου ἀνθρώπου. Αὐτὸ βέβαια δὲν ὁδηγεῖ στὴν ἀμάθεια. Μὲ τὸ νὰ σᾶς προτρέπω, λέγει ὁ Χρυσόστομος, νὰ διδάσκετε στὰ παιδιὰ σας τὴν Ἁγία Γραφή, «μὴ νομιζέτω μὲ νομοθετεῖν ἀμαθεῖς τούς παίδας γίνεσθαι. Οὐ κωλύων παιδεύειν ταῦτα λέγω, ἀλλὰ κωλύων ἐκείνοις μόνοις προσέχειν» (ΡG 47, 368). Στὸν Πλάτωνα, ἄλλωστε, ἀποδίδεται ὁ παράλληλος λόγος: «ἐπιστήμη χωριζομένη ἀρετῆς, πανουργία οὐ σοφία».

ε) Ἡ παιδεία τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν βοηθεῖ στὴν ἱεράρχηση τῶν ἀνθρωπίνων καὶ τὴν δημιουργία ρεαλιστικῆς φιλοσοφίας ζωῆς. Ἀρχὴ γίνεται μὲ τὴν αὐτογνωσία. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Μικρὸς εἰμὶ καὶ μέγας, ταπεινὸς καὶ ὑψηλός, θνητὸς καὶ ἀθάνατος, ἐπίγειος καὶ οὐράνιος» (ΡG 35, 785). Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν μετοχή του στὸ Ἄκτιστο, γίνεται «μέγας κόσμος ἐν μικρῷ» (ΡG 36, 524). Τότε μόνο ἀκολουθεῖ ἡ εὔστοχη ἱεράρχηση τῶν ἀνθρωπίνων: «Ὑπερορᾶν μὲν σαρκὸς -προτρέπει ὁ Μ. Βασίλειος- παρέρχεται γάρ. ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου» (ΡG 31, 204). Καὶ ὁ Χρυσόστομος συχνὰ ἐπαναλαμβάνει: «Ἀποδημία ὁ παρὼν βίος... ὀδίτης εἰ... Πανδοχεῖον ἐστίν ὁ παρὼν βίος» (ΡG 52, 401). Εἶναι ἡ συνείδηση, ποὺ φθάνει μέχρι τοὺς νεώτερους Πατέρες μας, ὅπως ὁ Πατροκοσμᾶς: «Ἠμεῖς, Χριστιανοί μου, ἔλεγε, δὲν ἔχομεν ἐδῶ πατρίδα. Δία τοῦτο καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔβαλε τὸν νοῦν μας εἰς τὸ ἐπάνω μέρος, διὰ νὰ στοχαζώμεθα πάντοτε τὴν οὐράνιον βασιλείαν, τὴν ἀληθινὴν πατρίδα μας».

ς) Ἡ εὐρύτητα τῆς σκέψης τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν φαίνεται ἀπὸ τὴν θετικὴ ἀξιολόγηση τῆς τεχνικῆς παιδείας, τῆς ὁποίας δέχονται τὴν χρησιμότητα καὶ σπουδαιότητα. Σὲ ἐποχὴ ποὺ οἱ χειρωνακτικὲς τέχνες ὀνομάζονταν «βάναυσοι», θὰ πεῖ ὁ Χρυσόστομος: «Μὴ καταφρονῶμεν τῶν ἀπὸ χειρῶν τρεφομένων, ἀλλὰ μᾶλλον αὐτοὺς μακαρίσωμεν διὰ τοῦτο» (ΡG 51, 193). Προτρέπει μάλιστα, νὰ θαυμάζουμε τὸν λασπωμένο καὶ μουτζουρωμένο ἐργάτη (ΡG 61, 1017). Ἐντροπὴ πρέπει νὰ προκαλοῦν μόνο «οἱ εἰκῆ τρεφόμενοι καὶ ἀργοῦντες», ὅσοι χρησιμοποιοῦν ὑπηρέτες καὶ ζοῦν μὲ τὸν κόπο τῶν ἄλλων (ΡG 61, 47).

ζ) Ἡ παιδεία κατὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες εἶναι ζήτηση τῆς Ἀλήθειας καὶ μύηση σ' αὐτήν. Αὐτὸ σημαίνει καὶ ὁ ἑλληνικὸς ὅρος φιλοσοφία. Ἡ ζητούμενη δὲ σοφία εἶναι κατ' αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς ἔνσαρκη Παναλήθεια. Ἡ ἐπιστήμη θεραπεύεται ὡς λειτουργία ψηλάφησης τῶν θείων ἐνεργειῶν μέσα στὴν Κτίση. Οἱ τέχνες ἀσκοῦνται ὡς πραγμάτωση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀλληλοδιακονία. Ἡ ζήτηση τῆς Ἀλήθειας (φιλοσοφία), ἡ ἀγάπη γιὰ τὸ ὡραῖο (φίλο-καλία), ἡ θεραπεία τοῦ δικαίου, ἀστασίαστα συστατικά τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, καταφάσκονται ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο, ποὺ κατεῖχε σὲ ὑπέρτατο βαθμὸ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες στὴν ἐποχὴ του (ΡG 31, 389-392. 416).

η) Ὁ ἀπώτερος ὅμως σκοπὸς τῆς παιδείας εἶναι κατὰ τοὺς Πατέρες μας ἡ ὁλοτελὴς ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στὸ συλλογικὸ-κοινωνικὸ σῶμα. Εἶναι, συνεπῶς, παιδεία κοινωνική, ἀνατρεπτικὴ κάθε πραγματικῆς ἢ ὑποθετικῆς σύγκρουσης προσώπου καὶ κοινωνίας. Ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι ὁ ὀργανωτὴς τοῦ κοινοβίου, ὡς συνέχειας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν «κοινῶν», τὰ ὁποία ἐθαύμαζε («αἰδεσθῶμεν τὰ τῶν Ἑλλήνων κοινά», ἔλεγε).
Ἡ παιδεία ποὺ ἐνσάρκωσαν καὶ ὑπηρέτησαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες θεμελιώνει καὶ ὑποστασιώνει ἕνα πολιτισμό, ποὺ βρίσκεται στὰ πνευματικοκοινωνικὰ θεμέλια τῆς ἀρχαίας Εὐρώπης. Τὸ ἐρώτημα ὅμως, ποὺ προκύπτει εἶναι, ποιὰ σχέση ἔχει ἡ σημερινὴ Εὐρώπη, σ' ὅλο τὸ φάσμα της, μὲ τὴν πολιτιστικὴ αὐτὴ παράδοση. Φοβοῦμαι ὅτι, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι διασώζουμε ἀκόμη ἁπτὰ ἴχνη αὐτοῦ τοῦ ἤθους, στὸν δυτικὸ κόσμο ἡ Παιδεία αὐτὴ ἔχει πιὰ χαθεῖ.

6. Ἡ Εὐρώπη, σχεδὸν στὸ σύνολό της, ἔχει χάσει τὸν Θεὸ τῶν πατέρων της. Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ πρόβλημα τῆς Εὐρώπης. Ἐντασσόμενος μέσα σὲ δικανικὰ καὶ φιλοσοφικὰ σχήματα, ἔγινε ἀγνώριστος. Μετὰ τὴν ἔξωση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν κόσμο (Deismus), ἔφθασε ὁ δυτικὸς κόσμος τὸν 20ο αἰώνα στὴν «θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ» (τοῦ νεκροῦ Θεοῦ), ἑνὸς Θεοῦ ποὺ δὲν ἔχει πιὰ σχέση μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο. Μαζὶ ὅμως μὲ τὸν Θεὸ χάθηκε καὶ ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ δυνατότητα σύμπηξης ἀδελφικῆς κοινωνίας, παρὰ τὴν καύχηση γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης, ποὺ καταντᾶ ἐπιστημοπληξία. Διότι, ὅπως παρατήρησε ὁ Μακρυγιάννης: «Αὐτεῖνοι ( = οἱ Εὐρωπαῖοι) εἶναι ἄνθρωποι χωρὶς ἠθικὴ καὶ πίστη, καὶ κρίμα στὰ φῶτα τους. ὅτι ὁ ἄνθρωπος κάνει τὰ φῶτα καὶ ὄχι τὰ φῶτα τὸν ἄνθρωπο»!

Ὅπως εὐστοχότατα ἔχει ἐπισημάνει καὶ ὁ μακαριστὸς π. Ἰουστίνος Πόποβιτς, Σέρβος ὀρθόδοξος Θεολόγος καὶ πρώην Καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Βελιγραδίου: «Ἰδοὺ εἰς τί μετεβάλλετο καὶ τελικῶς μετεβλήθη ἀπὸ τὴν Ἀναγέννησιν ἕως σήμερον ἡ Εὐρώπη. εἰς ἐργαστήριον ρομπότ. Τὸ δὲ ρομπὸτ εἶναι ὁ ἀθλιώτερος τύπος ἀνθρώπου. Ὅστις ἔχει ὀφθαλμοὺς διὰ νὰ βλέπη, ἂς ἴδη. δὲν ὑπῆρξεν ἐπὶ τοῦ πλανήτου ἀθλιώτερος, ἀσχημότερος καὶ ἀπανθρωπότερος ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ εὐρωπαϊκὸ ρομπότ... Ἄνθρωπος χωρὶς Θεὸ καὶ χωρὶς ψυχήν... Ἀφοῦ ἐφόνευσε τὸν Θεὸν καὶ τὴν ψυχὴν μέσα του ὁ τύπος κάθε εὐρωπαίου ἀνθρώπου... βαθμηδὸν αὐτοκτονεῖ. Διότι ἡ αὐτοκτονία εἶναι ὁ ἀναπόφευκτος ἀκόλουθος τῆς Θεοκτονίας». Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς διεκτραγωδήθηκε ἀπὸ τὸν μεγάλο Charly Chaplin, ὡς ὁ «ἀνθρωπάκος τοῦ ἐργοστασίου» στὴν πρωτοποριακὴ ταινία τοῦ «Modern Times» (Μοντέρνοι καιροί). Μετὰ τὴν αὐτοϋποδούλωσή του στὴν τεχνολογία του ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος, αὐτοϋποδουλώνεται σήμερα καὶ στὴν ἐπιστήμη του (λ.χ. τὴν Βιοτεχνολογία ἢ τὴν Γενετικὴ Μηχανική).

Ἔτσι ὅμως φθάσαμε στὸν «ἀνθρωπισμὸ» τῆς Pax Americana καὶ τοῦ ΝΑΤΟ καὶ τὴν «ἀνθρωπιστικὴ βοήθεια» τῶν Νεοεποχιτῶν. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος, ποὺ πέρασε ἀπὸ τὴν φραγκικὴ φεουδαρχία, τὴν κρατικοποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ, τὴν Ἱερὰ Ἐξέταση, τοὺς Σταυροφόρους, τὸν Ναπολέοντα, τὸν Χίτλερ καὶ τὸν Στάλιν. Εἶναι τὸ παράγωγο μίας παιδείας, ποὺ ἔχασε τὴν πνευματικὴ λειτουργία τῆς καθαρῆς καρδιᾶς, δίνοντας ἀπόλυτη προτεραιότητα στὸν κατ' ἐπίφαση «ὀρθὸ λόγο» (τὴν Raison), ποὺ παρουσιάζει τὴν σχιζοφρένεια νὰ διανοεῖται μὲν βαθυστόχαστα ἢ νὰ δημιουργεῖ στὴν Τέχνη, ἀλλὰ παράλληλα νὰ κατεργάζεται τὴν ἐξόντωση ἀθώων, ὅπως συνέβαινε μὲ τοὺς χιτλερικοὺς στρατιωτικοὺς-καλλιτέχνες καὶ ὅπως συμβαίνει σήμερα μὲ τὶς ληστρικὲς ἐπεμβάσεις στὸ Κόσοβο, τὸ Ἀφγανιστᾶν, τὸ Ἰρὰκ καὶ ὅπου ἀλλοῦ.

7. Τὰ συστατικά τῆς ἀγωγῆς τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, ποὺ συνοπτικὰ ἐξεθέσαμε παραπάνω, ἦταν κοινὴ κληρονομιὰ Ἀνατολῆς καὶ Δύσης τὴν πρώτη χιλιετία. Ἡ Ἀνατολὴ ἐπὶ αἰῶνες ἦταν ἡ πνευματικὴ μητέρα καὶ τροφοδότρια τῆς δυτικῆς εὐρωπαϊκῆς κοινωνίας (ex Oriente lux). Μὲ τὴν ἀρχὴ ὅμως τῆς «μετακένωσης» τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ μάθαμε στοὺς τελευταίους αἰῶνες νὰ θαυμάζουμε τὰ «φῶτα τῆς Εὐρώπης» (ex Occidente lux). Ἡ μανία τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ, μάλιστα, μᾶς μετέβαλε σὲ ἀξιοθρήνητους οὐραγούς τῆς Εὐρώπης, ὄχι μόνο πολιτικὰ καὶ στρατιωτικά, ἀλλὰ καὶ πνευματικὰ καὶ πολιτιστικά.

Ἡ παιδεία, συνεπῶς, τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, ποὺ σώζει τὴν πεμπτουσία τῆς ἑλληνικῆς καὶ τῆς ὀρθόδοξης κληρονομιᾶς, εἶναι ἡ παιδεία, ποὺ χρειάζεται ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη σήμερα, γιὰ νὰ ξαναβρεῖ τὰ ὑπαρκτικὰ καὶ πνευματικὰ θεμέλιά της. Ὁ νομπελίστας τοῦ 2002 Ἴμρε Κέρτες, ὁ συγγραφέας τοῦ «μυθιστορήματος ἑνὸς ἀνθρώπου δίχως πεπρωμένο», ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐπέζησε ἀπὸ τὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως τῶν Ναζί, ἀλλὰ πιστεύει ὅτι τραγωδίες σὰν αὐτὲς τοῦ ὁλοκαυτώματος καὶ τῶν γκουλὰκ μποροῦν νὰ ἐπαναληφθοῦν, ὑπεστήριξε πρόσφατα ὅτι «πρέπει νὰ δημιουργήσουμε νέες ἀξίες, ἕνα νέο σύστημα, γιὰ νὰ ὑπερασπιστοῦμε τὴν Εὐρώπη καὶ τὶς εὐρωπαϊκὲς ἰδέες (ἐφημ. «Ἐλευθεροτυπία» 9.1.2008). Ἡ σκέψη ὅμως ὅτι εὐρωπαϊκὲς ἰδεολογικὲς συλλήψεις ἦταν καὶ οἱ τραγωδίες, ποὺ αὐτὸς δίκαια καταδικάζει, μὲ κάνει νὰ πιστεύω, ὅτι αὐτὸ ποὺ χρειάζεται σήμερα ἡ Εὐρώπη, δὲν εἶναι νέες ἰδέες, ἀλλὰ ἐπανανακάλυψη τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ της, μὲ βάση τὴν παλαιὰ πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ ἑνότητά της.

Τὸ κρίσιμο ὅμως ἐρώτημα εἶναι, ἂν χωρᾶ σήμερα ἡ παιδευτικὴ πρόταση τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὸ ἀξιολογικὸ σύστημα τοῦ ἑνωμένου εὐρωπαϊκοῦ χώρου. Διότι ὑπάρχουν δύο οὐσιαστικὲς παρακωλύσεις, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὶς ὁμάδες, ποὺ ἐξουσιάζουν τὴν Εὐρώπη καὶ κατευθύνουν τὴν παιδεία, ἀλλὰ καὶ σύνολη τὴ ζωή της:


Α) Εἶναι οἱ Εὐρωπαῖοι φορεῖς τοῦ καρλομάγνειου ἐπεκτατικοῦ καὶ ἐξουσιαστικοῦ πνεύματος καὶ τῆς σχετικῆς μὲ αὐτὸ νοοτροπίας. Ἀπὸ τὰ εὐρωπαϊκὰ κείμενα, ποὺ ἀναφέρονται σὲ θέματα παιδείας, διαπιστώνεται ἡ ἐπιδίωξη βαθμιαίας καθολικῆς ἐνιαιοποίησης, γιὰ τὴν δημιουργία ἑνιαίας εὐρωπαϊκῆς πολιτικῆς, πολιτισμικῆς καὶ ἱστορικῆς συνείδησης. Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὰ ὑποστηριζόμενα ἀπὸ τὸν ἐκφραστὴ τῆς Νέας Ἐποχῆς καθηγητὴ Samuel Hantington καὶ τὴν κυρίαρχη θέση γιὰ νέα ἀνάγνωση, κατανόηση καὶ γραφὴ τῆς Ἱστορίας. (Ἐδῶ ἀκριβῶς ἀνήκει καὶ ὁ βαθύτερος προβληματισμὸς τοῦ διαβόητου ἐγχειριδίου τῆς ΣΤ' Δημοτικοῦ). Ἡ πολιτιστικὴ πρόταση, συνεπῶς, τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸν πολιτισμὸ τῆς ἀρχαίας Εὐρώπης, δὲν γίνεται εὐχάριστα δεκτή, διότι ἀναιρεῖ καὶ ἀνατρέπει αὐτόχρημα ὅλες τὶς εὐρωπαϊκὲς πραγματώσεις κατὰ τὴν β' χιλιετία. Γι' αὐτὸ ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Ἀνατολῆς μόνον ὡς οὐνιτίζουσα γίνεται δεκτὴ στὸν διαχριστιανικὸ Διάλογο μὲ τὴν «Δύση», πρόθυμη δηλαδὴ νὰ ἀναγνωρίσει τὸν δυτικὸ πολιτισμὸ σ' ὅλο τὸ φάσμα του καὶ νὰ ὑποταχθεῖ σ' αὐτόν, αὐτοαναιρούμενη φυσικά. 


Ὁ προβληματισμὸς αὐτὸς δὲν εἶναι θεωρητικός, ὅπως δείχνουν τὰ ἴδια τὰ πράγματα. Τὸ 1996 τέθηκε τὸ θέμα δημιουργίας τοῦ «Μουσείου» τῆς Εὐρώπης τῆς μετακαρλομάγνειας περιόδου καὶ ἀποκλείσθηκε σ' αὐτὸ ὄχι μόνον ἡ Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ καὶ ἡ Ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα. Ἀλλὰ καὶ ὁ Hantington μᾶς συγκατατάσσει μὲ τὸ Ἰσλάμ, ἀρνούμενος τὴν σχέση μας μὲ τὸν δυτικὸ πολιτισμό. Καὶ ναὶ μὲν σ' αὐτὸ ἔχει δίκιο, τὸ τραγικὸ ὅμως εἶναι, ὅτι φθάσαμε σὲ σημεῖο νὰ λυπούμεθα γιὰ τὴν στάση αὐτὴ τῆς Εὐρώπης ἀπέναντί μας καὶ νὰ διαμαρτυρόμεθα κι' ὄλας. 


Ἡ ἀπάντηση ὅμως, σὲ ἀνάλογη στιγμή, τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς τὸν Γάλλο Μαλέρμπ, δείχνει τὴν ἐπιβίωση τοῦ πνεύματος τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν: Ὅταν ὁ εὐρωπαῖος Μαλὲρμπ τοῦ εἶπε: «Ἕνα θὰ σᾶς βλάψη ἐσᾶς, τὸ κεφάλαιον τῆς θρησκείας, ὅπου εἶναι αὐτήνη ἡ ἰδέα σ' ἐσᾶς πολὺ τυπωμένη», ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Πράγμα τζιβαϊρικὸν πολυτίμητο, ὁπού τὸ βαστήξαμεν εἰς τὴν τυραννία τοῦ Τούρκου, δὲν τὸ δίνομεν τώρα, οὔτε τὸ καταφρονοῦμε οἱ Ἕλληνες... Καὶ τί ἔχεις ἐσὺ διὰ μένα τί δοξάζω ἐγώ; ...Καὶ ὄχι τοῦ λόγου σου νὰ μοῦ τὸ εἰπῆς, δὲν σ' ἀκούγω, ἀλλὰ κι ὁ Θεὸς ὁ δικός σου νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, δὲν σαλεύει τὸ μάτι μου»...

Β) Ἡ δεύτερη παρακώλυση προέρχεται ἀπὸ τοὺς δικούς μας ἀθεράπευτα εὐρωπαϊστές. Οἱ εὐρωπαϊστές, συνεχίζοντας τὴν παράδοση τῶν Ἑνωτικῶν τῆς ὕστερης βυζαντινῆς περιόδου καὶ τῆς δουλείας, θεωροῦν τὴν ἀπόλυτη ταύτιση (καὶ τὴν πολιτιστικὴ) μὲ τὴν δυτικὴ Εὐρώπη ὡς σωτηρία. Σ' αὐτοὺς ὅμως ἀπάντησε ἤδη ὁ ἀείμνηστος ἑλληνομαθὴς καὶ ἑλληνολάτρης, αὐστριακὸς διανοούμενος Λαυρέντιος Γκεμερέϋ (†1992), ποὺ βλέποντας τὴν ἑλλαδικὴ ὑστερία γιὰ τὴν ἔνταξη στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη, ἔγραψε: «Νομίζω πὼς τώρα, ποὺ ἡ Ἑλλάδα θὰ ἐνταχθεῖ στὴν Εὐρωπαϊκὴ Κοινότητα, μπορεῖ νὰ εἶναι χρήσιμο γιὰ τὸν Ἕλληνα νὰ δεῖ τὸν περίφημο Εὐρωπαϊκὸ πολιτισμὸ μὲ πιὸ κριτικὸ μάτι, γιὰ νὰ χάσει λίγο ἀπὸ τὸν σεβασμό του πρὸς αὐτὸν τὸν πολιτισμό, ποὺ ἀκόμα τοῦ λείπει. Ἐγὼ εὔχομαι νὰ τὸν γλυτώσει...» (Λ. Γκεμερέϋ, Ἡ δύση τῆς Δύσης - ἡ ἀπομυθοποίηση τῆς Εὐρώπης καὶ ὁ Ἑλληνισμός, Ἀθήνα 1977, σ. 12). 


Βέβαια ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη Εὐρώπη, ποὺ ἔχει συνειδητοποιήσει τὰ παραπάνω καὶ ἀναγνωρίζει τὴν σημασία γι' αὐτὴν τοῦ πολιτισμοῦ τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς. Ὅταν τὸ 1981 ἔγινε ἡ ἐπίσημη ἔνταξη τῆς Χώρας μας στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη, ἡ ἔγκριτη γαλλικὴ ἐφημερίδα Le Monde ἔγραφε μὲ πηχυαία γράμματα: «Ἡ Χώρα τῆς Φιλοκαλίας εἰσῆλθε στὴν Εὐρώπη». Φιλοκαλία εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης. Πιστεύω ὅτι τὸ ἔλεγαν εἰλικρινὰ καὶ γιὰ νὰ μᾶς τιμήσουν. Πρὸς αὐτὴ τὴν Εὐρώπη ὀφείλουμε πρωταρχικὰ νὰ στραφοῦμε ὡς Ἔθνος γιὰ τὴν πολιτιστικὴ ὁλοκλήρωση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ χώρου, καὶ αὐτὸ εἶναι εὐκολότερο σήμερα, ὅταν χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης καὶ τῶν Βαλκανίων, μὲ ζωντανὴ τὴν παράδοση τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἀνήκουν πλέον στὰ τακτικὰ μέλη της. Αὐτὴ ἡ Εὐρώπη, ποὺ νοσταλγεῖ τὴν ἀρχαία ταυτότητά της, μπορεῖ νὰ λειτουργήσει ὡς γέφυρα πολιτιστικὴ γιὰ μία τελεσφόρα καὶ γόνιμη συνάντηση ὅλων τῶν Κρατῶν-Μελῶν της στὸ ἔδαφος τῆς κοινῆς κληρονομιᾶς καὶ ἑνότητας.


* * *
Βιβλιογραφικὴ ἐπισημείωση
Διεύρυνση τῆς παραπάνω θεματικῆς βλέπε στὶς ἀκόλουθες μελέτες τοῦ ἰδίου συγγραφέως:
1. Ἑλληνορθόδοξη παιδεία καὶ πολιτισμικὴ ταυτότητα στοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, στὸ: Ἰχνηλασία πνευματικῆς σχοινοβασίας (ψηλάφηση καίριων στιγμῶν στὴν πορεία τοῦ Χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ), Τέρτιος, Κατερίνη 1999, σ. 23-44.
2) Γιὰ τὴν Εὐρώπη μας μὲ ἀγάπη, Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2003.
«ΟΦΕΙΛΗ ΑΓΑΠΗΣ»
π. Γ. Δ. Μεταλληνοὺ ὁμοτ. Κάθ. Πανεπ. Ἀθηνῶν ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...