Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιουλίου 07, 2012

Ἡ θεραπεία τῶν Γεργεσηνῶν Metropolitan of Sourozh Anthony



30 Ἰουνίου 1991
Στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πόσο οἰκεία μᾶς εἶναι αὐτή ἡ ἱστορία. Κάθε φορὰ πού τή διαβάζουμε, ἀνακαλύπτουμε ξανά κάτι πού ἀγγίζει τήν καρδιά μας ἤ φωτίζει μέ ἕνα νέο φῶς τό νοῦ μας. Καί σήμερα θά ἤθελα νά στρέψω τήν προσοχή σας σέ τρία χαρακτηριστικά σημεῖα αὐτοῦ τοῦ κειμένου.

Τό πρῶτο εἶναι ἡ συμπεριφορά τοῦ δαιμόνων, τῶν δυνάμεων τοῦ κακοῦ, στά θύματά τους. Οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ δέν ἔχουν ἄλλο σκοπό ἤ ἐπιθυμία ἀπό τό νά κυριέψουν ἕνα ζωντανό πλάσμα, νά τό κάμουν νά ὑποφέρει καί νά ἐκπληρώνει τό θέλημά τους. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διδάσκουν ὅτι οἱ δαίμονες δέν δροῦν ἄμεσα στόν κόσμο· αὐτό πού μποροῦν νά κάνουν εἶναι νά σκλαβώνουν τά ἀνθρώπινα ὄντα καί νά τά χρησιμοποιοῦν γιά νά κάμουν τό κακό. Ἔτσι σ’ αὐτό ἀποσκοποῦσαν αὐτές οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ: νά σκλαβώσουν αὐτούς τούς ἄνδρες καί νά τούς κάνουν ὄργανο καταστροφῆς καί συνάμα νά ὑποφέρουν.

Ὅταν ὁ Χριστός τούς διέταξε νά ἀφήσουν τά θύματά τους ἔκραξαν μέ φωνή μεγάλη, ζητώντας ἕνα μέρος νά καταφύγουν, ἕνα μέρος ὅπου θά μποροῦσαν νά διαμείνουν καί νά κάμουν τό καταστροφικό τους ἔργο. Καί ὁ Κύριος τοὺς ἐπέτρεψε νά πᾶνε στούς χοίρους. Οἱ χοῖροι, γιά τούς Ἑβραίους, συμβόλιζαν τήν ἀκαθαρσία· τό αἴτημά τους νά κατοικήσουν ἐκεῖ ἦταν ἕνα σημεῖο προφανές γιά τόν καθένα πού μποροῦσε νά καταλάβει – καί κάθε Ἑβραῖος καταλάβαινε – ὅτι ἦταν τόσο ἀκάθαρτοι ὅσο τά πιό βρώμικα ἀπό τά ζῶα. Ἀλλά αὐτό πού ἀκολούθησε μετά, ἦταν μία ἀπόδειξη γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ τί συμβαίνει ὅταν ἐπιτρέπουμε στόν ἑαυτό μας νά καταληφθεῖ ἀπό τό κακό, ὅταν ἐπιτρέπουμε στά πάθη νά ἀποκτήσουν ἰσχύ ἐπάνω μας- στό μίσος, στή λαγνεία, στή ζήλεια, καί σ’ ὅλα τά πάθη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ὑπό τήν ἐξουσία τῶν παθῶν, εἴμαστε καταδικασμένοι νά καταστραφοῦμε, ὅπως αὐτό τό κοπάδι πού ὁδηγήθηκε στό χαμό.



Θά πρέπει αὐτό νά τό θυμόμαστε, ἐπειδή δέν συνειδητοποιοῦμε πάντα πόσο πολύ εἴμαστε ἀγκιστρωμένοι στήν δύναμη αὐτῶν τῶν πραγμάτων πού κυβερνοῦν τήν ζωή μας: συμπάθειες, ἀντιπάθειες, μίση, μνησικακίες. Δέν εἴμαστε μοναχά ὑπό τό κράτος τῶν παθῶν αὐτῶν, ἀλλά δουλεύουμε στό κακό ὄντας ὑποταγμένοι στήν δύναμή του. Καί ἡ προειδοποίηση εἶναι ξεκάθαρη : ἐάν μόνο ἐπιτρέψουμε στό κακό νά κυριαρχήσει στή ζωή μας, αὐτό θά σημάνει τὸν θάνατο· ὄχι ἕναν φυσικό θάνατο, ἀλλά μιὰ ὁλοκληρωτική, τραγική ἀλλοτρίωση ἀπ’ ὅ,τι σημαίνει ἡ ζωή: ἀπό τόν Θεό, ἀπό τήν ἀγάπη, ἀπό τήν ὀμορφιά, ἀπό κάθε νόημα ζωῆς. Δέν μποροῦμε νά πάψουμε νά ὑπάρχουμε, ἀλλά ζοῦμε μέσα ἀπό μία ὕπαρξη χωρίς ζωή, χωρίς περιεχόμενο – ἕνα ἀδειανό κοχύλι, καί ἀκόμη ἕνα μαρτύριο.

Σέ ἀντίθεση μέ αὐτό, βλέπουμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, νά ἐνδύεται τήν ἀνθρώπινη σάρκα. Αὐτός εἶναι ὁ Δημιουργός, αὐτός εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Σωτήρας ὅλου τοῦ κόσμου, ἔχει ξεχάσει τά πάντα, ὅλη τήν κτήση, γιά νά δώσει προσοχή μόνο σ’ αὐτούς τούς δύο ἄνδρες πού ἔχουν ἀνάγκη νά σωθοῦν, πράγματι εἶναι διατεθειμένος ν’ ἀφήσει ἐνενήντα ἐννέα δίκαιους, ἐνάρετους ἀνθρώπους πού δέν Τόν χρειάζονται ἐκείνη τήν στιγμή, γιά νά δώσει ὅλη τήν προσοχή, τήν ζωή Του, ὅλη Του τήν δύναμη, προκειμένου νά σώσει αὐτούς τούς δύο ἀνθρώπους. Μπορεῖ νά δεῖ, μπροστά στίς ἀνάγκες ὅλου τοῦ κόσμου, κάθε προσωπική ἀνάγκη καί νά ἀνταποκριθεῖ μέ ὅλη τήν ἀγάπη Του, μέ συμπόνια, μέ ὅλη τήν κατανόηση καί μέ τήν Θεική Τοῦ δύναμη πού σώζει καί θεραπεύει.

Ὑπάρχει μία τρίτη ὁμάδα ἀνθρώπων πού βλέπουμε νά ἐνεργοῦν σ’ αὐτήν τήν ἱστορία· εἶναι οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς. Γνώριζαν τήν ἀπελπιστική κατάσταση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων· τούς εἶπαν τί ἔκαμε σ’ αὐτούς ὁ Κύριος, τούς εἶπαν ποιός ἦταν ὁ ἀφέντης τους, ὁ βασανιστής τους· δέν θά ὄφειλαν νά ἔρθουν νά δοξάσουν τόν Κύριο καί νά Τόν εὐχαριστήσουν ποὺ λύτρωσε τούς δύο ἄνδρες ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ κακοῦ; ΟΧΙ! Αὐτό πού εἶδαν στήν πράξη τοῦ Χριστοῦ, ἦταν ὅτι στερήθηκαν τό κοπάδι τῶν χοίρων. Τί σήμαινε γι’ αὐτούς ἡ ζωή, ἡ ὑγεία, ἡ σωτηρία αὐτῶν τῶν δύο ἀνθρώπων; Στεροῦνταν ὅ,τι τούς ἦταν σημαντικό, περισσότερο ἀπό τήν ἀνθρώπινη ζωή, καί ζήτησαν ἀπό τόν Κύριο νά φύγει ἀπό τά σύνορά τους, ἐπειδή δέν ἤθελαν νά ριψοκινδυνέψουν ἄλλο ἕνα θαῦμα πού θά τούς στοίχιζε. Τί τραγική – ὄχι τερατώδης, ἀλλά τραγική ἀντίθεση ἀνάμεσα στήν στάση τοῦ Θεοῦ καί τήν στάση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.

Ἄς σκεφθοῦμε καί ἄς ρωτήσουμε τούς ἑαυτούς μας, ποῦ βρισκόμαστε ; Φυσικά τό πρῶτο πράγμα πού θά ποῦμε, «ὅτι εἴμαστε μέ τό μέρος τοῦ Θεοῦ» - δέν εἶναι ἀλήθεια. Ὅταν ὑπάρχει μία τραγική ἀνάγκη καί ἡ ἀξία τῆς βοήθειας δέν θά εἶναι ἴσως γιά μᾶς μιὰ καταστροφή, ἀλλά πόνος ἤ ἀπώλεια, τί θά διαλέγαμε; Ἄς προβληματιστοῦμε σχετικά μέ αὐτό: εἴμαστε στ’ ἀλήθεια μέ τό μέρος τοῦ Χριστοῦ πού μπορεῖ νά συγχωρέσει ὅλο τόν κόσμο, ἐξαιτίας τῆς συμπόνιας πού διαπερνᾶ τήν καρδιά Του, ἤ – ἐπιτρέπουμε στήν καρδιά μας νά συγκινηθεῖ γιά μιὰ στιγμή καί τότε ὑπολογίζοντας ξανά τό τίμημα, νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν ἀνάγκη;

Ἄς συλλογιστοῦμε· ἐπειδή κάθε μία ἀπό αὐτές τίς ἱστορίες, κάθε παραβολή, κάθε εἰκόνα, κάθε ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι γιά μᾶς μία πρόκληση: Ποῦ βρίσκεσαι; Ποιός εἶσαι; Ὁ δαιμονισμένος τῆς παραβολῆς· σέ τί βαθμό; Ἕνας ὀπαδός τοῦ Χριστοῦ ἕτοιμος νά λησμονήσει τά πάντα γιά μιὰ ἀπελπιστική ἀνάγκη; Ἤ ἴσως ἕνας ἀπό ἐκείνους πού λένε στόν Χριστό: Φύγε, φύγε μακρυά – Διαταράσσεις τήν εἰρήνη μας, τήν ἁρμονία τῆς ζωῆς μας καί τήν ἀσφάλειά μας;

Ἄς ἀναλογιστοῦμε σέ βάθος· ὄχι μόνο νά σκεφτοῦμε, ἄς πάρουμε τίς ἀποφάσεις μας καί ἄς ἐνεργήσουμε. Ἀμήν.



Πρωτότυπο Κείμενο

The healing of the men of Gergesene

(St. Matthew 8:28-9:1)
Sunday, 30th June 1991

In the Name of the Father, the Son and the Holy Ghost.

How familiar is this story to us. Yet every time we read it we rediscover something in it which touches our heart, or gives a new light to our mind. And to-day I would like to attract your attention to three features of this passage.

The first is the attitude of the devils, of the powers of evil, to their victims. The powers of evil have no other intention or desire than to take possession of a living creature and to make it both a sufferer and one that will fulfil their will. The Fathers of the Church teach us that the devils can have no direct action in this world; all they can do is enslave human beings and through them work the evil within them. So this is what these powers of evil had intended: to enslave these men and to make them instruments of destruction, but at the same time to make them suffer for it.

When Christ commanded them to leave their victims they cried, shall I say, for a place of refuge, a place where they could dwell and work destruction. And Christ allowed them to in-dwell the pigs. Pigs, in the eyes of Jews, were a symbol of impurity; the request to be lodged in their bodies was a sign for all who could understand - and every Jew could - that they were as impure as the impurest of the animals. But what happened next was a demonstration to people of what happens when we allow ourselves to be possessed of evil, when we allow passions to have power over us - hatred, lust, jealousy, and all the passions of body and soul. Being possessed by them we are doomed to destruction, as this herd ended in death.

We should remember this because we do not always realise how much we are in the grip, in the power of those things which rule our life: likes and dislikes, hatreds, resentments and so on. We are not only possessed, but we are also working evil through our subjection to the power of evil. And the warning is clear: if we only allow evil to take possession of us completely, it will mean death; not physical death, but a total, tragic alienation from all that is life: from God, from love, from beauty, from meaning. We cannot fall out of existence but we can be possessed of an existence which is a ghostly one, an existence without life, without content - a shell that is empty, and yet a torment.

And in contrast to this we see the Lord Jesus Christ, the Son of God become Man. He is the Creator, He is the Lord, He is the Saviour of the whole world; and He forgets everything, as it were, the whole of creation to pay attention to nothing but these two men who are in need of salvation, indeed He is prepared to leave ninety-nine righteous, whole people who do not need Him at that moment alone in order to give all His attention, all His life, indeed all His power to save these two men. In the face of all the need of the world He can see every individual need and respond to it with all His love, all His compassion, all His understanding and all His divine power to save and to heal.

There is a third group of people whom we see in action in this Gospel story; it is the inhabitants of the country. They had known of the desperate condition of these two men; they were told of what Christ did for them; they were told who their master was, who was their tormentor; should they not have come to give glory to God and thank Him for delivering the two men from the power of evil? NO! All they saw in the act of Christ was that they were deprived of their herd of swine. What mattered to them the wholeness and the life and the salvation of these two men? They were deprived of what was important to them, what mattered to them more than a human life, and they asked Christ to leave their borders, to go because they did not want to risk another miracle that would be costly to them. What a tragic - not monstrous, but just tragic contrast between the attitude of God and the attitude of these people.

Let us give thought and ask ourselves, where do we stand? Of course, the first movement we shall have is to say, 'On God's side' - it is not true. When there is a tragic need, and the cost of helping would be perhaps not a disaster but a pain or loss to us, what would we choose? Let us reflect on this: are we really on the side of Christ Who can forget the whole world because His Heart is pierced, transfixed with compassion, or - do we allow our heart to be moved one moment, and then recalculate the cost and turn away from the need?

Let us reflect - because every one of these stories, every parable, every image, every act of God is challenging us: Where do you stand? Who are you? The person possessed, to whatever extent? A disciple of Christ ready to forget everything for the sake of a desperate need? Or rather one of those who say to Christ: Go, go away - you are disturbing our peace, the harmony of our life and our security?

Let us reflect deeply; but not only reflect, take a decision and act. Amen.

Ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις Ἀρχιμανδρίτης Νικάνωρ Καραγιάννης




Τὴ θριαμβευτικὴ νίκη καὶ τὴν ἀδιαμφισβήτητη κυριαρχία τοῦ Θεοῦ πάνω στὶς ἀντίθετες δυνάμεις παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μέσα ἀπὸ τὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ στοὺς δαιμονισμένους τῶν Γεργεσηνῶν. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἀναδεικνύει τὴ λυτρωτικὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις, οἱ ὁποῖες τὸν βασανίζουν, τὸν ταλαιπωροῦν καὶ τὸν καταδυναστεύουν.


Ὁ Χριστὸς καὶ οἱ δαιμονισμένοι

Ἡ κατάσταση τῶν δαιμονισμένων ἦταν φρικτὴ καὶ ἐξαιρετικὰ τραγική. Ἐμφανίζονται κοινωνικὰ ἀπροσάρμοστοι, ἐφόσον ἔμεναν στὰ μνήματα, θεωρούμενοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους «χαλεποὶ λίαν», δηλαδὴ πολὺ ἐπικίνδυνοι. Καὶ αὐτό, γιατί κατέχονταν ἀπὸ τὴ μανία τῆς ἐπιθετικότητας, «ὥστε μὴ ἰσχύειν τινα παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης», τόσο ποὺ κανένας δὲν τολμοῦσε νὰ περάσει ἀπὸ τὸν δρόμο ἐκεῖνο. Οἱ ἄλλοι Εὐαγγελιστὲς συμπληρώνουν στὶς παράλληλες διηγήσεις τους γιὰ τὸ ἴδιο γεγονὸς καὶ ἄλλα χαρακτηριστικὰ τῶν δυστυχισμένων αὐτῶν ἀνθρώπων. Μᾶς λένε, λοιπόν, ὅτι εἶχαν ἐσωτερικὴ διάσπαση τῆς προσωπικότητάς τους: «λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοὶ ἐσμεν», τὸ ὄνομά μου εἶναι λεγεών, γιατί εἴμαστε πολλοὶ (Μκ. 5,9). Πράγματι, οἱ δαιμονικὲς δυνάμεις διαιροῦν καὶ διασποῦν τὸν ἄνθρωπο. Τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ κομματιάζουν τὴν ὕπαρξή του. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται μάζα ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ ἀνεξέλεγκτες δυνάμεις. Ἀλλὰ καὶ ἡ τάση τῆς αὐτοκαταστροφῆς ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη σύμπτωμα τῶν δαιμονισμένων: «κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις», κατακοβόταν μὲ πέτρες (στ. 5). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καθετὶ ποὺ ὑποτάσσεται στὴ δαιμονικὴ δύναμη διαλύεται καὶ καταστρέφεται, ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο μέχρι καὶ τὰ ζῶα στὰ ὁποῖα, μόλις μπῆκαν οἱ δαίμονες σκόρπισαν τὸν ὄλεθρο.

Ὁ Χριστὸς ἦρθε, βέβαια, στὸν κόσμο, γιὰ νὰ λύσει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου. Θὰ μποροῦσε νὰ τονισθεῖ ὅτι ἡ δαιμονοπληξία καὶ οἱ ψυχικὲς ἀσθένειες συνδέονται πιὸ καθαρὰ μὲ τὸ γεγονὸς τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς παρουσίας τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο. Κάποιες φορὲς ὅλα αὐτὰ παρουσιάζονται σὰν μιὰ προσωπικὴ ἐχθρικὴ δύναμη πάνω στὸν ἄνθρωπο, ποὺ δηλητηριάζει τὴ ζωή του καὶ δημιουργεῖ μιὰ μορφὴ κυριαρχίας ἐπάνω του. Σὲ μιὰ τέτοια ἀνθρώπινη συμφορὰ καὶ ἀπόγνωση φαίνεται καθαρὰ ἡ κυριαρχία καὶ ἡ καταδυνάστευση τοῦ διαβόλου.


Σύγχρονες μορφὲς δαιμονισμοῦ

Ἀπὸ τὸν ὀρθολογιστὴ ἄνθρωπο τῶν καιρῶν μας τίθεται ἕνα ἐρώτημα ποὺ προκαλεῖ τὴ χριστιανική μας συνείδηση. Εἶναι δυνατὸν στὴν ἐποχὴ τῆς καταπληκτικῆς προόδου καὶ ἀνάπτυξης, τῶν πρωτοφανῶν τεχνολογικῶν ἐπιτευγμάτων καὶ ἐπιστημονικῶν ἁλμάτων νὰ μιλᾶμε ἀκόμη γιὰ δαίμονες καὶ δαιμονισμένους; Ὁ θετικιστὴς ἄνθρωπος δὲν συμμερίζεται πλέον τὶς ἀντιλήψεις ἄλλων ἐποχῶν, ποὺ θεωροῦσαν τὴν ἀρρώστια ἐπήρεια τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Ἀλλὰ ὅποιος ἀμφισβητεῖ τὴν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου καὶ τὴν ἀρνητικὴ καὶ φθοροποιὸ ἐπίδρασή του στὴ ζωή μας, ἂς μὴν ξεχνᾶ τὸν στίχο τοῦ ποιητῆ ποὺ λέει ὅτι «ἡ πιὸ πετυχημένη πονηριὰ τοῦ διαβόλου εἶναι νὰ μᾶς πείθει ὅτι δὲν ὑπάρχει». Σίγουρα, δὲν θὰ βροῦν τὸν διάβολο ὅσοι τὸν ψάχνουν ἀκόμη στὶς τερατόμορφες παραστάσεις ἄλλων ἐποχῶν, γιὰ νὰ τοὺς φοβίσει καὶ νὰ τοὺς τρομάξει.

Δυστυχῶς, ὅμως, αὐτὸς ὑπάρχει καὶ κρύβεται πάντοτε μέσα στὴ δύναμη τοῦ πολύμορφου κακοῦ ποὺ μᾶς βασανίζει καὶ μᾶς ταλαιπωρεῖ, ποὺ μᾶς τυραννᾶ καὶ μᾶς καταδυναστεύει. Ὁ ἀδιάφορος πνευματικὰ ἄνθρωπος, ἀνυποψίαστος στὴν παρουσία τοῦ διαβόλου καὶ εὐάλωτος στὴν πανουργία του, παρασύρεται. Ἐδῶ ἡ ποικιλία τῶν μορφῶν καὶ τῶν εἰδῶν, τῶν περιπτώσεων καὶ τῶν ἐκδηλώσεων τοῦ δαιμονικοῦ στοιχείου στὴ ζωὴ μας εἶναι κραυγαλέα. Ἡ οὐσία τοῦ δαιμονικοῦ στοιχείου εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς ζωῆς, ἡ καταστροφὴ καὶ ὁ μηδενισμός της. Ὅ,τι ἐκμηδενίζει τὴ ζωὴ εἶναι ψέμα. Ἐδῶ ἀνήκει ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀνθρωποκτόνος καὶ «ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος, ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστι καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ», ὅταν λέει ψέματα ἐκφράζει τὸν ἑαυτό του, γιατί εἶναι ψεύτης καὶ πατέρας τοῦ ψεύδους (Ἰω. 8,44). Ἡ βία, τὸ μίσος, ἡ αὐτοκαταστροφή, τὸ παράλογο τῆς ζωῆς, ἡ σύγχρονη εἰδωλολατρία εἶναι μορφὲς δαιμονισμοῦ στὴ ζωή μας, γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε στὶς φανερὲς καὶ κραυγαλέες ἐκδηλώσεις τοῦ διαβόλου, πού, ἂν καὶ ἀλλάζουν μορφή, παραμένουν πάντα στὴν οὐσία ἴδιες, σατανολατρεία, μαγεία, μαντεία καὶ ἄλλα παρόμοια.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅ,τι εἶναι ἡ ζωὴ καὶ προάγει τὴ ζωὴ εἶναι ἀλήθεια. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή. Δὲν φθάνει, ὅμως, μόνο νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴ δύναμή Του (αὐτὸ τὸ ἔκαναν καὶ οἱ δαίμονες), ἀλλὰ νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν ἀγάπη Του καὶ νὰ ἀνταποκριθοῦμε σὲ αὐτήν, γιὰ νὰ ζήσουμε καὶ νὰ σωθοῦμε. Ἀμήν.

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβιών και Κοζάνης



ΚΥΡΙΑΚΗ  Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Μτθ. η΄ 28 – θ΄ 1)
Γιά τή θεραπεία δύο δαιμονισμένων ἀνθρώπων μᾶς μίλησε σήμερα τό Ἱερό Εὐαγγέλιο. Στήν ἀνατολική ὄχθη τῆς λίμνης Γεννησαρέτ ὑπῆρχε μιά πόλη πού λεγόταν Γέργεσα. Οἱ ἄνθρωποι τῆς πόλεως αὐτῆς ἦταν βυθισμένοι στήν ὕλη καί στήν παρανομία. Μιά εἰκόνα τῶν ἀνθρώπων τῆς περιοχῆς αὐτῆς ἦταν οἱ δύο δαιμονισμένοι, «Χαλεποί λίαν», πού δέν ἔμεναν μέσα στήν πόλη, ἔμεναν ἔξω, στά μνήματα καί κανένας δέν τολμοῦσε νά περάσει ἀπό τό μέρος ἐκεῖ. Ἦταν ἐπικίνδυνοι, ὁ φόβος καί ὁ τρόμος. Ἐκεῖ ὁ Χριστός μέ τούς μαθητές του ἀποβιβάστηκε ἀπό τό πλοιάριο καί ἀμέσως οἱ δαιμονισμένοι τρόμαξαν. Μόλις εἶδαν τό Χριστό τά πονηρά πνεύματα, φώναξαν δυνατά: «Τί ἡμῖν καί σοί, Ἰησοῦ υἱέ τοῦ Θεοῦ; ἦρθες ὧδε πρό καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;». «Ποιά σχέση ὑπάρχει μεταξύ μας Ἰησοῦ, υἱέ τοῦ Θεοῦ; Σύ εἶσαι υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἐμεῖς ἀκάθαρτα πνεύματα. Γνωρίζουμε ὅτι στήν παγκόσμια κρίση θά τιμωρηθοῦμε. Σέ παρακαλοῦμε μή μᾶς τιμωρήσεις ἀπό τώρα.» Πρόβλεψαν οἱ δαίμονες ὅτι ὁ Κύριος θά τούς ἐξεδίωκε.
Τήν ὥρα ἐκείνη ἐκεῖ κοντά ἦταν μιά ἀγέλη χοίρων. Οἱ δαίμονες, βέβαιοι ὅτι ὁ Χριστός θά τούς ἔβγαζε ἀπό τούς δύο ἀνθρώπους, τόν παρακάλεσαν νά μποῦν στούς χοίρους. Καί ὁ Χριστός τούς ἐπέτρεψε ὄχι γιατί τό ἀξίωσαν τά δαιμόνια, ἀλλά γιατί ὁ ἑβραϊκός νόμος ἀπαγόρευε νά τρέφουν γουρούνια καί νά τρῶνε τό κρέας τους. Οἱ Γεργεσηνοί, λαίμαργοι καί πλεονέκτες, παρέβαιναν τό μωσαϊκό νόμο. Μπῆκαν λοιπόν τά δαιμόνια στούς χοίρους καί ὁλόκληρο τό κοπάδι ὥρμησε καί πνίγηκε στή λίμνη.
Οἱ χοιροβοσκοί ἔτρεξαν τρομαγμένοι στά Γέργεσα καί ἀνέφεραν στούς κατοίκους ὅσα ἔκαμε ὁ Χριστός. Ὅλοι τότε οἱ Γεργεσηνοί βγῆκαν πρός τό μέρος ὅπου ἦταν ὁ Χριστός, ὄχι γιά νά ἐκδηλώσουν εὐχαριστίες καί μετάνοια, ἀλλά γιά νά τόν παρακαλέσουν νά φύγει ἀπό τήν περιοχή τους. Ἡ παρουσία του στή χώρα τους ὑπῆρχε περίπτωση νά βλάψει καί ἄλλα ὑλικά τους συμφέροντα. Δέν ἦταν ἐπιθυμητός στήν περιοχή τους. Προτιμοῦσαν τούς χοίρους, τήν παρανομία, τήν ἁμαρτία καί ὄχι τό Χριστό. Καί ὁ Κύριος, πού σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, πῆρε τό πλοιάριο του καί ἐπέστρεψε μέ τούς μαθητές του στήν Καπερναούμ.
Φαίνεται παράδοξο τό φαινόμενο τό ὁποῖο παρουσιάζουν οἱ Γεργεσηνοί. Ὁ Κύριος ἐπισκέπτεται τή χώρα τους. Ἡ τιμή πού τούς ἔκαμε συνοδεύεται καί μέ τόν πλοῦτο τῆς χάριτος. Διδάσκει καί θαυματουργεῖ. Τούς ἀπαλλάσει ἀπό τήν παρουσία δύο δαιμονισμένων, τούς θεραπεύει καί τούς ἐπαναφέρει στήν κοινωνία. Οἱ Γεργεσηνοί ὅμως ὄχι μόνο δέν συμμετέχουν στή χαρά τῶν δύο συνανθρώπων τους, ἀλλά παρακαλοῦν τό Χριστό νά φύγει ἀπό κοντά τους. Ὁ ἄνθρωπος ἐξορίζει ἀπό τή ζωή του τό Χριστό. Ἕνα θλιβερό φαινόμενο πού ἐπαναλαμβάνεται στήν ἐποχή μας.
Μόνος ὁ ἄνθρωπος ἀπ’ ὅλα τά δημιουργήματα ἔχει τήν ἰδιαίτερη τιμή νά γνωρίζει τό Θεό χάρη στά χαρίσματά του, στή λογική, στήν κρίση, στή συνείδηση καί κυρίως στόν ἀθάνατο σπινθήρα τῆς ψυχῆς του, ἔχει τή δυνατότητα νά «μετέχει τοῦ θείου». Νά ἐπιζητᾶ καί νά ἐρμηνεύει τή ζωή καί τό νόημά της. Νά ζητᾶ νά βρεῖ τήν πηγή τῆς ζωῆς του, τή δημιουργική του ἀρχή. Νά ἀποδέχεται τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά τόν σώσει ἀπό τή μοναξιά, τό θάνατο, τό κράτος τοῦ διαβόλου.
Ὅλα αὐτά ἐπιτυγχάνονται στήν ἔννοια τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό. Ὅμως ἡ κοινωνία αὐτή, πού εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, γιά πολλούς ἀνθρώπους δέν εἶναι ἐπιθυμητή. Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ἐμποδίζει τίς δουλειές τους. Οἱ ἐργασίες τους εἶναι ὕποπτες, οἱ ἐπιδιώξεις τους ἀντικανονικές, τά σχέδιά τους παράνομα, ὁ πόθος τοῦ πλουτισμοῦ ἄπιαστος. Γι’ αὐτό δέν τόν θέλουν. Ὁ Χριστός ζητεῖ τιμιότητα, ἀθωότητα, ἁγνοότητα. Εἶναι τό φῶς, τό ὁλόλαμπρο καί δυνατό. Οἱ ἀμφίβολες ὅμως δουλειές χρειάζονται μισόφωτο, σκοτάδι. Τόν παρακαλοῦν νά παραμερίσει. Δέν βρίζουν, δέν παρουσιάζονται φανατικοί ἐχθροί Του. Τηροῦν ἴσως τά προσχήματα. Νά δώσουμε χρήματα σέ κάποιον φτωχό. Καί κερί νά ἀνάψουμε τήν Κυριακή καί μιά εἰκόνα νά βάλουμε στό σπίτι. Μή ζητᾶ ὅμως νά ἐπέμβει στή δουλειά μας, μήν ἐπιμένει νά κόψουμε τίς συνήθειες, ν’ ἀλλάξουμε ζωή. Ὑπάρχουν πολλά πράγματα πού πρέπει νά γίνουν, πού τά ζητάει ἡ ἐποχή, ἡ κοινωνική θέση, στά ὁποῖα ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐνοχλητική. Ἔτσι τόν διώχνουν μέ εὔσχημο τρόπο ἀπό τή ζωή τους.
Ὁ Θεός πού σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου φεύγει ὅταν ἐκεῖνος τόν διώχνει. Καί τότε ὁ ἄνθρωπος χάνει τή ζωή του, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἡ ζωή του. Καμμιά ἄλλη δύναμη δέν ὑπάρχει πού μπορεῖ νά γίνει ἀρχή καί πηγή τῆς ζωῆς. Ὁ Θεός μᾶς ὁμιλᾶ γιά τήν ἀλήθεια τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἐμπνέει μέσα μας τήν ἀγάπη γιά τή ζωή τῆς ἀθανασίας. Μᾶς σηκώνει ἀπό τίς πτώσεις μας. Μᾶς ἁγιάζει μέ τή χάρη τῶν Μυστηρίων. Ἀνοίγει τά μάτια τῆς ψυχῆς μας, ὥστε νά βλέπουν τήν ἀλήθεια τῶν τμημάτων αὐτῆς τῆς ζωῆς καί νά μην ταυτίζονται μέ τήν ὕλη καί τή φθορά.
Γιά νά μήν ρημάζει ὁ κόσμος ἀπό τήν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνάγκη νά ἐπιζητοῦμε συνεχῶς τήν παρουσία Του, καί εἶναι παρών, μέσα στήν Ἐκκλησία Του, πού εἶναι Αὐτός μαζί μας καί ἐμεῖς μαζί Του, ὁ Χριστός μαζί μας στούς αἰῶνες. Ἀμήν.
 Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Το ολέθριο έργο του διαβόλου. (Κυριακή Ε’ Ματθαίου.)

 daim 
Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Ε’ Κυριακής του Ματθαίου μας περιγράφει την συνάντηση του Χριστούμε τους δύο δαιμονισμένους στην χώρα των Γεργεσηνών. Η συνάντηση αυτή του Χριστού με τους δύο δαιμονιζόμενους είναι μια αποκάλυψη του πραγματικού προσώπου και έργου του διαβόλου και αφ’ ετέρου της δυνάμεως του Χριστού. Υπάρχει διάβολος; Κατά τη βιβλιοπατερική παράδοση ο διάβολος δεν είναι προσωποποίηση των παθών, αλλά πρόσωπο που δημιουργήθηκε από τον Θεό ως άγγελος, και όταν έχασε την κοινωνία μαζί του έγινε σκοτεινό πνεύμα, διάβολος. Ο διάβολος, ως πρόσωπο, έχει αυτεξούσιο, δηλαδή ελευθερία την οποία δεν παραβιάζει, ούτε καταργεί ο Θεός. Η παντοδυναμία του Θεού, σύμφωνα με την βούληση Του, δεν καταργεί την ελευθερία των λογικών όντων. Έτσι αφήνει τον διάβολο να εργάζεται το κακό, επειδή είναι πρόσωπο. Όμως περιορίζει το καταστρεπτικό του έργο με την αγάπη και την φιλανθρωπία. Όταν ο άνθρωπος μετανοεί, τον συγχωρεί και κατ’ αυτό τον τρόπο περιορίζει το βασίλειο του πονηρού, η τελική όμως κατάργηση του κράτους του διαβόλου θα γίνει τη Δευτέρα Παρουσία. Το έργο του διαβόλου είναι καταστρεπτικό. Μισεί υπερβολικά τον άνθρωπο και όλη τη δημιουργία. Διακατέχεται από υπερβολική θανατηφόρο μισανθρωπία. Ο σατανάς κατόρθωσε με απάτη και δόλο να υποδουλώσει στα πάθη και την αμαρτία τον άνθρωπο. Η αιτία που τον οδήγησε στην πράξη αυτή ήταν ο φθόνος. Εφθόνησε ο διάβολος τον Αδάμ, γιατί τον έβλεπε να διαμένει στον χώρο της ακεραίας και αναφαίρετης απολαύσεως, τον Παράδεισο. Αυτή η προσβολή και η προσπάθεια του διαβόλου να παρασύρει τον άνθρωπο στα πάθη γίνεται σταδιακά. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει ότι ο σατανάς δεν υπαγορεύει απευθείας την αμαρτία και την ξέχωρη από την ζωή της Εκκλησίας βιωτή, αλλά «κατά μικρόν υποκλέπτει πανούργως» με το να υποψιθυρίζει στον άνθρωπο τη σκέψη ότι μπορεί να παραμένει στην αρετή και να γνωρίζει αφ’ εαυτού τι πρέπει να κάνει, χωρίς καν να εκκλησιάζεται και χωρίς να υπακούει στους ποιμένες και διδασκάλους της Εκκλησίας. Και όταν κατορθώσει να τον βγάλει από την χάρη του Θεού, αφού προηγουμένως τον παραδώσει στη δουλεία των παθών. Γιατί ο Θεός παραχωρεί στον διάβολο να μας πολεμά; Ο άγιος ο Μάξιμος ο Ομολογητής αναφέρει πέντε λόγους: Ο πρώτος είναι για να έλθουμε σε διάκριση της αρετής από την κακία, διεξάγοντας αυτόν τον αγώνα. Ο δεύτερος, ώστε με τον αγώνα να διατηρήσουμε βέβαιη και αμετάθετη την αρετή. Ο τρίτος για να μην υπερηφανευόμαστε, προοδεύοντας στην αρετή, αλλά να θεωρούμε ότι είναι δωρεά Θεού. Ο τέταρτος για να μισήσουμε τελείως την κακία, και ο πέμπτος για να μην ξεχάσουμε τη δική μας ασθένεια και τη δύναμη του Θεού, όταν φθάσουμε στην απάθεια. Το κακό σήμερα είναι ότι, όλος μας ο πολιτισμός αγνοεί αυτή την πραγματικότητα. Γι’ αυτό μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι αφήνουμε τον άνθρωπο αλύτρωτο, ανίσχυρο και αδύναμο. Από την άλλη πλευρά η κένωση των εκκλησιαστικών Μυστηρίων είναι το πιο αποκαρδιωτικό φαινόμενο της εκκλησιαστικής μας ζωής. Γιατί, ενώ τα Μυστήρια δόθηκαν στην Εκκλησία για την σωτηρία του ανθρώπου, να εξορκίζει, να πολεμά και να νικά τον σατανά, οι άνθρωποι τα μετατρέπουν σε ευκαιρίες ατομικής κενοδοξίας και κοινωνικής ματαιοδοξίας, σε ψιλές τελετές και παρεχόμενες υπηρεσίες. Όταν οι Χριστιανοί συνάγονται στην Εκκλησία, γράφει ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, για να μετάσχουν στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, συντρίβονται οι δαιμονικές δυνάμεις και αυτό σημαίνει ότι η αγάπη του Θεού διατηρεί τον άνθρωπο μακριά από κάθε δαιμονική επιρροή. «Όπου δεν είναι Χριστός, είναι οι δαίμονες, και εκεί που είναι οι δαίμονες οι ορθοί λογισμοί διαφθείρονται και διαστρέφονται». Λησμονήσαμε ως ορθόδοξοι ότι ανήκουμε στην Εκκλησία του Χριστού και εισερχόμεθα σ’ αυτήν όχι για να επιτελέσουμε ένα τυπικό καθήκον και να δικαιώσουμε τους εαυτούς μας, αλλά για να θεραπευθούμε και να σωθούμε, και έτσι να μαρτυρήσουμε μέσα από την δογματική μας συνείδηση ότι ο Κύριος του κόσμου και της ιστορίας είναι ο Χριστός. Όποιος γνωρίζει την αλήθεια αυτός ούτε φοβάται ούτε απελπίζεται. Αμήν

Κυριακή Ε΄ Ματθαίου – Η αγάπη στην πατρίδα μας (Αποστολικό Ανάγνωσμα)




Αποστολικό Ανάγνωσμα: Ρωμ. ι΄ 1-10
Η ΑΓΑΠΗ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ
Ἀνοίγει τὴν καρδιά του ὁ ἀπόστολος  Παῦλος κι ἀφήνει νὰ ξεχυθεῖ ὁ πλούσιος  σὲ αἰσθήματα στοργῆς ἐσωτερικός του κόσμος. Ἔκδηλη διακρίνουμε τὴ συγκίνησή  του καθὼς ἀναφέρεται στοὺς ὁμοεθνεῖς του  Ἰσραηλίτες ποὺ δὲν πίστεψαν στὸν Μεσσία  Χριστὸ κι ἔμειναν μακριὰ ἀπὸ τὸν δρόμο  τῆς σωτηρίας. Γι’ αὐτὸ καὶ μὲ πόνο ψυχῆς  γράφει: «Ἡ εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ  ἡ δέησις ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ ἐστιν εἰς σωτηρίαν», δηλαδή, ἡ σφοδρὴ ἐπιθυμία καὶ εὐαρέσκεια τῆς καρδιᾶς μου  καὶ ἡ προσευχὴ ποὺ ἀπευθύνω στὸν Θεὸ  γιὰ τοὺς Ἰσραηλίτες – παρὰ τὴν ἀπιστία ποὺ δείχνουν – εἶναι νὰ σωθοῦν.
Ὁ ἀποκαλυπτικὸς αὐτὸς λόγος τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ  δοῦμε πῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος φανέρωνε τὴν ἀγάπη του πρὸς τοὺς συμπατριῶτες του καὶ πῶς καλούμαστε κι ἐμεῖς νὰ ἐκδηλώνουμε τὴν ἀγάπη μας αὐτή.

Μὲ ἔκπληξη καὶ θαυμασμὸ στέκεται καν εὶς μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ναί! Ὁ μέγας Παῦλος ποὺ  διέτρεξε ὅλη τὴν οἰκουμένη γιὰ νὰ διαδώσει τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου αὐτὸς ποὺ διεκήρυξε ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ὑπάρχουν  φυλετικὲς διακρίσεις αὐτός, ὁ Ἀπόστολος
τῶν ἐθνῶν, ποτὲ δὲν ξεχνοῦσε τὴν  πατρίδα  του. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι μὲ σεμνὴ καύχηση ἀνέφερε συχνὰ τὴν καταγωγὴ καὶ τὴν  ἐθνικότητά του: «Ἐγὼ ἄνθρωπος μέν εἰμι Ἰουδαῖος Ταρσεύς, τῆς Κιλικίας οὐκ ἀσήμου πόλεως πολίτης» (Πράξ. κα΄ 39, κβ΄ 3).
Μάλιστα δὲν ἔπαυσε ν’ ἀγαπᾶ τοὺς συμπατριῶτες του ἀκόμη καὶ τότε ποὺ αὐτοὶ τὸν  πλήγωναν μὲ τὴν ἀχάριστη συμπεριφορά τους καὶ τοὺς σκληροὺς διωγμοὺς ἐναντίον του...
Τὸ πιὸ συγκλονιστικὸ ὅμως εἶναι ὅτι ἡ ἔντονη ἀγάπη καὶ τὸ διαρκὲς ἐνδιαφέρον του γιὰ τοὺς ὁμοεθνεῖς του τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ  γράψει τοὺς ἑξῆς συγκινητικοὺς λόγους: «Ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι  ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα» (Ρωμ. θ΄ 3). Δηλαδή: Θὰ εὐχόμουν ἐγώ, ποὺ  τίποτε  δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὲ χωρίσει ἀπὸ τὸν  Χριστό, νὰ χωρισθῶ ἀπὸ Αὐτὸν γιὰ πάντα,  ἐὰν ἦταν δυνατὸν νὰ γίνει αὐτό, γιὰ χάρη  τῶν ἀδελφῶν μου Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι εἶναι  φυσικοὶ συγγενεῖς μου.
Αὐτὸ τὸ ἐξαίρετο παράδειγμα φιλοπατρίας τοῦ ἀποστόλου Παύλου μᾶς διδάσκει ὅτι  ἡ χριστιανικὴ πίστη δὲν καταργεῖ τὴν  ἀγά πη στὴν πατρίδα, ἀλλὰ τῆς δίνει νόημα βαθύτερο καὶ οὐσιαστικότερο. Πῶς  μποροῦμε  λοιπὸν κι ἐμεῖς ὡς πιστοὶ χριστιανοὶ νὰ ἐκδηλώνουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὴν πατρίδα;
Μιὰ λέξη εἶναι αὐτὴ ποὺ φανερώνει τὴν ἀγάπη στὴν ὕψιστη μορφή της: ἡ θυσία. Μᾶς τὸ εἶπε ὁ Κύριος: «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰω. ιε΄ 13). Μεγαλύτερη ἀγάπη πρὸς τοὺς φίλους του κανεὶς δὲν ἔχει ἀπ’ αὐτήν, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ  νὰ προσφέρει καὶ νὰ θυσιάσει τὴ ζωή του  γιὰ χάρη τῶν φίλων του. Ἐφόσον λοιπὸν  ἀγαποῦμε τὴν Πατρίδα μας, ὀφείλουμε νὰ  εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀναλάβουμε κόπους καὶ  δαπάνες γιὰ χάρη τοῦ κοινοῦ καλοῦ, ἀκόμη  καὶ νὰ θυσιάσουμε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας,  ἂν χρειαστεῖ!
Ἐπιπλέον ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν Πατρίδα ἐκδηλώνεται καὶ μὲ τὴν προσευχή μας γι’ αὐτήν.  Ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπηύθυνε δέηση πρὸς τὸν Θεὸν «ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ», ἔτσι κι ἐμεῖς ἔχουμε χρέος νὰ προσευχόμαστε θερμὰ γιὰ τὴν Πατρίδα μας καὶ νὰ  παρακαλοῦμε τὸν ἅγιο Θεὸ νὰ χαρίζει στὸ  Ἔθνος μας εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια, καί – τὸ  κυριότερο – μετάνοια! Ἄλλωστε καὶ ἡ ἁγία  μας Ἐκκλησία εὔχεται στὴ θεία Λειτουργία  ὄχι μόνο «ὑπὲρ τοῦ σύμπαντος κόσμου»  ἀλλὰ καὶ εἰδικὰ «ὑπὲρ τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν  ἔθνους».
Τέλος, τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὴν  Πατρίδα  τὴν φανερώνουμε καὶ μὲ τὴν ἐνάρετη καὶ  ἁγία ζωή μας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος συμβουλεύει σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του: «Τὴν πατρίδα τίμησον, καὶ τῇ ἀρετῇ βοήθησον» (ΕΠΕ 7, 52). Εἶναι τιμὴ καὶ ἐγγύηση γιὰ τὴν πατρίδα νὰ ἀνατρέφει ἀνθρώπους μὲ ἀρετὴ καὶ ἁγιότητα. Ὅσο ἔχουμε πιστοὺς χριστιανούς ποὺ προσεύχονται, μετανοοῦν καὶ ἀγωνίζονται, τὸ Ἔθνος μας δὲν κινδυνεύει. Θὰ ζεῖ καὶ θὰ μεγαλουργεῖ μὲ τὴ βοήθεια καὶ τὴ δύναμη τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ.
      
Βεβαίως δὲν εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸ μοναδικὸ παράδειγμα φιλοπατρίας. Τὸ ἀξεπέραστο πρότυπο καὶ στὸ θέμα τῆς ἀγάπης πρὸς τὴν Πατρίδα εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ὁποῖος κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωὴ καὶ δράση του ἔδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ σωτηρία τῶν συμπατριωτῶν του. Καὶ τὸ πιὸ συγκινητικό: ὅταν κάποτε ἀντίκρισε τὴν πόλη τῆς Ἱερουσαλήμ, ἔκλαψε μὲ λυγμοὺς γι’ αὐτήν, διότι γνώριζε τὸ οἰκτρὸ τέλος ποὺ θὰ εἶχε ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας της...
Ἂς ἀναλογιστοῦμε κι ἐμεῖς τὴν εὐθύνη μας κι ἂς ἀφήσουμε τὸ δάκρυ καὶ τὸ  στεναγμό μας νὰ γίνουν προσευχὴ θερμὴ πρὸς τὸν παντοδύναμο καὶ πανάγαθο Θεό, γιὰ νὰ  κάνει καὶ πάλι τὸ θαῦμα του καὶ νὰ σώσει τὸ Ἔθνος μας. Αὐτὸς εἶναι ἡ μόνη μας ἐλπίδα!
«Ο ΣΩΤΗΡ» 1-07-2012

Κυριακή Ε΄ Ματθαίου – Νέος τρόπος δικαιώσεως για όλους τους ανθρώπους (Αποστολικό Ανάγνωσμα) του Αρχιμανδρίτου Καλλίνικου Νικολάου




Αποστολικό Ανάγνωσμα: Ρωμ. ι΄ 1-10
ΝΕΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΚΑΙΩΣΕΩΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
«ἀγνοοῦντες γάρ τήν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην καί τήν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν»
Ἕνα ἀπό τά πανανθρώπινα αἰτήματα εἶναι ἡ δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος ὅλων τῶν ἐποχῶν ἀναζητᾶ καί ἐπιδιώκει νά δικαιωθεῖ στίς πράξεις του, στίς ἐνέργειές του, στίς σκέψεις του. Ἐναγωνίως ἀναζητᾶ τήν δικαιοσύνη. Αὐτή ἡ ἀναζήτηση εἶναι μόνιμη, συνεχής καί καθολική.
Ὁ ἄνθρωπος θέλει καί ἐπιθυμεῖ ὅσο τίποτε ἄλλο στήν ζωή του νά ἀναγνωρισθεῖ καί νά καταξιωθεῖ ὡς δίκαιος. Προσπαθεῖ δε κάθε φορά πού διαπιστώνει, ὅτι ἔσφαλε στήν ζωή του νά ἄρει τίς συνέπειες καί νά ἀποκατασταθεῖ. Ὅσο ἀρχαῖος εἶναι αὐτός ὁ πανανθρώπινος πόθος, τόσο ἀρχαίοι εἶναι καί οἱ τρόποι πού σκέφθηκε ὁ ἄνθρωπος γιά τήν δικαίωσή του.

Στήν Ἱστορία τοῦ κόσμου μας ποικίλοι τρόποι ἐπινοήθηκαν καί προτάθηκαν στούς ἀνθρώπους γιά νά τούς ἐξασφαλίσουν τήν ποθητή δικαίωση καί ἐξάλειψη τῶν συνεπειῶν τῶν λαθῶν τους. Ἀκόμη καί σήμερα γίνονται προτάσεις γιά σωτηρία στό σύγχρονο κόσμο. Προβάλλονται τρόποι καί πρακτικές πού θά ἀπαλλάξουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τίς ἐνοχές καί τίς συνέπειες τῶν λαθῶν του. Οἱ προτάσεις αὐτές εἶναι πολλές καί προέρχονται ἀπό διάφορους πνευματικούς χώρους. Ἀλλιῶς ἀντιμετωπίζει τό θέμα ὁ Ἰνδουϊσμός κατά διαφορετικό τρόπο ὁ Βουδδισμός. Ἄλλη λύση προβάλλει τό Ἰσλάμ. Ἀκόμη καί ὁ Ἰουδαϊσμός ἔχει νά προτείνει τό δικό του τρόπο δικαιώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Καί δέν εἶναι μόνο αὐτοί. Εἶναι χιλιάδες τρόποι σωτηρίας πού κυριολεκτικῶς πολιορκοῦν τήν σκέψη καί τήν θέληση τοῦ ἀνθρώπου γιά νά κερδίσουν τήν ἐμπιστοσύνη του καί τήν προτίμησή του. Σ’ αὐτούς ἀναφέρεται ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου μέ τόν ὁποῖο ἄρχισε ἡ ὁμιλία αὐτή καί περιέχεται στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα πού ἐξετάζει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο μποροῦν νά δικαιωθοῦν οἱ ἄνθρωποι κατά τήν ἀντίληψη τοῦ Θεοῦ. Λέγει γι’ αὐτούς πού ἀναζητοῦν τήν δικαίωση μακρυά ἀπό τόν Θεό : «ἀγνοοῦν τήν δικαίωση πού δίνει ὁ Θεός καί προσπαθοῦν νά στήσουν τό δικό τους τρόπο δικαιώσεως γι’ αὐτό καί δέν ὑπετάχθησαν εἰς τήν δικαίωση πού προέρχεται ἀπό τόν Θεό». Τό ζητούμενο εἶναι ἡ δικαίωση. Νά ἀναγνωρισθοῦμε καί νά καταξιωθοῦμε ὡς δίκαιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐνώπιον τῆς Ἀληθείας καί τῆς Δικαιοσύνης. Σ’ αὐτήν τήν προσπάθειά του ὁ ἄνθρωπος ἀπέτυχε καί θά ἀποτυγχάνει πάντοτε γιατί προσπαθεῖ νά στήσει νά ἐφαρμόσει ἕνα δικό του τρόπο δικαιώσεως καί σωτηρίας. Στό ζητούμενο μας ὑπάρχει καί ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πού μᾶς δικαιώνει ὥρισε καί τόν τρόπο τῆς δικαιώσεως. Μᾶς εἶπε μέ ποιό τρόπο θά δικαιωθοῦμε ἐνώπιόν του. Αὐτόν τόν τρόπο ἐκθέτει ὁ ἀπόστολος Παῦλος σ’ ὅλους μας. Μακάρι νά μποροῦσαν νά ἄκουαν τόν Παῦλο ὅσοι ἐναγωνίως ζητοῦν λύτρωση καί σωτηρία καί δέν τήν ἀπολαμβάνουν. Καί εἶναι πολλοί αὐτοί πού εἶναι πρόθυμοι καί θυσίες καί κόπους καί σ’ ἄλλες στερήσεις νά ὑποβληθοῦν ἀρκεῖ μόνο νά ἐπιτύχουν τήν δικαίωσή τους. Τούς συναντᾶμε στά κοινόβια τῶν ὁλοκληρωτικῶν παραθρησκευτικῶν ὀργανώσεων. Σ’ αὐτές τίς φρικτές ὀργανώσεις πού ἐκμεταλλεύονται τόν διακαή καί ἱερό πόθο τῶν ἀνθρώπων γιά λύτρωση γιά νά πλουτίζουν οἱ ἐπιτήδιοι «σωτῆρες». Σ’ ὅλους μας ὁ Παῦλος μέ ἁπλές γραμμές χαράσσει τόν τρόπο τῆς σωτηρίας πού ὑπόσχεται καί ἐξασφαλίζει ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Οἱ ἀρχές του εἶναι τρεῖς :
α- Ἡ δικαίωση δέν κατορθώνεται. Ὁ ἄνθρωπος ὅποια προσπάθεια καί ἄν καταβάλει δέν θά μπορέσει νά τήν ἐπιτύχει. Τό βεβαιώνουν τά χρόνια πού προηγήθηκαν τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ. Τό βεβαιώνει ἡ προσπάθεια χωρίς ὅμως ἀποτέλεσμα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ νόμου. Ὁ ἄνθρωπος δέν μποροῦσε νά δικαιωθεῖ οὔτε καί ἄν ἐφήρμοζε κατά πάντα καί μέ κάθε λεπτομέρεια τόν Νόμο, τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καί σ’ αὐτή τήν ἀπίθανη περίπτωση μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁ ἄνθρωπος ἔμενε ἀδικαίωτος. Εἰς οὐδέν ἐλογαριάζετο ὅλη ἡ προσπάθειά του, ὁ κόπος του, οἱ θυσίες του.
Γι’ αὐτό καί δικαίωση προσφέρθηκε ἀπό τόν Θεό διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μᾶς τήν ἐχάρισε ὁ Χριστός. Ἐμεῖς τήν δεχόμαστε καί τήν ἐφαρμόζουμε. Ὑποτασσόμαστε δηλαδή στήν διαδικασία πού ὁ Θεός ὥρισε γιά τήν δικαίωσή μας. Αὐτό πού ἦταν καί εἶναι καί παραμένει ἀκατόρθωτο γιά τόν ἄνθρωπο προσφέρθηκε στόν ἄνθρωπο ἀπό τόν παντοδύναμο Θεό δωρεάν. Χωρίς ἀνταλλάγματα. Ἤ μᾶλλον μέ μία προϋπόθεση πού ἀποτελεῖ τήν δεύτερη ἀρχή καί εἶναι:
β- Ἡ πίστη στό Χριστό καί ἡ ὁμολογία αὐτῆς τῆς πίστεως ἡ ἐξωτερίκευση, ἡ ἀνακοίνωση ὅτι πιστεύουμε στό Χριστό καί σέ ὅσα Ἐκεῖνος ἔκανε γιά μᾶς. Ἰδιαίτερα ὅμως νά πιστέψουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Κύριος δηλαδή Θεός καί ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν νικώντας τόν διάβολο καί τόν θάνατο.
Ὅταν αὐτό πού εἶναι ἡ καρδιά τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας τό πιστέψει ὁ ἄνθρωπος καί τό ὁμολογήσει τότε δικαιώνεται. Καί μπορεῖ νά φαίνεται πολύ εὔκολο νά πιστέψει κανείς. Στήν πραγματικότητα ὅμως εἶναι δύσκολο διότι τήν πίστη στόν Χριστό τήν πολεμοῦν σκέψεις πού προκαλοῦν σύγχυση καί βλάπτουν τήν διάνοια πολλῶν. Γι’ αὐτό χρειάζεται ρωμαλέα ψυχή ὥστε νά ἀποκρούσει τίς σκέψεις αὐτές. Καί ἀναφέρει ἕνα τέτοιο παράδειγμα ὁ Παῦλος πού ἐπιφέρει σύγχυση ὥστε νά μήν πιστέψει ὁ ἄνθρωπος. Γι’ αὐτό ἔδειξε ὅτι χρειάζεται καί δύναμη καί ψυχή ἀνώτερη πού νά παραδέχεται ἐκεῖνα πού ὑπερβαίνουν τήν ἐλπίδα καί νά μήν σκοντάφτει σέ ὁρατά πράγματα.
Καί λέγει ὁ Ἀπόστολος ὅτι ἡ σωτηρία καί ἡ δικαίωση εἶναι πολύ κοντά σου, εἶναι εὔκολη καί βρίσκεται μέσα στήν σκέψη σου καί στήν διάνοιά σου. Δέν χρειάζεται νά βαδίζουμε πολύ δρόμο, οὔτε νά παλεύουμε στό πέλαγος. Μόνο νά σκεφθοῦμε τί ἔκανε ὁ Χριστός γιά μᾶς νά Τόν ἀναγνωρίσουμε, νά Τόν παραδεχθοῦμε καί νά Τόν ὁμολογήσουμε ὅτι ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ. Αὐτό ἀρκεῖ γιά τήν δικαίωσή μας.
γ- Ἡ τρίτη ἀρχή εἶναι νά ὑποταχθοῦμε σ’ αὐτή τήν δικαιοσύνη. Αὐτό πού μᾶς ζητᾶ ὡς προϋπόθεση γιά τήν δικαίωσή μας ὁ Θεός καί εὔκολο σχετικῶς εἶναι καί εὔκολα τό ἀποδεχόμαστε. Δέν εἶναι δυνατό νά δικαιωθοῦμε διαφορετικά. Κι ὅμως οἱ ἄνθρωποι ἐγκαταλείπουν τά εὔκολα καί ἐπιχειροῦν τά ἀδύνατα. Ἐγκαταλείπουν τά ἐλαφρά καί ἐπιδιώκουν τά βαρύτατα. Αὐτό εἶναι δείγμα τῆς ἀνθρώπινης ἀνοησίας καί δείγμα τῆς χειρότερης μορφῆς φιλονεικίας κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Ὅσοι ἔτσι ἐνεργοῦν περιφρονοῦντες τόν τρόπο πού ὁ Θεός ὥρισε γιά τήν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων θέλοντες νά δικαιωθοῦν μέ τόν δικό τους τρόπο στεροῦνται κάθε συγγνώμης. Δέν ἔχουν καμμία δικαιολογία ἀφοῦ προτίμησαν τό βαρύ καί ἀκατόρθωτο ἐνῶ περιφρόνησαν τό εὔκολο καί αὐτό πού μποροῦσε νά τούς δώσει τά πάντα.
Ἀγαπητοί μου.
Αὐτός ὁ τρόπος δικαιώσεως ὑπάρχει:
Ἐάν ὁμολογήσεις μέ τό στόμα σου ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Κύριος δηλαδή Θεός καί πιστέψεις μέ τήν καρδιά σου ὅτι ὁ Θεός τόν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν, τότε θά σωθεῖς.
ΚΑΘΕΝΑΣ ΠΟΥ ΕΤΣΙ ΠΙΣΤΕΥΕΙ Σ ΑΥΤΟΝ ΔΕΝ ΘΑ ΝΤΡΟΠΙΑΣΤΕΙ. Ὁ Θεός κανένα δέν θά ἀπογοητεύσει πού ἔχει αὐτήν τήν πίστη καί τήν ὁμολογία.

πηγή

Κυριακή Ε' Ματθαίου π. Χερουβείμ Βελέντζας


Ματθ. 8, 28 - 9,1


Το περιστατικό της θεραπείας δύο δαιμονισμένων μας διηγείται σήμερα ο ευαγγελιστής Ματθαίος, οι οποίοι κατοικούσαν σε μνήματα, έξω από την πόλη των Γαδαρηνών, και αποτελούσαν κίνδυνο για τους διερχόμενους ταξιδιώτες. Μόλις είδαν τον Χριστό, φώναξαν: “Τί έχεις μαζί μας, Ιησού, Υιέ του Θεού; ήρθες εδώ πρόωρα για να μας βασανίσεις;”. Ήταν τα δαιμόνια που μιλούσαν, και παρακαλούσαν τον Χριστό, αν τα διώξει, να τους επιτρέψει να πάνε στο κοπάδι των χοίρων που έβοσκε εκεί κοντά. “Πηγαίνετε”, τους λέει ο Ιησούς, και αμέσως άφησαν τους ανθρώπους και πήγαν στους χοίρους, και ολόκληρο το κοπάδι έπεσε στη θάλασσα και αφανίστηκε στα νερά. Τότε οι βοσκοί των χοίρων γύρισαν στην πόλη και διηγήθηκαν όσα είχαν συμβεί. Και σύσσωμος ο λαός βγήκε από την πόλη όχι για να υποδεχτεί τον Χριστό, αλλά για να Τον παρακαλέσει να φύγει από τα σύνορά τους, όπως και έγινε.
Η περικοπή αυτή περιέχει δύο παράδοξα και αλληλοσυγκρουόμενα γεγονότα. Από τη μία μεριά, οι δαίμονες αναγνωρίζουν την θεότητα του Ιησού Χριστού και Τον παρακαλούν να τους λυπηθεί, ενώ από την άλλη, οι κάτοικοι της πόλεως αρνούνται να Τον δεχτούν. Τα δαιμόνια δεν μπορούν να μην αναγνωρίσουν ότι μπροστά τους βρίσκεται ο Υιός και Λόγος του Θεού, γι αυτό και τρέμουν την δίκαια κρίση Του. Τον παρακαλούν να μην τα στείλει από τώρα στο αιώνιο σκοτάδι, αλλά να τους επιτρέψει να μπουν στην αγέλη των χοίρων. Τον παρακαλούν γιατί, όπως χαρακτηριστικά φαίνεται μέσα από την ιστορία του Ιώβ, δεν έχουν καμία εξουσία επάνω στην κτίση, ούτε βέβαια επάνω στους ανθρώπους, αν δε το επιτρέψει ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος προσβλέπει και αποσκοπεί στη σωτηρία μας. Έτσι ο Χριστός το επιτρέπει, θέλοντας να δείξει σε όλους ότι εκεί που ενεργούν τα δαιμόνια, τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά και πολλές φορές θανάσιμα, τόσο για την ψυχή όσο και για το σώμα.
Από την άλλη μεριά, παρά την τόσο συγκλονιστική αποκάλυψη της θεότητας του Ιησού, παρά το θαύμα της θεραπείας των δύο δαιμονισμένων, ο λαός της πόλης αντί να δεχτεί τον Χριστό, όπως άλλοτε οι Σαμαρείτες, Του ζητάνε να εγκαταλείψει τα όρια της πόλης τους. Αντί να Του ζητήσουν να τους βοηθήσει θεραπεύοντας τους ασθενείς, όπως συνέβαινε σε κάθε τόπο από τον οποίο περνούσε, Του ζητάνε να φύγει χωρίς χρονοτριβή. Η στάση τους αυτή δεν μπορεί να ερμηνευτεί, παρά ως γεγονός πνευματικής τύφλωσης και αναλγησίας. Παρόλο που έχουν μπροστά τους το θαύμα, αδυνατούν να πιστέψουν στον Χριστό. Φαίνεται πως πιο πολύ τους ενόχλησε ο χαμός των χοίρων, των οποίον σημειωτέον η εκτροφή απαγορευόταν από το Μωσαϊκό νόμο, αντί να τους συνετίσει και να τους οδηγήσει σε μετάνοια. Με τον τρόπο που συμπεριφέρονται αποδεικνύουν ότι μπορεί να μην διακατέχονται από δαιμόνια, αλλά είναι συντεταγμένοι με τα έργα του σκότους, είναι συμβιβασμένοι με την αμαρτία και την ανομία, και δεν επιθυμούν την πνευματική τους θεραπεία, ούτε να αλλάξουν τρόπο ζωής. Διότι, αν δέχονταν τον Χριστό στην πόλη τους, αν Τον δέχονταν στην καρδιά τους, έπρεπε να μετανοήσουν και να ακολουθήσουν την διδασκαλία του Ευαγγελίου.
Μη μας ξενίζει όμως το παράδειγμα των Γαδαρηνών. Ακούμε συχνά γύρω μας ανθρώπους να λένε, “αν δεν δω ένα θαύμα, δεν πιστεύω”, οι οποίοι στην ουσία αναζητούν άλλοθι για την δική τους απιστία έναντι του Θεού. Παρόλο που το θαύμα προϋποθέτει την πίστη, όπως βλέπουμε σε όλα όσα έκανε ο Χριστός, υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις θαυμάτων, σαν το σημερινό, που προσφέρονται για εκείνους που θέλουν να ενισχύσουν την πίστη τους. Κι όμως, ακόμα κι αν συμβεί στους ίδιους, στην πραγματικότητα δεν είναι διατεθειμένοι να πιστέψουν, γιατί δεν είναι διατεθειμένοι να αλλάξουν τρόπο ζωής. Και για τον λόγο αυτό, επειδή δεν μπορούν πλέον να δικαιολογηθούν, αρνούνται τον ίδιο το Χριστό και Τον εξορίζουν εντελώς από τη ζωή τους.
Αλλά και στη δική μας, χριστιανική καθημερινότητα, συχνά δημιουργούμε στεγανά, είτε στον “προσωπικό” είτε στον εργασιακό μας χώρο, από τα οποία θεωρούμε ότι μπορούμε να περιορίσουμε τον Χριστό και να συμπεριφερθούμε όπως οι άλλοι των ανθρώπων. Αυτός είναι και ένας από τους μεγαλύτερους πειρασμούς της εποχής μας, το να θεωρούμε δηλαδή ότι τα θρησκευτικά μας καθήκοντα αρχίζουν και τελειώνουν μέσα στο Ναό, είτε τις στιγμές που μόνοι μας προσευχόμαστε. Και όλες τις άλλες ώρες, σαν τους Γαδαρηνούς, επιδιδόμαστε σε ασχολίες από τις οποίες απουσιάζει το πνεύμα του Θεού.
Ας προσέξουμε, λοιπόν, τους εαυτούς μας, ενώ μέσα στο Ναό δοξολογούμε τον Θεό, βγαίνοντας από εδώ να μη γίνουμε σαν τους αφιλόξενους και αντίθεους ανθρώπους της σημερινής περικοπής.


Πρωτότυπο κείμενο από Απλά & Ορθόδοξα - π. Χερουβείμ Βελέτζας: http://xerouveim.blogspot.com/2010/06/27-6-2010.html#ixzz1zvSc5AJQ

Κυριακή Ε Ματθαίου - H εν Χριστώ ελευθερία εκ της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου


ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ 
8 Ιουλίου 2012
(Ματθ. η΄ 28-θ΄1)                                                                                 (Ρωμ. ι΄ 1-10)

H εν Χριστώ ελευθερία
“Τί ημίν και σοί, Ιησού,  Υιέ του Θεού;
Σε μια εποχή που η κυριαρχία του διαβόλου προβάλλει απειλητικά στο σύγχρονο τρόπο ζωής, όπως αυτός διαμορφώνεται μέσα από τις εκτροπές της αμαρτίας, ο ευαγγελικός λόγος παρεμβάλλεται θεραπευτικά και βοηθεί τον άνθρωπο να επανεύρει τον αυθεντικό του εαυτό.    
Χαρακτηριστική είναι η διήγηση της περικοπής του ευαγγελίου, η οποία αναφέρεται στο περιστατικό της συνάντησης του Κυρίου με δύο δαιμονιζόμενους οι οποίοι παρουσιάζονται να ζούν υπό την επήρεια των σατανικών δυνάμεων και να διαμένουν σε μνημεία, αποκομμένοι εντελώς από την κοινωνική πραγματικότητα αλλά και από τους συνανθρώπους τους.    
Πραγματικά η κατάστασή τους όπως την περιγράφει ο Ιερός Ευαγγελιστής ήταν τραγική.  Οι δυστυχισμένες αυτές υπάρξεις δεν κατοικούσαν στα σπίτια τους και δεν έμεναν με τις οικογένειές τους.  Τριγυρνούσαν από τόπο σε τόπο και πουθενά δεν μπορούσε να βρει ανάπαυση η ψυχή τους.  Γι΄ αυτό το λόγο και επέλεγαν τους χώρους των μνημείων και τους μετέτρεπαν σε τόπο κατοικίας τους.  Η κατάστασή τους εκφράζει ακριβώς πόσο καταστροφική μπορεί να αποβεί η κυριαρχία του διαβόλου πάνω στον άνθρωπο, όταν ο τελευταίος απομακρύνεται από την αγάπη του Κυρίου του και αφήνει τον εαυτό του εντελώς εκτεθειμένο στις σκοτεινές εκείνες δυνάμεις.   Αδύναμος ο διάβολος  
Ένα ισχυρό μήνυμα που βγαίνει από την απελευθέρωση αυτών των τραγικών υπάρξεων χάρη στην συνάντηση που είχαν με τον Κύριο, είναι ότι ο διάβολος μπροστά στην δύναμη του Κυρίου εμφανίζεται να είναι εντελώς αδύναμος.  Η αγάπη του Κυρίου φυγαδεύει τα τεχνάσματα και τους μηχανισμούς που λειτουργεί για να παγιδεύει κάθε φορά τον άνθρωπο σε διάφορα επίπεδα.  Ειδικότερα η κυριαρχία του εκμηδενίζεται και εξαφανίζεται όταν βρεθεί μπροστά στον Εσταυρωμένο ή τον Σταυρό.    
Ο διάβολος αναγνωρίζει την παντοδυναμία και την εξουσία του Χριστού.  Αυτό το είδαμε και στην περίπτωση των δύο δαιμονισμένων.  Μόλις αντίκρυσαν τον Χριστό “έκραξαν, λέγοντες, Τί ημίν και σοί, Ιησού, Υιέ του Θεού;  ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημας;”  Η φωνή βέβαια μπορεί να έβγαινε από το στόμα των ανθρώπων εκείνων, αλλά τα λόγια δεν ήταν δικά τους.  Τα υπαγόρευαν οι δαίμονες που βρίσκονταν μέσα τους.  Αυτό επιβεβαιώνει και η παράκληση τους προς τον Χριστό. “Ει εκβάλλεις ημάς, επίτρεψον ημίν απελθείν εις την αγέλην των χοίρων.”    
Ο Χριστός ως ο Θεάνθρωπος Κύριός μας είναι εκείνος ο οποίος έχει εξουσία: “Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης”.  Ιδιαίτερα μετά την Ανάστασή Του κατετρόπωσε το κράτος του διαβόλου και έστειλε το πιο αισιόδοξο μήνυμα στον άνθρωπο:  Μέσα από την αγάπη Του καταργείται η εξουσία του σατανά και ο καθένας μας γνωρίζει την πραγματική ελευθερία, την οποία μπορεί να βιώσει στην πιο αυθεντική της μορφή μέσα από τις αγκάλες της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.  
Αγαπητοί αδελφοί, ο σημερινός άνθρωπος αντιμετωπίζει πολλούς κινδύνους ακόμα και μέσα από τον καλούμενο πολιτισμό που προσπαθεί ο ίδιος να διαμορφώσει στη βάση της ικανοποίησης των δικών του επιθυμιών και επιδιώξεων.  Ο λόγος του Θεού προσφέρει στον άνθρωπο την αισιοδοξία και την ελπίδα με τη θαυματουργή θεραπεία από τον Κύριο των δαιμονιζομένων της περικοπής.  Ο άνθρωπος ζώντας μέσα στην αγάπη της Ορθόδοξης Εκκλησίας όχι μόνο μπορεί να αντιστέκεται στα πονηρά έργα του διαβόλου, αλλά και να ζει στην αγάπη του Κυρίου του, η οποία τον απεγκλωβίζει από τα πλοκάμια των δυνάμεων του σκότους.

Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος

Κυριακή Ε Ματθαίου Βασιλείου Επισκόπου Σελευκείας: Λόγος εις τον δαιμονιζόμενον




Πολλές είναι οι επιβουλές των δαιμόνων κατά των ανθρώπων. Πολλαπλάσια όμως η βοήθεια του Θεού προς τους ανθρώπους. Πράγματι, εάν δεν μας υπερήσπιζε η άνωθεν συμμαχία, θα είχεν εξαφανισθή προ πολλού το γένος μας από τις πολιορκίες των δαιμόνων. Διότι ποία ευκαιρία η ποίον χρόνον άφησαν χωρίς πειρασμούς; Πότε έπαψαν να ετοιμάζουν παγίδες στην ανθρώπινη φύση και να σχεδιάζουν τις συμφορές μας;

Δεν είναι πονηρά η φύσις του διαβόλου, αλλά απεδείχθη η προαίρεσίς του. Σ’ αυτόν είχε αναθέσει ο Δημιουργός τη διοίκηση του αέρος, όπως ο ακροατής των ουρανίων Παύλος μας αποκάλυψε λέγοντας: «Κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος, του πνεύματος του νυν ενεργούντος εν τοις υιοίς της απειθείας». Έπειτα όμως, επιθυμώντας να υπερβή την φύση του, εξέπεσε της αξίας του, χάνοντας τον θρόνο εξ αιτίας του υψηλού φρονήματός του. Έγινε δηλαδή ο όγκος του φρονήματος μέτρο της στερήσεως του Πνεύματος. Γι’ αυτό λοιπόν ήρχισε να ασχολήται με τους ανθρώπους, εκδηλώνοντας έτσι την αποστροφή του προς τον Δημιουργό, και να προσπαθή με διάφορες μηχανορραφίες να αμαυρώση την εικόνα του Κτίστου. Επειδή, δηλαδή, δεν ημπορούσε να πολεμήση τον Θεό, μεθοδεύει αλλιώς την μάχη, διδάσκοντας τα κτίσματα να επαναστατούν κατά του Κτίστου. Έτσι, αμέσως μόλις επλάσθη ο πρώτος άνθρωπος και έφερε τα χαρακτηριστικά της εικόνος, τον συνεβούλευσε να μελετήση την αντιθεϊα λέγοντας: «Η αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί, και έσεσθε ως θεοί». Καθώς δε επλήθαινε το γένος, του βάζει λογισμούς ειδωλολατρίας. Κατήντησε το κτίσμα σε τόσο σκοτασμόν, ώστε να προσκυνή την κτίση, αγνοώντας τον Κτίστη. Και έβλεπες παντού βωμούς και ναούς και κατασκευές ειδώλων, αίματα και χορούς δαιμόνων.

Δεν ηρκέσθησαν όμως σ’ αυτήν την αποπλάνηση των ανθρώπων οι δαίμονες, ούτε στις τιμές που απελάμβαναν από αυτούς, αλλά και τιμωρούσαν τους αθλίους ανθρώπους, και εισχωρώντας μέσα τους κατοικούσαν σ’ αυτούς. Δεν αφήνει όμως ο Θεός αβοήθητο το πλάσμα του, αλλά αφού εχρησιμοποίησε διάφορες μεθόδους θεραπείας, τελευταία, θέτει σε ενέργεια το σοφό σχέδιο της εν Χριστώ οικονομίας, προξενώντας έτσι το αύτανδρο ναυάγιο των δαιμόνων. Αναγγέλλοντας δε την ελευθερία με τα λόγια, επεβεβαίωνε την υπόσχεση με θαύματα.

Αυτό μας παρέστησε με σαφήνεια η διήγησις του Ευαγγελίου που μόλις ανεγνώσθη. Ελέγχει την επήρεια των δαιμόνων και δεικνύει την βοήθεια που παρέχει ο Θεός προς τους ανθρώπους: «Εξελθόντι δε αυτώ επί την γην υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως, ος είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών, και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο και εν οικία ουκ έμενεν, αλλά εν τοις μνήμασιν». Αυτός είναι ο θυμός των δαιμόνων κατά των ανθρώπων. Επιθυμούν να τους καταλάβουν όλους, λυπούνται όμως που δεν ημπορούν ούτε καν να τους επηρεάσουν όλους. «Υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως». Η μία συμφορά πιο τρομερά από την άλλη. Οι δαίμονες κατοικούσαν μέσα του και ο ίδιος κατοικούσε στα μνήματα, ώστε κατοικώντας εκεί και συγχρόνως κατοικούμενος να αναγκάζεται να συγκατοική με τους νεκρούς. Μάλλον ήταν καταδικασμένος να υπομένη μία ζωή βαρυτέρα από τον θάνατο. Διότι σ’ εκείνους που απέρχονται, ο θάνατος κλέπτει την αίσθηση των παθημάτων και ο τάφος χαρίζει στους νεκρούς ελευθερία από τα λυπηρά. Ενώ εκείνος ήταν μεν κατά τα άλλα νεκρός, εζούσε δε μόνο τόσον όσο να αισθάνεται την ταλαιπωρία του και δεν ημπορούσε να απαλλαγή απ’ αυτήν. «Και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο». Πόσον αλλοπρόσαλλη είναι η κακία του διαβόλου! Τον Αδάμ, που ήταν σωστά γυμνός, τον ενέδυσε με αισχύνη. «Και εδεσμείτο αλύσεσι και πέδαις φυλασσόμενος, και διαρρήσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό του δαίμονος εις τας ερήμους». Εδάνειζε και δύναμη στον πάσχοντα για να διαρρήξη τα δεσμά. Διότι στο πάθος αυτό υποχωρεί ακόμη και ο σίδηρος και αποδεικνύεται ανίσχυρος. Δεν άφηνε κανέναν να περάση απ’ αυτό το μέρος. Ως λυσσώδη είχε εξαπολύσει ο δαίμονας τον άνθρωπον εναντίον των ανθρώπων. Όμως αν και με τόσες συμφορές τον είχε δέσει ο δαίμονας, δεν κατόρθωσε να τον εμποδίση να συναντηθή με τον Κύριο. Το πρώτο μέσον που εχρησιμοποίησε η Πρόνοια ήταν αυτό: οι δαίμονες, μη υποφέροντας την λαμπρότητα εκείνου που ήταν ενώπιόν τους, εφώναζαν: «Τι ημίν και σοί, Ιησού;» Αντιδρούν μόνο στο σώμα που φαίνεται, μη γνωρίζοντας ότι σ’ αυτό το σώμα είναι κρυμμένη η θεότης. Διότι πώς ημπορεί ο δούλος να φωνάζη στoν Δεσπότη: «Τι εμοί και σοί»; Περιφρονούν αυτόν που βλέπουν, επειδή δεν βλέπουν αυτόν που τους βασανίζει.

Τι σχέση έχουμε εμείς μαζί σου; Ω, πόσους δικαίους έχουμε συναντήσει, και δεν εδοκιμάσαμε από αυτούς παρόμοιο μαστίγωμα! Μας είναι αφόρητος ο εχθρός, ανυπόφορα τα βέλη του. «Τι ημίν και σοί;» Από τότε που ήλθες στην γη εκήρυξες τον πόλεμο εναντίον μας. Σε είδαν οι μάγοι όταν εγεννήθης και σε προσεκύνησαν, δραπετεύοντας από εμάς. Σε ήκουσαν οι τελώνες που ομιλούσες και απέδρασαν από τα ιδικά μας τελώνια. Τις πόρνες, τα θύματά μας, τις συνέλαβες εσύ με την μετάνοια. Μία παρηγορία μας είχε μείνει, τα παθήματα των ανθρώπων, και αυτήν την απόλαυση μας την εστέρησες. Εκεί ανόρθωσες τους παραλύτους, αλλού απήλλαξες τους κωφούς από το πάθος τους. Εκεί εχάρισες τις ηλιακές ακτίνες στους τυφλούς. Εκεί απέλυσες τους νεκρούς από τους τάφους. Ετοιμόρροπο κατήντησες το δεσμωτήριον του θανάτου, το οποίον εμείς με τόσους κόπους οικοδομήσαμε. Όσες θεραπείες προσέφερες στους ανθρώπους, τόσες τιμωρίες προεκάλεσες σ’ εμάς.

«Τι ημίν και σοί, Ιησού, Υιέ του Θεού»; Τον αποκαλούν μεν Υιό του Θεού, δεν γνωρίζουν όμως ότι ο Υιός είναι Θεός. Επειδή υιοί του Θεού αποκαλούνται και όσοι για την μεγάλην αρετή τους εξοικειώθησαν με τον Θεόν. Με αυτήν την έννοια λέγει: «Υιός πρωτότοκός μου Ισραήλ». Και πάλι «Εγώ είπα: Θεοί εστέ και υιοί Υψίστου πάντες». Και πάλι: «Ιδόντες δε οι υιοί του Θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων». Αυτό το όνομα, δηλαδή, δεν είναι γνώρισμα μόνο της φύσεως, αλλά και της οικειότητος. Αυτήν την άγνοια έδειξεν ο διάβολος και σ’ αυτά που συνέβησαν στον Ιορδάνη. Διότι ακούγοντας την φωνήν την ερχομένην από τον ουρανόν «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός», του έλεγε, επειδή αγνοούσε, «ει Υιός ει του Θεού, βάλε σεαυτόν κάτω». Εάν εγνώριζε ότι ομιλεί σε Θεόν, πώς προσπαθεί να τον φοβήση προστάζοντάς τον να πέση κάτω; Διότι η φύσις του Θεού δεν γνωρίζει ούτε ύψος ούτε βάθος.

Ο Ευαγγελιστής Μάρκος έτσι εδιηγήθη τα λόγια των δαιμόνων: «Τι ημίν και σοί, Ιησού Ναζαρηνέ». Δεν απευθύνεται σ’ αυτόν ως ποιητήν των ανθρώπων, αλλά σαν πολίτη της Ναζαρέτ. Αφού είσαι ορατός, λέγει, να ενεργής αναλόγως. Άνθρωπο βλέπουμε, αλλά σαν από Θεό διωκόμεθα. Το μαστίγωμά σου δεν ομοιάζει με Ναζαρηνού, δείχνεις να έχης κατεβή από τον ουρανό. Αποκάλυψε την φύση με τα έργα σου.

«Τι ημίν και σοί, Ιησού, Υιέ του Θεού; Ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς;» Τι λέγεις, διάβολε; Σ’ αυτόν που εδημιούργησε τον μετρητόν χρόνο και έθεσε τους όρους της Κρίσεως τολμάς να φωνάζης: Τώρα ήλθες; Αλλά δεν γνωρίζει ότι αυτή που τώρα ήλθε είναι η αθάνατος φύσις, επιβεβαιώνοντας την άφιξή της με την δουλικήν μορφή. Δεν γνωρίζει ότι ο Κύριος και Θεός των όλων φορά την στολή που έλαβε από τον Δαυϊδ. Παρακινείται μεν προς καταφρόνηση από την θέα, μαστιγώνεται δε αοράτως από την ενέργεια της θεότητας, γι’ αυτό εκστομίζει λόγια θρασύτητος μαζί και ικεσίας. «Τι ημίν και σοί, Ιησού; Δέομαί σου, μη με βασανίσης». Δειλία και θρασύτητα έχουν τα λόγια του. Δυναμώνει την φωνή σαν δούλος αυθάδης, αλλά και ικετεύει σαν κατάδικος που μαστιγώνεται. «Ήλθες ώδε προ καιρού». Από πού έμαθε ότι δεν είναι τώρα η ώρα της κρίσεως; Πώς γνωρίζουν ότι βασανίζονται πριν την ώρα τους; Γνωρίζουν από αυτά που κάνουν ότι θα τιμωρηθούν για τα έργα τους. Έβλεπαν ότι τώρα δεν τους τιμωρούσε, αλλά μόνον τους εδίωκε από τους ανθρώπους. Από το ότι λοιπόν δεν τιμωρούνται, συμπεραίνουν ότι δεν έχει έλθει ο καιρός των βασάνων. Υποφέρουν πριν από την Κρίση, επειδή διατάζονται να παύσουν να ταλαιπωρούν τους ανθρώπους. «Παρήγγειλε γαρ τω πνεύματι τω ακαθάρτω εξελθείν από του ανθρώπου». Δεν τους έσυρε ακόμη στο Δικαστήριο, δεν τους έδειχνε ακόμη το φοβερόν του Βήμα, δεν άναβε ακόμη την φλόγα της Κρίσεως, αλλά μόνον με απειλές ανεχαίτιζε την ορμή τους. Τόση ήταν η δύναμις του πάθους!

Θέλοντας όμως ο Δεσπότης να δείξη στους παρόντες ακόμη και μέσα στα δεινά, την ανέκφραστο πρόνοιά του για τους ανθρώπους, ερωτά: «Τι όνομά σοι; Και απεκρίθη λέγων: Λεγεών όνομά μοι, ότι πολλοί εσμέν». Δεν ερωτά επειδή αυτός είχεν ανάγκη να ερωτήση, αλλά για να αποκαλύψη σ’ εμάς πόσοι φονείς δαίμονες είχαν καταλάβει το ανθρώπινο σώμα και παρ’ όλα ταύτα εκείνο δεν είχε αφανισθή. Ότι πλήθος δαιμόνων, εκστρατεύοντας εναντίον ενός ανθρώπου, δεν υπερίσχυσε, δεν τον εκρήμνισε στους βράχους, δεν τον κατετεμάχισε, δεν κατεσπάραξε τον άνθρωπο μαζί με τα σίδερα που εφορούσε. Αλλά άντεξε στις τρικυμίες των δαιμόνων, προστατευόμενος μέσα στα βασανιστήρια από το χέρι του Θεού. Και μάλιστα ο Ευαγγελιστής φιλοτιμείται να προσθέση το ακόμη σημαντικότερο: «Πολλοίς γαρ χρόνοις συνηρπάκει αυτόν» (τον είχε κυριεύσει δηλαδή). Τι ανυπέρβλητος κηδεμονία! Δεν εβασανίζοντο λιγότερον από ό,τι εβασάνιζαν, αφού ο τρόπος τους ήταν φονικός, αλλά δεν επέτρεπε ο Θεός να επιτύχουν αυτό που επιθυμούσαν, μέχρι την στιγμή όπου έφθασε η φανερά απόφασις του Βασιλέως, χαρίζοντας την ελευθερία σ’ αυτόν που τόσο υπέφερε.

«Ην δε εκεί αγέλη χοίρων ικανών βοσκομένων εν τω όρει. Και παρεκάλουν αυτόν ίνα επιτρέψη αυτοίς εις εκείνους εισελθείν. Και επέτρεψεν αυτοίς. Εξελθόντα δε τα δαιμόνια από του ανθρώπου εισήλθον εις τους χοίρους, και όρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη». Για ποίον λόγο το επιτρέπεις αυτό στους δαίμονες, Κύριε; Γιατί, αφού γνωρίζεις την πονηρία τους, επείσθης στα λόγια τους; Για να μάθωμε, άνθρωποι, ότι και από τους χοίρους είναι πιο αδύνατοι, όταν τους εμποδίζει ο Θεός. Εκτός αυτού, θέλει να διδάξη τους ανθρώπους ότι είναι χαρά στους δαίμονες η απώλεια των ανθρώπων και ότι εκείνοι διασκεδάζουν με τις συμφορές τις ιδικές μας. Διότι δεν δείχνουν κανέναν οίκτον για την φύση των ανθρώπων. Εφ’ όσον εκδηλώνουν μέχρι και στους χοίρους την κακία τους, τι δεν θα έκαμναν εναντίον των ανθρώπων εάν τους επετρέπετο; Από όλα αυτά, λοιπόν, θα παρακινηθούμε να μισήσωμε την απανθρωπία, γνωρίζοντας την έχθρα τους, και να αποφεύγωμε τις συμβουλές αυτών των οποίων δεν αντέχουμε τις επιβουλές.

Αλλά εκτός από αυτά μας εδίδαξε και την κηδεμονία του Θεού προς τους ανθρώπους. Διότι όλα θα εξηφανίζοντο ακαριαίως και κανένα από τα όντα δεν θα απέμενε, αφού θα κατεσπαράζοντο από τις δαιμονικές ορμές, εάν δεν επροστατεύοντο από το κεκρυμμένο και ακαταγώνιστο χέρι του Θεού. Επιτρέπει λοιπόν τα μικρότερα για να μάθωμε τα μεγαλύτερα, και πότε πότε μας παραδίδει στις δυσκολίες για να έχωμε την αίσθηση των υψηλοτέρων. Δεν θα άφηνε ποτέ να πάθωμε το παραμικρόν, εάν δεν ελησμονούσαμε εύκολα την θεία συμπαράσταση. Επέτρεψε να γίνη ζημία στους χοίρους, για να διδαχθούμε την ωφέλεια που προξενεί στους ανθρώπους.

Ας ομολογούμε λοιπόν την πρόνοια την οποία απολαμβάνουμε. Να υμνούμε την κηδεμονίαν από την οποία φυλαττόμεθα. Ας κηρύττωμε την βοήθεια του Θεού, από την οποία προστατευόμεθα. Από αυτήν να εξαρτήσωμε τους εαυτούς μας και προς αυτήν προσβλέποντας πάντοτε να αναφωνούμε: «Συ, Κύριε, βοηθός ημών και σκεπαστής».

Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας.
Αμήν.


(5ος αιών - Migne, P.G., τόμ. 85, στ. 269. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 177 και εξής. Επιμέλεια κειμένου Δημήτρης Δημουλάς)



Κυριακή Ε’ Ματθαίου – Ο δαίμονας καί οι δαιμονισμένοι του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασσίου κ.κ. Ιερόθεου


Τό ευαγγελικό ανάγνωσμα πού διαβάστηκε σήμερα στήν θεία Λειτουργία, αναφέρθηκε στό θαύμα πού έκανε ο Χριστός στήν χώρα τών Γεργεσηνών, όταν θεράπευσε δύο δαιμονισμένους. Θά επιμείνουμε σέ δύο σημεία πού πρέπει ιδιαιτέρως νά προσέξουμε.
Τό πρώτον είναι αυτό πού έχει σχέση μέ τόν δαίμονα. Μέ τήν λέξη αυτή δηλώνεται ο διάβολος, ο οποίος είναι ιδιαίτερο πρόσωπο καί προηγουμένως ήταν άγγελος, αλλά μέ τήν υπερηφάνειά του έγινε άγγελος τής κακίας, διάβολος πού διαβάλλει συνεχώς τόν Θεό στούς ανθρώπους καί τούς ανθρώπους στόν Θεό.
Στήν περικοπή πού ακούσαμε σήμερα γράφεται ότι πολλοί δαίμονες εισήλθαν μέσα στό σώμα δύο δυστυχισμένων ανθρώπων καί ομιλούσαν μέσα από αυτούς. Έτσι, έχουμε μιά συνάντηση τού Χριστού μέ τούς δαίμονες. Δέν υπάρχει καμμιά σχέση μεταξύ αυτών, όπως τό είπαν οι ίδιοι: «Τί ημίν καί σοί, Ιησού Υιέ τού Θεού;» (Ματθ. η’, 29). Μάλιστα, υπάρχει τεράστια διαφορά. Ο Χριστός είναι αγάπη, ενώ οι δαίμονες διακατέχονται από μίσος πρός τούς ανθρώπους καί τήν κτίση. Ο Χριστός είναι η αλήθεια, ενώ οι δαίμονες είναι πνεύματα τής πλάνης. Ο Χριστός ευεργετεί τούς ανθρώπους, ενώ οι δαίμονες τούς κακοποιούν.
Η Εκκλησία διδάσκει ότι ο Χριστός μέ τήν ενανθρώπησή Του ενίκησε τόν διάβολο, τόν θάνατο καί τήν αμαρτία. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει: «εις τούτο εφανερώθη ο υιός τού Θεού, ίνα λύση τά έργα τού διαβόλου» (Α’ Ιω. γ’, 8). Άλλωστε, αυτό φαίνεται καί από όσα είπαν τά δαιμόνια στόν Χριστό: «ήλθες ώδε πρό καιρού βασανίσαι ημάς;» (Ματθ. η’, 29). Ο Χριστός ενίκησε τόν διάβολο μέ τόν Σταυρό καί τήν Ανάστασή Του, αλλά η τελική νίκη Του καί η βάσανος τού διαβόλου θά γίνη κατά τήν Δευτέρα Παρουσία. Μέχρι τότε τόν αφήνει νά πειράζη τούς ανθρώπους καί έτσι δοκιμάζεται η προαίρεση τών ανθρώπων, γιά νά απολαύσουν τά βραβεία τών αγώνων τους.
Τό δεύτερον είναι ότι υπάρχουν καί οι δαιμονισμένοι άνθρωποι, εκείνοι πού τούς αφήνουν νά εισέρχωνται μέσα στήν ψυχή καί τό σώμα τους. Στήν συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή στήν σημερινή ευαγγελική περικοπή, φαίνεται ότι οι δαίμονες είχαν εισέλθει καί μέσα στόν εγκέφαλο τών ανθρώπων εκείνων, σκέπτονταν καί ομιλούσαν αντί εκείνων. Είναι φοβερό νά βλέπη κανείς ένα τέτοιο θέαμα. Ο άνθρωπος, τό ωραιότερο δημιούργημα τού Θεού, νά γίνεται δούλος τών δαιμόνων, υποχείριο σκοτεινών πνευμάτων, έρμαιο τών παθών!
Η είσοδος τών δαιμόνων μέσα στόν άνθρωπο γίνεται μέ τούς λογισμούς, οι οποίοι μετατρέπονται σέ επιθυμίες καί καταλήγουν σέ αμαρτίες καί πάθη. Τά πάθη είναι οι κακοήθεις πνευματικοί όγκοι στόν ψυχικό οργανισμό. Μέ τίς αμαρτίες καί τά πάθη ο διάβολος αποκτά κυριαρχία πάνω στόν άνθρωπο, καταργεί τήν πνευματική ελευθερία του καί τόν απομακρύνει από τόν Θεό. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης θά γράψη ότι κάθε ένας πού αμαρτάνει είναι από τόν διάβολο, είναι παιδί τού διαβόλου. Μάλιστα γράφει ότι υπάρχουν μερικά σημεία πού ξεχωρίζουν τά τέκνα τού Θεού από τά τέκνα τού διαβόλου. Ποιά είναι αυτά; Γράφει: «πάς ο μή ποιών δικαιοσύνην ουκ έστιν εκ τού Θεού, καί ο μή αγαπών τόν αδελφόν αυτού» (Α’ Ιω. γ’, 10). Αυτό σημαίνει ότι εκείνος πού αδικεί τούς ανθρώπους καί δέν τούς αγαπά είναι τέκνο-παιδί τού διαβόλου.
Ζούμε σέ μιά εποχή στήν οποία υπάρχουν πολλά προσωπικά καί κοινωνικά προβλήματα, αναστατώσεις καί διασαλεύσεις τού κοινωνικού χώρου. Γιά τήν επίλυση τών προβλημάτων αυτών αγωνίζονται οι άνθρωποι καί αναπτύσσονται διάφορες επιστήμες ανθρωπολογικές, κοινωνιολογικές, ψυχολογικές κλπ. Δέν μπορούμε, βέβαια, νά αρνηθούμε τήν προσφορά τους καί μάλιστα όταν ζούμε σέ μιά πτωτική κοινωνία, αλλά πρέπει νά τονισθή ότι η κύρια αιτία τών κακοδαιμονιών είναι η πολεμική τού διαβόλου, αλλά κυρίως η επίδρασή του σέ ανθρώπους πού είναι ανοχύρωτοι, πού δέν θέλουν νά προστατευθούν από τήν Χάρη τού Θεού. Επομένως, πρέπει νά αγωνιζόμαστε, μέ τήν Χάρη τού Θεού, εναντίον τού διαβόλου στόν χώρο τών αισθήσεων, τής φαντασίας, τών λογισμών καί τών επιθυμιών, καί νά μήν τού επιτρέπουμε νά εισέρχεται μέσα στόν εσωτερικό μας χώρο γιά νά είμαστε ελεύθεροι.
Ο Μητροπολιτης
† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...