Κήρυγμα Κυριακῆς ι΄ Ἐπιστολῶν
(Α΄ Κορινθίους δ΄9-16)
Περιφρονημένοι καί πτωχοί
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ζωγραφίζει στήν πρός Κορινθίους ἐπιστολή του τά βάσανα πού τράβηξαν στήν ἐποχή του οἱ ἀπόστολοι «ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν» (Α΄ Κορινθίους δ΄ 11-12). Ἕνα μπουκέτο ἀπό δυσκολίες, φτώχεια καί περιφρόνηση πού συνέθεσε ὅμως ἕνα ἀνεκτίμητο κεφάλαιο γιά τήν πίστη καί τήν Ἐκκλησία.
Στά πρῶτα χρόνια τό ἔργο τοῦ ἱεροποστόλου ἦταν ζυμωμένο μέ κάθε λογῆς δάκρυα. Κίνδυνοι καί περιπέτειες περίμεναν τόν ἀφοσιωμένο στό ἔργο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἀπόστολο, σάν ἔπαιρνε τό ραβδί του καί γύριζε τόπους καί χῶρες. Σέ ἄλλο σημεῖο ὁ ἴδιος ἀπόστολος θά μᾶς ἀπαριθμίσει τά προσωπικά του βάσανα, ὁλόκληρη ἱστορία γεμάτη φόβους, διωγμούς καί στερήσεις. Κι ἦταν αὐτό ὁ κανόνας γιά ὅλους, ὅσοι μέσα στό ἐχθρικό τότε κλίμα τῆς αὐτοκρατορίας, πάσχιζαν νά φέρουν τό μήνυμα τῆς σωτηρίας στόν κόσμο. Ἀλλά γι’ αὐτούς ὑπῆρχε ἡ ἐσωτερική πληροφορία πώς δέν ἔπασχαν λιγώτερο ἀπό τόν Διδάσκαλο καί Ἀρχηγό τους, πού κι αὐτός πέρασε μέ στερήσεις τά ἐπίγεια χρόνια του. Ἔτσι φθάσαμε νά ταυτίζουμε καί σήμερα ἀκόμα τήν ἔννοια τῆς λέξεως «ἀπόστολος» μέ τήν κάθε λογῆς στέρηση.
Ὅμως τά πράγματα ἄλλαξαν καθώς ἡ Ἐκκλησία βγῆκε ἀπό τούς διωγμούς κι ἀφέθηκε ἐλεύθερη. Τότε τό νά εἶσαι ἀπόστολος δέν ἦταν καί τόσο ἐπικίνδυνο, ἐκτός βέβαια ἐξαιρέσεων. Οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας ἄρχισαν νά ἀπολαμβάνου τιμῶν. Ἔγιναν ἔνδοξοι καί ἰσχυροί. Πολλές φορές ἡ δύναμή τους ξεπέρασε κάθε ἐπιτρεπόμενο ὅριο. Γι’ αὐτό καί τίς στερήσεις διαδέχθηκαν οἱ ἀνέσεις, πράγμα πού ὁδήγησε σέ μείωση τοῦ κύρου τους καί σέ ἐλλάτωση τῆς ποιότητάς τους. Ὡστόσο δέν ἔλειψαν ποτέ ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, οἱ ἀληθινοί ἀπόστολοι πού ξεπερνώντας τόν πειρασμό τῆς ἀνέσεως, ρίχθηκαν μέ πάθος στό ἔργο τους. Ἦταν ἀκόμα καί τότε καί οἱ μοναχοί, οἱ ἀσκητές καί ἐρημίτες πού σάν γιά διαμαρτυρία ἔφυγαν στά βουνά γιά νά βροῦν ἐκεῖνο πού εἶχε χαθεῖ μέσα στίς πόλεις.
Οἱ ἐκτροπές ἀπό τήν ἀποστολικότητα εἶναι πολύ λιγώτερες στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπ’ ὅ, τι στήν Δύση. Ἐκεῖ καί θεωρητικά ἡ Ἑκκλησία ταυτίσθηκε μέ τήν πολιτική καί ἔγινε κοσμική ἐξουσία, ὅπως ἐξακολουθεῖ μέχρι καί σήμερα νά εἶναι. Στήν δική μας Ἀνατολή μόνο σάν ἐξαίρεση καί σάν ἐκτροπή ἀπό τόν κανόνα ἐμφανίσθηκαν τέτοια φαινόμενα. Καί εἶναι ἑπομένως ἄδικο νά ρίχνωνται τά βέλη στόν κλήρο μας γιά κοσμικοποίηση κατ’ ἀπομίμηση ξένων προτύπων. Ἄν στόν Μαρξισμό συναντᾶμε καταφορά κατά τοῦ κλήρου, ἄς μήν ξεχνοῦμε πώς ὅ, τι γράφτηκε ἐκεῖ εἶχε σάν ἀντικείμενο τόν κλῆρο τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, αὐτόν πού ἐγνώρισε ὁ Μάρξ. Καί εἶναι ἐπαναλαμβάνω, ἄδικο νά παίρνουν σήμερα τά βέλη ἐκείνα οἱ ἄνθρωποι καί νά τά στρέφουν κατά τοῦ ὀρθοδόξου παπά, πού σ’ ὅλο τό διάβα τῆς ζωῆς του ἔζησε φτωχός καί πεινασμένος. Μήν ξεχνᾶμε πώς πρίν ἀπό λίγα μόλις χρόνια ὁ μισθός τοῦ ἱερέα στήν πατρίδα μας ἦταν ἀνύπαρκτος, πράγμα πού τόν ἀνάγκαζε νά ζεῖ ἀπό τίς δωρεές τῶν πιστῶν του. Καί πολύ ἀργότερα ὁρίσθηκε ἕνα χαμηλό στήν ἀρχή μισθολόγιο γιά τούς ἱερεῖς μας πού στά τελευταία χρόνια πρόλαβε τήν δημοσιουπαλληλική κλίμακα μέ ἀρκετές διαφοροποιήσεις ἐπί ἔλλατον.
Δέν ἦταν λοιπόν οἱ παπάδες καί οἱ Δεσποτάδες στήν πατρίδα μας ποτέ ἄρχοντες κοσμικοί καί ἐξουσιαστές, οὔτε πλούσιοι γαιοκτήμονες καί εὐγενεῖς. Ὑπήρξαν καί αὐτοί ὅπως καί ὁ λαός μας φτωχοί στήν πλειονότητά τους, μοιράσθηκαν μαζί μέ τόν λαό μας τίς πίκρες καί τίς χαρές τους κι ἔζησαν μαζί του ὅλες τίς σελίδες τῆς ἱστορίας του. Ἄν σήμερα οἱ συνθῆκες ἔχουν μεταβληθεῖ καί ὁ κλῆρος ζεῖ ἀνθρώπινα αὐτό οὔτε ἄδικο εἶναι, οὔτε ἀπαράδεκτο. Ὁ κλῆρος εἶναι ὁ πνευματικός καθοδηγητής τοῦ λαοῦ καί τό νά ζεῖ ἀξιοπρεπῶς ὅπως κάθε ἄνθρωπος, εἶναι νομίζω μέσα στά πλαίσια τῆς πολιτιστικῆς μας στάθμης. Κανείς καλοπροαίρετος ἄνθρωπος δέν θά λυπηθεῖ ἐπειδή ἔχει ἕνα μισθό ὁ παπάς ἤ ὁ Δεσπότης καί αὐτόν κουτσουρεμένο πού μπορεῖ μόλις νά τοῦ ἐξασφαλίσει τήν ἐπιβίωση.
Ὅμως μέ αὐτά δέν πρέπει νά ἀλλοιώνεται ἡ ἀρχική εἰκόνα τῆς ἀποστολικότητας. Γιατί τό κύριο ἔργο μας εἶναι νά σώζουμε τίς ψυχές καί νά τίς ὁδηγοῦμε στόν παράδεισο. Ἄν οἱ καιροί μας ἀξιώνουν κάποια προσοχή πρός τόν κληρικό ἀπό ἀπόψεως ἐξασφαλίσεως σ’ αὐτόν τῶν πρός τό ζῆν ἀναγκαίων δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ἐμεῖς οἱ κληρικοί πώς πίσω ἀπό τίς πολλές ἀνέσεις κρύβεται ὁ πειρασμός γιά ἀλλοτρίωση τῆς ἀποστολῆς μας καί γιά τήν ἐγκατάλειψη τοῦ χρέους μας. Ἡ προσοχή μας πρέπει νά εἶναι ἀπόλυτη καί ἡ διάθεσή μας ἀνυποχώρητη. Καί ποτέ χάριν τῶν ἀνέσεων δέν πρέπει νά ἐγκαταλείψουμε αὐτό τό χρέος, γιατί τότε θά εἴμαστε ἀνάξιοι. Τό νά ζεῖς ἀξιοπρεπῶς εἶναι τίμιο καί λογικό. Τόσο ὅμως πού νά μήν μᾶς ἐμποδίζει ἀπό τό κύριο ἔργο μας πού εἶναι πνευματικό καί ἱερό.
Φτωχοί καί περιφρονημένοι ἦταν στά παλαιά χρόνια οἱ Ἀπόστολοι. Ἄν ἐμεῖς σήμερα δέν μποροῦμε σ’ αὐτό νά τούς μιμηθοῦμε, τουλάχιστον ἄς συνεχίσουμε οὐσιαστικά τό ἔργο τους.