Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Καλλίνικος Νικολάου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Καλλίνικος Νικολάου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Αυγούστου 07, 2015

Κήρυγμα Κυριακῆς ι΄ Ἐπιστολῶν (Α΄ Κορινθίους δ΄9-16) Περιφρονημένοι καί πτωχοί - Αρχιμανδρίτης Καλλίνικος Νικολάου

Κήρυγμα Κυριακῆς ι΄ Ἐπιστολῶν
(Α΄ Κορινθίους δ΄9-16)
Περιφρονημένοι καί πτωχοί
            Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ζωγραφίζει στήν πρός Κορινθίους ἐπιστολή του τά βάσανα πού τράβηξαν στήν ἐποχή του οἱ ἀπόστολοι «χρι τς ρτι ρας κα πεινμεν κα διψμεν κα γυμνητεομεν κα κολαφιζμεθα καστατομεν κα κοπιμεν» (Α΄ Κορινθίους δ΄ 11-12). Ἕνα μπουκέτο ἀπό δυσκολίες, φτώχεια καί περιφρόνηση πού συνέθεσε ὅμως ἕνα ἀνεκτίμητο κεφάλαιο γιά τήν πίστη καί τήν Ἐκκλησία.
Στά πρῶτα χρόνια τό ἔργο τοῦ ἱεροποστόλου ἦταν ζυμωμένο μέ κάθε λογῆς δάκρυα. Κίνδυνοι καί περιπέτειες περίμεναν τόν ἀφοσιωμένο στό ἔργο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἀπόστολο, σάν ἔπαιρνε τό ραβδί του καί γύριζε τόπους καί χῶρες. Σέ ἄλλο σημεῖο ὁ ἴδιος ἀπόστολος θά μᾶς ἀπαριθμίσει τά προσωπικά του βάσανα, ὁλόκληρη ἱστορία γεμάτη φόβους, διωγμούς καί στερήσεις. Κι ἦταν αὐτό ὁ κανόνας γιά ὅλους, ὅσοι μέσα στό ἐχθρικό τότε κλίμα τῆς αὐτοκρατορίας, πάσχιζαν νά φέρουν τό μήνυμα τῆς σωτηρίας στόν κόσμο. Ἀλλά γι’ αὐτούς ὑπῆρχε ἡ ἐσωτερική πληροφορία πώς δέν ἔπασχαν λιγώτερο ἀπό τόν Διδάσκαλο καί Ἀρχηγό τους, πού κι αὐτός πέρασε μέ στερήσεις τά ἐπίγεια χρόνια του. Ἔτσι φθάσαμε νά ταυτίζουμε καί σήμερα ἀκόμα τήν ἔννοια τῆς λέξεως «ἀπόστολος» μέ τήν κάθε λογῆς στέρηση.
Ὅμως τά πράγματα ἄλλαξαν καθώς ἡ Ἐκκλησία βγῆκε ἀπό τούς διωγμούς κι ἀφέθηκε ἐλεύθερη. Τότε τό νά εἶσαι ἀπόστολος δέν ἦταν καί τόσο ἐπικίνδυνο, ἐκτός βέβαια ἐξαιρέσεων. Οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας ἄρχισαν νά ἀπολαμβάνου τιμῶν. Ἔγιναν ἔνδοξοι καί ἰσχυροί. Πολλές φορές ἡ δύναμή τους ξεπέρασε κάθε ἐπιτρεπόμενο ὅριο. Γι’ αὐτό καί τίς στερήσεις διαδέχθηκαν οἱ ἀνέσεις, πράγμα πού ὁδήγησε σέ μείωση τοῦ κύρου τους καί σέ ἐλλάτωση τῆς ποιότητάς τους. Ὡστόσο δέν ἔλειψαν ποτέ ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, οἱ ἀληθινοί ἀπόστολοι πού ξεπερνώντας τόν πειρασμό τῆς ἀνέσεως, ρίχθηκαν μέ πάθος στό ἔργο τους. Ἦταν ἀκόμα καί τότε καί οἱ μοναχοί, οἱ ἀσκητές καί ἐρημίτες πού σάν γιά διαμαρτυρία ἔφυγαν στά βουνά γιά νά βροῦν ἐκεῖνο πού εἶχε χαθεῖ μέσα στίς πόλεις.
Οἱ ἐκτροπές ἀπό τήν ἀποστολικότητα εἶναι πολύ λιγώτερες στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπ’ ὅ, τι στήν Δύση. Ἐκεῖ καί θεωρητικά ἡ Ἑκκλησία ταυτίσθηκε μέ τήν πολιτική καί ἔγινε κοσμική ἐξουσία, ὅπως ἐξακολουθεῖ μέχρι καί σήμερα νά εἶναι. Στήν δική μας Ἀνατολή μόνο σάν ἐξαίρεση καί σάν ἐκτροπή ἀπό τόν κανόνα ἐμφανίσθηκαν τέτοια φαινόμενα. Καί εἶναι ἑπομένως ἄδικο νά ρίχνωνται τά βέλη στόν κλήρο μας γιά κοσμικοποίηση κατ’ ἀπομίμηση ξένων προτύπων. Ἄν στόν Μαρξισμό συναντᾶμε καταφορά κατά τοῦ κλήρου, ἄς μήν ξεχνοῦμε πώς ὅ, τι γράφτηκε ἐκεῖ εἶχε σάν ἀντικείμενο τόν κλῆρο τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, αὐτόν πού ἐγνώρισε ὁ Μάρξ. Καί εἶναι ἐπαναλαμβάνω, ἄδικο νά παίρνουν σήμερα τά βέλη ἐκείνα οἱ ἄνθρωποι καί νά τά στρέφουν κατά τοῦ ὀρθοδόξου παπά, πού σ’ ὅλο τό διάβα τῆς ζωῆς του ἔζησε φτωχός καί πεινασμένος. Μήν ξεχνᾶμε πώς πρίν ἀπό λίγα μόλις χρόνια ὁ μισθός τοῦ ἱερέα στήν πατρίδα μας ἦταν ἀνύπαρκτος, πράγμα πού τόν ἀνάγκαζε νά ζεῖ ἀπό τίς δωρεές τῶν πιστῶν του. Καί πολύ ἀργότερα ὁρίσθηκε ἕνα χαμηλό στήν ἀρχή μισθολόγιο γιά τούς ἱερεῖς μας πού στά τελευταία χρόνια πρόλαβε τήν δημοσιουπαλληλική κλίμακα μέ ἀρκετές διαφοροποιήσεις ἐπί ἔλλατον.
            Δέν ἦταν λοιπόν οἱ παπάδες καί οἱ Δεσποτάδες στήν πατρίδα μας ποτέ ἄρχοντες κοσμικοί καί ἐξουσιαστές, οὔτε πλούσιοι γαιοκτήμονες καί εὐγενεῖς. Ὑπήρξαν καί αὐτοί ὅπως καί ὁ λαός μας φτωχοί στήν πλειονότητά τους, μοιράσθηκαν μαζί μέ τόν λαό μας τίς πίκρες καί τίς χαρές τους κι ἔζησαν μαζί του ὅλες τίς σελίδες τῆς ἱστορίας του. Ἄν σήμερα οἱ συνθῆκες ἔχουν μεταβληθεῖ καί ὁ κλῆρος ζεῖ ἀνθρώπινα αὐτό οὔτε ἄδικο εἶναι, οὔτε ἀπαράδεκτο. Ὁ κλῆρος εἶναι ὁ πνευματικός καθοδηγητής τοῦ λαοῦ καί τό νά ζεῖ ἀξιοπρεπῶς ὅπως κάθε ἄνθρωπος, εἶναι νομίζω μέσα στά πλαίσια τῆς πολιτιστικῆς μας στάθμης. Κανείς καλοπροαίρετος ἄνθρωπος δέν θά λυπηθεῖ ἐπειδή ἔχει ἕνα μισθό ὁ παπάς ἤ ὁ Δεσπότης καί αὐτόν κουτσουρεμένο πού μπορεῖ μόλις νά τοῦ ἐξασφαλίσει τήν ἐπιβίωση.
Ὅμως μέ αὐτά δέν πρέπει νά ἀλλοιώνεται ἡ ἀρχική εἰκόνα τῆς ἀποστολικότητας. Γιατί τό κύριο ἔργο μας εἶναι νά σώζουμε τίς ψυχές καί νά τίς ὁδηγοῦμε στόν παράδεισο. Ἄν οἱ καιροί μας ἀξιώνουν κάποια προσοχή πρός τόν κληρικό ἀπό ἀπόψεως ἐξασφαλίσεως σ’ αὐτόν τῶν πρός τό ζῆν ἀναγκαίων δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ἐμεῖς οἱ κληρικοί πώς πίσω ἀπό τίς πολλές ἀνέσεις κρύβεται ὁ πειρασμός γιά ἀλλοτρίωση τῆς ἀποστολῆς μας καί γιά τήν ἐγκατάλειψη τοῦ χρέους μας. Ἡ προσοχή μας πρέπει νά εἶναι ἀπόλυτη καί ἡ διάθεσή μας ἀνυποχώρητη. Καί ποτέ χάριν τῶν ἀνέσεων δέν πρέπει νά ἐγκαταλείψουμε αὐτό τό χρέος, γιατί τότε θά εἴμαστε ἀνάξιοι. Τό νά ζεῖς ἀξιοπρεπῶς εἶναι τίμιο καί λογικό. Τόσο ὅμως πού νά μήν μᾶς ἐμποδίζει ἀπό τό κύριο ἔργο μας πού εἶναι πνευματικό καί ἱερό.
Φτωχοί καί περιφρονημένοι ἦταν στά παλαιά χρόνια οἱ Ἀπόστολοι. Ἄν ἐμεῖς σήμερα δέν μποροῦμε σ’ αὐτό νά τούς μιμηθοῦμε, τουλάχιστον ἄς συνεχίσουμε οὐσιαστικά τό ἔργο τους.

Σάββατο, Αυγούστου 01, 2015

Κήρυγμα Κυριακής 2.8.2015 (Κυριακή Θ΄ Ἑπιστολῶν Α΄ Κορινθίους γ΄ 9-17) Τό ἀσάλευτο θεμέλιο

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας στούς Κορινθίους κάνει μία παρομοίωση. Παρομοιάζει τόν Χριστόν μέ θεμέλιο καί αὐτό δέν τό κάνει ἔτσι ἁπλά καί χωρίς σημασία. Ἀντιθέτως λέγοντας ὅτι : «θεμέλιον ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἔστιν ὁ Ἰησοῦς Χριστός» (Α΄ Κορινθίους γ΄ 11). Θέλει νά ὑπογραμίσει μία σπουδαία ἀλήθεια, πού δέν πρέπει νά λησμονοῦμε.
Τό γερό θεμέλιο εἶναι πάντα ἐγγύηση γιά τήν ἀντοχή τοῦ κτίσματος. Τό λέει τόσο παραστατικά ὁ χριστιανός ποιητής: «Μή φοβηθεῖς τό σπίτι πού ἔρριξε στήν γή βαθειά τά θέμελά του, κι ἄς ἔλθουν χίλιοι ἀνεμοστρόβιλοι καί τήν σκεπή του ἄς ρίξουν κάτω». Ἀλλά καί μεταφορικά, ἡ θεμελίωση στήν ζωή μας παίζει ἕναν ἀξεπέραστο ρόλο, πού ἐγγυᾶται τήν ἐπιτυχία μας καί τήν ἠθική μας ἐπιβίωση. Αὐτό βασικά δέν τό ἀμφισβητεῖ κανείς, γιατί    εἶναι μία ἀλήθεια αὐταπόδεικτη ἔστω κι ἄν τήν ἐπιβεβαιώνει καθημερινά ἡ πείρα μας.
Ὅμως οἱ ἄνθρωποι διαφορετικό κάθε φορά θεμέλιο βρίσκουν γιά νά ὑψώσουν πάνω του τό κτίσμα τῆς ζωῆς τους. Κι ἐδῶ  εἶναι ἡ ἐπικίνδυνη ποικιλία πού ὁδηγεῖ μερικές φορές στήν καταστροφή. Γιά πολλούς ἀνθρώπους ἱκανό θεμέλιο τῆς ζωῆς τους εἶναι ἡ ὑλική ἐπιφάνεια, τό χρῆμα καί ἡ περιουσία, πού ἐξασφαλίζουν ἀνέσεις καί ἀνοίγματα στόν κόσμο. Ἄλλοι στήν γνώση τῆς ἐπιστήμης θεμελιώνουν τήν ζωή τους, κι ἄλλοι στήν δύναμη τήν κοσμική πού προσφέρει ἡ δόξα βλέπουν στέρεο ἔδαφος γιά ἀνάπτυξη καί δημιουργία. Ὅλα αὐτά μέσα στό περίγραμμα τῶν σύγχρονων καιρῶν, προσλαμβάνουν μία ἰδιαίτερη ἀξία, γιατί οἱ ἄνθρωποι ἐπηρεάζονται οὐσιαστικά ἀπό τά στοιχεῖα αὐτά καί ἀνάλογα διαμορφώνουν τίς συνθῆκες γιά τήν ζωή τήν δική τους καί τῶν παιδιῶν τους. Τό πρᾶγμα δέν θά ἦταν τόσο ἀνησυχητικό ἄν οἱ ἐπιπτώσεις αὐτῆς τῆς τοποθετήσεως δέν ἦταν μοιραῖες καί ἄν δέν χάνονταν μέσα στήν δίνη τῆς ἀπογοητεύσεως τά ἀνθρώπνα ὄνειρα πού πυργώνουν στίς καρδιές μας οἱ ἀνθρώπινοι πόθοι. Ἄμα μιλήσει κανείς ξεκάθαρα σήμερα στόν κόσμο γιά τήν ἀξία τοῦ χριστιανισμοῦ σάν θεμέλιο τῆς ζωῆς κινδυνεύει νά θεωρηθεῖ ἀμετανόητος ὀνειροπόλος καί νά θαφτεῖ κάτω ἀπό τήν σκωπτική διάθεση τῶν ἀνθρώπων. Σήμερα σελαγίζουν στό στερέωμα τῆς ζωῆς μας τ’ ἀστέρια τῆς χρησιμοθηρίας καί τοῦ ἀτομισμοῦ. Ποῦ καιρός καί θέσεις γιά σοβαρές κουβέντες. Καί ὅπου δέν φαίνονται τά παραπάνω στοιχεῖα νά ἐπικρατοῦν ἐκεῖ διαφορετικές ἀπ’ τήν δική μας ἰδεολογία γκρεμίζουν τήν ἀξία τῆς πίστεως στό θεμέλιο καί προσφέρουν ἐγκόσμια ὑποκατάστατά του. Ὅπως καί νά ἔχει ὅμως τό πρᾶγμα σημασία ἔχει τό γεγονός πώς οἱ ἄνθρωποι, εἴτε γιατί δέν ξέρουν εἴτε γιατί δέν θέλουν ἀφήνουν καταμέρος «τόν λίθο τόν ἀκρογωνιαίον» καί οἰκοδομοῦν πάνω σέ σαθρή βάση πού σύντομα ὑποχωρεῖ δημιουργώντας τραγικά θύματα. Μπροστά στό φαινόμενο αὐτό καμία σκοπιμότητα δέν μπορεῖ νά φράξει τό σῶμα μας καί δέν πρέπει νά μᾶς ἀπογοητεύσει. Καθῆκον μας    εἶναι νά μιλᾶμε γιά τήν ἀλήθεια καί γιά τό φῶς. Γι’ αὐτό καί παραβλέποντας κάθε κίνδυνο θέλουμε νά ὑπογραμμίσουμε πώς ζωή χωρίς Χριστό  εἶναι κτίριο χωρίς θεμέλιο.  Εἶναι ἄνω δομή χωρίς ὑποδομή δηλαδή  εἶναι χαμένος καιρός καί πείραμα δοκιμασμένο καί ἀποτυχημένο. Κι ὅταν λέμε ὅτι ὁ Χριστός πρέπει νά γίνει τό θεμέλιό μας, θέλουμε νά ποῦμε πώς τό πνεῦμα τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καί οἱ ἐπιταγές της πρέπει νά μᾶς καθοδηγοῦν σέ κάθε λεπτομέρεια τῆς ζωῆς μας. Ὅταν οἱ σκέψεις μας ἐμποτίζονται πρός αὐτό τό πνεῦμα, ὅταν οἱ ἐνέργειές μας εὐθυγραμμίζονται πρός αὐτό τό πνεῦμα τότε ἡ ζωή μας θεμελιώνεται γερά γιατί τό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἀνακαινιστικό, ἐξανθρωπιστικό, κοινωνικό, φιλάνθρωπο. Ἡ ρύθμιση τῆς ζωῆς μας σύμφωνα μ’ αὐτούς τούς ὅρους ἐξασφαλίζει ὁμαλή ψυχική ἀνέλιξη καί συνάμα ἀνθρώπινη κοινωνική συμπεριφορά. Τό πρῶτο ἐνδιαφέρει τόν καθένα μας τό δεύτερο τήν κοινωνία ὅλη. Ἡ ψυχική μας ἰσορροπία καί ἡ σύμμετρη ἀνάπτυξη τῶν ἐσωτερικῶν μας δυνάμεων κάτω ἀπό τήν πνοή τῶν μεταφυσικῶν προεκτάσεων τῆς πίστεως μᾶς ἐξασφαλίζουν τό αἴσθημα τῆς ἀσφάλειας καί μᾶς ὁδηγοῦν σέ ἀνάλογη πνευματική τοποθέτηση ἀπέναντι στά τεράστια κοσμοθεωρητικά καί ὑπαρξιακά μας προβλήματα.  Ἔτσι γινόμαστε ἀληθινά φιλόσοφοι τῆς ζωῆς, μακριά ἀπό δολιχοδρομήσεις καί συγχήσεις. Ἄν τό κέρδος ἔχει ἄμεση συνέπεια στήν ἐξωτερική μας συμπεριφορά πού γίνεται εὐεργετική γιά ὅλους μας ὅσοι μᾶς πλησιάζουν γιά ὅλους ὅσοι μᾶς βλέπουν. Ὅλα αὐτά βέβαια ὑπό τό αὐτονόητο ὅρο πώς ἔχουμε ποτισθεῖ ἀπό τό γνήσιο πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι ἀπό φρικτές παρανοήσεις πού μᾶλλον κακό κάνουν καί σέ μᾶς καί στούς ἄλλους. Εἶναι ἀνάγκη νά τονισθεῖ αὐτό γιατί ὅ, τι φαίνεται χριστιανικό δέν εἶναι καί στήν πραγματικότητα πάντοτε τέτοιο.
Ἄν ὅλοι μας εἴχαμε θέσει τόν Χριστό θεμέλιό μας, διαφορετική θά ἦταν ἡ ὄψη τοῦ κόσμου. Ἀλλά ποτέ δέν εἶναι ἀργά.  

Σάββατο, Ιουλίου 25, 2015

Κήρυγμα Κυριακής Η' Ματθαίου 26.7.2015 (Ἀπόστολος Γαλ. γ΄ 23-δ΄ 5) ΥΙΟΙ ΘΕΟΥ «Διά τῆς πίστεως εἶσθε ὅλοι υἱοί Θεοῦ ἐν Χριστῷ»

     Μακαρίζομεν καί εὐλογοῦμεν τό στόμα τοῦ θείου Ἀποστόλου Παύλου, ἀγαπητοί μου, τό ὁποῖο ἐκήρυξε καί διελάλησε τήν μεγάλη αὐτή ἀλήθεια ὅτι ὅσοι πιστεύουν στήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅσοι πιστεύουν στήν Ἁγία Τριάδα, ὅσοι πιστεύουν στό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ὅσοι πιστεύουν στά δόγματα τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ὅλοι υἱοί Θεοῦ. Ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά, μορφωμένοι, ἀμόρφωτοι, ἄρχοντες, ἰδιῶτες μποροῦν νά ἔχουν αὐτο τό μεγάλο ἀξίωμα, νά εἶναι τιμιώτερο καί ἐνδοξότερο αὐτοῦ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Καμία δόξα καί τιμή μπορεῖ νά ὑπεροχώτερη καί λαμπρότερη ἀπό αὐτή.
          Τό ὅτι ἐγίναμε υἱοί Θεοῦ ὀφείλεται στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ υἱοθεσία μας εἶναι καρπός καί συνέπεια τοῦ μυστηρίου τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεάνθρωπος Λυτρωτής καί Σωτήρας μας ἔκανε ὅλα ὅσα ἔπρεπε γιά νά λάβουμε τήν υἱοθεσία, γιά νά γίνουμε υἱοί τοῦ Θεοῦ. Στήν συνέχεια θά δοῦμε ποια εἶναι τά δικαιώματα καί ποιά τά καθήκοντα τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ.
          1) Τά δικαιώματα τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀνύψωσε καί ἀνέβασε τούς πιστεύοντες σ’ Αὐτόν στήν κατάσταση στήν ὁποία εὑρίσκεται αὐτός ὁ Ἴδιος παρέχοντας στούς ἀνθρώπους ἴσα δικαιώματα μέ αὐτά τά δικά Του. Οἱ πιστοί γίνονται Θεοί «κατά χάριν» καί συμμετέχουν στήν ζωή τοῦ Θεοῦ. Εἶναι κληρονόμοι τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν καί συγκληρονόμοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅσα δικαιοῦται ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ φυσικός καί μονογενής, τά ἴδια δικαιώματα ἀποκτοῦν καί οἱ πιστοί οἱ ὁποῖοι μοιράζονται μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό τά θεία δικαιώματά Του.
          Ἀπό τήν υἱοθεσία προέκυψε ἡ δυνατότητα νά ἀποκαλοῦμε τόν Θεόν Πατέρα μας ὅπως τοῦ λέγουμε συχνά τό «Πάτερ ἡμῶν». Ἀπό τήν υἱοθεσία προῆλθεν ἡ δυνατότητα νά λάβουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα γιά νά ἀνακαινίσει τήν ὑπαρξή μας. Ἀπό τήν υἱοθεσία ἀξιωθήκαμε νά γνωρίσουμε τόν Θεό καί νά ὁδηγηθοῦμε στήν θεογνωσία. Ἕνεκα τῆς υἱοθεσίας μποροῦμε νά εἰσερχόμαστε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας καί νά συμβασιλεύουμε καί νά συνιερατεύουμε μέ τά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τούς αἰώνας.
          2. Οἱ ὑποχρεώσεις τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ.
          Ἀλλά ἐάν ἔχουμε τόσο μεγάλα καί θαυμαστά δικαιώματα ἐπειδή εἴμαστε υἱοί Θεοῦ μεγάλες εἶναι καί οἱ ὑποχρεώσεις. Αὐτές τίς ὑποχρεώσεις μας θά τίς συνειδητοποιήσουμε μελετώντας - ἐξετάζωντας τήν ζωήν τοῦ φυσικοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
          Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν υἱός ὑπακοῆς. Ἀπό ὑπακοή στόν Θεό Πατέρα δέχθηκε νά πιεῖ τό πικρό ποτήρι τοῦ ἄδικου καί ἐξευτελιστικοῦ Σταυρικοῦ θανάτου. Μ’ αὐτό μᾶς ἔδειξε ὅτι καί ἐμεῖς ὡς υἱοί Θεοῦ ὀφείλουμε νά ὑπακούουμε στό Πατέρα μας καί στό Ἅγιο θέλημά Του.
          Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν υἱός πού ἐξετέλεσε ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Καμία δέν παρέβη. Καμία δέν καταφρόνησε. Καμία δέν ἀρνήθηκε νά τηρήσει. Ἐτήρησε ὅλες τίς ἐντολές. Ἔτσι μᾶς ἔδειξε ὅτι ὀφείλουμε καί ἐμεῖς νά ἐφαρμόζουμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Νά μήν τίς καταστρατηγοῦμε. Ἀλλά νά τίς σεβόμαστε. Νά μήν τίς περιφρονοῦμε. Ἀλλά νά τίς φυλάσσουμε μέ ἀκρίβεια καί προσοχή.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν υἱός πού ἐδόξασε τόν Θεό Πατέρα. Τόν ἐδόξασε μέ κάθε τρόπο μέ τά ἔργα Του, μέ τήν ζωή Του, τήν διδασκαλία Του, τά θαύματά Του. Ὅλα τά ἔκανε γιά νά δοξασθεῖ καί νά τιμηθεῖ ὁ Θεός Πατέρας. Ἔτσι ἔδειξε καί σέ μᾶς ὅτι ὀφείλουμε νά ἐργαζόμαστε γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας καί ὄχι γιά τήν δική μας δόξα. Ὁ Θεός Πατέρας θά μᾶς ἀνταμείψει ἀντιδοξάζοντάς μας, ὅπως ἐδόξασε καί τόν ἀγαπητό Του Υἱόν.
          Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν Υἱός πού τόν ἐνδιέφερε νά εἶναι ἀρεστός στόν Θεό Πατέρα. Δέν θέλχθηκε ἀπό τά τερπνά τοῦ κόσμου. Δέν τόν δελέασαν οἱ ἠδονές τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου. Δέν τόν ἐσαγήνευσε ἡ δόξα τοῦ κόσμου. Ἔμεινε καθαρός ἀπό τήν ματαιότητα τῆς ζωῆς αὐτῆς. Ἔτσι μᾶς ἔδειξε ὅτι κι ἐμεῖς ὀφείλουμε νά μείνουμε ξένοι γιά ὅλα αὐτά, νεκροί στίς προκλήσεις τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς. Ζωντανοί μόνο γιά τήν Θεό καί τά τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν ὁ ἀγαπητός Υἱός, ὁ Ἕνας καί μοναδικός πού ἦταν ἀρεστός στόν Θεό Πατέρα.
          Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν υἱός θυσίας. Καταδέχθηκε νά θυσιασθεῖ Αὐτός γιά χάρι τοῦ κόσμου. Δέχθηκε νά θεωρηθεῖ Αὐτός ὑπεύθυνος κι ἔνοχος γιά τίς ἁμαρτίες ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί νά τιμωρηθεῖ γι’ αὐτές μέ Σταυρικό καί Ἐξευτελιστικό θάνατο.
          Ἔτσι μᾶς ἔδειξε ὅτι καί ἐμεῖς ὀφείλουμε νά θυσιαζόμαστε γιά τούς ἀδελφούς μας. Νά θυσιαζόμαστε γιά τόν σύζυγο καί τήν σύζυγο τούς γονεῖς, τά παιδιά, τούς οἰκείους, τούς φίλους καί τούς ἐχθρούς μας.  Ὅποιος ἔχει τό πνεῦμα τῆς θυσίας εἶναι γνήσιος υἱός τοῦ Θεοῦ.
          Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν υἱός ἀναμάρτητος. Δέν τόν ἐμόλυνε ἡ ἁμαρτία. Δέν τόν ἐκυρίευσαν τά βρώμικα πάθη τῆς ἁμαρτίας. Δέν ἀτιμάσθηκε. Ἀλλά ἔμεινε ἀμόλυντος, καθαρός, ξεχώρισε ἀπό ὅλους τούς ἁμαρτωλούς. Ἔτσι ἔδειξε ὅτι οἱ υἱοί τοῦ Θεοῦ ὀφείλουν νά μένουν νεκροί γιά τήν ἁμαρτία, νεκροί γιά τά πάθη καί νά μήν ἔχουν τίς συνήθειες τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων.
          Ἀδελφοί μου
          Εἴδαμε τίς ὑποχρεώσεις καί τά δικαιώματα πού ἔχουν οἱ πιστοί πού εἶναι υἱοί Θεοῦ. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ὅτι τό νά εἶναι ὁ καθένας μας «υἱός Θεοῦ» δέν πρόκειται πιά ἁπλῶς γιά ἕνα τίτλο πού δείχνει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τά πλάσματά Του. Ἀλλά εἶναι υἱός Θεοῦ κι αὐτό σημαίνει ὅτι συμμετέχει στήν φύσει ἐκείνου ἀπό τόν ὁποῖο ἔχει υἱοθετηθεῖ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος συμβουλεύει:
          «Ἡ θεία δύναμη Του μᾶς ἐδώρησε ὅσα συντελοῦν εἰς τήν ζωήν καί τήν εὐσέβειαν καί ἔτσι λαμβάνομεν πλήρη γνῶσιν ἐκείνου πού μᾶς ἐκάλεσε διά τῆς δόξης του καί τῆς δυνάμεώς Του, διά τήν ὁποίαν μᾶς ἔχουν δωρηθεῖ οἱ πολύτιμες καί μέγιστες ὑποσχέσεις, ὥστε νά ἀποφεύγετε διά τούτων τήν διαφθοράν, πού ὑπάρχει εἰς τόν κόσμον, λόγῳ τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν καί νά γίνετε συμμέτοχοι θείας φύσεως» (Β΄ Πέτρου α΄ 3-4).        

Σάββατο, Ιουλίου 18, 2015

Κήρυγμα Κυριακῆς Ἁγίων Πατέρων Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (19.7.2015) (Τιτ. γ΄ 8-15) «Ἡ Κοινωνικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ»

Κήρυγμα Κυριακῆς Ἁγίων Πατέρων Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
(19.7.2015)
(Τιτ. γ΄ 8-15)
«Ἡ Κοινωνικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ»
            Στόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρός τόν μαθητή του Τίτο, διακρίνουμε τήν κοινωνικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ: «Μανθαντωσαν δ κα ο μτεροι καλν ργων προστασθαι ες τς ναγκαας χρεας, να μ σιν καρποι». Τό θέμα αὐτό τῆς κοινωνικότητος εἶναι ἀρκετά ἐνδιαφέρον καθώς ἀφορᾶ ὅλους ἐμᾶς πού φέρουμε τόν ὄνομά τοῦ Χριστοῦ καί μᾶς χαρακτηρίζει στήν ζωή μας. Ἰδιαίτερα σήμερα στήν ἐποχή μας πού ἡ κοινωνική προσφορά τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι σημαντική καί ζωτικῆς σημασίας.
            Ἀκόμα κι αὐτοί πού ἀρνοῦνται τήν θεία προέλευση τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τούς πνευματικούς στόχους καί τόν βλέπουν σάν κίνημα ἀπελευθερωτικό, δέν ἀμφισβητοῦν τήν κοινωνική προσφορά στό ἀνθρώπινο σύνολο. Γιά μᾶς ὅμως πού πιστεύουμε ἀκράδαντα στήν ἀποκαλυπτική του βάση, τό κοινωνικό στοιχεῖο ἐντάσσεται μέσα στό περίγραμμα τῶν ἐνδιαφερόντων του γιά τόν ἄνθρωπο σάν εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, σάν ψυχοσωματικῆς ὀντότητας. Κανένα ἄλλο σύστημα καί κανένας ἄλλος θεσμός δέν πρόσεξε τόσο τόν ἄνθρωπο, ὅσο ὁ Χριστιανισμός, τοῦ ὁποίου ἡ ἀνθρωπολογία ἔχει στερεές βάσεις. Ἔτσι ὁ κοινωνικός χριστιανισμός δέν ἐμφανίζεται ἁπλῶς σάν παραχώρηση πρός τίς ἀνάγκες ἑνός καταπιεζόμενου συνόλου, ἀλλά σάν ἐκπλήρωση ἑνός χρέους πρός τό ἀνεπανάληπτο ἀνθρώπινο πρόσωπο μέ τό μοναδικό ἀνθρώπινο πρόσωπο μέ τό μοναδικό ἦθος.
            Εἶναι χαρακτηριστικό πώς γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο ὁ χριστιανισμός θεωρεῖται ἄκαρπος ἐάν δέν ἔχει νά ἐπιδείξει ἔργα εὐποιίας πού ἀνακουφίζουν τήν δυστυχία καί τήν ἀνέχεια. Ἡ ἔλλειψη τέτοιων ἔργων κάνει ἄχρηστη τήν ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ καί ἀνενεργό τήν παρουσία του μέσα στόν κόσμο. Ἀντίθετα κάθε ἐκδήλωση ἀγάπης γιά τόν ἄλλον ἄνθρωπο, προσλαμβάνει διαστάσεις μιᾶς ὄμορφης καρποφορίας, γιατί γίνεται σέ ἐκπλήρωση θετικῶν ἐπιταγῶν τῆς ἠθικῆς πού τονίζουν τήν ἀνθρώπινη ἀξία καί ἀνταποκρίνονται στίς ποικίλες ἀνάγκες της.
            Κάθε κοινωνισμός πού δέν ξεκινάει ἀπό τήν βάση αὐτή εἶναι καταδικασμένος σέ ἀποτυχία, γιατί ἐκφυλίζεται σέ μία φιλαλληλία πού τῆς λείπει ὁ συνεκτικός δεσμός. Ἡ παρουσία τοῦ χριστιανισμοῦ μέσα στόν κόσμο δίνει ξεχωριστό νόημα στήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα, πού ἔστω κι ἄν ταλαντεύεται μέσα στήν δίνη τῶν διαφόρων ρευμάτων, δέν παύει νά διατηρεῖ τήν μοναδικότητά της. Γιά τόν χριστιανό τά ἔργα τῆς εὐποιίας ἔχουν σάν ἀποδέκτη τόν ἴδιο τόν σαρκωμένο Λόγο τοῦ Θεοῦ, πού ἐτίμησε τόν ἄνθρωπο μέ τήν πρόσληψη τῆς σάρκας του.
            Ὡστόσο στίς κοινωνικές του διαστάσεις ὁ Χριστιανισμός μπόρεσε νά συνδυάσει τό ἐπίγειο μέ τό οὐράνιο, τό πρόσκαιρο μέ τό αἰώνιο, καθώς εἶδε τόν κοινωνισμό του μέσα ἀπό τό πρίσμα τῆς θεανθρώπινης παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Γι’ αὐτό καί ἀπέφυγε κάθε μορφῆς ἐκδήλωση πού θά ἑρμήνευε τόν ἄνθρωπο εἴτε σάν μάζα, εἴτε σάν ἐφήμερη ὕπαρξη. Ἀντίθετα τόν ἀγκάλιασε μέ ὅλες τίς διαστάσεις πασχίζοντας νά ἱκανοποιήσει κοινωνικά τό σύνολο ἄνθρωπο. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ θεώρηση, ξεχωρίζει τόν Χριστιανικό κοινωνισμό ἀπό τούς ἄλλους.
            Καί εἶναι στό ἐνεργητικό τοῦ Χριστιανισμοῦ ὅτι ποτέ δέν παραθεωρήθηκε χάριν τοῦ ὑπερφυσικοῦ τό φυσικό καί χάριν τοῦ ἐπουρανίου ἡ γῆ. Ἔκλεισε μέσα του στοργικά τόν ἄνθρωπο μέ τίς ἀνάγκες του, ἀναλαμβάνοντας νά τόν καθοδηγήσει ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό, χωρίς νά ἀγνοήσει τίς προσωπικές-ἀτομικές καί τίς κοινωνικές του προοπτικές μέσα στό χῶρο καί στόν χρόνο. Ἔτσι ἀπό τά πρῶτα κιόλας βήματά του μπόρεσε νά συλλάβει σέ ὅλη της τήν ἔκταση τήν ἀνθρώπινη προβληματολογία, πρᾶγμα πού τόν ἔφερε σέ σημεῖο νά πραγματώσει γιά πρώτη καί ἀνεπανάληπτη φορά, στήν ἱστορία τοῦ κόσμου τήν ἀληθινή κοινωνική καί κοινοβιακή συμβίωση, τότε πού οἱ πρῶτες κοινότητες τῶν χριστιανῶν στήν Ἰερουσαλήμ ζοῦσαν μέ ἐνθουσιασμό τήν κοινωνικότητα τῆς Ἐκκλησίας τους.
            Ὅσο καί ἄν οἱ καιροί πέρασαν κι ἀμαυρώθηκε ἡ πρώτη ἐκείνη ἐντύπωση, δέν παύουν καί στίς ἡμέρες μας οἱ ἐκδηλώσεις αὐτοῦ τοῦ κοινωνικοῦ στοιχείου νά ποικίλουν τήν ζωή μας καί νά διακοσμοῦν τόν κόσμο μας. Κι ἴσως εἶναι αὐτές τόσο πολύτιμες γιατί δίνουν μία ξεχωριστή ποιότητα στήν μονότονη ζωή τοῦ καιροῦ μας, πού εἶναι ἀλλιῶς βουτηγμένη στό ἄγχος καί στήν ἀπομόνωση. Ἄν ἔλειπαν κι αὐτές οἱ ἐκδηλώσεις ἀγάπης, δέν θά ἔμενε τίποτε γιά τόν εὐγενικό χῶρο τῆς καρδιᾶς μας, καί ἡ ζωή μας θά ἔπαιρνε τήν μορφή μιᾶς τυραννίας χωρίς τελειωμό καί χωρίς διέξοδο. Χάρις στίς κατακτήσεις μας αὐτές μποροῦμε νά περιφέρουμε μέ ὑπερηφάνεια τό πρόσωπό μας μέσα στήν κοινωνία, σάν νά ἔχουμε τήν ἐσωτερική μαρτυρία πώς ἐπιτελέσαμε στήν ἐντέλεια τό καθῆκον μας ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο, τόν ἀδελφό μας. Θά ἦταν ἄραγε πολύ νά ζητούσαμε ἀπ’ ὅλους νά ἀνταποκριθοῦν σ’ αὐτό τό αἴτημα πού ἀναπαύει τίς καρδιές καί ἐξευγενίζει τήν ζωή; Νομίζω πώς ὄχι. Ἀξίζει τόν κόπο γιά χάρη τῶν ἄλλων καί γιά τήν ποιοτική ἐξύψωση τῆς ζωῆς μας. 

Σάββατο, Ιουλίου 11, 2015

Κήρυγμα Κυριακῆς 12.07.2015 (Κυριακή ΣΤ΄ Ματθαίου Ρωμ. ιβ΄ 12) «Ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος» υπό του Αρχιμανδρίτου Καλλίνικου Νικολάου

Κήρυγμα Κυριακῆς 12.07.2015
(Κυριακή ΣΤ΄ Ματθαίου Ρωμ. ιβ΄ 12)
«Ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος»
Πολύς λόγος γίνεται κάθε φορά γιά τήν ἀγάπη, σάν ἀπαραίτητο συστατικό τῶν ἀμοιβαίων σχέσεων μας. Ὡστόσο τό στοιχεῖο τῆς ἐλλείψεως ὑποκρισίας σ’ αὐτήν εἶναι βασικό. Τό «ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος» (Ρωμ. ιβ΄ 9) τοῦ Ἀποστόλου Παύλου μᾶς δίνει τήν ἀφορμή γιά τίς ἑπόμενες σκέψεις.
Ἡ ὑποκρισία μέσα στήν ἀγάπη ἔγινε συχνό φαινόμενο στίς ἡμέρες μας. Κάτω ἀπό τήν κάθε ἐκδήλωση φιλίας ἤ ἐνδιαφέροντός μας γιά τόν ἄλλο κρύβεται πολλή δόση ἀνειλικρίνειας καί μεγάλο ποσοστό συμφεροντολογικοῦ ὑπολογισμοῦ. Ἀγαπᾶμε ὄχι γιατί αἰσθανόμαστε τήν ἀγάπη μας, ἀλλά γιατί ἐφαρμόζουμε μυστικῶς – μερικές φορές μάλιστα καί φανερά- τήν νομική ἀρχή «δίνω γιά νά δώσεις». Δίνουμε τά ψίχουλα μιᾶς ψεύτικης ἀγάπης γιά νά εἰσπράξουμε τό κεφάλαιο μαζί μέ τόν τόκο. Ἕνας ψυχρός ὑπολογισμός στίς ἐκδηλώσεις μας ἀφαιρεῖ ἀπ’ αὐτές ὅ, τι εὐγενικό ὑπάρχει μέσα μας καί κατεβάζει στά χαμηλά καί τά πιό ἱερά συναισθήματα.
Γενικά ἡ εἰλικρίνεια στίς ἐνέργειές μας ἔχει σήμερα καταντήσει σπάνιο νόμισμα. Ὁ καθένας κοιτάζει πώς θά ξεγελάσει τόν ἄλλον, προσφέροντάς του κίβδηλα αἰσθήματα πού στήν πρώτη δυσκολία ἐξανεμίζονται καί ἀπογυμνώνονται ἀπό τό ἐπιμελημένο ἔνδυμά τους.
Μᾶς περιβάλλουν ἄνθρωποι πού λίγο ἤ πολύ παίζουν μέ τόν ἑαυτό τους καί μαζί μας κατεβάζοντας σέ ἐπικίνδυνο σημεῖο τήν ποιότητα τῆς ζωῆς. Κανείς μας δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἀμέτοχος τῆς εὐθύνης γιά τό φαινόμενο αὐτό, πού μοιάζει μέ ἕνα φαύλο κύκλο.
Ὅλοι μιλᾶνε γιά τήν ἀνάγκη τῆς εἰλικρίνειας στίς διανθρώπινες σχέσεις μας κι ὅλοι ἔπειτα ὑποκύπτουμε στόν πειρασμό νά συμμορφωθοῦμε μέ ὅ, τι ἐπικρατεῖ στήν κοινωνία μας. Ἔτσι ἔχουμε μάθει νά ἀντικρίζουμε μέ περισσή ἐπιφύλαξη τόν διπλανό μας, καθώς διαπιστώνουμε τήν ἠθική διάβρωση ὅλων μας ἀπό τό κακό τῆς ἀνειλικρίνειας καί τῆς ὑποκρισίας.
Κι ὅμως εἶναι ἀνάγκη μας ψυχική ν’ ἀγαπᾶμε. Καί ν’ ἀγαπᾶμε ἀνυπόκριτα. Χωρίς δηλαδή σκεπασμένες ἐπιδιώξεις πού συχνά ἀπογυμνώνουν τήν ἀγάπη μας ἀπό τήν ὅλη θειότητα καί εὐγένειά της. Κουραζόμαστε ψυχικά κάθε φορά πού χρειάζεται νά κάνουμε μία πικρή διαπίστωση πώς τούς καιρούς μας «ἐψύγει ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν», γιατί στήν βάση της αὐτή ἡ διαπίστωση ἔχει τήν πνευματική καταδίκη τῆς ἐποχῆς μας, ἔστω κι ἄν μεσουρανοῦν οἱ τεχνολογικές της κατακτήσεις. Ποτέ ἄλλοτε δέν εἶναι τόσο ἄρρωστη μία κοινωνία, ὅσο ὅταν τά στελέχη της ἐμεῖς δηλ. οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦμε ν’ ἀντικρύζουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον μέ τό φωτεινό πρόσωπο τοῦ ἀθώου πού ἀγαπάει εἰλικρινά καί μέ τό μέτωπο καθαρό. Ἀλλά στίς ἡμέρες μας ἡ ἀνυπόκριτη ἀγάπη, καθώς ἀπουσιάζει ἀπό πολλές πτυχές τοῦ βίου μας, σκοτεινιάζει τίς καρδιές μας καί γεννάει στίς ψυχές μας καί στά πρόσωπά μας τήν ἀμφισβήτηση γιά τό μέλλον μας.
Ποτέ ἡ κοινωνία τῶν στόχων καί ἡ ὁμοιογένεια τῶν πολιτικῶν πεποιθήσεων ἤ τό σφυκτικό δέσιμο τῶν ἰδίων συμφερόντων δέν μπόρεσαν νά ἐξασφαλίσουν τήν ἀνυπόκριτη ἀγάπη. Ἡ ἱστορία πληροφορεῖ πώς κανένα ἀπό τά παραπάνω σχήματα δέν βρέθηκαν ἱκανά στό διάβα τῶν αἰώνων νά ἐπιβάλει στούς ἀνθρώπους ν’ ἀγαπιῶνται εἰλικρινά καί πέρα ἀπό κάθε ὑπολογισμό. Οὔτε κι αὐτή ἀκόμα ἡ κοινότητα τοῦ αἵματος δέν μπόρεσε νά ἐγγυηθεῖ κάτι τέτοιο. Γιατί αὐτή βασίζεται κυρίως ἐπάνω στήν ἐσωτερική ἀναγέννηση καί στήν πίστη στόν ἄνθρωπο πού εἶναι εἰκόνα Θεοῦ.
Ἡ ἀληθινή ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι σκέτο συναίσθημα. Ἔχει σάν ἀφετηρία τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Ἔρχεται σάν προέκταση αὐτῆς τῆς ἀγάπης, γι’ αὐτό καί ἔχει χαρακτήρα ἱερό. Ἔτσι, σέ τελευταία ἀνάλυση ἡ εἰλικρινής ἀγάπη μας γιά τόν ἄλλον δέν ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικά ἀπό ἐμᾶς. Εἶναι, θά ἔλεγα, δῶρο τοῦ Θεοῦ ἤ μᾶλλον ἀντίδωρον σέ ὅσους στηρίζονται πάνω στήν πρός Αὐτόν ἀγάπη. Γι’ αὐτό οἱ δύο ἀγάπες, πρός τόν Θεόν καί πρός τόν ἄνθρωπον, στά πλαίσια τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, βρίσκονται σέ ἄμεση σχέση. Δηλ. δέν μπορεῖ κανείς νά ἀγαπάει τόν Θεό σάν δέν ἀγαπάει τόν ἄνθρωπο καί τανάπαλιν. Αὐτή ἡ ἀλληλοεξάρτηση δείχνει τό βαθύ θεμελίωμα τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας καί τονίζει τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου μέσα στόν κόσμο.
Ἀπό τέτοια ἀγάπη ἔχουν ἀνάγκη οἱ ἄνθρωποις καί οἱ ἐποχές. Γιά νά ὀρθοποδήσουν καί νά εὐημερίσουν. Καί θά πληρώνεται αὐτή ἡ ἀνάγκη, ὅσο οἱ ἄνθρωποι θά γίνονται πνευματικότεροι. Πιότερη ἀγάπη στόν Θεό θά σημαίνει ἀναπόφευκτα πιότερη ἀγάπη καί πρός τόν ἄνθρωπο. Ἀλλιῶς θά τρεφόμαστε μέ αὐταπάτες.
Θά μπορέσουν ἄραγε ὅλοι νά ἀντιληφθοῦν αὐτή τήν ἀλήθεια; Ἄν ναί, τότε δέν θά εἶναι ἁπλῶς «ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος» ἀνάμεσά μας ἀλλά καί οἱ ἡμέρες μας ξεχωριστές καί ἡ παρουσία μας τίμια.

Σάββατο, Ιουλίου 04, 2015

Κήρυγμα Κυριακῆς 5.07.2015 (Κυριακή E΄ Ματθαίου Γαλ. ε΄ 22-στ΄ 2) «Ὁ καρπός τοῦ Πνεύματος»

Κήρυγμα Κυριακῆς 5.07.2015
(Κυριακή E΄ Ματθαίου Γαλ. ε΄ 22-στ΄ 2)
«Ὁ καρπός τοῦ Πνεύματος»
Τήν 5η Ἰουλίου ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν μνήμη τοῦ Ὁσίου καί θεοφόρου πατρός Ἀθανασίου τοῦ ἐν Ἄθω. Ἕναν Ὅσιο Πατέρα ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὁ θεμελιωτής τοῦ Μοναχισμοῦ στό Ἅγιον Ὄρος. Καί καθώς ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ ἕναν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος ἀγωνίσθηκε, σχεδόν σέ ὁλόκληρη τήν ζωή του κατά τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας καί προσπάθησε μέ ἐπιτυχία νά ἐφαρμόσει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀναγινώσκεται ὁ ἀπόστολος ἀπό τήν Πρός Γαλάτας ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πού μᾶς ὁμιλεῖ γιά τόν καρπό τοῦ Πνεύματος. Ἐκ προοιμίου ὁ Ἀπόστολος μᾶς δίνει τά χαρακτηριστικά τοῦ ἀνθρώπου πού ἀγωνίσθηκε στήν ζωή του καί τό ἅγιον Πνεῦμα ἐσκήνωσε στήν ὕπαρξή του ἀποδίδοντάς του ἔτσι τά ἀποτελέσματα, τούς καρπούς δηλαδή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ ἄνθρωπος ὁμοιάζει μέ ἕνα δέντρο, ἕνα δέντρο τό ὁποῖο πρέπει νά ἀνθίσει καί νά καρποφορήσει. Γιατί ἀλλιῶς ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς πληροφορεῖ «πᾶν δένδρον μή ποιοῦν καρπόν καλόν ἐκκόπτεται καί εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. ζ΄ 19). Τό δέντρο δηλαδή πού δέν δίνει καρπούς ἀγαθούς κόπτεται καί παραδίνεται στήν φωτιά γιά νά καεῖ καί νά ἀφανισθεῖ. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ μᾶς. Κάθε ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δέν καρποφορεῖ στήν ζωή του, δέν ἔχει ἀρετές πού εἶναι οἱ καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν εἶναι δηλ. πνευματοφόρος, χάνεται στήν ἄβυσσο τῆς Κολάσεως μακριά ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τόν ἠτοιμασμένο τόπο ἀπό τόν Κύριο μας ὅπως ὁ ἴδιος μᾶς τό ὑποσχέθηκε.
Προβάλλοντας ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ἕναν Ὅσιο, καλεῖ καί ὅλους ἐμᾶς νά ἀγωνισθοῦμε γιά νά γίνουμε δέντρα, καλλίκαρπα καί πολύκαρπα. Καί θά ἦταν πολύ διδακτικό γιά ὅλους μας νά ἀναφερθοῦμε δι’ ὁλίγων σ’ αὐτούς τούς καρπούς, σ’ αὐτές τίς ἀρετές πού καθαρίζουν τόν ἄνθρωπο καί τόν παρουσιάζουν ἱματισμένο καί σοφρωνοῦντα, ἔμπροσθεν τοῦ θρόνου τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Θεοῦ.
Οἱ καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι χωρισμένοι σέ τρεῖς τριάδες εἰς τύπον τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Πρῶτον εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη πού εὔκολα ξεστομίζεται ἀπό τά χείλη τῶν ἀνθρώπων χωρίς ὅμως οὐσία καί ἀνταπόκριση στό πραγματικό. Ἀγάπη ὄχι τῶν λόγων ἀλλά τῶν ἔργων. Ἀγάπη θυσιαστική μιμούμενη ἐκείνη τήν τέλεια ἀγάπη πού εἶχε ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός δίνοντας του τό ἔναυσμα γιά νά ἀνέβει στόν Σταυρό. Τέτοια ἀγάπη ἐννοεῖ ὁ Ἀπόστολος καί τέτοια ἀγάπη ζητᾶ ἀπό ἐμᾶς ὁ Κύριος. Ἀγάπη πού θυσιάζει τά πάντα γιά νά δώσουμε τό ἑαυτό μας στούς ἄλλους, ἀγάπη πού νά καλύπτει τά πάντα πού νά συγχωρεῖ, πού νά νουθετεῖ, πού νά ἀγκαλιάζει, πού νά εἶναι ἀνιδιοτελής, πού τέλος νά ὁδηγεῖ στόν παράδεισο καί στήν σωτηρία.
Δεύτερον εἶναι ἡ χαρά. Ὅταν κανείς ἀγαπᾶ μέ τόν τρόπο πού ἀνέλυσα πιό πάνω εἶναι ἀπόλυτα βέβαιο ὅτι θά ἔχει μέσα του χαρά.
Δέν μπορεῖ κανείς νά ἔχει ἀγάπη πρός τούς ἀνθρώπους καί τόν Θεό καί νά μήν εἶναι χαρούμενος. Χαρά πού διαλύει κάθε ἴχνος ἀπελπισίας καί λύπης. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ πνευματοφόρος φέρει μέσα του τήν χαρά τοῦ Κυρίου ἔτσι ὅπως ὁ Κύριος μας τήν μετέδωσε μετά τήν Ἀνάστασή του δίνοντας χαρά ἐν ὅλῳ τόν κόσμο.
Τρίτον εἶναι ἡ εἰρήνη. Εἰρήνη ἐσωτερική πού ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος κάνοντάς τον εἰρηνικόν μέ ὅλους, ἀλλά δίνοντάς τους καί τήν ἐσωτερική εἰρήνη, ἀσφαλίζοντάς τον ἀπό κάθε βέλος ταραχῆς καί θυμοῦ. Προχωρώντας τίς σκέψεις μας βλέπουμε ὅτι οἱ καρποί τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἀλληλένδετοι, ὡς μία ἀλυσίδα ἤ καλλίτερα ὡς μία κλίμακα πού κανείς ἀνεβαίνει κατακτώντας τίς ἀρετές. Ἔτσι δικαίως ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι «ὁ καρπός τοῦ Πνεύματος...». Δηλαδή θεωρεῖ ὅλες αὐτές τίς ἀρετές πού ἀπαριθμεῖ ὡς ἕνα καρπό πού κατέχει κάθε ψυχή ἀγωνιζομένου χριστιανοῦ.
Τέταρτον εἶναι ἡ μακροθυμία. Μακροθυμία πρός πάντας. Μακροθυμία πού κάνει τήν καρδιά μας τόσο ἀνοιχτή, ὡς ὡκεανόν, καί χωράει ὅλους χωρίς νά ἀνταποδίδουμε κανένα κακό. Ἡ μακροθυμία καταργεῖ τό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ καί ὁδόντα ἀντί ὀδόντος» καθώς ἡ μακροθυμία δίνει στόν ἄνθρωπο αὐτό πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει γιά τούς ἀποστόλους «λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν» (Α΄ Κορ. δ΄ 12-13). Ἀλλά τό ἀνώτερο καί τελειότερο ἐκεῖνο πού ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀναφέρει στήν Α΄ ἐπιστολή του γιά τόν Κύριό μας Ἰησοῦν Χριστόν «ὅς λιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόροι, πάσχων οὐ ἠπείλει» (Α΄ Πέτρου β΄ 23). Σέ μία ἐποχή πού μᾶς πετροβολοῦν ἄς δείξουμε μακροθυμία γιά νά ὠφεληθοῦμε.
Πέμπτον εἶναι ἡ χρηστότητα. «Γεύσασθαι καί ἴδετε ὅτι Χριστός ὁ Κύριος...». Ἡ χρηστότητα ἐκείνη ἡ ἀρετή πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν καλοσύνη ἀντιμετωπίζοντας ὅλους ἐκείνους μέ καλοσύνη, οὕτως ὥστε ἡ συμπεριφορά σου νά εἶναι ὠφέλιμη γιά ὅλους.
Ἕκτον εἶναι ἡ ἀγαθοσύνη.Ἔχοντας ὅλα τά παραπάνω ἡ ἀγαθοσύνη σέ ὁδηγεῖ νά κάνεις ὅλα αὐτά πράξη. Οἱ καλές δηλ. πράξεις, ἡ ἀρετή τήν ὁποία ἔχεις σέ κάνουν ἀγαθόν δηλαδή ἐνάρετο. Μέσα στόν κόσμο τῆς πονηρίας πού ζοῦμε, προσευχόμαστε καθημερινῶς στήν Κυριακή προσευχή «ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ». Οὕτως ὥστε νά ἀποκτήσουμε τήν ἀγαθωσύνη, γιά νά μετατρέψουμε τόν κόσμο τόν ἁμαρτωλό καί πονηρό σέ ἐνάρετο.
Ἕβδομο εἶναι ἡ πίστη. Πίστη σημαίνει ἐμπιστοσύνη στό Θεό. Νά ἐμπιστευθείς ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή σου στό Θεό, δείχνοντας τήν ὑπακοή σου καί τήν ὑποταγή σου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Πίστη ἀκράδαντη καί ἀσάλευτη πού σέ προφυλάσσει ἀπό τίς παρεκκλίσεις καί τούς ἐκτροχιασμούς, πού σοῦ διασαλεύουν τήν σταθερή πορεία σου.
Ὄγδοο, ἡ πραότητα. «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμί καί ....» (Ματθ. 11, 29). Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἡ ὑπέρτατη ἀποκάλυψη τῆς πραότητος τοῦ Θεοῦ καί εἶναι πηγή τῆς δικῆς μας πραότητος, ὅπως διακηρύττει «Μακάριοι οἱ Πραεῖς...» (Ματθ. 5,4). Ἡ πραότητα εἶναι σημεῖο τῆς παρουσίας τῆς ἄνωθεν Σοφίας καί χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Μαθητῶν Του (Β΄ Κορ. 10,1). Εἶναι στολίδι τῶν χριστιανῶν οἱ ὁποῖοι δείχνουν γαλήνια πραότητα πρός ὅλους.
Ἔνατον, ἡ ἐγκράτεια. Αὐτός πού μπορεῖ καί χαλιναγωγεῖ τόν θυμό του καί συγκρατεῖ τόν νεύρα του, μπορεῖ ἑπομένως καί νά συγκρατεῖ καί τά ἄλλα πάθη του τά ὁποῖα σκοτώνουν καί καταδικάζουν τήν ψυχή.
Αὐτό ἀδελφοί μου εἶναι καρπός τοῦ Πνεύματος πού κάθε ἀγωνιζόμενος χριστιανός ἀποκτᾶ μέσα ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν ἐκτέλεση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἄς προσπαθήσουμε ὅλοι νά ἀποκτήσουμε τίς ἀρετές αὐτές, νά τίς καλλιεργήσουμε καί νά ἀποδώσουμε τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς δέντρα καλλίκαρπα καί πολύκαρπα.

Σάββατο, Ιουνίου 20, 2015

Κήρυγμα Κυριακῆς 21.06.2015 (Κυριακή γ΄ Ἐπιστολῶν Ρωμ. ε΄ 1-10) «Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στόν Κόσμο» «Συνίστημι δέ τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν» (Πρός Ρωμαίους ε΄ 8).

Κήρυγμα Κυριακῆς 21.06.2015
(Κυριακή γ΄ Ἐπιστολῶν Ρωμ. ε΄ 1-10)
«Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στόν Κόσμο»
«Συνίστημι δέ τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν» (Πρός Ρωμαίους ε΄ 8).
Δέν ὑπάρχει ὑπεροχότερη, προσφιλέστερη καί γλυκύτατη διαβεβαίωση ἀπ’ αὐτήν πού ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του καί θά διαβάσουμε τήν προσεχή Κυριακή. Εἴμαστε ὄντως ὅλοι ἀποδέκτες τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί αὐτό μᾶς τιμᾶ ἰδιαίτερα μᾶς παρηγορεῖ καί μᾶς ἐνδυναμώνει στήν καθημερινότητά μας.
Διαβάζοντας στό βιβλίο τῆς Γενέσεως ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς Δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου τήν ἕκτη ἡμέρα ὁ Θεός Δημιουργός δέν ἐντέλλεται ἀλλά διαλέγεται. Γιά ὅλα τά ἄλλα δημιουργήματα δίνει ἐντολή καί γίνονται. Γιά τόν ἄνθρωπο συζητεῖ μέ τόν ἑαυτό του, τιμώντας τό πλάσμα τῆς ἀγάπης του καί δίνοντάς του μία ἀποκλειστικότητα πού κρύβεται μέσα στό πρόσωπό του. Γιατί ὁ ἄνθρωπος πάνω ἀπό ὅλα εἶναι πρόσωπο πού μέσα στά ὅρια τῆς προσωπικῆς του ἐλευθερίας ὑπερβαίνει τό σύμπαν καθώς ζωοποιεῖται ἀπό τήν ἴδα τήν πνοή τοῦ Θεοῦ καί τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτή κίνηση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐνδεικτική τῆς ἀγάπης του πρός τόν ἄνθρωπο πού δέν σταματᾶ, οὔτε μειώνεται καί ὅταν αὐτός ξεγλυστρᾶ ἀπό τήν πατρική του ἀγκαλιά καί πέφτει στίς κακίας τά δίκτυα, Εἶναι σημαντική μία λεπτομέρεια στόν σημερινό λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὁ Θεός λέει, χαρακτηριστικά ἔχει τόση ἀγάπη γιά μᾶς πού ἔτι ὄντων ἁμαρτωλῶν Χριστός ἀπέθανε. Δηλαδή ἐνῶ ἤμασταν ἀκόμα ἁμαρτωλοί, συμφιλιωθήκαμε μαζί Του χάρις στήν θυσία τοῦ Χριστοῦ. Δέν περίμενε ὁ Χριστός τήν ἀρετή καί τήν ἐπιστροφή μας γιά νά δείξει τήν ἀγάπη Του. Καί ὅταν ἀκόμα ἐμεῖς μέναμε μακριά Του Ἐκεῖνος μᾶς ἀγαποῦσε, ὅπως πρίν καί ἐφρόντιζε γιά τήν σωτηρία μας.
Κάθε φορά πού κάνουμε λόγο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, νιώθαμε μέσα μας μίαν ἀνακούφιση γιατί εἴμαστε πλασμένοι νά ἀγαπιώμαστε κι ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τούς ὁμοίους μας. Ἡ φαντασία ἑνός Θεό πού μέ σκληρότητα συμπεριφέρεται ἀπέναντί μας, μᾶς κουράζει καί μᾶς λυπεῖ. Εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί τό παραδεχόμαστε. Ὅμως σάν τά μικρά παιδιά θέλουμε νά τριβώμαστε στό ἔνδυμα καί στήν ἀγκαλιά Του. Θέλουμε τό στροργικό του χέρι πάνω μας. Καί τότε νιώθουμε πιό ἀσφαλεῖς καί ὀρθοφρονοῦμε. Μᾶς ἀρέσει πιό πολύ ἕνας Θεός Πατέρας γεμᾶτος ἀγάπη ἀπό ἕνα Θεό τιμωρό, ἔστω καί δίκαιο. Ὄχι μόνο γιατί μᾶς τιμᾶ ἡ ἀγάπη Του ἀλλά γιατί τήν ἔχουμε ἀνάγκη, μᾶς εἶναι ὑπαρξιακή ἀναγκαιότητα.
Ὁ Νικόλαος Καβάσιλας, ἕνας ἀπό τούς μυστικούς ὀρθοδόξους θεολόγους μιλώντας γι’ αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο τήν χαρακτήρισε «μανιακόν ἔρωτα καί φίλτρον», θέλοντας νά προσδιορίσει ὅσο γίνεται τήν ἀπολυτότητα, ἀλλά καί τήν καθολικότητα αὐτοῦ τοῦ θεϊκοῦ αἰσθήματος πού μέσα στόν ὀρθόδοξο χῶρο κράτησε πάντα τήν θέση του. Ἄν στόν λατινικό θεολογικό σχολαστικισμό ἐπεκράτησε ἡ εἰκόνα ἑνός Θεοῦ δικαιοδότη, στό δικό μας κλίμα τῆς ὀρθόδοξης ἀνατολῆς ὁ Θεός φάνηκε πάντα φίλος καί ἀδελφός. Ποτέ στόν χῶρο τόν δικό μας δέν ἐμφανίσθηκε τουλάχιστον στήν ἐπίσημη θεολογία μαςμ τυραννικό τό Εὐαγγέλιο καί ποτέ δέν μορφοποιήθηκε μέσα σέ ἀνθρώπινα σχήματα καί νομοτέλειες. Ἡ ὀρθοδοξία ἔμεινε πάντα ἡ θρησκεία τῆς νίκης πάνω στήν κόλαση. Δέν ἔγινε ποτέ ἡ θρησκεία τῆς κολάσεως. Στήν ἀνατολή οἱ προσευχές γιά τήν σωτηρία ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀνθρώπων εἶχαν καί ἔχουν πάντα κεντρική θέση στήν πνευματολογία μας καί στήν ἐσχατολογία μας. Γιατί εἴμαστε βέβαιοι γιά τήν ἀπύθμενη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά ὅλους. Ἔστω κι ἄν εἴμαστε ἀποστάτες καί ἁμαρτωλοί.
Δέν ὠφελεῖ σέ τίποτε τόν πνευματικά ὥριμο ἄνθρωπο ἡ τρομοκρατική νοοτροπία τῆς μεσαιωνικῆς θεολογίας τῆς Δύσεως πού ἔδινε στήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ τήν γεύση τῆς ἐκδικήσεως. Γιά μᾶς ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι σύμβολο τῆς νίκης μας. Ὁ Θεός εἶναι πλήρωμα κοινωνίας πού ξεχειλίζει καί προσφέρεται σάν χάρις καί ἔλεος καί οἰκτιρμός, ὥστε ἡ σωτηρία μας νά προέρχεται ὄχι ἀπό δική μας ἐνέργεια ἀλλά ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι δύσκολο νά τό καταλάβουν οἱ νομικιστές τῆς Δύσεως πού περιμένουν τήν ἐξαγορά τῆς θείας εὐσπλαγχνίας μέ τήν ἀνθρώπινη ἀρετή. Πολλές φορές ἡ ἀντίληψη αὐτή γίνεται ἀπάνθρωπη μέσα στήν σκέψη ὁρισμένων χριστιανῶν, πού κρίνουν ἀνελέητα τούς ἄλλους, ἐνῶ μπορεῖ ὁ Θεός μέ τήν ἀγάπη Του νά τούς ἔχει δικαιώσει κιόλας.
Ἄς θυμηθοῦμε τόν μονόλογο τοῦ Μαρμελάντωφ στό «Ἔγκλημα καί Τιμωρία» τοῦ Ντοστογιέφσκι, ὅταν μιλάει γιά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως.
«Κα τότε  Χριστς θ μς πελτε κα σες. λοι σες, σες ο μέθυσοι, σες ο δύνατοι σες ο κόλαστοι!... κα θμς πε:
ντα θλια, γίνατε σύμμορφοι μ τν εκόνα το θηρίου κα χετε τ σφραγίδα του στ μέτωπό σας... λτε μως κα σες.
Κα τότε ο δίκαιοι θ διαμαρτυρηθον κα ο φρόνιμοι θ πορήσουν: Μά, Κύριε, πς τος δέχεσαι;
Κα  Χριστς θ πεν τος δέχομαι, κύριοι δίκαιοι, ν τος δέχομαι, κύριοι σώφρονες, τ κάνω γιατί κανένας π ατος δν κρινε ποτ τν αυτ το ξιο.
Κα θ μς πλώσει τ χέρια Του, θ μς νοίξει τν γκαλιά Του κα μες θ πέσουμε στ πόδια Του κα θ τκαταλάβουμε λα.
Ναί, τότε θ τ καταλάβουμε λα...  Κύριε, λθέτω  βασιλεία σου...».
Μέ τήν γλώσσα τῆς ποιητικῆς ἀδείας ἔστω κι ὑπερβολική μᾶς ἔδωσε ὁ ρῶσος λογοτέχνης γεύση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἀγκάλιασέ μας Θεέ μου μέ τήν ἀγάπη σου. Δίδαξέ μας νά ἀγαπᾶμε ὅπως καί Ἐσύ. Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...