Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Οκτωβρίου 02, 2012

"Δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι"


 
 
"Δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι"
 Ἄργησε! Ἔρριξε τό ἱμάτιο στούς ὤμους του καί βγῆκε στό λιθόστρωτο. Μήτε πού τό κατάλαβε πῶς σκόνταψε στόν τρίβωνα πού ἔπεφτε ἀσουλούπωτα ἀπό τούς ὤμους τοῦ κοντοῦ διαβάτη, πού σουλάτσαρε ἀμέριμνα.
 - Σωκράτη! ἀναφώνησε ὁ Ἀλκιβιάδης, συμπάθα με! Μά ποῦ ἀλήθεια τριγυρνᾶς πρωί-πρωί;
 Τοῦ γέροντα τά μάτια φωτιστῆκαν καλοκάγαθα.
 - Ἐγώ, μακάριε; Ἐσύ ποῦ τό ᾿βαλες μέ τόση βιάση ἀπ᾿ τά χαράματα;
 - Πηγαίνω νά προσευχηθῶ στήν πολιάδα Ἀθηνᾶ, ἀπάντησε σχεδόν λαχανιασμένα τό παιδί.
 Ὅμως τά χείλη τοῦ ἄλλου εἴχανε μισανοίξει μ᾿ ἀπορία κι ἔκπληξη.
 - Ὦ θεσπέσιε! Ξέρεις ἀλήθεια νά προσεύχεσαι; Μά πές μου, ποιός σοῦ τό ᾿μαθε αὐτό;
 Ὁ νέος ἐκνευρίστηκε. Μέσα στά μάτια πού ἀνοίγανε μέ τόση συλλογή εἶδε σπιθίζουσα τή γνώριμη εἰρωνεία π᾿ ἀναστάνωνε τήν πόλη του.
 - Ὦ Σωκράτη, τραύλισε ἀνυπόμονα, δέν ἔχω χρόνο σήμερα γι᾿ αὐτά.
 - Στάσου, στάσου, ἀγαθέ, τόν ἔκοψε ὁ γέροντας. Πῶς θά προσευχηθεῖς; Πῶς ἡ ἀνθρώπινή σου ἄγνοια θά ἐγγίσει τό θεό;... Πρέπει νά περιμένουμε, μακάριε.
 - Νά περιμένουμε... πότε, Σωκράτη; Ποιός ἄνθρωπος θά μᾶς διδάξει προσευχή;
 - Αὐτός πού νοιάζεται γιά σένα, φίλε μου. Αὐτός πού θ᾿ ἀφαιρέσει τά σκοτάδια ἀπ’ τήν ψυχή.
 - Ἀλήθεια; -μουρμούρισε σχεδόν συνεπαρμένα τό παιδί- κι ὕστερα, σάν νά ξυπνοῦσε ἀπότομα ἀπό τή μαγγανεία τοῦ δασκάλου του:
 - Ὦ Σωκράτη, ἔκαμε χάνοντας τή γνώριμη συγκράτηση μπρός στά λευκά μαλλιά. Καλά τό λέν πώς εἶσαι σοφιστής. Κι ἀνασηκώνοντας τόν ὄμορφο χιτώνα του χάθηκε βιαστικά στοῦ δρόμου τή στροφή.
 Μές στή γαλήνη τοῦ ναοῦ, μπρός στό πανέμορφο ἄγαλμα τῆς Πολιάδας πού ἔλαμπε, ὁ Ἀλκιβιάδης ψέλλιζε, μέ τήν ψυχή του μαζεμένη στή φωνή, τόν ὕμνο πού ἔμαθε παιδί. Μά οἱ ἐξαίσιοι στίχοι του σκοντάψανε ἀπρόσμενα σέ ᾿κείνη τήν εἰρωνική φωνή πού ξεπετάχθηκε στή μνήμη του: «Πῶς ἡ ἀνθρώπινή σου ἄγνοια θά ἐγγίσει τό θεό;».
 Κόμπιασε τό παιδί· φουρκίστηκε. Αὐτός ὁ σοφιστής... Στά μάτια του κοντεύαν ν᾿ ἀνεβοῦνε θυμωμένα δάκρυα. Τό ᾿νιωθε ἡ ἐφηβική ψυχή τό ἀναπάντητο ἐρώτημα πού ᾿χε ἐκτοξεύσει ὁ παράξενός του δάσκαλος. Κι ὅμως ζητοῦσε νά προσευχηθεῖ ὁ Ἀλκιβιάδης, νά συναντήσει τόν ἀθάνατο, τόν ἄπειρο θεό...
Ἤθελε νά προσευχηθεῖ. Ἦταν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς του, πεῖσμα της· ἀνάμνηση θαμπή -κατά πῶς θά ᾿λεγε ὁ Πλάτωνας· μιά νοσταλγία δειλινοῦ στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ. Ἐκεῖ, σάν τά βουνά ντυνόντανε τά ἑσπερινά τους φωτοστέφανα καί ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ἁγνή καί παρθενεύουσα, ἀφουγκραζότανε τ᾿ ἀγαπημένα χνάρια τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κουβέντιαζε ἔτσι ὅπως φίλος μέ τόν φίλο πού πεθύμησε, ὅπως παιδί μέ τόν γονιό του πού ἀγάπησε. Προσευχή· ἀκούμπημα τῆς ἀθωότητας ἀπάνω στήν καρδιά τοῦ πλαστουργοῦ Θεοῦ στόν κῆπο τοῦ Παράδεισου...
 Ἔμεινε τούτη ἡ νοσταλγία ζωντανή, κραυγάζουσα, στό θρῆνο τοῦ ἐξόριστου Ἀδάμ· γενιές γενιῶν ζητοῦσε νά προσευχηθεῖ, νά μπολιαστεῖ στήν κοινωνία τῆς ψυχῆς του μέ τόν ἄπειρο Θεό του, τόν ποθούμενο. Μόνο πού λάσπωσε ἡ φθορά τήν ἅγια μνήμη τῆς εἰκόνας Του κι ἀνήμπορος σήκωνε προσευχόμενος τά χέρια του στό τίποτα· σέ ὡραῖα καμωμένα εἴδωλα πού τόν κοιτούσανε βουβά. Κι ὅμως, ἐπίμονα, παρακαλεστικά σήκωνε ὁ ἄνθρωπος τά χέρια του πασχίζοντας κι ἀπό τίς τέσσερις γωνιές τῆς γῆς ν᾿ ἀγγίξει πάλι λίγο οὐρανό. Καί πιό πολύ ἐκεῖ, στήν πόλη τήν κλεινή, τήν ἰοστέφανη, π᾿ ἀχτιδοβόλησε σοφία καί πολιτισμό· ναοί, ναΐσκοι, οἶκοι, ἀναθήματα, ἀπ᾿ τήν ἀστράπτουσα ζωφόρο τῆς παρθένας Ἀθηνᾶς μέχρι τίς στῆλες τῶν Ἑρμῶν καί τ᾿ ἀετώματα τοῦ Ποσειδώνα, προσευχή. Μά μές στούς δρόμους τῆς Ἀθήνας τῆς κατείδωλης ἕνα κοντόσωμο ἀνθρωπάκι, πού τό ὄνομά του ἔμελλε νά σημαδέψει ἐποχές, πλανιότανε ρωτώντας ἐναγώνια: «Πῶς ἡ ἀνθρώπινή σου ἄγνοια θά ἐγγίσει τό θεό;». 

 Ταξίδεψε τό ἐρώτημα, ἡ ἀναπάντητη κραυγή τοῦ νοσταλγοῦ Ἀδάμ ἀπό τήν ἀπορία τοῦ ἕλληνα σοφοῦ στά χείλη τῶν ἁπλοϊκῶν ψαράδων πού ἱκετεύουνε τόν Ἁλιέα τῶν ψυχῶν: «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι».
 Κι Αὐτός, ἡ Προσευχή, ἡ Κοινωνία ἡ νοσταλγούμενη κάθε ἀνθρώπινης καρδιᾶς, τούς δίνει λέξεις καί καρδιά, γιά νά προσεύχονται· καρδιά λουσμένη μέ τή χάρη τοῦ Παράκλητου, γιά νά μπορέσει ἡ χωμάτινή μας ὕπαρξη νά ἀγγίξει τή διάσταση τοῦ αἰώνιου· νά πεῖ τόν πλαστουργό Θεό πατέρα της· κι ἔτσι ὑψωμένη ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό ἀγγελικά νά τόν δοξολογεῖ, ἀγγελικά νά λαχταρᾶ τόν ἐρχομό τῆς βασιλείας του μές στῶν ἀνθρώπων τίς καρδιές, ἀγγελικά νά παραδίνεται στό ζωηφόρο θέλημα, καί μέ τήν ἀμεριμνησία τοῦ παιδιοῦ ν᾿ ἀφήνει τή φροντίδα της στά πατρικά, ἀγαπημένα χέρια του, αὐτά πού τρέφουνε καί συντηροῦν τά σύμπαντα· αὐτά πού ἀνοῖξαν στό σταυρό, γιά νά τή δέσουν μέ τή διπλανή ἀνθρώπινη καρδιά στήν κοινωνία τοῦ «ἡμῶν». Κι ἔτσι ἀγαπώντας, συγχωρητικά νά ἱκετεύει αὐτό πού περισσότερο ποθεῖ: συγχώρεση, λύτρωμα ἀπ᾿ τήν κηλίδα πού ματώνει τήν εἰρήνη της, γιά ν᾿ ἀναφέρεται ἀνάλαφρη, ἁγνή στό πρῶτο κάλλος τῆς εἰκόνας της κράζουσα μυστικά καί ἀδιάλειπτα «ἀββᾶ, ὁ Πατήρ». Πάτερ ἡμῶν· μιά προσευχή γιά νά ἐγγίσουμε Θεό· νά ἀγαπήσουμε ξανά Θεό καί ἄνθρωπο, χαράσσοντας λυτρωτικά στόν μέσα κόσμο μας τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό· ἀπό τήν κλειδωμένη μας καρδιά στόν ἀδελφό· μιά προσευχή πού μᾶς τή δίδαξαν τά χείλη τοῦ Θεοῦ, τύπος τῆς κάθε προσευχῆς πού θ᾿ ἀναπέμπουμε.
 Ταξίδεψαν οἱ εὐλογημένες λέξεις της ἀπό τή θεοβάδιστη Ἀνατολή μέχρι τήν περιμένουσα πατρίδα μου, νά μάθει ἐπιτέλους νά προσεύχεται· νά τίς προφέρουν ἀδιάκριτα γέροντες καί παιδιά, σοφοί κι ἀγράμματοι· τά νήπιά της νά ἀρχίζουνε μ᾿ αὐτές τή μέρα στό σχολειό· κι ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη, στό γαλάζιο καί στό πράσινο ν᾿ ἀνθίσει προσευχή· ναοί, ναΐσκοι, λευκοί σταυροί στῶν γλάρων τούς ἀναβαθμούς, καί στ᾿ ἀετώματα τῶν κορυφῶν ξωκκλήσια τοῦ Ἁι-Λιᾶ· τροῦλοι χρυσοί νά εὐλογοῦνε σιωπηλά τίς πόλεις μας, καί τάλαντα στίς ἐξοχές μας νά μηνοῦν Ἑσπερινό. Καιόμενο λιβανωτό ἡ πατρίδα μου! Στόν Ἄθωνα χέρια π᾿ ἀναμετροῦν τά «Κύριε, ἐλέησον» τήν ἀκουμποῦνε στήν ποδιά τῆς Παναγιᾶς.
 Κι ἀπ᾿ τά καμπαναριά μας κι ἀπ᾿ τά σήμαντρα φθάνει ζεστή στούς οὐρανούς ἡ προσευχή: «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι». Ἡ ἱκετεύουσα ἀγωνία τῆς μητέρας Ἐκκλησίας γιά τήν πατρίδα μας, τώρα πού κάποιοι μάχονται νά ξεγυμνώσουν τό γαλάζιο ἀπ᾿ τό στολίδι τοῦ σταυροῦ, καί νά ξεμάθουνε τήν προσευχή ἀπό τά χείλη τῶν νηπίων μας· ἡ ἱκετεύουσα ἀγωνία τῆς μητέρας Ἐκκλησίας γιά μᾶς, τούς κουρασμένους νοσταλγούς τοῦ σήμερα...
Γιατί ἐμεῖς, οἱ θεοδίδακτοι τῆς προσευχῆς, ἐρχόμαστε καί πάλι νοσταλγοί, σηκώνοντας ξανά τά χέρια μας στό τίποτα· σ᾿ ὡραῖα καμωμένα εἴδωλα, ὅλα ἐκεῖνα τά φθαρτά πού ἀγαπήσαμε καί τά ᾿παμε ἐπιπόλαια στηρίγματα τῆς ζήσης μας· κι ἔτσι ἀπομένουμε μονάχοι μας, δίχως μιά προσευχή νά φέρει τόν Θεό Πατέρα μας συνοδοιπόρο στήν ὀδύνη μας.Μά ὁ Θεός μας εἶναι ἐκεῖ, γλυκύς καί πρᾶος, καρφωμένος στό σταυρό. Μᾶς περιμένει νά Τόν συναντήσουμε στήν ὀμορφιά τῆς προσευχῆς. Ἀρκεῖ νά Τόν ἀφήσουμε -ὅπως δίχως νά ξέρει τό ζητοῦσε ὁ Σωκράτης μας- νά ἀφαιρέσει τά σκοτάδια μας, τή λίθινη καρδιά μας, γιά νά μᾶς δώσει μιά καρδιά σάρκινη, μαλακωμένη μέ τό δάκρυ τῆς μετάνοιας, γιά νά χωρέσει τόν Παράκλητο· ἐν ἀληθείᾳ καί ἐν Πνεύματι νά ποῦμε προσευχή, νά λαχταροῦμε προσευχή, νά ἀπολαύσουμε, κρυφή χαρά μας, προσευχή· μέσα στήν προσευχή μας ν᾿ ἀνεβαίνουμε ἀπ᾿ τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος στή γλυκύτητα κάποιου χαμένου δειλινοῦ στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ· νά ζοῦμε προσευχή, γιά νά μπορέσουμε νά ξαναζήσουμε Παράδεισο... Ἀμήν.
Μ. Παστουρματζῆ

Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν Ἀρχιμανδρίτης Νίκων Κουτσίδης ,





Κάποια φορά, πηγαίνοντας ὁ Κύριος στὴν Ἱερουσαλήμ, θέλησε νὰ σταματήσει σ' ἕνα χωριὸ Σαμαρειτῶν. Ἔστειλε ἀγγελιοφόρους νὰ προετοιμάσουν τὸν ἐρχομό του. Ὅμως οἱ Σαμαρεῖτες δὲν τὸν δέχτηκαν, γιατί πήγαινε στὴν Ἱερουσαλήμ. Μετά, ὅταν Τὸν εἶδαν, τοῦ εἶπαν οἱ μαθητὲς του Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης:

-Κύριε, θέλεις νὰ ποῦμε νὰ πέσει φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ τοὺς κάψει, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ Ἠλίας;

Ὁ Ἰησοῦς τότε τοὺς ἐπέπληξε λέγοντας:

-Δὲν γνωρίζετε, ποιὸ πνεῦμα ἐκπροσωπεῖτε ἐσεῖς· ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦλθε, νὰ καταστρέψει ψυχές, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὶς σώσει (Λου. 9, 53-56).

* * *
Συνεπῶς, πολλὲς φορές, ἐνῶ νομίζουμε ὅτι ἐνεργοῦμε κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, στὴν πραγματικότητα κάνουμε τραγικὸ λάθος: καὶ ζητᾶμε πράγματα ἀντίθετα στὸ θέλημά Του. Καὶ ἂν οἱ ἀπόστολοι τὴν ἔπαθαν τότε πόσο πιὸ πολὺ κινδυνεύουμε ἐμεῖς!

Γι' αὐτό, εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖο νὰ γνωρίζουμε, κάθε φορά:

• Τί ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ πῶς τὸ ζητᾶμε.

• Τί προσφέρομε στὸν Χριστὸ καὶ πῶς Τοῦ τὸ προσφέρομε!

Στὴν μέση τῆς θείας Λειτουργίας, ὁ ἱερέας, λίγο πρὶν εὐλογήσει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο γιὰ νὰ μεταβληθοῦν σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἐκφωνεῖ:

-Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν Σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα.

Τὰ λόγια αὐτὰ σημαίνουν:

-Τὰ δῶρα (ἄρτος καὶ οἶνος) εἶναι δικά Σου· ἀπὸ δικά Σου δημιουργήματα (ὁλόκληρο τὸν κόσμο). Σοῦ τὰ προσφέρομε σύμφωνα μὲ ὅλα ὅσα μᾶς ἐδίδαξε ὁ Υἱός σου (κατὰ πάντα)· καὶ γιὰ ὅλα ὅσα ἔχεις κάνει Σὺ γιὰ μᾶς (διὰ πάντα)!

Δὲν ἀρκεῖ, λοιπόν, νὰ προσφέρουμε τὰ δῶρα μας στὸν Θεό, σὰν νὰ βγάζουμε μία ὑποχρέωση! Γιὰ κάτι ποὺ μᾶς ἔκαμε! Ἤ γιὰ νὰ Τοῦ ζητήσουμε κάτι.

Προσφέρουμε δῶρα στὸ Χριστό:

• Γιὰ νὰ Τοῦ ἐκφράσουμε τὴν εὐχαριστία-εὐγνωμοσύνη μας γιὰ ὅλα ὅσα ἔκαμε, ἀλλὰ καὶ ἔπαθε γιά μᾶς· καὶ κυρίως γιὰ τὸν Σταυρό Του· τὴν Ταφή Του καὶ τὴν Ἀνάστασή Του.

• Καὶ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές Του καὶ ὁδηγίες Του.

Ὁ Κύριος λέγει: Προηγεῖται ἡ καταλλαγή, ἡ συμφιλίωση μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει κάτι ἐναντίον μας. Μετὰ ἔρχεται ἡ ὑλικὴ ἤ πνευματικὴ προσφορὰ στὸν Χριστό. Ἡ προσευχὴ ποὺ βγαίνει ἀπὸ μνησίκακη καρδιὰ δὲν ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό.

Ἡ συμμετοχή μας στὴν θεία Λειτουργία ἀπαιτεῖ ἀγώνα: γιὰ διόρθωση τῶν παθῶν μας· καὶ γιὰ συμβουλὴ ἀπὸ ἱερέα-πνευματικὸ πατέρα. Μόνον τότε θὰ μποροῦμε νὰ ζητοῦμε κάτι ἀπὸ τὸν Χριστὸ εὐάρεστα ἐνώπιόν Του· μὲ θάρρος· καὶ μὲ παρρησία.

Ὁ δρόμος τῆς ταπείνωσης +Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης Μελέτιος




«Ὅλοι, ἔλεγε ὁ ἅγιος Τύχων τοῦ Ζαντόνσκ, τὴν θέλουν τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἔπαινό Του. Ἄλλα πολὺ λίγοι, τὸ ἀποφασίζουν νὰ σηκώσουν τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ὑπομείνουν, ἔστω καὶ μόνο κάποιες βρισιές, ἕναν κάποιο χλευασμό, μία κάποια καταφρόνηση»!...

Ἡ μακαριὰ δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένη αὐτὰ τὰ εἶχε σὲ ὅλη της τὴν ζωή!...

Τί ὕβρεις, τί ἐμπαιγμούς, τί ὀνειδισμοὺς ὑπόμεινε! "Ὄχι μόνο ἀπὸ ἀθῶα παιδιά, ἀπὸ ἀνθρώπους πειραχτήρια, ἀπὸ ἄσχετους μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή! Ἄλλα καί, πρὸ παντός, ἀπὸ τοὺς ἐκμοντερνισμένους· ποὺ θεωροῦσαν τὴν πολιτεία της σκέτη βλακεία· ἀπὸ τοὺς διαφωτισμένους ἄθεους!..

Ἂν θελήσει κανεὶς νὰ ἐξηγήσει, τὴν πορεία της, πρέπει νὰ κάνει τὴ σκέψη, ὅτι ἡ ἁγία Ξένη Γρηγόριεβνα, ἀκινητοποίησε τὸ λογισμό της σὲ δύο πόλους: στὴν ἀπέραντη ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ· ὅτι ποτὲ δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει· καὶ στὴν δική της ἀναξιότητα καὶ ἁμαρτωλότητα- στὴν ταπείνωσή της· στὸ ὅτι ἦταν γιὰ ὅλα ἀνάξια· γιὰ ὅλα μικρή.

Μόνο ἔτσι μπορεῖ ἄνθρωπος νὰ ἀντέξει τόσα, καὶ νὰ ξεπεράσει τοὺς λογισμούς, ποὺ τόσο ἁπλόχερα σπέρνει παντοῦ ὁ διάβολος.


Γράφει ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος: «Τὰ διακριτικὰ χαρίσματα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει ταπείνωση εἶναι:

• θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του, τὸν πιὸ ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο ἐπάνω στὸν κόσμο•

• δὲν κακολογεῖ καὶ δὲν κρίνει ποτὲ κανέναν

• βρίσκει τὸν ἑαυτὸ του πιὸ βρωμερό, πιὸ αἰσχρό, πιὸ ἀδιάφορο ἀπὸ ὅλους

• δὲν προβάλλει ποτὲ γιὰ τίποτε καὶ σὲ τίποτα σὰν παράδειγμα καὶ σὰν ὑπόδειγμα τὸν ἑαυτό του

• δὲν γκρινιάζει· καὶ δὲν ἔρχεται ποτὲ σὲ ἀντιλογία μὲ κανέναν ὄχι γιὰ προσωπικὰ του θέματα· ἀλλὰ οὔτε γιὰ τὴν πίστη,... Καί, ἂν τοῦ λένε κάτι σωστό, ἀπαντάει: «Μπράβο, ἔτσι εἶναι»!... καὶ ἂν τοῦ λένε κάτι στραβό, τοὺς λέγει: «Σὺ ξέρεις, τί λές»!...

• σιχαίνεται τὸ θέλημά του, σὰν τὸ πιὸ βρωμερὸ πράγμα στὸν κόσμο

• ἀγαπάει καὶ βαστάζει τὶς θλίψεις, τὶς προσβολὲς καὶ τὶς στερήσεις μὲ χαρά

• δὲν θέλει νὰ λυπήσει καὶ νὰ στενοχωρήσει ποτὲ κανέναν» (Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Λόγος περὶ ταπεινώσεως). Δρόμος δύσκολος. Καὶ σκληρός. Ἄλλα δρόμος γλυκύς· δρόμος θεϊκός· δρόμος-πορεία πρὸς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ναί. Ὃ δρόμος αὐτὸς εἶναι γλυκύς. Γιατί ἔχει καὶ κάτι ποὺ τὸν φωτίζει- καὶ τὸν κάνει καὶ γλυκὺν καὶ ἐλαφρόν. Καὶ αὐτὸ τὸ κάτι εἶναι, ὅτι τὸν δρόμο αὐτό μᾶς τὸν δείχνει ὀ Κύριος. Ἀλλὰ ὄχι μὲ λόγια στεγνά: Αὐτὸς εἶναι- βαδίστε τον! Ὁ ἴδιος πάει μπροστά. Καὶ τὸ θέλημά Του ἁπλά μᾶς τὸ ὑποδηλώνει, μὲ τὰ λόγια Του: Ἂν θέλετε, ἀκολουθεῖτε με. Ὅποιος θέλει.

Ὁ Κύριος ἐκοπίασε. Ἐθλίβη. Ἐπόνεσε. Ἐταλαιπωρήθη. Περισσότερο ἀπὸ ὅλους ἐμᾶς. Καὶ ἐταπεινώθη, ὅσο ποτὲ κανένας στὸν κόσμο. Καὶ ἡ ταπείνωσή Του, στὸν Σταυρὸ καὶ στὸν Τάφο, εἶναι καὶ λέγεται Η ΑΚΡΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ.

Ὅποιος πιστεύει στὸν Κύριο, Τὸν ἀγαπάει. Καὶ ὅποιος Τὸν ἀγαπάει, θέλει νὰ εὑρίσκεται πάντοτε κοντά Του. Καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθεῖ, ὅπου καὶ ἂν πηγαίνει.

«Μετά Σοῦ, Κύριε, ἕτοιμος εἰμὶ καὶ εἰς φυλακὴν καὶ εἰς θάνατον πορεύεσθαι» (Λουκ. 22,23).
πηγή

Η ΦΙΛΑΥΤΙΑ ...


 ... Προκοπή, λέτε, δέν ἔχετε κάνει στήν πνευματική ζωή. Καί δέν θά κάνετε, ὅσο θά ὑπάρχει μέσα σας φιλαυτία. Αὐτή ἀναμφισβήτητα μαρτυρεῖ πώς τήν πρώτη θέση στήν καρδιά σας κατέχει τό «ἐγώ» καί ὄχι ὁ Κύριος. Ἡ ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό μας εἶναι ἡ ζωντανή «ἐντός ἡμῶν» ἁμαρτία, ἀπό τήν ὁποία προέρχεται ὅλη ἡ ἁμαρτωλότητά μας. Καί ὅταν εμαστε βυθισμένοι στήν ἁμαρτωλότητα, μᾶς πλησιάζει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ; Ὄχι! ὅπως ἡ μέλισσα δέν πλησιάζει ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει καπνός.
 Ἡ παρουσία τῆς φιλαυτίας στήν ψυχή μας δείχνει πώς ἡ πρώτη ἀπόφασή μας νά μετανοήσουμε καί νά ὑπηρετήσουμε τόν Κύριο ἦταν ἐλλιπής, χλιαρή, ἐπιπόλαιη. Ἡ ἀπόφαση αὐτή εἶναι ἡ ἀνταπόκριση στήν κλήση τοῦ Ἰησοῦ: «Εͺτις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν... καί ἀκολουθείτω μοι» (Μθ 16,24). Βλέπετε πώς ἡ πεμπτουσία τῆς κλήσεως εἶναι τό «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν». Καί τοῦτο σημαίνει ὁλοκληρωτική ἐξαφάνιση τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς φιλαυτίας, ἀσυγκατάβατο ἀγώνα ἐνάντια στή φιληδονία καί στήν αὐτοϊκανοποίηση.
 Ἀπό τή μιά θέλουμε νά σωθοῦμε. Κι ἀπό τήν ἄλλη συγκαταβαίνουμε στά θελήματά μας. Δέν μποροῦμε ὅμως νά ὑποτασσόμαστε καί στόν Θεό καί στόν ἑαυτό μας. «Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» (Μθ 6,24). Ὁ κύριος, λοιπόν, τῆς δικῆς σας καρδιᾶς ποιός εἶναι; Ὁ Χριστός ἤ ὁ ἑαυτός σας; Ἀφοῦ ἀπαντήσετε μέ εἰλικρίνεια σ’ αὐτό τό ἐρώτημα, καθίστε καί σκεφτεῖτε στά σοβαρά τί θά κάνετε.
 Μοῦ γράφετε νά προσευχηθῶ γιά τήν ἀπαλλαγή σας ἀπό τή φιλαυτία. Ἀλλά γιατί νά προσευχηθῶ; Ὁ Θεός δέν θά μέ ἀκούσει. Ἀκούει μόνο τίς προσευχές πού γίνονται γιά ὅσους καί ἀπ᾿ ὅσους ἀγωνίζονται ἐναντίον τῆς φιλαυτίας. Ἡ ἀφιλαυτία δέν χαρίζεται ἀπό τόν Κύριο. Προαπαιτεῖται γιά τήν ἀποστολή τῆς χάριτος καί ὅλων τῶν ἄλλων θείων εὐεργεσιῶν.
Ἀπό τίς ἐπιστολές 
τοῦ ὁσ. Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου 
(«Χειραγωγία στήν πνευματική ζωή», 
ἔκδ. Ἱ.Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2005, σελ. 142-143)

Άγιος Κυπριανός και η Αγία Ιουστίνη



Άγιος Κυπριανός και η Αγία Ιουστίνη



Ἀλγεῖ Σατανᾶς, τὸν πάλαι φίλον βλέπων,
Ξίφει φιλοῦντα συνθανεῖν Ἰουστίνῃ.
Τμήθη δευτερίῃ σὺν Ἰουστίνῃ Κυπριανός.
Βιογραφία
Ο Άγιος Κυπριανός ήταν πλούσιος, ευγενής, φιλόσοφος από την Καρχηδόνα της Λιβύης. Έζησε στα χρόνια του Δεκίου (249 - 251 μ.Χ.) και εξασκούσε τη μαγική τέχνη στην Αντιόχεια.

Κάποτε ένας ειδωλολάτρης ονόματι Αγλαΐδας ερωτεύτηκε μια Χριστιανή παρθένο που ονομαζόταν Ιούστα. Η κοπέλα δεν ανταποκρινόταν στον έρωτά του κι εκείνος κατέφυγε στο διάσημο μάγο Κυπριανό. Όλα όμως τα μαγικά τεχνάσματα του Κυπριανού αποδείχθηκαν ανώφελα μπροστά στην σταθερή άρνηση της Χριστιανής κόρης. Παραδεχόμενος την χρεωκοπία της τέχνης του, έκαψε τα μαγικά του βιβλία ενώπιον του Επισκόπου Ανθίμου, ζητώντας να βαπτισθεί και να γίνει ιερεύς.

Πράγματι, ανήλθε όλες τις ιερατικές βαθμίδες και τέλος εξελέγη Επίσκοπος Καρχηδόνος. Μαζί του παρέλαβε και την Ιούστα, την οποία χειροτόνησε διακόνισσα μετονομάζοντάς την Ιουστίνα. Έδειξε αποστολικό ζήλο και γι αυτό το διέβαλαν στον Δέκιο. Εξορίσθηκε στην Αντιόχεια, όπου και φυλακίσθηκε και αργότερα στη Νικομηδεία, όπου ο Κλαύδιος τον αποκεφάλισε μαζί με την Ιουστίνα.

Τα λείψανά τους τα παρέλαβαν ευλαβείς Χριστιανοί και τα μετέφεραν στην Ρώμη, όπου και τα έθαψαν στον επισημότερο λόφο της πόλεως.

Σημείωση: Ο Μιχαήλ Ι. Γαλανός, στο έργο του «Οι Βίοι των Αγίων» έχει διαφοροποιημένο τον βίο του Άγιου Κυπριανού, και θεωρεί ιστορικές ανακρίβειες όλα τα περί μαγείας, που αναφέρονται για το πρόσωπο του συγκεκριμένου Άγιου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Κυπριανέ· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὴ φωταυγεία, σκότος ἔλιπες, τῆς ἀσεβείας, καὶ φωστὴρ τῆς ἀληθείας γεγένησαι ποιμαντικῶς γὰρ φαιδρύνας τὸν βίον σου, Κυπριανὲ τὴ ἀθλήσει δεδόξασαι. Πάτερ Ὅσιε, τὸν Κτίστην ἠμὶν ἰλέωσαι, ὁμοὺ σὺν Ἰουστίνη τὴ Θεόφρονι.

Κοντάκιον
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Ἐκ τέχνης μαγικῆς, ἐπιστρέψας θεόφρον, πρὸς γνῶσιν θεϊκήν, ἀνεδείχθης τῷ κόσμῳ, ἀκέστωρ σοφώτατος, τὰς ἰάσεις δωρούμενος, τοῖς τιμῶσί σε, Κυπριανὲ σὺν Ἰουστίνῃ· μεθ’ ἧς πρέσβευε, τῷ Φιλανθρώπῳ Δεσπότῃ, σωθῆναι τοὺς δούλους σου.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχᾶς.
Ὡς ἱεράρχην τίμιον, καὶ ἀθλητὴν στερρότατον, ἡ οἰκουμένη ἀξίως γεραίρει σέ, Κυπριανὲ ἀοίδιμε, καὶ τοὶς ὕμvοις δοξάζει, τὴν ἁγίαν σου μνήμην, αἰτοῦσα πάντοτε, πταισμάτων ἄφεσιν, διὰ σοῦ δωρηθήναι τοὶς μέλπουσιν. Ἀλληλούια.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Παιδευθεὶς ἐν τῇ πλάνῃ ἐπιμελῶς, ὡς ὁ Παῦλος ἐκλήθης ἐξ οὐρανοῦ, σταυρῷ ὁδηγούμενος, πρὸς τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· τῆς γὰρ σεμνῆς Παρθένου, τῷ πόθῳ, φλεγόμενος, δι' αὐτῆς ἡρμόσθης, τῷ Πλάστη τῆς κτίσεως· ὄθεν θριαμβεύσας, τοῦ ἐχθροῦ τὸ ἀνίσχυρον, σὺν αὐτῇ κατηξίωσαι, τοῦ χοροῦ τῶν Mαρτύρων, Κυπριανὲ ἱερώτατε πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τὸν σοφὸν Ἱεράρχην τιμήσωμεν, ὡς ποιμένα σοφὸν καὶ διδάσκαλον, ὅτι ἐξ ἀκανθῶν πλάνης ἤνθησεν, ὥσπερ ῥόδον τερπνότατον, καὶ ἡμᾶς τοὺς πιστοὺς κατεμύρισεν, ἰαμάτων ὀδμαῖς καὶ βολαῖς θαυμάτων· ὥστε ψάλλειν ἡμᾶς τοῦ Δαυῒδ τὴν ᾠδήν· Ἀλληλούϊα.

Μεγαλυνάριον
Πλάνης σοφιστείας ἀπολιπών, τῆς θείας σοφίας, ἀνεδείχθης λαμπρὸς φωστήρ, καὶ σὺν Ἰουστίνῃ, Κυπριανὲ ἀθλήσας, τῆς ἄνω βασιλείας, ἄμφω ἔτυχε.

Όσιος Θεόφιλος ο Ομολογητής

«Ἐναντίον μου σὴ τελευτὴ τιμία»,
Λέγει Θεὸς σοὶ τῷ φίλῳ Θεοφίλῳ.
Βιογραφία
Ο Όσιος Θεόφιλος έζησε στα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο Λέων ο Ίσαυρος, ο εικονομάχος. Ο όσιος, περιερχόμενος την Κωνσταντινούπολη, θέρμαινε την καρτεροψυχία των ορθοδόξων, και ήλεγχε την πλάνη των διωκτών των εικόνων. Η αρετή και η δύναμη του λόγου του, ανέδειξαν τον Θεόφιλο ένα από τους ισχυρότερους προμάχους της ευσέβειας. Κατόπιν τον φυλάκισαν και στη συνέχεια τον εξόρισαν. Έτσι, εκεί στην εξορία τελείωσε τη ζωή του, χωρίς να δεχτεί την πρόσκαιρη ελευθερία αντί προδοσίας της αλήθειας και απωλείας της αιωνίου ζωής.

Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυρας που μαρτύρησε στο Καρατζασού


Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυρας που μαρτύρησε στο Καρατζασού




Kτείνεις τον εχθρόν, ώπερ εκτάνθης ξίφει,
Γεώργιε συ και συνάπτη Aγγέλοις.
Βιογραφία
Ο Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυρας ή Χατζή – Γεώργιος ήταν γιος χριστιανών γονέων από τη Φιλαδέλφεια. Έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στην πόλη Καρατζασού της Ηλιούπολης, όπου εξασκούσε την τέχνη του αμπατζή (σαγματοποιού).

Σε κάποια διασκέδαση, που ήταν παρών και ο Γεώργιος, κάποιος, που βρισκόταν σε κατάσταση μέθης, έπεσε και σκοτώθηκε. Τότε, σύμφωνα με τη συνήθεια, ο κριτής ζήτησε απ' τους κατοίκους, να πληρώσουν το ανάλογο πρόστιμο. Ο Γεώργιος αρνήθηκε να καταβάλει αυτό το πρόστιμο και επάνω στο θυμό του είπε, ότι δεν το πληρώνει γιατί είναι Τούρκος. Αμέσως τότε οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και του έκαναν περιτομή. Αργότερα ο Γεώργιος, μετανοημένος, πήγε στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα. Επανήλθε όμως στην πόλη Καρατζασού, και μπροστά στον κριτή ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στον Χριστό. Παρά τις κολακείες του κριτή, έμεινε αμετάθετος στην απόφασή του. Άρχισε τότε μία σειρά φρικτών βασανιστηρίων, που ο Γεώργιος τα υπέμεινε με μεγάλη γενναιότητα. Έλεγε μάλιστα: «ότι και αν μου κάνετε εγώ δεν αρνούμαι πλέον την πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να πεθάνω». Τελικά, στις 2 Οκτωβρίου 1794 μ.Χ (ή κατά τον Otto Meinardus στις 2 Οκτωβρίου 1752 μ.Χ.) τον αποκεφάλισαν.


Αγιογραφίες / Φωτογραφίες
Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυρας που μαρτύρησε στο Καρατζασού - Γιώργος Χατζής© (hatzis-art.blogspot.com)
Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυρας που μαρτύρησε στο Καρατζασού - Γιώργος Χατζής© (hatzis-art.blogspot.com)

Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυρας που μαρτύρησε στο Καρατζασού - Γιώργος Χατζής© (hatzis-art.blogspot.com)
Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυρας που μαρτύρησε στο Καρατζασού - Γιώργος Χατζής© (hatzis-art.blogspot.com)

Όσιος Κασσιανός ο Έλληνας και Θαυματουργός



Βιογραφία
Ο Όσιος Κασσιανός του Ούγκλιχ, κατά κόσμο Κωνσταντίνος, ήταν ελληνικής καταγωγής και απόγονος της πριγκιπικής οικογένειας των Μανκουτίων. Συμμετείχε στη Βυζαντινή αντιπροσωπεία, η οποία μετέβη στη Μόσχα, στον μεγάλο πρίγκιπα Ιβάν Γ' Βασίλεβιτς (1438 - 1505 μ.Χ.), ο οποίος με τον γάμο του με την Σοφία Παλαιολογίνα το 1472 μ.Χ., συγγένεψε με την τελευταία Βυζαντινή δυναστεία και έλαβε ως έμβλημά του το δικέφαλο αετό.

Αποφασίζοντας ο Κωνσταντίνος να αφιερώσει την ζωή του στον Θεό, παρέμεινε στην δικαστική υπηρεσία του τσάρου της Μόσχας ζώντας κοντά στον Επίσκοπο της πόλεως Ροστώβ Ιωάσαφ.

Όταν ο Επίσκοπος Ιωάσαφ αποσύρθηκε στη μονή του Αγίου Θεράποντος, ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τα εγκόσμια και τον ακολούθησε. Έγινε μοναχός μετά από ένα θαυμαστό όραμα, στο οποίο είδε τον Όσιο Μαρτινιανό (κοιμήθηκε το 1483 μ.Χ.) να τον καλεί στο μοναχικό βίο και έλαβε το όνομα Κασσιανός.

Μετά από μία χρονική περίοδο άφησε τη μονή και εγκαταστάθηκε κοντά στην πόλη Ούγκλιχ, στη συμβολή των ποταμών Βόλγα και Ούχμα, όπου ίδρυσε μοναστήρι προς τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η φήμη της αγιότητας του βίου του διαδόθηκε ευρέως και πολλοί τον επισκέπτονταν, για να λάβουν την ευλογία του και να ακούσουν τις πνευματικές νουθεσίες του. Ο Όσιος δεχόταν τον καθένα με περισσή αγάπη και με διάκριση τον οδηγούσε προς τον λιμένα της σωτηρίας.

Ο Όσιος Κασσιανός κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ γήρας, στις 2 Οκτωβρίου του 1504 μ.Χ., ημέρα της μνήμης του. Η μνήμη του κατά την 21η Μαΐουεορτάζεται, επειδή στο κοσμικό του όνομα ονομαζόταν Κωνσταντίνος, προς τιμήν του Κωνσταντίνου του Μεγάλου.

Η μνήμη της μετακομιδής των ιερών λειψάνων του Οσίου Κασσιανού εορτάζεται στις 23 Αυγούστου.


Σχετικές συνδέσεις

Άγιος Θεόδωρος ο Μεγαλομάρτυρας ο Γαβράς


                                                Άγιος Θεόδωρος ο Μεγαλομάρτυρας ο Γαβράς


Θεοδώρων ὕστατος Γαβρᾶς μαρτύρων,
Σπεύσας στεφάνων, ἠξιώθη τῶν ἴσων,
Δευτερίῃ Θεόδωρος ἔτλῃ πῦρ, γηθόσυνος κήρ.
Βιογραφία
Σύμφωνα με την Ακολουθία του, o Άγιος Θεόδωρος ο Μεγαλομάρτυρας ο Γαβράς, γεννήθηκε τον 10ο αιώνα μ.Χ. στην κωμόπολη της Χαλδίας Άρτα (ή Άτρα), από γονείς ευσεβείς και ένδοξους (Η Χαλδία ήταν ένα από τα 3 θέματα του Πόντου με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα).

Χρημάτισε στρατιωτικός αρχηγός και κυβερνήτης της Τραπεζούντος και ανεδείχθη υπερασπιστής της Ορθοδόξου πίστεως και προστάτης των πτωχών και των αδυνάτων.

Σε μία συμπλοκή με τους Σελτζούκους Τούρκους συνελήφθη αιχμάλωτος και προκειμένου να μην αρνηθεί το Χριστό και την πίστη του, μαρτύρησε μετά από φρικτά και μεγάλα βασανιστήρια, στις 2 Οκτωβρίου 1098 μ.Χ. στη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ).

Ιστορικό του Ναού του Αγίου Θεόδωρου Γαβρά
Σύμφωνα με το συναξάρι του, για να τιμηθεί η μνήμη του κατασκευάστηκε ναός στην Τραπεζούντα. Ο ναός υπήρξε δωρεά του ανιψιού του Θεοδώρου, Κωνσταντίνου Γαβρά, ο οποίος διετέλεσε, όπως και ο θείος του, στρατηγός του θέματος Χαλδίας με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα το διάστημα 1118-1143 μ.Χ. Χτίστηκε ανατολικά της πόλης στη συνοικία του Αγίου Βασιλείου και κοντά στο ναό της Αγίας Άννας. Μετά την ανέγερσή του ο Κωνσταντίνος Γαβράς μετέφερε εκεί με τιμητική πομπή την κάρα του μάρτυρα.

Ο ναός του Αγίου Θεοδώρου καταστράφηκε από άγνωστη αιτία λίγο πριν ή κατά τη διάρκεια των χρόνων της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας (β΄ μισό 12ου - α΄ μισό 14ου αιώνα μ.Χ.). Από το αρχικό κτίσμα του Κωνσταντίνου Γαβρά φαίνεται πως διατηρήθηκε περίπου έως τις αρχές του 20ού αιώνα μόνο ο γυναικωνίτης, δηλαδή το βόρειο τμήμα του ναού. Για το κτίσμα του 12ου αιώνα μ.Χ. τίποτα άλλο δεν είναι γνωστό.

Σε χρυσόβουλο που εξέδωσε ο Αλέξιος Γ΄ Μέγας Κομνηνός της Τραπεζούντας (1349 - 1390 μ.Χ.) το 1364 μ.Χ. και αφορούσε την παραχώρηση προνομίων στους Βενετούς εμπόρους της πόλης γίνεται λόγος για μοναστήρι αφιερωμένο στον Άγιο Θεόδωρο Γαβρά, πληροφορία που δεν πιστοποιείται από το συναξάρι του, το οποίο αναφέρει μόνο τον αρχικό ναό που είχε χτιστεί από τον Κωνσταντίνο Γαβρά. Στο χρυσόβουλο του Αλεξίου επικυρωνόταν μεταξύ άλλων η παραχώρηση εδαφών στους Βενετούς σε περιοχή που εκτεινόταν από το μοναστήρι του Αγίου Θεόδωρου Γαβρά και προς τη θάλασσα, στις ανατολικές υπώρειες της πόλης. Επομένως, είναι πιθανό ο αρχικός ναός του 12ου αιώνα μ.Χ. να αποτέλεσε τον πυρήνα για τη δημιουργία μοναστικού συγκροτήματος αφιερωμένου στον Γαβρά, σε μεταγενέστερη χρονική περίοδο και έως τα μέσα του 14ου αιώνα μ.Χ., όταν εκδόθηκε το χρυσόβουλο. Ασφαλώς η δημιουργία μοναστικής κοινότητας γύρω από τον αρχικό ναό δείχνει τη διάδοση της λατρείας αυτού του τοπικού αγίου προοδευτικά μέσα στον 13ο και τον 14ο αιώνα μ.Χ., καθώς και τη σημαντική θέση που κατείχε στην τοπική θρησκευτική παράδοση σε συνάρτηση και με την κοινωνική θέση της οικογένειας των Γαβράδων.

Φαίνεται πως, κατά τα τελευταία χρόνια της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών, κατασκευάστηκε άλλος μικρός δίκογχος ναός που ενσωμάτωσε το σωζόμενο βόρειο τμήμα του αρχικού ναού του 12ου αιώνα μ.Χ. (γυναικωνίτης). Το κτίσμα αυτό ασφαλώς ανήκε στο μοναστικό συγκρότημα του Αγίου Θεόδωρου Γαβρά, όμως η ταύτισή του με το καθολικό της μονής δεν είναι ασφαλής, δεδομένων των μικρών διαστάσεών του, αλλά και επειδή στα έγγραφα της εποχής δε γίνεται καθόλου λόγος για την τυπολογία του καθολικού.

Στο δίκογχο αυτό κτίσμα η αριστερή κόγχη του Ιερού Βήματος ήταν αφιερωμένη στο Θεόδωρο Γαβρά, ενώ η δεξιά στον Άγιο Δημήτριο. Η αφιέρωσή της στον Άγιο Δημήτριο ίσως ερμηνεύεται από το γεγονός ότι κατά την Ακολουθία του Αγίου Θεόδωρου διαβάζονται τα ίδια σχεδόν τυπικά, καθώς και ο ίδιος Απόστολος και το Ευαγγέλιο, όπως και στην Ακολουθία του Αγίου Δημητρίου.

Το μοναστήρι του Αγίου Θεόδωρου Γαβρά μετά την κατάληψη της περιοχής από τους Οθωμανούς παρέμεινε ορθόδοξο αλλά ερειπώθηκε με την πάροδο του χρόνου. Ο παλιός γυναικωνίτης, μόνος από το υπόλοιπο συγκρότημα, διατηρήθηκε σε σχετικά καλύτερη κατάσταση έως τις αρχές περίπου του 20ού αιώνα μ.Χ., οπότε ο χώρος μετατράπηκε σε κοιμητήριο. Οι πληροφορίες που έχουμε σήμερα για τη μορφολογία και τη διακόσμηση του χώρου του γυναικωνίτη προέρχονται από τον Ι. Μηλιόπουλο, ο οποίος μελέτησε τα ερείπια του μοναστικού συγκροτήματος, όπως σώζονταν έως τις αρχές του 20ού αιώνα (1930 μ.Χ.), και προχώρησε σε δημοσίευση των στοιχείων. Έκτοτε φαίνεται πως το συγκρότημα ερειπώθηκε τελείως, καθώς στο χώρο δεν σώζονται πλέον ίχνη των μεσαιωνικών κτισμάτων.

Με βάση τις πληροφορίες, οι εσωτερικές διαστάσεις του χώρου του γυναικωνίτη πρέπει να ήταν 3,48 μ. μήκος και 3,37 μ. πλάτος. Στη δυτική πλευρά αυτού του χώρου, ο οποίος φαίνεται πως ήταν ολόκληρος διακοσμημένος με τοιχογραφίες, σωζόταν έως τις αρχές του 20ού αιώνα μ.Χ. σπάραγμα παράστασης της Δευτέρας Παρουσίας. Η παράσταση αυτή καταλάμβανε ολόκληρο το δυτικό τοίχο του χώρου καθώς και το μέρος πάνω από τη θύρα του νότιου τοίχου, μέσω της οποίας επικοινωνούσε ο γυναικωνίτης με τον υπόλοιπο ναό. Σημειώνεται ότι η παράσταση περιλάμβανε στο κέντρο το Χριστό καθισμένο σε θρόνο μέσα σε πολύχρωμη κυκλική δόξα και πλαισιωμένο δεξιά και αριστερά αντίστοιχα από τις ολόσωμες μορφές της Θεοτόκου και του Ιωάννη του Προδρόμου σε στάση ικεσίας. Πρόκειται για τον γνωστό εικονογραφικό τύπο της Δέησης. Κάτω από το πλαίσιο με το Χριστό εικονίζονταν φλόγες. Δεξιά και αριστερά της Δέησης και σε λίγο χαμηλότερο επίπεδο παριστάνονταν ανά έξι οι δώδεκα Απόστολοι να κάθονται σε θρόνους, κρατώντας στα χέρια τους κώδικες. Οι θρόνοι των Αποστόλων ήταν ζωγραφισμένοι κλιμακωτά, τοποθετημένοι μέσα σε αψίδες και πίσω από αυτούς στέκονταν ομάδες αγίων, προφητών, μαρτύρων. Αριστερά του Χριστού θα πρέπει να υποθέσουμε ότι εικονίζονταν σκηνές κολαζομένων, από τις οποίες σωζόταν, έως τις αρχές του 20ού αιώνα μ.Χ., μόνο η παράσταση του πλούσιου από την Παραβολή του Λαζάρου. Η υπόθεση αυτή βασίζεται στην τυπική εικονογραφική απόδοση της Δευτέρας Παρουσίας, που είχε παγιωθεί στη βυζαντινή τέχνη ήδη από τον 11ο αιώνα μ.Χ.

Αναφέρεται επίσης ότι σε κάποιον από τους τοίχους του γυναικωνίτη είχε απεικονιστεί το λάβαρο του Κωνσταντίνου Γαβρά. Η παράσταση του λαβάρου αποτελούνταν από τρεις χρωματικές ζώνες (καστανή, λευκή και κυανή), που στο μέσο έφεραν ένα στέμμα και στα κάτω άκρα, αριστερά και δεξιά αντίστοιχα, ένα μονοκέφαλο αετό (το έμβλημα των ηγεμόνων της Τραπεζούντας) και τον Άγιο Ευγένιο ολόσωμο, μετωπικό, με επισκοπικό ένδυμα. Ο γυναικωνίτης διέθετε επιπλέον τρεις θύρες στα ανατολικά, δυτικά και νότια. Πάνω από τη δυτική θύρα εικονιζόταν παράσταση του Χριστού με δεμένα χέρια και γερμένο κεφάλι, ενώ στο πίσω μέρος της σύνθεσης διαγραφόταν ο σταυρός. Πρόκειται για τον εικονογραφικό τύπο της Άκρας Ταπείνωσης.

Οι τοιχογραφίες αυτές, μολονότι δεν αποκλείεται να χρονολογούνται από την αρχική φάση κατασκευής του γυναικωνίτη, το 12ο αιώνα μ.Χ., είναι πιθανότερο να υποθέσουμε πως κατασκευάστηκαν τα τελευταία χρόνια της Aυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών, όταν ο γυναικωνίτης ενσωματώθηκε στο νεότερο δίκογχο ναό και πιθανότατα ανακαινίστηκε.

Έξω από την Τραπεζούντα, στην περιοχή Κουνακαλίν, στην Άνω Ματζούκα, έχει εντοπιστεί κοντά στο χωριό Κουνάκα (σημ. Küçükkonak) ένα μικρό εξωκλήσι με παλιές τοιχoγραφίες, το οποίο είναι επίσης αφιερωμένο στον Άγιο Θεόδωρο Γαβρά (Αγε-Γάβρας). Το κτίσμα βρίσκεται στην Κουρανόη (Kourance), τοποθεσία στα βορειοδυτικά του χωριού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Μελά και σε υψόμετρο 1.200 μ. Ο Bryer, χωρίς να προβεί σε ειδικότερη χρονολόγησή του, επισημαίνει πως η αφιέρωσή του στον Θεόδωρο Γαβρά μπορεί να υποδηλώνει ότι ήταν μεσαιωνικό. Η αφιέρωση του ξωκλησιού στον Γαβρά είναι ενδεικτική για τη θέση που κατείχε ο άγιος στη θρησκευτική παράδοση της ευρύτερης περιοχής και συνακόλουθα για τη διάδοση της λατρείας του.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Χαλδείας ἡγεμῶν καὶ προστάτης ὑπάρχων, Σὺ ὁ βλαστὸς τῶν Γαβράδων, ὑπὲρ Χριστοῦ τὸ σὸν αἷμα ἐξέχεας· μὴ πτοηθῇς τὰς ἀπειλὰς τῶν δυσμενῶν, ἐν οὐρανοῖς νῦν ἀγάλλῃ τῷ θρόνῳ τῆς τρισηλίου θεότητος παριστάμενος. Δόξα τῷ σὲ ἰσχύσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι θείῳ Πνεύματι, Θεόδωρε πάνσοφε.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῆς Ἑῴας στρατηγὸς ὑπερθαύμαστος, καὶ τῶν Γαβράδων βλαστὸς ὑπερμέγιστος, τῆς Τραπεζοῦντος ἄριστος ὁ πρύτανις φρουρός, σκέπε, φρούρει, φύλαττε τοὺς πιστῶς σε ὑμνοῦντες θρόνῳ παριστάμενος τῆς ἁγίας Τριάδος, ἣν ἐκδυσώπει σῴζεσθαι ἡμᾶς, Μεγαλομάρτυς Θεόδωρε τρισόλβιε.

Κάθισμα
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
Ἔργοις ἔλαμψας, τῆς εὐσεβείας, πλάνην ἔσβεσας, κακοδοξίας, ὡς τοῦ Χριστοῦ στρατιώτης γενόμενος, καὶ παρανόμων τὰς φάλαγγας ᾔσχυνας, τροπαιοφόρε παμμάκαρ Θεόδωρε μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ´. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τοῦ Χριστοῦ τῷ σημείῳ καθοπλισθείς, τοῦ σατράπου ἐν τούτῳ πᾶσαν ἰσχύν, ἀνδρείως κατέβαλες, ὡς τῆς πίστεως πρόμαχος, τὴν ἀθεΐαν τούτου ἐλέγξας πανόλβιε, καὶ τὴν τριάδα κηρύξας προθύμως ἀοίδιμε, ὅθεν ἐπαξίως παρ᾿ αὐτῆς τοὺς στεφάνους, τῆς νίκης ἀπέλαβες, ὡς ἀθλήσας στεῤῥότατα, ἀθλοφόρε Θεόδωρε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Τὴν κάραν σου σοφέ, τοῦ Χριστοῦ στρατιῶτα, ὁ τύραννος σκευήν, ποτηρίου ποιήσας, αὐτὴν εἰς συμπόσια τὰ αὐτοῦ προσεφέρετο, ἣν κατέλιπες ἐν τῷ κόσμῳ παμμάκαρ, καὶ ἀπέτεμες, τὰς κεφαλὰς τῶν ἀνόμων, Θεόδωρε πάνσοφε.

Ὁ Οἶκος
Στέφων πανήγυριν τὴν σὴν ἀθλοφόρε Κυρίου ὕμνοις, τοὺς σοὺς ἀγῶνας κροτῶ, καὶ ἀνυμνῶ τὰ παλαίσματα, ὑπὲρ μόνου γὰρ τοῦ Κτίστου πάντων, ἐν καμίνῳ ὡς χρυσὸς ἐδοκιμάσθης, τὸν σὸν σταθερὸν λογισμόν, οὐκ ἔσεισε τὸ τῶν βασάνων πλῆθος· ὅθεν μάρτυς ἀξιάγαστος δειχθείς; χοροῖς τῶν μαρτύρων ἠρίθμησαι, ὡς σατράπου νικήσας ὠμότητα, Μεγαλομάρτυς Θεόδωρε τρισόλβιε.

Μεγαλυνάριον
Τοὺς ἀσπαζομένους σου ἀθλητά, τὴν ἁγίαν κάραν, καὶ σεπτὴν εἰκόνα σου εὐλαβῶς, καὶ τὴν θείαν μνήμην, τελοῦντας ἐτησίως, περίσῳζε Θεόδωρε ταῖς πρεσβείαις σου.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἄνθος ἐκ Χαλδείας φυὲν τερπνόν, ἄθλοις μαρτυρίου, εὐωδίασε νοητῶς, τοὺς πιστοὺς ἐν Ἄτρᾳ, Θεόδωρος ὁ θεῖος, πυρὶ τακεὶς τὰς σάρκας, Χριστοῦ τῷ ἔρωτι.

Συναξαριστής 2 Οκτωβρίου 2012


Ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ Ἰουστίνη ἡ Παρθένος

Ἦταν εὐγενὴς πλούσιος καὶ φιλόσοφος ἀπὸ τὴν Καρχηδόνα τῆς Λιβύης, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου. Στὴν Ἀντιόχεια, ἐξασκοῦσε ἄριστα τὴν μαγικὴ τέχνη.

Κάποτε ὅμως, ἕνας εἰδωλολάτρης, ὁ Ἀγλαΐδας ἐρωτεύθηκε μία παρθένο κόρη, τὴν Ἰοῦστα. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ χριστιανὴ κόρη δὲν ἀνταποκρινόταν στὶς ἁμαρτωλές του προτάσεις, αὐτὸς κατέφυγε στὸ μάγο Κυπριανό.

Μπροστὰ στὴ χριστιανικὴ σταθερότητα τῆς Ἰούστας, «μαγικῆς ἐμπαίγματα κατέκειτο τέχνης, καὶ τῆς ἐπὶ φρονήσει ἀλαζονείας ἔλεγχος ἐφύβριστος». Οἱ ἀπάτες, δηλαδή, τῆς μαγικῆς τέχνης τοῦ μάγου εἶχαν πέσει κάτω, ἀνίκανες νὰ κάνουν κακὸ στὴ χριστιανὴ κόρη. Καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ Κυπριανοῦ γιὰ τὴν μαγική του σοφία ἀποδείχθηκε γελοία.

Τότε, μπροστὰ στὸν ἐπίσκοπο Ἄνθιμο, ἔκαψε τὰ μαγικά του βιβλία καὶ βαπτίσθηκε χριστιανός. Κατόπιν, ἔγινε ἱερέας καὶ ἀργότερα ἐπίσκοπος Καρχηδόνας.

Τὴ δὲ Ἰοῦστα χειροτόνησε διακόνισσα καὶ τὴν μετονόμασε σὲ Ἰουστίνη.

Στὴ διακονία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Κυπριανὸς ἔδειξε μεγάλο ἀποστολικὸ ζῆλο καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐξορίστηκε ἀπὸ τὸ Δέκιο, μαζὶ μὲ τὴν Ἰουστίνη, στὴ Νικομήδεια.

Ἐκεῖ ὁ ἡγεμόνας Κλαύδιος ἀποκεφάλισε τὸν Κυπριανὸ καὶ τὴν Ἰουστίνη. Τὰ τίμια λείψανά τους οἱ χριστιανοὶ τὰ μετάφεραν στὴ Ῥώμη καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ τιμὲς στὸν ἐπισημότερο λόφο τῆς πόλης.

Ὁ δὲ Μιχαὴλ Ί. Γαλανός, στὸ ἔργο του «Οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων» ἔχει διαφοροποιημένο τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ, καὶ θεωρεῖ ἱστορικὲς ἀνακρίβειες ὅλα τὰ περὶ μαγείας, ποὺ ἀναφέρονται γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ συγκεκριμένου Ἁγίου.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τῇ φωταυγείᾳ, σκότος ἔλιπες, τῆς ἀσεβείας, καὶ φωστὴρ τῆς ἀληθείας γεγένησαι ποιμαντικῶς γὰρ φαιδρύνας τὸν βίον σου, Κυπριανὲ τῇ ἀθλήσει δεδόξασαι. Πάτερ Ὅσιε, τὸν Κτίστην ἠμῖν ἰλέωσαι, ὁμοῦ σὺν Ἰουστίνῃ τῇ Θεόφρονι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Κυπριανέ· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον 
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχάς.
Ὡς ἱεράρχην τίμιον, καὶ ἀθλητὴν στερρότατον, ἡ οἰκουμένη ἀξίως γεραίρει σε, Κυπριανὲ ἀοίδιμε, καὶ τοῖς ὕμvοις δοξάζει, τὴν ἁγίαν σου μνήμην, αἰτοῦσα πάντοτε, πταισμάτων ἄφεσιν, διὰ σοῦ δωρηθῆναι τοῖς μέλπουσιν. Ἀλληλούια.

Ὁ Οἶκος 
Τὸν σοφὸν Ἱεράρχην τιμήσωμεν, ὡς ποιμένα σοφὸν καὶ διδάσκαλον, ὅτι ἐξ ἀκανθῶν πλάνης ἤνθησεν, ὥσπερ ῥόδον τερπνότατον, καὶ ἡμᾶς τοὺς πιστοὺς κατεμύρισεν, ἰαμάτων ὀδμαῖς καὶ βολαῖς θαυμάτων· ὥστε ψάλλειν ἡμᾶς τοῦ Δαυῒδ τὴν ᾠδήν· Ἀλληλούϊα.

 


 
Ἡ Ἁγία Δάμαρις ἡ Ἀθηναία

Εἶναι ἡ πρώτη γυναῖκα στὴν Ἀθήνα, ποὺ πίστεψε, διὰ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, στὸ Χριστό.

Ἀκολουθία της συνέγραψε ὁ Ὑμνογράφος Πατὴρ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.


 

 
Ὁ Ὅσιος Θεόφιλος ὁ Ὁμολογητής

Ἀνῆκε στὴν εὐσεβῆ καὶ γενναία φάλαγγα, ποὺ ἄθλησε καὶ κινδύνεψε ἄφοβα γιὰ τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν ἁγίων εἰκόνων.

Ὁ Θεόφιλος ἔζησε στὰ χρόνια ποὺ αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Λέων ὁ Ἴσαυρος, ὁ εἰκονομάχος. Ὁ Ὅσιος λοιπόν, περιερχόμενος τὴν Κωνσταντινούπολη, θέρμαινε τὴν καρτεροψυχία τῶν ὀρθοδόξων, καὶ ἤλεγχε τὴν πλάνη τῶν διωκτῶν τῶν εἰκόνων.

Ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ δύναμη τοῦ λόγου του, ἀνέδειξαν τὸ Θεόφιλο ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς ἰσχυρότερους προμάχους τῆς εὐσέβειας. Κατόπιν τὸν φυλάκισαν καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἐξόρισαν.

Ἔτσι, ἐκεῖ στὴν ἐξορία τελείωσε τὴ ζωή του, χωρὶς νὰ δεχτεῖ τὴν πρόσκαιρη ἐλευθερία ἀντὶ προδοσίας τῆς ἀλήθειας καὶ ἀπωλείας τῆς αἰωνίου ζωῆς. (Ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου αὐτοῦ ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 10η Ὀκτωβρίου).

 

 
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Μεγαλομάρτυρας, ὁ Γαβρᾶς

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές.

Σύμφωνα μὲ τὴν Ἀκολουθία του, γεννήθηκε τὸν 10ο αἰῶνα στὴν κωμόπολη τῆς Χαλδίας Ἄτρα, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἔνδοξους. Ὁ ἴδιος ἔγινε καταξιωμένος στρατηγὸς καὶ μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστὸ στὴ Θεοδοσιούπολη τὸ 1098. Ἡ σύναξίς του γίνεται στὴν Τραπεζοῦντα, ὅπου βρίσκεται καὶ ἡ τίμια κεφαλή του.

 

 
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἢ Χατζη-Γεώργιος

Γιὸς χριστιανῶν γονέων ἀπὸ τὴν Φιλαδέλφεια.

Ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε στὴν πόλη Καρατζασοὺ τῆς Ἠλιουπόλεως, ὅπου ἐξασκοῦσε τὴν τέχνη τοῦ ἀμπατζῆ (σαγματοποιοῦ).

Σὲ κάποια διασκέδαση, ποὺ ἦταν παρὼν καὶ ὁ Γεώργιος, κάποιος, ποὺ βρισκόταν σὲ κατάσταση μέθης, ἔπεσε καὶ σκοτώθηκε. Τότε, σύμφωνα μὲ τὴν συνήθεια, ὁ κριτὴς ζήτησε ἀπ᾿ τοὺς κατοίκους, νὰ πληρώσουν τὸ ἀνάλογο πρόστιμο. Ὁ Γεώργιος ἀρνήθηκε νὰ καταβάλει αὐτὸ τὸ πρόστιμο καὶ ἐπάνω στὸ θυμό του εἶπε, ὅτι δὲν τὸ πληρώνει γιατί εἶναι Τοῦρκος.

Ἀμέσως τότε οἱ Τοῦρκοι τὸν συνέλαβαν καὶ τοῦ ἔκαναν περιτομή.

Ἀργότερα ὁ Γεώργιος, μετανοημένος, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔμεινε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Ἐπανῆλθε ὅμως στὴν πόλη Καρατζασού, καὶ μπροστὰ στὸν κριτὴ ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Παρὰ τὶς κολακεῖες τοῦ κριτῆ, ἔμεινε ἀμετάθετος στὴν ἀπόφασή του.

Ἄρχισε τότε μία σειρὰ φρικτῶν βασανιστηρίων, ποὺ ὁ Γεώργιος τὰ ὑπέμεινε μὲ μεγάλη γενναιότητα. Ἔλεγε μάλιστα: «ὅ,τι καὶ ἂν μοῦ κάνετε ἐγὼ δὲν ἀρνοῦμαι πλέον τὴν πίστη μου. Χριστιανὸς γεννήθηκα, Χριστιανὸς εἶμαι καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω».

Τελικά, στὶς 2 Ὀκτωβρίου 1794 τὸν ἀποκεφάλισαν.

Ὁ Otto Meinardus ἀναφέρει τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ στὶς 2 Ὀκτωβρίου 1752.

 

 
Ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς τοῦ Σουντὰλ (Ρῶσος)

Διὰ Χριστὸν σαλός (876).

 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...