του Αρχιμ. Χρυσόστομου Χρυσόπουλου,
Αρχή του εκκλησιαστικού - ιεραποστολικού έτους και χαράσσονται οι επόμενες σκέψεις όχι από διάθεση διδαχής και διόρθωσης, αλλά ως παρατηρήσεις για εκείνα που βλέπουμε γύρω μας. Αφορούν τα όσα γίνονται με διάφορες αφορμές στους Ναούς και που προβάλλονται με ποικίλους τρόπους.
Ότι έχει καθιερωθεί μέσα στον χρόνο ως συνήθεια μιας ομάδας ή ενός λαού και που ρυθμίζει την ζωή του, μάθαμε ότι ονομάζεται έθιμο. Σε κάποιες περιπτώσεις έχει και ισχύ νόμου, αφού βρίσκεται μεταξύ αυτού και της παράδοσης. Όσο πιο ισχυρές είναι οι ρίζες του εθίμου, τόσο είναι ακλόνητο και αξιοσέβαστο. Βέβαια, κάθε έθιμο έχει την αξία του στον τόπο και στις συγκυρίες που το γέννησε. Ο Χριστός είναι ο Εκείνος που σεβάστηκε τα έθιμα του τόπου Του, ιδίως τα θρησκευτικά, ενώ Τον είδαμε και ως τηρητή του Νόμου.
Γίνεται αντιληπτό ότι, οι θρησκευτικές πράξεις που αντέχουν στον χρόνο, απαιτούν σεβασμό στην εφαρμογή τους και πνεύμα μαθητείας από τους υπόλοιπους. Ο λόγος μας εδώ είναι για τα εκκλησιαστικά έθιμα, που έχουν την αξία τους και μάλιστα όσο χάνονται σε αιώνες, τόσο αυτή μεγαλώνει και γίνονται ανεκτίμητα, αρκεί να μην καταντήσουν απομεινάρια παλαιών ενδόξων εποχών.
Το πρόβλημα είναι όμως (ιδίως στα αστικά κέντρα) ότι κάθε εφημέριος ανάλογα με τις εμπειρίες της ιερατικής ζωής του ή τον τόπο καταγωγής του, εφαρμόζει ανάλογο τυπικό κατά τη θεία Λατρεία. Αυτό φαίνεται πιο έντονο στις μεγάλες γιορτές της Ορθοδοξίας. Τότε γίνεται ανάμιξη εφημερίων και τυπικών, στ’ άμφια, στις τελετές, στην μουσική, στα έθιμα, στον διάκοσμο. Αυτό δημιουργεί πολλές φορές ανταγωνισμό και πόλωση, σαν να υπάρχει κάποιου είδους κέρδος.
Ξεχάσαμε ότι η Ακολουθία του Νιπτήρος – λ.χ. – είχε αξία μόνο εκεί που γίνεται από αιώνες, όχι και σε κάθε Ενορία που έχει την ίδια έμπνευση ένας Εφημέριός της. Το αγιορείτικο τυπικό έχει την αξία του μόνο στο αγιώνυμο Όρος, το ίδιο και με τα εθνικοτοπικά έθιμα. Όταν τούτα τα μεταφέρουμε στο ενοριακό τυπικό και τ’ αναμείξουμε μ΄ αυτό ξεθωριάζουν και φθείρονται. Η συνήθεια αυτή έχει ως σκοπό πολλές φορές την αυτοπροβολή και την διάκριση ανάμεσα στους άλλους, παρά την γνώση των εθίμων από τους ενορίτες. Ρόλο σίγουρα παίζουν και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης όπου ευνοούν τις καταστάσεις, λόγω της διαφήμισης που παρέχουν. Κακές υπηρεσίες ταυτόχρονα προσφέρει και το διαδίκτυο, με το δικαίωμα και την άνεση που παρέχει για ανάρτηση ειδήσεων ή φωτογραφιών σε ιστοσελίδες εκκλησιαστικού περιεχομένου ή στο facebook. Η αδιακρισία, όταν συνυπάρχει με την αμετροέπεια, εκθέτει στην ουσία όσους επιθυμούν να προβάλλουν δήθεν κάτι πρωτότυπο, ξεφεύγουν όμως προς την κατακριτέα υπερβολή. Δεν υπολογίζουν αρκετοί τον φακό της δημοσιότητας (μάλιστα μεγενθυντικό) και αποθανα-τίζουν όσα κάνουν, χωρίς να υπολογίζουν τα γέλια και τα δυσμενή σχόλια.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι κακή μίμηση των εκκλησιαστικών εθίμων άλλων τόπων φέρει την απογοήτευση, αφού δεν καταφέρνουν το επιθυμητό, δηλαδή την κατάνυξη και την ψυχική ωφέλεια, Αντίθετα, προσφέρουν την αίσθηση αποτυχημένης θεατρικής παράστασης, φολκλορικού περιεχομένου, που το μόνο που κάνει είναι να εξάρει τον εγωισμό των πρωταγωνιστών – ιερέων. Η αταξία τυπικών και η ανομοιομορφία τους γεννά σύγχυση στο ποίμνιο, αφού «κάθε παπάς και τυπικό». Αλλαγή εφημερίων επισύρει και αλλαγή των τυπικών αυτών. Εκθέτουν όλα αυτά όσους κάνουν τις παρατυπίες και όσους τους ανέχονται.
Κάθε μέρος έχει το δικό του λειτουργικό πλούτο. Ας αφήσουμε τα έθιμα να τα χαίρονται οι γεννήτορες τόποι τους, εκεί ας τα απολαύσουμε, γιατί εκεί είναι και αυθεντικά. Δεν απαιτείται αλλαγή, ζητείται σεβασμός στα περί της λατρείας και όταν το πράξουμε αυτό θα μας τιμά. Όταν αυτοσχεδιάζουμε ή τα «κλέβουμε» θα χαρακτηριζόμαστε ως εμπερίστατοι λειτουργικών τύπων και βιωμάτων. Η υπέρβαση του μέτρου σκανδαλισμό προξενεί, παρά ωφέλεια.
Χρειάζεται λοιπόν προσοχή στην εφαρμογή των τοπικών εθίμων όσων αφορούν τα της Εκκλησίας και όχι μίμηση ή μεταφορά στα δικά μας δεδομένα και πρόσμιξη μ’ αυτά, συνονθύλευμα πραγματικό. Ας σεβόμαστε τα έθιμα που έχουν άμεση σχέση και την θεία λατρεία εκεί που υπάρχουν, ας τα διδάξουμε δια των κηρυγμάτων ή επισκέψεων στους τόπους που τα έχουν διατηρήσει. Κάθε κληρικός (παντός βαθμού) δεν μπορεί να έχει διάφορες ή προσωπικές του λειτουργικές συνήθειες κατά περίσταση, δεν έχει ανάγκη από θαυμαστές ή αυτοπροβολή. Επιπλέον, δεν διδάσκει σωστά τους νεώτερους και τους γύρω του. Κάτι που βιώσαμε εδώ ή εκεί και μας άρεσε δεν σημαίνει ότι εφαρμόζεται και στον δικό μας τόπο και ας το τεκμηριώνουμε κάθε φορά. Η εισαγωγή ενός διαφορετικού τυπικού και οι τελετές – παρωδία σ’ έναν Ναό σίγουρα θα προκαλέσουν το ερώτημα γιατί δεν γίνεται από άλλους και αλλού, ο πειρασμός πλέον είναι σίγουρος και φθοροποιός. Ας τον αποφύγουμε λοιπόν, γα το καλό των εθίμων και το δικό μας.
Ότι έχει καθιερωθεί μέσα στον χρόνο ως συνήθεια μιας ομάδας ή ενός λαού και που ρυθμίζει την ζωή του, μάθαμε ότι ονομάζεται έθιμο. Σε κάποιες περιπτώσεις έχει και ισχύ νόμου, αφού βρίσκεται μεταξύ αυτού και της παράδοσης. Όσο πιο ισχυρές είναι οι ρίζες του εθίμου, τόσο είναι ακλόνητο και αξιοσέβαστο. Βέβαια, κάθε έθιμο έχει την αξία του στον τόπο και στις συγκυρίες που το γέννησε. Ο Χριστός είναι ο Εκείνος που σεβάστηκε τα έθιμα του τόπου Του, ιδίως τα θρησκευτικά, ενώ Τον είδαμε και ως τηρητή του Νόμου.
Γίνεται αντιληπτό ότι, οι θρησκευτικές πράξεις που αντέχουν στον χρόνο, απαιτούν σεβασμό στην εφαρμογή τους και πνεύμα μαθητείας από τους υπόλοιπους. Ο λόγος μας εδώ είναι για τα εκκλησιαστικά έθιμα, που έχουν την αξία τους και μάλιστα όσο χάνονται σε αιώνες, τόσο αυτή μεγαλώνει και γίνονται ανεκτίμητα, αρκεί να μην καταντήσουν απομεινάρια παλαιών ενδόξων εποχών.
Το πρόβλημα είναι όμως (ιδίως στα αστικά κέντρα) ότι κάθε εφημέριος ανάλογα με τις εμπειρίες της ιερατικής ζωής του ή τον τόπο καταγωγής του, εφαρμόζει ανάλογο τυπικό κατά τη θεία Λατρεία. Αυτό φαίνεται πιο έντονο στις μεγάλες γιορτές της Ορθοδοξίας. Τότε γίνεται ανάμιξη εφημερίων και τυπικών, στ’ άμφια, στις τελετές, στην μουσική, στα έθιμα, στον διάκοσμο. Αυτό δημιουργεί πολλές φορές ανταγωνισμό και πόλωση, σαν να υπάρχει κάποιου είδους κέρδος.
Ξεχάσαμε ότι η Ακολουθία του Νιπτήρος – λ.χ. – είχε αξία μόνο εκεί που γίνεται από αιώνες, όχι και σε κάθε Ενορία που έχει την ίδια έμπνευση ένας Εφημέριός της. Το αγιορείτικο τυπικό έχει την αξία του μόνο στο αγιώνυμο Όρος, το ίδιο και με τα εθνικοτοπικά έθιμα. Όταν τούτα τα μεταφέρουμε στο ενοριακό τυπικό και τ’ αναμείξουμε μ΄ αυτό ξεθωριάζουν και φθείρονται. Η συνήθεια αυτή έχει ως σκοπό πολλές φορές την αυτοπροβολή και την διάκριση ανάμεσα στους άλλους, παρά την γνώση των εθίμων από τους ενορίτες. Ρόλο σίγουρα παίζουν και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης όπου ευνοούν τις καταστάσεις, λόγω της διαφήμισης που παρέχουν. Κακές υπηρεσίες ταυτόχρονα προσφέρει και το διαδίκτυο, με το δικαίωμα και την άνεση που παρέχει για ανάρτηση ειδήσεων ή φωτογραφιών σε ιστοσελίδες εκκλησιαστικού περιεχομένου ή στο facebook. Η αδιακρισία, όταν συνυπάρχει με την αμετροέπεια, εκθέτει στην ουσία όσους επιθυμούν να προβάλλουν δήθεν κάτι πρωτότυπο, ξεφεύγουν όμως προς την κατακριτέα υπερβολή. Δεν υπολογίζουν αρκετοί τον φακό της δημοσιότητας (μάλιστα μεγενθυντικό) και αποθανα-τίζουν όσα κάνουν, χωρίς να υπολογίζουν τα γέλια και τα δυσμενή σχόλια.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι κακή μίμηση των εκκλησιαστικών εθίμων άλλων τόπων φέρει την απογοήτευση, αφού δεν καταφέρνουν το επιθυμητό, δηλαδή την κατάνυξη και την ψυχική ωφέλεια, Αντίθετα, προσφέρουν την αίσθηση αποτυχημένης θεατρικής παράστασης, φολκλορικού περιεχομένου, που το μόνο που κάνει είναι να εξάρει τον εγωισμό των πρωταγωνιστών – ιερέων. Η αταξία τυπικών και η ανομοιομορφία τους γεννά σύγχυση στο ποίμνιο, αφού «κάθε παπάς και τυπικό». Αλλαγή εφημερίων επισύρει και αλλαγή των τυπικών αυτών. Εκθέτουν όλα αυτά όσους κάνουν τις παρατυπίες και όσους τους ανέχονται.
Κάθε μέρος έχει το δικό του λειτουργικό πλούτο. Ας αφήσουμε τα έθιμα να τα χαίρονται οι γεννήτορες τόποι τους, εκεί ας τα απολαύσουμε, γιατί εκεί είναι και αυθεντικά. Δεν απαιτείται αλλαγή, ζητείται σεβασμός στα περί της λατρείας και όταν το πράξουμε αυτό θα μας τιμά. Όταν αυτοσχεδιάζουμε ή τα «κλέβουμε» θα χαρακτηριζόμαστε ως εμπερίστατοι λειτουργικών τύπων και βιωμάτων. Η υπέρβαση του μέτρου σκανδαλισμό προξενεί, παρά ωφέλεια.
Χρειάζεται λοιπόν προσοχή στην εφαρμογή των τοπικών εθίμων όσων αφορούν τα της Εκκλησίας και όχι μίμηση ή μεταφορά στα δικά μας δεδομένα και πρόσμιξη μ’ αυτά, συνονθύλευμα πραγματικό. Ας σεβόμαστε τα έθιμα που έχουν άμεση σχέση και την θεία λατρεία εκεί που υπάρχουν, ας τα διδάξουμε δια των κηρυγμάτων ή επισκέψεων στους τόπους που τα έχουν διατηρήσει. Κάθε κληρικός (παντός βαθμού) δεν μπορεί να έχει διάφορες ή προσωπικές του λειτουργικές συνήθειες κατά περίσταση, δεν έχει ανάγκη από θαυμαστές ή αυτοπροβολή. Επιπλέον, δεν διδάσκει σωστά τους νεώτερους και τους γύρω του. Κάτι που βιώσαμε εδώ ή εκεί και μας άρεσε δεν σημαίνει ότι εφαρμόζεται και στον δικό μας τόπο και ας το τεκμηριώνουμε κάθε φορά. Η εισαγωγή ενός διαφορετικού τυπικού και οι τελετές – παρωδία σ’ έναν Ναό σίγουρα θα προκαλέσουν το ερώτημα γιατί δεν γίνεται από άλλους και αλλού, ο πειρασμός πλέον είναι σίγουρος και φθοροποιός. Ας τον αποφύγουμε λοιπόν, γα το καλό των εθίμων και το δικό μας.