Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 05, 2012

Οσία Μεθοδία της Κιμώλου

Οσία Μεθοδία της Κιμώλου
Βιογραφία
Η Οσία Μεθοδία της Κιμώλου γεννήθηκε στο νησί Κίμωλος στις 10 Νοεμβρίου 1865 μ.Χ., από γονείς ευσεβείς. Ο πατέρας της ονομαζόταν Ιάκωβος Σάρδης και η μητέρα της Μαρία. Είχαν τρεις γιους και πέντε θυγατέρες, από τις όποιες η δεύτερη ήταν η Ειρήνη η μετέπειτα Μεθοδία.

Η Άγια από μικρή είχε κλίση προς τα θεία και πάντα σύχναζε στην Εκκλησία. Όταν ήλθε σε κατάλληλη ηλικία, για να μη λυπήσει τους γονείς της, παντρεύτηκε έναν ναυτικό στο επάγγελμα. Αν και παντρεμένη, ο ζήλος της προς την εκκλησία παρέμεινε αμείωτος. Κάποτε όμως ο άντρας της, σε κάποιο του ταξίδι, ναυάγησε κοντά στη Μικρά Ασία και δεν ξαναγύρισε στην Κίμωλο. Τότε η Ειρήνη έγινε μοναχή στο ναό της Παναγίας της Οδηγήτριας στην Κίμωλο, από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Σύρου Μεθόδιο μετονομασθείσα αντί Ειρήνης, Μεθοδία. Η χαρά της ήταν μεγάλη και ακολούθησε τα ευαγγελικά προστάγματα του Κυρίου με όλη της την ψυχή. Οι ασκητικοί της αγώνες ήταν μεγάλοι και αποτελούσε ζωντανό παράδειγμα για όλους. Η φήμη της μεγάλης της αρετής διαδόθηκε παντού και πλήθος γυναικών πήγαιναν να τη συναντήσουν, προκειμένου να βρουν πνευματικό καταφύγιο και λιμάνι από τις τρικυμίες της ζωής. Ο λόγος της Αγίας ήταν δροσιά και ίαμα στις ταλαιπωρημένες ψυχές. Επίσης η Μεθοδία, εκτός των άλλων χαρισμάτων, αξιώθηκε από τον Θεό και το χάρισμα να κάνει θαύματα.

Έτσι άγια αφού έζησε σ' όλη της τη ζωή, απεβίωσε ειρηνικά την Κυριακή 5 Οκτωβρίου 1908 σε ηλικία 43 ετών.


Αγιογραφίες / Φωτογραφίες
Οσία Μεθοδία της Κιμώλου
Οσία Μεθοδία της Κιμώλου
Οσία Μεθοδία της Κιμώλου
Οσία Μεθοδία της Κιμώλου


Συναξαριστης 05 Οκτωβρίου 2012


 Ἡ Ἁγία Χαριτίνη

 
Ἦταν δούλη σὲ κάποιο πλούσιο σπιτικὸ καὶ ὁ ἀφέντης της ὀνομαζόταν Κλαύδιος.

Ὅταν ὁ βασιλιὰς Δομέτιος (290μ.Χ.) ἔμαθε ὅτι ἦταν χριστιανή, διέταξε τὸν κύριό της νὰ στείλει τὴ Χαριτίνη νὰ τὴν ἐξετάσει ὁ ἴδιος.

Ὁ Κλαύδιος λυπήθηκε τόσο πολύ, ὥστε φόρεσε τρίχινο φόρεμα, ὅπως συνήθιζαν τότε, καὶ θρηνοῦσε. Ἡ Χαριτίνη τὸν παρηγοροῦσε καὶ τοῦ ἔλεγε ὅτι δὲν πρέπει νὰ λυπᾶται, ἀλλὰ νὰ χαίρεται. Διότι καὶ ἂν ἀκόμα πεθάνει, θὰ ἀξιωθεῖ νὰ προσφέρει τὸν ἑαυτό της «θυσίαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ», δηλαδή, θυσία ποὺ δέχεται καὶ εὐχαριστεῖται μ᾿ αὐτὴν ὁ Θεός. Ὁ δὲ Κλαύδιος τῆς εἶπε νὰ τὸν θυμηθεῖ ὅταν πάει κοντὰ στὸν ἐπουράνιο Βασιλέα.

Ὅταν λοιπὸν τὴν ἔφεραν μπροστὰ στὸ βασιλιὰ Δομέτιο, ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὸ Χριστό. Τότε αὐτὸς ἔδωσε διαταγὴ καὶ τῆς ξύρισαν τὸ κεφάλι. Ἀλλὰ διὰ θαύματος, ἀμέσως τὸ κεφάλι της ξαναγέμισε μαλλιά. Ἔπειτα βάζουν τὸ κεφάλι της σὲ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ χύνουν ἀπὸ πάνω ξύδι. Κατόπιν καῖνε τὰ πλευρά της μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, καὶ μὲ μία πέτρα στὸ λαιμὸ τὴν ῥίχνουν στὴ θάλασσα. Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ Θεὸς τὴν ἔσωσε. Τότε διατάχθηκε νὰ πάει σὲ πορνεῖο.

Ἡ Χαριτίνη, ὅμως, προσευχήθηκε, καὶ ἡ ἁγνὴ ψυχή της παραδόθηκε πλέον στὸ ζωοδότη Θεό.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεία χάριτι, κραταιωθεῖσα, κράτος ἤσχυνας, τῆς δυσσεβείας, Χαριτίνη ὑπὲρ φύσιν ἀθλήσασα ὅθεν χαρίτων πηγὴν ἀδαπάνητον, ὡς γλυκασμὸν ἀναβλύζεις τοῖς κράζουσι. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

 
Ἡ Ἁγία Μαμελχθᾶ

Φανατικὴ εἰδωλολάτρισσα ἦταν στὴν ἀρχὴ ἡ Μαμελχθᾶ, καὶ μάλιστα ἱέρεια, καὶ ἀντιμαχόταν τὴν ἀδελφή της, ποὺ νωρίτερα διαφωτίστηκε καὶ εἶχε γίνει χριστιανή.

Ἀλλ᾿ ἡ καρδιά της ἐμπνεόταν ἀπὸ εὐγενῆ αἰσθήματα, προτέρημα, ποὺ κατὰ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία, φέρνει πρὸς τὸν ἄνθρωπο ἀργὰ ἢ γρήγορα τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἔφτασε ὁ καιρός, ποὺ ἡ Μαμελχθᾶ, Περσίδα στὴν καταγωγή, ἀναγνώρισε ὅτι ἔπρεπε καὶ αὐτὴ νὰ γίνει χριστιανή, ὅπως πιὸ μπροστὰ εἶχε κάνει καὶ ἡ ἀδελφή της. Κατηχήθηκε λοιπὸν τὶς ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ κατόπιν βαπτίστηκε.

Ἀλλ᾿ οἱ εἰδωλολάτρες, μόλις πληροφορήθηκαν τὸ γεγονός, ἐξεμάνησαν. Τὸ νὰ ἑλκύσουν οἱ χριστιανοὶ μία ἱέρεια δική τους, φάνηκε σ᾿ αὐτοὺς σὰν προσβολὴ ἀβάσταχτη, σὰν ὄνειδος, ποὺ δὲν μποροῦσαν μὲ τίποτα νὰ ἀνεχθοῦν.

Ἔτσι λοιπὸν λυσσασμένος εἰδωλολατρικὸς ὄχλος, ὅρμησε καὶ ἅρπαξε τὴν Μαμελχθᾶ μέσα ἀπὸ τὸ σπίτι της, τὴν ἔριξε μὲ τὴν βία σ᾿ ἕνα βαθὺ λάκκο, ὅπου καὶ τὴν σκότωσε μὲ σφοδρὸ λιθοβολισμό.

Κατόπιν εὐσεβεῖς χριστιανοί, παρέλαβαν τὸ λείψανό της καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ μεγάλη εὐλάβεια καὶ τιμή.

 

 
Ὀπτασία Κοσμᾶ μοναχοῦ

Βλέπε «Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθ. Ἐκκλησίας» Ματθαίου Λαγγῆ τόμος 10ος σελ. 139 ἔκδ. 1992.

 

 
Ὁ Ἅγιος Ἑρμογένης ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ θαυματουργός

Ἀγνοεῖται ἀπὸ τοὺς Συναξαριστές. Εἶναι γνωστὸς ὅμως στὴν Κύπρο σὰν τοπικὸς Ἅγιος. (Λεοντίου Μαχαίρα, Χρονικὸν ἔκδ. Σάθα, σελ. 69).

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τοῦ Φοίνικος ὁ κλάδος, καὶ Σαμίων τὸ στήριγμα, φύλαξ καὶ φρουρὸς τῶν Κυπρίων, Ἐρμόγενες Πατὴρ ἠμῶν ἀναδειχθεὶς τὴν Θάλασσαν διῆλθες ὥσπερ ζῶν, καὶ ταύτης τρικυμίας χαλινῶν, θαυμασίως λάρνακά σου Ἐπισκοπῇ τὴ πόλει κατεστήριξας, δόξα τῷ οὕτως εὐδοκήσαντι Θεῶ, δόξα τῷ σὲ ὁδηγήσαντι. Δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον 
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν Σαμίων καύχημα καὶ τῶν Κυπρίων τὸ κλέος, Ἐρμογένη ἅπαντες ἀνευφημήσωμεν ὕμνοις οὗτος γὰρ τὴν τῆς Τριάδος ἔλαβεν αἴγλην, καὶ ὡς ἥλιος φωτίσας τὴν Οἰκουμένην ὂν προθύμως ἀνυμνοῦμεν καὶ προσκυνοῦμεν, λέγοντες χαῖρε, θαυματοφόρε Ἐρμόγενες Ὅσιε.


 

 
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἐπίσκοπος Εὐχαιτῶν «ὁ Μαυρόπους»

Κανένας ἀπὸ τοὺς Συναξαριστὲς δὲν τὸν ἀναφέρει.

Ἡ μνήμη του ὑπάρχει μόνο στὸν Παλατινὸ Κώδικα ὑπ᾿ ἀριθ. 138 φ. 2146, ὅπου καὶ ἡ Ἀκολουθία του ποὺ συντάχθηκε ἀπὸ τὸν ἀνεψιό του Θεόδωρο τὸν Κοιτωνίτη καὶ βασιλικοῦ νοταρίου.

Ὁ Ἰωάννης αὐτὸς ἔζησε τὸν 11ο αἰῶνα, ἔγινε ἔξοχος ποιητὴς καὶ συγγραφέας γλαφυρότατος.

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά, ἀφοῦ ἔζησε πάνω ἀπὸ 100 χρόνια.

 

 
Ὁ Ὅσιος Εὐδόκιμος ὁ νεοφανής, εὕρεσις καὶ ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του

Ὁ Ὅσιος αὐτὸς ἔζησε καὶ πολιτεύθηκε εὐδοκίμως στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου.

Τὸ πραγματικὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου (μοναχικὸ ἢ βαπτιστικό) δὲν εἶναι γνωστό, διότι τὸ ὄνομα Εὐδόκιμος τοῦ δόθηκε μετὰ τὴν εὕρεση τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του. Δὲν εἶναι ἐπίσης γνωστὸ οὔτε ποιὰ ἐποχὴ ἔζησε, οὔτε ποιὰ ἦταν ἡ πατρίδα του, οὔτε ἄλλα στοιχεῖα γιὰ τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες.

Ἡ μόνη αἰτία ἀπὸ τὴν ὁποία γνωστοποιήθηκε ἡ ὁσία ζωή του, εἶναι ἡ εὕρεση καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου, στὸ παλιὸ κοιμητήριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ὅταν βρέθηκε τὸ ἱερὸ λείψανό του, εὐωδίαζε θεία εὐωδιὰ καὶ ἡ ἀνακομιδή του ἔγινε στὶς 5 Ὀκτωβρίου 1840.

(Σχετικά με τὸ γεγονὸς αὐτό, βλέπε χειρόγραφο Μελετίου Ἱεροδιακόνου Βατοπεδινοῦ).


 

 
Ἡ Ὁσία Μεθοδία τῆς Κιμώλου

Γεννήθηκε στὸ νησὶ Κίμωλος στὶς 10 Νοεμβρίου 1865, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς.

Ὁ πατέρας της ὀνομαζόταν Ἰάκωβος Σάρδης καὶ ἡ μητέρα της Μαρία. Εἶχαν τρεῖς γιοὺς καὶ πέντε θυγατέρες, ἀπὸ τὶς ὁποίες ἡ δεύτερη ἦταν ἡ Εἰρήνη, ἡ μετέπειτα Μεθοδία.

Ἡ Ἁγία ἀπὸ μικρὴ εἶχε κλίση πρὸς τὰ θεῖα καὶ πάντα σύχναζε στὴν Ἐκκλησία. Ὅταν ἦλθε σὲ κατάλληλη ἡλικία, γιὰ νὰ μὴ λυπήσει τοὺς γονεῖς της, παντρεύτηκε ἕναν ναυτικὸ στὸ ἐπάγγελμα.

Ἂν καὶ παντρεμένη, ὁ ζῆλος της πρὸς τὴν ἐκκλησία παρέμεινε ἀμείωτος. Κάποτε ὅμως ὁ ἄντρας της, σὲ κάποιο του ταξίδι, ναυάγησε κοντὰ στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ δὲν ξαναγύρισε στὴν Κίμωλο.

Τότε ἡ Εἰρήνη ἔγινε μοναχὴ στὸ ναὸ τῆς Παναγίας τῆς «Ὁδηγήτριας» στὴν Κίμωλο, ἀπὸ τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Σύρου Μεθόδιο μετονομασθεῖσα ἀντὶ Εἰρήνης Μεθοδία. Ἡ χαρά της ἦταν μεγάλη καὶ ἀκολούθησε τὰ εὐαγγελικὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου μὲ ὅλη της τὴν ψυχή. Οἱ ἀσκητικοί της ἀγῶνες ἦταν μεγάλοι καὶ ἀποτελοῦσε ζωντανὸ παράδειγμα γιὰ ὅλους.

Ἡ φήμη τῆς μεγάλης της ἀρετῆς διαδόθηκε παντοῦ καὶ πλῆθος γυναικῶν πήγαιναν νὰ τὴν συναντήσουν, προκειμένου νὰ βροῦν πνευματικὸ καταφύγιο καὶ λιμάνι ἀπὸ τὶς τρικυμίες τῆς ζωῆς. Ὁ λόγος τῆς ἁγίας ἦταν δροσιὰ καὶ ἴαμα στὶς ταλαιπωρημένες ψυχές. Ἐπίσης ἡ Μεθοδία, ἐκτὸς τῶν ἄλλων χαρισμάτων, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ κάνει θαύματα.

Ἔτσι ἅγια ἀφοῦ ἔζησε σ᾿ ὅλη της τὴ ζωή, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὴν Κυριακὴ 5 Ὀκτωβρίου 1908 σὲ ἡλικία 43 ἐτῶν.


 

 
Οἱ Ἅγιοι Πέτρος, Ἀλέξιος καὶ Ἰωνᾶς οἱ θαυματουργοί

Μητροπολῖτες Μόσχας καὶ πάσης Ῥωσίας (Ρῶσοι).
Ἑορτάζοντας αὐτοὺς τοῦ Ἱεράρχες σὲ μία κοινὴ ἡμέρα, ἡ Ἐκκλησία, ἀποδίδει στὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς ἴδια τιμὴ σὰν προστάτες τῆς Μόσχας καὶ πάσης Ρωσίας.

 

Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ



Τσακτσίρα Μαρίας
Φοιτήτριας

Θέση και λειτουργία των αισθήσεων ως πυλών της πόλης-ψυχής τού παιδιού.

      «Νόμισον εἶναι βασιλεύς πόλιν ἔχων ὑπήκοον τήν τοῦ παιδός ψυχήν» (Παράγραφος 8). Στο σημείο τούτο, ξεκινά ο συγγραφέας να αναφέρεται στην αγωγή των αισθήσεων των παιδιών, οι οποίες είναι πύλες για διάφορους λογισμούς,  «έχοντας όλη την μέχρι τότε γνώση και φιλοσοφία, την αντίληψη των αρχαίων και του Πλάτωνα για την «πόλη», που θεωρεί θεϊκή τη σύσταση της, αφού η πολιτική ζωή είναι ο χώρος φανέρωσης τής προσωπικής μεταφυσικής αλήθειας τού ανθρώπου».[1]
    Οι λογισμοί έχουν διάφορες μορφές και παρομοιάζονται με ανθρώπινες συμπεριφορές μέσα στην κοινωνία τής πόλης. «Οἱ μέν κλέπτουσιν, οἱ δέ δικαιοπραγοῦσιν(κάνουν ό,τι πρέπει), οἱ δέ ἐργάζονται, οἱ δέ ἁπλῶς ὡς ἔτυχεν ἅπαντα πράττουσιν, οὕτω δή καί ἐν ψυχῇ διάνοιαι(σκέψεις) καί λογισμοί. Οἱ μέν στρατεύονται κατά τῶν ἀδικούντων, οἶον ἐστίν ἐν πόλει οἱ στρατιῶται,(πλατωνικό θυμοειδές) οἱ δέ τοῦ παντός προνοοῦσιν καί σώματος καί οἰκίας, οἷον ἐστίν οἱ πολιτευόμενοι (δημοτικοί υπάλληλοι)(πλατωνικό επιθυμητικό), οἱ δέ ἐπιτάττουσιν(προστάζουν), οἷον ἐστίν οἱ ἄρχοντες(πλατωνικό λογιστικό)» (Παράγραφος 8). Υπάρχουν εκτός των άλλων και λογισμοί που αφηγούνται άσεμνες ιστορίες, όπως κάνουν οι ακόλαστοι άνθρωποι και άλλοι που φλυαρούν άσκοπα. Υπάρχουν τέλος και λογισμοί, που φέρονται ευγενικά και αυτοί είναι ελεύθεροι. Το σώμα λειτουργεί ως ένα είδος συνόρου. «Το μοντέλο τής ψυχής- πόλης είναι μια χωρική κατ’ αναλογία αναπαράσταση τού δυισμού καλού και κακού. Το όριο(που φιλτράρει το κακό) είναι το «τείχος» τής ανθρώπινης ύπαρξης. Η ύπαρξη είναι ένα άνοιγμα εκτεθειμένο στις επιθέσεις. Πρόκειται για μια πόλη οχυρό».[2]   
   «Δεῖ τοίνυν νόμων ἡμῖν, ὥστε τούς μέν πονηρούς ἐξορίζειν, τούς δέ ἀγαθούς ἐγκρίνειν καί μή ἐᾶν(να μην αφήνουμε) κατεξανίστασθαι(να πολεμούν) τῶν ἀγαθῶν τούς πονηρούς» (Παράγραφος 9). Όπως σε μια πολιτεία αν θεσπίσει κανείς νόμους που δίνουν πολλά δικαιώματα στους κλέφτες ανατρέπει το παν και εάν οι στρατιώτες δεν χρησιμοποιήσουν την νόμιμη εξουσία τους τότε ανατρέπεται η ευταξία, το ίδιο κατ’ αναλογία συμβαίνει και με τους λογισμούς στην παιδική ψυχή. Χωρίς καμιά αμφιβολία, θα πρέπει να ελέγχεται σχολαστικά τι εισέρχεται σ’ αυτή. «Το καλό πρέπει να γίνει αμυντικά επιθετικό και η ανθρώπινη ύπαρξη πρέπει να μετατραπεί σε έναν ηθμό, που δεν θα επιτρέπει την είσοδο σε όσους έχουν κριθεί ως ξένα προς τον προορισμό τού ανθρώπου. Είναι λοιπόν απαραίτητη μια εντατική ‘‘ξενηλασία’’».[3]. Στην 3η «Περί Ἄννης» ομιλία τού ιερού Χρυσοστόμου υπάρχουν συναφείς αναφορές: «Διότι είναι χειρότεροι από ληστές αυτοί οι λογισμοί, που αιχμαλωτίζουν την ελευθερία των παιδιών, τα κάνουν δούλους των αλόγων παθών, κατατρυπώντας τα παντού και γεμίζοντας τη διάνοιά τους με πολλά τραύματα. Ας τα επιβλέπουμε λοιπόν καθημερινά και χρησιμοποιώντας το λόγο σαν μαστίγιο ας διώχνουμε όλα τα πάθη τού είδους αυτού» (MPG 54, 652-660)».[4]
    Η πόλη την οποία περιγράφει ο συγγραφέας είναι «Πόλις ξένους ἔχουσα πολίτας, οὔπω(ακόμη) οὐδενός ἐμπείρους. Τούς δέ τοιούτους μάλιστα εὔκολον ῥυθμίζειν. […]Οἱ δέ παντός ἄπειροι εὐκόλως ἄν δέξοιντο τούς παρά σοῦ νόμους». «Καί τῶν παραβαινόντων γενοῦ προστάτης(φρόντισε να μην καταπατούνται)». «Καί προσέχετε ἀκριβῶς. ‘Υπέρ γάρ τῆς οἰκουμένης ἡμῖν ἡ νομοθεσία» (Παράγραφοι 10-12). Για τις φράσεις αυτές γράφει ο Μωραΐτης: «Η αγωγή καθίσταται πανίσχυρη. Μπορούμε δια της πλήρους επίβλεψης της αγωγής και δια της κατάλληλης και σκόπιμης επενέργειας εκ των έξω να κατορθώσουμε το παν. Και αλλού είναι ακόμη πιο αισιόδοξος (ο συγγραφέας), για ό, τι μπορεί να κατορθώσει η αγωγή».[5]
   Πιο συγκεκριμένα «Ἔστωσαν οὖν οἱ μέν περίβολοι καί πύλαι τέσσαρες αἰσθήσεις». «Πύλαι δέ αὐτῷ οἱ ὀφθαλμοί, ἡ γλῶσσα, ἡ ἀκοή, ἡ ὄσφρησις, εἰ βούλει καί ἡ ἁφή» (Παράγραφος 12). Αυτές είναι οι δίοδοι τόσο των αγαθών όσο και των πονηρών λογισμών. Πρώτη σε σημασία είναι η πύλη της γλώσσας. Γι’ αυτήν προτείνεται, σύμφωνα με τη φωνή τού προφήτη και βασιλιά Δαβίδ: «Κατασκευάσωμεν οὖν αὐτῇ θύρας καί μοχλούς ἀπό χρυσίου, τά λόγια τοῦ Θεοῦ». «Διδάσκωμεν ταῦτα διά παντός ἐν τοῖς χείλεσι στρέφεσθαι, μή ἁπλῶς μηδέ περιέργως(όχι τυχαία και άσκοπα) μηδέ σπανιάκις, ἀλλά διηνεκῶς(συνέχεια)». «Ῥήματα παιδεύοντες τό παιδίον φθέγγεσθαι σεμνά καί εὐσεβῆ». «Τούς ὑβριστικούς λόγους καί λοιδόρους(χλευαστικούς), τούς ανοήτους, τούς αἰσχρούς, τούς βιωτικούς, τούς κοσμικούς, πάντας ἐξελάσωμεν» (Παράγραφος 13). «Θές νόμον εὐθέως μηδένα ὑβρίζειν, μηδένα βλασφημεῖν, μή ὀμνύναι(να μην ορκίζεται), ἄμαχον εἶναι(να είναι υποχωρητικός)» (Παράγραφος 15). Ευθύς αμέσως ο συγγραφέας παρουσιάζει λογικές σωφρονιστικές μεθόδους σε περίπτωση που το παιδί δεν συμμορφώνεται με τους κανόνες: Βλέμμα αυστηρό, λόγια δηκτικά, καλοπιάσματα και υποσχέσεις, φόβος από απειλές εφαρμόσιμες, που όμως δεν θα εφαρμόζονται. Τίθεται κατηγορηματικά κατά της σωματικής τιμωρίας, διότι συνεπάγεται την καθόλου επιθυμητή ασφαλώς αδιαφορία από πλευράς του παιδιού. Ειδικά για το βλέμμα αναφέρεται: «Το βλέμμα τού παιδαγωγού ορίζει και εγείρει το έργο του ως αξία ηθική και αισθητική. Το βλέμμα τού παιδαγωγού διαπερνά, διαλύει και ανασυνθέτει. Είναι το απόλυτο, που κοιτώντας ιδρύει».[6]
    Και τί είναι αληθινά χρήσιμο να διδάσκεται το παιδί; «Δίδαξον αὐτόν ἐπιεικῆ(καλόγνωμος) εἶναι καί φιλάνθρωπον. Ἄν ἴδῃς διαβάλλοντα(να συκοφαντεί) τινα, ἐπιστόμισον(κλείσε του το στόμα) καί τήν γλῶτταν κατά τῶν ἁμαρτημάτων τῶν αὑτοῦ μετάστησον(κάνε τον να παραδεχθεί τα δικά του ελαττώματα)» (Παράγραφος 16). Η αγάπη στους συνανθρώπους, γνωστούς και αγνώστους επιβάλλει να εκφραζόμαστε γι’ αυτούς με λόγια επαίνου, φιλοφροσύνης και καλοσύνης. Είναι καλό να διδαχθεί το παιδί την αυτοκριτική. Κανείς δεν έχει το προνόμιο της άψογης τελειότητας. Η στροφή στα έσω αποτρέπει από το να κατακρίνει κανείς αρνητικά σημεία των άλλων. «Η θύρα της γλώσσας ακτινοβολεί και αντιπροσφέρει την αγάπη στους άλλους. Ο ευχάριστος, σεμνός και ευσεβής λόγος οικοδομεί την ύπαρξη των ακουόντων, αλλά και τού ομιλούντος. Ο καλός λόγος δεν είναι μόνο η καλή έκφραση της εξωτερικής συμπεριφοράς, αλλά έχει σμιλευτεί στα έγκατα και στα βάθη τού πυρήνα τής ύπαρξης, για να εξωτερικευθεί επιεικής και φιλάνθρωπος στην αγαπητική επικοινωνία της προσφοράς, ως κενότητας και πληρότητας τής ύπαρξης».[7]
   Χρειάζεται σύμπνοια για να αποκτηθεί η συνήθεια να μιλά κανείς ευγενικά και με σύνεση, δίχως να μεταχειρίζεται απρεπείς και χυδαίες λέξεις και φράσεις. Στην εξάσκηση της καλής και ενδεδειγμένης έκφρασης θα συντελέσει για μια ακόμη φορά το παράδειγμα τού  παιδαγωγού, τής μητέρας, τού συνοδού τού παιδιού. Ο συγγραφέας εκφράζει την αισιόδοξη πεποίθηση, ότι τα καλά αποτελέσματα θα γίνουν γρήγορα ορατά, όταν έγκαιρα και εξαρχής οι γονείς χειραγωγήσουν με κάθετο τρόπο τα παιδιά. Σημειώνει με οξυδέρκεια ο Β. Σκιαδάς: «Συχνά ακούγεται ο παραλογισμός, ότι «οι μεγάλοι μπορούν να μιλούν όπως θέλουν, αλλά όχι και τα παιδιά». Κάτι τέτοιο εδραιώνει στο παιδί την πεποίθηση ότι η άσχημη γλώσσα είναι ένα συναρπαστικό προνόμιο των μεγάλων, το οποίο αν μιμηθούν θα γίνουν και αυτά μεγάλα. Τα παιδιά μιλάνε συνήθως καθώς μιλάνε και τα πρόσωπα τού περιβάλλοντός τους. Η αγωγή της γλώσσας τού παιδιού θα επιτευχθεί κυρίως με το δικό μας παράδειγμα(των γονέων), αλλά και όλων εκείνων με τους οποίους το παιδί έρχεται σε επαφή».[8] Ειδικά για το παράδειγμα της μητέρας έγινε σχετική αναφορά σε άλλο παιδαγωγικό σύγγραμμα τού Χρυσοστόμου. Εδώ ας σημειωθεί μόνο, ότι «ο Αυγουστίνος έγραφε για τη μητέρα του Μόνικα: ‘‘μου μιλούσε μέσω των αρετών της’’».[9]
     Ενώ από την πρώτη πύλη της γλώσσας-ομιλίας μπορούν μόνο να βγαίνουν πολίτες-λογισμοί, από τη δεύτερη πύλη, αυτή της ακοής, μπορούν αντιθέτως μόνο να μπαίνουν λογισμοί. Οι δύο πύλες σχετίζονται βέβαια στενότατα. «Ὁ γάρ μή ἀκούων αἰσχρά μηδέ πονηρά, οὐδέ φθέγγεται αἰσχρά» (Παράγραφος 21). «Μηδέν οὖν ἄτοπον(άπρεπο) ἀκουέτωσαν οἱ παῖδες μήτε παρά οἰκετῶν, μήτε παρά παιδαγωγοῦ, μήτε παρά τροφέων» (Παράγραφος 22). «Μή τοίνυν μηδέ μύθους ἀκουέτωσαν ληρώδεις(ανόητους) καί γραώδεις» (Παράγραφος 23). Ας μην ακούν τα παιδιά παραμύθια πολύ ανόητα ή τρομακτικά. Το περιβάλλον τού σπιτιού και οι άνθρωποι που το περιστοιχίζουν είναι ανάγκη να είναι καθαρά από άπρεπα, ανήθικα και άλλα επιβλαβή λόγια. «Ἔστωσαν φανεροί (δοκιμασμένοι), ὥσπερ ἀγάλματι προσιόντες οἱ συναντιλαμβανόμενοι (όσοι βοηθούν) τῆς τέχνης ἡμῖν».
    Ως διέξοδο για τις στιγμές που τα παιδιά είναι κουρασμένα από τα μαθήματα και επειδή «φιλεῖ ἡ ψυχή τοῖς παλαιοῖς ἐνδιατρίβειν διηγήμασιν» (Παράγραφος 24), ο συγγραφέας προτείνει ιστορίες από τη Βίβλο. Τα παιδιά προσφέρουν από μόνα τους ευκαιρίες και αφορμές να τα διδάξει κανείς, αρκεί αυτός να έχει την παρατηρητικότητα να τις αντιλαμβάνεται και να τις αξιοποιεί: «Χρησιμοποιούμε» την ανάγκη τού παιδιού για χαλάρωση: Είναι ένα ζήτημα που αφορά τόσο την ψυχολογία τού παιδιού όσο και την εκπαιδευτική ηθική (εάν το παιδί βρίσκει ευχάριστη την εκπαίδευσή του δεν θα εγείρει εμπόδια)».[10] Η δε απόλαυση από τα διηγούμενα είναι κατά τον ιερό Πατέρα μέσο και όχι σκοπός καθαυτή. Είναι παραχώρηση στην αδύναμη ανθρώπινη φύση. Και να πως αυτό γίνεται σαφές: «Στην έντεχνη χρήση των καλών διηγήσεων η σύγχρονη επιστήμη μπορεί να επισημάνει ένα πλήθος παιδαγωγικών αρχών: Μπορεί να βρει την ερώτηση και το διάλογο ανάμεσα στον παιδαγωγό και τον παιδαγωγούμενο, την εξήγηση, την εσωτερική εποπτεία, την εξαγωγή ηθικών διδαγμάτων, την εφαρμογή κ. ά.».[11]
   Στο παράδειγμα που παρατίθεται στο κείμενο αναλύεται ο τρόπος, με τον οποίο ενδείκνυται να παρουσιαστεί στα παιδιά η ιστορία των αδελφών Κάιν και Άβελ. Δίνονται λοιπόν οι εξής οδηγίες, που ισχύουν γενικότερα: «Καί καταγλύκαινε τά διηγήματα, ὥστε τινά εἶναι τῷ παιδί καί τερπνότητα καί μή ἀποκάμνειν αὐτῷ τήν ψυχήν(το νου)». «Εἶτα αὐτόν καί διανάστησον(μίλησε με ζωηρότητα) μηδέν ψευδές ἐπιφέρων» (Παράγραφος 24). Όσοι αφηγούνται είναι καλό να φέρνουν τα λεγόμενα στα μέτρα του κόσμου τού παιδιού, ώστε να μπορεί αυτό να αποκομίσει αληθινά κάτι ωφέλιμο από ό, τι ακούει. Εδώ, δηλαδή, συνιστώνται οι διασκευές, ως δείγμα ευαισθησίας απέναντι στα παιδικά συναισθήματα και σε όσα μπορεί να κατανοήσει ένα παιδί ως συμπέρασμα-δίδαγμα. Και μάλιστα αυτό το δίδαγμα είναι σκόπιμο να μεταδίδεται, αφού το παιδί έχει ακούσει πολλές φορές την ιστορία και την έχει διηγηθεί και το ίδιο.
    «Καί ὅταν κατάσχῃ τό διήγημα, τότε αὐτῷ καί το κέρδος ἐρεῖς» (Παράγραφος 25).Ένα δεύτερο παράδειγμα, αυτό της ιστορίας τού Ισαάκ και των γιών του Ησαύ και Ιακώβ, είναι κατάλληλη για τα παιδιά και επειδή έχει περισσότερη δράση από την προηγούμενη και γιατί διδάσκει πολλά: σεβασμό και τιμή προς τους γονείς, η λαιμαργία βλάπτει, η οποιαδήποτε απάτη αποκαλύπτεται, ελπίδα στην άνωθεν βοήθεια, δεν καταφρονούμε τη φτώχεια, γενναιότητα και καρτερία στις συμφορές.
    Διακόπτοντας την ανάλυση των διδαγμάτων που προσφέρει η ιστορία τού Ιακώβ και τού Ησαύ, ο Συγγραφέας κάνει μια παρέμβαση και μιλά για τα ονόματα των παιδιών. Παίρνει αφορμή γι’ αυτό από το γεγονός, ότι ο Θεός άλλαξε το όνομα του Ιακώβ σε Ισραήλ, κατά τη διάρκεια ενός νυκτερινού οράματος που είχε, καθώς καταδιωκόταν από το μεγαλύτερο αδελφό του. Τα ονόματα που οι γονείς δίνουν στα παιδιά τους είναι καλό να είναι ονόματα αγίων, ώστε να γίνονται γι’ αυτά αφορμή εξάσκησης της αρετής. «Τοῦτο οὖν καί ὑμᾶς παρακαλῶ ταῖς τῶν δικαίων προσηγορίαις ἐπονομάζειν τά ὑμέτερα παιδία» (Παράγραφος 34).
    Ο βαθμός δυσκολίας και το βάθος των νοημάτων που περιέχει μια ιστορία είναι καλό να αυξάνονται ανάλογα με την ηλικία των παιδιών- ακροατών. «Μετά δέ ταῦτα λέγε αὐξηθέντι καί φοβερώτερα διηγήματα. Ἁπαλῇ μέν γάρ οὔσῃ τῇ διανοίᾳ τοσοῦτον ἐπιτίθει βάρος ἵνα μή καταπλήξῃς(να μην το καταπιέσεις)» (Παράγραφος 37). Αφού συμπληρώσει τα δεκαπέντε ας ακούσει το παιδί για την κόλαση και όταν γίνει δεκαοκτώ να ακούσει για τις τιμωρίες του Θεού (Σόδομα, κατακλυσμός, Εβραίοι στην έρημο προς τη γη της επαγγελίας). Κάθε διδαχή έχει τον κατάλληλο καιρό. «Είναι σοβαρό παιδαγωγικό σφάλμα να μιλάμε στα μικρά παιδιά για τους δαίμονες, διότι, αν ένα παιδί ακούσει μια φορά πώς ακριβώς αυτοί είναι, είναι αδύνατο να μην αρχίσει να τους φαντάζεται και θα οδηγηθεί έτσι σε μια πολύ επικίνδυνη πνευματική κατάσταση. Η ιδέα της κόλασης φοβίζει τα παιδιά και βεβαίως όχι με τον τρόπο που ενδεχομένως φοβίζει τους ενηλίκους. Αυτό το οποίο πρέπει να καλλιεργήσουμε στα παιδιά δεν είναι ο φόβος της κολάσεως, αλλά η αγάπη στο Θεό».[12]
     Επόμενη πύλη είναι η όσφρηση: «Οὐδέν οὕτως ἐκλύει(αδυνατίζει) τόνον ψυχῆς, οὐδέν οὕτως χαλᾷ(χαλαρώνει), ὡς τό εὐωδίαις ἤδεσθαι(το να απολαμβάνει)» (Παράγραφος 39). Οι πειρασμοί δυναμώνουν, ο  χαρακτήρας τού παιδιού γίνεται μαλθακός και αδύναμος στις δύσκολες συνθήκες, εφόσον δεν έχει υποστεί την παραμικρή σκληραγωγία και οι προϋποθέσεις για πνευματική πρόοδο καταστρέφονται. Σκόπιμο είναι κατά τις απόψεις τού Χρυσοστόμου να αναπνέει το παιδί τον καθαρό αέρα της φύσης. Πράγματι, οι συχνές εξορμήσεις για άθληση, παιχνίδι ή περιπάτους στη φύση συνιστούν μια πολύ καλή διέξοδο εκτόνωσης για τα παιδιά οποιασδήποτε ηλικίας και συντελούν- ιδιαίτερα στην εποχή μας- στην καλλιέργεια του σεβασμού απέναντι σε ό, τι ανήκει στο φυσικό περιβάλλον. Και είναι βεβαίως μια ευκαιρία να αισθανθούν ανεμπόδιστα   την παρουσία τού Θεού, κάτι που κάποτε φαίνεται δύσκολο στο χώρο της καθημερινότητας, όπου βρίσκονται ασφυκτικά κυκλωμένα από τα επιτεύγματα τού τεχνικού πολιτισμού.
     Η πύλη, η οποία ευλόγως παρουσιάζει τη μεγαλύτερη δυσκολία να περιφρουρηθεί ακολουθεί στη συνέχεια: «Ἔστιν καί ἑτέρα πύλη, δυσφύλακτος, ἡ τῶν ὀφθαλμῶν. (Παράγραφος 40).  Σφοδρῶν ἐνταῦθα χρή τῶν νόμων» «Μηδέποτε εἰς θέατρον πεμπέσθω τό παιδίον, ἵνα μή λύμην(διαφθορά) ὁλόκληρον καί διά τῆς ἀκοῆς καί διά τῶν ὀφθαλμῶν δέχηται» (Παράγραφος 41). Η εμβέλεια των ματιών είναι μεγάλη και η όραση ως αίσθηση πολύ ισχυρή. Κάθε εικόνα που για οποιοδήποτε λόγο προκαλεί το ενδιαφέρον των ματιών εντυπώνεται στον εγκέφαλο. Χρειάζεται επομένως δυνατή θέληση για να καθοδηγεί κανείς την αίσθηση αυτή.
     Στο σύνολο του έργου του ο Χρυσόστομος καταγγέλλει τα δημόσια θεάματα, ειδικότερα τον ιππόδρομο και το θέατρο, ως χώρους ακατάλληλους για όσους έχουν επιλέξει το χριστιανικό τρόπο ζωής.  Πάρα πολλές φορές και με έντονο τρόπο, όταν αγανακτεί, αποτρέπει να βρίσκονται οι χριστιανοί στους χώρους αυτούς, μια που μόνο επιζήμιοι μπορούν να αποβούν γι’ αυτούς. Και όχι αδικαιολόγητα:  «Στους χορούς επικρατούσε το ανατολίτικο ύφος τής προκλητικότητας. Η χαλάρωση και η έκλυση των ηθών ήταν φυσικό και επόμενο. Ο ι. Χρυσόστομος χαρακτηρίζει το θέατρο θρόνο πανώλης, σκηνή ανηθικότητας, σχολείο ακολασίας».[13] Για το νοσηρό αυτό κλίμα της διαφθοράς πιο συγκεκριμένες πληροφορίες δίδει ο Κορνιτσέσκου: «Στον δ΄ αιώνα οι παραστάσεις χαμηλής ποιότητας έργων ήταν πολλές και αποτελούσαν συνηθισμένο μέσο ψυχαγωγίας, στην οποία συμμετείχαν άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων. Παραστάσεις έργων χείριστης ποιότητας, τα οποία εξέθεταν με ωμή φυσικότητα τα ανθρώπινα ελαττώματα (παντομίμα, σατυρικός χορός). Γελοιοποιούνταν όλοι, από τον μεθυσμένο σύζυγο μέχρι και τους επισκόπους, παριστάνονταν ακόλαστες πράξεις και ξεστομίζονταν φράσεις με διφορούμενο ανήθικο νόημα».[14] Επομένως, κατανοεί κανείς τους λόγους για τους οποίους δεν θεωρείται φρόνιμο να παρακολουθούν τα παιδικά μάτια τέτοιας φύσεως θεάματα.
    Προκειμένου δε να αποφευχθούν τα επίμονα και επιβλαβή βλέμματα προς το παιδί προτείνεται η σεμνή του εμφάνιση. «Τό πολύ τοῦ καλλωπισμοῦ περιελεῖν(περιορίζει)» (Παράγραφος 42). «Ἀλλά δεῖξον αὐτῷ κάλλη ἕτερα καί ἀπάξεις ἐκεῖθεν τούς ὀφθαλμούς, οἷον τόν οὐρανόν, τόν ἥλιον, τούς ἀστέρας, τῆς γῆς τά ἄνθη, λειμῶνας, βιβλίων κάλλη» (Παράγραφος 44). Ας ψυχαγωγείται το παιδί με τρόπους και μέσα που δεν προκαλούν βλάβες ψυχικές και πνευματικές. Και ας μαθαίνει από νωρίς ότι, σε αντίθεση με την εφήμερη σωματική ομορφιά, η ομορφιά της ψυχής και τού πνεύματος είναι αυτή που χαρίζει την πληρότητα τής ευτυχίας, έλκει και τέρπει όσους συναναστρέφονται μαζί του, πολύ συχνά δε χαρίζει στα χαρακτηριστικά μια ξεχωριστή γλυκύτητα και χάρη. «Διαλέγου αὐτῷ περί κάλλους ψυχῆς» (Παράγραφος 47).
    Οι εναλλακτικές λύσεις στη χριστιανική αγωγή για την δικαιολογημένα τόσο απαραίτητη ψυχαγωγία είναι πολλές. «Το πρόβλημα της ψυχαγωγίας τού παιδιού και της εναλλαγής παραστάσεων είναι υπαρκτό. Χρειάζεται σίγουρα το καλό θέαμα: ένα ντοκιμαντέρ, κάποια εξερευνητική εκπομπή και ό,τι άλλο θα ψυχαγωγεί, θα ευχαριστεί και θα μορφώνει, χωρίς ‘‘να προτρέπει βιαίως πως προς τα φαινόμενα καλά’’ κατά την έκφραση τού αγ. Μαξίμου, δηλαδή χωρίς να παρασύρει βίαια σ’ εκείνα που φαινομενικά μόνο παρουσιάζονται σαν καλά».[15]
    Ακολουθεί η πύλη τής αφής που εκτείνεται σε όλο το σώμα: «Δοκοῦσα(φαίνεται σαν να είναι) μέν κεκλεῖσθαι, ὥσπερ δέ ἀνεῳγμένῃ, οὕτω πάντα ἔνδον παραπέμπουσα». Είναι η πλέον ανοιχτή αίσθηση. «Ταύτην μήτε ἁπαλοῖς ἱματίοις μήτε σώμασι προσομιλεῖν(να έρχεται σε επαφή) ἀφῶμεν. Σκληράν αὐτήν καταστήσωμεν» (Παράγραφος 48).  Σκοπός των νόμων της πόλης-ψυχής είναι να καλλιεργήσουν την αρετή, να καταργήσουν πιθανές αρνητικές ροπές και να κάνουν κάθε πάθος να ατροφήσει.
    Παραπέμποντας στην πλατωνική τριμερή διαίρεση της ψυχής, ο Συγγραφέας αναφέρεται έπειτα στην αγωγή της εσωτερικής ζωής και συγκεκριμένα ορίζει πρώτον την ψυχική ορμή που «κατοικεί» στην καρδιά, δεύτερον την επιθυμία, που εδρεύει στο ήπαρ και τρίτον τη νόηση, που βρίσκεται ασφαλώς στον εγκέφαλο. Καθένα από τα τρία μέρη αυτά διαθέτη μια αρετή και μια κακία. Η ψυχική ορμή έχει ως αρετή τη φρονιμάδα και την καλοσύνη, ως κακία το θράσος και τη σκληρότητα. Η επιθυμία έχει ως αρετή τη σωφροσύνη και ως κακία την ασέλγεια. Η νόηση έχει ως αρετή τη φρόνηση και ως κακία την ανοησία. Ο Β. Σκιαδάς επισημαίνει: «Στην καλλιέργεια της ψυχικής ορμής(ενός ακμαίου δηλαδή βουλητικού) θα συμβάλλουν η αυτοεξυπηρέτηση, η αυτοκυριαρχία και αυτοσυγκράτηση από τα πείσματα και τις άλλες αδυναμίες. Στην ανάπτυξη ενός υγιούς επιθυμητικού θα συμβάλλει η επέκταση της αγάπης και πέραν των προσώπων τού άμεσου περιβάλλοντος τού παιδιού. Στην δε πρόοδο τού λογιστικού θα συμβάλλει η επέκταση των γνωστικών κύκλων τού παιδιού και η διεύρυνση των γνωστικών του οριζόντων». [16]

Συνεχίζεται…


[1] Α. Παναγόπουλος, Στοιχεία παιδαγωγικής ανθρωπολογίας ιερού Χρυσοστόμου, σελ. 57- 58
[2] Ε. Θεοδωροπούλου, Ιωάννης ο Χρυσόστομος- Σειρά: Κείμενα Παιδείας, σελ. 55- 56
[3] Ε. Θεοδωροπούλου, όπ. π., σελ. 56
[4] Βενέδικτος Ιερομόναχος Αγιορείτης, Χρυσοστομικός Άμβων, Τόμος Γ΄, σελ. 208
[5] Δ. Μωραΐτης, Ιωάννου του Χρυσοστόμου «Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ τους γονέας ἀνατρέφειν τά τέκνα», σελ 12
[6] Ε. Θεοδωροπούλου, Ιωάννης ο Χρυσόστομος-Σειρά: Κείμενα Παιδείας, σελ. 88
[7] Α. Παναγόπουλος, Στοιχεία παιδαγωγικής ανθρωπολογίας ιερού Χρυσοστόμου,  σελ. 75
[8] Β. Σκιαδάς, Αγωγή-μόρφωση-ψυχαγωγία τού παιδιού. Χριστιανική παιδαγωγική θεώρηση,  σελ. 92
[9] Αδελφότητα Θεολόγων ΖΩΗ, Το παιδί- Ένας άγνωστος κόσμος,  σελ. 152
[10] Ε. Θεοδωροπούλου, Ιωάννης ο Χρυσόστομος-Σειρά: Κείμενα Παιδείας,  σελ. 39
[11] Β. Σκιαδάς, Αγωγή-μόρφωση-Ψυχαγωγία τού παιδιού. Χριστιανική παιδαγωγική θεώρηση,  σελ. 94
[12] Αδελφή Μαγδαληνή,  Σκέψεις για τα παιδιά στην Ορθόδοξη εκκλησία σήμερα,  σελ. 80
[13] Α. Παναγόπουλος, Στοιχεία παιδαγωγικής ανθρωπολογίας ιερού Χρυσοστόμου,  σελ. 43- 45
[14] Κ. Κορνιτσέσκου, Ο ανθρωπισμός κατά τον ιερόν Χρυσόστομον,  σελ. 93- 94
[15] Β. Σκιαδάς, Αγωγή- μόρφωση- ψυχαγωγία τού παιδιού. Χριστιανική παιδαγωγική θεώρηση,  σελ. 95
[16] Β. Σκιαδάς, όπ. π.,  σελ. 97 

ΠΡΟΣ «ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ»;



Γεώργιος Μπαμπινιώτης

      Άπαγε απ’ εμού… η μισαλλοδοξία. Δεν αισθάνομαι να κινδυνεύω από τους Τούρκους, δεν είμαι «τουρκοφάγος», δεν πιστεύω σε σενάρια συνωμοσιολογίας. Είμαι ένας από τα εκατομμύρια των απλών Ελλήνων που σ’ ένα διάλειμμα χαζεύω εναλλακτικά (κάνω ζάπινγκ…) στα συνήθη τηλεοπτικά προγράμματα, προτού γυρίσω στα χαρτιά μου. Έτσι, πάλι μαζί με χιλιάδες άλλων Ελλήνων τηλεθεατών, διαπιστώνω τον τελευταίο καιρό ότι γνωστοί τηλεοπτικοί σταθμοί προσφέρουν σωρευτικά τουρκικές τηλεοπτικές σειρές συνεχείας (σίριαλ) στη θέση άλλων, κυρίως ελληνικών, σειρών. Και οι σειρές αυτές πληροφορούμαι ότι έχουν υψηλή τηλεθέαση και ιδιαίτερα χαμηλό για τους τηλεοπτικούς σταθμούς κόστος.
      Η απάντηση «αν δεν σού αρέσει το πρόγραμμα, κλείσε την τηλεόραση ή άλλαξε κανάλι» είναι πάντα πρόχειρη και εύκολη. Πριν από αυτό – που είναι και η τελική λύση – εγείρεται ένα ερώτημα-ζήτημα: Ποιος και γιατί κάνει αυτές τις επιλογές; Δεν είναι επιλογές με επιπτώσεις για το ευρύτερο κοινό που τις παρακολουθεί; Δεν υπάρχει κάποια υποχρέωση των τηλεοπτικών σταθμών να προσφέρουν – και στην ψυχαγωγία – κάτι πιο πρόσφορο, πιο οικείο, κάτι ελληνικό, που θα έδινε δουλειά σε Έλληνες παραγωγούς, καλλιτέχνες, τεχνικούς;
      Θα διατυπώσω, λοιπόν, μερικές σκέψεις που ίσως κριθούν ουτοπικές ή ρομαντικές. Τηλεοπτικές σειρές που προβάλλονται σε τέτοια έκταση δεν πρέπει να βγαίνουν και μέσα από τη ζωή των πολιτών μιας χώρας, από τα θέματα και τα προβλήματα που τους απασχολούν, από τις αρχές, τις αξίες, τις αντιλήψεις, τα προτερήματα και τα ελαττώματα, από ό,τι συνιστά τη ζωή και τον πολιτισμό ενός λαού; Μπορούν σωρευτικά να απηχούν τη ζωή και τον πολιτισμό ενός άλλου λαού; Δικαιολογείται αυτή η υπερβολή;
      Οι τηλεοπτικές σειρές ανήκουν, αν δεν απατώμαι, στον χώρο τής κινηματογραφικής τέχνης. Αυτή η τέχνη, λοιπόν, δεν επηρεάζει – με τα δικά της εκφραστικά μέσα – τον εσωτερικό κόσμο, τη σκέψη, την προσωπικότητα των τηλεθεατών; Και ως ψυχαγωγία δεν επηρεάζει ακόμη και τη γλώσσα των τηλεθεατών, ιδίως των νέων; Αυτά τα σωρευτικά γλωσσικά ακούσματα βοηθούν κάπου; Όταν μάλιστα ξέρουμε ότι ο τηλεοπτικός λόγος μπορεί μέσα από προσεγμένες (και γλωσσικά) σειρές να λειτουργήσει ως ο καλύτερος δάσκαλος για τη γλώσσα;
      Το τελευταίο αυτό με φέρνει σ’ ένα επιχείρημα που γεννάται αμέσως στη σκέψη κάθε καλόπιστου συζητητή τού θέματος που θίγουμε εδώ. Καλά, και οι ελληνικές τηλεοπτικές σειρές που προβάλλονταν (και προβάλλονται ακόμη περιορισμένα ή σε επαναλήψεις) είναι πρότυπα τέχνης που επηρεάζουν θετικά; Δεν ενοχλούν και βλάπτουν ακόμη συχνά λόγω τής προχειρότητας και τής κακής τους ποιότητας; Απάντηση: Ναι, υπάρχει κι αυτό το πρόβλημα. Ε, λοιπόν, η πρόκληση αυτή την ώρα είναι ακριβώς να βοηθήσουν όλοι (παραγωγοί, τηλεθεατές με τις απαιτήσεις τους, διαφημιστές με τη στήριξή τους) να υπάρξουν καλές ελληνικές τηλεοπτικές σειρές (και έχουν υπάρξει πολλές στο παρελθόν), για τις οποίες υφίσταται και έτοιμο υλικό (επιλογές από την ελληνική λογοτεχνία και από άλλα δυνατά κείμενα) και άριστο έμψυχο καλλιτεχνικό δυναμικό το οποίο συχνά χαραμίζεται σε βωμολοχίες και αστειάκια και σε ακραία παραδείγματα τής ελληνικής ζωής. Αν ελκύει κάτι τους Έλληνες τηλεθεατές στις τουρκικές παραγωγές – ας το ομολογήσουμε – είναι ότι αποτελούν πρότυπα «αγνών» μορφών ζωής, αξιών και σχέσεων που πάνε πίσω μερικές δεκαετίες και που – όπως δείχνουν παλαιότερες ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες – δεν έχουν πάψει και σήμερα να συγκινούν τον κόσμο με την απλότητα και την αμεσότητά τους. Αυτό κάτι σημαίνει.
      Οι ελληνικές τηλεοπτικές σειρές, αν ξαναέπαιρναν τη θέση τους απέναντι στις τουρκικές ή τις αμερικάνικες ή άλλες, θα έπρεπε να είναι σειρές που να εμπνεύσουν τον Έλληνα τηλεθεατή, να ανεβάσουν την αυτοπεποίθηση, την ελπίδα, το όραμα για μια καλύτερη ζωή, μέσα από έναν υγιή προβληματισμό και κατάλληλη καλλιτεχνική έκφραση. Έμπνευση, στήριξη, προβληματισμό, όραμα και – γιατί όχι; – ψυχαγωγία κάποιας ποιότητας, που να μας ανεβάζει, να ανακουφίζει τις ψυχές από το βάρος που κουβαλάμε όλοι, αυτό είναι που χρειαζόμαστε. Μέσα από τον δικό μας χώρο, τη δική μας ζωή, τα δικά μας προβλήματα, τις δικές μας σκέψεις, τα δικά μας βιώματα, τη δική μας γλώσσα.
       Τελειώνοντας, διασαφώ ότι δεν μιλάω, βεβαίως, για απαγόρευση ή αποκλεισμούς. Μιλάω για μια αίσθηση μέτρου και αίσθηση ορίων. Η «τηλεοπτική τουρκοκρατία», αυτές ιδίως τις δύσκολες ώρες τής κρίσης που περνάει η χώρα και ο λαός μας, είναι στα όρια τής πρόκλησης που είμαι βέβαιος ότι δεν είναι στις προθέσεις των υπευθύνων οι οποίοι απλώς αναζητούν οικονομικότερες λύσεις για το πρόγραμμά τους.

Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, τέως πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.


ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ και Ιουλιανός ο παραβάτης



Όταν ο Ιουλιανός ο παραβάτης,  ο ασεβής και διώκτης των Χριστιανών, θέλησε να πάει στην Περσία να πολεμήσει πέρασε κοντά από την Καισαρεία. 
Ο Άγιος Βασίλειος γνωρίζοντας τον από την Αθήνα όπου ήταν συμφοιτητές πήγε μαζί με τον λαό να τον τιμήσει. Ο Ιουλιανός απαίτησε να του δωρίσει, αφού ο Άγιος δεν είχε τίποτε άλλο, τρεις από τους κριθαρένιους άρτους του. Ο Άγιος το έκανε και ο Ιουλιανός διέταξε τους υπηρέτες να ανταμείψουν τη δωρεά και να δώσουν χόρτο από το λειβάδι.

Ο Άγιος Βασίλειος βλέποντας την καταφρόνηση του βασιλιά του είπε «εμείς, βασιλιά ότι μας ζήτησες από κείνο που τρώμε σου το προσφέραμε κι εσύ μας αντάμειψες από κείνο που τρως».
Τότε ο Ιουλιανός θύμωσε πάρα πολύ και απείλησε, ότι όταν θα επιστρέψει από την Περσία νικητής, θα κάψει την πόλη και τον λαό θα τους πάρει δούλους. Όσο για τον ίδιο τον Άγιο Βασίλειο θα τον ανταμείψει όπως πρέπει.
     Ο Άγιος Βασίλειος όταν πήγε στην πόλη ζήτησε από το λαό να μαζέψουν ότι πολύτιμο είχαν και να το αποθηκεύσουν κάπου έως ότου επιστρέψει ο φιλοχρήματος Ιουλιανός για να του το προσφέρουν. Ίσως κι έτσι κατευνάσουν την οργή του.
     Όταν έμαθε ότι επιστρέφει ο άφρων βασιλιάς, ο Άγιος Βασίλειος ζήτησε από τους πολίτες  να προσευχηθούν και να νηστεύσουν τρεις μέρες.
Μετά όλοι μαζί ανέβηκαν στο δίδυμον όρος της Καισαρείας όπου στη μια από τις δύο κορυφές ήταν ο ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εκεί προσευχόμενος ο Άγιος είδε σε οπτασία, μια μεγάλη ουράνια στρατιά, να κυκλώνει το όρος και στη μέση να κάθεται σε θρόνο μια γυναίκα (η Παναγία) και να δοξάζεται, η οποία γυναίκα είπε στους αγγέλους να της φέρουν τον Μερκούριο για να φονεύσει τον Ιουλιανό, τον εχθρό του υιού της.
Έπειτα είδε τον Μάρτυρα Μερκούριο να φθάνει οπλισμένος μπροστά στην βασίλισσα των Αγγέλων κι όταν εκείνη τον πρόσταξε αυτός να φεύγει γρήγορα. Κατόπιν προσκάλεσε τον Άγιο Βασίλειο και του έδωσε ένα βιβλίο που ήταν γραμμένη όλη η δημιουργία της κτίσεως κι έπειτα του ανθρώπου. Στην αρχή του βιβλίου ήταν η επιγραφή «Είπε» και στο τέλος του βιβλίου εκεί που έγραφε για την πλάση του ανθρώπου ήταν η επιγραφή «Τέλος». Μόλις είδε την οπτασία αυτή ο Άγιος ξύπνησε.
     Το νόημα της οπτασίας του βιβλίου, ήταν ότι ο Άγιος Βασίλειος έγραψε, όντως, ερμηνεία στην Εξαήμερον του Μωϋσέως στην οποία διηγείται, πως ο Θεός εποίησε τον ουρανό, την γη, τον ήλιο, την σελήνη, τη θάλασσα, τα ζώα και όλα τα αισθητά κτίσματα.
Όταν όμως, έμελλε να γράψει και για την έβδομη ημέρα κατά την οποία ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και την Εύα, τότε ο Μέγας αυτός Άγιος άφησε την τελευταία του πνοή στη γη και πήγε στους ουρανούς να συναντήσει τον Κύριον του που με δύναμη  αγάπησε και που γι' Αυτόν μέσα σε πολύ σύντομο διάστημα που έζησε έπραξε τόσα πολλά και τόσο μεγάλα.
Το έργο του συμπλήρωσε κατόπιν ο αδελφός του ο Άγιος Γρηγόριος ο Αρχιεπίσκοπος Νύσσης, που έγραψε για την έβδομη ημέρα της πλάσεως του ανθρώπου.
     Όταν ο Άγιος είδε την οπτασία, πήγε στην πόλη με μερικούς κληρικούς, στο Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, όπου μη βρίσκοντας το λείψανο του Αγίου και τα όπλα του που φυλάσσονταν στον Ναό έναν αιώνα αφότου μαρτύρησε επί της βασιλείας του Βαλεριανού και Βαλερίου, κατάλαβε τι είχε συμβεί κι έτρεξε αμέσως στο λαό να τους ειδοποιήσει ότι ο άφρων Ιουλιανός φονεύθηκε.
     Βλέποντας το θαύμα οι Χριστιανοί και την παρρησία του Αγίου Βασιλείου δεν θέλησαν να πάρουν πίσω την περιουσία που είχαν αποθηκεύσει για τον τύραννο Ιουλιανό. Ο Άγιος όμως αφού τους επαίνεσε για την πράξη τους, το ένα τρίτο του ποσού τους το έδωσε και τα υπόλοιπο ποσό το διέθεσε για να κτίσουν πτωχοτροφεία, ξενοδοχεία, νοσοκομεία, γηροτροφεία και ορφανοτροφεία.

ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΧΑΡΙΤΙΝΗΣ



15Γιορτάζουμε σήμερα 5 Οκτωβρίου, ημέρα μνήμης της Αγίας Χαριτίνης, ας πούμε λίγα λόγια:

Η Αγία Χαριτίνη άθλησε επί Διοκλητιανού (284 - 305 μ.Χ.). Υπήρξε δούλη του συγκλητικού Κλαυδιανού (ή Κλαύδιου).
Το 304 μ.Χ. κάποιοι την κατήγγειλαν στο Δομετιανό ως Χριστιανή κι εκείνος την κάλεσε σε ανάκριση παρουσία και του κυρίου της. Όταν η Αγία ομολόγησε μετά παρρησίας την πίστη της στον Χριστό, υπεβλήθη σε φρικωδέστατα μαρτύρια. Της ξύρισαν το κεφάλι αλλά δια θαύματος, αμέσως το κεφάλι της ξαναγέμισε μαλλιά. 

Έπειτα βάζουν το κεφάλι της σε κάρβουνα αναμμένα και χύνουν από πάνω ξύδι. Κατόπιν καίνε τα πλευρά της με αναμμένες λαμπάδες, και με μια πέτρα στο λαιμό τη ρίχνουν στη θάλασσα. Αλλά και πάλι ο Θεός την έσωσε. Τότε διατάχθηκε να πάει σε πορνείο. Η Χαριτίνη, όμως, προσευχήθηκε, και η αγνή ψυχή της παραδόθηκε πλέον στο ζωοδότη Θεό.

Να σημειώσουμε εδώ ότι η Αγία Χαριτίνη έχει το ίδιο δίστιχο με την Αγία Χαριτίνη που εορτάζει στις 4 Σεπτεμβρίου.

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!

Απολυτίκιο:
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θεία χάριτι, κραταιωθείσα, κράτος ήσχυνας, της δυσσεβείας, Χαριτίνη υπέρ φύσιν αθλήσασα όθεν χαρίτων πηγήν αδαπάνητον, ως γλυκασμόν αναβλύζεις τοις κράζουσι. Μάρτυς ένδοξε, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος
Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Πρὸς κατάδικο ποὺ ρωτᾶ γιὰ τὴν ψευδομαρτυρία Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς






Καταδικάστηκες στὴ φυλακή. Καὶ τώρα κάθεσαι στὸ κελὶ καὶ στὴ σιωπὴ κοσκινίζεις ὁλόκληρη τὴ ζωή σου μὲ ψιλὸ-ψιλὸ κόσκινο. Παραξενεύεσαι πῶς ὅλα ξετυλίχθηκαν σὰν ἕνα κουβάρι ὅταν κατεβαίνει τὸ βουνό!

Ἡ ζωή σου ἔρρεε ἥσυχα, μὲ προκοπὴ καὶ ἱκανοποίηση ὥσπου ψευδομαρτύρησες γιὰ τὸν ἀδελφό σου. Δικαιολογοῦσες τὸν ἑαυτό σου: Ἀδελφός μου εἶναι! Ποιὸν θὰ βοηθήσω, ἀκόμα καὶ μὲ ψευδομαρτυρία, ἂν ὄχι τὸν ἀδελφό μου; Ἔτσι κυλοῦσαν μέσα σου λανθασμένες σκέψεις, καὶ μὲ τέτοιες σκέψεις ἀμυνόσουν μπροστὰ στοὺς δικαστές. Σ’ αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα ἕνας δικαστής σοῦ ἀπάντησε ὅτι τελικὰ ὅλοι ἀδέλφια εἴμαστε καὶ ἑπομένως μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σκέψης θὰ μπορούσαμε νὰ δικαιολογήσουμε τὰ πάντα! Μόλις τότε κατάλαβες, πὼς οἱ λάθος σκέψεις σὲ ὁδήγησαν σὲ κακὴ πράξη.

Μοῦ ἀφηγήθηκε ἕνας ψευδομάρτυρας τὴν ἑξῆς ἱστορία:

«Ψευδομαρτύρησα», λέει, «ἐξαιτίας ἑνὸς βοδιοῦ. Ὅμως μέχρι τὴ δίκη δὲν θὰ ἔφθανε ἡ ὑπόθεση, ἐὰν δὲν πήγαινα μόνος μου νὰ καταγγείλω τὸν ἑαυτό μου. Κι ἔπρεπε νὰ μὲ καταγγείλω. Ἀφοῦ οἱ τιμωρίες τῶν ἀνθρώπων καὶ πάλι εἶναι πιὸ εὔκολες ἀπὸ τὶς τιμωρίες τοῦ Θεοῦ. Δύο χρόνια μετὰ τὴν ψευδομαρτυρία μου τὸ σπίτι μου ἔγινε σκιάχτρο γιὰ τὸν κόσμο. Ἡ πρώτη ἀτυχία πού μοῦ συνέβη ἦταν ὅτι τὰ βόδια ζεμένα στὸ κάρο γκρεμίστηκαν σὲ κάποια χαράδρα καὶ καταστράφηκαν καὶ τὰ βόδια καὶ τὸ κάρο. Γι’ αὐτὴ τὴν εἴδηση μὲ προϋπάντησε ἡ γυναῖκα μου τὸ βράδυ ἐκείνης τῆς ἴδιας μέρας ὅταν μετὰ ἀπὸ τὴν ψευδομαρτυρία γύρισα σπίτι ἀπὸ τὸ εἰρηνοδικεῖο. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἑβδομάδες χτύπησε κεραυνὸς τὴ στάνη μου καὶ σκότωσε ὅλα τὰ πρόβατα. Καὶ οἱ κλέφτες μὲ λήστεψαν δύο φορές. Καὶ ἡ γυναῖκα μου ἀδυνάτισε, καὶ παρότι καταχρεώθηκα προσπαθώντας νὰ τὴ γιατρέψω πέθανε βασανισμένη. Ἕνα μου παιδί, ἕως τότε πάντα ὑγιές, ἀσθένησε βαριὰ καὶ ἄρχισε νὰ πέφτει μέρα καὶ νύχτα, καὶ νὰ βγάζει ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα καὶ νὰ τρίζει τὰ δόντια. Πτωχός, καταχρεωμένος, κακομοίρης, τιποτένιος, μιὰ μέρα παραπονέθηκα σ’ ἕνα φίλο μου γιὰ τὴν κακή μου μοίρα. Καὶ αὐτός, σὰν κεραυνὸς ἀπὸ τὸ οὐρανό, μὲ ρώτησε: Μήπως ἔχεις ψευδομαρτυρήσει ποτέ; Σὰν νὰ ξύπνησα σὲ κρύα νεροποντὴ τὰ θυμήθηκα ὅλα καὶ ὅλα ἔγιναν ξεκάθαρα. Χωρὶς νὰ ἀπαντήσω στὸν φίλο μου τίποτα, ἐκείνη τὴν στιγμὴ πῆγα στὸ δικαστήριο, τὸ δήλωσα καὶ τὰ ὁμολόγησα ὅλα. Πέρασα φυλακή, καὶ τώρα ἄρχισα νὰ φτιάχνω τὴ ζωή μου ἀπ’ τὴν ἀρχή. Ἀλλὰ ἔμαθα καλὰ νὰ φοβᾶμαι τὸν Θεό».

Βλέπεις πόσες δυστυχίες μποροῦν νὰ συμβοῦν στὸν ψευδομάρτυρα; Ἀφοῦ τέτοιος εἶναι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, ἀδελφέ μου: Ζωντανὸ πῦρ, δὲν μπορεῖς νὰ τὸ πατήσεις, χωρὶς νὰ καεῖς. Ὅταν πατᾶς τοὺς μαλθακοὺς νόμους τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἀλλάζουν συχνά, συμβαίνουν δυσκολίες καὶ ταλαιπωρίες. Πόσο μᾶλλον ὁ πύρινος καὶ αἰώνιος νόμος τοῦ ζῶντος Θεοῦ.

«Οὐ ψευδομαρτυρήσεις» (Ἐξ. 20.16), εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, γραμμένη καὶ στὶς δύο διαθῆκες τοῦ Θεοῦ, στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινή. Δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα νὰ πεῖς ψέμα μπροστὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ . Δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα νὰ σταθεῖς μὲ ἀσκέπαστο κεφάλι μπροστὰ στὸν Σταυρὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ φωνάξεις: «Ὁρκίζομαι στὸν Ζῶντα καὶ παντοδύναμο Θεό, ὅτι αὐτὴ ἡ ἀλήθεια εἶναι ψέμα ἢ ὅτι αὐτὸ τὸ ψέμα εἶναι ἀλήθεια, καὶ ὅπως ἐγὼ εἶπα ὀρθὰ ἔτσι νὰ μὲ βοηθήσει ἐμένα ὁ Θεός»!

Ὄντως δὲν εἶναι περίεργο τότε ποὺ ὁ Θεὸς τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ δικαίου χτυπᾶ ἕνα ψευδομάρτυρα στὰ χέρια μὲ τὸ μαστίγιό Του, τὸν δεύτερο στὰ πόδια, τὸν τρίτο στὰ μάτια, τὸν τέταρτο στοὺς συγγενεῖς του, τὸν πέμπτο στὰ βόδια, καὶ οὕτω καθ’ ἑξῆς. Νὰ ἕνα ζωντανὸ παράδειγμα στὴ γειτονιά μας, πῶς τὸ ἀόρατο μαστίγιο τοῦ Θεοῦ χτύπησε ἕνα ψευδομάρτυρα στὰ μάτια: Ὁρκίστηκε ὁ ἄνθρωπος ψευδόμενος γιὰ ἕνα κομμάτι γῆς, ποὺ πλήρωσε ἀκριβότερα ἀπὸ ἕνα ἑκατομμύριο δουκάτα, ἀφοῦ πρῶτα τὸ πλήρωσε μὲ τὴ ψυχή του. Βάδιζε πρῶτα στὸ δικό του κομμάτι ἀργά. Ὅμως μόλις ἀπὸ τὸ δικό του ἀγρὸ βάδισε σ’ ἐκεῖνο τὸ καταραμένο κομμάτι γῆς, τοῦ ἀφαιρέθηκε ἡ ὅραση. Τὸ ἀόρατο μαστίγιο τοῦ Θεοῦ χτύπησε αὐτὸν τὸ ψευδομάρτυρα στὰ μάτια. Καὶ νάτος τυφλὸς κάθεται δίπλα στὴν ἑστία του.

Νὰ τί συμβαίνει στὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ σ’ ὅσους νομίζουν, ὅτι ὁ κόσμος εἶναι δικός τους καὶ ὄχι τοῦ Θεοῦ.

Ἀλλὰ ἐσύ, διάβαζε τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ νὰ φοβᾶσαι τὸν Θεό. Καὶ θὰ διαφωτιστεῖς. Καὶ ὅλα θὰ εἶναι καλὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή.

Ἔλεος καὶ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεὸ

ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΧΑΡΙΤΙΝΗΣ.

Τῌ Ε' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

Μνήμη της Ἁγίας Μάρτυρος Χαριτίνης.
Τῇ Ε' τοῦ αὐτοῦ μηνός, Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Χαριτίνης.


Ὅπερ δι' εὐχῆς εἶχε, σαρκὸς τὴν λύσιν,
Ἰδοὺ δι' εὐχῆς λαμβάνει Χαριτίνη.
Πέμπτην Χαριτίνη εἰσέδραμεν ἄστυ Θεοῖο.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Μαμέλχθης.

«Ὁμοῦ λελουμένην με Χριστὲ προσδέχου,
Μαμέλχθα φησὶ) καὶ λίθοις βεβλημένην».

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη ὀπτασίας Κοσμᾶ Μοναχοῦ, 

φοβερὰς καὶ ὠφελίμου.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 04, 2012

ΦΤΩΧΟΙ, ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΟΙ, ΟΡΦΑΝΑ, ΧΗΡΕΣ...ΤΑ ΚΕΙΜΗΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ Του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου



Η διατροφή των φτωχών, η προστασία των αδικουμένων, η επιμέλεια των ξενιτεμένων, η βοήθεια των δοκιμαζομένων, η πρόνοια των ορφανών, η συμμαχία των χηρών,αυτά είναι τα κειμήλια της Εκκλησίας, αυτοί είναι οι θησαυροί που της πρέπουν, και παρέχουν και σε μας την ευχαρίστηση και σε σας την ωφέλεια, ή μάλλον και σε σας την ευχαρίστηση και την ωφέλεια.

Αλλά τι λένε συνέχεια; «Έχει λεφτά η Εκκλησία». Και τι σε νοιάζει εσένα;

Γιατί, αν δώσει κάποιος άλλος, δε θα σωθείς εσύ, ούτε αν παράσχει στους φτωχούς η Εκκλησία, θα εξαλείψεις εσύ τα δικά σου αμαρτήματα.

Αν λοιπόν γι' αυτό δεν τους δίνεις, επειδή η Εκκλησία οφείλει να δώσει σε αυτούς που έχουν ανάγκη, τότε μήπως επειδή προσεύχονται οι ιερείς, δε θα προσευχηθείς εσύ; Και επειδή νηστεύουν άλλοι, εσύ θα μεθάς συνέχεια; Δεν ξέρεις ότι ο Θεός δεν καθόρισε την ελεημοσύνη τόσο για τους φτωχούς, όσο για αυτούς που δίνουν;

Αλλά υποπτεύεσαι τον ιερέα; Πολύ μεγάλη και αυτή η αμαρτία, αλλά δε θα σταθώ σε αυτό. Κάν' τα μόνος σου όλα, και έτσι θα πάρεις διπλό μισθό. Γιατί κι εμείς μιλάμε για την ελεημοσύνη, όχι για να τα φέρεις σε μας, αλλά για να τους βοηθάς μόνος σου. Γιατί αν τα προσφέρεις σε μένα, ίσως σε καταλάβει και η ματαιοδοξία, και πάλι αν σκανδαλισθείς καμιά φορά, θα αρχίσεις τις πονηρές υποψίες.

Αν όμως όλα τα κάνετε μόνοι σας, θα απαλλαγείτε και από τα σκάνδαλα και από τις άτοπες υποψίες, και μεγαλύτερος θα είναι ο μισθός σας.

Όταν δεις το μέγεθος της περιουσίας της Εκκλησίας, σκέψου και τα κοπάδια των εγγεγραμμένων φτωχών, τα πλήθη των αρρώστων, τους σκοπούς των χιλιάδων δαπανών, υπολόγισε, μέτρα, κανείς δε θα σε εμποδίσει, αλλά έτοιμοι είμαστε να δώσουμε λογαριασμό για όλα .

Γιατί και η Εκκλησία για τη δική σας μικροπρέπεια αναγκάζεται να έχει αυτά που έχει σήμερα. Αν όμως τα κάναμε όλα κατά τους αποστολικούς νόμους, θα έπρεπε εισόδημα της Εκκλησίας να είναι η δική σας διάθεση, η οποία είναι και ταμείο ασφαλές και θησαυρός που δεν μπορούν να τον πάρουν οι κλέφτες.

Τώρα όμως όταν εσείς θησαυρίζετε επί της γης, και όλα τα κλείνετε στα ταμεία τα δικά σας, ενώ η Εκκλησία αναγκάζεται να δαπανά για τους συλλόγους των χηρών, για τους χορούς των παρθένων, για τη φιλοξενία των επισκεπτών, για τις ταλαιπωρίες των μεταναστών, για τις συμφορές των φυλακισμένων, για τις ανάγκες των αρρώστων και των λαβωμένων, και σε άλλες τέτοιες υποθέσεις, τι θα έπρεπε να κάνουμε;

Να τους αποστραφούμε όλους αυτούς, και να τους πετάξουμε στη θάλασσα; Και ποιος θα αντέξει να δει όλα αυτά τα ναυάγια; Τους οδυρμούς, τους θρήνους, τις κραυγές που θα ακούγονται παντού;

πηγή

Το "Είναι" και το "Έχειν" Του Μόσχου Εμμανουήλ Λαγκουβάρδου





         Ένα αστείο από την αρχαιότητα είναι το εξής: Είπαν στον Αριστοτέλη, πως όταν λείπει τον κατηγορούν. Κι ο Αριστοτέλης απάντησε: "Όταν λείπω, δέχομαι και να με μαστιγώνουν."

     Το αστείο αυτό εκτός από το χιούμορ του, κρύβει ένα βαθύτερο νόημα. Διδάσκει πως το "Είναι"  του ανθρώπου είναι κάτι βαθύτερο από τις σκέψεις και τα συναισθήματα. Ο αληθινός άνθρωπος δεν είναι στις σκέψεις και στα συναισθήματα και πολύ περισσότερο δεν είναι στα πράγματα που κατέχει.

     Μια φορά ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης ο Λαέρτιος  μάδησε ένα κοτόπουλο και γύριζε στην Αγορά και το έδειχνε λέγοντας, "να ο άνθρωπος του Πλάτωνα", επειδή ο Πλάτων υποστήριζε ότι ο άνθρωπος είναι "ον δίποδον, άπτερον!

    Το "Είναι", (η ουσία του ανθρώπου), είναι βαθύ, προσωπικό και διαρκεί για πάντα. Αυτό δίνει την ενότητα στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Το "Είναι" αφορά στο πνεύμα , ενώ το "Έχειν" αφορά  τα συναισθήματα, τις σκέψεις που διαρκώς αλλάζουν.

     Στην εποχή μας δεν μπορούμε να διακρίνουμε το Είναι από τα συναισθήματα. Νομίζουμε πως όταν νιώθουμε καλά, είναι καλά. Γι΄ αυτό η σύγχρονη ζωή έγινε ένα αδιάκοπο κυνήγι της διασκέδασης.

     Πράγματι όταν το πνεύμα μας είναι δυνατό, νιώθουμε καλά. Αλλά κάθε φορά που νιώθουμε καλά δεν σημαίνει ότι  και το πνεύμα μας είναι δυνατό. Δεν μαθαίνουμε να διακρίνουμε το Πνεύμα από τα συναισθήματα. Κι αυτό που προέχει είναι το δυνατό πνεύμα (το ηθικό μας). Όταν χάνουμε το ηθικό μας χάνουμε τα πάντα. "Τί θα ωφελήσει τον άνθρωπο, αν κερδίσει όλο τον κόσμο και στερηθεί την ψυχή του;"

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...