Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 14, 2013

Όσιος Ιωάννης ο Καλυβίτης


Όσιος Ιωάννης ο Καλυβίτης



Ἀρνησίκοσμος παῖς λιπὼν γῆς καλύβην,
Ἐν οὐρανοῖς ἔπηξε καινὴν καλύβην.
Πέμπτῃ Ἰωάννης δεκάτῃ καλύβην μετέπηξεν.
Βιογραφία
Έζησε στα μέσα του 5ου μ.Χ. αιώνα (κατ' άλλους γεννήθηκε στην Κων/πολη στίς αρχές του 5ου μ.Χ. αιώνα) και ήταν γιος του Εύτροπίου, συγκλητικού στο αξίωμα, και της Θεοδώρας. ο Ιωάννης δεν θέλησε ν' ακολουθήσει το δρόμο των δύο μεγαλυτέρων αδελφών του, πού κατέλαβαν λαμπρά αξιώματα. Άλλα προτιμούσε να αφιερωθεί στην υπηρεσία της πίστης. Επειδή όμως οι γονείς του επέμεναν, έφυγε από το πατρικό του σπίτι και πήγε στην μονή των Ακοιμήτων όπου έγινε μοναχός. Αργότερα, όταν πληροφορήθηκε τη μεγάλη πίκρα της μητέρας του επειδή ο πατέρας του διήγε κοσμική ζωή, αποφάσισε με την συγκατάθεση του ηγουμένου της μονής να επιστρέψει στους γονείς του. Παρουσιάσθηκε στους γονείς του ως ένας άγνωστος μοναχός. Αυτοί δεν τον γνώρισαν. Άλλ' ήταν τόση μεγάλη ή ευγένεια της φυσιογνωμίας και των λόγων του, που τον παρακάλεσαν να έρχεται καθημερινά στο σπίτι. Δέχθηκε με τη συμφωνία να του κατασκευάσουν μια καλύβα στο βάθος του περιβολιού της πατρικής του οικίας. Εκεί ο Ιωάννης έστησε την κατοικία του, και μέσα σε τρία χρόνια κατάφερε, με τη χάρη του Θεού, να φέρει στο σωστό δρόμο τους γονείς του. Την ήμερα όμως πού αποκάλυψε πώς ήταν γιος τους, ο Θεός παρέλαβε τη μακάρια ψυχή του.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε
Ἐκ βρέφους τόν Κύριον, ἐπιποθήσας θερμῶς, τόν κόσμον κατέλιπες, καί τά ἐν κόσμῳ τερπνά, καί ἤσκησας ἄριστα· ἔπηξας τήν καλύβην, πρό πυλῶν σῶν γονέων· ἔθραυσας τῶν δαιμόνων, τάς ἐνέδρας παμμάκαρ· διό σε Ἰωάννη ὁ Χριστός, ἀξίως ἐδόξασεν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Ποθήσας σοφέ, πτωχείαν Χριστομίμητον, γονέων τῶν σῶν, τόν πλοῦτον ἐγκατέλιπες, καί τό Εὐαγγέλιον ἐν χερσί σου κρατῶν ἠκολούθησας, Χριστῷ τῷ Θεῷ Ἰωάννη , πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Όσιος Παύλος ο Θηβαίος

                                           Όσιος Παύλος ο Θηβαίος
Εἰ θαῦμα Θήβαις ταῖς παρ᾽ Αἴγυπτον πύλαι,
Πόσον γε Παῦλος, κἄν βίου λίπῃ πύλας;
Βλαστὸς Θηβαΐδος πέμπτῃ δεκάτῃ θάνε Παῦλος.
Βιογραφία
Ο ερημικός και ήουχος τόπος είναι από τους βασικούς παράγοντες ανάπτυξης της αυτοσυγκέντρωσης και προσευχής προς το Θεό. Αυτό φαίνεται καθαρά στη ζωή του Αγίου Παύλου του Θηβαίου. Άνηκε σε πλούσια οικογένεια της Κάτω Θηβαίδας της Αιγύπτου. Όταν ο Δέκιος (249-251) κήρυξε τον τρομερό διωγμό κατά των χριστιανών, ο Παύλος, μόλις 15 χρονών, χάνει τους γονείς του. Με εσωτερική παρακίνηση του Άγιου Πνεύματος (κατ' άλλους φοβούμενος μη παραδοθεί στους διώκτες των χριστιανών από τον έπ' αδελφή γαμπρό του, που του ζητούσε την περιουσία) φεύγει και ζητά καταφυγή σωτηρίας στην έρημο. Εκεί, μέσα στην ησυχία της φύσης, βρήκε καιρό για συστηματική μελέτη και προσευχή. Όταν πέρασε ο διωγμός του Δεκίου και επανήλθε η γαλήνη, ο Παύλος εξακολουθεί να μένει στην έρημο και, μάλιστα, αποφασίζει να μείνει μόνιμα. Τόσο δε ολοφάνερη είχε γίνει μέσα στην έρημο η πνευματική υπεροχή του και η ταπεινοφροσύνη του, ώστε, όπως κάποτε στον Κύριο μας, έρχονταν πλήθη λαού να Τον ακούσουν έτσι και στον Παύλο έρχονταν πολλοί αναχωρητές να τον ακούσουν και να τον συμβουλευθούν. Η φήμη του είχε φθάσει και στην ακοή του μεγάλου Αντωνίου, που κίνησε και τον συνάντησε μέσα σε ατμόσφαιρα ανέκφραστης χαράς. Οταν μετά από λίγους μήνες επανήλθε ο Άγιος Αντώνιος, βρήκε τον Όσιο Παύλο πεθαμένο, και δύο λιοντάρια έστεκαν κοντά στον τάφο του, τον όποιο είχαν σκάψει με τα νύχια τους. Ο μεγάλος ερημίτης ήταν τότε 113χρονών.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τὴ ἐπινεύσει, πρῶτος ὤκησας, ἐν τὴ ἐρήμω, Ἥλιου τὸν ζηλωτὴν μιμησάμενος καὶ δι' ὀρνέου τραφεῖς ὡς ἰσάγγελος, ὑπ' Ἀντωνίου τῷ κόσμῳ ἐγνώρισαι. Παῦλε ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον.
Τον φωστήρα άπαντες τον εν τω ύψει, αρετών εκλάμψαντα, ανευφημήσωμεν πιστοί, Παύλον τον θείον κραυγάζοντες· Συ των οσίων Χριστέ αγαλλίαμα.


Τυπικόν της 15ης Ἰανουαρίου 2013


Τρίτη: Τῶν Ὁσίων Πατέρων ἡμῶν Παύλου τοῦ Θηβαίου καί 
Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου.
 

Ἀπόστολος: 
Τῶν Ὁσίων· «Ὁ καρπός τοῦ Πνεύματος...» (Γαλ. ε΄ 22-26, ς΄ 1-2),
ζήτει τοῦτον τῷ Σαββάτῳ κζ΄ ἑβδομάδος Ἐπιστολῶν.
Εὐαγγέλιον: 
Ὁμοίως· «Μή φοβοῦ τό μικρόν ποίμνιον...» 
(Λουκ. ιβ΄ 32-40), ζήτει τοῦτο τῷ Σαββάτῳ ια΄ ἑβδομάδος Λουκᾶ.
Σημείωσις: 
Ἀπό σήμερον καί μέχρι τῆς 9ης Φεβρουαρίου, ἐάν ἑορτάζεται Ἅγιος,
 ψάλλονται αἱ Καταβασίαι τῆς Ὑπαπαντῆς· 
«Χέρσον ἀβυσσοτόκον...» καί Κοντάκιον· «Ὁ μήτραν παρθενικήν...».
 

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ « Πάμπλουτος Αλλά Αγράμματος » ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2013/01/blog-post_6931.html#ixzz2HuEFlMtM



Οι Πρώτοι Πειρασμοί 

Ο διάβολος όμως, που βλέπει την μεγάλη πρόοδο του Αντωνίου, στην αγιωσύνη, ταράζεται και στεναχωριέται. Βάζει αμέσως σε ενέργεια τις παγίδες του και τα φοβερά του σχέδια. 
- Μηχανεύομαι τόσα σχέδια, μικρέ μου, του ψιθυρίζει ο μιαρώτατος, και δεν θα μπορέσης να μου γλυτώσης! 


Έπειτα αρχίζει τον φοβερό πόλεμα, για να λυγίση τον Αντώνιο, από την αρχή και να τον γκρεμίση. Θέλει να του σκοτίσει το νου, να του μουδιάσει τη σκέψι και ύστερα να τον νεκρώση από το δεσμό του με την πίστι του Χριστού. 


Τον χτυπάει λοιπόν, πρώτα με τα πλούτη και τις ανέσεις: 
- Είσαι κουτός, του λέγει μέσα στην σκέψη του. Άφησες τόσα πλούτη και ήρθες εδώ στην ερημιά να πεθάνης από την πείνα και από το κρύο! Δεν βλέπεις την δυστυχία, που σε πνίγει; Ένα στρώμα δεν έχεις να κοιμηθείς. Ζεστασιά δεν υπάρχει πουθενά. Δεν είναι για σένα ο τόπος αυτός. Θα πεθάνης και είναι αμαρτία. Έπειτα μην ξεχνάς· έχεις και αδελφή! Πώς την άφησες μόνη της; Είναι σωστό αυτό; Τι ευτυχισμένος είσαι τώρα εδώ, σε μιά υγρή σπηλιά! Όλοι οι άλλοι, που ζούνε στον κόσμο, θα χαθούνε και συ μόνο θα σωθής; Είναι άραγε σωστό αυτό που κάνεις; 


Όλες αυτές τις σκέψεις τις βάζει στον νού του Αντωνίου ο Σατανάς και περιμένει με αγωνία το αποτέλεσμα. Τι θα γίνει; Θα τις δεχθή; Θα σταματήση την άσκηση και θα γυρίσει στον κόσμο; Θα υποκύψη ή οχι; 


Αλλά στις δύσκολες αυτές στιγμές του πειρασμού ο Άγιος δεν λυγίζει. Προσεύχεται πολύ. Παρακαλεί από τα βάθη της καρδιάς του τον Θεό να τον βοηθήση. Η προσευχή του, η νηστεία του και η θέλησις του, νικούν τον διάβολο και τον τρέπουν σε φυγή. 


Δεν πρόκειται όμως, να ησυχάση. Ο διάβολος βάζει μπροστά νέο σχέδιο, πιό τολμηρό αυτή τη φορά. Τον πολεμάει με τη σάρκα. Εκμεταλλεύεται γι' αυτό ο άθλιος, την νεότητα του. 


Παρουσιάζει στην φαντασία του αισχρά θεάματα. Μεταμορφώνεται ο τρισάθλιος σε γυναίκα και προσπαθεί εκεί στην ερημιά, να τον σκανδαλίση και να τον νικήση. Αγωνίζεται μέρα νύχτα να τον γκρεμίση. Του παρουσιάζει κέντρα διασκεδάσεων και αισχρές σκηνές. Κάνει οτι μπορεί, για να επιτύχει τους δόλιους σκοπούς του. 


Ο Άγιος, όμως , συνεχώς προσεύχεται. Μένει ξάγρυπνος και παρακαλεί τον Θεό με θερμά δάκρυα να του δώσει δύναμη ν' αντέξη σ' αυτή την άγρια επίθεσι των πειρασμών του διαβόλου. Για να επιτύχη μέχρι τέλους, δεν τρώγει εντελως τίποτε. Κόβει και το ελάχιστο ξερό ψωμί, που έτρωγε κάθε βράδυ, και μένει μέρες ολόκληρες νηστικός. 


Ο δαίμονας βλέπει τότε, οτι τα σκοτεινά του σχέδια πάνε χαμένα και πεφτει σε μεγάλη στεναχώρια. Δεν εγκαταλείπει όμως τον αγώνα. 


- Να το δόλωμα! λέγει ο μιαρώτατος: Η υπερηφάνεια. Τώρα είναι η ώρα να τον κάμω να υπερηφανευθή. 


Παρουσιάζεται, λοιπόν, ο δαίμονας στον Άγιο με μορφή μαύρου παιδιού και του λέγει: 


- Αχ! Αντώνιε. Πολλούς επλάνεψα, πολλούς έβαλα κάτω και τους ενίκησα, αλλά εσένα κουράστηκα να πολεμώ! Νομίζω, πως δεν θα επιτύχω. Είσαι δυνατός. Σε παραδέχομαι. 
- Και ποιός είσαι εσύ; τον ρώτησε ο Μ. Αντώνιος. 
- Εγώ είμαι το πνεύμα της πορνείας και γαργαλίζω τους νέους στην πράξι αυτή. 


Ο Άγιος δεν υπερηφανεύεται, όπως περίμενε ο σατανάς. Δεν είπε από μέσα του " Είμαι μεγάλος εγώ!" "Μπράβο μου, τα κατάφερα να νικήσω ακόμη και τον διάβολο", αλλά δόξασε το όνομα του Κυρίου που του έδωσε τη δύναμη να νικήση και είπε στον σατανά, ξανά τα λόγια του Ευαγγελίου:
- Ύπαγε οπίσω μου σατανά. Δεν σε φοβάμαι.
 πηγή

Το τετράμορφο του Χριστιανικού Ευαγγελίου

Ο Χριστός μας έδωσε ένα Ευαγγέλιο αλλά τετράμορφο,
όπως τετραπρόσωπα είναι και τα Χερουβίμ στην όραση.
 


















Σχόλια κατανόησης (Στέλιος Μπαφίτης

Ο άγιος Ειρηναίος της Λυών (130- 202 μ Χ), γράφοντας κατά των αιρετικών Γνωστικών οι οποίοι κυκλοφορούσαν μεταξύ τους ψευδεπίγραφα «ευαγγέλια» που παρουσίαζαν «έναν άλλο Χριστό» και αλλοίωναν την γνήσια Χριστιανική παράδοση που παραδόθηκε στους αποστόλους (με το να συνενώνουν στοιχεία διαφορετικών θρησκευτικών και φιλοσοφικών παραδόσεων) και εμπνεόμενος από την παράξενη εικόνα των ζώων που αναφέρεται στο πρώτο κεφάλαιο του προφήτη Ιεζεκιήλ, κάνει πολύ όμορφες σκέψεις και παραλληλισμούς μεταξύ αυτών και του Ευαγγελίου.

Ο Χριστός μας έδωσε ένα Ευαγγέλιο αλλά τετράμορφο, όπως τετραπρόσωπα είναι και τα Χερουβίμ στην όραση. 
Ο Λέοντας χαρακτηρίζει το βασιλικόν του Χριστού, όπως φανερώνεται η θεότητά Του στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη. 

Ο Μόσχος χαρακτηρίζει την ιερατική τάξη του Χριστού, όπως φανερώνεται αυτή στο Ευαγγέλιο του Λουκά. Το πρόσωπο του ανθρώπου χαρακτηρίζει την ενανθρώπιση του Λόγου, όπως φανερώνεται στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου. 

Ο Αετός που πετά φανερώνει τον προφητικό χαρακτήρα, όπως φανερώνεται στο Ευαγγέλιο του Μάρκου. Αξιοσημείωτο είναι ότι το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, αναφέρεται ως «σύντομο». 

Όπως το κάθε ένα Χερουβίμ της οράσεως του Ιεζεκιήλ αποτελείται από τέσσερα πρόσωπα, έτσι και το Ευαγγέλιο είναι ένα αλλά παράλληλα και τετράμορφο, επειδή οι τέσσερεις ευαγγελιστές συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο. Παράλληλα όμως και το πρόσωπο του Χριστού συναποτελείται από τα 4 παραπάνω στοιχεία, δηλαδή είναι ο Υιός Θεού που ενανθρώπησε, έγινε ιερέας μας, αρχιερέας μας, και αρχιερεύς μέγας, και ο οποίος επαληθεύεται από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. 

Τέσσερις είναι οι γραπτές μορφές του ενός Ευαγγελίου. Όσοι μάταιοι, αμαθείς, και τολμηροί προσθέτουν και άλλα «ευαγγέλια» σε αυτά που δέχεται η Εκκλησία το κάνουν γιατί θεωρούν ότι πιστεύουν σε παραπάνω αποκαλύψεις από την αλήθεια. Όσοι αφαιρούν από τα τέσσερα Ευαγγέλια, για να αθετήσουν την οικονομία του Θεού. Και στις δύο περιπτώσεις, αθετούν το ίδιο το Χριστιανικό ευαγγέλιο και συστήνουν δική τους παράδοση (στην προκειμένη περίπτωση το κράμα των Γνωστικών θεωριών), νόθα και μακριά από την αλήθεια του Χριστού.


«Ο των απάντων τεχνίτης Λόγος, ο καθήμενος επί των Χερουβίμ, και συνέχων τα πάντα, φανερωθείς τοις ανθρώποις, έδωκεν ημίν τετράμορφον το Ευαγγέλιον, ενί δε πνεύματι συνεχόμενον […].

Και γαρ τα Χερουβίμ τετραπρόσωπα· και τα πρόσωπα αυτών, εικόνες της πραγματείας του Υιού του Θεού. «Το γαρ μεν πρώτον», φησί, «όμοιον λέοντι», το έμπρακτον αυτού, και ηγεμονικόν, και βασιλικόν χαρακτηρίζον· «το δε δεύτερον όμοιο μόσχω», την ιερουργικήν και ιερατικήν τάξιν εμφαίνον· «το δε τρίτον έχον πρόσωπον ανθρώπου», την κατά άνθρωπον αυτού παρουσίαν φανερώτατα διαγράφον· «το δε τέταρτον όμοιον αετώ πετομένω», την του Πνεύματος επί την Εκκλησίαν εφιπταμένου δόσιν σαφηνίζον.

Και τα Ευαγγέλια ουν τούτοις σύμφωνα, εν οις εγκαθέζεται Χριστός. Το μεν γαρ κατά Ιωάννην, την από του Πατρός ηγεμονικήν αυτού, και ένδοξον γενεάν διηγείται, λέγον· «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και ο Θεός ην ο Λόγος». Και «Πάντα δια αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν». Το δε κατά Λουκάν, άτε ιερατικού χαρακτήρος υπάρχων, από του Ζαχαρίου του ιερέως θυμιώντος τω Θεώ ήρξατο […]. Ματθαίος δε την κατά άνθρωπον αυτού γέννησιν κηρύττει, λέγων· «Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού, υιού Δαβίδ, υιού Αβραάμ» […]Μάρκος δε από του προφητικού Πνεύματος, του εξ ύψους επιόντος τοις ανθρώποις, την αρχήν εποιήσατο, λέγων· «Αρχή του Ευαγγελίου Ιησού Χριστού, ως γέγραπται εν Ησαία τω προφήτι», την πτερωτικήν εικόνα του Ευαγγελίου δεικνύων· δια τούτο δε και σύντομον και παρατρέχουσαν την καταγγελίαν πεποίηται· προφητικός γαρ ο χαρακτήρ ούτος. […].

Οποία ουν η πραγματεία του Υιού του Θεού, τοιαύτη και των ζώων η μορφή, και οποία η των ζώων μορφήν, τοιούτος και ο χαρακτήρ του Ευαγγελίου. Τετράμορφα γαρ τα ζώα, τετράμορφον και το Ευαγγέλιον, και η πραγματεία του Κυρίου […]

Τούτων δε ούτως εχόντων, μάταιοι πάντες και αμαθείς, προσέτι δε και τολμηροί, οι αθετούντες την ιδέαν του Ευαγγελίου, και είτε πλείονα, είτε ελάττονα των ειρημένων παρεισφέροντες Ευαγγελίων πρόσωπα· οι μεν, ίνα πλείονα δόξωσι της αληθείας εξευρηκέναι· οι δε, ίνα τας οικονομίας του Θεού αθετήσωσιν».

(ΒΕΠΕΣ τ. 5, σελ. 145-146, «Έλεγχος κατά της ψευδωνύμου γνώσεως», βιβλίο Γ’, IX 8-9).

Επιμέλεια: Σοφία Ντρέκου

Επιβάλλεται ιδιαίτερη νηστεία προ της Θ. Κοινωνίας; (π. Βασίλειος Βολουδάκης)


Του π.Βασίλειου Βολουδάκη
Από το βιβλίο: “ΝΗΣΤΕΙΟΔΡΟΜΙΟΝ”

Τα τελευταία τριάντα χρόνια έγινε μια ευλογημένη στροφή των ανθρώπων προς τις πηγές τής 'Ορθοδόξου ευλάβειας και πίστεως.

Μια στροφή στους αγίους Πατέρας της Εκκλησίας μας και στήν Θεοφώτιστη Θεολογία τους.

Η στροφή αυτή έδειξε τά ευεργετικά της αποτελέσματα, διότι βοηθάει τους ανθρώπους νά απαλλαγούν άπό πλάνες και παραχαράξεις τής πίστεως, νά κατηχη- θούν ουσιαστικά και βαθειά και νά γνωρίσουν τήν πνευματική ζωή ως τον μοναδικό τρόπο για τήν άπόκτησι τής ψυχικής άρτιότητος, ή οποία εϊναι και ή απαραίτητη προϋπόθεσι γιά τήν ένωσι του άνθρωπου μέ τον Θεάνθρωπο Χριστό, ό Όποιος εϊναι ή Αρχή άλλα και ή Ύπόστασι του ανθρωπίνου γένους και γι αυτό Πηγή τής Ζωής, τής Χαράς και τής Ευφροσύνης του.

Ένα άπό τά πολλά ευεργετικά αποτελέσματα τής στροφής τού λαού μας πρός τήν άγιοπατερική Παράδοσι εϊναι και ή ένημέρωσι των πιστών χριστιανών ώς πρός τό σκοπό τής Θ. Μεταλήψεως και ή χειραγώγησί τους στή συχνή Θ. Κοινωνία, έν αντιθέσει μέ τό πρόσφατο παρελθόν, κατά τό όποιο οί πιστοί έδιδάσκοντο εσφαλμένα και άντορθόδοξα ότι πρέπει νά κοινωνούν δύο ή τρεις φορές τό χρόνο.

Ή σωτηριώδης όμως πρακτική τής συχνής Θ. Κοινωνίας έφερε στο προσκήνιο και ένα ερώτημα που παλαιότερα δέν υπήρχε λόγος νά τεθή. Πρόκειται γιά τό ερώτημα: Υπάρχει ιδιαίτερη νηστεία προ τής Θ. Κοινωνίας;

Ή αιτιολογία του ερωτήματος αυ- τού εϊναι άπλή, άλλά κάποιες απαντήσεις που δίδονται σ' αυτό επειδή στερούνται διακρίσεως καί ποιμαντικής θεολογικής γνώσεως, διχάζουν τους πιστούς και δημιουργούν προσκόμματα στην κατά Θεόν ανατροφή τών ανθρώπων. Γι αυτό πρέπει νά εξετάσουμε μέ νηφαλιότητα τά πράγματα. Καί πρώτα τήν αιτιολογία τού ερωτήματος. Έγραψα ότι είναι άπλή, διότι προκύπτει άπό δύο δεδομένα φαινομενικώς ασυμβίβαστα. Τό πρώτο εϊναι ή ευλαβής ανάγκη τών ανθρώπων νά νηστέψουν προ τής Θ. Κοινωνίας. Ό αυθόρμητος καί θεοκίνητος πόθος τους νά προετοιμασθούν μέ ιδιαίτερη νηστεία πριν κοινωνήσουν. Και τό δεύτερο δεδομένο, πού φαίνεται νά άντιτίθεται στο πρώτο, εϊναι μία απορία:

"Αν κάποιος νηστεύη δλες τις νηστείες, δπως ορίζει ή Εκκλησία και για νά κοινωνή κάθε Κυριακή πρέπει νά νηστέψη καί ιδιαιτέρως, τότε πότε θά τρώη; Αυτή εϊναι ή αίτιολόγησι του ερωτήματος περί του άν υπάρχη ιδιαίτερη νηστεία πρό τής Θ. Κοινωνίας. "Ας επιχειρήσουμε τώρα καί τήν άπάντησι του ερωτήματος αυτού. Γιά τους ανθρώπους, που νηστεύουν όλες ανεξαιρέτως τις νηστείες τής Εκκλησίας μας καί κοινωνούν κάθε Κυριακή, δέν απαιτείται ιδιαίτερη νηστεία πρό τής Θ. Κοινωνίας πλην χοΰ Σαββάτου, οπότε πρέπει νά καταλύουν λαδερό μεσημεριανό φαγητό καί τό βράδυ τροφή άνευ ελαίου. Εννοείται ότι κατά τήν προηγηθείσα Τετάρτη καί τήν Παρασκευή ένήστευσαν, άνευ ελαίου, έκτος έάν κατ' αυτές συνέπεσε κατάλυσι οϊνου καί ελαίου λόγω κάποιας εορτής.

Ιδιαίτερη νηστεία καί κατά τις λοιπές ημέρες τής εβδομάδος απαιτείται μόνον γιά τους πιστούς εκείνους οί όποιοι γιά κάποιους λόγους δέν νηστεύουν όλες τις καθιερωμένες νηστείες τής "Εκκλησίας. Καί τούτο, διότι άν δέν προεχοιμασθουν μέ νηστεία τουλάχιστον πρό τής περιστασιακής Θ. Κοινωνίας τους, τότε πότε θά νηστέψουν; "Ομως, τόν τελευταίο καιρό διαδίδεται καί μιά ακραία άποψι. "Οτι όποιος κοινωνεί κάθε Κυριακή καί τηρεί όλες τις νηστείες τής Εκκλησίας, μπορεί νά καταλύη ελεύθερα τά Σάββατα, ακόμη καί κρέας, καί τό μεσημέρι καί τό βράδυ! Ή άποψι αυτή δέν εϊναι σωστή, ούτε βρίσκει ερείσματα στήν Ιερά μας Παράδοσι. Καί πρώτα άπ' όλα, πριν κάνου με αναδρομή στο παρελθόν γιά τό θέμα αυτό, πρέπει νά σταθούμε μέ σεβασμό στήν Ιερά Παράδοσι, πού παραλάβαμε ζώσα άπό τούς συγχρόνους όντως αγίους Γέροντας καί Πατέρας τής Εκκλησίας μας. Τήν παράδοσι του π. Γερβασίου Παρασκευοπούλου, του μαθητού του αγίου Νεκταρίου π. Φιλόθεου Ζερβάκου (ό όποιος κατά τον παναληθέστατο χαρακτηρισμό του αειμνήστου π. Έπκρανίου Θεοδωροπούλου είναι ό «εν έαυτώ δεικννς το τιαλαιον της 5Εκκλησίας όχημα»), του π. Δημητρίου Γκαγκαστάθη, του π. Σίμωνος " Αρβανίτη, του π. Έπ κρανίου Θεοδωροπούλου, του π. Πορφυρίου Μπαϊρακτάρη, του π. "Ιακώβου Τσαλίκη καίτόσων άλλων... "Ολοι αυτοί οί άγιοι Πατέρες μας, άλλοι επιστήμονες και άλλοι ολιγογράμματοι άλλά όλοι θεοφόροι συνεχισταί τής ανόθευτου Πατρώας πίστεως καί ευσέβειας, παρέδωσαν στά πνευματικά τους τέκνα τήν τάξι τής μικράς νηστείας πρό τής Θ. Κοινωνίας. Είτε τής νηστείας του Σαββάτου μέ κατάλυσι μόνο οίνου καί ελαίου, γιά όσους κοινωνούν τήν Κυριακή, είτε τής νηστείας τής Πέμπτης μέ κατάλυσι μόνο οίνου καί ελαίου, γιά όσους κοινωνούν τό Σάββατο.

Ή χάξι αυτή χής μερικής έγκρατείας πρό χής Θ. Κοινωνίας εϊναι καρπός σοφίας και διακρίσεως χής Εκκλησίας μας, ή Οποία, γνωρίζοντας πόσο μας είναι δύσκολο νά έχουμε πνευμαχική έγρήγορσι καί συναίσθησι χοΰ μεγάλου καί φρικχοΰ μυστηρίου μέσα σχίς χόσες περισπάσεις καί μέριμνες χής καθημερινότητος, μας διευκολύνει μέ χήν περικοπή ώρισμένων λιπαρών χροφών, ώσχε έχονχας μπροσχά μας ένα νηστήσιμο φαγητό, μια χειροπιαστή δηλαδή πραγματικότητα —πού μας θυμίζει προετοιμασία πνευματική, νά συγκεντρώνουμε πιο εύκολα τό μυαλό μας καί νά τό προσανατολίζουμε στή Κοινωνία.

"Οσοι διδάσκουν τούς πιστούς ότι δέν εϊναι απαραίτητη μιά μικρή εγκράτεια πρό τής Θ. Κοινωνίας δείχνουν εμμέσως άλλά σαφώς ότι περιφρονούν τήν Ποιμαντική τών αγίων Πατέρων μας θεωρώντας τούς εαυτούς τους ανωτέρους πνευματικά απο τους αγίους 1 εροντας μας, οί όποιοι ανάλωσαν τή ζωή τους στο διαποίμανσι του λαού του Θεού και μέ τις άγιες και θεοφώτιστες οδηγίες τους έγιναν «στόματα Θεού» και έσωσαν πλήθη πιστών, μεταβαλόντες τους αναξίους σε άξιους.

Μιά τέτοια όμως συμπεριφορά δείχνει έμπρακτα και κάτι άλλο. "Οτι στερούνται ποιμαντικής διακρίσεως, όσοι δέν εϊναι εις θέσιν νά αντιληφθούν πόσο εύκολα παρασύρεται ό σημερινός άνθρωπος καί εξοικειώνεται άπρεπώς μέτά Θεια. Ή ευλάβεια δέν εϊναι κάτι α-πλό, ούτε εύκολο. Αποκτάται μέ τον κόπο τού άνθρωπου και μέ τή Χάρι τού Θεού καί διατηρείται μέ πολύ κόπο καί ιδιαίτερη προσοχή. Ευλάβεια δέν εϊναι ούτε ή φοβία ούτε ή άθεοφοβία. Εϊναι ή βαθειά συναίσθησι ότι ό Θεός εϊναι καί Πατέρας μέ αγάπη μοναδική γιά τον κάθε άνθρωπο άλλά και Θεός Παντοδύνα-μος και Κριτής Δίκαιος. Αυτή ή ευλά-βεια είναι απαραίτητη γιά τήν επωφελή προσέλευσι τού πιστού στή Θ. Κοινωνία καί γι αυτό πρέπει νά τήν καλλιεργήσουμε καί στους εαυτούς μας «και είς αλλήλους και είς πάντας». Κάποιοι γιά νά ενισχύσουν τή νεω- τεριστική άποψι τους επικαλούνται τό δτι «οι ΊεροΙ Κανόνες δεν ορίζουν ιδιαίτερη νηστεία προ της Θ. Κοινωνίας». "Ομως ή έπίκλησι αυτή δέν εϊναι θεολογικό επιχείρημα, άλλά απόπειρα διακοπής τής Ιεράς Παραδόσεως τής Εκκλησίας μας. Πρόκειται γιά έντεχνο επιχείρημα, τό όποιο ούτε σοβαρό εϊναι, ούτε εμφανίσθηκε γιά πρώτη φορά. 'Αντιθέτως εϊναι πολύ παληό καί έχει ήδη άντιμετωπισθή άπό τούς αγίους Πατέρας
μας.

Γιά νά μή μακρηγορήσουμε, θά αρκεσθούμε σέ λίγες άλλά καταλυτικές μαρτυρίες αγίων Πατέρων μας, οί όποιοι βρίσκονται καί χρονικώς πολύ κοντά στήν Αποστολική Παράδοσι. Και πρώτα θά αναφερθούμε στή μαρ- τυρία τοΰ αγίου "Ιωάννου τοΰ Χρυσοστόμου.

Γράφει, λοιπόν, ό θειος αυτός Πατήρ, «ό ιά θεια σαφών» (όπως τον χα- ρακτηρίζει ή Εκκλησία μας) ότι όχι μόνο επιβάλλεται νηστεία πρό τής Θ. Κοινωνίας άλλά καί μετά άπό αυτήν! Λέγει: «Σύ δέ πριν ή μεταλαβεΐν, νηστεύεις, ίνα οπωσδήποτε άξιος φανης τής κοινωνίας δταν δέ μεταλάβρς, δέον σε έπιτεϊναι τήν σωφροσΰνην, πάντα άπολλύεις. Καίτοι γε ουκ εστίν ίσον πρό τούτου νήφειν και μετά ιαΰ-τα»(!). Και διευκρινίζει περισσότερο: «Δειμέν γαρ έν έκατέρω σωφρονεϊν, μάλιστα δέ μετά τό δέξασθαι τό νυμφίον προ τούτου μέν, Υνα άξιος γένμ τού λαβείν, μετά δέ ταύτα, Ίνα μή ανάξιος φανης ών έλα6ες».

Στό ερώτημα «Τι ούν; νήστευειν δει μετά τό μεταλαΒεΐν;», τό όποιο προκύπτει αβίαστα καί γΓ αυτό τό θέτει ό θειος Χρυσόστομος, άπαντα ό ίδιος: «Ού λέγω τούτο, ουδέ καταναγκάζω. Καλόν μέν γαρ καιτούτο· πλην ού Βιάζομαι τούτο, άλλά παραινώ μή τρυφάν είς άπληστίαν». Ποιος άραγε μετά άπ' αυτά τά λόγια τοΰ «στόματος τοΰ αγίου Πνεύματος» μπορεί νά άμφιβάλλη ότι ή τρυφή (δηλαδή τά λιπαρά φαγητά καί ιδίως τό κρέας) είναι ασυμβίβαστη μέ τήν προετοιμασία τής Θ. Κοινωνίας; "Οποιος αμφισβητεί αυτό, άγνοεϊ βασικούς πνευματικούς νόμους καί τις επιπτώσεις τών παραβάσεων τών νόμων αυτών.

Σέ τέτοιους αμφισβητίες απευθυνόμενος ό άγιος Χρυσόστομος, τούς έρωτα: «Ουκ οίσθα όσα από τρυφής έπεισέρχεται κακά; Γέλως άκαιρος, ρήματα άτακτα, ευτραπελία ολέθρου γέμουσα, φλυαρία ανόητος, τά άλλα ά μηδέ ειπείν καλόν». Καί προσθέτει καί κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό, πού πρέπει νά τό προσέξουμε έμεϊς οί άνδρες καί ιδίως οί Πνευματικοί. "Οτι ή τρυφή έχει χειρότερες επιπτώσεις στους άνδρες άπό ότι στίς γυναίκες: «Εί γάρ γυναικί η τρυφή θάνατος, πολλω μάλλον τω άνδρί και εί έν άλλω καιρώ τούτο γενόμενον άπόλλυσι, πολ- λω μάλλον μετά τήν τών μυστηρίων κοινωνίαν».

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ό θειος Χρυσόστομος προσπαθεί μέ κάθε τρόπο νά μας πείση ότι απαιτείται εγκράτεια καί μετά τήν Θ. Κοινωνία, προκειμένου νά διατηρήσουμε τήν πνευματική "γεΰσι" τής Θ. Μεταλήψεως. Γιά τήν πρό τής Θ. Κοινωνίας εγκράτεια δέν προσπαθεί πολύ, απλώς τήν αναφέρει, καί μάλιστα τήν αναφέρει σαν κάτι δεδομένο, τό όποιο χρησιμοποιεί ώς βάσι, γιά νά οικοδόμηση τίς οδηγίες πού πρέπει νά ακολουθούν οί πιστοί μετά τή Θ. Κοινωνία.

Ό ούρανοφάντωρ Μέγας Βασίλειος, επίσης, εϊναι ιδιαιτέρως κατηγορηματικός, απευθυνόμενος πρός χους Ίερεϊς: «Ού γαρ δυνατόν Ανευ νηστείας Ιερουρ- γίας κατατολμήσαι" ού μόνον έν ιρ μυστικό νυν και άληθινο λατρείς, αλλά και έν το τυπικό το κατά τον νόμον προαγομένρ». Τά λόγια αυτά απευθύνονται εμμέσως καί πρός τούς πιστούς.

Διότι, άν δέν εϊναι δυνατόν νά ίερουργήση ό ιερεύς «άνευ νηστείας», πώς θά εϊναι δυνατόν νά μεταλάβω ό λαϊκός τών Αχράντων Μυστηρίων, χωρίς νά έχη προηγηθεί ιδιαίτερη νηστεία, δεδομένου ότι ό Ιερεύς μέ τήν καθημερινή του ένασχόλησι μέ τά θεια έχει λιγώτερη διάσπασι τοΰ νοός του έν σχέσει μέ τούς λαϊκούς, οί όποιοι καθημερινά εϊναι εντελώς «έμπεπεγμένοι ταϊς τού 6ίου πραγματίαις»;

Ό Μ. Βασίλειος, όμως, δέν αρκείται νά άπευθυνθή μόνο εμμέσως άλλά απευθύνεται καί αμέσως πρός τούς λαϊκούς, λέγοντας: «Τίνων έπεσαν τά κώλα έν τρ έρήμω; Ού τών κρεωφαγίαν επιζητούν!ων;» Και συμπληρώνει: «Ού φοβρ τό υπόδει- γμα; Ού φρίσσεις τήν άδηφαγίαν, μή που σε τών έλπιζομένων αγαθών άποκλείσρ;».

Γόνος χής μιας και μοναδικής Ορθοδόξου Παραδόσεως και ό νεώχερος οικουμενικός Διδάσκαλος χής Εκκλησίαςμας άγιος Νικόδημος ό Άγιορείχης, άπανχά καί αυτός εμμέσως άλλά σαφώς στους συγχρόνους νεωτεριστάς καταθέτοντας τή μαρτυρία του: «Και με όλον οπού από τούς Θείους Κανόνας νηστεία πρό τής μεταλήψεως ού διορίζεται οι δυνάμενοι δέ νηστεύειν πρό αυτής και όλόκληρον εβδομάδα, καλώς ποιοΰσιν» . Αυτό βεβαίως σημαίνει ότι ό άγιος Νικόδημος θεωρεί αυτονόητη τή μικρή νηστεία πρό τής Θ. Κοινωνίας, έφ' όσον συνιστά στους πιστούς ότι έάν μπορούν είναι «καλόν τό νηστεύειν και όλόκληρον εβδομάδα» πρό τής Μεταλήψεως. Γιατί, δμως, «από τούς Θείους Κανόνας νηστεία πρό τής μεταλήψεως ού διορίζεται»; Ή άπάντησι είναι απλούστατη:

Διότι μέχρι τών ημερών μας εθεωρείτο αυτονόητο ότι προκειμένου κάποιος νά κοινωνήση, πρέπει νά προετοιμασθή ιδιαιτέρως μέ έξομολόγησι, μέ προσευχή, μέ προσοχή καί μέ μικρή νηστεία, έπί πλέον τής διατεταγμένης, σύμφωνα μέ τά λόγια τοΰ Χρίστου «εάν μή περισσεύσε ή δικαιοσύνη υμών πλεϊον τών γραμματέων και Φαρισαίων, ού μή είσέλθητε είς τήν βασιλείαν τών ουρανών» .

Οί Γραμματείς καί οί Φαρισαϊοι δέν είχαν έρωτα γιά τόν Θεό καί γι αυτό περιώριζαν τήν πνευματική τους άσκησι στά κατώτατα όρια που προέβλεπαν οί γραπτές διατάξεις τοΰ Νόμου. Δέν ένιωθαν ανάγκη τους τόν πνευματικό αγώνα άλλά καταναγκαστικό έργο. Αυτή όμως ή νοοτροπία δέν έχει προϋποθέσεις αιωνίου ζωής. Δείχνει άνθρωπο ποΰ προσπαθεί μέ τεχνάσματα, τηρώντας δήθεν τή γραπτή εκκλησιαστική τάξι, νά επιτυχή μείζονα πνευματικά αποτελέσματα μέ δσο τό δυνατόν λιγώτερο πνευματικό καί σωματικό κόπο!

Ένας τέτοιος άνθρωπος, όχι μόνο δέν εϊναι έτοιμος, γιά νά κοινωνή τακτικά, άλλά εϊναι παντελώς ανυποψίαστος γιά τό τι σημαίνει πνευματική ζωή. "Αλλά νά ειπούμε καί κάτι πρακτικό, πού επιβεβαιώνεται ιστορικά. Άραγε υπήρχε κατά τό παρελθόν ή μανία τής ακατάσχετης κρεοφαγίας, όπως παρατηρείται στίς μέρες μας; Είχαν οί προγονοί μας σέ ημερήσια βάσι τήν κρεωφαγία, ώστε νά χρειασθή νά γραφούν ειδικοί Ιεροί Κανόνες, οί όποιοι νά συνιστούν ότι απαγορεύεται ή κρεωφαγία πρό τής Θ. Κοινωνίας; Ασφαλώς όχι.

"Οποιος αμφιβάλλει, άς ερώτηση τή γιαγιά του ή τόν παππού του για νά πληροφορηθή άπ' αυτούς δτι κατά τήν παιδική και νεανική τους ηλικία έτρωγαν στό σπίτι τους κρέας μόνο 5-6 φορές τό χρόνο! Δηλαδή έτρωγαν μόνο στίς μεγάλες γιορτές. Σ' αυτές άς προσθέσουμε καί μερικές ακόμη έκτακτες κρεωφαγίες. Πού υπάρχει σύγκρισι μέ τή γνωστή δική μας κρεωμανία; Καί συνεπώς, πού θά εύρισκε λογικό έρεισμα ή Εκκλησία μας, γιά νά θεσπίση Ί. Κανόνες, πού απαγορεύουν τήν κρεωφαγία πρό τής Θ. Κοινωνίας; Σέ μιά κοινωνία, πού καταλύει κρέας ελάχιστες φορές τό χρόνο, εϊναι εντελώς παράλογο νά θέσπισης διάταξι πού... απαγορεύει τήν κρεωφαγία πρό τής Θ. Μεταλήψεως καί γι' αυτό θά ήταν αδιανόητο νά απαιτούσαμε κάτι τέτοιο άπό τούς Κανόνες.
Αυτό όμως που κατά το παρελθόν ήταν αδιανόητο , είναι επιβεβλημένο να γίνει στις μέρες μας , όπου τα πράγματα έχουν εξελιχθεί αντιστρόφως ανάλογα. Δηλαδή, είναι επιτακτική ανάγκη να θεσπίσει μια σαφώς απαγορευτική διάταξη και γι αυτό ταπεινώς προτείνουμε και στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας μας να επιληφθεί του θέματος ως προς την Εκκλησία της Ελλάδος , αλλά και να εισηγηθεί σχετικώς σε μια μελλοντική Πανθρθόδοξη Σύνοδο.


 πηγή

Διάλογοι Βυζαντινών με το Ισλάμ


Αρέθα, επισκόπου Καισαρείας: «Επιστολή προς Εμίρην της Δαμασκού»[1]
Ο Αρέθας, επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας (850-932), γεννήθηκε στην Πάτρα της Πελοποννήσου και από το 902 και μετά ήταν Καισαρείας της Καππαδοκίας. Μαθητής του ιερού Φωτίου, διακρινόταν για τη μεγάλη του μόρφωση και το εκτεταμένο ενδιαφέρον του για την κλασική και εκκλησιαστική φιλολογία. Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους, μαζί με το Φώτιο, εκπροσώπους και συντελεστές της γενικής στροφής προς τα γράμματα και τις τέχνες, που σημειώθηκε κατά το δεύτερο μισό του 9ου και στις αρχές του 10ου αιώνα[2]. Διακρίθηκε ως ερμηνευτής της Αγίας Γραφής, αλλά και ως σχολιαστής του Πλάτωνα, του Λουκιανού και του Ευσέβιου και έγραψε σχόλια στην Αποκάλυψη, τα οποία είναι συμπλήρωμα και επεξεργασία της ερμηνείας στην Αποκάλυψη του Καισαρείας Ανδρέου.
Ανάμεσα στα πολλά εξηγητικά του έργα, τα υπομνήματα, τις δογματικές του συγγραφές, τις επιστολές και τις ομιλίες του[3], ενδιαφέρουσα είναι και μια Επιστολή προς τον Εμίρη της Δαμασκού, η οποία φέρεται ότι γράφτηκε από τον Αρέθα κατ’ εντολήν του αυτοκράτορα Ρωμανού Α΄ του Λακαπηνού (919-944). Η επιστολή αυτή αποτελεί μάλλον ένα καλό φιλολογικό παρά απολογητικό μνημείο, που σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, λανθασμένα αποδίδεται στον Αρέθα. Κατά τον A.Th. Koury, π.χ., δεν μπορεί κανείς να εξακριβώσει ποιος αυτοκράτορας Ρωμανός εννοείται εδώ και ποιος ήταν ο Εμίρης της Δαμασκού στον οποίο στέλνει την επιστολή του. Οι Έλληνες ερευνητές, αν και συμφωνούν ότι η επιστολή γράφτηκε περί τα τέλη του 9ουή τις αρχές του 10ου αιώνα, ωστόσο δεν ασχολούνται τόσο με τη γνησιότητα ή μη της επιστολής, όσο με το περιεχόμενό της. Ο Δ. Σαχάς γράφοντας για τον Αρέθα, ενδιαφέρεται να πληροφορηθεί από αυτόν τόσο για τις επίσημες όσο και για τις λαϊκές περί Ισλάμ απόψεις που κυκλοφορούσαν το 10ο αιώνα στο Βυζάντιο.
Εκείνο που παρατηρούμε στην επιστολή αυτή είναι ο σαρκασμός και η ειρωνεία με την οποία ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τα θέματα του Ισλάμ, και ιδίως την προσωπικότητα του Μωάμεθ, την προφητική του ιδιότητα και την προσπάθεια του Ισλάμ να εξισώσει τον προφήτη του με τα μεγάλα ιστορικά πρόσωπα της Αγίας Γραφής. Ο Αρέθας δεν έχει καμιά διάθεση να δεχθεί τις πνευματικές αξίες του Ισλάμ και τις εσχατολογικές του ιδέες. Γι’ αυτόν το Ισλάμ ήταν ωμό και υλιστικό στον τρόπο έκφρασης της παρούσας ζωής και ηδονιστικό στον τρόπο έκφρασης της μέλλουσας ζωής, αφού απεικονίζει τον παράδεισο με παχυλές και γενετήσις ιδέες. Εκείνο που μας προβληματίζει σχετικά με τη γνησιότητα της επιστολής είναι το αν ο σαρκαστικός και ειρωνικός χαρακτήρας του όλου έργου μπορούσε να προέλθει από την πένα ενός κατεξοχήν πεπαιδευμένου και καλλιεργημένου ανθρώπου.
Παρά τους θεολογικούς διαξιφισμούς, κατά τους οποίους κάθε παράταξη προσπαθούσε να αναιρέσει τις βασικές διδασκαλίες της αντίπαλης θρησκείας, δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι οι δύο αντίπαλες θρησκείες, Ισλάμ και ανατολικός Χριστιανισμός, έζησαν επί αιώνες η μία δίπλα στην άλλη και παρά τις διαφορές και τις μεγάλες αντιθέσεις, άσκησε επίδραση η μία στον κοινωνικό και πολιτιστικό βίο της άλλης. Τη σημασία αυτής της συμβίωσης τονίζει ο πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός γράφοντας το 911/912 προς το χαλίφη της Βαγδάτης al-Muktadir: «Δύο κυριότητες πάσης της εκ της γης κυριότητος, ή τε των Σαρακηνών και η των Ρωμαίων υπερέχουσι και διαλάμπουσιν, ώσπερ οι δύο μεγάλοι εν τω στερεώματι φωστήρες. Και δει κατ’ αυτό γε τούτο μόνον κοινωνικώς έχει και αδελφικώς. Και μηδ’ ότι τοις βίοις και τοις επιτηδεύμασι και τω σεβάσματι κεχωρίσμεθα, παντάπασιναλλοτρίως διακείσθαι…»[4].
Η παλαιότερη έρευνα θεωρούσε ότι η επιστολή αυτή του φωτισμένου πατριάρχη Νικόλαου του Μυστικού απευθυνόταν προς τον Εμίρη της Κρήτης ή της Κύπρου. Η νεότερη όμως έρευνα απέδειξε πως πρόκειται για το χαλίφη της Βαγδάτης al-Muktadir. Μία ενδιαφέρουσα πτυχή της έρευνας θα ήταν η εξέταση της καταλλαγής και του διαλόγου με το Ισλάμ και τους ετερόδοξους της εποχής του, που είχε εγκαινιάσει ο πατριάρχης Φώτιος (858-867 και 877-881), καθώς και ο μόλις μνημονευθείς λόγιος πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός.
Από το βιβλίο της Αγγελικής Ζιάκα: «Μεταξύ πολεμικής και διαλόγου. Το Ισλάμ στη βυζαντινή, μεταβυζαντινή και νεότερη ελληνική γρμματεία», εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 72-76.
[1] Το ελληνικό κείμενο εξέδωσε ο P. Karlin-Hayter, “Arethas’ Letter to the Emir at Damascus” (texte grec), εκδ. P. Karlin-Hayter, Byzantion 29-30 (1959-60), 281-302. Γαλλική μετάφραση εξεπόνησε ο Α. Αbel, βλ. “La letter polémique d’ Arethas à l’émir de Damas”, Byzantion 24 (1954), 355-370. Βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Πηγαί της Βυζαντινής Ιστορίας (Κέντρο Βυζαντινών Μελετών «Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται, 2»), Θεσσαλονίκη 1970, β΄ έκδ. 1971, 1987, σ. 234-235.
[2] Εκλήθη και πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, διότι χαρακτηριζόταν από έντονη στροφή προς τη μελέτη των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων και την κλασική παιδεία, βλ. P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός. Σημειώσεις και παρατηρήσεις για την εκπαίδευση και την παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές ως το 10ο αιώνα, μετάφρ. Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1981, 3η ανατύπωση 2007.
[3] Τις ομιλίες εξέδωσαν οι R.J.H. Jenkins, B. Laourdas and C.A. Mango, “Nine Orations of Arethas from Cod. Marc. Gr. 524”, Byzantion 47 (1954), 12-14, 30 κ.ε.
[4] PG 111, 28. Βλ. Νικόλαος Α΄, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Επιστολές, ed. R. J. H. Jenkins – L.G. Westerink – Dumbarton Oaks, 1973, σ. 526

Αγίου Αθανασίου: «Απόσπασμα από τον βίο και πολιτεία του Οσίου Πατρός ημών Αντωνίου»


Κάποτε λοιπόν δύο φιλόσοφοι ήλθαν προς αυτόν, ειδωλολάτρες, που νόμιζαν ότι μπορούν να ελέγξουν τον Αντώνιο. Ήταν στο όρος το έξω. Ο Αντώνιος κατάλαβε ποιοί άνθρωποι είναι όταν τους είδε και εξήλθε προς αυτούς και είπε με διερμηνέα: “Γιατί τόσο πολύ κοπιάσατε να έλθετε, ω φιλόσοφοι, προς ανόητο άνθρωπο;” Όταν είπαν αυτοί ότι δεν είναι ανόητος, αλλά και πολύ φρόνιμος, είπε προς αυτούς: “Αν μεν προς ανόητο ήλθατε, περιττός ο κόπος σας. Αν όμως θεωρείτε ότι είμαι φρόνιμος, να γίνετε όπως είμαι εγώ. Επειδή πρέπει να μιμούμαστε τα καλά. Και αν μεν εγώ ερχόμουν προς εσάς, τότε θα εμιμόμουν εσάς. Αν όμως εσείς (ήλθατε) προς εμένα, να γίνετε όπως εγώ. Επειδή είμαι Χριστιανός. Αυτοί θαυμάζοντας ανεχώρησαν επειδή έβλεπαν και τους δαίμονες να φοβούνται τον Αντώνιο.
Όταν άλλοι από αυτούς τον συνάντησαν προς το όρος το έξω και νόμισαν ότι θα τον χλευάσουν επειδή δεν είχε μάθει γράμματα, είπε προς αυτούς ο Αντώνιος: “Εσείς τι λέτε; Ποιό είναι πρώτο, ο νους ή τα γράμματα; και ποιό είναι αίτιο ποίου, ο νους των γραμμάτων, ή τα γράμματα του νου;” Όταν αυτοί απάντησαν ότι πρώτος είναι ο νους και αυτός είναι ο εφευρέτης των γραμμάτων, τους είπε ο Αντώνιος: “Σε όποιον λοιπόν ο νους υγιαίνει, σε αυτόν δεν είναι αναγκαία τα γράμματα”. Με αυτό και τους παρόντες και αυτούς εξέπληξε. Απήλθαν λοιπόν θαυμάζοντας, επειδή τόση πολλή σύνεση έβλεπαν σε αγράματο άνθρωπο. Και επειδή δεν είχε άγριο το ήθος, λόγω του ότι ανατράφηκε στο όρος και εκεί εγέρασε, αλλά ήταν γεμάτος χάρη και κοινωνικός. Και τον λόγο τον είχε νοστιμίσει με το θείο αλάτι, έτσι ώστε κανείς δεν τον φθονούσε, αλλά να χαίρονται με αυτόν, όλοι όσοι έρχονταν προς αυτόν. Μετά από αυτά έτυχε να έλθουν πάλι μερικοί από αυτούς. Κι ήταν από αυτούς που οι ειδωλολάτρες θεωρούσαν σοφούς. Και απαιτούσαν λόγο από αυτόν λόγο περί της πίστης μας στον Χριστό. Και επεχείρησαν να μιλήσουν για το κήρυγμα του Θείου Σταυρού και ήθελαν να χλευάσουν. Ο Αντώνιος λυπήθηκε την άγνοιά τους, έλεγε με διερμηνέα, που καλώς διερμήνευε: “Τι είναι καλύτερο; Να ομολογούμε τον Σταυρό ή μοιχείες και δολοφονίες παιδιών να προσάπτετε σε αυτούς που ονομάζετε θεούς; Επειδή το πρώτο που λέμε εμείς είναι απόδειξη ανδρείας και γνώρισμα καταφρονήσεως θανάτου, ενώ τα δικά σας είναι ασέλγειας πάθη. Έπειτα τι είναι καλύτερο να λέμε, ότι ο Λόγος του Θεού δεν μεταβλήθηκε, αλλά παραμένοντας ο Ίδιος, για την σωτηρία και την ευεργεσία των ανθρώπων, έλαβε σώμα ανθρώπινο, έτσι ώστε να κοινωνήσει την ανθρώπινη φύση και να κάνει τους ανθρώπους να κοινωνήσουν την θεία και νοερή φύση, ή να εξομοιώνετε τον Θεό με άλογα ζώα, και για αυτό να σέβεστε τετράποδα κι ερπετά και ομοιώματα από ανθρώπους; Επειδή αυτά είναι τα σεβάσματα σε εσάς τους σοφούς. Και πως τολμάτε να μας χλευάζετε εμάς επειδή λέμε ότι ο Χριστός φανερώθηκε σαν άνθρωπος, όταν εσείς λέτε ότι η ψυχή χωρίστηκε από τον ουρανό, και λέτε ότι πλανήθηκε η ψυχή και έπεσε από την αψίδα των ουρανών σε σώμα, και μακάρι σε ανθρώπινο, και όχι και σε τετράποδα και σε ερπετά να έρχεται και να πέφτει. Επειδή η δική μας πίστη λέει την παρουσία του Χριστού λόγω της της σωτηρίας των ανθρώπων. Εσείς όμως πλανάσθε όταν λέτε για ψυχή αγέννητη (αδημιούργητη). Και εμείς πιστεύουμε στο δυνατό και φιλάνθρωπο της Πρόνοιας, ότι και αυτό δεν ήταν αδύνατο στον Θεό, όμως εσείς, λέτε ότι η ψυχή είναι εικόνα του Νου, και της
προσάπτετε πτώσεις και μυθολογείτε ότι είναι μεταβλητή. Και λοιπόν λόγω της ψυχής και τον νουν τον θεωρείτε τρεπτό. Επειδή
όποια είναι… ’ρα λοιπόν είναι άξιος χλεύης τούτος (ο Σταυρός) ή μάλλον αυτά που καταργήθηκαν από αυτόν και αποδείχτηκαν αδύναμα; Επειδή και τούτο είναι αξιοθαύμαστο: ότι τα δικά σας ουδέποτε εδιώχθηκαν, αλλά σε κάθε πόλη τιμώνται από τους ανθρώπους, ενώ οι (πιστοί) του Χριστού διώκονται και περισσότερο τα δικά μας από τα δικά σας ανθούν και πληθαίνουν. Και τα δικά σας, αν και τιμώνται και προφυλάσσονται, καταστρέφονται, αλλά η πίστη και διδασκαλία του Χριστού, αν και χλευάζεται από εσάς και πολλές φορές εδιώχθηκε από τους βασιλείς, έχει γεμίσει την οικουμένη. Επειδή πότε (άλλοτε) εξέλαμψε έτσι η θεογνωσία; Και πότε φανερώθηκε έτσι η σωφροσύνη και η αρετή της παρθενίας; Και πότε περιφρονήθηκε έτσι ο θάνατος παρά τότε που πραγματοποιήθηκε ο Σταυρός του Χρ
ιστού; Για τούτο κανείς δεν αμφιβάλλει όταν βλέπει τους μάρτυρες για τον Χριστό να περιφρονούν τον θάνατο και όταν βλέπει τις παρθένες (μοναχές) της Εκκλησίας για τον Χριστό να φυλάνε καθαρά και αμόλυντα τα σώματα.

 πηγή

Τὶ σημαίνει νὰ ἀνήκω στὴν Ἐκκλησία; Μητροπολίτης Γόρτυνος καὶ Μεγαλουπόλεως Ἱερεμίας



- Ἐρ.: Ἂν κανεὶς πιστεύει στὸν Χριστό, διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία, δὲν εἶναι καλὸς χριστιανός;

Ἀπ.: Ὄχι! Χριστιανισμὸς δὲν σημαίνει νὰ πιστεύουμε θεωρητικὰ μερικὰ πράγματα, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Παραθέτουμε ὅσα πολὺ ὡραῖα γράφει σχετικὰ ὁ Φλορόφσκυ: «Ὁ Χριστιανισμὸς ἐξ ἀρχῆς ὑπῆρχεν ὡς συγκεκροτημένη πραγματικότης, ὡς κοινότης. Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Χριστιανὸς ἐσήμαινεν ἀκριβῶς τὸ νὰ ἀνήκῃ εἰς τὴν κοινότητα. Κανεὶς δὲν ἠμποροῦσε νὰ εἶναι Χριστιανὸς ἀπὸ μόνος του, ὡς ἀπομονωμένον ἄτομον, ἀλλὰ μόνον μαζὶ μὲ τοὺς "ἀδελφούς", εἰς συνάφειαν μὲ αὐτούς. Unus Christianus - nullus Chtistianus. Ἡ προσωπικὴ πεποίθηση ἤ ἀκόμη ἕνας κανὼν ζωῆς δὲν καθιστοῦν τὸ ἄτομον Χριστιανόν. Ἡ χριστιανικὴ ὕπαρξις προϋποθέτει ἐν-σωμάτωσιν, συμμετοχὴν εἰς τὴν κοινότητα. 

Αὐτὸ πρέπει εὐθὺς ἀμέσως νὰ προσδιορισθῆ: εἰς τὴν ἀποστολικὴν κοινότητα, δηλαδὴ εἰς μίαν κοινωνίαν μὲ τοὺς Δώδεκα καὶ τὸ μήνυμά των. Ἡ χριστιανικὴ "κοινότης" συνεκλήθη καὶ συνετάγη ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Ἰησοῦν κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ἐν σαρκὶ ζωῆς του, καὶ ἀπὸ αὐτὸν τῆς ἐδόθη ἕνας, ἔστω καὶ προσωρινός, καταστατικὸς χάρτης διὰ τῆς ἐκλογῆς καὶ τοῦ διορισμοῦ τῶν Δώδεκα, ποὺ τοὺς ἔδωσε τὴν ὀνομασίαν, ἤ μᾶλλον τὸν τίτλον τῶν "Ἀποστόλων", διότι ἡ "ἀποστολὴ" τῶν Δώδεκα δὲν ἦταν μόνον μία ἁπλὴ ἀποστολή, ἀλλ' ἀκριβῶς μία ἐντολὴ ποὺ δι' αὐτὴν περιεβλήθησαν μὲ "ἐξουσίαν" (Μκ. 3, 15• Μθ. 10, 1• Λκ. 9, 1). Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὡς διορισμένοι "μάρτυρες" τοῦ Κυρίου (Λκ. 24, 48• Πρ. 1, 8) μόνον οἱ Δώδεκα ἐδικαιοῦντο νὰ ἐξασφαλίζουν τὴν συνοχὴν τόσον τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος, ὅσον καὶ τῆς ζωῆς τῆς κοινότητος. Ἡ κοινωνία, ἑπομένως, μὲ τοὺς Ἀποστόλους ἀπετέλει βασικὸν σημεῖον τῆς πρώτης "Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ" εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ (Πρ. 2, 42).

Χριστιανισμὸς σημαίνει "κοινὴ ζωή". Οἱ Χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ θεωροῦν ἀλλήλους ὡς "ἀδελφοὺς" (αὐτό, ἄλλωστε, ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα ὀνόματά τους), ὡς μέλῃ ἑνὸς σώματος, στενὰ συνδεδεμένα. Ἑπομένως ἡ ἐλεημοσύνη ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ πρῶτον σημεῖον, ἡ πρώτη ἀπόδειξις καὶ τεκμήριον αὐτῆς τῆς συναδελφώσεως. Δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι κοινότης, σῶμα, ἀδελφότης, "κοινωνία", coetus fidelium» 



- Ἐρ.: Γιατί λέμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστης μας νὰ πιστεύουμε στὴν Ἐκκλησία («Πιστεύω... εἰς μίαν... Ἐκκλησίαν»), ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁρατή, ὅπως τὴν καθορίσαμε, ἡ δὲ πίστη, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι ἀπόδειξη πραγμάτων μὴ βλεπομένων; (βλ. Ἑβρ. 11, 1).

Ἀπ.: Πρῶτα-πρῶτα τὸ ρῆμα «πιστεύω», ποὺ λέμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστης μας, ἔχει κυρίως τὴν ἔννοια «ἐμπιστεύομαι». Καὶ πρέπει, λοιπόν, νὰ ἐμπιστευόμαστε στὴν Ἐκκλησία, στὸν θεῖο αὐτὸν ὀργανισμὸ - Θεῖο ὀργανισμὸ καὶ ὄχι ἀνθρώπινη ὀργάνωση - στὸν ὁποῖο κατοικεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατοικεῖ στὴν Ἐκκλησία καὶ σ' ὅσους καθαγιάζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν εἶναι ὁρατή. Καὶ αὐτό, λοιπόν, τὸ ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀόρατη, καθιστᾶ τὴν Ἐκκλησία ἀντικείμενο πίστης. Γιατί αὐτὴ εἶναι ταμιοῦχος τῆς ἀόρατης θείας Χάρης καὶ χρειάζεται πίστη γιὰ νὰ παραδεχτοῦμε κάτι ποὺ δὲν τὸ βλέπουμε.

Ἔπειτα ἡ Ἐκκλησία, ἂν καὶ ὁρατὴ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι περιλαμβάνει ὅλους τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανοὺς ποὺ ζοῦν πάνω στὴν γῆ, εἶναι ὅμως καὶ ἀόρατη, γιατί περιλαμβάνει καὶ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν ἀπ' αὐτὸν τὸν κόσμο μὲ πίστη καὶ ἁγιότητα καὶ βρίσκονται στὸν οὐρανό. Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ζεῖ καὶ ὑπάρχει καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν γῆ καὶ εἶναι κατὰ μὲν τὴν μία ὄψη τῆς οὐράνια καὶ ἀόρατη, «θριαμβεύουσα Ἐκκλησία», ὅπως λέγεται, κατὰ δὲ τὴν ἄλλη ὄψη της ἐπίγεια καὶ ὁρατὴ καὶ ἱστορικὴ κοινωνία, «στρατευομένη Ἐκκλησία», ὅπως λέγεται. Καὶ ἡ ἐπὶ γῆς ὅμως στρατευόμενη καὶ ἡ εἰς τὸν οὐρανὸ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία εἶναι μία κοινωνία ἁγίων.



- Ἐρ.: Ποῦ βασιζόμαστε στὴν ἁγία Γραφὴ γιὰ τὴν ἰδέα ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ταυτόχρονα καὶ στὴν γῆ καὶ στὸν οὐρανό;

Ἀπ.: Σ' αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου ποὺ λέει στοὺς χριστιανούς: «Ἔχετε προσέλθει στὸ ὄρος τῆς Σιὼν καὶ στὴν πόλη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, τὴν ἐπουράνια Ἱερουσαλήμ, καὶ σὲ μυριάδες ἀγγέλων, σὲ πανήγυρη καὶ Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων, οἱ ὁποῖοι εἶναι γραμμένοι στὸν οὐρανὸ καὶ στὸν Θεό, τὸν κριτὴ ὅλων καὶ στὰ πνεύματα τῶν δικαίων, ποὺ ἔχουν γίνει τέλειοι καὶ στὸν μεσίτη τῆς Νέας Διαθήκης, τὸν Ἰησοῦ» (Ἑβρ. 12, 22-24).



- Ἐρ.: Κατὰ τὰ παραπάνω μποροῦμε νὰ διαιρέσουμε τὴν Ἐκκλησία σὲ ἀόρατη καὶ ὁρατή;

Ἀπ.: Ὄχι, δὲν διαιρεῖται ἡ Ἐκκλησία. Παραθέτουμε σὲ μετάφραση τὰ ὅσα ὡραῖα γράφει πάνω σ' αὐτὸ τὸ ἐρώτημα ὁ δογματολόγος καθηγητὴς Ἰωάννης Καρμίρης: «Ἡ Ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ διαιρεῖται σὲ ἀόρατη καὶ ὁρατή. Γιατί ὑπάρχει μία καὶ μόνο μία Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ δυὸ ἀδιάσπαστα καὶ συνηνωμένα στοιχεῖα: Τὸ θεῖο καὶ πνευματικὸ καὶ ἀόρατο ἀφ' ἑνὸς καὶ τὸ ἀνθρώπινο καὶ ὑλικὸ καὶ ὁρατὸ ἀφ' ἑτέρου, ὅπως ἀκριβῶς στὸ Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκαν ἀσυγχύτως ἡ θεία καὶ ἀνθρώπινη φύση. Ὅπως σ' ἕνα ζωντανὸ ὀργανισμὸ δὲν μπορεῖ νὰ χωριστεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, τὸ πνευματικὸ ἀπὸ τὸ ὑλικὸ στοιχεῖο, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ χωριστεῖ τὸ θεῖο καὶ πνευματικὸ στοιχεῖο ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο καὶ ὑλικό, ποὺ εἶναι ἡ ἐξωτερικὴ ἐκδήλωση τοῦ πρώτου καὶ τὸ ἀναγκαῖο ὄργανο γιὰ τὶς σωτηριώδεις ἐνέργειες τῆς Ἐκκλησίας μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. 

Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ἀπὸ τὴ μία μεριὰ εἶναι θεῖο, πνευματικό, ἀόρατο καὶ αἰώνιο καθίδρυμα, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως μεριὰ εἶναι μία κοινωνία ἀνθρώπων περιγραπτὴ καὶ ἐμπειρικὴ καὶ ὁρατὴ καὶ ἱστορική. Καὶ εἶναι μὲν ἀόρατη ἡ Ἐκκλησία, γιατὶ ἀόρατη εἶναι ἡ κεφαλή της, ὁ Κύριος, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἐνοικεῖ σ' αὐτὴ· ἀόρατη εἶναι ἡ ὑπάρχουσα σ' αὐτὴ θεία Χάρη, ποὺ δικαιώνει καὶ ἁγίαζει καὶ σῴζει. Περιλαμβάνει δὲ ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸ ἀόρατο τμῆμα της στὸν οὐρανό, καὶ ἔτσι καὶ ἀπὸ τὰ δυό, καὶ τὸ οὐράνιο καὶ τὸ ἐπίγειο τμῆμα, συναποτελεῖται τὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία πνευματικὴ ἑνότητα γιὰ τὴν μία θεία Κεφαλή της καὶ τὸ ἕνα Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ τὴν κατευθύνει εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθεια. Εἶναι ὅμως συνάμα ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁρατὴ καὶ περιγραπτὴ ὡς στρατευόμενη πάνω στὴν γῆ καὶ ἐπεργαζομένη τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων γιατί μὲ αἰσθητὰ σημεῖα μεταδίδει τὴν θεία Χάρη, ἔχει δὲ λατρεία καὶ ἐξωτερικὴ ὀργάνωση (στὴν ὁποία ἐνεργοῦν καὶ συνεργοῦν Θεὸς καὶ ἄνθρωποι) ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενους, δηλαδὴ τὴν ποιμένουσα Ἱεραρχία καὶ τοὺς ποιμαινομένους πιστούς, ὅλους ἀδιακρίτως τοὺς εὐσεβεῖς καὶ τοὺς ἀσεβεῖς, τοὺς ἀγαθοὺς καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς (Σύνοψις τῆς Δογματικῆς... σ. 81).



- Ἐρ.: Πῶς διαβεβαιωνόμαστε ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ στὴν Ἐκκλησία;

Ἀπ.: Κατὰ πρῶτον, ἀπ' αὐτό: Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, γεμάτος χάρη καὶ ἀλήθεια («πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας»), καὶ γεμίζει ἐπίσης καὶ τὸ Σῶμα Του, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, μὲ παρόμοια χάρη καὶ ἀλήθεια (βλ. Ἰωάν. 1, 14.17).

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὅτι ὁ Θεὸς Πατέρας «Τὸν ἔκανε Κεφαλὴ ὑπεράνω ὅλων στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τὸ Σῶμα Του, τὸ συμπλήρωμα ἐκείνου ποὺ γεμίζει τὰ πάντα ἐν πᾶσι» (Ἐφεσ. 1, 22.23).

Καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος λέει στοὺς Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας: «Προσέχετε, λοιπόν, τοὺς ἑαυτούς σας καὶ ὁλόκληρο τὸ ποίμνιο, στὸ ὁποῖο τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο σᾶς τοποθέτησε ἐπισκόπους, γιὰ νὰ ποιμαίνετε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ἀπέκτησε μὲ τὸ δικό Του Αἷμα» (Πράξ. 20, 28).



- Ἐρ.: Πῶς ἐμεῖς διαβεβαιωνόμαστε ἀκόμη ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ στὴν Ἐκκλησία ἀκόμη μέχρι τώρα καὶ θὰ κατοικεῖ σ' αὐτὴν μέχρι τέλος τοῦ κόσμου;

Ἀπ.: Τὸ διαβεβαιωνόμαστε ἀπὸ τὰ ἑπόμενα λόγια του Ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἀποστόλου Του: «Θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία μου καὶ οἱ πύλες τοῦ Ἅδου δὲν θὰ τὴν καταβάλουν» (Ματθ. 16,18). «Ἰδοὺ Ἐγὼ εἶμαι μαζί σας ὅλες τὶς ἡμέρες μέχρι τὴν συντέλεια τοῦ κόσμου» (Ματθ. 28, 20). «Σ' Αὐτόν, τὸν Θεὸ τὸν Πατέρα, ἂς εἶναι ἡ δόξα στὴν Ἐκκλησία ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ σ' ὅλες τὶς γενεὲς τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων. Ἀμὴν» (Ἐφεσ. 3, 21).
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...