Αρχ. Ιουστίνος Πόποβιτς (+1979)
Ο φημισμένος για την αρετή και την αγιότητα του βίου του και για την βαθύνοια της σκέψεώς του σύγχρονός μας Γέροντας Ιουστίνος Πόποβιτς, Σέρβος κληρικός και καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Βελιγραδίου, κοιμήθη το 1979 εξόριστος στη γυναικεία Ι. Μονή Αρχαγγέλων Τσέλιε Σερβίας, της οποίας ήταν Πνευματικός, διωκόμενος από το αθεϊστικό καθεστώς της χώρας του. Ο λόγος του, ακραιφνώς Ορθόδοξος, βαθιά θεολογικός και φιλοσοφικός, αποδείχθηκε πολλές φορές προφητικός και αποκαλυπτικός.
Συνέλαβε την ουσία του δράματος του αποστατημένου ανθρώπου και υπέδειξε με πειστικότητα τη λύση του δράματος αυτού, που συνίσταται στην επιστροφή του προς την αλήθεια της Θεανθρώπινης κοινωνίας της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας. Κεντρική ιδέα του είναι ότι κάθε ουμανισμός (ευρωπαϊκός ανθρωπισμός) είναι μια μάταιη προσπάθεια του ανθρώπου για τη λύση του δράματός του. Στα χρόνια μας επρόκειτο να επαληθευτούν με τραγικό τρόπο τα λόγια, οι αγωνιώδεις εκκλήσεις και προειδοποιήσεις του προς τους συμπατριώτες του. Ο κοφτερός λόγος του αναφορικά με την κίνηση του Οικουμενισμού (κοινού ονόματος των ψευδοχριστιανισμών της Ευρώπης, όπως εύστοχα σημειώνει), που επιδιώκει την ανάρμοστη ένωση θρησκευτικών δογμάτων και θρησκειών, είναι πολύ χρήσιμος στο να μας εφοδιάσει με Ορθόδοξα κριτήρια ερμηνείας των οικουμενιστικών (διαχριστιανικών και διαθρησκειακών) προκλήσεων των ημερών μας.
Ανθρωπιστικός Οικουμενισμός
Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα δια τους ψευδοχριστιανισμούς, δια τας ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Μέσα του ευρίσκεται η καρδία όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών (ανθρωπισμών), με επί κεφαλής τον Παπισμόν. Όλοι δε αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι οι ψευδοεκκλησίαι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αίρεσις παραπλεύρως εις την άλλην αίρεσιν. Το κοινόν ευαγγελικό όνομά των είναι η παναίρεσις. Διατί; Διότι στο διάστημα της ιστορίας οι διάφορες αιρέσεις ηρνούντο ή παραμορφώνουν ιδιώματα τινά του Θεανθρώπου και Κυρίου Ιησού, οι δε ευρωπαϊκές αυτές αιρέσεις απομακρύνουν ολόκληρο τον Θεάνθρωπο και στην θέση του τοποθετούν τον Ευρωπαίον άνθρωπον. Εδώ δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ του Παπισμού, Προτεσταντισμού, Οικουμενισμού και άλλων αιρέσεων, ων το όνομα «λεγεών».
Το ορθόδοξο δόγμα, μάλλον το πανδόγμα περί της Εκκλησίας, απερρίφθη και αντικατεστάθη δια του λατινικού αιρετικού παν-δόγματος περί του πρωτείου και του αλάθητου του πάπα, δηλαδή του ανθρώπου. Εξ αυτής δε της παναιρέσεως γεννήθηκαν και γεννώνται συνεχώς άλλες αιρέσεις: το Filioque, η αποβολή της Επικλήσεως, τα άζυμα, η εισαγωγή της κτιστής χάριτος, το καθαρτήριον πυρ, το θησαυροφυλάκιο των περισσών έργων, η μηχανοποιημένη διδασκαλία περί της σωτηρίας και ως εκ τούτου μηχανοποιημένη διδασκαλία περί της ζωής, ο παποκαισαρισμός, η Ιερά Εξέτασις, τα συγχωροχάρτια, ο φόνος του αμαρτωλού δια την αμαρτία, ο ιησουϊτισμός, η σχολαστική, η καζουιστική, ο μοναρχισμός, ο κοινωνικός ατομικισμός διαφόρων ειδών...
Ο Προτεσταντισμός; Είναι το πλέον πιστό τέκνο του Παπισμού, το οποίον δια της ορθολογιστικής σχολαστικής του πίπτει δια μέσου των αιώνων από την μίαν αίρεσιν στην άλλην αίρεσιν και πνίγεται συνεχώς στα διάφορα δηλητήρια των αιρετικών πλανών του. Προς τούτοις, η παπιστική υψηλοφροσύνη και η «αλάθητος» αφροσύνη βασιλεύει απολυταρχικός και ερημώνει τας ψυχάς των πιστών του. Κατ' αρχήν έκαστος Προτεστάντης είναι ένας ανεξάρτητος πάπας εις όλα τα ζητήματα της πίστεως. Τούτο δε πάντοτε οδηγεί από τον ένα πνευματικόν θάνατον στον άλλον΄ τέλος αυτού του «αποθνήσκειν» δεν υπάρχει, καθ' ότι ο αριθμός των πνευματικών θανάτων του ανθρώπου είναι αναρίθμητος.
Αφού ούτως έχουν τα πράγματα, τότε δια τον παπιστικόν-προτεσταντικόν Οικουμενισμόν με την ψευδοεκκλησίαν του και τον ψευδοχριστιανισμό του δεν υπάρχει διέξοδος από το αδιέξοδόν του, άνευ ολοψύχου μετανοίας ενώπιον του Θεανθρώπου Χριστού και της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας Του. Η μετάνοια είναι το φάρμακο δι' εκάστην αμαρτίαν, φάρμακο δοθέν στον άνθρωπον από τον μόνον Φιλάνθρωπο.
Άνευ της μετανοίας και εισδοχής στην Αληθινή Εκκλησία του Χριστού είναι αφύσικο και αδιανόητο να ομιλή τις περί της ενώσεως «των Εκκλησιών», περί του διαλόγου της αγάπης, περί της intercommunio (δηλ. διακοινωνίας). Το σπουδαιότερο όλων είναι να γίνη τις «σύσσωμος» το Θεανθρωπίνου σώματος της Εκκλησίας του Χριστού και δια τούτου κοινωνός της ψυχής της Εκκλησίας, του Άγιου Πνεύματος, και κληρονόμος όλων των αιωνίων αγαθών του Θεανθρώπου.
1. Ο σύγχρονος «διάλογος της αγάπης», ο οποίος τελείται υπό τη μορφή γυμνού συναισθηματισμού, είναι στην πραγματικότητα ολιγόπιστη άρνηση του σωτηριώδους αγιασμού του Πνεύματος και της πίστεως της Αλήθειας (Β' Θεσ. 2, 13), δηλαδή της μοναδικής σωτηριώδους «αγάπης της αληθείας» (Β' Θεσ. 2, 10). Η ουσία της αγάπης είναι η αλήθεια΄ η αγάπη ζει και υπάρχει αληθεύουσα. Η αλήθεια είναι η καρδιά κάθε θεανθρώπινης αρετής, επομένως και της αγάπης. Και κάθε μία από αυτές κηρύττει και ευαγγελίζεται τον Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού ως τον μόνο ο οποίος είναι η σάρκωση και η εικόνα της Θείας Αλήθειας, δηλαδή της Παναλήθειας. Εάν τυχόν υπήρχε περίπτωση να είναι η αλήθεια οτιδήποτε άλλο και όχι ο Θεάνθρωπος Χριστός, τότε αυτή θα ήταν μικρή, ανεπαρκής, πεπερασμένη, θνητή. Τέτοια θα ήταν η αλήθεια, εάν ήταν νόημα, ιδέα, θεωρία, νους, επιστήμη, φιλοσοφία, κουλτούρα, ο άνθρωπος, η ανθρωπότητα, ο κόσμος ή όλοι οι κόσμοι, ή οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε ή όλα αυτά μαζί. Η αλήθεια όμως είναι Πρόσωπο και μάλιστα το πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού, του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδος, και ως εκ τούτου είναι αθάνατη και μη πεπερασμένη, αιώνια. Διότι στον Κύριο Ιησού η Αλήθεια και η Ζωή είναι ομοούσιες: η Αλήθεια η αιώνια και η Ζωή η αιώνια (πρβλ. Ιω. 14, 6' 1, 4.17). Εκείνος ο οποίος πιστεύει στον Κύριο Ιησού αυξάνει ακαταπαύστως δια της Αληθείας Του στις θείες της απεραντοσύνες. Αυξάνει με όλο το είναι του, με όλη τη διάνοιά του, με όλη την καρδιά και την ψυχή του. Εν Χριστώ οι άνθρωποι ζούμε «αληθεύοντες εν αγάπη», διότι μόνον έτσι μπορούμε να «αυξήσωμεν εις Αυτόν τα πάντα, ος εστίν η κεφαλή, ο Χριστός» (Εφ. 4, 15). Αυτό πραγματοποιείται πάντοτε «συν πάσι τοις αγίοις» (Εφ. 3, 18), πάντοτε μέσα στην Εκκλησία και δια της Εκκλησίας, διότι αλλιώς δεν μπορεί ο άνθρωπος να αυξάνει σ' Εκείνον, «ος εστίν η κεφαλή» του σώματος της Εκκλησίας, δηλαδή στον Χριστόν.
Ας μην απατούμε τον εαυτό μας. Υπάρχει και ο «διάλογος του ψεύδους», όταν οι διαλεγόμενοι συνειδητά ή ασυνείδητα ψεύδονται ο ένας στον άλλο. Τέτοιος διάλογος είναι οικείος στον «πατέρα του ψεύδους», τον διάβολο, «ότι ψεύστης εστί και ο πατήρ αυτού» (Ιω. 8, 44). Οικείος είναι και σ' όλους τους εκούσιους ή ακούσιους συνεργάτες του, όταν αυτοί θελήσουν να πραγματοποιήσουν το «καλό» τους δια του κακού, να φθάσουν στην «αλήθεια» τους με τη βοήθεια του ψεύδους. Δεν υπάρχει «διάλογος της αγάπης» χωρίς τον διάλογο της αλήθειας. Διαφορετικά τέτοιος διάλογος είναι αφύσικος και ψευδής. Γι' αυτό και η εντολή του Αποστόλου ζητεί να είναι «η αγάπη ανυπόκριτος» (Ρωμ. 12, 9).
Ο αιρετικο-ουμανιστικός χωρισμός και η διαίρεση της αγάπης και της αλήθειας είναι σημάδι ελλείψεως της θεανθρώπινης πίστεως και της απολεσθείσης πνευματικής θεανθρώπινης ισορροπίας και ορθοφροσύνης. Εν πάση περιπτώσει τούτο δεν ήταν ποτέ ούτε είναι η οδός των Πατέρων. Μόνο οι Ορθόδοξοι, ριζωμένοι και θεμελιωμένοι «συν πάσι τοις αγίοις» στην αλήθεια και στην αγάπη, έχουν και αναγγέλλουν, από την εποχή των Αποστόλων μέχρι σήμερα, αυτή τη θεανθρώπινη σωτηριώδη αγάπη προς τον κόσμο και προς όλα τα κτίσματα του Θεού. Ο γυμνός ηθικιστικός μινιμαλισμός [=μειωμένη χριστιανική ηθική] και ο ανθρωπιστικός ειρηνισμός του σύγχρονου Οικουμενισμού πράττουν μόνο ένα πράγμα: φέρνουν στο φως τις φυματικές ουμανιστικές ρίζες τους, δηλαδή την αρρωστημένη φιλοσοφία τους και την ανθρώπινη, «κατά την παράδοσιν των ανθρώπων» (Κολ. 2, 8), ανίσχυρη ηθική τους. Φανερώνουν επί πλέον την κρίση της ανθρωπιστικής πίστεώς τους στην αλήθεια και την δοκητιστική [=μη πραγματική αντίληψη] αναισθησία τους για την ιστορία της Εκκλησίας, δηλαδή για την αποστολική και καθολική συνέχειά της, στην αλήθεια και στη χάρη. Ενώ ο αποστολικός αγιοπατερικός θεονούς και η ορθοφροσύνη ευαγγελίζονται με το στόμα του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού την εξής αλήθεια της πίστεως: «Η πίστη είναι η βάση των αρετών που ακολουθούν, εννοώ της ελπίδας και της αγάπης, θέτοντας έτσι σαν βάση την αλήθεια με τρόπο ασφαλή» (Ρ.G. 90, c. 1189Α).
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το αγιοπατερικό μέτρο της αγάπης προς τους ανθρώπους και της σχέσεως προς τους αιρετικούς, που κληρονομήθηκε από τους Αποστόλους, έχει oλοτελώς θεανθρώπινο χαρακτήρα. Τούτο εκφράζουν θεοπνεύστως οι εξής λόγοι του ίδιου Αγίου: «Και δεν τα γράφω αυτά, μη γένοιτο, επειδή θέλω να θλίβονται οι αιρετικοί, ούτε νοιώθοντας χαρά για την κακοποίησή τους, αλλά περισσότερο γιατί χαίρομαι και αγάλλομαι μαζί τους για την επιστροφή τους. Γιατί τί είναι πιο ευχάριστο για τους πιστούς από το να βλέπουν τα διασκορπισμένα παιδιά του Θεού να μαζεύονται όλα μαζί; Ούτε τα γράφω αυτά παρακινώντας σας να δείξετε τη σκληρότητα του Φιλάνθρωπου. Όχι τέτοια μανία! Αλλά τα γράφω αυτά για να σας παρακαλέσω να εκτελείτε και να εφαρμόζετε, με προσοχή και μετά από εξέταση, τα καλά σε όλους τους ανθρώπους και να γίνεσθε τα πάντα σε όλους, ανάλογα με το τι χρειάζεται καθένας τους από εσάς. Και θέλω και εύχομαι να είστε απόλυτα σκληροί και αμείλικτοι μόνο στο να μη συμπράξετε με τους αιρετικούς στη σύσταση και συγκρότηση της φρενοβλαβούς (αιρετικής) δοξασίας τους. Και τούτο διότι εγώ ορίζω ως μισανθρωπία και ως χωρισμό από τη θεία αγάπη την προσπάθεια ενισχύσεως της πλάνης (της αιρέσεως), που έχει ως συνέπεια την ακόμη μεγαλύτερη φθορά εκείνων που έχουν ήδη πέσει σ' αυτήν» (Ρ.G. 91, c. 465C).
2. Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Θεανθρώπου Χριστού, που διατυπώθηκε από τους αγίους Αποστόλους, από τους αγίους Πατέρες, από τις αγίες Συνόδους, γύρω από το θέμα των αιρετικών είναι η εξής: οι αιρέσεις δεν είναι Εκκλησία, ούτε μπορούν να είναι Εκκλησία. Γι' αυτό δεν μπορούν οι αιρέσεις να έχουν τα αγία Μυστήρια, ιδιαίτερα το Μυστήριο της Ευχαριστίας, αυτό το Μυστήριο των Μυστηρίων. Γιατί ακριβώς η θεία Ευχαριστία είναι το παν και τα πάντα στην Εκκλησία: δηλαδή είναι και ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς και η ίδια η Εκκλησία και γενικά κάθε τι που ανήκει στον Θεάνθρωπο.
Η «intercommunio», δηλαδή η διακοινωνία με τους αιρετικούς στα αγία Μυστήρια, ιδιαιτέρως στη θεία Ευχαριστία, είναι η πλέον αναίσχυντη προδοσία του Κυρίου Ιησού Χριστού, η προδοσία του Ιούδα. Πρόκειται μάλιστα περί προδοσίας ολόκληρης της Εκκλησίας του Χριστού, της Εκκλησίας του Θεανθρώπου, της Εκκλησίας της Αποστολικής, της Εκκλησίας της Αγιοπατερικής, της Εκκλησίας της Αγιοπαραδοσιακής, της Εκκλησίας της Μιας και μοναδικής. Εδώ θα πρέπει να σταματήσει κάποιος τον χριστοποιημένο νου του και τη συνείδηση μπροστά σε μερικά άγια γεγονότα, άγια μηνύματα και άγιες εντολές.
Πρώτον, πρέπει να διερωτηθούμε σε πια εκκλησιολογία και σε πια θεολογία με θέμα την Εκκλησία θεμελιώνεται η λεγόμενη «intercommunio»; Γιατί ολόκληρη η Ορθόδοξη Θεολογία της Εκκλησίας γύρω από το θέμα της Εκκλησίας βασίζεται και θεμελιώνεται όχι στην inter-communio (δια-κοινωνία), αλλά στη θεανθρώπινη πραγματικότητα της communio δηλαδή στη θεανθρώπινη Κ ο ι ν ω ν ί α (πρβλ. Α΄ Κορ. 1, 9. 10, 16-17. Β΄ Κορ. 13, 13. Εβρ. 2, 14. 3, 14. Α΄ Ιω. 1, 3), ενώ η έννοια inter-communio, δια-κοινωνία, είναι καθ' εαυτήν αντιφατική και ολότελα αδιανόητη για την Ορθόδοξη καθολική συνείδηση.
Το δεύτερο γεγονός, και μάλιστα ιερό γεγονός της Ορθοδόξου πίστεως, είναι το εξής: Στην Ορθόδοξη διδασκαλία για το θέμα της Εκκλησίας και των αγίων Μυστηρίων, το μόνο και το μοναδικό μυστήριο είναι η ίδια η Εκκλησία, το Σώμα του Θεανθρώπου Χριστού, ούτως ώστε αυτή να είναι και η μόνη πηγή και το περιεχόμενο όλων των θείων Μυστηρίων. Έξω από αυτό το θεανθρώπινο και παμπεριεκτικό Μυστήριο της Εκκλησίας, το Παν-μυστήριο, δεν υπάρχουν ούτε μπορούν να υπάρχουν «μυστήρια»΄ επομένως, και ουδεμία «δια-κοινωνία» (inter-communio) υπάρχει στα Μυστήρια. Ως εκ τούτου μόνο μέσα στην Εκκλησία, στο μοναδικό τούτο Παμμυστήριο του Χριστού, μπορεί να γίνει λόγος για τα Μυστήρια. Γιατί η Εκκλησία η Ορθόδοξη, καθώς είναι το Σώμα του Χριστού, είναι η πηγή και το κριτήριο των Μυστηρίων και όχι το αντίθετο. Τα Μυστήρια δεν μπορούν να αναβιβάζονται πάνω από την Εκκλησία, ούτε να θεωρούνται έξω από το Σώμα της Εκκλησίας.
Ένεκα τούτου, σύμφωνα με το φρόνημα της Καθολικής του Χριστού Εκκλησίας και σύμφωνα με ολόκληρη την Ορθόδοξη Παράδοση, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν παραδέχεται την ύπαρξη άλλων μυστηρίων έξω απ' αυτήν, ούτε τα θεωρεί ως μυστήρια, μέχρις ότου προσέλθει κάποιος με μετάνοια από την αιρετική «εκκλησία», δηλαδή ψευδοεκκλησία, στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού. Μέχρι τότε που μένει κάποιος έξω από την Εκκλησία, χωρίς να έχει ενωθεί μαζί της δια της μετανοίας, μέχρι τότε αυτός είναι για την Εκκλησία αιρετικός και αναπόφευκτα βρίσκεται έξω από τη σωτηριώδη Κοινωνία = communio. Γιατί «τίς μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τίς δε κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β' Κορ. 6, 14).
Ο πρωτοκορυφαίος Απόστολος, με την εξουσία που έλαβε από τον Θεάνθρωπο, δίνει εντολή: «Αιρετικόν ανθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (Τίτ. 3, 10). Εκείνος, λοιπόν, ο οποίος, όχι μόνο δεν παραιτείται από τον «αιρετικόν άνθρωπον» αλλά δίνει σ' αυτόν και τον ίδιο τον Κύριο την θεία Ευχαριστία, αυτός βρίσκεται στην αποστολική και θεανθρώπινη αγία πίστη; Επί πλέον ο αγαπημένος Μαθητής του Κυρίου Ιησού, Απόστολος της αγάπης, δίνει εντολή: άνθρωπος ο οποίος δεν πιστεύει στη σάρκωση του Χριστού και δεν παραδέχεται την ευαγγελική γι' Αυτόν διδασκαλία ως Θεανθρώπου «μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν» (Β' Ιω. 1, 10).
Ο Κανόνας ΜΕ' των αγίων Αποστόλων βροντοφωνεί: «Επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος, αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω΄ ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω» (Πρβλ. Κανόνα ΛΓ' της εν Λαοδικεία Συνόδου). Η εντολή αυτή είναι σαφής, ακόμη και για τη συνείδηση του κουνουπιού. Δεν είναι έτσι;
Ο Κανόνας ΞΔ' των αγίων Αποστόλων διατάζει: «Ει τις κληρικός, ή λαϊκός, εισέλθη εις συναγωγήν Ιουδαίων, ή αιρετικών, προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω». Και τούτο είναι σαφέστατο και για την πλέον πρωτόγονη συνείδηση.
Ο Κανόνας Μς' των αγίων Αποστόλων:«Επίσκοπον ή πρεσβύτερον αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα ή θυσίαν καθαιρείσθαι προστάττομεν. Τίς γαρ συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τίς μερίς πιστώ μετά απίστου;». Είναι οφθαλμοφανές και για τους αόμματους ότι η εντολή αυτή ορίζει κατηγορηματικά ότι δεν πρέπει να αναγνωρίζουμε στους αιρετικούς κανένα άγιο Μυστήριο και ότι αυτά πρέπει να τα θεωρούμε ως άκυρα και χωρίς θεία Χάρη.
Ο θεόπνευστος φορέας της αποστολικής και αγιοπατερικής καθολικής Παραδόσεως της Εκκλησίας του Χριστού, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ευαγγελίζεται από την καρδιά όλων των αγίων Πατέρων, όλων των αγίων Αποστόλων, όλων των αγίων Συνόδων της Εκκλησίας την εξής θεανθρώπινη αλήθεια: «Ο άρτος και ο οίνος δεν είναι τύπος του Σώματος και Αίματος του Χριστού (μη γένοιτο), αλλά το ίδιο το Σώμα του Κυρίου θεωμένο... Δια μέσου αυτού καθοριζόμενοι ενωνόμαστε με το Σώμα του Κυρίου και με το Πνεύμα Του και γινόμαστε Σώμα Χριστού (=η Εκκλησία)... Και ονομάζεται μετάληψη΄ γιατί δια μέσου αυτής μεταλαμβάνουμε την Θεότητα του Ιησού. Κοινωνία δε ονομάζεται και είναι αληθινά, επειδή δια μέσου αυτής κοινωνούμε με τον Χριστό και μετέχουμε τη σάρκα Του και τη Θεότητά Του. Δια μέσου αυτής κοινωνούμε και ενωνόμαστε μεταξύ μας. Γιατί επειδή μεταλαμβάνουμε από έναν άρτο, όλοι είμαστε ένα Σώμα Χριστού και ένα Αίμα, και γινόμαστε μέλη ο ένας του άλλου, αποτελώντας ένα σώμα (σύσσωμοι) του Χριστού.
Γι' αυτό λοιπόν, ας φυλαχτούμε με κάθε τρόπο να μην παίρνουμε μετάληψη αιρετικών, ούτε να τους δίνουμε. Μη δίνετε τα άγια στους σκύλους, λέγει ο Κύριος, ούτε να ρίχνετε τα μαργαριτάρια σας μπροστά στους χοίρους (Ματθ. 7, 6), για να μη γίνουμε συμμέτοχοι στην (αιρετική) κακοδοξία και συνεπώς και στην καταδίκη τους. Γιατί εάν βέβαια η θεία μετάληψη είναι ένωση με τον Χριστό και μεταξύ μας, τότε οπωσδήποτε ενωνόμαστε με τη θέληση μας και με όλους που μεταλαμβάνουν μαζί μας. Γιατί αυτή η ένωση γίνεται με τη θέλησή μας και όχι χωρίς τη γνώμη μας. Γιατί όλοι ένα σώμα είμαστε, επειδή μεταλαμβάνουμε από τον ένα άρτο, όπως λέγει ο θείος Απόστολος» (Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδ. Ορθ. πίστεως 4,13, PG 94, c. 1149. 1152.1153. Πρεβ. Α΄ Κορ. 10, 17).
Ο ατρόμητος ομολογητής των θεανθρωπίνων ορθοδόξων αληθειών (άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης) αναγγέλλει σ' όλους τους ανθρώπους όλων των κόσμων: «Το να κοινωνεί κανείς από αιρετικό ή ολοφάνερα διαβεβλημένο ως προς τον βίο του, τον αποξενώνει από τον Θεό και τον εξοικειώνει με τον διάβολο» (Ρ.G. 99, c. 1668C). Σύμφωνα με τον ίδιο ο άρτος των αιρετικών δεν είναι «σώμα Χριστού» (Ρ.G. 99, c. 1597Α). Γι' αυτό, «Όπως λοιπόν o θείος άρτος, όταν μετέχουν σ’ αυτόν οι Ορθόδοξοι, όλους όσους μετέχουν τους κάνει να αποτελούν ένα σώμα’ έτσι ακριβώς και o αιρετικός (άρτος), καθιστώντας μεταξύ τους κοινωνούς αυτούς που μετέχουν απ' αυτόν, τους εμφανίζει ένα σώμα αντίθετο στον Χριστό» (Ρ.G. 99, c. 1480CD).
Επί πλέον «Η κοινωνία που δίνεται από τους αιρετικούς, δεν είναι κοινός άρτος, αλλά φαρμάκι (=δηλητήριο), που δεν βλάπτει το σώμα αλλά που μαυρίζει και σκοτίζει την ψυχή» (Ρ.G. 99, c.1189C)πηγή