Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 08, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ ΜΑΤΘΑΙΟΥ «Τά τάλαντα…» Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου



Πρόσεξε δέ τι παντο δέν παιτε μέσως ατά πού νεπιστεύθηΔιότι ες τήν παραβολήν το μπελνος (Ματθ. 21, 33), φοτόν παρέδωκεν ες τούς γεωργούς, πεδήμησε. Καί δ νεπιστεύθη τά τάλαντα καί πεδήμησε. Διά νά μάθς μ ατό τήν μακροθυμίαν Του. γώ δέ νομίζω τι λέγοντας ατά παινίσσεται καί τήν νάστασιν. Μόνον πού δ δέν ναφέρονται πλέον γεωργοί καί μπελών,λλά λοι εναι ργάται. Διότι δέν ναφέρεται μόνον στούς ρχοντας, οτε στούς ουδαίους, λλά σέ λους. Καί κενοι μέν πούπροσφέρουν μολογον μέ εγνωμοσύνη καί τά δικά τους, λλά καί σα τούς δωκεν  δεσπότης. τσι  μέν νας λέγει: «Κύριε, πέντε τάλαντα μο δωσες»,  δέ λλος λέγει «δύο», δεικνύοντες τι πό κενον λαβαν τό κεφάλαιον τς ργασίας των, καί Τοναγνωρίζουν μεγάλην χάριν, καί ποδίδουν τό πν ες Ατόν.
Τί λέγει λοιπόν  δεσπότης; «Εγε, δολε καλέ» (διότι ατό εναι διον το γαθο, τό νά βλέπ ες τόν πλησίον) «καί πιστέ• εςλίγα φάνηκες πιστός, ες πολλά θά σέ γκαταστήσω. Εσελθε ες τήν χαράν το Κυρίου σου», δηλώνων μέ τήν πάντησιν ατήν λην τήν μακαριότητα. Δέν μιλάει μως καί  λλος τσι, λλά πς; «γνώριζα τι εσαι σκληρός νθρωπος καί τι θερίζεις κε που δένσπειρες καί μαζεύεις κε που δέν σκόρπισες. Καί πειδή φοβήθηκα, κρυψα τό τάλάντόν σου. ρίστε, πάρε πίσω ατό πού εναιδικόν σου». Τί το παντ λοιπόν  Δεσπότης; «πρεπε νά βάλς τά χρήματά σου στούς τραπεζίτας», δηλαδήπρεπε νά μιλήσ, νάπαραινέσ, νά συμβουλεύσλλά δέν πείθονται; Ατό δέν φορ σένα. Τί θά μποροσε νά γίν περισσότερο λογικό πό ατό;
Ο νθρωποι μως δέν κάνουν τσι, λλά καθιστον πεύθυνον το παιτουμένου εσοδήματος τόν διον τόν δανειστήν των. Ατός μως δέν νεργε τσι, λλά λέγει τι σύ πρεπε νά πληρώσς καί νά μο πιστρέψς τό παιτούμενον κέρδος. «Καί γώ θά τάπαιρνα πίσω μέ τόκον»• τόκον ννοώντας τήν πίδειξιν τν ργων. Σύ πρεπε νά κάμς τό εκολώτερον καί νά φήσς τόδυσκολώτερον ες μέπειδή λοιπόν δέν καμεν ατό, λέγει: «Πάρετε τό τάλαντον πό ατόν καί δστέ το ες κενον πού χει τά δέκα τάλαντα, διότι ες κενον πού χει θά δοθον καί λλα καί θά περισσεύσουν. μως πό κενον  ποος δέν χει, θά το φαιρεθ καίατό πού χει».
Τί σημαίνει λοιπόν ατόκενος πού χει τό χάρισμα το λόγου καί τς διδασκαλίας διά νά φελ καί δέν χρησιμοποιε τόχάρισμά του, θά χάσ καί τό χάρισμα. ν κενος πού καταβάλλει προσπάθειαν, θά δεχθ περισσοτέραν δωρεάν, πως κενος χάνει καί ατό πού εχε λάβει. Δέν περιορίζεται μως μόνο μέχρις δ  ζημιά γιά ποιον δέν ργάζεται, λλά τόν ναμένει καί βαριά τιμωρία καί μαζί μέ τήν τιμωρία καί  πόφασις  ποία εναι γεμάτη μέ βαριά κατηγορία. Διότι λέγει: «Τόν χρηστον δολον ρίξτε τον ξω στόσκοτάδι, που θά πάρχ τό κλάμα καί τό τρίξιμο τν δόντων».
Εδες τι χι μόνο κενος πού ρπάζει καί εναι πλεονέκτης, οτε κενος πού κάμνει κακάλλά τιμωρεται μέ τήν σχάτη τιμωρίαν καί κενος πού δέν κάμνει γαθές πράξεις. ς κούσωμεν λοιπόν τά λόγια ατάσο εναι καιρός ς φροντίσουμε γιά τήσωτηρία μας. ς πάρουμε λάδι στίς λαμπάδες.
ς καλλιεργήσουμε τό τάλαντο. Διότι ἐάν μελήσουμε καί ἐάν διερχώμεθα τό χρόνο μας δ χωρίς νά ργαζώμεθα, δέν θά μςλεήσ κανείς κεστω καί ν χύσουμε μύρια δάκρυα. κατηγόρησε τόν αυτόν του καί κενος πού εχε βρωμερά νδύματα, λλά δένφέλησε τίποτε. πέστρεψε καί ,τι το νεπιστεύθη καί κενος πού εχε λάβει τό να τάλαντο, καί μως καταδικάστηκε. Παρεκάλεσαν καί ο παρθένοι καί ρθαν καί χτύπησαν τήν πόρτα, λλά μάταια. Γνωρίζοντας λοιπόν ατάς καταθέσουμε καί χρήματα καίπροθυμία καί προστασία καί λα διά τήν φέλειαν το πλησίον. Διότι τάλαντα δ εναι  δυνατότητα πού διαθέτει καθένας, ετε γιάνά προστατεύσει, ετε σέ χρήματα, ετε δυνατότητα διδασκαλίας, ετε ες ποιοδήποτε παρόμοιο πργμα.
ς μή προφασίζεται κανείς τι να μόνο τάλαντο χω καί δέν μπορ νά κάμω τίποτε. Διότι μπορες καί μέ να νά προκόψς. Δέν εσαι πτωχότερος πό κείνη τήν χήρα (Μάρκ. 12, 42). Δέν εσαι περισσότερον καλλιέργητος πό τόν Πέτρον καί τόν ωάννην (Πράξ. 3, 6), ο ποοι καί πειροι σαν καί γράμματοι, λλ μως πειδή δειξαν προθυμία καί καναν τά πάντα διά τό κοινόν συμφέρον, κέρδησαν τούς ορανούς. Διότι τίποτε δέν γαπ  Θεός τόσο, σο τό νά ζομε καί νά κάνουμε τι καλό μπορομε γιά τούς λλους.
Γι ατό μς δωσε  Θεός τή δυνατότητα το λόγου, καί τά χέρια καί τά πόδια καί τή σωματική δύναμι καί τόν νον καί τήν φρόνησιν, διά νά τά χρησιμοποιήσουμε λα ατά καί διά τήν δικήν μας σωτηρίαν, λλά καί γιά τήν φέλεια το πλησίον. Διότι  λόγος δέν εναι χρήσιμος μόνον διά νά μνομε καί εχαριστομε, λλ εναι χρήσιμος καί γιά νά διδάσκουμε καί νά συμβουλεύουμε.
Καί ἐάν μέν τόν χρησιμοποιήσουμε γιά ατό τό σκοπό, μιμούμεθα τόν Δεσπότη. Ἐάν μως χι, τότε μιμούμεθα τόν διάβολον. Διότι καί  Πέτρος, ταν μέν μολόγησε τόν Χριστόμακαρίσθη πειδή μολόγησε τά λόγια το Πατρός (Ματθ. 16, 16-18), ν ταν παρεκάλεσε τόν Κύριον νά ποφύγ τήν σταύρωσιν, πετιμήθη πολύ, διότι φρόνει κενα πού ρέσουν στό διάβολο (Ματθ. 16, 22-23). Καί ν γι ατό πού επε τότε πό γνοια  Πέτρος τόση ταν  κατηγορία, ποία συγγνώμη θά χουμε μες, ταν μαρτάνωμε πολύ καίκούσια;
ς μιλήσουμε λοιπόν τσι, στε πό τήν μιλία μας νά γίνωνται φανερά τά λόγια το Χριστο. Διότι δέν λέγω τά λόγια τοΧριστοἐάν π μόνο «σήκω καί περπάτησε» (Πράξ. 3, 6), οτε ν επω «Ταβιθά σήκω» (Πράξ. 9, 40). λλά πολύ περισσότερο, ταν νμέ βρίζουν ελογν μέ πειλον προσεύχομαι πέρ κείνου πού μέ πειλε (Ματθ. 5, 44).
λλοτε μέν λοιπόν λεγα τι  γλσσα μας εναι χέρι τό ποο ψαύει τά πόδια το Θεο. Τώρα μως μέ πολλήν πίτασιν λέγω, τι γλσσα μας εναι γλσσα, πού μιμεται τήν γλσσα το Χριστοταν βέβαια πιδεικνύῃ τήν πρέπουσα προσοχήταν λέμε σακενος θέλει. Ποία δέ εναι ατά πού κενος θέλει νά λέμε; Εναι τά γεμτα πιείκεια καί πραότητα λόγια. πως λοιπόν μιλοσε καίκενος, λέγοντας σ ατούς πού Τόν βριζαν: «γώ δέν χω δαιμόνιον» (Ματθ. 11, 18), καί λλο: «Ἐάν μίλησα κακς μολόγησε τόκακό πού επα» (ω. 18, 23). Ἐάν τσι μιλς καί σύν μιλς ποβλέποντας στήν διόρθωσι το πλησίον, χεις γλσσα πού μοιάζει μέ τήγλσσα το Χριστο. Καί ατά τά λέγει  διος  Θεός, μέ τό νά λέει: «ατός πού βγάζει ντιμο πό νάξιο, εναι σάν στόμα μου» (ερ. 15, 19).
ταν λοιπόν  γλσσα σου εναι πως  γλσσα το Χριστο, καί τό στόμα σου γίν στόμα το Πατρός, καί εσαι ναός το γίου Πνεύματος, τότε μέ ποιά τιμή θά μποροσε νά συγκριθ ατή; Διότι οτε ἐάν τό στόμα σου ταν φτιαγμένο πό χρυσάφι, οτε ν τανπό πολυτίμους λίθους, θά λαμπε τόσο, πως λάμπει τώρα, πού φωτίζεται πό τόν κόσμο τς πιεικείας. Διότι τί εναι πιό ποθητό πόνα στόμα πού δέν ξέρει νά βρίζει, λλά χει μάθει νά ελογ καί νά καλομιλάει; Ἐάν δέ δέν νέχεσαι νά ελογς κενον πού σέκαταρται, τότε σιώπα, καί ατό κάμε το στήν ρχή.
πειτα βαδίζοντας στήν δό καί προσέχοντας, θά φτάσς καί σ κενο καί θά ποκτήσς στόμα τέτοιο σάν ατό πού ναφέραμε προηγουμένως. Καί μή νομίσς πώς εναι τολμηρό ατό πού επα. Διότι  Δεσπότης εναι φιλάνθρωπος καί ατό θά σο δοθ σάν δρο τς γαθότητάς Του. Τολμηρό εναι νά χ στόμα πού νά μοιάζει στό διάβολο, νά χ γλσσα μοια μέ το πονηρο δαίμονα, διαίτερα μάλιστα κενος  ποος συμμετέχει σέ τόσο μεγάλα μυστήρια καί κοινωνε τήν δια τήν Σάρκα το Δεσπότου.
χοντας λοιπόν στό νο σου ατά, γίνε πως ταιριάζει σέ κενον σο μπορες. ταν λοιπόν γίνς μοιος μέ Ατόν, δέν θάμπορέσ  διάβολος πλέον νά σέ δ κατά πρόσωπον. Διότι διακρίνει στή μορφή σου τόν χαρακτήρα τόν βασιλικόν. Γνωρίζει τά πλα τοΧριστο, μέ τά ποα ττήθηκε. Καί ποία εναι ατά πιείκεια καί  πραότης. Διότι, ταν κατά τούς πειρασμούς τόν ξέσχισεν στό ρος καί τόν ξέπληξε (Ματθ. 4, 1-11), δέν ταν γνωστότι ταν  Χριστός, λλά τόν διωξε μέ τά λόγια μόνον. Τόν νίκησε μέ τήν πιείκεια, τόν κατετρόπωσε μέ τήν πραότητα. Ατό κάνε καί σύταν δς νθρωπο  ποος γινε διάβολος καί σέ πλησιάζει, τσι νίκησέ τον καίσύ. Σο δωσε  Χριστός τήν δύναμη νά Το μοιάσς σο ξαρτται πό σένα. Μή φοβηθς κούοντας τοτο. Φόβος εναι νά μή γίνςπως κενος.
Μίλησε λοιπόν πως κενος καί Το μοιασες σ ατό, στά νθρώπινα βέβαια μέτρα. Γι ατό εναι νώτερος κενος πού μιλάειτσι, παρά κενος πού προφητεύει. Διότι  μέν προφητεία λόκληρος εναι χάρισμα. ν δ, τό νά μιλς δηλαδή πως  Χριστός, χρειάζεται καί κόπος δικός σου καί δρώτας. Δίδαξε τήν ψυχήν σου νά σο διαπλάσσ τό στόμα τσι, πού νά μοιάζ μέ τό στόμα τοΧριστο. Γιατί μπορε ἐάν θέλη καί ατό νά κατορθώσ. Γνωρίζει τόν τρόπο, ν δέν εναι ράθυμη. Καί πς διαπλάσσεται τέτοιο στόμα; Μέ ποιά χρώματα; Μέ ποιό λικό; Μέ κανένα λικό βέβαια καί χρμα, παρά μόνο μέ ρετή καί πιείκεια καί ταπεινοφροσύνη.
ς δομε πς διαπλάσσεται καί τό στόμα το διαβόλου, γιά νά μή φτιάξουμε ποτέ κάτι τέτοιο. Πς πλάσσεται λοιπόν; Μέκατάρες, μέ βρεις, μέ βασκανίες, μέ πιορκίες. Διότι ταν κάποιος χρησιμοποι τά λόγια το διαβόλου παίρνει καί τήν γλσσαν του. Ποίαν λοιπόν συγχώρηση θά χουμε,  μλλον ποία τιμωρία δέν θά ποστομε, ταν πιτρέπουμε στή γλσσα, μέ τήν ποία ξιωθήκαμε νά γευθομε τς Σαρκός το Δεσπότου Χριστο, νά χρησιμοποι λόγια το διαβόλου;
ς μή τς πιτρέψουμε λοιπόν, λλά ς καταβάλουμε κάθε προσπάθεια νά τήν κπαιδεύσουμε νά μιμται τόν Δεσπότην της. Διότιν τήν διδάξωμε ατό, μέ πολλή παρρησία θά μς τοποθετήσ στό Βμα το ΧριστοἘάν κανείς δέν γνωρίζ νά μιλάῃ τσι, οτε Κριτής θά τόν κούσ. Γιατί πως, ταν συμβ νά εναι Ρωμαος  δικαστής, δέν θά καταλάβ τί λέει κενος πού πολογεται καί δέν γνωρίζει νά μιλάει Ρωμαϊκάτσι καί  Χριστός. ν δέν μιλς μέ τό δικό Του τρόπο, δέν θά σέ κούσ, οτε θά σέ προσέξς μάθουμε λοιπόν νά μιλμε τσι, πως συνήθισε νά κούῃ  Βασιλιάς  δικός μας. ς προσπαθήσουμε νά μιμούμεθα τήν γλσσαν κείνη.
Καί ν βρεθς σέ πένθος, πρόσεχε νά μή σο διαστρεβλώσ τό στόμα  μεγάλη λύπη, λλά νά μιλήσς πως  Χριστός. Διότιπένθησε καί Ατός τόν Λάζαρον (ω. 11, 33-35) καί τόν ούδα. ν βρεθς σέ φόβο, φρόντισε πάλιν νά μιλήσς πως κενος. Διότι βρέθηκε καί Ατός σέ φόβο γιά σένα «κατ οκονομίαν». Επέ καί σύ: «ς μή γίν μως τό θέλημά μου λλά τό δικό σου» (Λουκ 22, 42). Καί ταν κλας, δάκρυσε ρεμα πως κενος. Καί ταν βρεθς σέ σκευωρίες καί λύπη, καί ατά ντιμετώπισέ τα πως  Χριστός. Διότι καί μηχανορραφίες ντιμετώπισε καί λυπήθηκε, λλά επε: « ψυχή μου εναι λυπημένη μέχρι θανάτου» (Ματθ. 26, 38). Καί σο χάρισελα τά ποδείγματα, διά νά τηρς ατά «ς μέτρον» καί νά μή καταστρατηγς τούς κανόνες, πού σο χουν δοθ.
τσι θά μπορέσς νά χς στόμα, μοιο μέ τό στόμα κείνου. τσι, ν θά βαδίζς πάνω στή γ, θά πιδεικνύῃς σέ μς γλσσαμοια μέ τήν γλσσαν κείνου πού βρίσκεται στόν ορανό, διατηρώντας τό μέτρο στή λύπη , στήν ργή, στό πένθος, στήν γωνία. Πόσοιπό σς εναι κενοι πού πιθυμον νά δον τήν μορφήν Του;  Νά λοιπόν, τι εναι δυνατόν χι μόνον νά Τόν δομε, λλά καί νάγίνουμε μοιοι μέ Ατόν, ν προσπαθήσουμε.
ς μήν ναβάλλουμε λοιπόν. Διότι δέν γαπ τόσον τό στόμα τν προφητν, σον κενο τν πιεικν καί πράων νθρώπων. «Πολλοί», λέγει, «θά μο πον: Δέν προφητεύσαμε στό νομά Σου; Καί γώ θά τούς επ: Δέν σς γνωρίζω» (Ματθ. 7, 22). Τό δέ στόμα το Μωυσέως, πειδή ταν πολύ πιεικής καί προς (διότι « Μωυσς», λέγει, «ταν νθρωπος προς περισσότερο πό λους τούςνθρώπους τς γς» ριθμ. 12, 3), τόσο πολύ τό γαποσε, στε νά πε: «μιλοσε πό πολύ κοντά, στόμα μέ στόμα, πως μιλάει νας φίλος μέ τόν φίλο του» (ξ. 33, 11 καί ριθμ. 12, 8). Δέν θά δίνεις ντολές στούς δαίμονες τώρα, λλά θά διατάσσς τότε κε τό πρ τς γεέννης, ἐάν βέβαια χς τό στόμα σου μοιο μέ τό στόμα το Χριστο.
Θά διατάσσς τήν βυσσο το πυρός καί θά λέγς: «Σιώπα φιμώσου» (Μάρκ. 4, 39), καί μέ πολλήν παρρησία θά νέβς στούς ορανούς καί θά πολαύσς τή βασιλεία, τήν ποία εθε νά πιτύχουμε λοι μες, μέ τήν Χάρη καί φιλανθρωπία το Κυρίου μας ησοΧριστο, στόν ποον νήκει, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό γιον Πνεμα,  δόξα,  δύναμη,  τιμή, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνας τν αἰώνων. μήν.
(πόσπασμα πό τήν μιλία ΟΗ’)

Κυριακή ΙΣΤ Ματθαίου: Ομιλία εις την παραβολήν των ταλάντων (Γερμανός ο Β' Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως)



(Ματθ. κε' 14-30)
Οι γεωργοί που φυλάσσουν τους αγρούς και τα περιβόλια των αρχόντων, έχουν συνήθεια να συνάζουν όσα άνθη εύρουν ωραία και ευωδέστατα, και να τα προσφέρουν στους κυρίους των· και εάν έχουν και άλλους φίλους, δίδουν και σ’ αυτούς. Εκείνοι δεχόμενοι τα κρίνα περιχαρώς, ευχαριστούν και φιλοδωρούν τους γεωργούς, αν και δεν λαμβάνουν από τα άνθη εκείνα άλλην ωφέλειαν εκτός από το ότι ευχαριστούν για λίγην ώραν την όρασι και ότι ευωδιάζουν την όσφρησίν τους. Εμείς δε οι πνευματικοί γεωργοί και διδάσκαλοι, που μας έχει εμπιστευθή ο Κύριος τον αειθαλή λειμώνα τού αγίου Ευαγγελίου και περιποιούμεθα τόσον ωραίον και πανευφρόσυνον περιβόλι, δεν προσφέρουμε μόνον μίαν φοράν τον χρόνον σ’ εσάς τους ηγαπημένους αδελφούς και φίλους μας άνθη καλοκαιρινά και ευμάραντα, αλλά καθημερινώς συνάζουμε λόγους πνευματικούς από τον αειθαλή Παράδεισον της Γραφής και σας διδάσκουμε με πολύν πόθο και επιμέλειαν, ευφραίνοντας τις ψυχές σας με διάφορες νουθεσίες και υποδείγματα, με τα οποία ωφελείσθε, μετανοείτε για τις αμαρτίες σας και ευρίσκετε σωτηρίαν αιώνιον. Περιχαρώς λοιπόν να υποδέχεσθε την διδαχήν, αδελφοί και εκδιώκετε την δυσωδίαν της αμαρτίας με την ευωδίαν του Αγίου Πνεύματος· Και αφού έτσι καθαρισθήτε, θα γίνετε ναός τού Θεού και κατοικητήρια θείας χάριτος. Ακούσετε λοιπόν και την σημερινήν παραβολήν τού Κυρίου μας, να λάβετε στην ψυχήν πολλήν ωφέλειαν, και ιδιαιτέρως οι αμελείς και ράθυμοι, οι οποίοι δεν επιμελούνται να μεταδώσουν στον αδελφόν και πλησίον τους από το χάρισμα που έχει κάθε ένας κατά την τέχνην και την επιστήμην του. Προσέχετε λοιπόν με πολλήν ακρίβειαν.


«Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην· άνθρωπός τις αποδημών εκάλεσε τους ιδίους δούλους και παρέδωκεν αυτοίς τα υπάρχοντα αυτού· και ω μεν (σε άλλον μεν) έδωκε πέντε τάλαντα, ω δε δύο, ω δε εν, εκάστω κατά την ιδίαν δύναμιν και απεδήμησεν ευθέως» και τα λοιπά. Εκείνος λοιπόν που έλαβε τα πέντε τάλαντα, επεμελήθη και τα εδιπλασίασεν· ομοίως και εκείνος που έλαβε τα δύο, εκέρδησε από αυτά άλλα δύο. Ο άλλος όμως, που έλαβε το ένα, έσκαψε την γην και έκρυψε εκεί το αργύριον του Κυρίου του. Και μετά πολύν χρόνον έρχεται ο Κύριος των δούλων εκείνων να αξιολογήση το έργον τους.

Θέλοντας ο Δεσπότης και Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να μας φανερώση το έξαφνον της Δευτέρας του Παρουσίας, μας νουθετεί με την παραβολήν ταύτην σοφώτατα· και αφού πρώτα είπε, «γρηγορείτε ότι ουκ οίδατε την ημέραν, ουδέ την ώραν εν η ο Υιός τού ανθρώπου έρχεται» αμέσως μετά προσέθεσε και αυτά: καθώς ένας άν­θρωπος που απομακρύνεται από τον τόπον του, έτσι και ο Κύριος, όταν έφευγε από τον κόσμον τούτον σωματικώς για τους ουρανούς, προσεκάλεσε τους δούλους του και τους παρέδωσε τα ουράνια και θεία μυστήριαΟι δούλοι είναι οι θείοι Απόστολοι και όλοι οι διά­δοχοί τους, οι μυσταγωγοί τής Εκκλησίας, δηλαδή οιαρχιερείς, ιε­ρείς και διάκονοι, στους οποίους έχει ανατεθή η διακονία τού λό­γου, έλαβαν δε και πνευματικά χαρίσματα, άλλοι μεγαλύτερα και άλλοι μικρότερα· διότι τα χαρίσματα διαχωρίζονται και διαφέρουν το ένα από το άλλο. Πλην όμως αυτός ο Θεός, το Πνεύμα το Αγιον είναι που ενεργεί σε όλους και τους ενισχύει· «και άλλω μεν διά του Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας» κατά την Γραφήν, «άλλω δε λό­γος γνώσεως κατά το αυτό Πνεύμα, ετέρω δε πίστις εν τω αυτώ Πνεύματι, άλλω δε χαρίσματα ιαμάτων εν τω αυτώ Πνεύματι, άλλω δε ενεργήματα δυνάμεων...» και σε άλλους άλλα χαρίσματα. «Πάντα δε ταύτα ενεργεί εν και το αυτό Πνεύμα διαιρούν ιδία εκάστω καθώς βούλεται». Και πάλιν σε αυτήν την επιστολήν ο θείος Απόστολος λέγει: «Υμείς εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους. Και ους μεν έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία πρώτον Αποστόλους, δεύτερον Προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ια­μάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών». Λοιπόν δεν είναι όλοι Απόστολοι ή δυνάμεις, και δεν έχουν όλοι το χάρισμα να θερα­πεύουν ή να ομιλούν γλώσσες και να ερμηνεύουν, αλλά κάθε ένας κατά την δύναμίν του λαμβάνει το χάρισμα, δηλαδή κατά το μέτρον τής πίστεως και της καθάρσεως. Διότι ανάλογα με την πρόοδον που παρουσιάζει κάποιος στην κατά το ευαγγέλιον ζωήν, λαμβάνει από τον Θεόν την δωρεάν και το χάρισμα. Εάν δώσωμεν ολίγον, ολίγην χάριν λαμβάνουμε· εάν όμως δώσωμε μεγάλην προσπάθεια, λαμβά­νουμε και μεγάλην χάριν. Όπως και εκείνος που έλαβε τα πέντε τά­λαντα δεν έδειξεν οκνηρίαν, ούτε ποσώς παρημέλησεν, αλλά πα­ρευθύς προσεπάθησε ως ευγνώμων δούλος και οικονόμος επιμελέστατα, να διπλασιάση το χάρισμα. Επειδή όποιος έχει λόγον ή πλούτον ή άλλην τέχνην και δύναμιν και δεν κοιτάζει μόνον τον εαυτόν του αλλά προσπαθεί να ωφελήση και τον πλησίον του, αυτός διπλασιάζει το χάρισμα το οποίον έλαβεν από τον Θεόνως ευγνώ­μων· ο δε αχάριστος και άχρηστος, ο οποίος παρέχωσε το τάλαντον, είναι αυτός που φροντίζει να ωφελήση μόνον τον εαυτόν του, και για την σωτηρία των άλλων δεν τον ενδιαφέρει καθόλου· γι’ αυτόν τον λόγον ο τοιούτος κατακρίνεται και δικαίως καταδικάζεται, διότι έκρυψε την χάριν την οποίαν έλαβεν από τον Κύριον. Ομοίως όταν κάποιος είναι ευφυής και επιτήδειος άνθρωπος και γνωρίζει πολλά, δεν επιδίδεται όμως σε πράγματα που αφορούν την ψυχήν, αλλά σε πρόσκαιρες φροντίδες και δολιότητες, κατακρίνεται και αυτός μαζί με εκείνον που έκρυψε το τάλαντον, διότι δεν εχρησιμοποίησε την ευφυΐαν και την προκοπήν του σε θεία και ωφέλιμα πράγματα αλλά σε ανωφελή και γήϊνα. Μετά δε χρόνον πολύν, έρχεται ο Κύριος που έδωσε το αργύριον ή τα λόγια του, διότι «αργύριον πεπυρωμένον» είναι τα λόγια τού Θεού, ή και κάθε χάρισμα γενικώς ημπορείς να ειπής ότι είναι αργύριον, επειδή λαμπρύνει εκείνον που το έχει και τον κάνει ένδοξον «Και συναιρεί λόγον» ο Δεσπότης, εξετάζει δη­λαδή εκείνους οι οποίοι έλαβαν τα τάλαντα και τους ζητεί να του αποδώσουν όχι μόνον το κεφάλαιον, αλλά και το όφελος. Γι’ αυτό και κάθε ένας που έλαβε χάρισμα, είναι χρεώστης στον Θεόν, να αγωνισθή να το διπλασιάση το γρηγορώτερον, δηλαδή να ωφελήση και τον πλησίον του. Διότι όποιος διδάσκει τον αδελφόν του, ή του κάνει κάποιαν άλλην ευεργεσίαν, ας γνωρίζη ότι περισσότερο τον εαυτόν του ωφελεί, επειδή διπλασιάζει το κέρδος του και λαμβάνει από τον Δεσπότην πλουσίαν την ανταπόδοσιν.

Και εκείνοι μεν οι οποίοι ηγωνίσθησαν εργαζόμενοι αυτά που έλαβαν, επαινούνται από τον Δεσπότην ως δούλοι καλοί και χρήσι­μοι και αξιώνονται, τόσον εκείνος που έλαβε τα δύο, όσον και ο άλλος που έλαβε τα πέντε τάλαντα, όμοιας υποδοχής ακούγοντας και οι δύο τον ίδιον λόγον από τον Κύριον, δηλαδή το «ευ δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε εις την χαράν τού Κυρίου σου». Αγαθόςνοείται εδώ αληθώς εκείνος που έχει αγαπητικήν διάθεσιν, απηλλαγμένην από φθόνον, και μετα­δίδει προς τον πλησίον την καλωσύνην του. Και επειδή στα ολίγα εφάνησαν πιστοί και αγαθοί δούλοι, κληρονομούν πολλά από τον Θεόν εκεί στην Βασιλείαν του, τα οποία υπερβαίνουν κάθε φαντα­σίαν διότι αν και εδώ αξιώνονται να λάβουν δωρήματα, όμως αυτά δεν είναι τίποτε συγκρινόμενα με τα μέλλοντα αγαθά τα οποία κλη­ρονομούν στον Παράδεισον. Χαρά δε του Κυρίου είναι η παντοτεινή και αιώνιος ευφροσύνη, την οποίαν έχει ο Θεός ευφραινόμενος στα έργα του, κατά τον Προφήτην «Ευφρανθήσεται Κύριος επί τοις έργοις αυτού». Τοιαύτην λοιπόν ευφροσύνην και αγαλλίασιν απολαμβάνουν οι Αγιοι, ευφραινόμενοι «επί τοις έργοις αυτών», ενώ οι αμαρτωλοί αντιθέτως πικραίνονται για τα έργα τους και μεταμε­λούνται ανώφελα. Οι δε Αγιοι, οι οποίοι έχουν τον πλούτον τού Κυ­ρίου, χαίρουν με αυτόν και αγάλλονται· και εκείνος που έλαβε τα δύο αξιώνεται ίσης τιμής και αγαθών με τον άλλον που έλαβε τα πέ­ντε τάλαντα· διότι όταν κάποιος οικονομήση καλά την μικρήν χάρι που έλαβε, απολαμβάνει ίσην τιμήν με εκείνον που κατώρθωσε τα πολλά, αφού ο καθένας τους εδιπλασίασε το χάρισμα που έλαβε και απολαμβάνουν ομοίαν τιμήν, επειδή και ομοίαν προσπάθειαν επέδειξαν. Ή ας το ειπούμε και με άλλον τρόπον: επαινούνται μεν ίσα και τοποθετούνται σε έναν τόπον, αλλά ο καθένας απολαμβάνει την ανταμοιβήν ανάλογα με το κέρδος που έκαμε.

Οι αγαθοί λοιπόν και ευγνώμονες δούλοι τοιαύτης χαράς και τιμής ηξιώθησαν, ο δε πονηρός και οκνηρός έλαβε την παίδευσιν που του έπρεπε, σύμφωνα με την απολογίαν και την πονηρίαν του. Επειδή απεκάλεσες σκληρόν τον Δεσπότην, γι’ αυτό κατεκρίθης περισσότερο και ασυγχώρητα· διότι αφού εγνώριζες ότι ο Κύριός σου ήταν σκληρός και έπαιρνε τα ξένα πράγματα, έπρεπε και συ, ανόητε άνθρωπε, να επαυξήσης αυτά που έλαβες και να κάμης μαθητάς, να λάβη ο Δεσπότης από εκείνους το οφειλόμενον. «Τραπεζίτας» ωνόμασε τους μαθητάς επειδή αυτοί έχουν την διάκρισι να δοκιμάσουν τον λόγο και να αποδοκιμάσουν ό,τι δεν είναι γνήσιον· από αυτούς ζητεί την ωφέλειαν, δηλαδή την επίδειξι των έργων. Διότι όταν ο μαθητής δέχεται τον λόγον από τον Διδάσκαλον, ωφελείται μεν και αυτός, αποδίδει δε και τον λόγον ολόκληρον, ακόμη δε αποδίδει και την εργασίαν τού καλού ως ωφέλειαν. Από τον πονηρόν όμως δούλον το χάρισμα στρέφεται οπίσω, διότι όποιος έλαβε το χάρισμα για να ωφελήση άλλους και δεν το μεταχειρίσθη για την ωφέλεια των άλλων, αλλά ζητεί να εξυπηρετή μόνον τον εαυτόν του, τότε χά­νει και αυτό που έλαβεΣε εκείνον δε ο οποίος αγωνίζεται να επαυξήση το χάρισμα, ο Κύριος του επιστρέφει περισσοτέραν δωρεάν· διότι σε όποιον αγωνίζεται η χάρις θα πολλαπλασιασθή, ενώ από εκείνον που δεν αγωνίζεται του παίρνουν και εκείνο το ολίγον χάρι­σμα που φαίνεται πως έχει, επειδή το ημαύρωσε με την οκνηρίαν και την αμέλειάν του.

[13ος αι. – Πατριαρχικόν Ομιλιάριον Β’, σελ. 163., Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελ. 285, Ιερόν Κελλίον Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη, Αγιον Όρος]

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...