Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Μαρτίου 01, 2013

ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ - ΠΕΡΙ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ



ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ


ΠΕΡΙ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ  

ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ

Ο αββάς Αντώνιος βυθίζοντας κάποια φορά βαθιά τη σκέψη του στου Θεού την κρίση ζήτησε να μάθει:

«Κύριε, είπε, πώς μερικοί ζουν λίγα χρόνια και πεθαίνουν, ενώ άλλοι φτάνουν στα βαθιά γεράματα;

Γιατί κάποιοι ζουν μέσα στη φτώχεια και άλλοι πλουτίζουν;

Και πώς συμβαίνει άδικοι να πλουτίζουν και δίκαιοι άνθρωποι να ΄ναι φτωχοί;»

Άκουσε τότε μια φωνή να του λέει:

«Αντώνιε, τον εαυτό σου πρόσεχε. Αυτά είναι κρίματα Θεού και δεν σου συμφέρει να τα μάθεις».
 

Είπε ο αββάς Αντώνιος στον αββά Ποιμένα ότι η σπουδαιότερη εργασία που έχει να κάνει ο άνθρωπος είναι να αναλαμβάνει την ευθύνη των σφαλμάτων του ενώπιον του Θεού και να αναμένει πειρασμό μέχρι τελευταίας του πνοής.
 

Είπε επίσης:

«Είδα όλες τις παγίδες του διαβόλου απλωμένες πάνω στη γη και στενάζοντας είπα: Ποιος άραγε μπορεί να τις προσπεράσει αυτές;

Και άκουσα μια φωνή να μου λέει: Η ταπεινοφροσύνη».
 

Ο οιος δεν δοκιμάσθηκε σε πειρασμούς -είπε άλλη φορά- δεν θα μπορέσει να μπει στη Βασιλεία του Θεού.
 

Επισκέφθηκαν κάποτε Γέροντες τον αββά Αντώνιο, μαζί τους ήταν και ο αββάς Ιωσήφ.

Θέλοντας ο Γέροντας να τους δοκιμάσει, τους είπε ένα ρητό από την αγία Γραφή και άρχισε από τους νεώτερους να τους ρωτάει ποιο είναι το νόημά του.

Ο καθένας έλεγε όπως το καταλάβαινε, και ο Γέροντας του απαντούσε:

«Δεν το βρήκες».

Τελευταίο απ΄ όλους ρώτησε τον αββά Ιωσήφ:

«Εσύ τι νομίζεις ότι σημαίνει ο λόγος αυτός;»

«Δεν γνωρίζω» απάντησε εκείνος.

Λέει τότε ο αββάς Αντώνιος:

«Οπωσδήποτε ο αββάς Ιωσήφ βρήκε τον δρόμο, γιατί είπε: δεν γνωρίζω».
 

Εκαναν έφοδο κάποτε οι δαίμονες στον αββά Αρσένιο μέσα στο κελί του και τον ταλαιπωρούσαν.

Έφθασαν κάποια στιγμή οι διακονητές του και καθώς ήσαν έξω από το κελί, τον άκουσαν να κραυγάζει προς τον Θεό και να λέει:

«Θεέ μου, μη με εγκαταλείψεις. Δεν έκανα τίποτε το καλό ενώπιόν σου αλλά βοήθησέ με κατά την αγαθότητά σου να βάλω αρχή».
 

Ρωτήθηκε ο αββάς Αμμωνάς τι είναι «η στενή και τεθλιμμένη οδός». Και αποκρίθηκε:

«Η στενή και τεθλιμμένη οδός είναι να πολεμάει ο άνθρωπος τους λογισμούς του και να κόβει τα δικά του θελήματα από αγάπη για τον Θεό.

Και αυτό σημαίνει το ρητό: Εγκαταλείψαμε εμείς τα πάντα και σε ακολουθήσαμε».
 

Ελεγε ο μακαριστός Γρηγόριος ο Θεολόγος:

«Πώς θα κατέβουμε προς την σωτήρια ταπεινοφροσύνη, χωρίς να εγκαταλείψουμε τον ολέθριο όγκο της υπερηφάνειας; Εάν παντοτινά επιδιώκουμε την ταπεινοφροσύνη και δεν αδιαφορούμε σε καμιά περίπτωση, με την ιδέα ότι τάχα δεν βλαπτόμαστε από αυτό. Διότι η ψυχή εξομοιώνεται προς το αντικείμενο με το οποίο ασχολείται και διαπλάθεται σύμφωνα μ΄ αυτά που πράττει και παίρνει το ανάλογο σχήμα μ΄ αυτά.

Για σένα λοιπόν και η εμφάνιση και το ένδυμα, το βάδισμα όσο και το κάθισμα, η τροφή και η όλη εικόνα της ζωής σου, ακόμη και το στρώσιμο του κρεβατιού και το σπίτι και τα αντικείμενα που υπάρχουν μέσα σ΄ αυτό, όλα ας είναι προσαρμοσμένα για λιτή ζωή. Αλλά και η ψαλμωδία και το άσμα και η καλή συμπεριφορά προς τον πλησίον, και αυτά ας κλίνουν προς τη λιτότητα περισσότερο παρά στην υπερβολή.

Μην κομπάζεις, σε παρακαλώ, με λόγους επιδεικτικούς, ούτε με άσματα υπερβολικά καλλίφωνα, ούτε με συζητήσεις υπερήφανες και δυσνόητες, αλλά σε όλα να αφαιρείς από το μέγεθος.

Καλοσυνάτος μεταξύ των φίλων, ήπιος στον υπηρέτη, ανεξίκακος στους θρασείς, φιλάνθρωπος στους ανήμπορους, η παρηγοριά σ΄ όσους υποφέρουν, παρών σ΄ όσους θλίβονται, μ΄ ένα λόγο μη παραβλέποντας κανέναν, γλυκύς όταν απευθύνεσαι σε κάποιον, ανοιχτόκαρδος στην εξυπηρέτηση, πρόθυμος και καταδεκτικός προς όλους».
 

Ελεγε ο αββάς Επιφάνιος:

«Η Χαναναία κραυγάζει και εισακούεται, η αιμορροούσα σωπαίνει και καλοτυχίζεται, ο Φαρισαίος μιλάει δυνατά και καταδικάζεται, ο Τελώνης ούτε ανοίγει το στόμα και δικαιώνεται».
 

Είπε ο αββάς Ευάγριος: Αρχή σωτηρίας είναι το να καταδικάζεις τον εαυτό σου.
 

Είπε επίσης ότι αυτός που έχει ταπείνωση δεν έχει γλώσσα να πει σε κάποιον ότι είναι αμελής ή να αντιμιλήσει σ΄ εκείνον ο οποίος τον ταλαιπωρεί, ούτε έχει μάτια να δει ή να αντιληφθεί άλλου ανθρώπου ελαττώματα, ούτε αυτιά ν΄ ακούσει πράγματα που δεν ωφελούν την ψυχή του. Στόμα δεν έχει να φανερώσει ελαττώματα κάποιου ή να θλίψει κάποιον με τα λόγια του ούτε έχει ενδιαφέροντα με κάποιον εκτός των δικών του αμαρτημάτων. Αντίθετα, είναι ειρηνικός προς όλους τους ανθρώπους, γιατί αυτό είναι εντολή του Κυρίου και όχι γιατί χαρίζεται κάποια άλλη αδυναμία.

Γιατί κι αν νηστεύει κανείς όλη την εβδομάδα και κάνει πολλούς κόπους έξω από την πορεία αυτή, πάνε χαμένοι όλοι οι κόποι του.
 

Είπε ο αββάς Ησαίας:

«Η συνειδητή παράδοση του εαυτού μας στον Θεό, και η υπακοή στις εντολές του με ταπείνωση, φέρνουν την αγάπη και η αγάπη φέρνει την απάθεια».
 

Ρώτησαν τον αββά Ησαία τι είναι ταπείνωση, κι εκείνος είπε:

«Ταπείνωση είναι να θεωρούμε τον εαυτό μας πιο αμαρτωλό απ΄ όλους τους ανθρώπους και να εξουθενώνουμε τον εαυτό μας ότι τίποτε καλό δεν κάναμε ενώπιον του Θεού.

Και η εργασία της ταπείνωσης είναι η εξής: Να σιωπούμε, να μη ψηφίζουμε τον εαυτό μας σε καμιά περίπτωση, να μην είμαστε φιλόνικοι, να είμαστε έτοιμοι για υποταγή, με το βλέμμα χαμηλωμένο, τον θάνατο να έχουμε πρό οφθαλμών, να μην χρησιμοποιούμε το ψέμα και τον αργό λόγο. Να μην αντιμιλούμε στον μεγαλύτερο, να μη θέλουμε να περάσει ο λόγος μας, να υπομένουμε τις περιφρονήσεις, να μισήσουμε την ανάπαυση, να βιάζουμε τον εαυτό μας σε κάθε περίπτωση, να είμαστε νηφάλιοι, να κόψουμε το θέλημά μας, να μην προκαλούμε κανέναν και να μη φθονούμε κανένα».
 

«Ας μη μιλάει η γλώσσα σου -είπε άλλη φορά- αλλά η πράξη. Ο λόγος σου να΄ ναι ταπεινός περισσότερο απ΄ ό,τι η πράξη.

Μην μιλήσεις ερήμην της συνειδήσεώς σου και μη διδάξεις χωρίς ταπείνωση, για να δεχθεί η γη τον σπόρο σου».
 

Βρέθηκε κάποτε ο αββάς Θεόδωρος με αδελφούς και την ώρα που έτρωγαν, ευλαβικά έπαιρναν τα ποτήρια, αμίλητοι, αλλά δεν έλεγαν το «συγχώρησον». Είπε τότε ο αββάς Θεόδωρος: «Έχασαν οι μοναχοί την ευγένειά τους, να λένε: συγχώρησον».
 

Ο ίδιος είπε:

«Καμιά αρετή δεν μπορεί να συγκριθεί με το να μην εξουθενώνουμε τους άλλους».
 

Ελεγε ο αββάς Ιωάννης:

«Η πόρτα του ουρανού είναι η ταπείνωση.

Και οι Πατέρες μας, περνώντας με χαρά μέσα από πολλές καταφρονήσεις, μπήκαν στην πόλη του Θεού».
 

Είπε επίσης: «Η ταπεινοφροσύνη και ο φόβος του Θεού είναι πάνω απ΄ όλες τις αρετές».
 

Ρώτησε κάποια φορά:

«Ποιος πούλησε τον Ιωσήφ;»

«Οι αδελφοί του» αποκρίθηκε ένας αδελφός.

«Όχι» του λέει ο Γέροντας, «η ταπείνωσή του τον πούλησε, γιατί μπορούσε να πεί «είμαι αδελφός τους» και να αντιδράσει, αλλά σώπασε και χάρη στην ταπείνωση πούλησε τον εαυτό του. Και η ταπείνωσή του τον κατέστησε άρχοντα στην Αίγυπτο».
 

Είπε ο αββάς Ιωάννης:

«Αφήσαμε το ελαφρύ φορτίο, δηλαδή το να μεμφόμαστε τον εαυτό μας και κουβαλάμε το βαρύ, δηλαδή το να δικαιώνουμε τον εαυτό μας».
 

Ο ίδιος καθόταν στη σύναξη και στέναξε μη γνωρίζοντας ότι κάποιος είναι πίσω του.

Όταν το κατάλαβε, έβαλε μετάνοια λέγοντας: «Συγχώρεσέ με, αββά, είμαι ακόμη ακατήχητος».
 

Ρώτησε αδελφός τον αββά Κρόνιο:

«Με ποιόν τρόπο φθάνει ο άνθρωπος στην ταπεινοφροσύνη;»

«Με τον φόβο του Θεού» απαντά ο Γέροντας.

«Και τι κάνοντας -ρωτάει πάλι ο αδελφός- φθάνει στον φόβο του Θεού;»

«Όπως τα βλέπω εγώ -λέει ο Γέροντας- με το να περιμαζεύει τον εαυτό του από κάθε τι και να τον δίνει σε κόπο σωματικό με όση δύναμη έχει, και να θυμάται την έξοδό του από τον κόσμο αυτό και την κρίση του Θεού».
 

Ρώτησαν τον αββά Λογγίνο:

«Ποια απ΄ όλες τις αρετές είναι μεγαλύτερη, πάτερ;»

Και ο Γέροντας είπε:

«Σκέφτομαι ότι όπως η υπερηφάνεια είναι η χειρότερη απ΄ όλες τις αμαρτίες, αφού κι από τον ουρανό έριξε κάποιους, αντίστοιχα και η ταπεινοφροσύνη έχει τη δύναμη και απ΄ αυτά τα απύθμενα βάθη να ανεβάσει πάνω τον άνθρωπο, έστω κι αν έχει αμαρτήσει όσο και ο διάβολος. Γι αυτό και ο Κύριος μακαρίζει αυτούς που έχουν ταπεινό φρόνημα».
 

Πήγαινε κάποτε ο αββάς Μακάριος από το Έλος στο κελί του κρατώντας βλαστούς.

Και ξαφνικά τον συναντάει ο διάβολος πάνω στον δρόμο μ΄ ένα δρεπάνι στο χέρι.

Έκανε να τον χτυπήσει αλλά δεν το κατόρθωσε και του λέει:

«Πολλή αντίσταση υπάρχει σε σένα, Μακάριε, γιατί η δύναμή μου δεν ενεργεί επάνω σου. Ό,τι κάνεις, κάνω κι εγώ, εσύ νηστεύεις, νηστεύω κι εγώ, εσύ αγρυπνείς, εγώ δεν κοιμάμαι καθόλου. Ένα πράγμα μόνο είναι στο οποίο με νικάς».

«Και ποιο είναι αυτό;» τον ρωτάει ο αββάς Μακάριος.

«Η ταπείνωσή σου -απαντά- και γι αυτό δεν μπορώ να σε νικήσω».
 

Είπε ο αββάς Μωυσής:

«Εάν ο άνθρωπος δεν κρατά μέσα στην καρδιά του ότι είναι αμαρτωλός, ο Θεός δεν τον εισακούει».

«Και τι σημαίνει -ρωτάει ο αδελφός- να κρατάς στην καρδιά σου ότι είσαι αμαρτωλός;»

Και απαντά ο Γέροντας:

«Εκείνος που σηκώνει συνειδητά τις αμαρτίες του, δεν βλέπει τις αμαρτίες του πλησίον».
 

Αδελφός ρώτησε τον αββά Μωυσή:

«Σε κάθε κόπο που κάνει ο άνθρωπος, τι είναι αυτό που θα τον βοηθήσει;»

«Ο Θεός, -του απαντά ο Γέροντας- είναι αυτός πού βοηθάει, διότι είναι γραμμένο στη Γραφή:

Ο Θεός είναι καταφυγή και δύναμή μας και βοηθός πανίσχυρος στις θλίψεις πού μας βρίσκουν».

«Και οι νηστείες -ξαναρωτά ο αδελφός- και οι αγρυπνίες που κάνει ο άνθρωπος, τι σκοπό έχουν;»

«Αυτές -του λέει ο Γέροντας- ταπεινώνουν την ψυχή. Και η Γραφή λέει:

Δες την ταπείνωσή μου και τον κόπο μου και συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες μου.

Και εάν η ψυχή θα φέρει τους καρπούς αυτούς, θα την σπλαχνιστεί ο Θεός χάρη σ΄ αυτά».
 

Είπε ο αββάς Ματώης:

«Όσο περισσότερο προσεγγίζει ο άνθρωπος τον Θεό, τόσο πιο πολύ αμαρτωλό χαρακτηρίζει τον εαυτό του.

Ο προφήτης Ησαϊας όταν είδε τον Θεό αποκαλούσε τον εαυτό του ταλαίπωρο και βρωμερό».
 

Ελεγε επίσης:

«Όταν ήμουν νέος, είχα τον λογισμό ότι ίσως κάποια καλή εργασία κάνω.

Τώρα όμως που γέρασα, βλέπω ότι καμιά καλή εργασία δεν έχω κάνει».
 

Αδελφός επισκέφθηκε τον αββά Ματώη και του λέει:

«Πώς οι Σκητιώτες έκαναν περισσότερα απ΄ αυτά πού λέει η Γραφή αγαπώντας τους εχθρούς τους παραπάνω από τον εαυτό τους;»

Και ο αββάς Ματώης του είπε:

«Εγώ μέχρι τώρα ακόμη δεν έχω καταφέρει να αγαπώ σαν τον εαυτό μου εκείνον που με αγαπά».
 

Αδελφός ρώτησε τον αββά Ματώη:

«Τι να κάνω πού με στενοχωρεί η γλώσσα μου, γιατί σαν βρεθώ ανάμεσα σε ανθρώπους, δεν μπορώ να την συγκρατήσω και τους κατακρίνω για κάθε καλή πράξη αλλά και τους ελέγχω. Τι να κάνω λοιπόν;»

Και ο Γέροντας αποκρίθηκε:

«Εάν δεν μπορείς να κυριαρχήσεις στη γλώσσα σου, πάνε να ζήσεις μόνος, γιατί αυτό είναι αδυναμία σου. Αυτός που μένει μαζί με αδελφούς, δεν πρέπει να είναι τετράγωνος, αλλά στρογγυλός για να κυλάει προς όλους».

Και πρόσθεσε ο Γέροντας:

«Το ότι ζω μόνος δεν είναι από αρετή αλλά από αδυναμία. Δυνατοί είναι αυτοί που βάζουν τον εαυτό τους ανάμεσα σε ανθρώπους».
 

Είπε ο αββάς Ξάνθιος:

«Το σκυλί είναι σε καλύτερη μοίρα από μένα, διότι και αγάπη έχει και δεν θα κριθεί».
 

Είπε ο αββάς Ποιμήν:

«Έχουμε πολλούς πειρασμούς, γιατί δεν αποδεχόμαστε την τάξη στην οποία είμαστε, καθώς και το όνομά μας, όπως μας λέει η Γραφή. Δεν βλέπουμε τη γυναίκα τη Χαναναία που αποδέχθηκε τον χαρακτηρισμό που της έκανε ο Κύριος και γι΄ αυτό την ανέπαυσε;

Επίσης την Αβιγαία που είπε στον Δαβίδ: Εγώ έφταιξα, κι εκείνος την άκουσε και την αγάπησε;

Η Αβιγαία εκπροσωπεί την ψυχή και ο Δαβίδ την Θεότητα.

Εάν λοιπόν η ψυχή μεμφθεί τον εαυτό της ενώπιον του Κυρίου, ο Κύριος την αγαπά».
 

Είπε ο αββάς Ποιμήν:

«Μην έχεις περί πολλού τον εαυτό σου, αλλά να προσκολληθείς σε άνθρωπο που η ζωή του είναι σωστή».
 

Αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:

«Το υψηλό φρόνημα τι είναι;»

Και ο Γέροντας του είπε:

«Το να υπεραμύνεσαι το δίκιο σου».
 

Αδελφός είπε στον αββά Ποιμένα:

«Εάν πέσω σε ελεεινό παράπτωμα, με κατάτρωει ο λογισμός μου κατηγορώντας με «πώς έγινε και έπεσες;»

Και ο Γέροντας του λέει:

«Όποια ώρα πέσει ο άνθρωπος σε κάποιο σφάλμα και πει «ήμαρτον», αμέσως παύει ο λογισμός».
 

Είπε ο αββάς Ποιμήν:

«Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη και τον φόβο του Θεού όλη την ώρα, όπως συμβαίνει με την αναπνοή από τη μύτη του».
 

Είπε επίσης:

«Το να είναι παραδομένος κανείς στον Θεό με απόλυτη εμπιστοσύνη, το να μην έχει περί πολλού τον εαυτό του και το να παραιτείται από το θέλημά του, αυτά είναι εργαλεία της ψυχής».
 

Είπε ο αββάς Ποιμήν ότι ο μακάριος αββάς Αντώνιος έλεγε:

«Η μεγάλη δύναμη του ανθρώπου είναι το να αναλαμβάνει την ευθύνη των σφαλμάτων του ενώπιον του Κυρίου και να αναμένει πειρασμό μέχρι τελευταίας του αναπνοής».
 

Είπε πάλι:

«Να μην κάνεις το θέλημά σου. Ανάγκη είναι να ταπεινώνεις τον εαυτό σου για χάρη του αδελφού σου».
 

Είπε επίσης:

«Αυτό που γνωρίζει ένας άνθρωπος και πού δεν το τήρησε πώς μπορεί να το διδάξει στον άλλον;»
 

Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Σισόη:

«Ποια είναι η οδός που οδηγεί στην ταπείνωση;»

Και του απαντά ο Γέροντας:

«Η οδός που οδηγεί στην ταπεινοφροσύνη είναι: η εγκράτεια, η προσευχή στον Θεό και ο αγώνας να έχει κανείς τον εαυτό του κατώτερο από οποιονδήποτε άνθρωπο».
 

Είπε ο αββάς Σαρματάς:

«Προτιμώ άνθρωπο πού αμάρτησε, εάν κατάλαβε ότι αμάρτησε και μετανοεί, παρά άνθρωπο πού δεν αμάρτησε και έχει τον εαυτό του για ενάρετο».
 

Είπε κάποιος Γέροντας:

«Μη λες μόνο λόγια ταπείνωσης, αλλά να έχεις φρόνημα ταπεινό, γιατί χωρίς ταπεινοφροσύνη είναι αδύνατον να υψωθείς στην κατά Θεόν εργασία».
 

Ρώτησαν κάποιον Γέροντα πώς αποκτά η ψυχή ταπείνωση.

Και απάντησε:

«Όταν νοιάζεται μόνον για τα δικά της σφάλματα».
 

Είπε Γέροντας:

«Η ταπείνωση δεν οργίζεται, ούτε κάνει κάποιον να οργιστεί».
 

Είπε Γέροντας:

«Αυτόν που τον τιμούν ή τον επαινούν περισσότερο απ΄ ότι αξίζει, πολύ ζημιώνεται, ενώ εκείνος που δεν τιμάται καθόλου από τους ανθρώπους, θα δοξασθεί από τον Θεό».
 

Είπε Γέροντας:

«Σε κάθε πειρασμό μην κατηγορείς τους ανθρώπους αλλά μόνο τον εαυτό σου λέγοντας: εξαιτίας των αμαρτιών μου συμβαίνουν αυτά».
 

Είπε Γέροντας:

«Μην πιστέψεις μέσα σου πώς επαγρυπνείς για την σωτηρία σου πιο πολύ απ΄ τον αδελφό σου και πώς είσαι πιο ασκητικός απ΄ αυτόν, αλλά μ΄ ένα πνεύμα πτωχείας εν Χριστώ και με αγάπη ανυπόκριτη, να είσαι υποταγμένος στη χάρη του Χριστού για να μην σε βρει πνεύμα

υπερηφάνειας και χάσεις τον κόπο σου. Γιατί έχει γραφεί: Αυτός που νομίζει ότι στέκεται καλά στα πόδια του, ας προσέξει μην πέσει. Να είναι αρτυμένη η ζωή σου με αλάτι μέσα στο πνεύμα του Κυρίου».
 

Είπε Γέροντας:

«Ουδέποτε ξέφυγα απ΄ τα μέτρα μου για ν΄ ανεβώ ψηλότερα, ούτε πάλι ταράχθηκα, γιατί αναγκάστηκα να ταπεινωθώ.

Η όλη φροντίδα μου είναι να παρακαλώ τον Θεό, ώσπου να με απαλλάξει απ΄ τον παλαιό άνθρωπο».
 

Σε κάποιον απ΄ τους αδελφούς παρουσιάστηκε ο διάβολος μετασχηματισμένος σε άγγελο φωτός και του ΄πε:

«Εγώ είμαι ο Γαβριήλ και στάλθηκα σε σένα».

Κι εκείνος απάντησε:

«Πρόσεξε μήπως στάλθηκες για κάποιον άλλον, γιατί εγώ δεν είμαι άξιος».

Κι εκείνος αμέσως έγινε άφαντος.
 

Ελεγαν οι Γέροντες ότι κι αν ακόμη σου παρουσιαστεί πραγματικός άγγελος, μην το πιστέψεις, αλλά ταπεινώσου λέγοντας:

«Δεν είμαι άξιος να δω άγγελο, μια που ζω μέσα στην αμαρτία».
 

Ελεγαν για κάποιο Γέροντα ότι εκεί που καθόταν στο κελί του κι έκανε τον αγώνα του, έβλεπε φανερά μπροστά του τους δαίμονες και τους εξευτέλιζε.

Βλέποντας ο διάβολος τον εαυτό του να νικιέται απ΄ τον Γέροντα, πήγε και παρουσιάστηκε λέγοντας:

«Εγώ είμαι ο Χριστός».

Μόλις τον είδε ο Γέροντας έκλεισε τα μάτια του. Του λέει τότε ο διάβολος:

«Γιατί κλείνεις τα μάτια σου; Εγώ είμαι, ο Χριστός».

Του αποκρίθηκε ο Γέροντας:

«Εγώ δεν θέλω να δω εδώ τον Χριστό».

Και μόλις τ΄ άκουσε ο διάβολος έγινε άφαντος.
 

Σ΄ άλλο Γέροντα έλεγαν οι δαίμονες:

«Θέλεις να δεις τον Χριστό;»

Κι εκείνος τους είπε:

«Να χαθείτε και σεις και αυτά που λέτε. Εγώ πιστεύω στον Χριστό μου πού είπε: Εάν σας πει κάποιος, να, εδώ ο Χριστός, να, εκεί ο Χριστός, να μην πιστέψετε».

Κι αμέσως εξαφανίστηκαν.
 

Κάποιος αδελφός ρώτησε ένα Γέροντα:

«Ποια είναι η προκοπή του ανθρώπου που τη θέλει κι ο Θεός;»

Κι απάντησε ο Γέροντας:

«Η προκοπή του ανθρώπου είναι η ταπείνωση, γιατί όσο κάποιος κατεβαίνει προς την ταπείνωση, τόσο ανεβαίνει σε προκοπή».
 

Είπε Γέροντας:

«Εάν πεις σε κάποιον, συγχώρησέ με, ταπεινώνοντας τον εαυτό σου, καις τους δαίμονες».
 

Ρωτήθηκε κάποιος Γέροντας τι είναι ταπείνωση.

Κι απάντησε:

«Η ταπείνωση είναι μεγάλο και Θεϊκό έργο, ο δρόμος που οδηγεί στην ταπείνωση είναι οι σωματικοί κόποι και το να θεωρεί κανείς τον εαυτό του πιο αμαρτωλό απ΄ όλους και κατώτερο όλων».

Και είπε ο Γέροντας:

«Αυτό στην πράξη σημαίνει να μην προσέχει κανείς ξένες αμαρτίες, αλλά πάντοτε τις δικές του και διαρκώς να παρακαλεί τον Θεό».
 

Παρακάλεσε κάποιος αδελφός ένα Γέροντα:

«Πες μου -του είπε- κάτι που να το τηρήσω και να σωθώ μ΄ αυτό».

Και του λέει ο Γέροντας:

«Εάν μπορείς να βαστάξεις όταν σε βρίσουν, αυτό είναι το μεγαλύτερο απ΄ όλες τις αρετές».
 

Είπε Γέροντας:

«Σώζεται εκείνος που μπορεί να σηκώσει εξουθένωση και βρισιές και ζημία».
 

Είπε Γέροντας:

«Μην κατηγορήσεις μέσα σου τον αδελφό σου για οποιοδήποτε πράγμα».
 

Είπε λοιπόν ο Γέροντας:

«Αυτό είναι που θεραπεύει τον άνθρωπο και αυτό θέλει ο Θεός, να αναλάβει δηλαδή ο άνθρωπος την ευθύνη των σφαλμάτων του ενώπιον του Θεού».
 

Κάποιος ρώτησε έναν Γέροντα:

«Τι να κάνω πού η κενοδοξία μου με θλίβει;»

Και του απαντά ο Γέροντας:

«Καλά κάνεις, μια και συ έκανες τον ουρανό και τη γη».

Και απ΄ αυτό κατανύχθηκε ο αδελφός και έβαλε μετάνοια λέγοντας:

«Συγχώρεσέ με, γιατί τίποτε τέτοιο δεν έκανα».

Και του είπε ο Γέροντας:

«Αν αυτός που τα δημιούργησε αυτά, ήρθε μέσα σε ταπεινοφροσύνη, εσύ που είσαι πηλός, γιατί κενοδοξείς; Ποιο είναι, λοιπόν, το έργο σου, δυστυχισμένε;»
 

Είπε κάποιος Γέροντας:

«Αν μπροστά σου κατηγορήσει κάποιος αδελφός έναν άλλο αδελφό, πρόσεξε μην τον ντραπείς και πεις:

«Ναι, έτσι είναι», αλλά ή σιώπα ή πες του: «Εγώ αδελφέ, είμαι καταδικασμένος και δεν μπορώ να κρίνω άλλον».

Και έτσι σώζεις και τον εαυτό σου και εκείνον».

Ο άσωτος νους


Περιουσία πραγματική του ανθρώπου είναι ο νους. '' Προ πάντων ουσία και περιουσία ημών έμφυτος ο νους εστιν ο ημέτερος '' . Όταν παραμένουμε στον δρόμο της σωτηρίας , '' συνηγμένον αυτόν έχομεν προς εαυτόν και τον πρώτον και ανωτάτω νουν τον Θεόν ''. Σωτηρία είναι να έχουμε τον νου στον Θεό. Όταν όμως ανοίγουμε θύρα στα πάθη , τότε και ο νους μας ΄΄ ευθύς σκορπίζεται , πλανώμενος πάσαν ώραν περί τα σαρκικά τε και γήινα , περί τε τας πολυμόρφους ηδονάς , και τους επί ταύταις εμπαθείς λογισμούς '' . Τότε ο νους του ανθρώπου γίνεται άσωτος και και γενικά ο άνθρωπος λέγεται άσωτος. Ο πλούτος του νου είναι η φρόνηση και αυτή διακρίνει το καλό από το κακό , όταν παραμένει στην τήρηση των εντολών του Χριστού. Όταν όμως ο νους απομακρυνθεί από τον Θεό , τότε και η φρόνηση σκορπίζεται σε πορνεία και αφροσύνη.


                                                        Μητροπολίτης  Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος 


                                                     Η αποκάλυψη του Θεού

Ἐσχατολογικὴ Ἐκκλησία +π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος




Οἱ πεντηκοστιανοὶ ἰσχυρίζονται πὼς ἀπoστoλὴ τους εἶναι νὰ συγκροτήσουν τὴν ἐκκλησία τῶν ἐσχάτων καιρῶν, τὴν ἐκκλησία ποὺ θὰ παραλάβει ὁ Κύριος καὶ ἐπικαλoῦvται τὴν δῆθεν ἔκχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὶς πεντηκοστιανὲς ὁμάδες τοῦ αἰώνα μας.

Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ὅτι σύμφωνα μὲ τὴ Γραφὴ ἡ ἐκκλησία ὑφίσταται διὰ μέσου τῶν αἰώνων καί, συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ πρωτοεμφανίστηκε στὸν αἰώνα μας, παρατηροῦμε πὼς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὁδηγεῖ στὴν ἑνότητα καὶ ὄχι στὴ διαίρεση (Ἰω. ιστ' 13. Ἐφεσ. δ' 3-5. 13). 

Οἱ διάφορες πεντηκοστιανὲς ὁμάδες δὲν ἔχουν «μία πίστη», ἀλλὰ παρουσιάζουν μεγάλες διαφορὲς στὴ δογματικὴ διδασκαλία, ἀκόμη καὶ στὸ βασικὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Γενικὰ παρατηροῦμε πὼς ἡ κίνηση τῶν πεντηκοστιανῶν δὲν συνέβαλε στὴν ἑνότητα, ἀλλὰ στὴ μεγαλύτερη διαίρεση τῶν προτεσταντικῶν ὁμάδων.

Οἱ πεντηκοστιανοὶ διακρίνουν τὸ «μικρὸ ποίμνιο», τὸ ὁποῖο ταυτίζεται δῆθεν μὲ τὴν ἐκκλησία τῶν «ἐκλεκτῶν», ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τῶν «μαζῶν», ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸν «κόσμο», εἶναι λένε, ἡ «κατ' ὄνομα ἐκκλησία», ποὺ δὲν ἐναρμονίζεται μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἡ ἄποψη αὐτὴ δὲν εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν ἁγία Γραφή.

Τὸ «μικρὸ ποίμνιο» τοῦ Λουκ. ιβ' 32 ἀναφέρεται στὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ ὄχι στὴ σημερινὴ ἐποχή. Τότε ἡ ἐκκλησία εἶχε τὴ συναίσθηση πὼς βρίσκεται ἀντιμέτωπη μὲ τὴ μεγάλη πλειoψηφία τῆς κοινωνίας, ποὺ δὲν εἶχε δεχθεῖ τὴ Χριστιανικὴ πίστη. 

Ὅμως σὲ κάποια στιγμή, σὲ πoλλὲς περιοχὲς τῆς γῆς, ἔπαυσε νὰ ἀπoτελεῖ μειονότητα. Αὐτὸ δὲν σημαίνει πὼς «ἀποστάτησε».

Ἂν δεχθοῦμε αὐτὴ τὴν ἄποψη τῶν πεντηκοστιανῶν, πρέπει νὰ συμπεράνουμε πὼς καὶ ἡ κίνησή τους, λόγoυ χάρη στὶς περιοχὲς τῆς Νότιας Ἀμερικῆς, ποὺ στὸ μεταξὺ ἔγινε πλειoψηφία, ἔπεσε σὲ ἀποστασία.

Ἀποδεικνύεται δηλαδὴ πὼς ἡ παλιὰ διάκριση ἔχασε τὴ σημασία της καὶ πὼς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ καθηλώσoυμε τὴν ἐκκλησία στὴν ἱστορικὴ ἐποχὴ τοῦ ξεκινήματός της.
πηγή

Ὁμιλία πρὸ τῆς χειροτονίας Anthony Bloom




Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτη Ἀντωνίου ποὺ δόθηκε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀκολουθίας τῆς προηγούμενης τῆς χειροτονίας του σὲ ἐπίσκοπο. (Ἡ χειροτονία ἔγινε στὶς 30 Νοεμβρίου 1957).


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! 


Ἐπίσκοποι, πατέρες καὶ ἀδελφοί! 

Εἶχα κλονιστεῖ βαθύτατα ἀπὸ τὴν ἀπόφαση τοῦ Ἁγίου Πατριάρχη καὶ τῆς Ἁγίας Συνόδου νὰ μὲ διορίσουν ἐπίσκοπο τοῦ Σεργκέγιεβο. Τώρα ὅμως ἡ πάλη στὸ μυαλό μου ἔχει πάψει καὶ στέκομαι μπροστὰ σας ἔχοντας συγκεντρώσει τὶς σκέψεις μου καὶ ἐρευνήσει τὴ συνείδησή μου ἀπέναντι στὸ Θεό, ἕτοιμος νὰ σᾶς μεταδώσω μὲ εἰλικρίνεια ὅλες τὶς σκέψεις πού μοῦ γεμίζουν τὸ μυαλό.

Ἂν ὑπάκουα στὶς πρῶτες ὑποκινήσεις τῆς καρδιᾶς μου θὰ ζητοῦσα ἔλεος γιατί ὁλόκληρο τὸ εἶναι μου στρέφεται μὲ πόθο πρὸς τὴ σιωπὴ τῆς προσευχῆς καὶ τὴν ἀνωνυμότητα τῆς μοναστικῆς ὑπηρεσίας· καὶ ἔγινα ἕρμαιο τοῦ φόβου καὶ τῆς μιζέριας ὅταν, μὲ τὴ φωνὴ τῆς ἐκκλησίας, ὁ Χριστὸς μὲ πρόσταξε νὰ στρατευτῶ μαζὶ μὲ τοὺς μάρτυρες τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιατί δὲν ὑπάρχει κάλεσμα πιὸ φοβερὸ καὶ πιὸ ὑπεύθυνο (Ἰω 20.21, Ματθ.10.16).

Ὅταν, πρὶν δεκατέσσερα χρόνια, ἐνῶ ἐξασκοῦσα ἀκόμα τὴν ἰατρική, ἔκανα τὴ μυστικὴ μοναχική μου συνθήκη ἀπέβλεπα σὲ κάτι τὸ ἡρωικό: προσευχή, νηστεία, ἀγρυπνίες, δυσκολίες. Ἡ ἀγάπη δὲ μοῦ φαινόταν ἕνα δύσκολο κατόρθωμα ἀλλὰ ἁπλῶς μία χαρὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς. Τώρα ἔχω πιὰ μάθει πὼς δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀλύγιστος νόμος ἀπὸ ἐκεῖνον τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, τῆς εὔσπλαχνης, μαρτυρικῆς ἀγάπης τῆς Ἁγίας Τριάδας, τῆς ἀγάπης τοῦ ἐλεήμονα Λυτρωτῆ ποὺ θυσιάζεται γιὰ χάρη ἐκείνων ποὺ ἔχουν φύγει μακριά Του, τῆς ἀγάπης τοῦ Καλοῦ Ποιμένα ποὺ δίνει τὴ ζωή Του γιὰ τὰ πρόβατά Του... 

Μὲ εὐκολία καὶ χαρὰ πρόφερα τὶς ἀποτακτικὲς ὑποσχέσεις. Δὲν αἰσθανόμουν τίποτα ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ μία εἰλικρινῆ, χαρούμενη ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστό. Μοῦ φαινόταν πὼς δὲν εἶχα τίποτα ν' ἀπαρνηθῶ μιὰ καὶ τίποτ' ἄλλο δὲν ποθοῦσα, γιὰ τίποτ' ἄλλο δὲν ἔψαχνε ἡ ψυχή μου ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Θεό. 

Ἔτσι εἶχα πραγματικὰ ἐκπλαγεῖ μὲ τὰ ἀποχαιρετιστήρια λόγια τοῦ πνευματικοῦ μου πατέρα, πὼς μοναχικὴ ζωὴ δὲν εἶναι τὰ ἀσκητικὰ κατορθώματα μὰ ἡ τέλεια ἀγάπη.

Σύντομα ὅμως ἡ ἐξάσκηση τῆς ἰατρικῆς μὲ τρόπο μοναχικὸ ἄρχισε νὰ μοῦ ἀποκαλύπτει τὸν μέχρι τότε ἄγνωστο πλοῦτο τῆς ἀγάπης: νὰ μὲ μυεῖ στὸ νόημα τῶν λόγων πού μοῦ εἶχαν εἰπωθεῖ καὶ νὰ μὲ ἕλκει στὴν ἱερωσύνη. «Ἔχεις ἐγκαταλείψει ὅλα ἐκεῖνα στὰ ὁποῖα δὲν ἔδινες σημασία» - ἡ συνείδησή μου συνεχῶς μὲ κέντριζε - «γιὰ χάρη τοῦ ἑνὸς ἐκείνου ποὺ ποθοῦσες· ἄφησες αὐτὸ ποὺ δὲ χρειαζόσουν γιὰ νὰ κερδίσεις αὐτὸ ποὺ ποθοῦσες. Ὅπως κι ὁ νέος στὸ Εὐαγγέλιο δὲ θέλεις νὰ θυσιάσεις τὰ πλούτη σου». Γεμάτος λύπη καὶ ἀβεβαιότητα διερωτήθηκα: «Τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;»... 

Πατέρες καὶ ἀδελφοί, ἔγινα ἱερέας γιὰ νὰ βρεῖ ἡ μοναχικὴ συνθήκη μου τὸ ἀποκορύφωμά της, γιὰ νὰ μὴν ἀπομείνει τίποτα ἐντός μου ποὺ νὰ 'ναι δικό μου. Ἀπὸ τότε ἔχουν περάσει σχεδὸν δέκα χρόνια καὶ μόλις ποὺ ἀρχίζω νὰ καταλαβαίνω πὼς ἀκόμα δὲν μπῆκα στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ, κι ὅμως ὁ Κύριος μὲ καλεῖ νὰ γίνω μία θυσία (Φιλιπ. 2.17, 2 Τιμ. 4.6), βάζει στοὺς ὤμους μου τὸ ὠμοφόριο, τὸ σύμβολο τοῦ χαμένου προβάτου ποὺ ὁ Καλὸς Ποιμένας πρέπει νὰ βρεῖ καὶ νὰ σώσει θυσιάζοντας τὴ ζωὴ του τὴν ἴδια, καὶ μοῦ δίνει τὸ σκῆπτρο, τὸ ταξιδιωτικὸ ραβδὶ τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ (Ἑβρ.11.13). Τὸ ἀδιανόητο γίνεται πραγματικότητα.

Ὅμως δὲν πιστεύω στὴν τύχη. Εἶμαι βαθειὰ πεπεισμένος πὼς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς κυβερνᾶ τὴν ἐκκλησία Του, καὶ ἀπὸ τὴ νεότητά μου εἶχα γιὰ κανόνα (ὅσο εἶχα τὴ δύναμη καὶ τὴν πίστη) νὰ μὴ ζητῶ καὶ νὰ μὴν ἀρνοῦμαι ὁ,τιδήποτε, νὰ μὴ ζητῶ ἀπὸ τὸ Θεὸ οὔτε σταυρό, οὔτε παρηγοριὰ γι’ αὐτὸ καὶ σκύβω τὸ κεφάλι καὶ μὲ δέος μὰ χωρὶς ἀμφιβολία προσφέρω εὐχαριστίες μὲ σταθερὴ κι ἀκέρια τὴν καρδιὰ καὶ δέχομαι τὸ Σταυρὸ πού μοῦ δίνεται χωρὶς καμμιὰ ἀντιλογία.. 

Δὲ θὰ μιλήσω γιὰ τὴν ἀναξιότητά μου. Πιστεύω στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ θεραπεύει τὴν ἀσθένεια καὶ συμπληρώνει τὶς ἐλλείψεις τῶν ἀνθρώπινων δυνάμεων. Γνωρίζω ἐπίσης ἀπὸ προσωπικὴ ἐμπειρία ὅτι «ἡ τοῦ Θεοῦ δύναμις ἐν ἀσθένειᾳ (μόνον) τελειοῦται» (2 Κορ 12.9) ἔτσι παρακαλῶ τὸν Παντοδύναμο νὰ μοῦ δώσει ὄχι δύναμη ἀλλὰ τὴν εὐλογημένη ἀσθένεια ποὺ γεννιέται στὴν ταπεινή, συντετριμμένη κι εὔσπλαχνη καρδιά· ἱκετεύω τὸ Θεὸ νὰ μοῦ δώσει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταπείνωση, τὰ μόνα σταθερὰ θεμέλια τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὸ μοναδικὸ περιεχόμενο τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς, τὴν πηγὴ τῆς Γνώσης, τῆς Σοφίας καὶ τῆς Σύνεσης. 

Τὸ γνωρίζω πὼς δὲν εἶμαι ἄξιος τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ αὐτῆς τῆς παροδικῆς ζωῆς, πιστεύω ὅμως καὶ γνωρίζω μὲ βεβαιότητα πὼς ἐξ αἰτίας τῆς ἀπεριόριστης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο θὰ δοθεῖ καὶ σ' ἐμένα ἡ δύναμη τῆς χάρης ποὺ ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία ὡς σύνολο καὶ πὼς ὁ Θεὸς θὰ χαρίσει καὶ σ' ἐμένα τὸ «πάντα δύνασθαι», (Μαρ.9.23) τὸ νὰ κατορθώνω ὅ,τι Ἐκεῖνος διατάζει. 

Δὲ βρίσκω λόγια ποὺ νὰ ἀναλογοῦν στὸ τρεμάμενο αἴσθημα ποὺ ξεχειλίζει ἀπὸ τὴν καρδιά μου ὅταν σκέφτομαι ὅτι ἡ σύνοδος τῶν Ρώσων Ἐπισκόπων ἔχει ἀποφασίσει τὴν εἰσδοχή μου στοὺς Ἀποστολικοὺς Κύκλους· ὅτι πιστεύει στὴν εἰλικρίνεια τῆς ἀγάπης μου γιὰ τὸ Θεό, τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ὀρφανεμένο μας κόσμο· ὅτι μοῦ ἐμπιστεύεται τὸ Σταυρὸ «ὡς ἐπιθανατίῳ» (1 Κορ. 4.9)· ὅτι δὲν ἀμφέβαλε γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι κι ἐγὼ θὰ διάλεγα ν' ἀκολουθήσω τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Πρώτου Ποιμένα καὶ μαζί Του νὰ δώσω τη ζωή μου γιὰ χάρη τῶν προβάτων. 

Θερμοπαρακαλῶ ἐσᾶς, τοὺς Ἐπισκόπους τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, νὰ παρακαλέσετε τὸ Θεὸ νὰ μοῦ δώσει τὴν ἀσθένεια ἐκείνη ποὺ εἶναι δεκτική τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπη Του, «νοῦν Χριστοῦ» (Φιλιπ. 2.5, 1 Κορ. 2.16), τὴν ταπείνωσή Του, πίστη μέχρι τέλους καὶ τέλεια ὑπακοὴ σ' Ἐκεῖνον μόνο. Πιστεύω πὼς μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἁγίου Πατριάρχη καὶ τῆς Μητρικῆς μου Ἐκκλησίας ὁ Κύριος δὲ θὰ μὲ ἐγκαταλείψει ἀλλὰ θὰ μοῦ ἐπιτρέψει νὰ Τὸν ὑπηρετήσω πεθαίνοντας γιὰ τὸ ἐγώ μου καὶ θὰ δώσει νὰ ἐλαττώνομαι καθημερινὰ ὥστε Ἐκεῖνος νὰ αὐξάνει, ὑποτάσσοντας στὸν Ἑαυτὸ Του συνεχῶς ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς φύσης μου μέχρι ποὺ νὰ γίνουν τελείως δικές Του.

Ἡ καρδιά μου εἶναι γεμάτη μὲ βαθειὰ ἀγαλλίαση καὶ νιώθει εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸ Σεβασμιώτατο Ἐπίσκοπο Ἀπαμείας Ἰάκωβο ὁ oποῖος, ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, σήμερα παίρνει μέρος στὸ διορισμό μου καὶ αὔριο στὴ χειροτονία μου. Εἴθε ἡ εὐλογία τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινούπολης, μητέρας ὅλων τῶν νέων μας Σλαυϊκῶν Ἐκκλησιῶν, νὰ μὲ σκεπάσει μὲ τὴν ἐπίθεση τῶν χεριῶν του καὶ εἴθε ἡ παρουσία του νὰ ἀποτελέσει ζωντανὴ μαρτυρία τῆς ἄφθορης ἑνότητας τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Πίστη, τὰ Μυστήρια καὶ τὴν Ἀγάπη.

Πατέρες καὶ ἀδελφοί! Σπάνια ὁ Θεὸς δίνει ὁ Ἐπίσκοπος νὰ χειροτονεῖται, ὅπως ἐγώ, ἀνάμεσα στὸ ποίμνιό του. Ἐπιτρέψετέ μου νὰ ἀπευθυνθῶ καὶ στὰ πνευματικά μου παιδιὰ τὴν ὥρα αὐτὴ ποὺ εἶναι σημαντικὴ καὶ γιὰ ἐκεῖνα καὶ γιὰ μένα. Κατὰ τὰ χρόνια τῆς ποιμαντικῆς μου ὑπηρεσίας ἀνάμεσά σας ὁ Θεὸς μᾶς ἀξίωσε νὰ γίνουμε μία στενὴ καὶ ἀγαπημένη οἰκογένεια. Ἡ ἐπισκοπικὴ χάρη εἶναι ἐχέγγυο γιὰ μιὰ ἀκόμα πιὸ βαθειὰ καὶ πιὸ ἀληθινὴ ἑνότητα διότι ἡ χάρη αὐτὴ εἶναι πρῶτα ἀπ' ὅλα χάρη καθοδήγησης καὶ πνευματικῆς πατρότητας. Ἂς εὐχαριστήσουμε τὸν Κύριο! Κι ἂς ἀγαπήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο πιὸ ἀληθινά, πιὸ ζωντανὰ καὶ πιὸ δραστικά. Ἂς ἑνωθοῦμε μὲ τὸ Χριστὸ μέσα στὴν ἀγάπη καὶ μέσω τῆς ἀγάπης καὶ μὲ τὴν ἀγάπη Ἐκείνου ποὺ τίποτα δὲ σπάζει ἂς ἀγαπήσουμε τὸν κόσμο τοῦτο γιὰ τὸν ὁποῖο θυσιάστηκε. Ἂς ἀγαπήσουμε τὸν καθε ἄνθρωπο μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ὁ Χριστὸς ἀγαπᾶ ἐκεῖνον καὶ ἐμᾶς (Φιλιπ. 1.8). Ἂς μποῦμε στὴ ζωὴ σὰν μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ μὲ νέα ἐλπίδα καὶ ἀνανεωμένες δυνάμεις. Εἴθε νὰ εἰσάγουμε στὸν κρύο, ὀρφανὸ κόσμο τὸν πυρσὸ τῆς ἀκαταμάχητής μας χαρᾶς ὥστε ἡ κάθε ψυχὴ ν' ἀναγαλλιάσει, ὁ κάθε φόβος νὰ διαλυθεῖ, τὸ μίσος νὰ ἐξαλειφτεῖ καὶ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ νὰ φωτίσει ἀκόμα καὶ ἐκείνους ποὺ πλανιοῦνται στὸ σκοτάδι ὥστε μὲ μιὰ καρδιὰ καὶ μ' ἕνα νοῦ ὅλοι χωρὶς ἐξαίρεση νὰ ὑψώσουμε θριαμβευτικὸ ὕμνο πρὸς τὸ Θεό. 

Αὐτὲς εἶναι οἱ σκέψεις καὶ τὰ αἰσθήματα μὲ τὰ ὁποῖα στέκομαι μπροστὰ στὴν ἁγιότητά σας σήμερα. Θυμᾶμαι τὴν προειδοποίηση τοῦ Κυρίου ὅτι «ἐκ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ» (Ματθ. 12.37), ἀλλὰ πιστεύω ὅτι μὲ τὶς προσευχές σας, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ὑποστήριξή σας ὁ Κύριος θὰ φέρει σὲ πέρας τὸ καλὸ ποὺ ὁ ἴδιος ἔχει ἐμπνεύσει (Φιλιπ. 2.13), θὰ συγχωρέσει τὴν ἄγνοιά μου καὶ τὶς ἐλλείψεις τῶν λόγων μου, θὰ ἑνώνει ὅλους μας καὶ θὰ εἶναι Ἐκεῖνος μόνος Ποιμένας μας καὶ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀμήν.
πηγή

Η λύπη της διάνοιας μας σιμώνει στον Θεό


Η λύπη της διάνοιας μας σιμώνει στον Θεό

                   
Μετά χαράς δέχομαι κάθε κακοπάθηση ,
 γιατί αλλιώς δεν ανοίγουνε τα μάτια 
στο αληθινό το φως , 
μήτε τ`αυτιά ακούνε  τα καλά μηνύματα , 
μήτε τα πόδια περπατάνε στο δρόμο που
 πάγει εκεί οπού είναι η αιώνια πολιτεία του
 Χριστού , εκεί που βρίσκουνε ειρήνη κι ανάπαυση 
οι αγαπημένοι του. 
Όποιος δεν καταλάβει πως είναι απροστάτευτος
 κ`έρημος στον κόσμο τούτον  , 
δεν θα ταπεινωθεί ,
 κι όποιος δεν ταπεινωθεί  , 
δεν θα ελεηθεί.
 Η λύπη της διάνοιας μας σιμώνει στον Θεό. 

Γι`αυτό δεν θέλω καμμιά καλοπέραση · καρδιά συντριμμένη.

                                                                   
                             
                                                                                                                                                                                                                                                                                          Φώτιος  Κόντογλου

Ὁ Ἅγιος Δαβὶδ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος

Ὁ Ἅγιος Δαβὶδ καταγόταν ἀπὸ τὴν Οὐαλία καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ἀπὸ νεαρὰ ἡλικία ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἐκάρη μοναχός. Ἀποσύρθηκε στὴ νῆσο τοῦ Οὐάϊτ, καθοδηγούμενος ἀπὸ τὸν Γέροντα Παυλίνο. Κήρυξε πρὸς τοὺς Βρετανοὺς καὶ ἀνοικοδόμησε ναὸ στὴν πόλη Γκλαστένμπουρυ, ὅπου κατὰ τὴν παράδοση κήρυξε ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας ποὺ εἶχε, κατὰ τὴν παράδοση, μαζί του τὸ Ποτήριον τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καὶ τὸν Ἀκάνθινο Στέφανο τοῦ Κυρίου.
Ὁ Ἅγιος Δαβὶδ ἵδρυσε δώδεκα μοναστήρια στὰ ὁποῖα ἐπέβαλε τοὺς κανόνες τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Οἱ μοναχοὶ μιλοῦσαν σπάνια καὶ ὡς κύριο ἔργο τους εἶχαν τὴν προσευχή.
Ὁ Ἅγιος ἔλαβε μέρος σὲ δύο Συνόδους κατὰ τοῦ Πελαγιανισμοῦ, ποὺ ἔγιναν στὴν πόλη Μπρέβυ τὸ 512 ἢ 519 μ.Χ. καὶ στὴν πόλη Βικτόρια λίγο ἀργότερα. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Συνόδου ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Οὐαλίας, ἀλλὰ ἀποδέχθηκε τὴν ἐκλογή του μετὰ ἀπὸ πολλὲς πιέσεις.
Ὁ Ἅγιος Δαβὶδ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 544 μ.Χ.

Ἡ Ἁγία Ἀντωνίνα ἡ Μάρτυς


Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀντωνίνα καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Νίκαια τῆς Βιθυνίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Ὄντας Χριστιανή, φανερώθηκε στὸν Μαξιμιανό, ὅταν ἀναχώρησε γιὰ τὴν Νίκαια καὶ ὁμολόγησε μὲ τόλμη γνώμης τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ βασανίσθηκε καὶ ὁδηγήθηκε στὴ φυλακή. Ἀφοῦ τὴν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴ φυλακή, τὴν πίεσαν μὲ τὴν βία νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Ἁγία δὲν δέχθηκε καὶ παρέμενε σταθερὴ στὴν πίστη της. Τότε οἱ δήμιοι τὴν κρέμασαν καὶ τῆς ἔγδαραν τὰ πλευρά. Ἔπειτα τὴν τοποθέτησαν πάνω σὲ πυρακτωμένη σχάρα, ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ μαρτύριο ἡ Ἁγία παρέμεινε ἀβλαβής.
Στὴ συνέχεια, ἀφοῦ τὴν ἔβαλαν σὲ σάκο, τὴν ἔριξαν στὴ λίμνη τῆς Νίκαιας, στὴν ὁποία βρῆκε τὸ μαρτυρικὸ θάνατο καὶ ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...