Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιουνίου 08, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (Ιωάν. Θ΄ 1-38) Γράφει ο Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος,

Όταν ο άνθρωπος θελήσει να ρίξει μια ματιά στον εαυτό του, θα διαπιστώσει με θλίψη ότι, εκτός από τις αρετές και τα χαρίσματα, διαθέτει μεγάλα πάθη και μεγάλες αδυναμίες. Και τέτοιο φοβερό πάθος, το πάθος του φθόνου αποκαλύπτεται με την ευαγγελική περικοπή του τυφλού, στα πρόσωπα τωνΌταν ο άνθρωπος θελήσει να ρίξει μια ματιά στον εαυτό του, θα διαπιστώσει με θλίψη ότι, εκτός από τις αρετές και τα χαρίσματα, διαθέτει μεγάλα πάθη και μεγάλες αδυναμίες. Και τέτοιο φοβερό πάθος, το πάθος του φθόνου αποκαλύπτεται με την ευαγγελική περικοπή του τυφλού, στα πρόσωπα των Φαρισαίων.
Όχι ότι δεν γνώριζαν τον «ποτέ τυφλόν» (δηλ. τον πρώην τυφλό), όχι ότι δεν έβλεπαν και δεν διαπίστωναν με τα ίδια τους τα μάτια το καταπληκτικό θαύμα του Κυρίου Ιησού, όχι ότι είχαν ανάγκη την μαρτυρία των γονέων του… Τίποτε απ’ όλα αυτά. Το μεγάλο πρόβλημα για τους τότε αλλά και της κάθε εποχής Φαρισαίους ήταν και παραμένει ο φθόνος.
Δικαίως δε από τους αγίους της Εκκλησίας μας έχει χαρακτηριστεί ως το ολεθριότερο απ’ όλα τα πάθη και απ’ όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες. Δεν είναι μόνο ότι τον πικραίνει και τον δηλητηριάζει με το φαρμάκι του, τον δύστυχο άνθρωπο που θρέφει το φθόνο μέσα στην καρδιά του, αλλά ταυτοχρόνως τον κάνει να παραλογίζεται και να καταντά σε πράξεις καθαρώς δαιμονικές. Τέλος δε, τον εξευτελίζει και τον γελοιοποιεί ενώπιον των συνανθρώπων του, αφού μετά βεβαιότητος του «εξασφαλίζει» το εισιτήριο για την «λίμνη του πυρός την καιομένη».(Αποκ. ΙΘ΄20). 
Και ναι μεν, οι Φαρισαίοι, εξευτελίστηκαν από τις ίδιες τους τις ερωτήσεις, καθ΄ότι ο τέως τυφλός, διά των απαντήσεών του, αφ’ ενός μεν ομολογεί την πίστη του στον Χριστό, αφ’ ετέρου δε αποδεικνύει ότι οι άνθρωποι αυτοί (που τελικώς κατάντησαν Χριστοκτόνοι), ήταν οι πραγματικά τυφλοί, αφού τους οφθαλμούς της διανοίας, τους είχε καταστρέψει το δηλητήριο της κακίας και το σαράκι του φθόνου.
Αλλ’ αδελφοί μου, το ίδιο δεν βλέπουμε και μετά τόσους αιώνες να συμβαίνει και σήμερα στην κοινωνία μας, όσον αφορά τον φθόνο των συγχρόνων Γραμματέων και Φαρισαίων, έναντι του Θεανδρικού προσώπου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού;
Αναμφιβόλως, οι σύγχρονοι αυτοί κακούργοι Γραμματείς και Φαρισαίοι, βρίσκονται σε πολύ χειρότερη μοίρα από αυτούς της Ευαγγελικής Περικοπής, αφού οι τόσοι αιώνες που προηγήθηκαν απέδειξαν περίτρανα το τι ακριβώς είναι ο Χριστός και το Σώμα Του, η Ορθοδοξία μας δηλαδή.
Οπωσδήποτε, το μόνο βέβαιο είναι ότι όπως και σε κάθε περίπτωση και σε κάθε εποχή, έτσι και τώρα, αλλά και έως το τέλος των αιώνων, τα ίδια αποτελέσματα αυτής της καταστάσεως, θα έρθουν να επιβεβαιώσουν ότι όσοι φθονούν τον Χριστό, γίνονται καταγέλαστοι.
Αλήθεια, που είναι οι εχθροί του Ιησού της κάθε εποχής; Πού οι παρανοϊκοί Νέρωνες και οι φθονεροί Διοκλητιανοί; Πού οι απαίσιοι και διεστραμμένοι διώκτες της Εκκλησίας του, όπως ο Στάλιν και όλο το κακό συναπάντημα του δαιμονικού φθόνου;
Πόσο πραγματικός αποδεικνύεται και στην περίπτωση αυτή ο αψευδής λόγος του Θεού: «είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου, και παρήλθον και ιδού ουκ ην, και εζήτησα αυτόν, και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού» (Ψαλμ. ΛΣΤ΄ 35-36). Δηλ. Είδα τον ασεβή να υψώνεται και να υπερηφανεύεται σαν τους κέδρους του Λιβάνου (τα πιο ψηλά δένδρα της περιοχής). Όταν εγώ δε πέρασα απ’ εκεί, αυτός δεν βρισκόνταν πλέον. Δεν υπήρχε, τον ανεζήτησα και δεν βρέθηκε, ούτε ο τόπος που αυτός ήταν προηγουμένως. Είχαν χαθεί τα ίχνη του. Αυτό ήταν το τέλος του.
Και για να μη νομίσει κανείς ότι μεροληπτούμε έναντι ορισμένων παραρτημάτων του Άδου, να τονίσουμε ότι το ίδιο κατάντημα θα έχουν και όσοι φθονούν τον Χριστό και την αλήθεια, ανήκουν όμως σε διαφορετικές «μαύρες» παρατάξεις που φαινομενικά παρουσιάζονται ότι δήθεν έχουν κάποιο θρησκευτικό συναίσθημα και εκκλησιαστικό κάλυμμα ή εμφανίζονται (για τους αφελείς βεβαίως) ότι μέσα στους κόλπους τους υφίστανται και «καλοί Χριστιανοί».
Στο σημείο όμως αυτό είναι ανάγκη, αγαπητοί μου, να επισημάνουμε δύο βασικές αλήθειες που δεν φαίνεται να είναι απ’ όλους γνωστές. Α) Εάν ένας ισχυρίζεται ότι είναι πιστός Χριστιανός και ταυτοχρόνως ανήκει σε κόμματα ή παρατάξεις που φθονούν είτε φανερά, είτε κρυφά τον Χριστό (και ο νοών νοείτω), οι άνθρωποι αυτοί ή δεν γνωρίζουν τι θα πει Χριστιανική πίστη ή αγνοούν τι ακριβώς πρεσβεύουν οι παρατάξεις και οι «ιδεολογίες» στις οποίες ανήκουν. Β) δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός, ότι όλες αυτές οι παρατάξεις, κόμματα, ιδεολογίες κ.λ.π. που εχθρεύονται τον Χριστό και φθονούν τους πραγματικά πιστούς, μπορεί να έχουν μεταξύ τους τεράστιες διαφορές και πράγματι να παρουσιάζουν εντελώς αποκλίνουσες πορείες. Όμως, υφίστανται δύο βασικότατοι στόχοι που τους ενώνουν και τους κάνουν να σχηματίζουν ενιαίο μέτωπο. Πρώτον: Ότι αρνούνται συνειδητά την Θεότητα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού (όπως οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι), και δεύτερον, ότι χτυπούν με πείσμα, με λύσσα θα λέγαμε, οτιδήποτε το Ρωμαίικο, οτιδήποτε δηλ. το Ελληνικό, όπως ακριβώς και οι Σιωνιστές! Και άνευ αντιρρήσεως, θα πρέπει κανείς να διαθέτει μεγάλη δόση αφελείας για να δεχθεί ότι αυτή η ρίζα και η πηγή, αυτός ο συνδυασμός, ως και το αποτέλεσμα των εχθρών του Χριστού είναι όλως τυχαία!...
Είχαν τόσο φθόνο οι Ιουδαίοι εναντίον του Χριστού που «εβουλεύσαντο ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι’ αυτόν ... επίστευον εις τον Ιησούν» (Ιωάν. ιβ΄ 10-11). Δηλ.Οι αρχιερείς αποφάσισαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο, επειδή εξαιτίας του πολλοί Ιουδαίοι εγκατέλειπαν αυτούς και πίστευαν στον Ιησού.
Όντως, ο πατέρας τους ο διάβολος, τον οποίον υπηρετούν, τους ενώνει ακριβώς στο να χτυπούν την Ορθόδοξη Εκκλησία μας και την Ελλάδα μας.
Δεν χρειάζεται για να διαπιστωθεί του λόγου το αληθές, παρά να ρίξει μια απλή ματιά κανείς στις προγραμματικές δηλώσεις ορισμένων κομμάτων (περί καταργήσεως πρωϊνής προσευχής, εκκλησιασμού, παρελάσεων κ.τ.λ.) αλλά και στα καταχθόνια σχέδια των «ποικίλλων στοών».
Φαίνεται πως κάποιοι, θέλοντας και μη, έχουν βάλει σκοπό στη ζωή τους να αποδεικνύουν την αδιάσπαστη συνέχεια του φθόνου που έτρεφαν και τρέφουν οι Εβραίοι και όσοι υποτάσσονται σ΄ αυτούς, εναντίον του Χριστού.
Και πάλι ο θεόπνευστος ψαλμωδός καταγράφει την πραγματικότητα αυτή με ένα συγκλονιστικό ερώτημα που αποδεικνύει τον συνασπισμό της κολάσεως αλλά ταυτοχρόνως το επαίσχυντο τέλος, των όσων φθονούν τον Χριστό και την Εκκλησία του: «Ίνα τι εφρύαξαν έθνη και λαοί εμελέτησαν κενά; Παρέστησαν οι βασιλείς της γης, και οι άρχοντες συνήχθησαν επί το αυτό κατά του Κυρίου και κατά του χριστού αυτού... Ο κατοικών εν ουρανοίς εκγελάσεται αυτούς, και ο Κύριος εκμυκτηριεί αυτούς» (Ψαλμοί Β΄ 1-4). Δηλ. Γιατί φρύαξαν τα έθνη και οι λαοί σκέφθηκαν μάταια πράγματα; Οι βασιλείς της γης παρατάχθηκαν απειλητικά και οι άρχοντες συγκεντρώθηκαν μετά από συμφωνία στον ίδιον τόπο εναντίον του Κυρίου και εναντίον του χριστού αυτού, του Μεσσία... Αυτός όμως, που κατοικεί στους Ουρανούς, ο Θεός, θα γελάσει περιφρονητικά σ’ αυτούς (για τις ενέργειές τους αυτές) και ο Κύριος θα τους χλευάσει και θα τους περιπαίξει.
Τώρα, να περιμένει κανείς αγάπη από τους ανθρώπους αυτούς; Να περιμένει δηλ. την Χριστιανική τελειότητα της αγάπης, απ’ όσους είναι βυθισμένοι, οι ταλαίπωροι, μέσα στην κόλαση του φθόνου; Όλα τ’ άλλα μπορεί να τα περιμένει κανείς, πλην όμως αυτού.
Γιατί πώς μπορεί κανείς ν’ αγαπήσει τον συνάνθρωπό του, τον συγγενή του και φίλο του, όταν αυτός ο ίδιος φθονεί την αλήθεια; Πώς να έχει χαρούμενο πρόσωπο όταν μέσα στην καρδιά του μεγαλώνει τα φίδια της κακίας και μέσα στις φλέβες του ρέει το πύον του φθόνου, για τις εικόνες του Θεού;
Ας μην ξεγελιόμαστε, αδελφοί μου. Ο ζωντανός λόγος του Θεού είναι απόλυτος και ξεκάθαρος: «Ημείς αγαπώμεν αυτόν, ότι αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς. Εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν. Ο γαρ μη αγαπών τον αδελφόν, ον εώρακε, τον Θεόν ον ούχ εώρακε πώς δύναται αγαπάν; Και ταύτην την εντολήν έχομεν απ’ αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεόν, αγαπά και τον αδελφόν αυτού» (Α’ Ιωαν. Δ’ 19-21). Δηλ. Εμείς τον αγαπούμε (τον Θεό), διότι αυτός μας αγάπησε πρώτος. Εάν κάποιος πει, «Αγαπώ τον Θεό» αλλά μισεί τον αδελφό του, είναι ψεύτης. Διότι, όποιος δεν αγαπά τον αδελφό, τον οποίο έχει δει, πώς δύναται ν΄ αγαπά τον Θεό, τον οποίο δεν έχει δει; Άλλωστε, αυτή την εντολή έχουμε απ’ αυτόν, όποιος δηλ. αγαπά τον Θεό, ν΄ αγαπά και τον αδελφό του.
Αλήθεια, μπορεί κανένας λογικός άνθρωπος, να έχει αντίρρηση με αυτά που γράφει ο Ευαγγελιστής της αγάπης; Αυτή είναι η πραγματικότητα, είτε θέλει να την δεχθεί κανείς είτε όχι. Και φυσικά, σε καμμία των περιπτώσεων δεν μπορεί να προβληθεί η δικαιολογία ότι δεν γνωρίζουμε.
Ας μη λησμονούμε δε ποτέ, ότι «το σκοτάδι, δεν μπορείς να το καταπολεμήσεις με σκοτάδι. Μόνο το φως μπορεί να το κάνει αυτό». «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός»!
Αδελφοί, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ – ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ! Φαρισαίων.
Όχι ότι δεν γνώριζαν τον «ποτέ τυφλόν» (δηλ. τον πρώην τυφλό), όχι ότι δεν έβλεπαν και δεν διαπίστωναν με τα ίδια τους τα μάτια το καταπληκτικό θαύμα του Κυρίου Ιησού, όχι ότι είχαν ανάγκη την μαρτυρία των γονέων του… Τίποτε απ’ όλα αυτά. Το μεγάλο πρόβλημα για τους τότε αλλά και της κάθε εποχής Φαρισαίους ήταν και παραμένει ο φθόνος.
Δικαίως δε από τους αγίους της Εκκλησίας μας έχει χαρακτηριστεί ως το ολεθριότερο απ’ όλα τα πάθη και απ’ όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες. Δεν είναι μόνο ότι τον πικραίνει και τον δηλητηριάζει με το φαρμάκι του, τον δύστυχο άνθρωπο που θρέφει το φθόνο μέσα στην καρδιά του, αλλά ταυτοχρόνως τον κάνει να παραλογίζεται και να καταντά σε πράξεις καθαρώς δαιμονικές. Τέλος δε, τον εξευτελίζει και τον γελοιοποιεί ενώπιον των συνανθρώπων του, αφού μετά βεβαιότητος του «εξασφαλίζει» το εισιτήριο για την «λίμνη του πυρός την καιομένη».(Αποκ. ΙΘ΄20). 
Και ναι μεν, οι Φαρισαίοι, εξευτελίστηκαν από τις ίδιες τους τις ερωτήσεις, καθ΄ότι ο τέως τυφλός, διά των απαντήσεών του, αφ’ ενός μεν ομολογεί την πίστη του στον Χριστό, αφ’ ετέρου δε αποδεικνύει ότι οι άνθρωποι αυτοί (που τελικώς κατάντησαν Χριστοκτόνοι), ήταν οι πραγματικά τυφλοί, αφού τους οφθαλμούς της διανοίας, τους είχε καταστρέψει το δηλητήριο της κακίας και το σαράκι του φθόνου.
Αλλ’ αδελφοί μου, το ίδιο δεν βλέπουμε και μετά τόσους αιώνες να συμβαίνει και σήμεραστην κοινωνία μας, όσον αφορά τον φθόνο των συγχρόνων Γραμματέων και Φαρισαίων, έναντι του Θεανδρικού προσώπου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού;
Αναμφιβόλως, οι σύγχρονοι αυτοί κακούργοι Γραμματείς και Φαρισαίοι, βρίσκονται σε πολύ χειρότερη μοίρα από αυτούς της Ευαγγελικής Περικοπής, αφού οι τόσοι αιώνες που προηγήθηκαν απέδειξαν περίτρανα το τι ακριβώς είναι ο Χριστός και το Σώμα Του, η Ορθοδοξία μας δηλαδή.
Οπωσδήποτε, το μόνο βέβαιο είναι ότι όπως και σε κάθε περίπτωση και σε κάθε εποχή, έτσι και τώρα, αλλά και έως το τέλος των αιώνων, τα ίδια αποτελέσματα αυτής της καταστάσεως, θα έρθουν να επιβεβαιώσουν ότι όσοι φθονούν τον Χριστό, γίνονται καταγέλαστοι.
Αλήθεια, που είναι οι εχθροί του Ιησού της κάθε εποχής; Πού οι παρανοϊκοί Νέρωνες και οι φθονεροί Διοκλητιανοί; Πού οι απαίσιοι και διεστραμμένοι διώκτες της Εκκλησίας του, όπως ο Στάλιν και όλο το κακό συναπάντημα του δαιμονικού φθόνου;
Πόσο πραγματικός αποδεικνύεται και στην περίπτωση αυτή ο αψευδής λόγος του Θεού: «είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου, και παρήλθον και ιδού ουκ ην, και εζήτησα αυτόν, και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού» (Ψαλμ. ΛΣΤ΄ 35-36). Δηλ. Είδα τον ασεβή να υψώνεται και να υπερηφανεύεται σαν τους κέδρους του Λιβάνου (τα πιο ψηλά δένδρα της περιοχής). Όταν εγώ δε πέρασα απ’ εκεί, αυτός δεν βρισκόνταν πλέον. Δεν υπήρχε, τον ανεζήτησα και δεν βρέθηκε, ούτε ο τόπος που αυτός ήταν προηγουμένως. Είχαν χαθεί τα ίχνη του. Αυτό ήταν το τέλος του.
Και για να μη νομίσει κανείς ότι μεροληπτούμε έναντι ορισμένων παραρτημάτων του Άδου, να τονίσουμε ότι το ίδιο κατάντημα θα έχουν και όσοι φθονούν τον Χριστό και την αλήθεια, ανήκουν όμως σε διαφορετικές «μαύρες» παρατάξεις που φαινομενικά παρουσιάζονται ότι δήθεν έχουν κάποιο θρησκευτικό συναίσθημα και εκκλησιαστικό κάλυμμα ή εμφανίζονται (για τους αφελείς βεβαίως) ότι μέσα στους κόλπους τους υφίστανται και «καλοί Χριστιανοί».
Στο σημείο όμως αυτό είναι ανάγκη, αγαπητοί μου, να επισημάνουμε δύο βασικές αλήθειες που δεν φαίνεται να είναι απ’ όλους γνωστές. Α) Εάν ένας ισχυρίζεται ότι είναι πιστός Χριστιανός και ταυτοχρόνως ανήκει σε κόμματα ή παρατάξεις που φθονούν είτε φανερά, είτε κρυφά τον Χριστό (και ο νοών νοείτω), οι άνθρωποι αυτοί ή δεν γνωρίζουν τι θα πει Χριστιανική πίστη ή αγνοούν τι ακριβώς πρεσβεύουν οι παρατάξεις και οι «ιδεολογίες» στις οποίες ανήκουν. Β) δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός, ότι όλες αυτές οι παρατάξεις, κόμματα, ιδεολογίες κ.λ.π. που εχθρεύονται τον Χριστό και φθονούν τους πραγματικά πιστούς, μπορεί να έχουν μεταξύ τους τεράστιες διαφορές και πράγματι να παρουσιάζουν εντελώς αποκλίνουσες πορείες. Όμως, υφίστανται δύο βασικότατοι στόχοι που τους ενώνουν και τους κάνουν να σχηματίζουν ενιαίο μέτωπο. Πρώτον: Ότι αρνούνται συνειδητά την Θεότητα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού (όπως οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι), και δεύτερον, ότι χτυπούν με πείσμα, με λύσσα θα λέγαμε, οτιδήποτε το Ρωμαίικο, οτιδήποτε δηλ. το Ελληνικό, όπως ακριβώς και οι Σιωνιστές! Και άνευ αντιρρήσεως, θα πρέπει κανείς να διαθέτει μεγάλη δόση αφελείας για να δεχθεί ότι αυτή η ρίζα και η πηγή, αυτός ο συνδυασμός, ως και το αποτέλεσμα των εχθρών του Χριστού είναι όλως τυχαία!...
Είχαν τόσο φθόνο οι Ιουδαίοι εναντίον του Χριστού που «εβουλεύσαντο ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι’ αυτόν ... επίστευον εις τον Ιησούν» (Ιωάν. ιβ΄ 10-11). Δηλ.Οι αρχιερείς αποφάσισαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο, επειδή εξαιτίας του πολλοί Ιουδαίοι εγκατέλειπαν αυτούς και πίστευαν στον Ιησού.
Όντως, ο πατέρας τους ο διάβολος, τον οποίον υπηρετούν, τους ενώνει ακριβώς στο να χτυπούν την Ορθόδοξη Εκκλησία μας και την Ελλάδα μας.
Δεν χρειάζεται για να διαπιστωθεί του λόγου το αληθές, παρά να ρίξει μια απλή ματιά κανείς στις προγραμματικές δηλώσεις ορισμένων κομμάτων (περί καταργήσεως πρωϊνής προσευχής, εκκλησιασμού, παρελάσεων κ.τ.λ.) αλλά και στα καταχθόνια σχέδια των «ποικίλλων στοών».
Φαίνεται πως κάποιοι, θέλοντας και μη, έχουν βάλει σκοπό στη ζωή τους να αποδεικνύουν την αδιάσπαστη συνέχεια του φθόνου που έτρεφαν και τρέφουν οι Εβραίοι και όσοι υποτάσσονται σ΄ αυτούς, εναντίον του Χριστού.
Και πάλι ο θεόπνευστος ψαλμωδός καταγράφει την πραγματικότητα αυτή με ένα συγκλονιστικό ερώτημα που αποδεικνύει τον συνασπισμό της κολάσεως αλλά ταυτοχρόνως το επαίσχυντο τέλος, των όσων φθονούν τον Χριστό και την Εκκλησία του: «Ίνα τι εφρύαξαν έθνη και λαοί εμελέτησαν κενά; Παρέστησαν οι βασιλείς της γης, και οι άρχοντες συνήχθησαν επί το αυτό κατά του Κυρίου και κατά του χριστού αυτού... Ο κατοικών εν ουρανοίς εκγελάσεται αυτούς, και ο Κύριος εκμυκτηριεί αυτούς» (Ψαλμοί Β΄ 1-4). Δηλ. Γιατί φρύαξαν τα έθνη και οι λαοί σκέφθηκαν μάταια πράγματα; Οι βασιλείς της γης παρατάχθηκαν απειλητικά και οι άρχοντες συγκεντρώθηκαν μετά από συμφωνία στον ίδιον τόπο εναντίον του Κυρίου και εναντίον του χριστού αυτού, του Μεσσία... Αυτός όμως, που κατοικεί στους Ουρανούς, ο Θεός, θα γελάσει περιφρονητικά σ’ αυτούς (για τις ενέργειές τους αυτές) και ο Κύριος θα τους χλευάσει και θα τους περιπαίξει.
Τώρα, να περιμένει κανείς αγάπη από τους ανθρώπους αυτούς; Να περιμένει δηλ. την Χριστιανική τελειότητα της αγάπης, απ’ όσους είναι βυθισμένοι, οι ταλαίπωροι, μέσα στην κόλαση του φθόνου; Όλα τ’ άλλα μπορεί να τα περιμένει κανείς, πλην όμως αυτού.
Γιατί πώς μπορεί κανείς ν’ αγαπήσει τον συνάνθρωπό του, τον συγγενή του και φίλο του, όταν αυτός ο ίδιος φθονεί την αλήθεια; Πώς να έχει χαρούμενο πρόσωπο όταν μέσα στην καρδιά του μεγαλώνει τα φίδια της κακίας και μέσα στις φλέβες του ρέει το πύον του φθόνου, για τις εικόνες του Θεού;
Ας μην ξεγελιόμαστε, αδελφοί μου. Ο ζωντανός λόγος του Θεού είναι απόλυτος και ξεκάθαρος: «Ημείς αγαπώμεν αυτόν, ότι αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς. Εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν. Ο γαρ μη αγαπών τον αδελφόν, ον εώρακε, τον Θεόν ον ούχ εώρακε πώς δύναται αγαπάν; Και ταύτην την εντολήν έχομεν απ’ αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεόν, αγαπά και τον αδελφόν αυτού» (Α’ Ιωαν. Δ’ 19-21). Δηλ. Εμείς τον αγαπούμε (τον Θεό), διότι αυτός μας αγάπησε πρώτος. Εάν κάποιος πει, «Αγαπώ τον Θεό» αλλά μισεί τον αδελφό του, είναι ψεύτης. Διότι, όποιος δεν αγαπά τον αδελφό, τον οποίο έχει δει, πώς δύναται ν΄ αγαπά τον Θεό, τον οποίο δεν έχει δει; Άλλωστε, αυτή την εντολή έχουμε απ’ αυτόν, όποιος δηλ. αγαπά τον Θεό, ν΄ αγαπά και τον αδελφό του.
Αλήθεια, μπορεί κανένας λογικός άνθρωπος, να έχει αντίρρηση με αυτά που γράφει ο Ευαγγελιστής της αγάπης; Αυτή είναι η πραγματικότητα, είτε θέλει να την δεχθεί κανείς είτε όχι. Και φυσικά, σε καμμία των περιπτώσεων δεν μπορεί να προβληθεί η δικαιολογία ότι δεν γνωρίζουμε.
Ας μη λησμονούμε δε ποτέ, ότι «το σκοτάδι, δεν μπορείς να το καταπολεμήσεις με σκοτάδι. Μόνο το φως μπορεί να το κάνει αυτό». «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός»!
Αδελφοί, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ – ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Κυριακή του Τυφλού –ομιλία του Οσ. Αστερίου Επισκόπου Αμασείας, εις τον εκ γενετής τυφλόν.

Μόλις ακούσαμε τον υιό της βροντής, τον Ιωάννη, η μάλλον το Άγιον Πνεύμα, που από αλιέα και χειροτέχνη τον έκαμε συγγραφέα και κήρυκα θείων όντως και υψηλών υποθέσεων, να μας εκθέτει το θαύμα της σωματικής και πνευματικής αναβλέψεως του εκ γενετής τυφλού. Στο προηγούμενο κεφάλαιο ανέλυσε την πολλή και εκτεταμένη διάλεξη του Κυρίου με την οποία καθοδηγούσε τον απειθή και δύστροπο εβραϊκό λαό στη θεογνωσία του Πατρός και του Υιού, απομακρύνοντας το νου τους από την έννοια της μοναρχίας τους. Τους άνοιγε την πόρτα για να περάσουν από τη νομική παράδοση στη χάρη, οδηγώντας τους ομαλώς από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη, όπως κάποτε από την έρημο προς την πλούσια και εύφορη γη. Αλλά αν και εφανέρωνε ποικιλοτρόπως και τη δική του προΰπαρξη, ότι δηλαδή υπάρχει προαιωνίως και ευρίσκεται πάντοτε σε συνάφεια με τον Πατέρα, και εφώναζε με σαφήνεια στα ώτα των κωφών: πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμί, εκείνοι δεν αντελήφθησαν τη δύναμη του λόγου, ούτε εκείνο που δεν παραδέχτηκαν το ήλεγξαν με κάποια επιστημονική αντίρρηση. Αλλά αντί των λόγων έπιασαν τους λίθους, και ενώ βρίσκονταν ακόμη μακριά από τον Σταυρό, γύμναζαν τα φονικά τους χέρια για τη δολοφονία. Εκείνος όμως που πάντοτε προέκρινε τη μακροθυμία μπροστά στον υβριστή και βλάσφημο λαό, απέφυγε την οργή και την οχλαγωγία τους. Απέδρασε, όχι όμως με τρόπο ταπεινό, αλλά θεϊκό. Στάθηκε μεταξύ τους τόσο κοντά ώστε να τον φτάνουν με τα χέρια τους, αλλά δεν τον έβλεπαν, και ενώ άγγιζε τους εξοργισμένους, δεν φαινόταν. Είχαν μείνει τότε εμβρόντητοι, φονεύοντας με την προαίρεση, χωρίς όμως να βρίσκουν τρόπο να εκτονώσουν την οργή τους. Όμοιοι με τους άπειρους κυνηγούς οι οποίοι, αν φοβίσουν και διώξουν το κυνήγι παράκαιρα, και το ελάφι βρει διέξοδο σε κάποιο δάσος και διαφύγει κρυφά, περιπλανώνται χωρίς λόγο στην κοιλάδα περιφέροντας τα δίχτυα ασκόπως, τραβώντας μαζί τους και τα σκυλιά ματαίως.
Εγώ δε, αν και κατά τα άλλα είμαι αχρείος, δεν λησμόνησα πως είμαι δούλος, και οφείλω να εξεγερθώ κατά των υβριστών, υποστηρίζοντας τον Δεσπότη μου. Γι’ αυτό και θα φωνάξω στους εβραίους, σαν να είναι σήμερα παρόντες και να έχουν καταληφθεί από μανία: λιθοβολείτε, ελεεινοί, τον Ευεργέτη; Και ποιος σας ξεδίψασε κάποτε από μια πέτρα; Πετάτε λίθους σ’ αυτόν που νομοθέτησε τη ζωή σας με τις λίθινες πλάκες; Στον λίθο τον εκλεκτό και πολύτιμο που προεφήτευσε ο Ησαΐας; Στον λίθο τον νοητό που απεσχίσθη από τον απότομο βράχο χωρίς ανθρώπινο χέρι, όπως ο θεσπέσιος Δανιήλ σας δίδαξε; Λιθοβολείτε τον λίθον τον ακρογωνιαίον, που συνένωσε τους δύο τοίχους, της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης; Και αν εσείς δεν πιστέψετε, δυνατός ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα Αβραάμ, δηλαδή να συνάξει στον Χριστό λαόν περιούσιον, τους απερίτμητους εθνικούς. Αυτή την επαγγελία εδέχθη και ο Αβραάμ, όταν ο Θεός του είπε, ότι ευλογηθήσονται εν σοι πάντα τα έθνη. Διότι βλέποντας ο Θεός με την απόρρητο πρόγνωσή του το μέλλον, χάρισε στον αρχηγό της πίστεως ως τέκνα όλους εκείνους που επρόκειτο στο μέλλον να πιστέψουν. Επειδή προέβλεπε την επανάσταση των εβραίων, αλλά και τους λίθους έβλεπε, που θα σήκωναν εναντίον του τα ψευδώνυμα τέκνα του, τα είχε συμπεριλάβει στους αποκυρηγμένους. Και επειδή, κηρύττοντάς τους την αλήθεια, δεν τους έβλεπε να ευσεβούν, ενώ ήταν παρών, εκρύβη και καθώς τον έβλεπαν, εξηφανίσθη, ώστε με αυτή τη θαυματουργία του να τους κάνει να συγκατατεθούν, ότι πράγματι ήταν ο Χριστός και Θεός από τον Αβραάμ παλαιότερος.
Ακούστε λοιπόν, λέγω, τυφλοί αληθώς και ανόητοι. Ποιος είναι αυτός που βρίσκεται εμπρός σας χωρίς να φαίνεται; Μήπως είναι εκείνος που ομιλούσε στον Μωυσή χωρίς να φαίνεται; Γιατί και τότε φαινόταν φωτιά και βάτος, άφωνα και τα δύο. Αλλά όμως και φωνή ακουγόταν, και λόγια διδακτικά, και το μέλλον με ακρίβεια επροφητεύετο. Όποιος διαθέτει νου, πρέπει από τη συγγένεια των γεγονότων να αναγνωρίσει το πρόσωπο.
Έτσι παραλογίζονταν οι ανόητοι εβραίοι, και ο Κύριος και Σωτήρας μας σαν κάποιος ιατρός σοφός και επιμελής, αφού το πάθος δεν υπεχώρησε με την πρώτη επέμβαση, μεταχειρίζεται άλλον τρόπο Θεραπείας. Θέλει να θεραπεύσει τους διανοητικώς τυφλούς, διά μέσου ενός σωματικώς τυφλού, που έτυχε να ευρίσκεται εκεί. Ο οποίος δεν ετυφλώθη από κάποιαν αρρώστια, αλλά από λάθος της φύσεως είχε έλθει έτσι στη ζωή.
Βλέποντας λοιπόν αυτόν τον άνθρωπο εστάθη, έτοιμος να τον θεραπεύσει με τρόπο που ξεπερνά την ανθρώπινη λογική και τέχνη. Επειδή η ιατρική και η θεραπευτική της ασχολείται με τα νοσήματα εκείνα τα οποία παρουσιάζονται όταν ήδη η φύσις έχει φέρει στο φως έναν άρτιο οργανισμό, και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, δεν ασχολείται όμως με τη θεραπεία μιας σωματικής βλάβης η οποία έχει γεννηθεί μαζί με τον άνθρωπο, αλλά ούτε όλα τα νοσήματα που συμβαίνουν αργότερα μπορεί να θεραπεύσει, και το μαρτυρούν αυτό οι ακρωτηριασμένοι άνθρωποι, των οποίων ουδείς ιατρός
επανώρθωσε τη στέρηση των μελών, γι’ αυτό ακριβώς και οι μαθηταί, συμπονώντας για το πάθημα, προσπαθούσαν να ανακαλύψουν την αιτία της κακώσεως αυτής. Ερώτησαν λοιπόν τον Κύριο με απλότητα, για να μάθουν εάν από δική του αμαρτία ή από ευθύνη των γονέων του ήλθε έτσι στη ζωή. Και τα δύο όμως σκέλη της ερωτήσεως έχουν κάτι το επιλήψιμο. Διότι δεν θα κατεκρίνετο εξαιτίας των γονέων του, αφού ο Θεός δεν τιμωρεί άλλον αντ’ άλλου. Ούτε βέβαια πλήρωνε για δικά του αμαρτήματα, αφού εγεννήθη τυφλός. Επειδή κανείς δεν αμαρτάνει πριν από τη γέννηση. Η ερώτησις λοιπόν δεν ήταν τόσο επιτυχής. Να δούμε όμως πώς απεκρίθη η Αλήθεια, ο Κύριός μας, στην ερώτηση. Αυτό το πάθος, μαθηταί μου, λέγει, δεν προήλθε από αμαρτίες, αλλά αποτελεί ετοιμασία μελλοντικής οικονομίας, ώστε αυτός που θεωρείται κοινός άνθρωπος να ενεργήσει υπεράνθρωπα, και ο Κτίστης των όλων, μετά την πρώτη να εύρη αφορμή για νέα δημιουργία. Έτσι από το μερικό να επιβεβαιώσει το γενικό, και ο σκληρός και δύστροπος λαός να πεισθεί να Τον προσκυνά αντί να Τον πετροβολά. Ας φωτισθούν λοιπόν οι οφθαλμοί που δεν βλέπουν, για να λάμψει στις ψυχές των ασύνετων ο ήλιος της δικαιοσύνης. Ας γίνει αυτό το παράδοξο, να πλασθούν οφθαλμοί, για να μάθουν οι επαναστάτες ότι ο λεγόμενος υιός του Ιωσήφ, εάν πράγματι είχε πατέρα τον ξυλουργό, θα ημπορούσε μεν να διορθώσει ένα σπασμένο σκαμνί ή να κολλήσει τα ξύλα που έχασαν την επαφή τους ή να στερεώσει κάποια σπασμένη δοκό. Αλλά δεν θα ημπορούσε να φτιάξει ένα μέλος ανθρώπου, και μάλιστα τον οφθαλμό, ο οποίος δημιουργείται από τη φύση με τον πιο πολύπλοκο, άλλος από αυτόν που έχει εξαρχής την εξουσία επάνω στη φύση. Και αν κάποιος θελήσει να ερευνήσει με προσοχή τα ανθρώπινα μέλη, ιδιαιτέρως σ’ αυτό το μέλος του σώματος, θα διαπιστώσει την παντοδύναμο και ποικίλη σοφία του Θεού, ο οποίος ετίμησε τη μικρή περιοχή που καταλαμβάνει αυτό το μέλος, επιδεικνύοντας τόσο μεγάλη τέχνη.
Αξιοθαύμαστο κτίσμα λοιπόν ο οφθαλμός, και τώρα, σ’ αυτό το θαύμα εχτίσθησαν αυτοσχέδιοι οφθαλμοί, ώστε να απομακρύνουμε εμείς τις μικροπρεπείς έννοιες που μας προξενεί η σάρκα του Μονογενούς, αποβάλλοντας από την ψυχή με τη μεγαλειώδη αυτή ενέργεια, κάθε ταπεινή και γήινη υπόληψη περί αυτού. Και να μάθουμε ότι το μακάριον φως και το κάλλος της θεότητος το δέχθηκε ένα πήλινο σκεύος, διακονώντας όπως ο λύχνος διακονεί το φως. Πραγματοποιεί δε με τα ίδια Του τα χέρια τη θεραπεία ο Κύριος, και δεν χρησιμοποιεί τον λόγο μόνο για να ενεργήσει, αυτός που με πρόσταγμα μόνον εδημιούργησε όλον τον κόσμο, και με δύο μικρές λέξεις εθεράπευσε τον παράλυτο. Αλλά και με το στόμα και με τα χέρια και με πολλή φροντίδα θεραπεύει την τυφλότητα, ώστε από τις ενέργειές
Του, να προξενήσει στους απίστους τη βεβαία πίστη. Έπτυσε στο έδαφος και με τον τρόπον αυτό έφτιαξε λάσπη, χρησιμοποιώντας και τη γή για τη θεραπεία, ώστε να δείξει πως με εκείνο το χώμα, από το οποίο είχε πλασθεί αρχικώς ολόκληρο το σώμα, δημιουργείται αυτή τη στιγμή και το μέρος αυτό που του λείπει. Το αναμιγνύει δε με σίελο και κολλά έτσι τους διάχυτους κόκκους, ώστε να έχουν συνοχή, για να μας δείξει φανερά ότι με τη δύναμη του στόματός του Λόγος κατόρθωσε τα πάντα. Επειδή, τω λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν, και τω πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η
δύναμις αυτών. Αλλά και για έναν άλλο λόγο θεραπεύει με πτύσμα: για να συνεφέρει προς κατάνυξη και φόβο αυτούς που λίγο αργότερα, πρόκειται να τον υβρίζουν πτύοντάς Τον. Και όμως, δεν εμείωσε το θράσος των μαινομένων, αλλά υπέμεινε εμπτυσμούς πολλούς, εκείνος που τα κατόρθωσε όλα αυτά με το πτύσμα.
Με την πρώτη αυτή λοιπόν ενέργεια φανερώνει τη δημιουργική Του δύναμη. Και προστάζοντας τον τυφλό να πλυθεί στου Σιλωάμ την κολυμβήθρα, μας δεικνύει την δια του ύδατος σωτηρία, την οποίαν εχάρισε ο απεσταλμένος Σιλωάμ (Σιλωάμ ερμηνεύεται απεσταλμένος). Διότι τότε βλέπουμε αληθώς, όταν εξέλθουμε από το μυστικό ύδωρ του βαπτίσματος. Τότε μας λαμπρύνει το φως της χάριτος, όταν η δύναμις αυτού του μυστηρίου αποπλύνει την ακαθαρσία και τις κηλίδες των αμαρτιών. Και όλοι όσοι με την εντολή του Σιλωάμ λουζόμεθα, βλέπουμε το πνευματικό φως, το φωτίζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον. Ω του θαύματος και της μεγάλης
ευεργεσίας! Έφυγε από την κολυμβήθρα ο προ ολίγου τυφλός, στολισμένος στο πρόσωπο με την προσθήκη των οφθαλμών, και βλέποντας καθαρά τις ηλιακές ακτίνες.
Με έκπληξη είδαν οι γείτονες και οι γνωστοί το γεγονός. Εθορυβήθησαν από τον πρωτοφανή τρόπο της θεραπείας -περιεφέρετο στην πόλη ο άνθρωπος βλέποντας, για να βλέπεται από όλους το πρωτάκουστο και παράδοξον έργον Εκείνου που εγεννήθη στη Βηθλεέμ, του μικρού βρέφους το οποίο στην φάτνη ετυλίχθη με σπάργανα. Επειδή αυτά είναι που έκαναν τους ιουδαίους να απιστούν στην θεότητα.
Ω, σεις, λοιπόν, ανόητοι και παχυκάρδιοι, βάλτε στο νου σας όλους τους ανθρώπους των αιώνων. Αρχίστε από αυτόν, και ερευνήσετε όλους τους μεταγενεστέρους. Βρίσκετε να έγινε σε κάποιον άλλον αυτό που συνέβη τώρα; Υπάρχει στον κόσμο παράδειγμα παρομοίας θεραπείας; Αλλά σεις επιμένετε να διασύρετε τον Κύριό μου, και τον αποκαλείτε τέκνο του ξυλουργού —ουχ ούτος εστίν ο του τέκτονος υιός; — του όποίου γνωρίζετε τους αδελφούς και την κατοικία. Απαριθμήστε όλα τα ταπεινά, φιλονικήστε, υποτιμήστε Τον όσο θέλετε. Αν όμως τίποτε παρόμοιο δεν έγινε ποτέ από άνθρωπο, ούτε ο κόσμος εγνώρισε άλλο περιστατικό, τότε ανοίξτε τα μάτια σας, και αντικρίστε την αλήθεια, κατακρίνοντας την άγνοιά σας. Νιφθήτε και σεις στον Σιλωάμ για να μην αποθάνετε τυφλοί.
Αλλά, από ό,τι φαίνεται, καθόλου δεν συνήλθαν. Ούτε με τα λόγια ηθέλησαν να μάθουν, ούτε η πράξις τους εδίδαξε, ούτε τα θαύματα τούς προξένησαν σεβασμό. Αντιθέτως, από την υπερήφανον αχαριστία τους, επιχειρούσαν με μύριους τρόπους όλα να τα εξαφανίσουν και να τα διασύρουν. Αλλά η κακουργία αντεστρέφετο κατά του εαυτού τους, διότι όσον απιστούσαν, και με τις ερωτήσεις τους προσπαθούσαν να ανατρέψουν τα γεγονότα, τόσο περισσότερον εβεβαιώνετο η αλήθεια. Έπαθαν ό,τι και τα θηρία εκείνα τα οποία επληγώθησαν από κάποιον, αλλά επειδή δεν έχει εισχωρήσει βαθειά στα σπλάχνα τους το μαχαίρι, ορμούν εξαγριωμένα στον άνθρωπο εκείνο, αποτελειώνοντας μόνα τους τη σφαγή.
Την εριστικότιτά τους την έδειξαν κατ’ αρχήν, ψάχνοντας εάν τους επαρουσιάσθη ο ίδιος ο τυφλός, ή άλλος αντί για εκείνον. Γι’ αυτό σαφώς τους διαβεβαίωνε ο άνθρωπος, αναγγέλλοντάς τους και τη διαδικασία της θεραπείας, ότι δηλαδή το φάρμακο της τυφλώσεως ήταν ο πηλός, με τον οποίο τον έχρισε ο Ιησούς. Και όταν εξέπλυνε τον πηλό στην κολυμβήθρα, ευρήκε το φως του. Αυτά περιεργάζοντο οι γείτονες και τα έμαθαν. Τα αναζητούσαν και οι Φαρισαίοι και δεν επείθοντο.
Δεύτερο τέχνασμα με το οποίο απεπειράθησαν να διαστρεβλώσουν το γεγονός, ήταν η προσπάθειά τους να αποδείξουν ότι δεν ήταν ο Χριστός εκείνος που τον εθεράπευσε. Επειδή δε ο άνθρωπος ανεκήρυττε τον Σωτήρα, και με την ομολογία του κηρύγματος ανταπέδιδε την χάρη διαφημίζοντας τον ευεργέτη, εκείνοι του έκλειναν το στόμα, και με το μυαλό ζαλισμένο, επειδή δεν είχαν τι να κάνουν, επανέρχονται πάλι στην ίδια συζήτηση. Περιεργάζονται εάν ήταν τυφλός εκ γενετής, αναζητούν τους γονείς του ανθρώπου, και εξετάζουν το κάθε τι με ακρίβεια, όχι για να βεβαιώσουν το γεγονός, αλλά για να εύρουν κάποιαν αφορμή να διαψεύσουν το θαύμα, και κατασκευάζοντας κάποια ψεύτικη σκευωρία, να ανατρέψουν την ορμητικότητα του πλήθους που επίστευσε.
Τι υπερβολή κακίας! Να πολεμούν την αλήθεια και να διασύρουν, αντί να προσκυνούν τον ευεργέτη. Αντί να θαυμάζουν τη δύναμή του, προσπαθούν να παρουσιάσουν σαν ασήμαντα τα γεγονότα. Πεισθείτε και από τους γονείς, Φαρισαίοι, για το ότι ο άνθρωπος εγεννήθη μαζί με την τύφλωση. Τρέξτε πάλι στον τυφλό και δεύτερη και τρίτη φορά, για να σας αποκαλύψει εκείνος την κακία και την επιβουλή που κρύβουν αυτά τα επιχειρήματα. Αλλά σεις, όταν δοκιμάσετε την πρώτη απογοήτευση, προχωρείτε στη δεύτερη. Όταν δοκιμάσετε τη δεύτερη, στην τρίτη, και ούτω καθεξής. Ακολουθείτε την πορεία της κακούργας αλεπούς. Είστε από παντού περικυκλωμένοι με τα δίχτυα της αλήθειας. Αδυνατείτε να αρνηθείτε το θαύμα, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Παρ’ όλα αυτά, δεν αμελείτε με κάθε τρόπο να περιπλέκετε το πράγμα, υφαίνοντας ιστόν αράχνης με όλη σας την τέχνη. Ανίσχυρος όμως και ανώφελος είναι η επιβουλή σας. Προγονική η αρρώστια σας. Απίστων πατέρων όμοια τέκνα. Έτσι αντιμετώπιζαν κι εκείνοι τα θαύματα της Αιγύπτου. Εσώζοντο από πολέμους παραδόξως και ανελπίστως, και απιστούσαν σ’ αυτόν που εχάριζε τη σωτηρία. Ετρέφοντο με τροφές που υπερέβαιναν τη φύση, και ήσαν πιο αχάριστοι κι από αυτούς που λιμοκτονούν. Υπεδέχοντο το μάνα που τους απεστέλλετο από τον ουρανό, και ποθούσαν τη δυσωδία των σκόρδων και των κρεμμυδιών της Αιγύπτου. Με στήλη νεφέλης εσκεπάζοντο την ημέρα για να μην ταλαιπωρούνται από το καύμα του ήλιου, και με στήλη φωτεινή εφωτίζοντο τη νύχτα, απολαμβάνοντας άλλον, νέο φωστήρα, εκτός από τη σελήνη. Και σαν να μην είχαν ευεργετηθεί με καμία θεϊκή ενέργεια, όταν ο Μωΰσής είχε ανεβεί στο όρος για να του δοθεί ο νόμος, και καθυστερούσε να επιστρέψει, αυτοί ζητούσαν και εύρισκαν νέους και ανυπάρκτους θεούς. Είστε όντως κληρονόμοι της αχαριστίας τους. Και το νόμο δεν αγαπήσατε, και την χάρη μισείτε. Σας χρειάζεται ράβδος φτιαγμένη όχι από καρυδιά, για επιστασία, αλλά από σίδηρο.
Βλέπετε έναν άνθρωπο, που αν και τον είδε το φως, αυτός ευρίσκεται
στο σκοτάδι. Σε μια στιγμή τον βλέπετε να θεραπεύετε και να αναβλέπει, όχι με συνδυασμό διαφόρων φαρμάκων, ούτε με χρήση χειρουργικών εργαλείων,
αλλά μόνο με λάσπη, κι αυτή από πτύσμα. Και πώς δεν θαμβώνεσθε, δεν εκπλήττεσθε, δεν πίπτετε στη γη να προσκυνήσετε αυτόν που από τη γη έπλασε τους οφθαλμούς, σεβόμενοι τη Θεϊκή ενέργεια; Αντιθέτως, σεις κινδυνεύετε να διαρραγείτε από τον φθόνο, και ζηλεύετε τον Θεό σαν αντίζηλο, σαν δημιουργοί τον Δημιουργό, σαν κοινό άνθρωπο τον Θεάνθρωπο. Και διαβάζετε μεν της Παλαιάς Διαθήκης τα βιβλία, όσα εγράφησαν εκεί για να οικονομήσουν τον λαό, και όσα διδάσκουν περί των βασιλέων και της ιστορίας τους, πείθεσθε δε και παραδέχεσθε όσα γράφουν για τον καθένα. Ότι τον Μωυσή λίγο έλειψε να τον εκλάβουν ως Θεό, και τον Ελισαίο τον υπερεθαύμαζαν, και τον διδάσκαλό του τον Ηλία πολύ τον εξυμνούσαν. Και όλους τους αγίους κάθε γενεάς, οι οποίοι έλαβαν τις
ενέργειες του Θεού, και πραγματοποίησαν τα μεγάλα και πασίγνωστα, τους τιμάτε σαν αγγέλους. Σε τίποτα δεν αμφισβητείτε τους αρχαίους, ούτε απιστείτε στις διηγήσεις των πατέρων σας, μολονότι οι άνθρωποι εκ φύσεως δίδουν λιγότερη πίστη στην ακοή. Αυτό όμως που συνέβη στις ημέρες σας με τους οφθαλμούς εκείνου, και το είδατε με τους οφθαλμούς τους ιδικούς σας, ημπορείτε δε και με τα δάχτυλα να το ψηλαφήσετε, και να ακούσετε με ακρίβεια την εξιστόρησή του, αυτό με τόσην απιστία και αχαριστία κακοτρόπως το επιβουλεύεσθε, καταπατώντας τις προφητείες, και
προσπαθώντας να διαψεύσετε την εκπλήρωσή τους. Αφού όσα βλέπουμε τώρα να πραγματοποιούνται, είχε προφθάσει ο Ησαΐας να μας τα διδάξει λέγοντας: Ιδού Θεός ημών κρίσιν (δικαιοσύνη) ανταποδίδωσι, και ανταποδώσει, αυτός ήξει και σώσει ημάς. Τότε ανοιγήσονται οφθαλμοί τυφλών, και ώτα κωφών ακούσονται, τότε αλείται ως έλαφος ο χωλός, τρανή δε έσται γλώσσα μογιλάλων (δηλαδή, τότε θα πηδά ως έλαφος ο κουτσός, και τρανή θα γίνει η γλώσσα των κωφαλάλων). Αυτά δεν είναι λόγια του Πέτρου και του ‘Ιωάννου, ούτε κάποιου από τα πρόσωπα που υποπτεύεσθε, ώστε να απιστήσετε στην αλήθεια, υποθέτοντας ότι χαρίζονται στον Κύριο, και κάνουν διαφήμιση. Είναι λόγια της ιδικής σας προφητείας, εάν βέβαια αναγνωρίζετε
τους Προφήτες σας, και μάλιστα τον μεγαλύτερο από τους Προφήτες και διδασκάλους του Νόμου.
Τω δε Θεώ δόξα, κράτος, τιμή νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ



Οταν γεννήθηκε ο πρωταγωνιστής του Ευαγγελικού Αναγνώσματος ,δεν αντίκρισε το φως του ήλιου. Ποτέ τα μάτια του δεν τα χάιδεψε η ομορφιά της κτίσης. Μεγαλώνοντας δεν έβλεπε γελαστά πρόσωπα γύρω του… Ήταν εκ γενετής τυφλός. Που σημαίνει γεννήθηκε τυφλός!
Πορεύτηκε σχεδόν μόνος μέσα στο σκοτάδι του. Κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να τον απαλλάξει από το δυσβάσταχτο φορτίο του. Κανείς δεν μπορούσε να απαλύνει τον πόνο του. Μέχρι την στιγμή που μπροστά του βρέθηκε ο Κύριος... και η πορεία στο σκοτάδι σταμάτησε. Ο Χριστός, ως στοργικός πατέρας, δεν μένει στα προηγούμενα, μηδενίζει τον χρόνο και αρχίζει τη δημιουργία εκ νέου. Φτιάχνει πηλό και δημιουργεί τώρα αυτό που η φύση στέρησε από αυτόν τον άνθρωπο.
Ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί ότι στις μέρες μας υπάρχουν «εκ γενετής τυφλοί»; Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που οδηγήθηκαν ή γεννήθηκαν στο σκοτάδι μιας αίρεσης δεν μοιάζουν τραγικά με τον «εκ γενετής τυφλό»; Σ' ένα βιβλίο της Ορθοδοξίας μας το Γεροντικό βρίσκεται τούτο το γεγονός, που αναφέρεται στον αββά Αγάθωνα.
Μερικοί ασκητές, που άκουσαν τη φήμη του και τη μεγάλη διάκριση που είχε, πήγαν να τον επισκεφθούν. Θέλοντας να τον δοκιμάσουν αν οργίζεται, τον ρώτησαν: «Εσύ είσαι ο Αγάθων, που λένε πως είσαι πόρνος και υπερήφανος;» «Nαι, αδελφοί μου, εγώ είμαι». «Εσύ είσαι o Αγάθων ο φλύαρος και κατάλαλος;» «Nαι, αδελφοί μου, εγώ είμαι». «Εάν είσαι ο Αγάθων ο αιρετικός;» Τότε ο Αγάθων αποκρίθηκε: «Όχι, δεν είμαι αιρετικός!» Οι ασκητές τον ρώτησαν να τους πει, γιατί όσα του έλεγαν πρώτα τα παραδέχονταν για τον εαυτό του, ενώ το λόγο τούτο, με την κατηγορία του αιρετικού, δεν τον βάσταξε; Κ' εκείνος, ο γέροντας ο άγιος και διακριτικός, τους απάντησε: «Τα πρώτα, εμαυτώ επιγράφω· όφελος γαρ έστι τη ψυχή μου. Το δε αιρετικός, χωρισμός εστι από του Θεού, και ου θέλω χωρισθήναι από Θεού». Οι ασκητές θαύμασαν την πνευματική σοφία της διακρίσεως του γέροντα και έφυγαν πνευματικά οικοδομημένοι.
Άνθρωποι δικοί μας, γονείς, αδέρφια μας, συνάνθρωποί μας που πορεύονται μια ζωή χωρίς Χριστό και ζουν μακριά από το Φως της Αναστάσεώς του δεν μοιάζουν τραγικά με τον «εκ γενετής τυφλό»;
Αυτά μπορούν σε μια στιγμή να αλλάξουν. Μια στιγμή που ο άνθρωπος καλοπροαίρετα και απαλλαγμένος από εμμονές, προκαταλήψεις και δογματισμούς θα αναγνωρίσει τον Σωτήρα Χριστό και θα στρέψει το πρόσωπό του για να δεχτεί την ζωογόνο παρέμβαση του Κυρίου στους ψυχικούς και σωματικούς οφθαλμούς του. Ακόμα όμως και οι κατ’ όνομα «Χριστιανοί» που ζουν μέσα στην αμάθεια ή χειρότερα στην ημιμάθεια, δεν αποτελούν μία παραπλήσια εκδοχή του «εκ γενετής τυφλού»; Η δική μας τύφλωση προέρχεται από την δική μας αδιαφορία και μεγαλώνει όσο εμείς αμελούμε. Μέχρι πότε θα ζούμε στο σκοτάδι;
Για εμάς τους Χριστιανούς είναι ακόμα πιο εύκολο να αναδυθούμε στο Φως. Δεν έχουμε παρά να ενδιαφερθούμε και να εντρυφήσουμε στις αλήθειες της πίστης μας και να συμμετέχουμε τακτικά στον εκκλησιασμό και στην Θεία Κοινωνία. Το σκοτάδι δημιουργείται με την απουσία του φωτός. Έστω και μία λάμψη είναι ικανή να διαλύσει και το πυκνότερο σκοτάδι, πόσο μάλλον ο Χριστός που είναι το Φως το αστείρευτο, το Φως το αληθινό.

Η ΑΠΆΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΠΕΊΝΩΣΗΣ. (ΚΥΡΙΑΚΉ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΎ) «Ο δε έφη· Πιστεύω Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ» του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Φαναρίου κ.κ. Αγαθάγγελου



Στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής του Τυφλού παρουσιάζεται ένα θαυμαστό γεγονός. Ένας εκ γενετής τυφλός αποκτά με τη θαυματουργική επέμβαση του Ιησού Χριστού την όρασή του. Και το γεγονός της θεραπείας του γίνεται αφετηρία σωτηρίας, η οποία στο τέλος του ευαγγελικού αναγνώσματος εκφράζεται διά της ομολογίας της πίστεώς του. Ο Χριστός τον ρωτά: «Συ πιστεύεις εις τον Υιόν του Θεού»; Και ο τυφλός τότε κατορθώνει να δει όχι μόνο το επίγειο, αλλά και το φως της Θεότητος: « Πιστεύω Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ».
Το γεγονός αυτό αποτελεί μια ευλογημένη ευκαιρία, έτσι ώστε και εμείς, ως ορθόδοξοι άνθρωποι, να προβληματιστούμε για την πίστη μας και να ανανεώσουμε την υπόσχεση που δώσαμε κατά την ημέρα της βαπτίσεώς μας.
Πολλές φορές, απογοητευμένοι από τα ανθρώπινα και τα καθημερινά, προβληματιζόμαστε για την παρουσία του Θεού στη ζωή μας. Ζητάμε σημεία για να πιστέψουμε . Ακόμη κι όταν ο Κύριος βρισκόταν καρφωμένος επάνω στον Σταυρό, οι άνθρωποι Τον πείραζαν και Τον βλασφημούσαν λέγοντας: «Εάν είσαι υιός του Θεού, κατέβα από τον Σταυρό και θα πιστέψουμε σε Σένα». Όμως ο Κύριος δεν απάντησε. Παρέμεινε, εν σιωπή, στον Σταυρό και πέθανε, για να ζήσει ο άνθρωπος, και αναστήθηκε, για να ανοίξει τη θύρα του Παραδείσου και να οδηγήσει τον άνθρωπο στη ζωή του Θεού.

Η σιωπή του Θεού

Οι αποδείξεις που ζητάμε πολλές φορές, για να πιστέψουμε στον Θεό, τραυματίζουν την αλήθεια, την αγαπητική σχέση με το Θεό, και γι’ αυτό η άρνηση του Κυρίου είναι άμεση και κατηγορηματική (Μάρκ. 8,12).
Ο Θεός ήλθε στον κόσμο αλλά κρύβεται ακόμη και μέσα στη φανέρωσή Του. Ο Θεός αποκρίνεται με τη σιωπή, αλλά για εκείνον που μπορεί να καταλάβει, να νιώσει. μέσα σ’ αυτή τη σιωπή δηλώνει την αγάπη Του για τον άνθρωπο. Είναι η «μωρία» του Θεού, ο ακατανόητος σεβασμός στην ελευθερία μας.
Κάθε αναγκαστική απόδειξη βιάζει την ανθρώπινη συνείδηση, μεταβάλλει την πίστη σε απλή γνώση. Γι’ αυτό ο Θεός κλείνεται μέσα στη σιωπή της οδυνώμενης αγάπης Του. Ο Θεός δε δίνει διαταγές. Μας προσκαλεί σε μια σχέση αμοιβαιότητας. Ο Πατέρας είναι Πατέρας χωρίς να επιβάλει την πατρότητά του. Ο Χριστός έρχεται για να καθίσει στο «τραπέζι των αμαρτωλών», και σταυρώνεται από υπερβολή ερωτικής αγαθότητας. «Ποιός σύζυγος», ρωτά ένας ασκητικός συγγραφέας του 6ου αι., «πέθανε ποτέ για τη σύζυγό του, και ποιά σύζυγος διάλεξε ποτέ να παντρευτεί έναν εσταυρωμένο; Ο Κύριος μνηστεύθηκε την Εκκλησία, της έδωσε μια προίκα με το αίμα Του, και της σφυρηλάτησε ένα δαχτυλίδι με τα καρφιά της σταυρώσεώς Του». Τόσο μεγάλη είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο.

Συ, πιστεύεις;

Ο Χριστός δεν απευθύνεται ποτέ στη λογική, δεν παραθέτει αποδείξεις, μήτε επιχειρήματα, δε ρωτά: «Ξέρεις; Πείστηκες; Νικήθηκες;». Το μόνο που ρωτά είναι: «Πιστεύεις;». Και στο ερώτημα αυτό μια καθαρή καρδιά μόνο αυτό μπορεί να απαντήσει: «Πιστεύω, κύριε, βοήθει μοι τη απιστία». Την ώρα. λοιπόν, που μας βαραίνει η αμφιβολία για την παρουσία του Θεού, την ώρα που μας βαραίνει η μοναξιά, μόνο η βαθιά ταπείνωση έρχεται σε βοήθειά μας. Αυτή, η ταπείνωση, κάνει τον άνθρωπο να καταθέτει μπροστά στον Σταυρό του Χριστού ολόκληρο το είναι του. Και τότε έξαφνα ο Χριστός σηκώνει αντί για μας αυτό το βάρος: «Μάθετε απ’ εμού… ότι ο ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν έστι» (Ματθ. 11, 30). Και ο λόγος αυτός δεν είναι απάτη· είναι φως μέσα στην κόλαση του σημερινού κόσμου.

(Αγαθαγγέλου, Επισκόπου Φαναρίου, «Η ζύμη του Ευαγγελίου», εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 136-138)

ΚΥΡΙΑΚΉ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΎ



Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς του Τυφλοῦ, ἀποτελεῖ μία ἀδιάψευστη ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν μόνο τέλειος ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ τέλειος Θεός.
Ὅπως διαβάζουμε στὸ Κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιον (κεφ. θ, 1 – 38), ὁ Χριστός, περνώντας μέσα ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, συναντάει ἕναν ἐκ γενετῆς τυφλό. Ὁ Κύριος, ἔκανε πηλό, ἀφοῦ ἔφτυσε στὸ χῶμα, τοῦ ἄλειψε τὰ μάτια καὶ τὸν ἔστειλε στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Ὁ τρόπος αὐτὸς θεραπείας, μᾶς ὑπενθυμίζει τὸν τρόπο ποὺ ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, πλάθοντάς τον. Ὁ Θεὸς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, πλάθει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ χῶμα, τώρα ὁ Χριστός, πλάθει τὰ μάτια τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ πάλι ἀπὸ χῶμα. Ὁ ἴδιος Θεός! Δοκιμάζει τὴν πίστη τοῦ τυφλοῦ καὶ τὸν στέλνει στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ζητάει τὴ δική του ἑκούσια καὶ ἐλεύθερη συμμετοχή του στὸ θαῦμα. Ὁ τυφλὸς ὅμως μὲ πίστη, ὑπακούει στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, πηγαίνει καὶ πλένεται καὶ ἐπιστρέφει βλέποντας.
Ὅμως, ἡ ζωὴ τοῦ θεραπευμένου τυφλοῦ, δὲ ἔγινε εὐκολότερη. Γίνεται στόχος τῆς κακίας καὶ τοῦ μίσους τῶν Φαρισαίων, τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων ποὺ μὲ ζῆλο πίστευαν στὸ Θεὸ καὶ στὴν τήρηση τοῦ Νόμου Του. Ἀνακρίνουν τὸν τυφλὸ καὶ ἀντὶ νὰ πιστέψουν καὶ ἐκεῖνοι βλέποντας ζωντανὸ τὸ θαῦμα μπροστά τους, κλείνουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους. Ὁ θρησκευτικὸς φανατισμός τους, ὄχι μόνο τοὺς κλείνει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ ἐξαφανίζει ἀπὸ τὴν ψυχή τους τὴ διάκριση ἀλλὰ τοὺς ἀπομακρύνει τελικὰ καὶ ἀπὸ τὸ Θεό.
Οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ, φοβοῦνται νὰ ὁμολογήσουν τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε στὸ παιδί τους ποὺ γεννήθηκε τυφλό, γιὰ νὰ μὴν γίνουν ἀποσυνάγωγοι. Τόση ἦταν ἡ πίστη τους καὶ ἡ χαρά τους ποὺ ἀπέκρυψαν ἀποφεύγοντας μὲ μαεστρία νὰ ὁμολογήσουν ἕνα ἀληθινὸ γεγονός. «Ἔχει ἡλικία αὐτὸν νὰ ρωτήσετε»! Ἴσως ὁ Χριστὸς νὰ τοὺς χάλασε τὰ σχέδια, ἀφοῦ ὁ ἐκ γενετῆς τυφλὸς γιός τους ζητιάνευε. Ἴσως τοὺς χάλασε τὴν ἡσυχία τους ἀφοῦ ἔπρεπε νὰ παρουσιαστοῦν στὴ συναγωγὴ καὶ νὰ ἀνακριθοῦν μὲ τὸν κίνδυνο νὰ γίνουν ἀποσυνάγωγοι. Καὶ ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ ποὺ εὐεργετούμαστε καθημερινὰ ἀπὸ τὸ Θεό, ντρεπόμαστε ἢ φοβόμαστε νὰ ὁμολογήσουμε τὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν ὀλιγοπιστία μας. Βάζουμε τὰ συμφέροντά μας πάνω ἀπὸ τὸ Θεό, πιστεύοντας ἐνδόμυχα πὼς Ἐκεῖνος θὰ μᾶς καταλάβει! Ἐκεῖνος θὰ μᾶς καταλάβει ἀλλὰ θὰ δεῖ καὶ τὴν πίστη μας καὶ τὶς προτεραιότητες ποὺ ἔχουμε βάλλει στὴ ζωή μας. Θὰ δεῖ ποιοὺς θεοὺς ἔχουμε βάλλει στὴ θέση Του καὶ μὲ τὸ δικό του τρόπο δὲ θὰ πάψει νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει πὼς Ἐκεῖνος εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου.
Ὁ τυφλός

, τελικὰ δὲ θεράπευσε μόνο τὰ μάτια τοῦ σώματός του ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς του. Ἀναγνωρίζει καὶ προσκυνεῖ τὴ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ καὶ δὲ διστάζει νὰ τὸ ὁμολογήσει στοὺς θρησκευτικοὺς ἄρχοντες μὲ θάρρος ποὺ θὰ τὸ ζήλευαν πολλοὶ ἀπὸ μᾶς. Δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ πίστη, χρειάζεται καὶ ἡ ὁμολογία πίστεως γιὰ νὰ γίνουμε γνήσια παιδιὰ τοῦ Ἰησοῦ. Ὅταν ὁμολογήσουμε τὸ Χριστὸ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, θὰ μᾶς ὁμολογήσει καὶ Ἐκεῖνος μπροστὰ στὸν Πατέρα Του, μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Κύριος.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ –Ἰω. θ΄ 1-38



    Ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί ἀδελφοί, εἶναι μεγάλα, ὅλα φανερώνουν τὴν θεότητα τοῦ Κυρίου· οἱ θεραπεῖες τῶν ἀσθενῶν μὲ τὴν ἐπίθεση τῶν χειρῶν του, οἱ ἰάσεις τῶν παραλύτων μὲ ἕνα μόνο λόγο του («σήκω ἐπάνω καὶ περπάτα»), οἱ ἀναστάσεις τῶν νεκρῶν. Κάθε θαῦμα τοῦ Κυρίου ἔχει καὶ ἕνα ξεχωριστὸ σημεῖο, ποὺ τὸ διακρίνει ἀπὸ τὰ ἄλλα. Τὸ σημερινὸ θαῦμα τοῦ Κυρίου, ἡ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, διαφέρει ἀπὸ τὰ ἄλλα θαύματα σὲ τοῦτο: βλέπουμε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ παίρνει ἀπὸ τὴ γῆ χῶμα καὶ μὲ τὸ θεϊκό του πτύσμα νὰ φτιάχνει μάτια στὸν ἀόματο τυφλό. Ὁ τυφλὸς αὐτὸς ὄχι δὲν ἔβλεπε, ἀλλὰ εἶχε γεννηθεῖ χωρὶς μάτια, καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸ θαυμαστὸ ἐδῶ τοῦ Κυρίου: ὅτι φτιάχνει μάτια ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς: «ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ.»
Τὸ θαῦμα αὐτὸ τοῦ Κυρίου μᾶς πάει στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου: «….καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν». Ἐδῶ πάλι, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶχε γεννηθεῖ ἀόματος, χωρὶς μάτια, τὸν ἔφτιαξε κανούργια μάτια: «ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ». Δὲν τὸν ἔβαλε ξένα μάτια, ἀλλὰ τὸν ἔφτιαξε δικά του μάτια ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς, ὅπως ἔπλασε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Καὶ ἀκόμη δὲν ἔφτιαξε τὸν πηλὸ μὲ νερό, ἀλλὰ μὲ τὸ πτύσμα του, «ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος».
Στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἔλαβε τὸ χῶμα ὁ Θεός, τὸ ἔφτιαξε ἄνθρωπο καὶ τὸν ἐμφύσησε στὸ πρόσωπό του: «χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς», ἐδῶ «ἔπτυσε χαμαὶ», καὶ τὸ θεῖο αὐτὸ πτύσμα ἔχει μέσα καὶ τὴ θεία πνοή, τὸ θεῖο φύσημα. Βεβαίως τοῦ λέγει νὰ πάει στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ γιὰ νὰ νιφτεῖ˙ πηγαίνει νίβεται, καὶ βλέπει τὸ φῶς: «ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων». Τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι τὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας τοῦ Σιλωὰμ εἶχε κάποια θαυματουργικὴ δύναμη ποὺ τὸν θεράπευσε, ἀλλὰ τὸν ἔστειλε ἐκεῖ ἁπλὰ γιὰ νὰ πλυθεῖ καὶ ὄχι νὰ θεραπευτεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ της, ὅπως πλένουν τὸ παιδί ὅταν γεννᾶται. Τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ εἶχαν δημιουργηθεῖ μὲ τὴν ἐπίχριση τοῦ πηλοῦ στὰ μάτια. Τὸ νερὸ δὲν ἔδωσε τὴ ζωὴ στὸ χῶμα, ἀλλὰ φανέρωσε τὴ νέα ζωή, τὰ νέα μάτια τοῦ τυφλοῦ, διότι ἄρχισαν νὰ βλεπουν τὸ φῶς: «ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων».
Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως τυφλωμένοι ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμό τους δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δεχτοῦν τὸ ὀλοφάνερο αὐτὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ· ἔλεγαν καὶ ξαναρωτοῦσαν τὸν πρώην τυφλό καὶ σ᾽ αὐτοὺς ποὺ τὸν γνώριζαν: «πῶς ἀνέβλεψεν;». Καὶ ἐνῶ αὐτὸς φώναζε μὲ ὅση δύναμη εἶχε: «ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα», ἄν καὶ ἔβλεπαν καὶ ἄκουγαν τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ Χριστὸ συνέχιζαν νὰ λέγουν μὲ ὑπερηφάνεια καὶ ἐγωϊσμό: «ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν». Καὶ ἀκόμη ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀναμάρτητο Χριστό: «ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν». Καὶ ποὺ στηρίζουν τὴν ἁμαρτωλότητα τοῦ Κυρίου; Στὸ ὅτι κατέλυσε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου: «ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ», διότι ἦταν Σάββατο ὅταν Χριστὸς ἔφτυσε στὴ γῆ καὶ ἔφτιαξε τὸν πηλὸ καὶ τὸν ἔχρισε στὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ: «ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς».
Μεγάλο κακὸ ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ ὑπερηφάνεια τῶν ἀνθρώπων. Ἔβλεπαν οἱ Φαρισαῖοι τὸ μεγάλο θαῦμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ἔφτιαξε μάτια στὸν ἀόματο τυφλὸ ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς, ἄκουγαν ὅλοι νὰ τοὺς λέγουν ὅτι ἦταν τυφλὸς καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ τοῦ ἔδωσε τὸ φῶς, πῆραν καὶ τὴν μαρτυρία τῶν γονέων του, ἔστω καὶ φοβισμένη: «οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε», ἀκοῦνε τὴν ὁλοκάθαρη καὶ ἄφοβη μαρτυρία τοῦ πρώην τυφλοῦ: «ὅτι προφήτης ἐστίν», καὶ πὼς «εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν», καὶ αὐτοὶ συνέχιζαν νὰ παραμένουν στὴν πλάνη καὶ στὴν ἀπιστία τους.
Ἀλλ᾽ ἐμεῖς ἄς ἀφήσουμε τὴν κακία τῶν Φαρισαίων καὶ ἄς ἀναφωνήσουμε μαζὶ μὲ τὸν πρώην τυφλό: «πιστεύω, Κύριε» ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅπως ἐκεῖνος «προσεκύνησεν αὐτῷ», ἄς προσκυνήσωμεν καὶ μεῖς τὸν ἀναστάντα Χριστό, «ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἀμήν.

Κυριακή ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (Ἰωάνν. θ΄ 1- 38) * « Σύ πιστεύεις εἰς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ;»

« Σύ πιστεύεις εἰς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ;»
«Τοῦ Τυφλοῦ» ὀνομάζεται ἡ σημερινή Κυριακή, εὐλαβεῖς χριστιανοί. Ἔχει πάρει τό ὄνομα ἀπό τό θαῦμα τῆς θεραπείας ἑνός ἐκ γενετῆς τυφλοῦ. Ναί, ἦταν δυστυχισμένος ὁ ἄνθρωπος αὐτός πού μέ τό θαῦμα τοῦ Χριστοῦ ἄνοιξαν τά μάτια του καί εἶδε. Παράλληλα ὅμως ὑπῆρξαν καί μερικοί κακοί ἄνθρωποι, οἱ Φαρισαῖοι, πού «ἔβλεπαν», καί ὅμως ἀπεδείχθη, ὅτι ἦταν τυφλοί. Τί περίεργα πράγματα συμβαίνουν στόν κόσμον αὐτό! Ἔγινε ἕνα θαῦμα καί τό θαῦμα ἀπέδειξεν, ὅτι ἕνας τυφλός, πού δέν ἔβλεπεν, εἶδε. Καί τό ἴδιο θαῦμα ἀποκάλυψε τήν ψυχική τυφλότητα μερικῶν ἀνθρώπων πού νόμιζαν πώς ἔβλεπαν, ἐνῶ στήν οὐσία ἦταν τυφλοί.
Εἶναι μεγάλη ἡ σημερινή Εὐαγγελική περικοπή. Ἔχει πολλές καί συγκλονιστικές φάσεις στήν ὅλη περιγραφή τῆς θεραπείας. Θά ἐπιμείνωμε σέ μερικές μόνο χαρακτηριστικές πράξεις, πού θά μᾶς βοηθήσουν στό θέμα μας. Μετά τήν θεραπεία, ἔφεραν τόν θεραπευθέντα στούς Φαρισαίους, καί αὐτοί ρώτησαν τόν τυφλό, πῶς ἔγινε τό θαῦμα. Οἱ Φαρισαῖοι ἀμέσως βρῆκαν τό «λάθος» : «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος, δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό, γιατί δέν τηρεῖ τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου». Κατόπιν κάλεσαν τούς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ καί τούς ρώτησαν! «Εἶναι αὐτό τό παιδί σας;» «Ναί, εἶπαν καί οἱ δύο: Τό παιδί μας εἶναι». «Πῶς ἔγινε καλά;». Οἱ γονεῖς τώρα φοβισμένοι ἀπαντοῦν: «μεγάλος εἶναι στήν ἡλικία, νά ρωτήσετε τόν ἴδιο». Εἶχαν πεῖ οἱ Φαρισαῖοι, ὅτι ὅποιος ὁμολογήσῃ τόν Χριστόν, θά τόν διώξουν ἀπό τήν συναγωγή. Οἱ Φαρισαῖοι καλοῦν πάλι τόν ἴδιο καί τόν ρωτοῦν: «πῶς ἔγινε καί βλέπεις;». Ὁ νέος μέ θάρρος τούς λέγει: «Σᾶς εἶπα καί δέν μέ ἀκούσατε. Μήπως θέλετε νά γίνετε καί σεῖς μαθητές Ἐκείνου; «Οἱ Φαρισαῖοι τοῦ ἀπήντησαν ὑβριστικῶς καί περιφρονητικῶς καί τοῦ εἶπαν: «Σύ ὁ οὐτιδανός, ὁ τιποτένιος εἶσαι μαθητής Ἐκείνου. Ἡμεῖς εἴμεθα τοῦ Μωϋσέως». Σέ νέα παρατήρηση τοῦ νέου, γεμάτοι κακία τοῦ λέγουν: «Σύ γεννήθηκες ὅλος μέσα στήν ἁμαρτία καί σύ τολμᾶς νά μᾶς διδάσκῃς;». Καί τόν ἐξεδίωξαν. Οἱ Φαρισαῖοι ἔχουν μπροστά τους τόν θεραπευθέντα τυφλόν. Ἔχουν μάρτυρες τούς παρόντες, τούς γονεῖς τοῦ παιδιοῦ, ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων. Ἀπό ὅλους αὐτούς τούς μάρτυρες ἔβγαινε ἕνα συμπέρασμα: Ἡ ἀλήθεια πού ἦταν μία, ὅτι ὁ νέος θεραπεύτηκε ἀπό τόν Χριστόν. Αὐτοί ὅμως δέν θέλουν νά βλέπουν τήν ἀλήθεια. Εἶναι τυφλοί, λοιπόν. Γιατί δέν βλέπουν, καί ἄς εἶναι τά μάτια τους ἀνοικτά. Ἡ ψυχή τους εἶναι σκεπασμένη ἀπό τό φθόνο καί τό πάθος τοῦ ἐγωϊσμοῦ. Αὐτό τό πάθος τούς κάνει νά μείνουν ἀθεράπευτα τυφλοί σ’ ὅλη τους τήν ζωή.
Ἀδελφοί μου! Νά, τώρα τίθεται ἀμέσως τό ἐρώτημα. Ἐμεῖς σέ ποιά ἀπό τίς δύο κατηγορίες ἀνήκομε; Στήν πρώτη κατηγορία εἶναι οἱ ἄνθρωποι μέ τήν καλή διάθεση. Κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό ἄγνοια, εἶναι μακράν ἀπό τόν Χριστόν, ἀπό ἄγνοιαν. Μόλις ὅμως κάποιος τούς ἐξηγήση, μόλις μάθουν τήν ἀλήθειαν, ἀμέσως γίνεται τό θαῦμα: ὁ Χριστός τούς δίνει τήν δύναμη καί βλέπουν σωστά τά πράγματα μέσα στήν κοινωνία. Θά χρησιμοποιούσαμε μιά λέξη: οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἔχουν τώρα διαύγειαν, θά λέγαμε. Στήν δεύτερη κατηγορία ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποι – οἱ Φαρισαῖοι πάσης ἐποχῆς - ὅπου διάφορα συμφέροντα ἀναμεμειγμένα μέ τά πάθη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ἔχουν δημιουργήσει ἕνα «πλέγμα ἐνοχῆς», ὥστε νά βλέπουν καί ὅμως νά μήν θέλουν νά δοῦν τήν ἀλήθεια, δηλαδή νά μήν θέλουν νά τήν παραδεχθοῦν. Σέ ποιά κατηγορία τοποθετοῦμε τόν ἑαυτόν μας; Αὐτό εἶναι θέμα προσωπικό. Νά προσέξωμε ὅμως, γιατί ἀλλοίμονο ἄν εἴμεθα στήν δεύτερη κατηγορία...
Ἀδελφοί μου, ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού ἔχουν χάσει τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν τους καί ὅμως «βλέπουν» σωστά τήν ζωή, γιατί ὁ ἐσωτερικός κόσμος τους φωτίζεται ἀπό τόν Χριστό. Ὑπάρχουν καί ἄνθρωποι – μέσα σ’ αὐτούς μπορεῖ νά εἴμεθα και μεῖς – πού, ἐνῶ βλέπουν μέ τά μάτια τοῦ σώματος, ἐν τούτοις ὁ σκοτισμός τῆς ψυχῆς των (ἀπό τά πάθη) δέν τούς ἀφήνει νά δοῦν.
Εὔχομαι νά μᾶς χαρίση ὁ Θεός τό φῶς τό δικό Του, γιά νά βλέπομε σωστά.
Γένοιτο

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ


Η Κυριακή που μας έρχεται είναι "του τυφλού". Αναφέρεται στο θαύμα που έκανε ο Χριστός θεραπεύοντας ένα τυφλό. Και από το θαύμα αυτό όμως δεν έλειπαν τα παρατράγουδα από τους Φαρισαίους.
Το θαύμα γίνεται γιατί ο Θεός μας αγάπησε και θέλει να μας βοηθήσει, να μας θεραπεύσει συχνά από ανίατες ασθένειες για τις οποίες ποτέ δεν υπήρξε θεραπεία, να μας λυτρώσει από τον πόνο, ψυχικό - πνευματικό ή σωματικό. Ακόμα όμως και όταν το θαύμα γίνει, πολλά γίνονται και λέγονται για να μας αποπροσανατολίσουν. Αλλά και εμείς οι ίδιοι, έχουμε την δύναμη να το ομολογήσουμε;

Το θαύμα: Ένας εκ γεννετής τυφλός λοιπόν, τον οποίο συνάντησε ο Χριστός εκεί που περπάταγε με τους μαθητές του, βρήκε το φως του από την αγάπη του Θεού. Τα μάτια του, που ποτέ δεν είχαν δει το φως του ήλιου, άνοιξαν. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε τα βήματα του θαύματος καθώς και τα παρατράγουδά του:
  1. Η ερώτηση των μαθητών: "Αυτός αμάρτησε ή οι γονείς του για να γεννηθεί τυφλός;". Υπήρχε τότε, όπως και σήμερα, η γενική ιδέα ότι η αμαρτία φέρνει την ασθένεια ως τιμωρία αλλά και η ιδέα "αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα" όπως λέμε σήμερα, δηλαδή "οι αμαρτίες των γονέων παιδεύουν τα παιδιά τους". Η απάντηση του Ιησού όμως βάζει τα πράγματα στην θέση τους. "Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά αυτό έγινε για να φανερωθεί  με αυτόν η δύναμη του Θεού. Έδωσε δηλαδή την τρίτη διάσταση στα βάσανα των ανθρώπων: δεν ξεπληρώνει μόνο αμαρτίες ο άνθρωπος με τον πόνο και την ασθένεια αλλά δοκιμάζεται για να ενεργήσει κάποτε πάνω του ο Θεός μια θαυμαστή θεραπεία και να πιστέψουν όλοι. Το ίδιο συνέβη παλαιότερα στον ευλαβέστατο Ιώβ, όπου όλα όσα πέρασε ήρθαν για να δοκιμαστεί η πίστη του Ιώβ και να του ανταποδώσει ο Θεός ακόμα περισσότερη χαρά, ευτυχία και πλούτο με τα θαύματα που ενήργησε στην ζωή του.
  2. Ο Χριστός μπορούσε να θεραπεύσει τον τυφλό απλά αγγίζοντάς τον. Προτίμησε όμως να κάνει αυτή την διαδικασία με το κατάπλασμα από πηλό στον οποίον έφτυσε για να τον πλάσει. Ο λόγος του Ιησού, το άγγιγμά Του, το φτύμα Του, τα ρούχα Του, ακόμα και η σκιά Του (το πέρασμά Του δηλαδή) θεράπευαν όπου υπήρχε η πίστη. Για να δυναμώσει την πίστη του τυφλού αλλά και όσων έβλεπαν, ακολούθησε αυτή την διαδικασία ώστε να μην υπάρχει αμφισβήτηση ότι, ναι ο 
    
    Χριστός ο ίδιος του έκανε το θαύμα ενώ του ζήτησε να πλυθεί και στην παραδοσιακή κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Και από κει και μετά ξεκινάει η μαρτυρία του τυφλού. 
  3. Οι Φαρισαίοι της συναγωγής, ενώ είδαν το θαύμα θέλησαν να το υποβιβάσουν και να παραπλανήσουν τον κόσμο προσπαθώντας να κάνουν τον τυφλό να ομολογήσει ή ότι δεν ήταν τυφλός εκ γεννετής, οπότε ήταν πιθανή μια θεραπεία και ότι δεν ήταν ο Χριστός που τον θεράπευσε ή ότι ο Χριστός δεν ήταν από τον Θεό σταλμένος γιατί έκανε θαύματα το Σάββατο, ημέρα αργίας των Ιουδαίων. Μέχρι και τους γονείς του κάλεσαν για να ερωτηθούν αν όντως ο γιος τους ήταν εκ γεννετής τυφλός και ποιος τον θεράπευσε. Οι ίδιοι οι γονείς, από φόβο μήπως διωχθούν από την συναγωγή παραδεχόμενοι τον Χριστό, αρνήθηκαν να υπερασπιστούν το παιδί τους, μόνο πιστοποίησαν την εκ γεννετής ασθένειά του και άφησαν το θεραπευμένο πλέον παιδί τους να δώσει μαρτυρία για τον θεραπευτή του.
  4. Το θάρρος του τυφλού ήταν πραγματικά μεγάλο. Πήγε κόντρα στις μεθοδείες των Φαρισαίων να τον παρασύρουν σε μια ομολογία κατά του Χριστού. Όμως εκείνος θαρραλέα ομολόγησε πολλές φορές και όχι μία ότι το θαύμα το έκανε ο Χριστός τον οποίο πίστευε ως προφήτη. Μάλιστα, τόλμησε να κάνει αντίλογο με τους Φαρισαίους. " Εσείς λέτε ότι είναι αμαρτωλός και δεν μπορεί να κάνει θεραπείες, αλλά ούτε και από τον Θεό είναι (μόνο ο Μωϋσής μίλησε με τον Θεό, έλεγαν). Αν δεν είναι προφήτης και είναι αμαρτωλός άνθρωπος, τότε πώς μου άνοιξε τα μάτια; Μπορεί ένας τέτοιος άνθρωπος να κάνει θαύματα; Ποτέ δεν είδα τέτοιο θαύμα να γίνεται". Δεν φοβήθηκε ο τυφλός ούτε την τιμωρία των Φαρισαίων αλλά ούτε και την πνευματική επιβολή που είχαν απέναντι στους πιστούς. Ο τυφλός με θάρρος τους είπε: "Γιατί ρωτάτε και ξαναρωτάτε ποιος με θεράπευσε; Μήπως θέλετε και εσείς να γίνετε μαθητές του;" Αφού οι Φαρισαίοι δεν μπόρεσαν να τα βγάλουν πέρα μαζί του αλλά ούτε και την ομολογία που ήθελαν δεν του απέσπασαν, τον έδιωξαν προσβάλλοντας τον.
  5. Και τότε ο Χριστός τον ξαναπλησίασε. Αφού Τον είχε ομολογήσει. Και του εξήγησε ότι ήταν ο Υιός του Θεού. Ο τυφλός πίστεψε σε Αυτόν και τον προσκύνησε.
Η ζωή σήμερα: Όλοι ζητάμε ένα θαύμα να γίνει στην ζωή μας. Έχουμε όμως το θάρρος να πάμε κόντρα σε όλους και να υπερασπιστούμε Αυτόν που ενήργησε το θαύμα; Έχουμε το θάρρος να πάμε Εκκλησία ή να κάνουμε τον σταυρό μας χωρίς να φοβηθούμε ότι θα μας ειρωνευτούν; Ή να ομολογήσουμε ότι "ναι, άρχισα να πιστεύω στον Θεό και θέλω να πιστέψω και άλλο";
Αν Τον ομολογήσουμε, τότε ο Θεός θα μας ξαναπλησιάσει.
Δεν έκανε τυχαία ο Χριστός το θαύμα στον τυφλό. Ήξερε την δύναμη του χαρακτήρα του και την εσωτερική του πίστη αλλά και την ομολογία που θα έδινε. Δεν ήταν λίγο να πάει κανείς κόντρα στους Φαρισαίους.
Σήμερα εμείς τολμάμε να πάμε κόντρα στην κοροϊδία των άλλων και να τους αποστομώσουμε με μια ετοιμόλογη απάντηση γεμάτη πίστη;

Κυριακή του Τυφλού



Το ερώτημα των μαθητών προς το Χριστό μπροστά στον εκ γενετής τυφλό είναι εύλογο: «διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;»
Οι μαθητές τού Κυρίου είχαν ανατραφεί με το πνεύμα τής Παλαιάς Διαθήκης και είχαν διδαχθεί πως το κακό έρχεται ως τιμωρία από τον ίδιο το Θεό.
Η αντίληψη αυτή ήταν εσφαλμένη, γιατί ήδη οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης κήρυτταν με σαφήνεια ότι ο Θεός είναι «απείραστος κακών». Είχε όμως επικρατήσει.
Αργότερα ο Απ. Παύλος, μαθητής και ο ίδιος του Μωσαϊκού Νόμου, υπογράμμισε ότι «ο καθένας μας μπαίνει στον πειρασμό από τη δική του αμαρτία».
Γιατί ο Θεός στο πρόσωπο τού Θεανθρώπου Χριστού αποκαλύφθηκε ως αγάπη, που φθάνει μέχρι και τη δική του σταυρική θυσία.
Οι μαθητές στη σημερινή ευαγγελική περικοπή, όπως και πολλοί άνθρωποι σύγχρονοι μας, αναρωτιούνται: ποιος φταίει; ποιος έκανε το σφάλμα και πληρώνει τώρα ο τυφλός ή και οποιοσδήποτε που πάσχει;
Είναι αλήθεια, αδελφοί, ότι οι ασθένειες, οι παθήσεις, η φθορά και η σήψη οφείλονται στην αμαρτία. Όπως γράφουν τα ιερά βιβλία και τα κατανοούν οι άγιοι του Θεού διαμέσου των αιώνων, ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να ζει, για να μη γνωρίζει το θάνατο.
Η κοινωνία με το Θεό, την πηγή της ζωής, και η ελεύθερη αποδοχή του θελήματος του τον καθιστά κατά χάριν άφθαρτο και αθάνατο.
Η αμαρτία των πρωτοπλάστων είναι η απομάκρυνση από την ίδια τη ζωή. Ο Αδάμ και η Εύα αρνήθηκαν το Θεό και προτίμησαν τη φθορά και το θάνατο.
Συχνά οι περισσότεροι έχουμε την τάση να κατηγορούμε το Θεό για τις αρρώστιες, τις ειδικές ή και τις συνηθισμένες παθήσεις που υποφέρουμε. Λησμονούμε ότι το θέλημα του Θεού είναι αγαθό. Μας διαφεύγει ότι ο ίδιος είναι φιλάνθρωπος και πολυεύσπλαχνος και δεν διστάζει να κάνει τα πάντα για τον άνθρωπο, μέχρι που τού χαρίζει τη μετοχή στην ατελεύτητη σταυροαναστάσιμή του Παρουσία.
Ο Θεός δεν είναι τιμωρός μήτε κριτής. Είναι θεραπευτής. Γι' αυτό και η απάντηση του Κυρίου προς τους μαθητές είναι ορθή και κοφτή. «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός, για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ' αυτόν». Δηλαδή, για να γίνει το θαύμα.
Ήταν θαύμα που ανέβλεψε ο τυφλός! Θαύμα είναι και η θεραπεία, που χαρίζει η ιατρική επιστήμη και όλοι οι ερευνητές, οι οποίοι εργάζονται με υπομονή και επιμονή για τη θεραπεία των ασθενειών.
Ο Θεός, αδελφοί, επιτρέπει τον πόνο. Δεν τον καταργεί. Για να παιδαγωγούνται οι ασθενείς, οι συγγενείς τους ακόμη και η ίδια η κοινωνία και να θυμούνται μέσα στον πόνο και τη θλίψη τη φιλανθρωπία και το έλεος του Θεού.
Όμως, αδελφοί μου, η ευαγγελική περικοπή δεν μας λέγει μόνο για το θαύμα αυτό, μας μιλάει και για κάτι ακόμα, μας μιλάει για την συκοφαντία των Φαρισαίων.
Διότι τυφλός δεν ήταν ο άνθρωπος αυτός, ο λεγόμενος ο εκ γενετής τυφλός, αλλά όλοι αυτοί που έβλεπαν χωρίς να βλέπουν. Αυτοί που νόμιζαν ότι το να βλέπει κανείς με τα χοϊκά μάτια είναι το υπέρτατο αγαθό, τους διαψεύδει ο τυφλός όταν τους λέγει ότι: αν και ήμουν τυφλός τώρα άρτι βλέπω.
Έχουμε σκεφτεί μήπως και εμείς σήμερα κάνουμε ότι έκαναν οι Φαρισαίοι της ευαγγελικής περικοπής; Μήπως σήμερα η γλώσσα μας κρύβει θανατηφόρο δηλητήριο, που όταν εκτοξευθεί δολοφονεί υπολήψεις, τραυματίζει ψυχές, γκρεμίζει έργα αγαθά; «η κόνηασαν γλώσσαν αυτών ωσεί όφεως, ιός ασπίδων υπό τα χείλη αυτών» όπως μας αναφέρει ο ψαλμωδός;
Αγαπητοί μου αδελφοί, ζούμε σε μια κρίσιμη εποχή, που οι συκοφάντες πληθαίνουν και είναι υπεύθυνοι για όλα αυτά τα κοινωνικά και πνευματικά δεινά που αντιμετωπίζουμε στις μέρες μας, αλλά, αδελφοί μου, δεν είναι μόνο αυτοί υπεύθυνοι.
Υπεύθυνοι είμαστε και εμείς που ακούμε τα λόγια τους. Δυστυχώς όλοι μας, λίγο πολύ, έχουμε μια φοβερή αδυναμία: η αδυναμία αυτή είναι ότι με ευχαρίστηση ανοίγουμε τα αυτιά μας σε οτιδήποτε κακό ή σκανδαλιστικό ή ακόμη σεξιστικό, για το καλό, κλείνουμε τα αφτιά μας και λέμε δεν το ακούσαμε.
Αδελφοί μου, με τον τρόπο αυτό δίνουμε την δυνατότητα στους συκοφάντες να κάνουν την εγκληματική δουλειά τους, που συχνά χωρίς να το θέλουμε, γινόμαστε συνεργάτες τους σε ηθικές και όχι μόνο καταστροφές.
Αδελφοί μου, ζούμε όπως σας προ είπα, σε μια κρίσιμη εποχή.
Οι συνθήκες της ζωής μάς οδηγούν σε αντιθέσεις και συγκρούσεις ιδεολογικές, οικονομικές, ακόμη και θρησκευτικές με το συνάνθρωπο.
Όμως όσο μεγάλες και αν είναι οι αντιθέσεις μας, όσο βίαιες οι συγκρούσεις μας, δεν πρέπει να χάνουμε τα στοιχεία της ανθρωπιάς και να καταντούμε θηρία.
Ο πραγματικός άνθρωπος δεν καταδέχεται ποτέ να χρησιμοποιήσει το όπλο των δειλών, των υπανθρώπων, τη συκοφαντία, για να νικήσει τον αντίπαλό του. Διότι ξέρει πως μια τέτοια νίκη είναι ήττα για το νικητή, για το σύνολο.
Ας προσέξουμε, λοιπόν, και ας προσπαθούμε να αποφεύγουμε την τακτική των παλιών και συγχρόνων Φαρισαίων. Ας κρατήσουμε τον εαυτό μας μακριά από τη φοβερή μάστιγα της συκοφαντίας, αν θέλουμε να μη χάσουμε την ανθρωπιά μας.
Ας παύσουμε λοιπόν να εθελοτυφλούμε και να βαδίζουμε προς την άβυσσο της καταστροφής.
Με τον Χριστό καθοδηγητή δεν έχουμε να φοβηθούμε το σκότος των ημερών, ο Χριστός, μάς χαρίζει το άκτιστο φως που φωτίζει τον δρόμο για να βλέπουν τα μάτια της ψυχής μας, όπως ακριβώς έκανε με τον τυφλό της ευαγγελικής περικοπής. Αμήν!!!

Κυριακή του Τυφλού Του π. Στυλ. Θεοδωρογλάκη «Ούτε αυτός ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ’ ίνα φανερώθει τα έργα του Θεού εν αυτώ»



Οι θλίψεις και οι στενοχώριες δεν έρχονται στη ζωή μας ως τιμωρία των αμαρτιών μας. Για τούτο οφείλουμε να μην κατακρίνουμε ως τάχα μεγάλους αμαρτωλούς αυτούς που έχουν βάσανα και στενοχώριες στη ζωή τους.
Ο Χριστός καλεί τους μαθητές του και μαζί μ’ αυτούς και όλους μας, να προσέχουμε, ότι την αιτία, αλλά τον ίδιο τον πάσχοντα, και να δούμε ότι μέσα από τα βάσανα της καθημερινότητας μπορεί να φανερώνονται όχι μόνο τα έργα της παντοδυναμίας και της αγαθότητας του Θεού, αλλά και ο ίδιος ο Θεός.
Η θεραπεία του εκ γενετής τυφλού αποτελεί χειροπιαστή πραγματικότητα της φανέρωσης της δύναμης του Θεού, που χρησιμοποιείται υπέρ του ανθρώπου.
Ο Χριστός έρχεται στον κόσμο, όχι για να γίνει αποδεκτός ως επίσημος απεσταλμένος με τελετές και φιέστες, αλλά για να πραγματώσει έργο θαυμαστό και μεγάλο, τη λύτρωση και τη σωτηρία του κόσμου και του ανθρώπου.
Το θαύμα της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού αποτελεί καθ’ εαυτό σημείο πνευματικού φωτισμού που ο Χρίστος ως «φως του κόσμου» μεταδίδει.
«Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει και σκιά θανάτου είδε φως μέγα». Εξάλλου η θεραπεία του τυφλού είναι ότι πιο απλό και εύκολο για το Θεό, το δύσκολο ξέρετε ποιο είναι; Η θεραπεία του ανθρώπου που βρίσκεται βουτηγμένος ως το λαιμό στο ηθικό σκοτάδι, που είναι εξαρτημένος από την αμαρτία, που έχει καταντήσει μίσθαρνο όργανο του πονηρού, του κακού και του αρχηγέτη εχθρού του ανθρώπου.
Να προσέξουμε μια στιγμή. Ενώ για τον εκ γενετής τυφλό τα πράγματα πηγαίνουν πολύ καλά, βρίσκει το φως των οφθαλμών του, κάποιοι άλλοι παραμένουν στο δικό τους σκοτεινό κόσμο, οι οποίοι και αμφισβητούν το θαύμα και αμφιβάλλουν για τον ίδιο το συμπολίτη τους, τον πολύ γνωστό σε όλη την πόλη, τον εκ γενετής τυφλό, τον όντως ευλογημένο πια άνθρωπό τους.
Ανάμεσα σ’ αυτούς, η άρχουσα ιουδαϊκή τάξη, οι γείτονες, οι γνωστοί, ακόμα και οι ίδιοι οι γονείς του θεραπευμένου τυφλού.
Κανένας δε συμμερίζεται τη χαρά του θαύματος και κανένας δε συγχαίρει τον άνθρωπο αυτό που δοκιμάστηκε σκληρά από την ημέρα της γέννησής του.
Γεννήθηκε τυφλός και έζησε όλη του τη ζωή με την ελεημοσύνη των συμπολιτών του.
Το ιερατείο κατηγορεί αυτόν που προκάλεσε το θαύμα ως άθεο και αμαρτωλό γιατί δε τήρησε στην συγκεκριμένη περίσταση την αργία του Σαββάτου.
Οι γονείς αρνούνται να επιβεβαιώσουν ότι πράγματι πρόκειται για το παιδί τους γιατί φοβούνται μη χάσουν τη θέση τους στο Ιουδαϊκό συνέδριο.
Όμως εκεί που περισσεύει η αμαρτία, πλεονάζει η χάρη του Θεού.
Ο εκ γενετής τυφλός δε ξαναβρίσκει μόνον το φυσικό του φως, αναγεννάται κυριολεκτικά και τώρα πια βλέπει με τα μάτια της ψυχής αυτά που δε μπορούν να βλέπουν οι τάχα ανοικτομάτηδες, νομοδιδάσκαλοι και ιουδαϊκό ιερατείο.
Ο άνθρωπος ομολογεί δημόσιο ότι ο Χριστός είναι ο Μεσίας και λυτρωτής και προχωρεί με μεγαλύτερα άλματα και τον αναγνωρίζει πια ως «Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού».
Το άγιο ευαγγέλιο της Κυριακής του Τυφλού μας δίνει μηνύματα πνοής και ζωής ζωογόνα και ζωντανά.
Να νοιώσουμε άμεσα ότι οι αμαρτίες μας δεν εμποδίζουν το Θεό να βρίσκεται κοντά μας, πολύ περισσότερο δεν εμποδίζουν να βρισκόμαστε εμείς οι ίδιοι κοντά στο Θεό.
Ακόμα οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι οι ασθένειες, το κακό γενικότερα, ακόμα και ο θάνατος δεν έρχονται πάνω μας, από το Θεό ως τιμωρία για τις αμαρτίες μας.
Ο Θεός δεν είναι τιμωρός, δεν είναι δικαστής και δεν είναι σατράπης, είναι κατ’ εξοχήν πατέρας γεμάτος στοργή, όλος έγνοια και όλος αγάπη για μας όλους, τους δίκαιους και τους αμαρτωλούς.
Οι σκοπιμότητες, τα συμφέροντα, η ιδιοτέλεια, είναι καταστάσεις που έχουν χαρακτήρα δαιμονικό και έχουν προέλευση εκ του πονηρού.
Αυτές οι καταστάσεις όχι μόνο δεν ενώνουν, διχάζουν και αποστασιοποιούν τους ανθρώπους, ακόμα και από τους πιο κοντινούς, τους πιο κολλητούς των, γονιούς, συγγενείς, γείτονες, γνωστοί.
Οι γονείς του τυφλού μας δίνουν δυστυχώς αυτό το οδυνηρό μάθημα, που τόσον εύκολα και για τα σύμφεροντά τους και μόνον αρνούνται να ομολογήσουν την αλήθεια της ταυτότητας του παιδιού τους.
Ο μεγάλος κίνδυνος είναι ο φανατισμός και η εσωστρέφεια, που καταδικάζουν όλους τους άλλους αναίτια και ανεύθυνα και υπερτιμούν και εξυψώνουν τον εαυτό τους, δηλαδή το εγώ τους, πιο πάνω απ’ όλους και τον ίδιο το Θεό.
Οι νομοδιδάσκαλοι του Ιουδαϊσμού βρίσκονται και ζουν αυτή την απομόνωση, τόσον από το Θεό, όσον και από τους ανθρώπους και αυτή τη τακτική συνεχίζουν οι ψευτοευσεβείς, οι θρησκόληπτοι, οι αιρετικοί και γενικότερα οι εχθροί του Θεού, δηλαδή οι εχθροί του ανθρώπου.
Το μεγάλο ευαγγελικό μήνυμα για τον απλό λαό του Θεού, είναι η συμπεριφορά του Χριστού.
Συναντάται με τον τυφλό. Δεν τον αποφεύγει. Αντίθετα μάλιστα, τον προσεγγίζει. Του χαρίζει το φως του, τον αποκαθιστά υγιή, τον ζωογονεί, τον φωτίζει εσωτερικά, υπαρξιακά, κυριολεκτικά τον αναγεννά.
Η αγάπη και η στοργή του Θεού σε κάθε περίσταση λειτουργούν για μας, για τον άνθρωπο.
«Ο Χριστός υπέρ αμαρτωλών απέθανε» «και ου θελήσει το θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέφας μα ζην αυτώ».
Πρόκειται για θεοστήρικτα στοιχεία ζωογόνα και παραγωγικά, που παράγουν και ζωογονούν την ελπίδα, την αισιοδοξία, την ίδια τη ζωή.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...