Πριν από δύο χρόνια, το 1978, τελείωσε την πνευματική του πάλη στον Άθωνα ο Αθλητής του Χριστού Γερο-Τρύφων, ο οποίος νίκησε την ματαιότητα, και έφυγε η αγιασμένη του ψυχή για την αιωνιότητα, στον Ουρανό!
Ο Γέρο-Τρύφων, λοιπόν, είχε έρθει από την πατρίδα του Ρουμανία το 1910, σε ηλικία είκοσι πέντε χρόνων, και φυτεύτηκε στο Περιβόλι της Παναγίας, ψηλά στην κορυφή της Καψάλας, κοντά στον Γερο-Μιχαήλ.
Ο Γέροντάς του, Γερο-Μιχαήλ, ήταν πολύ ευλαβής και παραδοσιακός. Έμοιαζε, μπορούμε να πούμε, τους παλαιούς Αββάδες. Ζούσε πολύ ασκητικά και τα ελάχιστα πράγματα για την συντήρησή του τα οικονομούσε από το απλό εργόχειρό του· έκανε κουτάλες. Όταν κανείς του έδινε μια ευλογία την δεχόταν μέν, αλλά έδινε και αυτός μια ανάλογη ευλογία, εκτός από την προσευχή που θα έκανε συνέχεια για τον άλλο.
Κάποτε, είχε στείλει τον αρχάριο τότε υποτακτικό του Πατέρα Τρύφωνα σε μια Μονή, για να δώση το εργόχειρο τους και να περάση και από τον κηπουρό της Μονής να του δώση μια κουτάλα και να του ζητήση ένα λάχανο
. Ο κηπουρός όμως, επειδή ήταν πολύ θυμωμένος —κάτι είχε- του πέταξε ένα κοτσάνι από λάχανο με δύο φύλλα άχρηστα και συνέχισε την δουλειά του.
Ο Πατήρ Τρύφων το πήρε, χωρίς να πή τίποτε, και ξεκίνησε για την Καψάλα, αλλά σε όλη την διαδρομή σκεφτόταν τον Γέροντά του, που ήταν γεροντάκι, και τι λάχανο θα έτρωγε! Ο Γέροντάς του πάλι, όταν είδε το κοτσάνι με τα δύο φύλλα, σκέφτηκε τον υποτακτικό του τι θα φάη. Του λέει λοιπόν να ανάψη φωτιά και να βάλη νερό στο μπακίρι (στην κατσαρόλα). Παίρνει μετά ο Γέροντας το κοτσάνι, το βάζει μέσα και το σταυρώνει. Μετά από λίγη ώρα στέλνει τον Πατέρα Τρύφωνα να σηκώση την κατσαρόλα από την φωτιά.
-Μπρέ, τι να δώ! μου έλεγε, ένα άσπρο κεφάλι λάχανο μέσα στο μπακίρι!
Όπως φαίνεται, και ο Γέροντάς του είχε αγιότητα, γιατί αλλοιώς δεν εξηγείται!
Το 1917, όταν είχε γίνει η μεγάλη πείνα, ο Πατήρ Τρύφων είχε βγεί στην Χαλκιδική με την ευλογία του Γέροντα του και θέριζε σε Αγιορείτικα Μετόχια και έτσι οικονόμησε λίγο σιτάρι για τον εαυτό τους και για τους γύρω τους Ασκητάς. Από το 1917 δεν ξαναβγήκε στον κόσμο και το 1978 έφυγε από το Άγιον Όρος για τον επουράνιο αληθινό κόσμο.
Όλα του τα χρόνια τα έζησε ψηλά στην Καψάλα σαν πετεινό του Ουρανού. Το πρόσωπό του ήταν κατά κάποιο τρόπο εξαϋλωμένο και φωτεινό, και μόνο που τον έβλεπες, έπαιρνες πνευματική δύναμη. Δύσκολα, φυσικά, τον έβρισκε κανείς εκεί στην ερημιά που έμενε, γι’ αυτό και δεν είχε καθόλου ανθρώπινη παρηγοριά. Αλλά εκεί που δεν υπάρχει ανθρώπινη παρηγοριά, πλησιάζει η θεία! Ο Θεός στέλνει την ουράνια χαρά με τους Αγγέλους και τους Αγίους. Οι παραδεισένιοι αυτοί άνθρωποι, που έχουν επαφή με Αγγέλους και Αγίους, έχουν φιλία και με τα άγρια ζώα και με τα πουλιά του ουρανού, όπως και ο Γερο-Τρύφων. ι
Κάποτε, λοιπόν, ο ευλαβέστατος Γερο-Ιωάσαφ από τον Αγιογραφικό Οίκο των Ιωασαφαίων, ο Παππούς, είχε φιλοξενήσει μερικούς λαϊκούς με την Αβραμιαία του φιλοξενία, αλλά εκείνοι, δυστυχώς, ενώ καλοπέρασαν, σκανδαλίστηκαν μετά, γιατί νόμιζαν ότι καλοπερνούν οι Καλόγεροι -ενώ εκείνος ζούσε καλογερικά. Επειδή όμως ήταν δύσκολο να το καταλάβουν αυτό οι κοσμικοί, θεώρησε καλό ο Γερο-Ιωάσαφ να τους γυρίση στα καλύβια της Καψάλας, για να ωφεληθούν με άλλον τρόπο, μια που δεν είχαν καλούς λογισμούς.
Αφού επισκέφθηκαν μερικούς Ασκητάς και έμειναν έκπληκτοι οι λαϊκοί, τους πέρασε και από το Ασκητήριο του Γερο-Τρύφωνα. Όταν είδαν το Γεροντάκι μέσα σ’ εκείνη την εγκατάλειψη, τάχασαν! Λέει ο ταπεινόφρων Γερο-Ιωάσαφ στους επισκέπτες:
-Εγώ που έχω γνωριμίες με ανθρώπους, δεν έχω ούτε την χαρά που έχει ο Γερο-Τρύφων, αλλά ούτε και τη γνωριμία που έχει ο Γέροντας με τα άγρια ζώα και τα πουλιά του ουρανού, που του κάνουν συντροφιά. Για να βεβαιωθήτε γι’ αυτό, θα φωνάξω πρώτα εγώ.
Και φωνάζει για να μαζευτούν τα πουλιά, αλλά τίποτα. Μετά από λίγο νάτος και ο Γερο-Τρύφων με το σταμνί, για να τους προσφέρη λίγο νερό. Του λεει ο Γερο-Ιωάσαφ:
-Τί τόπος είναι αυτός, Γερο-Τρύφωνα; Δεν έχει ούτε ένα πουλί!
Απαντάει ο Γέροντας με όλη την απλότητα του:
-Μπρέ, πως δεν έχει πουλιά;
Φωνάζει λοιπόν και γέμισε ο τόπος από διάφορα πουλιά, που τον τριγύριζαν. Άλλα κάθονταν στους ώμους του και άλλα επάνω στη σκούφια του! Θαύμασαν οι επισκέπτες και έφυγαν ωφελημένοι πνευματικά, δοξάζοντας τον Θεό.
Κάποτε, είχα χάσει τον δρόμο στην Καψάλα και από ένα κλειστό μονοπάτι βγήκα μπροστά στην Καλύβα του Γερο-Τρύφωνα, η οποία ήταν μια παράγκα με παλιούς τενεκέδες ολόγυρα καρφωμένους, και επάνω στη στέγη πάλι το ίδιο παλιολαμαρίνες και τενεκέδες με κανά-δυο πλάκες, για να μην τους σηκώση ο αέρας.
Βλέπω λοιπόν ξαφνικά τον Γέροντα σε μια άκρη να κάθεται σ’ ένα κούτσουρο και να λέη την ευχή. Το πρόσωπό του ήταν φωτεινό και χαρούμενο. Είχε τα μάτια του κλειστά και ακίνητος προσευχόταν. Αφού πλησίασα κοντά του μίλησα:
-Ευλογείτε, Γέροντα, τι κάνεις εδώ; Πως ζής; Τί τρώς;
Κι έκείνος χαυμογελαστός με χαιρέτησε και μου είπε:
-Μπρέ, εγώ έγινα πρόβατο και τρώγω χορτάρι.
-Πόσο χρονών είσαι, Γέροντα;
-Ενενήντα τρία, μου είπε.
Τάχασα! Εν τω μεταξύ σηκώθηκε, για να μου φέρη λίγο νερό, και είδα να σβαρνίζη το αριστερό του πόδι, το οποίο είχε τυλιγμένο με κάτι κουρέλια.
-Τί έχει το πόδι σου, Γέροντα; τον ρώτησα.
-Έπεσε μια πέτρα από την σκεπή και με χτύπησε, μου είπε.
Είπα με τον λογισμό μου: «Ας τον ρωτήσω, εάν έχη κανένα δωμάτιο, μήπως παρουσιασθή ανάγκη να του συμπαρασταθώ».
-Γέροντα, έχεις κανένα άλλο δωμάτιο;
Εκείνος γέλασε και είπε:
-Μπρέ, δωμάτιο; Όλο σαβούρα έχει το Καλύβι.
Όταν μπήκα μετά μέσα, τι να ιδώ! Γκρεμισμένο άπ’ όλες τις μεριές, και έμπαιναν νερά άπ’ όλες τις μεριές και από την στέγη. Μόνο μια μικρή άκρη ήταν λίγο στεγνή. Εκεί είχε κάτι κουρελιασμένες κουβέρτες, όπου έμενε, κι έμοιαζε περισσότερο με φωλιά αετού παρά με κελλί Ασκητού.
Ρωτάω τον Γέροντα:
-Πως μένεις εδώ; Όλο το Καλύβι είναι ανοικτό, και όλες οι βροχές και οι άνεμοι μπαίνουν μέσα. Εκείνος μου απάντησε:
-Μπρέ, εγώ μένω στο άλλο γωνία, εκεί! και μου έδειξε την φωλιά του.
Επειδή όμως έτρωγε ο,τι χόρτα έβρισκε γύρω του το καημένο Γεροντάκι, και από την πολλή υγρασία του κελλιού και από την περασμένη του ηλικία, επόμενο ήταν να έχη και προβλήματα υγείας. Ο Αθλητής όμως του Χριστού, Τρύφων, όλα τα πανηγύριζε και έτσι ένιωθε την χαρά που ένιωθαν οι Άγιοι Μάρτυρες. Η κοιλιά του, τα έντερά του, όλα ήταν κατεστραμμένα, εκτός από την ψυχή του την υγιέστατη, την λαμπικαρισμένη.
Είχε δε και κάτι κουρέλια απλωμένα, τα οποία στέγνωναν και πάλι τα φορούσε, γιατί συνέχεια έβγαζε αφρούς από τα έντερά του. Φυσικά δεν μπορούσε να τα πλένη, γιατί και τα χεράκια του έτρεμαν, αλλά και το νερό ήταν μακριά, περίπου τριακόσια μέτρα, και εκεί έσταζε λίγο-λίγο σ’ ένα παλιό βαρελάκι, που ήταν ίσα-ίσα για να πίνη αυτός και τα άγρια ζώα, τα φρόνιμα γειτονοπούλα του.
Παρόλο που ζούσε ένα συνεχές Μαρτύριο με αυτού του είδους την φιλότιμη ασκητική ζωή του, εν τούτοις όμως δεν είχε καθόλου ιδέα για τον εαυτό του. Συνέχεια μεμφόταν τον εαυτό του ότι δεν κάνει τίποτε εν συγκρίσει με αυτά που έκαναν οι Άγιοι Πατέρες, και έτρεχαν ταπεινά δάκρυα από τα μάτια του, όταν τα έλεγε.
Είχε περάσει πολύ η ώρα και έπρεπε να φύγω. Ρώτησα τον Γέροντα:
-Μήπως θέλης να φροντίσω να σε πάρουν σε κανένα Μοναστήρι, για να σε οικονομήσουν τώρα στα γεράματά σου;
Εκείνος χαμογέλασε, όταν άκουσε τη λέξη «οικονομήσουν», και μου είπε:
-Μπρέ, «οικονομήσουν»! Ο Θεός οικονομάει και τα σκουλήκια μέσα στο χώμα και τα ταΐζει και τα ζεσταίνει και εμένα το μεγάλο σκουλήκι δεν μπορεί να οικονομήση; Εμένα είπε και Παπα-Ξενοφών: «Έλα να σε οικονομήσω» και εγώ του είπα «Μπρέ, τούβλο είμαι να με πάρης από εδώ και να με βάλης στο δικό σου Καλύβι; Εδώ είναι ο Γέροντας μου Μιχαήλ, που έκανε με την ευχή του το κοτσάνι ολόκληρο κεφάλι λάχανο! και ο Παπα-Ξενοφών θέλει να με οικονομήση!»
Είναι αλήθεια ότι δεν έχω ιδεί άλλον Ασκητή σε τέτοια ηλικία, ενενήντα τριών χρόνων, να έχη τέτοια μεγάλη αυταπάρνηση και να ζή σε τέτοια εγκατάλειψη με πνευματική λεβεντιά.
Ξαφνικά όμως έμαθα ότι αναπαύθηκε ο Γερο-Τρύφων. Πήγα αμέσως στο Καλύβι του και τον βρήκα σκεπασμένο πιά εκεί στη γωνία, την φωλιά του, όχι με τις κουρελιασμένες του κουβέρτες αλλά με δυο-τρία δοχεία χώμα, με το οποίο σκεπάζονται και οι άρχοντες του κόσμου, που σκεπάζονταν με μεταξωτές και βελουδένιες κουβέρτες.
Έφυγε για την άλλη ζωή ο Γερο-Τρύφων, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, το 1978, ετών ενενήντα τεσσάρων. Αγωνίστηκε λίγα χρόνια πολύ φιλότιμα και τώρα θα αναπαύεται αιώνια. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Πηγή: Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα.