Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 04, 2013

ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ ΑΝΑΡΩΤΙΕΤΑΙ: ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ;

15
Τί αξία έχει αδελφοί μου, εάν μιλώ αιώνια για τον Θεό και ο Θεός αιώνια σιωπά; Μπορώ άραγε να υπερασπιστώ το δίκαιο του Θεού, εάν ο Θεός δεν το θέσει υπό την προστασία Του; Μπορώ να αποδείξω τον Θεό στους άθεους εάν ο Θεός κρύβεται;
Μπορώ να αγαπώ τα παιδιά Του, εάν Αυτός είναι αδιάφορος απέναντι στα παθήματά τους;

Όχι. Τίποτα από όλα αυτά δεν μπορώ. Οι λέξεις μου δεν έχουν φτερά για να μπορούν να υψώσουν στον Θεό όλους τους πεσμένους και ξεπερασμένους από τον Θεό ούτε έχουν φωτιά για να ζεστάνουν τις παγωμένες καρδίες των παιδιών έναντι του Πατέρα τους. Οι λέξεις μου δεν είναι τίποτα, αν δεν είναι απήχηση και επανάληψη αυτού που ο Θεός με τη δική του δυνατή γλώσσα λέει.

Τί είναι ο ψίθυρος στα βότσαλα της ακτής μπροστά στο φοβερό βουητό του ωκεανού; Έτσι είναι και οι λέξεις μου απέναντι στους λόγους του Θεού. Πώς μπορεί να ακούσει κάποιος τον ψίθυρο στα βότσαλα, τα σκεπασμένα από τον αφρό του μανιώδους στοιχείου, όταν είναι κουφός μπροστά στο βουητό του ωκεανού;

Πώς θα δει τον Θεό στα λόγια μου εκείνος που δεν μπορεί να τον δει στη φύση και στη ζωή;

Πώς οι αδύναμες ανθρώπινες λέξεις μπορούν να πείσουν εκείνον που ούτε οι κεραυνοί δεν είναι σε θέσει να πείσουν;

Πώς θα ζεσταθεί με μία σπίθα εκείνος που άφησε τη φωτιά πίσω του;

Δεν σιωπά ο Θεός αδελφοί μου, αλλά μιλά δυνατότερα από όλες τις θύελλες και τους κεραυνούς. Δεν εγκαταλείπει ο Θεός τον δίκαιο, αλλά τον παρακολουθεί στα παθήματά του και απαλά τον οδηγεί στον θρόνο. Δεν εξαρτάται ο Θεός από οποιουδήποτε την καλή θέληση, αλλά πράττει τα πάντα εξαρτώμενα από τη δική Του καλή θέληση. Θα ήταν κακόμοιρος ο Θεός μας, εάν εξαρτιόταν από τις δικανικές υπερασπίσεις ενός θνητού ανθρώπου.

Ο Θεός είναι αυτός που είναι, είτε εμείς τον μεγαλύνουμε είτε τον υποτιμούμε.

Ο Θεός θα υπάρχει , φωτεινός και μεγάλος όπως και σήμερα, και τότε που οι ακτίνες του ηλίου μάταια θα αναζητούν ένα ανθρώπινο πλάσμα στη γη, και αντί ζωντανών θα ζεσταίνουν μόνον τους τάφους των νεκρών…

Το ζήτημα της υπάρξεως του Θεού και της Θείας του Οικονομίας θα καταστρεφόταν αν εξαρτιόταν από τους λόγους μου και από τις δικές σας συνήθειες. Αλλά το ζήτημα του Θεού, ανεξάρτητα απ’ όλους εμάς θα πετύχει και θα νικήσει. Εκείνος του οποίου τα χρόνια δεν έχουν αριθμό και η οντότητά του δεν έχει αρχή και τέλος δεν μπορεί να αφήσει το «επίγειο σπίτι» του στις διαθέσεις μας, στα αδύναμα δημιουργήματά του, των οποίων η αρχή και το τέλος σχεδόν συναντιόνται σε ένα σημείο και των οποίων η οντότητα είναι μία κουκκίδα.

Δεν είναι ο άνθρωπος φερέγγυος αλλά ο Θεός και πιστός εγγυητής της Βασιλείας της αγάπης στη γη…


Από το βιβλίο: Αργά βαδίζει ο Χριστός, Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, εκδ.Εν πλω.

ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ, ΤΟΥ ΘΕΟΠΤΗ

15Γιορτάζουμε σήμερα 4 Σεπτεμβρίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Προφήτου Μωυσέως, του Θεόπτη.

Ο Προφήτης και Θεόπτης Μωυσής, υπολογίζεται ότι γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 1569 π.χ. Ο πατέρας του ήταν Εβραίος, ονομαζόταν Άβραμ (ή Αμράμ) και καταγόταν από τη φυλή του Λευί και η μητέρα του Ιωχαβέδ. Όταν ο Φαραώ διέταξε να σφάξουν τα νήπια των Εβραίων η μητέρα του τον έβαλε σ' ένα κιβώτιο και τον άφησε στις όχθες του Νείλου εγκαταλείποντας το στην θεία πρόνοια.

Το βρέφος το βρήκε η κόρη του Φαραώ Θέρμουθιν (ή Mέρις ή Mέρρινα), η οποία το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, που σημαίνει «σεσωσμένος από τα ύδατα». Ανατράφηκε ως γνήσιος υιός της πριγκίπισσας και έμαθε όλη την σοφία και την γνώσι των Αιγυπτίων, χωρίς εν τούτοις να αποξενωθεί από την πίστη των πατέρων του και την αγάπη προς το έθνος του.

Όταν ήταν σαράντα χρονών σκότωσε κάποιον Αιγύπτιο, που είχε επιτεθεί εναντίον ενός Ισραηλίτη και για να σωθεί κατέφυγε στη γη Μαδιάμ, όπου έγινε βοσκός. Εκεί παντρεύτηκε την Σαπφώρα, θυγατέρα του Iοθόρ, και απέκτησε δύο γιους, τον Γηρσάμ, που σημαίνει «είμαι πάροικος σε ξένη γη», και τον Ελιέζερ, που σημαίνει «ο Θεός βοηθός». Κατά την πολυχρόνιο εξορία του μακριά από τον λαό του ο Μωυσής, ενώ έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του στην ησυχία των βουνών και της ερήμου, καταρτιζόταν στην αποστολή για την οποία τον προόριζε ο Θεός, να ποιμάνει το λογικό Του ποίμνιο. Συγχρόνως καθάριζε την καρδιά και τον νου του με την προσευχή και την συνεχή αδολεσχία του Θεού.

Μια ήμερα, ύστερα από σαράντα χρόνια ξενιτιάς στην Μαδιάμ, όπως έβοσκε τα πρόβατα στο όρος Χωρήβ, του φανερώθηκε ο Θεός υπό μορφήν πυρός, εξερχόμενου μέσα από μία βάτο, η οποία φλεγόταν αλλά δεν καιγόταν. Με την θεοφάνεια αύτη, η οποία προεικόνιζε το μέγα μυστήριο του παρθενικού τοκετού και της εν σαρκί ελεύσεως του Σωτήρος, ο Θεός κάλεσε τον Μωυσή να επιστρέψει στην Αίγυπτο, για να ελευθέρωση τον λαό του από την πικρή δουλεία και να τον επαναφέρει στην γη των πατέρων του.

Επειδή αυτός ήταν βραδύγλωσσος και δίσταζε να αναλάβει το έργο, του έδωσε ως βοηθό και διερμηνέα τον αδελφό του Ααρών. Παρουσιάσθηκαν λοιπόν μαζί στον Φαραώ και του ζήτησαν να επιτρέψει στους Ισραηλίτες να λατρεύσουν τον θεό τους στην έρημο. Κατά θεία παραχώρηση η υπερήφανη καρδιά του Φαραώ σκληρύνθηκε και δεν τους άφηνε να φύγουν. Τους κράτησε να εργάζονται ως δούλοι στις μεγάλες οικοδομικές εργασίες, πού είχε επιχειρήσει η ματαιοδοξία του.

Τότε ο Κύριος διά μέσου του Μωυσή κτύπησε την Αίγυπτο με δέκα φοβερές πληγές. Ταπεινωμένος από την δύναμη του θεού του Ισραήλ ο Φαραώ εξαναγκάσθηκε να τους αφήσει να φύγουν. Μαζί τους πήραν τα οστά του Ιωσήφ και πολλά χρυσά και αργυρά σκεύη, που τους έδωσαν οι Αιγύπτιοι. Στην πορεία τους ο θεός τους οδηγούσε την μεν ήμερα με στύλο νεφέλης την δε νύκτα με στύλο πυρός. Μετά την αναχώρηση τους ο Φαραώ άλλαξε πάλι γνώμη και στράφηκε με όλα του τα άρματα προς καταδίωξη τους. Το αιγυπτιακό ιππικό βρήκε τους Ισραηλίτες στρατοπεδευμένους στην ακτή της Ερυθράς θαλάσσης. Ο Μωυσής κατ' εντολή του θεού χτύπησε τα νερά της με το ραβδί του και τα διαχώρισε στα δύο. Έτσι, οι Ισραηλίτες διέβησαν «διά ξηράς εν μέσω της θαλάσσης». Όταν εξήλθαν όλοι στην στεριά, σήκωσε το ραβδί του πάνω από τα ύδατα και τα επανέφερε στην φυσική τους θέση, καταποντίζοντας όλα τα άρματα του Φαραώ που τους ακολουθούσαν.

Αμέσως μετά την θαυμαστή σωτηρία τους ο Μωυσής συνέθεσε την ευχαριστήριο προς τον θεό ωδή, «ᾄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται· ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν, βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν· οὗτός μου Θεός, καὶ δοξάσω αὐτόν, Θεὸς τοῦ πατρός μου, καὶ ὑψώσω αὐτόν» (Έξ. 15, 1-2), που έψαλε όλος ο λαός στην παραλία με τύμπανα, χωρισμένος σε δύο χορούς, ένα των ανδρών με επί κεφαλής τον Μωυσή και ένα των γυναικών με επί κεφαλής την αδελφή του Μαριάμ.

Στην έρημο από την Ερυθρά θάλασσα ως το Σινά, παρά τους συνεχείς γογγυσμούς τους, ο Θεός με έκτακτες θαυματουργίες τους έδειχνε την παρουσία του και την στοργική του προστασία μέσω του δούλου του Μωυσέως. Στην Μερρά γλύκανε τα πικρά νερά, για να ανακούφιση την δίψα τους. Στην έρημο Σίν χάρις στην προσευχή του Μωυσέως έστειλε το μάννα, που ποίκιλλε στην γεύση ανάλογα με την επιθυμία του καθενός. Τέλος, στην βραχώδη Ραφιδείν, κοντά στο Σινά, όταν ο γογγυστής λαός εξ αιτίας της δίψας παρά λίγο θα λιθοβολούσε τον Μωυσή, ο Θεός του έδωσε εντολή να κτυπήσει με το ραβδί του ένα βράχο, από όπου ανέβλυσε άφθονο νερό. Εκεί τους επετέθησαν και οι αλλόφυλοι Αμαληκίτες, τους οποίους κατατρόπωσε ο Ιησούς του Ναυή (βλέπε 1 Σεπτεμβρίου).

Στην αρχή του τρίτου μηνός από την έξοδο τους, έφθασαν και στρατοπέδευσαν στο Σινά. Ο Κύριος κάλεσε τον Μωυσή να ανέβει μόνος στην κορυφή του όρους. Εκεί του αποκαλύφθηκε υπό μορφή πυρός μέσα σε γνοφώδη νεφέλη με βροντές, αστραπές και ήχο σαλπίγγων. Όλο το όρος καπνιζόταν. Ο Μωυσής μιλούσε στον Θεό με πολλή οικειότητα, όπως ομιλεί κάποιος προς τον φίλο του. Ο Θεός του απαντούσε με βροντές. Κατά την φοβερή αυτή αποκάλυψη της δόξης του ο Κύριος του παρέδωσε τις εντολές του Νόμου γραμμένες σε δύο πέτρινες πλάκες. Κατά τις σαράντα ήμερες και νύκτες που παρέμεινε επάνω στο όρος, διδάχθηκε από τον Θεό ό, τι ήταν αναγκαίο, για να αποκτήσει ο λαός την θεογνωσία. Στο διάστημα αυτό έλαβε και τις ακριβείς διατάξεις για την κατασκευή του επιγείου θυσιαστηρίου και την οργάνωση της λατρείας, την οποία έπρεπε να προσφέρει ο περιούσιος λαός στον Δημιουργό του σύμπαντος.

Ενώ ο Μωυσής κατέβαινε κρατώντας τις πλάκες του Δεκάλογου, άκουσε τις φωνές των μεθυσμένων Ισραηλιτών και είδε τους χορούς τους γύρω από το χρυσό μοσχάρι, που κατά την απουσία του είχαν κατασκευάσει. Πλήρης θυμού πέταξε από τα χέρια του τις πλάκες και τις συνέτριψε στους πρόποδες του βουνού. Ο Θεός αγανακτισμένος για την ειδωλομανία του σκληροτράχηλου λαού θα τον εξολόθρευε, αν δεν μεσολαβούσε ο Μωυσής με την θερμή του ικεσία: «καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας.» (Έξ. 32, 32).

Ο προφήτης ανέβηκε πάλι στο όρος και έγραψε, ο ίδιος αυτήν την φορά, σε δύο νέες πλάκες τις δέκα εντολές καθ' υπαγόρευση του θεού. Εισερχόμενος στην νεφέλη έγινε μέτοχος της θεϊκής δόξης. Έτσι, όταν επέστρεψε στο στρατόπεδο, το θείο φώς, λαμπρότερο από κάθε αισθητό φώς, είχε διαπεράσει τόσο βαθιά την καρδιά του, ώστε εκχυνόταν σε όλο του το σώμα. Το πρόσωπο του ακτινοβολούσε από υπερφυσική λάμψη. Αμύητοι οι Ισραηλίτες στα μυστήρια του θεού δεν μπορούσαν να τον ατενίσουν, και ο προφήτης κάλυψε το πρόσωπο του με κάλυμμα, που αφαιρούσε μόνον όταν εισερχόταν στην σκηνή του μαρτυρίου, για να μιλήσει με τον Θεό.

Αφού έμειναν ένα χρόνο στο Σινά, στην αρχή του δευτέρου έτους ο Μωυσής αρίθμησε τον λαό και συνέχισαν την πορεία στην έρημο, ώσπου έφθασαν στην έρημο Κάδης, στα σύνορα της γης της Επαγγελίας.Ο λαός, επηρεασμένος από τους κατασκόπους που έστειλε ο Μωυσής στην Χαναάν, αποθαρρύνθηκε για την κατάληψη της χώρας, στασίασε εναντίον του και ζήτησε νέους αρχηγούς για να επιστρέψει στην Αίγυπτο. Ο θεός ήταν έτοιμος για μία ακόμη φορά να τους αφανίσει τελείως, αλλά ο Μωυσής με την θερμή του προσευχή άλλαξε την θεία βουλή και καταδικάσθηκαν σε τριάντα οκτώ χρόνια περιπλάνηση, αφ' ενός μεν για να παιδαγωγηθούν, αφ' έτερου δε για να πεθάνουν στην έρημο και να μην εισέλθουν στην γη της Επαγγελίας όλοι οι γογγυσταί ηλικίας είκοσι ετών και άνω.

Κατά την μακροχρόνια αυτή περιπλάνηση έξω από την γη Χαναάν, ο Μωυσής με θαυμαστή πραότητα και σύνεση αντιμετώπιζε τις συνεχείς μεμψιμοιρίες, τις αντιζηλίες και τις ανταρσίες του δυσκυβέρνητου λαού.

Στην αρχή του τεσσαρακοστού από τη έξοδο τους έτους έφθασαν πάλι στην έρημο Κάδης. Οι επιλήσμονες «υιοί του Ισραήλ» δυσφόρησαν και πάλι από την έλλειψη νερού και ξέσπασαν σε νέους γογγυσμούς κατά του ηγέτη τους. Ο θεός είπε στον Μωυσή να τους δώσει νερό από τον βράχο, αλλά αυτός, κυριευμένος από αθυμία για την νέα τους απείθεια, δίστασε προς στιγμήν και τους είπε: «ἀκούσατέ μου, οἱ ἀπειθεῖς· μὴ ἐκ τῆς πέτρας ταύτης ἐξάξομεν ὑμῖν ὕδωρ;» (Άρ. 20, 10). Το νερό ανέβλυσε άφθονο από τον βράχο, όταν τον κτύπησε με το ραβδί του ο Μωυσής· ο ίδιος όμως εξ' αιτίας της «αντιλογίας» του τιμωρήθηκε από τον θεό να μην εισέλθει στην γη της Επαγγελίας.

Ύστερα από πολλούς αγώνες πού διεξήγαγε με την βοήθεια του Ιησού του Ναυή εναντίον των Αμορραίων, των Μαδιανιτών και των Μωαβιτών, κατέλαβε την χώρα ανατολικά του Ιορδανού, απέναντι από την Χαναάν.

Εκεί, στις στέπες της Μωάβ, υπενθύμισε στον λαό τις ευεργεσίες του θεού και τις αποκαλύψεις κατά την τεσσαρακονταετή πορεία τους στην έρημο, τους τόνισε τις υποχρεώσεις τους έναντι της Διαθήκης του Κυρίου και τους έδωσε τις τελευταίες οδηγίες. Έπειτα έχρισε ως διάδοχο του τον Ιησού του Ναυή, έψαλε προς τον θεό την ωδή, «Πρόσεχε οὐρανέ, καὶ λαλήσω, καὶ ἀκουέτω ἡ γῆ ρήματα ἐκ στόματός μου....» (Δευτ. 32, 1-43) και ευλόγησε για τελευταία φορά τις δώδεκα φυλές. Πέθανε σε ηλικία εκατόν είκοσι ετών στην κορυφή Φασγά του όρους Ναβαύ (ή Νεβώ), όπου είχε ανεβεί για να του δείξη ο Κύριος την επηγγελμένη γη. Εκεί ετάφη, χωρίς ποτέ να μάθη κανείς τον ακριβή τόπο της ταφής του.

Να σημειώσουμε τέλος, ότι στους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εφέρθη η θαυματουργός ράβδος του προφήτη Μωυσή στην Κωνσταντινούπολη, και βγήκε ο αυτοκράτωρ πεζός και την προϋπάντησε. Έκτισε δε Ναό της Θεοτόκου και έβαλε τη ράβδο μέσα σ' αυτόν. Έπειτα την μετέφερε στο παλάτι, όπως γράφει ο Γεώργιος ο Κωδινός.

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!

Απολυτίκιο:
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Γνόφον άυλον, τεθεαμένος, νόμον ένθεον, πλαξίν εδέξω, ως θεάμων μυστηρίων του Πνεύματος και καταπλήξας την Αίγυπτον θαύμασι, δημαγωγός Ισραήλ εχρημάτισας. Μωυσή ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημιν το μέγα έλεος.

Να δεχόμαστε με σοβαρότητα κάθε άνθρωπο, που συναπαντούμε στον δρόμο της ζωής μας


Το λάθος μας πάντα είναι ότι δεν παίρνουμε στα σοβαρά αυτό που είναι η δεδομένη, η παρεχομένη σημερινή ημέρα της ζωής μας, το ότι ζούμε στο παρελθόν ή στο μέλλον και το ότι όλο και περιμένουμε κάποιαν ιδαίτερη μέρα, οπότε η ζωή μας θα ξεδιπλωθεί και θα αποκτήσει όλη την σημασία και σπουδαιότητά της και δεν προσέχουμε ότι η ζωή μας κυλάει και φεύγει σα νερό, που διαρρέει μέσα από τα δάκτυλα του χεριού, ή όπως τον πολύτιμο σπόρο, που διαπερνά και πέφτει από μη σφιχτοδεμένο σακκί.

Συνεχώς, την κάθε μέρα και την κάθε ώρα, ο Θεός μας στέλνει ανθρώπους είτε περιστάσεις είτε καθήκοντα, που πρέπει να χρησιμεύσουν σαν αφετηρία στην αναγέννησή μας, αλλά εμείς δεν του δίνουμε προσοχή, με αποτέλεσμα την κάθε ώρα να εναντιωνόμαστε στο θέλημα Του Θεού για μας. Και πράγματι, πως μπορεί ο Θεός να μας βοηθήσει; Μόνο στέλλοντάς μας στην καθημερινή μας ζωή συγκεκριμένους ανθρώπους και συγκεκριμένες συγκυρίες περιστάσεων. Αν δε την ώρα της ζωής μας την δεχόμαστε σαν την ώρα, όπου εκδηλώνεται του Θεού το θέλημα για μας και σαν την αποφασιστική, την σπουδαιότατη και μοναδική ώρα της ζωής μας, οποίες ως την ώρα εκείνη κρυμμένες πηγές χαράς, αγάπης και δύναμης θα ξεπηδούσαν και θα ανέβλυζαν από τα βάθη της ψυχής μας!

Να δεχόμαστε, λοιπόν, με σοβαρότητα κάθε άνθρωπο, που συναπαντούμε στον δρόμο της ζωής μας και να παίρνουμε στα σοβαρά κάθε ευκαρία και δυνατότητα να κάνουμε έργο καλό και νάστε βέβαιοι ότι μ' αυτό τον τρόπο κάνετε αυτό, που θέλει ο Θεός για σας στις συγκεκριμένες εκείνες περιστάσεις, την δεδομένη εκείνη ημέρα και ώρα.
Αν αγαπούσαμε τον Θεό περισσότερο, πόσο εύκολα θα Του εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας και τον κόσμο ολόκληρο με όλες τις αντινομίες του και τις ακατανόητες πλευρές του! Όλες οι δυσκολίες οφείλονται στο ότι οι άνθρωποι δεν αγαπούν ο ένας τον άλλον αρκετά. Εκεί όπου υπάρχει αγάπη δεν μπορούν να υπάρχουν δυσκολίες.
Πολλοι από την σύγχυση, που υπάρχει ανάμεσα στους σύγχρονους Χριστιανούς, θα διαλύοταν, αν είμαστε πραγματικά Χριστιανοί με την κυριολεκτική, Ευαγγελική σημασία της λέξης, θα λυόταν, ανάμεσα σ' άλλα, και το θέμα της σημασίας του πόνου στη ζωή, του να υποφέρουμε "όπως ο Κύριος υποφέρει"... και άλλα πολλά. Λαμβάνοντας υπόψη την ακόρεστη και άπληστη προσκόλλησή μας στα αγαθά του κόσμου τούτου - όταν η ίδια η προσκόλληση στα αγαθά του κόσμου τούτου - όταν αυτή η ίδια η προσκόλληση γίνεται πρόξενος πολλού πόνου - για ποιο θρησκευτικό και πνευματικό νόημα της ζωής μας, περιλαμβανομένου και του δικού μας πόνου, μπορούμε να μιλούμε;

Ο Προφήτης και Θεόπτης Μωυσής

                                                   



Ο Προφήτης και Θεόπτης Μωυσής, υπολογίζεται ότι γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 1569 π.χ. Ο πατέρας του ήταν Εβραίος, ονομαζόταν Άβραμ (ή Αμράμ) και καταγόταν από τη φυλή του Λευί και η μητέρα του Ιωχαβέδ. Όταν ο Φαραώ διέταξε να σφάξουν τα νήπια των Εβραίων η μητέρα του τον έβαλε σ' ένα κιβώτιο και τον άφησε στις όχθες του Νείλου εγκαταλείποντας το στην θεία πρόνοια. Το βρέφος το βρήκε η κόρη του Φαραώ Θέρμουθιν (ή Mέρις ή Mέρρινα), η οποία το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, που σημαίνει «σεσωσμένος από τα ύδατα». Ανατράφηκε ως γνήσιος υιός της πριγκίπισσας και έμαθε όλη την σοφία και την γνώσι των Αιγυπτίων, χωρίς εν τούτοις να αποξενωθεί από την πίστη των πατέρων του και την αγάπη προς το έθνος του.

Όταν ήταν σαράντα χρονών σκότωσε κάποιον Αιγύπτιο, που είχε επιτεθεί εναντίον ενός Ισραηλίτη και για να σωθεί κατέφυγε στη γη Μαδιάμ, όπου έγινε βοσκός. Εκεί παντρεύτηκε την Σαπφώρα, θυγατέρα του Iοθόρ, και απέκτησε δύο γιους, τον Γηρσάμ, που σημαίνει «είμαι πάροικος σε ξένη γη», και τον Ελιέζερ, που σημαίνει «ο Θεός βοηθός». Κατά την πολυχρόνιο εξορία του μακριά από τον λαό του ο Μωυσής, ενώ έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του στην ησυχία των βουνών και της ερήμου, καταρτιζόταν στην αποστολή για την οποία τον προόριζε ο Θεός, να ποιμάνει το λογικό Του ποίμνιο. Συγχρόνως καθάριζε την καρδιά και τον νου του με την προσευχή και την συνεχή αδολεσχία του Θεού.

Μια ήμερα, ύστερα από σαράντα χρόνια ξενιτιάς στην Μαδιάμ, όπως έβοσκε τα πρόβατα στο όρος Χωρήβ, του φανερώθηκε ο Θεός υπό μορφήν πυρός, εξερχόμενου μέσα από μία βάτο, η οποία φλεγόταν αλλά δεν καιγόταν. Με την θεοφάνεια αύτη, η οποία προεικόνιζε το μέγα μυστήριο του παρθενικού τοκετού και της εν σαρκί ελεύσεως του Σωτήρος, ο Θεός κάλεσε τον Μωυσή να επιστρέψει στην Αίγυπτο, για να ελευθέρωση τον λαό του από την πικρή δουλεία και να τον επαναφέρει στην γη των πατέρων του. Επειδή αυτός ήταν βραδύγλωσσος και δίσταζε να αναλάβει το έργο, του έδωσε ως βοηθό και διερμηνέα τον αδελφό του Ααρών (βλέπε εδώ). Παρουσιάσθηκαν λοιπόν μαζί στον Φαραώ και του ζήτησαν να επιτρέψει στους Ισραηλίτες να λατρεύσουν τον θεό τους στην έρημο. Κατά θεία παραχώρηση η υπερήφανη καρδιά του Φαραώ σκληρύνθηκε και δεν τους άφηνε να φύγουν. Τους κράτησε να εργάζονται ως δούλοι στις μεγάλες οικοδομικές εργασίες, πού είχε επιχειρήσει η ματαιοδοξία του.

Τότε ο Κύριος διά μέσου του Μωυσή κτύπησε την Αίγυπτο με δέκα φοβερές πληγές. Ταπεινωμένος από την δύναμη του θεού του Ισραήλ ο Φαραώ εξαναγκάσθηκε να τους αφήσει να φύγουν. Μαζί τους πήραν τα οστά του Ιωσήφ και πολλά χρυσά και αργυρά σκεύη, που τους έδωσαν οι Αιγύπτιοι. Στην πορεία τους ο θεός τους οδηγούσε την μεν ήμερα με στύλο νεφέλης την δε νύκτα με στύλο πυρός. Μετά την αναχώρηση τους ο Φαραώ άλλαξε πάλι γνώμη και στράφηκε με όλα του τα άρματα προς καταδίωξη τους. Το αιγυπτιακό ιππικό βρήκε τους Ισραηλίτες στρατοπεδευμένους στην ακτή της Ερυθράς θαλάσσης. Ο Μωυσής κατ' εντολή του θεού χτύπησε τα νερά της με το ραβδί του και τα διαχώρισε στα δύο. Έτσι, οι Ισραηλίτες διέβησαν «διά ξηράς εν μέσω της θαλάσσης». Όταν εξήλθαν όλοι στην στεριά, σήκωσε το ραβδί του πάνω από τα ύδατα και τα επανέφερε στην φυσική τους θέση, καταποντίζοντας όλα τα άρματα του Φαραώ που τους ακολουθούσαν.

Αμέσως μετά την θαυμαστή σωτηρία τους ο Μωυσής συνέθεσε την ευχαριστήριο προς τον θεό ωδή, «ᾄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται· ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν, βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν· οὗτός μου Θεός, καὶ δοξάσω αὐτόν, Θεὸς τοῦ πατρός μου, καὶ ὑψώσω αὐτόν» (Έξ. 15, 1-2), που έψαλε όλος ο λαός στην παραλία με τύμπανα, χωρισμένος σε δύο χορούς, ένα των ανδρών με επί κεφαλής τον Μωυσή και ένα των γυναικών με επί κεφαλής την αδελφή του Μαριάμ.

Στην έρημο από την Ερυθρά θάλασσα ως το Σινά, παρά τους συνεχείς γογγυσμούς τους, ο Θεός με έκτακτες θαυματουργίες τους έδειχνε την παρουσία του και την στοργική του προστασία μέσω του δούλου του Μωυσέως. Στην Μερρά γλύκανε τα πικρά νερά, για να ανακούφιση την δίψα τους. Στην έρημο Σίν χάρις στην προσευχή του Μωυσέως έστειλε το μάννα, που ποίκιλλε στην γεύση ανάλογα με την επιθυμία του καθενός. Τέλος, στην βραχώδη Ραφιδείν, κοντά στο Σινά, όταν ο γογγυστής λαός εξ αιτίας της δίψας παρά λίγο θα λιθοβολούσε τον Μωυσή, ο Θεός του έδωσε εντολή να κτυπήσει με το ραβδί του ένα βράχο, από όπου ανέβλυσε άφθονο νερό. Εκεί τους επετέθησαν και οι αλλόφυλοι Αμαληκίτες, τους οποίους κατατρόπωσε ο Ιησούς του Ναυή (βλέπε 1 Σεπτεμβρίου).

Στην αρχή του τρίτου μηνός από την έξοδο τους, έφθασαν και στρατοπέδευσαν στο Σινά. Ο Κύριος κάλεσε τον Μωυσή να ανέβει μόνος στην κορυφή του όρους. Εκεί του αποκαλύφθηκε υπό μορφή πυρός μέσα σε γνοφώδη νεφέλη με βροντές, αστραπές και ήχο σαλπίγγων. Όλο το όρος καπνιζόταν. Ο Μωυσής μιλούσε στον Θεό με πολλή οικειότητα, όπως ομιλεί κάποιος προς τον φίλο του. Ο Θεός του απαντούσε με βροντές. Κατά την φοβερή αυτή αποκάλυψη της δόξης του ο Κύριος του παρέδωσε τις εντολές του Νόμου γραμμένες σε δύο πέτρινες πλάκες. Κατά τις σαράντα ήμερες και νύκτες που παρέμεινε επάνω στο όρος, διδάχθηκε από τον Θεό ό, τι ήταν αναγκαίο, για να αποκτήσει ο λαός την θεογνωσία. Στο διάστημα αυτό έλαβε και τις ακριβείς διατάξεις για την κατασκευή του επιγείου θυσιαστηρίου και την οργάνωση της λατρείας, την οποία έπρεπε να προσφέρει ο περιούσιος λαός στον Δημιουργό του σύμπαντος.

Ενώ ο Μωυσής κατέβαινε κρατώντας τις πλάκες του Δεκάλογου, άκουσε τις φωνές των μεθυσμένων Ισραηλιτών και είδε τους χορούς τους γύρω από το χρυσό μοσχάρι, που κατά την απουσία του είχαν κατασκευάσει. Πλήρης θυμού πέταξε από τα χέρια του τις πλάκες και τις συνέτριψε στους πρόποδες του βουνού. Ο Θεός αγανακτισμένος για την ειδωλομανία του σκληροτράχηλου λαού θα τον εξολόθρευε, αν δεν μεσολαβούσε ο Μωυσής με την θερμή του ικεσία: «καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας.» (Έξ. 32, 32).

Ο προφήτης ανέβηκε πάλι στο όρος και έγραψε, ο ίδιος αυτήν την φορά, σε δύο νέες πλάκες τις δέκα εντολές καθ' υπαγόρευση του θεού. Εισερχόμενος στην νεφέλη έγινε μέτοχος της θεϊκής δόξης. Έτσι, όταν επέστρεψε στο στρατόπεδο, το θείο φώς, λαμπρότερο από κάθε αισθητό φώς, είχε διαπεράσει τόσο βαθιά την καρδιά του, ώστε εκχυνόταν σε όλο του το σώμα. Το πρόσωπο του ακτινοβολούσε από υπερφυσική λάμψη. Αμύητοι οι Ισραηλίτες στα μυστήρια του θεού δεν μπορούσαν να τον ατενίσουν, και ο προφήτης κάλυψε το πρόσωπο του με κάλυμμα, που αφαιρούσε μόνον όταν εισερχόταν στην σκηνή του μαρτυρίου, για να μιλήσει με τον Θεό.

Αφού έμειναν ένα χρόνο στο Σινά, στην αρχή του δευτέρου έτους ο Μωυσής αρίθμησε τον λαό και συνέχισαν την πορεία στην έρημο, ώσπου έφθασαν στην έρημο Κάδης, στα σύνορα της γης της Επαγγελίας. Ο λαός, επηρεασμένος από τους κατασκόπους που έστειλε ο Μωυσής στην Χαναάν, αποθαρρύνθηκε για την κατάληψη της χώρας, στασίασε εναντίον του και ζήτησε νέους αρχηγούς για να επιστρέψει στην Αίγυπτο. Ο θεός ήταν έτοιμος για μία ακόμη φορά να τους αφανίσει τελείως, αλλά ο Μωυσής με την θερμή του προσευχή άλλαξε την θεία βουλή και καταδικάσθηκαν σε τριάντα οκτώ χρόνια περιπλάνηση, αφ' ενός μεν για να παιδαγωγηθούν, αφ' έτερου δε για να πεθάνουν στην έρημο και να μην εισέλθουν στην γη της Επαγγελίας όλοι οι γογγυσταί ηλικίας είκοσι ετών και άνω.

Κατά την μακροχρόνια αυτή περιπλάνηση έξω από την γη Χαναάν, ο Μωυσής με θαυμαστή πραότητα και σύνεση αντιμετώπιζε τις συνεχείς μεμψιμοιρίες, τις αντιζηλίες και τις ανταρσίες του δυσκυβέρνητου λαού.

Στην αρχή του τεσσαρακοστού από τη έξοδο τους έτους έφθασαν πάλι στην έρημο Κάδης. Οι επιλήσμονες «υιοί του Ισραήλ» δυσφόρησαν και πάλι από την έλλειψη νερού και ξέσπασαν σε νέους γογγυσμούς κατά του ηγέτη τους. Ο θεός είπε στον Μωυσή να τους δώσει νερό από τον βράχο, αλλά αυτός, κυριευμένος από αθυμία για την νέα τους απείθεια, δίστασε προς στιγμήν και τους είπε: «ἀκούσατέ μου, οἱ ἀπειθεῖς· μὴ ἐκ τῆς πέτρας ταύτης ἐξάξομεν ὑμῖν ὕδωρ;» (Άρ. 20, 10). Το νερό ανέβλυσε άφθονο από τον βράχο, όταν τον κτύπησε με το ραβδί του ο Μωυσής· ο ίδιος όμως εξ' αιτίας της «αντιλογίας» του τιμωρήθηκε από τον θεό να μην εισέλθει στην γη της Επαγγελίας.

Ύστερα από πολλούς αγώνες πού διεξήγαγε με την βοήθεια του Ιησού του Ναυή εναντίον των Αμορραίων, των Μαδιανιτών και των Μωαβιτών, κατέλαβε την χώρα ανατολικά του Ιορδανού, απέναντι από την Χαναάν.

Εκεί, στις στέπες της Μωάβ, υπενθύμισε στον λαό τις ευεργεσίες του θεού και τις αποκαλύψεις κατά την τεσσαρακονταετή πορεία τους στην έρημο, τους τόνισε τις υποχρεώσεις τους έναντι της Διαθήκης του Κυρίου και τους έδωσε τις τελευταίες οδηγίες. Έπειτα έχρισε ως διάδοχο του τον Ιησού του Ναυή, έψαλε προς τον θεό την ωδή, «Πρόσεχε οὐρανέ, καὶ λαλήσω, καὶ ἀκουέτω ἡ γῆ ρήματα ἐκ στόματός μου....» (Δευτ. 32, 1-43) και ευλόγησε για τελευταία φορά τις δώδεκα φυλές. Πέθανε σε ηλικία εκατόν είκοσι ετών στην κορυφή Φασγά του όρους Ναβαύ (ή Νεβώ), όπου είχε ανεβεί για να του δείξη ο Κύριος την επηγγελμένη γη. Εκεί ετάφη, χωρίς ποτέ να μάθη κανείς τον ακριβή τόπο της ταφής του.

Να σημειώσουμε τέλος, ότι στους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εφέρθη η θαυματουργός ράβδος του προφήτη Μωυσή στην Κωνσταντινούπολη, και βγήκε ο αυτοκράτωρ πεζός και την προϋπάντησε. Έκτισε δε Ναό της Θεοτόκου και έβαλε τη ράβδο μέσα σ' αυτόν. Έπειτα την μετέφερε στο παλάτι, όπως γράφει ο Γεώργιος ο Κωδινός.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 03, 2013

Ἡ ἀγάπη εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα Γέρων Πορφύριος



Ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό δέν ἔχει ὅρια, τό ἴδιο καί ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Νά ἐκτείνεται παντοῦ, στά πέρατα τῆς γῆς. Παντοῦ, σέ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.

Θά σᾶς τό πῶ μ’ ἕνα παράδειγμα. Ἦταν ἕνας ἀσκητής κι εἶχε δύο ὑποτακτικούς. Προσπαθοῦσε πολύ νά τούς ὠφελήσει καί νά τούς κάνει καλούς. Εἶχε, ὅμως, τήν ἀνησυχία ἄν ὄντως προχωροῦν στήν πνευματική ζωή, ἄν προοδεύουν κι ἄν εἶναι ἕτοιμοι γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Περίμενε ἕνα σημάδι γι’ αὐτό ἀπ’ τόν Θεό, ἀλλά δέν ἔπαιρνε καμία ἀπάντηση. Κάποια ἡμέρα θά γινόταν ἀγρυπνία στήν ἐκκλησία μιᾶς ἄλλης σκήτης πού ἀπεῖχε πολλές ὧρες ἀπ’ τή δική τους. Ἔπρεπε νά γίνει πορεία μές στήν ἔρημο. Ἔστειλε τούς ὑποτακτικούς του ἀπ’ τό πρωί, ὥστε νά φθάσουν νωρίς, γιά νά τακτοποιήσουν τήν ἐκκλησία, κι ὁ Γέροντας θά πήγαινε τ’ ἀπόγευμα. Οἱ ὑποτακτικοί εἶχαν προχωρήσει ἀρκετά, ὅταν ξαφνικά ἄκουσαν βογκητά. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος βαριά τραυματισμένος καί ζητοῦσε βοήθεια:

- Πάρτε με, σᾶς παρακαλῶ, τούς ἔλεγε, γιατί ἐδῶ εἶναι ἐρημιά, κανείς δέν περνάει, ποιός θά μπορέσει νά μέ βοηθήσει. Ἐσεῖς εἶστε δύο. Σηκῶστε με καί ὁδηγῆστε με στό πρῶτο χωριό.

- Δέν μποροῦμε! τοῦ εἶπαν. Βιαζόμαστε νά πᾶμε γιά τήν ἀγρυπνία, ἔχουμε πάρει ἐντολή νά ἑτοιμάσουμε.

- Πάρτε με, σᾶς παρακαλῶ! Ἄν μ’ ἀφήσετε, θά πεθάνω, θά μέ φᾶνε τά θηρία.

- Δέν μποροῦμε! Τί νά κάνουμε, πρέπει νά πᾶμε στό καθῆκον μας.

Κι ἔφυγαν. Τ’ ἀπόγευμα ξεκίνησε ὁ Γέροντας γιά τήν ἀγρυπνία. Πέρασε ἀπό τόν ἴδιο δρόμο. Ἔφθασε καί στό μέρος πού ἦταν ὁ τραυματισμένος. Τόν βλέπει, τόν πλησιάζει καί τοῦ λέει:

- Τί ἔπαθες, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; Τί ἔχεις; Ἀπό πότε εἶσαι ἐδῶ; Δέ σέ εἶδε κανείς;

- Πέρασαν τό πρωί δύο μοναχοί καί τούς παρακάλεσα νά μέ βοηθήσουν, ἀλλά βιαζόντουσαν νά πᾶνε στήν ἀγρυπνία.

- Θά σέ πάρω ἐγώ. Μήν ἀνησυχεῖς! Τοῦ λέει.

-Δέν μπορεῖς ἐσύ, εἶσαι γέροντας, δέν μπορεῖς νά μέ σηκώσεις, ἀδύνατον!

- Ὄχι, θά σέ πάρω! Δέν μπορῶ νά σ’ ἀφήσω!

- Μά δέν μπορεῖς νά μέ σηκώσεις.

- Θά σκύψω καί σύ πιάσου ἀπό πάνω μου καί λίγο λίγο θά σέ πάω σέ κανένα κοντινό χωριό. Λίγο σήμερα, λίγο αὔριο, θά σέ φθάσω.

Καί τόν πῆρε μέ μεγάλη δυσκολία κι ἄρχισε νά βαδίζει μέ τό βάρος ἐκεῖνο μές στήν ἄμμο πάρα πολύ δύσκολα. Ὁ ἱδρώτας ἔτρεχε ποτάμι καί σκεπτόταν: «Ἔστω καί σέ τρεῖς μέρες θά φθάσω». Καθώς ὅμως προχωροῦσε ἄρχισε νά νιώθει τό φορτίο του πιό ἐλαφρό, πιό ἐλαφρό καί σέ κάποια στιγμή αἰσθάνθηκε σάν νά μήν κρατάει τίποτα. Τότε γυρίζει πίσω νά δεῖ τί συμβαίνει καί βλέπει μέ ἔκπληξη πάνω του ἕναν ἄγγελο. Ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: 

- Μ’ ἔστειλε ὁ Θεός νά σέ πληροφορήσω ὅτι οἱ δύο ὑποτακτικοί σου δέν εἶναι ἄξιοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, γιατί δέν ἔχουν ἀγάπη.

ΓΕΡΩΝ ΝΙΚΩΝ. Κάθε λογισμό, το “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με” πιάνει αν κάνεις τον σταυρό σου και το πεις αυτό από μέσα σου; Πιάνει; τα σκορπάει όλα;






Κάθε λογισμό, το “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με” πιάνει αν κάνεις τον σταυρό σου και το πεις αυτό από μέσα σου; Πιάνει; τα σκορπάει όλα;

π. Νίκων:

Ναι, εξαρτάται. Ότι είναι ένα όπλο, δεν είναι απλό όπλο. Το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησέ με, δεν είναι απλώς όπλο εναντίον του διαβόλου. Προσέξετε, είναι πυρηνική βόμβα. Τινάζει τον διάβολο, τον εξαφανίζει. Είναι μια τρομερά συμπυκνωμένη, είναι μια τρομερά δυνατή ευχή. Μέσα της κλείνει όλες τις προσευχές, ξέρετε γιατί;


Είναι ένα μυστήριο, λέει η Γραφή ότι όταν θα γίνει η δευτέρα παρουσία του Χριστού θα εμφανισθεί στον ουρανό το όνομα του Χριστού και ενώπιον του ονόματος αυτού (λέει), παν γόνυ κάμψει επουρανίων επιγείων και καταχθονίων. Αυτό είναι ένα μυστήριο, το όνομα του Χριστού. Θα γονατίσει μπροστά στο όνομα αυτό το γόνατο των επουρανίων, οι άγγελοι θα γονατίσουν οι άνθρωποι θα γονατίσουν, και των υποχθονίων και οι διάβολοι θα λυγίσουν μπροστά σε αυτό το όνομα.

Η Κοσμοχαλασιά και η Αναλαμπή με το Ποθούμενο.

-Σύνελθε ρε φίλε, σε λίγο θα έχουμε πόλεμο!!
-Άντε ρε μας έπρηξες εδώ και χρόνια με την καταστροφολογία σου...
Ο νεαρός με το frento-espesso τα έβαζε με τον δικτυωμένο του χωριού  «ήταν το παρατσούκλι του δεύτερου που βρισκόταν μόνιμα κολλημένος στο διαδίκτυο». Έτσι τα λόγια πηγαινοερχόταν μεταξύ τους δίχως νόημα μέχρι που  παρενέβη ένας τρίτος αρκετά ηλικιωμένος στους χρόνους και σεβάσμιος στους λόγους ο μπάρμπα- Ποθητός.

Εδώ που κάθεστε και οι δύο και απολαμβάνετε τον καφέ σας αμέριμνα κάτω από τον κεντρικό πλατάνι που σκεπάζει τον καφενέ, εδώ σε τούτο το δένδρο, οι κομιταντζήδες κρέμασαν τον δάσκαλο και τον παπά του χωριού μας.
Λοιπόν βάλτε το καλά μέσα «στο φευγάτο» μυαλό σας. Από τότε μέχρι και σήμερα  αλλά και από τα παλιά χρόνια ο πόλεμος ποτέ δεν σταμάτησε  πάνω σε αυτό το αλανάκι που το λένε Ελλάδα.  Αντίθετα εμείς σήμερα βιώνουμε  βαθύ ύπνο και δεν καταλαβαίνουμε τις μορφές πολέμου  που ενεργούνται εναντίον μας με  σκοπό να συντρίψουν σε κομμάτια τις δύο μαρμάρινες πνευματικές κολώνες του κόσμου πάνω στις οποίες στηρίζεται ο ανθρώπινος πολιτισμός. Και αν στο σχολειό δεν σας έμαθαν ποιες είναι οι κολώνες αυτές, μάθε το από την πείρα της ζωής μου, ότι είναι η Ορθοδοξία και ο Ελληνισμός.

Άρα και εσύ που ρουφάς το frendo και εσύ που παπαγαλίζεις  με το διαδίκτυο είσθε βαθειά νυχτωμένοι. Ο ΠΟΛΕΜΟΣ- ΗΔΗ- ΕΝΕΡΓΕΙΤΑΙ.
Απλώς τώρα η ΣΥΡΙΑ θα μας ΣΥΡΕΙ στην ΤΡΙΤΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ!!! Και ο λόγος είναι το πυρηνικό- θανατηφόρο οπλοστάσιο που διαθέτουν οι ανθρωποκτόνες -αντίχριστες δυνάμεις των ημερών μας.
Όλοι οι θαμώνες του καφενέ του χωριού σιώπησαν και άκουγαν τα λόγια του κυρ. Ποθητού. Άλλωστε από τις ειδήσεις της TV δεν έβγαζαν άκρη. Και ο παππούς συνέχιζε ακάθεκτος να φυλλορροεί τις σκέψεις του μέσα από την σοφία των χρόνων του.
Αν δεν το ξέρεται, εδώ πάνω στην Καστοριά μας στους χρόνους της λατινοκρατίας υπήρχε το ζωντανό Ρωμέικο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Γι αυτό και τα τόσα περίτεχνα βυζαντινά Εκκλησάκια και τα καλαίσθητα ιστορικά μνημεία σε όλη την επικράτεια της Ηπείρου, της Δυτ. Μακεδονίας και  της Άρτας.

Μετά την λατινοκρατία και την σύντομη Παλαιολόγεια περίοδο μας ήρθε καπάκι η Τουρκοκρατία για 500  και χρόνια και αποκτήσαμε εδώ και 100 χρόνους λευτεριά κάποιας  δημοκρατίας αφού μεταγγίσαμε μαρτυρικό αίμα στην γη μας ακόμα  και στους τελευταίους δυνάστες  που  ήταν οι φιλοσιωνιστές- κομιταντζήδες και οι παγκόσμιοι χορηγοί τους. Φυσικά δεν εξαιρώ τους Γερμανούς, ούτε τους κατσαπλιάδες, ήταν όλοι τους ίδια φρούτα!! 
Η συζήτηση πήγαινε  να γίνει ιστορική μέχρι που ο παππούς με μια φράση άναψε τα αίματα.
Μπορεί να μου πει κάποιος  αν η τότε λατινοκρατία διέφερε σε τίποτε  από την σημερινή παραμονή μας στην ΕΕ;

Σιώπησαν όλοι γιατί δεν πολυκατάλαβαν το νόημα της ερώτησης. Μόνον όταν ο παππούς τους μίλησε για τον φόρο αίματος και τα χαράτσια που κατέβαλαν παρά την θέληση τους οι υπόδουλοι Έλληνες στους Λατίνους και στους Τούρκους όλοι ξεσηκώθηκαν γιατί θυμήθηκαν τα δικά τους χαράτσια που έπεσαν πάνω στα κεφάλια τους πρόσφατα!!

Και άρχισαν τότε όλοι μαζί να μιλούν για  αδικίες, κλεψιές,  καταχρήσεις,  προδοσίες και πήγαν και ένα βήμα παρακάτω. Κάποιοι φανταζόταν ήδη κρεμάλες και λυντσαρίσματα!! Μέχρι που ο παππούς τους έβαλε στην θέση τους λέγοντας  «εμείς εδώ δεν κρεμάμε τους προδότες αλλά τους στέλνουμε αδιάβαστους από εκεί που ήρθαν, εσείς οι νέοι έχετε να ασχοληθείτε με πιο σπουδαία πράγματα, αρκεί να ξεσηκωθείτε από τα παχνιά σας και να αρχίσει να λειτουργεί το μυαλό σας.  Σκεφτείτε μόνο πόσες γενιές πέρασαν στα 550 χρόνια που χάσαμε την πρωτεύουσα μας , την Βασιλεύουσα των πόλεων. Όλες αυτές οι γενιές δεν ήταν ψόφιοι σαν και εμάς αλλά προσδοκούσαν το ΠΟΘΟΥΜΕΝΟ με ζωντανή ελπίδα. Και το παράξενο είναι ότι έλαχε ο κλήρος σε εμάς τους αδιάφορους να ζήσουμε μέσα από αυτήν την κοσμοχαλασιά που ετοιμάζουν κάποιοι την δική μας νεκρα-Ανάσταση!!!  Ήδη όλα τα πολεμικά σήμαντρα εξαγγέλουν την απελπισία και την  καταστροφή για να απονευρώσουν την ζωή και την ελπίδα  από τους ανθρώπους.

Επειδή τελευταία ακούω πολλές σαχλαμάρες για το ποθούμενο, ο λογισμός μου λέει ότι το ποθούμενο δεν θα έρθει μόνον όταν οι Ξανθοί για τα δικά τους συμφέροντα  θα κατεβούν στα Στενά, αλλά το Ποθούμενο θα αρχίσει να ολοκληρώνεται προς το τέλος των ωδινών της ανθρωπότητας και όταν ζωντανέψει η μαρμαρωμένη- παγωμένη Ρωμαίικη Συνείδηση του Νεοέλληνα ώστε να τον αλλοιώσει σε πραγματικό ΡΩΜΗΟ. Τότε μόνο αξίζει να «ζωντανέψει» ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς κατά τις άγνωστες βουλές του ΘΕΟΥ για να έχει Λαό και Ποίμνιο Άξιο που θα συνεχίσει τον Θεόσδοτο ρόλο του σαν θεματοφύλακας της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Ελληνορωμαίικης Παράδοσης και του Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού.
Τελικά το Ποθούμενο θα ολοκληρωθεί όταν η Αυτοκρατορική Μίτρα,   η Ράβδος της Εξουσίας και το ένδυμα του Σάκου φορεθούν στον ΦΙΛΟ του ΘΕΟΥ,  σε εκείνον τον ΔΙΚΑΙΟ που τον προανήγγειλαν Άγιοι Άνθρωποι, ακόμα και ο Μακρυγιάννης τον είδε και τον άκουσε σαν «πρόεδρο της πιτροπής του ΘΕΟΥ στην Πόλη.»
Αν σήμερα κάποιοι και για τους δικούς τους λόγους εφαρμόζουν στρατηγικά σχέδια για να αναδείξουν την παγκόσμια διακυβέρνηση με τον πλανητάρχη τον εμφορούμενο από το αντίχριστο πνεύμα σίγουρα θα απογοητευθούν γιατί παράλληλα με το μυστήριο της ανομίας ενεργείται και το μυστήριο της Ευσεβείας που θα αναδείξει  τον προαναγγελόμενο ΕΥΣΕΒΗ ΒΑΣΙΛΙΑ, τον άγνωστο σε όλους εμάς.

Η πρόγιαγια μου η Μαριγώ το γένος Νοταρά από γενιά πολίτικη μου έδειχνε μέσα στην εκκλησία όταν την επισκεπτόταν ο τότε ΔΕΣΠΟΤΗΣ μας κάτι που δεν το καταλάβαινα  σαν παιδάκι «τα βλέπεις αυτά που έχει ο Δέσποτας;» τι γιαγιά την ρωτούσα; Και αυτή μου έδειχνε με το δάκτυλο της «αυτό το αστραφτερό στέμμα, αυτή η χρυσή ράβδος και αυτά τα χρυσά ρούχα είναι δανεικά γιατί τα χάρισε στον Δεσπότη μας ο Βασιλιάς της ΠΟΛΗΣ»
Που να καταλάβω τότε εγώ. Μέχρι που μεγάλωσα και ένας καλόγερος μου επιβεβαίωσε τα λεγόμενα της γιαγιάς μου.
«Η γιαγιά είχε δίκαιο παιδί μου, η Οικονομία του ΘΕΟΥ διαφύλαξε τα Εθναρχικά αυτά Σύμβολα και μάλιστα έβαλε τον ίδιο τον Μωάμεθ τον Πορθητή να τα παραδώσει στον πρώτο μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης Πατριάρχη μας Σχολάριο Γεννάδιο, κινούμενος από πολιτικούς λόγους  και  ενεργώντας άθελα του Θεία Νεύση ώστε να εξυπηρετήσει το σχέδιο του ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΥ μέχρι τελευταίας κεραίας. Αυτά τα Εθναρχικά Σύμβολα την ορισμένη από τον ΘΕΟ στιγμή μόνο οι γνήσιοι στην Ορθοπραξία  ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ  θα τα παραδώσουν στον Εν Αγγελική Κελεύση  ΡΩΜΗΟ-ΔΙΚΑΙΟ και ΦΙΛΟ του ΘΕΟΥ και ο καλόγερος γελώντας μου έλεγε «βλέπεις κανένα αληθινό Ρωμηό-πολιτικό στις ημέρες μας που είναι άξιος τέτοιας τιμής;»

Όλοι κάτω από την πλατάνα του καφενείου αποσβολώθηκαν με τα λεγόμενα του παππού. Κάποιος όμως έξυπνος τον προέτρεψε να συχνάζει περισσότερο στο καφενείο για να φέρνει και τα παιδιά του να ακούνε ωραία παραμύθια...
Όμως ο παππούς τον αποστόμωσε..
Δεν χρειάζεται τα παιδιά σου να τα ακούσουν γιατί θα τα ζήσουν, ενώ για σένα αμφιβάλλω αν θα ζήσεις για να τα δεις γιατί αν δεν ποθείς κάτι δεν σου κάθεται με τίποτα.
Όλοι παγώσανε γιατί φοβήθηκαν καυγά. Ο παππούς φαίνεται δεν χωράτευε και συνέχισε...

Σε λίγο καιρό δεν θα πίνεται καφέ αλλά ρεβίθι και αν υπάρχει και αυτό  μάλιστα θα το πίνεται στα χερσοχώραφα που θα τα καλλιεργείται για να θρέψετε τις φαμίλιες σας.
Το ΠΟΘΟΥΜΕΝΟ θα το δείτε όταν το φαγητό σας θα το τρώτε ανακατωμένο με τα δάκρυα σας...

ΔΡ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΑΡΔΑΚΑΣ     

πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...