Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 01, 2013

O Νοέμβρης στην Λαογραφία

  30 Ημερών. Το όνομά του προέρχεται από το λατινικό novem = 9 γιατί ήταν ο 9ος  μήνας του ρωμαϊκού νουμιανού ημερολογίου. Με το Νοέμβρη αντιστοιχεί ο αρχαίος μήνας Νημακτηρίων, ο αρχαίος αιγυπτιακός Αιθήρ και η περίοδος μεταξύ Μπριμέρ Φριμέρ της Γαλλικής επανάστασης. Οι Ρωμαίοι τον είχαν αφιερώσει στον Ποσειδώνα και γιόρταζαν τα Ποσειδώνια. Ο λαός τον αποκαλεί Βροχάρη (γιατί πέφτουν πολλές βροχές), Χαμένο (γιατί έχει τις μικρότερες σε διάρκεια ημέρες), Ανακατεμένο (από τον άστατο καιρό), Σκιγιάτης (σκιά, νύχτα), Κρασομηνάς (επειδή τότε άνοιγαν τα καινούρια κρασιά), Αγιομηνάς (του Αγ. Μηνά), Φιλιππιάτης (του Αγ. Φιλίππου), Αντριάς (του Αγ. Ανδρέα), Αϊ-Ταξιάρχης, Αρχαγγελίτης ή Αρχαγγελιάτης, Αϊ-Στράτης, Αϊ-Στράτηγος και Σποριάς  (μιας κι είναι ο καταλληλότερος μήνας για τη σπορά των σιτηρών) ή Μεσοσπορίτης (τότε οι περισσότεροι γεωργοί βρίσκονται στο μέσο της σποράς). Αυτόν τον μήνα αρχίζει τομάζεμα των ελιών.                ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
                Μάζεμα ελιών.
                Σπορά οσπρίων & σιτηρών.
                «Ξελάκωμα» στ’ αμπέλια.
                Υλοτομία.
                Καίνε τις ξερές μπαμπακιές.
                Μεταφέρονται οι κυψέλες στις οριστικές θέσεις τους για τον χειμώνα.
                ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
                ΜΑΖΕΜΑ ΕΛΙΑΣ: Στην Αγιάσο της Λέσβου, στο τέλος της συγκομιδής, γινόταν ολόκληρη γιορτή. Ένας από τους ραβδιστές μπήγει ανάποδα το ραβδί του στη γη και του βάζει φωτιά, πιστεύοντας πως όταν λυγίσει το μακρύ ραβδί, θα λυγίσουν και οι ελιές του χρόνου από το βάρος των καρπών.
                Οι γυναίκες στύβουν τις ελιές, με το μαύρο ζουμί τους, αλείφουν το πρόσωπό τους και χορεύουν γύρω από τη φωτιά, πετώντας τα καλάθια τους με ευχές στο νοικοκύρη, να έχει του χρόνου περισσότερο καρπό και στις ανύπαντρες να παντρευτούν.
                Στις 3/11 Αίνο Θράκης, δεν άφηναν τα παπούτσια τους έξω από το σπίτι, όπως συνηθιζόταν αλλά τα έπαιρναν μέσα, «ίνα μη ιδών αυτά ο αρχιστράτηγος Μιχαήλ, ενθυμηθεί αυτούς και αναλάβει εκ της ζωής»
                Στις 11/11 (του Αγ. Μηνά), οι τσοπάνηδες τον επικαλούνται για να βρουν ζώα που έχουν χάσει.
                Οι γυναίκες δεν ανοίγουν ψαλίδι, με τη μαγικοδεισιδαιμονική σκέψη «να’ ναι το στόμα του λύκου κλειστό», ή στο σπίτι του τσοπάνη έκαναν ένα σπάγκο από μαλλί του προβάτου και το έδεναν 3 φορές. Έτσι πίστευαν ότι ο λύκος δε θα έκανε κακό στο κοπάδι τους. Αλλά έτσι «έραβαν» και τα κακά στόματα του χωριού.
                Στις 26/11 (του Αγ. Στυλιανού), στον Βώλακα Δράμας, οι γυναίκες (όσες είχαν παιδιά) δεν δούλευαν, αλλά έβραζαν σιτάρι και το πήγαιναν στην εκκλησία και το μοίραζαν για υγεία, για να ζήσουν τα παιδιά.                Στις 30/11 (του Αγ. Ανδρέα), οι γυναίκες στο Βόιο Κοζάνης, έκαναν τηγανίτες (λαγγίτες), «για να μην τρυπήσει το τηγάνι». Απ’ αυτές έτρωγαν όλοι και έδιναν και στα ζωντανά τους.                 ΓΙΟΡΤΕΣ:
                
«ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ» (17/11). Το «ξεφάντωμα της… ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ».                «ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ» (21/11). Η ανάδειξη του θεϊκού γυναικείου στοιχείου στον Χριστιανισμό.                ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
                «Νοέμβρη οργώματα κι ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές».                «Το Νοέμβρη και Δεκέμβρη φύτευε καταβολάδες».                «Η Πούλια βασιλεύοντας, το μήνυμά της στέλνει. Ούτε τσοπάνος στα βουνά ούτε ζευγάς στους κάμπους». 
                «Άι- Μηνάς εμήνυσε του πάππου του χειμώνα: -Έρχομαι ή δεν έρχομαι και τ' Άι- Φιλίππου αυτού είμαι».
                «Αν τ' Άη Φιλίππου λείπω, τ' Άγια, των Αγιών δε λείπω».
                «Ο άη- Μηνάς εμήνυσε, πούλια μη ξημερώσει».
                «Ο Νοέμβρης έκλεισε, τα ζευγάρια είν΄ στο στάβλο κι ούτε ζευγάς στον κάμπο».
                «Ο Νοέμβρης σαν θα έλθει τα γομάρια μέσα κλείνει».
                «Οποίος σπείρει τον Νοέμβρη ούτε σπόρο δεν Θα πάρει».
                «Όταν έρθει ο Νοέμβρης σιγομπαίνει ο χειμώνας».
                «Σ' τσι τριάντα, τ' Αγι-Αντριός, αντριεύεται το κρύο».
                «Της ελιάς το φύλλο κι αν χαθεί, πάλι θε να ξαναβρεθεί».
                «Τον Οκτώβρη τα κουδούνια, το Νοέμβρη παραμύθια».
                «Του Σαρανταμέρου η μέρα «καλημέρα» - «καλησπέρα».

Αγάπη στον Θεό και στην πατρίδα.

20131031-224526.jpg
Όσοι Έλληνες αγαπάμε τον τριαδικό Θεό και την πατρίδα μας, δίνουμε τον αγώνα μας πρώτα υπέρ της πίστεως. Ο πρώτος λόγος για τον οποίο χτυπιέται η Ελλάδα, είναι η Ορθοδοξία, βασικό στοιχείο της οποίας είναι η ελευθερία που αποτελεί το εμπόδιο στην παγκόσμια υποδούλωση των ανθρώπων. Αν δεν συνειδητοποιήσουμε ποιος είναι ο αντίπαλος δεν μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε. Είναι σαν να πάμε να λύσουμε ένα πρόβλημα πριν ακόμα το διαβάσουμε. Δεν χρειάζεται να βρίσκεται κάποιος πίσω από τις κλειστές πόρτες για να αντιληφθεί τι γίνεται. Φθάνουν μόνο η κοινή λογική, η γνώση της οικονομικής επιστήμης και η πραγματικότητα την οποία βιώνουμε για να βγουν σωστά συμπεράσματα. Το θέμα δεν είναι μόνο να βγούμε από τη “φυλακή” που μας έχουν βάλει ως χώρα. Αυτό είναι πιο εύκολο. Το δύσκολο είναι να αντιμετωπίσουμε αυτούς που μας βάλανε στη “φυλακή”, με το μνημόνιο και όχι μόνο. Και αυτούς δεν είναι ανθρωπίνως δυνατό να τους νικήσει κάποιος άνθρωπος γιατί το παγκόσμιο σύστημα
εξουσίας είναι πανίσχυρο και έχει τα στρατιωτικά και οικονομικά μέσα και τη δύναμη να σε εξαφανίσει. Θα δούμε την αντίδρασή του αμέσως μόλις μας δει να μη σκύβουμε το κεφάλι.

Καλή η παλικαριά, αλλά είναι ακόμα καλύτερη άμα συνοδεύεται από το μυαλό και την πίστη. Γι’ αυτό το λόγο ο ατρόμητος μαχητής αλλά σοφός Κολοκοτρώνης – όταν τρεις χιλιάδες περίπου παλληκάρια έπρεπε να αντιμετωπίσουν την τεράστια τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία – είπε: “πρώτα υπέρ πίστεως και μετά υπέρ πατρίδος”. Με το λόγο αυτό ουσιαστικά είπε στον Θεό : “μπες μπροστά και εμείς ακολουθάμε”. Επομένως και εμείς σαν τον Κολοκοτρώνη, να βάλουμε τον Θεό μπροστά. Όποια προσπάθεια γίνει κάτω από την σημαία της ορθοδοξίας θα έχει επιτυχία. Έχω γράψει ότι αυτοί που έχουν την εξουσία φοβούνται μόνο όσους έχουν πραγματική πίστη στον Τριαδικό Θεό και φιλοπατρία. Γιατί γνωρίζουν ότι οι άνθρωποι του Θεού έχουν την προστασία Του και της Παναγίας, είναι πιο έξυπνοι και πιο ικανοί από αυτούς και δεν είναι εξαγοράσιμοι, ούτε προσκυνημένοι. Βέβαια δεν πρέπει πάντα να επιβεβαιώνουμε τα λόγια του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού: “Λαέ πάντα ευκολόπιστε και πάντα προδομένε”. Όποιος λέει κάποια φράση όπως π.χ. “πρώτα ο Θεός” ή “με τη βοήθεια της Παναγιάς” ή πάει και σε καμιά γιορτή στην εκκλησία λίγο πριν το τέλος της Θείας Λειτουργίας, για να τον δείξει η τηλεόραση και να τον δει ο λαός, δε σημαίνει ότι είναι και άνθρωπος του Θεού. Επίσης πολλές φορές βλέπουμε δίπλα στην ιεραρχία της εκκλησίας διάφορους που ασκούν εξουσία. Με τον τρόπο αυτό είναι σαν να λένε: “και εμείς άνθρωποι του Θεού είμαστε”. Αν ήταν όμως άνθρωποι του Θεού, η Ελλάδα σήμερα θα ήταν στην κορυφή και όχι στον πάτο. Να κρίνουμε τους ανθρώπους από τα έργα τους και όχι από τα λόγια τους. Με τον τρόπο αυτό διακρίνουμε τους λύκους που φοράνε προβιά. Υπάρχουν σήμερα κάποιοι ιεράρχες που με τα λόγια τους και τις πράξεις τους μπερδεύουν το λαό. Προσωπικά δεν επηρεάζομαι. Να γνωρίζετε ότι παλιά ο Θεός άκουγε τις προσευχές των πατριαρχών και των επισκόπων. Σήμερα ακούει τις προσευχές των απλών ιερέων και μοναχών και των απλών ανθρώπων. Βέβαια ο Θεός ακούει την προσευχή κάθε ανθρώπου ανάλογα με το πόσο δίκαιος είναι. Αναφέρθηκα όμως στο τι ισχύει γενικά και όχι στις εξαιρέσεις.

Δεύτερον, δίνουμε τον αγώνα μας υπέρ της πατρίδας. Πρώτα η πατρίδα και μετά εμείς. Αυτό απαιτεί τη δημιουργία ελληνικής, εθνικής, πατριωτικής συνείδησης. Π.χ. α) να σωθεί η πατρίδα ακόμα και αν χρειαστεί για ένα χρονικό διάστημα να τρώμε αγριόχορτα και βελανίδια, β) να πάψουμε να είμαστε δειλοί. Πολλοί λένε: “Ας τα πάρουν όλα και ας μας αφήσουν ήσυχους”. Προσωπικά δεν θα χάριζα από όσα μου αναλογούν ως Έλληνα πολίτη, ούτε ένα κυβικό εκατοστό πετρελαίου η φυσικού αερίου, ούτε ένα τετραγωνικό χιλιοστό ελληνικής γης σε κανένα Αμερικάνο, Γερμανό, Ισραηλινό, Τούρκο, πλούσιο Έλληνα ή οποιονδήποτε άλλο. Το εκατό της εκατό αυτών ανήκει στον ελληνικό λαό και δεν χαρίζονται σε κανένα. Πόσοι όμως Έλληνες θα ενεργούσαν έτσι; γ) Πολλές φορές ακούμε τη φράση: “είμαστε μια μικρή χώρα τι να κάνουμε”; Και το Ισραήλ είναι μια μικρή χώρα αλλά ελέγχει όλο τον κόσμο. Η Ελλάδα μπορεί να πάει στην κορυφή του κόσμου και να γίνει παράδειγμα για όλο τον κόσμο. Ας πάψουμε να είμαστε κακομοίρηδες και να αρκούμαστε στο να είμαστε ασήμαντοι. Έχουμε μια ιστορία, μια “αριστοκρατική καταγωγή”. Δεν μας αρμόζει να είμαστε στον πάτο ενώ μπορούμε να πάμε στην κορυφή. Ας αλλάξουμε εμείς για να αλλάξουμε αυτούς που μας κυβερνούν και όλοι μαζί να αλλάξουμε την χώρα μας.

Τρίτον, οφείλουμε να φυλάξουμε την ενότητα στη χώρα μας. Όλοι είδαμε πού κατάντησαν τα κράτη στα οποία προκλήθηκε εσωτερική αναταραχή. Και να μη ξεχνάμε τι κάνανε σε μας οι σύμμαχοι μας μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με τον εμφύλιο πόλεμο. Η Ελλάδα θα άνηκε στη δύση αφού όμως πρώτα θα πληγωνόταν και θα χωριζόταν ο λαός σε δυο κομμάτια που θα τα χώριζε το χυμένο αίμα και το μίσος. Ας μην απαντήσουμε στις προκλήσεις που δεχόμαστε και ας μη δώσουμε την ευκαιρία σε κάποιους να διαλύσουν την εσωτερική συνοχή του λαού για να πετύχουν ευκολότερα τα σχέδια τους. Γιατί υπάρχουν πολλοί απάτριδες που μπορούν πολύ εύκολα να χρησιμοποιηθούν για το σκοπό αυτό.

Τέταρτον, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι στη χώρα μας δεν απέτυχε η δημοκρατία. Απέτυχαν οι άνθρωποι που διαχειρίστηκαν την εξουσία που τους έδωσε η δημοκρατία. Είναι χρέος μας να διαφυλάξουμε την δημοκρατία μας γιατί έχει ήδη γίνει μια πρώτη προσπάθεια να περιοριστεί με το λεγόμενο “Γερμανικό μοντέλο” που αντί να εκλέγει θα διορίζει τους βουλευτές. Με την δημοκρατία μας θα αλλάξουμε αυτούς που μας κυβερνούν και θα ανεβάσουμε στην εξουσία αυτούς που θέλουμε να μας κυβερνήσουν.

Να γνωρίζουμε ότι το κακό δεν νικιέται με το κακό αλλά με το καλό. Εάν θέλουμε λοιπόν να σωθούμε και εμείς και η πατρίδα μας, ας αντιληφθούμε ότι η αλλαγή δεν θα έρθει με τις φωνές και τις μαγκιές αλλά με το καθαρό μυαλό. Ας είμαστε λοιπόν πάντα πιο μπροστά στη σκέψη από αυτούς που κυβερνούν τον κόσμο και την χώρα μας. Ο συνδυασμός πίστη, ψυχή και μυαλό είναι ανίκητος.

Και τέλος όταν πάμε να ψηφίσουμε πρέπει πρώτα να σκεφτούμε αυτούς που βρίσκονται σε πιο δύσκολη θέση από εμάς. Γιατί όλοι περνάμε δύσκολα αλλά κάποιοι περνάνε ακόμα πιο δύσκολα και βρίσκονται στην απόγνωση. Γι’ αυτούς είναι μαρτύριο όχι η κάθε μέρα που περνάει, αλλά το κάθε λεπτό. Εάν λοιπόν σκεφτούμε και πούμε: “εμείς ακόμα καλά είμαστε, τις μας νοιάζει για τους άλλους” να είμαστε σίγουροι ότι θα έρθει και η δική μας η σειρά. Τότε όμως θα είναι αργά για δάκρυα και αυτό που γράφω έχει ήδη συμβεί σε πολλούς γνωστούς μου, που δικαιολογούσαν κάθε κακό που συνέβαινε στους συνανθρώπους τους. Όπως στρώσουμε, θα κοιμηθούμε και ότι σπείρουμε θα θερίσουμε.

Economist
πηγή

π. Γεώργιος Σχοινάς: "Φοβόμαστε να αγαπήσουμε γιατί η αγάπη προϋποθέτει σχέση"

«Οδός καθ’ υπερβολήν» ήταν το θέμα της ομιλίας που ανέπτυξε ο θεολόγος,Πρωτοπρεσβύ- τερος Γεώργιος Σχοινάς, την Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013 στα πλαίσια του τρίμηνου προγράμματος«Ενορία εν δράσει…». 
Ξεκινώντας την ομιλία του, ο π. Γεώργιος έκανε 

αναφορά στον «Ύμνο της Αγάπης», του Αποστόλου Παύλου, όπου αναφέρεται και ο τίτλος της ομιλίας του, εξηγώντας πως «η καθ’ υπερβολήν οδός» είναι ένα χάρισμα που βρίσκεται πιο πάνω από όλα τα άλλα χαρίσματα. Μιλάει για αυτούς που θέλουν υπερβαλλόντως να είναι κοντά στο Θεό και κοντά στο συνάνθρωπο. Και η οδός αυτή δεν είναι άλλη από την οδό της Αγάπης. Όπως, μάλιστα είπε χαρακτηριστικά στη συνέχεια, «ο Χριστός μας έδωσε την εντολή της Αγάπης. "Αγάπα το Θεό σου με όλο το μυαλό σου, με όλη τη διάνοια, με όλο το είναι σου και αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου". Αυτές οι δύο εντολές είναι ότι πιο ουσιώδες μας έφερε ως μήνυμα ο Χριστός με το Ευαγγέλιό Του».

«Λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας ότι ο Θεός δίνει τα χαρίσματα και τα αφήνει στους ανθρώπους, ακόμα κι αν δεν τα χρησιμοποιούν καλά, για να μπορέσουν να γυρίσουν στο σωστό δρόμο. Αλλά ό, τι χάρισμα και να έχει κανείς είναι επισφαλές και δεν ωφελεί ούτε εσένα, ούτε και τους άλλους αν δεν έχεις αγάπη», ανέφερε ο π. Γεώργιος στη συνέχεια της ομιλίας του. Συμπληρώνοντας, τόνισε πως η αγάπη είναι η αρχή και το τέλος. Ξεκινάμε με αγάπη να κάνουμε πράγματα και τελειώνουμε πάλι με αγάπη, καθώς η αγάπη είναι εκείνη που δίνει νόημα σε όλες τις ενέργειες του ανθρώπου. Ακόμα και στη φιλανθρωπία ή στη θυσία μας. Μιλώντας με παραδείγματα, έκανε μνεία στη νηστεία και στην προσευχή, σημειώνοντας πως «η προσευχή μας είναι μέσο για να αγαπήσουμε περισσότερο. Ακόμα και στην προσευχή μας πρέπει να νιώθουμε την αγάπη για το Θεό και για το συνάνθρωπο».

Εν συνεχεία, ο π. Γεώργιος διαπίστωσε πως η αγάπη περιλαμβάνει όλες τις άλλες αρετές. Και όλα όσα κάνουμε μέσα στην εκκλησία κατατείνουν ακριβώς στην αγάπη. «Οι Άγιοι της εκκλησίας μας, μας δείχνουν τον «καθ’ υπερβολήν δρόμο», μια οδό ξεχωριστή. Δεν κοιτάζουν αν πετύχουν το ένα κομμάτι ή το άλλο. Θέλουν να πετύχουν τα πάντα. Θέλουν να μάθουν την αγάπη και ό, τι κάνουν, το κάνουν για να μάθουν να αγαπούν και το πετυχαίνουν γιατί όταν ο Θεός δει ότι ένας άνθρωπος έχει τέτοια διάθεση, τότε τον βοηθά να το αποκτήσει», ανέφερε χαρακτηριστικά, τονίζοντας πόσο σημαντικό είναι να δούμε την αναγκαιότητα της πορείας μας σε αυτή την «καθ’ υπερβολήν οδό». Να ανασυντάξουμε όλα τα πράγματα που έχουμε γύρω από την πίστη και να πάψουμε να καλλιεργούμε μερική θρησκευτικότητα.

«Είμαστε τσιγκούνηδες στην αγάπη. Φοβόμαστε να αγαπήσουμε γιατί η αγάπη προϋποθέτει σχέση, πρέπει να δεις τον άλλο και να σε δει. Και έτσι αποκαλυπτόμεθα και το φανέρωμα αυτό το φοβόμαστε. Οι σημερινοί άνθρωποι είμαστε κλεισμένοι στο εγώ μας και ο Θεός μάς ζητά να βγούμε από τον εαυτό μας , να συναντήσουμε τον άλλο άνθρωπο και να δείξουμε αγάπη, ακόμα κι αν αυτό είναι μια επώδυνη διαδικασία», ανέφερε σε ένα άλλο σημείο της ομιλίας του ο π. Γεώργιος Σχοινάς, παροτρύνοντάς μας να αφήσουμε στην άκρη την ψυχρότητα της καρδιάς μας και να βάλουμε ως πρωταρχικό στόχο της ζωή μας να αγαπούμε, δίνοντας στην αγάπη, που τόσο πολύ ακούγεται ως λέξη στις μέρες μας, τη σωστή ερμηνεία, αυτή του Ευαγγελίου, και εφαρμόζοντάς την στην καθημερινότητά μας.

Προς το τέλος της ομιλίας του ο π. Γεώργιος συνέχισε να μας μιλά για την αγάπη λέγοντας πως «η αγάπη στο Θεό, έχει κάτι πάρα πολύ όμορφο. Ελευθερώνει τον άνθρωπο. Όταν ο νους του ανθρώπου αγαπήσει το Θεό, δεν μπορεί να υποδουλωθεί σε τίποτα υλικό. Η αγάπη που δίνω στους άλλους ξεκινά από την αγάπη στο Θεό. Αγαπώ τους άλλους γιατί ο Θεός πρώτος με αγάπησε κι εγώ τον αγαπώ. Και αφού ζω μέσα στην αγάπη μπορώ και να δώσω αγάπη».

Ενώ έκλεισε την ομιλία του για την «καθ’ υπερβολήν οδό», ευχόμενος «όλοι να αποκτήσουμε μια τέτοια αγάπη ώστε να μπορούμε να δίνουμε και αγάπη σε όλους»


Την ομιλία μπορείτε να την παρακολουθήσετε εδώ

Πῶς οἱ Πατέρες εἶδαν τὴν Ἁγία Γραφὴ - Επίσκοπος πρ. Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης Αθανάσιος Γιέβτιτς





Διαβάζοντας τὸν Μίλτον, μεγάλο ἄγγλο ποιητὴ τοῦ ΙΖ' αἰ, στὸ μεγάλο ποίημά του «Ὁ χαμένος Παράδεισος» ("Paradise lost"), ὅπου βασικὰ ἑρμηνεύει ὅλη τὴν Ἁγία Γραφὴ περιγράφοντας σὲ ποίημα τὴν μοίρα τοῦ ἀνθρώπου, πῶς ἔχασε τὸν Παράδεισο κτλ., ἀλλὰ καὶ στὸ δεύτερό του ἔργο «Ὁ ξανακερδισμένος Παράδεισος» (Paradise regained), ἔβγαλα τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Μίλτον βλέπει τὴν Βίβλο ὡς ἕνα ἅγιο, ἱερό, δηλαδὴ ὡς ἕνα ἁπλῶς θρησκευτικὸ βιβλίο.

Κατ' ἀρχὴν ὁ Μίλτον, ὡς προτεστάντης θεολόγος καὶ μάλιστα Καλβινιστής, ἀσχολεῖται κυρίως μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀσχολεῖται μὲ ὅλη τὴν Βίβλο, δὲν τὴν βλέπει ὅπως τὴν εἶδαν καὶ τὴν ἑρμήνευσαν οἱ Ἐκκλησιαστικοὶ Πατέρες. Σ’ αὐτὸ τὸ κείμενο βλέπει κυρίως τὴν δόξα τοῦ θεοῦ, τὸν δοξασμὸ καὶ τὴ μεγαλοπρέπεια τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ στέκεται τόσο στὴ δημιουργία, στὰ κτίσματα, δηλαδὴ στὴν πράξη τῆς δημιουργίας καὶ στὰ δημιουργήματα.

Στὸν Μίλτον ὁ Θεὸς εἶναι κατ' ἐξοχὴν ὁ Δημιουργός. Γι' αὐτὸ καὶ τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ Τὸν βλέπει ὡς τὸ μεγαλύτερο καὶ τὸ πιὸ τέλειο κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Ὡς ἐκεῖνο ποὺ φανερώνει ἀπὸ μέσα του τὴν τελειότητα τῆς δόξης καὶ τῆς δημιουργικῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ, τὴν ἐξουσία καὶ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ.

Ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως τὴ βλέπουν οἱ Πατέρες, εἶναι στραμμένη πρὸς τὴ δόξα τοῦ Ἐρχομένου Μεσσία. Καὶ ἑπομένως εἶναι βιβλίο γιὰ τὸν Μεσσία καὶ ὄχι κατ’ ἀρχὴν γιὰ τὸν Θεό. Διότι εἶναι στραμμένη πρὸς τὴν ἐσχατολογία. Ἐνῶ ἅμα μείνουμε μόνο στὴν περιγραφὴ τῆς δημιουργίας τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στὰ κτίσματα, αὐτὸ εἶναι μᾶλλον στροφὴ πρὸς τὸ παρελθόν. Πρόκειται γιὰ μία αἰώνια στασιμότητα, γιὰ τὸ παρελθόν, γιὰ ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ ἤδη εἶναι καὶ ὄχι ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἔλθει, τὸν «Μέλλοντα Αἰώνα». Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο, ἢ ἐν πάσῃ περιπτώσει πολὺ στενό, νὰ δοῦμε τὴ Γραφὴ ἔτσι, ὡς ἕνα βιβλίο δηλαδὴ ποὺ μαρτυρεῖ περὶ τοῦ Θεοῦ, τῆς δημιουργίας Του, τῆς δόξης Του καὶ γενικὰ περὶ τῶν ἤδη κτισθέντων ὄντων καὶ τῶν γεγονότων. Αὐτὴ θὰ ἦταν μία στατικὴ προσέγγιση τῆς Βίβλου.

Ἡ πατερικὴ προσέγγιση τῆς Βίβλου εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὴν καλβινιστικὴ καὶ φονταμενταλιστικὴ θεώρηση ποὺ εἴδαμε πρίν. Ἡ πατερικὴ ἀντίληψη ταυτίζεται μὲ τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Ἰωάννου, ποὺ ἐκφράζεται μὲ στροφὴ καὶ κατεύθυνση πρὸς τὸ μέλλον, πρὸς τὸν Μεσσία. Γι' αὐτὸ οἱ Πατέρες εἶδαν, ὅπως ἔχει παρατηρήσει καὶ ὁ π. Φλωρόφσκυ, καὶ στὰ λόγια ἀλλὰ καὶ στὰ γεγονότα τῆς Βίβλου, ἀκόμη περισσότερο τὸ προμήνυμα, τὴν παιδαγωγία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Μεσσία καὶ τοῦ «Μέλλοντος Αἰῶνος». Εἶναι χαρακτηριστικό, λέει ὁ π. Φλωρόφσκυ, ὅτι ὁρισμένοι Πατέρες ἤδη στὰ λόγια τῆς Γραφῆς εἶδαν τὸ προμήνυμα τῆς Σαρκώσεως τοῦ Λόγου. Αὐτὸ βέβαια ὁ π. Φλωρόφσκυ τὸ παίρνει ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο, ποὺ κατὰ κάποιον τρόπο μιλάει γιὰ τὴν προενσάρκωση τοῦ Χριστοῦ ἤδη ἀπὸ τὴ Δημιουργία τοῦ κόσμου, τὴν ὁποία περιγράφει ἡ Βίβλος. Πάντως αὐτὸς εἶναι ὁ κύριος γνώμονας, μὲ τὸν ὁποῖο oἱ Πατέρες ἐξηγοῦν τὴν Γραφή.

Ἡ Ἁγία Γραφὴ λοιπόν, εἶναι γιὰ τοὺς Πατέρες κατ' ἐξοχὴν βιβλίο χριστολογικὸ καὶ ἐσχατολογικό. Καὶ αὐτὸ σημαίνει ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο. Ὄχι «κοσμικὸ» μὲ τὴν ἔννοια κοσμολογικό, δηλαδὴ βιβλίο ποὺ μιλάει πρωτίστως περὶ τοῦ κόσμου, τῆς δημιουργίας καὶ τῆς ἱστορίας του. Οὔτε θεολογικὸ μὲ μία ἔννοια γενικῆς θεολογίας. Δηλαδὴ μὲ τὴν ἔννοια λόγου περὶ Θεοῦ γενικά, περὶ Θεοῦ Δημιουργοῦ, περὶ τῆς δόξης, τῆς παντοδυναμίας καὶ τῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ. Ἀλλιῶς, ἂν τὸ δοῦμε μόνο ὅπως τὸ βλέπει ὁ Μίλτον καὶ οἱ Προτεστάντες, τότε ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀπομένει ἕνα κείμενο θρησκευτικό, ποὺ δὲν διακρίνεται ριζικὰ ἀπὸ ἄλλα θρησκευτικὰ κείμενα ἄλλων θρησκειῶν, ὅπως ἡ Μπαγκαβὰτ Γκίτα, ὅπως ἄλλα ἑβραϊκὰ κείμενα θρησκευτικά, ὅπως τὰ αἰγυπτιακὰ βιβλία περὶ τῶν νεκρῶν, τὸ ἔπος τοῦ Γκιλγκαμὲς κλπ.

Κάπως ἔτσι βλέπει τὴν Βίβλο ὁ Χαμένος Παράδεισος» τοῦ Μίλτον. Ὅπως καὶ ὁ δικός μας σέρβος μεγάλος ποιητὴς τοῦ περασμένου αἰώνα Νιέγκος βλέπει τὴν Ἁγία Γραφὴ στὸ μεγάλο του ποίημα «Ἀκτίνα τοῦ Μικρόκοσμου» ὡς βιβλίο ποὺ μιλάει γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, γιὰ τοὺς οὐρανούς, κυρίως γιὰ τὴν κοσμολογία. Ἂν καὶ ὁ Νιέγκος, ὡς ὀρθόδοξος, εἶναι περισσότερο στραμμένος πρὸς τὸν ἐσχατολογικὸ Χριστὸ ἀπὸ τὸν μὴ ὀρθόδοξο Μίλτον, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔχει βέβαια ἐπηρεασθεῖ τουλάχιστον ὡς πρὸς τὴ βασικὴ ἰδέα. Δὲν εἶναι τυχαῖο πὼς ὁ ὀρθόδοξος Νιέγκος τελειώνει τὸ ποίημά του μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σαρκωθέντος καὶ Ἀναστάντος, ποὺ δίνει τὸ νόημα σ' ὅλη τὴν προηγούμενη ἀνθρώπινη ἱστορία καὶ σ' ὅλο τὸ δράμα τῆς σωτηρίας. Γι’ αὐτὸ ὁ παράδεισος τοῦ Μίλτον βρίσκεται κάπου στὸ παρελθόν. Ἰδέα δὲν ἔχει πὼς ὁ Παράδεισος εἶναι στὸ μέλλον, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ὅτι καὶ τὸν «Ξανακερδισμένο Παράδεισο» ("Paradise renamed") ὁ Μίλτον τὸν βλέπει στὸν ἠθικοθρησκευτικὸ ἀγώνα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Σατανᾶ στὴν ἔρημο, δηλαδὴ στοὺς πειρασμοὺς τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴ νίκη Του πάνω τους καὶ ὄχι στὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ γεγονὸς τῆς Σαρκώσεως καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του, στὴ Μέλλουσα Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Πράγμα ποὺ σημαίνει πὼς οἱ Πατέρες βλέπουν τὸν Παράδεισο στὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ τελευταῖο μυστήριο τοῦ Θεοῦ, στὴν Ἐκκλησία ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς ἐν ἡμῖν καὶ ἐμεῖς ἐν τῷ Χριστῷ, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος, παίρνοντας βέβαια ἀφορμὴ ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὅπου ὁ Χριστὸς δὲν νοεῖται χωρὶς τὸ «μυστήριο τὸν Χριστοῦ», ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἐφ' ὅσον ὁ Χριστὸς ἐνσαρκώθηκε.

Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ὁ Μίλτον ξεκινάει ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀπὸ τὴ Δημιουργία, ἀπὸ τὴν Πτώση, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀπὸ κεῖ ξεκινώντας φθάνει στὸν Χριστό. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ μιλάει σὰν νὰ εἶναι πράγματι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἔχει δηλαδὴ θέση στὸ σύστημά του ἡ Χριστολογία ὡς οὐσιαστικὴ θεολογία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δηλαδὴ θεολογία περὶ τοῦ Μεσσία. Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν ξεκινάει τὰ πάντα ἀπὸ τὸν Χριστό, δὲν ἔχει Χριστολογικὴ πείρα, ποὺ σημαίνει λειτουργικὴ πείρα, ἐκκλησιαστικὴ πείρα. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τὴν Ἁγία Γραφὴ ποὺ εἶναι ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο, βιβλίο δηλαδὴ τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, ὄχι ἁπλῶς θρησκευτικὸ βιβλίο τῆς Συναγωγῆς, τῆς λατρείας δηλαδὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ βιβλίο ποὺ ὁδηγεῖ καὶ παιδαγωγεῖ εἰς Χριστόν. Ἀλλιῶς, ἂν πάρουμε τὴν Βίβλο μόνο ὡς ἑβραϊκὸ βιβλίο Ἱερὸ μὲ τὶς ἐντολὲς καὶ τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ, παρ' ὅλα αὐτὰ θὰ εἶναι πάλι ἕνα θρησκευτικὸ κείμενο, ἔστω ἀποκαλυπτόμενο ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ ἕνα λαό, ἀλλὰ ποὺ χωρὶς τὸ Μεσσία χάνει τὸ νόημά του. Γι' αὐτὸ δὲν τὸ καταλαβαίνουν oι Ἑβραῖοι. Ὑπάρχει ἕνα κάλυμμα στὰ κείμενα τῆς Βίβλου καὶ δὲν βλέπουν τὸ τί περιέχει μέσα του αὐτὸ τὸ βιβλίο καὶ ποῦ ὁδηγεῖ, ὥστε νὰ τὸ ὀνομάζει ὁ Παῦλος παιδαγωγὸν εἰς Χριστόν».

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς του ἀναφέρει συζήτησή του μὲ κάποιον Ἑβραῖο, ὅπου τοῦ ἀναφέρει ὁ Ἑβραῖος ἐνάντια στὸ Χριστὸ τὰ ἀρχεῖα, τὰ ντοκουμέντα, δηλαδὴ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Καὶ ὁ Ἰγνάτιος πολὺ ἁπλὰ ἀπαντάει: «γιὰ μένα τὰ ἀρχεῖα εἶναι ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ Ἀνάσταση τὸν Χριστοῦ». Σὰν νὰ ἀντιπαραθέτει τὰ γεγονότα αὐτὰ τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἀπέναντι στὴ Γραφή.

Μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅπως ἐγὼ εἶπα κάποτε σ' ἕναν προτεστάντη, ὅτι ἡ Γραφὴ δὲν ἔχει νόημα, εἶναι ἕνα κείμενο, ἕνα βιβλίο καὶ δὲν λύνει τίποτα. Ἔστω θεῖο, ἀποκαλυπτόμενο, ἐμπνευσμένο βιβλίο, ἀλλὰ βιβλίο. Δὲν ἔχουμε τὸ γεγονός, τὸν χῶρο ζωῆς, προσωπικῆς ζωῆς καὶ ἐπικοινωνίας, ὅπως εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ τὸ ζωντανὸ Σῶμα Του, ἡ Ἐκκλησία. Καὶ δὲν εἶναι μόνον ἐπειδὴ λέει ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος, ὅτι δὲν θὰ ξέραμε τίποτα γιὰ τὴν Γραφὴ ἐὰν δὲν μᾶς ἐγγυάτο ἡ Ἐκκλησία. Δὲν εἶναι μόνο ἡ ἐγγύηση. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀτμόσφαιρα, τὸ κλίμα, ἡ ζωή, ὁ παλμὸς γιὰ τὴν κατανόηση τῆς Γραφῆς. Ὅπως δὲν ὑπάρχει ὄργανο ἀνθρώπινο ἔξω ἀπὸ τὸν ὀργανισμό, (ἄλλο πράγμα εἶναι νὰ κόψουμε τὸ χέρι νὰ τὸ μελετήσουμε καὶ ἄλλο ὅταν λειτουργεῖ μέσα στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό), ἔτσι καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ ὡς σκέτο θρησκευτικὸ κείμενο δὲν εἶναι κατανοητὴ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

Γι' αὐτὸ οἱ Πατέρες ἔβλεπαν τὴν Γραφὴ μόνον ἐν τῷ Χριστῷ. Ἀπόδειξη αὐτοῦ εἶναι ὁ Παῦλος. Αὐτὸς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς Προτεστάντες τὴν ἑρμηνεύει αὐθαίρετα. Διότι ἡ πρὸς Ρωμαίους καὶ κυρίως ἡ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ του εἶναι μία ἑρμηνεία ἐντελῶς δική του πρωτότυπη, καὶ κάπως αὐθαίρετη ὡς πρὸς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Αὐτὸς βλέπει σὲ ὅλα τὸν Χριστὸ καὶ σὲ ὅλα διακρίνει ἐκείνην τὴν τάση ποὺ ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐκφράζει μὲ τὸν λόγο του ὅτι ἡ μὲν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι σκιὰ τῆς Καινῆς, ἡ Καινὴ εἶναι εἰκὼν τῶν ἐσχάτων, «ἀλήθεια δὲ ἡ τῶν μελλόντων κατάστασις». (Ἀπὸ τὰ σχόλια στὸν Ἀρεοπαγίτη). Ποὺ δείχνει μία δυναμικὴ πορεία καὶ κατεύθυνση μεσιανική, ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη πρὸς τὴν Καινή, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν Καινὴ πρὸς τὴν ἐσχατολογικὴ Βασιλεία. Αὐτὰ ποὺ ἤδη καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔλεγε, ὅτι δηλαδὴ ἐκήρυττε ἡ Παλαιὰ τὸν Πατέρα, ἡ Καινὴ ἀπεκάλυψε τὸν Υἱὸ καὶ τώρα εἶναι ἡ περίοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ περίοδος ὅπου ἐμπολιτεύεται τὸ Πνεῦμα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἀκριβῶς τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ καταλάβουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς διαφεύγει, αὐτὸ ποὺ φέρνει ἡ Γραφὴ ὡς μήνυμα, ὡς μαρτυρία. Τὸ Πνεῦμα τῆς Προφητείας καὶ ἡ Νύμφη μαρτυροῦν, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψη. Δηλαδὴ αὐτὰ ποὺ μαρτυροῦν εἶναι ζωντανὰ πρόσωπα, ὅπως ἦσαν οἱ Προφῆτες, ὅπως ἦσαν οἱ Ἀπόστολοι, ὅπως εἶναι ἄλλωστε ἡ Κοινότητα ἡ ἐκκλησιαστικὴ μέσα στὴ Λειτουργία.

Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι τὴν ἀκοῦμε τὴν Ἁγία Γραφὴ μέσα στὴ Λειτουργία καὶ τὴν καταλαβαίνουμε ὡς Σῶμα. Ὅλα τὰ γεγονότα ἢ τὰ μυστήρια ποὺ τελοῦνται, οἱ μυσταγωγίες οἱ ἐκκλησιαστικές μας ἐξηγοῦν τί λένε τὰ λόγια στὴ Γραφή. Ἔτσι μπορεῖ κι ἕνας ἁπλὸς χριστιανὸς νὰ καταλάβει τὴ Γραφή. Τὸ λέγει καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι ἡ Βίβλος εἶναι ἕνα ποτάμι ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ περάσει ἕνα ἀρνάκι καὶ μπορεῖ νὰ βυθισθεῖ σ' αὐτὸ ἕνας ἐλέφαντας. Γιὰ νὰ δείξουμε σαφέστερα, πὼς ἔτσι εἶδαν οἱ Πατέρες τὴν Ἁγία Γραφή, θὰ ἀναφέρουμε μόνο ἕνα χωρίο τοῦ ἁγίου Μαξίμου. Εἶναι τὸ γνωστὸ χωρίο ἀπὸ τὸ «Κεφάλαια Θεολογικά» ἢ ὅπως τὰ λένε ὁρισμένοι βυζαντινολόγοι τὰ «Γνωστικὰ Κεφάλαια», περὶ Θεολογίας ἑκατοντὰς πρώτη, 66.

«Τὸ τῆς ἐνσωματώσεως τοῦ Λόγου μυστήριον», λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος, «ἔχει πάντων τῶν τε κατὰ τὴν Γραφὴν αἰνιγμάτων καὶ τύπων τὴν δύναμιν (τὴν δυναμικὴ σημασία δηλαδὴ) καὶ τῶν φαινομένων κτισμάτων τὴν ἐπιστήμην (γνῶσιν). Καὶ ὁ μὲν γνοὺς Σταυρὸν καὶ Ταφῆς (τοῦ Χριστοῦ ἐννοεῖται) τὸ μυστήριον, ἔγνω τῶν προειρημμένων τοὺς λόγους. Ὁ δὲ τῆς Ἀναστάσεως μυηθεὶς τὴν ἀπόρρητον δύναμιν, ἔγνω τὸν ἐφ' ᾧ τὰ πάντα προηγουμένως ὁ Θεὸς ὑπεστήσατο σκοπόν».

Φαίνεται καθαρὰ σ' αὐτὸ τὸ χωρίο αὐτὴ ἡ δυναμικὴ πορεία ἀπὸ τὴ δημιουργία μέσῳ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πρὸς τὴν Καινὴ καὶ ἀπὸ τὴν Καινὴ πρὸς τὴν ἐσχατολογικὴ Βασιλεία, πρὸς τὴν Ἀνάσταση. Διότι, λέει, ἡ ἐνσωμάτωση τοῦ Λόγου, τὸ μυστήριο δηλαδὴ τοῦ Σαρκωθέντος Χριστοῦ, τοῦ θεανθρώπου, εἶναι τὸ κλειδὶ γιὰ νὰ καταλάβουμε τοὺς τύπους καὶ τὰ αἰνίγματα τῆς Γραφῆς. Τύποι καὶ αἰνίγματα εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράμμα ποὺ σκοτώνει, ἐνῶ τὸ πνεῦμα ζωογονεῖ. Μόνο στὸ μυστήριο τοῦ Μεσσία, τοῦ Χριστοῦ, καταλαβαίνουμε ὅ,τι ἔχει γραφεῖ. Καταλαβαίνουμε τὴν Γραφὴ ὡς λόγο καὶ ὡς τύπο καὶ ὡς συμβολισμὸ καὶ ὡς ἱστορία, δηλαδὴ περιγραφὴ γεγονότων καὶ συμβάντων. Ἀλλὰ ὁ Μάξιμος λέει στὴ συνέχεια καὶ γιὰ τὰ κτίσματα. Κι αὐτὰ ὁδηγοῦν στὸν Χριστό. Ὁλόκληρη ἡ δυναμικὴ πορεία, ἡ ὀντολογικὴ πορεία τῆς κτίσεως, ὁδηγεῖ στὸν Χριστό.

Ἐμᾶς ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει τὸ πρῶτο, ποὺ ἀναφέρεται στὴν Ἁγία Γραφή. Καὶ στὴ συνέχεια λέει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ταφή, τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς καταλαβαίνει τὸ τί εἶπα προηγουμένως, δηλαδὴ τοὺς λόγους αὐτῶν τῶν αἰνιγμάτων καὶ τῶν τύπων τῆς Γραφῆς, ἀλλὰ καὶ τῶν κτισμάτων. Αὐτὰ ὅλα ἰσχύουν μέχρι καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ταφὴ δηλαδή. Ἡ Ἀνάσταση ἤδη εἶναι γιὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο καὶ καινοδιαθηκικὸ γεγονὸς ἀλλὰ καὶ ἐσχατολογικό. Καὶ ὅποιος ἔχει μυηθεῖ σ' αὐτὴν τὴν ἀπόρρητο δύναμη (ἀπόρρητος γιατί δὲν χωράει ἀκόμη σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, εἶναι περισσότερο λειτουργικὰ ποὺ τὸ ζοῦμε), αὐτὸς γνωρίζει τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο δημιούργησε ὁ Θεὸς τὰ πάντα. Ἄρα ἀπὸ τὰ ἔσχατα, ἀπὸ τὸ τέλος, ἀπὸ τὸ Ω ἑρμηνεύει τὴν ἀρχή, δηλαδὴ τὸ Α. Εἶναι χαρακτηριστικὴ αὐτὴ ἡ δυναμική, ἐσχατολογική, μεσσιανική, βασιλικὴ καὶ λειτουργική, δηλ. εὐχαριστιακὴ βάση, μὲ τὴν ὁποία ὁ Μάξιμος ἑρμηνεύει. Εἶναι ὁ δυναμισμὸς τῆς Γραφῆς.
Μία τέτοια προσέγγιση τῆς Γραφῆς, ὅπως αὐτὴ τῶν Πατέρων, δὲν μειώνει τὴ σημασία τῶν λόγων τῆς Γραφῆς, ἀλλὰ τοὺς τοποθετεῖ μέσα στὴ ζωντανὴ μήτρα, ὅπου αὐτὰ ὅλα λειτουργοῦν. Συμβαίνει ὅ,τι καὶ μὲ τὴν Εἰκονογραφία, ὅπου ὅπως ἔλεγε ἕνας ἱστορικός τῆς τέχνης στὴν Σερβία οἱ Εἰκόνες δὲν εἶναι ἁπλῶς καλλιτεχνικὰ ἔργα καὶ δὲν κατανοοῦνται οἱ τοιχογραφίες ἂν δὲν εἶναι στὴν Ἐκκλησία καὶ μέσα σὲ μία Λειτουργία. Τότε οἱ Προφῆτες, οἱ Μάρτυρες, οἱ χοροὶ τῶν Ἀγγέλων, ἡ Πλατυτέρα, τὰ πάντα, ἡ κάθε εἰκόνα, λειτουργεῖ, ἐπειδὴ βρίσκεται στὴ μήτρα της καὶ ἔτσι ταυτόχρονα συνδέεται μὲ τὴν ὑμνωδία καὶ μὲ ὅλη τὴν μυσταγωγία ποὺ τελεῖται στὸ ναό! Ἐκεῖ ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν ἕνα ζωντανὸ σῶμα καὶ ὄχι ἀποκόμματα ἢ κύτταρα ἢ ὅπως λέει ὁ Παῦλος γράμματα ποὺ σκοτώνουν.

Τὸ λάθος τῶν Ἑβραίων κυρίως αὐτῶν τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅτι ἀπομόνωσαν τὴν Γραφὴ ἀπὸ τὸν Χριστό, τὴν ἔχασαν. Στὸ Ἰσλὰμ εἶναι ἀκόμη μεγαλύτερη ἡ τραγωδία, γιατί αὐτοὶ γύρισαν καὶ πρὸς τὰ πίσω ἀκόμη. Οἱ Ἑβραῖοι τουλάχιστον στάθηκαν μέχρις ἐκεῖ. Γι’ αὐτὸ τὸ Κοράνιο δὲν εἶναι βιβλίο γιὰ τὸ Θεό, μὴ μᾶς ποῦν πὼς εἶναι βιβλίο γιὰ τὸ Θεό. Εἶναι περισσότερο βιβλίο ποὺ μαρτυρεῖ γιὰ τὴ μὴ οὐσιαστικὴ ἐπαφὴ τοῦ Μωάμεθ μὲ τὸ Θεό. «Πλανάσθε μὴ γνωρίζοντες τὴν Γραφὴν καὶ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, λέει ὁ Χριστὸς στοὺς Φαρισαίους. Ἡ δύναμη αὐτὴ εἶναι ἡ ἄμεση ἐπαφή, ἡ ἐπικοινωνία.

Ἔτσι ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως τὴ ζοῦμε ἐκκλησιαστικά, εἶναι τὸ πνεῦμα ποὺ πνέει μέσα στὸ γράμμα. Ἄλλωστε οἱ Ἀπόστολοι τὴ γράψανε ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, οἱ προφῆτες ἐμφορούμενοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. Αὐτὸ τοὺς ὁδηγοῦσε καὶ αὐτό μᾶς τὴν ἑρμηνεύει πάλι μέσα στὴν ἴδια ἀτμόσφαιρα τὴν ἐκκλησιαστική, μὲ τὴν ἔμπνευσή Του, μὲ τὴν ἐσωτερικὴ πνοή Του. Ἀφοῦ λέει ὁ Ἀπόστολος ὅτι δὲν μποροῦμε οὔτε κἄν νὰ προσευχηθοῦμε, ἂν τὸ Πνεῦμα δὲν προσεύχεται μέσα μας, πόσο μᾶλλον δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὴν Γραφή, ἂν τὸ ἴδιο τὸ Πνεῦμα δὲν μιλήσει ἀπὸ μέσα μας καὶ μᾶς ἀποκαλύψει. Γι’ αὐτὸ οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι ἔχουν μία πιὸ ἄμεση προσέγγιση στὴ Γραφή, ἀμέσως τοὺς μιλάει στὴν καρδιά, ἐνῶ ἄλλοι, πολὺ μορφωμένοι, ἀναπτύσσουν διάφορες θεωρίες, ποὺ τοὺς ἀπομακρύνουν τελικὰ ἀπὸ τὴ Γραφὴ καὶ τοὺς κλείνουν τὴ Γραφή.

Ἂς προσθέσουμε ὅμως ἀκόμη κάτι ποὺ θεωροῦμε σημαντικό. Ἡ Γραφὴ ἔχει κάποιαν, ἂς ποῦμε, ἀδυναμία. Σὰν νὰ χάνει τὴ σιγουριὰ ὡς δυνατὸ κείμενο, ἔτσι ποὺ τὴν προσεγγίζουν οἱ Πατέρες. Ἐξαρτᾶται πολὺ ἀπὸ τὸ μέλλον, εἶναι στραμμένη «ἐν ἐλπίδι Χριστοῦ» καὶ βεβαίως μεταφέρει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἄλλο ἐπίπεδο, στὴν ἀβέβαιη βεβαιότητα. Ἀλλὰ μὴν ξεχνᾶμε πὼς οἱ Πατέρες μιλοῦσαν καὶ γιὰ τὴν «θεαρχικὴ ἀσθένεια» τοῦ Θεοῦ, ὄχι γιὰ τὴν παντοδυναμία Του, ὅπως μιλάει ὁ Μίλτον, ποὺ ὅλη τὴν ὥρα στέκεται σ' αὐτήν. Ἀλλὰ τὸ παράδοξο τῶν Πατέρων εἶναι αὐτὴ ἡ «θεαρχικὴ ἀσθένεια». Ἡ ἀσθένεια τῆς Γραφῆς εἶναι ὅτι ὅταν τὴν προσπελάζεις δὲν σοῦ ἐπιβάλλεται, δὲν εἶναι μία τυραννία ἔστω καὶ τῆς ἀλήθειας, ποὺ πείθει. Εἶναι λεπτὴ ὅπως ἡ αὔρα στὸν προφήτη Ἠλία. Δὲν ἔπεισε τὸν Προφήτη οὔτε ἡ θύελλα, οὔτε φουρτούνα, οὔτε σύννεφα ἀλλὰ ἡ λεπτὴ αὔρα τοῦ Πνεύματος. Εἶναι πολὺ σεβαστὴ καὶ ἡ στάση ἡ δική μας πρὸς τὴν Βίβλο καὶ τῆς Βίβλου πρὸς ἐμᾶς. Αὐτὰ μᾶς διδάσκουν οἱ Πατέρες καὶ οἱ Ἅγιοι. Γι' αὐτὸ εἶχαν τόση εὐλάβεια πρὸς τὴν Βίβλο. Ἀλλὰ ὄχι λατρεία πρὸς τὴν Βίβλο, σὰν νὰ μποροῦσε νὰ ἀντικαταστήσει καὶ ὑποκαταστήσει τὸ Θεὸ ἕνα βιβλίο. Ἔβλεπαν τὴ Γραφὴ ὡς τὸ βιβλίο τῆς Κοινότητας, μέσα στὴ λατρευτική, λειτουργικὴ ἀτμόσφαιρα. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἑρμηνεῖες τους δὲν ἦσαν συνήθως γραμμένες γιὰ κείμενα, ἀλλὰ περισσότερο ὁμιλίες λειτουργικὲς ποὺ τὶς ἐκφωνοῦσαν μέσα στὸ ναὸ καὶ ἔτσι λειτουργοῦν αὐτὲς οἱ ἑρμηνεῖες οἱ πατερικές, μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐξ ἄλλου, κάποιος στὴν ἐποχὴ μας ἔχει διαπιστώσει πὼς στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ἔγραψαν οἱ μεγάλοι ἑρμηνευτὲς Πατέρες, ἐκεῖ ἀκριβῶς ὑπάρχει καλύτερη ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς. Διότι οἱ ὕμνοι ἑρμηνεύουν μὲ τὸ λειτουργικὸ τρόπο, γεγονὸς μὲ γεγονός, εἰκόνα μὲ εἰκόνα, τύπο μὲ τύπο. ἀνάλογα μὲ τὴν πληρότητα ποὺ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία ἔναντί τῆς Συναγωγῆς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ μάλιστα στραμμένοι πρὸς τὸ μέλλον μὲ τὴν πρόγευση τῆς Βασιλείας. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀναγωγική, τυπολογική, μυσταγωγικὴ ἑρμηνεία τῶν Πατέρων, ποὺ καὶ αὐτὴ λειτουργεῖ ὄχι ἁπλῶς ὡς μία ἐπιστήμη. Βεβαίως χρειάζεται καὶ νὰ ἔχουμε καὶ νὰ ξέρουμε τὶς βιβλικὲς ἐπιστῆμες. Ὅμως ἡ ἐκκλησιαστικὴ πατερικὴ ἑρμηνεία δὲν εἶναι κατ' ἀρχὴν ἐπιστήμη, ἀλλὰ εἶναι στάση ζωῆς. Εἶναι κλήση καὶ εἴσοδος καὶ μύηση στὸ μεγάλο μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ποὺ εἶναι κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Τὰ λόγια τῶν Γραφῶν μέσα στὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς κοινωνίας, δηλαδὴ ζωντανῆς ἐπικοινωνίας, γίνονται κατανοητὰ καὶ ὄχι ἀντικειμενοποιημένα αὐτὰ καθεαυτό, ὡς ἀρχὲς θρησκευτικές, δογματικὲς ἢ ὅποιες ἄλλες.

Εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ οἱ ἐντολὲς Του ἀκόμη ποὺ συνάπτουν σχέση ἀνάμεσα σέ μᾶς καὶ τὸ Θεό. «Τὸ ὄνομά Σου ὀνομάζομεν», δὲν εἶναι ταυτολογία. Σημαίνει ψελλίζω τὸ ὄνομά Σου καὶ μὲ αὐτὸ ἤδη ἐπικοινωνῶ μαζί Σου σὰν ἀγαπημένος μὲ τὸ ἄλλο ἀγαπημένο πρόσωπο. Σὰν τὸ παιδὶ μὲ τὴ μητέρα ἢ καὶ τὴ μητέρα μὲ τὸ παιδί. Σημασία ἔχει θὰ ἔλεγα περισσότερο τὸ ὅτι συνομιλοῦν μεταξύ τους καὶ ὄχι τὸ τί λένε. Τὸ γεγονὸς ὅτι συνομιλοῦν σημαίνει μία σχέση, μία κοινωνία. Ἔτσι εἶδαν οἱ Πατέρες τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἔτσι τὴν ἑρμήνευσαν. Ὡς βιβλίο γιὰ τὸν Μεσσία περὶ τοῦ Μεσσία καὶ γιὰ τὴν αἰώνια θέση μας στὸ Μεσσία, ὅπως βιώνεται ἀπὸ ἐδῶ στὴν Εὐχαριστία.


 

Ἡ σημασία τοῦ Ἡσυχασμοῦ


Ὁ Ἰωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός ὡς αὐτοκράτωρ καί ὡς μοναχός 


Συνεκτικός ἱστός ὄχι μόνο τοῦ Βυζαντίου, ὡς πολυεθνικοῦ σχήματος, ἀλλά καί τῶν ἐπιμέρους ἐθνικῶν συνιστωσῶν του ἦταν ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη.

Τό συνάγουμε καί ἀπό τίς ἑξῆς δύο θεμελιώδεις διαπιστώσεις: α) Ὅτι ὁ Ἡσυχασμός ἀποδείχθηκε ἐθνικό σωσίβιο ἀνθεκτικότατο ὄχι μόνο γιά τούς Ἕλληνες ἀλλά καί γιά τούς Σλάβους.(1) β) Ὅτι ἡ «ἑλληνίζουσα» πρόταση ὑπῆρξε τελείως οὐτοπική. (2) Ἄς ὑπενθυμίσουμε, ἐπιπροσθέτως, ὅτι ὁ ἀποκλεισμός μιᾶς τρίτης λύσης -οὔτε παπική Τιάρα οὔτε τουρκικό Σαρίκι- εἶχε τελεσιδικίσει στά πεδία τῶν μαχῶν.

Ἡ μόνη «ἀναγέννηση» πού τελεσφόρησε ἦταν ἡ ἡσυχαστική. Χάρη στό ἡσυχαστικό κίνημα ἡ Ἐκκλησία κατόρθωσε νά ἀποσυνδεθεῖ ἀπό τούς δύο ἄλλους πόλους τῆς βυζαντινῆς «τρόικας» (τό Θρόνο καί τή Σχολή) καί νά ἀποφύγει τήν σύν-κατάρρευση. Ἀναγνωρίζοντας ὡς φορέα τῆς θρησκευτικῆς αὐθεντίας τόν ταπεινό ἀσκητή (καί ὄχι τόν μεγαλόσχημο θρησκευτικό ἀξιωματοῦχο), ὁ Ἡσυχασμός ἐπέτρεψε στήν Ἐκκλησία νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τίς καθεστωτικές δουλεῖες της καί νά ξαναβρεῖ τόν αὐτοθυσιαστικό ἑαυτό της. Ἔδωσε ἔτσι τή δυνατότητα στόν Ἑλληνισμό νά ἀναδιπλωθεῖ στήν προσωποκεντρική αὐθεντικότητα τῆς Πίστης του καί νά ἐνεργοποιήσει, μέσω αὐτῆς, τήν οἰκουμενική του λειτουργικότητα, ἡ ὁποία εἶχε ἀρχίσει νά ἐξαρθρώνεται καί στό πνευματικό ἐπίπεδο. Ἡ ἐπιτυχία τῆς ἡσυχαστικῆς ἀναγέννησης, ἐπιβεβαιώνοντας τή μοναδικότητα τῆς στρατηγικῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀναδεικνύει τήν κατανόηση τῆς ἱστορικῆς σημασίας τοῦ Ἡσυχασμοῦ σέ σημεῖο-κλειδί γιά τήν ὑπέρβαση τῶν ἀγκυλωτικῶν νεωτερικῶν ἀναγνώσεων τῆς ἱστορίας τοῦ νεότερου Ἑλληνισμοῦ.(3)

Σύμφωνα μέ μία ἀξιοσημείωτη κρίση τοῦ Γιώργου Καραμπελιᾶ, ἄλλη θά ἦταν ἡ ἐξέλιξη τῆς σχέσης «Φιλοσοφίας καί Ἡσυχίας», ἄν τό ἱστορικό περιβάλλον δέν εἶχε διαμορφωθεῖ τόσο ἀντίξοο ἀπό πολιτική ἄποψη. Θά ἀποφευγόταν τουλάχιστον ἡ ἀδυναμία εἰρηνικῆς συνύπαρξης Φιλοσοφίας καί Ἡσυχίας. (4) Ἡ ἱστορία τοῦ βασιλιᾶ Ἰωάννη ΣΤ' Καντακουζηνοῦ (1341-1354) (5) προτείνεται, ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, ὡς ἀφετηρία γόνιμου προβληματισμοῦ. Στό πρόσωπο τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ συνέπεσαν καί οἱ τρεῖς πόλοι τῆς κατά τόν Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο (1815-1881) βυζαντινῆς «τριαρχίας»: ὁ ἀκαταπόνητος πολεμιστής βασιλιάς, ὁ ἐπιφανής ἕλλην λόγιος καί ὁ ἡσυχαστής μονάχος (Ἰωάσαφ). Ἡ μορφή τοῦ καβαφικοῦ «Κύρ Γιάννη» εἶναι ἰδιαζόντως τραγική, γιατί ἡ ἑνότητα τῶν τριῶν πόλων πού κατόρθωσε νά ἐνσαρκώσει στό πρόσωπό του εἶχε ἤδη καταστραφεῖ στό ἱστορικό πεδίο. Τονίζω τήν ἀνάγκη μελέτης τῆς τριπολικῆς σχέσης Λόγου, Πίστης καί Πολιτικῆς, ἐπειδή δέν εἶναι ἄσχετη μέ τήν κατοπινή σχιζοείδεια τῆς ταυτότητας τοῦ Ἑλληνισμοῦ.(6)

Ἐπανερχόμενος στό θέμα τῆς «ἀναγέννησης», ὀφείλω νά ἐπισημάνω ὅτι, γιά νά ἔχουμε ἀξιόπιστη εἰκόνα, πρέπει νά δοῦμε καί τί εἴδους «ἀναγέννηση» ἔλαβε χώρα (ἄν ἔλαβε) στούς δύο ἄλλους πόλους τοῦ βυζαντινοῦ συστήματος: τόν βασιλικό θεσμό καί τήν ἑλληνική λογιοσύνη. Ποιές ἦταν ἐκεῖ οἱ «ἀναγεννητικές» ἀπόπειρες, ποιό χαρακτήρα εἶχαν καί γιατί δέν τελεσφόρησαν; Ἄς ὑποθέσουμε, γιά τήν οἰκονομία τῆς συζήτησης, ὅτι, ἄν ὑπῆρχαν «ἀναγεννήσεις», ὁμόλογες τῆς ἡσυχαστικῆς, καί στίς δύο ἄλλες συνιστῶσες τοῦ βυζαντινοῦ σχήματος καί ἐπιτύγχαναν, ἴσως κατόρθωνε τό Βυζάντιο νά ἀποφύγει τήν κατάρρευση.

Στό σημεῖο ὅμως αὐτό πρέπει νά διατυπώσω τήν ἀπορία μου: Γιατί οἱ νεωτερικοί νόες μας, οἱ κατά τά ἄλλα τομώτατοι, ἀρνοῦνται πεισματικά νά ἀναγνωρίσουν τήν «ἀναγέννηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ» ἐκεῖ ὅπου ὄντως ὑπῆρξε καί χάρη στήν ὁποία ὄντως ἐπιβίωσε ὁ Ἑλληνισμός, δηλαδή τήν ἡσυχαστική ἀναγέννηση; Γιατί ἡ μεταξύ τους κρατοῦσα ἄποψη εἶναι, ἀντιθέτως, ὅτι «φταίει ὁ ἡσυχασμός», ποὺ δέν μπόρεσαν οἱ ἄλλες «ἀναγεννήσεις» νά ἐπιτύχουν τήν ἀποτροπή τῆς κατάρρευσης;

Ἀπό τό βιβλίο: Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, Ὁ σύγχρονος μηδενισμός, Ἐκδόσεις Ἁρμός




-----------------------------------

1. Γιά τόν μή ἐνημερωμένο ἀναγνώστη σημειώνω ὅτι ἡ λεγόμενη «ἡσυχαστική ἔριδα» ξεκίνησε ἀπό τήν ἐπίθεση τοῦ «ἑλληνίζοντος» μονάχου Βαρλαάμ ἀπό τήν Καλαβρία ἐναντίον τῆς ἀσκητικῆς πνευματικότητας τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί διαίρεσε τό Βυζάντιο σέ δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα. Τήν ὑπεράσπιση τῶν «ἱερῶς ἡσυχαζόντων» ἀνέλαβε ὁ μοναχός Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ κατοπινός ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης καί Ἅγιος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ διαμάχη συμπεριέλαβε ὅλα τά μεγάλα πνευματικά ζητήματα, μέ ἄξονα τή θεολογία τῶν Ἀκτίστων Ἐνεργειῶν, βάσει τῆς ὁποίας κατοχυρώνεται στό πεδίο τῆς Πίστης ἡ μετοχή τοῦ προσώπου στήν ἀπόλυτη ἐλευθερία. Μέ τή θεολογία τῶν Ἐνεργειῶν ὁ Ἡσυχασμός ἐπαναβεβαίωσε τήν πίστη στήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὄρθωσε ἔτσι ἀποτελεσματικό φράγμα στήν ἀνελεύθερη δυτική καί ἀνατολική πνευματικότητα, σώζοντας τήν ἑλληνικότητα στό πεδίο ὁρισμοῦ της: τό πνευματικό-ψυχικό.

2. Ἡ «ἑλληνίζουσα» πρόταση προσέλαβε καί τυπικά ἐθνοκρατικά χαρακτηριστικά ἀπευθυνόμενη στό βασιλιά Μανουήλ Β' Παλαιολόγο (1391-1425) ἀπό τόν Πλήθωνα-Γεμιστό (1355-1452), τό μέντορα τῆς «ἀναγέννησης» τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων στήν Ἰταλία. Ὡς πλατφόρμα ἐθνοκρατικῆς «ἀναγέννησης» τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἡ πρότασή του κρίνεται ἐντελῶς ἐξωπραγματική.

3. Μία μνημοτεχνική κωδικοποίηση τοῦ «ἡσυχαστικοῦ» διχασμοῦ εἶναι ἡ ἑξῆς: Παλαμικοί/Ἀντιπαλαμικοί. Καντακουζηνικοί/Παλαιολογικοί. Ἀντιουμανιστές/Οὑμανιστές. Συντηρητικοί/Κοινωνικοί μεταρρυθμιστές. Ἀντιλατίνοι/Λατινόφρονες. (Hans George Beck, Ἡ Βυζαντινή χιλιετία, σ. 338, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, ἔκδ. ΜΙΕΤ, Ἀθήνα 1990.)

4. Ὁ Γιῶργος Καραμπελιᾶς εἶναι ἀπό τούς ἐλάχιστους νεωτερικούς στοχαστές μας πού ἀντιλαμβάνεται τόν κρίσιμο ρόλο τοῦ Ἡσυχασμοῦ γιά τήν ἐπιβίωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἐπιπλέον, διαπραγματεύεται τή σχέση «Φιλοσοφίας καί Ἡσυχίας» μέ τέτοια ἐπάρκεια, πού ἐκπλήσσει ἀκόμα καί τόν ἐναυρυνόμενο ὡς «εἰδικό» στό θέμα Μητροπολίτη Ναυπάκτου (βλ. βιβλιοκριτική του στό: http ://www.alopsis.gr).

5. Γιά τή ζωή καί τό ἔργο τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ, βλ. Donald Μ. Nicol, Ἰωάννης Καντακουζηνός, Ὁ ἀπρόθυμος αὐτοκράτορας, μτφρ. Κατερίνα Χαλμάκου, ἔκδ. Γκοβόστης, Ἀθήνα 2008.

6. Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς χαρακτήρισε τό 1354, χρονιά πού ὁ Δημήτριος Κυδώνης μετέφρασε τή Θεολογική Σοῦμα τοῦ Ἀκινάτη, ὡς ἱστορικό ὁρόσημο μεγαλύτερης πολιτισμικῆς σημασίας ἀπό τό 1453, ἔτος τῆς Ἁλώσεως τῆς Πόλης ἀπό τούς Τούρκους. (Ὀρθοδοξία καί Δύση στή νεώτερη Ἑλλάδα, σ. 9, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1992.) Ἡ μετάφραση ὅμως ἦταν ἔργο τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἡ ἀπόφαση γιά τή γνωριμία τῶν Ἑλλήνων μέ τό διανοητικό τέρας τῆς καθολικῆς Δύσης ἦταν τοῦ βασιλιᾶ Ἰωάννη ΣΤ' Καντακουζηνοῦ, συνειδητοῦ ἡσυχαστῆ καί φίλου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Δέν ἦταν ἀπόφαση τῶν «λατινοφρόνων». Βέβαια, ὁ Κυδώνης, «χαμένος στή μετάφραση», ἔγινε καθολικός. Ἡ ἐξέλιξη τοῦ Κυδώνη ἔχει τή σημασία της, ἀλλά δέν ἀγγίζει τήν οὐσία τοῦ ζητήματος. Ποιό ἦταν ἄραγε τό σκεπτικό τῆς πολιτικῆς ἀπόφασης; (Γιά τό σχῆμα τῆς σχιζοείδειας στή δομή τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς ταυτότητας, τίς καταβολές τῆς ὁποίας καλούμαστε νά ἀναζητήσουμε στήν ἐποχή αὐτή, βλ. Πέρα ἀπό τό Ἄτομο, σσ. 361-365.)
πηγή

ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

1Ανέβηκε κάποτε στο Σινά ένας μοναχός από μακρινή σκήτη και φιλοξενήθηκε στο ησυχαστήριο του Αββά Σιλουανού.Βλέποντας τους υποτακτικούς του να εργάζονται εντατικά, είπε στον Γέροντα κάπως υπεροπτικά: – Μη εργάζεσθε την απολλυμένην βρώσιν. «Μαρία γαρ την αγαθήν μερίδα εξελέξατο». – Ο Αββάς Σιλουανός δεν του έδωσε απόκριση. Πρόσταξε τον μαθητή του Ζαχαρία να οδηγήσει τον ξένο σ’ ένα αδειανό κελί και να του δώσει ένα βιβλίο να διαβάσει.

Διάβασε αρκετά, κλεισμένος στο κελί ο μοναχός, ώσπου κουράστηκε. Άρχισε να βαριέται και να πεινά. Όταν έφτασε η ενάτη, έβλεπε με λαχτάρα την πόρτα, μήπως φανεί κανένας να τον προσκαλέσει για φαγητό.Μα, σαν είδε πως δεν ερχόταν, αποφάσισε να πάει μόνος να εξετάσει. Βρήκε τον Γέροντα στον κήπο να ποτίζει. 

- Δεν έφαγαν σήμερα οι αδελφοί, Αββά; τον ρώτησε, αφήνοντας κατά μέρος την ντροπή, αφού τον βασάνιζε η πείνα. – Βεβαίως έφαγαν, αποκρίθηκε ο Γέροντας. – Και πως έγινε να λησμονήσετε να φωνάξετε κι εμένα;– Μα εσύ, τέκνον μου, είπε με απλότητα ο Αββάς Σιλουανός, είσαι άνθρωπος πνευματικός και δεν έχεις ανάγκη από υλική τροφή. Εμείς που έχουμε σάρκα, χρειαζόμαστε τροφή και γι’ αυτό το λόγο, αναγκαζόμαστε ν’ ασχολούμεθα και με υλική εργασία. Εσύ που έχεις διαλέξει την «αγαθή μερίδα», διάβαζες όλη μέρα και, χωρίς άλλο, είσαι τώρα χορτασμένος.
Ο μοναχός κατάλαβε το σφάλμα του και ζήτησε συγχώρηση από το Γέροντα.

- Μάθε τέκνον μου, του είπε ο σοφός Αββάς, πως κι η Μαρία είχε ανάγκη από τη Μάρθα και δια μέσου εκείνης εγκωμιάστηκε αυτή.

Από το Γεροντικό
πηγή

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: ΣΕ ΜΙΑ ΜΗΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΙΣ «ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ»

1Μου αναγγέλλετε με αλόγιστη χαρά ότι η κόρη σας εκλέχθηκε «βασίλισσα ομορφιάς». Λες και περιμένετε κι εγώ να σας συγχαρώ . Για εμένα είναι ντροπή να γράφω για αυτό, και αντί για συγχαρητήρια σας δηλώνω βαθιά συλλυπητήρια. 

Δεν ξέρω γιατί λέτε ακόμα στο γράμμα: «Την κόρη μου ως μορφωμένη κοπέλα αυτό την κολακεύει πολύ». Διότι τι να λεχθεί περί μορφωμένων και αμόρφωτων στις μέρες μας; Μεταξύ πολυάριθμων σύγχρονων κρίσεων η κρίση της μόρφωσης είναι μία από τις κυριότερες.  

Ποιός ξέρει, εάν μπορεί να ονομαστεί μορφωμένη μία κυρία της πόλης μπροστά στη ντροπαλή βοσκοπούλα του βουνού! Σ’ αυτό ποτέ δεν θα υπάρχει συμφωνία μέχρι να επιστρέψουμε στη λαϊκή έννοια της μόρφωσης , και να ομολογήσουμε, σε αρμονία με τη λαϊκή πεποίθηση , ότι μορφωμένος είναι εκείνος ο οποίος έχει καθαρή παρειά. Και όποιος δεν έχει καθαρή παρειά, δεν είναι μορφωμένος, όπου και να ζει, όποια θέση και να κατέχει και όση γνώση και να έχει στο κεφάλι του.

Στα δικά μας χωριά στη Σουμάδα τα περί ομορφιάς ψιθυρίζονταν ενώ τα περί χαρακτήρα λέγονταν δυνατά. Τούτο βασιζόταν στη βαθιά λαϊκή γνώση, ότι η ομορφιά είναι κάτι εφήμερο και ανεξάρτητο από τον άνθρωπο, ενώ ο χαρακτήρας μόνιμος και εξαρτημένος από τον άνθρωπο. Ξέρετε το λαϊκό ποίημα περί της κόρης Μίλιτσα; Πόσο ωραία απάντησε σε κάποιους κόλακες:
Δεν είμαι νεράιδα για να πετώ στα σύννεφα
Αλλά κόρη για να κοιτώ μπροστά μου!

Η εκλογή των «βασιλισσών ομορφιάς» είναι έθιμο μόδας των αρχαίων Λατίνων λαών. Στην πραγματικότητα αυτό είναι μόνο μία επιδέξια καλυμμένη αγοραπωλησία λευκής σαρκός. Έχετε παρακολουθήσει τη μοίρα πολλών «βασιλισσών ομορφιάς» στην Ευρώπη; Πόσο φρικτό! Ελεύθεροι γάμοι, εξώγαμα παιδιά –κακόμοιρα παιδιά!- θορυβώδεις δίκες γάμων, αυτοκτονίες. Να η στήλη στην οποία συνήθως γράφονται οι «βασίλισσες ομορφιάς»! Όσο για την κόρη σας… καλύτερα να της είχατε δώσει να διαβάσει τη σημείωση περί του ηρωικού θανάτου του πατέρα της στο βουνό Τσερ παρά που τη βγάλατε στην παρδαλή και επικίνδυνη πασαρέλα. Ποιός μπορεί να σας εγγυηθεί, ότι η μεγάλη σας χαρά δεν θα μετατραπεί σύντομα σε ανείπωτη λύπη και σε ντροπή, ντροπή που θα κλειδώνεστε στο δωμάτιο και θα κρύβετε το πρόσωπο με τα χέρια σας από το φλογερό ήλιο; Θα ξέρετε ότι η γειτονιά μοχθηρά χλευάζει , και τούτο ακόμα περισσότερο θα σας σπαράζει την καρδιά.

Απ’ όλους τους πειρασμούς που ο άνθρωπος έχει να νικήσει επάνω στον εαυτό του, η ομορφιά είναι οπωσδήποτε ο πιο ακαταμάχητος πειρασμός. Σ’ αυτήν άντεξαν η αγία Αικατερίνη και η Βαρβάρα και η Αναστασία και η Παρασκευή και πολλές άλλες, οι οποίες γνώρισαν μέσα τους μία ανώτερη ομορφιά από εκείνη την εξωτερική. Αλλά θα μπορέσει να αντέξει η κόρη σας, η οποία δεν έχει κάποιες δυνατές πνευματικές εμπειρίες και η οποία εκτός απ’ αυτό βγήκε εκούσια στην πασαρέλα της ομορφιάς; Να δώσει ο δυνατός Θεός! Όμως η ομορφιά όπως και ο πλούτος – ακόμα περισσότερο από τον πλούτο- οδηγεί στην υπερηφάνεια και η υπερηφάνεια είναι γλίστρημα από το οποίο είναι αναπόφευκτο το πέσιμο στην κολασμένη άβυσσο.

Οι Αμερικάνοι έμποροι ταινιών ισχυρίστηκαν εντελώς αυθαίρετα , από το κεφάλι τους- και για εμπορικούς λόγους- ότι ο προδότης Ιούδας ήταν ο πιο όμορφος από τους δώδεκα αποστόλους. Τούτο βέβαια δεν μπορεί να αποδειχτεί με τίποτα στον κόσμο εκτός ίσως μόνον με το τέλος του Ιούδα. Όπως έχετε οπωσδήποτε ακούσει και διαβάσει, το τέλος του ήταν παρόμοιο με το τέλος κάποιων μοντέρνων «βασιλισσών» και «βασιλιάδων» της ομορφιάς. Τούτος ο «όμορφος» Ιούδας εφόσον πρόδωσε τον Υιό του Θεού κατέβηκε στο ποτάμι και κρεμάστηκε.

Όποιος πάει μακρινό περίπατο με τον διάβολο δύσκολα επιστρέφει στον ορθό δρόμο. Τί να σας συμβουλέψω; Παντρέψτε την κόρη σας όσο πιο γρήγορα γίνεται και ας πάρει σύζυγο με ένα ταπεινό επάγγελμα. Κάποιον φούρναρη ή ελεγκτή εισιτηρίων. Βέβαια, εάν αυτοί οι τίμιοι άνθρωποι αποφασίσουν να δεχτούν επάνω τους τέτοια ευθύνη. Έτσι μπορείτε να ελπίζετε, ότι θα ζήσετε χαρές με τα νόμιμα εγγόνια σας και θα ευχαριστείτε τον Θεό. Κατά την παντοδυναμία Του ο Δημιουργός μπορεί να συγκρατήσει τον άνθρωπο να μην πέσει στο γλιστερό δρόμο, προς τον οποίο κατά την αδυναμία του είχε κατευθυνθεί. Ας είναι Εκείνος βοήθεια σε σας και σ’ εκείνους που εσείς αγαπάτε περισσότερο στον κόσμο- τα παιδιά σας!

«ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται…
ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Α΄»
Εκδόσεις «εν πλώ»
σελ. 263-265

πηγή

Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει



« γάπη οδέποτε κπίπτει» ( Α’ Κορ. ιγ΄ )


Δέν χει τέλεια γάπη

κενος πού λλάζει διάθεση πρός τούς νθρώπους

 νάλογα μέ τόν χαρακτρα τους,

 τόν ναν π.χ. τόν γαπ καί τόν λλον τόν μισε,

  τόν διον νθρωπο λλοτε τόν γαπ

καί λλοτε τόν μισε γιά τίς διες ατίες.
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcSlhbX9wo95dMJ7Gbe7lKHGlZ4dpOCBur82ZwC72rij6xL1x3h-
( Α’ Ιωάν. δ’, 8 )


Μακάριος  νθρωπος

πού μπορε νά γαπήσει κάθε νθρωπο στόν διο βαθμό.
γιος Μάξιμος  μολογητής
( Κεφάλαια περί γάπης )
 

Πού να βρω την ψυχή μου;

Γιώργος Καστρινάκης
Το ερώτημα αν η Ελλάδα ανήκει στη Δύση επιδέχεται, προφανώς, είτε αρνητική είτε θετική απάντηση.
Το ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι ότι τόσο η μία όσο και η άλλη διχάζεται, αμέσως μετά, σε δυό διαζευκτικές μεταξύ τους παραλλαγές. Ώστε, εν τέλει, να προκύπτουν τέσσερις διαφορετικές εκδοχές της σχετικής απόφανσης:
α) Όχι – δεν ανήκουμε – διότι ανήκουμε στην Ανατολή.
β) Όχι, διότι δεν ανήκουμε ούτε στην Ανατολή ούτε στη Δύση.
γ) Ναι – ανήκουμε – επειδή είμαστε κι εμείς Δύση.
δ) Ναι, επειδή είμαστε η Ανατολή (το ένα από τα δυό ενδεχόμενα) της Δύσης.
Από το σημείο αυτό γίνεται φανερό ότι, για να καταλήξουμε σε συμπεράσματα, χρειάζεται πρώτα να έχουμε αποσαφηνίσει τι είναι η Ελλάδα, τι εισφέρει η Ανατολή, όπως και τι προσκομίζει η Δύση. Δηλαδή, ποιος είναι ο  κ α θ ο ρ ι σ τ ι κ ό ς  εκείνος χαρακτήρας, με βάση τον οποίο διακρίνονται οι ταυτότητες.
Είναι προφανές ότι άλλη απάντηση θα δώσουμε, εδώ, αν δεχτούμε πως οριστικό στοιχείο είναι η θρησκεία, απ’ ό,τι αν δεχτούμε πως είναι η οικονομίαή αν δεχτούμε πως είναι ο πολιτισμός. Ίσως μάλιστα, ακόμα κι αν προκρίνουμε το τελευταίο, σε άλλη πάντως απόκριση θα καταλήξουμε αν πούμε ότι πολιτισμός είναι η κληρονομιά μας, και σε άλλη αν ως πολιτισμό ορίσουμε τον τρόπο ζωής.

Το ζήτημα, ασφαλώς, δεν αναδύεται διόλου απλό. Ακόμα περισσότερο, αν λάβουμε υπ’ όψιν το ενδεχόμενο άλλο να θέλουμε και άλλο (προς ώρας) ναείμαστε.
Το σίγουρο, πάντως είναι ότι αν τυχόν συμφωνήσουμε – που νομίζω πως συμφωνούμε – ότι καθοριστικός παράγοντας είναι ο τρόπος ζωής και ζωτική συνιστώσα το τι πράγματι είμαστε (περισσότερο από το τι θα θέλαμε νάμασταν) τότε αναπόφευκτα διαπιστώνουμε ότι – ναι – είμαστε Δύση: Κυρίως διότι σ’ αυτό έχει προσχωρήσει, σύσσωμη, η νέα γενιά της πατρίδας μας. Αφήνοντας, για παράδειγμα, το «life-style» – καταμεσής και της κρίσης! – να ορίζει εισέτι, απ’ άκρου σ’ άκρο, το δημόσιο πεδίο.
Το ερώτημα που απομένει, προδήλως, είναι: Ακόμα κι αν είμαστε, αυτό είναι που θέλουμε; Μ’ άλλα λόγια: Έστω, είμαστε Δύση. Μήπως θα θέλαμε, ωστόσο, να ήμασταν κάτι άλλο απ’ αυτήν;
Θεωρητικό το ερώτημα; Κι όμως: Όχι ακριβώς!

Στο σημείο αυτό, όμως, πρέπει πρώτα να σκιαγραφήσουμε – ακροθιγώς, εδώ – τι περίπου εννοούμε ως (παρούσα) Δύση, τι πάνω κάτω ως (ενεστώσα) Ανατολή. Επιζητώντας, μάλιστα, να απεγκλωβιστούμε από τις δημοσιογραφικές σχηματοποιήσεις τους.
Στον πυρήνα, λοιπόν:
Έχει μάλλον ζωτική σημασία να προσέξουμε ότι αυτό που είναι σήμερα η Δύση δεν έχει καμμιά ομοιότητα με εκείνο που ήταν – καν – εχθές: Έως προσφάτως, αποτελούσε μια αιρετικώς φιλο-χριστιανική τοπιογραφία. Σήμερα απαρτίζει μια συνειδητώς μετα-χριστιανική επικράτεια.
Δεν σημαίνει βεβαίως ότι δεν υπάρχουν φιλοχριστιανικές φωνές, εντός της. Δεν είναι διόλου, όμως, εκείνες που δίνουν το “χρώμα” της: Η “τιτανομαχία” για την “καθημερινότητα” δείχνει να έχει οριστικά καρδηθεί από τις δυνάμεις της αποσυγκρότησης. Εξ ού, άλλωστε, και η αφετηρία (στις μέρες μας) του οικονομικού καταποντισμού της – τον οποίο ελπίζει ότι θα αποτρέψει, μονάχη, η στρατιωτική της ισχύς.
Με τη λακωνικότερη δυνατή διατύπωση: Η Δύση ηττάται στο πεδίο της οικονομίας, για τον απλό λόγο ότι έπλασε έναν άνθρωπο του οποίου η καταναλωτική βουλημία θα υπερβαίνει, ανά πάσα (πλέον) συνθήκη, την παραγωγική του επίδοση. Ένα άνθρωπο που αδυνατεί να ορίσει τον εαυτό του!

Στην αντίπερα όχθη; Εκεί, κυρίως, το άγνωστο. Τι είναι η Ανατολή, στις μέρες μας, το ξέρουμε μέσω μόνο της υπερπαραγωγής των… δημοσιογραφικών συσκευασιών. (Έναν τομέα που ανθοφορεί πάντως, α ν ε ξ α ρ τ ή τ ω ς  σ υ γ κ υ ρ ι ώ ν, στο νεωτερικό δυτικό ημισφαίριο.) Δηλαδή, το αγνοούμε. Βλέπουμε βέβαια την επιστημονική / τεχνική υστέρηση, στις εγγύτερες προς εμάς περιοχές της. Διακρίνουμε όμως (αν θέλουμε) και την εξόφθαλμη ηπιότητα, πραότητα, ηρεμία, της συντριπτικής πλειονότητας των ανθρώπων της που φτάνουν ώς εδώ εξ αιτίας της βιοτικής τους ανέχειας. Ενώ δεν μαθαίνουμε απολύτως τίποτα (αξιόπιστο) όσον αφορά την εσωτερική ζωή του Ιράν: τη χώρα της “αντι-γαλλικής” επανάστασης – δηλαδή το επίκεντρο ενός αποφασιστικά διαζευκτικού απ’ το δικό μας (πλην όμως με προφανή λαϊκή στήριξη) πολιτιστικού εγχειρήματος.
Και, φυσικά, γνωρίζουμε για τους γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης των αναδυόμενων οικονομιών της Άπω Ανατολής. Το πάνυ κρίσιμο ερώτημα, εν προκειμένω, είναι αν αυτή η ανάπτυξη ισοδυναμεί και με ολικό εκδυτικισμό της κουλτούρας τους: Αν τυχόν συμβαίνει έτσι, τότε η ύστερη έκβαση – από τη δική μας οπτική γωνία παρατηρώντας – προβαίνει ήδη ευδιάκριτη…

Έχει σημασία, τώρα, να επιστρέψουμε στο σημείο όπου εξετάζαμε το δικό μας παρόν: Είμαστε – πλέον – Δύση! (Δηλαδή, αυτό μόνο είναι – “αύτανδρη” – η νέα γενιά μας.) Το θέλουμε κιόλας;
Ότι το ερώτημα τούτο δεν είναι, απλώς, θεωρητικό το καταλαβαίνουμε όταν παρατηρήσουμε το διαρκώς… ανανεούμενο φαινόμενο του χάσματος τωνγενεών – μεταξύ μας!
Ένα φαινόμενο, δηλαδή, που επιμαρτυρεί ότι η Διάπλαση τού Είναι μας από τον Κυρίαρχο (δυτικό, μεταχριστιανικό) Λόγο εμπεριέχει ημερομηνία λήξεως: Όταν ο άνθρωπος ωριμάσει αρκετά ώστε να αποκτήσει τα  π ρ ο σ ω π ι κ ά  του κριτήρια, αυθορμήτως –  μάλιστα, με ραγδαίο ρυθμό – οι προσανατολισμοί… αναδιατάσσονται.

Αυτό που θέλουμε νάμαστε, γίνεται  ό λ ω ς  διάφορο από εκείνο που οι “δεινοί” των “ορισμών” μάς είχαν πείσει πως θέλαμε…
Σε μια τέτοια στιγμή, οι γεω-πολιτιστικοί προσδιορισμοί ανασημασιοδοτούνται εξ υπαρχής έως εσχάτων.
Κι ό,τι ζητάμε να νοιώθουμε ανακαλύπτουμε πως είναι εκείνο που δεν γινόταν, ποτέ, να έχουμε οριστικά εξορίσει από το στερέωμα της νοσταλγίας μας: «Δεν γινόταν», εξ αιτίας του πλήθους των αναγκών της ψυχής μας προς τις οποίες, αυτό, εξακολουθεί να αποκρίνεται.
Είναι τότε που η εκθαμβωτική δημιουργικότητα της γενιάς του ’30 στην ποίηση και τη ζωγραφική, ή οι μεγαλειώδεις επιδόσεις της γενιάς του ’60 στη μουσική αλλά και στη θεολογία (τη μήτρα, αυτή, οιουδήποτε λόγου) επισημαίνουν για μας τον τόσο συνταρακτικά αναγνωρίσιμο – ως βαθύτατα οικείο – εκείνο δρόμο που θα μας επιτρέψει να αντλήσουμε όσο και να συνθέσουμε από όλες, ανεξαίρετα, τις προελεύσεις της οικούμενης σφαίρας μας.
Μεταστοιχειώνοντάς το σε κάτι που – παθητικώς προσδοκούντες – δεν το βρίσκουμε (ιδού, σήμερα) ετοιμοπαράδοτο πουθενά.


Πηγή: Αντίφωνο, δημοσιεύθηκε στο τεύχος 240 (Σεπτέμβριος 2012) της “Πειραϊκής Εκκλησίας”, στα πλαίσια του αφιερώματος: «Ανήκομεν εις την Δύσιν;»

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...