Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 03, 2014

Θεολογική ανάλυση στον πεντηκοστό (ν') ψαλμό του Δαυίδ

Ο Δαβίδ στεφόμενος. Μικρογραφία από το βυζ.Ψαλτήρι 
της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Παρισίων (αρχές 10ου αιώνος)

50 ος Ψαλμός: Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα Έλεός σου

Του Νικολάου Μπρατσιώτη, καθηγητή της Βιβλικής Ιστορίας 
και Βιβλικής Θεολογίας στην Θεολογική Σχολή Αθηνών.

ΨΑΛΜΟΣ 50ος: «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου· ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. 5 ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός. 6 σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε. 7 ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. 8 ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι. 9 ραντιεῖς με ὑσσώπῳ, καὶ καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι. 10 ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. 11 ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. 12 καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. 13 μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καὶ τὸ πνεῦμά σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ. 14ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με.15 διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι. 16 ρῦσαί με ἐξ αἱμάτων, ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου· ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνην σου. 17 Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου. 18 ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν· ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις.19 θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει. 20 ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη ῾Ιερουσαλήμ· 21 τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα· τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.»

Ο 50ός ψαλμός είναι ο πλέον συνήθης ψαλμός που χρησιμοποιείται στην Εκκλησία μας, σε όλες τις περιπτώσεις, ιδιαιτέρως κατά τις ημέρες της Μ.Σαρακοστής.

Αυτός ο ψαλμός σύμφωνα με την αρχαία παράδοση που υπάρχει γραμμένη στο ψαλτήριο, αποδίδεται στον προφητάνακτα Δαυίδ. Αυτόν τον σπουδαίο βασιλιά. Κατά σειράν είναι ο δεύτερος βασιλιάς του Ισραήλ, μετά τον Σαούλ. Επελέγη από τον Θεό. Ήταν βοσκός αιγοπροβάτων όταν ο Θεός τον εκάλεσε δια του προφήτου Σαμουήλ, για να τον αναδείξει βασιλιά του Ισραήλ. Ο Δαυίδ είχε το μεγάλο τάλαντο της ποιήσεως και έπαιζε και όργανο, το ψαλτήριο.

Το ψαλτήριο είναι όργανο και επειδή τα θρησκευτικά συνοδεύοντο από το όργανο που ελέγετο ψαλτήριο, λέμε ψαλτήριο, ψαλμοί κ.λπ.

Ο ψαλμός αυτός σύμφωνα με την παράδοση, γράφεται μετά από την μεγάλη αμαρτία την οποία διέπραξε ο Δαυίδ, ο οποίος έπεσε στο φοβερό αμάρτημα της μοιχείας. Κατόπιν τον επισκέπτεται ο προφήτης Νάθαν απεσταλμένος από τον Θεό και του λέει μία παραβολή: – Εδώ στην περιοχή μας ήταν ένας πλούσιος που είχε πολλά πρόβατα και ένας άλλος φτωχός είχε μία μικρή προβατίνα. Ο πλούσιος σκοτώνει τον φτωχό και του παίρνει το πρόβατο. Εξοργίζεται ο Δαυίδ και ρωτάει ποιος είναι αυτός και που είναι. Ο Νάθαν του λέει, Βασιλιά μου αυτός δεν είναι μακριά, εδώ είναι, εσύ είσαι.

Η στιγμή είναι συγκλονιστική. Ο Δαυίδ συναισθάνεται βαθύτατα το μέγεθος της αμαρτίας του, την μεγάλη πτώση του. Γεννιόνται ερωτηματικά, πως ο Θεός άφησε αυτόν τον εκλεκτό να πέσει.

Ο Θεός δεν υπογράφει συμβόλαιο με τον καθένα μας, εμείς να πηγαίνουμε αντίθετα από το θέλημά Του και αυτός να μας κρατάει από το χαλινάρι.

Όπως λέει η σοφία της Π. Διαθήκης, άφησε τον άνθρωπο ο Θεός να έχει ο ίδιος την πρωτοβουλία να επιλέγει εκάστοτε τον δρόμο του. Τον νόμο του Θεού τον ξέρει, και ελάχιστοι είναι εκείνοι που μπορούν με κάποια σοβαρότητα να ισχυρισθούν ότι δεν ξέρουν το θέλημα του Θεού σήμερα. Το θέμα είναι πόσοι τον εφαρμόζουμε και αν πάντοτε τον εφαρμόζουμε.

Ο ψαλμός αυτός είναι γραμμένος μέσα από την συντριβή την οποία αισθάνεται ο Δαυίδ. Σ’ αυτό το έξοχο ποίημα δεν έχει εικόνες που φαντάζουν. Οι τόνοι είναι πολύ χαμηλοί, τίποτα δεν είναι περιττό και μας κάνει εντύπωση ότι επανέρχεται στο θέμα της αμαρτίας του, της ικεσίας προς το θείο έλεος να τύχει συγγνώμης, και την σειρά των αιτημάτων τα οποία διατυπώνει, για να μπορέσει να επανέλθει στην προτέρα ευδαίμονα κατάσταση «Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου» θα πει σε κάποια στιγμή.

Αυτός ο ψαλμός προχωρεί σε βάθος, δεν είναι επιφάνεια. Δεν είναι το «Κύριε, ελέησον» που λέμε πολλές φορές μηχανικά. Δεν κρίνω το Κύριε ελέησον που λέει η Εκκλησία. Κρίνω εμάς που πολλές φορές το λέμε μηχανικά. Το «Κύριε ελέησον» είναι κάτι το συγκλονιστικό, ζητάμε το έλεος του Θεού.

Στην ορθόδοξη Εκκλησία μας που έχει τόση πνευματικότητα, υπάρχει η λεγομένη«ευχή» που την ξέρουμε όλοι «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Είναι η σύντομη ευχή που λένε οι μοναχοί, που λέμε και εμείς και που είναι όντως αυτή η επίκληση θαυματουργική, σώζει. Έχω δει ανθρώπους να σώζονται από τα χέρια του διαβόλου τον οποίο βλέπουν χωρίς να το έχουν συνειδητοποιήσει, να σώζονται μ’ αυτήν την ευχή. Σ’ αυτήν την ευχή υπάρχει το «Ελέησόν με».

Τόσο συνυφαίνεται με την πνευματική ζωή της Εκκλησίας μας ο περίφημος αυτός ψαλμός της μετανοίας «Ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου». «Επί πλείον πλύνον με……ο Θεός ουκ εξουδενώσει».

Ακολουθεί ένα δίστιχο που είναι προσθήκη μεταγενέστερη και αν είμαστε λίγο προσεκτικοί στο κείμενο θα δούμε ότι δεν ταιριάζει στην μελωδικότητα του ψαλμού όπως τελειώνει «Αγάθυνον Κύριε, εν τη ευδοκία σου την Σιών, και οικοδομηθήτω τα τείχη Ιερουσαλήμ. Τότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, αναφοράν και ολοκαυτώματα» ενώ προηγουμένως έλεγε «ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις». «Τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν σου μόσχους».

Είναι μία προσδοκία της επανόδου στην Γη της Επαγγελίας, μεταγενεστέρα προσθήκη σ’ αυτόν τον υπέροχο ψαλμό. Ο ψαλμός ξεκινάει με το «Ελέησόν με».

Τι σημαίνει η λέξη ελέησον, ο όρος είναι οικείος σε μας από την λέξη ελεημοσύνη. Ελεημοσύνη είναι ότι κάποιος έχει και στρέφεται σε κάποιον που στερείται και του παρέχει από εκείνα που έχει, κινούμενος από έλεος. Έλεος είναι μία φορά από μέσα προς τα έξω προς τον απέναντί μας. Ο Θεός είναι ο ελεήμων.

Στον 102ο ψαλμό λέει «Οικτίρμων και ελεήμων ο Κύριος μακρόθυμος και πολυέλεος, ουκ εις τέλος οργισθήσεται, ουδέ εις τον αιώνα μηνιεί». Αυτή είναι η σταθερά ιδεολογία της Π. Διαθήκης, η οποία είναι τόσο παρεξηγημένη, γιατί μερικοί έχουν κολλήσει σε μερικά πράγματα δεν μπορούν να τα ερμηνεύσουν και να καταλάβουν και τα απορρίπτουν με πολλή άνεση.

«Ελέησόν με, ο Θεός» εκείνος ο οποίος μπορεί να προσφέρει στον Δαυίδ, σε μένα, σε σας, την άφεση για τις αμαρτίες μας, είναι ο Θεός με το μέγα έλεός του.

Το μέγα έλεος αναφέρεται εδώ για το μέγεθος της αμαρτίας. Δεν είναι ένα απλό έλεος αυτό που οι άνθρωποι κάνουν στον συνάνθρωπο εξ υποχρεώσεως, αλλά είναι ο αναμάρτητος Θεός, ο Πλάστης, ο Κύριός μας.

Εκείνος προς τον οποίο στρέφεται ο αμαρτήσας, στρεφόμαστε εμείς γιατί ποιος είναι αναμάρτητος.

Κάνουμε επίκληση στο μέγα έλεός Του και Του ζητάμε να μας ελεήσει. Την ώρα που λέει αυτά συνειδητοποιεί το μέγεθος του θανασίμου αμαρτήματος.

Θυμάται το «ου μοιχεύσεις» τον τρόπο της μοιχείας, θυμάται την ελαφρότητα με την οποία αντιμετώπισε την περίπτωση. Και συνειδητοποιεί ότι ο Θεός του έδωσε την ευκαιρία να συνέλθει.

Και επικαλείται «το πλήθος των οικτιρμών του» για να «εξαλείψει το ανόμημά του». Έτσι μπαίνει στο νόημα της μετανοίας. Σύμφωνα με την Εκκλησία το νόημα της μετανοίας, με το αντίστοιχο μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως, είναι ο άνθρωπος να μισήσει την αμαρτία την οποία διέπραξε.

Να αναλάβει πλήρως την ευθύνη «Σοι μόνω ήμαρτον» έχω συνείδηση «ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω». Το παράπτωμα του Αδάμ είναι ότι παραπέμπει στον άλλο «η Εύα με ηπάτησεν». Και όταν ερωτάται η Εύα, ο όφις.

Εδώ είναι η συνείδηση της αμαρτωλότητας και του ζητάει να εξαλείψει το ανόμημά του, να το σβήσει.

Η πεμπτουσία της μετανοίας είναι να επανέλθει ο άνθρωπος στην προτέρα κατάσταση, στην προ της αμαρτίας κατάσταση. Και αυτό είναι κάτι που είναι χάρις του Θεού. Αλλά για να έλθει η χάρις πρέπει και ο άνθρωπος να κάνει ένα μικρό βήμα.

Ο ψαλμός βοηθά σ’ αυτό το μικρό βήμα, να κινηθεί ο άνθρωπος προς τον Θεό και να ζητήσει το θείο έλεος. Και του ζητάει αυτό που επιτυγχάνεται με την μετάνοια, του ανομήματος του οποιουδήποτε ανομήματος.

Πόσο ειλικρινής, πόσο βαθιά είναι η μετάνοια, τόση μεγάλη είναι η χάρις του Θεού. Διότι ο Θεός επιβλέπει επί την ταπείνωσιν των ανθρώπων και εξαλείφει, δηλαδή δεν αφήνει ίχνος, δεν αφήνει ουλή από το τραύμα.

Και περισσότερο «πλύνον με από της ανομίας μου και από της αμαρτίας μου καθάρισόν με». Και την ανομία μου την γνωρίζω, «και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί δια παντός». Όσο διαλογίζομαι, όσο σκέπτομαι την αμαρτία μου, τόσο δεν φεύγει από τον νου μου, συνειδητοποιώ το μέγεθος της αμαρτίας, αλλά ευτυχώς δεν μένω εκεί μόνο, κάνω το βήμα προς Εκείνον που είναι η πηγή του ελέους.

Εάν μείνω στην συνείδηση της αμαρτίας, δύο πράγματα μπορεί να συμβούν. 

Να με κατακυριεύσει ο διάβολος ο οποίος περιμένει ν΄ απελπιστώ, πράγμα που δεν παθαίνει ο Δαυίδ. Αν απελπισθώ θα το πάρω απόφαση και θα επαναλάβω. Τώρα εγώ δεν μπορώ να διορθωθώ, μ’ αυτά που έχω κάνει δεν σώζομαι. Το βλέπουμε αυτό στον καθημερινό βίο σε όλα τα επίπεδα.

Το δεύτερο είναι να μας καταλάβει αλλιώς ο διάβολος. Σας αναφέρω τον διάβολο διότι περιμένει πάντοτε. Συνήθως ο διάβολος περιμένει στην πόρτα της Εκκλησίας. Εκεί αγριεύει περισσότερο, εκεί που ο άνθρωπος νομίζει ότι έχει ασφάλεια και αρχίζει και αποκτά μια περίεργη αυτοπεποίθηση, εκεί τον περιμένει ο δαίμονας. Το ξέρουμε αυτό. Και λέμε κατόπιν, πως το έκανα εγώ αυτό το πράγμα. Πως το έκανα εγώ, υπεισέρχεται το εγώ.

Μετατίθεται το αμάρτημα, γίνεται αμάρτημα προς εμέ και όχι ενώπιον του Θεού. Πως εγώ το έκανα αυτό. Όταν δεν έχουμε μεταθέσει σε τρίτους την αμαρτία μας. – Εγώ δεν έφταιγα αλλά οι συνθήκες κ.λπ. Είναι συνηθισμένα πράγματα αυτά. Και είναι πολύ καλός σύμβουλος σ’ αυτά ο διάβολος να δίνει δικαιολογίες.

Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο πράγμα με τον Δαυίδ.

Ο Δαυίδ είχε συνείδηση του εγκλήματός του. «Σοι μόνω ήμαρτον». Αυτό το σοι αντιπαρατίθεται στο εγώ. Πως έπεσα εγώ! «Σοι μόνω ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα». Σε σένα μπροστά έκανα το πονηρό. Ο οφθαλμός του Θεού βλέπει κατάματα. Γιατί δεν επεμβαίνει ο Θεός; Γιατί κατέβηκε και σταυρώθηκε, για να κρατήσουμε την ελευθερία μας. Για να είμαστε ελεύθεροι να διαλέξουμε, με τον Θεό ή χωρίς τον Θεό, ή και εναντίον του Θεού.

«Όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου, και νικήσης εν τω κρίνεσθαί με». Και έτσι δικαιώνεται ο νόμος και αν ήθελα κριθώ από εσένα θα νικούσες.

Σε άλλη περίπτωση: «Εάν ανομίες παρατηρήσεις Κύριε, Κύριε, τις υποστίσεται»; και αλλού πάλι «ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων». «Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου». Δεν είναι κάποια αμαρτωλή σύλληψη. Σ’ αυτό αντιπαρατίθεται ότι ο Θεός αγαπά την αλήθεια και ότι αποκαλύπτει «τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας» στον προφήτη του, αλλά και σε μας. Δεν γνωρίζουμε τον νόμο του; Δεν γνωρίζουμε το θέλημά του; Το ευαγγέλιό του;

Μας απέστειλε προφήτες, μας εδίδαξαν οι Γραφές του, ήρθε ο ίδιος και ενηνθρώπισε και σταυρώθηκε.

Κατόπιν έστειλε τους αποστόλους για να κηρύξουν και να εμπεδώσουν το ευαγγέλιο της σωτηρίας, ώστε να μην υπάρχει δικαιολογία.

«Ραντιείς με υσσώπω, και καθαρισθήσομαι» ο ύσσωπος είναι ένα φυτό, σαν το δικό μας τον βασιλικό ή το δεντρολίβανο που το χρησιμοποιούμε για θρησκευτικούς λόγους. Είναι εικόνα που χρησιμοποιεί για τον εξαγίασμό. «Πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι».

Να προσέξουμε γιατί ο διάβολος βάζει πολλές φορές την αμφιβολία αν όντως ο Θεός συγχώρησε το αμάρτημά μας. Όλα αυτά που θα κάνουν τον άνθρωπο πάνλευκο σαν χιόνι είναι αγαλλίαση ευφροσύνη και θα φθάσει η αγαλλίαση μέχρι «τα οστά τα τεταπεινωμένα». Τα οστά χρησιμοποιούνται εδώ για τον έσω άνθρωπο. Αυτή η αγαλλίαση φθάνει μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής.

Πάλι επανέρχεται ο προφητάναξ και βλέπει κανείς την συνείδηση της αμαρτωλότητας, αλλά και κάτι άλλο πολύ μεγάλο και πολύ σπουδαίο, το ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να σταθεί ενώπιον του Θεού. Ενώπιον του Θεού ο άνθρωπος είναι τίποτα. Και όμως χάριν αυτού του τίποτα που νομίζουμε, ο Θεός έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε γι’ αυτό το τίποτα. Για να το αναδείξει σ’ αυτό που εκείνος έπλασε «εις το καθ’ ομοίωσιν επανάγαγε» όπως λέμε στην νεκρώσιμη ακολουθία.

«Απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου, και πάσας τας ανομίας μου εξάλειψον».

Στρέψε το πρόσωπό σου εσύ ο Πανάγιος από μένα, και εξάλειψε πάσας τας ανομίας μου.

Εκείνο που θέλει ο άνθρωπος και έχει ανάγκη είναι η «καρδία καθαρά κτίσε μέσα μου, και πνεύμα ευθές».

Αυτήν την ευθύτητα του πνεύματος που δεν κάνει και δεν ακολουθεί γυριστά δρομάκια, αλλά προχωρεί στην ευθεία. Τι σημασία έχει η καθαρά καρδιά; Θα θυμόμαστε ότι ένας από τους μακαριστούς του Κυρίου είναι «Μακάριοι, οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Άνθρωπος που δεν έχει καθαρή καρδιά δεν θα δει Θεού πρόσωπο. Όχι μόνο εκεί, αλλά εδώ.

Ο λαός μας, λέει δεν είδα Θεού πρόσωπο. Και ξέρουμε αυτές τις στιγμές που έχουμε μία λάμψη του θείου μέσα μας, στην καρδιά μας. Και την έχουμε αυτή την λάμψη όταν με την βοήθειά Του και την χάρι Του, καθαρίζουμε την καρδιά μας, αφήνουμε τον Θεό να την καθαρίσει με το μυστήριο της εξομολογήσεως.
Τότε βλέπουμε του Θεού το πρόσωπο.

«Μη απορρίψης με από του προσώπου σου, και το πνεύμα σου το Άγιον μη αντανέλης απ’ εμού». Αυτή η απόρριψη από το πρόσωπο του Θεού, είναι η ικεσία μας. Απόστρεψε το πρόσωπό σου από τις αμαρτίες μας και μην απορρίψεις εμάς από το πρόσωπό σου. Ο Παράδεισος είναι το να έχω θέα του Θεού και η πρόγευση για τους δικαίους αρχίζει από εδώ.

Μέσα στον πόνο, μέσα στην κατ’ άνθρωπον δυστυχία πολλές φορές, λάμπει το φως του Θεού στην καρδιά του ανθρώπου, και βλέπει του Θεού το πρόσωπο.

«Απόδος μοι την αγαλλίασιν ΄του σωτηρίου σου και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με». Ηγεμονικόν σημαίνει να ηγείται το πνεύμα σε όλο το είναι. Να μην κυριαρχούμαι από τα πάθη, αλλά το πνεύμα μου που στρέφεται προς σε και καθαγιάζεται από εσένα και το Άγιό σου Πνεύμα, να ηγεμονεύει σ΄ όλο μου το βίο.

Τώρα κάνει ένα τάμα. «Διδάξω ανόμους τας οδούς σου και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι». Το να φέρεις κάποιον στον δρόμο του Θεού, όχι να τον σύρεις, όχι να τον προκαλέσεις, όχι να του πεις ότι είναι αμαρτωλός, γιατί έτσι θα τον διώξεις. Αλλά με την αγάπη σου και την ταπεινοφροσύνη σου, να τον προσεγγίσεις, να τον σαγηνεύσεις. Όχι με την σαγήνη των λόγων και των τρόπων, αλλά με των έργων σου των καλών το παράδειγμα.

Αυτό υπονοεί εδώ, ότι θα ζήσω ένα βίο τέτοιο Θεέ μου, ώστε να μπορέσω να φέρω ανθρώπους εις μετάνοια «Ρύσαι εξ αιμάτων ο Θεός, ο Θεός της σωτηρίας μου». Ο Θεός αποκαλείται Θεός της σωτηρίας «αγαλλιάσεται η γλώσσα μου την δικαιοσύνην σου».

Η δικαιοσύνη του Θεού είναι αγαλλίαση και να το λές ακόμη. «Κύριε, τα χείλη μου ανοίξεις» εσύ ν’ ανοίξεις τα χείλη μου για ν’ αναγγέλει το στόμα μου την αίνεσίν σου. Αν ήθελες θυσία θα σου έδινα. «Ολοκαύτωμα ουκ ευδοκήσεις». Αλλά εσύ δεν θέλεις ολοκαυτώματα. Και τώρα το άκρον άωτον, ο ύψιστος βαθμός της πνευματικότητας της Π. Διαθήκης.

«Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον» το μυστικό της Αγίας και Μ.Τεσσαρακοστής. Η συντριβή του ανθρώπου για όσα έκανε. Για όσα δεν έκανε σωστά και καλά. Γι’ αυτό που είναι και γι’ αυτό που δεν είναι, που θέλει ο Θεός να είσαι. «Θυσία τω Θεώ». Ο Θεός λογίζει ως θυσία το πνεύμα το συντετριμμένο, αυτό που λέμε εμείς κατάνυξη. Ο ψαλμωδός κλείνει αυτόν τον περίφημο ψαλμό με την κατάνυξη και την ταπείνωση.

Τις δύο σπουδαιότατες αρετές που συνιστούν τον πνευματικό άνθρωπο. Όχι τα πτυχία, όχι οι καθηγεσίες στα Πανεπιστήμια, ούτε οι Ακαδημίες, ούτε τα πολλά διπλώματα, αλλά το πνεύμα το συντετριμμένο και η ταπεινοφροσύνη, είναι εκείνα που ανεβάζουν τον άνθρωπο.

Ο ψαλμός αυτός ας είναι μία αφορμή να αναθεωρήσουμε τον μέχρι τούδε βίο μας και να κάνουμε από σήμερα μία νέα αρχή. Με την χάρι του Θεού, με πνεύμα συντετριμμένο και τεταπεινωμένο.

Εκκλησιαστική Αποστασία+ Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος

Ένα Προφητικό Κείμενο  του πατρός Αυγουστίνου Καντιώτη, γραμμένο το 1964, για τη σημερινή πρωτοφανή Εκκλησιαστική Αποστασία 
Θεολόγοι τίνες, επηρεαζόμενοι από τα σύγχρονα παγκόσμια ρεύματα, ως καραμέλλαν πιπιλίζουν τώρα τελευταίως την λέξιν
«οικουμενικότης»,
«οικουμενικόν πνεύμα»,
«οικουμενική κίνησις».
Οικουμενικότης! Τι ωραία λέξις! Αλλά κάτω από την λέξιν αυτήν κρύπτεται ο φοβερώτερος δια την Ορθοδοξίαν κίνδυνος.
Ποιος κίνδυνος; Θα τον παρουσιάσωμεν με ένα παράδειγμα:
Μία γυνή είνε πιστή εις τον άνδρα της. Δεν επιτρέπει τρίτος τις να υπεισέλθη εις τας σχέσεις των. Διαρκώς ενθυμείται τας επισήμους υποσχέσεις που έδωκεν ενώπιον Θεού και ανθρώπων.
Αλλ’ η γυνή αύτη τυγχάνει να είνε εκτάκτου καλλονής, και ελκύει τα βλέμματα πολλών.

Λόγω όμως της εντιμότητος της γυναικός, όποιος θα ετόλμα να την πλησίαση και να κάνη πρότασιν περί ανηθίκων σχέσεων, αμέσως θα απεκρούετο μετ’ οργής. Και εάν επέμενεν, ένα ισχυρόν ράπισμα της εντίμου γυναικός επί του αναιδούς προσώπου του θα τον έκανε να συνέλθη.
Τούτο λοιπόν καλώς γνωρίζοντες τα φαύλα υποκείμενα, άλλην μέθοδον μεταχειρίζονται.
Προσπαθούν να εξακριβώσουν εις ποία πράγματα αρέσκεται αύτη. Εάν, δηλαδή, αγαπά
την ποίησιν, την φιλοσοφίαν, την καλλιτεχνίαν κ.λ.π. Και από τα πράγματα αυτά θ’ αρπαχθή ο κρύφιος εραστής, και με μεγάλην επιτηδειότητα θα επιδιώξη ν’ αρχίση αθώαν συζήτησιν επί των θεμάτων της αρεσκείας της γυναικός. «Τι ωραίον είνε αυτό το ποίημα!», «Τι ωραία είνε αυτή η εικών!», «Πόσον θαυμάσιον είνε αυτό το θεατρικόν έργον!», «Πόσον γλυκεία η μουσική!».
Έτσι αρχίζει ο διάλογος... Η δε αφελής και ανύποπτος γυνή αφήνεται να παρασύρεται εις μακράς συζητήσεις μετά του απατεώνος, του οποίου, καθ’ ον χρόνον η γλώσσα ρητορεύει περί φιλολογίας και καλλιτεχνίας, η καρδία σκιρτά επί τη μυστική ελπίδι της κατακτήσεως της γυναικός.
Και αφού δια των συζητήσεων δημιουργηθή κλίμα μεγάλης οικειότητος και αμοιβαίας κατανοήσεως, τότε θα επέλθη και «το μοιραίον», η άτιμος δηλαδή πράξις, η αισχρά ένωσις, η οποία ήρχισε μ’ ένα αθώον διάλογον, όπως ποτέ και εν τη Εδέμ ο πονηρότατος όφις μ’ ένα γλυκύν διάλογον κατώρθωσε να απατήση την Εύαν.
Μας εννοείτε, αγαπητοί μου, τι θέλομεν να είπωμεν; Παραβολικός είνε ο λόγος μας. 


Η γυνή, περί της οποίας ομιλούμεν ανωτέρω, είνε η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία. Αυτή είνε η καλλονή.
Αυτή είνε η περιφέρουσα τον ήλιον, κατά την θαυμαστήν εικόνα της Αποκαλύψεως. Αυτή είνε η ηλιοστάλακτος, η φέρουσα επί της κεφαλής στέφανον αστέρων δώδεκα και τη σελήνη υπό τους πόδας αυτής (Αποκ. 12,1). Αυτή, η Ορθόδοξος Εκκλησία, έμεινε πιστή εις τον Κύριον, εις τον αιώνιον Νυμφίον.
Αυτή εφύλαξεν αγνήν την προφορικήν και γραπτήν παράδοσιν του Κυρίου και των αποστόλων, κατά την θεόπνευστον συμβουλήν∙ «Στήκετε, και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε δια λόγου είτε δι' επιστολής ημών» (Β' Θεσ. 2,15).
Αυτή, η Ορθόδοξος Εκκλησία, επί 19 αιώνας μάχεται κραταιόν και αιματηρόν αγώνα κατά της πολυειδούς πλάνης, κατά των ποικιλωνύμων αιρέσεων, που επεζήτησαν να μολύνουν και να διαφθείρουν την αγνότητά της. Μία δε εκ των φοβερωτέρων αιρέσεων είνε και ο παπισμός, ο οποίος λόγω των πλανών του, του απολυταρχικού πνεύματος και των φοβερών εγκλημάτων του, προεκάλεσε τον προτεσταντισμόν και την κατάτμησιν της όλης χριστιανοσύνης. Ναι. Αιρετικοί είνε οι παπικοί, ως ορθώς τονίζει το ορθόδοξον περιοδικόν «Σωτήρ» εις το τελευταίον του φύλλον.
Την εμμονήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την πατρώαν ευσέβειαν γνωρίζουν καλώς οι εχθροί της, και μάλιστα ο παπισμός. Και επειδή οι εχθροί ούτοι δια πολλών παραδειγμάτων έχουν πεισθή ότι δι’ ενός κατά μέτωπον πολέμου δεν δύνανται να εκπορθήσουν το φρούριον της Ορθοδοξίας, άλλην τακτικήν μετέρχονται εσχάτως. Ήρχισαν νέον πόλεμον. Τον πόλεμον της …ειρήνης! Χειρότερον από τον πόλεμον των σταυροφοριών. Δεν ακούετε την λαλιάν του όφεως, του επιζητούντος να φθείρη τα νοήματα της Ορθοδοξίας από της απλότητος ημών; (Β' Κορ. 113)· Ιδού τι λέγει ο όφις·
«Ω Ορθόδοξος Εκκλησία! Διατί μένεις μακράν; Μη με φοβείσαι. Δεν είμαι ο δράκων.
Είμαι ο γλυκύς άγγελος που σου φέρω το μήνυμα της αγάπης. Δεν έχω σκοπόν να σε θίξω εις τίποτε. Κράτησε τα δόγματά σου και τας παραδόσεις. Αυτά είνε δια τους θεολόγους... Εγώ σε προσκαλώ εις το σαλόνι μου δια να συζητήσωμεν άλλα θέματα. Δια να δημιουργήσωμεν ένα κοινόν μέτωπον κατά της πενίας, κατά της δυστυχίας, κατά της αθεΐας, κατά του κομμουνισμού, κατά του πολέμου κ.λ.π… (2) Δεν σε συγκινούν αυτά τα θέματα; Δεν σε ενθουσιάζει η πρότασις αυτή;
Έλα λοιπόν να διεξαγάγωμεν τον διάλογόν μας, επί υψηλού επιπέδου, επί του επιπέδου της οικουμενικότητος και της αμοιβαίας κατανοήσεως, και θα ιδής πόσον ωραία θα είνε η συνάντησίς μας!».
Ορθόδοξος Εκκλησία μας! Πονεμένη και μαρτυρική Μάνα μας! Θα δεχθής την πρότασιν αυτήν;
Θ' ανοίξης διάλογον με τον παπισμόν; Και δεν διαβλέπεις ότι εις την πρότασιν αυτήν υπάρχει ο κίνδυνος, δι’ ανικανότητα και αναξιότητα των εκπροσωπούντων σε, να δημιουργηθή μία κατάστασις εις τρομερόν βαθμόν ευνοϊκή δια τους εχθρούς σου, μέσα εις την οποίαν, χωρίς να το καταλάβης, θα πέσης εις την αγκάλην του παπισμού και θα συμβή η... «ένωσις», η ψευδώνυμος ένωσις, η πνευματική μοιχεία, η πλέον άτιμος πράξις η οποία ημπορεί να συμβή ποτέ και δια την οποίαν θα χρειασθούν αιώνες μετανοίας;
Οι δε ορθόδοξοι, οι οποίοι θα θελήσουν να παίξουν ρόλον μαστροπού της Ορθοδόξου Εκκλησίας, θα έλθη η ώρα που θ' αναστενάζουν και θα λέγουν: «Η γλώσσα αυτή, που ερρητόρευε περί οικουμενικότητος και αμοιβαίας κατανοήσεως, ας κοπή».
«Τα πόδια αυτά, που έτρεχον προς συνάντησιν των υποκρινομένων φιλίαν μετά της Ορθοδοξίας, ας σαπίσουν». «Τα χέρια αυτά, τα οποία υπέγραψαν επιστολάς και υπομνήματα οικουμενικότητος, να πέσουν!»
Αυτή, αγαπητοί μου, εν λόγω παραβολικώ και ρεαλιστικώ είνε η περιλάλητος θεωρία της οικουμενικότητος που «χάφτουν» οι εκ των ημετέρων χάνοι.
Η θεωρία περί οικουμενικής κινήσεως, κάτω από την οποίαν δύνανται να στεγασθούν όλα τα είδη των αιρέσεων, και τα πλέον ετερόκλητα στοιχεία, αποτελεί, επαναλαμβάνομεν, κίνδυνον δια την Ορθόδοξον Εκκλησίαν.
Διότι υποτιμά την σημασίαν των δογμάτων, των αιωνίων τούτων αληθειών της θείας αποκαλύψεως, αι οποίαι, διατυπωθείσαι θαυμαστώς εις τους συντόμους όρους των Οικουμενικών Συνόδων, είνε ως τα οστά και η σπονδυλική στήλη, άνευ των οποίων το σώμα μεταβάλλεται εις πλαδαράν και άμορφον μάζαν.
Υποτιμά τους Ιερούς Κανόνας, τους οποίους οι οπαδοί της οικουμενικότητος αποκαλούν «απηρχαιωμένα και σκωριασμένα όπλα».
Συνελόντι δε ειπείν, υποτιμά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν καθόλου, δια την οποίαν οι οπαδοί της οικουμενικότητος λέγουν ότι «είνε αυταρέσκεια και βλασφημία να νομίζωμεν ότι αυτή και μόνη είνε η αληθινή Εκκλησία, η κατέχουσα ακίβδηλον την αλήθειαν της θείας αποκαλύψεως».
Ούτω τα δόγματα και η ηθική, αδιασπάστως ηνωμένα εν τη Ορθοδοξία, εν τη οικουμενική κινήσει τείνουν να εξατμισθούν και να παραμείνη ένα απατηλόν σχήμα αγάπης.
Ούτως η θεωρία της οικουμενικότητος και «της συνυπάρξεως των λαών», υπό κοσμικών και πολιτικών κύκλων του αιώνος υποστηριζόμενη προς στήριξιν μιας επισφαλούς ειρήνης, εισβάλουσα ήδη και εις τον πνευματικόν κόσμον, όπου οι συμβιβασμοί είνε απαράδεκτοι, δύναται να προκαλέση σύγχυσιν και αναστάτωσιν, πραγματικήν Βαβέλ. Η ζύμη είνε άχρηστος, εάν αναμιχθή με άλλα στοιχεία και χάση την δραστικήν της ενέργειαν. Και η Ορθοδοξία είνε η αρίστη ζύμη, η ζύμη της αληθείας η οποία δύναται όλον το φύραμα να ζύμωση, αλλ' υπό την προϋπόθεσιν να παραμείνη άμικτος από ξενικά στοιχεία, καθαρά.
Δια τούτο εχθροί της Ορθοδοξίας είνε οι οπαδοί της θεωρίας της οικουμενικότητος.
Δεν διστάζομεν δε δια τούτο να ονομάσωμεν την κίνησιν αυτήν της οικουμενικότητος «νέαν αίρεσιν», εναντίον της οποίας πρέπει πάση δυνάμει ν' αμυνθή η Ορθόδοξος Εκκλησία.
_____________________________________

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Από το βιβλίο «αντιπαπικά», του π. Αυγουστίνου Καντιώτη, σελ. 98 -105, γραμμένο το 1964 (εκδόσεις «Σταυρός»).
Το όντως προφητικό αυτό κείμενο επαναδημοσίευσε η «Χριστιανική Σπίθα» (φύλλο 650, Απρίλιος 2007), μετά από προτροπή - επισήμανση ενός αναγνώστη της από την Αθήνα.

2. Κοντά στις άλλες προφάσεις για τον πονηρό διάλογο, μπορεί να προστεθεί τώρα το ενδιαφέρον για τη «μνεία του Χριστιανισμού στο ευρωσύνταγμα», την «αντιμετώπιση της τρομοκρατίας», το «οικολογικό πρόβλημα», την «συνεργασία στον τομέα της βιοηθικής» κ.α. Κατά τα άλλα, τα λόγια του σεβαστού ιεράρχη είνε σαν να γράφτηκαν σήμερα!!!

πηγή

Θεολογικὴ προσέγγιση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων





Ὁ ὅρος διαπροσωπικὲς σχέσεις χρησιμοποιήθηκε ἀρχικὰ στὸν χῶρο τῆς Ψυχιατρικῆς καὶ τῆς Κοινωνικῆς ψυχολογίας, ἀλλὰ σύντομα καθιερώθηκε στὸν εὐρύτερο ἀκαδημαϊκὸ χῶρο καὶ στὴν θεολογικὴ ἐπιστήμη. Εἰδικότερα μάλιστα ἡ χρήση τοῦ ὅρου αὐτοῦ στὴν θεολογικὴ ἐπιστήμη διευκόλυνε τὸν διάλογό της μὲ τὶς ἄλλες ἐπιστῆμες, ἐνῶ ταυτόχρονα προσέδωσε σὲ αὐτὸν εὐρύτερο καὶ βαθύτερο περιεχόμενο.

Ὡς διαπροσωπικὲς χαρακτηρίζονται οἱ σχέσεις ποὺ πραγματοποιοῦνται μεταξὺ δύο ἢ περισσοτέρων προσώπων. Ἡ ἐπιστήμη ποὺ ἔχει ὡς ἀντικείμενό της τὴν ἔρευνα τῶν σχέσεων αὐτῶν εἶναι πρωτίστως ἡ Κοινωνικὴ ψυχολογία. Μὲ τὶς σχέσεις αὐτὲς ἀσχολεῖται βέβαια καὶ ἡ Κοινωνιολογία. Ἐνῶ ὅμως ἡ Κοινωνιολογία ὡς μὴ ἀξιολογικὴ ἐπιστήμη βλέπει στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις μόνο τοὺς κοινωνικοὺς ρόλους, χωρὶς νὰ ὑπεισέρχεται στὴν ψυχολογικὴ διάστασή τους, ἡ Κοινωνικὴ ψυχολογία προχωρεῖ στὴν διερεύνηση τῆς διαστάσεως αὐτῆς, ποὺ προσελκύει καὶ τὸ κύριο ἐνδιαφέρον της. Ἔτσι, ἂν σὲ κάποια κοινωνικὴ ὁμάδα ὅλα λειτουργοῦν ἁρμονικά, ἡ Κοινωνιολογία θὰ διαπιστώσει σωστὴ λειτουργία τῶν ρόλων της. Ἂν ὅμως ἡ ἁρμονία αὐτὴ ὀφείλεται σὲ ἀμοιβαῖο σεβασμὸ τῶν μελῶν της ἢ σὲ κάποια ἄλλη αἰτία, θὰ τὸ διερευνήσει ἡ Κοινωνικὴ ψυχολογία.

Ἡ ἀνάπτυξη διαπροσωπικῶν σχέσεων δὲν ἀποτελεῖ συμβατικὸ ἢ δευτερογενὲς στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ἀπὸ τὴν φύση του κοινωνικὸ ὄν, ἀναπτύσσει αὐθόρμητα διαπροσωπικὲς καὶ κοινωνικὲς σχέσεις. Συνδέεται μὲ τὰ πρόσωπα ποὺ τὸν περιβάλλουν καὶ ἔρχεται σὲ κοινωνία μαζί τους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ περιορισμὸς τοῦ ἐνδιαφέροντος τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας στὴν ἀτομικότητα ἢ τὴν ὑποκειμενικότητα, ποὺ ἦταν συνήθης στὴν νεωτερικότητα, ἀδικοῦσε καὶ παρερμήνευε ὄχι μόνο τὴν κοινωνικὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ἀτομικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν ὁριζόντια κοινωνικότητά του ὁ ἄνθρωπος ἔχει καὶ τὴν κατακόρυφη κοινωνικότητα, ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς θρησκευτικότητα. Ὄχι μόνο οἱ συνειδητὰ θρησκευόμενοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ ὅσοι παρουσιάζονται ὡς θρησκευτικῶς ψυχροὶ ἢ ἀδιάφοροι ἔχουν πάντοτε κάποιο εἶδος θρησκευτικότητας, ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς προσήλωση σὲ κάποια ἰδεολογία ἢ σὲ κάποια «προσωπικὴ» φιλοσοφία, ἢ ἀκόμα ὡς πίστη σὲ διάφορες προλήψεις καὶ προκαταλήψεις. Τὰ θρησκευτικὰ ὅμως αὐτὰ ὑποκατάστατα δημιουργοῦν συνήθως προβληματικὲς καταστάσεις καὶ φαλκιδεύουν τὴν κατακόρυφη κοινωνικότητα, ποὺ διευρύνει τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία.

Ὁ ἄνθρωπος συγκροτεῖται καὶ ἀναπτύσσεται ὡς πρόσωπο στὸ πλαίσιο τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεών του, ποὺ καλλιεργοῦνται μέσα στὴν οἰκογένεια, τὴν κοινωνία καὶ τὴν εὐρύτερη ἀνθρωπότητα. Ποτὲ κανεὶς δὲν ζεῖ μόνος του• πουθενὰ δὲν εἶναι ἄσχετος μὲ κάποιο περιβάλλον. Ἀκόμα καὶ ὁ πιὸ μοναχικὸς ἄνθρωπος, ὁ πιὸ ἀπόκοσμος ἐρημίτης δὲν ζεῖ τὴν ζωή του ὡς μοναδικὸς κάτοικος τῆς γῆς. Καὶ μόνη ἡ εὐτυχία ἢ ἡ πικρία ποὺ αἰσθάνεται γιὰ τὴν μοναξιὰ του ἀποτελεῖ ἕναν τρόπο ἀνταποκρίσεως, μία θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ τοποθέτηση ἀπέναντι στὸν κόσμο. Μὲ ἄλλα λόγια ὁποιαδήποτε ἀποστασιοποίηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ περιβάλλον του εἶναι καὶ παραμένει πάντοτε σχετική. Γι’ αὐτὸ σὲ κάθε περίπτωση ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἐξετάζεται μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ περιβάλλοντός του, τῶν γονιῶν του, τῶν συγγενῶν του, τοῦ κόσμου του καὶ τοῦ συνόλου τῶν σχέσεων καὶ ἀλληλεξαρτήσεών του.

Στὴν καθημερινὴ ζωὴ οἱ διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἄλλωστε καὶ εὐρύτερα οἱ κοινωνικὲς ἀλλὰ καὶ οἱ θρησκευτικὲς ἀκόμα σχέσεις τους, κινοῦνται σὲ φυσικὸ καὶ συναισθηματικὸ ἐπίπεδο μὲ διάφορες παραλλαγὲς καὶ ἀποχρώσεις. Ἔτσι ἔχουμε τὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν γονιῶν μὲ τὰ παιδιά τους, τῶν παιδιῶν μεταξύ τους, τῶν συγγενῶν, τῶν φίλων, τῶν συμμαθητῶν, τῶν συνεργατῶν, τῶν συμπατριωτῶν κ.τ.λ.

Ἀφετηρία γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῶν σχέσεων αὐτῶν εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη φύση μὲ τὴν ἔμφυτη κοινωνικότητά της. Εἰδικότερα εἶναι ἡ ἔμφυτη ἀγάπη, ποὺ ὑπάρχει στὸν κάθε ἄνθρωπο ὡς «σπερματικὸς λόγος»[1]. Βέβαια ἡ ἀγάπη αὐτὴ δὲν εἶναι σὲ ὅλους ἡ ἴδια• δὲν ἀναπτύσσεται μὲ τὸν ἴδιο ρυθμὸ οὔτε φθάνει πάντοτε στὸ ἴδιο ἐπίπεδο. Ὅσο περισσότερο καλλιεργεῖται καὶ ἐνισχύεται ἡ ἀγάπη, τόσο περισσότερο εὐρύνεται ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ γίνονται λεπτότερες οἱ σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλλους. Ἔτσι, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς παθολογικὲς ἐκεῖνες καταστάσεις ποὺ ἐγκλωβίζουν τὸν ἄνθρωπο στὸν ἑαυτό του, ὑπάρχει καὶ ἕνα ὁλόκληρο φάσμα φυσιολογικῶν καταστάσεων, στὶς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος εἶναι λιγότερο ἢ περισσότερο περιορισμένος στὸν ἑαυτό του καὶ ἀνοικτὸς στοὺς ἄλλους.

Ἡ φύση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων ἐξαρτᾶται πρωτίστως ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ σχήματα καὶ τοὺς κοινωνικοὺς τύπους. Στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου σχηματίζονται οἱ σκέψεις ποὺ πραγματοποιοῦνται μὲ ἐνέργειες καὶ πράξεις[2]. Αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι ὅλα γίνονται ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ σχήματα καὶ τοὺς κοινωνικοὺς τύπους ἢ ὅτι αὐτὰ δὲν χρειάζονται ἢ δὲν πρέπει νὰ λαμβάνονται ὑπόψη. Ὅλα ὅμως αὐτὰ στεροῦνται πραγματικοῦ νοήματος, ὅταν δὲν συνδέονται μὲ τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν καρδιά του. Γι’αὐτὸ ἡ καλλιέργεια, ὅπως καὶ ἡ ἐξύψωση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, πρέπει νὰ ξεκινᾶ ἀπὸ τὸν ἔσω ἄνθρωπο.

Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ δεοντολογία, μὲ τὴν ὁποία μποροῦν νὰ οἰκοδομηθοῦν οἱ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων; Ἡ δεοντολογία αὐτὴ στὴν Ἁγία Γραφὴ διατυπώνεται καὶ προβάλλεται μὲ τὴν διπλὴ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλη τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. Αὕτη ἐστι πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία αὕτη• ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν»[3].

Ὅπως γίνεται φανερό, ἡ δεοντολογία αὐτὴ δὲν ἔχει θεωρητικὴ ἀλλὰ ὀντολογικὴ βάση. Δὲν στηρίζεται δηλαδὴ σὲ θεωρητικὲς ἀρχὲς οὔτε ἀπαρτίζεται ἀπὸ ἀπρόσωπους κανόνες, ἀλλὰ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν ἀρχὴ τοῦ εἶναι, τὸν Θεό, καὶ ἀποκαλύπτεται μὲ προσωπικὲς σχέσεις. Ἡ βάση τῆς δεοντολογίας αὐτῆς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὸ ἀρχέτυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ βάση τῆς δεοντολογίας τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου βρίσκεται στὴν ὀντολογία τῆς δημιουργίας του καὶ τῆς ὑπάρξεώς του[4]. Ὁ ἄνθρωπος ἐντέλλεται νὰ ἀγαπήσει τὸν ἄπειρο Θεό, γιατί ἀπὸ αὐτὸν δημιουργήθηκε καὶ αὐτὸν εἰκονίζει. Καλεῖται δηλαδὴ νὰ στρέψει τὸν ἑαυτό του στὴν αἰτία καὶ τὸ πρότυπο τῆς ὑπάρξεώς του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καλεῖται σὲ μία διαρκῆ πρὸς τὰ ἄνω ἐπέκταση. Καὶ ἡ κατακόρυφη αὐτὴ ἐπέκταση πρέπει νὰ συμβαδίζει μὲ τὴν ὁριζόντια πλάτυνσή του• μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Χωρὶς τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον παραμένει ἀόριστη καὶ ἀπροσδιόριστη. Ἀλλὰ καὶ χωρὶς τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ παραμένει μετέωρη καὶ ψεύτικη.

Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ φύση τῆς ἀγάπης αὐτῆς ποῦ καλεῖται νὰ καλλιεργήσει ὁ ἄνθρωπος; Ἡ χριστιανικὴ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ εἶναι σαφής. Ἀγάπη εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ»[5]. Καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη ὡς ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα προσώπων. Τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ὁ ἕνας Θεός. Καὶ ὁ ἕνας Θεὸς εἶναι τρία πρόσωπα: Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Πατὴρ ἀγαπᾶ τὸν Υἱὸ καὶ προσφέρει σὲ αὐτὸν τὰ πάντα. Καὶ ὁ Υἱὸς ἀγαπᾶ τὸν Πατέρα καὶ ἀνταποδίδει σὲ αὐτὸν τὰ πάντα. Τέλος τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, εἶναι κοινὸ στὸν Υἱὸ καὶ τὸν Πατέρα. Τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἐντελῶς ἀνοικτὰ μεταξύ τους• στὸ κάθε πρόσωπο ὑπάρχουν καὶ τὰ δύο ἄλλα, ἀλληλοπεριχωροῦνται. Ἡ ἀσύλληπτη αὐτὴ ἑνότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ὁμοούσια φύση καὶ τὴν πλήρη περιχώρηση τῶν προσώπων ἐκφράζει τὸν χαρακτήρα τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων στὸ ἐπίπεδο τῆς θεολογίας, ποὺ προβάλλει ὡς ὕψιστο ἰδεῶδες γιὰ τὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων.

Γιὰ νὰ μάθει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος τὴν πραγματικὴ ἀγάπη καὶ νὰ προχωρήσει πρὸς τὶς αὐθεντικὲς καὶ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις, πρέπει νὰ γνωρίσει τὸν Τριαδικὸ Θεό. Καὶ ἐπειδὴ ἡ γνώση κάποιου πράγματος γίνεται μὲ τὴν συμπερίληψή του στὴν προσωπικὴ ζωὴ αὐτοῦ ποὺ τὸ γνωρίζει, ἕπεται ὅτι καὶ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ γίνεται μὲ τὴν συμπερίληψή του στὴν προσωπικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Πῶς ὅμως μπορεῖ γίνει αὐτό, ὅταν ὁ Θεὸς εἶναι ὑπερβατικὸς καὶ ἀπρόσιτος;

Ὁ ὑπερβατικὸς καὶ ἀπρόσιτος κατὰ τὴν οὐσία του Θεὸς γνωρίζεται μέσα στὸν κόσμο μὲ τὶς ἐνέργειές του. Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτουν τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Καὶ οἱ ἐνέργειες, μὲ τὶς ὁποῖες γίνεται γνωστὸς ὁ Θεὸς στὸν κόσμο, εἶναι οἱ θεοφάνειες καὶ οἱ ἐντολές του. Οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἐκφράζουν τὸ εἶναι του, τὸ ἦθος του, τὴν ἀγάπη του. Ὅποιος τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, γνωρίζει τὸν Θεό: «Ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐγνώκαμεν αὐτόν, ἐὰν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν. Ὁ λέγων, ἔγνωκα αὐτόν, καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ μὴ τηρῶν, ψεύστης ἐστι, καὶ ἐν τούτῳ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν»[6].

Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀποκαλύφθηκαν στὸν ἄνθρωπο «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως»[7] φανερώθηκαν μὲ τὸν πληρέστερο τρόπο στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιπλέον ὁ Χριστός, ὡς «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου»[8], εἶναι τὸ πρότυπο τῆς κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης καὶ βρίσκει τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὑπάρξεώς του. Ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο συμπυκνώνεται στὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Καὶ ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ διατυπώνεται στὸ Τριαδικὸ δόγμα.

Πολλοὶ νομίζουν ὅτι τὸ Τριαδικὸ δόγμα ἀφορᾶ μόνο τοὺς θεολόγους καὶ θεωροῦν ἀνώφελη τὴν γνώση του, καὶ πολὺ περισσότερο τὴν ἐγγύτερη ἐξέτασή του. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ πολλοὶ θεολόγοι σήμερα δὲν ἀποδίδουν στὸ δόγμα αὐτὸ τὴν βαρύτητα ποὺ ἔχει καὶ δὲν ἐνδιαφέρονται πραγματικὰ γιὰ τὸ βαθύτατο νόημά του. Ἔτσι ὅμως δημιουργεῖται τεράστιο κενὸ στὸ περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς πίστεως μὲ καταλυτικὲς ἐπιπτώσεις στὴν χριστιανικὴ ἀνθρωπολογία καὶ ἠθική. Εἰδικότερα μάλιστα γιὰ τὸ θέμα τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων καὶ τὴν ἐν κοινωνίᾳ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ἡ σπουδαιότητα τοῦ δόγματος αὐτοῦ εἶναι πρωταρχική. Θὰ μποροῦσε νὰ λεχθεῖ ὅτι τὸ Τριαδικὸ δόγμα προβάλλει τὸ χριστιανικὸ ἰδεῶδες γιὰ τὸν ὀρθὸ προσανατολισμὸ καὶ τὴν σωστὴ ἀνάπτυξη τοῦ προσώπου καὶ τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου.

Στὴν Ἁγία Τριάδα μόνο τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα, ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν προσωπικὴ ἑτερότητα τῶν τριῶν ὑποστάσεων, παραμένουν ἀκοινώνητα. Ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱὸς γεννητὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορευτό. Ὅλα τὰ ἄλλα στὴν Ἁγία Τριάδα εἶναι κοινά. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μ. Βασίλειος, δὲν μπορεῖ κανεὶς μὲ κανένα τρόπο νὰ ἐπινοήσει τομὴ ἢ διαίρεση καὶ νὰ ἐννοήσει τὸν Υἱὸ χωρὶς τὸν Πατέρα ἢ νὰ χωρίσει τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Υἱό. Ἡ κοινωνία τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἄρρητη καὶ ἀκατανόητη, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ διάκρισή τους[9]. Κανένα ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα δὲν εἶναι ἀναγώγιμο στὴν θεία οὐσία ἢ τὴν θεία ἐνέργεια[10]. Ἀλλὰ καὶ τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ ἔχει ὅλη τὴν θεία οὐσία καὶ τὴν θεία ἐνέργεια.

Ἡ ἀλήθεια τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος ἔχει κεφαλαιώδη θεολογικὴ καὶ ἀνθρωπολογικὴ σπουδαιότητα. Κάθε παραλλαγὴ τῆς ἀλήθειας αὐτῆς προσβάλλει ὄχι μόνο τὴν ἀκρίβεια τῆς χριστιανικῆς θεολογίας ἀλλὰ καὶ τὴν φύση τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας καὶ ἠθικῆς.Ἔτσι ἡ προσθήκη τοῦ Filioque στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, ποὺ μαρτυρεῖ διάθεση ὑπαγωγῆς τοῦ προσώπου στὴν οὐσία, τοῦ προσωπικοῦ στὸ γενικό, δὲν ἐπηρέασε μόνο τὴν θεολογία, ἀλλὰ ἀποτυπώθηκε καὶ στὸ ἐπίπεδο τῆς ἀνθρωπολογίας καὶ τῆς ἠθικῆς τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως.

Βέβαια ἡ ἁπλὴ διαπίστωση τῆς σπουδαιότητας τοῦ δόγματος γιὰ τὴν προσωπικὴ καὶ τὴν κοινωνικὴ ζωὴ τῶν πιστῶν στερεῖται νοήματος. Χωρὶς νόημα παραμένει καὶ ἡ τυπικὴ διατήρηση τοῦ δόγματος, ὅταν αὐτὸ δὲν συνδέεται μὲ τὴν καθημερινὴ πράξη καὶ ζωή. Τέλος, ὄχι μόνο χωρὶς νόημα, ἀλλὰ καὶ μεμπτὴ ὡς ὑποκριτική, καθίσταται ἡ τάση ποὺ καυτηριάζει τὶς ἀποκλίσεις τῶν δυτικῶν ἀπὸ τὴν καθιερωμένη ὀρθόδοξη πράξη καὶ ζωή, οἱ ὁποῖες ὅμως εἰσχώρησαν στὸ μεταξὺ καὶ διαδόθηκαν στὸν ὀρθόδοξο κόσμο. Αὐτὸ ἰσχύει ἄλλωστε στὴν πράξη καὶ γιὰ τὴν ὑπαγωγὴ τοῦ προσωπικοῦ στὸ γενικό. Ὅταν τὸ δόγμα ἀγνοεῖται ἢ ἀποσυνδέεται ἀπὸ τὴν ζωή, καὶ ὅταν στὴν θέση τοῦ αὐτοελέγχου καὶ τῆς αὐτοκριτικῆς παρουσιάζεται ὁ ἔλεγχος καὶ ἡ κατάκριση τῶν ἄλλων, τότε φαλκιδεύονται ὄχι μόνο οἱ διαπροσωπικὲς σχέσεις ἀλλὰ καὶ ὅλες οἱ πλευρὲς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Ὁ «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ πλασμένος ἄνθρωπος κλήθηκε νὰ βαδίσει πρὸς τὴν τελειότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὴν τὴν τελειότητα μυσταγωγεῖ ἡ ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου στὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἀγάπη καὶ ἀπευθύνεται πρὸς αὐτὸν μὲ τὴν διπλὴ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Αὐτὴν τὴν τελειότητα ζητεῖ καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν προσευχή του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα: «Ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοὶ καγὼ ἐν σοί»[11].

Μὲ τὴν τήρηση τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης ἀναδεικνύεται σὲ ἠθικὸ ἐπίπεδο ἡ ὁμοουσιότητα τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὀντολογικὴ ὅμως ἀποκατάσταση τῆς ὁμοουσιότητας αὐτῆς, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἀνάδειξή της στὸ ἠθικὸ ἐπίπεδο, δὲν εἶναι δυνατή, ὅσο παραμένει διασπασμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ἐδῶ προβάλλει καὶ τὸ αἴτημα γιὰ τὴν σωτηρία, δηλαδὴ γιὰ τὴν διάσωση τῆς ἀκεραιότητας καὶ τὴν ἀνακαίνιση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως.

Ἡ ἀνακαίνιση αὐτὴ προσφέρεται ἀπὸ τὸν Χριστό, ποὺ γεννήθηκε «ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου» καὶ δημιούργησε ἔτσι τὸν καινὸ ἄνθρωπο. Τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐπεκτείνεται μέσα στὴν ἱστορία μὲ τὴν Ἐκκλησία του, εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς καινῆς κτίσεως καὶ τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ὁμοουσιότητας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Αὐτὸ προσφέρεται ὡς δῶρο σὲ ὅλους τοὺς πιστούς, αὐτὸ κοινωνοῦν καὶ μέσα σὲ αὐτὸ ξανακερδίζουν τὴν ὁμοουσιότητά τους. Ἔτσι μὲ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε τὴν δημιουργία τῆς καινῆς κτίσεως: «Εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις»[12]. Ἡ καινὴ αὐτὴ κτίση δὲν ἀποκαλύπτεται κατὰ τὴν παροῦσα ζωὴ ὡς ἀνακαίνιση τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου, ἀλλὰ ὡς ἐσωτερικὴ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀλλαγὴ τῆς σχέσεώς του μὲ αὐτόν. Καὶ στὸν βαθμὸ ποὺ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἐσωτερικὴ αὐτὴ ἀνακαίνιση, διακρίνει καὶ τὴν ἐσχατολογικὴ ἀνακαίνιση, τὴν ἀνακαίνιση σὲ ὅλη τὴν κτίση.

Ὁ Χριστὸς μεταδίδει τὴν σωτήρια καὶ ἀνακαινιστικὴ χάρη του ὄχι μόνο στὴν φύση ἀλλὰ καὶ στὴν ὑπόσταση τοῦ κάθε ἀνθρώπου[13]. Μὲ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὶς ἐντολὲς καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ διαγράφεται τὸ «πρόγραμμα», ποὺ καλεῖται νὰ ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἐνεργοποιήσει τὴν πανανθρώπινη ὁμοουσιότητα. Ἡ ἐνεργοποίηση αὐτὴ προβάλλει στὸν πιστὸ ὡς ἔργο ζωῆς. Μὲ κάθε σκέψη καὶ κάθε πράξη, μὲ τὸ ὅλο φρόνημα καὶ τὴν ὅλη ζωὴ του ὁ πιστὸς καλεῖται νὰ φανερώσει τὴν ἀλήθεια τῆς ἐντάξεώς του στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ• καλεῖται νὰ φανερώσει τὴν οἰκείωση καὶ τὴν ἀφομοίωση τῆς θείας ἀγάπης στὸ ὀστράκινο σκεῦος του.

Βέβαια ποτὲ ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ποτὲ τὸ ἄνοιγμα τοῦ προσώπου του πρὸς τοὺς ἄλλους δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει στὸν βαθμὸ τοῦ ἀνοίγματος τῶν προσώπων τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ κοινωνία τῶν προσώπων τῶν Χριστιανῶν δὲν πρέπει νὰ καλλιεργοῦνται μὲ πρότυπο τὴν ἀγάπη καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.Τὸ ἔργο αὐτὸ δὲν εἶναι εὔκολο, γιατί ἀπαιτεῖ τὴν πλήρη αὐταπάρνηση καὶ αὐτοπροσφορὰ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Εἶναι ἔργο πίστεως ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἄρση τοῦ σταυροῦ καὶ τὴν ὅδευση τῆς στενῆς καὶ τεθλιμμένης ὁδοῦ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ὄντως ζωή.

Ἡ ἀνακαίνιση λοιπὸν ποὺ προσφέρει ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο συντελεῖται: α) μὲ τὴν ὀντολογικὴ ἀποκατάσταση τῆς ὁμοουσιότητας τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ποὺ πραγματοποιήθηκε μὲ τὴν πρόσληψή της ἀπὸ τὸν Θεὸ Λόγο, καὶ β) μὲ τὴν οἰκείωση τῆς ὁμοουσιότητας αὐτῆς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν πίστη, τὴν κοινωνία τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του· πρωτίστως βέβαια τῆς ἐντολῆς τῆς διπλῆς ἀγάπης στὴν καθημερινὴ ζωή.

Τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἀποκαθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν ὀντολογική του ὁμοουσιότητα μὲ τοὺς συνανθρώπους του, ποὺ ἔρχεται μετὰ τὴν προπατορικὴ πτώση ὡς δῶρο τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ βιώνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Οἱ πιστοὶ μὲ τὴν χάρη αὐτὴ ἀποκτοῦν τὴν δυνατότητα νὰ ἐνεργοποιήσουν τὴν μυστηριακὴ ὁμοουσιότητα στὸ ἠθικὸ ἐπίπεδο μεταφράζοντας τὶς ἐντολὲς σὲ τρόπους ζωῆς. Καὶ στὸ στάδιο ὅμως αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ λησμονεῖται ὁ ἐκκλησιολογικὸς καὶ χαρισματικὸς χαρακτήρας τῆς ἀνακαινίσεως. Αὐτὸ ἄλλωστε ὑποδηλώνεται ἐξαρχῆς μὲ τὰ μυστήρια ποὺ εἰσάγουν τὸν ἄνθρωπο στὴν Ἐκκλησία, τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα καὶ τὴν θεία Εὐχαριστία, τὰ ὁποία ἐμπεριέχουν συμβολικὰ καὶ τὸ «πρόγραμμα» τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ τῶν Ἱεροσολύμων ἐπιδίωξαν τὴν ἑνότητά τους μὲ τὴν ἀποταγὴ ὅλων τῶν ὑπαρχόντων τους καὶ τὴν ἐλεύθερη προσφορά τους γιὰ κοινὴ χρήση: «Οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῶ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινὰ»[14]. Ἡ κοινοκτημοσύνη ὅμως αὐτή, ποὺ ἀφοροῦσε μόνο τὴν κατανάλωση ἀγαθῶν, ἐκδηλώθηκε ὡς χαρισματικὸ φαινόμενο, ποὺ δὲν προσέλαβε θεσμικὴ μορφή. Γι’αὐτὸ ἄλλωστε δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ διατηρηθεῖ διαχρονικὰ καὶ καταργήθηκε. Τὴν διαχρονικὴ διατήρηση τῆς κοινοκτημοσύνης κατέστησε δυνατὴ ἀκολούθως ὁ θεσμὸς τοῦ μοναχισμοῦ ποὺ προβλέπει ὄχι μόνο κατανάλωση ἀλλὰ καὶ παραγωγὴ ἀγαθῶν. Στὸν μοναχισμὸ καθιερώνεται μαζὶ μὲ τὴν ἀποταγὴ τῆς ἀτομικῆς ἰδιοκτησίας καὶ ἡ ἀποταγὴ τοῦ ἀτομικοῦ θελήματος. Ἔτσι αἴρεται εὐρύτερα ἡ αἰτία τῆς διασπάσεως καὶ γίνεται δυνατὴ ἡ ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς κοινότητας.

Βέβαια καὶ ὁ μοναχικὸς θεσμὸς ἔχει τὴν κοσμική του διάσταση μὲ τὴν κοινὴ περιουσία, τὴν κατοικία, τὰ διακονήματα κ.τ.λ., ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῶν μοναχῶν. Ἐδῶ ὅμως ὅλα αὐτὰ ρυθμίζονται μὲ ἄξονα τὴν κατακόρυφη κοινωνικότητα, δηλαδὴ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Ὁ πρῶτος ἄλλωστε σκοπὸς τοῦ μοναχισμοῦ εἶναι ἡ τήρηση τῆς πρώτης καὶ μεγάλης ἐντολῆς, τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό. Αὐτὴ ὄχι μόνο δὲν ἀλλοτριώνει τὴν φύση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἀντιθέτως τὶς τοποθετεῖ στὴν ὀντολογική τους βάση καὶ προοπτική.Ἔτσι ἡ ὁριζόντια κοινωνικότητα προβάλλεται σὲ ὑψηλότερο πνευματικὸ ἐπίπεδο καὶ εὐρύνεται ἀπεριόριστα: «Μοναχὸς ἐστιν ὁ πάντων χωρισθεὶς καὶ πᾶσι συνηρμοσμένος»[15].

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸν Χριστιανισμὸ ἡ ὕπαρξη τῆς ἀγάπης στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις προβάλλεται ὡς μαρτυρία τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ θανάτου καὶ τῆς μετοχῆς στὴν ἀληθινὴ ζωὴ[16]. Καὶ ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμὸς συνδέει τὴν ταυτότητά του μὲ τὴν βίωση τῆς ἀγάπης στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις: «Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες Κύριον τὸν Θεόν σου»[17]. Ἤ, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Σιλουανός, «ὁ ἀδελφός μας εἶναι ἡ ζωή μας…ἡ χάρη ἔρχεται μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ καὶ μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ διατηρεῖται»[18]. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐκκοσμίκευση τοῦ μοναχισμοῦ ἢ ἡ θεολογικὴ ἀλλοτρίωσή του ἀποστερεῖ καὶ τὴν κοσμικὴ κοινωνία ἀπὸ τὴν παρουσία κέντρων ἀναφορᾶς, ὅπου ἐπιχειρεῖται ἡ ἰδεώδης μορφὴ ἀναπτύξεως τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων.

Ἡ παρουσία τοῦ μοναχισμοῦ προσφέρει ἄφθονα στοιχεῖα γιὰ τὴν ἀνάπτυξη σωστῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων στὴν καθημερινὴ ζωὴ τοῦ κόσμου. Ἡ παραίτηση ἀπὸ τὸ ἀτομικὸ θέλημα καὶ ἡ φροντίδα γιὰ τοὺς ἄλλους, ὁ παραμερισμὸς τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τοῦ πλησίον, ἡ εἰλικρίνεια καὶ ἡ φιλαλήθεια στὶς καθημερινὲς σχέσεις, ἡ ἀποφυγὴ τῆς κατακρίσεως ἢ καὶ αὐτῆς ἀκόμα τῆς κρίσεως τῶν ἄλλων, ἡ θεώρηση τοῦ πλησίον ὡς ἀδελφοῦ, ὅπως καὶ πολλὰ ἄλλα ποὺ συνιστοῦν βασικὲς θέσεις τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, ἐξευγενίζουν καὶ ἐξυψώνουν οὐσιαστικὰ τὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων.

Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μέλη ἀλλήλων, εἶναι συνεργάτες καὶ συνυπεύθυνοι γιὰ ὁλόκληρο τὸ σῶμα. Ἄλλωστε αὐτὸ τὸ αἴσθημα ὑπαγορεύει καὶ ἡ ὁμοουσιότητα τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ συμπεριφορὰ πρὸς τὸν πλησίον, ἡ στήριξή του, ἡ συμμετοχὴ στὸν πόνο καὶ τὴν χαρά του, ἡ ἀποφυγὴ τῆς προσβολῆς ἢ τοῦ σκανδαλισμοῦ του ἀποτελοῦν βασικὲς ὑποχρεώσεις γιὰ τὸν πιστό. Ἡ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἀτομικὸ ἀλλὰ συλλογικὸ ἔργο, ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ διαπροσωπικὲς σχέσεις δὲν ἀνήκουν στὸ περιθώριο ἀλλὰ στὸ ἐπίκεντρο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Ἐκφραστικὸ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι τὸ αἴτημα ποὺ ἀπευθύνεται κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Θεία Κοινωνία: «Τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αἰτησάμενοι, ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πάσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»[19]. Ὁ Χριστιανὸς δὲν φροντίζει μόνο γιὰ τὴν προσωπικὴ προσαγωγή του στὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν στήριξη τοῦ πλησίον νὰ πλησιάσει τὸν κοινὸ Πατέρα. Καὶ ἡ φροντίδα αὐτὴ δὲν ἀποτελεῖ δευτερεῦον ἀλλὰ κύριο ἔργο ποὺ ἐκφράζει τὴν ταυτότητά του ὡς μέλους τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει καὶ ἡ προτροπὴ ποὺ ἀπευθύνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς πιστούς: «Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος»[20].

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης ὑπάρχει καὶ ὁ λεγόμενος χρυσὸς κανόνας τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς: «Πάντα ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς»[21]. Ἐδῶ καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νὰ μεταφέρει τὸν ἑαυτό του στὴν θέση τοῦ ἄλλου καὶ νὰ ἐνεργήσει ἀπέναντί του ἔτσι, ὅπως θὰ ἤθελε νὰ ἐνεργήσουν οἱ ἄλλοι ἀπέναντι σὲ αὐτόν. Ὁ κανόνας αὐτὸς προσφέρει στὸν καθένα τὸ ἀσφαλέστερο πρακτικὸ μέτρο σωστῆς συμπεριφορᾶς, ἀλλὰ δὲν κάνει λόγο γιὰ τὰ ὅριά της. Αὐτὰ ὑποδηλώνονται μὲ τὴν δεύτερη μεγάλη ἐντολή, ποὺ καλεῖ τὸν Χριστιανὸ νὰ ἀγαπήσει τὸν πλησίον του ὡς ἑαυτό του. Τὸν καλεῖ νὰ ἀνοιχθεῖ ἀπεριόριστα πρὸς ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση. Νὰ μὴ ξεχωρίζει τὸν πλησίον ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ νὰ τὸν βλέπει καὶ νὰ τὸν ἀγαπᾶ ὡς ἑαυτό του. Νὰ ζεῖ τὴν ζωὴ τοῦ πλησίον ὡς δική του ζωὴ καὶ νὰ γίνεται ἕνα μαζί του[22].

Ἡ θεώρηση αὐτὴ τοῦ πλησίον δὲν κατασκευάζεται σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ προκύπτει ὡς ὀντολογικὴ συνέπεια μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὸν Χριστιανὸ ὁ ἀληθινὸς ἑαυτὸς του εἶναι ὁ πλησίον. Χωρὶς αὐτὸν δὲν βρίσκεται οὐσιαστικὰ μέσα στὸ κοινὸ σῶμα. Δὲν ἐπαληθεύει τὴν ταυτότητα τοῦ Χριστιανοῦ. Αὐτὸ βέβαια δὲν γίνεται αἰσθητὸ μέσα στὴν ἐκκοσμικευμένη ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα. Γι’αὐτὸ καὶ ἐξαρχῆς ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ὁδήγησε πολλοὺς πιστοὺς ἔξω ἀπὸ τὴν κοσμικὴ κοινωνία καὶ συνέβαλε στὴν ἐμφάνιση τοῦ μοναχισμοῦ.

Ὁ μοναχισμὸς δὲν ἐπιδιώκει τίποτε περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ἐπιδιώκει κάθε Χριστιανός. Τὸ μοναστήρι εἶναι μία ἐκκλησία ποὺ λειτουργεῖ μέσα στὸ σῶμα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας καὶ μὲ τὸν ἴδιο σκοπὸ ὅπως καὶ αὐτή. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ οἱ ὀρθόδοξοι λαοὶ ἔβλεπαν στὸ μοναχικὸ κοινόβιο τὴν ἰδεώδη χριστιανικὴ κοινωνία. Σὲ σχέση μάλιστα μὲ τὸ θέμα μας μπορεῖ νὰ λεχθεῖ ὅτι αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ τὸ τελειότερο πλαίσιο γιὰ τὴν καλλιέργεια σωστῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων. Οὐσιαστικὰ ἡ κοινοβιακὴ ζωὴ στὴν ἰδανική της μορφὴ ἀποσκοπεῖ στὴν πληρέστερη δυνατὴ προσέγγιση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἑνότητας, ποὺ ἔχει ὡς ἔσχατο στόχο τὴν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης, τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Γι’ αὐτὴν τὴν ἑνότητα προσευχήθηκε ὁ Χριστός: «Ἵνα πάντες ἓν ὦσιν»[23]. Στὸ πλαίσιο μιᾶς τέτοιας ἑνότητας ὁ καθένας ὡς πρόσωπο ἀποτελεῖ κατὰ κάποιον τρόπο τὸ κέντρο τοῦ συνόλου• κάθε ἄνθρωπος καὶ κάθε πράγμα εἶναι γι’αὐτόν. Ἀλλὰ καὶ ἀντίστροφα αὐτὸς ὁ ἴδιος μὲ καθετὶ ποὺ τοῦ ἀνήκει προσφέρεται σὲ ὅλους καὶ στὸν καθένα[24]. Ἡ Τριαδολογία εἰκονίζεται στὴν ἀνθρωπολογία. Κάθε πτυχὴ τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος ἔχει καὶ τὸ ἀνθρωπολογικό της νόημα. Κάθε θεολογικὴ ἀλήθεια προβάλλεται στὸν ἄνθρωπο ὡς ἀλήθεια ζωῆς.

Ἡ σωστὴ ἀνθρώπινη κοινωνία ἀπαιτεῖ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις. Καὶ οἱ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις προϋποθέτουν σωστὰ πρόσωπα. Σωστά, τέλος, πρόσωπα ἢ ὁλοκληρωμένες ἀνθρώπινες ὑποστάσεις εἶναι ἐκεῖνες ποὺ ἀγκαλιάζουν μὲ τὴν ἀγάπη τους ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ κένωση τοῦ ἀτομικοῦ ἐγωισμοῦ γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ πλησίον ὡριμάζει καὶ ὁλοκληρώνει τὸ πρόσωπο. Ὅσο βαθύτερα «συγχωρεῖ» κάποιος μέσα του τοὺς ἄλλους, ὅσο περισσότερο τοὺς ἀγκαλιάζει μὲ τὴν ἀγάπη του, τόσο πιὸ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις καλλιεργεῖ, τόσο περισσότερο ὁλοκληρώνεται ὡς πρόσωπο καὶ ἀνυψώνεται πρὸς τὸ ἰδανικὸ πρότυπό του, τὸν Τριαδικὸ Θεό. Καὶ αὐτὸ γίνεται δυνατὸ μὲ τὴν ταπείνωση, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἄλλη ὄψη τῆς ἀγάπης.

Ἀπὸ ὅσα σημειώθηκαν γίνεται, νομίζουμε, φανερὸ ὅτι τέτοια πρόσωπα δὲν μποροῦν νὰ προετοιμαστοῦν χωρὶς τὴν θεανθρώπινη κοινωνία, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία• δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ διαμορφωθοῦν χωρὶς τὶς ἀνθρωπολογικὲς καὶ πνευματικὲς προϋποθέσεις ποὺ ἔχει καὶ προσφέρει αὐτὴ στὸν ἄνθρωπο. Στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος προσανατολίζεται πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴν ὁλοκληρώνεται ὡς πρόσωπο καὶ καλλιεργεῖ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις. Ζεῖ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ γίνεται ἐκφραστής της στὴν καθημερινὴ ζωή. Αὐτὸ φαίνεται δύσκολο, καὶ εἶναι πράγματι δύσκολο ἰδιαίτερα μέσα στὴν σύγχρονη ἐγωκεντρικὴ κοινωνία, γι’ αὐτὸ θεωρεῖται συνήθως ὡς ἔργο τῶν μοναχῶν. Ἡ ἐντολὴ ὅμως τῆς ἀγάπης δὲν ἀπευθύνεται μόνο στοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ σὲ ὅλους τοὺς πιστούς.

Ἡ θεσμοποίηση ἑνὸς τέτοιου τρόπου ζωῆς γίνεται δυνατὴ μὲ τὴν αὐτεξούσια συγκατάθεση τῶν ἀνθρώπων καὶ ὄχι μὲ ὁποιονδήποτε ἐξωτερικὸ καταναγκασμό. Ὁ ἐξωτερικὸς καταναγκασμὸς μπορεῖ νὰ ἔχει ὁρισμένα πρόσκαιρα ἀποτελέσματα, ἀλλὰ προκαλεῖ ἀναπόφευκτα ἔντονες ἀντιδράσεις καὶ δημιουργεῖ ἐκρηκτικὲς καταστάσεις. Οἱ νόμοι καὶ οἱ θεσμοὶ μποροῦν νὰ ἐμποδίσουν τὴν ἀκαταστασία ἢ τὴν παρενόχληση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καὶ τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, ἀδυνατοῦν ὅμως νὰ κατευθύνουν τὶς διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων ἢ νὰ ἐμπνεύσουν τὴν ἀγάπη καὶ τὴν καταλλαγὴ στὶς καρδιές τους. Ἀντιθέτως, ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ἀλήθεια τῶν δογμάτων της προσφέρει στοὺς ἀνθρώπους τὴν δυνατότητα νὰ συλλάβουν τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ὑπάρξεώς τους καὶ νὰ ὁλοκληρωθοῦν ὡς πρόσωπα.


1. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατὰ πλάτος 2,1,PG 31,908C.

[2]. Βλ. Ματθ. 15,19. Μάρκ. 7,21.

[3]. Ματθ.22,37-39.

[4]. Τὴν ἄμεση σχέση ὀντολογίας καὶ δεοντολογίας ὑπογραμμίζει ἰδιαίτερα ὁ Γέροντας Σωφρόνιος στὰ ἔργα του.

[5]. Α Ἰω.4,7.

[6]. Α΄ Ἰω. 2,3-4.

[7]. Ἑβρ. 1,1.

[8]. Κολ. 1,15.

[9]. Μ. Βασιλείου(;), Ἐπιστολὴ 38,4, PG 32,332D-333A.

[10]. Γιὰ περισσότερα βλ. Ἀρχιμ.Σωφρονίου, Ἄσκησις καὶ θεωρία, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1996, σ. 129 κ.ἑ.

[11]..Ἰω. 17,20.

[12]. Β΄ Κορ. 5,17.

[13]. Βλ.π.χ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 5, PG 151,64C.

[14]. Πράξ. 4,33.

[15]. Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Περὶ προσευχῆς 121, PG 79,1193B.

[16]. Βλ. Α’ Ἰω.3,14.

[17]. Βλ. Ἀποφθέγματα ἁγίων Γερόντων (περὶ τοῦ ἀββᾶ Ἀπολλῶ), PG 65,136B.

[18]. Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 102003, σ. 448-450.

[19]. Πληρωτικὰ Θ. Λειτουργίας.

[20]. Α΄ Κορ. 10,24.

[21]. Ματθ. 7,12.

[22]. Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 56.

[23]. .Ἰω. 17, 21.

[24]. Βλ. Archimandrite Sophrony, Parole a la Communaute 72 (2008), σ. 7-8.
πηγή

Φλεβάρη, Κουτσοφλέβαρε, λειψέ μήνα του χρόνου


B_FebruaryΟ δεύτερος μήνας του χρόνου είναι οΦεβρουάριος, ο Φλεβάρης, όπως τον ονομάζει ο λαός μας. Όπως μάθατε διαβάζοντας για τονΙανουάριο  ήταν αρχικά ο δωδέκατος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου. Το 153 π.Χ. καθιερώθηκε ως ο δεύτερος μήνας. Όπως γνωρίζετε, ο μήνας αυτός δεν έχει 30 ή 31 μέρες όπως οι υπόλοιποι μήνες. Έχει μόνο 28 μέρες και κάθε τέσσερα χρόνια έχει 29 μέρες. Να γιατί συνέβη αυτό:
Όταν ο Ιούλιος Καίσαρας, το 46 π.Χ. κυριαρχούσε στη Ρώμη, το έτος χωριζόταν σε 12 μήνες, αλλά η διάρκεια του καθένα απ΄ αυτούς δεν ήταν σταθερή. Αυτό συνέβαινε γιατί τη διάρκειά τους την κανόνιζαν οι ιερείς και οι συγκλητικοί, ανάλογα με την κατάσταση που ήταν κάθε φορά τα πολιτικά τους συμφέροντα. Ο Καίσαρας κάλεσε τον Αλεξανδρινό αστρονόμο Σωσιγένη κι αυτός πρότεινε να υιοθετηθεί το ημερολόγιο του Πτολεμαίου, πράγμα που έγινε. Αυτό είχε 365 μέρες ανά έτος και κάθε τέταρτο έτος είχε 366 μέρες. Το ζήτημα φάνηκε να λύνεται, αλλά συνεχίστηκε και μετά τον Καίσαρα. Το απλό θα ήταν να μοιραστούν οι 365 μέρες στους 12 μήνες κι ο καθένας να έχει από 30 ή 31 μέρες. Όταν όμως άρχισαν να μοιράζονται στους μήνες, που ήταν αφιερωμένοι στους θεούς, ξεκίνησαν με τον Μάρτιο και του έδωσαν 31 μέρες και στον επόμενο, τον Απρίλιο 30 μέρες. Συνέχισαν εναλλάξ (Μάιος 31, Ιούνιος 30, Ιούλιος 31) αλλά όταν έφθασαν στον Αύγουστο, που ήταν αφιερωμένος στον αυτοκράτορα, θεωρήθηκε σωστό να έχει κι αυτός 31 μέρες. Η κατανομή των ημερών συνεχίστηκε (Σεπτέμβριος 30, Οκτώβριος 31, Νοέμβριος 30, Δεκέμβριος 31) μέχρι που έφθασε στον Ιανουάριο, που ήταν αφιερωμένος στον Ιανό. Δεν μπορούσαν παρά τουOLYMPUS DIGITAL CAMERAπαραχωρήσουν 31 μέρες. Έτσι, για τον Φεβρουάριο έμειναν οι υπόλοιπες 28 μέρες. Αυτό όμως δεν κακοφάνηκε σε κανέναν, μια κι ο μήνας αυτός ήταν αφιερωμένος στους νεκρούς και οι Ρωμαίοι έπρεπε να κάνουν εξαγνισμούς και καθαρισμούς για τον εαυτό τους. Αυτό άλλωστε σημαίνει και τ΄ όνομά του.
Το όνομα αυτό λοιπόν, το πήρε από τη λατινική λέξη februare, που σημαίνει εξαγνίζωκαθαρίζω. Και οι Ρωμαίοι τόσο πολύ επιθυμούσαν να τελειώσει ο μήνας αυτός, ώστε, για να μην έχουν την αίσθηση ότι έχει περισσότερες από 28 μέρες, κάθε τέσσερα χρόνια που είχε 29 μέρες, δεν την πρόσθεταν στο τέλος, αλλά μετρούσαν δυο φορές την έκτη μέρα του μήνα (bi sextus).  Έτσι τα έτη αυτά (κατά τα οποία ο Φεβρουάριος έχει 29 μέρες) ονομάστηκαν δίσεκτα. Ο λαός τα θεωρεί γρουσούζικα, και τώρα γνωρίζετε γιατί, αν σκεφθείτε πού ήταν αφιερωμένος ο μήνας. Ο λαός μας τον λέει και Φλεβάρη, ένα όνομα που πιθανόν προέρχεται από τιςφλέβες, δηλ. από τα πολλά νερά που δημιουργούνται στις πηγές, εξαιτίας των πολλών βροχών. Οι Πόντιοι τον αναφέρουν και ως Κούντουρον, δηλαδή με κοντή ουρά.
febrrrΟ Φεβρουάριος αντιστοιχεί περίπου στους μήνες Γαμηλιώνα καιΑνθεστηριώνα του αθηναϊκού ημερολογίου. Αυτόν τον μήνα συνήθως αρχίζει το Τριώδιο και κάποιες χρονιές, όταν το Πάσχα πέφτει πριν από τις 17 Απριλίου, αρχίζει και η Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Το δεύτερο μισό του μήνα συνήθως ο καιρός βελτιώνεται κι ανεβαίνει η θερμοκρασία. Αυτό «ξεγελάει» την αμυγδαλιά, που ανθίζει με άσπρα ή ροζ λουλούδια. Είναι ο προάγγελος της άνοιξης, που θεωρητικά δεν απέχει πολύ, αλλά δεν έρχεται αν δεν προχωρήσει για τα καλά ο Μάρτης. Αυτή την εποχή γίνονται και τα κλαδέματα και τα φυτέματα των νέων δέντρων. Αυτό δείχνει και η μαρμάρινη αναπαράσταση στην εικόνα: ο Φεβρουάριος παριστάνεται ως νεαρός άνδρας που σκάβει με φτυάρι τη γη γύρω από ένα δέντρο.
Υπάρχουν και παροιμίες αλλά και γνωμικά για τον Φεβρουάριο:
Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει.
Παπαντή καλοβρεγμένη, η κοφίνα γεμισμένη. (Αν βρέχει στην αρχή του μήνα – της Υπαπαντής – θα υπάρχει ευφορία)
Ο Φλεβάρης με νερό, κουτσός μπαίνει στον χορό.
Του Φλεβάρη είπαν να βρέξει και λησμόνησε να πάψει.
Ο Φλεβάρης φλέβες ανοίγει και πόρτες κλείνει. (δηλ. είναι βροχερός μήνας και κάνει κρύο).
Saints_february
Εκτός από τη μεγάλη δεσποτική γιορτή της Υπαπαντής του Κυρίου (2 Φεβρουαρίου), 40 μέρες μετά τα Χριστούγεννα, η Εκκλησία μας τιμά και αγίους, κυρίως μάρτυρες, οι οποίοι έδωσαν τη ζωή τους για τον Χριστό τον μήνα αυτόν, πριν από πολλά χρόνια. Οι πιο γνωστοί από τους αγίους αυτούς και η ημέρα κατά την οποία τιμούμε τη μνήμη τους φαίνονται στην παραπάνω εικόνα.
πηγή

Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας - Φιλοθεϊτης



Προσοχή στις αναφορές στον Γέροντα.
Δεν προέρχονται από τον ίδιο όλες.
Ο Γέροντας Εφραίμ γεννήθηκε το 1928 στον Βόλο ως Ιωάννης Μωραΐτης.
Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη φτώχεια, βοηθώντας τον πατέρα του στην εργασία του, αλλά πάντα ακολουθούσε το ευσεβές παράδειγμα της μητέρας του (η οποία έγινε αργότερα μοναχή με το όνομα Θεοφανώ).

Σε ηλικία 14 χρονών άρχισε να λαχταρά τον μοναχισμό, αλλά δεν πήρε ευλογία από τον πνευματικό να πάει στο Άγιο Όρος έως ότου έγινε 19 χρονών.

Με την άφιξη του στο Άγιο Όρος πήγε κατευθείαν στον γέροντα Ιωσήφ (Ησυχαστή), ο οποίος τον αποδέχτηκε στην αδελφότητα του, και έκανε την κουρά του 9 μήνες αργότερα το 1948 με το όνομα Εφραίμ.
Από υπακοή στο γέροντά του, ο μοναχός Εφραίμ χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια ιερέας.
Η ζωή στην αδελφότητα του γέροντος Ιωσήφ ήταν πολύ αυστηρή και ασκητική.

Μετά την κοίμηση του γέροντος Ιωσήφ το 1959, συγκεντρώθηκαν αρκετοί μοναχοί γύρω από γέροντα Εφραίμ που τον είχαν ως πνευματικό πατέρα.

Το 1973 η αδελφότητά του μετακόμισε στην Ιερά Μονή Φιλοθέου όπου έγινε και ηγούμενός της. Λόγω της φήμης του γέροντος Εφραίμ, η μοναστική αδελφότητα μεγάλωσε γρήγορα.
Του ζητήθηκε από την επιστασία του Αγίου Όρους, να αναβιώσει και να επανδρώσει πολλά μοναστήρια στο Άγιο Όρος τα οποία έπασχαν από λειψανδρία, όπως του Ξηροποτάμου, Κωνσταμονίτου και Καρακάλλου. Αυτά τα μοναστήρια είναι κάτω από την πνευματική του καθοδήγηση μέχρι και σήμερα.
Επίσης υπάρχουν πολλά άλλα μοναστήρια στην Ελλάδα κάτω από την πνευματική καθοδήγηση του γέροντος Εφραίμ, όπως η Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στις Σέρρες, της Παναγίας της Οδηγήτριας στην Πορταριά (Βόλος) και αυτό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, πρώην μετόχι της Φιλοθέου, στη νήσο της Θάσου.

Το 1979 σε μια σύντομη επίσκεψή του στον Καναδά και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για λόγους υγείας, κατάλαβε πως είναι θέλημα θεού να επιστρέψει.
Από τότε έκανε ετησίως ταξίδι στην Βόρεια Αμερικής ταξιδεύοντας σε ελληνορθόδοξους ιερούς ναούς σε διάφορες πόλεις. Τα πνευματικά του παιδιά γίνανε δεκάδες χιλιάδες: λαϊκοί, μοναχοί, ιερείς.

Συνέχισε να είναι πνευματικός πατέρας ιερών μονών στο Άγιο Όρος και 8 γυναικείων μοναστηριών σε όλη την Ελλάδα, αλλά καθώς δεν ήταν πρακτικό να είναι ηγούμενος της Ιεράς Μονής Φιλοθέου, καθώς έλειπε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Βόρεια Αμερική, παραιτήθηκε το 1990.

Στην Αμερική έως σήμερα έχει ιδρύσει 19 μοναστήρια, 17 είναι στις Η.Π.Α. και τα 2 είναι στον Καναδά (ανδρικά και γυναικεία), τα οποία υπάγονται στην Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αμερικής και Καναδά.
Τα μοναστήρια είναι τα εξής: δύο στη Φλόριντα, δύο στο Τέξας, δύο στο Σικάγο, δύο στη νότια Καρολίνα, ένα στη Νέα Υόρκη, ένα στην Ουάσιγκτον, ένα στην Πενσυλβανία, ένα στην Καλιφόρνια, ένα στο Ιλινόις, ένα στο Μίτσιγκαν, ένα στο Μόντρεαλ, και ένα στο Τορόντο, αφιερωμένα στο Χριστό, στην Παναγία και σε διαφόρους Αγίους.
Επίσης έχει κατασκευάσει ένα γηροκομείο.

Σήμερα ο γέροντας Εφραίμ μονάζει στο μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου στην έρημο της Αριζόνας, λίγη ώρα μακριά από την πρωτεύουσα της Αριζόνας το Phoenix και κοντά στην πόλη Florence.


Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου

Η ίδρυση και κατασκευή της Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου ξεκίνησε το 1995. Η ιερά μονή είναι ανδρική και λειτουργεί με 45 μοναχούς από διάφορες εθνικότητες, με ηγούμενο τον π.Παϊσιο που προέρχεται από το Άγιο Όρος.

Το μοναστήρι έχει τώρα έκταση 2000 στρεμμάτων και το επισκέπτονται καθημερινά πολλοί προσκυνητές από όλο τον κόσμο.
Οι μοναχοί ακολουθούν και εφαρμόζουν επακριβώς τις Βυζαντινές παρακαταθήκες, τις παραδόσεις ,τις ιερές ακολουθίες, τις ολονυχτίες, τις προσευχές και τη ζωή με το ωράριο του Αγ. Όρους και στην Ελληνική γλώσσα.

Το μοναστήρι του Αγ. Αντωνίου είναι κοινόβιο με 5 εκκλησίες, του Αγ. Αντωνίου και Αγ. Νεκταρίου, του Αγ.Νικολάου, η οποία είναι πετρόκτιστη, του Αγ. Σεραφείμ, του Αγ. Δημητρίου, ρωσικού τύπου, και του Αγ. Γεωργίου. Κοντά στο μοναστήρι πάνω σε ένα λοφίσκο επίσης είναι κτισμένο το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, όμοιο με τα εκκλησάκια της Σαντορίνης, με χρώματα του μπλε και του άσπρου.

Οδηγίες για επισκέπτες στην Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου στην Αριζόνα των Η.Π.Α. 

Μέσω της σελίδα της Ιεράς Μονής μπορείτε να στείλετε ηλεκτρονικό μήνυμα στον Γέροντα:

πηγή

Ὅμιλία εἰς Μάρτυρας - Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος




Αἱ τῶν μαρτύρων ἑορταὶ οὐκ ἐν τῇ περιόδῳ τῶν ἡμερῶν μόνον͵ ἀλλὰ καὶ τῇ γνώμῃ τῶν ἐπιτελούντων κρίνονται. Οἷόν τι λέγω· ἐμιμήσω μάρτυρα; ἐζήλωσας αὐτοῦ τὴν ἀρετήν; κατ΄ ἴχνος αὐτοῦ τῆς φιλοσοφίας ἔδραμες; καὶ οὐκ οὔσης ἡμέρας μάρτυρος͵ ἑορτὴν μάρτυρος ἐπετέλεσας. Τιμὴ γὰρ μάρτυρος͵ μίμησις μάρτυρος. 

Ὥσπερ γὰρ οἱ τὰ φαῦλα πράττοντες͵ καὶ ἐν ἑορταῖς ἀνέορτοί εἰσιν· οὕτω καὶ οἱ τὴν ἀρετὴν μετιόντες͵ καὶ πανηγύρεως οὐκ οὔσης͵ ἑορτὴν ἐπιτελοῦσιν· ἐν γὰρ τῷ καθαρῷ τοῦ συνειδότος ἡ ἑορτὴ χαρακτηρίζεται. Τοῦτο καὶ ὁ Παῦλος δηλῶν ἔλεγεν· Ὥστε ἑορτάζωμεν μὴ ἐν ζύμῃ παλαιᾷ κακίας καὶ πονηρίας. ἀλλ΄ ἐν ἀζύμοις εἰλικρινείας καὶ ἀληθείας. Ἔστι τοίνυν ἄζυμα παρὰ Ἰουδαίοις͵ ἔστι καὶ παρ΄ ἡμῖν· ἀλλὰ παρ΄ ἐκείνοις μὲν ἄζυμον ἐξ ἀλεύρου͵ παρ΄ ἡμῖν δὲ καθαρότης βίου͵ καὶ ζωὴ κακίας ἁπάσης ἀπηλλαγμένη. 

Ὥστε ὁ ῥύπου καὶ κηλῖδος καθαρὰν τὴν ἑαυτοῦ διατηρῶν ζωὴν͵ καθ΄ ἡμέραν ἑορτάζει͵ πανηγυρίζων ἀεὶ͵ κἂν μὴ ἐν ἡμέρᾳ͵ μηδὲ ἐν σηκοῖς μαρτύρων͵ ἀλλὰ καὶ οἴκοι καθήμενος. Ἔστι γὰρ καὶ καθ΄ ἑαυτὸν ἑορτὴν μαρτύρων ἐπιτελεῖν. Καὶ ταῦτα λέγω͵ οὐχ ἵνα μὴ παραγινώμεθα πρὸς τοὺς τάφους τῶν μαρτύρων͵ ἀλλ΄ ἵνα παραγενόμενοι μετὰ τῆς προσηκούσης ἀπαντῶμεν προθυμίας͵ καὶ μὴ μόνον ταῖς ἡμέραις αὐτῶν͵ ἀλλὰ καὶ τούτων χωρὶς͵ τὴν αὐτὴν εὐλάβειαν παρεχώμεθα. 

Τίς γὰρ οὐκ ἂν ἀγάσαιτο σήμερον ἡμῶν τὸν σύλλογον͵ τὸ λαμπρὸν τοῦτο θέατρον͵ τὴν ζέουσαν ἀγάπην͵ τὴν θερμὴν διάθεσιν͵ τὸν ἀκατάσχετον ἔρωτα; Ὡς πᾶσα μὲν σχεδὸν ἡ πόλις ἐνταῦθα μεθώρμισται͵ καὶ οὔτε οἰκέτην δεσπότου φόβος κατέσχεν͵ οὔτε πένητα ἡ τῆς πτωχείας ἀνάγκη͵ οὔτε γηραιὸν τῆς ἡλικίας ἡ ἀσθένεια͵ οὔτε γυναῖκα τὸ τῆς φύσεως ἁπαλὸν͵ οὔτε πλούσιον τῆς περιουσίας ὁ τῦφος͵ οὐ τὸν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας ἡ ἀπόνοια· ἀλλ΄ ὁ τῶν μαρτύρων πόθος πᾶσαν ταύτην τὴν ἀνωμαλίαν ἐκβαλὼν͵ καὶ φύσεως ἀσθένειαν καὶ πενίας ἀνάγκην͵ μιᾷ ἁλύσει πλῆθος τοσοῦτον ἐνταῦθα εἵλκυσε͵ καὶ τῷ πόθῳ τῶν μαρτύρων ἐπτέρωσεν͵ ὡς ἐν οὐρανῷ νῦν πολιτευομένους διατρίβειν· πᾶσαν γὰρ ἀκολασίας καὶ ἀσελγείας πατήσαντες προσπάθειαν͵ τῷ τῶν μαρτύρων καταφλέγεσθε πόθῳ. 

Καθάπερ γὰρ τῆς ἀκτῖνος ἀνισχούσης δραπετεύει τὰ θηρία͵ καὶ πρὸς τοὺς οἰκείους καταδύεται χηραμούς· οὕτω τοῦ φωτὸς τῶν μαρτύρων εἰς τὰς ὑμετέρας καταλάμποντος διανοίας͵ ἅπαντα κατορύττεται τὰ νοσήματα͵ καὶ ἡ λαμπρὰ τῆς φιλοσοφίας ἀνάπτεται φλόξ. Ἀλλ΄ ὅπως μὴ νῦν μόνον͵ ἀλλὰ καὶ διηνεκῶς͵ καὶ τοῦ θεάτρου λυθέντος τοῦ πνευματικοῦ τούτου͵ ταύτην διατηρῶ μεν τὴν φλόγα͵ καὶ μετὰ τῆς αὐτῆς εὐλαβείας οἴκαδε ἀναχωρῶμεν͵ μὴ εἰς καπηλεῖα καὶ πορνεῖα͵ καὶ μέθην͵ καὶ κώμοις ἑαυτοὺς ἀφιέντες. Ἐποιή σατε τὴν νύκτα ἡμέραν διὰ τῶν παννυχίδων τῶν ἱερῶν· μὴ ποιήσατε πάλιν τὴν ἡμέραν νύκτα διὰ τῆς μέθης καὶ τῆς κραιπάλης͵ καὶ τῶν ᾀσμάτων τῶν πορνικῶν. 

Ἐτίμησας τοὺς μάρτυρας τῇ παρουσίᾳ͵ τῇ ἀκροάσει͵ τῇ σπουδῇ· τίμησον αὐτοὺς καὶ τῇ κοσμίῳ ἀναχωρήσει͵ μή τις ἰδών σε ἀσχημονοῦντα ἐν καπηλείῳ εἴπῃ͵ ὅτι οὐ διὰ τοὺς μάρτυρας παρεγένου͵ ἀλλ΄ ἵνα τὸ πάθος αὐξήσῃς͵ ἵνα τῇ πονηρᾷ ἐπιθυμίᾳ χαρίσῃ. Ταῦτα λέγω͵ οὐ κωλύων τρυφᾷν͵ ἀλλὰ κωλύων ἁμαρτάνειν͵ οὐ κωλύων πίνειν͵ ἀλλὰ κωλύων μεθύειν. Οὐ γὰρ ὁ οἶνος φαῦλον͵ ἀλλ΄ ἡ ἀμετρία πονηρόν· ὁ μὲν γὰρ οἶνος τοῦ Θεοῦ δῶρον͵ ἡ δὲ ἀμετρία τοῦ διαβόλου εὕρημα. Δουλεύσατε τοίνυν τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ͵ καὶ ἀγαλλιᾶσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ. Βούλει τρυφῆς ἀπολαύειν; ἀπόλαυε ἐν οἰκίᾳ͵ ὅπου͵ κἂν μέθη γένηται͵ πολλοὶ οἱ περιστέλλοντες· μὴ ἐν καπηλείῳ͵ ἵνα μὴ κοινὸν ᾖς θέατρον τοῖς παροῦσι καὶ σκάνδαλον ἑτέροις. 

Καὶ ταῦτα λέγω͵ οὐ κελεύων οἴκοι μεθύειν͵ ἀλλ΄ ἐν καπηλείῳ μὴ διατρίβειν. Ἐννόησον ἡλίκος γέλως͵ μετὰ τοιαύτην σύνοδον͵ μετὰ παννυχίδας͵ μετὰ Γραφῶν ἁγίων ἀκρόασιν͵ μετὰ μυστηρίων θείων κοινωνίαν͵ καὶ μετὰ πνευματικὴν χορηγίαν͵ ἄνδρα ἢ γυναῖκα ἐν καπηλείῳ φαίνεσθαι διημερεύοντας. Οὐκ οἴδατε ἡλίκη κεῖται κόλασις τοῖς μεθύουσι; τῆς γὰρ βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐκβάλλονται͵ καὶ τῶν ἀποῤῥήτων ἐκπίπτουσιν ἀγαθῶν͵ καὶ εἰς τὸ αἰώνιον πῦρ ἐκπέμπονται. Τίς ταῦτά φησιν; Ὁ μακάριος Παῦλος· Οὐ πλεονέκται͵ φησὶν͵ οὐ μέθυσοι͵ οὐ λοίδοροι͵ οὐχ ἅρπαγες βασι λείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι. Τί γένοιτ΄ ἂν ἀθλιώτερον τοῦ μεθύοντος͵ ὅταν διὰ μικρὰν ἡδονὴν τοσαύ της ἀπολέσῃ βασιλείας ἀπόλαυσιν; Μᾶλλον οὐδὲ ἡδονὴν ὁ μεθύων καρπώσασθαι δύναται· ἐν γὰρ τῇ συμμετρίᾳ τὰ τῆς ἡδονῆς͵ ἐν δὲ τῇ ἀμετρίᾳ τὰ τῆς ἀναισθησίας. Ὁ δὲ οὐκ αἰσθανόμενος ποῦ κάθηται͵ ἢ κατάκειται͵ πῶς ἂν αἴσθοιτο τῆς τοῦ πόματος ἡδονῆς͵ μηδὲ τὸν ἥλιον αὐτὸν δυνάμενος ὁρᾷν διὰ τὴν πυκνὴν τῆς μέθης νεφέλην͵ πῶς ἂν ἀπολαύσειεν εὐφροσύνης; τοσοῦτον γὰρ αὐτοῦ τὸ σκότος͵ ὡς μὴ ἀρκεῖν αὐτῷ τὰς ἀκτῖνας εἰς τὸ λῦσαι τὸν ζόφον ἐκεῖνον. Ἀεὶ μὲν͵ ἀγαπητοὶ͵ κακὸν ἡ μέθη͵ μάλιστα δὲ ἐν ἡμέρᾳ μαρτύρων. Μετὰ γὰρ τῆς ἁμαρτίας καὶ ὕβρις ἐστὶ μεγίστη καὶ παραφροσύνη͵ καὶ ἐξουδένωσις θείων λογίων· ὅθεν διπλῆ γένοιτ΄ ἂν καὶ ἡ κόλασις. 

Εἰ μέλλεις τοίνυν͵ εἰς μάρτυρας παραγενόμενος͵ μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀναχώρησιν μεθύειν͵ βέλτιον οἴκοι μένειν͵ καὶ μὴ ἀσχημονεῖν͵ μηδὲ ὑβρίζειν τῶν μαρτύρων τὴν ἑορτὴν͵ μηδὲ σκανδαλί ζειν τὸν πλησίον͵ μηδὲ πολιορκεῖν τὴν διάνοιαν͵ μηδὲ ἁμαρτήματα προστιθέναι. ῏Ηλθες ἰδεῖν ἀνθρώπους ξεομένους͵ αἵματι περιῤῥεομένους͵ τραυμάτων χορῷ καλλωπιζομένους͵ τὴν παροῦσαν ἀποδυσαμένους ζωὴν͵ πρὸς τὴν μέλλουσαν ἱπταμένους· γενοῦ τῶν ἀγωνιστῶν ἄξιος. Κατεφρόνησαν ἐκεῖνοι ζωῆς͵ καταφρόνησον σὺ τρυφῆς· ἀπεδύσαντο ἐκεῖνοι τὸν παρόντα βίον͵ ἀπόδυσαι σὺ τῆς μέθης τὸν πόθον. Ἀλλὰ βούλει τρυφᾷν; παράμενε τῷ τάφῳ τοῦ μάρτυρος͵ ἔκχεε πηγὰς δακρύων ἐκεῖ͵ σύντριψον τὴν διάνοιαν͵ ἆρον εὐλογίαν ἀπὸ τοῦ τάφου· λαβὼν αὐτὴν συνήγορον ἐν ταῖς εὐχαῖς͵ ἐνδιάτριβε ἀεὶ τοῖς διηγή μασι τῶν παλαισμάτων ἐκείνου· περιπλάκηθι τὴν σορὸν͵ προσηλώθητι τῇ λάρνακι· οὐχὶ τὰ ὀστᾶ μόνον τῶν μαρτύρων͵ ἀλλὰ καὶ οἱ τάφοι αὐτῶν͵ καὶ αἱ λάρνακες πολλὴν βρύουσιν εὐλογίαν. Λάβε ἔλαιον ἅγιον͵ καὶ κατάχρισόν σου ὅλον τὸ σῶμα͵ τὴν γλῶτταν͵ τὰ χείλη͵ τὸν τράχηλον͵ τοὺς ὀφθαλμοὺς͵ καὶ οὐδέποτε ἐμπεσῇ εἰς τὸ ναυάγιον τῆς μέθης. Τὸ γὰρ ἔλαιον διὰ τῆς εὐωδίας ἀναμιμνήσκει σε τῶν ἄθλων τῶν μαρτύρων͵ καὶ πᾶσαν ἀκολασίαν χαλινοῖ͵ καὶ κατέχει ἐν πολλῇ καρτερίᾳ͵ καὶ περιγίνεται τῶν τῆς ψυχῆς νοσημάτων. 

Ἀλλὰ κήποις ἐνδιατρίψαι βούλει͵ καὶ λειμῶσι καὶ παραδείσοις; Μὴ νῦν͵ ὅτε δῆμος τοσοῦτος͵ ἀλλ΄ ἐν ἑτέρᾳ ἡμέρᾳ· σήμερον γὰρ παλαισμάτων και ρὸς͵ σήμερον θεωρία ἀγωνισμάτων͵ οὐ τρυφῆς͵ οὐδὲ ἀνέσεως. ῏Ηλθες ἐνταῦθα͵ οὐχ ἵνα εἰς ῥᾳστώνην δώσῃς σεαυτὸν͵ ἀλλ΄ ἵνα μάθῃς ἀγωνίζεσθαι͵ παγκρατιάζειν͵ καὶ ἄνθρωπος ὢν τῶν ἀοράτων δαιμόνων συγκόπτειν τὴν ἰσχύν. Οὐδεὶς γὰρ εἰς παλαίστραν ἐλθὼν τρυφᾷ͵ οὐδὲ εἰς καιρὸν παλαισμάτων παραγενόμενος ὡραΐζεται͵ οὐδὲ ἐν καιρῷ παρατάξεως τραπέζας ἐπιζητεῖ. Μὴ τοίνυν καὶ σὺ ψυχῆς ἀνδρείαν καὶ γνώμης εὐτονίαν ἐλθὼν θεάσασθαι͵ καὶ τρόπαιον καινὸν καὶ παράδοξον͵ καὶ μάχην τινὰ ἐξηλλαγμένην͵ καὶ τραύματα καὶ πολέμους͵ καὶ παγκράτιον ἀνθρώπου͵ πράξεις δαιμονικὰς εἰσαγάγῃς͵ μετὰ τὴν ξένην καὶ φρικτὴν ταύτην θεωρίαν μέθῃ καὶ τρυφῇ ἑαυτὸν ἐκδοὺς͵ ἀλλὰ τὰ κέρδη τῆς ψυχῆς συναγαγὼν͵ οὕτως οἴκαδε ἄπιθι͵ διὰ τῆς ὄψεως πᾶσιν ἐνδεικνύμενος͵ ὅτι μάρτυρας θεωρήσας ἀνεχώρησας. Ὥσπερ γὰρ οἱ ἀπὸ τῶν θεάτρων κατιόντες͵ δῆλοι πᾶσίν εἰσι συντεταραγμένοι͵ συγκεχυμένοι͵ μαλακιζόμενοι͵ τὰ εἴδωλα πάντων τῶν ἐκεῖ γεγενημένων φέροντες· οὕτω καὶ τὸν ἀπὸ θεωρίας μαρτύρων ἐπανιόντα πᾶσι γνώριμον εἶναι χρὴ͵ τῷ βλέμματι͵ τῷ σχήματι͵ τῇ βαδίσει͵ τῇ κατανύξει͵ τῇ συναγωγῇ τῆς διανοίας· πῦρ πνέοντα͵ συνεσταλμένον͵ συντετριμμένον͵ νήφοντα͵ ἐγρηγορότα͵ διὰ τῶν κινημάτων τοῦ σώματος τὴν ἔνδοθεν ἀνακηρύττοντα φιλοσοφίαν. 

Οὕτω τοίνυν εἰς τὴν πόλιν ἐπανίωμεν͵ μετὰ τῆς προσηκούσης εὐταξίας͵ μετὰ εὐτάκτου βαδίσεως͵ μετὰ συνέσεως καὶ σωφροσύνης͵ μετὰ ἡμέρου καὶ γαληνοῦ βλέμματος. Στολισμὸς γὰρ ἀνδρὸς͵ καὶ γέλως ὀδόντων͵ καὶ βῆμα ποδὸς ἀπαγγελεῖ τὰ περὶ αὐτοῦ. Οὕτως ἀεὶ ἀπὸ μαρτύρων ἐπανίωμεν͵ ἀπὸ μύρων πνευματικῶν͵ ἀπὸ λειμώνων οὐρανίων͵ ἀπὸ θεαμάτων καινῶν καὶ παραδόξων͵ ἵνα καὶ αὐτοὶ πολλὴν καρπωσώμεθα τὴν εὐκολίαν͵ καὶ ἑτέροις ἐλευθερίας πρόξενοι γενησώμεθα͵ καὶ τῶν μελλόντων ἐπιτευξώμεθα ἀγαθῶν͵ χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ͵ μεθ΄ οὗ τῷ Πατρὶ͵ ἅμα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι͵ δόξα͵ κράτος͵ τιμὴ͵ νῦν καὶ ἀεὶ͵ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 

Ὁ Δίκαιος Συμεὼν ὁ Θεοδόχος



Κατοικοῦσε στὴν Ἱερουσαλήμ. Ἦταν δίκαιος, εὐλαβὴς καὶ φωτισμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ τοῦ εἶχε φανερώσει ὅτι δὲ θὰ πέθαινε πρὶν δεῖ τὸ Χριστό. Ἡ χαρμόσυνη αὐτὴ πληροφορία τὸν ἐμψύχωνε ὡς τὰ βαθειά γεράματά του.

Τέλος, ἀκριβῶς σαράντα μέρες μετὰ τὴν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, τὸ Πνεῦμα τὸν πληροφόρησε ὅτι ἔπρεπε νὰ πάει στὸ Ἱερό. Ἑτοιμάστηκε, λοιπόν, μὲ νεανικὴ ζωηρότητα, πῆγε ἐκεῖ καὶ στάθηκε στὴν πόρτα, γεμάτος εὐχαρίστηση καὶ ἀγαλλίαση. Μέσα στὴν προσδοκία αὐτή, φάνηκαν νὰ ἔρχονται ὁ Ἰωσὴφ μὲ τὴν Παρθένο, ποὺ κρατοῦσε τὸν Ἰησοῦ.

Ὁ Συμεών, πληροφορημένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα ὅτι τὸ βρέφος αὐτὸ εἶναι ὁ Χριστός, τρέχει καὶ παίρνει τὸν Ἰησοῦ στὴν ἀγκαλιά του. Τὸν κρατάει εὐλαβικὰ καί, ἀφοῦ καλὰ-καλὰ παρατήρησε τὸ νήπιο καὶ δέχθηκε ὅλη τὴν ἱλαρότητα τῆς θείας μορφῆς του, ὕψωσε τὸ βλέμμα του ἐπάνω καὶ εἶπε εὐχαριστῶντας τὸ Θεό: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμα σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ». Τώρα, δηλαδή, πᾶρε τὴν ψυχή μου Δέσποτα, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο σου, εἰρηνικά, διότι τὰ μάτια μου εἶδαν αὐτὸν ποὺ θὰ φέρει τὴν σωτηρία ποὺ ἑτοίμασες γιὰ ὅλους τοὺς λαοὺς καὶ θὰ εἶναι γι᾿ αὐτοὺς φῶς, ποὺ θὰ ἀποκαλύψει τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ θὰ δοξάσει τὸ λαό σου Ἰσραήλ.

Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν Ὕπερθεον Λόγον σάρκα γενόμενον, ἐνηγκαλίσω ὡς βρέφος ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Θεοῦ, Θεοδόχε Συμεὼν Πρεσβῦτα ἔνδοξε· ὅθεν καὶ Ἄννα ἡ σεπτή, ἀνθομολόγησιν αὐτῷ, προσήγαγεν ὠς Προφῆτις· ὅθεν ὑμᾶς εὐφημοῦμεν, οἷα Χριστοῦ θείους θεράποντας.

Κοντάκιον. 
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ξυνωρὶς ἡ ἔνθεος, χαρμονικῶς εὐφημείσθω, Συμεὼν ὁ Δίκαιος, σὺν τῇ Προφήτιδι Ἄννῃ· οὗτοι γὰρ, εὐαρεστήσαντες τῷ Κυρίῳ, ὤφθησαν, τοῦ σαρκωθέντος Λόγου αὐτόπται· τοῦτον γὰρ καθάπερ βρέφος, εἶδον ἀξίως καὶ προσεκύνησαν.

Ἕτερον Κοντάκιον.
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἡ δυὰς ἡ ἔνθεος τῶν θεοφόρων, Συμεὼν ὁ δίκαιος, καὶ Ἄννα ἡ τοῦ Φανουήλ, μεγαλοφώνως αἰνείσθωσαν· ὅτι κατεῖδον, Χριστὸν ὥσπερ νήπιον.

Μεγαλυνάριον.
Δίκαιοι ἐν νόμῳ καὶ εὐλαβεῖς, Συμεὼν ὁ Πρέσβυς, καὶ ἡ Ἄννα ἡ Φανουήλ, ὤφθησαν Κυρίῳ, τῷ σεσωματωμένῳ, καὶ ὕμνησαν τὴν τούτου, ἄρρητον κένωσιν.

Ἄννα ἡ Προφήτιδα


 


Ἦταν θυγατέρα τοῦ Φανουὴλ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἀσήρ, ὀγδόου γιοῦ τοῦ Ἰακώβ. Παντρεύτηκε πολὺ νέα, καὶ μετὰ ἑπτὰ χρόνια ἔμεινε χήρα. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἔζησε μόνη της, χωρὶς νὰ ἔλθει πλέον σὲ νέο γάμο.

Παρηγοριὰ καὶ εὐχαρίστησή της ἦταν ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν, ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ συχνὴ παρουσία της στὸ Ἱερό, σ᾿ ὅλες τὶς πρωϊνὲς καὶ ἑσπερινὲς δεήσεις. Γιὰ τὸν τρόπο αὐτὸ τῆς ζωῆς της, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μετέδωσε στὴν Ἄννα τὸ προφητικὸ χάρισμα.

Ἀξιώθηκε μάλιστα, ἂν καὶ 84 ἐτῶν τότε νὰ ὑποδεχθεῖ στὸ Ναὸ μαζὶ μὲ τὸν δίκαιο Συμεών, τὸ θεῖο Βρέφος. Κατὰ τὴν συνάντηση ἐκείνη, ἡ καρδιὰ τῆς Ἄννας ὑπερχάρηκε καὶ σκίρτησε. Πλησίασε, προσκύνησε τὸ παιδὶ καὶ κατόπιν, ἀφοῦ εὐχαρίστησε καὶ δοξολόγησε καὶ αὐτὴ τὸ Θεό, διακήρυττε ὅτι ἦλθε ὁ Μεσσίας πρὸς ὅλους, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν περιμένοντας μὲ εἰλικρινῆ εὐσέβεια τὴν λύτρωση τοῦ Ἰσραήλ.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν Ὕπερθεον Λόγον σάρκα γενόμενον, ἐνηγκαλίσω ὡς βρέφος ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Θεοῦ, Θεοδόχε Συμεὼν Πρεσβῦτα ἔνδοξε, ὅθεν καὶ Ἄννα ἡ σεπτή, ἀνθομολόγησιν αὐτῶ, προσήγαγεν ὠς Προφήτις, ὅθεν ὑμᾶς εὐφημοῦμεν, οἴα Χριστοῦ θείους θεράποντος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν Ὕπερθεον Λόγον σάρκα γενόμενον, ἐνηγκαλίσω ὡς βρέφος ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Θεοῦ, Θεοδόχε Συμεὼν Πρεσβῦτα ἔνδοξε, ὅθεν καὶ Ἄννα ἡ σεπτή, ἀνθομολόγησιν αὐτῶ, προσήγαγεν ὠς Προφήτις, ὅθεν ὑμᾶς εὐφημοῦμεν, οἴα Χριστοῦ θείους θεράποντος.

Κοντάκιον 
Ἦχος α’.
Ὁ μήτραν παρθενικὴν ἁγιάσας τῷ τόκῳ σου, καὶ χεῖρας τοῦ Συμεὼν εὐλογήσας ὡς ἔπρεπε, προφθάσας καὶ νῦν ἔσωσας ἠμᾶς Χριστὲ ὁ Θεός. Ἀλλ' εἰρήνευσον ἐν πολέμοις τὸ πολίτευμα, καὶ κραταίωσον Βασιλεῖς οὓς ἠγάπησας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

  αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας)  -  εικ . Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος  αρχίζει το αόρατο μυστήριο· ...