Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Μαρτίου 07, 2014

Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Ἁπλός



 


Ὀνομάστηκε ἁπλός, διότι ἦταν ἀμαθὴς γεωργὸς ποὺ δὲν γνώριζε τίποτα ἀπὸ τὶς ἐθιμοτυπίες τοῦ κόσμου. Τὸν στόλιζε ὅμως ἄκακο ἦθος καὶ ἦταν τέλειος ἀγαθὸς ἰσραηλίτης, χωρὶς καμμιὰ πονηριὰ καὶ δόλο. Μέχρι τὰ ἑξήντα του, οἱ γεωργικὲς ἐργασίες ἦταν ἡ κύρια ἀσχολία του.

Ἀλλ᾿ ἡ σύζυγός του ἦταν ἐντελῶς διαφορετική. Αὐτὴ ἔκανε τὴν δῆθεν εὐγενῆ, διότι ἔζησε κάποτε σὰν ὑπηρέτρια στὴν πόλη. Κορόϊδευε λοιπὸν τὸν Παῦλο σὰν κουτὸ καὶ ἀνόητο, ποὺ χάνεται μὲ τοὺς σταυροὺς καὶ ξόδευε τὴν ὥρα τῆς ἄνεσής του μὲ προσευχὲς καὶ ψαλμούς. Μέχρι ποὺ ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ προδώσει τὴν συζυγική της πίστη! Ὁ Παῦλος, ὅταν βεβαιώθηκε αὐτό, γέμισε ἀπὸ πολλὴ θλίψη καὶ πίκρα. Στέναξε βαθειά, προσευχήθηκε καὶ ἀποφάσισε νὰ τὴν ἀφήσει καὶ νὰ φύγει μακριά. Πῆγε δὲ στὴν ἔρημο, κοντὰ στὸν Μέγα Ἀντώνιο.

Στὸ νέο αὐτὸ στάδιο τῆς ζωῆς τοῦ ὁ Παῦλος, ἀνέπτυξε ἐξαίρετες ἀσκητικὲς ἀρετές. Θερμὸς στὴν εὐσέβειά του, ἄδολος στὴν καρδιά του, ταπεινὸς στὰ φρονήματά του, πρᾶος στὸ ἦθος του, στολιζόταν ἀπὸ τὰ ὡραιότερα χριστιανικὰ ἄνθη καὶ εἵλκυσε τὴν ἀγάπη τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου.

Ὁ Θεὸς μάλιστα, τοῦ ἔδωσε καὶ τὸ χάρισμα νὰ θαυματουργεῖ, καὶ ἔτσι θεράπευσε πολλοὺς δαιμονισμένους. Πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα στὰ βάθη τῆς ἐρήμου καὶ ἔμεινε σὰν τὸ γνησιότερο κάτοπτρο τῆς θείας ἀγαθότητας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς ἁπλότητος ὤφθης ἄνθος μυρίπνοον, παμμακάριστε Παῦλε, τῇ καθαρᾷ σου ψυχῇ, καὶ βίωσας ἐπὶ γῆς καθάπερ ἄγγελος, κατὰ πνευμάτων πονηρῶν, ἐξουσίαν ἐκ Θεοῦ, δεξάμενος θεοφόρε, αὐτῶν τῆς λύμης λιταῖς σου, ἡμᾶς ἀτρώτους διαφύλαττε.

Κοντάκιον. 
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τοῖς ἁπλουστάτοις σου τρόποις κοσμούμενος, τοῦ Ἀντωνίου συνόμιλος γέγονας, καὶ τούτου τὸν βίον μιμούμενος, Παῦλε φωτὸς θείου ἔμπλεως γέγονας, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.

Μεγαλυνάριον.

Στήλη τῆς ἁπλότητος ἐν Χριστῷ, Παῦλε ἀνεδείχθη, ἡ ὁσία σου βιωτή· ὅθεν πονηρίας, πνευμάτων ἀκαθάρτων, ἀτρώτους ἡμᾶς τήρει, τῇ ἀντιλήψει σου.

Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος κτήτορας τῆς Ἱ. Μονῆς Φανερωμένης στὴ Σαλαμῖνα


 


Γεννήθηκε στὰ Μέγαρα ἀπὸ τὸν Δημήτριο καὶ τὴν Κυριακή. Παντρεύτηκε μὲ τὴν Βασίλω καὶ ἀπόκτησε δυὸ γιούς, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Δημήτριο. Ἦταν γεωργὸς στὸ ἐπάγγελμα καὶ οἰκοδόμος.

Μὲ ὑπόδειξη τῆς Θεοτόκου πῆγε στὴ Σαλαμῖνα, ὅπου βρῆκε τὴν σεπτὴ εἰκόνα της καὶ στὰ ἐρείπια παλιᾶς Μονῆς οἰκοδόμησε νέα (1682). Ἐκεῖ ἔγινε μοναχὸς καὶ μετονομάστηκε σὲ Λαυρέντιος. Ἀργότερα ἔγινε μοναχὴ καὶ ἡ γυναῖκα του, μετονομασθεῖσα σὲ Βασσιανή.

Διὰ τῆς Θεοτόκου ἔκανε ἀρκετὰ θαύματα καὶ πέθανε εἰρηνικὰ στὶς 6 Μαρτίου 1707. Ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 7 Μαρτίου.

Ἀπολυτίκιον. 
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Μεγάρων τὸν γόνον, Ἀσκητῶν τὸν ὁμότροπον, καὶ φρουρὸν Μονῆς Σαλαμῖνος, θεοφόρον Λαυρέντιον, τιμήσωμεν προφρόνως ἀδελφοί, ὡς μέτοχον τῆς δόξης τοῦ Χρίστου, ἵνα τούτου ταῖς πρεσβείαις πάσης ὀργῆς, ῥυώμεθα κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν Πάτερ τὰ πρόσφορα.

Κοντάκιον. 
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ Μεγάρων Ὅσιε, οἷάπερ φοῖνιξ βλαστήσας, μυστικῶς ἐξήνθησας, ἐν Σαλαμῖνι τῇ νήσῳ· ἔνθα δή, Μονὴν ἐγείρας τῇ Θεοτόκῳ, σκήνωμα, τοῦ Παρακλήτου λαμπρὸν ἐδείχθης, τῇ ὁσίᾳ σου ἀσκήσει, Χριστοῦ θεράπον, Πάτερ Λαυρέντιε.

Μεγαλυνάριο.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ τῶν Μεγαρεών, ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· χαίροις Σαλαμῖνος, Μονῆς θεῖος δομήτωρ, καὶ φύλαξ καὶ προστάτης, Πάτερ Λαυρέντιε.

Συναξαριστής της 7ης Μαρτίου

Οἱ Ἅγιοι Ἐφραίμ, Βασιλεύς, Εὐγένιος, Ἀγαθόδωρος, Ἐλπίδιος, Καπίτων καὶ Αἰθέριος

 


Ὅλοι πέθαναν μαρτυρικὰ γιὰ τὴν διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ στὴ Χερσώνα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Καπίτωνα ποὺ διέφυγε τὸν κίνδυνο μὲ τὴν ἐπέμβαση του Μεγάλου Κων/νου καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ μετὰ ἀπὸ πολλοὺς κόπους.

Ὁ δὲ Ἐλπίδιος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ Ἱερομάρτυρες ποὺ ἐστάλησαν ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἱερουσαλήμ, γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου στὴ Χερσώνα, στὰ ὅρια τῆς Κριμαίας. Ἔζησε ἐπὶ Διοκλητιανοῦ (296). Ἐκεῖ, ἡ ἐργασία τοῦ Ἐλπιδίου γινόταν μὲ πολλὴ δυσκολία καὶ καθημερινοὺς κινδύνους. Διότι εἶχε νὰ κάνει μὲ βαρβάρους εἰδωλολάτρες.

Ἡ αὐταπάρνηση μὲ τὴν ὁποία ἐργάστηκε δὲν ἄργησε νὰ φέρει τοὺς πρώτους χριστιανοὺς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες στὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου μας. Ὅμως, ἡ ἀγριότητα τῶν ἀπίστων δὲν ἄργησε καὶ αὐτὴ νὰ φανεῖ. Μία μέρα, ἐνῷ ὁ Ἐλπίδιος κήρυττε, τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ἔδεσαν πίσω ἀπὸ μία ἅμαξα. Τὸν ἔσυραν μὲ τὸν πιὸ βάρβαρο τρόπο στοὺς δρόμους, μέχρι ποὺ πέθανε.

Ἔτσι πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, χύνοντας τὸ τίμιο αἷμα του σὰν πιστὸς ἐργάτης τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ «μισθός» του στοὺς οὐρανοὺς θὰ εἶναι ἀφάνταστα μεγάλος. Καὶ δίκαια, διότι κατὰ τὴν ρήση τοῦ Κυρίου, «ἄξιος ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ». Δηλαδή, εἶναι ἄξιος ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ τῆς ἐργασίας του, ποὺ ἐργάσθηκε γιὰ τὴν πνευματικὴ ὠφέλεια τῶν συνανθρώπων του.

Ἀπολυτίκιον. 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐπτάριθμος σύλλογος, Ἱεραρχῶν ἱερῶν, ἀγῶσιν ἀθλήσεως, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, ἐνθέως ἐφαίδρυναν, Εὐγένιος Βασιλεύς τε, σὺν Ἐφραὶμ Αἰθερίῳ, Ἐλπίδιος καὶ Καπίτων, Ἀγαθόδωρος ἅμα. Αὐτῶν Χριστὲ ἱκεσίαις, πάντας ἐλέησον.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. 
Ἦχος πλ. α’.
Τὰ θαύματα τῶν ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστὲ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις βουλᾶς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς βασιλείας τὰ σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος.

Κοντάκιον. 
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὥσπερ ἀστέρες ἄδυτοι, τῆς νοητῆς ἐλλάμψεως, τοὺς ἐν νυκτὶ τῆς ἀπάτης καθεύδοντας, υἱοὺς φωτὸς ἐδείξατε, Εὐγένιε καὶ Καπίτων, Ἀγαθόδωρε Βασιλεῦ καὶ Αἰθέριε, Ἐφραὶμ σὺν Ἐλπιδίῳ, ἀθλήσαντες ὡς ἀήττητοι.

Κάθισμα
Ἦχος γ’. Τὴν Ὡραιότητα.
Μύρῳ τῆς χάριτος ἱερατεύσαντες, ποιμένες ὤφθητε λαοῦ θεόφρονος, καὶ ὡς ἀρνία καθαρά, τυθέντες προσηνέχθητε, Λόγῳ Ἀρχιποίμενι, τῷ τυθέντι ὡς πρόβατον, Μάρτυρες Πανεύφημοι, καὶ φωστῆρες παγκόσμιοι· διὸ πανηγυρίζομεν πάντες, πόθῳ τὴν θείαν μνήμην ὑμῶν. 


Μεγαλυνάριον.

Θύσαντες θυσίαν τὴν λογικήν, ὡς τοῦ Θεοῦ Λόγου, Ἱεράρχαι πανευκλεεῖς, ἔμψυχοι τῷ Κτίστῃ, προσήχθητε θυσίαι, ἀθλητικῶς Πατέρες ἀγωνισάμενοι.

 
Οἱ Ἅγιοι Ἀρκάδιος καὶ Νέστωρ ἐπίσκοποι Τριμυθοῦντος Κύπρου

Ὅταν οἱ Ἅγιοι αὐτοί, ἀνέλαβαν ἐπίσκοποι Τριμυθοῦντος, ἡ Κύπρος ἦταν ἄκρως εἰδωλολατρική. Μετὰ ἀπὸ πολλοὺς κόπους καὶ βάσανα, κατόρθωσαν νὰ φέρουν πολλοὺς στὸ δρόμο τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ἐκκλησίας (Λαυριωτικὸς Κώδικας 70). Τελικὰ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.

 
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Ἁπλός

 


Ὀνομάστηκε ἁπλός, διότι ἦταν ἀμαθὴς γεωργὸς ποὺ δὲν γνώριζε τίποτα ἀπὸ τὶς ἐθιμοτυπίες τοῦ κόσμου. Τὸν στόλιζε ὅμως ἄκακο ἦθος καὶ ἦταν τέλειος ἀγαθὸς ἰσραηλίτης, χωρὶς καμμιὰ πονηριὰ καὶ δόλο. Μέχρι τὰ ἑξήντα του, οἱ γεωργικὲς ἐργασίες ἦταν ἡ κύρια ἀσχολία του.

Ἀλλ᾿ ἡ σύζυγός του ἦταν ἐντελῶς διαφορετική. Αὐτὴ ἔκανε τὴν δῆθεν εὐγενῆ, διότι ἔζησε κάποτε σὰν ὑπηρέτρια στὴν πόλη. Κορόϊδευε λοιπὸν τὸν Παῦλο σὰν κουτὸ καὶ ἀνόητο, ποὺ χάνεται μὲ τοὺς σταυροὺς καὶ ξόδευε τὴν ὥρα τῆς ἄνεσής του μὲ προσευχὲς καὶ ψαλμούς. Μέχρι ποὺ ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ προδώσει τὴν συζυγική της πίστη! Ὁ Παῦλος, ὅταν βεβαιώθηκε αὐτό, γέμισε ἀπὸ πολλὴ θλίψη καὶ πίκρα. Στέναξε βαθειά, προσευχήθηκε καὶ ἀποφάσισε νὰ τὴν ἀφήσει καὶ νὰ φύγει μακριά. Πῆγε δὲ στὴν ἔρημο, κοντὰ στὸν Μέγα Ἀντώνιο.

Στὸ νέο αὐτὸ στάδιο τῆς ζωῆς τοῦ ὁ Παῦλος, ἀνέπτυξε ἐξαίρετες ἀσκητικὲς ἀρετές. Θερμὸς στὴν εὐσέβειά του, ἄδολος στὴν καρδιά του, ταπεινὸς στὰ φρονήματά του, πρᾶος στὸ ἦθος του, στολιζόταν ἀπὸ τὰ ὡραιότερα χριστιανικὰ ἄνθη καὶ εἵλκυσε τὴν ἀγάπη τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου.

Ὁ Θεὸς μάλιστα, τοῦ ἔδωσε καὶ τὸ χάρισμα νὰ θαυματουργεῖ, καὶ ἔτσι θεράπευσε πολλοὺς δαιμονισμένους. Πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα στὰ βάθη τῆς ἐρήμου καὶ ἔμεινε σὰν τὸ γνησιότερο κάτοπτρο τῆς θείας ἀγαθότητας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς ἁπλότητος ὤφθης ἄνθος μυρίπνοον, παμμακάριστε Παῦλε, τῇ καθαρᾷ σου ψυχῇ, καὶ βίωσας ἐπὶ γῆς καθάπερ ἄγγελος, κατὰ πνευμάτων πονηρῶν, ἐξουσίαν ἐκ Θεοῦ, δεξάμενος θεοφόρε, αὐτῶν τῆς λύμης λιταῖς σου, ἡμᾶς ἀτρώτους διαφύλαττε.

Κοντάκιον. 
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τοῖς ἁπλουστάτοις σου τρόποις κοσμούμενος, τοῦ Ἀντωνίου συνόμιλος γέγονας, καὶ τούτου τὸν βίον μιμούμενος, Παῦλε φωτὸς θείου ἔμπλεως γέγονας, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.

Μεγαλυνάριον.

Στήλη τῆς ἁπλότητος ἐν Χριστῷ, Παῦλε ἀνεδείχθη, ἡ ὁσία σου βιωτή· ὅθεν πονηρίας, πνευμάτων ἀκαθάρτων, ἀτρώτους ἡμᾶς τήρει, τῇ ἀντιλήψει σου.

 
Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ Πατριάρχης Ἀντιοχείας

Ἦταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἄμιδα (πόλη τοῦ τουρκικοῦ Κουρδιστᾶν καὶ λιμάνι στὸν ποταμὸ Τίγρη, σήμερα ὀνομάζεται Διαρβεκίρ). Στὴν ἀρχὴ ὑπῆρξε κόμης τῆς Ἀντιοχείας ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἰουστίνου τοῦ Θρακὸς (518-527). Ἀπὸ λαϊκός, μὲ ὑπόδειξη τοῦ βασιλιᾶ, ἀνέβηκε στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο τῆς Ἀντιοχείας. Ἀνέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα σὰν Πατριάρχης, προκειμένου νὰ καθαρίσει τὴν ἐπαρχία του ἀπὸ τοὺς Μονοφυσῖτες.

Ἐναντίον τοὺς ἔγραψε ἔντονα, ὅπως χαρακτηριστικὰ λέει ὁ Φώτιος στὴ Μυριόβιβλο (σελ. 228-229). Αὐτὸς καὶ κάποιον Στυλίτη, φανατικὸ Μονοφυσίτη, ποὺ ἀσκήτευε στὴν Ἱεράπολη, μὲ θαῦμα ἐπανέφερε στὴν ὀρθὴ πίστη. Γιὰ 18 χρόνια ποίμανε τὸν λαὸ ὅπως ἔπρεπε καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος κτήτορας τῆς Ἱ. Μονῆς Φανερωμένης στὴ Σαλαμῖνα

 


Γεννήθηκε στὰ Μέγαρα ἀπὸ τὸν Δημήτριο καὶ τὴν Κυριακή. Παντρεύτηκε μὲ τὴν Βασίλω καὶ ἀπόκτησε δυὸ γιούς, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Δημήτριο. Ἦταν γεωργὸς στὸ ἐπάγγελμα καὶ οἰκοδόμος.

Μὲ ὑπόδειξη τῆς Θεοτόκου πῆγε στὴ Σαλαμῖνα, ὅπου βρῆκε τὴν σεπτὴ εἰκόνα της καὶ στὰ ἐρείπια παλιᾶς Μονῆς οἰκοδόμησε νέα (1682). Ἐκεῖ ἔγινε μοναχὸς καὶ μετονομάστηκε σὲ Λαυρέντιος. Ἀργότερα ἔγινε μοναχὴ καὶ ἡ γυναῖκα του, μετονομασθεῖσα σὲ Βασσιανή.

Διὰ τῆς Θεοτόκου ἔκανε ἀρκετὰ θαύματα καὶ πέθανε εἰρηνικὰ στὶς 6 Μαρτίου 1707. Ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 7 Μαρτίου.

Ἀπολυτίκιον. 
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Μεγάρων τὸν γόνον, Ἀσκητῶν τὸν ὁμότροπον, καὶ φρουρὸν Μονῆς Σαλαμῖνος, θεοφόρον Λαυρέντιον, τιμήσωμεν προφρόνως ἀδελφοί, ὡς μέτοχον τῆς δόξης τοῦ Χρίστου, ἵνα τούτου ταῖς πρεσβείαις πάσης ὀργῆς, ῥυώμεθα κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν Πάτερ τὰ πρόσφορα.

Κοντάκιον. 
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ Μεγάρων Ὅσιε, οἷάπερ φοῖνιξ βλαστήσας, μυστικῶς ἐξήνθησας, ἐν Σαλαμῖνι τῇ νήσῳ· ἔνθα δή, Μονὴν ἐγείρας τῇ Θεοτόκῳ, σκήνωμα, τοῦ Παρακλήτου λαμπρὸν ἐδείχθης, τῇ ὁσίᾳ σου ἀσκήσει, Χριστοῦ θεράπον, Πάτερ Λαυρέντιε.

Μεγαλυνάριο.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ τῶν Μεγαρεών, ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· χαίροις Σαλαμῖνος, Μονῆς θεῖος δομήτωρ, καὶ φύλαξ καὶ προστάτης, Πάτερ Λαυρέντιε.

 
Οἱ Ἅγιοι Αἰμιλιανὸς ὁ Ρωμαῖος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Μαριανός

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Αἰμιλιανὸς ὁ Ρωμαῖος, Ἰάκωβος καὶ Μαριανός, μαρτύρησαν στὴ Ρώμη τὸ ἔτος 259 μ.Χ., επἰ αὐτοκράτορα Οὐαλεριανοῦ (253 – 259 μ.Χ.)

 
Ὁ Ἅγιος John Beverley (Ἀγγλοσάξωνας)

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Μπεβερλέϊ) γεννήθηκε στὴ Βόρειο Ἀγγλία καὶ μαθήτευσε στὴν περίφημη σχολὴ τοῦ Αὐγουστίνου Καντουαρίας. Μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Χίλντας στὸ Οὐΐντμπυ. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἕξμαμ καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ὁσιότητα τοῦ βίου του. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἀναγκάστηκε νὰ παραιτηθεῖ καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ στὴν ἔρημο, προκειμένου νὰ εἰρηνεύσει ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία μετὰ ἀπὸ ἀπαιτήσεις τοῦ Ἐπισκόπου τῆς γειτονικῆς περιοχῆς, ὁ ὁποῖος διεκδικοῦσε τὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ἁγίου.

Ὕστερα ἀπὸ λίγο χρόνο ὁρίσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Ὑόρκης, ἀλλὰ καὶ πάλι παραιτήθηκε, γιὰ νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση, τηρώντας μὲ ἀκρίβεια τὰ μοναχικὰ καθήκοντά του.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 721 μ.Χ.

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
 

 
Ἅγιος Σισίννιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτὸν Μαρτύριος καὶ Ἀλέξανδρος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Σισίννιος ὁ διάκονος, Μαρτύριος καὶ Ἀλέξανδρος, μαρτύρησαν τὸ 397 μ.Χ., στὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Περὶ τοῦ μαρτυρίου αὐτῶν ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος, Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων καὶ ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος.
 

Μην ξεχνάς ότι υπάρχει η Ανάσταση και η Κρίση (Ι. Χρυσοστόμου).




Ας έχουμε συνεχώς εις τον νου μας την Ημέρα εκείνη (Ι. Χρυσόστομος)


Γιατί ενθυμίζει την ανάσταση τόσο συχνά; Για να μη νομίσουν ότι η πρόνοια του Θεού είναι μόνον δια τα παρόντα πράγματα και αν δεν απολαύσουν αυτά εις την παρούσα ζωή, να μη γίνονται απροθυμότεροι, αλλά να ελπίζουν εις τα  μέλλοντα, και αν εις την παρούσα ζωή δεν τιμωρούνται, να μη αδιαφορούν για αυτό, αλλά να ελπίζουν εις άλλη ζωή. 

Αλλά αν εκείνοι δεν ωφελήθηκαν, ας προσπαθήσουμε να ωφεληθούμε εμείς εκ της συνεχούς ομιλίας του περί αναστάσεως. Και αν θελήσουμε να γίνουμε πλεονέκτες ή άρπαγες ή να κάνουμε κάτι άπρεπο, ας έχουμε συνεχώς εις τον νου μας την Ημέρα εκείνη και ας φανταζόμαστε το δικαστήριο και η σκέψη αυτή θα συγκρατεί την άπρεπη ορμή μαςκαλύτερα από κάθε χαλινάρι. Και ας λέγουμε πάντοτε και εις τους  άλλους και εις τους εαυτούς μας · Θα γίνει Ανάστασις και μας περιμένει φοβερό δικαστήριο.


Και αν δούμε κάποιον να καυχησιολογεί και να χαίρεται δια τα παρόντα αγαθά, ας του επαναλάβουμε το ίδιο, αποδεικνύοντας εις αυτόν ότι όλα μένουν εδώ. Και αν δούμε άλλον να βασανίζεται και να ταλαιπωρείται, ας πούμε το ίδιο και εις αυτόν, βεβαιώνοντας αυτόν ότι οι λύπες θα τελειώσουν. Και αν δούμε άλλον να αμελεί και να χαλαρώνει, ας επαναλάβουμε το ίδιο, αποδεικνύοντας εις αυτόν , ότι θα δώσει λόγο δια την αμέλειά του. Αυτή η λέξη είναι το καλύτερο φάρμακο δια να θεραπεύσει την ψυχή μας. Διότι υπάρχει ανάστασις και ανάστασις πολύ πλησίον και δεν ευρίσκεται μακράν. Διότι πολύ ταχέως θα έλθει ο Ερχόμενος και δεν θα βραδύνει, λέγει ο Παύλος. Και ο ίδιος πάλι λέγει, ότι όλοι εμείς πρέπει να εμφανισθούμε εμπρός εις το βήμα του Χριστού, δηλαδή και κακοί και καλοί, οι μεν πρώτοι δια να ντρέπονται για όλα όσα έκαναν, οι δε άλλοι δια να λαμπρυνθούν περισσότερο για όλα. Διότι, όπως ακριβώς εδώ οι δικαστές και τους κακούς τιμωρούν και τους καλούς τιμούν δημοσίως, έτσι γίνεται και εκεί, ώστε οι μεν κακοί να ντρέπονται περισσότερο, οι δε καλοί περισσότερο να τιμώνται.

Αυτά λοιπόν ας τα ενθυμούμεθα κάθε μέρα. Αν αυτά σκεφτόμαστε, κανένα από τα πρόσκαιρα και ρευστά πράγματα δεν θα μπορέσει να μας απορροφήσει. Διότι εκείνα που βλέπονται είναι πρόσκαιρα, εκείνα όμως που δεν βλέπονται είναι αιώνια. Αυτά λοιπόν ας τα λέγουμε συχνά και εις τους εαυτούς μας και εις τους άλλους. Υπάρχει Ανάστασις και Κρίσιςκαι ευθύνες δια τας πράξεις μας. Και όσοι νομίζουν ότι υπάρχει ειμαρμένη, ας λέγουν τούτο και ας περιμένουν να απαλλαγούν αμέσως από το φθοροποιό νόσημα. Διότι, εάν υπάρχει Ανάστασις και Κρίσις, δεν υπάρχει ειμαρμένη, όσο και αν φιλονικούν και φωνάζουν.

Αλλά όμως ντρέπομαι να διδάσκω τους Χριστιανούς περί Αναστάσεως. Διότι εκείνος που έχει ανάγκη να μάθει, ότι υπάρχει Ανάστασις και δεν έχει πείσει αρκετά τον εαυτό του, ότι δεν υπάρχει ανάγκη περί αυτού, αλλά απλώς και τυχαίως θεωρεί τα πράγματα, δεν μπορεί να είναι Χριστιανός. Δια τούτο παρακαλώ και εκλιπαρώ, να καθαρίσουμε τους εαυτούς μας από όλες τις κακές πράξεις και ας κάνουμε τα πάντα, ώστε να επιτύχουμε την συγνώμη και την καλή απολογία κατά την Ημέρα εκείνη.

Ίσως όμως να ρωτήσει κανείς· Πότε θα γίνει η συντέλεια και η Ανάσταση. Ιδού, πόσος χρόνος πέρασε και δεν συνέβη κάτι παρόμοιο; Αλλά, πιστεύσετε με, θα γίνει. Διότι και οι άνθρωποι που έζησαν προ του κατακλυσμού τα ίδια έλεγαν και περιγελούσαν τον Νώε. Αλλά ήρθε ο κατακλυσμός και παρέσυρε όλους εκείνους που δεν πίστευαν και διέσωσε μόνο εκείνον που πίστευε. Και οι άνθρωποι της εποχής του Λώτ δεν περίμεναν την πληγή εκείνη, που εστάλη από τον Θεό, μέχρις ότου το πυρ και οι κεραυνοί που έπεσαν τους εξαφάνισαν όλους.

Και ούτε στους ανθρώπους της εποχής του Λώτ, ούτε της εποχής του Νώε υπήρξε προμήνυμα των μελλόντων να συμβούν. Αλλά ενώ όλοι είχαν επιδοθεί στην τρυφή και στην μέθη και ενώ όλοι γλεντοκοπούσαν, επήλθαν όλα τα αφόρητα εκείνα κακά. Έτσι θα γίνει και η Ανάσταση, χωρίς προμήνυμα, αλλά εις το μέσον της ευημερίας μας. Δια αυτό και ο Παύλος λέγει, ότι όταν λέγουν ειρήνη και ασφάλεια, τότε έρχεται πάνω τους αιφνίδια καταστροφή, όπως ο πόνος στην έγκυο και δεν θα μπορέσουν να ξεφύγουν. Έτσι τα τακτοποίησε ο Θεός, δια να είμαστε πάντοτε έτοιμοι για τον αγώνα και να μη έχουμε εμπιστοσύνη στην ασφάλειά μας.


(Απόσπασμα από την 45η ομιλία, στο Κατά Ιωάννη ευαγγέλιο, ΕΠΕ 13 Α, σελ. 311-315). 

Το κερί στη ζωή της εκκλησίας μας


15

Δεν υπάρχει ορθόδοξος Ναός που να μην έχει στην είσοδό του, στον πρόναο ή το πρόπυλο, μανουάλι με κεριά για τους πιστούς και τους προσκυνητές. Και δεν υπάρχει Ορθόδοξος πιστός, από τα νήπια έως τους υπερήλικες, ο οποίος να μην ανάβει το κερί του κάθε φορά που εισέρχεται στον ιερό χώρο του Ναού.
Πώς όμως και γιατί επικράτησε το άναμμα των κεριών στους Ναούς μας;
Η χρήση βεβαίως των κεριών όπως και άλλων φωτιστικών μέσων γινόταν τον πρώτο καιρό για λόγους καθαρά πρακτικούς. Υποκαθιστούσαν τα κεριά το φυσικό φως, για να μπορούν οι πιστοί να βλέπουν στις λατρευτικέςτους συνάξεις. Η χρήση τους βέβαια έγινε ακόμη πιο αναγκαία την περίοδο των διωγμών· τότε που η Εκκλησία του Χριστού βρισκόταν στις ανήλιαγες κατακόμβες και χρειαζόταν φως.
Από τον 4ο αιώνα και μετά όμως, που η Εκκλησία εξήλθε διά διατάγματος του αγίου Κωνσταντίνου από τις κατακόμβες, η χρήση διάφορων φωτιστικών μέσων διατηρείται στην Εκκλησία μας με χαρακτήραέντονα συμβολικό πέραν του καθαρώς πρακτικού.
Έτσι το κερί αποτελεί μια υπόμνηση εσωτερικής αλλοιώσεως, αλλαγής. Όπως αυτό αλλοιώνεται καθώς καίγεται, έτσι καλούμαστε να αλλοιωνόμαστε κι εμείς με το φως του Χριστού, το οποίο θα κατακαίει κάθε πάθος και κακία μας.
Το κερί αρχικά είναι σβησμένο και δεν έχει ούτε τη φωτιστική ιδιότητα ούτε τη θερμότητα. Αυτά τα αποκτά αφού ανάψει από τη φλόγα κάποιου άλλου. Με τον ίδιο τρόπο καλούμαστε κι εμείς να «ανάψουμε» από τη φλόγα του Παναγίου Πνεύματος, να αποκτήσουμε τη θερμότητα της πίστεως και να ακτινοβολήσουμε το φως των καλών έργων στη ζωή μας και στην κοινωνία μας.
Το κερί όταν καίγεται φωτίζει, και όταν φωτίζει καίγεται και εκδαπανάται. Έτσι και κάθε πιστός. Μόνο όταν εκδαπανάται και προσφέρεται και θυσιάζεται με έργα αγάπης και φιλανθρωπίας, φωτίζει το φως του Χριστού γύρω του. Γι’ αυτό κάθε φορά που ανάβουμε το κερί μας, καλούμαστε να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας, ότι πρέπει να συνεχίζουμε να ζούμε μέσα στο φως της χάρης του Θεού που πήραμε με τη Βάπτισή μας, τότε που πρωτοφωτιστήκαμε με το ανέσπερο φως του Θεού.
Πριν ο πολιτισμός με το ηλεκτρικό του ρεύμα μπει και στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας, ο φωτισμός των ιερών Ναών γινόταν με πολυελαίους που είχαν κεριά ή κανδήλια. Ο πολυέλαιος και τότε αλλά και σήμερα, συμβολίζει τη θριαμβεύουσα Εκκλησία του Χριστού. Τα κεριά ή σήμερα οι ηλεκτρικές λάμπες, συμβολίζουν τους αγίους ή το φως των εν ουρανοίς ευρισκομένων αγίων. Γι’ αυτό και σε ιερές πανηγύρεις και θείες Λειτουργίες, ιδιαίτερα στα μοναστήρια, σείουν τους πολυελαίους, για να φανερώσουν, ότι και οι άγιοι στα επουράνια συνεορτάζουν και συμμετέχουν και συγχορεύουν με την επίγεια Εκκλησία του Χριστού.
Όχι λοιπόν! Δεν είναι απλώς ένας τύπος το άναμμα του κεριού. Ούτε είναι κάτι που, όπως λέγεται από πολλούς συχνά τελευταία, επινόησε και διατηρεί η Εκκλησία μας για καθαρά εισπρακτικούς και κερδοσκοπικούς λόγους.
Είναι μια βαθιά υπόμνηση. Υπόμνηση για αγιασμό. Για θυσία. Για φωτισμό. Κρύβει έναν μυστικό συμβολισμό που βοηθά τους πιστούς.
Γι’ αυτό και αιώνες τώρα ο πιστός λαός μας διατηρεί αυτή την πρακτική. Και θα πρέπει και ο καθένας μας με τέτοια συναίσθηση και αγίους πόθους να την επιτελεί και να τη διδάσκει σε μικρούς και μεγάλους.

πηγή

ΣΟΦΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΒΒΑΚΟΥΜ ΤΟΥ ΑΝΥΠΟΔΗΤΟΥ

1-Πάτερ Αββακούμ ποία είναι η θέσις σου απέναντι της φιλοσοφίας;

-Αληθής φιλοσοφία τέκνον μου, απήντησε, ευρίσκεται εις τα Ευαγγέλια, εις τας επιστολάς του Απ. Παύλου και αλλαχού της Γpαφής, ως επίσης εις τα έργα των Πατέρων και τους βίoυς των Αγίων. Ό,τι γενικώς καλείται φιλοσοφία είναι, εν συγκρίσει προς τα ανωτέρω, κάτι το ανάξιον. Άκουσε τι λέει ο Παύλος εις την Α' επιστολήν του προς τον Τιμόθεον: «Ώ τέκνον Τιμόθεε, την παρακαταθήκην φύλαξον, εκτρεπόμενος τας βεβήλους κενοφωνίας και αντιθέσεις της ψευδωνύμου γνώσεως, ήν τινες επαγγελλόμενοι περί την πίστιν ηστόχησαν» (6, 20-21).

-Πώς απέκτησες αυτήν την ικανότητα (ακριβούς γνώσης και ερμηνείας της Αγίας Γραφής), ερώτησα τον π. Αββακούμ.

-Είναι αποτέλεσμα καθημερινής σπουδής και αγνότητος, και πάνω απ' όλα δώρον του Αγίου Πνεύματος, απήντησε.

-Πάτερ Αββακούμ πες μου είναι δυνατόν για ένα πού ζη στον κόσμο να επιτύχη την αγιότητα;

-Είναι πολύ δύσκολον, απεκρίθη, αλλά όχι αδύνατον. Ο Άγιος Χρυσόστομος λέγει ότι: «δεν είναι ο τόπος, αλλά ο τρόπος που κάνει αγίους». Εν τούτοις ο Άγιος προέτρεπε τους ανθρώπους, οι οποίοι ζουν στον κόσμον να πηγαίνουν εις τους πατέρας που ζουν εις την έρημον και να εξομολογούνται εις αυτούς.

-Γέροντα, οι καλοί άνθρωποι που δεν είναι βαπτισμένοι, πώς θα τούς κρίνη ο θεός; Και όταν κάνει κανείς το καλό, το βρίσκει;

-Το βρίσκει!  Ο Θεός είναι δικαιοκριτής. Δεν χάνει κανένας, αφού κάνει το καλό και είναι αβάπτιστος. Το ίδιο με ρώτησαν πριν πέντε χρόνια ο Άγγλος πρόξενος στην Αθήνα με τον γραμματέα του, που ήλθαν να με βρουν εδώ, στην Βίγλα, και εζήτησαν να τους εξηγήσω τους λόγους του Απ. Παύλου: «Δόξα δέ και τιμή και ειρήνη παντί τω εργαζομένω το αγαθόν, Ιουδαίω τε πρώτον και Έλληνι ……» (Ρωμ. 2, 10). Τους είπα ότι έχει να κριθή και ο πιο βάρβαρος, διότι ο Θεός σε κάθε ανθρώπου καρδιά έχει τον νόμον του γραμμένον. Ούτε ο βαπτισμένος χάνει που κάνει το καλό, ούτε ο αβάπτιστος. Και τους εξήγησα αυτά που λέει και το Τριώδιον.

-Γέροντα, λέτε να επλησίασε ο καιρός για τους Τούρκους;

-Αυτά μην τα θεολογείς. Όλα έρχονται σιγά - σιγά. «Ουκ ευθέως το τέλος», λέει η Γραφή. Διπλά θα πάθουν κακά απ΄ ό,τι μας έκαναν.

ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΗΤΟΣ, Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΑΘΗΝΑ 1988, σελ. 54 κ.ε. 
πηγή

Η ΖΩΗ ΕΡΧΕΤΑΙ ΔΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


1του Γέροντα Βασίλειου Γοντικάκη

Εάν τυχόν είσαι δίπλα σε Αυτόν, άσχετα αν είσαι πεθαμένος ή ζωντανός, ελπίζεις και περιμένεις να έρθει η ζωή

Μά λέει κανείς: «Bρέ παιδάκι μου, πεθαίνουμε». Βλέπουμε στό Ευαγγέλιο ότι τό άρρωστο παιδί πού έφερε ο πατέρας, έπεσε κάτω ξερό σάν νεκρό καί πολλοί άρχισαν νά λένε πώς πέθανε. Νομίζω ότι δέν έχει σημασία άν νομίζουμε εμείς ότι πεθάναμε, άν νομίζουν όλοι οι άλλοι ότι καί εμείς πεθάναμε.  

Αυτό πού έχει σημασία είναι νά μένουμε κοντά στά πόδια κάποιου ο οποίος υπήρχε προτού τόν κόσμον είναι, προτού υπάρξει ο κόσμος κι ο οποίος «τά πάντα διά τό πλήθος τού ελέους του εξ ουκ όντων εις τό είναι παρήγαγε». Οπότε εάν τυχόν είσαι δίπλα σέ Αυτόν, άσχετα άν είσαι πεθαμένος ή ζωντανός, ελπίζεις καί περιμένεις νά έρθει η ζωή.

Αλλά νομίζω ότι η ζωή έρχεται διά τού θανάτου. Όπως ο σπόρος, εάν δέν πέσει στήν γή νά πεθάνει, μένει μόνος, έτσι καί εμείς, άν δέν πονέσουμε θά μείνουμε μόνοι. 

πηγή   το είδαμε  εδώ

Ἡ ἐπιταγή γιά ἱεραποστολή




Ποιά εἶναι τά ἀντικείμενα, οἱ σκοποί τῆς ἱεραποστολῆς; Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χωρίς δισταγμό ἀπαντᾶ. Τά ἀντικείμενα αὐτά εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί ὁ κόσμος, ὄχι ὁ ἀπομονωμένος ἄνθρωπος, μέσα σέ μιὰ τεχνητά «θρησκευτική» ἀπομόνωση ἀπό τόν κόσμο καί ὄχι ὁ «κόσμος» σάν μία ὀντότητα τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπό ἕνα «κομμάτι». Ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνο προηγεῖται ἀλλά καί εἶναι ὄντως τό οὐσιαστικό ἀντικείμενο τῆς ἱεραποστολῆς. Καί ὅμως ἡ Ὀρθόδοξη ἰδέα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ παραμένει ἐλεύθερη ἀπό ἀτομικιστικές καί πνευματιστικές παραμέτρους. Ἡ ἐκκλησία, τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι μιὰ «θρησκευτική» κοινωνία μετεστραμμένων, ἕνας ὀργανισμός πού ἱκανοποιεῖ τίς «θρησκευτικές» ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι μία καινή ζωή καί γι’ αὐτό λυτρώνει ὁλόκληρη τή ζωή ὅλη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Καί αὐτή ὁλόκληρη ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀκριβῶς ὁ κόσμος μέσα στόν ὁποῖο αὐτός ζεῖ.

Ἡ Ἐκκλησία μέσω τοῦ ἀνθρώπου σώζει καί λυτρώνει τόν κόσμο. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε πώς «αὐτός ὁ κόσμος» σώζεται καί λυτρώνεται κάθε φορὰ πού ἕνας ἄνθρωπος ἀνταποκρίνεται στό θεϊκό δῶρο, τό ἀποδέχεται καί ζεῖ μ’ αὐτό. Αὐτό δέν μεταμορφώνει τόν κόσμο σέ Βασιλεία οὔτε τήν κοινωνία σέ Ἐκκλησία. Παραμένει ἀμετάβλητη ἡ ὀντολογική ἄβυσσος μεταξύ του παλιοῦ καί τοῦ νέου καί δέν μπορεῖ νά καλυφθεῖ σ’ αὐτό τόν «αἰώνα». Ἡ Βασιλεία πρόκειται νά ἔρθει καί ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Καί ὅμως αὐτή ἡ ἐρχόμενη Βασιλεία εἶναι ἤδη παροῦσα καί ἡ Ἐκκλησία λαμβάνει τό πλήρωμά της σ’ αὐτό τόν κόσμο. Εἶναι παροῦσα ὄχι μόνο ὡς «ἀναγγελία», ἀλλά μέ ὅλη της τήν πραγματικότητα καί μέσω τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, πού εἶναι ὁ καρπός της, ἐπιτελεῖ συνέχεια τήν ἴδια μυστηριακή μεταμόρφωση τοῦ παλιοῦ σέ νέο, κάνει δυνατή τήν πραγματική πράξη, τό πραγματικό «ποιεῖν» μέσα σ’ αὐτόν τόν κόσμο.

Ὅλα αὐτά δίνουν στήν ἱεραποστολή τῆς Ἐκκλησίας μιὰ κοσμική καί μιὰ ἱστορική διάσταση, πράγματα τόσο οὐσιαστικά στήν Ὀρθόδοξη παράδοση καί ἐμπειρία. Τό κράτος, ἡ κοινωνία, ὁ πολιτισμός, ἡ ἴδια ἡ φύση εἶναι τά πραγματικά ἀντικείμενα τῆς ἱεραποστολῆς καί ὄχι ἕνα οὐδέτερο «κοινωνικό περιβάλλον» μέσα στό ὁποῖο τό μόνο καθῆκον τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά διατηρήσει τήν ἐσωτερική της ἐλευθερία καί νά κρατήσει τή «θρησκευτική της ζωή». Θά χρειαζόταν ἕνας ὁλόκληρος τόμος γιά νά ἀφηγηθεῖ τήν ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἄποψη τῆς συγκεκριμένης συμμετοχῆς της στίς κοινωνίες καί στούς πολιτισμούς ἐκείνους πού ἡ Ὀρθοδοξία ἀπετέλεσε τήν καθολική ἔκφραση ὁλόκληρης τῆς ὕπαρξής τους. Γιά τήν ταύτισή της μέ ἔθνη καί λαούς, χωρίς νά προδώσει ὅμως τήν «ἐξωκοσμικότητά» της, τήν ἐσχατολογική ἐπικοινωνία της μέ τήν ἐπουράνια Ἱερουσαλήμ. Θά χρειαζόταν μία τεράστια θεολογική ἀνάλυση γιά νά ἐκφράσει σωστή τήν Ὀρθόδοξη ἰδέα τοῦ ἐξαγιασμοῦ τῆς ὕλης ἤ, θά λέγαμε, τήν κοσμική πλευρά τοῦ μυστηριακοῦ της ὁράματος.

Ἐδῶ μποροῦμε μόνο νά ἀναφέρουμε πώς ὅλα αὐτά εἶναι τό ἀντικείμενο τῆς Χριστιανικῆς ἱεραποστολῆς, γιατί ὅλα αὐτά ἀναλαμβάνονται καί προσφέρονται στό Θεό διά τῶν μυστηρίων. Στόν κόσμο τῆς ἐνσάρκωσης δέν παραμένει τίποτε τό «οὐδέτερο», τίποτε δέν μπορεῖ νά ἀφαιρεθεῖ ἀπό τόν Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου.

ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝ ΑΥΤΩ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΩΝ

15Γιορτάζουμε σήμερα 7 Μαρτίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Εφραίμ και των συν αυτώ Μαρτυρησάντων.

Οι Άγιοι Μάρτυρες είναι οι: Εφραίμ, Βασιλεύς, Ευγένιος, Αγαθόδωρος, Ελπιδίος, Καπίτων και Αιθέριος.

Επί της βασιλείας του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.) ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Έρμων (300-314 μ.Χ.) απέστειλε στη Σκυθία τον Επίσκοπο Άγιο Εφραίμ και στη Χερσώνα τον Επίσκοπο Άγιο Βασιλέα, με σκοπό την διάδοση του Χριστιανισμού. Ο Άγιος Βασιλέας επειδή κήρυττε τον Χριστό, εκδιώχθηκε από τους ειδωλολάτρες.

Όμως και πάλι προσκλήθηκε από τον ηγεμόνα του τόπου και ανέστησε, κατά τον Συναξαριστή, τον υιό του. Από το γενόμενο θαύμα και ο άρχοντας και πλήθος λαού πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν. Οι ειδωλολάτρες όμως εξεμάνησαν και τον συνέλαβαν. Τον έδεσαν και τον έσυραν από τα πόδια, και συρόμενος πέθανε.

Αλλά και ο Άγιος Εφραίμ, ενώ δίδασκε το Ευαγγέλιο, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και αποκεφαλίσθηκε.

Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Αγίου Βασιλέως απεστάλησαν στη Χερσώνα οι Επίσκοποι Αγαθόδωρος, Ελπίδιος και Ευγένιος ως κήρυκες του Ευαγγελίου και της πίστεως, αλλά και αυτοί φονεύθηκαν από τους άπιστους.

Στην συνέχεια απεστάλη υπό του Πατριάρχη Ιεροσολύμων ο Επίσκοπος Αιθέριος, ο οποίος μόλις είδε τον εθνικό λαό εξαγριωμένο, κατέφυγε στον Μέγα Κωνσταντίνο και ζήτησε την απέλαση των ειδωλολατρών από τη Χερσώνα, πράγμα το οποίο έγινε.

Αφού δε ο Άγιος ανήγειρε εκεί ναό, μετέβη στον βασιλέα, για να τον ευχαριστήσει. Όμως κατά την επιστροφή του τον συνέλαβαν και τον έπνιξαν στον ποταμό Δούναβη.

Οι Χριστιανοί της Χερσώνας ζήτησαν τότε από τον Μέγα Κωνσταντίνο να τους στείλει έναν άλλο Αρχιερέα και έτσι στάλθηκε σε αυτούς ο Άγιος Καπίτων. Οι ειδωλολάτρες όμως ζήτησαν από τον Άγιο Καπίτων να τους κάνει ένα θαύμα ώστε να δουν ποια είναι η αληθινή πίστη.

Ο Άγιος Καπίτων τότε, αφού φόρεσε τα αρχιερατικά του άμφια, έκανε το σημείο του Σταυρού και μπήκε μέσα σε μια αναμμένη κάμινο. Αφού έμεινε εκεί για αρκετή ώρα, βγήκε αβλαβής και άφλεκτος.Βλέποντας αυτό το θαύμα οι ειδωλολάτρες, βαπτίστηκαν και αυτοί Χριστιανοί.

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!

Απολυτίκιο:
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Επτάριθμος σύλλογος, Ιεραρχών ιερών, αγώσιν αθλήσεως, την Εκκλησίαν Χριστού, ενθέως εφαίδρυναν, Ευγένιος Βασιλεύς τε, συν Εφραίμ Αιθερίω, Ελπίδιος και Καπίτων, Αγαθόδωρος άμα. Αυτών Χριστέ ικεσίαις, πάντας ελέησαν.

ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΩΝ, ΤΩΝ ΕΝ ΧΕΡΣΩΝΙ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΑΝΤΩΝ, ΕΦΡΑΙΜ, ΒΑΣΙΛΕΩΣ, ΕΥΓΕΝΙΟΥ, ΑΓΑΘΟΔΩΡΟΥ .....

Τῌ Ζ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΜΑΡΤΙΟΥ

Μνήμη τῶν Ἁγίων Ἱερομαρτύρων, 

τῶν ἐν Χερσῶνι ἐπισκοπησάντων,
 Ἐφραίμ, Βασιλέως, Εὐγενίου, Ἀγαθοδώρου, Καπίτωνος, Αἰθερίου καὶ Ἐλπιδίου.

Τῇ Ζ' τοῦ αὐτοῦ μηνός,

 μνήμη τῶν Ἁγίων Ἱερομαρτύρων, τῶν ἐν Χερσῶνι ἐπισκοπησάντων,
 Ἐφραίμ, Βασιλέως, Εὐγενίου, Ἀγαθοδώρου, Ἐλπιδίου, Καπίτωνος καὶ Αἰθερίου.

Μὴ τὴν κεφαλὴν τοῖς ἀγάλμασι κλίνων,
Ἐφραὶμ ἀγάλλῃ, τῇ τομῇ ταύτην κλίνων.
Συρεὶς Βασιλεὺς χερσὶ δεισιδαιμόνων,
Χεῖρας διασπᾷ δεισιδαίμονος πλάνης.
τριὰς σύναθλος τοῦ Προφήτου τὸν λόγων,
«Εἰς μάστιγας δέδωκα τὸν νῶτον», λέγει.
Ἐπῆρε χεῖρας εἰς προσευχὴν Καπίτων
Καὶ πρὸς Θεὸν μετῆρεν ἐξάρας πόδας.
Ἐκ τοῦ ποταμοῦ πρὸς Θεὸν χωρεῖς Πάτερ,
Τὸν ἐν ποταμῷ σαρκικῶς λελουμένον.
Ἑβδομάτῃ πατέρας μόρος ἥρπασεν ἑπτὰ ἀριθμῷ.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, 

Νέστωρ καὶ Ἀρκάδιος, ἐπίσκοποι Τριμυθοῦντος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦνται.

Τῆς Τριμυθοῦντος Ποιμένες καλοὶ δύο,
Ἐν τῇ καλῇ σκιρτῶσι τῆς Ἐδὲμ πόᾳ.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,

 Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Παύλου τοῦ Ἁπλοῦ.

Γῆθεν μεταστὰς πρὸς Θεὸν Παῦλος Λόγον,
Τῆς ἁπλότητος πολλαπλᾶ στέφη λάβοι.

Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις,

 ὁ Θεός, 
ἐλέησον ἡμᾶς.
 Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...