Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Μαρτίου 07, 2014

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακή της Ορθοδοξίας, +Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης Μελέτιος

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακή της Ορθοδοξίας, του π. Μελετίου Καλαμαρά
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ
(Ἰω. 1, 44-52)
Μή μένετε στά βλεπόμενα

            Σήμερα εἶναι ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Δηλαδή πανυγηρίζομε τόν θρίαμβο τῆς ἀληθινῆς πίστης. Θρίαμβο ἐναντίον τῶν ψεύτικων ἐντυπώσεων πού σχηματίζει ὁ ἄνθρωπος γιά τόν Χριστό καί γιά τήν Ἐκκλησία.
            Κάθε αἵρεση καί κάθε καινούργια δοξασία καί θεωρία εἶναι ἕνα λάθος γιατί ἀποπλανᾶ ἀπό τήν ἀληθινή πίστη, ἀπό τήν μόνη ἀλήθεια, πού εἶναι ὅτι:
            Τόν κόσμο τόν δημιούργησε ὁ Θεός.
            Ὅτι ὅλοι εἴμαστε πλάσματά του.
            Ὅτι ὁ Θεός εἶναι πανάγαθος Πατέρας.
            Καί ὅτι γιά μᾶς, γιά νά μᾶς μαζέψει κοντά του, ἔστειλε στόν κόσμο τόν Υἱό του ὁμοούσιο καί συνάναρχο. Ἐξ’ ἴσου Θεό μέ τόν Πατέρα Θεό.
            Ὀρθοδοξία εἶναι, νά πιστεύει κανείς ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, εἶναι σωτήρας τοῦ κόσμου. Ὅτι εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Γι' αὐτό σήμερα διαβάσαμε τό Εὐαγγέλιο πού λέγει:
            Πῆγε ὁ Φίλιππος, πού γνώριζε τόν Χριστό, στό Ναθαναήλ καί τοῦ εἶπε:
            -Εὑρήκαμε τόν Ἰησοῦν τόν ἀπό Ναζαρέτ. Τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.
            -Ἀπό τήν Ναζαρέτ; Βγαίνει τίποτε καλό καί μεγάλο; Δέν εἶναι δυνατόν.
            Ἔτσι ἔλεγε τό μυαλό τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου, τά φιλοσοφήματα, τά ψευτοφιλοσοφήματα τῶν ἀνθρώπων.
            Τοῦ ἀπαντάει ὁ Φίλιππος:
            -Ἔρχου καί ἴδε.
            Τί νά ρθεῖ νά δεῖ. Ἕνα σχῆμα ἐξωτερικό. Καί τούς ἱερεῖς τούς βλέπομε. Ἀλλά ἅμα τούς βλέπομε χωρίς τήν ἱερωσύνη, τί βλέπομε; Τίποτε.
            Καί τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ τήν βλέπομε. Ἅμα ὅμως δέν βλέπομε, διά τῆς εἰκόνας, τόν Θεό τῆς δόξης, τί τήν θέλομε καί τήν βλέπομε;
Ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, κέντρο τοῦ κόσμου
            Πῆγε ὁ Ναθαναήλ καί στάθηκε μπροστά στόν Χριστό.       Τοῦ λέει ὁ Χριστός:
            -Καλώσ’ τόν καλό Ἰσραηλίτη, πού δέν ἔχει μέσα στήν καρδιά του δόλο.
            Παραξενεύτηκε ὁ Ναθαναήλ καί τόν ρώτησε:
            -Πόθεν μέ γινώσκεις; Ποῦ μέ ξέρεις;
            -Σέ εἶδα πρίν ἀπό λίγο πού ἤσουν κάτω ἀπό μιά συκιά. Τί σκεπτόταν; Ὁ Θεός ξέρει.
            Ἀλλά ὁ Χριστός τοῦ ἔδωσε νά καταλάβει μιά ἀλήθεια: Ὅτι ὅλα ὅσα σκεπτόταν ἐκείνη τήν στιγμή, τά ἤξερε. Τά ἤξερε καλύτερα ἀπό τόν ἴδιο.
            Καί ὁμολόγησε ὁ Ναθαναήλ καί εἶπε:
            -Σύ εἶσαι Κύριε, ὁ λυτρωτής τοῦ Ἰσραήλ, ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου.
            Ὁ Χριστός τοῦ εἶπε τότε, τήν πιό παράξενη κουβέντα πού μπορεῖ νά φανταστεῖ κανείς:
            -Καλά τό εἶπες, καί ἀπ'  ἄρτι, ἀπ'  αὐτή τήν ὥρα θά βλέπετε, ὄχι θά δεῖτε κάποια στιγμή, θά βλέπετε τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καί καταβαίνοντας ἐπί τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου.
            Μέ βλέπετε ἕναν ἄνθρωπο τώρα, ἐξωτερικό περίβλημα ἁπλό, συνηθισμένο, καταφρονεμένο. Πόσους ἀνθρώπους μπορεῖ νά ἐξολοθρεύσει μιά βόμβα; Πόσους ἕνας πυροβολισμός; Πόσους ἕνας ἄλλος τρόπος;
            Τό πιό ἐξευτελισμένο πράγμα σήμερα, παρόλα τά δικαιώματά του, κοντεύει νά καταντήσει ὁ ἄνθρωπος.
            «Ἀπ'  ἄρτι», εἶπε ὁ Χριστός, «ἀπ'  αὐτή τήν στιγμή, θά βλέπετε τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νά ἀνεβαίνουν καί νά κατεβαίνουν γύρω ἀπό αὐτόν τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου. Θά βλέπετε, ὅτι ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι τό κέντρο ὄχι μόνο τῆς γῆς, ἀλλά καί τῶν ἄνω. Ὅλου τοῦ κόσμου».
            Θά παραξενεύεται κανείς καί θά λέει:
            -Ποῦ τό εἴδαμε ἐμεῖς ποτέ, ὅτι ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί καί ὅτι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνεβαίνουν καί νά κατεβαίνουν γύρω ἀπό τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου;
            Ἀδελφέ μου, σύ πού λές αὐτά τά πράγματα, πῶς περπατᾶς σ’ αὐτό τόν κόσμο; Μέ τό κεφάλι κάτω; Στηριγμένο στή γῆ; Στό δρόμο; Στό χῶμα;
            Καί πῶς θέλεις νά δεῖς «τούς οὐρανούς ἀνεωγότας»;
            -Ὄχι τό σηκώνω τό κεφάλι μου!
            -Τά μάτια σου σηκώνεις. Τά μάτια αὐτοῦ τοῦ σώματος τά σήκωσες γιά μιά στιγμή πρός τά ἄνω. Ὅπως τά σηκώνουν ὅλα τά ζῶα καί τά ζωΰφια. Καί νόμισες ὅτι σήκωσες τά μάτια σου πρός τόν οὐρανό; Γιά νά τόν ἰδεῖς ἄν ἄνοιξε; Καί ἄν ἀρχίζουν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ νά ἀνεβαίνουν καί νά κατεβαίνουν ἐπί τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου;
Ἀλλιῶς ἀνοίγουν τά μάτια
            Ἀλλιῶς ἀνοίγομε τά μάτια, ὅταν κοιτάζομε κατά τόν οὐρανό. Ἀλλιῶς πρέπει, καί ἄλλα μάτια πρέπει νά ἀνοίξουν μέσα σου, γιά νά δεῖς «τόν οὐρανό ἀνεωγότα καί τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νά ἀνεβαίνουν καί νά κατεβαίνουν ἐπί τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου».
            Πῶς γίνεται αὐτό;
            Ἄς ἀκούσομε μιά ἁπλή ἀληθινή ἱστορία, ὅπως τήν περιγράφει ἕνας κληρικός.
            Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, τόν ὁποῖο ἄν ἤθελες νά τόν περιγράψεις θά τόν ἔλεγες: «παχύδερμο» ἀπό ἐκεῖνα πού περιγράφει ὁ Ἰονέσκο.
            Οὔτε σέ φιλοσοφίες ἔδινε σημασία, οὔτε σέ θρησκεῖες, οὔτε σέ πίστη, οὔτε σέ πνευματική ζωή, οὔτε σέ τίποτε ἄλλο παρά μόνο στήν τσέπη του καί στό σαρκίο του. Βέβαια τήν τσέπη του τήν ἤθελε γεμάτη μόνο γιά τό σαρκίο του.
            Τί ἦταν; Μόνο ἕνα κομμάτι γῆς. Ἕνα ρυπαρό κομμάτι τῆς γῆς. Μόλυσμα καί ἑστία μολυσμοῦ. Πρόκληση γιά τούς ἄλλους γιά νά καταντήσουν σάν κι’ αὐτόν.
            Καί λοιπόν τί ἔγινε; Τοῦ ἦλθε μιά ἐπίσκεψη. Ποιά ἦταν ἡ ἐπίσκεψη; Ὁ καρκίνος. Καί ἄρχισε ἡ ἀντίστροφη μέτρηση. Τότε ἐκεῖνα πού δέν τά ὑπολόγιζε καθόλου ὅσο ἦταν γερός, ἄρχισε νά τά ὑπολογίζει.
            Καί ζήτησε, γιά πρώτη φορά, ἐπικοινωνία μέ ἱερέα.            Τήν δεύτερη φορά ζήτησε μιά εὐχή. Ἕνα σταύρωμα. Καί τήν τρίτη, ζήτησε νά ἐξομολογηθεῖ. Ἔπειτα θέλησε νά τόν μάθουν καμιά προσευχή, τί πρέπει νά λέει στό Θεό.     Τέλος ζήτησε νά κοινωνήσει τά ἄχραντα Μυστήρια.
            Ἀπό κεῖ καί πέρα ἔζησε ἕνα χρονικό διάστημα κατά τό ὁποῖο συνεχῶς προσευχόταν καί συνεχῶς ἔκλαιγε.
            Ὅσο ἦταν καλά, ἡ ζωή του ἦταν ἕνας ἀγώνας νά ἀποτραβήξει τό παιδί του ἀπό τήν πορεία πρός τόν Χριστό, καί νά τό σπρώξει νά χαρεῖ τόν κόσμο καί τά ἀγαθά πού ἐκεῖνος εἶχε μαζέψει.
            Μά στό τέλος ἔλεγε καί ἐπαναλάμβανε:
            -Νά πᾶς παιδί μου, μέ ὅλη μου τήν ψυχή καί μέ τήν εὐχή μου, νά ἀφιερωθεῖς στόν Χριστό γιά νά σωθεῖς. Νά μήν καταντήσεις ὅπως κατάντησα ἐγώ. Πού σώζομαι μόνον χάρις εἰς τό ἀπέραντο ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί ἄς ἔχει δόξα πού μοῦ ἄνοιξε τά μάτια.
            Ἔτσι ἀνοίγουν τά μάτια. Ἤ μᾶλλον ἔτσι ἀνοίγουν οἱ οὐρανοί. Γιατί μόνον τότε ἀνοίγουν οἱ οὐρανοί, ὅταν ἀνοίξουν τά μάτια τοῦ ἀνθρώπου καί βλέπει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι σωτήρας τοῦ κόσμου.
            Ὅσο ὁ ἴδιος δέν αἰσθάνεται τόν Χριστό σωτήρα καί εὐεργέτη του, πηγή τῆς ζωῆς, πηγή τοῦ ἁγιασμοῦ, αἰτία καί πρόξενο τῆς αἰώνιας ζωῆς, οἱ οὐρανοί γι’ αὐτόν εἶναι κλειστοί. Καί οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, οὔτε «ἀναβαίνουν», οὔτε «καταβαίνουν ἐπί τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου».
            Βέβαια οἱ ἄγγελοι κάνουν τό ἔργο τους καί «ἀναβαίνουν καί καταβαίνουν ἐπί τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων».
            Καί στούς ἁγίους καί ἀγωνιστές, γιά νά τούς δοξάσουν καί νά τούς ἐνισχύσουν.
            Καί στούς ἀδύνατους καί ἀμελεῖς, γιά νά τούς παρακινήσουν σέ μετάνοια καί νά τούς δείξουν τόν δρόμο πρός τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐπέμβαση τῆς μάνας
            Γράφει ὁ περίφημος ρῶσσος ἱερέας, π. Δημήτριος Ντοῦτκο:
            Μιά ἡμέρα, ἦλθε μιά γριούλα στό σπίτι μου καί μοῦ εἶπε:
            -Ἔλα πάτερ, ὁ γυιός μου πεθαίνει. Νά τόν ἐξομολογήσεις, νά κοινωνήσει. Νά μήν φύγει ἔτσι.
            Ἑτοιμάστηκε καί πῆγαν.
            Ἔφτασαν στό σπίτι, ἄνοιξε ἡ γριά, μπῆκαν μέσα καί τοῦ λέει:
            -Ἄνοιξε αὐτή τήν πόρτα καί μπές. Εἶναι ὁ γυιός μου, κατάκοιτος. Ἑτοιμοθάνατος. Σέ περιμένει. Ἐγώ περιμένω ἀπ'  ἔξω.
            Ἀνοίγει ὁ παπάς τήν πόρτα, μπαίνει μέσα, ἀλλά νά· πετιέται ὅσο ἦταν δυνατό νά πεταχθεῖ ὁ ἑτοιμοθάνατος ἐπάνω καί ρωτᾶ ἀγριεμένος:
            -Ποιός εἶναι;
            -Ἐγώ.
            -Ποιός εἶσαι σύ;
            -Ὁ παπάς εἶμαι.
            -Ὁ παπάς; Τί θέλει ὁ παπάς στό σπίτι μου; Καί ἄρχισε τίς βλαστήμιες.
            -Συγγνώμη, τοῦ λέει. Δέν ἦλθα μόνος μου. Μέ φώναξες.
            -Ἐγώ;
            -Δέν ξέρω ἄν ἐσύ. Μιά γριούλα μέ ἔφερε ἐδῶ. Ἕνας δικός σου ἄνθρωπος μ’ ἔφερε. Ποῦ τὄξερα ἐγώ;
            -Ποιός ἄνθρωπος ἦταν αὐτός, πού σέ ἔφερε ἐδῶ;
            Κοιτάζει ὁ παπάς, πάνω ἀπό τό προσκέφαλό του ἦταν ἡ φωτογραφία μιᾶς γυναίκα. Καί λέει:
            -Νά ἐκείνη μέ φώναξε.
            -Καί ποῦ εἶναι ἐκείνη;
            -Ἀπ’ ἔξω. Περιμένει. Στό ἄλλο δωμάτιο.
            -Τί λές; Ξέρεις τί λές;
            -Πῶς δέν ξέρω. Αὐτή μέ ἔφερε.
            -Αὐτή εἶναι ἡ μάνα μου. Ἔχει πεθάνει δεκαπέντε χρόνια τώρα. Καί λέγοντας αὐτά ὁ ἄρρωστος καί βλέποντας τόν παπά νά τοῦ λέει τήν ἀλήθεια,  αἰσθάνθηκε κάτι τό ἐντελῶς διαφορετικό. Τί αἰσθάνθηκε;
            -Ἐκείνη τήν στιγμή, ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί καί κατάλαβε ὅτι ἀπό τόν οὐρανό κατέβηκε ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἡ μητέρα του καί πῆγε νά βρεῖ τόν παπά, νά τόν πάει κοντά του, γιά νά ἐξομολογηθῆ καί νά σωθῆ.
            Καί εἶδε τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου νά ἔχεται ἐν δόξῃ γιά νά τόν παραλάβει. Ἐξομολογήθηκε, ζήτησε συγγνώμη, ζήτησε τήν Θεία Κοινωνία καί ἔφυγε γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πῶς καί πότε;
            Ὄχι ἐπειδή τοῦ βάλαμε ἕνα κομματάκι ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ στό στόμα του, ἐνῶ ἦταν πεθαμένος σωματικά καί ψυχικά.
            Ἀλλά γιατί γι' αὐτόν ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί, κατέβηκε ἄγγελος καί τόν ἔσπρωξε σέ μετάνοια.
Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία
            Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Δέν εἶναι λεπτομέρειες. Δέν εἶναι τό λιβανάκι. Δέν εἶναι τά ὄμορφα προσκυνηταράκια. Αὐτά εἶναι λεπτομέρειες τῆς πίστεως. Ἀλλά ὄχι αὐτή ἡ πίστη.
            Ἡ πίστη εἶναι ὅτι ὁ Χριστός εἶναι σωτήρας τοῦ κόσμου. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι γιά νά θυμίζουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ σωτήρας τοῦ κόσμου.
            Καί μέ τόν Χριστό ἑνώνεται ὁ ἄνθρωπος πῶς;
            Ὅταν θά δεῖ τόν οὐρανό νά ἀνοίγει γι' αὐτόν. Καί τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νά ἀνεβαίνουν καί νά κατεβαίνουν εἰς τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου. Δηλαδή στόν καθένα μας σάν «υἱό ἀνθρώπου».
            Ἑνώνομαι δηλαδή μέ τόν Χριστό, τότε πού θά δῶ, νά ἀνοίγει ὁ ποταμός τῆς χάριτος ἀπό τόν οὐρανό καί νά ἔρχεται νά πλημμυρίζει τό σῶμα μου καί τήν ψυχή μου.
            Αὐτό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, στόν ἀπόστολό του τόν Ναθαναήλ, γιά νά τό ἀκοῦμε ὅλοι.
            Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη πίστη.
            Νά μᾶς φωτίζει ὁ Θεός νά ψάχνομε γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί προπαντός γιά τόν ἀρχηγό τῆς πίστεως τόν Κύριο καί σωτήρα μας Ἰησοῦν Χριστό. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στίς 29/2/2004 στόν Ἅγιο Χαράλαμπο Πρεβέζης.
Το είδαμε εδώ

Κυριακή Ορθοδοξίας

Κυριακή Ορθοδοξίας
Κήρυγμα Εὐαγγέλου Στ. Πονηροῦ
στόν ἱερό ναό ἁγίου Γεωργίου τῆς Ριζαρείου σχολῆς

Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
ἑορτάζει σήμερα, πρώτη Κυριακή τῶν νηστειῶν, ἡ Ἐκκλησία μας τήν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τήν ὁποία ἔχει ὁρίσει ὡς ἑορτή τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς Ὀρθοδοξίας πού ἀπειλήθηκε ἀπό τήν εἰκονομαχία, τῆς Ὀρθοδοξίας πού βρῆκε ἄξιους ὑπερασπιστές στά πρόσωπα τῶν ἁγίων μαρτύρων καί ὁμολογητῶν τῶν ὁποίων τή μνήμη διαιωνίζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας στό συνοδικό τῆς ἁγίας καί οἰκουμενικῆς Ζ΄ συνόδου, στά πρόσωπα τῶν ἁγίων πατριαρχῶν Γερμανοῦ, Ταρασίου, Νικηφόρου καί Μεθοδίου «τῶν ὡς ἀληθῶς ἀρχιερέων Θεοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας προμάχων καί διδασκάλων», στά πρόσωπα τῶν μεγάλων πατέρων, τῶν θεολόγων συγγραφέων Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καί Θεοδώρου Στουδίτου. Βρῆκε τέλος, θεία χάριτι, ἄξιους ὑπερασπιστές στά πρόσωπα τῶν ἁπλοϊκῶν ἀλλά πιστῶν μοναχῶν καί λαϊκῶν πού δέν δέχονταν νά ἀλλάξουν ἕνα γράμμα ἤ μία κεραία ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.
            Γνώριζαν ὅλοι ἐκεῖνοι, αὐτό τό ὁποῖο ἀναφέρει τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, τή φράση τήν ὁποίαν ἀπηύθυνε ὁ μαθητής τοῦ Κυρίου ἀπόστολος Φίλιππος στόν μέλλοντα μαθητή καί ἀπόστολο Ναθαναήλ: «ὅν ἔγραψε Μωυσῆς ἐν τῷ νόμῳ καί οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τόν υἱόν τοῦ Ἰωσήφ τόν ἀπό Ναζαρέτ». Τόν εἶδαν οἱ ἀπόστολοι τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, τόν βλέπουν μέχρι καί σήμερα «οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ». Κι ἀφοῦ ἐνηνθρωπίσθη, δύναται καί νά ἐξεικονισθεῖ. Ἄν ἀμφισβητεῖται ἡ δυνατότητα ἐξεικονίσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε ἀμφισβητεῖται καί τό ἀληθές τοῦ μυστηρίου τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Τοῦτο ἐγνώριζαν οἱ ὁμολογητές τῆς πίστεως κατά τόν 8ο καί 9ο αἰώνα, κατά τούς φρικτούς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας. Γι΄ αὐτό ἀρνήθηκαν οἱ ἅγιοι νά ὑπηρετήσουν τά θελήματα τῶν τυράννων, τῶν αὐτοκρατόρων οἱ ὁποῖοι εἶχαν αὐτοανακηρυχθεῖ καί θεολόγοι καί κατέστρεφαν εἰκόνες ἀνεκτίμητης ἀξίας, μοναστήρια καί ζωές ἀνθρώπων καί μέ ὅλες αὐτές τους τίς πράξεις προκάλεσαν ἐπαναστάσεις καί ἀπεμάκρυναν ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία τότε ἀκόμη δέν εἶχε διαβρωθεῖ.
            Διώχθηκαν οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ὑπέστησαν μύρια βάσανα, λέγει τό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «ἐμπαιγμῶν καί μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δέ δεσμῶν καί φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἱγίοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι». Διώχθηκαν μέ πανομοιότυπους τρόπους ἀπό τούς εἰκονομάχους κάπου δεκαπέντε αἰῶνες ἀργότερα ἀπό τήν ἐποχή τῶν προφητῶν καί οἱ ὑπερασπιστές τῆς ὀρθοδοξίας. Πρός τί; Θά ἐρωτήσει κανείς. «Μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενοι τόν ὀνειδισμόν Χριστοῦ» εἶναι ἡ ἀπάντηση κατά τόν ἅγιο ἀπόστολο Παῦλο.
Κάποιοι ὁπωσδήποτε θά ἀντείπουν: «ὅμως συνέβαινε καί παράχρηση τῶν εἰκόνων». Ναί, θά ἀπαντήσουμε, τύχαιναν καί περιπτώσεις παραχρήσεως, γίνονταν κάποτε καί πράξεις οἱ ὁποῖες σήμερα θά μᾶς φαίνονταν κωμικές, ὅμως ἄν μᾶς πονεῖ τό ἕνα χέρι, δέν κόβουμε τήν κεφαλή μας γιά νά μᾶς περάσει ὁ πόνος! Ἔπρεπε λοιπόν, σέ ὅσους ἔκαμαν παράχρηση, νά διδαχθεῖ ἡ σωστή χρήση κι ὄχι νά ἐπιχειρηθεῖ μέ βίαιο τρόπο ἡ ἀπαγόρευση τῶν εἰκόνων.
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἄς ἀναστηλώσουμε τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μέσα μας ἀξιοποιοῦντες τίς δωρεές τῆς θείας χάριτος, ἔτσι θά μπορέσουμε νά ἀνταπεξέλθουμε στίς προκλήσεις καί στίς δοκιμασίες, τίς ὁποῖες ἐκτοξεύει σήμερα ὁ ἄκοσμος κόσμος. Διότι σήμερα ἐπιχειρεῖται μέ ποικίλα τεχνάσματα νέα φάση τῆς εἰκονομαχίας. Ἐπιχειροῦν κάποιοι τήν ἔξωση τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ μας ἀπό τά κτήρια τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, σχολεῖα, δημόσιες ὑπηρεσίες καί δικαστήρια, τοῦ κράτους πού δημιουργήθηκε μέ ἀγώνα «ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος», δέν πρέπει νά τό ξεχνοῦμε αὐτό, μιά καί αὔριο θά τό γιορτάσουμε γιά ἄλλη μιά φορά. Ἐπιχειρεῖται ἐπίσης καί νόθευση τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ μας μέσῳ ἀμφιλεγόμενων σχολικῶν προγραμμάτων σπουδῶν, τά ὁποῖα διαφημίζονται ὡς «ἀνανέωση», ἀλλά στήν πραγματικότητα εἶναι καταστροφή.
Χρέος τοῦ κάθε θεολόγου, κληρικοῦ καί λαϊκοῦ, τοῦ κάθε πιστοῦ, ὅσο ἁπλός κι ἄν εἶναι, χρέος ὅλων μας εἶναι νά ἀντισταθοῦμε, νά ἀντισταθοῦμε ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τῶν μαρτύρων καί τῶν ὁμολογητῶν τῆς περιόδου τῆς εἰκονομαχίας, νά ἀγωνισθοῦμε νουθετώντας τά παιδιά μας, νά ἀγωνισθοῦμε μή δεχόμενοι τέτοιου εἴδους ἐγχειρήματα. Ἔτσι θά λέμε ἀλήθεια, ὅταν τήν κάθε Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως σήμερα θά ψάλλουμε: «θεσμούς Ἐκκλησίας πατρικούς, διαφυλάττοντες, εἰκόνας γράφομεν, καί ἀσπαζόμεθα στόμασι, καί καρδίᾳ καί θελήματι, τῶν τοῦ Χριστοῦ καί τῶν αὐτοῦ Ἁγίων κράζοντες· Εὐλογεῖτε πάντα τά ἔργα Κυρίου τόν Κύριον».

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, η μεγάλη πρόκληση της ιστορίας

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, η μεγάλη πρόκληση της ιστορίας
Μέσα σε ένα κλίμα δικαιολογημένου πανηγυρισμού γιορτάζουμε την Κυριακή της Ορθοδοξίας, που είναι η γιορτή της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, που είναι ο θρίαμβος της Αλήθειας.
Με αφορμή το μεγάλο αυτό γεγονός θα εξετάσουμε σήμερα τι είναι η Ορθοδοξία, ποια τα χαρακτηριστικά της, η σχέση της με τον Ελληνισμό και η μαρτυρία της στο σύγχρονο κόσμο.
Η Ορθοδοξία είναι η γνήσια προέκταση της Εκκλησίας του Χριστού, Ο πνευματικός χώρος, όπου διδάσκεται ορθά το περιεχόμενο της θείας εξ αποκαλύψεως αλήθειας, βιώνεται το διαρκές παρόν της σωτηρίας και συντελείται η μεταμόρφωση του ανθρώπου και του κόσμου.
Περιεχόμενο της Ορθοδοξίας είναι ο παρατεινόμενος στους αιώνες Χριστός, όπως τον κήρυξαν οι Απόστολοι, όπως τον δίδαξαν οι Πατέρες, όπως τον δογμάτισαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι.
Σε όλο το διάστημα της δισχιλιόχρονης ιστορικής της πορείας η Ορθοδοξία αντιμετώπισε κάθε είδους δυσχέρειες. Διήλθε «διά πυρός και σιδήρου», υπέστη επιθέσεις και δέχθηκε διώξεις. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο «κλυδωνίζεται, αλλ’ ου καταποντίζεται, χειμάζεται, αλλά ναυάγιον ουχ υπομένει, παλαίει αλλ’ ουχ ηττάται, πυατεύει, αλλά ναυάγιον ουχ υπομένει, πυατεύει αλλ’ ου νικάται». Ζει και νικά διαρκώς η Ορθοδοξία, διότι έχει θεμελιωθεί πάνω στην πέτρα, «η δε πέτρα ην ο Χριστός» (Α’ Κορ. α’, 5).
Η Ορθοδοξία καθοδήγησε την πνευματική ζωή της ανθρωπότητας. Επέδρασε στη διαμόρφωση του δικαίου, στους κοινωνικούς θεσμούς και το φιλοσοφικό στοχασμό. Λέπτυνε την τέχνη, ημέρωσε τα ήθη, εξευγένισε το πολιτειακό δίκαιο, ανέβασε τον άνθρωπο στο ανώτατο σκαλοπάτι των αξιών. Η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η αξία του ανθρωπίνου προσώπου, η ισότητα των δύο φύλων, το αγαθό της ελευθερίας, οι αγώνες για την παγκόσμια ειρήνη, την καταπολέμηση των φυλετικών διακρίσεων και την κοινωνική δικαιοσύνη αποτελούν πολύτιμα δώρα της Ορθοδοξίας στην ανθρωπότητα. Γενικά η Ορθοδοξία υπηρέτησε με συνέπεια το μεγαλείο του ανθρωπίνου προσώπου σε όλη την απολυτότητα και καθολικότητα με τις οποίες αυτό συνδέθηκε στη χριστιανική ανθρωπολογία.
Ο άνθρωπος ως κορύφωση και συγκεφαλαίωση της θείας δημιουργίας, υπήρξε γι’ αυτήν το καθ’ όλου περιεχόμενο της αποστολής της στον κόσμο και στην ιστορία της σωτηρίας.
Παρόλο που ο χαρακτήρας της Ορθοδοξίας είναι οικουμενικός και οικουμενική η αποστολή της, κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ιδιάζουσα σχέση της με τον ελληνισμό και τα ελληνικά χαρακτηριστικά της. Η Ορθοδοξία συνδέθηκε με τον ελληνισμό με ένα σύνδεσμο αγάπης αιματηρής, θυσίας και θριάμβου. Η Ορθοδοξία μπορεί να μην είναι υπόθεση μόνο της Ελλάδος. Η Ελλάδα όμως είναι υπόθεση της Ορθοδοξίας.
Δεν γνωρίζουμε τι μορφή θα είχε η Ορθόδοξη Εκκλησία χωρίς την ελληνική κληρονομιά. Γνωρίζουμε όμως ότι χωρίς την Ορθόδοξη Εκκλησία Ελλάδα δεν θα υπήρχε σήμερα. Ο εθνικός μας ιστορικός Κων/νος Παπαρρηγόπουλος γράφει: «Το Ελληνικόν Έθνος δεν διεσώθη, τουλάχιστον δεν διέσωσε την ιστορικήν του αξίαν, ειμή διά της τους χριστιανισμού συμμαχίας». Και ο σοφός ιστορικός Σπυρίδων Ζαμπέλιος, σε απόλυτη συμφωνία με τον εθνικό μας ιστορικό, παρατηρεί: «Το όνομα της Ελλάδος άνευ της Ορθοδοξίας δεν ήθελεν ίσως υπάρχει σήμερον ή εντός βιβλιοθηκών και εις σοφών τινων αναμνήσεις».
Η Ορθοδοξία συνέβαλε στην κάθαρση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και τον βοήθησε να κάνει υπέρβαση της κρίσεως, την οποία διερχόταν.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο υπήρξε ο συνεκτικός δεσμός, που σφυρηλάτησε τη συνένωση των πολιτών του βυζαντινού κράτους σε μια κοινή εκπολιτιστική προσπάθεια.
Κατά δε την περίοδο της Τουρκοκρατίας η Ορθόδοξη Εκκλησία διατήρησε την ελληνική παιδεία, καλλιέργησε το ηρωικό πνεύμα με τις θυσίες του κλήρου και ανέστειλε το κύμα του εξισλαμισμού, που ήταν ταυτόχρονα αναχαίτιση του εκτουρκισμού.
Στους καταλόγους των ελληνικών σχολείων και ελλήνων λογίων, που συνέταξαν ο Ματθαίος Παρανίκας και ο Κων/νος Σάθας, τα 2/3 και πλέον των δασκάλων ήταν ιερωμένοι. Μόνον ο Κοσμάς ο Αιτωλός ίδρυσε περισσότερα από 200 σχολεία, σημερινά δημοτικά, και 30 ελληνικά, πραγματικός άθλος για την εποχή εκείνη.
Πολύτιμες υπήρξαν οι υπηρεσίες της Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, την μικρασιατική καταστροφή, τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, την περίοδο της κατοχής και γενικά σε όλους τους αγώνες της φυλής μας.
Ιδιαίτερα πρέπει να εξάρουμε τον ρόλο της Ορθοδοξίας στα Βαλκάνια ως ενοποιού δυνάμεως και βασικού στοιχείου επιρροής στο γενικότερο πολιτιστικό γίγνεσθαι των χωρών αυτών μετά τις ραγδαίες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ετών, που είχαν ως συνέπεια την πτώση των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Σήμερα η Ορθοδοξία είναι η κυρίαρχη πνευματική δύναμη του βαλκανικού χώρου. Σε σύνολο 85.000.000 κατοίκων των Βαλκανίων, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ανέρχονται σε 73 περίπου εκατομμύρια.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια ιδιαίτερη εκτίμηση για την Ορθοδοξία και μια αξιοσημείωτη στροφή προς αυτήν. Διαπρεπείς ετερόδοξοι Θεολόγοι εκφράζονται με θαυμασμό για το μεγαλείο και την πνευματικότητα της λατρείας της, την εκφραστικότητα της τέχνης της, το θριαμβευτικό αναστάσιμο χαρακτήρα της, της νηπτικότητα του μοναστικού της ιδεώδους, το δημοκρατικό συνοδικό σύστημα διοικήσεώς της. Ιδιαίτερα εξαίρονται η λατρεία της Ορθοδοξίας και ο μοναχικός της βίος.
Η Ορθοδοξία ανταποκρίθηκε σε κάθε πρόσκληση και πρόκληση της ιστορίας. Ιδιαίτερα σήμερα καθώς μπήκαμε στο νέο ευρωπαϊκό status και αναγκαστικά θα οδηγηθούμε σε ένα πολιτιστικό και πνευματικό συγκρητισμό των λαών της Ευρώπης, η Ορθοδοξία έχει πολλά να προσφέρει όχι μόνο στη διατήρηση της φυσιογνωμίας του εθνικού και πνευματικού μας βίου, αλλά κυρίως ως ζύμη στις αναζητήσεις της Δύσεως. Άλλωστε η Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε από την αρχή σημαντικός παράγων στη διαμόρφωση της πνευματικής ταυτότητας της Ευρώπης και τους ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Η Ορθοδοξία καλείται να δώσει τη μαρτυρία της στο σύγχρονο κόσμο, στα πλαίσια της πιστότητας προς το ιστορικό της παρελθόν. Κυρίως όμως ως οικουμενική, η Ορθοδοξία οφείλει να στρέφεται προς τους Χριστιανούς που βρίσκονται έξω από τους κόλπους της σε πνεύμα αδελφικής αγάπης και κατανοήσεως. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος «ου γαρ νικήσαι ζητούμεν, αλλά προσλαβείν αδελφούς, εν τω χωρισμώ σπαρασσόμεθα» (PG 36, 440B)!
***
Η Ορθοδοξία, που είναι το χριστιανικό μέτρο, δεν αποτελεί μια παρελθοντολογική έννοια, αλλά είναι η δυναμική μεταμόρφωση του εκάστοτε παρόντος. Έχοντας δικά της δοκιμασμένα κριτήρια ηθικής και βιοθεωρίας καλεί τον άνθρωπο της κάθε εποχής να την ακολουθήσει για να του προσφέρει πληρότητα και ποιότητα ζωής, σωστό κοσμοθεωριακό προσανατολισμό και πραγματική λύτρωση από την ανεστιότητα του παρόντος, τον πόνο και το θάνατο.
Του ΜΙΧΑΗΛ Γ. ΤΡΙΤΟΥ, Καθηγητή Α.Π.Θ.
ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ, 23/03/ 2013

Κυριακή της Ορθοδοξίας(ομιλία του π.Δημ.Μπαθρέλλου)

 Η Εκκλησία μας εορτάζει σήμερα την Κυριακή της Ορθοδοξίας με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Το γεγονός αυτό μάς κάνει όχι μόνο να χαιρόμαστε και να δοξάζουμε το Θεό, αλλά ενδεχομένως και να απορούμε. Για ποιο λόγο άραγε τοποθετείται μια τόσο μεγάλη και χαρμόσυνη εορτή κατά την πένθιμη και κατανυκτική περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, και μάλιστα τιμητικά κατά την πρώτη Κυριακή της; Δεν θα ήταν άραγε καλύτερα να εορταζόταν την ημέρα αυτή κάποιος μεγάλος ασκητής της Εκκλησίας μας, για να μας διδάσκει με τη βιοτή του ‘την τρίβον’ της ασκήσεως ‘την όντως ευθείαν’, και συγχρόνως να μας εμπνέει, αλλά και να μας ταπεινώνει, με τα ασκητικά του κατορθώματα; Η απάντηση στο ερώτημα είναι προφανώς αρνητική. Οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, οι τα πάντα καλώς διαταξάμενοι, αποφάσισαν διαφορετικά. Και τούτο διότι γνώριζαν ότι τα ανθρώπινα έργα της ασκήσεως και της αγάπης μάς ενώνουν με το Θεό εφόσον παραμένουν θεμελιωμένα στο αρραγές θεμέλιο της πίστεως και αμόλυντα από το μικρόβιο των αιρέσεων. Η πίστη αποτελεί το θεμέλιο της άσκησης και της αρετής. Και η αληθινή πίστη δεν μπορεί να είναι παρά ορθόδοξη πίστη.

   Τη σημασία της ορθής πίστης ως θεμέλιου λίθου της χριστιανικής και εκκλησιαστικής ύπαρξης και ζωής την τονίζει στο Ευαγγέλιο ο ίδιος ο Χριστός. Όταν ο Χριστός ρώτησε τους μαθητές του ‘τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι’, ο Πέτρος του απάντησε ‘συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος’. Ο Χριστός τον επαίνεσε για την απάντησή του αυτή με τα λόγια ‘μακάριος ει Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ’ ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. Καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν και πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής’. Η Εκκλησία οικοδομείται πάνω στην πέτρα της πίστεως. Μια χριστιανική κοινότητα που δεν πιστεύει ορθά στο Θεό έχει νοθεύσει την ταυτότητα και την αποστολή της. Διδάσκει στους ανθρώπους μια πίστη που δεν παραπέμπει στον τριαδικό Θεό όπως αυτός είναι αλλά όπως εκείνη τον φαντάζεται. Και κάτι τέτοιο τραυματίζει καίρια τη σχέση των ανθρώπων με το Θεό. 

   Είναι γνωστή μια ιστορία από το Γεροντικό, που μας διηγείται ότι κάποιοι μοναχοί για να δοκιμάσουν ένα ξακουστό Γέροντα άρχισαν να τον κατηγορούν για διάφορα πάθη και αμαρτήματα. Εκείνος δεχόταν αγόγγυστα και ταπεινά όλες τις κατηγορίες χωρίς να διαμαρτύρεται. Όταν όμως τον αποκάλεσαν αιρετικό, διαμαρτυρήθηκε έντονα ομολογώντας την oρθοδοξία του. Όταν στη συνέχεια οι μοναχοί τον ρώτησαν γιατί δεν αντέδρασε για όσα αμαρτήματα εσφαλμένα του απέδιδαν, διαμαρτυρήθηκε όμως όταν τον αποκάλεσαν αιρετικό, εκείνος απάντησε ότι εάν δεχόταν ότι είναι αιρετικός θα χωριζόταν από το Θεό.

   Υπάρχει μία ακόμη χαρακτηριστική ιστορία που φανερώνει τη μεγάλη σημασία της ορθής πίστης, και την οποία μας έχει παραδώσει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αυτός ο μεγάλος υπερασπιστής της ορθοδοξίας των εικόνων. Κάποιος, λέει, ασκητής αντιμετώπιζε για μεγάλη χρονική περίοδο πολύ έντονους σαρκικούς πειρασμούς. Είχε στην καλύβη του μια εικόνα του Χριστού και της Θεοτόκου, μπροστά στην οποία προσευχόταν καθημερινά. Παρόλα αυτά ο πόλεμος του διαβόλου συνεχιζόταν τόσο έντονα ώστε να έχει καταστεί σχεδόν ανυπόφορος. Κάποια λοιπόν από τις ημέρες εκείνες, εμφανίστηκε στον ασκητή ο δαίμονας που τον πολεμούσε, και του πρότεινε να σταματήσει να τον πολεμά, αρκεί ο ασκητής να απομάκρυνε από το κελί του την εικόνα. Ο μοναχός προβληματίστηκε και, μαθημένος καθώς ήταν να επιζητεί πάντοτε τη συμβουλή και την ευλογία των Γερόντων, απευθύνθηκε σε κάποιον άγιο και έμπειρο συνασκητή του. Εκείνος τότε τον συμβούλευσε ότι θα ήταν πολύ καλύτερο γι’ αυτόν να διαπράξει κάθε είδος σαρκικής αμαρτίας, παρά να απομακρύνει την εικόνα από το κελί του. Αυτό έδωσε κουράγιο και δύναμη στο μοναχό να συνεχίσει τον αγώνα του περιφρονώντας τον πόλεμο και τα τεχνάσματα του διαβόλου και παραμένοντας φυσικά σταθερός στην πίστη της Εκκλησίας.

   Η προάσπιση της ορθόδοξης πίστης είναι κάτι στο οποίο η Εκκλησία αφιέρωσε μεγάλο μέρος του χρόνου της και του δυναμισμού της. Ήδη τον 4ο αιώνα, με το τέλος των διωγμών, εμφανίστηκε η πρώτη μεγάλη αίρεση, η αίρεση του Αρείου και των οπαδών του, οι οποίοι αρνούνταν τη θεότητα του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος. Εάν όμως ο Χριστός δεν ήταν Θεός, όπως ισχυριζόταν ο Άρειος, αλλά απλώς και μόνο ένα δημιούργημα του Θεού, τότε με την ενσάρκωσή του δεν θα ενωνόταν η ανθρώπινη φύση με τη θεία. Η απόσταση ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο θα παρέμενε αγεφύρωτη. Εξάλλου, οι χριστιανοί που από τις πρώτες στιγμές της ύπαρξης της Εκκλησίας λάτρευαν το Χριστό, έφεραν το όνομά του, και καλούνταν να μαρτυρήσουν για την πίστη τους σ’ Εκείνον, δεν θα διέφεραν στην πραγματικότητα από τους ειδωλολάτρες. Επιπλέον, η αγιοπνευματική χαρισματική εμπειρία της Εκκλησίας θα έχανε το νόημά της, καθώς δεν θα αποτελούσε μετοχή στη ζωή και τη χάρη του Θεού. 

   Τον ίδιο αιώνα η Εκκλησία καταδίκασε την αιρετική διδασκαλία του Απολλιναρίου, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ο Χριστός δεν είχε ανθρώπινο νου, διότι δήθεν ο ανθρώπινος νους και η ανθρώπινη σκέψη οδηγούν αναπόφευκτα στην αμαρτία, και άρα δεν έχουν θέση στην ύπαρξη και τη ζωή του Θεανθρώπου. Η δεύτερη οικουμενική σύνοδος καταδικάζοντας την παραπάνω θεωρία τόνισε τη σημασία της λογικότητας του ανθρώπου ως δώρου του Θεού, ενός δώρου το οποίο ο ίδιος ο Υιός του Θεού και Θεός με την ενανθρώπησή του προσέλαβε, θεράπευσε, και αγίασε. Ο Χριστός έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε για να μας απαλλάξει από τις αμαρτίες μας, όχι από το μυαλό μας. Οι χριστιανοί καλούνται να αποκτήσουν ‘νουν Χριστού’, ‘αιχμαλωτίζοντες παν νόημα εις υπακοήν Του’. Τα προϊόντα του ανθρώπινου στοχασμού δεν είναι αμαρτωλά όταν προέρχονται από ένα νου εξαγιασμένο. 

   Η επόμενη μεγάλη δογματική πρόκληση για την Εκκλησία ήρθε μετά από μισό περίπου αιώνα. Γύρω στα 430 μ.Χ. ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος ισχυρίστηκε ότι στο Χριστό έχουμε όχι ένα αλλά δύο πρόσωπα, το Θεό Λόγο και τον άνθρωπο Ιησού, δύο πρόσωπα που ήταν ενωμένα μεταξύ τους με μια ‘σχετική’ ένωση, με ένα είδος δηλαδή λίγο-πολύ εξωτερικής και χαλαρής συνάφειας, που θεμελιωνόταν στην κοινή τιμή και αξία των δύο αυτών προσώπων. Ένας όμως τέτοιος διχασμός του Χριστού θα σήμαινε ότι ο Θεός δεν ενώθηκε πραγματικά με τον άνθρωπο και ότι κατά συνέπεια ούτε ο άνθρωπος θα μπορούσε εν Χριστώ να ενωθεί με το Θεό. Η Τρίτη Οικουμενική Σύνοδος, καταδικάζοντας την αίρεση του Νεστορίου, επανεπικύρωσε τη θεολογία του Μεγάλου Αθανασίου, σύμφωνα με την οποία ‘ο Θεός ενηνθρώπισεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν’, ο Θεός ενώθηκε πλήρως με τον άνθρωπο, έγινε άνθρωπος, ώστε και ο άνθρωπος να μπορεί να γίνει κατά χάριν θεός. 

   Είκοσι χρόνια αργότερα, το 451μ.Χ., συνήλθε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος στη Χαλκηδόνα, με αφορμή τη διδασκαλία του Ευτυχή, ενός διάσημου μοναχού εκείνης της εποχής. Ο Ευτυχής ισχυριζόταν ότι το σώμα του Χριστού δεν ήταν ομοούσιο με το δικό μας, ο Χριστός δηλαδή δεν ήταν πραγματικός άνθρωπος, επειδή η ανθρώπινη φύση του είχε αλλοιωθεί ως αποτέλεσμα της ενώσεώς της με τη θεία φύση. Εάν όμως όντως είχε συμβεί κάτι τέτοιο, αυτό θα σήμαινε ότι η ένωση του ανθρώπου με το Θεό δεν συνεπάγεται την τελείωση αλλά την καταστροφή του ανθρώπου. Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τον Ευτυχή και τη διδασκαλία του και διακήρυξε ότι ο ένας Χριστός δεν είναι μόνο τέλειος Θεός αλλά και τέλειος άνθρωπος. Κάθε άνθρωπος που ενώνεται με το Θεό δεν χάνει τα στοιχεία που συνιστούν την ιδιαιτερότητα και την ομορφιά της ανθρώπινης φύσης και της ανθρώπινης ζωής, αλλά αντιθέτως τα αγιάζει και τα μεταμορφώνει μέσα από την ανακαινιστική ενέργεια του Θεού. Το μόνο που έχει να χάσει ο άνθρωπος που ενώνεται με το Θεό είναι τα πάθη και οι αμαρτίες του. 

   Η Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος στα μέσα του 6ου αιώνα καταδίκασε, μεταξύ άλλων, τη διδασκαλία του Ωριγένη, σύμφωνα με την οποία όλοι οι άνθρωποι, αλλά ακόμη και οι δαίμονες, τελικά θα σωθούν. Η διδασκαλία αυτή, που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε στην Εκκλησία μας μόλις πριν από δύο Κυριακές, πλήττει καίρια τη ζωή και τη σωτηρία των ανθρώπων. Σχετικοποιεί τη διαφορά του καλού από το κακό, εφόσον και τα δύο οδηγούν τελικά στο ίδιο αποτέλεσμα. Επιπλέον χρησιμεύει ως εύκολη και φτηνή δικαιολογία για την επιτέλεση του κακού, εφόσον, ούτως ή άλλως, η σωτηρία του ανθρώπου είναι εξασφαλισμένη. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, τη μνήμη του οποίου θα γιορτάσουμε μετά από τρεις Κυριακές, προειδοποιεί τους αναγνώστες του με τα παρακάτω λόγια: ‘πρόσχωμεν πάντες, επί πλείον δε οι πεπτωκότες, μη νοσήσαι εν καρδία την Ωριγένους του αθέου νόσον˙ την γαρ του Θεού φιλανθρωπίαν προβαλλομένη η μιαρά, ευπαράδεκτος τοις φιληδόνοις γίνεται’. ‘Ας προσέξουμε όλοι, ιδίως όσοι έχουμε διαπράξει μεγάλα αμαρτήματα, να μην νοσήσει η καρδιά μας με τη νόσο του άθεου Ωριγένη˙ διότι η μιαρή αυτή αρρώστια, υπερτονίζοντας τη φιλανθρωπία του Θεού, γίνεται εύκολα παραδεκτή από τους φιλήδονους’.

   Η έκτη οικουμενική σύνοδος συνήλθε για να καταδικάσει μία ακόμη αίρεση, εκείνη του μονοθελητισμού. Η αίρεση αυτή ισχυριζόταν ότι ο Χριστός δεν είχε ανθρώπινη θέληση, διότι αυτή είχε κατακυριευτεί από τη θεία θέληση. Η Σύνοδος, βασισμένη στη θεολογία ενός απλού μοναχού αλλά συνάμα και μέγιστου ονόματι και πράγματι θεολόγου, του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, επανέλαβε ότι ο Χριστός είχε όχι μόνο θεία αλλά και ανθρώπινη θέληση, η οποία όμως δεν αντιμαχόταν τη θεία θέληση, αλλά υποτασσόταν ελεύθερα σ’ αυτήν. Ο Χριστός, ως τέλειος άνθρωπος, ήθελε ελεύθερα αυτό που ήθελε ο Θεός. Αυτό σημαίνει για μας ότι ο Θεός δεν καταστρέφει αλλά τελειοποιεί και εξαγιάζει την ελευθερία των ανθρώπων μέσα από μια υγιή διαδικασία ελεύθερης κατά Θεόν υπακοής. 

   Τέλος, η έβδομη οικουμενική σύνοδος υπερασπίστηκε την προσκύνηση των εικόνων. Εφόσον ο Χριστός είναι τέλειος άνθρωπος, είναι περιγραπτός και εικονιστός κατά το ανθρώπινον, η δε τιμή που αποδίδουμε στην εικόνα, ‘επί το πρωτότυπον διαβαίνει’ σύμφωνα με την περίφημη ρήση του Μεγάλου Βασιλείου. 

   Ήδη από τις προηγηθείσες αναφορές γίνεται σαφής μια βασική διάσταση της Ορθόδοξης Πίστης. Η Ορθοδοξία δεν είναι ιδεολογία, δεν είναι απλώς και μόνο μια θεωρητική γνώση της αλήθειας για το Θεό. Η Εκκλησία δεν υπήρξε ποτέ ένα είδος ‘φιλοφοφικής σχολής’, και η μαθητεία στις αλήθειες της δεν είχε ποτέ το χαρακτήρα μιας ξερής, έστω και ορθής, θρησκευτικής γνώσης. Η λέξη ορθοδοξία σημαίνει ορθή δόξα. Η λέξη όμως δόξα σημαίνει τόσο το δόγμα, δηλαδή την πίστη, όσο και τη λατρεία, τη δοξολογία δηλαδή του Θεού. Ορθόδοξος είναι αυτός που πιστεύει, δηλαδή λατρεύει, ορθά το Θεό, ή αντίστροφα, αυτός που λατρεύει, δηλαδή πιστεύει, ορθά το Θεό. Ήδη τον τρίτο αιώνα ο Άγιος Ειρηναίος τόνιζε ότι ‘ημών σύμφωνος η γνώμη τη ευχαριστία και η ευχαριστία βεβαιοί την γνώμην’˙ η γνώμη, δηλαδή η πίστη, και η ευχαριστία συνδέονται άρρηκτα. Δύο περίπου αιώνες αργότερα, ένας διακεκριμένος μοναχός θα γράψει ότι ‘ει θεολόγος ει, προσεύξει αληθώς, ει δε προσεύχει αληθώς, θεολόγος εί’. Εάν είσαι θεολόγος, θα προσεύχεσαι αληθινά, και εάν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος’. 

   Τη στενή σύνδεση της πίστης με τη λατρεία την κατανοούμε εάν φέρουμε για μια στιγμή στο μυαλό μας το μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Η τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας θα αποτελούσε χονδροειδή ειδωλολατρική πράξη χωρίς την πίστη στη θεότητα του Χριστού που διακήρυξε η πρώτη οικουμενική σύνοδος. Κάτι παρόμοιο θα συνέβαινε εάν γινόταν δεκτή η διδασκαλία του Νεστορίου, που απέκοπτε την ανθρωπότητα του Χριστού από τη θεότητά του. Στην περίπτωση αυτή θα κοινωνούσαμε το σώμα και το αίμα ενός ανθρώπου ενωμένου απλώς και μόνο κατά χάριν, θέλησιν, και ευδοκίαν με το Θεό, και όχι το σώμα και του αίμα του ίδιου του σαρκωμένου Θεού. Τέλος, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας θα έχανε το νόημά του εάν ίσχυε αυτό που ισχυρίζονταν ορισμένοι εικονομάχοι, ότι δηλαδή ο καθαγιασμένος άρτος και οίνος αποτελούν απλώς και μόνο εικόνα του Χριστού – στην πραγματικότητα εδώ δεν έχουμε απλώς και μόνο εικόνα του Χριστού αλλά τον ίδιο το Χριστό, το ίδιο το σώμα του και το ίδιο αίμα του. Αυτή η βαθιά σύνδεση της πίστης με τη λατρεία αναδεικνύεται και από τη σημερινή εορτή. Διότι δεν είναι φυσικά τυχαίο που η Κυριακή της Ορθοδοξίας συνδέεται με την αναστήλωση των εικόνων, ενός δηλαδή σημαντικού λειτουργικού αντικειμένου.

   Η σημερινή όμως εορτή της Ορθοδοξίας συνδέεται και με μερικά ακόμη στοιχεία στα οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια εν πάση δυνατή συντομία. Πρώτον, η σημερινή εορτή συνδέεται με την πίστη στο Θεό όχι μόνο ως υπόθεση του νου αλλά και ως βίωμα της καρδιάς. Το πρώτο είναι πολύ λίγο χωρίς το δεύτερο. Ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Χριστός κατέκρινε τους Ιουδαίους συμπυκνώνεται στα προφητικά λόγια του Ησαϊα, τα οποία ο Χριστός επαναλαμβάνει: ‘ο λαός ούτος τοις χείλεσιν αυτών με τιμά, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ’ εμού’. Ο Χριστός ζητά να έχει την πρώτη θέση όχι μόνο στο μυαλό μας ή το λόγο μας, αλλά και στην καρδιά μας. Ο Θεός απευθύνει σε όλους μας την έκκληση που διαβάζουμε στις Παροιμίες: ‘υιέ, δος μοι σην καρδίαν’.

   Δεύτερον, η σημερινή εορτή μας θυμίζει ότι η πίστη συνδέεται με τα έργα. Όπως μας γράφει ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ‘η πίστις άνευ των έργων νεκρά εστι’. Ο Χριστός, άλλωστε, στο Ευαγγέλιο μας τονίζει ότι ‘ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε εισελεύσεται εις την βασιλεία του Θεού, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς’. Σήμερα τιμήσαμε και τιμούμε τους μεγάλους ομολογητές της πίστης: τους αυτοκράτορες που την υπερασπίστηκαν και που συχνά αντήλλαξαν τη βασιλική πορφύρα με το ταπεινό ένδυμα του μοναχικού σχήματος. Τους ποιμένες της Εκκλησίας, αρχιερείς και ιερείς, που ορθοτόμησαν το λόγο της αληθείας και υπέστησαν τις συνέπειες. Τους μοναχούς και τους λαϊκούς που αγωνίστηκαν για το μεγάλο δώρο της ορθοδοξίας θυσιάζοντας πολλές φορές ακόμη και τη ζωή τους. Τα υποδείγματα των ομολογητών και των αγίων μάς θυμίζουν ότι το να χρησιμοποιείται το καύχημα της ορθοδοξίας ως άλλοθι για την έλλειψη ορθοπραξίας αποτελεί τεράστιο λάθος. 

   Τρίτον, η σημερινή εορτή συνδέεται με την ενότητα της Εκκλησίας. Η ενότητα της Εκκλησίας θεμελιώνεται στην ενότητα της πίστεως, την οποία σε κάθε θεία λειτουργία ζητάμε από το Θεό. Όποιος τραυματίζει την ενότητα της Εκκλησίας, δεν είναι πια σε θέση να ομολογεί την πίστη της Εκκλησίας. Η λέξη ομολογία συνδέεται με το ρήμα ομολογώ, που σημαίνει ‘ομού’ λέγω, το να λέγω δηλαδή το ίδιο πράγμα μαζί με τους άλλους, μαζί, δηλαδή, με την Εκκλησία. Όποιος εγκαταλείπει την Εκκλησία, εγκαταλείπει και τη δυνατότητα να ‘ομολογεί’ την πίστη της. Όποιος τραυματίζει την ενότητα της Εκκλησίας διαπράττει σχεδόν εξίσου σοβαρό αμάρτημα με εκείνον που τραυματίζει την αυθεντικότητα της πίστεως στην οποία αυτή η ενότης θεμελιώνεται.

   Τα παραπάνω συνδέονται με ένα τέταρτο στοιχείο, με το ότι δηλαδή η ορθοδοξία, ήτοι η αλήθεια, δεν είναι μία ιδέα αλλά ένα πρόσωπο. ‘Εγώ ειμι η οδός, και η αλήθεια, και η ζωή’, διακήρυξε ο Χριστός. Όπως ακούσαμε στο σημερινό ευαγγέλιο, όταν ο Φίλιππος κάλεσε το Ναθαναήλ, δεν επικαλέστηκε μια θεωρία, αλλά τον προσκάλεσε να δει ένα πρόσωπο: ‘έρχου’, του είπε, ‘και είδε’. Η αλήθεια ταυτίζεται με το Χριστό, και οι χριστιανοί καλούν τους ανθρώπους στο Χριστό, όχι απλώς και μόνο σε μία, έστω και ορθή, θρησκευτική θεωρία. Για να το θέσουμε ακριβέστερα, οι χριστιανοί καλούν τους ανθρώπους στον όλο Χριστό και ο όλος Χριστός, σώμα και κεφαλή, συμπεριλαμβάνει, όπως έγραψε ο Άγιος Αυγουστίνος και επανέλαβε ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, την Εκκλησία, ‘το πλήρωμα’, κατά τον Απόστολο Παύλο, ‘του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου’. 

   Η κλήση όμως του Φίλιππου προς το Ναθαναήλ μας θυμίζει το πέμπτο και τελευταίο στοιχείο με το οποία συνδέεται η σημερινή εορτή, και αυτό δεν είναι άλλο από την ιεραποστολή. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η σημερινή ημέρα έχει οριστεί από την Εκκλησία της Ελλάδος ως η αφετηρία της εβδομάδος που είναι αφιερωμένη στην εξωτερική ιεραποστολή. Ο Χριστός, που είναι η αλήθεια, είναι και ο πρώτος και μεγάλος ιεραπόστολος. Στους ύμνους που ψάλλαμε σήμερα το πρωί και στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας που διαβάσαμε εκφράσαμε την ευγνωμοσύνη μας στο Χριστό για το μεγάλο δώρο της ορθόδοξης πίστης που κληρονομήσαμε. Το δώρο όμως αυτό δημιουργεί ευθύνες. Όπως διαβάζουμε στις Πράξεις των Αποστόλων, οι Ιουδαίοι, λίγο μετά την Πεντηκοστή, συνέλαβαν τον Πέτρο και τον Ιωάννη με αφορμή το θαύμα της θεραπείας του παραλύτου από τον Απόστολο Πέτρο. Όταν μετά από λίγο τους άφησαν ελεύθερους, τους απείλησαν να μην μιλούν καθόλου για τον Ιησού. Η απάντηση των Αποστόλων σ’ αυτή την απειλή ήταν η εξής: ‘εμείς δεν μπορούμε να μη μιλάμε γι’ αυτά που είδαμε και ακούσαμε’. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει σήμερα και για μας. Η Εκκλησία δεν ήταν ποτέ μια εσωστρεφής και αυτοαπασχολούμενη κοινότητα. Την συνείχε πάντοτε το χρέος να μεταδώσει το ευαγγέλιο του Χριστού στους εγγύς και τους μακράν, με το λόγο της και τη ζωή της. Το χρέος της ιεραποστολής αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της Ορθόδοξης πίστης. ‘Ουδέν ψυχρότερον χριστιανού ετέρους μη σώζοντος’ γράφει ο Χρυσόστομος. Πολύ δικαιολογημένα λοιπόν ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος συνέγραψε πριν από δεκαετίες ένα σχετικό κείμενο με τον ενδεχομένως προκλητικό αλλά στην πραγματικότητα πολύ εύστοχο τίτλο ‘αδιαφορία για την ιεραποστολή σημαίνει άρνηση της Ορθοδοξίας’. 

Σεβασμιώτατε,

   Το μεγάλο έργο της διαφύλαξης και της μαρτυρίας της Ορθόδοξης πίστης η Εκκλησία μας το έχει αναθέσει στους κληρικούς και μάλιστα στον επίσκοπο. Ο επίσκοπος κατά τη χειροτονία του ομολογεί την ορθόδοξη πίστη, χειροτονείται δε ακριβώς προ της αναγνώσεως των βιβλικών αναγνωσμάτων της λειτουργίας για να τονιστεί με τον τρόπο αυτό η ευθύνη του να ορθοτομεί το λόγο της αληθείας κατά το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Το κήρυγμα όμως αυτό είχε, έχει, και θα έχει πάντοτε ανταγωνιστές και αντιπάλους. Ποιοι είναι άραγε σήμερα οι κίνδυνοι που απειλούν την ορθόδοξη πίστη;

   Στις μέρες μας ζούμε την τραγωδία της διηρημένης χριστιανοσύνης. Οι προκλήσεις της πολυπολιτισμικότητας, της εκκοσμίκευσης, και της αθεϊας σημαδεύουν την καθημερινότητά μας. Η ειδωλοποίηση της δύναμης και του πλούτου απειλούν να μας παραλύσουν. Νέα Ευαγγέλια, από το χώρο της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας, των κοινωνικών επιστημών, της πολιτικής θεωρίας, και της τέχνης προσπαθούν να εκτοπίσουν την πίστη από τις ψυχές των ανθρώπων και να τοποθετήσουν την Εκκλησία στο περιθώριο. Τα ψεύδη, επαναλαμβανόμενα από χιλιάδες στόματα, εμφανίζονται, σχεδόν αυτονόητα, ως αλήθειες. Την ίδια στιγμή, η αλήθεια πολλές φορές σιωπά, ελλείψει μαρτύρων ικανών και πρόθυμων να την υπερασπιστούν και να την ομολογήσουν. Η ευθύνη της μαρτυρίας της πίστεως είναι σήμερα τόσο επίκαιρη όσο ποτέ. 
  
   Η μαρτυρία όμως αυτή θα πρέπει να δίνεται στην εποχή μας μετά λόγου γνώσεως. Η εποχή των αυτονοήτων και της συνθηματολογίας, η εποχή των εύκολων λύσεων κατά την οποία αρκούσε απλώς και μόνο η επίκληση της αυθεντίας και της παράδοσης, έχει παρέλθει. Η μαρτυρία της πίστεως σήμερα δεν έχει συνήθως ανάγκη από θορύβους και συγκρούσεις, υψηλούς τόνους, αμυντισμό, και φανατισμούς. Πολλές φορές η μαρτυρία της πίστεως είναι πολύ αποτελεσματικότερη όταν εκφράζεται με την ήρεμη και ειρηνική αυτοπεποίθηση όσων πραγματικά πιστεύουν ότι ο λόγος του Ευαγγελίου είναι ο μόνος λόγος που αξίζει να ακούγεται. 
  
   Η μαρτυρία αυτού του λόγου δεν είναι πάντοτε υπόθεση απλή. Προϋποθέτει, ιδίως εκ μέρους των ποιμένων της Εκκλησίας, επίπονη και μακρά μαθητεία στις πηγές της πίστης, αλλά και γνώση των αντίζηλων ‘ευαγγέλιων’ που την παρερμηνεύουν ή την αρνούνται, ούτως ώστε να είναι δυνατή η αντίκρουσή τους. Προϋποθέτει τέλος την αναθέρμανση της πνευματικής και εκκκλησιαστικής μας ζωής, αλλά και της αγάπης μας προς τον Θεό και τον άνθρωπο. Με τον τρόπο αυτό η Ορθοδοξία δεν θα αποτελεί απλώς και μόνο καύχημα και μουσειακό θησαυρό του παρελθόντος, αλλά και πηγή ζωής για τους εγγύς και τους μακράν, για το σήμερα και το αύριο.
π.Δημήτριος Μπαθρέλλος

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...