Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Ιουνίου 12, 2014

Αικατερίνα Δέρβα



Βιογραφικά 
Γεννήθηκε στην Βλάστη Κοζάνης το 1890 και ήταν η έκτη θυγατέρα του Γιάννη Βλαχογιάννη και της Μαρίας, που ήταν πολύ ευλαβής γυναίκα και πολύ συνετή. Διηγείτο η μητέρα της ότι οι πρόγονοί της φιλοξένησαν στο σπίτι τους δύο φορές τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό και τους ευλόγησε. 
Η Κατερίνα παρακολούθησε μερικές τάξεις στο Δημοτικό Σχολείο, έμαθε να διαβάζη και σ’ όλη της την ζωή μελετούσε πολύ. Ήταν πολύ όμορφη και όταν ήρθε στο χωριό τους ένας νέος δάσκαλος, του άρεσε και την έκλεψε. Ο πατέρας της έδωσε την ευχή του, έγινε ο γάμος της Κατερίνας με τον Κωνσταντίνο Δέρβα και 


εγκαταστάθηκαν στο χωριό του συζύγου της, στην Τσαρίτσανη Ελασσώνος. Όταν η Κατερίνα περίμενε το τρίτο της παιδί, τον άνδρα της κάποιος τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Έτσι σε ηλικία 27 ετών έμεινε χήρα με τρία μωρά. Για να ζήση εμαθε να ράβη. Αργότερα οι συγγενείς της της έκτισαν ένα σπίτι στην Βλάστη δίπλα στο πατρικό της. Εκεί έμαθε και πλεκτομηχανή. Ο γυιός της, ο Γιώργος, έμαθε και αυτός ραπτική και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη, όπου τον ακολούθησε και η μητέρα του Κατερίνα. 
Η εγκατάστασή της στην πόλη του Αγίου Δημητρίου ήταν δώρο Θεού για την Κατερίνα, γιατί αξιοποίησε τις πνευματικές ευκαιρίες που υπήρχαν. Εκκλησιαζόταν στον Άγιο Μηνά, στην Παναγία Χαλκέων, στην Αγία Αικατερίνη και κυρίως στην Αγία Σοφία, την οποία θεωρούσε σπίτι της. Εκεί βρήκε τον π. Βασίλειο Καϊμάκη, τον ενάρετο πνευματικό, στον οποίον εξωμολογείτο. 
Είχε μεγάλη ευλάβεια στα θεία και εσέβετο πολύ τους ιερείς. Είχε άνεψιό τον π. Ευσέβιο Βίττη, τον οποίον υπεραγαπούσε. Στην ζωή της αξιώθηκε δύο φορές να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους. 
Στην εξωτερική της εμφάνιση ήταν μικρόσωμη. Φορούσε πάντα μανδήλα στο κεφάλι και μαύρα ρούχα. Ήταν περιποιημένη, δεν ήταν ρακένδυτη και ατημέλητη. «Αυτά είναι υπερβολές», έλεγε. «Ο άνθρωπος να είναι καθαρός και περιποιημένος». 
Ζούσε την μετάνοια και πενθούσε για τις αμαρτίες της, αλλά εκφραζόταν αυτό ως χαρά. Ζούσε το χαροποιό πένθος, την χαρμολύπη, όπως λέγουν οι πατέρες. Ήταν άνθρωπος που αγαπούσε την ζωή, την ομορφιά της ζωής, την καθημερινή πραγματικότητα. Δεν ένιωθε μέσα της ότι εστερήθη, ότι εταλαιπωρήθη, ότι υπέφερε. Δεν παραπονείτο για τίποτε, όλα τα ξεπέρασε με την εμπιστοσύνη της στον Θεό και την προσευχή. 
Όπου πήγαινε άλλαζε την ατμόσφαιρα. Μετέδιδε αυτό που βίωνε, και όταν την ρωτούσαν κάτι, μετέδιδε τον λόγο του Θεού. Δεν είχε μονοτονία στην συμπεριφορά της. Ήταν πάντα ένας δροσερός άνθρωπος. Έλεγε: «Μία καινούργια μέρα, μία καινούργια ζωή». Δεν αγωνιούσε για τίποτε. Αν και είχε περάσει πολλές δυσκολίες στην ζωή της, έλεγε: «Αν ξαναερχόμουν στην ζωή, πάλι εύκολα θα την περνούσα. Εμένα ο Θεός με αξίωσε να περνώ άνετα, χωρίς να έχω ούτε κτήμα ούτε σπίτι στο όνομά μου. Δεν ξέρω τι θα πει εφορία, τι θα πει δικηγόρος. Πέρασα σαν βασίλισσα». Ήταν πάντα ειρηνική χωρίς εκρήξεις και θυμούς. 


Το τυπικό της 
Ο γυιός της είχε αγοράσει ένα κτήμα κοντά στην Σχολή Πολέμου και αυτό για την Κατερίνα ήταν σαν παράδεισος. Εργαζόταν εκεί και η ίδια, αλλά πιο πολύ επιστατούσε στους εργάτες που καλλιεργούσαν τις φυστικιές. Η ίδια ανέβαινε, στα δένδρα και προσευχόταν. Αργότερα εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί. 
Ξυπνούσε πολύ πρωί και έλεγε: «Εγώ αργότερα θα κοιμάμαι αιώνια. Όταν θα φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο, τότε θα χορτάσω ύπνο. Τώρα πρέπει να προλάβω να χαρώ αυτό το δώρο του Θεού, να σκεφτώ και να φιλοσοφήσω». 
Εκτός από την πρωινή προσευχή συνήθιζε να προσεύχεται τα μεσάνυχτα αφού προηγουμένως ξεκουράζετο λίγο. Έλεγε: «Τα μεσάνυχτα, όταν όλα ησυχάζουν αφού ξεκουραστή λίγο ο άνθρωπος, η ψυχή του εχει ανάγκη να μιλήση με τον Θεόν». Αγαπούσε πάρα πολύ να προσεύχεται με το κομποσχοίνι, και έλεγε να προσέχουμε πως κάνουμε την προσευχή μας. 
Έλεγε στον εαυτό της όταν έπεφτε να κοιμηθή: «Η νύχτα πέφτει, η ζωή μου πλησιάζει στο τέρμα της». Και στη νυχτερινή προσευχή της μεταξύ άλλων ελεγε: «Είμαι μπροστά Σου, κλαίω ζητώντας να καταλάβω τι έκανα σήμερα. Τα λουδούδια Σου τα πάτησα, στον κήπο μου δεν έχω άλλα λουλούδια, μόνο αγκάθια φυτρώνουν. Κάνε, Χριστέ μου, να ανθίσουν άλλα». 
Εκκλησιάζετο κάθε Κυριακή και εορτή και κοινωνούσε συχνά, αφού εξωμολογείτο. Παρακολουθούσε και κηρύγματα. Τις υπόλοιπες προσευχές τις έκανε στην καλύβα της. Ήταν γι’ αυτήν ένας χώρος που την ανέβαζε στον ουρανό. Αν και ζούσε μόνη της, σε μία παράγκα στην ερημιά, όχι στο μεγάλο σπίτι που υπήρχε εκεί δίπλα, δεν φοβόταν. «Τί να φοβηθώ;», έλεγε. «Στα φτωχά και στα ταπεινά κλέφτες δεν πάνε. Μου είπαν να καθήσω εδώ• κάθησα και βρήκα μεγάλη ωφέλεια». 
Αγαπούσε πολύ το διάβασμα. Εκτός από την Αγία Γραφή και τα πνευματικά βιβλία, διάβαζε και λογοτεχνικά για να εμβαθύνη στις έννοιες και να μάθη να ψυχολογή τους χαρακτήρες των ανθρώπων. Ό,τι διάβαζε δεν το προσπερνούσε τυπικά αλλά εμβάθυνε. Είχε την ικανότητα να παίρνη μία λέξη, να την αναπτύσση, να κάνη ολόκληρο κήρυγμα. Επειδή μιλούσε για πνευματικά και ενέπνεε σεβασμό, μερικοί νόμιζαν ότι είναι πρεσβυτέρα και την προσφωνούσαν κυρα-παπαδιά. Είχε δυνατή μνήμη και αποστήθιζε όσα διάβαζε. Κάποτε είπε: «Θεέ μου, έμαθα πολλά για σένα, διάβασα πολλά, άκουσα πολλά, ας κλείσω τώρα τα βιβλία και ας μιλήση η ψυχή μου μαζί Σου». 
Έλεγε στην προσευχή της: «Πολυεύσπλαχνε, δώσε μας να αισθανθούμε το φως της Μεταμορφώσεως, την δύναμη της Αναστάσεως και την φλόγα της Πεντηκοστής». 
«Ιησού, εσύ είσαι η ζωή και το φως, ο λόγος και ο άρτος, η αλήθεια και η αγάπη. Δώσε μας τον εαυτό σου για να βρούμε τον εαυτό μας». 
Νήστευε και έκανε όσα ορίζει η Εκκλησία, αλλά είχε ξεπεράσει το τυπικό. Όταν έψαλλε και προσευχόταν ήταν συγκεντρωμένη στον εαυτό της και φαινόταν ότι τα αισθανόταν, τα ζούσε. Ήταν πολύ αδύνατη. Έτρωγε ελάχιστα. «Δεν θυμάμαι ποτέ να έφαγα και να χόρτασα», ελεγε. 
Της άρεσε πολύ ν’ ανάβη κερί και να θυμιάζη. Έλεγε: «Να καίη το κερί πάντα μπροστά στην εικόνα. Όπως λάμπει το φως του κεριού, να λάμπη και η ψυχή μου, να φωτισθή με το φως της Μεταμορφώσεως». 
Αν και είχε πολλή αγάπη στους ανθρώπους δεν είχε στο τυπικό της να κάνη ελεημοσύνες. Όπως έλεγε δεν είχε τίποτε, όλα ήταν του γυιού της και αυτή δεν μπορούσε να τα διαθέση. Δεν είχε χρήματα και περιουσίες για να εκδηλώνεται η υλική ελεημοσύνη της, αλλά η ελεήμων ψυχή της εδινε άφθονη πνευματική ελεημοσύνη. Όποιος πήγαινε κοντά της, ήταν σαν να του έδινε ολόκληρο το είναι της, εάν ο επισκέπτης το ζητούσε αλλοιώς σιωπούσε. «Στα πνευματικά δεν μπορείς να βοηθήσης, αν δεν έχη ο άλλος διάθεση», έλεγε. Δεν ήταν μέλημά της να πηγαίνη σε Νοσοκομεία και φυλακές, αλλά έδινε ό,τι είχε με διάθεση, με εγκαρδιότητα• όσο ασήμαντο κι αν ήταν αυτό, σε γέμιζε. 

Η πνευματική της εργασία 
Η Κατερίνα ζούσε έντονα πνευματική ζωή, καθοδηγούμενη από τα πατερικά βιβλία, σαν να ήταν θεοδίδακτη. Είχε όμως την καλή ανησυχία και εφοβείτο μην είναι σε πλάνη. Είπε στον π. Μεθόδιο, γνωστό της ιερομόναχο που σύχναζε στο Άγιον Όρος, αν βγή κάποιος αγιορείτης διακριτικός Γέροντας, να την πάη να τον συμβουλευτή. Όταν ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης επαθε κυάμωση και πήγε στο Νοσοκομείο, πήγε να τον δή με τον π. Μεθόδιο. Ο Γέροντας την είδε ιδιαιτέρως και, ενώ έξω περίμεναν πολλοί, αυτήν την κρατούσε και της έλεγε: «Γερόντισσα, πές κι άλλα». Την κοίταζε έκπληκτος και με θαυμασμό της επαναλάμβανε: «Γερόντισσα, πές κι άλλα». Η Γερόντισσα του είπε: «Εγώ ήρθα εδώ για να ρωτήσω και ν’ ακούσω, όχι να πώ». Και ο Γέροντας της είπε: «Έτσι να συνέχισης. Μή φοβάσαι. Εγώ θα εύχομαι για σένα». Την κράτησε πάνω από ώρα, ενώ οι άλλοι περίμεναν απ’ εξω και χτυπούσαν την πόρτα• στον π. Μεθόδιο είπε ιδιαιτέρως: «Η Γερόντισσα θα κοιμηθή σε λίγα χρόνια». Όταν πήγε αργότερα στον παπα-Εφραίμ του είπε πάλι: «Η Γερόντισσα θα κοιμηθή σε ένα χρόνο. Αυτή θα είναι πρώτη στον Παράδεισο, μπροστά από πολλούς Αγιορείτες. Δεν έχω δει τέτοια ψυχή στην ζωή μου, ούτε μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχει τέτοια ψυχή μέσα στον κόσμο. Είναι μία ψυχή που εχει ζήσει την θεολογία στην πράξη και εχει ξεπεράσει όλα τα πνευματικά στάδια. Αυτή η γιαγιά με την απλότητά της, με την εσωτερική κοινωνία με τον Θεό διά της προσευχής, με την πολλή της ταπείνωση και την δίψα και την λαχτάρα που έχει για τον Χριστό, έφθασε σε τέτοια μέτρα και δεν της χρειάσθηκε η άσκηση σε Μοναστήρι. Θα εύχομαι εγώ γι’ αυτήν, αλλά πές την να εύχεται κι αυτή για μένα». 
Η Κατερίνα ζούσε αθόρυβα και εν κρυπτώ την πνευματική ζωή. Δεν μιλούσε για υπερφυσικές καταστάσεις και χαρίσματα, και δεν της άρεσε που έλεγαν μερικοί ότι είδαν τον Χριστό και την Παναγία. Έλεγε: «Είδε κάποιος αυτό ή δάκρυσε μία εικόνα και τρέχει ο κόσμος. Πως κάνουν ετσι; Τι ζητούν αποδείξεις και τι χρειάζεται να δης αυτά; Εγώ τα πιστεύω αυτά και δεν αισθάνομαι την ανάγκη να πάω». 
Είχε περάσει σε άλλα επίπεδα. Μιλούσε κυρίως για την ουσία της πνευματικής ζωής, για την εσωτερική εργασία και για την αίσθηση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Αυτό το ένιωθε πολύ έντονα και έλεγε: «Το Άγιο Πνεύμα ζωοποιεί την ψυχή του ανθρώπου». 
Αγάπησε πολύ τον Χριστό και προσευχόταν με αίσθηση σαν να ήταν ενώπιόν της ο Χριστός και η Παναγία. Δινόταν ολόκληρη στην προσευχή, ξεχνούσε τα πάντα. Στην θεία Λειτουργία, εστέκετο σ’ ένα ήσυχο μέρος και αφοσιωνόταν τελείως στο Μυστήριο. 
Αισθανόταν ότι ποτέ δεν ήταν εντάξει ενώπιον του Θεού, ότι δεν είχε ανταποκριθή. Είχε μεγάλη μετάνοια και αυτομεμψία. Έλεγε: «Από την ζωή μου αυτό που ξέρω είναι ότι 85 χρόνια είναι γεμάτα αμαρτίες. Βάρυναν οι ώμοι μου. Τίποτα δεν έκανα για την μετάνοια και την σωτηρία μου». 
Ήταν συνήθως σιωπηλή, δεν έλεγε πολλά λόγια. Καθόταν συμμαζεμένη με σκυφτό το κεφάλι, φορώντας μαντήλα σαν μοναχή και πάντα με το κομποσχοίνι στο χέρι. Έλεγε: «Καλύτερη είναι η σιωπή παρά να λέμε άχρηστα πράγματα». 
Μερικές φορές ελεγε κάτι και όταν την ξαναρωτούσαν να το ξαναπή, έλεγε: «Πότε το είπα εγώ αυτό; Δεν το θυμάμαι. Αν είπα κάτι και ήταν καλό, αυτό δεν το είπα εγώ. Εγώ μόνο ανοησίες λέω, τίποτε καλό». 
Όλα όσα έλεγε δεν τα είχε προετοιμασμένα στο μυαλό της. Απορούσε κάποιος πως δεν θυμόταν τα τόσο ωραία και πνευματικά λόγια που του έλεγε και αυτή απάντησε: «Αυτά δεν είναι ποίημα να τα πης. Άμα βγή βγήκε, άμα δε βγή… δεν λες τίποτε». Μιλούσε δηλαδή κατ’ έμπνευση και φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και όχι ανθρώπινα. 
Έλεγε: «Σκέφτηκα τον Παράδεισο και είπα στον εαυτό μου, “θα μείνω απ’ εξω. Ποιός θα δώσει σημασία σ’ εμένα, μία φτωχή, αμαρτωλή και τιποτένια; Είμαι γυμνή από αρετές, δεν εχω τίποτε να παρουσιάσω. Πόσο θάθελα να είχα μερικούς αγίους φίλους, να μεσιτεύουν για μένα και να πουν ότι με γνωρίζουν!”. Μεγάλο πράγμα! Να κάνουμε φίλους τους αγίους στον Παράδεισο». 
Αγαπούσε πολύ την ταπείνωση και μιλούσε συχνά γι’ αυτήν. Έλεγε ότι είναι μία βασική εργασία του ανθρώπου. Πρέπει ο άνθρωπος να ασκήται στην ταπείνωση, να την ζη βαθειά. Βίωνε την ταπείνωση και είχε πλήρη αυτογνωσία με την πατερική έννοια. Ό,τι καλό έβλεπαν οι άλλοι σ’ αυτήν, το θεωρούσε δώρο Θεού, ενώ θεωρούσε ότι η ίδια ήταν μόνο μία γριά. 
Είχε χάρι Θεού και αυτό το αισθάνοντο οι πολλοί επισκέπτες της. Εγίνετο κοσμοσυρροή στην καλύβα της. Πήγαιναν άλλοι για να την δούν και να την συμβουλευτούν, και ασθενείς για να παρηγορηθούν. Έλεγε γνωστός της ιερομόναχος: «Ένιωθα το ίδιο πράγμα, την ίδια ειρήνη, όπως όταν επισκεπτόμουν τον γερο-Παΐσιο και τον παπα-Εφραίμ στα Κατουνάκια. Είχε το νού της στα πνευματικά και στον Θεό και όλα τα περιστατικά της καθημερινότητας τα ανήγαγε στον Κύριο. Αυτά που έλεγε σε έβαζαν σε μία άλλη πραγματικότητα. Μερικές φορές δεν μιλούσε. Εφαίνετο ότι ζούσε αλλού, ότι βίωνε κάτι υπερφυσικό. Έσκυβε το κεφάλι της και μονολογούσε: “Αχ, Πατερούλη μου!… πώ, πώ, πώ!… Μεγάλα μυστήρια έχει ο Θεός, αλλά ποιός δίνει σημασία;”». 
Δεν έκανε παρέα με γιαγιάδες αλλά με νέους. Την ρώτησε κάποιος πως τα καταφέρνει να επικοινωνή με τους νέους και απάντησε: «Μεγαλώνουν αυτοί καμμιά δεκαριά χρόνια, μικραίνω εγώ καμμιά τριανταριά και έτσι πλησιάζομε και συναντιώμαστε. Τους γέρους δεν τους θέλω. Τί να τους κάνω; Οι γέροι τρων καλά, πίνουν καλά, καλοπερνούν και πάνε και στην Εκκλησία. Αλλά και στην Εκκλησία είναι έτοιμοι να φωνάξουν “γκαρσόν, φέρε μας και ένα καφέ”. Καλά περνάνε και λίγο τους λείπει να καθήσουν και σταυροπόδι. Τελειώνει η Λειτουργία και είναι έτοιμες οι γιαγιάδες να μιλήσουν και να πούνε. Που την βρίσκουν αυτήν την διάθεση; Εγώ φεύγω γρήγορα μετά την Λειτουργία και όταν με ρωτούν που πάω, τους λέω, “πάω στο κελλάκι μου”, για να μη δώ, να μην ακούσω και να μην ξέρω τίποτε. Άμα βλέπης άνθρωπο μετά την Λειτουργία που γελάει και είναι έτοιμος να πή και αστεία, δεν ξέρει αυτός, δεν κατάλαβε τι είναι η Λειτουργία. Δεν εκκλησιάστηκε». 
Αυτά τα έλεγε η γερόντισσα Κατερίνα με παράπονο όχι με διάθεση κατακρίσεως, και πρόσθετε: «Όταν σκανδαλίζεσαι στην Εκκλησία, να κλείνης τα μάτια σου, διότι οι αρνητικές εικόνες θα σε επηρεάσουν δυσμενώς. Πές στον εαυτό σου ότι είσαι χειρότερος από όλους. Τα λόγια που λέει ο παπάς όσο αμαρτωλός και νάναι, είναι λόγια Χριστού και παίρνεις ευλογία. Και στον πιο παράφωνο παπά και στον πιο παράφωνο ψάλτη αν βρεθής, πές μέσα σου εδώ είναι ο Παράδεισος. Άνοιξε ο Παράδεισος». 

Συμβουλές 
Έλεγε η γερόντισσα Κατερίνα: «Καταρράκτης Χάριτος και ευλογίας πέφτει κάθε πρωί από τον ουρανό. Ρίχνει ο Θεός, αλλά οι άνθρωποι κοιμώμαστε. Δεν ενδιαφέρεται κανείς να γυρίση να κοιτάξη τι αγάπη έχει ο Θεός για μας, και ετσι οι Άγγελοι παίρνουν πίσω την Χάρι». 
Έλεγε σε γνωστό της νέο κληρικό: «Έχεις ένα καλό. Σε παίρνουν τηλέφωνο το πρωί, και είσαι όλος διάθεση. Σε παίρνουν το μεσημέρι, δεν λες ποτέ “τρώω”. Σε παίρνουν το βράδυ, δεν λες ποτέ “κοιμάμαι”. Αυτό να το κράτησης σε όλη σου την ζωή για όλους τους ανθρώπους. Ποτέ να μην είσαι απασχολημένος για τον εαυτό σου. Να είσαι πάντα στην διάθεση των άλλων. Είναι μεγάλο καλό αυτό, εύχομαι να σε βοηθήση ο Θεός να το κρατήσης σ’ όλη σου την ζωή». 
«Δεν μπορώ να καθήσω με ανθρώπους της ηλικίας μου, γιατί βλέπω ότι σ’ αυτήν την ηλικία μοιάζουν σαν να είναι μαθητές επί 80 χρόνια στην πρώτη τάξη. Δεν μπορούμε να είμαστε τόσα χρόνια στην ίδια τάξη. Πρέπει να προχωράμε παραπάνω. Και δεν εχω να πώ και τίποτε, διότι άλλα λέω εγώ, άλλα καταλαβαίνουν». 
Έλεγε για την ταπείνωση: «Μία μέρα είπα στο βασιλικό, όταν έσκυψα να τον μυρίσω: “Γιατί έχεις τόση ευωδία και είσαι τόσο χαμηλός; Ψήλωσε για να μυρίζουν πιο εύκολα οι άνθρωποι το άρωμά σου”. Και ο βασιλικός απάντησε: “Γερόντισσα, αν ψηλώσω θα χάσω την ευωδία μου”». 
Για την ματαιότητα του κόσμου έλεγε: «Βγήκα στον κήπο, είδα τα μαραμένα τριαντάφυλλα και τα έκοψα. Δίπλα έβλεπα τα μπουμπούκια, ήταν όλο χαρά και δεν έδιναν καμμία σημασία στα μαραμένα. Υπήρχε μία μεγάλη αντίθεση και είπα στα μπουμπούκια: “Μήν υπερηφανεύεστε, γιατί, σε λίγες μέρες που θα ξανάρθω, θα έχετε μαραθή και σεις”». 
Είπε σ’ ένα μπουμπούκι τριαντάφυλλου μία μέρα: «Εκεί που είσαι ήμουνα και εδώ που είμαι θάρθεις. Έτσι ήμουν κάποτε και εγώ μπουμπούκι και δες πως έγινα τώρα». 
«Η φύση είναι ενα βιβλίο ανοιχτό. Χιλιάδες φωνές μυστικές μιλούν για τον Δημιουργό. Όμως πρέπει να είσαι μάστορας, αλλά και χασομέρης, και τότε θα μπορέσεις να μάθης την γλώσσα τους». 
«Αραδιάζω κομποσχοίνια. Είναι κανένας κόμπος γόνιμος ή είναι όλα άδεια κομπολόγια;». 
«Οι ιερείς όλο τρέχουν, όλο ακολουθίες κάνουν, όλο ακούν και διαβάζουν. Πολλές φορές όλα αυτά μπορεί να είναι ψεύτικα». (Δηλαδή, αν δεν γίνωνται με την καρδιά). 
«Μή χαίρεσαι, όταν κερδίζης οποιοδήποτε κέρδος, ακόμη και πνευματικό να είναι και ανεβαίνεις. Υπάρχει φόβος να πέσης». 
«Μη στενοχωριέσαι, όταν χάνης. Αυτό σε κατεβάζει. Πατάς χαμηλά στην γή και δεν υπάρχει φόβος να πέσης». 
«Στα φτωχά και στα χαμηλά κλέφτες δεν πάνε. Στα μεγάλα και στα πλούσια οι κλέφτες στρέφουν το βλέμμα τους πάντοτε». 
«Μη βασίζεσαι στην βιτρίνα που βλέπεις στον κάθε άνθρωπο εξωτερικά. Την αποθήκη (καρδιά) δεν βλέπεις τι εχει μέσα». 
«Αν με ρωτήσης θα σου πώ, αν δεν με ρωτήσης τι να σου πώ; Εγώ ποιήματα δεν ξέρω». 
«Η Χάρις πέφτει πριν να την δή ο ήλιος. Η ψυχή δροσίζεται πριν να ξημερώση». 
«Ξύπνα τα μεσάνυχτα, κάνε την προσευχή σου, ρίξε ενα δάκρυ καυτερό με πόνο ψυχής, με βαθειά μετάνοια, να γιάνης την ψυχή σου». 
«Αν η καθημερινή ζωή σου είναι φτωχή, μην την περιφρονήσης. Κρίνε τον εαυτό σου που δεν είναι αρκετά ποιητής για να κάνη την ζωή ενα ωραίο ποίημα και μία όμορφη μουσική». 
«Πρέπει να συντομεύσουμε τον δρόμο μας για να πάμε εκεί που θέλει ο Θεός. Εμείς κοιτάζομε τα απ’ εξω. Με τ’ απ’ έξω δεν μπαίνεις μέσα. Θα πας μέσα για να βρής». 
«Τους πειρασμούς μην τους φοβάσαι. Είναι κοπριά. Το δένδρο που εχει κοπριά στην ρίζα του μην το φοβάσαι. Θα μεγαλώσει. Αλλοίμονο στο δένδρο που δεν εχει κοπριά». (Πειρασμούς). 
Πάντα όταν μιλούσε δεν καθόταν σαν γερόντισσα να πή συμβουλές υψηλής πνευματικότητος, αλλά μιλούσε απλά με βάθος και προσπαθούσε να σε κρατά σε βαθύτερη σχέση με το ουσιαστικό. Έλεγε: «Δεν καθόμαστε σταυροπόδι έτσι για να καθήσουμε. Πρέπει κάτι να ζούμε. Δεν μπορούμε να χάνουμε χρόνο. Πόσο είναι ακόμη η ζωή μας;». 
«Πες μία καλημέρα στον εχθρό σου με αγάπη και να ξέρης ότι εκείνη την ώρα κάνεις ένα μεγάλο δώρο στον Θεό». 
Έλεγε για τα Μοναστήρια: «Όλα είναι τέλεια (τα εξωτερικά). Αν πάη στο βάθος των πραγμάτων ο μοναχός, τότε είναι μοναχός. Διαφορετικά, και όλα τέλεια να είναι τα απ’ εξω και οι ωραιότερες φωνές και οι καλύτερες ακολουθίες και όλα αυτά… ακόμα δεν φθάσαμε εκεί που έπρεπε». 
«Πώ, πώ, πώ! Τι κάνει ο ιερέας όταν είναι μπροστά στην Αγία Τράπεζα! Τι γίνεται εκείνη την ώρα! Κατεβάζει τον ουρανό στην γή». 
«Ο εγωιστής είναι αλάδωτη μηχανή που κάνει θόρυβο, τρώει τα σωθικά της και κουράζει και τους άλλους». 
«Υπάρχουν δάκρυα ανθρώπινα και υπάρχουν δάκρυα κατά Χριστόν. Τα δάκρυα τα ανθρώπινα μπορεί να είναι παράπονο και διαμαρτυρία. Τα δάκρυα κατά Χριστόν δεν βάζουν κανέναν σαν αιτία των δακρύων, αλλά ο άνθρωπος αισθάνεται μέσα στα δάκρυα την αγάπη του Χριστού γι’ αυτόν, και τότε ανακαλύπτει το βάθος και το πλάτος της αναισθησίας και της αμαρτωλότητός του». 
«Όταν οι Άγιοι μιλούν για δάκρυα μετανοίας που μας καθαρίζουν και μας αγιάζουν, εννοούν αυτά, τα γόνιμα δάκρυα, και όχι τα ανθρώπινα δάκρυα που μπορεί να είναι και διαβολικά κάποτε. Να μη μας συγκινούν τα οποιαδήποτε δάκρυα, αλλά τα κατά Χριστόν δάκρυα». 
«Οι Πατέρες δεν μιλούν για τα δάκρυα που είναι διαμαρτυρία, παράπονο, άπογοήτευση και κλαψουρί- σματα, αλλά για δάκρυα ευγνωμοσύνης. Αυτά είναι δάκρυα συναισθήσεως της άγάπης του Θεού, και μέσα σ’ αυτά τα δάκρυα είναι η λύτρωση του άνθρώπου. Έκεί καθαίρεται η ψυχή, εκεί βρίσκει παρηγοριά». 
Έλεγε στα εγγόνια της: «Όποια ώρα με βάλεις να κοιμηθώ, θα κοιμηθώ, γιατί η συνείδησή μου είναι αναπαυμένη. Αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Να φροντίζετε κάθε βράδυ να κάνετε αυτοέλεγχο και μετά να κοιμάσθε». 
Συμβούλευε με παραβολές τα εγγόνια της και Ελεγε: «Εγώ έρριξα τον σπόρο. Αν είναι καλό το χωράφι θα φυτρώσει. Αν όχι δεν θα φυτρώσει». 
«Στη ζωή σας ναα μην είστε άκαμπτοι. Για να φθάσετε εκεί που θέλετε, θα πρέπει να πάτε λίγο από δώ, λίγο από κει, να σκύβετε το κεφάλι. Ποτέ να μήν πηγαίνετε κατ’ ευθείαν επάνω». 
«Να μή διαλέγετε τον εύκολο δρόμο πάντα. Δέν είναι ο καλύτερος. Στόν δύσκολο δρόμο θα μάθεις πως να περπατάς και θα μάθεις να σηκώνεσαι, όταν πέφτης. Στην ευθεία δέν μαθαίνεις τίποτε». 
«Άν οι πράξεις μας είναι καλές και η συνείδησή μας καθαρή, δέν φοβόμαστε τον Θεό». 
«Να είσαι ταπεινός σε όλες τις εκδηλώσεις γιατί η έπαρση δεν αρέσει σε κανέναν, ούτε στον Θεό ούτε στους ανθρώπους». 
Σε κάποια που παντρεύτηκε πλούσιο, την συμβούλευε: «Να είσαι ταπεινή, να μην πετάς. Τα χρήματα σήμερα τάχεις, αύριο δέν τάχεις. Αν εχης ταπείνωση και πέσης, θα πέσεις μαλακά. Άμα όμως είσαι πολύ ψηλά (εχεις υπερηφάνεια) και πέσης, θα τσακιστής». 


Η κοίμησή της 
Στα τελευταία της έβλεπε ένα φως και έλεγε οτι περιμενει να δη ποιός θάρθει να τήν πάρη. Θα είναι καλός ή κακός; Έλεγε: «Δεν πρέπει να φοβώμαστε τον θάνατο. Δεν είναι τίποτε. Είναι ένα φως». 
Ενώ την περίμεναν να πεθάνη τους είπε: «Δεν θα φύγω ακόμη. Θα περιμένω τον π. Μεθόδιο να γυρίση από το Παρίσι, διότι του το υποσχέθηκα». Και πράγματι, όταν γύρισε, την επισκέφθηκε με άλλα πνευματικά της παιδιά και τον Νομάρχη. Της έκαναν Ευχέλαιο και το χάρηκε, γιατί το ήθελε πολύ. Της πήγαν και μία ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα που τα αγαπούσε, και τους είπε: «Σας ευχαριστώ πολύ. Πάντα μου άρεσαν τα τριαντάφυλλα. Καλά κάνατε και τα φέρατε τώρα γιατί στο φέρετρο δεν θα τα έβλεπα». Την παραμονή ζήτησε να της διαβάσουν ευχή και ευχαρίστησε με νεύμα. 
Λίγο πριν κοιμηθή, πήγε ενας νεαρός Γάλλος υποψήφιος ιερέας και ζήτησε μία συμβουλή: «Τι να σου πώ! Μεγάλο πράγμα η Ιερωσύνη! Αν ήμουν άνδρας θα ήθελα να γίνω παπάς. Ταπείνωση και πάλι ταπείνωση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο από την ταπείνωση. Αυτό να κρατήσης στην ζωή σου». 
Ύστερα σηκώθηκε, πήγε πλύθηκε μόνη της, μάζεψε τα μαλλιά της, χαιρέτησε τους παρευρισκομένους και ξάπλωσε. Περίμενε να κοιμηθούν οι άλλοι και αυτή έφυγε για την άλλη ζωή ήσυχα, ειρηνικά και αθόρυβα στις 18-11-1978. 
Στην κηδεία της μαζεύτηκαν πολλοί. Ήταν περίπου 20 Ιερείς, καθηγητές Πανεπιστημίου και άλλοι άνθρωποι της Εκκλησίας που την γνώριζαν και την αγαπούσαν. Εφαίνετο σαν διαδήλωση και επικρατούσε χαρμόσυνη ατμόσφαιρα. Την πήγαν με τιμή μέσω της οδού Ερμού, που ήταν γεμάτη κόσμο, στην Αγία Σοφία, όπου της έψαλαν την νεκρώσιμη ακολουθία. 
Αιωνία η μνήμη της. Αμήν. 


Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄,έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ 
1. Πληροφορίες για την Αικατερίνα Δέρβα έδωσαν ο Πανοσιολογιώτατος Άρχιμ. Μεθόδιος Αλεξίου, Εφημέριος του Μητροπολιτικού ναού του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά Θεσ/νίκης, η ανεψιά της Αικατερίνης κ. Ευαγγελία Βίττη και τα εγγόνια της Αικατερίνα Δέρβα και ο μακαριστός πλέον Κωνσταντίνος Δέρβας. Τους ευχαριστούμε.
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ 
πηγή  το είδαμε εδώ

Η θύμηση των αμαρτημάτων




Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο να σώσει αμαρτωλούς, από τους οποίους πρώτος είμαι εγώ (Α' Τιμ. 1, 15). Δεν είπε, ήμουν, αλλά, είμαι. Η συγχώρηση δόθηκε από το Θεό. Ο Παύλος όμως δεν ξεχνούσε, θυμόταν τα αμαρτήματα, που του συγχώρησε ο Θεός. Αυτά που του εξάλειψε ο Κύριος, ο Παύλος τα φανέρωνε, τα έκαμε θέαμα σε όλους. Για να καταλάβετε όμως γιατί ο Παύλος θυμόταν τις αμαρτίες, που του συγχωρήθηκαν από το Θεό, ακούσατε τον Προφήτη που λέγει: Δεν θα θυμηθώ πια τις αμαρτίες σου. Συ όμως θυμήσου (Ησ. 43, 25).
Ο Θεός ονομάζει τον Παύλο «σκεύος εκλογής», εκλεκτό όργανό Του. Αυτός όμως θεωρεί και αποκαλεί τον εαυτό του πρώτο αμαρτωλό. Και αφού δεν λησμονούσε τις αμαρτίες που του συγχωρήθηκαν, σκέψου πόσο θυμόταν τις ευεργεσίες του Θεού... Η θύμηση των αμαρτημάτων συγκρατεί τη σκέψη, την κάνει να νοιώθει ταπεινή, και με την ταπεινοφροσύνη κερδίζει ο άνθρωπος την εύνοια, τη συμπάθεια του Θεού.

ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ
ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ”
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Ἡ ἱστορικότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

 




Ἡ μαρτυρία τῶν ἀρχαίων Ἰουδαϊκῶν κειμένων



Ραββινικὰ κείμενα

Ὅταν τὸ 70 μ.Χ. ἔπεσε ἡ Ἱερουσαλήμ, μαζὶ μὲ τὸν Ναό, καὶ τὴν κυριαρχία τῶν ἱερατικῶν οἰκογενειῶν, ἔπεσε καὶ τὸ ἀνώτατο δικαστήριο, τὸ Συνέδριο. Τὸ μόνο τμῆμα τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ποὺ μποροῦσε ν’ ἀναλάβει τὴν ἀνοικοδόμηση ἦσαν οἱ Φαρισαῖοι. Καὶ πράγματι αὐτὸ ἔκαναν, σὲ μία πνευματικὴ κι ὄχι πολιτικὴ βάση. Μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Γιωχανᾶν, γιοῦ τοῦ Ζακκᾶ, κατασκεύασαν τὰ κεντρικὰ γραφεῖα τους στὴ Γιαβνὲθ ἢ Γιάμνια, στὰ νοτιοδυτικά της Παλαιστίνης. Ἐδῶ, λοιπόν, ἀναδιοργάνωσαν τὸ Συνέδριο σὰν ἀνώτατο δικαστήριο γιὰ τὴν ὀργάνωση ὅλου τοῦ θρησκευτικοῦ νόμου, πρῶτος πρόεδρος τοῦ ὁποίου, στὴ νέα του μορφή, ἦταν ὁ Yohanan. Ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς νομοθετημάτων, «ἡ παράδοση τῶν πρεσβυτέρων», ὅπως ἀναφέρεται στὴν Καινὴ Διαθήκη, εἶχε παραδοθεῖ ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, προφορικά, κι αὐξανόταν μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου. Ἔγινε ἔτσι τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ τὴν κωδικοποίηση ὅλου αὐτοῦ τοῦ ὑλικοῦ. Τὸ δεύτερο βῆμα ἔγινε ἀπ’ τὸν μεγάλο Ραββίνο Ἀκίμπα, ποὺ πρῶτος κατέταξε τὸ ὑλικό, σύμφωνα μὲ τὰ θέματα. Μετὰ τὸν ἡρωικό του θάνατο, τὸ 135 μ.Χ., στὴ διάρκεια τῆς ἥττας ποὺ ὑπέστη ὁ ἐπαναστάτης κατὰ τῆς Ρώμης Βὰρ – Κοχεμπᾶ, τὸ ἔργο τοῦ ἀναθεωρήθηκε καὶ συνεχίστηκε ἀπ΄ τὸν μαθητή του, Ραββίνο Μέιρ. Τὸ ἔργο τῆς κωδικοποίησης ὁλοκληρώθηκε γύρω στὸ 200 μ.Χ ἀπ’ τὸν Ραββίνο Ἰούδα, πρόεδρο τοῦ Συνεδρίου, ἀπ’ τὸ 170 ἕως τὸ 217. Ὁ ὅλος κώδικας τοῦ θρησκευτικοῦ νομικοῦ συστήματος, ποὺ συλλέχθηκε μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο εἶναι γνωστὸς ὡς Μισνά.

Αὐτὸς ὁ κώδικας Μισνὰ ἔγινε ἀντικείμενο μελέτης, καὶ πολλὰ σχόλια ἐκφράσθηκαν μ’ αὐτὸν ἀπὸ τὶς Ραββινικὲς σχολὲς τόσο τῆς Παλαιστίνης ὅσο καὶ τῆς Βαβυλωνίας. Τὰ σχόλια αὐτὰ ἡ Γκεμάρα ἀποτέλεσαν ἕνα εἶδος συμπληρώματος τῆς Μισνᾶ καὶ ἡ Γκεμάρα ἀποτέλεσαν τὸ γνωστὸ Ταλμούδ. Τὸ «Ταλμοὺδ τῆς Ἱερουσαλήμ», ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὴ Μισνά, μαζὶ μὲ τὴν ὀγκώδη Γκεμάρα τῶν Παλαιστινιακῶν σχολῶν, συμπληρώθηκε τὸ 300 μ.Χ. περίπου. Τὸ κατὰ πολὺ μεγαλύτερο Βαβυλωνιακὸ Ταλμοὺδ συνέχισε ν’ αὐξάνει γιὰ δύο ἀκόμη αἰῶνες, πρὶν νὰ καταγραφεῖ, γύρω στὸ 500 μ.Χ.

Καθὼς ἡ Μισνὰ εἶναι ἕνας νομικὸς κώδικας καὶ τὸ Ταλμοὺδ βιβλία μὲ σχόλια πάνω σ’ αὐτὸ τὸν κώδικα, δὲν ὑπάρχει περίπτωση ἀναφορᾶς στὸν Χριστιανισμό, κι ὅπου ὑπάρχουν ἀναφορὲς εἶναι ἐχθρικές. Ὅπως καὶ νἄναι ὅμως αὐτὲς οἱ ἀναφορὲς δείχνουν τουλάχιστον πὼς δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἡ παραμικρὴ ἀμφιβολία γιὰ τὸν ἱστορικὸ χαρακτήρα τοῦ Ἰησοῦ.

Σύμφωνα μὲ τὶς γνῶμες τῶν πρώτων Ραββίνων ποὺ καταγράφονται σ’ αὐτὰ τὰ ἔργα, ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ ἦταν ἕνας ἁμαρτωλὸς στὸ Ἰσραήλ, ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὴ μαγεία, περιφρόνησε τὰ λόγια τῶν σοφῶν, παραπλάνησε τὸν κόσμο καὶ εἶπε πὼς δὲν ἦρθε νὰ καταστρέψει τὸν νόμο, ἀλλὰ νὰ τὸν συμπληρώσει. Κρεμάσθηκε τὴν παραμονὴ τοῦ Πάσχα, μὲ τὴν κατηγορία τῆς αἵρεσης καὶ παραπλάνησης τοῦ λαοῦ. Οἱ μαθητές του, πέντε ἀπ΄ τοὺς ὁποίους ἀναφέρονται μὲ τὰ ὀνόματά τους, γιάτρευαν ἀρρώστους στ’ ὄνομά του.

Εἶναι ὁλοφάνερο πὼς πρόκειται γιὰ ἕνα πορτραῖτο τοῦ Κυρίου μας ὅπως ἀκριβῶς θὰ τὸ περιμέναμε ἀπὸ ἕνα ἔργο γραμμένο ἀπ’ τοὺς Φαρισαίους, ποὺ ἦσαν ἀντίπαλοί Του. Μερικὰ ἀπὸ τὰ ὀνόματα μὲ τὰ ὁποῖα Αὐτὸς ἀναφέρεται γίνονταν ἄμεσες ἢ ἔμμεσες μαρτυρίες γιὰ τὶς διηγήσεις τῶν Εὐαγγελίων. Ἡ ὀνομασία Ha-Taluy («Ὁ κρεμασμένος») ἀναφέρεται ξεκάθαρα στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πέθανε. Ἕνα ἄλλο ὄνομα ποὺ Τοῦ δίνεται, Ben-Pantera («Γιὸς Παντέρα»), κατὰ πάσα πιθανότητα ἀναφέρεται, ὄχι (ὅπως ὑπονόησαν μερικοὶ) σ’ ἕναν Ρωμαῖο στρατιώτη, ποὺ ὀνομαζόταν Παντέρας, ἀλλὰ στὴ Χριστιανικὴ πίστη γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Κυρίου μας ἀπὸ παρθένο. Εἶναι δηλαδὴ ἡ λέξη «παρθένος» . Αὐτὸ δὲν σημαίνει βέβαια πὼς ὅλοι ὅσοι τὸν ὀνόμαζαν ἔτσι πίστευαν στὴ γέννησή Του ἀπὸ παρθένο.

Στὰ τέλη περίπου τοῦ πρώτου αἰώνα μ.Χ. καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ δεύτερου, ὑπῆρχε ὅπως φαίνεται κάποια διαφωνία στοὺς Ἰουδαϊκοὺς κύκλους, γιὰ τὸ κατὰ πόσο μερικὰ Χριστιανικὰ ἔργα ἔπρεπε ν’ ἀναγνωρισθοῦν ὡς κανονικὰ ἢ ὄχι. Αὐτὰ τὰ ἔργα, ὅποια κι ἂν ἦσαν, πῆραν τὸ Ἑλληνικὸ ὄνομα Εὐαγγέλιο. Τὸ ἀμφισβητούμενο Εὐαγγέλιο ἦταν κατὰ πάσα πιθανότητα μία Ἀραμαϊκὴ μορφὴ τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου, τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ προτιμοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι Χριστιανοὶ τῆς Παλαιστίνης καὶ τῶν γύρω περιοχῶν. Λέγεται πὼς οἱ Ραββίνοι Γιωχανᾶν καὶ Μέιρ ἔκαναν δυσμενῆ λογοπαίγνια μὲ τὴ λέξη Εὐαγγέλιο, ὑψώνοντας τὰ φωνήεντα τῆς λέξης ἔτσι, ὥστε νὰ διαβάζεται Awen-gillayon ἢ Awon-gillayon, ποὺ σήμαιναν «Ἁμαρτία τοῦ Περιθωρίου» ἢ «Ἁμαρτία τῆς Πλάκας τοῦ γραψίματος». Αὐτὲς οἱ δυσνόητες ἀναφορὲς δείχνουν πὼς ὑπῆρχε κάποια ἐπαφὴ ἀνάμεσα στοὺς ὀρθόδοξους Φαρισαίους καὶ τοὺς Ἰουδαίους Χριστιανούς, ποὺ δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἐκπλήσσει ἂν σκεφθοῦμε πὼς ἡ πρώτη Παλαιστινιακὴ ἐκκλησία περιλάμβανε πιστὰ μέλη, ποὺ προέρχονταν ἀπ’ τὴν παράταξη τῶν Φαρισαίων καὶ πολλὲς χιλιάδες Ἰουδαίων, ποὺ ἦσαν «ζηλωτὲς τοῦ νόμου» (Πρξ. 15/5, 21/20). Μετὰ τὸ 70 μ.Χ., πράγματι, μπορεῖ αὐτοὶ οἱ Ἰουδαῖοι Χριστιανοὶ νὰ εἶχαν περισσότερη ἐπαφὴ μὲ ἄλλους Ἰουδαίους, παρὰ μὲ τὰ μέλη τῶν Ἐθνικῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ ὁλοένα κι ἔκλιναν στὸ χαρακτηρισμὸ τῶν Ἰουδαίων Χριστιανῶν ὡς αἱρετικῶν καὶ ἡμι – Χριστιανῶν. Ὑπάρχουν βάσιμες πληροφορίες γιὰ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι αὐτοὶ οἱ φυγάδες ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τῆς Ἱερουσαλήμ, ποὺ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Ὑπεριορδανία, γύρω στὸ 70 μ.Χ., συνεργάστηκαν μὲ ὁρισμένες ὁμάδες Ἐσσαίων, ποὺ πιθανῶς περιλάμβαναν καὶ τ’ ἀπομεινάρια τῆς κοινότητας τοῦ Κουμρᾶν.


Ὁ Ἰώσηπος

Ὅμως, ἔχουμε καὶ ἀρχαιότερη καὶ πιὸ σπουδαία γιὰ μᾶς Ἰουδαϊκὴ φιλολογία ἀπ’ αὐτὴ ποὺ βρίσκουμε στὰ Ταλμούδ. Ὁ Ἰουδαῖος ἱστορικὸς Ἰώσηπος γεννήθηκε ἀπὸ ἱερατικὴ οἰκογένεια τὸ 37 μ.Χ. Στὴν ἡλικία τῶν δεκαεννιὰ χρόνων προσχώρησε στὴν Φαρισαϊκὴ παράταξη. Σὲ μία ἐπίσκεψή του στὴ Ρώμη, τὸ 63 μ.Χ., μπόρεσε νὰ ἐκτιμήσει τὴν ἰσχὺ τῆς Αὐτοκρατορίας. Ὅταν ξέσπασε ὁ Ἰουδαϊκὸς Πόλεμος, τὸ 66 μ.Χ., διορίστηκε διοικητὴς τῶν Ἰουδαϊκῶν δυνάμεων στὴ Γαλιλαία καὶ ὑπερασπίστηκε τὴ στρατηγικὴ θέση Jotapata ἐναντίον τῶν Ρωμαίων μέχρις ὅτου ἡ περαιτέρω ἀντίσταση ἦταν ἀνώφελη. Διέφυγε τότε σὲ μία σπηλιά, μαζὶ μ’ ἄλλους σαράντα, κι ὅταν ἀντιλήφθηκαν πὼς τὸ καταφύγιό τους εἶχε κυκλωθεῖ σχεδίασαν μία ὁμαδικὴ αὐτοκτονία. Ἴσως, πιὸ πολὺ ἀπὸ καλὸ χειρισμὸ τοῦ θέματος παρὰ ἀπὸ τύχη, ὁ Ἰώσηπος ἦταν ἕνας ἀπ’ τοὺς δύο ποὺ ἐπέζησαν. Ἔπεισε τὸν σύντροφό του νὰ παραδοθοῦν στοὺς Ρωμαίους κι ὅταν ἔγινε κι αὐτό, κατάφερε νὰ κερδήσει τὴν εὔνοια τοῦ Βεσπασιανοῦ, τοῦ Ρωμαίου διοικητῆ, προλέγοντας τὴν ἄνοδό του στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο, μία πρόβλεψη ποὺ ἐκπληρώθηκε τὸ 69 μ.Χ. Ὁ Ἰώσηπος προσλήφθηκε στὸ γενικὸ Ρωμαϊκὸ διοικητήριο, στὴ διάρκεια τῆς πολιορκίας τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐνεργώντας μάλιστα σὰν διερμηνέας τοῦ Τίτου, γιοῦ τοῦ Βεσπασιανοῦ καὶ διαδόχου του στὴ διοίκηση τῆς Παλαιστίνης, ὅταν θέλησε νὰ κάνει ἐξαγγελίες στοὺς πολιορκούμενους κατοίκους. Μετὰ τὴν πτώση τῆς πόλης καὶ τὴν καταστολὴ τῆς ἐπανάστασης, ὁ Ἰώσηπος ἐγκαταστάθηκε κανονικὰ στὴ Ρώμη, σὰν δικηγόρος καὶ συνταξιοῦχος τοῦ αὐτοκράτορα παίρνοντας τὸ οἰκογενειακό του ὄνομα, Φλάβιος, κι ἔτσι ἔγινε γνωστός, ὡς Φλάβιος Ἰώσηπος.

Ὅπως εἶναι φυσικό, αὐτὴ ἡ ποικιλόμορφη καριέρα δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ τὸν κάνει δημοφιλῆ ἀνάμεσα στοὺς συμπατριῶτες του, πολλοὶ ἀπ’ τοὺς ὁποίους τὸν θεωροῦσαν – καὶ τὸν θεωροῦν ἀκόμα – ἕναν δὶς εἰς θάνατον προδότη. Παρόλα αὐτά. Χρησιμοποίησε τὰ χρόνια ποὺ ἀναπαυόταν στὴ Ρώμη ἔτσι ποὺ νὰ μπορεῖ ν’ ἀπαιτήσει τὴν εὐγνωμοσύνη τους, γράφοντας τὴν ἱστορία τοῦ ἔθνους τους. Τὸ λογοτεχνικό του ἔργο περιλαμβάνει μία Ἱστορία περὶ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πολέμου, ἀπὸ τὸ 170 π.Χ. μέχρι τὸ 73 μ.Χ., ποὺ γράφτηκε πρῶτα στ’ Ἀραμαϊκά, πρὸς ὄφελος τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ζοῦσαν μέσα στὴν Αὐτοκρατορία, κι ἔπειτα δημοσιεύτηκε μία Ἑλληνικὴ μετάφραση. Ἐπίσης, μία Αὐτοβιογραφία στὴν ὁποία ὑπερασπίζεται τὸν ἑαυτὸ του ἐναντίον ἑνὸς ἄλλου Ἰουδαίου ἱστορικοῦ, τοῦ Ἰούστου, ἀπὸ τὴν Τιβεριάδα, ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος στὸν Πόλεμο ἐκφράστηκε δυσμενῶς γιὰ τὸν ρόλο ποὺ εἶχε παίξει ὁ Ἰώσηπος. Ἀκόμα, δύο βιβλία Κατ’ Ἀπίωνος, στὰ ὁποῖα ὑπερασπίζεται τὸ ἔθνος του ἐναντίον στὶς ἀντὶ-Σημιτικὲς συκοφαντίες (μερικὲς ἀπ’ τὶς ὁποῖες ὑπάρχουν καὶ σήμερα) τοῦ Ἀπίωνα, ἑνὸς Ἀλεξανδρινοῦ γυμνασιάρχη, καὶ ἄλλων συγγραφέων. Τέλος, εἴκοσι βιβλία μὲ τὶς Ἀρχαιότητες τῶν Ἰουδαίων,* ὅπου περιγράφεται ἡ ἱστορία τοῦ ἔθνους του ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τῆς Γένεσης μέχρι τὴν ἐποχή του. Ὅσο καὶ νὰ μὴ τοῦ ἄξιζε νὰ διασώσει τὴν ἱστορία τῆς πτώσης τοῦ ἔθνους του, πρέπει νὰ εἴμαστε χαρούμενοι ποὺ τὸ ἔκανε, γιατί, χωρὶς τὰ ἱστορικά του ἔργα, παρ’ ὅτι ἔχουν πολλὲς ἀτέλειες, οἱ πηγὲς τῶν πληροφοριῶν μας, σχετικὰ μὲ τὴν ἱστορία τῆς Παλαιστίνης τὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης, θὰ ἦσαν ἀπίστευτα φτωχότερες.

Στὶς σελίδες τοῦ Ἰώσηπου συναντᾶμε πολλὰ πρόσωπα ποὺ μᾶς εἶναι γνωστὰ ἀπ’ τὴν Καινὴ Διαθήκη: Τὴν ποικιλόμορφη οἰκογένεια τοῦ Ἡρώδη, τοὺς Ρωμαίους αὐτοκράτορες Αὔγουστο, Τιβέριο, Κλαύδιο καὶ Νέρωνα, τὸν Κυρήνιο, κυβερνήτη τῆς Συρίας, τὸν Πιλάτο, τὸν Φήλικα, τὸν Φῆστο προκουράτορες τῆς Ἰουδαίας, τὶς οἰκογένειες τοῦ ἀνώτατου ἱερατείου – Ἄννα, Καϊάφα, Ἀνανία καὶ τοὺς λοιπούς του Φαρισαίους καὶ τοὺς Σαδδουκαίους καὶ οὕτω καθεξῆς. Μποροῦμε νὰ διαβάσουμε τὴν Καινὴ Διαθήκη συγκρίνοντάς την μὲ τὸ πλαίσιο ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ Ἰώσηπος, πράγμα ποὺ τὴν κάνει ἀκόμα πιὸ ἐνδιαφέρουσα καὶ μᾶς βοηθάει νὰ τὴν κατανοήσουμε καλύτερα.

Ὅταν ὁ Γαμαλιὴλ (στὶς Πράξεις 5/37), μιλάει γιὰ τὸν Ἰούδα ἀπ’ τὴ Γαλιλαία ποὺ ἦταν ἐπικεφαλῆς μιᾶς ἐξέγερσης τὴν περίοδο τῆς φορολογίας, γυρίζουμε στὶς σελίδες τοῦ Ἰώσηπου καὶ βρίσκουμε τὴν ἱστορία αὐτῆς τῆς ἐξέγερσης τόσο στὸ ἔργο του Πόλεμος (11/8) ὅσο καὶ στὶς Ἀρχαιότητες (XVIII/1). Ὁ Ἰώσηπος μᾶς μιλάει, ἐπίσης, γιὰ κάποιον ἀγύρτη, ὀνόματι Θευδᾶ, (Ἀρχαιότ. ΧΧ/5,1) ποὺ ἐμφανίστηκε λίγο μετὰ τὸ 44 μ.Χ., ὁ Θευδᾶς ὅμως τὸν ὁποῖο ἀναφέρει ὁ Γαμαλιὴλ ἔδρασε πρὶν ἀπ’ τὸν Ἰούδα τῆς Γαλιλαίας (6 μ.Χ.). Σ’ ὁποιαδήποτε λοιπὸν περίπτωση, ὁ λόγος τοῦ Γαμαλιὴλ ἔλαβε χώρα ἀνάμεσα στὸ 30 καὶ τὸ 33. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ σκεφθοῦμε πὼς ὁ Λουκᾶς διέπραξε κάποιον ἀναχρονισμό, ἐπειδὴ διαβάζουμε τὸν Ἰώσηπο λανθασμένα (τὸ βάρος τῆς μαρτυρίας εἶναι κατὰ τοῦ Λουκᾶ νὰ ἔχουμε διαβάσει προηγουμένως τὸν Ἰώσηπο). Ὁ Ἰώσηπος ὁ ἴδιος μᾶς λέει πὼς περίπου στὴν ἐποχὴ ποὺ πέθανε ὁ Ἡρώδης ὁ Μέγας (4 μ.Χ.) ὑπῆρχαν πολλὰ προβλήματα στὴν Ἰουδαία, καὶ ἡ δραστηριότητα λοιπὸν τοῦ Θευδᾶ (ποὺ δὲν ἦταν καὶ τόσο ἀσυνήθιστο ὄνομα) τὸν ὁποῖο ἀνέφερε ὁ Γαμαλιήλ, ἴσως ν’ ἀνήκει σ’ αὐτὴ τὴν περίοδο.

Ἡ πείνα τῆς ἐποχῆς τοῦ Κλαύδιου (Πρξ. 11/28) ἀναφέρεται καὶ ἀπὸ τὸν Ἰώσηπο. Ἂν ὁ Λουκᾶς μᾶς λέει πὼς οἱ Χριστιανοὶ στὴν Ἀντιόχεια ἔστειλαν βοήθεια στὴν ἐκκλησία τῆς Ἱερουσαλήμ, σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ὁ Ἰώσηπος μᾶς λέει πὼς ἡ Ἕλενα, ἡ Ἰουδαία βασιλομήτορα τῆς Ἀδιαβηνῆς, ποὺ βρίσκεται στὰ βορειοανατολικά τῆς Μεσσοποταμίας, ἀγόρασε στὴν Ἀλεξάνδρεια καλαμπόκι καὶ στὴν Κύπρο σῦκα, γιὰ ν’ ἀνακουφίσει τὴν πείνα τοῦ λαοῦ τῆς Ἱερουσαλὴμ σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση.

Ὁ ξαφνικὸς θάνατος τοῦ Ἡρώδη Ἀγρίππα Α’, τὸν ὁποῖο διηγεῖται ὁ Λουκᾶς στὶς Πράξεις (12/19-23) καταγράφεται ἐπίσης κι ἀπ’ τὸν Ἰώσηπο (Ἀρχ. ΧΙΧ/8,2) σὲ μία μορφὴ ποὺ συμφωνεῖ μὲ τὶς γενικὲς γραμμὲς τοῦ Λουκᾶ, ἂν καὶ οἱ δύο διηγήσεις εἶναι ἀρκετὰ ἀνεξάρτητες, ἡ μία ἀπ’ τὴν ἄλλη. Νὰ πῶς δίνει αὐτὴν τὴν ἐξιστόρηση ὁ Ἰώσηπος:

«Ὅταν ὁ Ἀγρίππας εἶχε συμπληρώσει τρία χρόνια βασιλείας στὴν Ἰουδαία, ἦρθε στὴν Καισάρεια, ποὺ ἀρχικὰ ὀνομαζόταν Πύργος Στράτωνος. Ἐκεῖ ἔκανε γιορτὲς πρὸς τιμὴν τοῦ Καίσαρα, ἐγκαινιάζοντας ἕνα φεστιβὰλ γιὰ τὴ μακροημέρευση τοῦ αὐτοκράτορα. Ἐκεῖ, λοιπόν, κατέφθασε πλῆθος τοπικῶν ἀρχόντων καὶ ἄλλων ποὺ εἶχαν προαχθεῖ σὲ ἀνώτερα ἀξιώματα. Τὴ δεύτερη μέρα τῶν ἐκδηλώσεων φόρεσε ἕνα μανδύα ἀπὸ ἀσήμι, μὲ θαυμάσια ὕφανση κι ἔφτασε στὸ θέατρο τὰ ξημερώματα. Τὸ ἀσήμι ἔλαμπε καθὼς οἱ ἀχτίνες τοῦ ἥλιου ἔπεφταν πάνω του καὶ γυάλιζε ὑπέροχα. Ἡ αἴγλη του ἐνέπνεε κάποιο φόβο καὶ τρόμο σὲ ὅσους τὸν κοιτοῦσαν. Ξαφνικά, οἱ κόλακές του ἄρχισαν νὰ φωνάζουν ἀπ’ ὅλες τὶς μεριές, λόγια ποὺ στ’ ἀλήθεια δὲν ἦσαν γιὰ τὸ καλό του, κατονομάζοντας τὸν θεό, καὶ τὸν ἐπικαλοῦνταν κραυγάζοντας, ‘’Δεῖξε εὐμένεια! Ἂν μέχρι τώρα σ’ ἀντιμετωπίζαμε σὰν ἄνθρωπο, ἀπὸ δῶ καὶ στὸ ἑξῆς θὰ ὁμολογοῦμε πὼς βρίσκεσαι πάνω ἀπ’ τὴν ἀνθρώπινη φύση’’.

Ὁ βασιλιὰς δὲν τοὺς ἐπέπληξε οὔτε καταδίκασε τὴν ἀσεβῆ κολακεία τους. Ἀλλά, κοιτάζοντας ψηλὰ εἶδε τὴν κουκουβάγια νὰ κάθεται σ’ ἕνα σχοινί, πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι του κι ἀμέσως τὴ θεώρησε μηνυτὴ κακοῦ, ὅπως ἀκριβῶς προηγουμένως εἶχε γίνει μηνυτὴς καλοῦ, κι ἕνα βάρος θλίψης γέμισε τὴν καρδιά του. Ξαφνικὰ τὸν ἐπίασε δυνατὸς πόνος στὴν κοιλιακὴ χώρα...

Μεταφέρθηκε γρήγορα στὸ παλάτι καὶ γρήγορα διαδόθηκε τὸ νέο πὼς σίγουρα θὰ πέθαινε σύντομα... Ὅταν εἶχε πιὰ ὑποφέρει πέντε μέρες ἀπὸ πόνο, ἔφυγε ἀπ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, στὸ πεντηκοστὸ τέταρτο τῆς ζωῆς του καὶ τὸ ἕβδομο τῆς βασιλείας του».

Οἱ παραλληλίες ἀνάμεσα στὶς δύο διηγήσεις εἶναι ὁλοφάνερες, ὅπως ἐπίσης εἶναι φανερὴ καὶ ἡ ἀπουσία συνεννόησης μεταξύ τους. Ὁ Λουκᾶς περιγράφει τὸ ξαφνικὸ χτύπημα τοῦ βασιλιᾶ λέγοντας, στὴ βιβλικὴ γλώσσα, πὼς «ἄγγελος Κυρίου ἐπάταξε αὐτόν». Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ σκεφθεῖ κανεὶς πὼς ὑπάρχει κάποια σημασία στὴ χρήση τῆς Ἑλληνικῆς λέξης «ἄγγελος», ἀπ’ τὸν Λουκᾶ, ποὺ σημαίνει «ἀγγελιαφόρος», καὶ τὴ λέξη «μηνυτής», ποὺ ἀποδίδεται ἀπ’ τὸν Ἰώσηπο στὴν κουκουβάγια, παρόλο ποὺ μερικοὶ ἀπ’ τοὺς πρώτους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὑπέδειξαν κάτι τέτοιο. Οἱ Τύριοι ἐκμεταλλεύτηκαν τὴν εὐκαιρία τῆς γιορτῆς γιὰ νὰ συμφιλιωθοῦν δημόσια μὲ τὸ βασιλιά.

Γενικά, θὰ μπορούσαμε νὰ συνοψίσουμε τὴ σύγκριση τῶν δύο διηγήσεων μὲ τὰ λόγια ἑνὸς ἀπροκατάληπτου ἱστορικοῦ, τοῦ Eduard Meyer: «Οἱ δύο διηγήσεις συμφωνοῦν ἀπόλυτα στὶς γενικὲς γραμμές, τὰ δεδομένα καὶ τὴν ὅλη σύλληψη. Μὲ τὶς τόσο ἐνδιαφέρουσες λεπτομέρειές της, ποὺ μὲ κανένα τρόπο δὲν μποροῦν νὰ ἐξηγηθοῦν σὰν μία «τάση» ἢ σὰν λαϊκὴ παράδοση. Ἡ διήγηση τοῦ Λουκᾶ μπορεῖ μ’ ἐγγύηση νὰ θεωρηθεῖ τουλάχιστο τόσο ἀξιόπιστη, ὅσο κι αὐτὴ τοῦ Ἰώσηπου.

Ἀκόμη πιὸ ἐνδιαφέρον εἶναι τὸ ὅτι ὁ Ἰώσηπος ἀναφέρεται στὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστὴ καὶ τὸν Ἰάκωβο, ἀδελφό τοῦ Κυρίου, καταγράφοντας τὸ θάνατό τους μ’ ἕναν τρόπο ὁλοφάνερα διαφορετικὸ ἀπ’ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἔτσι ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ὑποψιαστοῦμε κάποια Χριστιανικὴ παρεμβολή, σὲ κανένα ἀπὸ τὰ ἀποσπάσματα αὐτά. Στὶς Ἀρχαιότητες (XVIII/5,2) διαβάζουμε πὼς ὁ Ἡρώδης Ἀντύπας, τετράρχης τῆς Γαλιλαίας, νικήθηκε στὴ μάχη ἀπ’ τὸν Ἀρέτα, βασιλιὰ τῶν Ἀράβων τῆς Νουβίας, πατέρα τῆς πρώτης γυναίκας τοῦ Ἡρώδη, τὴν ὁποία παράτησε χάρη τῆς Ἡρωδιάδας. Ὁ Ἰώσηπος συνεχίζει:

«Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους νόμισαν πὼς ὁ στρατὸς τοῦ Ἡρώδη εἶχε καταστραφεῖ ἀπ’ τὸν Θεὸ κι ἦταν αὐτὸ μία τιμωρία γιὰ τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Ἰωάννη, τοῦ ἐπονομαζόμενου Βαπτιστῆ. Γιατί ὁ Ἡρώδης εἶχε σκοτώσει, ἂν καὶ ἦταν καλὸς ἄνθρωπος καὶ πρόσταζε στοὺς Ἰουδαίους νὰ ζοῦν ἐνάρετα, νὰ εἶναι δίκαιοι μεταξύ τους καὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ νὰ βαπτίζονται. Δίδασκε πὼς τὸ βάπτισμα ἦταν ἀποδεκτὸ ἀπ’ τὸν Θεό, στὴν περίπτωση ποὺ αὐτὸ γινόταν ὄχι γιὰ τὴ συγχώρηση συνειδητῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ γιὰ τὸν καθαρισμὸ τοῦ σώματος, ἐνῶ ἡ ψυχὴ εἶχε ἤδη καθαρισθεῖ μὲ δικαιοσύνη. Ὅταν ἄρχισαν πολλοὶ νὰ μαζεύονται γύρω του (γιατί ἐπηρεάζονταν πολὺ σὰν ἄκουγαν τὰ λόγια του), ὁ Ἡρώδης φοβήθηκε τὴ δύναμη πειθοῦς, ποὺ διέθετε πάνω στοὺς ἀνθρώπους, φοβήθηκε μήπως ὁδηγήσει σὲ κάποια στάση, καθὼς ἀκολουθοῦσαν τὴ συμβουλή του γιὰ κάθε θέμα. Τὸ θεώρησε, λοιπόν, καλὸ νὰ τὸν συλλάβει καὶ νὰ τὸν σκοτώσει, πρὶν νὰ προκαλέσει κάποια ἀναταραχή, παρὰ νὰ μετανιώσει ἀργότερα μπαίνοντας σὲ τέτοια βάσανα, ἀφοῦ δηλαδὴ ξεσποῦσε ἡ ἐπανάσταση. Μ’ αὐτὲς τὶς ὑποψίες τοῦ Ἡρώδη, ὁ Ἰωάννης στάλθηκε ἁλυσοδεμένος στὸ Machaerus (Σημ. τ. μετ.: Μαχαίρους), ἕνα φρούριο ποὺ ἀναφέρθηκε πιὸ πάνω, καὶ ἐκεῖ θανατώθηκε. Οἱ Ἰουδαῖοι, λοιπόν, πίστεψαν πὼς ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς θανάτωσης καταστράφηκε ὁ στρατός, γιατί ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ φέρει κακὸ στὸν Ἡρώδη».


Ὑπάρχουν σημαντικὲς διαφορὲς ἀνάμεσα σ’ αὐτὴν τὴ διήγηση καὶ σ’ ἐκείνη τῶν Εὐαγγελίων : Σύμφωνα μὲ τὸν Μάρκο (1/4), ὁ Ἰωάννης «ἐκήρυττε βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», ἐνῶ ὁ Ἰώσηπος λέει πὼς τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη δὲν εἶχε σκοπὸ τὴν ἄφεση ἁμαρτιῶν. Ἐπίσης, ὁ Ἰώσηπος δίνει πολιτικὴ σημασία στὸ θάνατο τοῦ Ἰωάννη, ἐνῶ στὰ Εὐαγγέλια φαίνεται πὼς ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἀντίθεσης τοῦ Ἰωάννη γιὰ τὸ γάμο τοῦ Ἡρώδη μὲ τὴν Ἡρωδιάδα. Εἶναι πολὺ πιθανὸ ὁ Ἡρώδης νὰ θέλησε νὰ πετύχει μ’ ἕνα σμπάρο δύο τρυγόνια φυλακίζοντας τὸν Ἰωάννη. Ὅσο γιὰ τὴν ἀσυμφωνία ἀναφορικὰ μὲ τὴ σημασία τοῦ βαπτίσματος τοῦ Ἰωάννη, οἱ ἀνεξάρτητες παραδόσεις ποὺ μποροῦμε νὰ βροῦμε στὴν Καινὴ Διαθήκη εἶναι ἐντυπωσιακὰ ὁμόφωνες, κι ἐκτός του ὅτι εἶναι πρωιμότερες τῆς διήγησης τοῦ Ἰώσηπου (οἱ Ἀρχαιότητες δημοσιεύτηκαν τὸ 93 μ.Χ.) δίνουν μία πιὸ ἀξιόπιστη περιγραφὴ ἀπὸ θρησκευτικὸ-ἱστορικὴ ἄποψη.

Ὅπως φαίνεται, ὁ Ἰώσηπος ἀποδίδει πράγματι στὸν Ἰωάννη τὸ δόγμα τῶν Ἐσσαίων γιὰ τὸ βάπτισμα, ὅπως μᾶς εἶναι γνωστὸ ἀπ’ τὰ κείμενα τοῦ Κουμρᾶν. Τὸ γενικὸ διάγραμμα ὅμως τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰώσηπου βεβαιώνει τὴ μαρτυρία τῶν Εὐαγγελίων. Αὐτὴ ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰώσηπου ἦταν γνωστὴ τόσο στὸν Ὠριγένη (230 μ.Χ., περίπου) ὅσο καὶ στὸν Εὐσέβιο (326 μ.Χ., περίπου).

Ἀργότερα, ὁ Ἰώσηπος περιγράφει στὶς Ἀρχαιότητες (ΧΧ/9,1) τὶς αὐθαίρετες πράξεις τοῦ ἀρχιερέα Ἀνάνου, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ προκουράτορα Φήστου (61 μ.Χ.) μὲ τὰ ἑξῆς λόγια:

«Ὁ νεότερος ὅμως Ἄνανος, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴπαμε, ἀνέλαβε ἀρχιερέας, ἦταν θρασὺς καὶ τολμηρός. Ἀκολούθησε τὴν παράταξη τῶν Σαδδουκαίων, ποὺ εἶναι οἱ πιὸ αὐστηροὶ στὴν κρίση ἀπ’ ὅλους τοὺς Ἰουδαίους, ὅπως δείξαμε πιὸ πάνω. Μ’ αὐτόν, λοιπόν, τὸ χαρακτήρα ποὺ εἶχε ὁ Ἄνανος σκέφτηκε πὼς ἦταν καλύτερη εὐκαιρία, μιὰ ποὺ ὁ Φῆστος εἶχε πεθάνει κι ὁ Ἀλβίνος βρισκόταν ἀκόμα στὸ δρόμο. Ἔτσι, συγκάλεσε συμβούλιο τῶν κριτῶν καὶ ἔφερε μπροστά τους τὸν ἀδελφό τοῦ Ἰησοῦ, τὸν λεγόμενο Χριστό, τὸν Ἰάκωβο, μαζὶ μὲ ἄλλους, κι ἀφοῦ τοὺς κατηγόρησε σὰν παραβάτες τοῦ Νόμου, τοὺς ἔστειλε γιὰ λιθοβολισμό».

Αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα, ὅπως καὶ τὸ προηγούμενο ἦταν γνωστὸ τόσο στὸν Ὠριγένη ὅσο καὶ στὸν Εὐσέβιο. Τὴν ἱστορία τοῦ θανάτου τοῦ Ἰακώβου, τοῦ Δίκαιου (ὅπως ὀνόμαζαν τὸν ἀδελφό τοῦ Κυρίου), διηγεῖται μὲ περισσότερες λεπτομέρειες ὁ Ἠγήσιππος, ἕνας Ἰουδαῖος Χριστιανὸς συγγραφέας τοῦ 170 μ.Χ. περίπου. Ἡ διήγηση τοῦ Ἰώσηπου παρουσιάζει ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον, καθὼς ὁ Ἰώσηπος ὀνομάζει τὸν Ἰάκωβο ἀδελφό τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ λεγόμενου «Χριστοῦ» μὲ τέτοιο τρόπο, ποὺ ὑπονοεῖται πὼς ἔχει προηγουμένως ἀναφερθεῖ στὸν Ἰησοῦ. Βρίσκουμε ἐπίσης κάποια μνεία γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ σ’ ἕνα ἄλλο ἐκτεταμένο ἀντίτυπο τοῦ Ἰώσηπου, τὸ ὀνομαζόμενο Testimonium Flavianum, στὶς Ἀρχαιότητες (XVIII/3,3). Ὁ Ἰώσηπος διηγεῖται ἐκεῖ μερικὰ ἀπὸ τὰ προβλήματα ποὺ σημάδεψαν τὴ διακυβέρνηση τοῦ Πιλάτου, καὶ συνεχίζει:

«Περὶ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐμφανίστηκε ὁ Ἰησοῦς, ἕνας σοφὸς ἄνθρωπος, ἂν βέβαια μποροῦμε νὰ τὸν ὀνομάσουμε ἔτσι. Γιατί ἔκανε θαύματα καὶ δίδασκε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δέχονταν μὲ χαρὰ τὴν ἀλήθεια. Παρέσυρε πολλοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ Ἕλληνες. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὁ Χριστός. Ὅταν λοιπὸν τὸν καταδίκασε ὁ Πιλάτος σὲ σταυρικὸ θάνατο, ἀφοῦ παραπέμφθηκε ἀπὸ τοὺς ἄρχοντές μας, ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν δὲν χάθηκαν. Γιατί ἐμφανίστηκε σ’ αὐτοὺς τὴν τρίτη μέρα καὶ πάλι ζωντανός, ὅπως οἱ προφῆτες εἶχαν μιλήσει γι’ αὐτὰ καὶ γιὰ χιλιάδες ἄλλα θαυμάσια σχετικὰ μ’ αὐτόν: Ἀκόμα καὶ σήμερα ἡ φυλὴ τῶν Χριστιανῶν, ὅπως ὀνομάστηκαν ἀπ’ τὸ ὄνομά Του, δὲν ἔχει πεθάνει».

Αὐτὴ εἶναι μετάφραση τοῦ κειμένου αὐτοῦ τοῦ ἀποσπάσματος, ὅπως ἔφτασε σέ μᾶς καὶ ξέρουμε πὼς ἦταν τὸ ἴδιο καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Εὐσέβιου, ὁ ὁποῖος τὸ παραθέτει δύο φορές. Ἕνας λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο πολλοὶ θέλησαν νὰ τὸ χαρακτηρίσουν σὰν μία Χριστιανικὴ παρεμβολή, εἶναι τὸ ὅτι ὁ Ὠριγένης ἀναφέρει πὼς ὁ Ἰώσηπος δὲν πίστευε ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ὁ Μεσσίας, οὔτε Τὸν ἀνακήρυττε τέτοιον. Τὸ ὅτι ὁ Ἰώσηπος δὲν ἦταν Χριστιανὸς εἶναι γνωστό. Εἶναι ὅμως παράξενο ἕνας μὴ-Χριστιανὸς συγγραφέας νὰ γράφει τὰ παραπάνω ὑπογραμμισμένα λόγια. Παρόλα αὐτά, δὲν μποροῦμε, ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς κριτικῆς τοῦ κειμένου, νὰ ποῦμε τίποτε ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ ἀποσπάσματος. Οἱ μαρτυρίες τῶν χειρογράφων εἶναι ὁμόφωνες κι ἄφθονες, ὅπως ἄλλωστε γιὰ κάθε τί στὸν Ἰώσηπο. Ἴσως ὅμως νὰ ἦταν γνωστὴ στὸν Ὠριγένη μία πρωιμότερη μορφὴ τοῦ ἀποσπάσματος, ἀπ’ τὴν ὁποία ἔλλειπαν τὰ ὑπογραμμισμένα μέρη. Καθὼς τὸ κείμενο τοῦ Ἰώσηπου μεταδόθηκε ἀπὸ Χριστιανοὺς κι ὄχι ἀπὸ Ἰουδαίους, δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἐκπλήσσει ἂν ἡ ἀναφορὰ στὸν Ἰησοῦ πῆρε πιὸ Χριστιανικὸ χρῶμα μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου.

Ἂν ὅμως, προσέξουμε πιὸ πολὺ τὰ ὑπογραμμισμένα αὐτὰ τμήματα, ἴσως συμβεῖ ν’ ἀναρωτηθοῦμε, μήπως ὁ Ἰώσηπος ἔγραφε εἰρωνικά. Ἡ ἔκφραση «ἂν βέβαια μποροῦμε νὰ τὸν ὀνομάσουμε ἄνθρωπο, ἴσως νὰ εἶναι μία σαρκαστικὴ ἀναφορὰ στὴ Χριστιανικὴ πίστη, πὼς ὁ Ἰησοῦς ἦταν Γιὸς τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔκφραση «Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὁ Χριστός», ἴσως νὰ σημαίνει πὼς αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, ποὺ συνήθως ὀνομαζόταν Χριστός. Κάποια τέτοιου εἴδους ἀναφορά, ὑπονοεῖται ἐν πάση περιπτώσει μὲ τὴ μεταγενέστερη διακήρυξη ὅτι οἱ Χριστιανοί, ἴσως ὀνομάστηκαν ἀπὸ τὸ ὄνομά Του. Ὅσο γιὰ τὴν τρίτη ὑπογραμμισμένη φράση, σχετικὰ μὲ τὴν ἀνάσταση, ἴσως νὰ καταγράφει ἁπλὰ τί ὁ Χριστιανοὶ ἰσχυρίζονταν.

Μερικοὶ διακεκριμένοι κριτικοὶ δὲν δυσκολεύτηκαν νὰ δεχθοῦν τὸ Testimonium Flavianum ὅπως ἔχει. Τὸ ἀπόσπασμα αὐτὸ περιέχει ὁπωσδήποτε πολλὰ χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα τῆς γλώσσας τοῦ Ἰώσηπου, ὅπως ἀποδείχθηκε ἀπ’ τὸν ἀείμνηστο Dr. H. St. John Thackeray (ἡ κορυφαία αὐθεντία στὴ Βρετανία σχετικὰ μὲ τὸν Ἰώσηπο τὰ τελευταία χρόνια) καὶ ἄλλους.

Ἀποδείχθηκε, ἐπίσης, πὼς ἡ παράλειψη λέξεων καὶ οἱ σύντομες φράσεις ἀποτελοῦν χαρακτηριστικό τῆς παράδοσης τῶν Ἀρχαιοτήτων, γεγονὸς ποὺ μᾶς βοηθάει νὰ δεχθοῦμε τὴν ἄποψη πὼς ἡ λέξη «λεγόμενος» ἐξαφανίσθηκε πρὶν ἀπ’ τὴ λέξη «Χριστός», καὶ μία φράση ὅπως «ἔλεγαν» ἢ «καθὼς τὸν λένε» ἐξαφανίστηκε πρὶν τὴ φράση «γιατί ἐμφανίστηκε σ’ αὐτούς». Καὶ οἱ δύο αὐτὲς τροποποιήσεις εἶναι ἑλκυστικές, ἰδιαίτερα ἡ πρώτη, γιατί καὶ τὴν ἴδια τὴ φράση «ὁ λεγόμενος Χριστὸς» τὴ βρίσκουμε καὶ στὴν ἑνότητα τοῦ Ἰώσηπου τὴ σχετικὴ μὲ τὸ θάνατο τοῦ Ἰάκωβου.
Δύο ἄλλες τροποποιήσεις ἀπαιτοῦν ἀρκετὸ σχολιασμό. Ἡ μία ἔχει προταθεῖ ἀπ’ τὸν Trackeray, πώς, δηλαδή, ἀντὶ νὰ διαβάζουμε «τὴν ἀλήθεια» (τ’ ἀληθῆ), πρέπει νὰ διαβάζουμε «πράγματα ἀσυνήθιστα» (ἀήθη). Ἡ ἄλλη προτάθηκε ἀπ’ τὸν Δρα Robert Eisler, ὅτι δηλαδὴ ἔχουν παραλειφθεῖ μερικὲς λέξεις ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀποσπάσματος, ἡ ὁποία ἄρχιζε: «Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἐμφανίστηκε μία καινούργια πηγὴ προβλημάτων, κάποιος Ἰησοῦς». Ἂν δεχθοῦμε αὐτὲς τὶς τροποποιήσεις τοῦ κειμένου ἔχουμε τὸ ἑξῆς ἀποτέλεσμα:

«Τότε παρουσιάσθηκε μία νέα πηγὴ προβλημάτων, κάποιος Ἰησοῦς, ἕνας ἄνθρωπος σοφός. Ἔκανε θαύματα καὶ δίδασκε τοὺς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι δέχονταν μ’ εὐχαρίστηση τὰ παράξενα πράγματα ποὺ τοὺς ἔλεγε. Παρέσυρε πολλοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ Ἕλληνες. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἐκεῖνος ποὺ λεγόταν Χριστός. Ὅταν, λοιπόν, ὁ Πιλάτος τὸν καταδίκασε σὲ σταυρικὸ θάνατο, ἀφοῦ παραπέμφθηκε ἀπ’ τοὺς ἄρχοντές μας, ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν δὲν χάθηκαν. Γιατί ξαναπαρουσιάστηκε σ’ αὐτούς, ὅπως εἶπαν, τὴν τρίτη μέρα καὶ πάλι ζωντανός, ὅπως οἱ θεῖοι προφῆτες εἶχαν πεῖ, μαζὶ μὲ χιλιάδες ἀκόμα θαυμαστὰ πράγματα σχετικὰ γι’ αὐτόν: Κι ἀκόμα, καὶ σήμερα ἡ φυλὴ τῶν Χριστιανῶν, ὅπως ὀνομάστηκαν ἀπ’ τ’ ὄνομά Του, δὲν ἔχει χαθεῖ.»

Τὰ πλάγια γράμματα αὐτὴ τὴ φορὰ σημειώνουν τὶς τροποποιήσεις τοῦ κειμένου (Ἡ κυριότερη δυσκολία στὸ νὰ δεχθοῦμε τὴν τροποποίηση τοῦ Eisler, ποὺ ἀπὸ μόνη της πιθανὸν νὰ εἶναι ἐπαρκής, καθὼς κάνει τὸ ἀπόσπασμα πιὸ ταιριαστὸ στὸ ὅλο πλαίσιο, εἶναι ὁ ἀπειθάρχητος περίγυρος ποὺ διατηρεῖ. Μὲ βάση ἕνα ριζικὰ τροποποιημένο κείμενο τοῦ Testimonium Flavianum, κι ἕνα ριζικὰ τροποποιημένο κείμενο τῆς πρόσφατης παρέκκλισης τῆς Σλαβονικῆς μετάφρασης τοῦ ἔργου τοῦ Ἰώσηπου Ἰουδαϊκὸς Πόλεμος, ὁ Dr. Eisler προώθησε μία γενικὴ ἀναδόμηση τῆς ἱστορίας τῶν ἀρχῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ στὸ ἔργο τοῦ The Messiah Jesus and John the Baptist (1931). Ἡ ἀναμόρφωσή του αὐτή, ἂν κι ἔξυπνη, πνευματώδης κι ἑλκυστική, ἔχει ἀρκετὰ παρεκτραπεῖ καὶ δὲν εἶναι ἐπιστημονική, γιατί βασίζεται σὲ κείμενα τὰ ὁποῖα προηγουμένως τροποποίησε, ὥστε νὰ ταιριάζουν στὶς θεωρίες ποὺ προσπαθεῖ νὰ βγάλει ἀπ’ αὐτὲς τὶς τροποποιήσεις.). Αὐτὴ ἡ μετάφραση ἀπ’ τὸ Testimonium ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ ἕνα – δύο πολὺ ἁπλὰ τεχνάσματα, ἀπὸ τὶς δυσκολίες τοῦ παραδοσιακοῦ κειμένου, ἐνῶ διατηρεῖ (ἢ ἀκόμα κι αὐξάνει) τὴν ἀξία τοῦ ἀποσπάσματος ὡς ἱστορικοῦ ντοκουμέντου. Ἡ οὐσία τῆς ὅλης προσπάθειας τονίσθηκε περισσότερο σὰν ἀποτέλεσμα τῶν προσθηκῶν. Καὶ ἡ τελικὴ ἀναφορὰ στὴ «φυλὴ τῶν Χριστιανῶν» συνοδεύεται ἀπὸ κάποια ἐλπίδα πώς, κι ἂν δὲν χάθηκαν ἀκόμα, σύντομα ὅμως θὰ χαθοῦν.


Ἑπομένως, ἔχουμε σοβαροὺς λόγους νὰ πιστεύουμε πὼς ὁ Ἰώσηπος, ἀναφερόμενος στὸν Ἰησοῦ, μαρτυρεῖ: (α) Γιὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔζησε (β) γιὰ τὴ φήμη Του σὰν θαυματοποιοῦ, (γ) γιὰ τὸ ὅτι ἦταν ἀδελφός του Ἰακώβου, (δ) γιὰ τὴ σταύρωσή Του ἀπ’ τὸν Πιλάτο, μετὰ ἀπὸ πληροφορίες τῶν Ἰουδαίων ἀρχόντων, (ε) γιὰ τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι ἦταν Μεσσίας, (στ) γιὰ τὸ ὅτι ἦταν ἱδρυτὴς τῆς «φυλῆς τῶν Χριστιανῶν» καὶ πιθανῶς (ζ) γιὰ τὴν πίστη πὼς ἀναστήθηκε ἀπ’ τοὺς νεκρούς.

Ἂν καὶ τὸ ἀπόσπασμα τῆς Σλαβονικῆς μετάφρασης τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πολέμου ἀντιμετωπίζεται γενικὰ σὰν μία Χριστιανικὴ παρέκκλιση, ὁ Trackeray κατέληξε νὰ τὴν ἀντιμετωπίζει εὐνοϊκὰ (δὲς τὸ ἔργο του. στὸ Loeb, Josephus, III, σελ. 648 ἑπ.). Τοποθετεῖται στὸν Ἰουδαϊκὸ Πόλεμο, μεταξύ τοῦ ΙΙ/9,3 καὶ ΙΙ/9,4 κι ἔχει ὡς ἑξῆς:

«Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ παρουσιάσθηκε ἕνας συγκεκριμένος ἄνθρωπος, ἂν ταιριάζει βέβαια νὰ τὸν ὀνομάσουμε ἄνθρωπο. Ἡ φύση κι ἡ μορφὴ του ἦσαν ἀνθρώπινες, ἀλλὰ ἡ ἐμφάνισή του ἦταν κάτι παραπάνω ἀπὸ ἀνθρώπινη. Τὰ ἔργα του ὅμως ἦσαν θεϊκά. Ἔκανε θαύματα ὑπέροχα καὶ μεγάλα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀδυνατῶ νὰ τὸν ὀνομάσω ἄνθρωπο. Ἀλλά, ἀπ’ τὴν ἄλλη, πλευρά, ρίχνοντας μία ματιὰ στὴ φύση του ποὺ τὴ μοιράζονταν κι ἄλλοι, δὲν θὰ τὸν ὀνομάσω ἄγγελο. Ὁ,τιδήποτε ἔκανε, τὸ ἔκανε μὲ μία ἀκατανίκητη δύναμη, μ’ ἕνα λόγο, μὲ μία διαταγή. Μερικοὶ εἶπαν, «Ἀναστήθηκε ἀπ’ τοὺς νεκροὺς ὁ πρῶτος μας νομοθέτης, καὶ κάνει σημεῖα καὶ τέρατα». Ἄλλοι, ὅμως, σκέφθηκαν πὼς τὸν ἔστειλε ὁ Θεός. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις πάντως ἦρθε σ’ ἀντίθεση μὲ τὸ Νόμο καὶ δὲν ἀκολουθοῦσε τὰ σάββατα, σύμφωνα μὲ τὸ Νόμο τῶν προγόνων μας. Δὲν ἔπραξε ὅμως μὲ τὰ χέρια του τίποτα ποὺ νὰ ἦταν ντροπή, καὶ τὸ κάθε τί, τὸ προετοίμαζε μὲ τὰ λόγια του. Πολλοὶ ἀπ’ τὸν ὄχλο τὸν ἀκολουθοῦσαν κι ἄκουγαν μὲ προσοχὴ τὴ διδασκαλία του. Πολλὲς καρδιὲς τονώθηκαν, γιατί σκέφτηκαν πὼς οἱ Ἰουδαϊκὲς φυλὲς θὰ μποροῦσαν πλέον νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπ’ τὰ Ρωμαϊκὰ χέρια. Συνήθιζε ὅμως ν’ ἀπομακρύνεται ἀπ’ τὴν πόλη στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Ἐκεῖ ἐπίσης θεράπευε ἀνθρώπους. Συγκεντρώθηκαν γύρω του περὶ τοὺς ἑκατὸν πενήντα βοηθοί, ἀλλὰ καὶ πλῆθος λαοῦ. Ὅταν ὅμως εἶδαν τὴ δύναμή του, ποὺ μ’ ἕνα λόγο ἔκανε ὅ,τι ἤθελε, κι ὅταν τοῦ γνωστοποίησαν τὴν ἐπιθυμία τους νὰ κατεβεῖ στὴν πόλη καὶ νὰ καταστρέψει τὰ Ρωμαϊκὰ στρατεύματα καὶ τὸν Πιλάτο καὶ νὰ τοὺς κυβερνήσει, δὲν ἔδωσε σ’ αὐτὸ προσοχή. Ὅταν, λοιπόν, τὰ νέα αὐτὰ ἔγιναν γνωστὰ στοὺς Ἰουδαίους ἄρχοντες, συγκεντρώθηκαν μαζὶ μὲ τὸν ἀρχιερέα κι εἶπαν: «Δὲν ἔχουμε δύναμη ν’ ἀντισταθοῦμε στοὺς Ρωμαίους. Ἐφόσον, λοιπόν, τὸ τόξο λύγισε θὰ πᾶμε στὸν Πιλάτο καὶ θὰ τοῦ γνωστοποιήσουμε ὅ,τι ἀκούσαμε, γιὰ ν’ ἀπαλλαχτοῦμε ἀπ’ τὸ πρόβλημα, μὴ καὶ τ’ ἀκούσει ἀπὸ ἄλλους καὶ κλέψει τὰ ἀγαθά μας καὶ μᾶς σκοτώσει, καὶ διασκορπίσει τὰ παιδιά μας». Πῆγαν, λοιπόν, κι ἔκαναν ἀναφορὰ στὸν Πιλάτο. Κι ἐκεῖνος ἔστειλε κι ἔσφαξε πολλοὺς ἀπ’ τὸ πλῆθος. Καὶ συνέλαβε αὐτὸν τὸν θαυματοποιὸ κι ἀφοῦ τὸν ἀνέκρινε διακήρυξε τὴν ἄποψή του, «Κάνει καλὸ κι ὄχι κακό, δὲν εἶναι ἐπαναστάτης οὔτε σφετεριστὴς τοῦ θρόνου». Τὸν ἄφησε, λοιπόν, νὰ φύγει γιατί εἶχε θεραπεύσει τὴν ἑτοιμοθάνατη γυναίκα του. Ὅταν ἐπέστρεψε στὸν τόπο του ἔκανε τὰ συνηθισμένα του θαύματα. Περισσότεροι καὶ περισσότεροι ἄνθρωποι μαζεύτηκαν γύρω του δόξαζε τὸν ἑαυτό του μὲ μεγαλύτερη δραστηριότητα ἀπ’ ὅ,τι πρίν. Οἱ γραμματεῖς τὸν φθόνησαν κι ἔδωσαν στὸν Πιλάτο τριάντα ἀργύρια γιὰ νὰ τὸν σκοτώσει. Ἐκεῖνος τὰ πῆρε καὶ τοὺς ἄφησε ἐλεύθερους νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν. Τὸν πῆραν, λοιπόν, καὶ τὸν σταύρωσαν ἀντίθετα μὲ τὸ Νόμο τῶν πατέρων τους.»

Μόνο μ’ ἕνα ἀνήλεο κουτσούρεμα θὰ μποροῦσε ὁ Eisler νὰ μετατρέψει αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα σὲ μία σὰν κι αὐτὸ ποὺ θὰ ἔγραφε ἕνας Ἰουδαῖος συγγραφέας. Ὁ Χριστιανὸς ποὺ παρεμβλήθηκε εἰσάγει ἀρκετὰ ἀπομνημονεύματα ἀπ’ τὸ Testimonium Flavianum σὲ καμιὰ ὅμως περίπτωση δὲν μειώνει τὴ λάμψη τοῦ Πιλάτου καὶ τῶν Ρωμαίων γιὰ νὰ τονίσει αὐτὴ τῶν Ἰουδαίων.

Ἄλλα ἀποσπάσματα Χριστιανικῆς φύσης στὴ Σλαβονικὴ μετάφραση τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πολέμου ἀναφέρονται στὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή, τὸν Φίλιππο τὸν τετράρχη (συγκρ. Λκ 3/1), στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Παλαιστίνης τὴν ἐποχὴ τοῦ Κλαύδιου. Ἐπίσης, σὲ μία ἐπιγραφὴ στὸ Ναό, ὑποστηρίχθηκε ὅτι ὑπενθυμίζει τὴ σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ, γιατί ὁ ἴδιος εἶχε προφητεύσει τὴν πτώση τῆς πόλης καὶ τοῦ Ναοῦ, τὸ σχισμένο καταπέτασμα καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ.

Τέλος, στὴν προφητεία ποὺ ἀναφέρεται στὴ συνήθη ἔκδοση (στὸ Ἱ/5,4), ὅτι ἀπ’ τὴν Παλαιστίνη θὰ ἔβγαινε παγκόσμιος κυβερνήτης. Μία λεπτομερὴς ἐξέταση ὅλων αὐτῶν τῶν Σλαβονικῶν προσθηκῶν, καθὼς καὶ μία κριτικὴ τῆς θεωρίας τοῦ Eisler δίνει ὁ J.W. Jack, στὸ ἔργο του, Historic Christ (1933).

Να τα δέχεστε και να τα υπομένετε όλα σαν σταυρό

Να τα δέχεστε και να τα υπομένετε όλα σαν σταυρό
Άγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας
Υπάρχουν διάφοροι σταυροί. Υπάρχουν σταυροί, που έχουν εξαιρετικά μεγάλο βάρος, όπως οι σταυροί των Αγίων μαρτύρων, των Οσίων και των μεγάλων.
Ιεραρχών. Τέτοιοι σταυροί προορίζονται από τον Θεό για τους λίγους και εκλεκτούς Του, για τους οποίους γνωρίζει ότι είναι αρκετά ισχυροί και μπορούν να σηκώσουν και τον πιο βαρύ σταυρό.
Για μας όμως, τους αδύναμους Χριστιανούς, που δίνουμε λίγη προσοχή στην πνευματική ζωή και είμαστε γεμάτοι πάθη και επιθυμίες της σάρκας, ο Θεός προετοίμασε πολύ πιο ελαφρούς σταυρούς.
Μας στέλνει στην οδό της ζωής μας παρά πολλές θλίψεις και μας δίνει την εντολή να υπομένουμε ταπεινά τις συκοφαντίες, τις προσβολές και τις ύβρεις από τους ανθρώπους.
Να υπομένουμε, λοιπόν, τις θλίψεις που μπορεί να προκύψουν από την αποτυχημένη οικογενειακή ζωή ή από έναν αταίριαστο γάμο. Να υπομένουμε τη ζηλοτυπία στο γάμο. Μας δίνει την εντολή να υπομένουμε τις προσβολές και να μην αποδίδουμε προσβολή αντί προσβολής, να δείχνουμε εδώ υπομονή, επειδή αυτός είναι ο σταυρός μας.
Να τα δέχεστε και να τα υπομένετε όλα σαν σταυρό. Να σηκώσουμε τον σταυρό σημαίνει ήρεμα και με ευχαριστία να υπομένουμε όλα αυτά που μας στέλνει ο Θεός, τον πόνο και τις θλίψεις, τις ασθένειες και τις αδικίες.
Αυτό σημαίνει να βαδίζουμε αγόγγυστα την θλιμμένη οδό, με τη στενή πύλη, που οδηγεί στη Βασιλεία των Ουρανών. Σ’ αυτήν ακριβώς την οδό, πρέπει να ακολουθήσουμε τον Χριστό μας. Πρέπει να θυσιάσουμε τα πάθη, τις επιθυμίες και τα θελήματά μας στον Θεό και στους ανθρώπους. Και όπως ο Κύριος ανέβηκε στον φοβερό Σταυρό του Γολγοθά, έτσι και εμείς όταν σηκώνουμε τον σταυρό μας, πρέπει να θυμόμαστε ότι ακολουθούμε την οδό της διακονίας του Θεού και των ανθρώπων και αυτή η οδός είναι η μόνη, που μας οδηγεί μέσω του Γολγοθά στην Ανάσταση.
 πηγή

Πρὸς τοὺς αὐτομολήσαντας πρὸς τὰ θέατρα-Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος





ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ͵ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ͵

ΟΜΙΛΙΑ Πρὸς τοὺς καταλείψαντας τὴν ἐκκλησίαν καὶ αὐτομολήσαντας πρὸς τὰς ἱπποδρομίας καὶ τὰ θέατρα.



α. Ταῦτα ἀνεκτά; ταῦτα φορητά; Ὑμῖν γὰρ αὐτοῖς καθ΄ ὑμῶν ἐντυχεῖν βούλομαι. Οὕτω καὶ ὁ Θεὸς ἐποίησε τοῖς Ἑβραίοις· αὐτοῖς γὰρ κατ΄ αὐτῶν ἐντυγχάνων ἔλεγε· Λαός μου͵ τί ἐποίησά σοι͵ καὶ τί ἐλύπησά σε͵ ἢ τί παρηνώχλησά σοι; ἀποκρίθητί μοι. Καὶ πάλιν· Τί εὕροσαν οἱ πατέρες ὑμῶν ἐν ἐμοὶ πλημμέλημα; Τοῦτον δὴ καὶ ἐγὼ μιμήσομαι͵ καὶ ἐρῶ πρὸς ὑμᾶς πάλιν· Ταῦτα ἀνεκτά; ταῦτα φορητά; Μετὰ μακροὺς διαύλους λόγων͵ καὶ τοσαύτην διδασκαλίαν͵ καταλιπόντες ἡμᾶς τινες͵ πρὸς τὴν θεωρίαν τῶν ἁμιλλητηρίων ἵππων ηὐτομόλησαν͵ καὶ οὕτως ἐξεβακχεύθησαν͵ ὥστε πᾶσαν τὴν πόλιν ἐμπλῆσαι βοῆς καὶ κραυγῆς ἀτάκτου͵ καὶ πολὺν γέλωτα͵ μᾶλλον δὲ θρῆνον φερούσης. Ἐγὼ οὖν οἴκοι καθήμενος͵ καὶ τῆς φωνῆς ἀκούων ἐκρηγνυμένης͵ τῶν κλυδωνιζομένων χαλεπώτερον ἔπασχον. Ὥσπερ γὰρ ἐκεῖνοι͵ τῶν κυμάτων τοῖς τοίχοις τῆς νηὸς προσρηγνυμένων͵ περὶ τῶν ἐσχάτων κινδυνεύοντες δεδοίκασιν· οὕτω καὶ ἐμοὶ χαλεπώτεραι αἱ κραυγαὶ προσεῤῥήγνυντο ἐκεῖναι͵ καὶ εἰς τὴν γῆν ἔκυπτον καὶ ἐνεκαλυπτόμην· τῶν μὲν ἄνω τοιαῦτα ἀσχημονούντων͵ τῶν δὲ κάτω ἐν μέσῃ τῇ ἀγορᾷ ἡνιόχους κροτούντων͵ καὶ χαλεπώτερα ἐκείνων βοώντων. Τί 56.264 δὲ ἐροῦμεν; ἢ τί ἀπολογησόμεθα͵ εἰ ξένος τίς ποθεν ἐπιστὰς ἐγκαλοίη καὶ λέγοι· Ταῦτα ἡ πόλις τῶν ἀποστόλων; ταῦτα ἡ τοιοῦτον λαβοῦσα ὑποφήτην; ταῦτα ὁ δῆμος ὁ φιλόχριστος͵ τὸ θέατρον τὸ ἄπλαστον͵ τὸ πνευματικόν; Οὐδὲ τὴν ἡμέραν αὐτὴν ᾐδέσθητε͵ ἐν ᾗ τὰ σύμβολα τῆς σωτηρίας τοῦ γένους ἡμῶν ἐτελεῖτο· ἀλλ΄ ἐν παρασκευῇ͵ ὅτε ὁ Δεσπότης σου ὑπὲρ τῆς οἰκουμένης ἐσταυροῦτο͵ καὶ θυσία τοιαύτη προσεφέρετο͵ καὶ παράδεισος ἠνοίγετο͵ καὶ λῃστὴς εἰς τὴν ἀρχαίαν ἐπανήγετο πατρίδα͵ κατάρα ἐλύετο͵ καὶ ἁμαρτία ἠφανίζετο͵ καὶ ὁ χρόνιος ἀνῃρεῖτο πόλεμος͵ καὶ Θεοῦ καταλλαγὴ πρὸς ἀνθρώπους ἐγίνετο͵ καὶ πάντα μετεῤῥυθμίζετο· ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ͵ ἡνίκα νηστεύειν καὶ δοξολογεῖν ἔδει͵ καὶ εὐχαριστηρίους εὐχὰς ὑπὲρ τῶν τῆς οἰκουμένης ἀγαθῶν ἀναπέμπειν τῷ ταῦτα ποιήσαντι· τότε σὺ καταλιπὼν ἐκκλησίαν καὶ θυσίαν πνευματικὴν͵ καὶ ἀδελφῶν σύλλογον͵ καὶ νηστείας τὸ σεμνὸν͵ αἰχμάλωτος ὑπὸ τοῦ διαβόλου πρὸς τὴν θεωρίαν ἀπηνέχθης ἐκείνην; Ταῦτα ἀνεκτά; ταῦτα φορητά; Οὐ γὰρ παύσομαι ταῦτα συνεχῶς λέγων͵ καὶ τὴν ὀδύνην ἐμαυτοῦ ταύτῃ παραμυθούμενος͵ τὸ [ f. τῷ] μὴ πιέζειν αὐτὴν τῇ σιγῇ͵ ἀλλ΄ εἰς μέσον ἐκφέρειν͵ 56.265 καὶ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τῶν ὑμετέρων τιθέναι. Πῶς δυνησόμεθα τὸν Θεὸν λοιπὸν ἵλεω ποιῆσαι; πῶς καταλλάξαι ὀργιζόμενον; Πρὸ τριῶν ἡμερῶν ἐπομβρία καὶ ὑετὸς κατεῤῥήγνυτο πάντα παρασύρων͵ ἀπ΄ αὐτοῦ τοῦ στόματος͵ ὡς εἰπεῖν͵ τὴν τράπεζαν τῶν γηπόνων ἀφαρπάζων͵ στάχυας κομῶντας κατακλίνων͵ τὰ ἄλλα ἅπαντα τῇ πλεονεξίᾳ τῆς ὑγρᾶς κατασήπων οὐσίας· λιτανεῖαι καὶ ἱκετηρίαι͵ καὶ πᾶσα ἡμῶν ἡ πόλις ὥσπερ χείμαῤῥος ἐπὶ τοὺς τόπους τῶν ἀποστόλων ἔτρεχε͵ καὶ συνηγόρους ἐλαμβάνομεν τὸν ἅγιον Πέτρον καὶ τὸν μακάριον Ἀνδρέαν͵ τὴν ξυνωρίδα τῶν ἀποστόλων͵ Παῦλον καὶ Τιμόθεον. Μετ΄ ἐκεῖνα͵ τῆς ὀργῆς λυθείσης͵ καὶ πέλαγος περάσαντες͵ καὶ κυμάτων κατατολμήσαντες͵ ἐπὶ τοὺς κορυφαίους ἐτρέχομεν͵ τὸν Πέτρον τὴν κρηπῖδα τῆς πίστεως͵ τὸν Παῦλον τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς͵ πανήγυριν ἐπιτελοῦντες πνευματικὴν͵ καὶ τοὺς ἄθλους αὐτῶν ἀνακηρύττοντες͵ τὰ τρόπαια καὶ τὰς νίκας τὰς κατὰ τῶν δαιμόνων. Καὶ οὔτε τῷ φόβῳ τῶν γινομένων καταπλαγέντες͵ οὔτε τῷ μεγέθει τῶν κατορθωμάτων τῶν ἀποστολικῶν παιδευθέντες͵ ἀθρόον οὕτω μιᾶς μεταξὺ γενομένης ἡμέρας͵ σκιρτᾷς καὶ βοᾷς͵ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν αἰχμάλωτον ὑπὸ τῶν παθῶν παρασυρομένην περιορῶν; Εἰ δὲ ἐβούλου δρόμον ἀλόγων ὁρᾷν͵ τίνος ἕνεκεν οὐκ ἔζευξας τὰ ἄλογα ἐν σοὶ πάθη͵ θυμὸν καὶ ἐπιθυμίαν͵ καὶ ἐπέθηκας αὐτοῖς τὸν τῆς φιλοσοφίας ζυγὸν͵ τὸν χρηστὸν καὶ κοῦφον͵ καὶ ἐπέστησας αὐτοῖς λογισμὸν ὀρθὸν͵ καὶ πρὸς τὸ βραβεῖον ἤλασας τῆς ἄνω κλήσεως͵ οὐκ ἀπὸ μύσους εἰς μύσος͵ ἀλλ΄ ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανὸν τρέχων; Τοῦτο γὰρ τῆς ἱπποδρομίας τὸ εἶδος μετὰ τῆς ἡδονῆς πολλὴν ἔχει τὴν ὠφέλειαν. Ἀλλ΄ ἀφεὶς τὰ κατὰ σαυτὸν ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε φέρεσθαι͵ ὑπὲρ τῆς ἑτέρων νίκης ἐκάθου͵ ἡμέραν τοσαύτην εἰκῆ καὶ μάτην καὶ ἐπὶ κακῷ δαπανῶν.


β. ῏Η οὐκ οἶσθα ὅτι καθάπερ ἡμεῖς ἀργύριον τοῖς οἰκέταις τοῖς ἡμετέροις ἐγχειρίζοντες͵ εὐθύνας αὐτοὺς καὶ μέχρι ἑνὸς ἀπαιτοῦμεν ὀβολοῦ· οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τῶν ἡμερῶν τῆς ζωῆς τῆς ἡμετέρας ἀπαιτήσει λόγον ἡμᾶς͵ πῶς ἑκάστην ἡμέραν ἐδαπανήσαμεν; Τί οὖν ἐροῦμεν; τί δὲ ἀπολογησόμεθα͵ ὅταν τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἀπαιτώμεθα εὐθύνας; ῞Ηλιος ἀνέτειλε διὰ σὲ͵ καὶ σελήνη τὴν νύκτα ἐφώτισε͵ καὶ ποικίλος ἀστέρων ἀνέλαμψε χορός· ἔπνευσαν ἄνεμοι διὰ σὲ͵ ἔδραμον ποταμοί· σπέρματα ἐβλάστησαν διὰ σὲ͵ καὶ φυτὰ ἀνεδόθη͵ καὶ τῆς φύσεως ὁ δρόμος τὴν οἰκείαν ἐτήρησε τάξιν͵ καὶ ἡμέρα ἐφάνη καὶ 56.266 νὺξ παρῆλθε· καὶ ταῦτα πάντα γέγονε διὰ σέ· σὺ δὲ τῶν κτισμάτων σοι διακονουμένων͵ τοῦ διαβόλου τὴν ἐπιθυμίαν πληροῖς; Καὶ τοσοῦτον παρὰ τοῦ Θεοῦ μισθωσάμενος οἶκον͵ τὸν κόσμον λέγω τοῦτον͵ οὐκ ἀπέδωκας τὸν μισθόν. Καὶ οὐκ ἤρκεσε τῇ προτέρᾳ ἡμέρᾳ͵ ἀλλὰ καὶ τὴν δευτέραν͵ ὅτε ἀναπαῦσαι μικρὸν ἐχρῆν ἀπὸ τῆς ἐγγινομένης κακίας͵ ἐπὶ θέατρα πάλιν ἀνέβαινες͵ ἀπὸ καπνοῦ εἰς πῦρ τρέχων͵ εἰς ἕτερον βάραθρον καθεὶς ἑαυτὸν χαλεπώτερον. Γέροντες πολιὰς κατῄσχυνον͵ καὶ νέοι τὴν νεότητα κατεκρήμνιζον͵ καὶ πατέρες παῖδας ἀνῆγον͵ ἐκ προοιμίων τὴν ἀπειρόκακον ἡλικίαν εἰς τὰ τῆς πονηρίας ἐμβιβάζοντες βάραθρα͵ ὥστε οὐκ ἄν τις ἁμάρτοι παιδοκτόνους ἀντὶ πατέρων τοὺς τοιούτους ἀπο καλῶν͵ καὶ τῇ κακίᾳ τὴν ψυχὴν ἀπολλύντας τῶν τεχθέντων. Καὶ ποία κακία; φησί. Διὰ γὰρ τοῦτο ὀδυνῶμαι͵ ὅτι καὶ νοσῶν͵ οὐκ οἶδας ὅτι νοσεῖς͵ ἵνα καὶ τὸν ἰατρὸν ἐπιζητήσῃς. Μοιχείας ἐγένου πεπληρωμένος͵ καὶ ἐρωτᾷς͵ ποία κακία; ἦ οὐκ ἤκουσας τοῦ Χριστοῦ λέγοντος· Ὁ ἐμβλέψας γυναικὶ πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι͵ ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτήν; Τί οὖν ἐὰν μὴ ἐμβλέψω͵ φησὶ͵ πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι; Καὶ πῶς δυνήσῃ με πεῖσαι; Ὁ γὰρ τοῦ θεωρῆσαι μὴ κρατῶν͵ ἀλλὰ τοσαύτην σπουδὴν ὑπὲρ τοῦ τοιούτου τιθέμενος͵ πῶς μετὰ τὸ θεωρῆσαι δυνήσῃ μένειν ἀκηλίδωτος; Μὴ γὰρ λίθος σοι τὸ σῶμα; μὴ γὰρ σίδηρος; Σάρκα περίκεισαι͵ σάρκα ἀνθρωπίνην͵ ἥτις χόρτου χαλεπώτερον ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας ἀνάπτεται. Καὶ τί λέγω τὸ θέατρον; Ἐν ἀγορᾷ πολλάκις ἐὰν ἀπαντήσωμεν γυναικὶ͵ θορυβούμεθα· σὺ δὲ ἄνω καθήμενος͵ ὅπου τοσαύτη πρὸς ἀσχημοσύνην παράκλησις͵ ὁρῶν γυναῖκα πόρνην γυμνῇ τῇ κεφαλῇ μετὰ πολλῆς τῆς ἀναισχυντίας εἰσιοῦσαν͵ χρυσᾶ περιβεβλημένην ἱμάτια͵ μαλακιζομένην͵ θρυπτομένην͵ ᾄσματα ᾄδουσαν πορνικὰ͵ κατακεκλασμένα μέλη͵ αἰσχρὰ προϊεμένην ῥήματα͵ ἀσχημονοῦσαν τοιαῦτα͵ ἅπερ ὁ θεωρήσας ἂν εἰς ἔννοιαν λάβῃς͵ κάτω κύπτεις· τολμᾷς εἰπεῖν ὡς οὐδὲν πάσχῃς ἀνθρώπινον; Μὴ γὰρ λίθος σοι τὸ σῶμα; μὴ γὰρ σίδηρος; Οὐ γὰρ παραιτήσομαι πάλιν τὰ αὐτὰ εἰπεῖν. Μὴ γὰρ τῶν μεγάλων καὶ γενναίων ἀνδρῶν ἐκείνων͵ οἳ ἀπὸ ψιλῆς ὄψεως κατηνέχθησαν͵ φιλοσοφώτερος σὺ εἶ; Οὐκ ἤκουσας τί φησιν ὁ Σολομών· Περιπατήσει τις ἐπ΄ ἀνθράκων πυρὸς͵ τοὺς δὲ πόδας οὐ κατακαύσει; Ἀποδήσει τις πῦρ ἐν κόλπῳ͵ τὰ δὲ ἱμάτια οὐ κατακαύσει; Οὕτως ὁ εἰσιὼν εἰς γυναῖκα ἀλλοτρίαν. Εἰ γὰρ καὶ μὴ συνεπλάκης τῇ πόρνῃ͵ ἀλλὰ τῇ ἐπιθυμίᾳ 56.267 συνεγένου͵ καὶ τῇ γνώμῃ τὴν ἁμαρτίαν εἰργάσω. Καὶ οὐδὲ κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον μόνον͵ ἀλλὰ καὶ τοῦ θεάτρου λυθέντος͵ ἀπελθούσης αὐτῆς͵ τὸ εἴδωλον ἐκείνης ἐναπόκειταί σου τῇ ψυχῇ͵ τὰ ῥήματα͵ τὰ σχήματα͵ τὰ βλέμματα͵ ἡ βάδισις͵ ὁ ῥυθμὸς͵ ἡ διάκρισις͵ τὰ μέλη τὰ πορνικὰ͵ καὶ μυρία τραύματα λαβὼν ἀναχωρεῖς. Οὐκ ἐντεῦθεν οἴκων ἀνατροπαί; οὐκ ἐντεῦθεν σωφροσύνης ἀπώλεια; οὐκ ἐντεῦθεν γάμων διαιρέσεις; οὐκ ἐντεῦθεν πόλεμοι καὶ μάχαι; οὐκ ἐντεῦθεν ἀηδίαι λόγον οὐκ ἔχουσαι; Ἐπειδὰν γὰρ ἐμπλησθεὶς ταύτης ἀνέλθῃς γενόμενος αἰχμάλωτος͵ καὶ ἡ γυνή σου ἀηδεστέρα φαίνεται͵ καὶ τὰ παιδία φορτικώτερα͵ καὶ οἱ οἰκέται ἐπαχθεῖς͵ καὶ ἡ οἰκία περιττὴ͵ καὶ αἱ συνήθεις φροντίδες ἐνοχλεῖν δοκοῦσι πρὸς τὴν οἰκονομίαν τῶν δεόντων πραγμάτων͵ καὶ ἕκαστος προσιὼν φορτικὸς καὶ ἐπαχθής.


γ. Τὸ δὲ αἴτιον͵ οὐκ ἀνέρχῃ μόνος εἰς τὴν οἰκίαν͵ ἀλλὰ τὴν πόρνην ἔχων μετὰ σεαυτοῦ͵ οὐ φανερῶς καὶ δήλως ἀνιοῦσαν· ὅπερ ἦν κουφότερον· ταχέως γὰρ ἂν ἐξήλασεν ἡ γυνή· ἀλλὰ τῇ γνώμῃ͵ καὶ τῷ συνειδότι ἐγκαθημένην͵ καὶ ἀνάπτουσαν ἔνδον τὴν Βαβυλωνίαν κάμινον͵ μᾶλλον δὲ πολλῷ χαλεπωτέραν· οὐ γὰρ στυππίον καὶ νάφθα καὶ πίσσα͵ ἀλλὰ τὰ εἰρημένα τροφὴ τῷ πυρὶ γίνεται͵ καὶ πάντα ἄνω καὶ κάτω. Καὶ καθάπερ οἱ πυρέττοντες͵ οὐδὲν ἔχοντες ἐγκαλεῖν τοῖς διακονουμένοις͵ διὰ τὴν τοῦ νοσήματος κακίαν δυσάρεστοι πρὸς πάντας εἰσὶ͵ σιτία διακρουόμενοι͵ καὶ ἰατροὺς κακίζοντες͵ καὶ πρὸς τοὺς οἰκείους ἀγανακτοῦντες͵ καὶ κατὰ τῶν διακονούντων λυττῶντες· οὕτω δὴ καὶ οἱ τὴν χαλεπὴν νόσον ταύτην νοσοῦντες͵ ἀλλοιοῦσι͵ δυσχεραίνουσι͵ πάντοτε ἐκείνην βλέποντες. Ὢ χαλεπῶν πραγμάτων. Λύκος μὲν καὶ λέων͵ καὶ τὰ λοιπὰ θηρία τοξευόμενα φεύγει τὸν κυνηγέτην· ἄνθρωπος δὲ ὁ λογιώτατος τρωθεὶς͵ περιδιώκει τὴν τρώσασαν͵ ὥστε πολλῷ χαλεπώτερον βέλος λαβεῖν͵ καὶ ἐνηδυπαθεῖν τῷ τραύματι· ὅπερ δὴ πάντων ἐστὶ πικρότατον͵ καὶ τὴν νόσον ἀνίατον ἐργάζεται. Ὁ γὰρ μὴ μισῶν τὸ ἕλκος͵ μηδὲ ἀπαλλαγῆναι βουλόμενος͵ πῶς ἂν ἐπιζητήσειε τὸν ἰατρόν; Διὰ ταῦτα ὀδυνῶμαι καὶ διακόπτομαι͵ ὅτι τοσαύτην λύμην λαμβάνοντες͵ ἐκεῖθεν κατέρχεσθε͵ καὶ διὰ μικρὰν ἡδονὴν διηνεκῆ τὴν ὀδύνην ὑπομένετε. Καὶ γὰρ καὶ πρὸ τῆς γεέννης καὶ τῆς κολάσεως ἐνταῦθα τὴν ἐσχάτην ἑαυτοὺς ἀπαιτεῖτε δίκην. ῍Η οὐκ ἐσχάτης τιμωρίας͵ εἰπέ μοι͵ ἐπιθυμίαν τοιαύτην τρέφειν͵ καὶ διηνεκῶς ἐμπίπρασθαι͵ καὶ κάμινον ἔρωτος ἀτόπου πανταχοῦ περιφέρειν͵ καὶ συνειδότος κατηγορίαν; Πῶς γὰρ ἐπιβήσῃ τῶν προθύρων ἐκείνων τῶν ἱερῶν; πῶς ἅψῃ τῆς οὐρανίου τραπέζης; πῶς δὲ ἀκούσεις τὸν περὶ σωφροσύνης λόγον͵ ἑλκῶν γέμων καὶ τραυμά 56.268 των τοσούτων͵ καὶ τὴν διάνοιαν ἔχων τῷ πάθει δουλεύουσαν; Καὶ τί δεῖ τὰ ἄλλα λέγειν; Ἀπὸ τῶν νῦν παρ΄ ἡμῶν γινομένων ἔξεστι τῆς διανοίας ἰδεῖν τὴν ὀδύνην. Νῦν γοῦν ὁρῶ μεταξὺ τῶν λόγων τούτων τὰ μέτωπα τύπτοντας͵ καὶ πολλὴν ὑμῖν ἔχω χάριν͵ ὅτι δῆμος οὕτως ἐστὲ εὔσπλαγχνος. Τάχα δὲ οἶμαι πολλοὺς τῶν μηδὲν ἡμαρτηκότων ταῦτα ποιεῖν͵ ἀλγοῦντας ὑπὲρ τῶν ἀδελφικῶν τραυμάτων. Διὰ τοῦτο ὀδυνῶμαι καὶ κόπτομαι͵ ὅτι τοιαύτην ἀγέλην ὁ διάβολος λυμαίνεται. Ἀλλ΄ εἰ βουληθείητε͵ ταχέως αὐτοῦ τὴν εἴσοδον ἀποφράξομεν. Πῶς καὶ τίνι τρόπῳ; Εἰ τοὺς νοσοῦντας ὑγιαίνοντας ἴδοιμεν· εἰ τὰ δίκτυα τῆς διδασκαλίας ἁπλώσαντες περιέλθοιμεν τοὺς θηριαλώτους ζητοῦντες͵ καὶ ἐξ αὐτῆς τοῦ λέοντος τῆς φάρυγγος αὐτοὺς ἐξαρπάσοιμεν. Μὴ γάρ μοι λέγε· Ὀλίγοι εἰσὶν οἱ ἀποβουκολισθέντες. Κἂν δέκα μόνον ὦσιν͵ οὐχ ἡ τυχοῦσα ζημία· κἂν πέντε͵ κἂν δύο͵ κἂν εἷς. Ἐπεὶ καὶ ὁ ποιμὴν ἐκεῖνος τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα διὰ τοῦτο καταλιπὼν πρόβατα͵ ἐπὶ τὸ ἓν ἔτρεχε͵ καὶ οὐκ ἐπανῆλθεν ἕως πάλιν αὐτὸ ἐπανήγαγε͵ καὶ τὸν τῶν ἑκατὸν ἀριθμὸν χωλεύοντα δι΄ ἐκείνου τὴν ἀποκατάστασιν τοῦ πλανηθέντος ἐπλήρωσε. Μὴ λέγε͵ ὅτι εἷς ἐστιν· ἀλλ΄ ἐννόησον͵ ὅτι ψυχή ἐστι͵ δι΄ ἣν τὰ ὁρώμενα πάντα γέγονεν· δι΄ ἣν νόμοι͵ καὶ τιμωρίαι͵ καὶ κολάσεις͵ καὶ τὰ μυρία θαύματα͵ καὶ αἱ ποικίλαι τοῦ Θεοῦ πραγματεῖαι· δι΄ ἣν οὐδὲ τοῦ Μονογενοῦς ἐφείσατο. Ἐννόησον ὅση τι μὴ καταβέβληται καὶ ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς͵ καὶ μὴ καταφρόνει τῆς σωτηρίας αὐτοῦ͵ ἀλλ΄ ἀπελθὼν ἡμῖν ἐπανάγαγε͵ καὶ πεῖσον μηκέτι τοῖς αὐτοῖς περιπεσεῖν͵ καὶ ἀρκοῦσαν ἔχομεν ἀπολογίαν. Εἰ δὲ μὴ ἀνέχοιτο͵ μηδὲ ἡμῶν συμβουλευόντων͵ μηδὲ ὑμῶν παραινούντων͵ τῇ ἐξουσίᾳ χρήσομαι λοιπὸν͵ ᾗ ὁ Θεὸς ἡμῖν ἔδωκεν οὐκ εἰς καθαίρεσιν͵ ἀλλ΄ εἰς οἰκοδομήν.


δ. Διὰ δὲ τοῦτο προλέγω͵ καὶ λαμπρᾷ βοῶ τῇ φωνῇ͵ ὅτι εἴ τις μετὰ τὴν παραίνεσιν ταύτην καὶ διδασκαλίαν ἐπὶ τὴν παράνομον τῶν θεάτρων αὐτομολήσειε λύμην͵ οὐ δέξομαι αὐτὸν εἴσω τουτωνὶ τῶν περιβόλων͵ οὐ μεταδώσω μυστηρίων͵ οὐκ ἀφήσω τῆς ἱερᾶς ἅψασθαι τραπέζης· ἀλλ΄ ὥσπερ οἱ ποιμένες τὰ ψώρας ἐμπεπλησμένα πρόβατα τῶν ὑγιαινόντων ἀπείργουσιν͵ ὥστε μὴ μεταδοῦναι τοῖς λοιποῖς τῆς νόσου· οὕτω δὴ ἐργάσομαι κἀγώ. Εἰ γὰρ τὸ παλαιὸν ὁ λεπρὸς ἔξω τῆς παρεμβολῆς ἐκελεύετο καθῆναι͵ κἂν βασιλεὺς ἦν͵ ἐξεβάλλετο μετὰ τοῦ διαδήματος͵ πολλῷ μᾶλλον ἡμεῖς τὸν τὴν ψυχὴν λεπροῦντα ταύτης ἐκβαλοῦμεν τῆς ἱερᾶς παρεμβολῆς. Ὥσπερ γὰρ τὴν ἀρχὴν παραινέσει καὶ συμβολῇ ἐχρησάμην͵ οὕτω καὶ νῦν μετὰ τοσαύτην παραίνεσιν καὶ διδασκαλίαν ἀνάγκη λοιπὸν καὶ τομὴν ἐπαγαγεῖν. Καὶ γὰρ ἐνιαυτὸν ἔχω λοιπὸν τῆς πόλεως ἐπιβὰς τῆς ὑμετέρας͵ καὶ οὐ διέλιπον πολλάκις καὶ συνεχῶς ταῦτα ὑμῖν παραινῶν. Ἐπεὶ οὖν ἐναπέμεινάν τινες τῇ σηπεδόνι͵ 56.269 φέρε λοιπὸν τὴν τομὴν ἐπαγάγωμεν. Εἰ γὰρ μὴ σιδήριον ἔχω͵ ἀλλ΄ ἔχω λόγον σιδήρου τομώτερον· εἰ καὶ μὴ πῦρ βαστάζω͵ ἀλλ΄ ἔστι μοι διδασκαλία πυρὸς θερμοτέρα͵ εὐτονώτερον δυναμένη καίειν. Μὴ οὖν καταφρόνει τῆς ἀποφάσεως τῆς ἡμετέρας. Εἰ γὰρ εὐτελεῖς ἡμεῖς καὶ σφόδρα οἰκτροὶ͵ ἀλλ΄ ὅμως ἐνεχειρίσθημεν ἀξίαν παρὰ τῆς τοῦ Θεοῦ χάριτος τὴν δυναμένην ταῦτα ἐργάζεσθαι. Ἐκβαλλέσθωσαν τοίνυν οἱ τοιοῦτοι͵ ἵνα οἵ τε ὑγιαίνοντες ἡμῖν ὑγιεινότεροι γένωνται͵ οἵ τε νοσοῦντες ἀνακτήσωνται ἑαυτοὺς ἐκ τῆς χαλεπῆς ἀῤῥωστίας. Εἰ δὲ ἐφρίξατε ταύτην ἀκούσαντες τὴν ἀπόφασιν (καὶ γὰρ ὁρῶ πάντας στυγνάζοντας καὶ συνεσταλμένους ὄντας)͵ μεταβαλλέσθωσαν͵ καὶ λέλυται τὰ τῆς ἀποφάσεως. Ὥσπερ γὰρ ἐξουσίαν ἐλάβομεν δῆσαι͵ οὕτως καὶ λῦσαι͵ καὶ πάλιν ἐπαγαγεῖν. Οὐ γὰρ τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν ἀποκόψαι βουλόμεθα͵ ἀλλὰ τὸ ὄνειδος τῆς Ἐκκλησίας ἀποκρούσασθαι. Νῦν μὲν γὰρ καὶ Ἕλληνες ἡμῶν καταγελάσονται͵ καὶ Ἰουδαῖοι κωμῳδήσουσιν͵ ὅταν ἁμαρτάνοντας ἑαυτοὺς οὕτως περιορῶμεν. Τότε δὲ καὶ ἐκεῖνοι σφόδρα ἡμᾶς ἐπαινέσουσι͵ καὶ θαυμάσονται τὴν Ἐκκλησίαν͵ τῶν παρ΄ ἡμῖν αἰδεσθέντες νόμων. Μηδεὶς τοίνυν τῶν ἐπιμενόντων τῇ αὐτῇ πορνείᾳ τῆς ἐκκλησίας ἐπιβαινέτω͵ ἀλλὰ καὶ ἀφ΄ ὑμῶν ἐπιτιμάσθω͵ καὶ κοινὸς ἔστω πολέμιος. Εἴ τις γὰρ͵ φησὶν͵ οὐχ ὑπακούσῃ τῷ λόγῳ ἡμῶν διὰ τῆς ἐπιστολῆς͵ τοῦτον σημειοῦσθε͵ καὶ μὴ συναναμίγνυσθε αὐτῷ. Τοῦτο δὲ ποιήσατε· μήτε λόγου μετάδοτε͵ μήτε εἰς οἰκίαν δέξησθε͵ μήτε τραπέζης κοινωνήσητε͵ μήτε εἰσόδου͵ μήτε ἐξόδου͵ μήτε ἀγορᾶς· καὶ οὕτω ῥᾳδίως αὐτοὺς ἀνακτησόμεθα. Καὶ καθάπερ οἱ κυνηγοὶ τὰ δυσάλωτα τῶν θηρίων οὐκ ἐξ ἑνὸς μέρους͵ ἀλλὰ πάντοθεν ἐλαύνοντες͵ εἰς τὴν σαγήνην ἐμβάλλουσιν· οὕτω δὴ καὶ ἡμεῖς τοὺς ἐκθηριωθέντας συνελάσωμεν͵ καὶ ταχέως εἰς τὰ δίκτυα τῆς σωτηρίας ἐμβαλοῦμεν͵ ἡμεῖς ἐντεῦθεν͵ ὑμεῖς ἐκεῖθεν. Ἵν΄ οὖν τοῦτο γένηται͵ καὶ ὑμεῖς ἡμῖν συναγανακτήσατε͵ 56.270 μᾶλλον δὲ ὑπὲρ τῶν τοῦ Θεοῦ νόμων ἀλγήσατε͵ καὶ μικρὸν ἀποστράφητε τούτους τὰ τοιαῦτα νοσοῦντας καὶ παρανομοῦντας τῶν ἀδελφῶν͵ ἵνα διηνεκῶς αὐτοὺς ἔχητε. Οὐδὲ γὰρ τὸ τυχὸν ὑμῖν ἐστι κρίμα͵ εἰ παρίδητε τοσαύτην ἀπώλειαν͵ ἀλλὰ μεγίστην ἕξετε τιμωρίαν. Εἰ γὰρ ἐν ταῖς τῶν ἀνθρώπων οἰκίαις ἂν ἁλῷ τις τῶν οἰκετῶν ἀργύριον ἢ χρυσίον ὑφελόμενος͵ οὐκ αὐτὸς κολάζεται μόνον ὁ ἁλοὺς͵ ἀλλὰ καὶ οἱ συνειδότες καὶ μὴ καταγγείλαντες͵ πολλῷ μᾶλλον ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐρεῖ γάρ σοι τηνικαῦτα ὁ Θεός· Ὁρῶν ἀπὸ τοῦ οἴκου τοῦ ἐμοῦ οὐκ ἀργύριον͵ οὐδὲ χρυσοῦν σκεῦος κλαπὲν͵ ἀλλὰ σωφροσύνην συληθεῖσαν͵ καὶ τὸν λαβόντα τὸ σῶμα τὸ τίμιον͵ καὶ τοιαύτης μετασχόντα θυσίας͵ ἀπελθόντα εἰς τὸ τοῦ διαβόλου χωρίον͵ καὶ τοιαῦτα παρανομήσαντα͵ πῶς ἐσίγησας; πῶς ἤνεγκας; πῶς οὐκ ἀπήγγειλας τῷ ἱερεῖ; καὶ οὐ τὰς τυχούσας ἀπαιτηθήσῃ εὐθύνας. Διά τοι τοῦτο καὶ ἐγὼ͵ καίτοι γε μέλλων λυπεῖν͵ οὐδενὸς φείσομαι τῶν ἐπαχθεστέρων. Πολλῷ γὰρ βέλτιον ἐνταῦθα λυπηθέντας ἡμᾶς ἐξελέσθαι τῆς μελλούσης κρίσεως͵ ἢ ῥήμασι χαρισάμενον μεθ΄ ὑμῶν κολασθῆναι τότε. Οὐδὲ γὰρ ἀσφαλὲς ἡμῖν͵ οὐδὲ ἀκίνδυνον͵ σιγῇ τὰ τοιαῦτα φέρειν Ὑμῶν γὰρ ἕκαστος ὑπὲρ ἑαυτοῦ δώσει τὰς εὐθύνας· ἐγὼ δὲ τῆς ἁπάντων σωτηρίας ὑπεύθυνος. Διὰ δὴ τοῦτο οὐ παύσομαι πάντα ποιῶν καὶ λέγων͵ κἂν λυπῆσαι δέῃ͵ κἂν ἐπαχθῆ φανῆναι͵ κἂν φορτικὸν͵ ὥστε δυνηθῆναι παραστῆναι τῷ βήματι ἐκείνῳ τῷ φοβερῷ͵ μὴ ἔχων σπῖλον ἢ ῥυτίδα͵ ἤ τι τῶν τοιούτων. Γένοιτο δὲ εὐχαῖς τῶν ἁγίων τούς τε διαφθαρέντας ἤδη ταχέως ἐπανελθεῖν͵ τούς τε μείναντας ἀσινεῖς ἐπὶ μεῖζον προκόψαι κοσμιότητος καὶ σωφροσύνης· ἵνα καὶ ὑμεῖς σώζοισθε͵ καὶ ἡμεῖς εὐφραινώμεθα͵ καὶ ὁ Θεὸς δοξάζηται νῦν καὶ ἀεὶ͵ καὶ εἰς τοὺς ἀτελευτήτους αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ὁ Αἰγύπτιος





Ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἀσκητικὲς φυσιογνωμίες τῶν αἰγυπτιακῶν ἐρήμων, ὁ Ὀνούφριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Περσία. Ἀπὸ παιδὶ ἀκόμα ἔδειχνε φλογερὸ πόθο ὁλοκληρωτικῆς ἀφιέρωσης στὸ Θεό.

Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἐντάχθηκε σὲ μία κοινοβιακὴ ἀδελφότητα, ὅπου γιὰ ἀρκετὰ χρόνια ἀσκήθηκε στὴν πνευματικὴ καὶ σωματικὴ ἐγκράτεια καὶ στὴν ὑπακοή. Ἡ μεγάλη του ταπεινοφροσύνη ἔκανε τοὺς ἀδελφούς του νὰ τὸν ἀγαπήσουν πολύ. Ὅταν ὡρίμασε περισσότερο στὴν ἡλικία ὁ Ὀνούφριος θέλησε νὰ πάει βαθύτερα στὴν ἔρημο, νὰ γνωρίσει καὶ νὰ μιμηθεῖ τὴν ζωὴ τῶν ἐκεῖ ἀσκητῶν της. Μὲ μεγάλη λύπη ἡ ἀδελφότητα ἄφησε ἐλεύθερο τὸ ἐπίλεκτο αὐτὸ μέλος της.

Ἀφοῦ βάδισε ἀρκετὰ μέσα στὴν ἔρημο, συνάντησε τὴν καλύβη τοῦ ἐρημίτη Ἑρμία, ποὺ μὲ θεία ἀποκάλυψη τὸν περίμενε. Ὁ Ἑρμίας τὸν ὁδήγησε σὲ μία καλύβη, κάτω ἀπὸ ἕναν πελώριο φοίνικα, ποὺ δίπλα κελάρυζαν τὰ νερὰ μίας καθάριας πηγῆς.

Ἐκεῖ ὁ Ὀνούφριος ἐπιδόθηκε σὲ μεγαλύτερη πνευματικὴ ἄσκηση, καὶ ἡ φήμη του διαδόθηκε σὲ ὅλους τοὺς ἐρημίτες, ποὺ συχνὰ πήγαιναν νὰ τὸν συμβουλευθοῦν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του.

Τελικά, ὅταν κάποτε τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Ἀββᾶς Παφνούτιος, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή, καὶ ὁ Παφνούτιος τὸν ἔθαψε κάτω ἀπὸ τὸν πελώριο φοίνικα. Θύμισε, ἔτσι, σὲ ὅλους τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «γύμναζε σεαυτὸν πρὸς εὐσέβειαν». Δηλαδή, γύμναζε καὶ συνήθιζε τὸν ἑαυτό σου στὴ συνεχὴ ἐξάσκηση τῆς ἁγίας ζωῆς.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐν σαρκὶ μιμησάμενοι, ὤφθητε ἐρήμου πολίται, καὶ χαρίτων κειμήλια, Ὀνούφριε Αἰγύπτου καλλονή, καὶ Πέτρε τῶν ἐν Ἄθῳ ὁ φωστήρ• διὰ τοῦτο τοὺς ἀγῶνας ὑμῶν ἀεί, τιμῶμεν ἀναμέλποντες• δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι' ὑμῶν πάσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α´. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἡμῶν Ονούφριε· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον 
Ἦχος πλ. δ’. Πίστιν Χριστοῦ.
Φῶς νοητὸν καὶ οὐράνιον, Πέτρε λαβὼν ἐν καρδίᾳ σου, τῆς ἀκηράτου Τριάδος δοχεῖον ὤφθης λαμπρότατον, καὶ χάριν τῶν θαυμάτων ἀπείληφας, κραυγάζων, Ἀλληλούϊα.

Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Θεοφόρος ὁ ἐν Ἄθῳ ἀσκήσας



Πατρίδα τοῦ ὁσίου αὐτοῦ ἦταν ἡ Κωνσταντινούπολη. Οἱ γονεῖς του, εὐσεβῆ καὶ διακεκριμένα μέλη τῆς ἐκεῖ κοινωνίας, τὸν εἶχαν ἀναθρέψει σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἐκπαίδευση τοῦ Πέτρου ὑπῆρξε ἀξιόλογη καὶ μὲ τὰ προσόντα ποὺ ἦταν προικισμένος ἀναδείχτηκε καὶ στρατηγός. Ἀλλ᾿ ὁ Πέτρος, μὲ τὴν δύναμη τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, δὲν ξέφυγε ἀπὸ τὸν ἴσιο καὶ φωτεινὸ δρόμο. Ἀνέβηκε ψηλά, ἀλλ᾿ ἔμεινε ἀγαθός.

Καὶ ἐνῷ βρισκόταν μεταξὺ τῶν ἐπισήμων καὶ μεγάλων, ἀγαποῦσε νὰ κάνει συντροφιὰ μὲ τοὺς μικροὺς καὶ νὰ ἐπισκέπτεται τὰ ταπεινά τους σπίτια, γιὰ νὰ φέρνει στὶς στερήσεις καὶ τὶς θλίψεις τους παρηγοριὰ καὶ ἀνακούφιση.

Σὲ κάποια μάχη ὅμως, νικήθηκε τὸ βασιλικὸ στράτευμα καὶ ὁ ἴδιος πιάστηκε αἰχμάλωτος. Ἀπελευθερώθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο καὶ πῆρε τὴν ἀπόφαση ν᾿ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸ Χριστό. Πῆγε λοιπὸν στὴ Ῥώμη, περιηγήθηκε ὅλα τὰ χριστιανικὰ μνημεῖα, μελέτησε τὴν Ἱστορία τῶν ἀγώνων τῆς Ἐκκλησίας καὶ κατόπιν ἔγινε μοναχός.

Ἔπειτα πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἀσκήτεψε γιὰ ἀρκετὰ χρόνια μέσα σὲ μία σπηλιά. Ὅταν πέθανε, οἱ μοναχοὶ τὸν ἔθαψαν μὲ τιμές, σὰν πατέρα καὶ καθοδηγό τους.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ ἐν Ἀσπροκάστρῳ


 


Ὁ Νεομάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα καὶ ἦταν λόγιος πρόκριτος τῆς πόλης αὐτῆς καὶ πολὺ εὐσεβής. Ἀσχολούμενος μὲ τὸ ἐμπόριο, κάποτε ἐπιβιβάσθηκε σ᾿ ἕνα τούρκικο πλοῖο καὶ συνόδευε τὰ ἐμπορεύματά του. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ, ἡ προσευχή, ἡ νηστεία καὶ ἡ ἐλεημοσύνη ποὺ ἐκδήλωσε ὁ Ἰωάννης, κίνησε τὸν φθόνο τοῦ Τούρκου πλοιάρχου, ὁ ὁποῖος μὲ μακρὲς συζητήσεις προσπαθοῦσε νὰ τὸν προσηλυτίσει.

Ὁ Ἰωάννης, ἔμπειρος σχετικῶς μὲ τὶς Γραφές, νίκησε τὸν πλοίαρχο στὶς θρησκευτικὲς αὐτὲς συζητήσεις. Ὅταν ἀποβιβάστηκαν στὸ Ἄκκερμαν (Ἀσπρόκαστρο), ὁ πλοίαρχος συκοφάντησε τὸν Ἰωάννη στὸν Τοῦρκο ἡγεμόνα, ὅτι δῆθεν ἔδωσε λόγο νὰ γίνει μωαμεθανός.

Μετὰ ἀπὸ λίγο ὁδηγοῦσαν μὲ τιμὲς τὸν Ἰωάννη, μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, ποὺ μὲ κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις προσπαθοῦσε νὰ ἐπιτύχει τὸν σκοπό του. Ἀλλ᾿ ὁ Ἰωάννης περίτρανα ὁμολόγησε πὼς ἦταν, εἶναι καὶ θὰ παραμείνει χριστιανός, ὅσα πλούτη καὶ ἀξιώματα καὶ ἂν τοῦ προσφέρουν. Θυμωμένος ὁ ἡγεμόνας, διέταξε καὶ τὸν βασάνισαν τόσο σκληρά, ὥστε τὸ αἷμα του ἔτρεχε σὰν ποτάμι. Κατόπιν ἔτσι αἱμόφυρτο τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ὅταν τὸν ξαναπαρουσίασαν στὸν ἡγεμόνα, ὁ Ἰωάννης ὁμολόγησε μὲ περισσότερο θάῤῥος τὴν πίστη του, λέγοντας πὼς αὐτὰ τὰ βασανιστήρια ποὺ τοῦ ἔκαναν δὲν τοῦ φάνηκαν τίποτα καὶ ἂν ἔχουν ἄλλα καινούργια ἂς τὰ ἐφαρμόσουν. Ἐξοργισμένος ἀκόμα περισσότερο ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ τύραννος, διέταξε καὶ τὸν μαστίγωσαν τόσο βάρβαρα, ὥστε ἄρχισαν νὰ πέφτουν κομμάτια οἱ σάρκες του, μέχρι ποὺ φάνηκαν τὰ ἐντόσθιά του. Στὴ συνέχεια τὸν ἔδεσαν στὴν οὐρὰ ἑνὸς ἀγρίου ἀλόγου, ποὺ τὸν ἔσερνε μέσα στοὺς δρόμους τῆς πόλης. Τὴ στιγμὴ δὲ ποὺ περνοῦσε ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ συνοικία, οἱ Ἑβραῖοι ἔβριζαν καὶ κακοποιοῦσαν τὸν Μάρτυρα. Ἕνας μάλιστα, πῆρε ἕνα σπαθὶ καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ κεφάλι, στὶς 12 Ἰουνίου 1492.

Ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε τὸ ἐγκαταλελειμμένο λείψανο τοῦ Ἁγίου, ὁ ἡγεμόνας φοβήθηκε καὶ ἔδωσε τὴν ἄδεια στοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸ παραλάβουν καὶ νὰ τὸ κηδεύσουν μὲ τιμὲς σὲ κάποιο Ναό, ὅπου παρέμεινε 70 χρόνια θαυματουργῶντας. Ἀργότερα, μὲ βασιλικὲς τιμές, μετεκομίσθη στὴ Σουτζάβα τῆς Μολδαυίας. Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ, συνέταξε ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Νικηφόρος ὁ Κρής, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1819 στὸ Ἰάσιο.

Ἡ Ἁγία Ἀντωνίνα

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Μαξιμιανοῦ καὶ Διοκλητιανοῦ καὶ ἄρχοντα Πρισκιλλιανοῦ. 

Τὸ ἔτος 302 συνελήφθη ἐπειδὴ ἦταν χριστιανὴ καὶ χτυπήθηκε στοὺς μαστούς. Κατόπιν ῥίχτηκε στὴ φυλακὴ καὶ ἐπειδὴ ἐπέμενε στὴν πίστη της, τὴν κρέμασαν ἐπάνω σ᾿ ἕνα ξύλο, ἔτσι ὥστε νὰ καίγονται οἱ πλευρές της καὶ ἔπειτα τὴν ἅπλωσαν ἐπάνω σὲ πυρακτωμένη σχάρα. Κατόπιν σούβλισαν τὰ κάτω ἄκρα της καὶ ἔτσι μισοπεθαμένη τὴν ἔριξαν πάλι στὴ φυλακή, ὅπου ἔμεινε δυὸ ὁλόκληρα χρόνια.
 
Ἔπειτα τὴν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὴν ἔριξαν στὴ θάλασσα, ὅπου ἡ Ἁγία ἔλαβε τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα

Κατὰ κόσμον ὀνομαζόταν Πέτρος καὶ καταγόταν ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα. Ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ ἡ μητέρα του τὸν ἔστειλε στὸ Ἑλληνικὸ σχολεῖο τοῦ Παλάνου γιὰ νὰ διδαχθεῖ τὰ Ἱερὰ γράμματα.
 
Συνέβη ὅμως νὰ ἔλθει σὲ ἐπαφὴ μὲ μοναχοὺς τοῦ Ἱεροῦ κοινοβίου τοῦ πρωτομάρτυρα Στεφάνου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ ὅταν αὐτοὶ ἐπέστρεψαν στὸ Ἅγιον Ὄρος τοὺς ἀκολούθησε καὶ αὐτός. Μετὰ ἀπὸ δοκιμή, ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Παῦλος. 

Τὸ 1821 ὅμως, συνελήφθη μαζὶ μὲ ἄλλους συμμοναστές του, ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Ἀμπλοὺτ Ῥομποὺτ πασὰ καὶ ὁδηγήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ ἔλαβε μαρτυρικὸ τέλος, μετὰ ἀπὸ φρικτὰ καὶ βάρβαρα βασανιστήρια.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...