Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Ιουλίου 03, 2014

Σιατίστης Παύλος: ''Εδώ και χρόνια συντελείται μια συνειδητή προδοσία''


siatistis-pavlos

Του Σεβ. Μητροπολίτου Σισανίου και Σιατίστης κ. Παύλου

Διάβασα μέ πολλή προσοχή τό κείμενο τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ἀλεξανδρουπόλεως κ. Ἀνθίμου σχετικά μέ τά ἀποτελέσματα τῶν ἐκλογῶν στήν Θράκη.
Τούς προβληματισμούς του καί τά ἀμείλικτα ἐρωτήματά του. Παρετήρησα καί ὅσα διαδραματίσθηκαν τήν περίοδο ἐκείνη.
Παρακολουθῶ ἀπό χρόνια τό ἔγκλημα τό ὁποῖον συντελεῖται εἰς βάρος τῆς Θράκης ὄχι ἀπό κάποιους
 
ξένους, ἀλλά ἀπό τήν Ἑλληνική Πολιτεία καί πιό συγκεκριμένα ἀπό τούς ἕλληνες βουλευτές τῆς περιοχῆς οἱ ὁποῖοι ἀνταλλάσουν τήν ἐκλογή τους μέ τήν ἐκχώρηση δικαιωμάτων καί τήν παράδοση ὅλου τοῦ Μουσουλμανικοῦ πληθυσμοῦ εἰς τήν ἐξουσία τοῦ Τουρκικοῦ Προξενείου.
Τό ἔγκλημα ὁλοκληρώθηκε μέ τήν ἀπόφαση τοῦ ΣΥΡΙΖΑ νά ἀνακαλέσει τήν ὑπ’αὐτοῦ προταθεῖσα Ρομά Σαμπιχά ὡς ὑποψήφια εὐρωβουλευτή. Τολμῶ μετά τήν ἀπόφαση αὐτή νά πῶ ὅτι ὅλοι εἶναι ἴδιοι.
Προτάσσουν τό κομματικό τους συμφέρον μπροστά ἀπό τά συμφέροντα τῆς πατρίδος. Ἡ πράξη αὐτή ἀπέδειξε ὅτι ὁ πραγματικός ἄρχων τῆς Θράκης εἶναι ὁ Τοῦρκος Πρόξενος.

Κατανοῶ λοιπόν ἀπόλυτα τήν φράση πού Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς εἶπε παλαιότερα στόν τότε Ὑπουργό Ἐξωτερικῶν.
Τοῦ εἶπε μέ παρρησία: «Μᾶς πουλήσατε κ. Ὑπουργέ!». Καί ἐκεῖνος ἀρκέσθηκε νά πεῖ: «σκληρός ὁ λόγος σας, Σεβασμιώτατε!» καί σταμάτησε ἐκεῖ. Ἄν ἤθελε νά συνεχίσει θά ἔπρεπε νά προσθέσει: «ἀλλά δυστυχῶς ἀληθινός».
Ἐδῶ καί χρόνια συντελεῖται μιά δυστυχῶς συνειδητή προδοσία. Ρομά καί Πομάκοι εἶναι μέν μουσουλμάνοι τό θρήσκευμα ἀλλά ὄχι Τοῦρκοι τό γένος.
Αὐτό τό γνωρίζουν καλά καί ἀντιδροῦν συνειδητά οἱ περισσότεροι στήν προσπάθεια τοῦ Τουρκικοῦ Προξενείου νά τούς ἐκτουρκίσει.
Νέος ἄνθρωπος, ἕνα ξανθό παλληκάρι εἰσέρχεται στό γραφεῖο ἑνός Μητροπολίτη τῆς Θράκης καί τόν ἐρωτᾶ: «Σᾶς μοιάζω γιά Τοῦρκος, Σεβασμιώτατε; Ἔκπληκτος τόν κοιτάζει ὁ Ἐπίσκοπος. Καί ἐκεῖνος συνεχίζει: «σᾶς μοιάζω γιά Τοῦρκος, Σεβασμιώτατε; Πομᾶκος εἶμαι! Γιατί μᾶς σπρώχνετε στήν ἀγκαλιά τῆς Τουρκίας;».
Αὐτή εἶναι ἡ συνείδηση, ἀλλά καί ἡ ἀληθινή ταυτότητα τῶν περισσοτέρων Πομάκων.
Τόν ἴδιο ἀγῶνα κάνουν καί πολλοί Ρομά ὅπως ἡ προαναφερθεῖσα Σαμπιχά. Ποιό εἶναι τό βασικό ἁμάρτημα της;
Ὅτι ἐπιθυμεῖ «τά παιδιά τους νά μαθαίνουν ἑλληνικά καί νά πηγαίνουν στά δημόσια Σχολεῖα».
Καί ἕνας ἀπό αὐτούς πού πολέμησαν τήν ὑποψηφιότητα της δήλωσε περήφανα «ὅτι ἡ μειονότητα εἶναι συμπαγής».
Οὐδέν ἀναληθέστερον τούτου. Οὐδέν ἀνθελληνικότερον τούτου. Ἀκόμη καί ἡ διαφορά τῶν ὀνομάτων τό δηλώνει.
Ὅλες οἱ μειονότητες πρέπει νά ζοῦν ἐλεύθερες καί ὄχι ἡ μία νά καταπιέζει τίς ἄλλες καί δή μέ τίς εὐλογίες τοῦ κράτους.
Ποιός λοιπόν τούς σπρώχνει στήν ἀγκαλιά τῆς Τουρκίας; Ἡ ἑλληνική Πολιτεία, οἱ βουλευτές τῆς περιοχῆς διαχρονικά. Οἱ τοπικοί ἄρχοντες.
Τούς σπρώχνουν μέ τήν περιφρόνηση καί τήν ἀδιαφορία πού ἡ ἑλληνική Πολιτεία δείχνει πρός αὐτούς.
Τό τουρκικό προξενεῖο παίζει τό παιχνίδι του. Ἡ Τουρκία εἶναι γιά Σᾶς ἡ καλή μάνα ὄχι ἡ κακιά Ἑλλάδα.
Τά εἶπαν πρόσφατα καί πάλι στίς ἐκλογές πού γεννήθηκε ἕνα μόρφωμα, ἕνα τέρας τό μουσουλμανικό κόμμα.
Ἄς καμαρώνουν οἱ «νονοί» του πού δέν εἶναι ἄλλοι ἀπό τά πολιτικά κόμματα τῆς Ἑλλάδος.
Οι Ρομά καί οἱ Πομάκοι ἄν τείνουν εὐήκοον οὗς στήν πραπαγάνδα τοῦ τουρκικοῦ προξενείου εἶναι γιατί ἡ ἑλληνική πολιτεία τούς πούλησε πάλιν καί πολλάκις.
Ἀδιαφόρησε γι’αὐτούς. Ἄν οἱ πληθυσμοί αὐτοί εἶχαν τήν βεβαιότητα ὅτι ἡ Ἑλλάδα εἶναι μάνα, τά πράγματα θά ἦταν πολύ διαφορετικά.
Ἡ πραγματικότητα εἶναι ὅτι ὁ μουσουλμανικός πληθυσμός τῆς Θράκης καί ἰδιαίτερα τῆς Κομοτηνῆς, ὅπου καί ἡ ἕδρα τοῦ Τουρκικοῦ Προξενείου, ζεῖ ὑπό καθεστώς φόβου ἐξ αἰτίας τῆς παρουσίας καί τῆς δραστηριότητος τοῦ Τούρκου Προξένου καί τῶν συνεργατῶν του.
Οἱ ὑποσχέσεις καί οἱ ἀπειλές διαδέχονται οἱ μέν τίς δέ σέ ἕνα ἀγῶνα ὑποταγῆς τοῦ μουσουλμανικοῦ πληθυσμοῦ.
Οἱ μεγαλύτεροι ἐχθροί τοῦ Τουρκικοῦ Προξενείου εἶναι αὐτοί πού προσπαθοῦν νά ἐνημερώσουν τούς Πομάκους καί τούς Ρομά γιά τήν ἀληθινή ταυτότητα τους, εἴτε πρόκειται γιά Ρομά, εἴτε γιά Πομάκους, εἴτε γιά Ἕλληνες.
Αὐτό φάνηκε ἰδιαίτερα στήν ἐπιμονή καί τήν πίεση γιά τήν ἀπόσυρση τῆς Ρομά Σαμπιχά ὡς ὑποψηφίας Εὐρωβουλευτοῦ. Καί δυστυχῶς ὁ ΣΥΡΙΖΑ, θά τό πῶ καί πάλι ἔσκυψε τό κεφάλι.
Κάθε δικαιολογία γι’αὐτή τήν ἐνέργεια προσβάλλει τήν νοημοσύνη μας καί τήν ἀλήθεια.
Στόν διωγμό αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων οἱ καλύτεροι συνεργάτες τοῦ Προξενείου εἶναι οἱ Ἕλληνες πολιτικοί ὅλων τῶν βαθμίδων.
Ὁ διωγμός τῆς γνωστῆς δασκάλας Χρυσῆς Νικοπούλου εἶναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, ἀλλά ὄχι τό μοναδικό.
Ἕνας πόλεμος λάσπης γι’αὐτήν, γιά πανεπιστημιακούς καθηγητές πού δουλεύουν μέ ἐξαιρετικό τρόπο νά στηρίξουν τήν ἑλληνικότητα τῶν μουσουλμάνων Πομάκων καί Ρομά.
Ἀντίθετα τό Προξενεῖο ἦταν πολύ εὐχαριστημένο ἀπό κάποιες κυρίες πού τόλμησαν νά ἀπειλήσουν τούς ψυχωμένους λειτουργούς τῆς Παιδείας ὅτι θά τούς ἐξαφανίσουν ἀπό τήν Θράκη.
Κάποιος ἔγραψε, ὅτι μετά ἀπό τίς τελευταῖες ἐκλογές ἀνεξάρτητα μέ τὀ ποιός νομίζει ὅτι κέρδισε, αὐτή πού ἔχασε εἶναι ἡ Ἑλλάδα καί ἔχασε μιά περιοχή της, τήν Θράκη.
Κάποιοι θά τόν χαρακτηρίσουν ὑπερβολικό καί αὐτοί θά εἶναι οἱ πολιτικοί ὅλων τῶν βαθμίδων πού τά συμφέροντα τους συμπίπτουν μέ αὐτά τοῦ Τουρκικοῦ Προξενείου.
Ἄν ἡ Θράκη θά σωθεῖ, θά σωθεῖ ἀπό ἄλλους καί ὄχι ἀπό τούς πολιτικούς της καί πρό παντός θά σωθεῖ ἀπό τόν λαό της.
Εἶναι πολύ μεγάλη ἡ ὑπόθεση ἡ Θράκη γιά νά τήν χαρίσουμε σέ μερικούς ἐπαγγελματίες.
Ὅταν πρίν σαράντα περίπου χρόνια πῆγα στήν Θράκη προσκεκλημένος ἀπό τούς φοιτητές γιά νά μιλήσω στό ἀμφιθέτρο τοῦ Πολυτεχνείου, ἐπισκέφθηκα καθηκόντως τόν τότε Μητροπολίτη Ξάνθης Ἀντώνιο.
Σέ κάποια στιγμή τῆς συζήτησης μοῦ εἶπε: «ἐμεῖς παιδί μου, εἴμαστε μόνιμοι ἐδῶ, οἱ πολιτικοί ἔρχονται καί παρέρχονται. Ἐμᾶς οἱ ἄνθρωποι ἐμπιστεύονται καί μᾶς ἐνημερώνουν τί συμβαίνει».
Τότε μοῦ φάνηκε περίεργος ὁ λόγος του, σήμερα τόν κατανοῶ ἀπόλυτα.
Εἶναι εὐλογία Θεοῦ ὅτι σήμερα ἡ Θράκη διαθέτει καί νέους καί ἐξαιρετικούς Ἐπισκόπους πού ξέρουν καλά τά πραγματικά προβλήματα καί ἔχουν τό θάρρος νά μήν τά κρύβουν. Γιά σήμερα ἄς μείνω ἐδῶ.

πηγή   το είδαμε εδώ

Βάπτισμα και Νηπιοβαπτισμός

Βάπτισμα
Κατά την ορθόδοξη πίστη η αναγέννηση του ανθρώπου πραγματοποιείται με το άγιο βάπτισμα. Δεν πρόκειται εδώ για το βάπτισμα του Ιωάννη, γιατί αυτό διακρίνεται από το Χριστιανικό  βάπτισμα (Πράξ. ιθ' 3-5). Το Χριστιανικό βάπτισμα γίνεται εις το όνομα του Πατρός και του υιού και του Αγίου Πνεύματος (Ματθ. κη' 19)
Με το Χριστιανικό βάπτισμα ενδύεται κανείς τον Χριστό, λαμβάνει το Πνεύμα της υιοθεσίας και γίνεται κληρονόμος Θεού και συγκληρονόμος Ιησού Χριστού (Γαλ γ' 26-29. Ρωμ. η' 17). Η αγία Γραφή βεβαιώνει πώς δεν υπάρχουν δύο βαπτίσματα για τούς πιστούς το βάπτισμα με νερό, πού ακολουθείται από το άγιο Χρίσμα, είναι ή «άνωθεν αναγέννηση» του Ιω. γ' 3-5.
Το Χριστιανικό λοιπόν βάπτισμα είναι απαραίτητο για τη σωτηρία (Μάρκ. ιστ' 16. Α' Πέτρ. γ' 20-21). Μ' αυτό αποθνήσκουμε ως προς την αμαρτία και αναγεννώμεθα πνευματικά (Πράξ. β' 38. Ρωμ. στ' 1-11. Τίτ. Υ' 5).
 Με το άγιο βάπτισμα λαμβάνουμε το Πνεύμα της υιοθεσίας και γινόμαστε «τέκνα Θεού» (Ρωμ. η' 5-11. Γαλ δ' 5-6), γιατί με το βάπτισμα εvτασσόμαστε στο σώμα του Κυρίου, στην Εκκλησία (Πράξ. β' 41.47. Α' Κορ. lβ' 13. Γαλ Υ' 26-28) «εν σώμα και εν Πνεύμα... μία πίστις, ένα βάπτισμα» (Εφεσ. δ' 4-5). Ή Εκκλησία, πού είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. Υ' 15), ερμήνευσε το Ιω. γ' 3-5 σε αναφορά με το άγιο βάπτισμα.
Ο άγιος Ιουστίνος (†165) συνδέει το βάπτισμα με την αναγέννηση του Ιω. γ' 3-5' μάλιστα το χαρακτηρίζει «τρόπον αναγεννήσεως» (Άπολ Α' 61). Ο Ωριγένης (185-254) Λέγει πώς το Άγιο Πνεύμα υπάρχει «εις μόνους τούς μεταλαβόvτας αυτού εν τη του βαπτίσματος δόσει» (παρά Άθαν., Πρός Σεραπ. επ. Δ', 10). Ο Τερτυλλιανός (†220) αναφέρει πώς «χωρίς το βάπτισμα δεν ανήκει σε κανένα η σωτηρία, όλως ιδιαιτέρως εξ αιτίας του Λόγου του Κυρίου, 'εάν τις δεν αναγεννηθεί εξ ύδατος', δεν έχει την Ζωήν» (Περί βαπτ. 12). Ο Μ. Άθανάσιοςαναφέρει πώς ο βαπτιζόμενος «τον μεν παλαιόν απεκδύεται, ανακαινίζεται δε άνωθεν, γεννηθείς τη του Πνεύματος χάριτι» (Πρός Θεραπ., επιστ. Δ',13). (295-373)
Αλλά και στην εποχή των μεγάλων Πατέρων, η Εκκλησία με τον ίδιο τρόπο ερμήνευσε τούς Λόγους της Γραφής, ταυτίζοντας τη σωτηρία και την αναγέννηση με το βάπτισμα.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται στο διάλογο με τον Νικόδημο (Ίω. γ' 1-21) και ονομάζει το βάπτισμα «λοχείαν», δηλαδή τοκετόν και «νέον δημιουργίας τρόπον... εξ ύδατος και Πνεύματος», «και αν ερωτήση κανείς ‘πως από ύδωρ;', τότε πρέπει να δοθεί η απάvτηση: Όπως ακριβώς εις την αρχήν το πρώτον υποκείμενον στοιχείον ήτό το χώμα και το παν ήτο έργο του Δημιουργού, έτσι και τώρα το μεν ύδωρ είναι το υποκείμενον στοιχείον, το παν δε είναι έργον της χάριτος του Πνεύματος'» (Χρυσ., Εις τό Ιω., ομιλ ΚΕ' 2).
«Διότι τίποτε το αισθητόν δεν μας παρέδωσεν ο Χριστός αλλά με αισθητά μεν πράγματα, όλα όμως νοητά. Έτσι και το βάπτισμα, η μεν δωρεά του ύδατος γίνεται με αισθητόν πράγμα, αλλά το συντελούμενον, δηλαδή η αναγέννησις και ανακαίνισις είναι νοητά. Διότι, εάν μεν ήσουν ασώματος, γυμνά θα σου παρέδιδε τα ασώματα αυτά δώρα. Επειδή όμως η ψυχή είναι στενά συνδεδεμένη με το σώμα, με αισθητά πράγματα σου παραδίδει τα νοητά» (Χρυσ., Εις το Ματθ., όμιλ. ΠΒ' 4)
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (381) αναφέρει τρεις γεννήσεις: «την σωματική, την δια του βαπτίσματος και την δια της αναστάσεως» (Λόγος Μ' 2, Εις το άγιον βάπτισμα).
Αλλά και οι Πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας, όπως ο Αυγουστίνος, ονομάζουν το βάπτισμα «μυστήριον αναγεννήσεως». Γι' αυτό και όποιος αρνείται τον νηπιοβαπτισμό, βρίσκεται αντιμέτωπος με την αγία Γραφή, αλλά και με το «τυπικό της Εκκλησίας, πού παραδόθηκε από παλαιά και τηρείται πάντοτε» (Αύγουστ., Έπιστ. πρός Σίξτο VII 32. Χ 43).
Το γεγονός της ταύτισης του βαπτίσματος με την αναγέννηση δεν σημαίνει βέβαια πώς το βάπτισμα μας απαλλάσσει από τον προσωπικό αγώνα για την διατήρηση και την καρποφορία του πνευματικού δώρουΑντίθετα η Εκκλησία εύχεται στον Κύριο να αναδείξει τον νεοφώτιστο «αήττητον αγωνιστήν κατά των μάτην έχθραν φερομένων κατ' αυτού» και να δώσει σ' αυτόν «πάντα μελετάν εν τω νόμω σου και τα ευάρεστά σοι πράττειν».
Όπως αναφέρθηκε, το βάπτισμα μας «ενδύει» τον Χριστό και μας εισάγει στο Σώμα του Χριστού, δηλαδή στη «βασιλεία του Θεού» (Ίω. γ' 3-5), όμως αυτός είναι ο «αρραβών» (Β' Κορ. ε' 5. Έφεσ. α' 14), τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί και να χάσει. Άλλωστε η περίοδος του αρραβώνα, ακόμη και στις ανθρώπινες σχέσεις, είναι περίοδος δοκιμασίας. Γι' αυτό και απαιτείται άσκηση και αγώνας (Α' Θεσ. ε' 6-11. Α' Πέτρ. ε' 8-9).
Νηπιοβαπτισμός
 Όπως αναφέραμε, στην ορθόδοξη Εκκλησία η αναγέννηση ταυτίζεται με το άγιο βάπτισμα, δεν προηγείται του βαπτίσματος. Το βάπτισμα είναι σωτηρία, γι' αυτό και δεν το στερούμε από τα μικρά παιδιά. Ο Κύριος παρήγγειλε πώς δεν πρέπει κανείς να εμποδίζει τα παιδιά να λάβουν τη χάρη (Ματθ. ιθ' 14).
 Ο άγιος Ειρηναίος († 202), αναφέρει πώς ο Χριστός «ήλθε να σώσει δια του εαυτού τού όλους λέγω, όσοι δι' αυτού αναγεννώνται εις Θεόν, βρέφη και παιδιά και νέους και γέρους. Γι' αυτό ήλθε χάριν όλων των ηλικιών και έγινε βρέφος για τα βρέφη, αγιάζων τα βρέφη νήπιος μεταξύ των νηπίων, αγιάζων τούς έχοντας την ηλικίαν αυτήν...» (Ειρ.,MPL 7,784).
Ο Ωριγένης μας πληρoφoρεί για την πράξη της Εκκλησίας της εποχής του: «Τα παιδιά βαπτίζονται εις άφεσιν αμαρτημάτων... μήποτε επεί ουδείς καθαρός από ρύπου, τον ρύπον δε αποτίθεταί τις δια του μυστηρίου του βαπτίσματος, δια τούτο και τα παιδιά βαπτίζονται» (Ύπόμν. εις Ρωμ. ε' 9, βλ. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμος 3, σ. 114).
Ο Τερτυλλιανός, κάτω από αιρετικές επιδράσεις αντιτίθεται στην τότε πράξη της Εκκλησίας και αναφέρει: «Γιατί η αθώα ηλικία σπεύδει εις την άφεσιν των αμαρτιών; Επιθυμεί ίσως να συμπεριφερθεί σε πρόσκαιρα πράγματα με μεγαλύτερα προσοχή, και τα θεϊκά αγαθά να εμπιστευθεί σε κάποιον, στον όποιον δεν εμπιστεύεται ακόμη τα γήινα;» (Τερτυλ, Περί βαπτ. 18).
Ο άγιος Κυπριανός († 258), μας πληροφορεί οτι «δεν επιτρέπεται να αρνηθούμε σε κανένα άνθρωπο, πού γεννήθηκε, το έλεος και τη χάρη του Θεού. Διότι, αφού ο Κύριος λέγει στο ευαγγέλιό του πώς ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να Καταστρέψει τις ψυχές των ανθρώπων, αλλά να τις σώσει (Λουκ. θ' 56), δεν επιτρέπεται, καθόσον εξαρτάται από μας, να απολεσθεί καμία ψυχή. Διότι τι λείπει ακόμη σε αυτόν πού σχηματίσθηκε στην κοιλία της μητέρας του με το χέρι του Θεού;». «Εάν κάτι θα μπορούσε να εμποδίσει τούς ανθρώπους να λάβουν τη χάρη, τότε θα ήταν πιο πολύ για τούς ενήλικες και ηλικιωμένους και γέρoντες εμπόδιο οι βαρύτερες αμαρτίες. Εάν όμως παρέχεται άφεση αμαρτιών ακόμη και σε πιο βαριά αμαρτωλούς και σε εκείνους πού προηγουμένως πολλαπλά αμάρτησαν εναντίον του Θεού και δεν αποκλείεται κανείς από το βάπτισμα και τη χάρη, εάν αργότερα επιστρέψει, πόσο λιγότερο επιτρέπεται το να εμποδίζει κανείς ένα παιδί, πού είναι νεογέννητο και δεν διέπραξε καμία αμαρτία, ,αλλά έχει υποστεί μόνο με την πρώτη γέννηση τη δραστικότητα του παλαιού θανάτου, επειδή κι αυτό, όπως και ο Αδάμ εγεννήθη κατά σάρκα! Έτσι μπορεί να φθάσει στην άφεση αμαρτιών γι' αυτό το λόγο πιο εύκολα, επειδή δεν υπάρχουν για συγχώρηση προσωπικές αμαρτίες, αλλά μόνο ξένες αμαρτίες »(Κυπρ., Επιστ. πρός Φίντους (BKV 2,273. 275).
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, για να κατοχυρώσει τον νηπιοβαπτισμό αναφέρει την περιτομή, πού γινόταν την όγδοη ημέρα από τη γέννηση του παιδιού (Γεν. ιζ' 12) και την επάλειψη των θυρών με αίμα του αμνού (Έξοδ. ιβ' 7) και υπογραμμίζει:
«Έχομεν αιτιολογίαν, την οκταήμερον περιτομήν, πού ήτο μιά τυπική σφραγίς και εδίδετο εις αυτούς, στους οποίους δεν είχεν αναπτυχθεί ακόμη το λογικόν. Ομοίως και η επάλειψις των φλιών των θυρών, η οποία εφύλαττε με τα αναίσθητα, τα πρωτότοκα» (Γρηγ. Θεολογ., Λόγος μ' 28, ΕΠΕ 4,339).
«Έχεις νήπιον; μη δίδεις καιρόν εις την κακίαν, βάπτισέ το από την βρεφικήν ηλικίαν, αφιέρωσέ το εις το Πνεύμα από την ήλικίαν των μαλακών ονύχων» (Γρηγ. Θεολ. Λόγος , 17, ΕΠΕ 4,311).

Εγχειρίδιο αιρέσεων και παραχριστιανικών ομάδων
π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας, Δρ. Φιλοσοφίας
πηγή  το είδαμε εδώ

ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ Έργα ασκητικά

ΙΔ΄ Διδασκαλία

ΓΙΑ ΤΟ ΚΤΙΣΙΜΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΜΟΛΟΓΗΜΑ ΤΩΝ ΑΡΕΤΩΝ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

149. _ . Η Αγία Γραφή λέει ότι εκείνες οι μαίες που χάριζαν τη ζωή στα αρσενικά παιδιά των Ισραηλιτών, επειδή είχαν φόβο Θεού έκτισαν για τους εαυτούς τους σπίτια. ( Εξ. 1,21). Άραγε μιλάει για ορατά κτίσματα; Και ποιά σημασία έχει το ότι κτιστήκαν αυτά τα σπίτια από το φόβο του Θεού; Γιατί βέβαια εμείς διδασκόμαστε και τα σπίτια που έχουμε να τα εγκαταλείπουμε ,αν χρειαστεί για να κερδίσουμε το φόβο του Θεού ( Ματθ. 19,29) . Ώστε λοιπόν δεν μιλάει για ορατό σπίτι, αλλά για το οικοδόμημα της ψυχής, που το κτίζει κανείς για τον εαυτόν του, τηρώντας τις εντολές του Θεού. Μ’ αυτό μας διδάσκει η Αγία Γραφή, ότι ο φόβος του Θεού προετοιμάζει την ψυχή να τηρεί τις εντολές και με την τήρηση των εντολών κτίζεται και το οικοδόμημα της ψυχής. Ας φροντίσουμε και εμείς τους εαυτούς μας ,αδελφοί μου, ας φοβηθούμε και εμείς το Θεό και ας κτίσουμε για τους εαυτούς μας σπίτια, για να στεγαστούμε σ’ αυτά, όταν έρθει ο χειμώνας, οι βροχές , οι αστραπές, οι βροντές. Γιατί βρίσκεται σε πολύ μεγάλη δυσκολία , όποιος δεν έχει το χειμώνα σπίτι.
150. _ . Πώς όμως κτίζεται το οικοδόμημα της ψυχής; Από το κτίσιμο του ορατού σπιτιού μπορούμε να διδαχθούμε πώς ακριβώς έχει το πράγμα. Γιατί αυτός που θέλει να κτίσει ένα υλικό σπίτι, πρέπει να το σιγουρέψει απ’ όλες τις μεριές και να υψώσει την οικοδομή ταυτόχρονα και από τις τέσσερις πλευρές και όχι τον έναν τοίχο να φροντίζει και τους άλλους να τους παραμελεί –γιατί έτσι δεν κερδίζει τίποτα, μόνο κάνει άδικο κόπο και έξοδα. Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή. Πρέπει ο άνθρωπος να μην αμελεί κανένα μέρος από το οικοδόμημά του , αλλά να το υψώνει συμμετρικά. Αυτό ακριβώς σημαίνει εκείνο που λέει ο αββάς Ιωάννης: «Θέλω ο άνθρωπος να κατορθώνει λίγο από κάθε αρετή και να μην κάνει όπως μερικοί , που αγωνίζονται για μια μόνο αρετή και επιμένουν σ’ αυτή και γι’ αυτή ,μόνον εργάζονται ,παραμελώντας τις υπόλοιπες». Γιατί αυτοί ίσως να έχουν και κάποια προτίμηση σ’ αυτή την αρετή και γι’ αυτό δεν ενοχλούνται από το πάθος που της εναντιώνεται. Έτσι τους ξεγελάνε και τους βαραίνουν τ’ άλλα πάθη, και δεν τους ενδιαφέρει ,αλλά έχουν την εντύπωση ότι κάνουν και μεγάλο κατόρθωμα. Αυτοί μοιάζουν μ’ εκείνον που κτίζει ένα τοίχο και τον υψώνει όσο μπορεί ,συγκεντρώνοντας όλη του την προσοχή στο ύψος του και έχοντας την εντύπωση ότι κατόρθωσε κάτι μεγάλο. Δεν καταλαβαίνει όμως ότι αν έρθει δυνατός άνεμος θα τον γκρεμίσει, γιατί στέκεται μόνος του, χωρίς να έχει σύνδεσμο με τους άλλους τοίχους. Ούτε σκεπή δεν μπορεί να φτιάξει για τον εαυτόν του, με ένα μόνο τοίχο, επειδή είναι εκτεθειμένος απ’ όλες τις άλλες πλευρές. Δεν πρέπει όμως να γίνεται έτσι. Αλλά όποιος θέλει να κτίσει το σπίτι του κι να φτιάξει για τον εαυτόν του στέγη, πρέπει να υψώσει την οικοδομή απ’ όλες τις πλευρές και να την σιγουρέψει από κάθε κίνδυνο.
151. _ . Και σας λέω πώς: Πρώτα-πρώτα πρέπει να ρίξει το θεμέλιο που είναι η πίστη – γιατί «χωρίς την πίστη», όπως λέει ο Απόστολος Παύλος , «είναι αδύνατον να ευαρεστήσει κανείς στο Θεό» ( Εβρ. 11,6 ) – και έτσι πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο , να κτίζει συμμετρικά την οικοδομή . Του δόθηκε μια ευκαιρία να κάνει υπακοή; Πρέπει να βάλει ένα λιθάρι υπακοής. Συνέβηκε να οργισθεί κάποιος αδελφός μαζί του; Πρέπει να βάλει ένα λιθάρι μακροθυμίας. Του δόθηκε μια ευκαιρία για εγκράτεια; Πρέπει να βάλει ένα λιθάρι εγκράτειας. Έτσι σε κάθε ευκαιρία που συναντάει για να ασκήσει μια αρετή , πρέπει να βάζει ένα λιθάρι στην οικοδομή και έτσι ολόγυρα να την υψώνει μ’ ένα λιθάρι συμπάθειας, ένα λιθάρι εκκοπής θελήματος, ένα λιθάρι πραότητας και με τα παρόμοια. Πάνω απ΄ όλα όμως πρέπει να καλλιεργεί την αρετή της υπομονής και της ανδρείας. Γιατί αυτές οι γωνίες και μ΄ αυτές στερεώνεται η οικοδομή και ενώνονται οι τοίχοι μεταξύ τους, χωρίς να γέρνουν και να κάνουν ενδιάμεσα ρωγμές. Χωρίς αυτές τις αρετές δεν έχει κανείς τη δύναμη να ολοκληρώσει καμιά απολύτως αρετή. Γιατί αν δεν έχει κανείς ανδρεία στην ψυχή, ούτε υπομένει. Και χωρίς υπομονή δεν μπορεί κανείς να κατορθώσει τίποτα. Γι’ αυτό και ο Κύριος είπε: «Με την υπομονή θα κτίσετε τις ψυχές σας» ( Λουκ. 21, 19 ) .
…Πρέπει ακόμα αυτός που κτίζει να βάλει ενδιάμεσα στα λιθάρια λάσπη. Γιατί αν βάλει λιθάρι πάνω σε λιθάρι, χωρίς να βάλει ενδιάμεσα λάσπη, σπάζουν τα λιθάρια και γκρεμίζεται η οικοδομή. Λάσπη είναι η ταπείνωση, επειδή γίνεται από χώμα και πατιέται απ’ όλους. Κάθε αρετή λοιπόν που γίνεται χωρίς ταπείνωση δεν είναι αρετή, όπως ακριβώς λέει και το Γεροντικό: «Όπως είμαι αδύνατον να φτιάξουμε βάρκα χωρίς καρφιά, έτσι είναι αδύνατο να σωθεί κανείς χωρίς ταπεινοφροσύνη». Πρέπει λοιπόν ό,τι κάνει κανείς να το κάνει με ταπείνωση, ώστε με την ταπείνωση να διατηρηθεί το καλό. Ακόμα πρέπει η οικοδομή να έχει και τα λεγόμενα ιμαντώματα. Αυτά είναι η διάκριση που στερεώνει την οικοδομή και ενώνει το ένα λιθάρι με το άλλο, τη δένει γερά και την ομορφαίνει.
Η στέγη είναι η αγάπη, που είναι η τελείωση όλων των αρετών, όπως ακριβώς και η στέγη του σπιτιού ( Κολ. 3,14 ) . Κατόπιν μετά τη στέγη το περιτείχισμα της ταράτσας. Ποιό είναι το περιτείχισμα; Είναι γραμμένο στο Νόμο: «Αν κτίσετε το σπίτι σας και φτιάξετε το δώμα, φτιάξτε και περιτείχισμα ολόγυρά του, για να μην πέσουν κάτω τα παιδιά σας ( Δευτ. 22,8 ) . Το περιτείχισμα είναι η ταπείνωση. Αυτή είναι εκείνη που ζώνει ολόγυρα και φυλάει όλες τις αρετές. Και όπως ακριβώς κάθε αρετή πρέπει να γίνεται με ταπείνωση- σύμφωνα με τον τρόπο που είπαμε ότι κάθε λιθάρι τοποθετείται πάνω σε λάσπη- έτσι και η τελείωση της αρετής έχει ανάγκη από την ταπείνωση. Και όταν οι άγιοι προοδεύουν στην αρετή, φτάνουν φυσικά στην ταπείνωση. Όπως ακριβώς πάντοτε σας λέω: «Όσο πλησιάζει κανείς στο Θεό, τόσο πιο αμαρτωλό βλέπει τον εαυτόν του».
Ποιά όμως είναι τα παιδιά ,που είπε ο Νόμος «να μην πέσουν από το δώμα»; Τα παιδιά είναι οι λογισμοί που γεννιούνται στην ψυχή τους οποίους πρέπει να φυλάει κανείς με την ταπείνωση, για να μην πέσουν κάτω από το δώμα, που είπαμε ότι είναι η τελείωση των αρετών.
152 . _ . Δέστε, τελείωσε το σπίτι. Έχει και τα δοκάρια του. Έχει και τη στέγη του. Να και το περιτείχισμα του δώματος και μ’ ένα λόγο είναι έτοιμο το σπίτι. Μήπως όμως του λείπει τίποτα; Ναι, παραλείψαμε κάτι. Και ποιο είναι αυτό; Να είναι ο οικοδόμος τεχνίτης. Γιατί, αν δεν είναι καλός τεχνίτης, στραβοκτίζει λίγο την οικοδομή και οποιαδήποτε δύσκολη στιγμή γκρεμίζεται το σπίτι. Τεχνίτης είναι εκείνος που κτίζει με επίγνωση. Γιατί καμμιά φορά συμβαίνει να καταβάλλει κανείς τον κόπο της αρετής επειδή όμως δεν εργάζεται με επίγνωση να τον χάνει ή να έρχεται γύρω- γύρω χωρίς να μπορεί να τελειώσει το έργο, βάζοντας και βγάζοντας το ίδιο λιθάρι. Είναι ακόμα και άλλοι που βάζουν ένα λιθάρι και βγάζουν δύο. Να, τί εννοώ. Έρχεται ένας αδελφός και σου λέει ένα λόγο που σε στενοχωρεί και σε πληγώνει και συ σιωπάς και βάζεις μετάνοια. Να, έβαλες κιόλας ένα λιθάρι. Μετά πας και λες σ’ άλλον αδελφό: «Μ’ έβρισε ο τάδε. Αυτό και αυτό μου είπε. Και εγώ όχι μόνον δεν μίλησα, αλλά του έβαλα και μετάνοια». Δες ,έβαλες ένα λιθάρι και έβγαλες δυό. Πάλι συμβαίνει να βάζει κανείς μετάνοια ,θέλοντας να δοξαστεί και έτσι νοθεύεται η ταπείνωση με την κενοδοξία. Αυτό σημαίνει το να βάζει κανείς έλα λιθάρι και να το ξαναβγάζει. Εκείνος όμως που μετανοεί με επίγνωση ,πείθει τον εαυτό του ότι είναι δικό του το σφάλμα, και ότι αυτός είναι ο αίτιος. Αυτό σημαίνει το να μετανοεί κανείς με επίγνωση. Άλλος επίσης ασκεί τη σιωπή, αλλ’ όχι με επίγνωση επειδή πιστεύει ότι κάνει αρετή. Αυτός δεν κάνει τίποτα. Εκείνος όμως που σιωπάει με επίγνωση, πιστεύει ότι είναι ανάξιος να μιλήσει, όπως είπαν οι Πατέρες. Αυτή ακριβώς είναι η σιωπή με επίγνωση. Πάλι συμβαίνει να μην έχει κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό ν του από αδιαφορία και άγνοια και να νομίζει έτσι ότι, έχοντας αυτή την αντίληψη, καταφέρνει κάτι σπουδαίο και ταπεινώνεται. Δεν καταλαβαίνει όμως ότι μ’ αυτόν τον τρόπο δεν κερδίζει τίποτα απολύτως. Γιατί αυτό που κάνει δεν το κάνει με επίγνωση. Το να ,μην έχει όμως κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτόν του με επίγνωση, σημαίνει ότι έχει βαθιά συναίσθηση και τη βιωματική εμπειρία πως δεν είναι τίποτα, και πως δεν είναι άξιος να θεωρηθεί ούτε καν άνθρωπος ,όπως ακριβώς είπε και ο αββάς Μωυσής: «Παλιοαράπη, αφού δεν είσαι άνθρωπος, τι θέλεις μεσ’ τους ανθρώπους»; …

Δ΄ Διδασκαλία
ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΙΟ ΦΟΒΟ

47. _ . Ο Άγιος Ιωάννης λέει στις Καθολικές Επιστολές : «Η τελεία αγάπη φυγαδεύει το φόβο» ( Α΄ Ιωάννου 4,18 ) .Άραγε τι θέλει μ’ αυτό να μας επισημάνει ο Άγιος; Ποιά άραγε ονομάζει αγάπη και ποιό φόβο; Ο προφήτης λέει στον ψαλμό: «Φοβήθητε τον Κύριο, πάντες οι άγιοι αυτού» ( Ψαλμ. 33,10 ) και χίλια άλλα παρόμοια βρίσκουμε στις Άγιες Γραφές. Αν λοιπόν και οι Άγιοι που τόσο αγαπούν τον Κύριο τον φοβούνται, πώς λέει: «Η αγάπη φυγαδεύει τον φόβο»; Θέλει να μας δείξει ο άγιος ότι είναι δύο είδη φόβων, ένας αρχικός και ένας τέλειος. Και ότι ο μεν ένας είναι χαρακτηριστικό των αρχαρίων, όπως θα λέγαμε, στην πνευματική ζωή, ο δε άλλος είναι χαρακτηριστικό των αγίων που έχουν πια τελειωθεί πνευματικά, αυτών που έφτασαν το μέτρο της άγιας αγάπης. Να, τί θέλω να πω: Κάνει κανείς το θέλημα του Θεού για το φόβο της τιμωρίας. Αυτός, όπως είπαμε, είναι ακόμα ολότελα αρχάριος. Δεν αγωνίζεται για το ίδιο το καλό, αλλά επειδή φοβάται τις τιμωρίες. Άλλος κάνει το θέλημα του Θεού επειδή αγαπάει το Θεό, επειδή χαίρεται ιδιαίτερα με το να είναι η ζωή του ευάρεστη στο Θεό. Αυτός γνωρίζει την ουσία του καλού, αυτός γεύτηκε τί σημαίνει να είναι κανείς ενωμένος με το Θεό. Αυτός είναι εκείνος που έχει αληθινή αγάπη, που ο άγιος την ονομάζει τέλεια. Και αυτή η αγάπη τον οδηγεί στον τέλειο φόβο. Γιατί αυτός φοβάται και κάνει το θέλημα του Θεού όχι από φόβο για τις τιμωρίες, όχι από φόβο μήπως κολαστεί, αλλά, όπως ακριβώς είπαμε, επειδή γεύτηκε τη γλυκύτητα που δοκιμάζει όποιος είναι ενωμένος με το Θεό, φοβάται μη τη χάσει, φοβάται μήπως τη στερηθεί. Αυτός λοιπόν ο τέλειος φόβος ,που προέρχεται απ’ αυτή την τέλεια αγάπη, απομακρύνει τον αρχικό φόβο». Είναι όμως αδύνατο να φτάσει κανείς διαφορετικά στον τέλειο φόβο, παρά μόνο με τον αρχικό…

ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΥΝΤΟΜΑ ΡΗΤΑ

202. -. Ο Αββάς Δωρόθεος έλεγε: Είναι αδύνατον σ’ αυτόν που έχει πίστη στη δική του σύνεση και στο δικό του λογισμό να υποταχθεί ή να μιμηθεί κάποιο καλό που βλέπει στον πλησίον.
Έλεγε πάλι: Επειδή δουλεύουμε ακόμα στα πάθη, δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε στο λογισμό και στα αισθήματά μας, γιατί στραβός οδηγός και τα καλά τα κάνει στραβά.
Έλεγε πάλι: Όποιος δεν καταφρονήσει κάθε υλικό πράγμα και δόξα και σωματική ανάπαυση, ακόμα και τα δικαιώματά του, δεν μπορεί να κόψει τα θελήματά του ,ούτε ν’ απαλλαχτεί από την οργή και τη λύπη, ούτε ν’ αναπαύσει τον πλησίον.
Έλεγε πάλι: Δεν είναι σπουδαίο πράγμα το να μην κρίνεις ή ακόμα και να συμπαθήσεις αυτόν που βρίσκεται σε κάποια θλίψη και σου ζητάει βοήθεια. Μεγάλη αρετή είναι να μην κρίνεις αυτόν που από δικό του πάθος σου αντιλέγει. Να μη συνταιριαστείς μ’ αυτόν που κατακρίνει εκείνον που σου αντιλέγει και να μη χαρείς μαζί μ’ εκείνον που τιμάει εσένα περισσότερο από άλλον.
Είπε πάλι: Μην απαιτήσεις αγάπη από τον πλησίον , γιατί αυτός που απαιτεί ταράζεται, αν δεν του δώσουν. Αλλά δείξε εσύ μάλλον την αγάπη σου στον πλησίον και ανάπαυσέ τον και έτσι θα τον φέρεις στο σημείο να σε αγαπήσει.
Είπε πάλι: Αν κάνει κανείς κάτι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, οπωσδήποτε θα συναντήσει πειρασμό. Γιατί σε κάθε καλό που γίνεται ή προηγείται ή ακολουθεί πειρασμός. Και ούτε βέβαια είναι σίγουρο ότι είναι γνήσιο αυτό που γίνεται και σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αν δεν δοκιμαστεί πρώτα με τον πειρασμό.
Είπε πάλι: Τίποτα δεν ενώνει τόσο πολύ τους ανθρώπους , όπως το να χαίρονται για τα ίδια πράγματα και να έχουν κοινά φρονήματα.
Είπε πάλι: το να μην περιφρονήσει κανείς το δώρο που του κάνει ο άλλος είναι καρπός της ταπεινοφροσύνης ,γιατί πρέπει να το καταδέχεται μ’ ευχαριστία και αν ακόμα είναι μικρό και ασήμαντο.
Είπε πάλι: Εγώ, αν η περίσταση το φέρει, προτιμάω να γίνει η γνώμη του πλησίον – ακόμα και να τύχει να αποτύχω ακουλουθώντας την- παρά να πετύχω κάνοντας αυτό που εγώ θεωρώ σωστό.
Είπε πάλι: Είναι συμφέρον μας σε κάθε περίπτωση να ικανοποιούμε ελάχιστα από τις ανάγκες μας. Γιατί δεν είναι συμφέρον ν’ αναπαυόμαστε με πληρότητα σε όλα.
Είπε πάλι: Σε καθετί που μου συμβαίνει ποτέ δεν θέλησα να κατευθυνθώ από την ανθρώπινη σοφία και να στηριχτώ σ’ αυτήν, αλλά πάντοτε προσπαθώ να κάνω για καθετί ό,τι μπορώ και αφήνω τα πάντα στην Πρόνοια του Θεού.
Είπε πάλι: Όποιος δεν έχει δικό του θέλημα, κάνει πάντοτε το δικό του. Γιατί εφόσον δεν έχει δικό του, ό,τι κι αν γίνει τον αναπαύει. Και έτσι είναι σαν να κάνει πάντα το δικό του. Επειδή δεν θέλει να γίνονται τα πράγματα όπως αυτός θέλει, αλλά τα αποδέχεται όπως γίνονται.
Είπε πάλι: Δεν πρέπει να διορθώνει κανείς τον αδελφό του την ώρα που αμαρτάνει εναντίον του, αλλ’ ούτε πάλι άλλην ώρα, μόνο και μόνο για να τον εκδικηθεί για το λάθος του.
Είπε πάλι: Η αγάπη, που χαρίζει ο Θεός και που τη ζει ο άνθρωπος σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, είναι πιο δυνατή από τη φυσική ανθρώπινη αγάπη.
Είπε πάλι: Ποτέ μην κάνεις το κακό για ν’ αστειευτείς. Γιατί πολλές φορές συμβαίνει να κάνει κανείς στην αρχή αστεία το κακό, μετά όμως και χωρίς να το θέλει υποδουλώνεται σ’ αυτό.
Είπε πάλι: Δεν πρέπει κανείς να θέλει ν’ απαλλαγεί απ΄ το πάθος του, επειδή θέλει ν’ αποφύγει τη θλίψη που αυτό του προκαλεί, αλλά επειδή ακριβώς το μισεί, όπως λέει: «Τους μισούσα μ’ όλη μου την ψυχή» ( Ψαλμ. 138, 22) .

Είπε πάλι: Είναι αδύνατον να οργιστεί κανείς εναντίον του πλησίον αν πρώτα δεν υπερηφανευτεί εσωτερικά απέναντί του και αν δεν τον περιφρονήσει και αν δεν θεωρήσει τον εαυτόν του καλύτερον απ’ αυτόν.
Είπε πάλι: Απόδειξη πως ενεργεί με τη θέλησή του το πάθος είναι αν ταράζεται όταν τον ελέγχουν ή τον διορθώνουν γι’ αυτό. Όταν όμως δέχεται τον έλεγχο χωρίς να ταραχτεί, δηλαδή τη διόρθωση που του προτείνουν , είναι απόδειξη ότι, και αν αμαρτάνει, αμαρτάνει από άγνοια και αδυναμία.




Από το βιβλίο: «ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ
Έργα Ασκητικά»
Εκδόσεις: Ετοιμασία

πηγή

Συγκλονιστική μαρτυρία του γ. Παϊσιου: Κατέκρινα και έπεσα σε σαρκικό πειρασμό



Όποιος κατακρίνει τους άλλους, πέφτει στα ίδια σφάλματα
- Γέροντα, πώς συμβαίνει, όταν κατακρίνω μια αδελφή για κάποιο σφάλμα της, σε λίγο να κάνω κι εγώ το ίδιο σφάλμα;- Αν κατακρίνει κανείς τον άλλον για ένα σφάλμα του και δεν καταλάβει την πτώση του, ώστε να μετανοήσει, συνήθως πέφτει στο ίδιο σφάλμα, για να το καταλάβει. Ο Θεός δηλαδή από αγάπη επιτρέπει ο άνθρωπος να αντιγράφει την κατάσταση αυτού τον οποίο κατέκρινε. 
Αν πεις λ.χ. ότι κάποιος είναι πλεονέκτης και δεν καταλάβεις ότι κατέκρινες, ο Θεός παίρνει τη Χάρη του και επιτρέπει να πέσεις κι εσύ στη πλεονεξία. Αρχίζεις τότε να μαζεύεις. Μέχρι να καταλάβεις τη πτώση σου και να ζητήσεις συγχώρεση από τον Θεό, θα λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι.
  Για να σε βοηθήσω, θα σου πω κάτι από τον εαυτό μου. Όταν ήμουν στην Ιερά Μονή Στομίου, έμαθα για μια συμμαθήτριά μου από το Δημοτικό ότι είχε παραστρατήσει και έκανε ζημιά κάτω στην Κόνιτσα. Προσευχόμουν λοιπόν να τη φωτίσει ο Θεός να ανέβει στο μοναστήρι, για να της μιλήσω. Είχα ξεχωρίσει και μερικά κομμάτια περί μετανοίας από την Αγία Γραφή και από Πατερικά. Μια μέρα λοιπόν ήρθε με δύο άλλες γυναίκες. Μιλήσαμε και έδειξε ότι κατάλαβε. Στη συνέχεια ερχόταν συχνά με το παιδί της και έφερνε κεριά, λάδι, λιβάνι για τον ναό. Μια φορά κάποιοι γνωστοί προσκυνητές από τη Κόνιτσα μου λένε: «Πάτερ, αυτή η γυναίκα υποκρίνεται. Εδώ φέρνει κεριά κα λιβάνι και κάτω συνεχίζει με τους αξιωματικούς».
Όταν ξαναήρθε, τη βρήκα στην εκκλησία να ασπάζεται τις εικόνες, και της έβαλα τις φωνές: «Φύγε από ‘δώ, της είπα, έχεις βρωμίσει όλη την περιοχή!...». Η καημένη έφυγε κλαίγοντας. Δεν πέρασε πολύ ώρα και αισθάνθηκα μεγάλο σαρκικό πόλεμο. «Τι είναι αυτό; λέω. Ποτέ μου δεν είχα τέτοιον πειρασμό. Τι συμβαίνει;». Δεν μπορούσα να βρω την αιτία. Κάνω προσευχή, τα ίδια.
Οπότε παίρνω τον ανήφορο για την Γκαμήλα.«Καλύτερα να με φάνε οι αρκούδες», είπα. Προχώρησα αρκετά μέσα στο βουνό. Ο πειρασμός δεν υποχωρούσε. Βγάζω τότε ένα τσεκουράκι που είχα κρεμασμένο στη μέση μου και δίνω τρεις τσεκουριές στο πόδι μου, μήπως και με τον πόνο φύγει ο πειρασμός. Το παπούτσι γέμισε αίμα, αλλά τίποτε.
Σε μια στιγμή ήρθε στο νου μου εκείνη η γυναίκα και τα λόγια που της είχα πει. «Θεέ μου , είπα τότε, εγώ για λίγο έζησα αυτή την κόλαση και δεν μπορώ να την αντέξω, κι αυτή η ταλαίπωρη που ζει συνέχεια αυτήν την κόλαση!... Συγχώρεσέ με που την κατέκρινα». Αμέσως ένοιωσα μια δροσιά θεϊκή και εξαφανίσθηκε ο πόλεμος. Βλέπεις τι κάνει η κατάκριση;

Βιβλίο: Πάθη και Αρετές -Γέροντος Παϊσιου Αγιορείτου

Η καθοριστική συνάντηση του Ιουστίνου με κάποιον Χριστιανό Read more: Γνωριμία με την ορθόδοξη πίστη: Η καθοριστική συνάντηση του Ιουστίνου με κάποιον Χριστιανό



Η συνάντηση του αγίου Ιουστίνου του Μάρτυρα με κάποιον χριστιανό, ήταν καθοριστική για την υπόλοιπη πορεία της ζωής του. Κατόπιν αυτής της συνάντησης, ο Ιουστίνος στράφηκε προς τον Χριστό και την Εκκλησία, κάνοντας το πιο καθοριστικό βήμα της ζωής του. Αφού πρώτα περιπλανήθηκε αναζητώντας την αλήθεια στους Στωικούς (από τους οποίους αργότερα έφυγε γιατί δεν του πρόσθεσαν καμία γνώση περί του Θεού), στους Περιπατητικούς (από τους οποίους έφυγε γιατί του ζήτησαν χρήματα), στους Πυθαγόρειους (οι οποίοι τον έδιωξαν καταφρονώντας τον επειδή δεν είχε σπουδάσει μουσική, γεωμετρία, και αστρονομία), κατέληξε στους Πλατωνικούς, από τους οποίους έφυγε όταν γνώρισε την Χριστιανική Πίστη. Ας παρακολουθήσουμε απόσπασμα από τον διάλογο του Ιουστίνου πριν γίνει Χριστιανός, με έναν ήδη έμπειρο Χριστιανό, που συνάντησε σε ένα ήσυχο τόπο. Γίνετε λόγος περί του ότι ο λόγος περί του Θεού (η θεολογία) δενείναι στοχαστική αλλά εμπειρική. Και μάλιστα, εμπειρία εν Πνεύματι Αγίω. Και αυτή είναι μια από τις βασικές διαφορές της θεολογίας από την φιλοσοφία, και κατ’ επέκταση, του Θεού που αποκαλύπτεται από τον φιλοσοφικό ‘’θεό’’ που ‘’ανακαλύπτεται’’.

«Και ενώ σε αυτήν την διάθεση βρισκόμουν, επειδή κάποτε σκέφτηκα να χορτάσω άφθονη ηρεμία και να αποφύγω τον βόρβορο των ανθρώπων, πήγα σε έναν τόπο όχι μακριά από την θάλασσα. Όταν έφτασα πλησίον του τόπου εκείνου, όπου επρόκειτο να απομονωθώ, ασπρομάλλης πρεσβύτης, όχι ευκαταφρόνητος στην όψη, με πράο και σεμνό ήθος, με ακολουθούσε σε λίγη απόσταση. Μόλις στράφηκα προς αυτόν, στάθηκα και τον ατένισα εντονότερα.

Και αυτός είπε· με γνωρίζεις;

Εγώ είπα, όχι.

Γιατί λοιπόν, είπε,με κοιτάζεις με τόσο ενδιαφέρον;

Θαυμάζω, είπα, διότι έτυχες στο ίδιο μέρος με εμένα· διότι δεν φανταζόμουν να δω εδώ κάποιον άνδρα.

Αυτός μου λέει· Έχω την φροντίδα μερικών συγγενών οι οποίοι είναι απόδημοι· έρχομαι λοιπόν και εγώ για να εξετάσω σχετικά με αυτούς, αν φανούν από κάπου. Εσύ τι ζητείς εδώ; Μου είπε εκείνος.

Μου αρέσουν, είπα, οι διαμονές του είδους αυτού, διότι γίνεται ανεμπόδιστος ο διάλογος προς τον εαυτό μου, αφού δεν ενεργούν περισπασμούς· είναι ωφελιμότατοι για την φιλολογία οι τοιούτοι τόποι.

Φιλόλογος λοιπόν είσαι εσύ, είπε· δεν είσαι καθόλου φίλεργος και φιλαλήθης, ούτε επιχειρείς να είσαι μάλλον πρακτικός παρά σοφιστής;

Τι μεγαλύτερο αγαθό θα μπορούσε να επιτελέσει κανείς, είπα εγώ, από το να δείξει ότι ο λόγος ηγεμονεύει των πάντων και , αφού τον συλλάβει και ιππεύσει σε αυτόν, να παρατηρεί την πλάνη των άλλων και τις ασχολίες εκείνων, ότι δηλαδήδεν πράττουν τίποτε το υγιές ούτε αγαπητό εις τον ΘεόΧωρίς φιλοσοφία και ορθό λόγο δεν είναι δυνατόν να συνυπάρχει σε κανένα φρόνηση. Δια τούτο πρέπει κάθε άνθρωπος να φιλοσοφεί, και τούτο να θεωρεί μέγιστο και πολυτιμότατο έργο, τα δε λοιπά να θεωρεί δεύτερα και τρίτα, όταν μεν συνάπτονται με την φιλοσοφία ως μέτρια και άξια αποδοχής, όταν δε στερηθούν αυτής και οι χρησιμοποιούντες αυτά δεν διαθέτουν αυτήν, ως φορτικά και βάναυσα.

Η φιλοσοφία λοιπόν φέρει ευδαιμονία; Είπε εκείνος διακόπτοντας.

Βεβαιότατα, είπα εγώ, είναι μάλιστα μόνο αυτή.

Τι είναι όμως φιλοσοφία, λέγει, και ποια είναι η ευδαιμονία της, αν δεν σε εμποδίζει τίποτε να το πεις, πες το.

Φιλοσοφία, είπα εγώ, είναι επιστήμη του όντος και επίγνωση του αληθούς, η δε ευδαιμονία είναι το βραβείο αυτής της επιστήμης και της σοφίας.

Τι καλείς εσύ Θεό; είπε.
 
Εκείνο το οποίο είναι πάντοτε κατά τα αυτά και ωσαύτως και αίτιο της υπάρξεως σε όλα, αυτό ακριβώς είναι ο Θεός.  Ούτως αποκρίθηκα εγώ σε αυτόν, και τέρπονταν εκείνος να με ακούει. Με ρώτησε πάλι τα εξής.

Επιστήμη δεν είναι κοινό όνομα διάφορων πραγμάτων; Διότι αυτός που ξέρει μερικά πράγματα σε όλες τις τέχνες καλείται επιστήμων, ομοίως και στην στρατηγική και την κυβερνητική και την ιατρική, δεν είναι το ίδιο και εις τα θεία και εις τα ανθρώπινα; Επιστήμη είναι η παρέχουσα την γνώση αυτών των θείων και ανθρώπινων, έπειτα δε την επίγνωση της θειότητος και δικαιοσύνης αυτών;

Βεβαίως, είπα.

Τι λοιπόν; Το ίδιο είναι να γνωρίζουμε άνθρωπο και Θεό, όπως την μουσική και την αριθμητική, την αστρονομία και τα παρόμοια;

Καθόλου, είπα.

Άρα δεν μου αποκρίθηκες ορθώς, είπε εκείνος. Διότι αυτές μεν προσλαμβάνονται από εμάς εκ μαθήσεως ή διδασκαλίας, ενώ εκείνες προσφέρουν την επιστημοσύνη από την θέα. Εάν πράγματι σου λέει κάποιος ότι υπάρχει εις την Ινδία ζώο με διαφορετική από όλα τα άλλα δομή, αλλά τέτοιο ή τέτοιο, πολυειδές και ποικίλο, δεν θα το γνωρίσεις πριν το δεις, αλλά ούτε θα δυνηθείς να πεις τίποτε περί αυτού αν δεν ακούσεις αυτόν ο οποίος το είδε.

Όχι βέβαια, λέω.

Πως λοιπόν, είπε, οι φιλόσοφοι δύνανται να φρονούν περί Θεού ορθώς ή να λέγουν κάτι αληθές, αν δεν έχουν γνώση αυτού μήτε τον είδαν ποτέ ή άκουσαν για αυτόν;

Αλλά, είπα εγώ, το θείον, πάτερ, δεν είναι ορατό με αυτούς τους οφθαλμούς, όπως τα άλλα ζώα, αλλά με τον νουν μόνον καταληπτό, όπως λέει ο Πλάτων και εγώ πείθομαι σε αυτόν.

Υπάρχει λοιπόν, λέει, εις τον νουν μας τέτοια και τόση δύναμη η οποία δεν προσέλαβε το ον με αίσθηση; Ή θα δει ποτέ τον Θεό νους ανθρώπου, αν δεν είναι κοσμημένος με το Άγιο Πνεύμα;».



(Έργα αγίου Ιουστίνου του Μάρτυρα, ΕΠΕ 1 σελ. 269-275).


 πηγή

Πώς πρέπει να συγχωρούμε;(Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης)




Μορφωμένος άνθρωπος ο κ. Σταύρος. Με πτυχίο πανεπιστημίου και ξένες γλώσσες και πείρα ζωής. Δυσκολευόταν, όμως, στα πνευματικά. Δεν μπορούσε να καταλάβει και τα πιο απλά πράγματα. Όλα τα εξέταζε και τα πλησίαζε ορθολογιστικά. Είχε αναπτύξει το νου και όχι την καρδιά. Δεν ήταν πρόθυμος να συγχωρήσει εύκολα τους άλλους. Ειδικά αυτούς που έβλεπε κατώτερους και εμπαθείς. Καθόταν τώρα απέναντι από τον Γέροντα Ιάκωβο, έναν ασκητικό ιερομόναχο, με ροζιασμένα χέρια και ένοιωθε σαν μαθητούδι μπροστά στον δάσκαλο. Ερωτήσεις πολλές. Αντιρρήσεις περισσότερες. Αλλά και οι απαντήσεις σοφές και αποκαλυπτικές.

Ρώτησε τον Γέροντα για το σοβαρό (το σοβαρότερο;) θέμα της συγχωρήσεως των άλλων ανθρώπων, που δυσκολευόταν να το κατανοήσει:
—Αφού βλέπω καθαρά και ολοφάνερα τον άλλον να αμαρτάνει, πως να τον συγχωρήσω; Δεν έχω δίκιο;
Όλους μας βλέπει ο Θεός αδιάκοπα και ξέρει καθαρά και ολοφάνερα ότι αμαρτάνουμε. Γιατί μας συγχωρεί και μας ανέχεται και μας περιμένει να μετανοήσουμε και να ζητήσουμε άφεση αμαρτιών;
—Πάλι δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ μου. Τι πρέπει να κάνουμε; Να πούμε στην αμαρτία μπράβο; Να την επαινέσουμε σιωπώντας;
—Ποτέ δεν πρέπει να επαινούμε την αμαρτία, είπε ο π. Ιάκωβος. Συγχωρούμε τον αμαρτωλό και όχι την αμαρτία. Εάν δεν κάνουμε αυτήν την διάκριση, αυτό το διαχωρισμό μεταξύ αμαρτίας και αμαρτωλού, θα βρισκόμαστε πάντοτε σε λάθος δρόμο.

—Τότε, τι πρέπει να κάνουμε; Πώς να αντιμετωπίζουμε αυτό το θέμα;
—Έχεις δει τους σιδεράδες, που μαστορεύουν τα σίδερα; Δεν τα πιάνουν τα αναμμένα σίδερα με τα χέρια τους, γιατί θα καούν, εξήγησε ο Γέροντας. Έχουν ειδικές τσιμπίδες και δαγκάνες και έτσι τα πλησιάζουν και τα μαστορεύουν. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και για κάθε πρόβλημα και για κάθε θέμα, που πλησιάζουμε. Να έχουμε τα κατάλληλα εργαλεία και στα πνευματικά θέματα τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Αυτό ισχύει και για το θέμα της συγχωρήσεως των άλλων.

—Μα, πάτερ μου, εγώ έθεσα ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Πώς μπορούμε να συγχωρήσουμε κάποιον, που αμάρτησε φανερά και χωρίς καμία δικαιολογία; Εγώ θέλω να μάθω τι πρέπει να κάνω στην περίπτωση αυτή.

—Το «χωρίς καμιά δικαιολογία» πρέπει να το αφήσουμε στην άκρη, γιατί δεν μπορούμε να ξέρουμε, είπε ο π. Ιάκωβος. Μόνον ο Θεός γνωρίζει τα βάθη της ψυχής του κάθε ανθρώπου. Μόνον Εκείνος ξέρει τι συμβαίνει. Εμείς βλέπουμε απ' έξω. Εκείνος βλέπει το από μέσα. Ας θυμηθούμε και την διδασκαλία του Χριστού για τα ποτήρια, όταν μιλούσε για την υποκρισία των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Απ' έξω φαίνονται καθαρά. 
Μέσα, όμως, είναι γεμάτα από βρωμιά και αδικία και αρπαγή. Να το πω και με ένα άλλο παράδειγμα. Όταν πηγαίνουμε στο γιατρό να μας θεραπεύσει, δεν του λέμε εμείς τι να κάνει. Εκείνος ξέρει τη δουλειά του. Εμείς απλώς του λέμε ότι πονάμε και σε ποιο μέρος υποφέρουμε. Τη στιγμή, που λέμε «εγώ θέλω» σταματούμε την διαδικασία της γνώσεως, για το θέμα, που πρέπει να μάθουμε. Η αλήθεια μας δίδεται όταν τη ζητήσουμε ταπεινά, όπως ζητούμε την υγεία μας από τον γιατρό. Δεν μπορούμε να διατάξουμε την αλήθεια, άλλα να την παρακαλέσουμε να μας δοθεί, να μας αποκαλυφθεί. Γιατί ή αλήθεια είναι ο Θεός, που δεν μπορούμε να τον διατάξουμε, άλλα μόνον να τον παρακαλέσουμε και να τον αγαπήσουμε.

—Ναι, πάτερ μου, αλλά τότε τι γίνεται; Αν δεν πω στο γιατρό εγώ τι θέλω πώς θα με εξετάσει και πώς θα με θεραπεύσει;
—Όχι, όχι, όχι, παιδί μου, αυτό είναι λάθος, ξανάπε ο Γέροντας. Ο γιατρός ξέρει τι θέλεις, όταν τον επισκέπτεσαι. Εσύ το μόνο, που μπορείς να πεις είναι ότι πονάς και σε ποιο σημείο νιώθεις τον πόνο σου. Τα υπόλοιπα είναι δική του δουλειά. Γι' αυτό και οι Άγιοι Πατέρες μας συμβουλεύουν να προσευχόμαστε σαν τα μικρά παιδιά, που κλαίνε όταν πονούνε. Και δείχνουνε το μέρος όπου πονάνε.

—Πάλι δεν το καταλαβαίνω, πάτερ μου, το νόημα των λόγων, που μου λέτε, απάντησε ο κ. Σταύρος. Δεν πονώ εγώ, αλλά θέλω να ξέρω τι στάση, να κρατήσω σε κάποιον, που αμάρτησε φανερά. Θα τον συγχωρήσω ή όχι;
—Τη συγχώρηση πρέπει να τη δίνουμε σε όλους, όπως κάνει και ο ίδιος ο Θεός. «Βρέχει επί δικαίους και αδίκους», λέγει το Ευαγγέλιον. Διότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί και όλοι θα έπρεπε να καταδικασθούμε, για τις αμαρτίες μας, λίγες ή πολλές. Για αυτό πρέπει να συγχωρούμε και να ευχόμαστε στον Θεό να συγχωρήσει και τον αμαρτωλό και εμάς, που αμαρτάνουμε και πολύ συχνά δεν καταλαβαίνουμε τι κάνουμε ή τι δεν κάνουμε.

Αν, όμως, είμαστε αδύναμοι πνευματικώς και η συμπεριφορά του άλλου μας επηρεάζει αρνητικά, τότε πρέπει να μη τον κατηγορούμε, αλλά να τον αποφεύγουμε και να μην έχουμε μαζί του συναναστροφές και συνέπειες. Και αν είναι αιρετικός τότε να τον αποφεύγουμε τελείως και να μη τον δεχόμαστε. Γιατί η συντροφιά με τους αιρετικούς είναι επικίνδυνη, μπορεί να μας δηλητηριάσει και να μας θανατώσει πνευματικά. Γενικώς για τους αμαρτωλούς πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια του Μ. Βασιλείου: «Φθείρουν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί». Δηλαδή ή συντροφιά με τους αμαρτωλούς μπορεί να φθείρει και τους καλούς χαρακτήρες.

—Αυτό το γνωρίζω, συνέχισε ο κ. Σταύρος, που επέμενε στην γνώμη του. Αυτό, που δεν ξέρω είναι το πώς και το γιατί της συγχωρήσεως των άλλων ανθρώπων.
—Το πώς μας το είπε ο Χριστός: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε' 5). Χρειάζεται η δική του βοήθεια, είπε ο Γέροντας. Για αυτό και πρέπει να ζητούμε συνεχώς την βοήθειά του. Αν εκείνος δεν βοηθήσει, τίποτε καλό δεν μπορούμε να κάνουμε. Όσον για το «γιατί», αυτό μας το λέγει το Ευαγγέλιο: «Εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο Πατήρ υμών ο ουράνιος εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Ματθ. στ' 14-15). Να γιατί πρέπει να συγχωρούμε τους άλλους, όσον και αν αμάρτησαν. Από την συγχώρηση, αγαπητέ μου, αρχίζει η αγάπη. Διάβασε το ιγ' Κεφάλαιο της Α' Επιστολής του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους και τότε θα καταλάβεις το γιατί πρέπει να συγχωρούμε.

—Την έχω διαβάσει, πάτερ μου, αλλά πάλι αδυνατώ να κατανοήσω τι θέλετε να πείτε με το πώς και το γιατί...
—Τότε θα σου μιλήσω, φίλτατε, με άλλο παράδειγμα, για να γίνω πιο σαφής, ξανάπε ο π. Ιάκωβος. Άνοιξε την δεξιά σου παλάμη από το μέσα μέρος και τέντωσε την όσον μπορείς.
Ο κ. Σταύρος τέντωσε την παλάμη του δεξιού του χεριού και περίμενε. Τότε ο Γέροντας πήρε το ποτήρι με το νερό, που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι και έριξε λίγο πάνω στην παλάμη του επισκέπτη του. Το νερό, καθώς ήταν φυσικό, κύλησε από το χέρι και χύθηκε κάτω και δεν έμεινε στην ανοιχτή παλάμη ούτε σταγόνα.

—Τώρα κάνε κούρμπα την παλάμη σου, είπε ο Γέροντας.
—Τι θα πει κούρμπα, πάτερ μου; Δεν ξέρω την λέξη...
—Κούρμπα στο χωριό μου λένε την καμπύλη, εξήγησε ο π. Ιάκωβος. Κάνε, λοιπόν, την παλάμη σου κυρτή, σαν λακκούβα, όπως παίρνεις το νερό, για να πλυθείς.
Υπάκουσε ο κ. Σταύρος και ο Γέροντας έριξε πάλι στην χούφτα του λίγο νερό από το ποτήρι και έμεινε το νερό στο χέρι του κ. Σταύρου.
—Αυτό είναι, που πρέπει να κάνουμε όταν θέλουμε να μάθουμε μιαν αλήθεια και πιο πολύ όταν θέλουμε να συγχωρήσουμε κάποιον αμαρτωλό, εξήγησε ο π. Ιάκωβος. Σκύβουμε το κεφάλι της λογικής μας μπροστά στην αλήθεια, ταπεινώνουμε τον εαυτό μας, που νομίζει ότι όλα τα ξέρει και όλα μπορεί να τα καταλάβει, ομολογούμε την αδυναμία μας και τότε ο Θεός μας δίνει άφθονη την χάρη του και για να καταλάβουμε και για να ενεργήσουμε σωστά. Αυτό κάνουμε και όταν θέλουμε να συγχωρήσουμε και να πλησιάσουμε τον Χριστό της αγάπης, που συγχωρεί και βοήθα όσους ζητούν ταπεινά την βοήθεια του. Χωρίς ταπείνωση, ούτε τον εαυτόν μας μπορούμε να συγχωρήσουμε και να τον αγαπήσουμε πραγματικά.
Αυτό μας δίδαξε ο Χριστός και με την ζωήν και με τον λόγον του. Και αυτό πρέπει να κάνουμε κι εμείς, αν θέλουμε να δούμε «Θεού πρόσωπον». Να ταπεινωθούμε πρώτα μπροστά στον Θεόν, ως αμαρτωλοί που είμαστε και Εκείνος θα μας βοηθήσει να ταπεινωθούμε και μπροστά στους ανθρώπους, να τους συγχωρήσουμε και να καταλάβουμε ότι αλλιώς δεν γίνεται τίποτα.

Ο κ. Σταύρος φαίνεται ότι κατάλαβε αυτήν τη φορά και έσκυψε το κεφάλι του μπροστά στον Γέροντα, σαν να ζητούσε συγχώρηση για την διανοητική του έπαρση και την ψυχική του αλαζονεία. Γιατί αυτό το νόσημα της έπαρσης και της αλαζονείας τυφλώνει και ξεστρατίζει την ψυχή του ανθρώπου. Τότε ο π. Ιάκωβος, που είδε διακριτικά την μεταστροφή του επισκέπτη του, θέλησε να βάλει, ωσάν περισπωμένη στο ρήμα «αγαπώ» τον επίλογο της κουβέντας τους, είπε:
—Ο Χριστός μας έδωσε τον λεγόμενον «χρυσόν κανόνα» ζωής ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους: «Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς ούτος γαρ εστίν ο νόμος και οι προφήται» (Ματθ. ζ' 12). Δηλονότι, αν θέλεις να σε συγχωρούν οι άλλοι, συγχώρησε τους άλλους πρώτος εσύ. Αμήν.

ΠΗΓΗ  το είδαμε εδώ

Οὔτε ὁ πλούσιος μπορεῖ νά ζήσει δίχως τόν φτωχό οὔτε ὁ φτωχός δίχως τόν πλούσιο



Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

«Πού είναι ο πλούτος σας;», θα ρωτούσα εκείνους που τον είχαν και τον έχασαν. Και θα τους ρωτούσα, όχι για να τους χλευάσω -ποτέ τέτοιο πράγμα!- ούτε για να ξύσω πληγές, αλλά για να κάνω λιμάνι της σω­τηρίας σας το δικό τους ναυάγιο.

Για να αντιληφθείτε, ότι αυτός που σήμερα είναι πλούσιος, αύριο κατα­ντάει φτωχός. Γι’ αυτό πολλές φορές γέλασα, όταν διάβασα διαθήκες, που έγραφαν: «Ο τάδε να έχει την κυριότητα των αγρών ή του σπιτιού, τη χρήση όμως να την έχει άλλος». Μα όλοι τη χρήση έχουμε, κανείς δεν έχει την κυριότητα. Ακόμα κι αν μείνουμε πλού­σιοι σ’ ολόκληρη τη ζωή μας, όταν πεθάνουμε, θέλου­με δεν θέλουμε, θα παραχωρήσουμε τον πλούτο μας σε άλλους. Γυμνοί φεύγουμε για την άλλη ζωή, αφού για μερικά χρόνια ήμασταν μόνο χρήστες, όχι και κύριοι του πλούτου.

Ξέρετε ποιοί έχουν στην πραγματικότητα την κυ­ριότητα του πλούτου; Όσοι περιφρονούν τη χρήση του και περιγελούν τις απολαύσεις. Όσοι σκορπάνε τα λεφτά τους και τα μοιράζουν στους φτωχούς, κά­νουν καλή χρήση τους και φεύγουν απ’ αυτόν τον κόσμο αληθινά πλούσιοι, πλούσιοι σε καλά έργα και αγάπη και χάρη Θεού.

Μα γιατί, τέλος πάντων, θεωρείς τον πλούτο αξιο­ζήλευτο; Γιατί καλοτυχίζεις όσους έχουν πολλά χρή­ματα; Ποιά είναι η διαφορά του πλούσιου από τον φτωχό; Ανθρωποι δεν είναι και οι δύο;

Θα σου απο­δείξω, μάλιστα, ότι ο ένας έχει την ανάγκη του άλλου, έτσι ώστε ούτε ο πλούσιος μπορεί να ζήσει δίχως τον φτωχό ούτε ο φτωχός δίχως τον πλούσιο. Ο Θεός οικονόμησε σοφά αυτή την αλληλεξάρτηση, για να υπάρχει αμοιβαία αγάπη και συμπαράσταση, κοινω­νική συνοχή και ευταξία. Πρέπει, μάλιστα, να τονί­σω, ότι οι πλούσιοι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη των φτωχών παρά οι φτωχοί των πλουσίων. Και για να το καταλάβεις, σου λέω ένα παράδειγμα:

Ας υποθέσου­με ότι χτίζονται δύο πόλεις, και με νόμο ορίζεται ότι στη μία θα κατοικούν μόνο πλούσιοι, ενώ στην άλλη μόνο φτωχοί. Αν στην πόλη των πλουσίων δεν υπάρ­χει ούτε ένας φτωχός και στην πόλη των φτωχών ούτε ένας πλούσιος, ας δούμε ποια θα μπορέσει να ικανο­ποιήσει καλύτερα τις ανάγκες της.
Στη πόλη, λοιπόν, των πλουσίων δεν θα υπάρχει τεχνίτης, ούτε χτίστης ούτε μαραγκός ούτε τσαγκά­ρης ούτε φούρναρης ούτε γεωργός ούτε σιδεράς ούτε άλλος κανένας. Γιατί ποιός πλούσιος θα καταδεχόταν να ασκήσει κάποιο απ’ αυτά τα επαγγέλματα, τη στιγ­μή που και όσοι τα ασκούν, όταν πλουτίσουν, τα εγκα­ταλείπουν; Έτσι, όμως, πώς θα μπορέσει να συντη­ρηθεί η πόλη; Δεν υπάρχει άλλη λύση, παρά να κα­ταργηθεί ο νόμος, που θέσαμε στην αρχή, και να κληθούν τεχνίτες, για ν’ αντιμετωπίσουν τις πρακτικές ανάγκες.
Ας δούμε τώρα και την πόλη των φτωχών. Αν, όπως ορίσαμε, δεν έχει κανένα πλούσιο κάτοικο αλλά και κανένα πλούτο, ούτε χρυσάφι ούτε ασήμι ούτε πο­λύτιμα πετράδια ούτε πορφυρά και χρυσοΰφαντα ενδύματα, ποιά γνώμη έχεις; Κάτω από τέτοιες συν­θήκες, θα είναι δύσκολη η ζωή της πόλης; Καθόλου. Γιατί, αν χρειαστεί να χτίσουν σπίτια ή να κατεργαστούν το σίδερο ή να υφάνουν ρούχα, δεν χρειάζο­νται χρυσάφι και ασήμι και μαργαριτάρια, αλλά τέχνη και χέρια. Και αν πρέπει να σκάψουμε και να καλ­λιεργήσουμε τη γη, πλούσιοι ή φτωχοί μας χρειάζο­νται; Οπωσδήποτε φτωχοί. Πού θα χρειαστούμε, λοιπόν, τους πλουσίους, εκτός κι αν αποφασίσουμε να κατεδαφίσουμε την πόλη;

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...