Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 07, 2014

Εις τον Ἅγιο Ἀμβρόσιο + Μητροπολίτης Σερβιών και Κοζάνης Διονύσιος



Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου ἐπισκόπου Μεδιολάνων. Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγάλους Πατέρες καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ τετάρτου αἰώνα, σύγχρονος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὀνομαστὸς Ἱεράρχης στὴ Δύση, ὅπως κι ὁ Μέγας Βασίλειος στὴν Ἀνατολή.

Γεννήθηκε τὸ 340 στὴ Γαλλία καὶ πέθανε τὸ 397 στὰ Μεδιόλανα, τὸ σημερινὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας. Ἡ καταγωγὴ του ἦταν ἀπὸ μεγάλη οἰκογένεια τῆς Ρώμης. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, ποὺ ἦταν ἔπαρχος Γαλλίας, ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος γύρισε στὴ Ρώμη καὶ ἀνατράφηκε μὲ τὴν προστασία καὶ ἐπίβλεψη τῆς μεγαλύτερης ἀδελφῆς του Μαρκελλίνας. Ἡ Μαρκελλίνα γιὰ τὸν ἅγιο Ἀμβρόσιο ἦταν ὅπως ἡ Μακρίνα γιὰ τὸν ἅγιο Βασίλειο.

Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἔκαμε λαμπρὲς νομικὲς σπουδὲς καὶ γρήγορα κατάκτησε ἀνώτερες πολιτικὲς θέσεις. Μὲ ἐκλογὴ τοῦ αὐτοκράτορα, τὸ 372 στάλθηκε στὰ Μεδιόλανα, ὡς ἔπαρχος τῆς βόρειας Ἰταλίας. Ὅταν ἔφευγε γιὰ τὴ θέση του, ὁ ἔπαρχος τοῦ Πραιτορίου, δηλαδὴ ὁ Πρωθυπουργός, τοῦ εἶπε· «Πήγαινε, Ἀμβρόσιε, καὶ νὰ συμπεριφέρεσαι ὄχι ὡς κριτής, ἀλλὰ ὡς ἱεράρχης. Στὴν ὑψηλὴ αὐτὴ καὶ ὑπεύθυνη θέση του, ὁ Ἀμβρόσιος ὑπηρετοῦσε μὲ ἀξιοθαύμαστο ζῆλο καὶ ἦταν ἀγαπητὸς σὲ ὅλους. Μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ εἶναι, ὅταν ἄξιοι καὶ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι ἀνεβαίνουν στὰ δημόσια ἀξιώματα καὶ παίρνουν στὰ χέρια τους τὴ διοίκηση τοῦ λαοῦ. Τότε πραγματικὰ οἱ ἄνθρωποι βρίσκουν προστασία καὶ ἀσφάλεια, γιὰ νὰ ἐπιδίδωνται στὰ εἰρηνικά τους ἔργα.

Ὅταν ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἦταν ἔπαρχος στὰ Μεδιόλανα, τότε ἀπέθανε ὁ ἐπίσκοπος, καὶ οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας μαζεύτηκαν καὶ συζητοῦσαν γιὰ τὴ διαδοχή του. Ὁ λαὸς ἦταν συναθροισμένος ἀπ’ ἔξω καὶ ἀνυπομονοῦσαν ὅλοι, γιατί φοβοῦνταν μήπως ἡ Ἰουστίνα, ἡ μητέρα τοῦ αὐτοκράτορα Βαλεντιανοῦ, ποὺ ἦταν ἀρειανή, τοὺς ἐπέβαλλε πάλι ἀρειανὸ ἐπίσκοπο- ὁ ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος Στέφανος εἶχε ἀποθάνει ἐξόριστος στὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας. Τότε, σὰν καὶ νὰ ἦταν ἀπὸ Θεοῦ, ἀκούστηκε μιὰ παιδικὴ φωνή· «Ὁ Ἀμβρόσιος ἐπίσκοπος»! Αὐτὸ διαδόθηκε σὰν σύνθημα ἀμέσως σὲ ὅλη τὴν πόλη καὶ οἱ ἐπίσκοποι, κλεισμένοι στὴν Ἐκκλησία γιὰ τὴν ἐκλογή, ἐξέλεξαν τὸν ἔπαρχο Ἀμβρόσιο, ποὺ ἀκόμα δὲν ἦταν χριστιανός, ἀλλὰ κατηχούμενος.

Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος θέλησε μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀποφύγη, δικαιολογούμενος πὼς ἦταν δημόσιος ἀξιωματοῦχος καὶ πὼς ἔπρεπε τάχα νὰ ἔχη τὴ συγκατάθεση τοῦ βασιλέα. Ὁ βασιλέας, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν ἐκλογὴ καὶ τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ ἐπάρχου, ἀπάντησε· «Χαίρω, ὅτι τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐγὼ διώρισα ἔπαρχο ἡ Ἐκκλησία τὸν ἐξέλεξε ἐπίσκοπο. Νὰ πῆτε στὸν Ἀμβρόσιο ὅτι τὸν διατάζω νὰ δεχθῆ τὴν ἐκλογή του». Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος, μὴ ἔχοντας πιὰ νὰ δικαιολογηθῆ, βαπτίσθηκε κι ἔλαβε διαδοχικά τοὺς βαθμοὺς τῆς ἱερωσύνης, πρῶτα διάκονος, ὕστερα πρεσβύτερος καὶ τελευταῖα ἐπίσκοπος. Ὅλοι χάρηκαν καὶ πανηγύρισαν, κι ὁ Μέγας Βασίλειος τοῦ ἔγραψε· «...ἐδοξάσαμεν τὸν Θεὸν ἡμῶν, τὸν καθ’ ἑκάστην γενεὰν ἐκλεγόμενον τοὺς αὐτῷ εὐαρεστοῦντας».

Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, ὡς ἐπίσκοπος τώρα, μὲ τὸ παράδειγμά του καὶ μὲ τὸ εὔγλωττο κήρυγμά του, μέσα σὲ λίγον καιρό, ἐξυγίανε τὸ ποίμνιό του ἀπὸ τὸ μίασμα τοῦ ἀρειανισμοῦ καί, ὡς ἔξοχος ποιητής, διωργάνωσε τὴ θεία λατρεία τῆς ἐπισκοπῆς του. Μεγάλη πολεμικὴ ἐναντίον τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου ἔκανε ἡ μητέρα τοῦ βασιλέα καὶ φανατικὴ ἀρειανὴ Ἰουστίνα· ἔφτασε νὰ ἔχη τὴν ἀξίωση νὰ παραδώση ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος τὸ ναό του στὸν ἀρειανὸ ἐπίσκοπο. Ὅταν τὸν κάλεσαν στὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα καὶ τὸν διέταξαν νὰ παραδώση τὸ ναό, ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἀπάντησε· «Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας δὲν παραδίδει τοὺς ναοὺς τοῦ Κυρίου». Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ ὁμοιάζει σὰν ἐκείνη ποὺ ἔδωκε ὁ Μέγας Βασίλειος στὸν ἔπαρχο Μόδεστο, ἀπεσταλμένο τοῦ ἀρειανοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλη.

Θαρραλέα ἐπίσης ὑπῆρξε ἡ στάση τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου ἀπέναντι στὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο. Ὅταν τότε στὴ Θεσσαλονίκη κακοποίησαν τοὺς βασιλικοὺς ἀντιπροσώπους, ὁ Θεοδόσιος ὠργίσθηκε καὶ μὲ διαταγὴ του οἱ στρατιῶτες ἔσφαξαν στὸν Ἱππόδρομο ἑπτὰ χιλιάδες ἀνθρώπους. Ὓστερ’ ἀπὸ τὸ ἔγκλημα αὐτό, ὁ Θεοδόσιος κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων βρέθηκε στὰ Μεδιόλανα καὶ θέλησε νὰ μεταβῆ στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ κοινωνήση. Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, ντυμένος τὰ ἱερατικά του ἄμφια, βγῆκε στὴ θύρα τοῦ ναοῦ καὶ δὲν ἐπέτρεψε στὸν αὐτοκράτορα νὰ προχώρηση· «Εἶναι τὰ χέρια σου βαμμένα μὲ αἷμα», τοῦ εἶπε. Ὁ Θεοδόσιος θέλησε νὰ δικαιολογηθῆ κι ἀπάντησε στὸν Ἱεράρχη· «Κι ὁ Δαβὶδ ἁμάρτησε». Τότε ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος εἶπε στὸν βασιλέα· «Τὸν μιμήθηκες στὸ ἔγκλημα· νὰ τὸν μιμηθῆς καὶ στὴ μετάνοια»! Ὁ Θεοδόσιος δὲν τόλμησε νὰ εἰσέλθη στὴν Ἐκκλησία κι ἔφυγε μετανοιωμένος. Ἀμήν.

† Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014 (Ι΄ Λουκά)

Ευαγγελική Περικοπή,

Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν 
Κεφ. ιγ΄: 10-17

Τ
ῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν διδάσκων ὁ ᾿Ιησοῦς ἐν μιᾷ τῶν Συναγωγῶν ἐν τοῖς Σάββασι. Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές. Ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ ᾿Ιησοῦς, προσεφώνησε, καὶ εἶπεν αὐτῇ· Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ Σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· Ἕξ ἡμέραι εἰσὶν, ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου. Ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος, καὶ εἶπεν· Ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ Σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ, ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης, καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; ταύτην δέ, θυγατέρα ᾿Αβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ Σατανᾶς, ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου; Καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.



Απόστολος,

Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
Κεφ. ε΄: 8-19

δελφοί, ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε· ― ὁ γὰρ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καὶ δικαιοσύνη καὶ ἀληθείᾳ· ― δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ. Καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε· τὰ γὰρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ᾿ αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν· τὰ δὲ πάντα ἐλεγχόμενα ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανεροῦται· πᾶν γὰρ τὸ φανερούμενον φῶς ἐστι. Διὸ λέγει· Ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός. Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾿ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. Διὰ τοῦτο μὴ γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ.



Εἰς τόν Ὄρθρον 
Τὸ Δ΄ Ἑωθινόν Εὐαγγέλιον

Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν 
Κεφ. κδ΄: 1-12
Τ
ῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέος, ἦλθον γυναῖκες ἐπὶ τὸ μνῆμα φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου· καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου, καὶ ἰδοὺ δύο ἄνδρες ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις. Ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν, καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, εἶπον πρὸς αὐτάς· Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ᾿ ἠγέρθη· μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν ἔτι ὦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, λέγων· Ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. Καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ· καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς. Ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ᾿Ιωάννα καὶ Μαρία ᾿Ιακώβου, καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς Ἀποστόλους ταῦτα. Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς. Ὁ δὲ Πέτρος, ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον· καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα· καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτόν θαυμάζων τὸ γεγονός.

Όσιος Γρηγόριος ο Σιωπών, κτίτωρ της Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγ. Όρους

Ο Όσιος Γρηγόριος ο Ησυχαστής ή ο Σιωπών ή ο Νέος Σιναΐτης, ο από Συριανών, κατά την αγιορείτικη παράδοση και τους σλαβικούς συναξαριστές, καταγόταν από τη Σερβία. Γεννήθηκε στις αρχές του 14ου αιώνα. Υπήρξε μαθητής των άγιων Γρηγορίου του Σιναΐτη, Ρωμύλου της Ραβάνιτσας, του οποίου τον βίο έγραψε, και του μακαρίου Γέροντος Ιλαρίωνος.
Ασκήθηκε στα Παρόρια, για τα όποια γράφει: «Ήλθα κι εγώ ο ελαχιστότατος των μοναχών από την Κωνσταντινούπολη σ’ αυτόν τον τόπο, και ακούω για την ενάρετη ζωή και την τέλεια άσκηση τους, έκλινα το κεφάλι και υποτάχθηκα» (1350). Μετά από επιδρομή Αγαρηνών πηγαίνει στη Ζαγορά της Βουλγαρίας με τον Γέροντα του Ιλαρίωνα και στα Μελανά της Μεγίστης Λαύρας όπου συνάντησε τον άγιο Ρωμύλο. Κατέληξε στην ανάμεσα στις μονές Σιμωνόπετρας και Διονυσίου περιοχή, όπου κτίζει την ονομαστή μονή του Αγίου Νικολάου, τη σήμερα γνωστή με το όνομα του. Εκεί κοντά υπήρχαν τα κελλιά, όπου είχε ασκητεύσει ο όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Σε απόσταση ενός τετάρτου της ώρας από τη μονή σώζεται ακόμη το ασκητήριο του κτήτορος οσίου Γρηγορίου του Σιωπώντος.
Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Ούγγλεση (1371), πήγε στη Σερβία καί έκτισε τη μονή Ζτρέλο προς τιμήν του Αγίου Νικολάου, πού αργότερα ονομάσθηκε του Γκόρνιακ. Εκεί μάλλον ο άνθρωπος του Θεού Γρηγόριος θαυματουργώντας εν ειρήνη ανεπαύθη. Στη μονή αυτή φυλάγονται τα άγια λείψανα του. Η μονή βρίσκεται στη βόρεια Σερβία, στην ήσυχη περιοχή Ζτρέλο του Μπρανίτσεβου Μλάβας, πάνω από το ποτάμι. Σε σπήλαιο, πού πρώτα ασκήτεψε ο όσιος, υπάρχει ναός αφιερωμένος στον άγιο Νικόλαο και πιο κάτω άλλος ωραίος ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου. Τα λείψανα του οσίου μέχρι το 1761 αναφέρεται πώς βρίσκονταν στην αθωνική μονή Γρηγορίου και μετά από πυρκαϊά μεταφέρθηκαν στη μονή του Ζτρέλο. Στην περίοδο της τουρκοκρατίας μεταφέρθηκαν κατά καιρούς και λόγω αναγκών στις μονές Ορεσκόβιτσα, Βοϊλόβατς, Βανάτου και άλλες. Τεμάχιο τους δόθηκε το 1977 στη μονή του Οσίου Γρηγορίου.
Την ακολουθία του οσίου εξέδωσε ο μοναχός Βαρλαάμ Γρηγοριάτης από κώδικες της μονής. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Δεκεμβρίου.
πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Άγιοι Αγίου Όρους, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2007
 

Συναξαριστής της 7ης Δεκεμβρίου

Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος ἐπίσκοπος Μεδιολάνων

 


Ὁ Ἀμβρόσιος, διακεκριμένος Ῥωμαῖος πολίτης, γεννήθηκε περίπου τὸ 340 μ.Χ. Σπούδασε ῥητορική, φιλοσοφία καὶ νομικά.

Στὰ Μεδιόλανα ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ δικαστῆ. Φύλαττε μὲ λόγια καὶ ἔργα τὴν ἀλήθεια καὶ ἀπέδιδε ἀντικειμενικὰ τὴν δικαιοσύνη, ἂν καὶ δὲν εἶχε βαπτισθεῖ ἀκόμα χριστιανός.

Ὅσον ἀφορᾷ σ᾿ αὐτὸ ὅμως, ἀπαντᾷ ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ἀλλ᾿ ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι». Δηλαδή, σὲ κάθε ἔθνος, ὅποιος σέβεται τὸ Θεὸ καὶ πολιτεύεται στὴ ζωή του μὲ δικαιοσύνη, εἶναι δεκτὸς ἀπ᾿ Αὐτὸν καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀρέσει σ᾿ Αὐτόν.

Καὶ πράγματι, ὁ Ἀμβρόσιος μὲ τὴ ζωή του ἄρεσε στὸ Θεό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸν ἀξίωσε νὰ βαπτισθεῖ χριστιανός, νὰ γίνει ἔπειτα ἀναγνώστης, καὶ ἀφοῦ μέσα σὲ λίγο χρονικὸ διάστημα πέρασε ὅλους τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς βαθμούς, μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τοῦ βασιλιᾶ Οὐαλεντιανοῦ τοῦ Α´, χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Μεδιολάνων.

Σὰν ἐπίσκοπος, ὁ Ἀμβρόσιος ποίμανε ἄριστα τὸ ποίμνιό του, ἀγωνίστηκε κατὰ τῶν αἱρέσεων, ἀλλὰ καὶ τὸ βασιλιὰ Θεοδόσιο δὲν ἐπέτρεψε νὰ εἰσέλθει στὸ ναό, παρὰ μόνο ὅταν μετάνιωσε εἰλικρινὰ γιὰ τοὺς φόνους ποὺ ἔκανε στὸν Ἱππόδρομο τῆς Θεσσαλονίκης.
Ὁ Ἀμβρόσιος πέθανε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 397 μ.Χ., σὲ ἡλικία 57 χρονῶν.

 


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖος διδάσκαλος καὶ ἱεράρχης σοφός, δογμάτων ἀκρίβειαν μυσταγωγεῖς τοὺς πιστούς, Ἀμβρόσιε ὅσιε· λύεις αἱρετιζόντων τὴν ἀχλὺν τοῖς σοῖς λόγοις· φαίνεις τῆς εὐσεβείας τὴν θεόσδοτον χάριν· ἐν ᾗ τούς σὲ γεραίροντας συντήρει ἀπήμονας.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείοις δόγμασι περιαστράπτων, ἀπημαύρωσας Ἀρείου πλάνην, Ἱερομύστα καὶ ποιμὴν Ἀμβρόσιε· θαυματουργῶν δὲ δυνάμει τοῦ Πνεύματος, πάθη ποικίλα σαφῶς ἐθεράπευσας. Πάτερ Ὅσιε, Xριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Λόγους ζωῆς Πάτερ σοφὲ κεκτημένος, τὰς διανοίας τῶν πιστῶν καταρδεύεις, καὶ καρποφόρους χάριτι δεικνύεις ἀεί, τῶν αἱρετιζόντων δέ, κατακλύζεις τὰς φρένας, χάριν ἀναβλύζων τε, ἰαμάτων ἐκπλύνεις, παθῶν παντοίων ῥύπον ἀληθῶς, ἱερομύστα θεόφρον Ἀμβρόσιε.

 

 
Ὁ Ἅγιος Ἀθηνόδωρος

Ὑπερβολικὰ θαυμαστὴ ὑπῆρξε ἡ εὐψυχία, μὲ τὴν ὁποία ὑπέφερε φρικιαστικὰ μαρτύρια, ἐπειδὴ ἐπέμενε στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Ἀθηνόδωρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Μεσοποταμία καὶ μαρτύρησε ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Διοκλητιανὸς (290).

Ἔτσι λοιπόν, στὴν ἀρχὴ τοῦ ἔκαψαν τὶς σάρκες μὲ ἀναμμένες ἀπὸ ῥητίνη λαμπάδες. Ἔπειτα, τοῦ ἔβαλαν στὶς μασχάλες σιδερένιες πυρακτωμένες σφαῖρες. Καὶ στὴ συνέχεια τὸν ξάπλωσαν σὲ χάλκινο πυρωμένο τάπητα. Ἀλλ᾿ ἡ καρτερία ποὺ ἔδειξε σ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ μαρτύρια καὶ οἱ θερμὲς προσευχές του πρὸς τὸν Ὕψιστο, τράβηξαν στὴ χριστιανικὴ πίστη πενήντα εἰδωλολάτρες.

Ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχή, ἀφοῦ προετοίμασε γιὰ τὸν οὐρανὸ καὶ ἄλλες ἐκλεκτὲς διὰ τῆς ἀληθινῆς ἀρετῆς ψυχές.


 

 
Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος

Μαρτύρησε διὰ πνιγμοῦ μέσα στὴ θάλασσα.


 

 
Ὁ Ἅγιος Δομέτιος

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.


 

 
Οἱ Ἅγιοι Ἰσίδωρος, Ἀκεψιμᾶς καὶ Λέων

Μαρτύρησαν διὰ πυρός.


 

 
Ὁ Ὅσιος Ἀμμοῦν «ὁ τῆς Νιτρίας»

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος Ἅγιος με αὐτὸν τῆς 4ηςὈκτωβρίου, ἀλλ᾿ αὐτὸς λέγεται «ὁ ἐν Νιτρίᾳ», κατ᾿ ἄλλα δὲ Μηνολόγια (ἐσφαλμένα) ἐπίσκοπος Νιτρίας. Δηλαδή, τὰ λιγοστὰ βιογραφικά του στοιχεῖα δὲν εἶναι σαφῆ.


 

 
Οἱ Ἅγιοι Γάιος καὶ Γαϊανός

Μαρτύρησαν διὰ πυρός.


 

 
Οἱ Ἅγιοι 300 Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴν Ἀφρική

Μαρτύρησαν τὸν 5ο αἰῶνα μετὰ Χριστὸν στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Ζήνωνα.

Τότε στὴν Ἀφρικὴ δυὸ ἐπίσκοποι Μονοφυσῖτες, ὁ Κύριλλος καὶ ὁ Βαλινάρδης, ἔπεισαν τὸν ἄρχοντα Ὀνώριχο, μονοφυσίτη καὶ αὐτόν, νὰ κινήσει ἄγριο καὶ φονικὸ διωγμὸ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν.

Οἱ ἐν λόγῳ λοιπὸν Μάρτυρες, καταγγέλθηκαν καὶ ἐπέμειναν στὴν ὀρθόδοξη ὁμολογία καὶ ἔτσι ὅλοι πέθαναν δι᾿ ἀποκεφαλισμοῦ. Μεταξὺ αὐτῶν, ἦταν γέροντες, νέοι καὶ οἰκογενειάρχες, ἀλλὰ ὅλοι ὑπέστησαν τὸ μαρτύριο γενναιότατα, ἀληθινοὶ ἥρωες τῆς θρησκείας τοῦ Σταυροῦ.


 

 
Ἅγιοι Ὀρθόδοξοι Μάρτυρες ποὺ κάηκαν μέσα σὲ Ναό

Αὐτοὶ κάηκαν ζωντανοὶ ἀπὸ τοὺς Ἀρειανοὺς στὴν Καρχηδόνα, τὴν στιγμὴ ποὺ ἦταν συναθροισμένοι στὸν Ναὸ καὶ προσεύχονταν.


 

 
Οἱ Ἅγιοι Δύο ἱερεῖς

Αὐτοὶ μαρτύρησαν στὴν Καρχηδόνα στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Ζήνωνα (474-476) καὶ ὅταν ἄρχοντας ἐκεῖ ἦταν ὁ Ὀνώριχος ὁ Ἀρειανός. Ἀφοῦ τοὺς συνέλαβαν, τοὺς θανάτωσαν μαρτυρικὰ μὲ πριόνισμα.


 

 
Οἱ Ἅγιοι 60 ἱερεῖς

Ἀφοῦ συνελήφθησαν μαζὶ μὲ τοὺς πιὸ πάνω Μάρτυρες, θανατώθηκαν, ἀφοῦ τοὺς ἔκοψαν τὶς γλῶσσες.


 

 
Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξη γυναίκα ποὺ μαρτύρησε στὴ Ῥώμη

Κάηκε ζωντανὴ στὴ Ῥώμη, ἐπειδὴ δὲν θέλησε νὰ δεχτεῖ τὸν Ἀρειανισμὸ καὶ προτίμησε τὴν Ὀρθοδοξία.


 

 
Ὁ Ὅσιος Ἰγνάτιος

Αὐτὸς λέγεται ὅτι μόναζε σ᾿ ἕνα κελὶ κοντὰ στὶς Βλαχερνὲς καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


 

 
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Ὑποτακτικός

Ἀπὸ ποὺ ἦταν καὶ ποὺ μόναζε οἱ Συναξαριστὲς δὲν τὸ ἀναφέρουν. Ἀναφέρουν μόνο μερικὲς παράδοξες θαυματουργίες του, ὅτι δηλαδὴ ἔβαλε τὸ χέρι του μέσα σὲ καυτὴ πίσσα χωρὶς νὰ καεῖ καὶ ἄλλα παρόμοια.

Ἀπὸ τὴν Μονή του, στὴν ὁποία εἶχε φήμη Ἁγίου καὶ θαυματουργοῦ, ἀναχώρησε στὰ Ἱεροσόλυμα καί, ἀφοῦ προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους, πέρασε στὴν Κύπρο, ὅπου ἀσκήτευε πάνω σ᾿ ἕνα βουνὸ γιὰ ἀρκετὰ χρόνια. Ἐπειδὴ ὅμως τὸν ἐνοχλοῦσαν οἱ προστρέχοντας σ᾿ αὐτόν, ἔφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη καί, ἀφοῦ ἀνέβηκε μὲ θεία προσταγὴ στὸ ὄρος Παρηγοριά, ἀπεβίωσε μετὰ ἀπὸ μικρὸ χρονικὸ διάστημα.


 

 
Ὁ Ἅγιος Πρίσκος

Γιὰ τὸν Μάρτυρα αὐτὸν σημειώνεται μόνο, ὅτι συμμαρτύρησε μαζὶ μὲ τοὺς Μάρτυρες Μαρτίνο καὶ Νικόλαο καὶ ὅτι πέθανε μαρτυρικὰ ἀπὸ στέρηση τροφῆς. Γίνεται δὲ καὶ τῶν τριῶν ἡ πανήγυρης κοντὰ στὸ τεῖχος τῶν Βλαχερνῶν.


 

 
Ὁ Ἅγιος Μαρτῖνος

Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν κομμάτιασαν μὲ τσεκοῦρι.


 

 
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος

Μαρτύρησε διὰ πυρός.


 

 
Τὰ ἐγκαίνια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου «ἐν τοῖς Κουράτορος»
Κατὰ τὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266.


 

 
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Ἡσυχαστής

Ἔζησε στὰ μέσα τοῦ 14 αἰῶνα μ.Χ. καὶ ὑπῆρξε κτήτορας τῆς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ποὺ σήμερα ὀνομάζεται Μονὴ Γρηγορίου, ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ κτήτορα.Ἔζησε ὁσιακὰ καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Ἐγρήγορσιν ἀεί, πρὸς ζωῆς ἀναβάσεις, ποιούμενος σοφέ, τοὺς ὁσίους σου πόνους, εἰς ὕψος ἀνέδραμες, ἀπαθείας Γρηγόριε, ὅθεν ἔλαμψας, τῶν ἀρετῶν ταὶς ἀκτίσι, καὶ κατηύγασας, τῶν Μοναστῶν τᾶς χορείας, πιστῶς ἐπομένας σοι.

 

 
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Νηστευτὴς «ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ»

Ρῶσος


 

 
Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ ἐξ Εὐρίπου (Εὐβοίας)

Ἱεραπόστολος τῆς Ἑλλάδας κατὰ τοὺς χρόνους τῆς φραγκοκρατίας (μέσα 13ου αἰῶνα - περὶ τὸ 1320). Γεννήθηκε στὴ νῆσο Εὔριπο (Εὔβοια) ἀπὸ πλούσιους καὶ εὐγενεῖς γονεῖς. Οἱ γονεῖς τοῦ Γερασίμου κατάγονταν ἀπὸ τὴν δυτικὴ φραγκικὴ οἰκογένεια τοῦ Ῥήγα Φάτζου.

Κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 13ου αἰῶνα, ὁ Γεράσιμος ἦλθε στὸ Σινᾶ, στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης. Ἐκεῖ γνώρισε τὸ «ὑπερβάλλον» τῆς ἀρετῆς τοῦ Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, προσκολλήθηκε σ᾿ αὐτὸν καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητές του.

Ἔτσι ἔφθασε σὲ μεγάλο ὕψος πράξεως καὶ θεωρίας, ὥστε νὰ γίνει γιὰ τοὺς ἄλλους «ὑπόδειγμα καὶ ἀρχέτυπον τῶν καλῶν ἁπάντων» καὶ «ἐκμαγεῖον ἀρετῶν».

Ὅταν ὁ Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ἐγκατέλειψε τὸ Σινᾶ, ὁ μαθητής του Γεράσιμος τὸν ἀκολούθησε καὶ ὅταν ἔφθασαν στὴν Ἑλλάδα, στάθμευσαν γιὰ λίγο στοὺς Καλοὺς λιμένες τῆς Κρήτης, ἀπὸ ὅπου ὁ μὲν Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης κατευθύνθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ δὲ Γεράσιμος ἀποβιβάστηκε στὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα, ὅπου καὶ ἔδρασε ἱεραποστολικά.
Τελικά, ἐπέστρεψε ὡς μοναχὸς Γεράσιμος Σιναΐτης στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τὴν Εὔβοια.

ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ

Τῌ Ζ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

Μνήμη 

τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀμβροσίου, Ἐπισκόπου Μεδιολάνων.
Τῇ Ζ' τοῦ αὐτοῦ μηνός,

 Μνήμη
 τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀμβροσίου, Ἐπισκόπου Μεδιολάνων.
Τὸ φθαρτὸν Ἀμβρόσιος ἐκδὺς σαρκίον,
Θείας μετέσχεν ἀμβροσίας ἀξίως.
Ἑβδόμῃ Ἀμβρόσιος ποτὶ ἄμβροτον ἤλυθεν οὖδας.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,

 Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀθηνοδώρου.
Χαίρων Ἀθηνόδωρος, εἰ τμηθῇ ξίφει,
Ἀφῃρέθη τὸ πνεῦμα καὶ πρὸ τοῦ ξίφους.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,

 ὁ Ἅγιος Νεόφυτος, ἐν τῇ θαλάσσῃ βληθείς, τελειοῦται.
Θανὼν ὁ Νεόφυτος ὑδάτων μέσον,
Παρ᾿ ὑδάτων ζῇ μυστικῶν διεξόδους.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,

 ὁ Ἅγιος Δομέτιος, ξίφει τελειοῦται.
Δὸς Δομέτιε Χριστομάρτυς καὶ λάβε.
Δὸς τὴν κεφαλήν, καὶ λάβε στέφος μέγα.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, 

οἱ Ἅγιοι Ἰσίδωρος, Ἀκεψιμᾶς, καὶ Λέων πυρὶ τελειοῦνται.
Διττοῖς συνάθλοις Ἰσίδωρε συμφλέγου·
Ἴσων γὰρ αὐτοῖς δωρεῶν Θεοῦ τύχης.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,

 ὁ Ἅγιος Ἀμμοῦν, Ἐπίσκοπος Νητρίας, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἀμμοῦν πατρὸς κατεῖδες Νητρία τρία,
Κόσμου φυγήν, ἄσκησιν, ἔξοδον βίου.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,

 οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες, Γαϊανὸς καὶ Γάϊος, πυρὶ τελειοῦνται.
Ἂν καὶ καμίνου Γάϊε βληθῇς μέσον,
Σοῦ Γαϊανὸς οὐκ ἀφέξομαι λέγει.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,

 οἱ Ἅγιοι τριακόσιοι Μάρτυρες, οἱ ἐν Ἀφρικῇ, ξίφει τελειοῦνται.
Δόξης ὑπὲρ σῆς, ὦ Τριάς, τετμημένην,
Διπλοτριπλῆν δέχου με ἑξηκοντάδα.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,

 ὁ Ὅσιος, Ἰγνάτιος, ὁ πλησίον τῶν Βλαχερνῶν κείμενος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Πλήρης ἀπῆλθες πράξεων χρηστῶν Πάτερ,
Ἐκ τοῦ ματαίου καὶ κακῶν πλήρους βίου.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,

 Μνήμη 
τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Παύλου Μοναχοῦ, τοῦ ὑποτακτικοῦ.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,

 Μνήμη
 τῶν ἁγίων Μαρτύρων Πρίσκου, Μαρτίνου καὶ Νικολάου· 
 ὧν ὁ μὲν λιμῷ, ὁ δὲ πέλεξι κατακοπείς, ὁ δὲ τρίτος διὰ πυρός, ἐτελειώθησαν· 
Ἡ δὲ σύναξις αὐτῶν τελεῖται πλησίον τοῦ τείχους τῶν Βλαχερνῶν.
Λιμῷ θανόντα Πρίσκον ἄρτου γηΐνου,
Ὁ Χριστὸς ἄρτον ψωμιεῖ τῶν Ἀγγέλων.
Πέλεξι συγκόπτουσι Μαρτίνου κρέα,
Κρεῶν μακέλλαις δυσσεβεῖς ἀνθρωπίνων.
Ἐξῆλθε δόγμα δαίμοσι πλάνης θύειν,
Οἷς, Νικόλαε, μὴ θύων, εἰς πῦρ θύῃ.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,

 τὰ Ἐγκαίνια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐν τοῖς Κουράτορος.
Ἧς ταῖς ἁγίαις πρεσβείαις,

 ὁ Θεός
, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς
 Ἀμήν.

Τύπος καὶ Οὐσία (Λουκ. 13, 10-17)



Μία ξεκάθαρη καὶ σαφέστατη καταδίκη τῆς θρησκευτικῆς τυπολατρίας ἀποτελεῖ ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς λέει ὅτι ὁ Χριστὸς θεραπεύει τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καὶ αὐτὸ γίνεται ἀφορμὴ νὰ συγκρουστεῖ μὲ τὸν Ἰουδαϊσμὸ τῆς ἐποχῆς του, ποὺ εἶχε μετατρέψει τὶς ἐντoλὲs τοῦ Δεκαλόγου καὶ τοῦ Νόμου σὲ ἕνα στεῖρο σύστημα ὑποχρεώσεων καὶ περιορισμῶν. Ὁ παραλογισμὸς στὶς ἀντιδράσεις τοῦ θρησκευτικοῦ κατεστημένου τραγικός. Ὁ ἀρχισυνάγωγoς ἀγανακτεῖ, γιατί τὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ καταργεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ μήνυμα, ἑπομένως, τῆς σημερινῆς περικoπῆς μᾶς ἀγγίζει καὶ μᾶς ἀφορᾶ ὅλoυς, ἀφοῦ συχνά, ἴσως καὶ ἀσυναίσθητα, προτάσσουμε κάποιους θpησκευτικoὺς καὶ τελετουργικoὺs τύπους xωρὶς ἀντίκρισμα καρδιᾶς καὶ ζωῆς. Οἱ θεραπεῖες τοῦ Χριστοῦ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου φανερώνουν τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπηs καὶ τῆς ἐλευθερίας, ποὺ πρέπει νὰ ὑπάρχει πάντοτε στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἂν καὶ ἡ οὐσία ὑπερβαίνει τὸν τύπο, παρόλ' αὐτὰ ὁ τύπος χρειάζεται στὸ βαθμὸ καὶ στὸ μέτρο ποὺ περιφρουρεῖ καὶ ἐκφράζει τὴν οὐσία.


Τύπος, ἀγάπη καὶ ἐλευθερία

Ἡ τυπολατρία, ὡς ροπὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ προσηλώνεται στοὺς τύπους καὶ νὰ ἀρνεῖται τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, τῶν γεγονότων καὶ τῶν καταστάσεων, ἀποτελεῖ τὴν παθολογία τῆς θρησκευτικῆς μας ζωῆς. Αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη τάση εἶναι μιὰ μορφὴ σκλαβιᾶς τοῦ πνεύματος, ποὺ βάζει, στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, κανόνες πάνω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὶς ἀνάγκες του. Βέβαια, δὲν μποροῦμε νὰ διανοηθοῦμε τὴν ὁμαλὴ ὀργάνωση καὶ λειτουργία τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ τὴ δομὴ κάθε θρησκευτικῆς ζωῆς, xωρὶς τυπικὲς διατάξεις, θεσμoὺs καὶ νόμoυς. Ἐλευθερία δὲν σημαίνει ἀσύδοτη καὶ ἀνεύθυνη παραβίαση τοῦ τύπου, ἀλλὰ προτίμηση τῆς οὐσίας, ὅταν αὐτὴ ἀχρηστεύεται ἀπὸ τὸν τύπο. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου πρέπει νὰ εἶναι φτερὰ ποὺ μᾶς ἀνεβάζουν στὴν κατὰ Θεὸ ζωὴ καὶ ὄχι βαρίδια ποὺ μᾶς καταπιέζουν καὶ πνίγουν τὴν ἐλευθερία μας καὶ τὴν ψυχή μας. Πρέπει νὰ εἶναι σκαλοπάτια, γιὰ νὰ ἀνακαλύπτουμε τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, καὶ ὄχι ἐμπόδια ποὺ μᾶς παγιδεύουν καὶ μᾶς κλειδώνουν στὴν τυπικότητά τους. Γιὰ τὸν θρησκευόμενο ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς, ὁ ἐξωτερικὸς θρησκευτικὸς τύπος εἶναι ἀπαραίτητος ἀλλὰ καὶ κρίσιμoς. Εἶναι ἡ λυδία λίθos ποὺ δοκιμάζει τὴν ἐσωτερική μας σχέση μὲ τὸν Θεό, τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους.

Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο, ὅπου δὲν θέλει νὰ προχωρήσει στὸν ἀπαιτητικὸ δρόμο τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης ποὺ κοστίζει πολλά, κλείνεται καὶ περιχαρακώνεται στὸν ἐξωτερικὸ τύπο ποὺ δὲν κοστίζει τίποτε. Νά, γιατί ἡ τυπολατρία εἶναι ἑλκυστική, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὀλέθρια, ἀφοῦ ἡ στείρα εὐσέβεια εἶναι τὸ ἡμίμετρο τῆς εὔκoληs θpησκευτικότητάs μας. Ὅπου διαστρεβλώνει καὶ κακοποιεῖ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μένει τελικὰ μὲ τὸ ἄδειο κέλυφός της. Ἀλλὰ ἡ ἐμμονὴ στοὺς θpησκεuτικoὺς τύπους κρύβει κάτι ἀκόμη πιὸ ἀπειλητικό. Πρόκειται γιὰ μιὰ νέου εἴδους εἰδωλολατρία, ποὺ γίνεται πιὸ τρομακτική, ὅταν ἐμφανίζεται μέσα στὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἡ ἀντικατάσταση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ φύλαξη τοῦ Σαββάτου, δηλαδὴ τοῦ κάθε ἐξωτερικοῦ τύπου. Αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ ἰδιαίτερα, γιὰ νὰ προσέχουμε, κάθε φορὰ ποὺ μπαίνουμε στὸν πειρασμὸ νὰ μένουμε στὴ μορφὴ καὶ στὸν τύπο, ἀλλὰ νὰ χάνουμε τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἀγάπη. Σὲ ἄλλη περίπτωση ὁ Χριστὸς εἶχε πεῖ ὅτι «τὸ Σάββατο ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπoς γιὰ τὸ Σάββατο» (Μάρκ. 2,27)· καὶ δυστυχῶς σήμερα βλέπουμε τὸ θρίαμβο τοῦ «Σαββάτου» πάνω στὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς ὁ θρίαμβos τῆς τυπoλατρίας ἐκδηλώνεται συχνὰ μὲ τὸ φανατισμὸ καὶ τὴ διάσπαση τῶν πιστῶν σὲ φατρίες, οἱ ὁπoῖες καταδικάζουν ὅλους τοὺς ἄλλouς ποὺ σκέπτονται διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτούς. Συγκρούονται μεταξὺ τους καὶ ἐξαντλοῦν τὸ ζῆλο τους στὴν ὀρθότητα τῶν τυπικῶν διατάξεων καὶ κανονισμῶν, στὴ βαρύτητα τῶν περιορισμῶν καὶ τῶν ἀπαγορεύεων, στὴν αὐστηρότητα τοῦ ἀσκητισμοῦ καὶ τῶν κανόνων.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂs ἀναρωτηθοῦμε, ὁ τύπος τῆς εὐσέβειάς μας ἀνταποκρίνεται στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο; Ποῦ, ἄραγε, μέσα στὴν εὐσέβειά μας βρίσκεται ὁ ἀνθρωπos γιὰ τὸν ὁποῖο ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο; Ἄν, ἴσως, μέσα στοὺς τύπους τῆς εὐσέβειάς μας ὑπάρχει ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, πῶς ἐκδηλώνεται ἡ ἄγαπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο; Οἱ γιορτὲs ποὺ ἔρχονται εἶναι μιὰ εὐκαιρία νὰ τὸ ἀνακαλύψουμε καὶ νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσουμε. Ἀμήν.

Ἡ θεραπεία τῆς συγκυπτούσης. (Λουκ.13,10 —17)




Ἡ θεραπεία αὕτη ἐγένετο ὡς ἑξῆς: Ὀλίγον χρόνον μετὰ τὰ ἀνωτέρω, ὁ Κύριος «ἦν διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς Σάββασι». Κάποιο Σάββατον ὁ Κύριος ἐδίδασκεν εἰς κάποιαν Συναγωγὴν «Ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ». Αἰφνιδίως ἐμφανίζεται μία γυναῖκα ἀσθενὴς ἐπὶ 18 ἔτη, τῆς ὁποίας ἡ νόσος προήρχετο ἐκ δαιμονικῆς ἐνεργείας. Ἡ γυνὴ αὕτη ἦτο εὐσεβής, διότι παρὰ τὴν νόσον της μετέβη εἰς τὴν Συναγωγήν, ἵνα ἀκούσῃ τὸν Θεῖον λόγον. Αὕτη «ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές». Ἔπασχε δηλαδὴ ἐκ ραχιτικῆς τινος νόσου, ἦτο κεκυφυῖα τὸν κορμόν, μὴ δυναμένη νὰ ἀνακύψῃ οὐδόλως τὴν κεφαλὴν ἄνω˙ ἦτο διπλωμένη εἰς τὰ δύο ἐπὶ δεκαοκτὼ ἔτη.

«Ἰδὼν αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς» εὐσπλαγχνισθεὶς αὐτὴν καὶ ἄνευ παρακλήσεώς της ἀμείβει τὴν εὐσέβειάν της, διότι παρ' ὅλην τὴν παραμορφωτικὴν νόσον δὲν ἀπουσιάζει τῆς Συναγωγῆς «προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ» τὴν ἐκάλεσε καὶ τῆς εἶπε «γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου» ἔσο ἐλευθέρα ἐκ τῆς νόσου. «Καὶ ἀπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας» ἀκούμπησε τὰς χεῖρας Του εἰς αὐτὴν πρὸς ἐνίσχυσιν τῆς συγκυπτούσης καὶ εἰς δήλωσιν, ὅτι ἡ θεραπεία προήρχετο ἐκ τῶν παναχράντων χειρῶν Του.

«Καὶ παραχρῆμα» ἀμέσως «ἀνωρθώθη» ἐσηκώθη «καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν». Θεραπευθεῖσα δηλαδὴ αὕτη, ἀνακύψασα καὶ ἰδοῦσα τὸν Χριστὸν πρῶτον δοξάζει τὸν Θεὸν διὰ τὴν θεραπείαν της.

Ὁ Ἀρχισυνάγωγος, πλήρης Φαρισαϊκῶν προλήψεων, ἀγανακτεῖ ἀπὸ φθόνον διὰ τὴν θεραπείαν ταύτην κατὰ τὸ Σάββατον καὶ μὴ δυνάμενος νὰ ἀπευθυνθῇ πρὸς τὸν Ἰησοῦν ἀπ' εὐθείας λέγει πρὸς τὸν λαὸν πομπωδῶς καὶ ἀνοήτως «ἓξ ἡμέραι εἰσίν, ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι˙ ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι, θεραπεύεσθε καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου». Ἓξ ἡμέραι τῆς ἑβδομάδος εἶναι ἐργάσιμοι. Κατ' αὐτὰς γίνονται καὶ θεραπεῖαι. Κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου ἀπαγορεύεται ἡ θεραπεία. Ἔγινε ὅμως! Εἶχε τὴν ἀπαίτησιν οὗτος ἀπὸ τὴν γυναῖκα νὰ ἀναβάλῃ τὴν ἀνόρθωσίν της διὰ τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ἐπειδὴ ἦτο ἀργία!

Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος καὶ εἶπεν «ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ Σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον» κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου ὁ Ἑβραῖος δὲν λύει τὸ βόδι του ἢ τὸ γαϊδούρι του «ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν» καὶ ὁδηγὼν αὐτὸ εἰς τὴν βρύσην «ποτίζει αὐτό; ταύτην δὲ θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν» αὐτὴ ἡ ὁποία εἶναι ἄνθρωπος καὶ Ἑβραία, ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, «ἣν ἔδησεν ὁ Σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη» τὴν ὁποίαν διὰ νόσου ἔδεσεν ὁ Σατανᾶς 18 ἔτη, «οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου;» δὲν ἔπρεπε νὰ λυθῇ τῆς νόσου ἐκ δαιμονικῆς ἐνεργείας κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου; Ὁ Κύριος ὀνομάζει τὸν Ἄρχοντα τῆς Συναγωγῆς ὑποκριτήν, διότι εἰς μὲν τὰ χείλη εἶχε τὴν εὐσέβειαν εἰς δὲ τὴν καρδίαν τὸν φθόνον. Ὁ Νόμος ἐπέτρεπε τὸ λύσιμον καὶ πότισμα τῶν ζώων κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου. Τὸ μέγεθος τοῦ συλλογισμοῦ τοῦ Κυρίου ἀφ' ἑνὸς καὶ τῆς ὑποκρισίας καὶ τοῦ φθόνου τῶν Φαρισαίων ἀφ' ἑτέρου φαίνεται ἐκ τῶν ἀντιθέσεων ὡς ἑξῆς: Κόρη Ἀβραὰμ ἡ μέν, ζῶον ἄλογον τὸ δέ! Δέσιμον τῆς μὲν ἦτο ἀσθένεια φρικτή, δέσιμον τοῦ ζώου ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου διὰ σχοινίου! Ἐπὶ δεκαοκτὼ ἔτη ἡ μὲν δεμένη εἰς τὴν ἀσθένειαν, οὔτε μίαν ἡμέραν τὸ ζῶον δεμένον! Καὶ ὅμως διὰ τὸ ζῶον παρεβαίνετο ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου διὰ νὰ ποτισθῇ!

«Καὶ ταῦτα λέγοντος Αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι Αὐτῷ καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ' Αὐτοῦ». Ἡ ἐντύπωσις εἰς τὸν λαὸν ὑπῆρξε τεραστία καὶ εἰς τὰς δύο μερίδας ἐχθρικὰς καὶ φιλικὰς πρὸς τὸν Ἰησοῦν. Καὶ οἱ μὲν ἐχθρικῶς διακείμενοι ἔμειναν βωβοὶ ἀπὸ ἐντροπήν, οἱ δὲ φιλικῶς διακείμενοι ἦσαν πλήρεις χαρᾶς καὶ θαυμασμοῦ.


Θέμα: Περὶ Κατακρίσεως

Ὁ Κύριος θεραπεύει τὴν συγκύπτουσαν. Ὁ Ἀρχισυνάγωγος ὅμως τὴν ἀγαθοεργίαν ταύτην τοῦ Κυρίου θεωρήσας ὡς ἁμαρτίαν κατακρίνει Αὐτόν. Θέλων δὲ νὰ δικαιολογήσῃ τὴν κατάκρισίν του ταύτην καταφεύγει εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν. «Ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι...» καὶ ἔτσι δικαιολογεῖ τὴν κατάκρισίν του. Ὁ Κύριος θέλων νὰ θεραπεύσῃ τὴν κατάκρισιν τοῦ Ἀρχισυναγώγου δὲν ὁμιλεῖ ὄπισθεν τοῦ Ἀρχισυναγώγου, ἀλλὰ κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ ἀποκαλύπτων τὴν κακίαν του διὰ τοῦ «ὑποκριτὰ» καὶ ἀνατρέπων τὴν δικαιολογίαν τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου δι' ἄλλων Γραφικῶν χωρίων συνιστώντων τὴν διὰ λόγους ἀνάγκης εἴς τινας περιστάσεις κατάργησιν τῆς ἀργίας ταύτης.

Ἔχομεν ἑπομένως ἐνώπιόν μας τὸν Ἀρχισυνάγωγον κατακρίνοντα καὶ τὸν Κύριον ἐλέγχοντα αὐτόν. Ἔχομεν τὸν Ἀρχισυνάγωγον διαπομπεύοντα τὴν θεραπείαν τοῦ Κυρίου καὶ ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ θύματός του, τὸν δὲ Ἰησοῦν ἀποκαλύπτοντα τὴν κακίαν αὐτοῦ. Συνεπῶς δυνάμεθα νὰ ὁμιλήσωμεν περὶ κατακρίσεως ἔχοντες ὑπ' ὄψιν μας τὸν πρῶτον, τὸν Ἀρχισυνάγωγον, περὶ θεραπείας ταύτης ἔχοντες ὑπ' ὄψιν μας τὸν δεύτερον, τὸν Ἰησοῦν, τὸν Σωτῆρα.

Α'. Κατάκρισις: Κατάκρισις εἶναι ἡ ἐν ἀπουσίᾳ τινὸς διαπόμπευσις τῶν κατὰ τὴν γνώμην μας κακιῶν του. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι πάντες ἔχομεν τὰς ἀσθενεῖς μας πλευράς, τὰ σφάλματά μας καὶ ἡ κρίσις εἶναι αὐτόματος λειτουργία τοῦ μυαλοῦ μας. Ἑπομένως ἡ κατάκρισις φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως θεμιτή. Ἂν δὲ λάβωμεν ὑπ' ὄψιν μας, ὅτι εἴμεθα κατ' εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ κρίνοντος τὸν κόσμον, θέλει φανῇ, ὅτι καὶ ἡμεῖς ὡς κατ' εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἔχομεν τὸ δικαίωμα νὰ κρίνωμεν.

Βεβαίως τὸ δικαίωμα καὶ ἡ ἱκανότης νὰ κρίνωμεν μίαν πρᾶξιν, ἂν εἶναι καλὴ ἢ κακή, εἶναι δῶρον Θεοῦ, διότι κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον θὰ γίνωμεν ἐνάρετοι, διότι θὰ ἀποφεύγωμεν τὸ κακὸν καὶ θὰ πράττωμεν τὸ καλόν. Ἀπὸ τοῦ σημείου ὅμως τοῦ νὰ χωρίζωμεν μίαν πρᾶξιν καλὴν ἀπὸ τὴν κακὴν μέχρι τοῦ σημείου νὰ διαπομπεύωμεν τὸν πράττοντα ὑπάρχει μεγάλη διαφορά. Ἡ κατάκρισις, ἡ διαπόμπευσις τῶν κακιῶν τοῦ ἄλλου δὲν εἶναι μόνον δημοσίευσις τῶν κακιῶν τούτου, ἀλλὰ ἔκφρασις καὶ τῆς ἰδικῆς μας κακίας, εἶναι ἐμπάθεια! Τότε ἡ γλῶσσα τοῦ κατακρίνοντος γίνεται «πῦρ καὶ ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας», κατὰ τὸν Ἀπόστολον Ἰάκωβον.

Ὁ Ἀρχισυνάγωγος κατακρίνει τὸν Ἰησοῦν ὄχι κατὰ πρόσωπον, ἀλλὰ ὄπισθεν «τῷ ὄχλῳ» ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστής. Τὸ αὐτὸ συμβαίνει καὶ παρ' ἡμῖν. Ἡ κατάκρισις γίνεται ὄπισθεν τοῦ κατακρινομένου. Ἡ κατάκρισις εἶναι πολύμορφος, εὔκολος καὶ δικαιολογήσιμος.

Ἡ κατακρίνουσα γλῶσσα εἶναι πολύμορφος, διότι εἶναι πλήρης πάσης κακίας. Καὶ πράγματι. Ἡ γλῶσσα εἶναι φωτιά˙ Ἡ φωτιά, ὅ,τι δὲν δύναται νὰ κάψῃ, τὸ μαυρίζει. Τὸ ἴδιον κάμνει καὶ ἡ γλῶσσα, ἡ ὁποία κατακρίνει. Ἡ κατάκρισις εἶναι μῖσος, τὸ ὁποῖον σκορπίζει τὴν χολὴν τῆς καρδίας, εἰς τὰ λόγια ὅλων, εἶναι χαμερπὴς ζηλοτυπία, ἡ ὁποία πληγωμένη ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ ἄλλου, μεταβάλλει αὐτὰ εἰς ψεγάδια, εἶναι ἀπεχθὴς διπροσωπία, ἡ ὁποία ἐνῶ ἔμπροσθεν ἐπαινεῖ, ὄπισθεν ξεσχίζει. Ἡ κατάκρισις εἶναι ἐλαφρότης ἀνυπόφορος μὴ δυναμένη νὰ περιορίσῃ τὰ λόγια της, βαρβαρότης, διότι δυσφημεῖ ἀπόντας. Ἡ κατάκρισις εἶναι ἀδικία, διότι ἀφαιρεῖ τὸ πολυτιμότερον ἀγαθόν, τὴν ὑπόληψιν, εἶναι τυφλότης, διότι δὲν βλέπει τὰ ἴδια σφάλματα. Οἱ ἔπαινοί της εἶναι δηλητήριον καὶ ἡ σιωπή της φαρμάκι! Ἰδοὺ ἡ πολυμορφία τοῦ κακοῦ τούτου τῆς κατακρίσεως.

Ἀλλὰ τὸ κακόν τῆς κατακρίσεως αὐξάνει μὲ τὴν εὐκολίαν ποὺ γίνεται καὶ διαδίδεται. Εἰς ἕνα μόνον ἔμπιστόν σου ἀπεκάλυψας σὺ καὶ ἕνα μόνον ἁμάρτημα τοῦ πλησίον σου. Ὁ ἔμπιστός σου εὑρῆκε ἄλλον ἔμπιστον ἰδικόν του καὶ φανεὶς ἀδιάκριτος ὅπως καὶ σὺ ἀνεκοίνωσεν εἰς αὐτὸν τὸ ἁμάρτημα εἰς δευτέραν ἔκδοσιν ἐπηυξημένην δι' ἀτομικῶν σχολίων, τὰ ὁποῖα ἤντλησε ἐκ τοῦ πάθους του, τοῦ συμφέροντός του. Ὁ ἰδικός σου ἔμπιστος θὰ ἔχῃ τὸν ἰδικόν του ἔμπιστον, ἐκεῖνος πάλιν τὸν γνωστόν, συγγενῆ καὶ φανερῶς ἢ ὑπὸ τύπον ἐχεμυθείας θὰ ἀνακοινώσῃ εἰς αὐτὸν τὸ κακὸν καὶ ἔτσι τὸ κακὸν ἁπλώνεται. Ὁμοιάζει σὰν μία σπίθα, σὰν ἕνα σπίρτο κατ' ἀρχάς, τὸ ὁποῖον ἄναψε καὶ ἀργότερα μεταβάλλεται εἰς πυρκαϊὰν καὶ καίει δάση καὶ χωριά. Ὁμοιάζει σὰν ἕνα ρυάκιον κατ' ἀρχάς, τὸ ὁποῖον δεχόμενον καθ' ὁδὸν τὰ νερὰ ἄλλων ρυακίων, γίνεται σιγὰ — σιγὰ ποτάμι ὁρμητικόν, τὸ ὁποῖον κατακλύζει πόλεις καὶ χωριά. Τὸ ἴδιον εἶναι καὶ ἡ κατάκρισις.

Κατ' ἀρχὰς μία ἀστειότης, μία ἐπιπολαιότης, μία ἁπλῆ ὑπόθεσις, μία ἁπλῆ σκέψις, ἕνας ἐλαφρὸς λόγος. Κατόπιν γίνεται κραυγή, κατάρα, θέμα πάντων, ὑπόθεσις γενική. Ὥστε τὸ ἕνα ἁμάρτημα ἔγινε πολλά, ὁ ἕνας σὺ ἔγιναν πολλοί. Πηγὴ ὅλων αὐτῶν; Ἡ ἀδιακρισία σου καὶ ἡ εὐκολία τοῦ κακοῦ τούτου!

Ἀλλὰ τὸ μέγεθος τοῦ κακοῦ τούτου δὲν φαίνεται μόνον ἐκ τῆς πολυμορφίας καὶ εὐκολίας του ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς δ ι κ α ι ο λ ο γ ί α ς. Λέγουν οἱ κατακρίνοντες δικαιολογούμενοι. Δὲν μιλοῦμεν περὶ μεγάλων ἁμαρτημάτων, ἀλλὰ περὶ μικρῶν, ὄχι διὰ νὰ σκοτώσωμέν τινα, ἀλλὰ διὰ νὰ περάσωμεν τὴν ὥραν, νὰ γελάσωμεν, νὰ διασκεδάσωμεν. Δὲν ἔχομεν, λέγουν, κακὴν διάθεσιν. Μὲ τὴν δικαιολογίαν αὐτὴν αὐξάνουν τὰ παραγεμίσματα, μεγαλοποιοῦν τὸ κακόν. Πῶς; Μὲ μορφασμούς, χειρονομίας, μειδιάματα, ὑπομειδιάματα, ἱστορίας φιλοτεχνημένας ἐπὶ παραγγελίᾳ, ὥστε νὰ ἀρέσουν. Κάμνουν νύξεις διὰ νὰ ἀνοίξωσι περισσότερον τὸ πνεῦμα τοῦ ἄλλου σὲ χίλιες δύο ὑπόνοιες, σιωπῶσιν διὰ νὰ τὸν ἀφίσωσιν νὰ ἐννοήσῃ περισσότερα ἀπ' ὅ,τι θέλουν νὰ εἴπωσιν. Ἰδοὺ τὸ κακόν της κατακρίσεως. Ἰδοὺ ἡ πολυμορφία, ἡ εὐκολία, ἡ δικαιολογία. Πῶς θὰ θεραπευθῇ τὸ κακὸν τοῦτο;

Ἡ θ ε ρ α π ε ί α. Ὁ Κύριος, ὁ ἔνσαρκος λόγος, ἤλεγξε τὸν Ἀρχισυνάγωγον ἀποκαλύψας εἰς αὐτὸν τὴν κρυμμένην κακίαν του καὶ ἀνατρέψας τὸ δικαιολογητικὸν ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐπιχείρημα τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Καὶ ἡμεῖς, ἂν ἐπιθυμῶμεν νὰ θεραπευθῶμεν ἐκ τοῦ κακοῦ τῆς κατακρίσεως, ἂς τεθῶμεν ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ Προφορικοῦ καὶ Γραπτοῦ λόγου τοῦ Κυρίου καὶ ἂς ἐλέγξωμεν τὴν κακίαν τῆς κατακρίσεως εἰς τὸ σαθρὸν τῶν δικαιολογιῶν.

Τ ὸ σ α θ ρ ὸ ν τ ῶ ν δ ι κ α ι ο λ ο γ ι ῶ ν: Λέγεις ὅτι ὁμιλεῖς περὶ μικρῶν ἁμαρτημάτων. Ἀπάντησις: Δὲν γνωρίζεις ὅτι ὅσο μικρότερα εἶναι τὰ σφάλματα τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὰ ὁποῖα κατακρίνεις, τόσον πονηρότερος εἶσαι, διότι δείχνεις μὲ αὐτὸ ὅτι τίποτα δὲν σοῦ διαφεύγει; Ὅ,τι κατακρίνεις σὺ τοὺς ἄλλους, εἶναι μηδαμινό, ὅ,τι μηδαμινὸν ἰδικόν σου κατακρίνουν οἱ ἄλλοι, εἶναι ἀνυπόφορον. Λέγεις ὅτι κατακρίνεις διὰ νὰ γελάσῃς, διασκεδάσῃς. Ἀπάντησις: Ποία εἶναι αὐτὴ ἡ σκληρὴ χαρά, ἡ ὁποία στάζει φαρμάκι εἰς τοὺς ἄλλους καὶ βγαίνει ἀπὸ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἄλλου; Λέγεις ὅτι ἡ πρόθεσίς σου εἶναι ἁγνή. Ἀπάντησις: Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ καρδία σου νὰ εἶναι ἁγνή, τὴν στιγμὴν κατὰ τὴν ὁποίαν τὰ χείλη σου στάζουν δηλητήριον; Λέγεις ὅτι κουτσομπολεύεις, διὰ νὰ σκοτώσῃς τὴν ὥραν. Ὄχι. Σκοτώνεις τὴν πολύτιμην ὥραν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀδελφόν σου. Οἱ υἱοὶ τοῦ Νῶε ἐτιμωρήθησαν, διότι δὲν ἐσκέπασαν τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρός των, ὅταν ἐκεῖνος ἐμέθυσε. Πόσον θὰ τιμωρηθῶμεν ἡμεῖς, ὄχι ὅταν δὲν σκεπάζωμεν τὴν γύμνωσιν τοῦ ἀδελφοῦ μας, ἀλλὰ ὅταν διὰ τῆς κατακρίσεως ξεσκεπάζωμεν τὴν ψυχικήν του γυμνότητα;

Ἀλλὰ θὰ σὲ ἐρωτήσω κάτι ἄλλο. Ὅλας αὐτὰς τὰς δικαιολογίας θὰ τὰς ἐθεώρεις ὡς σοβαρὰς ὄχι ὅταν σὺ ἐνεργῇς τὴν κατάκρισιν, ἀλλὰ ὅταν γίνεσαι θῦμα κατακρίσεως, ὅταν κατακρίνεσαι; Ὅταν μάθῃς, δηλαδή, ὅτι ἄλλοι ἀσχολοῦνται μὲ τὰς ἀσθενεῖς σου πλευρὰς διὰ νὰ γελάσουν ἐπιπολαίως πῶς δὲν θὰ ἀγανακτήσῃς; Ἀσφαλῶς. Διατί δὲν σέβεσαι τὴν ἀπουσίαν τοῦ ἄλλου; Ἰδοὺ ἑπομένως τὸ σαθρὸν τῶν δικαιολογιῶν σου.

Τ ό μέγεθος τοῦ κακοῦ. Δὲν εἶναι εὔκολον νὰ ἐπανορθωθῇ τὸ γενόμενον κακόν. Ἔσπειρες εἰς τοὺς ἀνέμους. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περιμαζέψῃς τὸ σπαρὲν κακόν, διότι τοῦτο ἐμεγάλωσε καὶ ξέφυγε ἀπὸ τὰ χέρια σου. Μεγάλωσε διὰ τῶν διαφόρων ἐκδόσεων, τὰς ὁποίας θὰ ἔχῃ διερχόμενον ἀπὸ στόματος εἰς στόμα. Ἐξέφυγε ἀπὸ τὸ στόμα σου καὶ ἀπὸ τὰ χέρια σου, διότι δὲν σοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ συναντήσῃς τὰ πρόσωπα, εἰς τὰ ὁποῖα περιῆλθε, ὥστε νὰ διορθώνῃς τὰς ἐξογκώσεις τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖον ἐξεστόμισες. Πῶς θὰ περιμαζέψῃς τὰς κατὰ τῶν ἄλλων κατακρίσεις σου; Τρόπος θεραπείας τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖον κατακρίνεις δὲν εἶναι τὸ κουτσομπολιό, ἀλλὰ εἴς τινας περιστάσεις ὁ ἔλεγχος. Ὁ ἔλεγχος διαφέρει τῆς κατακρίσεως, διότι γίνεται ἐνώπιον τοῦ πταίσαντος ἀδελφοῦ καὶ πρὸς διόρθωσιν αὐτοῦ. Ἐνῶ ἡ κατάκρισις γίνεται ὄπισθεν καὶ ἄνευ ὠφελείας.

Εἶναι γνωστὸν τὸ ἁπλοῦν παράδειγμα τῆς ὄρνιθος, τὸ ὁποῖον ἀνέφερε Πνευματικὸς πρός τινα ἐξομολογούμενον, ὁ ὁποῖος ἐδικαιολογεῖτο διὰ τὰς κατακρίσεις του. Κάποιος δηλαδὴ ἐξομολογούμενος ἐδικαιολόγει εἰς τὸν Πνευματικόν του τὴν κατάκρισίν του, ὅτι αὕτη δὲν ἔχει σημασίαν. Ὁ Πνευματικὸς τοῦ ἀπήντησε: Λάβε μίαν ὄρνιθα καὶ βαδίζων ἀπὸ ἑνὸς χωρίου εἰς ἄλλον ἀνὰ ἑκατὸν μέτρα ἀπόσπα, σκόρπιζε ἀνὰ ἕνα πτερὸν τῆς ὄρνιθος. Ὅταν φθάσῃς εἰς τὸ χωρίον σου, ἐπίστρεψε, εὑρὲ τὰ πτερὰ καὶ θέσε αὐτὰ εἰς τὴν θέσιν των. Ὁ ἐξομολογούμενος ἀπαντᾷ: Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον, διότι τὰ πτερὰ ἐξηφάνισεν ὁ ἄνεμος. Καὶ ὁ Πνευματικὸς λέγει: τὸ αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴν κατάκρισιν. Εἶναι ἀδύνατον νὰ περιμαζεύσῃς, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐσκόρπισες. Ἂς προσέχωμεν λοιπὸν τὴν κατάκρισιν.


Τὸ πάθος τῆς ὑποκρισίας (Λουκ. ιγ΄10-17)

«Ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ;»

Πολλὲς φορὲς οἱ θρησκευτικοὶ ἄρχοντες τοῦ Ἰσραὴλ κατηγόρησαν τὸν Ἰησοῦ πὼς μὲ τὰ θαύματα ποὺ πραγματοποιοῦσε, παρέβαινε τὴν ἐντολὴ τοῦ Σαββάτου. «Καὶ διὰ τοῦτο ἐδίωκον τὸν Ἰησοῦν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἐζήτουν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, ὅτι ταῦτα ἐποίει ἐν σαββάτῳ» (Ἰωάν. 5,16). Εἶχαν πέσει στὴν πλάνη ὡς πρὸς τὴν ἀκριβῆ τήρηση τῆς ἐντολῆς ἢ «ὑπεκρίνοντο θεοσέβειαν», κατὰ τὴν ἄποψη κάποιου ἐρμηνευτοῦ. Τὸ πιὸ πιθανὸ ἦταν τὸ δεύτερο, ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ ἦταν διακατεχόμενοι ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ φθόνου ἐναντίον του. Στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα βλέπουμε τὸν Κύριο στὴ συναγωγὴ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου νὰ θεραπεύει μία ἄρρωστη γυναίκα κι ὁ ἀρχισυνάγωγος νὰ τὸν κατηγορεῖ πὼς παρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ Σαββάτου. Τότε ὁ καρδιογνώστης Κύριος τοῦ ἀποκάλυψε τὸ πάθος ποὺ εἶχε μέσα του. Τὸν ὀνόμασε ὑποκριτὴ (Λουκ. 13,15). Ἂς δοῦμε τὸ πάθος τῆς ὑποκρισίας.



Ὁ ὑποκριτὴς ἀρχισυνάγωγος

Ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμέας κάνει μία σπουδαία παρατήρηση πάνω στὸ σημερινὸ θαῦμα τοῦ Κυρίου. Ὡς γνωστόν, κατὰ τὸ Σάββατο ἀργοῦσαν τὰ πάντα καὶ κανεὶς δὲν ἔκανε καμιὰ δουλειά. Ὁ Κύριος μὲ τὸ νὰ θεραπεύει τὶς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων «παρεῖχε τοῖς νόσοις σαββατισμόν», δηλ. ἔκανε τὶς ἀσθένειες νὰ ἀργοῦν. Πιὸ ἁπλὰ κατέπαυε τὴν ἐνέργεια τῶν νόσων καὶ ἐλευθέρωνε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν σωματικῶν παθῶν. Ὁ ἀρχισυνάγωγος ὅμως μέσα του καιγόταν ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ φθόνου ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐνῶ ὑποκρινόταν εὐσέβεια, ἔψαχνε νὰ βρεῖ ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἐπιτεθεῖ στὸν Κύριο. Μὲ τὴ θεραπεία τῆς γυναίκας «διαρρήσει τὴν ἐνδομυχοῦσαν κακίαν», δηλ. σπάει τὴν καλὰ φυλαγμένη μέσα του κακία κι ἀρχίζει νὰ τὴν σκορπάει πρὸς τὰ ἔξω. Τὸ προσωπεῖο πέφτει καὶ παρουσιάζεται τὸ πρόσωπό του. Ἦταν ὑποκριτής.

Μία ἄλλη παρατήρηση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Ὁ ἀρχισυνάγωγος, κατὰ τὸν Ἅγιο, ἦταν ὑποκριτὴς «καὶ εἴρων καὶ ὕπουλος» καὶ «βάσκανος» (ζηλιάρης). Αὐτός, λοιπόν, ὁ φθονερὸς ἄνθρωπος ἤθελε νὰ βλέπει τὴ γυναίκα νὰ περπατάει σὰν τὰ τετράποδα, παρὰ νὰ πάρει τὸ γνωστὸ ἀνθρώπινο σχῆμα, δηλ. νὰ περπατάει ὅπως ὅλοι οἱ φυσιολογικοὶ καὶ ὑγιεῖς ἄνθρωποι. Προτιμοῦσε αὐτὸ «ἵνα μὴ Χριστὸς μεγαλύνηται, μηδὲ Θεὸς εἶναι ὑπὸ τῶν πραγμάτων κηρύττεται», γιὰ νὰ μὴ δοξάζεται ὁ Χριστὸς καὶ γιὰ νὰ μὴ φανερώνεται ἀπὸ τὰ θαύματα ἡ θεότητά Του. Εἶχε διεφθαρμένη κρίση. Εἶχε τὴν κρίση τοῦ ὑποκριτῆ.



Τὸ πάθος τῆς ὑποκρισίας

Τὸ πάθος τῆς ὑποκρισίας εἶναι πάρα πολὺ φοβερὸ καὶ ἀπεχθές. Ὁ ποιητὴς ἅγιος Γρηγόριος τὸ ἐπισημαίνει: «Εἰσὶ γάρ, εἰσὶν ἀθλιώτεροί τινες», ὑπάρχουν ναί, καὶ κάποιοι πιὸ ἀξιολύπητοι. Αὐτοὶ ἐπαμφοτερίζουν στὴν πίστη. Δὲ σέβονται τὰ τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι Εὔριποι τῶν λόγων. Οἱ ὑποκριτὲς εἶναι στοὺς ἀδυνάτους λιοντάρια καὶ στοὺς δυνατοὺς σκυλιὰ ποὺ γλείφουν. Τιμοῦν ὅ,τι εὐχαριστεῖ τοὺς ἄλλους καὶ ὄχι ὅ,τι τοὺς συμφέρει. Ἡ ὑποκρισία εἶναι μία κατάσταση ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο διπλοπρόσωπο. Μάλιστα μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ὁ ὑποκριτὴς ἐμπαίζει καὶ τὸ θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ φθόνος, ποὺ εἶναι μητέρα τῆς ὑποκρισίας, κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ φθονεῖ τοὺς ἀρίστους, εἶναι σὰν νὰ ἀγαπᾶ τοὺς κακούς.

Ὁ ὑποκριτὴς ποὺ μάλιστα ἔχει καὶ πανοῦργο νοῦ, καταφέρνει πολλὲς φορὲς νὰ διαφεύγει τῆς προσοχῆς τῶν ἄλλων. Νὰ κρύβεται ἐπιμελῶς καὶ νὰ μὴν ἐκδηλώνει τὰ πραγματικά του αἰσθήματα. Μερικὲς φορὲς παρασκηνιακὰ ἐργάζεται καὶ εἶναι κρυψίνους καὶ περίεργος. Προφασίζεται εὐλάβεια, ἐνῶ στὴν ἰδιωτική του ζωὴ καταλύει τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπροφάσιστα κάνει ἐκεῖνο ποὺ θέλει, ἔστω κι ἂν αὐτὸ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας μας. Δημιουργεῖ τὴν ἐντύπωση πὼς εἶναι ἐπιστήθιος φίλος κάποιου καὶ σὲ κάποια εὐκαιρία τὸν προδίδει. Εἶναι διχασμένη προσωπικότητα, θέλει καὶ τὸ Θεό, ἀλλὰ τὸν τραβάει καὶ ὁ κόσμος, θέλγεται ἀπ’τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἀγαπᾶ καὶ τὰ μάταια. Τὶς περισσότερες φορὲς στὸν ὑποκριτὴ νικάει τὸ κακὸ καὶ ὁ κόσμος. Ἂν ἀποκαλυφθεῖ, τότε εἶναι ὁ ἀθλιέστερος τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀνυπόληπτος χριστιανός. Μεγάλο κακὸ ἔχουν κάνει οἱ διάφοροι ὑποκριτὲς κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ στὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα. Ἔγιναν αἰτία νὰ ψυχρανθεῖ ἡ πίστη πολλῶν.



Ἀδελφοί μου,

Ἡ ὑποκρισία ἀνθεῖ στὸν κοσμικό, ἀλλὰ καὶ στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν εὐσέβεια, τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἁγιότητα, ἐνῶ στὴν ἰδιωτική τους ζωὴ εἶναι ἀσεβεῖς, ἄδικοι, σκληροὶ καὶ στερημένοι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὅσο πιὸ εὐθὺς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τόσο πιὸ πολὺ τὸν ἐπισκιάζει ὁ Θεὸς καὶ τὸν χαριτώνει. Ὁ ὑποκριτής, ἔστω κι ἂν εἶναι συναρπαστικὸς στοὺς τρόπους του, ἀπωθεῖ. Ἀντίθετα, ὁ εἰλικρινὴς ἔστω κι ἂν δὲν ἔχει μεγάλα προσόντα, ἑλκύει τὸν ἄλλο. Τέτοιοι ἦσαν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτοὺς ἂς μιμηθοῦμε στὴ ζωή μας.



 

Όταν ο Γέροντας Αμβρόσιος Λάζαρης αντίκρυσε τον Άγιο Νεκτάριο



Ο Γέροντα Αμβρόσιος είχε την ευλογία να δει και να συνομιλήσει πολλές φορές,- ο Θεός ξέρει πόσες- με τον Άγιο Νεκτάριο. Δυο φορές από όσο ξέρω εγώ τον γλύτωσε από το χειρουργείο. Πάντα τον έκανε καλά την παραμονή της εγχειρίσεως, κι αφού τον είχε αφήσει να αγωνιστεί, σε αφόρητους πόνους, με υπομονή, και χωρίς να διαμαρτύρεται καθόλου.

Μόνο προσευχόταν και δόξαζε τον θεό,συνέχεια. Την πρώτη φορά, έγινε στην Ελβετία όταν τον πήγε ο εκεί Επίσκοπος για καλύτερη θεραπεία. Η εξέταση έδειξε πέτρα σε μέγεθος καρυδιού, που μόνο με εγχείρηση τότε μπορούσε να βγει. Διηγιέται ο γέροντας:΅Την παραμονή, του χειρουργείου, το βράδυ, και ενώ ήμουν μόνος στο δωμάτιο του νοσοκομείου εμφανίστηκε ένας μοναχός.Ο Άγιος Νεκτάριος. Μου είπε: Μπορείς να βγεις έξω να μιλήσουμε; Βγήκαμε, λοιπόν, στο διάδρομο και καθίσαμε. Κάπου 15 λεπτά μιλούσαμε, για διάφορα, και του είπα και για το χειρουργείο και για την πέτρα στο νεφρό. Αφού με ενθάρρυνε με ευλόγησε και έφυγε΅.

Φεύγοντας ο Άγιος Νεκτάριος του ήρθε διάθεση ούρησης και ούρησε σε ένα μικρό λεκανάκι, με τρομερούς πόνους. Τότε βγήκε μαζί με τα ούρα και πέτρα σε μέγεθος καρυδιού.(Την έχω δει). Με μία χαρτοπετσέτα την πήρε και την έβαλε στο συρτάρι του κομοδίνου. Την επομένη θα γινόταν ή εγχείριση. Έρχεται ο Ελβετός γιατρός και του λέει: Ετοιμάσου για το χειρουργείο. Εκείνος του απάντησε ότι δεν χρειάζεται χειρουργείο. Και όπως χαρακτηριστικά είπε: Άνοιξα το συρτάρι και του έδειξα την πέτρα΅. Όταν την είδε, είπε ο γιατρός.

Εσείς οι Ορθόδοξοι έχετε ζωντανή πίστη, εμείς την νοθεύσαμε. Το χειρουργείο δεν έγινε, και ή πέτρα παραμένει στο μοναστήρι του Δαδιού μέχρι και σήμερα…

Την δεύτερη φορά που ο Άγιος Νεκτάριος έκανε το θαύμα του, ήταν στον Ευαγγελισμό, από ειλεό (Στρίψη εντέρου). Θυμάμαι πως το κρεβάτι του ήταν σε μεγάλο θάλαμο απέναντι από την τουαλέτα, και δίπλα στην πόρτα, που έκαναν ακόμα πιο δύσκολη την κατάσταση μια και ησυχία δεν υπήρχε στιγμή.Αρνήθηκε επίμονα όμως να μεταφερθεί σε άλλο δωμάτιο ,που πνευματικά του παιδιά με πολύ αγάπη ήθελαν να πληρώσουν και να του το προσφέρουν.Επισκεπτόμουν καθημερινά τον Γέροντα, πηγαίνοντας την Γερόντισσα Παρθενία στο νοσοκομείο για να του κάνει παρέα. Η υπομονή του ήταν κάτι το εξωπραγματικό. Νηφάλιος και ήρεμος με κόμπους ιδρώτα στο πρόσωπό του, όταν τον έπιαναν οι πόνοι, δεν διαμαρτυρήθηκε ούτε λεπτό, μόνο δόξαζε το θεό.Απαντούσε σε ότι τον ρωτούσαν οι επισκέπτες σαν να μην είχε κανένα δικό του πόνο.

Την ημέρα της εγχειρήσεως πήγαμε πρωί, και τον είδαμε περιχαρή να μας διηγιέται πώς πήγε ο Άγιος Νεκτάριος το βράδυ, και έβλεπε το έντερο του που το έβγαλε έξω, και με τα χέρια του, το ξεδίπλωσε, και το έβαλε μέσα, στο σώμα του. Βέβαια καμιά εγχείρηση δεν έγινε, τον πήραμε στο σπίτι, δοξάζοντας τον Θεό, γεμάτοι χαρά και ευγνωμοσύνη…

ΠΗΓΗ

Κυριακή Ι΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιγ΄ 10-17) +Μητροπολίτης Σερβιών και Κοζάνης Διονύσιος



5 Δεκεμβρίου 1965

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ὁ Θεὸς δὲν ἀγαπᾶ τίποτα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲ μισεῖ τίποτα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ὑποκρισία. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἦταν ἐδῶ στὴ γῆ, στάθηκε ἀπέναντι σ' ὅλους τοὺς ἀνθρώπους γεμάτος ἀγάπη καὶ μόνο ἦταν σκληρὸς ἀπέναντι στοὺς ὑποκριτάς. Τοὺς ἁμαρτωλούς, ποὺ ἐρχότανε ζητώντας τὸ ἔλεός του, τοὺς δεχότανε μὲ καλωσύνη· τοὺς ὑποκριτάς, ποὺ ἦσαν μέσ' ἁμαρτωλοὶ κι ἔκαναν ἔξω τοὺς ἁγίους, τοὺς ἐμαστίγωνε ἀλύπητα. Ἂς ἀκούσουμε τί μᾶς λέγει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἐδίδασκε ὁ Ἰησοῦς σὲ μία ἀπὸ τὶς συναγωγὲς κι ἦταν ἡμέρα Σάββατο. Κι ἦταν ἐκεῖ μία γυναίκα, ποὺ εἶχε πονηρὸ πνεῦμα κι ἦταν ἄρρωστη δεκαοκτὼ χρόνια κι ἦταν σκυφτὴ καὶ δὲ μποροῦσε νὰ σηκώση τὸ κορμὶ της καθόλου. Κι ὅταν τὴν εἶδε, ὁ Ἰησοῦς τῆς μίλησε καὶ τῆς εἶπε· Γυναίκα, εἶσαι λυμένη ἀπὸ τὴν ἀρρώστια σου· κι ἀκούμπησε ἀπάνω της τὰ χέρια του κι ἀμέσως ἐκείνη ἀνασηκώθηκε καὶ δόξαζε τὸ Θεό. Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ ἀρχισυνάγωγος μὲ ἀγανάκτηση, γιατί τὸ Σάββατο ἔκαμε τὴ θεραπεία ὁ Ἰησοῦς, κι ἔλεγε στὸ λαό. Ἕξη ἥμερες εἶναι, ὅπου σ' αὐτὲς πρέπει νὰ ἐργαζώμαστε, σ' αὐτὲς λοιπὸν νὰ 'ρχεσθε καὶ νὰ θεραπευώσαστε κι ὄχι στὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Τοῦ ἀποκρίθηκε λοιπὸν ὁ Κύριος καὶ εἶπε· Ὑποκριτή, ὁ καθένας σας τὸ Σάββατο δὲ λύνει τὸ βόδι του καὶ τὸν ὄνο ἀπὸ τὸ παχνὶ καὶ τὰ πάει καὶ τὰ ποτίζει; Κι αὐτὴ ἐδῶ ποὺ εἶναι κόρη τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τὴν ἔδεσε ὁ Σατανᾶς δεκαοχτὼ χρόνια, δὲν ἔπρεπε νὰ λυθῆ ἀπὸ τοῦτο τὸ δέσιμο τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου; Κι ἐνῶ ἔλεγε τοῦτα ὁ Ἰησοῦς καταντροπιαζότανε ὅλοι οἱ ἐχθροὶ του· κι ὅλος ὁ λαὸς εἶχε χαρὰ γιὰ τὰ θαύματα ποὺ γινότανε ἀπ' αὐτόν.

Αὐτὴ ἡ ἄρρωστη γυναίκα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ βρέθηκε κεῖνο τὸ Σάββατο στὴ συναγωγή, μᾶς εἶν' ἕνα καλὸ παράδειγμα. Μᾶς διδάσκει πὼς κι ἐμεῖς τὴν Κυριακὴ πρέπει νὰ ἐρχώμαστε στὴν Ἐκκλησία γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ γιὰ τὸ θεῖο κήρυγμα. Γι' αὐτὰ τὰ δύο πῆγε στὴ συναγωγὴ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἡ συγκύπτουσα γιὰ νὰ 'βρη παρηγοριὰ στὴν ταλαιπωρία της. Καὶ βρῆκε πολὺ περισσότερο ἀπ' ὅ,τι περίμενε· λυτρώθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια ποὺ τὴν βασάνιζε δεκαοκτὼ χρόνια.

Θὰ πρέπει νὰ αἰσθανότανε κατάνυξη, καθὼς ἄκουε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ διδάσκη· θὰ πρέπει νὰ καθότανε ταπεινὴ σὲ κάποια γωνιά, βασανισμένη μέσα στὴν πολύχρονη ἀρρώστια της, ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ κι ἕτοιμη νὰ δεχθῆ τὴ θεία χάρη. Μετὰ τὸ κήρυγμα, πλησίασε τὸ Χριστὸ κι ἐκεῖνος ποὺ τὴν εἶδε, ὄχι μόνο μὲ σκυφτὸ καὶ καμπουριασμένο τὸ κορμί της, μὰ καὶ μὲ τὴν ψυχὴ της γονατιστὴ καὶ σκυμμένη, τῆς μίλησε καὶ τῆς εἶπε· «Εἶσαι λυμένη ἀπὸ τὴν ἀρρώστια σου». Καὶ γιὰ νὰ τῆς μεταδοθῆ ἡ θεία δύναμη, ἀκούμπησε τὰ χέρια του ἐπάνω της. Κι ἐπειδὴ ὁ θεῖος λόγος τὴν ἴδια ὥρα εἶναι καὶ ἔργο, ἡ γυναίκα ἔγινε ἀμέσως καλά.

Νά, χριστιανοί μου, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πῶς φανερώνεται καὶ πῶς ξεχύνεται στὸν ἄνθρωπο. Κανένα ἐμπόδιο δὲ μπορεῖ νὰ μπῆ ἀνάμεσα στὸ Θεὸ ποὺ ζητάει τὸν ἄνθρωπο καὶ στὸν ἄνθρωπο ποὺ ζητάει τὸ Θεό. Οὔτε καὶ τὸ Σάββατο. Γιατί παραπάνω ἀπ' ὅλα εἶναι ὁ ἄνθρωπος, παραπάνω κι ἀπὸ τὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ νόμος κι οἱ ἐντολὲς καὶ τὸ Σάββατο δόθηκαν ὅλα γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν ἔγινε ὁ ἄνθρωπος γιὰ ὅλα ἐτοῦτα. Μέσα στὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο· καὶ μέσα σ' ὅλους τοὺς νόμους τῶν ἀνθρώπων πρέπει νὰ ὑπάρχη ὁ ἄνθρωπος, ἀλλιῶς εἶναι ἄδικοι οἱ νόμοι καὶ ἀπάνθρωποι. Οἱ νόμοι εἶναι γιὰ τοὺς κακούς· γιὰ νὰ μὴν ἀφίνουν τοὺς κακοὺς νὰ κάνουν τὸ κακό. Γιὰ τοὺς καλοὺς δὲν ὑπάρχουν νόμοι. Ἕνας νόμος ὑπάρχει γιὰ τοὺς καλούς, ὁ νόμος τῆς ἀγάπης. Αὐτὸς ὁ νόμος λέγει, ὄχι νὰ μὴν κάνης τὸ κακό, μὰ παντοῦ καὶ πάντα νὰ κάνης τὸ καλό. Ἐμπόδιο δὲ μπορεῖ νὰ σταθῆ στὸ νόμο τοῦ καλοῦ.

Κι ὅμως πολλὰ ἐμπόδια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, βγαίνουνε μπροστά, γιὰ νὰ σταματήσουν τὸ καλό. Πρῶτο ἀπὸ τὰ ἐμπόδια ἐτοῦτα εἶναι ἡ ὑποκρισία. Ὑποκρισία εἶναι νὰ φαίνεσαι ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶσαι, νὰ λὲς πὼς ἐνδιαφέρεσαι γιὰ τὸν νόμο καὶ γιὰ τὴν ἐντολή, μὲ σκοπὸ νὰ ματαίωσης τὸ καλό. Νὰ παρασταίνης τὸ φρουρὸ τοῦ θείου νόμου, νὰ κόβεσαι καὶ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νόμο, νὰ κάνης ἐπανάσταση, νὰ βάζης φωτιά, νὰ ξεθεμελιώνης τὰ πάντα, γιατί σὲ πῆρε ὁ πόνος γιὰ τὸ νόμο. Πὼς χάνονται ἄνθρωποι, πὼς ἀδικιέται ἡ ἀλήθεια, πὼς σταυρώνονται ἀθῶοι, πὼς γκρεμίζονται ἱεροὶ θεσμοί, πὼς χαίρουν οἱ ἐχθροί, πὼς χορεύει ὁ διάβολος, τίποτ' ἀπ' ὅλα ἐτοῦτα δὲ σὲ τρομάζει.

Ὁ ἀρχισυνάγωγος, χριστιανοί μου, ἐκείνη τὴν ἡμέρα στὴν συναγωγή, γιὰ χάρη τάχα τοῦ Σαββάτου, ἦταν ἕτοιμος, ἂν μποροῦσε, νὰ σφάξη καὶ τὸ Χριστὸ καὶ τὴ συγκύπτουσα. Δὲν τὸν συγκίνησε τὸ καλὸ ποὺ γίνηκε ἐμπρὸς στὰ μάτια του. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἔτρωγε μέσα του ἦταν ὁ φθόνος, μὰ σκέπαζε τὸ πάθος του μὲ τέχνη κι ἔδειχνε πὼς γνοιάζεται γιὰ τὸ Σάββατο καὶ γιὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ὁποῖος δὲν τὸν ἤξερε θὰ τὸν πίστευε, μὰ ὁ Χριστὸς τὸν ξεσκέπασε καὶ τὸν ἀποστόμωσε. Τὸν εἶπε ὑποκριτή, ψεύτη δηλαδὴ καὶ θεατρίνο, ποὺ ἄλλα αἰσθανότανε κι ἄλλα ἔλεγε, ἄλλα εἶχε μέσα του κι ἄλλα ἔδειχνε στοὺς ἀνθρώπους.

Τέτοιους ὑποκριτάς, χριστιανοί, εἶναι πάντα γεμάτος ὁ κόσμος καὶ πρέπει νὰ τοὺς φυλαγώμαστε. Ἀπ' ἔξω φαίνονται ἅγιοι καὶ μέσα τους εἶναι γεμάτοι μ' ὅλες τὶς κακίες. Μὰ εἶναι τεχνίτες καὶ δὲν τὸ δείχνουνε· σκεπάζονται μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς εὐσέβειας καὶ δὲν τὸ 'χουνε γιὰ τίποτα νὰ κάμουνε κάθε κακό. Νὰ τοὺς πῆς λόγο, δὲν ἀκοῦνε· νὰ τοὺς κάμης καλό, δὲ συγκινοῦνται. Πάνω ἀπ' ὅλα, λένε, εἶναι ὁ νόμος, οἱ ἐντολές, οἱ ἱεροὶ Κανόνες, ἡ τάξη κι ἡ ἀλήθεια. Ποιὸς τὸ ἀρνήθηκε; Μὰ ὁ νόμος κι οἱ ἐντολὲς κι οἱ Κανόνες εἶναι ὅλα γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν σκοτώνης τὸν ἄνθρωπο, τί σοῦ χρειάζεται ὁ νόμος; Ὅταν γκρεμίζης τὴν Ἐκκλησία, τί τοὺς θέλεις τοὺς κανόνες; Ὅσο γιὰ τὴν τάξη καὶ τὴν ἀλήθεια, ὅποιοι τὰ πολυφωνάζουνε αὐτὰ τὰ δυό, αὐτοὶ μήτε τὰ ξέρουν μήτε τὰ 'μαθαν μήτε τὰ σεβάστηκαν ποτέ τους.



Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀγάπησε ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅλους τοὺς κουρασμένους, ὅλους τοὺς ἀρρώστους, ὅλους τοὺς ταπεινούς, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Μόνο τοὺς ὑποκριτὰς δὲν ἀγάπησε, γιατί δὲν τὸ 'θελαν ἐκεῖνοι. Ἡ ἀγάπη δὲν πάει ποτὲ μαζὶ μὲ τὴν ὑποκρισία· ὅπου εἶναι ἡ ἀγάπη, δὲ μπαίνει ὑποκρισία κι ὅπου εἶναι ὑποκρισία δὲ βρίσκεις ἀγάπη. Ἐμεῖς ἂς ἔχουμε ἀγάπη μεταξὺ μας κι αὐτὸ φθάνει γιὰ νὰ δείξη πὼς ἀγαποῦμε καὶ τὸ Θεό. Ἂν σκοτωνώμαστε τάχα γιὰ τὸ Θεὸ καὶ μισοῦμε τοὺς ἀνθρώπους, εἴμαστε ὑποκριταί· στ' ἀλήθεια μήτε τὸ Θεὸ ἀγαποῦμε, κι ἂς φωνάζουμε γιὰ τὸ νόμο του καὶ γιὰ τὶς ἐντολές του. Ὁ νόμος κι οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ κι οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἂς ἔχουμε, χριστιανοί μου, ἀγάπη, γιὰ νὰ 'χουμε ζωὴ καὶ σωτηρία. Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...