Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 07, 2015

π.Νικόλαος Λουδοβίκος: Κυριακή του Ασώτου


Νομίζω πώς ἀπό τό σημερινό Εὐαγγέλιο μποροῦμε νά καταλάβουμε, μελετώντας προσεκτικά, πώς ἡ μόνη χαρά τοῦ ἀνθρώπου, ἡ μεγάλη χαρά, ἀπό τήν ὁποία πηγάζουν ὅλες οἱ χαρές, ἡ χαρά ἡ μόνη τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας καταλάμπεται ἀπό αὐτήν τή χαρά.
Αὐτή ἡ χαρά δέν εἶναι μία χαρά κοινή, τοῦ Πάσχα, ἔχει καί τήν Μ. Παρασκευή προηγουμένως. Δέν εἶναι μιά κοινή εὐφορία, εἶναι ἡ χαρά τῆς μετανοίας.
Πρέπει νά προσέξουμε νά μήν κατανοοῦμε τή μετάνοια ψυχολογικά καί ἀτομιστικά μόνο. Ἡ μετάνοια δέν εἶναι μιά μεταβολή στήν αὐτογνωσία καί μόνο, πού μᾶς δίδαξαν οἱ δυτικοί Θεολόγοι μέ πρῶτο τόν Αὐγουστῖνο. Δέν εἶναι μόνο μιά μεταβολή στή γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Εἶναι κάτι πού ἀφορᾶ τήν ἴδια τήν ὕπαρξή μου, τήν ὀντολογία. Θά λέγαμε εἶναι κάτι πού ἀφορᾶ τό γεγονός, τό εἶναι, τήν ὕπαρξη, εἶναι κοινωνία.
Καί ἐγώ ἔχω ἐκπέσει τῆς κοινωνίας καί δέν ἔχω τό εἶναι μου. Δέν ἔχω τή ζωή, παρόλο πού φαίνεται πώς τήν ἔχω. Εἶναι τό αἴσθημα διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος πραγματικά φαίνεται νά σταυροῦται τῷ κόσμῳ, φαίνεται νά ἀρνεῖται τήν κοινή εὐφορία τοῦ κόσμου, πλήν ὅμως αἰσθανόμενος ὅτι τό εἶναι, ἡ ζωή, ἐνεργεῖται πολύ βαθύτερα, πολύ πληρέστερα, ἀπ᾿ ὅτι ὁ κόσμος συνήθως μπορεῖ νά καταλάβει καί νά νιώσει.
Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος πραγματικά μέ τή μετάνοια ἀνήκει σέ ὅλους καί καταλαβαίνει τήν ἀληθινή ζωή μέ τό νά ἀνήκει σέ ὅλους καί νά μπορέσει νά προσφερθεῖ σέ ὅλους.
Τό νά μάθεις τήν τέχνη τοῦ νά προσφέρεσαι σέ ὅλους, τό νά μάθεις τήν ἁπλότητα τοῦ Θεοῦ, καί νά τό ποῦμε μέ ἄλλα λόγια, νά μάθεις πώς ὁ Θεός φανερά μετέδωσε τήν ἁπλότητα πρός ὅλους καί ἐνῶ ἐμεῖς ἔχουμε γίνει τόσο περίπλοκοι, ὁ καθένας, καθώς εἴμαστε κλεισμένοι -ἀκριβῶς γι᾿ αὐτό- στή φιλαυτία μας.
Ἡ μετάνοια εἶναι μιά μεγάλη καί ἰσόβια σπουδή, εἶναι μιά μεγάλη καί ἰσόβια χαρά. Τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ εἶναι μυστήριο τῆς ἀναστάσεως. Ὁ Σταυρός εἶναι ἡ μετάνοια. Εἶναι αὐτό πού βιώνουν καί λένε οἱ Πατέρες μας, ὅτι δηλαδή ὅλος ὁ κόσμος εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ καί μόνον διά τοῦ Θεοῦ ἀληθεύει.
Στή μετάνοια ξαναβρίσκουμε τά ἴχνη τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο. Μαθαίνομε τόν τρόπο αὐτῆς τῆς ἁπλότητος τοῦ εἶναι. Μαθαίνομε πώς τό εἶναι, ἐνεργεῖται, ὑπάρχει ὡς κοινωνία. Μαθαίνομε ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἕνα. Καί μαθαίνομε ὅτι ἡ ζωή αὐτή τῆς ἑνότητος εἶναι ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἴδιου καί μαθαίνομεν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῶν μυστηρίων.
Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία, βλέπετε, ἔβαλε αὐτά τά ἀναγνώσματα πρό τῆς Τεσσαρακοστῆς, γιατί εἶναι ἡ Σαρακοστή ἀκριβῶς μιά ἀφιέρωση, ἕνα ἀφιέρωμα τοῦ καθενός μας στόν Θεό.
Μέ τόν γλυκύ αὐτό καί ἁπαλό τρόπο εἶναι ἡ μετάνοια προσωπική.
Δέν εἶναι νομική ἡ μετάνοια, δέν εἶναι νομικισμός.
Εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο καταλαβαίνουμε πραγματικά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀνοιγόμαστε καί ἐμεῖς στήν ἀγάπη αὐτήν.
Ἡ μετάνοια εἶναι ἕνα ἐρωτικό γεγονός.
Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς βλέπομε στό Εὐαγγέλιο σήμερα ὅτι ὁ μετανοῶν ἁμαρτωλός αὐτός ὁ ὁποῖος ἐσκόρπισε τίποτε ὀλιγώτερον ἀπό τήν οὐσίαν του -ἡ λέξη αὐτή «οὐσία» ἔχει πολλές σημασίες- ἐσκόρπισε τόν ἑαυτό του χωρίς οὐσία, θά μπορούσαμε νά ποῦμε. Ὅμως μέ τήν μετάνοια αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόν «μόσχον τόν σιτευτόν», ἔχει ἕνα κομμάτι χαρᾶς, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, πού δέν μπορεῖ κανείς νά τοῦ τό πάρει.
Καί ὁ ἄλλος ἀδελφός, ὁ πρεσβύτερος, ἔχοντας τή σκληρότητα τήν νομική, δέν ἔχει «μόσχον σιτευτόν»! Οὐδέποτε, λέγει, ἔλαβα ἔρριφον! Τίποτε δέν ἔχω λάβει. Δέν ἔχω χαράν!!!
Πιστέψτε με ἡ μεγαλύτερη κατηγορία πού ἀπευθύνθηκε ποτέ στούς Χριστιανούς εἶναι αὐτή πού ἀπηύθυνε ὁ Νίτσε: ὅτι οἱ Χριστανοί δέν ἔχουν χαρά! Καί δέν ἐννοῶ αὐτή τήν τοῦ κόσμου, τά τραγούδια κτλ., ἐννοῶ αὐτήν τήν χαρά τήν ὁποία εἶχε ὁ ἄσωτος μέ τόν «μόσχον τόν σιτευτόν»! Ἐννοῶ τήν χαρά, ὅτι ἔλαβε μέρος στή Θεία Ζωή! Τήν ἔκπληξη, τήν ἀναπάντεχη αὐτήν, τήν ἐρωτική ἔκπληξη τοῦ προσώπου πού βρέθηκε μπροστά στό πέλαγος τῆς Θείας ἀγάπης, μέ τή μετάνοια.
Ἐνῶ ὁ ἄλλος, ὁ πλήρης ἐντολῶν καί τηρήσεων, ἦταν ἀδύνατον νά καταλάβει τόν θεῖο ἔρωτα. Λέγει κάπου ὁ π. Παϊσιος: Εἶναι πολύ παράξενο τό γεγονός αὐτό· τό πῶς κοσμικοί ἄνθρωποι ὅταν τούς πεῖς γιά τόν θεῖο ἔρωτα τόν καταλαβαίνουν, καί ἄνθρωποι χριστιανοί δέν καταλαβαίνουν τόν θεῖο ἔρωτα. Δέν ἔχει σπάσει μέσα τους κάτι, τό ἐγώ, δέν ἔχει βρεῖ τήν διέξοδό του πρός τήν ἀγάπη. Μπορεῖ νά εἶναι γεμάτοι ἀπό ἀρετές, ἀλλά καί τίς ἀρετές αὐτές τίς χρησιμοποιοῦν γιά νά θωρακίσουν τό ἐγώ τους. Δέν τίς χρησιμοποιοῦν ὡς ὁδούς, δέν τίς χρησιμοποιοῦν ὡς διοδεύσεις πρός τό μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Λέγει κάπου ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὅτι «ἡ ἀρετή ἔστω διά τήν ἀλήθειαν». Οἱ ἀρετές εἶναι μέσα, δέν εἶναι αὐτοσκοποί, ὅπως εἶναι αὐτοσκοποί στή φιλοσοφική ἀρετή. Δέν εἶναι αὐτοσκοπός νά εἶμαι ἐλεήμων, ἀγαθός, φιλάνθρωπος. Εἶναι ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ, πού γιά μένα εἶναι «ἄκτιστες ἐνέργειες», «ἄκτιστοι λόγοι» πού μέ ἱκανώνουν νά ζήσω ἐν τῷ Θεῷ.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ σκοπός, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ σκοπός. Δέν εἶναι τό νά εἶμαι ἐνάρετος ἁπλῶς· μπορεῖ νά σημαίνει μεγάλη φτώχεια ἡ ἀρετή, ὅταν συνοδεύεται μέ τό θανάσιμο αὐτό κλείσιμο. Τό κλείσιμο αὐτό σπάει ἀκριβῶς ἡ μετάνοια καί ὁδηγεῖ τό εἶναι ἐν κοινωνίᾳ μετά τοῦ Θεοῦ καί μέ ὅλη τήν κτίση. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς πάντοτε οἱ Πατέρες μιλοῦν γιά τίς ἀρετές, συνδέοντάς τες πάντοτε, μέ τήν μετάνοια καί τήν ταπείνωση!
Ἡ θεοπτία εἶναι ἡ μετάνοια!
Ἡ κατάσταση τῆς αἰώνιας ζωῆς εἶναι μιά κατάσταση ἡ ὁποία ὁδοποιεῖται διά τῆς μετανοίας, ἀλλά ὄχι μέ τήν νομική αἴσθηση ἡ ἔννοια τῆς μετανοίας, ἀλλά μέ αὐτήν τήν ἐρωτική καί χαρμόσυνη αἴσθηση, ὅτι ὁ Θεός μέ ἀγαπάει καί ἐγώ εἶμαι ἀνάξιος τῆς ἀγάπης Του.
Καί ἔρχεται λοιπόν «ὁ μόσχος ὁ σιτευτός καί ὁ δακτύλιος καί τά καινούρια ροῦχα», καί ὅλα αὐτά τά ἐσχατολογικά, τά ἐνδύματα τά ὁποῖα ἐπιφυλάσσει ὁ Θεός σέ ἐκείνους πού μετανοοῦν. Καί παραδόξως οἱ ἄλλοι, αὐτοί πού ἔχουν τίς ἀρετές καί τίποτε ἄλλο, δέν ἔχουν αὐτή τή δυνατότητα.
Ἡ λογική αὐτή εἶναι παράξενη, θά ἔλεγα ὅτι εἶναι ἐρωτική λογική. Δέν ἐξηγεῖται ἀλλιῶς. Δέν νομίζω ὅτι μποροῦμε νά τό καταλάβουμε ἀλλιῶς.
Ἕνας ἄνθρωπος ἀκοινώνητος, γεμάτος ἀρετές, δέν ἔχει Θεό. Καί ἕνας ἄνθρωπος παναμαρτωλός γεμάτος μετάνοια εἶναι ὁ «ἄσωτος υἱός».
Αὐτό εἶναι χαρμόσυνο γιά ὅλους μας, γιατί ἀρετές μπορεῖ νά μήν ἔχουμε, ἔχουμε ὅμως ἁμαρτίες, ἔχουμε ἐλλείψεις, ἀλλά μποροῦμε νά ἔχουμε αὐτή τήν πνευματική τήν σταυροαναστάσιμη χαρά τῆς μετάνοιας. Αὐτό μᾶς δίνει κουράγιο στήν πνευματική ζωή. Αὐτό εἶναι μεγάλο πράγμα. Ἐκφράζει ἰσοβίως τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἔκπτωσή μας ἀπό τήν ἀγάπη αὐτή.
Αὐτό εἶναι πού σᾶς εὔχομαι νά κερδίσουμε: Νά δεχθοῦμε πραγματικά νά ἀγωνισθοῦμε νά σβήσουμε τή φιλαυτία καί νά κοιτάξουμε ὅλο τόν ἑαυτό μας, νά τόν «προσάξωμεν ὡς θυσία δοξολογική», ἔτσι ὅπως ὁ ἄσωτος ὁ ὁποῖος ἐπιστρέφει δοξολογώντας. Ἐνῶ ὁ ἄλλος, ὁ νομικός «ἄμεμπτος» ἀδελφός, «ὁ μεγάλος», ὁ «ἐνάρετος» ἁπλῶς καί μόνον, δέν μπορεῖ νά φθάσει στή θεοπτία, δέν ἔχει πνεῦμα Θεοῦ.
«Διά τήν ἀλήθειαν, λοιπόν, ἔστω ἡ ἀρετή»!
Οἱ ἀρετές εἶναι τόποι θεανθρώπινης ζωῆς, εἶναι τό Θεανθρώπινον τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ὅταν τό ἀποκτήσουμε, τό πλησιάσουμε, μᾶς ὁδηγεῖ, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, στήν ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Εἶναι χῶροι οἱ ἀρετές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ἔλεγεν ὁ ἅγιος Σεραφείμ. Καί διά τῶν ἀρετῶν ἐλπίζομεν πραγματικά, τά αἰώνια αὐτά χαρίσματα, τά ὁποῖα δέν εἶναι μακριά μας. Οὔτε ἡ θεοπτία εἶναι κάτι πού εἶναι πολύ μακριά ἀπό μᾶς.
Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού θά πεῖ κανείς «μετανοῶ», ἐσωτερικά, ἔχει πρώτου βαθμοῦ θεοπτία. Ἔχει μιά πρώτη θέα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ!
Εὔχομαι καλή Σαρακοστή ἀπό καρδίας σέ ὅλους καί ὅλες.
Ας ακούσουμε και μια άλλη ομιλία του π.Νικολάου Λουδοβίκου αγαπητοί αναγνώστες, για την παραβολή του Άσωτου υιού. Πάντα ωφέλιμος ο λόγος του, όσες φορές κι αν τον ακούσουμε και να τον διαβάσουμε.
π.Νικόλαος Λουδοβίκος: Η Παραβολή του Ασώτου Υιού (8 Φεβ 2010)

Κυριακή του σεσωσμένου Ασώτου -Μιχαήλ Τσακιράκης


Θα γίνει κάποτε λιμός όχι πείνα για φαγητό αλλά λιμός του ακούσαι λόγον Κυρίου. Είναι ο λιμός στέρηση αλλά και συγχρόνως όρεξη για αναγκαία τροφή. Υπάρχει όμως στην ανθρώπινη ζωή κάτι ακόμα χειρότερο και αθλιότερο κι από την πείνα σημειώνει σα σήμερα ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: όταν δηλαδή κάποιος ενώ στερείται τ’ αναγκαία για τη σωτηρία του δεν έχει συναίσθηση της συφοράς του επειδή δεν έχει όρεξη να σωθεί.

Όποιος λοιπόν πεινά και δεν έχει να φάει τριγυρίζοντας ψάχνει ένα κομμάτι ψωμί οπουδήποτε κι αν συμβεί και το βρει έστω και σε κακή κατάσταση ένα κομματάκι χαίρεται τόσο πολύ όσο πείναγε προηγουμένως που δεν είχε. Στα πνευματικά ισχύει κάτι ανάλογο: όποιος έχει πνευματική πείνα, δηλαδή στέρηση και ταυτόχρονα και όρεξη για πνευματική τροφή, τριγυρίζει αναζητώντας όποιον έχει από το Θεό το χάρισμα της διδασκαλίας και όταν βρει τρέφεται ευφρόσυνα με τον άρτο της ζωής της ψυχής, δηλαδή με το σωτήριο λόγο που όποιος τον αναζητεί έως τέλους αποκλείεται να μην τον βρει κατά το ο ζητών ευρήσει και τω κρούοντι ανοιγήσεται. Υπάρχουν όμως δυστυχώς και κάποιοι που ύστερα από πολυήμερη ατροφία κατά νου έχασαν και την όρεξη της τροφής. Και ύστερα από αυτό δεν αντιλαμβάνονται τη ζημιά που έπαθαν κι αν έχουν δάσκαλο δυσανασχετούν ακόμα και να τον ακούσουν ενώ αν δεν έχουν δε ζητούν και καταντούν να διάγουν ζωή αμαρτολότερη κι από τον Άσωτο που αναφέρεται στο σημερινό ευαγγέλιο. Γιατί εκείνος αν και απομακρυσμένος από το Θεό στερήθηκε τον κοινό Τροφέα και Πατέρα και Κύριο ήρθε και περιέπεσε σε φοβερό λιμό και συναισθανόμενος τη στέρησή του μετάνιωσε και επανήλθε κι επιζήτησε και πέτυχε τη θεία και αθάνατη τροφή σε βαθμό μάλιστα που τόσο πολύ απόλαυσε με τη μετάνοιά του αυτή τα χαρίσματα του Πνεύματος ώστε να προκαλέσει και το φθόνο για τον πνευματικό του αυτό πλούτο.Κάποιος άνθρωπος είχε δυο γιους γιατί ο Κύριος καλεί εδώ παραβολικώς βέβαια τον Εαυτό Του άνθρωπο όπως έγινε άνθρωπος πραγματικά για τη σωτηρία μας, επομένως δεν είναι παράδοξο που προβάλλει τον Εαυτό Του ως άνθρωπο για να ωφεληθούμε και πάλι Αυτός που είναι ο κηδεμόνας της ψυχής και του σώματός μας, ως Κύριος και Δημιουργός και των δυο, και γι’ αυτό και μας έδειξε έργα υπερβολικής αγάπης και πριν εμφανιστούμε με όλη του τη δημιουργία: μας ετοίμασε αιώνια κληρονομία βασιλείας από καταβολής κόσμου, αγγέλους ως διακόνους σε όσους θα κληρονομήσουν τη σωτηρία (Εβρ.1,14), ουρανό και όλον τον αισθητό κόσμο για να τον απολαύσουμε και να διδασκόμαστε το πρόσκαιρο της ζωής από το μηδέν. Και για τη σύσταση των ηθών πάλι και την καθοδήγηση στην αρετή για μας έπλασε ο φιλάγαθος Δεσπότης τον αισθητό κόσμο ως κάτοπτρο του νοερού και υπερκοσμίου ως κλίμακα να αναβαίνουμε από αυτόν σε εκείνον, όπως και τον έμφυτο νόμο την κοινή συνείδηση του καθενός ως απαρέγκλιτη στάθμη και ανεξαπάτητο κριτή και αδιάψευστο δάσκαλό μας σε βαθμό ώστε να μην έχουμε ανάγκη άλλο δάσκαλο αν και εφόσον προσέξουμε (Ρωμ.1,20). Επομένως αφού άνοιξε με τη φύση και την κτίση το σχολείο των αρετών έβαλε και φύλακες αγγέλους ο ίδιος ο Θεός και ανύψωσε τους προφήτες για καθοδήγηση, κάνοντας ακόμα και σημεία και τέρατα για να πιστέψουμε. Μας έδωσε γραπτό νόμο βοηθό στα άλλα, τη λογική και την κτίση. Τέλος πάντων επειδή όλα αυτά τα περιφρονήσαμε –τι ραθυμία δική μας και τι μακροθυμία δική Του από υπερβολική αγάπη και έννοια για όλους μας- έφτασε στο σημείο να μας δώσει και τον ίδιο Του τον Εαυτό για χάρη μας ερχόμενος στο έσχατο κατάντημά μας και παίρνοντας τη φύση μας γενόμενος άνθρωπος σαν κι εμάς διατέλεσε και δάσκαλός μας που μας διδάσκει με το μέγεθος της φιλανθρωπίας Του για να μας οδηγήσει σε μίμηση της συμπαθείας Του και να μας αποτρέψει από τη σκληροκαρδία.
Κι επειδή η αγάπη γεννιέται περισσότερο στους πατέρες προς τα παιδιά τους, μας δείχνει από αυτούς τη φιλανθρωπία Του, αποκαλώντας τον εαυτό Του πατέρα και άνθρωπο όλων μας. Κι αυτό κι επειδή έγινε για μας άνθρωπος πραγματικά και μας αναγέννησε με το θείο βάπτισμα και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος που υπάρχει σ’ αυτό. Κάποιος άνθρωπος είχε δυο γιους, θέλει να πει ότι η διαφορά της ανθρώπινης γνώμης χώρισε τους ανθρώπους σε δυο κατηγορίες και τη φύση ολόκληρη, ώστε κι η διάκριση κακίας και αρετής έσπρωξε τους πολλούς σε δυο: εύλογα ο ένας ονομάζεται νεότερος γιατί προβάλλει παιδαριώδες αίτημα και ολότελα γεμάτο αφροσύνη, όπως κι η αμαρτία που είχε κατά νου σχεδιάζοντας τη αποστασία είναι υστερογενές εύρημα της κακής μας προαιρέσεως ενώ η αρετή πρωτογενής αιωνίως στο Θεό και στην ψυχή μας εξαρχής κατά χάρη από το Θεό.
Ο νεότερος προσήλθε και δε γονάτισε ούτε ικέτεψε αλλά αφρόνως απλώς είπε απαιτητικά δος μου ό, τι μου αναλογεί από την περιουσία! Λες και του χρωστούσε Εκείνος που μας δίνει σε όλους κατά χάρη. Δος μου αυτό που μου ανήκει σύμφωνα με το νόμο και το μερίδιό μου κατά το δίκαιο… ποιος νόμος υπάρχει και από πού προέρχεται το δίκαιο αυτό να χρωστάνε οι πατέρες στα παιδιά τους ενώ τουναντίον συμβαίνει το αντίθετο: τα παιδιά χρωστάνε στον πατέρα όπως μας δείχνει κι η φύση αφού από αυτόν πήραν την ύπαρξή τους τα παιδιά. Αλλά κι αυτό είναι δείγμα νεωτερικού φρονήματος. Αυτός λοιπόν που βρέχει επί δικαίους και αδίκους και ανατέλλει σε πονηρούς και αγαθούς διαμοίρασε την περιουσία στα δυο του αγόρια γιατί Αυτός ο πατέρας είναι ανενδεής δηλαδή δεν έχει ανάγκη και γι’ αυτό μοιράζει στα δυο και πάλι γι’ αυτό δεν κρατά τίποτε για τον Εαυτό Του. Όλος ο κόσμος είναι μοιρασμένος στα δυο, όπως στα δυο χωρίζεται με τη διαφορετική μας γνώμη η μια ανθρώπινη φύση και βλέπουμε ο ένας να δοξάζει το Θεό κι ο άλλος να καταχράται τον κόσμο, ενώ ο Θεός όλη την κτίση αδιακρίτως και αδιαιρέτως διαθέτει σε όλους και την προσφέρει για χρήση κατά τη βούληση του καθενός. Γιατί άραγε έφυγε ο μικρότερος ύστερα από λίγες μέρες κι όχι αμέσως; Ο πονηρός υποβολέας Διάβολος δεν υποβάλλει ταυτοχρόνως και την ιδιορρυθμία και αμαρτία αλλά βαθμιαίως υποκλέπτει πανούργα τη διάθεσή μας ψιθυρίζοντάς μας τάχα πως μόνοι μας χωρίς να πηγαίνουμε Εκκλησία και χωρίς διδασκαλία και δάσκαλο μπορούμε να αντιληφθούμε το καθήκον μας και το χρέος μας ως προς το δέον, όπως και το να μην απομακρυνόμαστε από το καλό μόνοι μας. Κι αφού μας απομακρύνει από το δάσκαλο και την υπακοή σ’ αυτόν μας απομακρύνει κι από τη θεία επίβλεψη ώστε να μας παραδώσει στα πονηρά έργα, αφού ο Θεός είναι παντού και ένα είναι μακριά Του, το κακό, στο οποίο φτάνουμε μονάχα με την αμαρτία αποδημώντας μακριά από το Θεό.
Εκεί διασκόρπισε λοιπόν την περιουσία του ζώντας ασώτως. Πώς; Ο έμφυτος νους υπεράνω όλων και είναι συνηγμένος στον εαυτό του και στο Θεό, τον πρώτο και ανώτατο νου, όταν εμμένουμε στον τρόπο σωτηρίας μας ενώ όταν ανοίξουμε στα πάθη τη θύρα τότε αμέσως σκορπίζεται και περιπλανάται διαρκώς στα γήινα και στις ηδονές και τους εμπαθείς λογισμούς. Πλούτος νου η φρόνηση που διακρίνει το καλό από το κακό παραμένοντας πειθαρχημένος στις θείες εντολές και συμβουλές, ενώ αν αφηνιάσει σκορπίζεται στην αφροσύνη και πορνεία όπως κι ο πλούτος και τότε συμβαίνει δυστυχώς να επιθυμούμε τροφές που δε χρειάζονται και πράγματα άχρηστα και κενοδοξίες και αγχώνεται μη μπορώντας να αναπνεύσει από τις ποικίλες άχρηστες φροντίδες… Πάρε για παράδειγμα το νου που θυμώνει για ό, τι κακό και με ανδρεία ψυχής μάχεται κατά του σκότους ενώ αν δεν προσηλωθεί στις θείες εντολές τότε αγριεύει και θυμώνει με τον πλησίον και αποθηριωμένος στρέφεται ως ανθρωποκτόνος εναντίον κι όσων δε συναινούν στο κακό και στις παράλογες ορέξεις του. Έτσι βρισκόμενος δε σκέφτεται ακόμα να επιστρέψει στο Θεό γιατί ήταν άσωτος γι’ αυτό πήγε και κόλλησε σ’ ένα πολίτη εκείνης της χώρας δηλαδή έβοσκε χοίρους όντας υποταγμένος στα κτηνώδη πάθη υπόδουλος ενός δαίμονα και μάλιστα δε χόρταινε!
Για σκεφτείτε αρκεί στον πλούσιο όλος ο χρυσός της γης; Όχι βέβαια. Αρκεί στον φιλήδονο όλη η ηδονή του κόσμου; Όχι βέβαια. Αλλά έλα που ο κόσμος είναι ένας μονάχα κι αυτοί που τον ζητούν για δική τους αποκλειστική χρήση και κτήση πολλοί; Πώς λοιπόν να χορτάσει ο αχόρταγος αποστάτης του Θεού; Αλλά είναι γραμμένο χορτασθήσομαι εν τω οφθήναι μοι την δόξαν Σου (Ψαλμ.16,15) κι όχι από το δαίμονα που δε θέλει να χορταίνουμε τίποτε από τα αισχρά που μας δίνει… Κι όμως μόλις συνήλθε ο άσωτος αποστάτης του πατέρα και ήλθε στα συγκαλά του και λογικεύτηκε τότε αντιλήφθηκε το κατάντημά του και έκλαψε λέγοντας πως χάνεται από ασιτία ενώ κι οι δούλοι του πατέρα του έχουν άφθονα τα πάντα! Ποιοι είναι οι μισθωτοί; Όσοι με μετάνοια και ιδρώτες και ταπείνωση παίρνουν ως μισθό τη σωτηρία και γιοι όσοι υποτάσσονται στις θείες εντολές από την πολλή τους αγάπη τον πατέρα: ο αγαπών με τας εντολάς μου τηρήσει (Ιω.14,23). Λέει λοιπόν στη συνέχεια ταπεινωμένος ότι θα σηκωθεί να πάει μετανιωμένος και ελεεινός να γονατίσει στον πατέρα του αποδεχόμενος την ομολογία ότι αμάρτησε στον ουρανό και σε εκείνον, δηλαδή στο Θεό και στους αγίους Του και είναι ανάξιος γιος ας γίνει μισθωτός. Απαιτείται προαίρεση και χάρη για την αρετή! Ήλθε και απείχε πολύ και ο πατέρας τον ευσπλαχνίστηκε κι ήλθε να τον συναντήσει; Ο μετανιωμένος απέχοντας του κακού και με αγαθή πρόθεση ήλθε στο Θεό αλλά από την κακή συνήθεια τυραννούμενος νοερά απέχει πολύ από το Θεό και για ν σωθεί χρειάζεται μεγάλη άνωθεν βοήθεια και ευσπλαχνία!
Έτσι κι ο πατέρας των οικτιρμών και με συγκατάβαση τον πλησίασε και τον προϋπάντησε και τον αγκάλιασε και τον φίλησε και παράγγειλε στους δούλους –τους ιερείς Του-να του δώσουν την πρώτη στολή –την υιοθεσία που είχε φορέσει με το άγιο βάπτισμα- και να του βάλουν στο χέρι δαχτυλίδι –σφραγίδα πρακτικής αρετής στην ψυχή του ως αρραβώνα μελλούσης κληρονομίας- και υποδήματα να του δώσουν- θεία φρουρά και ασφάλεια- να τον ενδυναμώνει να περπατά επάνω όφεων και σκορπίων του εχθρού και πάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού. Τέλος έδωσε εντολή να σφάξουν το μόσχο το σιτευτό-το ίδιος τον Κύριό μας Ιησού Χριστό ως θυσία ημών των αμαρτωλών ως άρτος που μας παρατίθεται προς βρώσιν. Και για όλα αυτά με τους αγίους Του κάνει κοινή ευωχία και ευφροσύνη προκαλώντας την οργή του άλλου γιου δηλαδή των Ιουδαίων Γραμματέων και Φαρισαίων που σκανδαλίζονται γιατί ο Κύριος να δέχεται τους αμαρτωλούς και να συνεσθίει μαζί τους όπως ίσως κι μερικοί δίκαιοι ενίοτε αγνοούν τον πλούτο της χρηστότητός Του. Αλλά παρηγορείται από τον πατέρα όταν ακούει ότι ο άλλος γιος ήταν νεκρός από τη αμαρτία και ανέζησε με τη μετάνοια και χαμένος μακριά από το Θεό και βρέθηκε ώστε να χαίρεται ο ουρανός ολόκληρος, χαρά γίνεται επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι (Λουκ.15,7)! Για τους αμαρτωλούς λοιπόν ήλθε ο Κύριος να μετανοήσουν κι σταυρώθηκε γι’ αυτούς κυρίως να εξαλείψει τις αμαρτίες γιατί υπερεπερίσσευσε η χάρη όπου επλεόνασε η αμαρτία (Ρωμ.5,20).
Ας ευχόμαστε επομένως για όσους ζουν στην αμαρτία αφού και σ’ αυτούς δίνει προθεσμία μετανοίας όπως φαίνεται και από το Θεό των μετανοούντων που ως εύσπλαχνος πατέρας δίνει μεγάλα και επίφθονα δώρα στους επιστρέφοντες με τη μετάνοια. Ας επιληφθούμε της μετανοίας με έργα εγκαταλείποντας τον πονηρό και τα πάθη και όσους κολλάνε σ’ αυτά, μακριά από κακές συνήθειες, απιστία, απληστία, ακρασία κι ας τρέξουμε στον Πατέρα μας της αφθαρσίας, το δοτήρα της ζωής, βαδίζοντας με αρετές την οδό της Ζωής, όπου θα Τον βρούμε να έχει εξέλθει από άπειρη φιλανθρωπία να μας προϋπαντήσει και να μας χαρίζει άφεση αμαρτιών δηλαδή το σύμβολο αφθαρσίας, αρραβώνα μελλούσης ζωής, αφήνοντας σαν τον άσωτο εκείνο τα έργα της αμαρτίας ερχόμενοι τρέχοντας στα μυστήρια της Εκκλησίας, εξομολόγηση και θεία κοινωνία για να πετύχουμε τα ανέλπιστα. Τέλος ας μείνουμε πια κοντά Του ταπεινοί και σώφρονες δικαιοπραγώντας και διατηρώντας ακέραιη την ανανεωμένη χάρη Του κι αμείωτη ώστε να συνευφρανθούμε μαζί Του στον μέλλοντα αιώνα στην Άνω Ιερουσαλήμ και Εκκλησία των πρωτοτόκων εν Αυτώ τω Χριστώ τω Κυρίω ημών ω πρέπει πάσα δόξα εις τους αιώνας.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ῾Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα συμφέρει᾽ (Α´ Κορ. 6, 12)

 
Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα συμφέρει᾽ (Α´ Κορ. 6, 12)

α. Δεύτερη Κυριακή προετοιμασίας μας γιά τήν Μεγάλη Σαρακοστή μέ τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου καί τό ἀντίστοιχο πρός αὐτήν ἀποστολικό ἀνάγνωσμα: ὁ ἄσωτος προβάλλεται ὡς παράδειγμα μετανοίας καί ἐπιστροφῆς στόν Θεό - ὅ,τι συνιστᾶ τό νόημα τῆς Σαρακοστῆς προκειμένου νά βροῦμε καί πάλι τόν ἀληθινό καί αὐθεντικό ἑαυτό μας τόν ὁποῖο χάνουμε μέ τίς πολυποίκιλες ἁμαρτίες μας· τό ἀνάγνωσμα  ἀπό τήν Α´ πρός Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀποτελεῖ ὑπομνηματισμό αὐτῆς τῆς ζωῆς τοῦ ἀσώτου. Τί τονίζει ὁ ἀπόστολος; Τήν ἀληθινή ἐλευθερία, αὐτήν δηλαδή πού διασφαλίζει τήν σχέση μας μέ τόν Θεό, τήν ὁποία διακρίνει ἀπό τίς διάφορες ψευδεῖς ἐκδοχές της. ῾Πάντα μοι ἔξεστι᾽, ὅλα μοῦ ἐπιτρέπονται, ἔλεγαν στήν ἐποχή τοῦ ἀποστόλου, ῾ἀλλ᾽ οὐ πάντα συμφέρει᾽, ἀλλά δέν συμφέρουν ὅλα ὅσα μοῦ ἐπιτρέπονται, πρόσθετε ὁ ἀπόστολος. Μία διαλεκτική ἡ ὁποία ἀπασχολεῖ τόν ἄνθρωπο σέ κάθε ἐποχή καί δίνει τήν εὐκαιρία σύντομου σχολιασμοῦ της.

β. 1. Εἶναι περιττό βεβαίως νά ὑπενθυμίσουμε καί πάλι τήν ἀξία τῆς ἐλευθερίας στόν ἄνθρωπο. ῾Η ἐλευθερία προβάλλεται πρωτίστως ἀπό τούς ἁγίους μας ὡς τό κατεξοχήν στοιχεῖο τοῦ εἰκονισμοῦ τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν. ῎Αν δηλαδή μιλᾶμε γιά τόν κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ ἄνθρωπο, συνεπῶς γιά τό ὄν πού προικίστηκε ἀπό τόν Θεό μέ χαρίσματα ἰδιαίτερα δικά Του, μιλᾶμε κυρίως γιά τό δῶρο τῆς ἐλευθερίας πού τοῦ ἔδωσε, ὥστε χωρίς αὐτό νά μή θεωρεῖται κἄν ἄνθρωπος. Κατά τήν γνωστή φράση τοῦ ἁγίου συγχρόνου Γέροντα Πορφυρίου ῾ὁ Θεός ὄχι ἁπλῶς ἔδωσε ἐλευθερία στόν ἄνθρωπο, ἀλλά τήν χάραξε μέσα σ᾽ αὐτόν᾽. ῎Οχι λοιπόν ἡ λογική του οὔτε καί ὁ συναισθηματικός του κόσμος συνιστοῦν τήν προτεραιότητά του, ἀλλά ἡ ἐλεύθερη βούλησή του, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ἀπό αὐτήν ἐξαρτᾶται ἡ ὀρθή ἤ μή πορεία τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας του.

2. ῎Αν ὅμως ἡ ἐλευθερία εἶναι τό πιό καθοριστικό στοιχεῖο στόν ἄνθρωπο, δέν εἶναι εὔκολος καί ὁ προσδιορισμός τοῦ περιεχομένου της. Διότι λόγω τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία, διά τῆς ὁποίας ζοφώθηκε ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν, καί ἡ ἐλευθερία ἔχασε τήν καθαρή ἔννοιά της καί παρουσιάζεται μέ διαστρεβλωμένο τρόπο. Καί ἀκριβῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπισημαίνει τή βασικότερη διαστρέβλωση: ῾πάντα μοι ἔξεστι᾽. ῞Ολα μοῦ ἐπιτρέπονται. Πρόκειται γιά τήν κατανόηση τῆς ἐλευθερίας ὡς πλήρους ἀσυδοσίας, ἡ ὁποία προφανῶς προϋποθέτει ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος συνιστᾶ καί τήν τελική ἀναφορά στόν κόσμο τοῦτο. Δέν ὑπάρχει ἐδῶ ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ οὔτε γι᾽ αὐτό καί ἡ ἱεραρχημένη λειτουργία τῆς ἐλευθερίας, ὡς δώρου δηλαδή πού ὁδηγεῖ πρός ᾽Εκεῖνον. ῾Η ἀνατροπή συνεπῶς τοῦ τρόπου τῆς δημιουργίας εἶναι δεδομένη: ὁ ἄνθρωπος ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ἀναφέρεται στόν Θεό ὁδηγεῖται στήν πλήρη ὑποδούλωση στά πάθη τοῦ ἑαυτοῦ του καί κατ᾽ ἐπέκταση στόν διάβολο. ῾ᾯ τις ἥττηται τοῦτο καί δεδούλωται᾽. ῾Ο ἄνθρωπος καθίσταται ἔτσι τό πιό ἐπικίνδυνο ὄν μέσα σέ ὅλη τήν δημιουργία: καταστρέφει τόν ἑαυτό του καί ὅ,τι ἐνδεχομένως στέκεται ἐμπόδιο στήν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν του. ῞Οπως τό ἔχει ἐπισημάνει καί ὁ μεγάλος Ρῶσος μυθιστοριογράφος Ντοστογιέφσκι: ῾Χωρίς Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται᾽. Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα μέ τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου ἔρχεται ἀνάγλυφα νά περιγράψει τήν κατάσταση αὐτή τῆς ἀσύδοτης χωρίς Θεό ἐλευθερίας: ἀσωτία, νέκρωση καί ἀπώλεια τοῦ ἑαυτοῦ.

3. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος λοιπόν βάζει τά πράγματα στήν θέση τους. Μιλάει γιά τήν ἀληθινή ἐλευθερία, κριτήριο τῆς ὁποίας εἶναι τό πνευματικό συμφέρον του ἀνθρώπου, δηλαδή ὅ,τι συντελεῖ στήν ζωντανή σχέση του μέ τόν Θεό. Δέν αὐτονομεῖται ἡ ἐλευθερία, ὅπως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὁ ἀπόστολος μέ τούς ὑπέρμαχους τοῦ ῾πάντα μοι ἔξεστι᾽ καί ὅπως συνέβη στά νεώτερα ἰδίως χρόνια ἐπί φιλοσοφικοῦ καί πρακτικοῦ ἐπιπέδου. ῾Η ἐλευθερία δόθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά γίνεται ἀναβαθμός στήν ἐν Θεῷ προκοπή τοῦ ἀνθρώπου, πού σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος προκειμένου νά ἐπιλέγει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στή ζωή του καί ὄχι νά ἐναντιώνεται πρός αὐτό. ᾽Ακριβῶς ἡ ἐναντίωσή του αὐτή, ἡ κατανόηση τῆς ἐλευθερίας του ὡς δύναμης διαγραφῆς τοῦ Θεοῦ ἀπετέλεσε καί τήν πτώση του μέ ὅλα τά τραγικά ἀποτελέσματα πού ἔφερε, κυρίως δέ τήν ἀπώλεια τῆς ἴδιας τῆς ἐλευθερίας του. ῾᾽Αλλ᾽ οὐκ ἐγώ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος᾽. Κι αὐτό θά πεῖ: τήν ὥρα πού ἐλεύθερα ἐπιλέγω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐκείνη τήν ὥρα διασφαλίζω τήν ἐλευθερία μου καί τήν περαιτέρω αὔξησή της. Διότι ἡ ἀληθινή ἐλευθερία βρίσκεται στόν ἴδιο τόν Θεό. Αὐτός συνιστᾶ τήν πηγή της. ῾Οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου ἐκεῖ καί ἐλευθερία᾽. ῾Τῇ ἐλευθερίᾳ ᾗ Χριστός ὑμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε καί μή πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε᾽.

῎Ετσι δημιουργεῖται ἕνα θεωρούμενο παράδοξο: πρέπει νά ῾δουλωθεῖ᾽ κανείς στόν Θεό, νά ὑπακούει δηλαδή στό θέλημά Του, γιά νά γίνει ἐλεύθερος. Καί τό ἐλεύθερος σημαίνει υἱός τοῦ Θεοῦ. Μέ ἄλλα λόγια ὁ Θεός αὐτόν πού Τόν ὑπακούει τόν ἐξυψώνει σέ υἱό Του, σέ φίλο καί ἀδελφό Του. ῾῾Υμεῖς φίλοί μου ἐστέ ἐάν ποιῆτε ὅσα ἐντέλλομαι ὑμῖν᾽. ῾῞Οσοι ἔλαβον Αὐτόν (τόν Χριστόν) ἔδωκεν αὐτοῖς τήν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι᾽.  Κι ἀπό τήν ἄλλη: ὁ ῾ἀπελεύθερος᾽ τοῦ Θεοῦ γίνεται τελικῶς δοῦλος τῶν παθῶν του καί τοῦ διαβόλου. Διότι ἡ ἐλευθερία ἀπό τόν Θεό σημαίνει ἀπώλεια τῆς ἀγάπης καί ἐμπλοκή στήν ἴδια τήν κόλαση.

Λοιπόν ἐλεύθερος δέν εἶναι αὐτός πού κάνει ὅ,τι θέλει ἤ ὅ,τι μπορεῖ νά κάνει, ἀλλά αὐτός πού κάνει ὅ,τι συμφέρει καί ἁρμόζει στήν ψυχοσωματική του ὕπαρξη, δηλαδή ὅ,τι ἔχει αἰώνια ἀξία καί τόν διακρατεῖ στήν χάρη τοῦ Χριστοῦ. Τά παραδείγματα πού φέρνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὡς πρός τό φαγητό καί ὡς πρός τό θέμα τῆς πορνείας ἀκριβῶς κατανοοῦνται κάτω ἀπό αὐτήν τήν ὀπτική: ὄχι μόνο ἡ ψυχή, ἀλλά καί τό ἴδιο τό σῶμα λειτουργεῖ σωστά καί ὁμαλά, ὅταν λειτουργεῖ δοξολογικά, δηλαδή ἐν σχέσει πρός τόν Χριστό καί ὄχι ἐν σχέσει πρός τήν ἱκανοποίηση ἁπλῶς τῆς φιληδονίας τοῦ ἀνθρώπου: ῾τό σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλά τῷ Κυρίῳ, καί ὁ Κύριος τῷ σώματι᾽.

4. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή τό κύριο χαρακτηριστικό τῆς ἐλευθερίας πού ὁδηγεῖ στόν σκοπό της, τήν ζωντανή σχέση μέ τόν Θεό, εἶναι ἡ ἐγκράτεια. ῾Η ἐγκράτεια πού τόσο τονίζει ἡ περίοδος τῆς Σαρακοστῆς εἴτε ὡς νηστεία εἴτε ὡς περιορισμό τῶν ὅποιων ἁμαρτωλῶν ὀρέξεων  δέν εἶναι μία ἁπλή καί ἐπιμέρους ἀρετή, πολλῷ μᾶλλον δέν εἶναι κάτι πού καταπιέζει τόν ἄνθρωπο, ὅπως πολλοί πιστεύουν καί διατείνονται. ᾽Αποτελεῖ γενική ἀρετή - ῾ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται᾽ κατά τόν ἀπόστολο - πού διασφαλίζει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἀνεξέλεγκτη ὑποδούλωση στά πάθη του. ῞Οπως εἶναι ἡ κοίτη ἑνός ποταμοῦ πού διοχετεύει τά νερά στήν κανονική τους ροή καί πορεία, ἔτσι καί ἡ ἐγκράτεια περιορίζει τόν ἄνθρωπο ὡς πρός τίς ἁμαρτωλές ροπές του γιά νά παραμένει ἐν Θεῷ καί νά ἀναπνέει τόν ἀέρα τῆς ἐλευθερίας. ᾽Εγκράτεια καί πνευματική χριστιανική ζωή συνυπάρχουν πάντοτε, γι᾽ αὐτό καί δέν ὑπάρχει ἅγιος ἀνεγκρατής. ῾Η ἰδέα ὅτι μπορεῖ κανείς νά συνδυάσει τήν πνευματική ζωή μέ τήν ἀχαλίνωτη ἱκανοποίηση τῶν ὀρέξεών του συνιστᾶ ὄντως μία ἰδέα, δέν ἔχει καμμία σχέση ὅμως μέ αὐτό πού ζεῖ ἡ ᾽Εκκλησία μας. Καί θά λέγαμε ὅτι τήν θεολογική βάση γιά τήν ἀλήθεια αὐτή τήν δίνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός μας. Εἶναι ἐλεύθερος διότι εἶναι παντοδύναμος αὐτοπεριοριζόμενος: δέν κάνει ὅ,τι μπορεῖ νά κάνει, ἀλλά ὅ,τι εἶναι συμφέρον γιά τήν δημιουργία Του, λόγω τῆς ἀγάπης Του.

γ. ῾Ο ἀγώνας μας γιά νά εἴμαστε ἐλεύθεροι, δηλαδή νά ζοῦμε ἐν Θεῷ, ὅπως εἴπαμε, δέν εἶναι ἀγώνας μίας στιγμῆς ἤ κάποιων στιγμῶν τῆς ζωῆς μας. Καί δέν σχετίζεται μέ τά δικά μας (ἁμαρτωλά ὡς ἐπί τό πλεῖστον) θέλω καί τό ἔτσι μ᾽ ἀρέσει.  ῾Η ἐλευθερία μας κερδίζεται ἤ χάνεται τήν κάθε στιγμή στόν βαθμό πού πορευόμαστε μέ κριτήριο τό πνευματικό μας συμφέρον, δηλαδή τήν ὑπακοή μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ. Τό ῾γενηθήτω τό θέλημά Σου᾽ συνιστᾶ τόν ἀέρα πού ἀναπνέουν τά τέκνα τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί τελικῶς ῾βλέπουν᾽ τόν Θεό νά γίνεται ὁ ῎Ιδιος δικός τους ὑπήκοος. Σ᾽ αὐτόν τόν ἀέρα ἐλευθερίας μᾶς καθοδηγεῖ βῆμα βῆμα ἡ ᾽Εκκλησία μας πάντοτε, κατεξοχήν ὅμως τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς πού βρίσκεται ἐπί θύραις. 

Γεννάδιος Κων/πολεως: «Ομιλία εις την παραβολήν του Ασώτου και περί μετανοίας»

άΟ γογγυσμός των Φαρισαίων και των Γραμματέων για την επιείκεια προς τους τελώνες, οι οποίοι πρώτοι άρχισαν να πλησιάζουν τον Κύριόν μας με ευλάβεια και να απολαμβάνουν την διδασκαλία του, τους ιδίους τους αμαρτωλούς και τους τελώνες δεν τους ημπόδισε να προχωρήσουν στο συμφέρον τους, ούτε τους απεμάκρυνε από την τόσο καλή και ευτυχή εκείνην προσέγγιση. τους ωφέλησε μάλιστα, δίδοντάς τους αρκετές εγγυήσεις για την φιλανθρωπία με την οποίαν αντιμετωπίζει ο Θεός αυτούς που μετανοούν και επιστρέφουν σ’ αυτόν από τις πονηρίες τους·

παρεκίνησε δε και τον Κύριόν μας να παρηγορήση με μεγαλύτερον και πιο έντονον ζήλον εμάς, χάριν των οποίων εδιηγήθη και αυτές τις παραβολές. Διότι όχι μόνον τους τότε παρόντες αμαρτωλούς και τελώνες, αλλά βεβαίως και εμάς και ολους αυτούς που από τότε μέχρι τώρα προσέχουν με πίστη στους θείους του λόγους και θα προσέχουν μέχρι την συντέλεια, μας ψυχαγωγεί θαυμάσια με τις ελπίδες της φιλανθρωπίας του, αρκεί να προτιμήσωμε την δια της μετανοίας επιστροφή με κάθε δυνατόν τρόπο.

Και οι μεν «άγγελοι χαίρουσι επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι», όπως μας λέγει ο Δεσπότης, ο ιδικός μας και των αγγέλων. Οι δε Φαρισαίοι περιγελούσαν τον θείον λόγον, είχαν υποδουλωθή στην οίηση και την φιλαργυρία, και ήσαν συνηθισμένοι να οδηγούν μαζί τους στην απώλεια και στην διαφθοράν όσους εξηπατούντο από αυτούς, και τους έδιδαν προσοχή νομίζοντας ότι έχουν την δυνατότητα να ωφελήσουν και να σώσουν.

Και αφού ούτε επείθοντο στον Δεσπότη μας, αλλά με κάθε τρόπο τον επηρέαζαν φανερά και του έστηναν ενέδρες, ούτε ήθελαν να προσέξουν στα γεγονότα από τα οποία κάθε ημέρα κηρύττεται φανερά η φιλανθρωπία του Θεού, έπρεπε τουλάχιστον να πιστεύουν στα βιβλία των οποίων εθεωρούντο ερμηνευταί προς τους άλλους.

Μέσα σε αυτά όλες σχεδόν οι υποθέσεις δεικνύουν την συμπάθεια και τον οίκτο του Θεού προς εκείνους που μετανοούν, και την σφοδροτάτην ποινήν εναντίον αυτών που αμαρτάνουν αμετανόητα. Και από μύρια παραδείγματα αυτής της ουρανίου φιλανθρωπίας ήταν γεμάτος ο πριν από την θείαν οικονομία χρόνος, σαν από προδρόμους και προοίμια της μετά ταύτα σαφεστέρας και μεγαλυτέρας συμπαθείας που έδειξε.

Αλλά τώρα εμείς αφήνοντας την άλλη διδασκαλία του Σωτήρος, θα μιλήσωμε μόνο για την παραβολήν των δύο υιών, την οποία θα ακούσωμε σήμερα να διαβάζεται. Ήδη ο παραβολικός λόγος που χρησιμοποιούσε η θεία εύνοια προς χάριν των αμαρτωλών, και αφορούσε τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, είχεν εξαπλωθεί αρκετά, ανεφέρετο δε στο ότι απιστούσαν ακόμη και στα αυτονόητα, κλείνοντας επιμόνως τους οφθαλμούς των, ή και βλέποντας προσποιούντο ότι δεν βλέπουν.

Εδικαίωναν τους εαυτούς των ενώπιον των ανθρώπων χωρίς να εντρέπωνται Εκείνον που γνωρίζει τα πάντα, και εγίνοντο φορτικοί στα πταίσματα των ομοδούλων ή και των αδελφών τους. Επίσης, όσους μεταξύ των ανθρώπων ήσαν πατέρες και έδειχναν φιλανθρωπία για τα παιδιά τους, συγχωρώντας την προηγουμένην αναίδειάν τους, έστω και αν ήταν πολυχρόνιος, και αρκούμενοι στο ότι επέστρεφαν και ομολογούσαν την αφροσύνη τους, τους επαινούσαν, μερικές φορές μάλιστα εμεσίτευαν υπέρ αυτών.

Την φιλανθρωπίαν όμως του κοινού Δημιουργού και Πατρός των όλων την ηρνούντο. Σ’ εκείνους λοιπόν εδίδοντο γι’ αυτούς τους λόγους οι παραβολές, οι οποίες έπαιρναν αφορμές από τα καθημερινά και ανθρώπινα γεγονότα, και ήλεγχαν την απανθρωπίαν. Εμείς όμως δεν χρειαζόμεθα πλέον τις παραβολές, αφού έχουμε πιστεύσει κατ’ εξοχήν στους λόγους και στα έργα του Κυρίου, και μόνον από αυτά αντλούμε την ελπίδα της σωτηρίας.

Διότι αυτό το καλό δεν το αποκτήσαμε μόνον από τα μαθήματα των θείων μυστηρίων που αυτός μας έδωσε, αλλά τον παρακολουθήσαμε να μας βεβαιώνη και με πολύ φανερά παραδείγματα, ότι αφού πρώτα έδιδε την άφεση των αμαρτιών, αμέσως μετά την επεβεβαίωνε σ’ αυτούς που την εδέχθησαν, και την εφανέρωνε προσθέτοντας την απαλλαγήν από τα σωματικά κακά, όπως έγινε στον παραλυτικόν και σε πολλούς άλλους.

Αυτά λοιπόν, τιμώντας τον Δεσπότη, τον Πατέρα και Κηδεμόνα μας, θα τα εκθέσωμε απλώς, όχι για να επιβεβαιώσωμε την προς εμάς φιλανθρωπία του με παραβολές ή διηγήσεις, αφού αυτή είναι ανεκδιήγητος και νικά κάθε όγον, αλλά μόνον για να τον ευχαριστήσωμε, επειδή όχι μόνο την πραγματοποιεί αλλά και την φανερώνει σιωπηρώς, αυτήν που φανερώνεται κάθε ώρα με έργα απερίγραπτα.

Πατέρας λοιπόν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κατά φύσιν είναι ο Θεός που αιωνίως τον γεννά. Από αυτόν προήλθε κατά φύσιν και όχι απλώς με την βούλησιν όπως συνέβη με τα κτίσματα. Πατέρα δε εμείς οι άνθρωποι έχουμε έναν, δηλαδή μαζί και τον Θεόν Πατέρα και τον Θεάνθρωπον Υιόν. Επειδή είναι ένας Θεός και μία φύσις, είναι ένας και σχετικώς με εμάς, έστω και αν διακρίνωνται οι υποστάσεις τους.

Επομένως ο καθένας τους είναι πατέρας μας, από την άποψη της διακρίσεως των προσώπων, και συγχρόνως ένας πατέρας μας είναι και οι τρείς, όπως είναι και ένας Θεός κατά την φύση. Ο δε Θεός είναι πατέρας μας κατά χάριν, όχι κατά φύσιν, επειδή είμεθα έργα της βουλήσεως, όχι της φύσεώς του. Και για όλα μεν τα έργα του είναι πατέρας ο Θεός, ιδιαιτέρως όμως για εμάς τους ανθρώπους, επειδή σ’ εμάς δίδει λογική, μας κάνει αυτεξουσίους, μας ορίζει άρχοντες όλης της κτίσεως.

Μας συνδέει με το σώμα σαν με εργαλείο, μας δίδει δε την δυνατότητα να ανεβούμε με το πνεύμα μέχρι τον ουρανό. Προνοεί για μας χωρίς χρονικόν περιορισμόν, όχι μόνον για την πρόσκαιρον ύπαρξη και ζωή μας, αλλά και για να ζούμε αιωνίως, συναναστρεφόμενοι άμεσα μαζί του και απολαμβάνοντας τα εκεί αγαθά. Να είμεθα μακάριοι όπως αυτός, όχι με γηίνην ευτυχίαν αλλά με την μακαριότητα που δίδεται υπερφυώς. Ω, τι ανέκφραστος αγαθότης, που νικά κάθε νουν και κάθε λόγο! Ηνέχθη να είναι και πατέρας των έργων και των δούλων του, χρησιμοποιώντας για μας όλες τις πατρικές μεθόδους, χωρίς να παραλείπη τίποτε.

Η προαίρεσις των τοιούτων τέκνων από την αρχήν ακόμη έχει διαιρεθεί σε δύο, αν και η φύσις τους είναι μία. Ας εξαιρέσωμε όμως τώρα την πρώτην δυάδα των ανθρώπων, τότε που έγινε η σπορά της φύσεώς μας, επειδή εκείνοι δεν ήσαν αδελφοί, η δε δική τους υπόθεσις είναι διαφορετική, και αρμόζει σε άλλην ευκαιρία. Σ’ αυτόν τον λόγο θα ασχοληθούμε με εκείνους που εγεννήθησαν από αυτούς. Από τότε λοιπόν διηρέθη το ανθρώπινον γένος. Και ο Θεός προεγνώριζε μεν και προτιμούσε να μείνη αδιαίρετον, αλλά ήθελε να αφήση την χρήση των καλών που τους έδωσε περισσότερο στην προαίρεσή τους.

Διότι δεν θα έπαιρνε πίσω την ελευθερία της γνώμης, το καλλίτερον από τα δώρα που τους είχε δώσει. Και εγνώριζε μεν ότι μία μερίδα των τέκνων του δεν θα χρησιμοποιήση καλώς αυτά που έλαβε” αλλά δεν ήθελε, επειδή είναι πανάγαθος, να δώση πρόφαση της φυγής από τον πατέρα, στερώντας τους από τα μέσα με τα οποία θα ημπορούσαν να ζήσουν καλά, όπως αρμόζει σε τέκνα. Γι’ αυτό εμοίρασε την περιουσία των αγαθών εξ ίσου στην καλλιτέρα και στην χειροτέρα μερίδα, πριν αποκαλυφθεί εμπράκτως η προαίρεσις του καθενός.

Η μία λοιπόν μερίδα των ανθρώπων δεν απεμακρύνετο από τον Θεόν και Πατέρα, συναναστρέφετο συνεχώς μαζί του, τον υπηρετούσε και υπετάσσετο στους πατρικούς νόμους, όπως είναι το φυσικόν, και αρκείτο για όλα στην κρίση του Πατρός, χωρίς να απαιτή τίποτε. Εγνώριζε ότι και χωρίς να του ζητήση, εκείνος θα δώση και θα προσθέση περισσότερες και μεγαλύτερες δωρεές. Όλο το υπόλοιπο μέρος των ανθρώπων επέλεξε την εντελώς αντίθετη τακτική.

Γι’ αυτό, το μέρος της ανθρωπότητος που παρέμεινε με τον Πατέρα και υπήκουε σε όλα, εύλογα δεν ήταν μόνον στην τάξη προγενέστερο και δικαίως ονομάζεται πρεσβύτερον, αλλά προπορεύεται του άλλου και σύμφωνα με τον Πατρικόν και Θείον σκοπό. Ενώ εκείνο που προετίμησε να ζη με ιδικόν του ρυθμό, και έμελλε γι’ αυτό να εκτοπισθή στην εσχάτην αθλιότητα, είναι και ονομάζεται και από τις δύο απόψεις νεώτερον. Διότι καινοτομούσε, ακυρώνοντας τον σκοπό που είχε γι’ αυτό ο Πατέρας, και εκινείτο από παιδαριώδη θελήματα.

Έτσι λοιπόν είχαν χωρισθή, και ο Πατέρας τους εδημιούργησε ολους ομοίως για να μείνουν μαζί του, να υπακούσουν σε όλα και να μην απομακρυνθούν, να προξενήσουν δε πολλήν δόξαν από αυτήν την συνετήν διαγωγήν, όχι μόνον στον εαυτόν τους άλλα και στον ίδιο τον Πατέρα.

Δύο δηλαδή είναι οι δρόμοι που σύμφωνα με το θέλημα του Πατρός και τις μεγάλες ελπίδες που προέρχονται από αυτό, οδηγούν στον ένα σκοπόν, στην άκρα μακαριότητα, οι οποίοι κατευθύνονται από αληθινήν πίστη και ήθη σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής. Και αυτοί μεν που ηκολούθησαν τον δρόμο της πίστεως, οι οποίοι είναι και οι παλαιότεροι και ανήκουν στην μερίδα των πρεσβυτέρων, πρόσεχαν στον Θεόν και Πατέρα, και εδέχοντο την παιδαγωγία του, ενώ οι άλλοι που μετά τους παλαιούς εκείνους χρόνους επανεστάτησαν και απεστράφησαν τον Θεόν, ανήκαν στην μερίδα των νεωτέρων, και συνανεστρέφοντο με τους χοίρους.

Διότι έχοντας εκπέσει εντελώς από τα θεία χαρίσματα με την καθημερινήν αύξηση αυτής της αποστροφής, και κατοικώντας τόπους εντελώς ερήμους από θείες επισκέψεις, αφού ζούσαν μακρυά από την Ιουδαία, η οποία διετρέφετο με την ποικίλη πρόνοιαν του Θεού, προσεκολλήθησαν πλέον στον πονηρόν, στον εχθρόν της ανθρωπίνης σωτηρίας, αυτόν που εξέβαλε πρώτον η πονηρία από την πατρικήν χώρα. Αυτός παρέδωσε το ευγενές εκείνο πλάσμα στην ζωήν και την τροφήν των χοίρων. Ή μάλλον αυτό λιμοκτονούσε περισσότερο και από τους χοίρους. Διότι οι μεν δαίμονες από τότε που απεστάτησαν, ετρέφοντο με την απώλεια του θείου πλάσματος. Το δε μέρος των ανθρώπων που συνανεστρέφετο μαζί τους είχε στερηθεί και από αυτήν την τροφή, και έτσι μάλλον έτρεφε τους δαίμονες παρά αυτό ετρέφετο από εκείνους. Και αυτοί μεν, υποκρινόμενοι ότι τρώγουν, ήσαν στην πραγματικότητα πεινασμένοι, ενώ ο άνθρωπος από κάθε άποψη λιμοκτονούσε.

Έτσι λοιπόν διπλή ήταν και η πίστις της δυάδος των τέκνων του Θεού. Ως προς δε τα ήθη, οι περισσότεροι ζούσαν πολύ άσχημα. Διότι και εκείνοι που επίστευαν σωστά, ήσαν με τα έργα απομακρυσμένοι από τον ουράνιον Πατέρα.

Γι’ αυτό και εδέχοντο πολλές μαστιγώσεις, μάλλον δε μόνοι τους εταλαιπωρούντο με τις πληγές που τους έπρεπαν, αφού η πατρική κηδεμονία είχε αναχωρήσει πλέον από αυτούς. Εφ’ όσον με τα λόγια μεν επίστευαν σωστά, αλλά με τα έργα απιστούσαν παραβαίνοντας τους πατρικούς νόμους. Έτσι και οι υποτιθέμενοι ευσεβείς είχαν παραδοθεί σε διαφόρούς πειρασμούς, ενώ λίγοι ήσαν εκείνοι που μαζί με την πίστιν είχαν και την έμπρακτον ευλάβειαν. Ώστε τα τέκνα του Θεού είχαν χωρισθεί τότε σε δύο μέρη. Και εκείνοι μεν που ζούσαν με φρόνημα πρεσβυτέρου ήσαν ολίγοι, οι περισσότεροι δε ενεωτέριζαν.

Αυτά λοιπόν συνέβαιναν στους παλαιούς χρόνους. Ας ασχοληθούμε όμως τώρα για μεγαλυτέραν ωφέλεια, με τον μετά την Θείαν Οικονομίαν χρόνον, προς τον οποίον αρμόζει περισσότερο και η παραβολή. Διότι τα γεγονότα της Θείας Οικονομίας ήσαν ανάπλασις, μετά την πρώτην εκείνη πλάση, και αναγέννησις μετά την γέννηση, και αρχή δευτέρας και τελειοτέρας ζωής. Γι’ αυτό και το φάρμακο της μετανοίας προηγουμένως ήταν πολύ ασταθές και υπέσχετο την σωτηρία, χωρίς όμως να σώζη. Έσπερνε, χωρίς όμως να καρποφορή.

Και πολύ ολίγοι από τους τότε ευσεβείς το είχαν δοκιμάσει, δεν ημπορούσε δε ακόμη να απαλλάξη από την φυσικήν φθοράν η οποία προεκλήθη από την φυγή, και την απόκρυψη των πρωτοπλάστων από τον Πατέρα. Και γιατί πρέπει να απορουμε για τους κατά τα άλλα πιστούς, οι οποίοι ημάρταναν και μετανοούσαν, αφού και για εκείνους που εκτός από την πίστιν είχαν κατορθώσει και όλη την αρετή, είχε κλεισθή μετά από αυτά ο πατρικός οίκος και τους περίμενε ο ίδιος Αδης, όπως και τους διεφθαρμένους στην πίστη και την ζωή; Διότι η στέρησις αυτή της δυνατότητας ήταν ισχυροτέρα, όχι μόνον από την μετάνοια που ακολουθούσε τα πταίσματα, αλλά και από κάθε προσωπικήν αρετή.

Άνοιξε λοιπόν στα τέκνα Του την Βασιλεία των Ουρανών, και με την Θείαν Οικονομίαν ετοίμασε την αιωνίαν κληρονομίαν, αφού γι’ αυτό ήλθε και εταπεινώθη με πολλούς τρόπους, ακόμη και με τον θάνατο. Έτσι τους έκαμε πλέον, αδελφούς και συμμόρφους, όχι μόνον τέκνα του όπως πριν. Από εδώ και πέρα δεν είναι ούτε λέγονται πλέον ολοι οι άνθρωποι τέκνα του Θεού, αλλά μόνον όσοι εσφραγίσθησαν με την πίστη και το βάπτισμά του, και έγιναν μέτοχοι των άλλων χαρισμάτων που προήλθαν από την Θείαν Οίκονομία, και αυτούς αφορά. η διαιρεσις και το νόημα της παραβολής.

Ας εξετάσωμε λοιπόν το δώρο της μετανοίας, έχοντας ενώπιόν μας τους δύο αυτούς υιούς του ωραίου και φιλανθρωποτάτου Πατρός, και χρησιμοποιώντας ως διδάσκαλον εκείνον που τους έδωσε. Από αυτούς λοιπόν τους δύο υιούς, εκείνος μεν που έχει πρεσβυτικόν φρόνημα, παραμένει μαζί με τον Πατέρα, οικονομεί καλώς τα αγαθά που έλαβε και προεκτείνει την επιθυμία και την προσπάθειά του προς τα μεγαλύτερα. Μοιράζει όλη την ζωήν του μεταξύ δύο καλών.

Αφ’ ενός καρποφορεί για τον εαυτόν του και για τον Πατέρα με την επίπονον εξάσκηση των αγαθών έργων, αφ’ ετέρου στρέφεται προς το πρόσωπο του Πατρός με την θεωρία. Ο άλλος, υποδουλώνεται στη σάρκα και στις αισθήσεις, και με μίαν εντελώς παιδικήν ορμήν, απομακρύνεται από τον Πατέρα, διαβιώνει δε σε περιοχές τις οποίες ο Πατέρας δεν επιβλέπει, και οι οποίες χαρακτηρίζονται από τρόπον ζωής που δεν εναρμονίζεται με την θέλησή του. Εκεί σκορπίζει τον πλούτο των αγαθών που του εδόθη, σπαταλώντας τον για την εκπλήρωση των αλόγων του επιθυμιών.

Ο Πατέρας του έδωσε τον ηγεμόνα νου, και αυτός τον υπεδούλωσε στα πάθη του. Του όρισε νόμο για να οικονομήση καλώς την ζωή του προς ευφροσύνην του ευεργέτου, και επίτευξη των μεγαλυτέρων αγαθών, αυτός όμως τον παρέβαινε και έτσι προκαλούσε συνεχώς τον Πατέρα. Του άνοιξε την ιδία την πύλη της αιωνίου ζωής με την πίστη και το βάπτισμα, και εκείνος με τις προσωπικές του αμαρτίες την έκλεισε πάλιν αθλίως. Σωρεία αμαρτιών εσύναξε στην ψυχή του, αντί του πλήθους των ασυγκρίτων εκείνων δωρεών. Αντί στον Πατέρα υποδουλώνεται στον εχθρό, και εκείνος τον κάνει χοιροβοσκό και ομοτράπεζο με τους χοίρους. Εζητούσε από την τροφή τους και δεν ημπορούσε ούτε αυτήν να έχη, ώστε και από τους ιδίους τους χοίρους έγινε χειρότερος και αθλιώτερος.

Έτσι τιμούν οι δαίμονες εκείνους που υποδουλώνονται στα θελήματά τους. Αλλά όταν μετά πολύν χρόνον ήλθε στον εαυτόν του και συνησθάνθη την υπερβολήν των κακών, ομολόγησε μέσα στην ψυχή του αφ’ ενός την ευσπλαγχνία του Πατρός, και την μετάνοια την οποίαν η πατρική φιλανθρωπία αναγνωρίζει στα τέκνα ως πρώτον δικαίωμα, αφ’ ετέρου ότι το να απελπισθή για την συγχωρητικότητα του Πατρός, από απιστία στην αγαθότητά του και γι’ αυτό να απομακρυνθή οριστικώς από αυτόν, είναι αθεράπευτο κακό, και κορυφή των άλλων πταισμάτων. Επιστρέφει λοιπόν προς τον Πατέρα με μεγάλο θάρρος. Εξομολογείται την αμαρτία με πολλήν συντριβή, την οποία πρώτα ησθάνθη στην καρδία του, πριν προσέλθη στον Πατέρα, και έπειτα την εφανέρωσε με σχήμα και με γλώσσα.

Δεν ζητεί πλέον την τάξη του υιού, αλλά θεωρεί μεγάλο δώρο να καταταγή με τους υπηρέτας, εάν βέβαια εκρίνετο άξιος και γι’ αυτό. Προτιμά με θέρμη, σε αντικατάσταση της ελευθερίας την οποίαν ανοήτως έχασε, να υπηρετή και να αντισταθμίζη την ασεβή εκείνην ραθυμία με τους κόπους της δουλείας. Εχρησιμοποίησε κακώς τα καλά που του εδόθησαν. Διότι τα κατηνάλωσε όταν δεν έπρεπε, και προς εκείνους τους οποίους δεν έπρεπε, και με τρόπο που δεν αρμόζει . Τώρα δε υποτάσσει πάλιν όλη την θέλησή του στις πατρικές εντολές, πράγμα το οποίον είναι έργον των μισθωτών.

Ο δε φιλανθρωπότατος Πατέρας, βλέποντάς τον από μακρυά να έρχεται, δεν αγανακτεί, δεν αποστρέφει το πρόσωπόν του, δεν στέλλει να τον διώξουν, δεν κλείνει τις πύλες, δεν τον αφήνει μεν να παρουσιασθή εμπρός του και μετά, πολύ δικαίως, να τον επιπλήξη, δεν τον επικρίνει για την αδοξία που φανερά προξένησε το παιδί του όχι μόνον στον εαυτόν του αλλά και στον Πατέρα, για τίποτε εντελώς δεν τον κατηγορεί, αλλά αμέσως επιβεβαιώνει και ενισχύει την ελπίδα που είχε εμφυτευθή στην ψυχή του παιδιού για την πατρικήν ευσπλαγχνία, και την επαληθεύει τρέχοντας να τον προϋπαντήση και να τον αγκαλιάση, και να ταπεινωθή κι αυτος μαζί με την ταπείνωση του παιδιού, και να δείξη με ασπασμό την πατρική του στοργή. Και ο μεν υιός, ενώ είδε τόσην επιείκεια, δεν αξιώνει ακόμη τον εαυτόν του να ονομασθή υιός του, ο δε Πατέρας του δίδει και τα γνωρίσματα της υότητος. Του φορά δηλαδή πάλι την πρώτην στολή του βαπτίσματος, από την οποίαν απεγυμνώθη με τις προσωπικές αμαρτίες, επειδή η μετάνοια έγινε γι’ αυτήν δεύτερον βάπτισμα. Σφραγίζει το χέρι με το δακτυλίδι, για να είναι του λοιπού απρόσιτος στους δαίμονες, αναγνωριζόμενος από μακρυά.

Του ετοιμάζει υποδήματα για τον δρόμο της υπακοής, κάνοντάς τον πάλιν οδοιπόρο προς την σωτηρία. Τον αξιώνει της μυστηριώδους και πνευματικής τροφής, και τον κάνει σ’ αυτό το γεύμα ομοτράπεζόν του. Ω, τι μεγίστη συμπάθεια! τι φιλανθρωπία ανέκφραστος που νικά κάθε νουν και λόγο! Χαίρεται μ’ αυτήν και ο ουρανός, και οι δούλοι που παραστέκουν στον Πατέρα. Επειδή δούλοι του Θεού είναι και των αγγέλων οι τάξεις, αφού υπηρετούν στην διοίκησιν αυτού του σύμπαντος, και ιδιαιτέρως στην σωτηρία των ανθρώπων, που πραγματοποιούνται και τα δύο με την πρόνοια του Θεού. Και από το ένα μέρος χαίρονται μαζί του για την μετάνοια του αμαρτωλού, από δε το αλλο εκθειάζουν την ευμένεια του Δεσπότου και Πατρός, φανερώνοντας αυτήν την ηδονή με ψαλμούς και χορούς νοερούς.

Ο δε πρεσβύτερος αδελφός, αν μεν παρευρίσκετο εκεί από την αρχή, θα έχαιρε μαζί τους, θα συνέτρωγε και δεν θα δυσανασχετούσε, βλέποντας τόσην πίστη σ’ αυτόν που μετενόησε, καθώς και την γεμάτην αγαθές ελπίδες επιστροφή του, και ακούοντας την ομολογίαν του, στα οποία ηκολούθησε η ευσπλαγχνία του Πατρός. Αλλα επειδή τότε ήταν απησχολημένος με τα ιδικά του, ή μάλλον με τις πατρικές εντολές, ήλθε έξαφνα και αντίκρυσε το παράδοξον αυτό θέαμα. Και ήταν συγκρατημένος, όχι από φθόνο και οργήν, αλλά από έκπληξη για την τόσο μεγάλην εύνοια προς τον φυγάδα και άσωτο, και περισσότερον από όλα για το ότι το θαύμα ήταν τώρα μαζί τους.

Αυτό ήταν και το τελευταίο δώρο προς εκείνον που μετενόησε, και έτσι έπρεπε να είναι. Τοποθετώντας λοιπόν την δικαιοσύνην του Πατρός απέναντι στην υπερβολήν της επιεικείας του, εθαύμαζε πολύ βλέποντας την πρώτη να ηττάται παραδόξως από την δευτέρα. Διότι αυτός ποτέ δεν έφθασε να έχη εμπειρία τοιαύτης φιλανθρωπίας, αν και πρόσεχε πάντοτε στα πατρικά θελήματα, και δεν είχε παραβή καμμίαν εντολή του, γεγονός για το οποίο και πολύ τον αγαπούσε ο Πατέρας, και αποσκοπούσε μόνον στην δικαιοσύνη του με την οποίαν αντιμετωπίζει αυτούς που τον υπηρετούν.

Τον πλησιάζει δε και αυτόν ο Πατέρας και τον πείθει, και αποκαλύπτοντας την φιλανθρωπίαν του λέγει: Εάν, παιδί μου, αυτός που έχασε ένα από τα εκατό πρόβατα που είχε, αφού ασφαλίσει καλά τα άλλα, τρέχει με αγωνία σε αναζήτηση του ενός, και όταν το εύρη το επαναφέρει και το συναριθμεί με τα άλλα πλημμυρισμένος από χαρά. Και αν κάποια γυναίκα που έχασε μία από τις δέκα δραχμές την αναζητεί με κάθε τρόπο, και χαίρεται όταν την εύρη. Και μάλιστα δεν αρκούνται να χαίρωνται μόνοι τους, αλλά καλούν και φίλους και γείτονες για να ευχαριστηθούν κι αυτοί μαζί τους για την εύρεσιν αυτών που είχαν απωλεσθή. Πώς εγώ, που είμαι Πατέρας, δεν θα ευφρανθώ πολύ δεχόμενος τον αδελφό σου που ξαναέζησε από την φοβεράν εκείνη νέκρωση, και ευρέθη μετά από την πολυχρόνιον απώλειάν του; Πόσο καλλίτεροι είστε εσείς τα παιδιά μου από τις δραχμές και τα πρόβατα;

Τόσον μεγάλο θαυμασμόν προξενεί ακόμη και στους πλέον οικείους η υπερβολή της πατρικής επιεικείας. Και θαυμάζουν όχι επειδή φθονούν αυτόν που παραδόξως έτυχε τόσον καλής αντιμετωπίσεως, αλλά επειδή καίονται από ζήλον και πόθο για τον Πατέρα, τον οποίον θεωρούν ότι προσεβλήθη και είναι αδικημένος. Ίσως δε ούτε με σχήματα και λόγους έδειξε αυτήν την απορία του ο πρεσβύτερος υιός, αλλά απορούσε μόνον με τον λογισμό του, και ο Πατέρας τον εθεράπευσε εμπνέοντας το φάρμακο στον νου του παιδιού του, και εκείνα που θα του ελεγε ο Πατέρας είπε και ο ίδιος στον εαυτόν του, εμπνευσμένος από τον Πατέρα.

Από την στιγμήν εκείνην έχαιρε και απελάμβανε το τραπέζι ανυμνώντας την πατρικήν φιλανθρωπία. Διότι αν δεν γινόταν έτσι, σημαίνει ότι δεν θα ήταν πρεσβύτερος ούτε τηρητής των πατρικών εντολών, αλλά θα ήταν υποδουλωμένος στην οίηση και τον φθόνο και θα ημάρτανε πολύ χειρότερα από τον νεώτερο.

Πράγματι, το να βρούμε κάτι από αυτά που είχαμε χάσει, προξενεί πολλήν ευφροσύνην, έστω και αν τα περισσότερα είχαν διαφυλαχθεί. Επειδή για τα καλά που υπάρχουν χαιρόμεθα με την παρουσία τους, για δε τα χαμένα, όπως είναι φυσικό, πονούμε, και όταν τελικά ευρεθούν χαιρόμεθα γι’ αυτά διπλά, προσθέτοντας για την εύρεση στην προηγουμένην χαρά και δευτέραν, αυτήν που αντικατέστησε την λύπη. Αυτό αποτελεί απαράβατον νόμο και σοφήν υποκίνηση του Θεού προς την φύση.

Γι’ αυτό ούτε θα ήταν ανάγκη να ειπή ο Κύριός μας παρομοία παραβολήν, αφού είναι πολύ φανερά η θεία προς τα τέκνα φιλανθρωπία του, την οποίαν εσυνήθιζε θεοπρεπώς να χαρίζη αφειδώς στους αμαρτωλούς και στους τελώνες που προσήρχοντο τότε. Αλλά ήταν η αναίδεια των Φαρισαίων και των Γραμματέων ασφαλώς που οδήγησε σ’ αυτό, οι οποίοι, όπως είπα και πριν, εβλασφημούσαν ωμότατα τον Θεόν περισσότερο και από ό,τι τους επιγείους πατέρες, και ενώ οι ίδιοι έδειχναν φιλανθρωπία για τα τέκνα τους, ήθελαν μόνον ο Θεός να μνησικακή για τα ιδικά του, η άβυσσος της φιλανθρωπίας, το πέλαγος της αγαθότητος. Και χρησιμοποιούσαν αυτό το ψεύδος ως πρόφασιν, όχι μόνο για την απιστία τους προς τον Κύριόν μας, αλλά και για να κατασπαράζουν τους αδελφούς των, περιεργαζόμενοι και κρίνοντας πολύ αυστηρά τα άχυρα που είχαν στους οφθαλμούς των, ενώ δεν ησθάνοντο τις δοκούς που είχαν στους ιδικούς των, ή και τις εκάλυπταν με τα χρώματα της υποκρισίας.

Γιά να συμπληρώσωμε λοιπόν εδώ κλείνοντας τον λόγο για το προκείμενο θέμα, τα τέκνα του Θεού διακρίνονται σε δύο μέρη, όπως είπαμε, από τα οποία οι μεν είναι και λέγονται μακάριοι, ο ίδιος τους έδωσε αυτό το όνομα, δηλαδή με πρεσβυτικόν φρόνημα χρησιμοποιούν καλώς τις πατρικές ευεργεσίες, και για την φιλοπονία τους προκόπτουν και εδώ, αλλά και εκεί κληρονομούν την αιώνιον ζωή, συναναστρεφόμενοι άμεσα με τον Πατέρα και απολαμβάνοντας μαζί του με τρόπον υπερφυσικό την ευδαιμονία. Οι άλλοι είναι εκείνοι που απομακρύνονται προσωρινώς νεωτερίζοντας, και πολύ κακώς σκεπτόμενοι, κάνουν κατάχρησιν των πατρικών εντολών και των δώρων του Δεσπότου, παρεκλίνοντας προς την ζωήν των χοίρων. Αφού δε μετανοήσουν, επειδή έχει παραμείνει μέσα τους η σπίθα της αγάπης προς τον Πατέρα και δεν έχει σβήσει εντελώς, απολαμβάνουν πάλι την τάξη των υιών, όχι σύμφωνα με κάποιαν δικαιοσύνην, αλλά από οίκτο και φιλανθρωπία. Διότι η θερμή μετάνοιά τους έχει ως παρακίνηση και αφορμήν την πολλήν αγαθότητα, την σφοδροτάτην αγάπη και συγχωρητικότητα του Πατρός, ώστε να αποτελή καρπόν όχι μόνον φόβου αλλά και αγάπης. Γι’ αυτό και ονομάζονται ηλεημένοι. Και έτσι σώζεται η δυάδα των αδελφών, έτσι συνενώνεται όλο το πλήθος των αληθινών τέκνων του Θεού, σε μίαν ευτυχή και λαμπράν δυάδα.

Διότι εκείνοι που απιστούν και αρνούνται την δευτέρα και υπέρμετρο χάριν του Πατρός, η οποία έγινε με πρωτοφανή οικονομίαν, αχρηστεύουν την πίστη με άλλες κακοδοξίες, ή πιστεύουν μεν ορθά, αλλά παραμένουν χωρισμένοι οριστικώς από τους πατρικούς νόμους, διακινδυνεύοντας ματαίως την σωτηρία τους με την νεκρά και χωρίς έργα πίστη. Όλοι αυτοί απεδοκιμάσθησαν από την περιοχή και την ονομασία των υιών, αφού με την θέλησή τους απεστράφησαν τον Θεό και την κατάταξη μαζί με τους αδελφούς των. Γι’ αυτό άθλιοι και γυμνοί από κάθε αγαθόν, πορεύονται στην παρούσα ζωή, και πολύ περισσότερο στην μέλλουσα και αιώνιο, κατοικούν στον Άδη και υποφέρουν εκεί πικρά κατά τα έργα τους.

Ας ευχαριστήσωμε λοιπόν τον Πατέρα και Κύριόν μας, ο οποίος, για να αφήσωμε τώρα τα άλλα που ακούμε καθημερινώς, και εδώ μετρίως αναπτύξαμε, «ουχ ήλθε καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν». Και πολύ καλά έδειξε την πρόθεσή του αυτήν με τα έργα, όχι μόνον συγχωρώντας πόρνες και ληστάς και τελώνες που μετενόησαν, αλλά συγκαταλέγοντάς τους μαζί με τους καθαρούς.

Αλλά και τον τρόπο της γνησίας μετανοίας μας περιέγραψεν ο ίδιος. Βάλε στον νού σου, λέγει, ποίων αγαθών εστερήθης, και για ποία κακά έγινες ένοχος. Μίσησε την αποστασίαν, η οποία σε οδήγησε στον φοβερό λιμό των αγαθών και στην συναναστροφή με τους χοίρους. Και ενώ άλλοι που είναι προικισμένοι με ολιγώτερα χαρίσματα, απολαμβάνουνν αυτά τα αγαθά και χορταίνουν από θείον πόθο, συ λιμοκτονείς αθλίως. Επίστρεψε με όλη την διάθεση της ψυχής σου στον αρχικόν τρόπο ζωής σου, τότε που συμβίωνες με τα αληθινά τέκνα του Θεού, και πρόσεχες στους θείους νόμους.

Μη φοβηθείς την υπερβολήν των πταισμάτων, αλλά να σε ενθαρρύνη το μέγεθος της θείας ευσπλαγχνίας. Επίστρεψε γρήγορα πονώντας για τα εκούσια κακά, αλλά και ψυχαγωγούμενος από τις καλές ελπίδες. Γονάτιζε συνεχώς ενώπιον του Θεού με την καρδία και το σώμα. Ανακάλεσε με δάκρυα τον θείον οίκτον. Να παρακαλής ακατάπαυστα, ώστε να μην επιτρέψη ο Θεός να ξαναπέσης πλέον. Να είσαι έτοιμος να υπομείνης κάθε πληγήν από τον Θεόν με την οποία θα θεραπευθούν τα πταίσματά σου, και θα φύγης καθαρός από αυτήν την ζωή. Πλήγωνε και συ τον εαυτόν σου με όσην δύναμιν έχεις. Πίεζε το σώμα σου με την εγκράτειαν, ώστε να πλουτισθή το πνεύμα σου.

Θέλεις να προσθέσω και τα μεγαλύτερα; Αν μετά την αλλαγή σου εκπληρώσεις όλον τον θείο νόμο, να ονομάζης και να θεωρής τον εαυτόν σου αχρείον δούλον. Διότι έτσι ταπεινώνονται όσοι σκέπτονται σωστά, έστω και αν ευρίσκωνται σε συνεχή κοινωνία με τον Θεόν, έστω και αν δεν τους ελέγχει η συνείδησις ότι με κάποια πράξη τους έφυγαν φανερά από τον ορθόν δρόμο. Συ δε πώς θα καυχηθής μετά από όλα αυτά για κάποιο καλόν; Πρέπει να αποκρούης αμέσως με την ανάμνηση των προηγουμένων παρεκτροπών τον λογισμό της οιήσεως, και να εντρέπεσαι μάλλον για τα προηγούμενα κακά, παρά να υψηλοφρονής για τα πρόσφατα καλά. Μη προσέχης δε στις αμαρτίες των αδελφών παρά τόσον όσο να μήν αμαρτάνης με την επικοινωνία μαζί τους. Μη κρίνεις μέσα σου.

Μη κατηγορής τους άλλους, μάλλον δε να προσεύχεσαι να δώση ο Θεός και σ’ εκείνους μετάνοια, διότι και σε σένα από αυτόν ήλθε αφανώς το καλόν της μετανοίας. Μη σκανδαλίζης κανέναν, ούτε από τους μικρότερους, και να προσπαθής ούτε καν αφορμή σκανδάλων να μη δίδης, διότι θα αναγκάσης τον Θεόν να αποστρέψη το πρόσωπό Του από σε, και πάλι θα ευρεθής κενός από χάρι. Να είσαι έτοιμος να πληγωθής από τους ανθρώπους και να υπομένης, όταν με κάθε τρόπο σε πληγώνουν. Διότι εκείνος που δικαιώνει τον εαυτόν του και αντιδρά σ’ αυτούς που τον λυπούν και τον πληγώνουν, χάνει το κέρδος που είχε από την μετάνοια. Να ανταποδίδης στους αδελφούς αγαθόν αντί κακού, ενθυμούμενος τον Θεόν, ο οποίος αντί των κακών που έκαμες, άνοιξε για σε την πύλη της μετανοίας. Ο δημιουργός για το χτίσμα, ο Κύριος για τον δούλον.

Με αυτούς και παρομοίους λόγους και λογισμούς ασχολούμενος όλην την ώρα, και εκπληρώνοντας τους άλλους νόμους των Ευαγγελίων, θα ελκύσης με αυτόν τον αγαθόν τρόπο τον Θείον οίκτο, για την αληθινήν μετάνοιά σου. Διότι χωρίς τοιαύτην μετάνοιαν είναι αδύνατον να έλθουν στην Βασιλείαν των Ουρανών ακόμη και εκείνοι που ζούν πολύ προσεκτικά, όχι μόνον εκείνοι που επιστρέφουν από πολύ αμαρτωλήν ζωήν. Επειδή όλοι οι άνθρωποι οφείλουν να μετανοήσουν, αφού κανείς δεν ημπορεί να είναι εντελώς απηλλαγμένος από ακαθαρσίαν. Εκείνοι δε που με τις αρετές έχουν πλησιάσει περισσότερο τον Θεόν, αυτοί και τις μικρότερες παρεκτροπές τις θεωρούν πολύ μεγάλες, και καλά κάνουν. Έτσι αποκτούν μεγάλην ταπείνωση, προκόπτουν ασφαλώς και προσεγγίζουν περισσότερο τον Θεόν. Όπως εκείνοι που αμελούν για τις μικρότερες και ούτε πονούν γι’ αυτές ούτε διορθώνουν τον εαυτόν τους, παραχωρεί ο Θεός και πίπτουν σε μεγαλύτερες.

Εμφύτευσε και σε μας, Χριστέ Βασιλεύ, διάπυρον πόθον αληθινής μετανοίας, και χρησιμοποιώντας αυτήν ως αφορμήν, δείξε τον πατρικόν σου οίκτο για μας, και εκείνους που επιστρέφουν καλώς από πολλήν ασωτία, κατάταξέ τους μεταξύ των τέκνων σου, ότι σοί πρέπει δόξα και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν».

Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου (Απόσπασμα από την Α” Ομιλία-Περί μετανοίας) ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ


Ήταν δυό αδέλφια· τα οποία, αφού μοιράστηκαν αναμεταξύ τους την πατρική περιουσία, ο ένας έμεινε στο σπίτι, ενώ ο άλλος έφυγε σε μακρινή χώρα. Εκεί, αφού κατέφαγε όλα όσα του δόθηκαν, δυστύχησε και υπέφερε μη υπομένοντας τη ντροπή από τη φτώχεια. (Λουκά 15: 11 κ.ε.) Αυτή την παραβολή θέλησα να σάς την πω, για να μάθετε, ότι υπάρχει άφεση αμαρτημάτων και μετά το Βάπτισμα, εάν είμαστε προσεκτικοί. Και το λέγω αυτό όχι για να σάς κάνω αδιάφορους, αλλά για να σάς απομακρύνω από την απόγνωση. Γιατί η απόγνωση μας προξενεί χειρότερα κακά και από τη ραθυμία.

Αυτός λοιπόν ο υιός αποτελεί την εικόνα εκείνων που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα. Και ότι φανερώνει εκείνους που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα, αποδεικνύεται από το ότι ονομάζεται υιός. Γιατί κανένας δεν μπορεί να ονομασθεί υιός χωρίς το Βάπτισμα. Επίσης διέμενε στην πατρική οικία και μοιράστηκε όλα τα πατρικά αγαθά, ενώ πριν από το Βάπτισμα δεν μπορεί κανείς να λάβει την πατρική περιουσία, ούτε να δεχθεί κληρονομία. Ώστε μ όλα αυτά μας υπαινίσσεται το σύνολο των πιστών.
Επίσης ήταν αδελφός εκείνου που είχε προκόψει. Αδελφός όμως δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την πνευματική αναγέννηση. Αυτός λοιπόν, αφού έπεσε στη χειρότερη μορφή κακίας, τι λέγει: «Θα επιστρέψω στον πατέρα μου» (Λουκά 15:18). Γι αυτό ο πατέρας του τον άφησε και δεν τον εμπόδισε να φύγει στην ξένη χώρα, για να μάθει καλά με την πείρα, πόση ευεργεσία απολάμβανε όταν βρισκόταν στο σπίτι. Γιατί πολλές φορές ο Θεός, όταν δεν πείθει με το λόγο του, αφήνει να διδαχθούμε από την πείρα των πραγμάτων, πράγμα βέβαια που έλεγε και στους Ιουδαίους.
Επειδή δηλαδή δεν τους έπεισε ούτε τους προσέλκυσε, απευθύνοντάς τους αμέτρητους λόγους με τους προφήτες, τους άφησε να διδαχθούν με την τιμωρία, λέγοντάς τους: «Θα σε διδάξει η αποστασία σου και θα σε ελέγξει η κακία σου» (Ιερ. 2, 19). Γιατί έπρεπε να Του είχαν εμπιστοσύνη από πριν. Επειδή όμως ήταν τόσο πολύ αναίσθητοι, ώστε να μη πιστεύουν στις παραινέσεις και τις συμβουλές Του, θέλωντας να προλάβει την υποδούλωσή τους στην κακία, επιτρέπει να διδαχθούν από τα ίδια τα πράγματα, ώστε έτσι να τους κερδίσει και πάλι.
Αφού λοιπόν ο άσωτος έφυγε στην ξένη χώρα και από τα ίδια τα πράγματα έμαθε πόσο μεγάλο κακό είναι να χάσει κανείς το πατρικό του σπίτι, επέστρεψε, και ο πατέρας του τότε δεν του κράτησε κακία, αλλά τον δέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά. Γιατί άραγε; Επειδή ήταν πατέρας και όχι δικαστής. Και στήθηκαν τότε χοροί και συμπόσια και πανηγύρια και όλο το σπίτι ήταν φαιδρό και χαρούμενο. Τι μου λες τώρα άνθρωπέ μου; Αυτές είναι οι αμοιβές της κακίας; Όχι της κακίας, άνθρωπε, αλλά της επιστροφής. Όχι της πονηρίας, αλλά της μεταβολής προς το καλύτερο.
Και ακούστε και το σπουδαιότερο: Αγανάκτησε γι αυτά ο μεγαλύτερος υιός. Ο πατέρας όμως τον έπεισε κι αυτόν μιλώντας του με πραότητα και λέγοντας, «συ πάντοτε ζούσες μαζί μου, ενώ αυτός ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του» (Λουκά 15:31-32). Όταν πρέπει να διασώσει τον χαμένο, λέγει: «Δεν είναι ώρα τώρα για δικαστήρια, ούτε για λεπτομερή εξέταση, αλλά είναι ώρα μόνο φιλανθρωπίας και συγγνώμης.» Κανένας ιατρός, που έχει αμελήσει ο ίδιος να δώσει φάρμακο στον ασθενή, δεν ζητεί ευθύνες απ αυτόν για την αταξία του και ούτε τον τιμωρεί. Και αν ακόμα χρειαζόταν να τιμωρηθεί ο άσωτος, τιμωρήθηκε αρκετά ζώντας στην ξένη χώρα.
Τόσο λοιπόν χρόνο στερήθηκε τη συντροφιά μας και έζησε παλεύοντας με την πείνα, την ατίμωση και τα χειρότερα κακά. Γι αυτό λέγει ο πατέρας: «ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του». Μη βλέπεις, λέγει, τα παρόντα, αλλά σκέψου το μέγεθος της προηγούμενης συμφοράς. Αδελφό βλέπεις, όχι ξένο. Στον πατέρα του επέστρεψε, που ξεχνάει τα περασμένα η καλύτερα που θυμάται εκείνα μόνο τα οποία μπορούν να τον οδηγήσουν σε συμπάθεια και έλεος, σε στοργή και ευσπλαγχνία τέτοια που ταιριάζει στους γονείς. Γι αυτό δεν είπε, εκείνα που έπραξε ο άσωτος, αλλά εκείνα που έπαθε. Δεν λυπήθηκε ότι κατέφαγε την περιουσία του, αλλ” ότι περιέπεσε σ” αμέτρητα κακά.
Έτσι έψαχνε με τόση προθυμία και με ακόμα μεγαλύτερη να βρει το χαμένο πρόβατο. Και εδώ βέβαια γύρισε πίσω ο ίδιος ο υιός, ενώ στην παραβολή του καλού Ποιμένος έφυγε ο ίδιος ο ποιμένας. Και αφού βρήκε το χαμένο πρόβατο το έφερε πίσω, και χαιρόταν πολύ περισσότερο γι αυτό, παρά για όλα τα άλλα τα σωσμένα. Και πρόσεχε πως έφερε πίσω το χαμένο πρόβατο: Δεν το μαστίγωσε, αλλά μεταφέροντάς το και βαστάζοντάς το στους ώμους του, το παρέδωσε πάλι στο κοπάδι.
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ότι όχι μόνο δεν μας αποστρέφεται όταν επιστρέφομε κοντά Του, αλλά μας δέχεται το ίδιο αγαπητικά με τους άλλους που έχουν προκόψει στην αρετή. Και ότι όχι μόνο δεν μας τιμωρεί, αλλά και έρχεται ν αναζητήσει τους πλανημένους. Και όταν τους βρει, χαίρεται περισσότερο απ όσο χαίρεται για εκείνους που έχουν σωθεί. Ούτε πρέπει ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε στην κατηγορία των κακών, αλλά ούτε όταν είμαστε καλοί να έχουμε θάρρος.
Ασκώντας την αρετή να φοβόμαστε μήπως πέσομε, στηριζόμενοι στο θάρρος μας. Και όταν αμαρτάνουμε να μετανοούμε. Και εκείνο που είπα αρχίζοντας την ομιλία, αυτό λέγω και τώρα: Είναι προδοσία της σωτηρίας μας αυτά τα δύο, δηλαδή και το να έχουμε θάρρος όταν είμαστε ενάρετοι, και το ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε πεσμένοι στην κακία.
Γι αυτό ο Παύλος, για ν” ασφαλίσει εκείνους που ασκούν την αρετή, έλεγε: «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται, ας προσέχει μήπως πέσει» (Α” Κορ. 10, 12). Και πάλι: «Φοβάμαι μήπως, ενώ κήρυξα σε άλλους, εγώ ο ίδιος βρεθώ ανάξιος» (Β” Κορ. 11, 3). Ανορθώνοντας πάλι τους πεσμένους και διεγείροντάς τους σε μεγαλύτερη προθυμία διακήρυττε έντονα στους Κορινθίους γράφοντας τα εξής: «Μήπως πενθήσω πολλούς που αμάρτησαν προηγουμένως και δεν μετανόησαν» (Β” Κορ. 12, 21). Για να δείξει ότι είναι άξιοι θρήνων όχι τόσο εκείνοι που αμαρτάνουν, όσο εκείνοι που δεν μετανοούν για τα αμαρτήματά τους. Και ο προφήτης πάλι λέγει: «Μήπως εκείνος που πέφτει δεν σηκώνεται, η εκείνος που παίρνει στραβό δρόμο δεν επιστρέφει;» (Ιερ. 8, 4). Γι αυτό και ο Δαυίδ παρακαλεί αυτούς ακριβώς, λέγοντας: «Σήμερα, εάν ακούσετε τη φωνή Αυτού, μη σκληρύνετε τις καρδιές σας όπως τότε που Τον παραπίκραναν οι πατέρες σας» (Ψαλμ. 94, 8).
Όσο λοιπόν θα υπάρχει το σήμερα, ας μη απελπιζόμαστε, αλλ έχοντας ελπίδα προς τον Κύριο και έχοντας κατά νουν το πέλαγος της φιλανθρωπίας Του, αφού αποτινάξουμε κάθε τι το πονηρό από τη σκέψη μας, ας ασκούμε με πολλή προθυμία και ελπίδα την αρετή, και ας επιδείξουμε μετάνοια με όλη τη δύναμή μας.
Έτσι αφού απαλλαχθούμε απ” όλα τ αμαρτήματά μας εδώ στη γη, να μπορέσουμε με θάρρος να σταθούμε μπροστά στο βήμα του Χριστού, και να επιτύχουμε τη βασιλεία των ουρανών, την οποία εύχομαι να επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων.

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Ομιλία στην παραβολή του Κυρίου περί του ασώτου»


«Θά γίνη κάποτε λιμός», είπε o προφήτης θρηνώντας την Ιερουσαλήμ, «ὄχι πεῖνα ἄρτου καί ὕδατος, αλλά πεῖνα για τόν λόγο τοῦ Κυρίου». Είναι δo ο λιμός στέρησις και συγχρόνως όρεξις της αναγκαίας τροφής. Υπάρχει όμως και κάτι χειρότερο και αθλιώτερο από αυτήν την πείνα· όταν δηλαδή κάποιος, ενώ στερείται τ” αναγκαία για την σωτηρία, δεν έχει συναίσθησι της συμφοράς, επειδή δεν έχει όρεξι για τη σωτηρία.

Όποιος πεινά και δεν διαθέτει τ” αναγκαία, τριγυρίζει αναζητώντας ένα κομμάτι ψωμιού οπουδήποτε· κι” αν εύρει μουχλιασμένο ζυμάρι, ή του προσφέρει κάποιος άρτο από κεχρί ή από πίτουρα ή κάτι άλλο από τα ευτελέστατα είδη τροφής, χαίρεται τόσο πολύ, όσο επονούσε προηγουμένως που δεν εύρισκε.Όποιος επίσης έχει πνευματική πείνα, δηλαδή στέρηση και συγχρόνως όρεξη για πνευματικές τροφές, τριγυρίζει αναζητώντας αυτόν που έχει από τον Θεό το χάρισμα της διδασκαλίας· κι” αν εύρει, τρέφεται ευφρόσυνα με τον άρτο της ζωής της ψυχής, δηλαδή με τον σωτήριο λόγο, που όποιος τον αναζητεί έως το τέλος δεν πρόκειται να μη τον εύρει· «διότι όποιος αιτεί λαμβάνει και όποιος αναζητεί ευρίσκει, και στον κρούοντα θ” ανοιγεί η θύρα», είπε ο Χριστός.
2. Υπάρχουν όμως μερικοί που με την πολυήμερη ατροφία κατά νουν έχασαν και την όρεξη τής τροφής· γι” αυτό δεν αντιλαμβάνονται τη ζημία. Και αν έχουν τον διδάσκαλο, δυσανασχετούν ακόμη και στην ακρόαση της διδασκαλίας, ενώ αν δεν έχουν, δεν ζητούν τον διδάσκαλο, διάγοντας ζωή αμαρτωλότερη από τον άσωτο.
Διότι εκείνος, αν και με την απομάκρυνσή του εστερήθηκε του κοινού τροφέως και πατρός και κυρίου, περιέπεσε σε φοβερό λιμό και συναισθανόμενος την στέρηση μετενόησε και επανήλθε, επεζήτησε και επέτυχε την θεία και αθάνατη τροφή, και τόσο απήλαυσε δια της μετανοίας των χαρισμάτων του Πνεύματος, ώστε να προκαλέσει και τον φθόνο για τον πλούτο του.
3. Είναι όμως προτιμότερο να πάρωμε το θέμα από την αρχή, για να εξηγήσωμε προς την αγάπη σας την ευαγγελική αυτή παραβολή του Κυρίου, αφού και σήμερα είναι διατεταγμένο να διαβάζεται στην εκκλησία.
4. «Κάποιος άνθρωπος είχε δυό υιούς», λέγει. Ο Κύριος καλεί εδώ τον εαυτό του άνθρωπο παραβολικώς, κι” αυτό δεν έχει τίποτε το παράξενο. Διότι, αν έγινε πραγματικά άνθρωπος για τη σωτηρία μας, τι το παράδοξο να προβάλλει τον εαυτό του ως ένα άνθρωπο για την ωφέλειά μας, αυτός που είναι πάντοτε κηδεμών και της ψυχής και του σώματός μας, ως κύριος και δημιουργός και των δύο, αυτός που είναι ο μόνος που έδειξε σε μας έργα υπερβολικής αγάπης και κηδεμονίας, και πριν ακόμη εμφανισθούμε;
5. Διότι πριν από μας μάς ετοίμασε αιώνια κληρονομία βασιλείας, όπως λέγει ο ίδιος, από καταβολής κόσμου. Πριν από εμάς για χάρη μας έπλασε τους αγγέλους για ν” αποστέλλωνται ως διάκονοι, όπως λέγει ο Παύλος, στους μέλλοντας να κληρονομήσουν τη σωτηρία.
Πριν από εμάς για χάρη μας άπλωσε τον ουρανό σ” όλον τον αισθητό τούτον κόσμο, σαν να έστησε κάποια κοινή και ομότιμη σκηνή σε όλους εμάς κατά την παροδική τούτη ζωή, τον ίδιο αεικίνητο καί πολυκίνητο και ακίνητο· ακίνητον, για να μη προκαλεί στους ενοικούντας φθορά με τις μεταπτώσεις του, πολυκίνητον, για να συγκρατείται στον χώρο του με τις αντίρροπες κινήσεις του, αεικίνητον δε καθ” εαυτόν και περιφέροντα μαζί του ευτάκτως το πλήθος των άστρων, ώστε εμείς αφ” ενός μεν να διδασκώμαστε το πρόσκαιρο της ζωής μας και ν” απολαύωμε όλων των σωμάτων του, που φθάνουν επάνω από την κεφαλή μας, κάθε φορά άλλα.
Για μας πριν από εμάς κατασκεύασε τον μεγάλο φωστήρα για να κυριαρχεί στην ημέρα, και τον μικρό για να κυριαρχεί της νύκτας. Κι” ετοποθέτησε αυτούς και τα άλλα άστρα στο στερέωμα, για να κινούνται με αυτό, συνυπάρχοντα και παραλλάσσοντα πολυειδώς, για να είναι σημάδια των καιρών και των χρόνων. Από αυτά κανένα δεν χρειάζεται ούτε η νοερά φύσις, που είναι υπεραι-σθητή, ούτε η φύσις των άλογων ζώων, που ζεί μόνο κατά αίσθηση. Για μας λοιπόν έγιναν, που με την αίσθησι μεν απολαύομε και τις άλλες δωρεές και το κάλλος των βλεπομένων, με τον νουν δε αντιλαμβανόμαστε τα σημεία αυτά.
6. Για μας πριν από εμάς εθεμελίωσε τη γη, άπλωσε τη θάλασσα, εξέχυσε αφθόνως επάνω από αυτά τον αέρα, κι” επάνω από αυτόν παραπέρα άναψε πανσόφως την φύσι του πυρός, ώστε και το υπερβολικό ψύχος των κάτω να μετριάζει περιγυρίζοντας και να μένει στον τόπο του συγκρατώντας τα άπλωμά του. Αν δε και τα άλογα ζώα τα χρειάζονται αυτά για τη συντήρησή τους, αλλά κι” αυτά εδημιουργήθηκαν πριν από μας για υπηρεσία προς τους ανθρώπους, όπως ψάλλει και ο προφήτης Δαβίδ.
7. Αυτόν λοιπόν τον σύμπαντα κόσμο παρήγαγε από το μηδέν ο πλάστης μας πριν από τη δική μας πλάση, για την σύσταση του σώματός μας. Για την βελτίωση δε των ηθών και την καθοδήγη-σι προς την αρετή τι δεν έκαμε ο φιλάγαθος δεσπότης; Τον ίδιον αυτόν αισθητό κόσμο επεξεργάσθηκε σαν κάτοπτρο των υπερκοσμίων, ώστε δια της πνευματικής θεωρίας γύρω από αυτόν, σαν δια μέσου μιας θαυμασίας κλίμακος, να φθάνωμε προς εκείνα.
Ενέβαλε μέσα μας έμφυτο νόμο, σαν απαρέγκλιτη στάθμη, ανεξαπάτητο κριτή και αδιάψευστο διδάσκαλο, την ατομική στον καθένα συνείδηση. Έτσι, αν είμαστε με την διάνοια συγκεντρωμένοι στον εαυτό μας, δεν θα χρειασθούμε άλλον διδάσκαλο για την κατανόηση του αγαθού· αν με την αίσθηση διαπορθμεύσωμε καλώς τον νου προς τα έξω, τα αόρατα του Θεού καθορώνται νοούμενα δια των ποιημάτων, λέγει ο απόστολος.
8. Αφού λοιπόν δια της φύσεως και της κτίσεως άνοιξε το διδασκαλείο των αρετών, ο ίδιος ετοποθέτησε αγγέλους ως φύλακες, ανύψωσε πατέρες και προφήτες προς καθοδήγηση, έδειξε σημεία και τέρατα οδηγούντα προς την πίστη, μας έδωσε τον γραπτό νόμο, βοηθητικό στο νόμο της λογικής μας φύσεως και στη διδασκαλία από την κτίση.
Τέλος, επειδή τα περιφρονήσαμε όλα (ω, τι ραθυμία δική μας και τι μακροθυμία και έγνοια του υπερβολικά αγαπώντος εμάς!), μας έδωσε τον εαυτό του για χάρη μας, και, κενώνοντας τον πλούτο της θεότητος στο έσχατο κατάντημά μας επήρε την φύση μας και, γενόμενος άνθρωπος σαν εμάς, διετέλεσε διδάσκαλος μας.
Αυτός μας διδάσκει για το μέγεθος της φιλανθρωπίας του, επιδεικνύοντάς την με έργο και λόγο, συγχρόνως δε οδηγεί σε μίμηση της συμπαθείας του, ενώ αποτρέπει από την σκληροκαρδία τους οπαδούς του.
9. Επειδή δε η αγάπη γεννάται και μέσα στους επιμελητάς των πραγμάτων, όπως και στους ποιμένες των προβάτων, ενυπάρχει δε και στους κυρίους των κτημάτων, όχι όμως τόσο όσο στους συνδεόμενους με αίμα και συγγένεια, και από αυτούς πάλι περισσότερο στους πατέρες προς τα παιδιά τους, από αυτούς προσφέρει ένδειξη της φιλανθρωπίας του, λέγοντας τον εαυτό του άνθρωπο και πατέρα όλων μας· επειδή αφ” ενός μεν για μας έγινε πραγματικά άνθρωπος, αφ” ετέρου δε μας αναγέννησε δια του θείου βαπτίσματος και της σ” αυτό χάριτος του θείου Πνεύματος.
10. «Κάποιος άνθρωπος λοιπόν», λέγει,«είχε δυό υιούς». Διότι η διαφορά της γνώμης εχώρισε σε δύο την μία φύση και η διάκρισις μεταξύ αρετής καί κακίας συνήγαγε τους πολλούς σε δύο. Κι” εμείς εξ άλλου μερικές φορές λέγομε διπλόν τον ένα κατά την υπόσταση, όταν έχει την διπλότητα του ήθους, και λέγομε επίσης τους πολλούς ένα, όταν συμφωνούν μεταξύ τους. «Προσελθών λοιπόν ο νεώτερος υιός είπε στον πατέρα»»· ευλόγως παρουσιάζεται νεώτερος· διότι προβάλλει αίτημα παιδαριώδες και γεμάτο αφροσύνη.
Και η αμαρτία δε, την οποία είχε στο νου του σχεδιάζοντας την αποστασία, είναι νεωτέρα, εφ” όσον είναι υστερογενές εύρημα της κακής προαιρέσεώς μας· η δε αρετή είναι πρωτογενής, αφού στον Θεό μεν ήταν αϊδίως, στην ψυχή μας δε εμβλήθηκε από την αρχή από τον Θεό κατά χάρη.
11. Προσήλθε δε, λέγει, ο νεώτερος υιός και είπε στον πατέρα· «δος μου το ανάλογο μέρος της περιουσίας». Ω, ποια αφροσύνη! Δεν εγονάτισε, δεν ικέτευσε, αλλ” απλώς είπε· και όχι μόνο αυτό, αλλ” απαιτεί το μερίδιο και ως οφειλή από εκείνον που δίδει σε όλους κατά χάριν. Δος μου το ανάλογο μέρος της περιουσίας, που μου ανήκει κατά το νόμο, την μερίδα μου σύμφωνα με το δίκαιο. Και ποιος νόμος υπάρχει και από που προέρχεται αυτό το δίκαιο, να είναι οι πατέρες οφειλέτες στα παιδιά; Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει· τα παιδιά οφείλουν στους πατέρες, όπως η ίδια η φύσις δεικνύει, αφού έλαβαν από εκείνους την ύπαρξη. Αλλ” είναι και αυτό δείγμα του νεωτερικού φρονήματος.
12. Τι κάμνει λοιπόν αυτός που βρέχει σε δικαίους και αδίκους, που ανατέλλει τον ήλιο σε πονηρούς και αγαθούς; Τους διεμοίρασε την περιουσία, λέγει. Βλέπεις ότι αυτός ο «άνθρωπος» και πατέρας είναι ανενδεής; Αλλιώς δεν θα εμοίραζε την περιουσία στους δυό μόνους ούτε σε δυο μερίδια μόνο, αλλά θα εκρατούσε και για τον εαυτό του μια τρίτη μερίδα. Αυτός όμως, ως Θεός, όπως λέγει και ο προφήτης Δαβίδ, μη έχοντας ανάγκη των αγαθών του είδους αυτού, εμοίρασε, λέγει στα δυο αυτά παιδιά μόνο την περιουσία, δηλαδή τον κόσμο όλον.
Διότι, όπως διαιρείται η μια φύσις λόγω της διαφορετικής γνώμης, έτσι διαιρείται και ο ένας κόσμος λόγω της διαφορετικής χρήσεως. Πραγματικά ο ένας λέγει προς τον Θεό, «όλη την ημέρα άπλωσα προς σε τα χέρια μου», και «σε ύμνησα επτά φορές την ημέρα», και «το μεσονύκτιο εξυπνούσα», και «έκραξα πάρωρα», και «ήλπισα στα λόγια σου», και «τα πρωινά εφόνευσα όλους τους αμαρτωλούς της γης», δηλαδή απέκοψα τις ορμές της σαρκός που κινούνται προς ηδυπάθεια· ο άλλος περνά τις ημέρες του στο κρασί και κυττάζει που γίνεται πότος, διέρχεται τις νύκτες με άσεμνες και άθεσμες πράξεις, και σπεύδει σε κρυφές δολοπλοκίες ή φανερές επιβουλές, σε αρπαγές χρημάτων και πονηρά σχέδια.
Άρα δεν εμοίρασαν αυτοί την μια νύκτα και τον ένα ήλιο, και πριν από αυτά την ίδια τη φύση, αφού την κατεχράσθηκαν χωρίς συμφωνία μεταξύ τους; Ο δε Θεός διέθεσε όλη την κτίση αδιαιρέτως σε όλους, προθέτοντάς την σε χρήση κατά την βούληση του καθενός.
13. «Κι έπειτα από όχι πολλές ημέρες», λέγει, «αφού τα συγκέντρωσε όλα ο νεώτερος υιός, μετανάστευσε σε μακρινή χώρα». Πώς δεν μετανάστευσε αμέσως, αλλά έπειτα από όχι πολλές, δηλαδή μετά από λίγες ημέρες; Ο πονηρός υποβολεύς Διάβολος δεν υποβάλλει ταυτοχρόνως και την ιδιορρυθμία και την αμαρτία, αλλά με πανουργία υποκλέπτει βαθμιαίως την διάθεση, λέγοντάς μας ψιθυριστά· και συ ζώντας μόνος σου, χωρίς να παρακολουθείς την Εκκλησία του Θεού ούτε να προσέχεις τον διδάσκαλο της Εκκλησίας, μπορείς ν” αντιληφθείς το καθήκον και μόνος σου και να μη απομακρύνεσαι από το αγαθό.
Όταν δε αποσπάσει κάποιον από την ιερά υμνωδία και από την υπακοή προς τους ιερούς διδασκάλους, τον απομακρύνει και από τη θεία επίβλεψη, παραδίνοντάς τον στα πονηρά έργα. Διότι ο Θεός ευρίσκεται παντού· ένα είναι που ευρίσκεται μακριά από τον Θεό, το κακό, στο οποίο φθάνοντας δια της αμαρτίας αποδημούμε μακριά από τον Θεό. Όπως λέγει ο Δαβίδ προς τον Θεό, «δεν θα διαμείνουν παράνομοι απέναντι στους οφθαλμούς σου».
14. Αφού λοιπόν, λέγει, ο νεώτερος υιός απομακρύνθηκε με αυτόν τον τρόπο και απεδήμησε σε μακρινή χώρα «εκεί διεσκόρπισε την περιουσία του ζώντας ασώτως». Πώς όμως διεσκόρπισε την περιουσία του; Υπεράνω όλων ουσία και περιουσία μας είναι ο έμφυτος νους μας.
Έως ότου λοιπόν εμμένομε στους τρόπους της σωτηρίας, τον έχομε συνηγμένο στον εαυτό του και στον πρώτο και ανώτατο νου, τον Θεό· όταν όμως ανοίξωμε θύρα στα πάθη, αμέσως σκορπίζεται, περιπλανώμενος διαρκώς γύρω στα σαρκικά και τα γήινα, πρός τις πολύμορφες ηδονές και τους εμπαθείς λογισμούς γι” αυτές.
Του νου πλούτος είναι η φρόνησις, που παραμένει σ” αυτόν και διακρίνει το καλύτερο από το χειρότερο, όσον καιρό κι αυτός παραμένει πειθαρχικός στις εντολές και συμβουλές του ανωτάτου Πατρός· όταν όμως αφηνιάσει αυτός, κι η φρόνησις σκορπίζεται σε πορνεία και αφροσύνη, μοιραζόμενη τις κακίες των δύο μερών.
15. Θα ιδείς τούτο και σε όλες τις αρετές και δυνάμεις μας, που είναι πραγματικά πλούτος μας, ο οποίος, αφού η κακία είναι πολυσχεδής, όταν κλίνη προς αυτήν, σκορπίζεται. Διότι ο ίδιος ο νους στρέφει την επιθυμία προς τον ένα και πραγματικά όντως Θεό, τον μόνον αγαθό, τον μόνον εφετό, τον μόνον παρέχοντα την ηδονή απηλλαγμένη από κάθε οδύνη.
Όταν όμως ο νους αποχαυνωθεί, η δύναμις της ψυχής προς την όντως αγάπη εκπίπτει από το όντως ορεκτό και, διασπωμένη προς τις ποικίλες ορέξεις της ηδυπαθείας, σκορπίζεται, ελκυσμένη από το ένα μέρος προς την επιθυμία τροφών μη αναγκαίων, από το άλλο προς την επιθυμία πραγμάτων αχρήστων, και από το τρίτο προς την επιθυμία της κενής και άδοξης δόξας.
Κι έτσι κατακερματιζόμενος ο άθλιος άνθρωπος και συρόμενος από τις ποικίλες γι” αυτά φροντίδες, ούτε τον ήλιο ακόμη τον ίδιο ούτε τον αέρα, τον κοινό σε όλους πλούτο, δεν μπορεί να αναπνεύσει και να θεωρήσει ευχάριστα.
16. Αυτός ο ίδιος ο νους μας, αν δεν απομακρυνθεί από τον Θεό, διεγείρει τον θυμό που έχομε μέσα μας εναντίον μόνου του Διαβόλου και χρησιμοποιεί την ανδρεία της ψυχής κατά των πονηρών παθών, κατά των αρχόντων του σκότους, κατά των πνευμάτων της πονηρίας.
Αν όμως δεν προσηλωθεί στις θείες εντολές του Κυρίου που τον εστρατολόγησε, μάχεται προς τους πλησίον του, μαίνεται κατά των ομοφύλων, αποθηριώνεται εναντίον εκείνων που δεν συναινούν στις παράλογες ορέξεις του και γίνεται, φευ, ανθρωποκτόνος άνθρωπος, (ομοιωμένος όχι μόνο με τα κτήνη τα άλογα, αλλά και με τα ερπετά και με τα ιοβόλα ζώα, γινόμενος σκορπιός, όφις, γέννημα εχιδνών, αυτός που ωρίσθηκε να είναι στην τάξη των υιών του Θεού.
Είδες πώς διεσκόρπισε κι έχασε την περιουσία του; «Αφού τα εδαπάνησε όλα ο νεώτερος υιός, άρχισε να στερείται και έπεσε σε πείνα». Αλλά δεν εσκεπτόταν ακόμη να επιστρέψει, διότι ήταν άσωτος. Γι” αυτό, «επήγε και προσκολλήθηκε σ” ένα από τους πολίτες της χώρας εκείνης και εκείνος τον έστειλε στο αγρόκτημα να βόσκει χοίρους».
17. Ποιοι δε είναι οι πολίτες και πολιτάρχες της χώρας που είναι μακριά από τον Θεό; Φυσικά οι δαίμονες, από τους οποίους ο υιός του ουρανίου Πατρός κατέστη πορνοβοσκός και αρχιτελώνης και αρχιληστής και στασιάρχης. Διότι ο χοιρώδης βίος λόγω της άκρας ακαθαρσίας του υπονοεί κάθε πάθος, χοίροι δε είναι όσοι κυλίονται στον βόρβορο των παθών τούτων. Όταν εκείνος έγινε προϊστάμενος τούτων, ως πρώτος από όλους αυτούς στην ηδυπάθεια, δεν μπορούσε να χορτάσει από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, δηλαδή δεν ήταν δυνατό να λάβει κορεσμό της επιθυμίας του.
18. Πώς όμως δεν αρκεί η φύσις του σώματος να εξυπηρετήσει τις ορμές του ακολάστου; Ο χρυσός ή ο άργυρος, όταν περιέλθη στον φιλόχρυσο και φιλάργυρο, αυξάνει την στέρηση και όσο περισσότερος εισρεύσει, τόσο μεγαλύτερη επιθυμία προκαλεί· μόλις θ” αρκέσει σ” έναν πλεονέκτη και φίλαρχο όλος ο κόσμος, ίσως δε ούτε αυτός.
Επειδή λοιπόν αυτοί μεν είναι πολλοί, ο κόσμος δε ένας, πώς τότε θα μπορέσει κανείς από αυτούς να εύρει κόρο της επιθυμίας του; Έτσι λοιπόν και εκείνος ο αποστάτης από τον Θεό δεν μπορούσε να χορτασθεί. Διότι άλλωστε, λέγει, δεν του προσέφερε κανείς τόν κόρο. Ποιος θα του τον προσέφερε; Ο Θεός απουσίαζε, με του οποίου και τη θέα μόνο προκαλείται αβάρετος κόρος στον βλέποντα, σύμφωνα με εκείνον που είπε, «θα χορτάσω μόλις θεαθεί από εμένα η δόξα σου».
Ο Διάβολος δεν θέλει να προσφέρει κόρο των αισχρών επιθυμιών, επειδή εκ φύσεως ο κόρος στα τρεπτά πράγματα προκαλεί μεταβολή της σχέσεως προς αυτά. Ευλόγως λοιπόν κανένας δεν του έδιδε τον κόρο.
19. Μόλις πάντως κάποτε εκείνος ο αποστάτης από τον πατέρα ήλθε στα λογικά του και αντιλήφθηκε σε ποιο κατάντημα έφθασε, έκλαυσε τον εαυτό του λέγοντας· «πόσοι μισθωτοί του πατρός μου έχουν αφθονία άρτων, ενώ εγώ χάνομαι από την πείνα!». Ποιοι είναι οι μισθωτοί; Εκείνοι που δια των ιδρώτων της μετανοίας και της ταπεινώσεως παίρνουν σαν μισθό τη σωτηρία. Υιοί δε είναι εκείνοι που λόγω της αγάπης προς αυτόν υποτάσσονται στις εντολές του, όπως είπε και ο Κύριος, «όποιος με αγαπά, θα τηρήσει τις εντολές μου».
20. Έτσι λοιπόν ο νεώτερος υιός αφού απέπεσε από την υιοθεσία και εξέπεσε από την ιερά πατρίδα και περιέπεσε σε πείνα, αντιλαμβάνεται τη θλιβερή κατάστασή του και ταπεινώνεται και μετανοεί λέγοντας «θα σηκωθώ να υπάγω και να γονατίσω στον πατέρα μου και θα του ειπώ, πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα».
Καλώς λοιπόν στην αρχή ελέγαμε ότι αυτός ο πατέρας είναι ο Θεός· διότι πώς θα αμάρτανε στον ουρανό ο νέος που απεστάτησε από τον πατέρα, αν ο πατέρας δεν ήταν ουράνιος; «Αμάρτησα λοιπόν», λέγει, «στον ουρανό», δηλαδή στους αγίους που ευρίσκονται στον ουρανό και είναι πολίτες του ουρανού, «και σε σένα», που κατοικείς μαζί με τους αγίους σου στους ουρανούς. «Και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζωμαι υιός σου· κάμε με σαν ένα από τους μισθωτούς σου».
Καλώς λέγει, σωφρονισμένος από την τωρινή του ταπείνωση, «κάμε με»· διότι δεν λαμβάνει κανείς από τον εαυτό του τους βαθμούς της αρετής, αν και επίσης δεν τους λαμβάνει χωρίς την προαίρεσή του. «Αφού λοιπόν εσηκώθηκε, ήλθε στον πατέρα του. Ενώ δε απείχε ακόμη πολύ».
Πώς και ήλθε και συγχρόνως απείχε πολύ, γι” αυτό και ο πατέρας του τον ευσπλαγχνίσθηκε και εξήλθε προς συνάντησή του; Ο άνθρωπος που μετανοεί με την ψυχή του δια μεν της αγαθής προθέσεως και της αποχής από την αμαρτία φθάνει προς τον Θεό· από την κακή όμως συνήθεια και τις προλήψεις τυραννούμενος νοερώς, απέχει ακόμη πολύ από τον Θεό, και αν πρόκειται να σωθεί, χρειάζεται μεγάλη από άνω ευσπλαγχνία και βοήθεια. ============
21. Γι” αυτό και ο πατέρας των οικτιρμών συγκαταβαίνοντας τον προϋπάντησε, τον αγκάλιασε και τον κατεφίλησε, παρήγγειλε δε στους δούλους του, δηλαδή στους ιερείς, να τον ενδύσουν την πρώτη στολή, δηλαδή την υιοθεσία, την οποία και πρωτύτερα είχε φορέσει δια του αγίου βαπτίσματος, και να του βάλουν δακτυλίδι στο χέρι του, δηλαδή στο πρακτικό μέρος της ψυχής που δηλώνεται με το χέρι, να τοποθετήσουν σφραγίδα θεωρητικής αρετής, ως αρραβώνα της μελλοντικής κληρονομιάς, αλλά και υποδήματα στα πόδια, θεία δηλαδή φρουρά και ασφάλεια που θα τον ενδυναμώνει να πατεί επάνω σε όφεις και σκορπιούς κι επάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού.
Έπειτα παραγγέλλει να φέρουν και σφάξουν ένα σιτευτό μόσχο και να τον παραθέσουν σε τραπέζι. Ο δε μόσχος είναι ο ίδιος ο Κύριος, ο οποίος εξέρχεται μεν από τα κρύφια της θεότητος και από τον θρόνο που ευρίσκεται υπεράνω του παντός και όταν εφάνηκε σαν άνθρωπος επάνω στη γη θυσιάζεται ως μόσχος για χάρη ημών των αμαρτωλών και ως σιτευτός, δηλαδή ως άρτος, παρατίθεται σε μας προς βρώσιν.
22. Κάμνει δε κοινή την μ” αυτή την ευκαιρία ευφροσύνη και ευωχία ο Θεός με τους αγίους του, αναλαμβάνοντας από άκρα φιλανθρωπία τις συνήθειές μας και λέγοντας· «έλθετε να φάγωμε κι ευφρανθούμε». Αλλά ο πρεσβύτερος υιός οργίζεται. Πρέπει να υπονοείς, παρακαλώ, πάλι τους Ιουδαίους που οργίζονται γι” αυτήν την πρόσκλησι, τους Γραμματείς και Φαρισαίους που σκανδαλίζονται, διότι ο Κύριος υποδέχεται αμαρτωλούς καί συνεσθίει με αυτούς.
Εάν δε θέλεις να εννοήσεις τούτο και επί των δικαίων, τι παράδοξο είναι, αν και ο δίκαιος αγνοεί τον ανώτερο κάθε συλλήψεως πλούτο της χρηστότητος του Θεού; Γι” αυτό και παρηγορείται από τον κοινό πατέρα και διδάσκεται τα κατάλληλα από αυτόν με τα λόγια, «εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου», μετέχοντας στην αναλλοίωτη ευφροσύνη· «έπρεπε λοιπόν να ευχαριστηθείς και να χαρείς διότι αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός και ανέζησε, ήταν χαμένος και ευρέθηκε».
Ήταν νεκρός από την αμαρτία και ανέζησε με την μετάνοια, ήταν δε και χαμένος, αφού δεν ήταν μαζί με τον Θεό. Αφού λοιπόν ευρέθηκε, γεμίζει τον ουρανό με χαρά, όπως έχει γραφεί, «χαρά γίνεται στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί».
23. Τι δε είναι αυτό για το οποίο λυπείται ο πρεσβύτερος υιός; «Ότι εμένα», λέγει, «δεν μου έδωσες ποτέ ένα κατσίκι, για να διασκεδάσω με τους φίλους μου, όταν δε ήλθε αυτός ο υιός σου, που κατέφαγε την περιουσία σου με τις πόρνες, του έσφαξες τον μόσχο τον σιτευτό». Τόσο εξαίρετα είναι τα προς εμάς χαρίσματα του Θεού, ώστε και οι άγγελοι επεθύμησαν να κυττάξουν τα χαρισθέντα σ” εμάς δια της ενανθρωπήσεώς του, όπως λέγει ο κορυφαίος των αποστόλων Πέτρος.
Αλλά και οι δίκαιοι επεθύμησαν να έλθει γι” αυτά ο Χριστός και πριν από την ώρα του ακόμη, όπως και ο Αβραάμ επεθύμησε να ιδεί την ημέρα του. Αυτός βέβαια τότε δεν ήλθε, και όταν ήλθε, δεν ήλθε να καλέσει δικαίους αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια, και κυρίως υπέρ αυτών σταυρώνεται αυτός που απαλείφει την αμαρτία του κόσμου· διότι υπερεπερίσσευσε η χάρις, όπου επλεόνασε η αμαρτία.
24. Ότι δε δεν δίδει ούτε ένα κατσίκι στους δικαίους, όταν ζητούν, δηλαδή ούτε ένα αμαρτωλό, γίνεται σ” εμάς σαφές και από άλλα πολλά και ιδιαιτέρως από την οπτασία του ιερού και μακαρίου Κάρπου. Διότι αυτός όχι μόνο δεν εισακούσθηκε όταν καταράσθηκε μερικούς πονηρούς άνδρες και έλεγε ότι δεν είναι δίκαιο να ζουν άνδρες άθεοι που διαστρέφουν τους ευθείς δρόμους του Κυρίου, αλλά εδοκίμασε και την θεία αγανάκτησι και άκουσε φρικώδεις λόγους που ωδηγούσαν στην επίγνωση της αρρήτου και υπέρ νουν θείας ανοχής και έπειθαν όχι μόνο να μη καταράται, αλλά και να εύχεται υπέρ αυτών που ζουν στην πονηρία, διότι ο Θεός παρέχει σ” εκείνους ακόμη προθεσμία μετανοίας. Για να δείξει λοιπόν τούτο ο Θεός των μετανοούντων, ο εύσπλαγχνος πατήρ, και για να παραστήσει επί πλέον ότι δίδει μεγάλα καί επίφθονα δώρα στους επιστρέφοντας με μετάνοια, συνέθεσε με αυτόν τον τρόπο την παραβολή.
25. Ας επιληφθούμε λοιπόν κι εμείς, αδελφοί, της μετανοίας με έργα, ας εγκαταλείψωμε τον πονηρό και τα βοσκήματά του· ας μείνωμε μακριά από τους χοίρους και από τα ξυλοκέρατα που τους τρέφουν, δηλαδή από τα βδελυρά πάθη και τους προσκολλημένους σ” αυτά· ας σταθούμε μακριά από την πονηρά νομή, δηλαδή την κακή συνήθεια ας αποφύγωμε την χώρα των παθών, δηλαδή την απιστία και απληστία και ακρασία, όπου συμβαίνει φοβερός λιμός αγαθών και επέρχονται πάθη χειρότερα από τον λιμό· ας τρέξωμε προς τον Πατέρα της αφθαρσίας, τον δότη της ζωής, βαδίζοντας την οδό της ζωής δια των αρετών.
Εκεί θα τον εύρωμε να έχει εξέλθει από φιλανθρωπία για προϋπάντηση και να μας χαρίζει την άφεσι των αμαρτιών μας, το σύμβολο της αφθαρσίας, τον αρραβώνα της μελλοντικής κληρονομίας. Και ο άσωτος υιός άλλωστε, όπως εδιδαχθήκαμε από τον Σωτήρα, όσον καιρό ευρισκόταν στη χώρα των παθών, αν και εσκεπτόταν και έλεγε τα λόγια της μετανοίας, δεν επέτυχε τίποτε το καλό, έως ότου αφήνοντας όλα εκείνα τα έργα της αμαρτίας ήλθε τρέχοντας προς τον πατέρα κι αφού επέτυχε τα ανέλπιστα, έμεινε οπωσδήποτε στο εξής πλησίον του με ταπείνωση, σωφρονώντας, δικαιοπραγώντας καί διατηρώντας ακέραια την ανανεωμένη από τον Θεό χάρη.
26. Αυτήν τη χάρη είθε να την επιτύχωμε όλοι μας και να την διατηρήσωμε αμείωτη, ώστε και στον μέλλοντα αιώνα να συνευφρανθούμε με τον σεσωσμένο άσωτο στην άνω Ιερουσαλήμ, την μητέρα των ζώντων, την Εκκλησία των πρωτοτόκων, εν Χριστώ τω Κυρίω ημών, στον οποίο πρέπει δόξα στους αιώνες. Γένοιτο.

Κήρυγμα ΚΥΡΙΑΚΗ του ΑΣΩΤΟΥ





Ἄσωτος σημαίνει μὴ σωζόμενος. Ἀλλὰ ὁ ἄσωτος τῆς παραβολῆς σώθηκε. Καὶ σώθηκε, ὅταν ἐγκατέλειψε τὶς ἀσωτίες, ὅταν ἐπέστρεψε στὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος τὸν ἀγαποῦσε, ἀκόμη κι ὅταν ἐκεῖνος ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ κοντά του. Καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ πατέρα ἦταν σίγουρα μεγαλύτερο, ὅταν ὁ γιός του βρισκόταν σὲ ξένη γῆ. Ἔτσι εἶναι συχνὰ οἱ γονεῖς· χαίρονται, ὅσο τὰ παιδιά τους εἶναι κοντά, καὶ πονοῦν, ἀγωνιοῦν γι’ αὐτά, ὅταν ἐκεῖνα τοὺς ἐγκαταλείπουν. Πικραίνονται, μὰ περιμένουν…

Δὲν τὸν μάλωσε, ποὺ ζήτησε τὴ μισὴ κληρονομιά· δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ ἀνοίξῃ τὰ φτερά του καὶ νὰ πετάξῃ· γνώριζε καλύτερα ἀπὸ τὸν καθένα τὸν παρορμητισμὸ καὶ ἴσως τὴν ἐπιπολαιότητα τοῦ γιοῦ του παιδιόθεν καὶ πιθανῶς νὰ ὑποψιαζόταν τὸν οἰκονομικό του καὶ κοινωνικὸ κατήφορο, ὅμως δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ φύγῃ, κι ἂς καταλάβαινε ὅτι ὅλα τὰ χρήματα ποὺ ἔδινε στὸν γιό του ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἦταν χαμένα.
Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν περίμενε στὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ· κι ὅταν τὸν εἶδε, ἔτρεξε νὰ τὸν καταφιλήσῃ. Δὲν ὑπολόγισε οὔτε τὰ παλιά, οὔτε τὰ καινούρια ἔξοδα. Ἦταν ὁ ἕνας γιός του, πολύτιμη περιουσία του ποὺ χάθηκε καὶ ξανακερδίθηκε.

Περιουσία τοῦ Θεοῦ εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι, ἀδελφοί μου. Καὶ αὐτὴν τὴν περιουσία ἔρχεται ὁ διάβολος νὰ κλέψῃ καὶ νὰ ἀτιμάσῃ. Περιουσία ἀνεκτίμητη, μὲ τὴν ὁποία τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθῇ, γιατὶ εἶναι αἰώνια καὶ ποτὲ δὲν χάνει τὴν ἀξία της, ἀκόμη κι ἂν βρεθῇ ἀνάμεσα σὲ ἀκαθαρσίες. Αὐτὴν τὴν περιουσία τὴν πανάκριβη ὁ Θεὸς τὴν ἀντάλλαξε μὲ τὸν μονάκριβο θησαυρό Του, τὸν Συνάναρχο καὶ μονογενῆ Υἳό Του, ἔτσι ὥστε νὰ τὴν ἀποθησαυρίσῃ στὰ μέχρι τότε ἄδεια ταμεῖα τοῦ οὐρανοῦ.
Ὁ εὔσπλαχνος πατέρας προσκαλεῖ σὲ πανηγύρι τοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς.

Παραθέτει πλούσιο τραπέζι μὲ ὀρχήστρα καὶ χορό. Τέτοιο πανηγύρι γίνεται καὶ στὸν οὐρανό, ὅταν ἕνας ἁμαρτωλὸς ἐπιστρέφῃ στὸν Θεό Πατέρα. Καὶ τὰ πανάκριβα ῥοῦχα, τὸ πολύτιμο δαχτυλίδι, τὰ καινούρια ὑποδήματα, ἔρχονται νὰ ἐπιβεβαιώσουν ὅτι ἡ πατρικὴ ἀγάπη εἶναι συνεχὴς καὶ ἀληθινή, ὅπως τέτοια εἶναι καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν καθένα μας.

Ἀλλὰ ὑπάρχει ἕνας παράγοντας ποὺ καθορίζει, ἂν αὐτὴ ἡ ἀγάπη θὰ μείνῃ ἀνεκμετάλλευτη ἢ ἂν θὰ ἀξιοποιηθῇ πρὸς ὄφελος τοῦ ἀγαπημένου· κι αὐτὸς ὁ παράγοντας εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἀπόφαση. Ναί! ἔμπρακτη ἀπόφαση νὰ ἐπιστρέψουμε μὲ μετάνοια πρὸς τὸν Θεὸ χρειαζόμαστε, ἀδελφοί μου, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε αὐτὴν τὴν ἀγάπη· ἔμπρακτη ἀπόφαση ποὺ ξεκινᾶ, μόλις ἔλθῃ ὁ ἄσωτος ἑαυτός μας «εἰς ἑαυτόν» μέσα στὴ λάσπη τῶν χοίρων παθῶν καὶ τὰ ξυλοκέρατα τῆς ἡδονῆς, καὶ φτάνει ἕως τὸν μόσχο τὸν σιτευτό.

Δὲν ἀρκεῖ νὰ νοσταλγοῦμε τὸν παράδεισο· ἡ ζωή μας, ἡ σωτηρία μας, χρειάζεται κίνηση, ὤθηση, ἀνακατεύθυνση. Ὁ ἄσωτος νοσταλγοῦσε τὴν ἀσφάλεια καὶ θαλπωρὴ τοῦ πατρικοῦ του σπιτιοῦ, ἀλλὰ ὅσο ἔβοσκε χοίρους, ἡ νοσταλγία δὲν τὸν χόρταζε. Βουτῆξτε, ἀδελφοί μου, τὸ παξιμάδι τῆς νοσταλγίας τοῦ παραδείσου στὸ λασπωμένο τσάϊ τῆς ἁμαρτίας καὶ θὰ δῆτε ὅτι αὐτὸ ποὺ θὰ μείνῃ στὸ στόμα θὰ εἶναι ἡ ἀπαίσια γεύση τῆς λάσπης. Ὅσο μένουμε στὴ βρωμιὰ τῆς ἁμαρτίας, δὲν μᾶς καθαρίζει ἡ λαχτάρα τοῦ παραδείσου. Θέλει ἕνα ἀποφασιστικὸ «κλίκ», ἕνα γενναῖο δευτερόλεπτο, μιὰ μεγαλειώδη στιγμὴ τοῦ χρόνου, γιὰ νὰ γίνῃ ἡ καλὴ ἀρχή. Ἀπὸ‘κεῖ καὶ πέρα τὸ τέρμα εἶναι κοντά. Ὁ Θεὸς συντέμνει τὴν διαδρομή, ἁπλώνει τὰ χέρια Του, τρέχει καὶ ἀγκαλιάζει τὰ χαμένα παιδιά Του.

Ὁ ἄσωτος μᾶλλον δὲν ἤξερε καλὰ τὸν πατέρα του· δὲν περίμενε ὅτι θὰ τὸν δεχόταν ὡς υἱό, οὔτε ἦταν σίγουρος ὅτι θὰ τὸν δεχόταν ὡς μίσθιο, ὡς ἔμμισθο ἐργάτη, γιατὶ δὲν εἶπε: «ὁ πατέρας μου σίγουρα θὰ μὲ δεχθῇ ὡς ἕνα τῶν μισθίων του», ἀλλὰ «θὰ τοῦ ζητήσῳ νὰ μὲ κάνῃ ἔμμισθο ἐργάτη του». Ἴσως νὰ εἶχε κατὰ νοῦ νὰ ἐπιστρέψῃ μέσα ἀπὸ τὴν ἔμμισθη ἐργασία ὅσα εἶχε πρὶν ἀπαιτήσῃ, ἀλλ’ αὐτὸς δὲν εἶναι βέβαια ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο θέλει νὰ γυρίσῃ σπίτι· εἶναι ἡ ἀνάγκη, ἡ προσωπικὴ ἀνάγκη τῆς ἐπιβίωσης, τὸ θλιβερὸ γεγονὸς ὅτι «λιμῷ ἀπόλλυται».

Οἱ χριστιανοὶ δὲν γνωρίζουμε καλὰ τὸν Θεό. Ἔχουμε ἐπιφυλάξεις καὶ ἐνδοιασμοὺς γιὰ τὴν ἀγάπη Του, νομίζουμε πώς, ἂν ἐπιστρέψουμε κοντά Του, θὰ μᾶς ἐπιπλήξῃ, θὰ μᾶς ζητήσῃ νὰ δουλέψουμε ὡς ἐργάτες Του, θὰ ἀπαιτήσῃ νὰ πληρώσουμε στὸ ἀκέραιο τὰ χρέη μας. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ζητᾶ τίποτε ἄλλο, παρὰ μονάχα καὶ μόνο νὰ βρεθοῦμε κοντά Του, ὄχι γιὰ δικό Του ὄφελος, ὡς ἐκτὸς πάσης ἀνάγκης, ἀλλὰ γιὰ ὄφελος δικό μας.
Ἐμπρὸς λοιπόν, ἂς σηκωθοῦμε ἀπὸ τὴν λάσπη τῆς ἁμαρτίας, ἂς ἀφήσουμε τὰ ξυλοκέρατα τῶν χοίρων ἡδονῶν, τῶν χειρόνων παθῶν, κι ἂς λάβουμε τὴν ἔμπρακτη ἀπόφαση, τὴν ἀπόφαση γιὰ ἔμπρακτη μετάνοια καὶ ἐπιστροφή μας πρὸς Ἐκεῖνον, ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ, μᾶς συγχωρεῖ, μᾶς ξαναδέχεται ὡς υἱούς Του.
Το είδαμε εδώ

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ «Ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν αγίου Πνεύματός εστιν, ου έχετε από Θεού, και ουκ εστέ εαυτών;» (Α΄ Κορ. 6, 19).



«Ουκ  οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν αγίου Πνεύματός εστιν, ου έχετε από Θεού, και ουκ εστέ εαυτών;» (Α΄ Κορ. 6, 19).
α. Τη σημαντικότερη ανθρωπολογική αλήθεια θίγει το αποστολικό ανάγνωσμα της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής του αποστόλου Παύλου της Κυριακής του Ασώτου: μετά τον ερχομό του Κυρίου η ύπαρξή μας όλη, η ψυχή και το σώμα μας, δεν ανήκουν πια σ’ εμάς, αλλά σ’ Εκείνον, που σημαίνει ότι μόνο εν Χριστώ πια βρίσκουμε τον εαυτό μας και το νόημα της ζωής μας. Συντονίζεται δε το ανάγνωσμα αυτό με την ομώνυμη παραβολή της Κυριακής, δεδομένου ότι το πρωταγωνιστούν πρόσωπο σ’ αυτήν, ο άσωτος, δεν χρησιμοποίησε σωστά την ψυχή και το σώμα του, αφού τα μόλυνε με την επιλογή του να φύγει μακριά από τον Θεό Πατέρα. Αυτό λοιπόν θίγει και ο απόστολος: ο εαυτός μας ανήκει στον Θεό. Η φράση του μάλιστα έρχεται με οξύτητα να τονίσει την αλήθεια: «δεν ξέρετε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος που σας το χάρισε ο Θεός και βρίσκεται μέσα σας; Δεν ανήκετε στον εαυτό σας».
β. 1. Ποια αντίληψη υπάρχει συνήθως σε πολλούς συνανθρώπους μας ως προς το σώμα τους και γενικά για τον εαυτό τους;
(1) ότι το σώμα τους είναι αποκλειστική ιδιοκτησία τους, συνεπώς μπορούν να του συμπεριφέρονται όπως θέλουν. Είναι ευνόητο ότι κατά την πίστη μας τούτο συνιστά αντίληψη απιστίας και αθεΐας, με συνήθη κατάληξη τη φθορά του σώματος από το κυνηγητό της ηδονής. Διότι «φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γάρ αποθνήσκομεν».  Στην ομάδα αυτή εντάσσονται ασφαλώς και εκείνες οι γυναίκες, οι οποίες θεωρούν ότι ακόμη και το κυοφορούμενο από αυτές έμβρυο αποτελεί δικό τους κομμάτι και εξάρτημα, οπότε μπορούν να το διαχειριστούν κατά το δοκούν. Οι τραγικές αμβλώσεις δεν είναι άσχετες με αυτήν την αντίληψη.
(2) Υπάρχει όμως και μία άλλη μη χριστιανική αντίληψη: ότι το σώμα είναι κάτι ξένο και κακό προς τον άνθρωπο. Πρόκειται για αντίληψη ανατολικών θρησκειών λόγω της πίστεως σε ύπαρξη δύο θεοτήτων, του καλού και του κακού θεού, ο οποίος κακός θεός είναι και ο δημιουργός της ύλης και του σώματος. Δυστυχώς τέτοιες αντιλήψεις πέρασαν ως γνωστόν και μέσα στις διάφορες εκδοχές του αιρετικού χριστιανισμού, με αποτέλεσμα να ακούγεται ακόμη και μέχρι τις ημέρες μας η παραφωνία ότι για να σώσουμε την ψυχή πρέπει να καταστρέψουμε το σώμα.
2. Και οι δύο αντιλήψεις αποτελούν αλλοιώσεις της αλήθειας κι ίσως και δαιμονικές φωνές. Η αλήθεια για μας βρίσκεται στην αποκάλυψη του Χριστού κι αυτό σημαίνει ότι το σώμα μας όπως και η ψυχή μας είναι δημιουργήματα του ενός φύσει καλού και αγαθού Θεού, συνεπώς και τα δύο, σώμα και ψυχή, είναι από τη φύση τους καλά, προορισμένα για την ένωσή τους με τον Θεό. «Ουχί ο ποιήσας το έξωθεν και το έσωθεν εποίησε;» Απολαμβάνουν δε και τα δύο της ίδιας τιμής, γι’ αυτό και σωζόμαστε ως ολόκληροι άνθρωποι ψυχοσωματικά.
3. Ιδιαιτέρως ο απόστολος Παύλος μάς τονίζει σήμερα την αξία του σώματος. Το σώμα είναι ναός του αγίου Πνεύματος και ανήκει κι αυτό στον Θεό. Αφότου μάλιστα διά του αγίου βαπτίσματος γίναμε μέλη Χριστού, ολόκληρη η ύπαρξή μας αποτελεί μία συνέχεια Εκείνου. Συνεπώς αφενός δεν έχει κανείς το δικαίωμα να καταστρέφει το σώμα του (με την υποδούλωση στα διάφορα ψεκτά πάθη, π.χ. με το τσιγάρο, τα ποτά, τα ναρκωτικά, την υπερβολή στο φαγητό, αλλά και με την υπερβολή στην άσκηση, όπως την υπέρμετρη νηστεία), αφετέρου απαιτείται να σεβόμαστε και να αγαπούμε το σώμα μας, βλέποντας την παρουσία και την ενέργεια του Θεού σ’ αυτό.  Κι είναι μία αλήθεια τούτο που δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι δηλαδή τότε αγαπούμε σωστά και σεβόμαστε τον εαυτό μας και το σώμα μας, όταν τα θέτουμε στην υπακοή του θελήματος του Θεού ως μέλη Χριστού. Αυτό ήταν και είναι και το σκεπτικό πάντοτε της Εκκλησίας, όπως μας το λέει για παράδειγμα ο απόστολος: «άρας ουν τα μέλη Χριστού, ποιήσω πόρνης μέλη;» Όποιος έχει επίγνωση της σχέσεώς του με τον Χριστό αδυνατεί να εκτραπεί σε οτιδήποτε διασπά τη σχέση του αυτήν. Γι’ αυτό και η δοξολογία του Θεού περιλαμβάνει και την ψυχή αλλά το σώμα του ανθρώπου. «Δοξάσατε τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινά εστι του Θεού».
4. Και η νηστεία λοιπόν; Μήπως «καταστρέφουμε» το σώμα μας δι’ αυτής; Ασφαλώς και όχι. Μόλις παραπάνω καταδικάσαμε μόνο την υπέρμετρη εκδοχή της. Η νηστεία όμως, η ορθή και εκκλησιαστική και διακριτική, με δεδομένο την πτώση στην αμαρτία και την ανάπτυξη άτακτων ορμών και διαθέσεων και στο σώμα και στην ψυχή, αποτελεί τη διάσωση του ανθρώπου και την εξισορρόπησή του. «Υποπιάζω και δουλαγωγώ το σώμα μου, σημειώνει ο απόστολος αλλού, μήπως άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι». Η αχαλίνωτη πορεία του ανθρώπου με βάση τις άτακτες ορμές των σωματικών αισθήσεών του τον οδηγεί σε υποδούλωση στα πάθη και τον διάβολο. Απαιτείται η εγκράτεια, κύριο στοιχείο της οποίας είναι η νηστεία, προκειμένου το σώμα να υποτάσσεται στον κυρίαρχο νου, κι αυτός με τη σειρά του να υποτάσσεται στο θέλημα του Θεού. Αυτή η πορεία οδηγεί στη σωφροσύνη, η οποία θέτει τον άνθρωπο με τη χάρη του Θεού στο ομαλό σημείο συντονισμού του με τον Θεό. Αν ο ίδιος ο Κύριος ενήστευσε, χωρίς να έχει ανάγκη τη νηστεία, αν όλοι οι άγιοί μας διήλθαν τη ζωή τους ακολουθώντας την οδό της, κανείς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει και τη διαγράψει. Μη ξεχνάμε άλλωστε ότι πρόκειται για την πρώτη εντολή που ο Θεός απαρχής της Δημιουργίας έθεσε στους πρωτοπλάστους, όταν περιόρισε την έκταση των επιθυμιών τους. «Από κάθε καρπό μπορείτε να φάτε, εκτός από τον καρπό του δένδρου της γνώσεως του καλού και του καλού». Γι’ αυτό και ποτέ η νηστεία στην Εκκλησία μας δεν απολυτοποιήθηκε και δεν θεωρήθηκε από μόνη της αξία. Πάντοτε συνδυαζόταν με την πνευματική νηστεία, εξυπηρετώντας ακριβώς τη σκοποθεσία αυτής: την εύκολη υπακοή του ανθρώπου στο θέλημα του Θεού. «Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν ευάρεστον τω Κυρίω. Αληθής νηστεία η των κακών αλλοτρίωσις, εγκράτεια γλώσσης, θυμού αποχή, επιθυμιών χωρισμός, καταλαλιάς, ψεύδους  και επιορκίας». 
γ. Χρειάζεται να αγαπήσουμε σωστά τον εαυτό μας. Να βλέπουμε την ψυχή και το σώμα μας εν σχέσει πάντοτε με τον Χριστό, κι αυτό σημαίνει να αφηνόμαστε με εμπιστοσύνη στον ρυθμό της εκκλησιαστικής ζωής. Η σοφία και η διάκριση των Πατέρων μας μιλά για τη νηστεία και την εγκράτεια, στον βαθμό που ο καθένας μπορεί, αλλά με τον σκοπό της ανάδειξης του αληθινού εαυτού μας, του δημιουργημένου να αγαπά. 
π.Γεώργιος Δορμπαράκης

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...