Το ότι η κρίση θα γίνει είναι περισσότερο από βέβαιο, γιατί το είπε ο Κύριος, το προμηνύει η ακαταστασία στον κόσμο εξ αιτίας της αμαρτίας, το ζητούν οι ψυχές εκείνων που θυσιάστηκαν για το λόγο του Θεού και για τη μαρτυρία του Χριστού, με τα χαρακτηριστικά λόγια της Αποκάλυψης: «έως πότε, ο δεσπότης ο άγιος και ο αληθινός, ου κρίνεις και εκδικείς το αίμα ημών εκ των κατοικούντων επί της γης;»(Αποκ. 6,10).
Πραγματικά, οδυνηρή και δραματική η στιγμή για τους μεν, ευφρόσυνη δε για τους δε. Οι μεν, οι αμαρτωλοί δηλαδή, οι άδικοι, εκείνοι που φάνηκαν σκληροί και άσπλαχνοι προς τον πλησίον τους και δεν έδειξαν έλεος, οπότε και η κρίση θα είναι ανέλεος, σύμφωνα με τα λόγια του Ιακώβου Αδελφοθέου: «Η γαρ κρίσις ανέλεος τω μη ποιήσαντι, έλεος» (Ιακ. 2,13), απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον. Αυτοί είναι εκείνοι, που ο καθένας βέβαια με τον τρόπο του, είπαν στο Θεό «απόστα απ” εμού, οδούς σου ειδέναι ου βούλομαι», και έζησαν αμετανόητοι μακριά από το Χρίστο και την εκκλησία Του.
Αλλά, να και οι δίκαιοι, είναι οι ευλογημένοι του Ουράνιου Πατέρα, οι οποίοι έπραξαν εντελώς τα αντίθετα από τους προηγούμενους. Είναι εκείνοι, οι οποίοι σαν μοναδικό σκοπό της ζωής τους είχαν το πώς θα ζήσουν με αρετή, με αγάπη, με αγιότητα, αυτοί «έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του αρνιού» (Απ. 7,14). Αγωνίστηκαν στη ζωή και, με τη δύναμη του Χριστού, που ζούσε μέσα τους, νίκησαν στον πνευματικό αγώνα εναντίον του ψεύδους και της πλάνης. Αυτοί θα απολαύσουν τα ουράνια εκείνα αγαθά, τα οποία «οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδιαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασε ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α” Κορ. 2,9).
Χάσμα μεγάλο χωρίζει τους μεν από τους δε. «Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον». Αλλά ο λόγος αυτός του Κυρίου δεν μας πληροφορεί μόνο για την έκβαση των πραγμάτων κατά την ημέρα της κρίσεως, αλλά προβληματίζει και τον καθένα ξεχωριστά για το ποια θα είναι η θέση του την ημέρα εκείνη. είναι δε σοβαρός ο προβληματισμός αυτός, γιατί, χωρίς αμφιβολία, ο κάθε άνθρωπος επιθυμεί έντονα την αιωνιότητα, αφού δεν δημιουργήθηκε για το θάνατο αλλά για τη ζωή.
Πώς όμως θα αξιωθεί ο άνθρωπος να απολαύσει αυτή την αιώνια ζωή, αν προηγουμένως δεν εξασφαλίσει τη δικαίωση αυτού μπροστά στον αδέκαστο Κριτή; Πώς θα ήταν λογικό να πάει κανείς στον Παράδεισο μαζί με τις αμαρτίες του; Ποιος θα το θεωρούσε σωστό να πάει σε μία επίσημη δεξίωση ρακένδυτος και απεριποίητος; Εάν σε τέτοιες επίγειες συνάξεις οι άνθρωποι είναι επιμελείς, όσον αφορά στην εξωτερική τους εμφάνιση, πώς δεν θα πρέπει να είναι επιμελέστεροι, όταν πρόκειται για την ουράνια παστάδα, όπου όλα αστράφτουν από αρετή και αγιότητα, «όπου ήχος καθαρός εορταζόντων», όπου εκεί δεν έχει θέση τίποτε το ακάθαρτο; «Εν ταις λαμπρότησι των αγίων σου πως εισελεύσομαι ο ανάξιος; εάν γαρ τολμήσω συνεισελθείν εις τον νυμφώνα, ο χιτών με ελέγχει, ότι ουκ έστι» του γάμου, και δέσμιος εκβαλούμαι υπό των αγγέλων. Καθάρισον, Κύριε, τον ρύπον της ψυχής μου και σώσον με ως φιλάνθρωπος».
Με τα λόγια αυτά ο υμνωδός της Εκκλησίας, ο οποίος είχε κατανοήσει την αμαρτωλότητά του, την αναγκαιότητα του αγιασμού του και την φιλανθρωπίαν του Θεού, απευθύνεται στον Ουράνιο Δεσπότη και ζητάει τη δικαίωση του και τη σωτηρία του. Είναι πράγματι αναγκαία και επιτακτική η δικαίωση μας και ο καθαρισμός μας «από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος» (Β” Κορ. 7,1), είναι απαραίτητος ο αγιασμός «ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον» (Εβρ. 12,14). Είναι τέλος, απαραίτητα τα έργα και οι εκδηλώσεις της αγάπης, διότι έτσι εκδηλώνεται η ζωντανή και αληθινή πίστη.
Βέβαια ο αγώνας για τη δικαίωση και τη ζωή είναι δύσκολος και συνοδεύεται από θυσίες και σταυρούς αλλά συγχρόνως ένδοξος, ωραίος και γεμάτος ελπίδα για την τελική νίκη. «Μείζων εστίν ο εν υμίν η ο εν τω κοσμώ» (Α” Ιωάν. 4,4), γράφει ο μαθητής της αγάπης για να ενισχύσει τους πιστούς, ο δε Παύλος βεβαιώνει ότι ο Χριστός «παρεδόθη δια τα παραπτώματα ημών και ηγέρθη δια την δικαίωσιν ημών» (Ρωμ. 4,25). Τα μέσα του αγιασμού είναι πολλά και ο καρπός του Πνεύματος προσφέρεται πλούσια σε όσους συμμετέχουν στη ζωή του Χριστού. Έτσι η κρίση, για την οποία έγινε λόγος, παύει να είναι άλυτο πρόβλημα, γιατί «ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε ψυχάς ανθρώπων απολέσαι, αλλά σώσαι» (Λουκ. 9,56).