Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 14, 2015

Κυριακή της Απόκρεω (Ματθ. κε’, 31-46) κήρυγμα επί του Ευαγγελίου του Ιωάννη Δήμου Θεολόγου



Σαφής, κατηγορηματικός και αμετάκλητος είναι ο λόγος αυτός του Κυρίου, με τον οποίον επισφραγίζεται. η ευαγγελική περικοπή της Κυριακής της Απόκρεω. Δεν είναι λόγος ανθρώπινος, αβέβαιος και χωρίς περιεχόμενο, είναι λόγος θεϊκός, προφητικός και άξιος κάθε εμπιστοσύνης. Και πώς όχι, αφού βγήκε από το στόμα του θείου Διδασκάλου, του κατ’ εξοχήν Προφήτη, του Θεανθρώπου Κυρίου, ο Οποίος είχε δηλώσει: «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι » (Ματθ.24,35).


Το ότι η κρίση θα γίνει είναι περισσότερο από βέβαιο, γιατί το είπε ο Κύριος, το προμηνύει η ακαταστασία στον κόσμο εξ αιτίας της αμαρτίας, το ζητούν οι ψυχές εκείνων που θυσιάστηκαν για το λόγο του Θεού και για τη μαρτυρία του Χριστού, με τα χαρακτηριστικά λόγια της Αποκάλυψης: «έως πότε, ο δεσπότης ο άγιος και ο αληθινός, ου κρίνεις και εκδικείς το αίμα ημών εκ των κατοικούντων επί της γης;»(Αποκ. 6,10).
Πραγματικά, οδυνηρή και δραματική η στιγμή για τους μεν, ευφρόσυνη δε για τους δε. Οι μεν, οι αμαρτωλοί δηλαδή, οι άδικοι, εκείνοι που φάνηκαν σκληροί και άσπλαχνοι προς τον πλησίον τους και δεν έδειξαν έλεος, οπότε και η κρίση θα είναι ανέλεος, σύμφωνα με τα λόγια του Ιακώβου Αδελφοθέου: «Η γαρ κρίσις ανέλεος τω μη ποιήσαντι, έλεος» (Ιακ. 2,13), απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον. Αυτοί είναι εκείνοι, που ο καθένας βέβαια με τον τρόπο του, είπαν στο Θεό «απόστα απ” εμού, οδούς σου ειδέναι ου βούλομαι», και έζησαν αμετανόητοι μακριά από το Χρίστο και την εκκλησία Του.
Αλλά, να και οι δίκαιοι, είναι οι ευλογημένοι του Ουράνιου Πατέρα, οι οποίοι έπραξαν εντελώς τα αντίθετα από τους προηγούμενους. Είναι εκείνοι, οι οποίοι σαν μοναδικό σκοπό της ζωής τους είχαν το πώς θα ζήσουν με αρετή, με αγάπη, με αγιότητα, αυτοί «έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του αρνιού» (Απ. 7,14). Αγωνίστηκαν στη ζωή και, με τη δύναμη του Χριστού, που ζούσε μέσα τους, νίκησαν στον πνευματικό αγώνα εναντίον του ψεύδους και της πλάνης. Αυτοί θα απολαύσουν τα ουράνια εκείνα αγαθά, τα οποία «οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδιαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασε ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α” Κορ. 2,9).
Χάσμα μεγάλο χωρίζει τους μεν από τους δε. «Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον». Αλλά ο λόγος αυτός του Κυρίου δεν μας πληροφορεί μόνο για την έκβαση των πραγμάτων κατά την ημέρα της κρίσεως, αλλά προβληματίζει και τον καθένα ξεχωριστά για το ποια θα είναι η θέση του την ημέρα εκείνη. είναι δε σοβαρός ο προβληματισμός αυτός, γιατί, χωρίς αμφιβολία, ο κάθε άνθρωπος επιθυμεί έντονα την αιωνιότητα, αφού δεν δημιουργήθηκε για το θάνατο αλλά για τη ζωή.
Πώς όμως θα αξιωθεί ο άνθρωπος να απολαύσει αυτή την αιώνια ζωή, αν προηγουμένως δεν εξασφαλίσει τη δικαίωση αυτού μπροστά στον αδέκαστο Κριτή; Πώς θα ήταν λογικό να πάει κανείς στον Παράδεισο μαζί με τις αμαρτίες του; Ποιος θα το θεωρούσε σωστό να πάει σε μία επίσημη δεξίωση ρακένδυτος και απεριποίητος; Εάν σε τέτοιες επίγειες συνάξεις οι άνθρωποι είναι επιμελείς, όσον αφορά στην εξωτερική τους εμφάνιση, πώς δεν θα πρέπει να είναι επιμελέστεροι, όταν πρόκειται για την ουράνια παστάδα, όπου όλα αστράφτουν από αρετή και αγιότητα, «όπου ήχος καθαρός εορταζόντων», όπου εκεί δεν έχει θέση τίποτε το ακάθαρτο; «Εν ταις λαμπρότησι των αγίων σου πως εισελεύσομαι ο ανάξιος; εάν γαρ τολμήσω συνεισελθείν εις τον νυμφώνα, ο χιτών με ελέγχει, ότι ουκ έστι» του γάμου, και δέσμιος εκβαλούμαι υπό των αγγέλων. Καθάρισον, Κύριε, τον ρύπον της ψυχής μου και σώσον με ως φιλάνθρωπος».
Με τα λόγια αυτά ο υμνωδός της Εκκλησίας, ο οποίος είχε κατανοήσει την αμαρτωλότητά του, την αναγκαιότητα του αγιασμού του και την φιλανθρωπίαν του Θεού, απευθύνεται στον Ουράνιο Δεσπότη και ζητάει τη δικαίωση του και τη σωτηρία του. Είναι πράγματι αναγκαία και επιτακτική η δικαίωση μας και ο καθαρισμός μας «από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος» (Β” Κορ. 7,1), είναι απαραίτητος ο αγιασμός «ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον» (Εβρ. 12,14). Είναι τέλος, απαραίτητα τα έργα και οι εκδηλώσεις της αγάπης, διότι έτσι εκδηλώνεται η ζωντανή και αληθινή πίστη.
Βέβαια ο αγώνας για τη δικαίωση και τη ζωή είναι δύσκολος και συνοδεύεται από θυσίες και σταυρούς αλλά συγχρόνως ένδοξος, ωραίος και γεμάτος ελπίδα για την τελική νίκη. «Μείζων εστίν ο εν υμίν η ο εν τω κοσμώ» (Α” Ιωάν. 4,4), γράφει ο μαθητής της αγάπης για να ενισχύσει τους πιστούς, ο δε Παύλος βεβαιώνει ότι ο Χριστός «παρεδόθη δια τα παραπτώματα ημών και ηγέρθη δια την δικαίωσιν ημών» (Ρωμ. 4,25). Τα μέσα του αγιασμού είναι πολλά και ο καρπός του Πνεύματος προσφέρεται πλούσια σε όσους συμμετέχουν στη ζωή του Χριστού. Έτσι η κρίση, για την οποία έγινε λόγος, παύει να είναι άλυτο πρόβλημα, γιατί «ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε ψυχάς ανθρώπων απολέσαι, αλλά σώσαι» (Λουκ. 9,56).

Κυριακή της Απόκρεω – Η ώρα της κρίσεως


Ο Παράδεισος

Η ώρα είναι μοναδική και συγκλονιστική. Ο Θεάνθρωπος Κύριος έρχεται μέσα στη θεϊκή του δόξα για να κρίνει την ανθρωπότητα. Τον συνοδεύουν οι αμέτρητες στρατιές των αγίων αγγέλων. Μπροστά στον ένδοξο θεϊκό του θρόνο έχουν συγκεντρωθεί όλοι οι άνθρωποι όλων των αιώνων. Κι ο μέγας Κριτής χωρίζει τους ανθρώπους, όπως ο βοσκός χωρίζει τα πρόβατα από τα γίδια. Στα δεξιά του βάζει τους δίκαιους και στα αριστερά του τους αμετανόητους αμαρτωλούς. Εκείνη τη φοβερή ώρα ακούγεται η θεϊκή φωνή του ουρανίου Κριτού προς τους δικαίους: Ελάτε, οι ευλογημένοι του Πατρός μου, να κληρονομήσετε τη Βασιλεία που είναι ετοιμασμένη για εσάς από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος. Διότι πείνασα και μου δώσατε τροφή, δίψασα και μου δώσατε νερό, ήμουν ξένος και με φιλοξενήσατε, γυμνός και με ντύσατε, άρρωστος και με επισκεφθήκατε, φυλακισμένος και ήλθατε να με παρηγορήσετε.
Και οι δίκαιοι με έκπληξη και απορία θα πουν: Κύριε, πότε Σε είδαμε πεινασμένο, διψασμένο, ξενιτεμένο, γυμνό, άρρωστο, φυλακισμένο και Σου δείξαμε αγάπη; Και θα αποκριθεί ο Κριτής: Εφόσον το κάνατε στους άσημους αδελφούς μου, είναι σαν να το κάνατε σε μένα. Ελάτε λοιπόν στη Βασιλεία μου.
Πώς όμως θα είναι αυτή η Βασιλεία του Θεού; Όποιες λέξεις κι αν χρησιμοποιήσουμε δεν θα μπορέσουμε να περιγράψουμε την ασύλληπτη ωραιότητα της Βασιλείας των ουρανών, όπως ακριβώς ένας εκ γενετής τυφλός δεν μπορεί να περιγράψει την ωραιότητα της φύσεως. Η Αγία Γραφή βέβαια παρουσιάζει συμβολικές εικόνες του Παραδείσου, ο απόστολος Παύλος τονίζει ότι σαν αυτά που ετοίμασε ο Θεός γι’ αυτούς που Τον αγαπούν, «ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α’ Κορ. β’ 9). Η ζωή του Παραδείσου όχι μόνο εν μπορεί να περιγραφεί, αλλά ούτε και να συγκριθεί με καμιά άγια χαρά του κόσμου αυτού. Από τη ζωή εκείνη θα απουσιάζει κάθε «ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός». Εκεί δεν θα υπάρχουν αδικίες, αρρώστιες, θάνατος. Εκεί θα έχουν σβήσει όλα τα πάθη. Εκεί όλα θα είναι γεμάτα χαρά. Όλα θα είναι φως. Η μεγαλύτερη όμως χαρά και ευτυχία μας θα είναι ότι θα βλέπουμε διαρκώς «πρόσωπον προς πρόσωπον» το απαστράπτον πρόσωπο του Χριστού.
Τα μάτια μας δεν θα χορταίνουν να βλέπουν τη δόξα του· τα αυτιά μας να ακούν τη φωνή του και τις γλυκύτατες ψαλμωδίες των αγγέλων και των αγίων, το στόμα μας να δοξολογεί ακατάπαυστα τον βασιλέα μας· τα χέρια μας να υψώνονται προς Αυτόν. Εκεί θα λάμπουμε όλοι όπως ο ήλιος και θα μοιάζουμε στη μορφή και τη δόξα με τον Χριστό μας. Εκεί θα γίνουμε κατά χάριν θεοί. Εκεί… Αλλά μέχρι να φθάσουμε εκεί, ας στραφούμε προς τα εκεί κάθε μέρα το νου μας κι ας πλημμυρίσει την καρδιά μας ο πόθος της Βασιλείας του Θεού.

Η κόλαση

Κατόπιν ο Κύριος θα στρέψει το βλέμμα Του αριστερά στους αμετανόητους αμαρτωλούς και θα τους πει: Φύγετε από κοντά μου στο πυρ το αιώνιο, που έχει ετοιμαστεί για τον διάβολο και τους δαίμονες. Διότι επείνασα, και δεν μου δώσατε τροφή, δίψασα, και δεν μου δώσατε νερό, ήμουν ξένος, και δεν με φιλοξενήσατε, γυμνός και δεν με ντύσατε, άρρωστος, και δεν με επισκεφθήκατε, φυλακισμένος, και δεν ήλθατε να με παρηγορήσετε.
Τότε αυτοί θα Του αποκριθούν: Πότε Σε είδα, Κύριε, πεινασμένο, διαψασμένο, ξενιτεμένο, γυμνό, άρρωστο, φυλακισμένο και δεν Σε υπηρετήσαμε; Και ο Κριτής θα τους απαντήσει: Καθετί που δεν κάνατε στους άσημους αδελφούς μου, ούτε σε μένα το κάνατε. Τότε θα φύγουν αυτοί στην αιώνια κόλαση.
Πώς θα ζουν αλήθεια οι άνθρωποι στην αιώνια κόλαση; Ό,τι και να πει κανείς, ελάχιστα μπορεί να περιγράψει τη φρίκη της κολάσεως. Εκεί οι κολασμένοι θα υποφέρουν φρικτά. Θα δοκιμάζουν οδυνηρούς πόνους, ακατάπαυστη δίψα, αφόρητη αγωνία, τύψεις βασανιστικές, απελπισία και θάνατο. Διότι θα είναι περικυκλωμένοι από τους μισάνθρωπους δαίμονες και από όλους τους κολασμένους ανθρώπους. Επιπλέον θα βλέπουν αιωνίως μέσα τους τα αποτυπώματα των αμαρτιών τους, και η ντροπή που θα δοκιμάζουν θα είναι φοβερή. Θα υποφέρουν ακόμη, διότι θα στερούνται όλα εκείνα τα οποία απήλαυσαν στην επίγεια ζωή τους.
Το μεγαλύτερο όμως μαρτύριο των κολασμένων θα είναι ότι θα ζουν χωρίς Θεό. Και μία μόνο ακτίνα της δόξας του αν είχαν, αμέσως ο άδης θα γινόταν Παράδεισος! Οι κολασμένοι θα υποφέρουν μακριά από την αγάπη του Θεού. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη φρίκη από την αιωνιότητα νωρίς τον Χριστό! Δεν υπάρχει μεγαλύτερη κόλαση από το να χάσουμε την Χριστό, ο Οποίος είναι όλος φως, όλος ζωή, όλος ωραιότητα.
Εκείνο λοιπόν το οποίο πρέπει κυρίως να φοβόμαστε ως προς την κόλαση είναι η αιώνια στέρηση της αγάπης του Θεού. Γι’ αυτό ας αγαπήσουμε από τώρα τον Κύριο και τις άγιες και σωτήριες εντολές του κι ας αγωνιζόμαστε καθημερινά να ζούμε όπως θέλει Εκείνος. Για να αντικρίσουμε κι εμείς το ολοφώτεινο πρόσωπό του και να ακούσουμε τη γλυκύτατη φωνή του να μας καλεί κοντά του.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΡΙΣΗ (Κυριακή της Απόκρεω) Alexander Schmemann


ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ
Πορεία προς το Πάσχα
Μετάφραση από το Αγγλικό: ΕΛΕΝΗ ΓΚΑΝΟΥΡΗ
«ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ»
       Η επόμενη Κυριακή ονομάζεται Κυριακή της Απόκρεω γιατί στη διάρκεια της εβδομάδας που ακολουθεί αρχίζει μια περιορισμένη νηστεία – αποχή κρέατος» – όπως παραγγέλλουν τα λειτουργικά βιβλία. Αυτή η παραγγελία γίνεται κατανοητή μόνο μέσα στο φως όσων είπαμε παραπάνω για τα νόημα της προετοιμασίας. Η Εκκλησία αρχίζει να μας «προσαρμόζει» στη μεγάλη προσπάθεια που θα απαιτήσει άπα μας επτά μέρες αργότερα. Σταδιακά μας βάζει στο μεγάλο αγώνα, γιατί γνωρίζει την ευπάθεια μας και προβλέπει την πνευματική μας αδυναμία.

Την παραμονή της Κυριακής της Απόκρεω, η Εκκλησία μας καλεί σε μια παγκόσμια ανάμνηση όλων «των απ” αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς, έπʹ ελπίδι αναστάσεως, ζωής αιωνίου». Αυτή πραγματικά είναι η μεγάλη μέρα της Εκκλησίας κατά την οποία προσευχόμαστε για τα κοιμηθέντα μέλη της. Για να καταλάβουμε το νόημα που υπάρχει στη σχέση της Μεγάλης Σαρακοστής και της προσευχής για τους κοιμηθέντες θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Χριστιανισμός είναι η θρησκεία της αγάπης. Ο Χριστός δεν άφησε στους μαθητές Του μια διδασκαλία ατομικής σωτηρίας, αλλά την «καινή εντολή» του «αγαπάτε αλλήλους» και πρόσθεσε: «εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί έστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (ωαν. 13,35). Η αγάπη επομένως είναι το θεμέλιο και η ουσία της ζωής της Εκκλησίας η Οποία, κατά τον γιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, είναι «ενότητα πίστεως και αγάπης». Αμαρτία είναι πάντοτε η απουσία της αγάπης, και επομένως είναι ο χωρισμός, η απομόνωση, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων. Η νέα ζωή που μας έδωσε ο Χριστός και που μεταβιβάζεται σε μας δια της Εκκλησίας είναι πάνω απ” όλα μια ζωή συνδιαλλαγής, «συναγωγής εις ενότητα όλων των διεσκορπισμένων», η αποκατάσταση της θραυσμένης από την αμαρτία αγάπης.
Αλλά πως είναι δυνατό νʹ αρχίσουμε ποτέ την επιστροφή μας στα Θεό και τη συμφιλίωση μας μʹ Αυτόν, αν από μέσα μας δεν ξαναγυρίσουμε στη μοναδική καινή εντολή της αγάπης; Η προσευχή για τους «κεκοιμημένους» είναι μια βασική έκφραση της Εκκλησίας σαν αγάπης. Ζητάμε από το Θεό να θυμηθεί αυτούς που και ‘μείς θυμόμαστε και τους θυμόμαστε ακριβώς γιατί τους αγαπάμε. Προσευχόμενοι γιʹ αυτούς τους συναντάμε «εν Χριστώ, ο οποίος αγάπη εστίν» και που – ακριβώς επειδή είναι Αγάπη – ξεπερνάει τα θάνατο που είναι η τελική νίκη του χωρισμού και της έλλειψης της αγάπης. Μέσα στο Χριστό δεν υπάρχουν ζωντανοί και πεθαμένοι γιατί όλοι είναι «ζώντες εν Αυτώ». Αυτός είναι η Ζωή και αυτή η Ζωή είναι το φως του ανθρώπου. Αγαπώντας το Χριστό αγαπάμε όλους εκείνους που βρίσκονται εν Αυτώ. Αγαπώντας αυτούς που είναι εν Αυτώ, αγαπάμε το Χριστό. Αυτός είναι ο Κανόνας της Εκκλησίας, που φανερώνεται με τις προσευχές που κάνει για τους κοιμηθέντες. Πραγματικά η «εν Χριστώ» αγάπη μας είναι εκείνη που τους διατηρεί πάντα ζωντανούς γιατί τους διατηρεί «εν Χριστώ» Πόσο αλήθεια, λανθασμένοι – απελπιστικά λανθασμένοι – είναι όσοι από τους δυτικούς χριστιανούς η έχουν περιορίσει τις προσευχές τους για τους κοιμηθέντες σε ένα νομικό δόγμα «περί αμοιβών» και «ικανοποιήσεως», η τις αρνούνται σαν άχρηστες. Η μεγάλη αγρυπνία «υπέρ των Κεκοιμημένων» το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω είναι ένας τύπος ακολουθίας για την ανάμνηση των «προαπελθόντων» που επαναλαμβάνεται το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο Σάββατο της Μεγάλης Σαρακοστής.
Είναι η αγάπη και πάλι που αποτελεί το θέμα της Κυριακής της Απόκρεω. Ευαγγελικό ανάγνωσμα της μέρας είναι η παραβολή του Χριστού για την Τελευταία Κρίση (Ματθ, 25, 31‐46). Όταν ο Χριστός θα έρθει να μας κρίνει ποιο θα είναι το κριτήριο Του; Η παραβολή μας δίνει την απάντηση∙ η αγάπη – όχι ένα απλό ανθρωπιστικό ενδιαφέρον για μια αφηρημένη δικαιοσύνη και για κάποιους, ανώνυμους «φτωχούς», αλλά η συγκεκριμένη και προσωπική αγάπη για τον άνθρωπο, για κάθε ανθρώπινο πρόσωπο με το οποίο ο Θεός με φέρνει σε επαφή στη ζωή μου. Αυτη η διάκριση είναι πολύ σημαντική γιατί σήμερα όλο και περισσότεροι χριστιανοί έχουν την τάση να ταυτίζουν τη χριστιανική αγάπη με τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές φροντίδες. Με άλλα λόγια, έχουν την τάση να μετατοπίζουν το ενδιαφέρον από το μοναδικό πρόσωπο και το μοναδικά προσωπικό προορισμό του στις ανώνυμες οντότητες όπως είναι οι «τάξεις» οι «φυλές» κ.λ.π. Όχι ότι αυτές οι φροντίδες είναι λανθασμένες. Είναι φανερό ότι οι χριστιανοί μέσα στην πορεία της ζωής τους, μέσα στις ευθύνες τους σαν πολίτες, σαν επαγγελματίες κ.λ.π., καλούνται να φροντίζουν, όσο οι δυνατότητες και η κατανόηση τους επιτρέπουν περισσότερο, για μια δίκαιη, σταθερή και γενικά πιο ανθρώπινη κοινωνία. Όλα αυτά, σίγουρα, προέρχονται από τη χριστιανική αγάπη. Αλλά η χριστιανική αγάπη, αυτή καθαυτή είναι κάτι διαφορετικά και αυτή η διαφορά θα γίνει κατανοητή και θα διαφυλαχθεί αν η Εκκλησία διατηρήσει τη μοναδική αποστολή της και δε γίνει μια συνηθισμένη «κοινωνική υπηρεσία» που ασφαλώς δεν είναι στη φύση της.
Η χριστιανική αγάπη είναι η «δυνατή αδυνατότητα» να βλέπω το Χριστό στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός, και τον οποίο ο Θεός, μέσα στο αιώνιο και μυστηριώδες σχέδιό Του, έχει αποφασίσει να φέρει μέσα στη ζωή μου έστω και για λίγες στιγμές να τον φέρει κοντά μου, όχι σαν μια ευκαιρία για «καλή πράξη» η για εξάσκηση της φιλανθρωπίας μου, αλλά σαν αρχή μιας αδιάκοπης συντροφιάς μέσα στον ίδιο το Θεό.
Αληθινά τι άλλο είναι αγάπη παρά αύτη η μυστηριώδης δύναμη που ξεπερνάει τα τυχαίο και το εξωτερικό στον «άλλο» – ξεπερνάει δηλαδή την εξωτερική του εμφάνιση, την κοινωνική του θέση, την εθνική του καταγωγή, τη διανοητική του ικανότητα – και φτάνει στην ψυχή του, τη μοναδική και μοναδικά προσωπική «ρίζα» της ανθρώπινης ύπαρξης, το αληθινό κομμάτι του Θεού μέσα του; Αν ο Θεός αγαπάει κάθε άνθρωπο είναι ακριβώς γιατί Αυτός μόνο γνωρίζει τον ατίμητο και απόλυτα μοναδικό θησαυρό, την «ψυχή» η το «πρόσωπο», που έδωσε στον κάθε άνθρωπο. Η χριστιανική αγάπη λοιπόν είναι η συμμετοχή σʹ αυτή τη θεϊκή γνώση, είναι το δώρο αυτής της θεϊκής αγάπης. Δεν υπάρχει «απρόσωπη» αγάπη γιατί αγάπη είναι η υπέροχη ανακάλυψη του «προσώπου» στον «άνθρωπο», η ανακάλυψη του συγκεκριμένου και μοναδικού προσώπου μέσα στο σύνολο γενικά. Είναι η ανακάλυψη σε κάθε άνθρωπο αυτού που τον κάνει «αξιαγάπητο» και που είναι δοσμένο από το Θεό.
Από αυτή την άποψη η χριστιανική αγάπη είναι μερικές φορές τα αντίθετο από την «κοινωνική δραστηριότητα» με την οποία συχνά σήμερα ταυτίζεται ο Χριστιανισμός. Για έναν άνθρωπο με κοινωνική δραστηριότητα το αντικείμενο της αγάπης δεν είναι το «πρόσωπο» αλλά ο «άνθρωπος, μια δηλαδή αφηρημένη μονάδα μιας, όχι λιγότερο, αφηρημένης Ανθρωπότητας». Αλλά για το Χριστιανισμό, ο άνθρωπος είναι «αξιαγάπητος» ακριβώς γιατί είναι πρόσωπο. Εκεί το πρόσωπο χάνεται μέσα στον άνθρωπο εδώ ως άνθρωπος θεωρείται μανό το πρόσωπο. Ο «κοινωνικός εργάτης» δεν ενδιαφέρεται για τα συγκεκριμένα πρόσωπα και άνετα τα θυσιάζει για το «γενικό συμφέρον». Ο Χριστιανισμός μπορεί να φαίνεται ότι είναι – και σε μερικές περιπτώσεις πραγματικά είναι – μάλλον διστακτικός γιʹ αύτη την αόριστη Ανθρωπότητα, αλλά διαπράττει θανάσιμη αμαρτία εναντίον του εαυτού του κάθε φορά που αδιαφορεί και δεν αγαπάει το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Η κοινωνική δραστηριότητα είναι πάντοτε «φουτουριστική» στην προσέγγιση της. Ενεργεί πάντα στο όνομα της δικαιοσύνης, του νόμου, της ευτυχίας που πρόκειται να έρθει, να κερδιθεί. Ο Χριστιανισμός ελάχιστα ενδιαφέρεται γιʹ αυτό το προβληματικό μέλλον αλλά βάζει όλη την έμφαση στο τώρα, που είναι ο μόνος αποφασιστικός χρόνος για αγάπη. Οι δυο αυτές στάσεις δεν αποκλείουν η μια την άλλη αλλά δεν πρέπει να συγχέονται. Οι χριστιανοί βεβαιότατα, έχουν ευθύνες απέναντι «στον κόσμο τούτο» και πρέπει να τις εκπληρώσουν. Ακριβώς αυτή είναι η περιοχή της «κοινωνικής δραστηριότητας που ανήκει εντελώς στον «κόσμο τούτο». Οπωσδήποτε όμως η χριστιανική αγάπη σκοπεύει πέρα από τον «κόσμο τούτο». Είναι αυτή η ίδια μια ακτίνα, μια εκδήλωση της Βασιλείας του Θεού υπερβαίνει και συντρίβει όλους τους περιορισμούς, όλες τις «συνθήκες» του κόσμου τούτου διότι το κίνητρο της, ο σκοπός της καθώς και η ολοκλήρωση της είναι στο Θεό. Και ξέρουμε ότι ακόμα, και σʹ αυτόν τον κόσμο που «εν τω πονηρώ κείται» η μόνη νίκη που διαρκεί και μεταμορφώνει είναι η νίκη της αγάπης. Η πραγματική αποστολή της Εκκλησίας είναι να υπενθυμίζει στον άνθρωπο την προσωπική του αγάπη και την κλήση του, που είναι να πλημμυρίσει τον αμαρτωλό κόσμο μʹ αυτή την αγάπη.
Η παραβολή για την Τελευταία Κρίση αναφέρεται στη χριστιανική αγάπη. Δεν είμαστε όλοι καλεσμένοι να δουλέψουμε για την Ανθρωπότητα», όμως ο καθένας μας έχει λάβει το δώρο και τη χάρη της αγάπης του Χριστού. Ξέρουμε ότι όλοι οι άνθρωποι τελικά έχουν ανάγκη απʹ αύτη την προσωπική αγάπη, έχουν ανάγκη να τους αναγνωρίζεται δηλαδή η μοναδικότητα της ψυχής τους στην οποία αντανακλάται όλη η ομορφιά της δημιουργίας μʹ ένα ξεχωριστό τρόπο.
Ξέρουμε ακόμα ότι οι άνθρωποι βρίσκονται «εν φυλακή», είναι «πεινώντες και διψώντες» ακριβώς γιατί τους λείπει αυτή η προσωπική αγάπη. Τέλος ξέρουμε ότι όσο στενά και περιορισμένα και αν είναι τα πλαίσια της προσωπικής μας ύπαρξης ο καθένας από μας δημιουργήθηκε υπεύθυνος για μια μικρή θέση στη Βασιλεία του Θεού, και έγινε υπεύθυνος εξαιτίας αυτού του δώρου της αγάπης του Χριστού. Έτσι είτε έχουμε είτε δεν έχουμε αποδεχτεί αυτή την ευθύνη, είτε αγαπήσαμε είτε αρνηθήκαμε την αγάπη, πρόκειται να κριθούμε Γιατί εφʹ όσον εποιήσατε ένί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. 25,40).

Ο Άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος από το Ψάρι Κορινθίας

Μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη στις 14 Φεβρουαρίου 1554
Ο Άγιος καταγόταν από το Ψάρι Κορινθίας. Είχε ευσεβείς γονείς, τον Ιωάννη και την Καλή. Δώδεκα ετών έμεινε ορφανός, έφυγε από το χωριό του και πήγε κι εγκαταστάθηκε στη Σηλυβρία της Θράκης. Έζησε εκεί με φόβο Θεού, εργαζόμενος ως παντοπώλης.
Αργότερα νυμφεύτηκε και απέκτησε παιδιά, τα οποία ανέτρεφε χριστιανικά. Αν και είχε πολλές μέριμνες, αυτό δεν τον εμπόδιζε να φροντίζει για τη σωτηρία του. Έδινε ελεημοσύνη στους φτωχούς και εκκλησιαζόταν τακτικά.
Εκείνη την εποχή έπαρχος της Κωνσταντινουπόλεως ήταν κάποιος Σινάν, ο οποίος φερόταν με μεγάλη σκληρότητα στους Χριστιανούς. Κάποιοι Τούρκοι συνάδελφοί του Αγίου, από φθόνο, επειδή πούλαγε περισσότερα προϊόντα από αυτούς, τον κατηγόρησαν ότι έβρισε τον Μωάμεθ ως ψευδοπροφήτη. Τον έφεραν λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη και τον παρέδωσαν στον σκληρό εκείνο έπαρχο.
Ο Νικόλαος,χωρίς να φοβηθεί, με πολλή γενναιότητα, ομολόγησε τη χριστιανική του πίστη και ήλεγξε ως ψευδή τη θρησκεία των Μουσουλμάνων. Ο έπαρχος διέταξε να τον ραβδίσουν τόσο πολύ που μάτωσαν τα νύχια των ποδιών του και να τον ρίξουν στη φυλακή. Μετά από τέσσερις ημέρες τον οδήγησαν πάλι στον έπαρχο, ο οποίος τάζοντάς του τιμές και αξιώματα προσπαθούσε να τον εξισλαμίσει. Ο Άγιος αντίθετα έμενε περισσότερο σταθερός στην πίστη, αποκαλώντας τον ψευδοπροφήτη τους Μωάμεθ υιό του διαβόλου.
Τον έδεσαν τότε με αλυσίδες από τον λαιμό, τον έντυσαν με μια ψάθα και τον έσερναν στην πόλη. Επειδή ούτε και με αυτό κάμφθηκε αλλά μάλλον δυνάμωσε περισσότερο, με διαταγή του επάρχου, άναψαν φωτιά στον Ιππόδρομο αλλά δεν τον έβαλαν όλο επάνω, ώστε να καίγεται λίγο λίγο και να είναι οι πόνοι δριμύτεροι και αφόρητοι. Τον βασάνισαν αρκετή ώρα.Ο Άγιος δεν μπορούσε πλέον να στέκεται και έγειρε το κεφάλι του δεξιά. Ο δήμιος τότε τέντωσε τις αλυσίδες στο λαιμό του και τον αποκεφάλισε με ξίφος.
Το Άγιο λείψανό του κάηκε στη φωτιά και μόνο την τιμία κάρα του κατόρθωσε κάποιος Χριστιανός να αγοράσει πληρώνοντας είκοσι χρυσά νομίσματα στον δήμιο και την έστειλε στην μονή του Αγίου Αθανασίου στα Μετέωρα.

Δαμιανός ο Νέος (+1568), μάρτυς για τα δικαιώματα της Κυριακής αργίας

Ο Άγιος Δαμιανός γεννήθηκε στο χωριό Μυρίχοβο Καρδίτσας (σημερινή Αγία Τριάδα) από ευσεβείς γονείς, το 1510 πε­ρίπου και από την νεαρή του ηλικία ακόμη αγάπησε την μοναστική πολιτεία και θέλησε να ενδυθεί με το αγγελικό σχήμα του Μοναχού. Έτσι άφησε την ιδιαίτερη πατρίδα του και μετέβη στο Άγιον Όρος και συγκεκριμένα στην Ιερά Μονή Φιλόθεου οπού έγινε μο­ναχός. Μετά από λίγο καιρό αφήνει την Ιερά Μονή και αναχωρεί σε ασκητήριο για να αφιερωθεί περισσότερο στην προσευχή. Με­τέβη σε ένα ασκητήριο κοντά σε έναν ασκητή που τον έλεγαν Δομέτιο. Έμεινε κοντά του σχεδόν τρία χρόνια και ο μοναχός Δαμιανός πρόκοψε σε όλες τις αρετές του μοναστικού βίου. Μάλιστα δε, ο Άγιος ηξιώθει να ακούει θεία φωνή που του έλεγε: «Δαμιανέ δεν πρέπει να ζητάς μόνο το δικό σου συμφέρον άλλα και των άλλων».
Μετά από αυτό ο μοναχός Δαμιανός αφήνει το Όρος και πηγαίνει στην περιοχή του Ολύμπου. Εκεί κή­ρυττε το λόγο του Θεού, για την ειρήνη, παρακινούσε τους χριστιανούς να μετανοήσουν, να αποφεύγουν τις αδικίες και τις κακίες, και τους προέτρεπε να εφαρμόζουν τις εντολές του Θεού. Ο λόγος του όμως δεν άρεσε σε ορισμένους θεοσεβείς και υποκριτές χριστιανούς οι όποιοι τον κατηγόρησαν ότι είναι λαοπλά­νος και απατεώνας. Ο Δαμιανός όμως σαν, γνήσιος χριστιανός δεν ασχολείται με τους κατηγόρους του και φεύγει από την περιοχή και πηγαίνει στην περιοχή της Λάρισας και του Κισσάβου. Δυστυχώς όμως τα ίδια συνα­ντά κι εκεί· κακία, μιζέρια, φθόνο, υστερο­βουλία. Αναγκάζεται να φύγει και πηγαίνει στην περιοχή των Αγράφων, συνεχίζοντας πάντοτε το φλογερό του κήρυγμα.
Η διδαχή του Αγίου ήταν πάντοτε ή ίδια· στερεά πίστη και η τήρηση των εντολών του Κυρίου. Ο Άγιος θεωρείται ως ο κτήτωρ της Μονής της Παναγίας Πελεκητής στην Καρύτσα Δολόπων που ήταν το ορμητήριο του Αγίου για την ιεραποστολική του δράση. Ο Άγιος ανακαίνισε σε μεγάλο βαθμό την Ιερά Μονή που ενδεχομένως είχε υποστεί σημαντικές φθορές η συνέχισε και ολοκλήρωσε την κατασκευή της. Έτσι πέρασε στη συνείδηση του λαού της περιοχής να εμφανίζεται ως ο κτήτωρ της Μονής και να απεικονίζεται σε δυο τοιχογραφίες της Μονής με τον τίτλο του κτήτορος 86 μόλις χρόνια μετά το μαρτυρικό του τέλος (η μία τοιχογραφία είναι του 1654 και η δεύτερη του 1666).
Όμως, εκεί στα Άγραφα που τόσο αγάπησε ο Άγιος, ο διάβολος τον κυνήγησε. Ανευλαβείς κάτοικοι της περιοχής και αθεόφοβοι τον συκοφάντησαν και τον κυνήγησαν από τα Άγραφα κατηγορώντας τον ως λαοπλάνο και ψευδοκαλόγηρο. Έτσι φεύγει και πηγαίνει στον Κίσσαβο και εκεί δίπλα από το χω­ριό Ανατολή χτίζει ένα νέο Μοναστήρι προς τιμήν του Τιμίου Προδρόμου. Ζει μαζί με άλλους μοναχούς προσευχόμενος υπέρ της άνωθεν ειρήνης και της ειρήνης του σύμπα­ντος κόσμου. Πλήθος πιστών ανθρώπων της περιοχής πηγαίνουν στο Μοναστήρι για να ακούσουν το φλογερό κήρυγμα του Αγίου. Κάποια στιγμή ο Δαμιανός πηγαίνει για δουλειές της Μονής στο γειτονικό χωριό, Βουλγαρινή.
Εκεί συλλαμβάνεται από Αγαρηνούς και οδηγείται στον Τούρκο διοικητή τής Λάρισας, με την κατηγορία ότι παρεμπο­δίζει την αγοραπωλησία των εμπορευμάτων την Κυριακή και παρακινεί τους Γραικούς να μείνουν στέρεοι στην πίστη των. Έτσι λοιπόν, επί 15 ήμερες βασανίζεται σκληρά, δέρνεται με μανία, του δένουν τα πόδια και τον τράχηλο με βαριές αλυσίδες, τον φοβερίζουν και τον απειλούν για τη ζωή του. Μάταια όμως, ο Άγιος δεν λύγισε και τότε ο Τούρκος δυνάστης προστάζει να θανατωθεί πρώτα με τη φούρκα και μετά να ριχθεί στη φωτιά. Τον πήραν οι δήμιοι, τον κρέμασαν και τότε ένας δήμιος τον κτύπησε δυνατά στο κεφάλι με έναν πέλεκυ. Όμως κόπηκε το σκοινί και ο Άγιος μισοπεθαμένος πέφτει κάτω στο έδα­φος. Οι δήμιοι τότε τον παίρνουν και τον ρί­χνουν όπως ήταν στη φωτιά ενώ μετά έριξαν τη στάχτη του στον Πηνειό ποταμό. Έτσι ό Οσιομάρτυς Δαμιανός έλαβε τον στέφανο του Μαρτυρίου στις 14 Φεβρουαρίου του 1568. Η μνήμη του Αγίου εορτάζεται στις 14 Φεβρουαρίου.

Ὁ σταυρός μας καὶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov




Ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητές Του: «Ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθήσει, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ἂς σηκώσει τὸν σταυρό του κι ἂς μὲ ἀκολουθεῖ» (1).

Γιατί εἶπε, «τὸν σταυρό του»; Ἐπειδὴ εἶναι σταυρὸς προσωπικός. Κάθε ἄνθρωπος, δηλαδή, ἔχει νὰ σηκώσει τὸν δικό του σταυρό, ὁ ὁποῖος, ὅμως, ὀνομάζεται συνάμα καὶ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ.

Γιὰ κάθε ἄνθρωπο «ὁ σταυρὸς του» εἶναι οἱ θλίψεις καὶ οἱ ὀδύνες τῆς ἐπίγειας ζωῆς, θλίψεις καὶ ὀδύνες προσωπικές.

Γιὰ κάθε ἄνθρωπο «ὁ σταυρὸς του» εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ οἱ ἄλλες ἀσκήσεις τῆς εὐσέβειας, μὲ τὶς ὁποῖες ταπεινώνεται ἡ σάρκα καὶ ὑποτάσσεται τὸ πνεῦμα. Εἶναι κι αὐτὲς προσωπικές, καθὼς πρέπει νὰ ἀναλογοῦν στὶς δυνάμεις τοῦ καθενός.

Γιὰ κάθε ἄνθρωπο «ὁ σταυρὸς του» εἶναι οἱ ἁμαρτωλὲς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη, προσωπικὰ ἐπίσης. Μὲ ὁρισμένα ἀπ’ αὐτὰ γεννιέται, ἐνῶ ἄλλα τὰ ἀποκτᾶ στὴν πορεία τῆς ἐπίγειας ζωῆς του.

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ (2).

Μάταιος καὶ ἀτελέσφορος ὁ σταυρός, ὅσο βαρὺς κι ἂν εἶναι, ποὺ σηκώνουμε, ἀκολουθώντας τὸν Χριστό, ἂν δὲν μεταβληθεῖ σὲ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ.

Γιὰ τὸν μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ «ὁ σταυρὸς του» γίνεται Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ ἔχει τὴν ἀκλόνητη πεποίθηση ὅτι Ἐκεῖνος πάντοτε ἀγρυπνεῖ γι’ αὐτόν, ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ποὺ παραχωρεῖ ὅλες τὶς θλίψεις, ὡς ἀπαραίτητο καὶ ἀναπόφευκτο ὅρο τῆς χριστιανικῆς ἰδιότητας, καὶ ὅτι μ’ αὐτὲς μιμεῖται καὶ οἰκειώνεται τὸν Χριστό, γίνεται μέτοχος τῶν παθημάτων Του στὴ γῆ, γιὰ νὰ γίνει μέτοχος καὶ τῆς δόξας Του στὸν οὐρανὸ (3).

Γιὰ τὸν μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ «ὁ σταυρὸς του» γίνεται Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ὁ ἀληθινὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ μοναδικὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς του ἔχει τὴν ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν Ἐκείνου. Οἱ πανάγιες ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ γίνονται γιὰ τὸν μαθητὴ Του σταυρός, ποὺ πάνω του διαρκῶς σταυρώνει τὸν παλαιὸ ἁμαρτωλὸ ἑαυτὸ του «μαζὶ μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες του» (4).

Ἔτσι γίνεται φανερὸ ὅτι, γιὰ νὰ σηκώσει κανεὶς τὸν σταυρό του καὶ ν’ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, πρέπει ν’ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του νὰ τὸν ἀπαρνηθεῖ ὥς τὸν ἀφανισμὸ τῆς ψυχῆς του! Ναί. γιατί τόσο βαθιά, τόσο πληθωρικὰ διαπότισε ἡ ἁμαρτία τὴ φθαρμένη φύση μας, ὥστε ἡ ψυχὴ μας πρέπει ν’ ἀφανιστεῖ καὶ νὰ γεννηθεῖ πάλι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Γιὰ νὰ σηκώσεις τὸν σταυρό σου, πρέπει, πρῶτον, νὰ ἀρνηθεῖς στὸ σῶμα τὴν ἱκανοποίηση τῶν ἰδιότροπων ἐπιθυμιῶν του, προσφέροντάς του μόνο τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ συντήρησή του· δεύτερον, νὰ παραδεχθεῖς ὅτι τὸ δίκαιό σου εἶναι ἀπάνθρωπη ἀδικία καὶ ἡ λογική σου τέλειος παραλογισμὸς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· καί, τρίτον, νὰ παραδοθεῖς στὸν Κύριο μὲ ἀκλόνητη πίστη καὶ νὰ ἐπιδοθεῖς στὴν ἐπιμελὴ σπουδὴ τοῦ Εὐαγγελίου, ἀποστέργοντας τὸ θέλημά σου.

Ὅποιος μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀπαρνεῖται τὸν ἑαυτό του, εἶναι ἱκανὸς νὰ σηκώσει τὸν σταυρό του. Μὲ πνεῦμα ὑποταγῆς στὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴν ἐπίκληση τῆς βοήθειάς Του, ἡ ὁποία ἔρχεται νὰ τὸν ἐνισχύσει, κοιτάζει ἄφοβα καὶ ἀτάραχα τὴ θλίψη νὰ τὸν πλησιάζει καὶ ἑτοιμάζεται μεγαλόψυχα νὰ τὴν ὑπομείνει. Ἐλπίζει ὅτι ἔτσι θὰ γίνει μέτοχος τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ φτάσει στὴν ὁμολογία Του, ὁμολογία μυστική, μὲ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά, ἀλλὰ καὶ φανερή, μὲ τὶς πράξεις καὶ ὁλόκληρη τὴ ζωή.

Ὅσο ὁ σταυρὸς παραμένει μόνο δικός μας, εἶναι πολὺ βαρύς. Ὅταν μεταβληθεῖ σὲ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, γίνεται ἐξαιρετικὰ ἐλαφρός. «Γιατί ὁ ζυγός μου εἶναι ἁπαλὸς καὶ τὸ φορτίο μου ἐλαφρό», εἶπε ὁ Κύριος (5).

Ὁ σταυρὸς τοποθετεῖται στοὺς ὤμους τοῦ μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτὸς ἀναγνωρίσει πὼς εἶναι ἄξιος τῶν θλίψεων ποὺ τοῦ ἔστειλε ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

Ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ σηκώνει ὀρθὰ τὸν σταυρό του, ὅταν παραδέχεται ὅτι οἱ θλίψεις εἶναι ἀπαραίτητες γιὰ τὴ μεταμόρφωσή του, τὴν ὁμοίωσή του μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴ σωτηρία του.

Ἡ καρτερικὴ ἄρση τοῦ σταυροῦ σου εἶναι ἡ καθαρὴ θέαση καὶ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς σου. Σ’ αὐτὴ τὴν ἐπίγνωση δὲν ὑπάρχει αὐταπάτη. Ἀπεναντίας, ἂν ὁμολογεῖς πὼς εἶσαι ἁμαρτωλὸς ἀλλὰ βαρυγγωμᾶς γιὰ τὸν σταυρό σου, ἀποδεικνύεις πὼς ἔχεις ἐπιφανειακὴ γνώση τῆς ἁμαρτωλότητάς σου καὶ βρίσκεσαι μέσα στὴν αὐταπάτη.

Ἡ καρτερικὴ ἄρση τοῦ σταυροῦ σου εἶναι ἡ πραγματικὴ μετάνοια.

Καρφωμένος στὸν σταυρό, ὁμολόγησε μπροστὰ στὸν Κύριο πὼς οἱ ἀποφάσεις Του εἶναι ἀλάθητες. Κατηγόρησε τὸν ἑαυτό σου, δικαίωσε τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ λάβεις τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν σου.

Καρφωμένος στὸν σταυρό, γνώρισε τὸν Χριστό, καὶ θ’ ἀνοιχθοῦν γιὰ σένα οἱ πύλες τοῦ παραδείσου.

Καρφωμένος στὸν σταυρό σου, δόξασε τὸν Κύριο, ἀποδιώχνοντας ὡς ἄνομο καὶ βλάσφημο κάθε λογισμὸ παραπόνου καὶ γογγυσμοῦ.

Καρφωμένος στὸν σταυρό σου, εὐχαρίστησε τὸν Κύριο γι’ αὐτὸ τὸ ἀνεκτίμητο δῶρο Του, γιὰ τὴ δυνατότητα, δηλαδή, πού σοῦ δίνει νὰ Τὸν μιμηθεῖς μὲ τὶς ὀδύνες σου.

Καρφωμένος στὸν σταυρό σου, νὰ θεολογεῖς· γιατί ὁ σταυρὸς εἶναι τὸ ἀληθινὸ σχολεῖο, τὸ μοναδικὸ θησαυροφυλάκιο καὶ ὁ ὕψιστος θρόνος τῆς αὐθεντικῆς θεολογίας. Δίχως σταυρὸ δὲν ὑπάρχει ζωντανὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.

«Μὴ ζητᾶς τὴν τελειότητα τοῦ νόμου τῆς ἐλευθερίας (δηλ. τοῦ Εὐαγγελίου) σὲ ἀνθρώπινες ἀρετές, γιατί τέλειος ἄνθρωπος μ’ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς δὲν ὑπάρχει· ἡ τελειότητά του εἶναι κρυμμένη στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ» (6).

Σὲ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ μεταβάλλεται ὁ σταυρὸς τοῦ μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτὸς τὸν σηκώνει μὲ εἰλικρινῆ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, εὐχαριστώντας καὶ δοξολογώντας τὸν Κύριο. Ἀπὸ τὴν εὐχαριστία καὶ τὴ δοξολογία ἔρχεται ἡ πνευματικὴ παρηγοριά. Ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ δοξολογία γίνονται πλούσιες πηγὲς ἀσύλληπτης καὶ ἄφθαρτης χαρᾶς, ποὺ κοχλάζει εὐεργετικὰ μέσα στὴν καρδιά, ξεχύνεται στὴν ψυχή, ἁπλώνεται στὸ σῶμα, κυριεύει ὅλη τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι γιὰ τοὺς σαρκικοὺς ἀνθρώπους ἀσήκωτος. Γιὰ τὸν μαθητὴ καὶ ἀκόλουθο τοῦ Χριστοῦ, ὅμως, εἶναι ἀστείρευτη πηγὴ ἀνέκφραστης πνευματικῆς εὐφροσύνης. Τόσο μεγάλη εἶναι αὐτὴ ἡ εὐφροσύνη, ποὺ ἐξουδετερώνει ἐντελῶς τὴ θλίψη καὶ τὸν πόνο (7).

Ἡ νεαρὴ Μαύρα εἶπε στὸν σύζυγό της Τιμόθεο, ὅταν ἐκεῖνος, ὑπομένοντας μὲ καρτερία φοβερὰ βασανιστήρια γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστό, τὴν καλοῦσε στὸ μαρτύριο: Φοβᾶμαι, ἀδελφέ μου, νὰ μὴ δειλιάσω, ὅταν δῶ τὰ βασανιστικὰ ὄργανα καὶ τὸν ὀργισμένο ἡγεμόνα· φοβᾶμαι μήπως λυγίσω, ἐπειδὴ εἶμαι νέα". Καὶ ὁ Τιμόθεος τῆς ἀπάντησε: "Νὰ στηρίξεις τὴν ἐλπίδα σου στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, καὶ τὰ βασανιστήρια θὰ γίνουν λάδι, ποὺ θὰ χυθεῖ πάνω στὸ σῶμα σου, θὰ γίνουν πνοὴ δροσιᾶς, ποὺ θὰ σὲ ἀνακουφίσει ἀπὸ τοὺς πόνους σου" (8).

Ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ δύναμη καὶ ἡ δόξα τῶν ἁγίων ὅλων τῶν αἰώνων.

Ὁ Σταυρὸς εἶναι ὁ θεραπευτὴς τῶν παθῶν καὶ ὁ ἐξολοθρευτὴς τῶν δαιμόνων.

Θανατηφόρος εἶναι ὁ σταυρός τους γιὰ ὅσους δὲν φρόντισαν νὰ τὸν μεταβάλουν σὲ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, γιὰ ὅσους βαρυγγωμοῦν ἐνάντια στὴ θεία πρόνοια, γιὰ ὅσους παραδίνονται στὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ἀπόγνωση. Οἱ ἁμαρτωλοὶ ποὺ δὲν ἔχουν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς τους, ἑπομένως οὔτε καὶ μετάνοια, πεθαίνουν γιὰ πάντα πάνω στὸν σταυρό τους καὶ στεροῦνται, ἀπὸ ἔλλειψη αὐτογνωσίας καὶ καρτερίας, τὴν ἀληθινὴ ζωή, τὴ ζωὴ μαζὶ μὲ τὸν Θεό. Οἱ ψυχὲς τους κατεβαίνουν ἀπὸ τὸν σταυρὸ τῶν θλίψεων μόνο νεκρές, γιὰ νὰ ριχθοῦν στὸν αἰώνιο τάφο, στὴ φυλακὴ τοῦ ἅδη.

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἀνυψώνει πάνω ἀπὸ τὴ γῆ τὸν σταυρωμένο σ’ αὐτὸν μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, καρφωμένος στὸν σταυρό του καὶ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ἔχει τὶς σκέψεις του στραμμένες στὰ αἰώνια καὶ ἄφθαρτα ἀγαθά, μὲ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ του ζεῖ στὸν οὐρανὸ καὶ θεωρεῖ τὰ μυστήρια τοῦ Πνεύματος.

«Ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθήσει», εἶπε ὁ Κύριος, «ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ἂς σηκώσει τὸν σταυρό του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθεῖ» (9). Ἀμήν.




1. Ματθ. 16:24.

2. Βλ. Ψαλμ. 118:38, 120.

3. Πρβλ Ρωμ. 8:17.

4. Γαλ. 5:24.

5. Ματθ. 11:30.

6. Ὁσίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ, Περὶ νόμου πνευματικοῦ κεφάλαια Σ, λα'.

7. Βλ. τὸ Μαρτύριο τοῦ ἁγίου Εὐστρατίου, 13 Δεκεμβρίου, καὶ τὴν Προσευχή του στὴν ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ τοῦ Σαββάτου.

8. Πρβλ. Μαρτύριο τῶν ἁγίων Τιμοθέου καὶ Μαύρας, 3 Μαΐου.

9. Ματθ. 16:24.

Προσευχητάριον υπέρ των κεκοιμημένων


11. Εὐχή εἰς κεκοιμημένους

Δέσποτα Κύριε ὁ Θεός, ὁ τῇ σοφίᾳ Σου κατασκευάσας αὐτόν καί θέμενος ἐν αὐτῷ πνοήν ζωῆς, καί εἰσαγαγών εἰς τόν κόσμον τοῦτον πολιτεύεσθαι ἐπ’ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου, ἁμαρτήσαντα δὲ αὐτόν, θανάτου ἐπαγαγών καί διαλύσας, καί ἀποστρέφων, τήν δέ ψυχήν εἰς ἑαυτόν προσκαλούμενος· Αὐτός ἀνάπαυσον τήν ψυχήν τοῦ δούλου Σου (τοῦδε), ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ἔνθα ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου Κύριε, ἐν κόλποις Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, μετά πάντων τῶν ἁγίων· καί εἴτι ἐπλημμέλησεν εἰς Σέ, ἐν πράξει ἤ λόγῳ ἤ κατά διάνοιαν, Αὐτός ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός, ἄνες, ἄφες, συγχώρησον, παριδών αὐτοῦ τε καί ἡμῶν τά ἀνομήματα· ἡμῶν δέ τά τέλη τῆς ζωῆς ἀνώδυνα καί ἀκαταίσχυντα καταξίωσον, ὅτε θέλεις καί ὅτε βούλῃ, μόνον ἄνευ αἰσχύνης καί παραπτωμάτων.

Σύ γάρ εἶ ἡ ἀνάστασις τοῦ Σοῦ δούλου καί Σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


12. Εὐχή εἰς κεκοιμημένους

Δέσποτα Κύριε ὁ Θεός, ὁ τῇ σοφίᾳ Σου κατασκευάσας αὐτόν καί θέμενος ἐν αὐτῷ πνοήν ζωῆς, καί εἰσαγαγών εἰς τόν κόσμον τοῦτον πολιτεύεσθαι ἐπ’ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου, ἁμαρτήσαντα δέ αὐτόν, θανάτου ἐπαγαγών καί διαλύσας, καί τόν μέν ἐκ γῆς εἰς γῆν ἀναλύων, τήν δέ ψυχήν πρός ἑαυτόν προσκαλούμενος· Αὐτός Δέσποτα φιλάνθρωπε πρόσδεξαι τό πνεῦμα τοῦ δούλου Σου (τοῦδε), καί προσαγόμενον πρός τόν ἅγιον θρόνον Σου, πάσης τιμῆς καί ἀνέσεως ἀξίωσον, φυλάσσων εἰς ἀνάστασιν, καί εἴτι ὡς ἄνθρωπος σαρκί ζῶν, λόγῳ ἤ ἔργῳ ἤ ἐν διανοίᾳ ἥμαρτεν, Αὐτός ὡς ἀγαθός καί ἐλεήμων Θεός, ἄνες, ἄφες, συγχώρησον, παριδών αὐτοῦ καί ἡμῶν τά παραπτώματα.

Σύ γάρ εἶ ὁ Θεός οἰκτιρμῶν καί σοί πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


13. Εὐχή εἰς κεκοιμημένους

Ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων καί πάσης σαρκός, ὁ τῶν ὁρωμένων καὶ τῶν ἀοράτων ποιητής, ὁ κατά τήν ἀπόρρητόν Σου βουλήν ἑνώσας ψυχήν καί σῶμα, καί πάλιν κατά τό θέλημα τῆς Σῆς ἀγαθότητος διαλύων τό πλάσμα Σου, ὅ ἐποίησας, καί τόν μέν χοῦν, τῷ χοΐ ἀναλύων, τό δέ πνεῦμα πρός Αὐτόν προσκαλούμενος, καί κατατάσσων μοναῖς μέχρι τῆς ἀναστάσεως καί ἀποκαλύψεως τοῦ μονογενοῦς Σου Υἱοῦ· Αὐτός, Δέσποτα, ἀντιλαβοῦ τῆς ψυχῆς τοῦ δούλου Σου καί ἀναγαγών αὐτήν ἐκ τοῦ κοσμικοῦ σκότους καί τῆς ἐξουσίας τῶν ἀντικειμένων δυνάμεων ρυσάμενος· κατάταξον ἐν χώρῳ φωτεινῷ, ἐν χώρᾳ ζώντων, ὅθεν ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός· συγχώρησαι αὐτῷ τά ἁμαρτήματα, συγγνώμην παρασχών τοῖς ἀνθρωπίνοις πλημμελήμασιν, ἐν δέ τῇ χάριτί Σου διαφυλάξας· μνήσθητι καί τῶν συνεληλυθότων τιμῆσαι τό ὁμοιοπαθές, καί λογῆσαι αὐτοῖς τόν κόπον καί τήν σπουδήν εἰς ἔργον δικαιοσύνης καί τῶν πενθούντων καί ἀδημονούντων μνήσθητι Κύριε, καί παρεκάλεσον αὐτῶν τήν καρδίαν, καί παραμυθησάμενος, ἐλέησον αὐτούς καί ἡμᾶς καί σῶσον ἐν τῇ ἐνδόξῳ Σου βασιλείᾳ.

Ὅτι πρέπει Σοί πᾶσα δόξα, τιμή καί κράτος καί μεγαλοπρέπεια, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


14. Εὐχή εἰς κεκοιμημένους

Ὁ Θεός τῶν πνευμάτων καί πάσης σαρκός, ὁ Κύριος τῶν κυριευόντων, ὁ Θεός τῆς παρακλήσεως, ὁ τόν θάνατον καταργήσας, ὁ τόν διάβολον καταπατήσας καί ζωήν χαρισάμενος τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων, ὁ Θεός τῶν πνευμάτων ἡμῶν, ὁ Θεός τῶν ἁγίων, ἡ ἀνάπαυσις τῶν θλιβομένων, ἀνάπαυσον τήν ψυχήν τοῦ δούλου Σου, ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ὅθεν ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός· καί παράσχου αὐτῷ εἰς κόλπους Ἀβραάμ καί πάντων τῶν Ἁγίων καταζῆναι· καί τοῖς πενθοῦσιν χάρισαι παραμύθιον, τῶν θλιβομένων ὁ Σωτήρ, τῶν ὀλιγοψύχων ἡ παραμυθία· φύλαξον δέ ἡμᾶς, ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ καί ἐν τῷ μέλλοντι.

Οἰκτιρμοῖς καί φιλανθρωπίᾳ τοῦ μονογενοῦς Σου Υἱοῦ, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


15. Εὐχή ἑτέρα εἰς κεκοιμημένους

Θεέ Παντοκράτορ, Παντέφορε, Πανδερκέστατε· οὗ ἐν χειρί πᾶσα ἐξουσία, καί πᾶσα πνοή· ἀνάπαυσον τόν δοῦλόν Σου (δεῖνα), ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἔνθα ἐπισκοπεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου Σου· καί ἐν τῇ κοινῇ ἀναστάσει ἐν νεφέλαις ἀέρων καταξίωσον ἀπαντῆσαί Σοι μετά πάντων τῶν Ἁγίων Σου· ᾄδοντα χαρμόσυνα καί μεγαλύνοντα τήν Σήν ἄφατον ἀγαθότητα.

Ὅτι πρέπει Σοί πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


16. Εὐχή ἄλλη εἰς κεκοιμημένους

Ὁ Θεός ὁ δυνατός, ὁ τῇ σοφίᾳ Σου κατασκευάσας τόν ἄνθρωπον, ὁ ἐκ διαφόρων καί ἐναντίων οὐσιῶν ἕν ζῶον λογικόν ὑποδείξας· ὁ συνάψας καί ἑνώσας τόν νοῦν τῷ χοΐ, τήν ἀόρατον ψυχήν τῇ ὁρωμένῃ σαρκί, διαστήσας δέ αὐτήν καί διακρίνας καί μετά τήν παράβασιν τῇ ἀνυπερβλήτῳ Σου περί ἡμᾶς ἀγάπῃ, ἵνα μή ἀθάνατον Δέσποτα, προσέταξας τόν χοῦν τοῦτον ἐπιστρέψαι εἰς τήν γῆν, καί τήν νοεράν ψυχήν ἀναλῦσαι πρός Σέ· μνήσθητι τοῦ δούλου Σου (τοῦδε)· καί εἴτι ἐν λόγῳ ἤ ἔργῳ ἥμαρτεν, εἴτε ἄκων ἤ ἑκών παρέβη, συγχώρησον αὐτοῦ, καί μέ ἐκζητήσῃς καί μηδέ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου Σου. Τίς γάρ ἐστίν, ὅς ζήσεται καί οὐχ ἁμαρτήσει; Ἵλεως γενοῦ, ὡς ἀγαθός, καί ἀνάπαυσον τό πνεῦμα αὐτοῦ εἰς κόλπους Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, ὅθεν ἀπέδρα πᾶσα ὀδύνη καί λύπη καί στεναγμός, θησαυρίζων καί αὐτῷ τήν ἀγαθήν ἐλπίδα τῆς μετά τῶν Ἁγίων ἀναστάσεως. Παρακάλεσον δέ καί παραμύθησαι ὡς φιλάνθρωπος τούς πενθοῦντας, καί τό βαρύ τῆς ἀθυμίας φορτίον ἀπό τῆς διανοίας αὐτῶν ἀνακούφισον, ἵνα εὐχαριστοῦντες δοξάσωσιν τόν μόνον ζῶντα καί αἰώνιον Θεόν.

Ὅτι Αὐτός εἶ ἡ ζωή καί ἡ ἀνάπαυσις τῶν κεκοιμημένων καί Σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


17. Εὐχή ἄλλη εἰς κεκοιμημένους

Ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ Θεός τοῦ σώζειν, ὁ δημιουργός ζώντων καί νεκρῶν· ὁ ἐκ μή ὄντων εἰς τό εἶναι παραγαγών, ὁ ἐκ γῆς πλάσας τόν ἄνθρωπον καί εἰς γῆν ἁμαρτίας ἕνεκα ἐπιστρέψας· διά δέ τήν Σήν φιλανθρωπίαν ἀνακαλούμενος εἰς ζωήν, ἀνάπαυσον τήν ψυχήν τοῦ δούλου Σου (δεῖνα), Δέσποτα, ἐν ἐλέει καί οἰκτιρμοῖς, ἐν χώρᾳ φωτός, ἐν τόπῳ ἀναπαύσεως, ἐν κόλποις Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, μετά πάντων τῶν ἁγίων τῶν ἀπ’ αἰῶνός Σοι εὐαρεστησάντων.

Ὅτι Σύ εἶ ἡ ἀνάστασις τῶν κεκοιμημένων, καί Σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


18. Εὐχή ἄλλη εἰς κεκοιμημένους

Ὁ Θεός ὁ διδούς πάσῃ σαρκί, καί πάλιν ἀναλαμβάνων τάς ψυχάς τάς ἐπιστρεφούσας ἐπί Σέ, καί κατοικίζων ἐν μοναῖς, αἷς ἡτοίμασας· πρόσδεξαι τό πνεῦμα τοῦ δούλου Σου, κατατάσσων ἐν ἀνέσει, καί κατασκηνῶν εἰς τόπον χλόης καί ἀναπαύσεως, διδούς ἁμαρτημάτων συγχώρησιν πάσης τῆς ἐν τῷ βίῳ κακίας συγγνώμην, ὅτι φιλάνθρωπος εἶ καί ἀγαθός, εἰδώς συγχωρεῖν πλημμελήματα, καί ὑπερβαίνων τά ἁμαρτήματα· τήν ψυχήν αὐτοῦ ἐκεῖ ἀνάπαυσον, ἡμᾶς δέ ἐνταῦθα εἰρήνευσον καί διαφύλαξον, καί τοῖς συνελθοῦσιν λόγησαι τόν κάματον εἰς δικαιοσύνην.

Ὅτι ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος Θεός ὑπάρχεις, καί Σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


19. Εὐχή ἄλλη εἰς κεκοιμημένους

Ὁ ὤν καί προών καί διαμένων εἰς τούς αἰῶνας Κύριε, ὁ ὑπό πάσης κτίσεως νοητῆς δοξαζόμενος, ὁ εὐδοκήσας παρά τῆς ἀνθρωπίνης εὐτελείας εὐχάς καί θυμιάματα προσφέρεσθαί σου τῷ παναγίῳ ὀνόματι· μνήσθητι ὁ Θεός ἡμῶν, καί λύτρωσαι αὐτόν τῆς δυσώσους ἁμαρτίας, εὐωδίᾳ τῆς σῆς ἀγαθότητος, καί ἐλέους καί φιλανθρωπίας ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως καταξιώσας.

Σόν γάρ ἐστί τό κράτος, καί ἡ Βασιλεία ἡ ἀτελεύτητος, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


20. Εὐχή ἄλλη ἐπί τελευτήσαντος

Ὁ Θεός ὁ διδούς πάσῃ σαρκί καί πάλιν ἀναλαμβάνων ἀπό κόσμου τάς ψυχάς τάς ἐπιστρεφούσας ἐπί Σέ καί κατοικίζων ἐν μοναῖς αἷς ἡτοίμασας· πρόσδεξαι τό πνεῦμα τοῦ δούλου Σου, κατατάσσων ἐν ἀνέσει, καί κατασκηνῶν εἰς τόπον χλόης καί ἀναπαύσεως, διδούς ἁμαρτημάτων συγχώρησιν, πλημμελημάτων ἄφεσιν, πάσης τῆς ἐν τῷ βίῳ κακίας συγγνώμην, ὅτι φιλάνθρωπος εἶ καί ἀγαθός, εἰδώς συγχωρεῖν πλημμελήματα, καί ὑπερβαίνοντα ἁμαρτήματα τήν ψυχήν αὐτοῦ ἐκεῖ ἀνάπαυσον, ἡμᾶς δέ ἐνταῦθα εἰρήνευσον καί διαφύλαξον, καί τοῖς συνελθοῦσιν τόν κάματον εἰς δικαιοσύνην δώρησαι.

Ὅτι ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος Θεός ὑπάρχεις, καί σύ τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀρχιμ. Παῦλος Κ. Ντανᾶς, Εὐχὲς ὑπέρ ἀναπαύσεως κεκοιμημένων
Προσευχητάριον ὑπέρ τῶν κεκοιμημένωνἘκδόσεις «Ἄθως Ἀθήνα 2005

Πηγή

Προσευχητάριον υπέρ των κεκοιμημένων


11. Εὐχή εἰς κεκοιμημένους

Δέσποτα Κύριε ὁ Θεός, ὁ τῇ σοφίᾳ Σου κατασκευάσας αὐτόν καί θέμενος ἐν αὐτῷ πνοήν ζωῆς, καί εἰσαγαγών εἰς τόν κόσμον τοῦτον πολιτεύεσθαι ἐπ’ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου, ἁμαρτήσαντα δὲ αὐτόν, θανάτου ἐπαγαγών καί διαλύσας, καί ἀποστρέφων, τήν δέ ψυχήν εἰς ἑαυτόν προσκαλούμενος· Αὐτός ἀνάπαυσον τήν ψυχήν τοῦ δούλου Σου (τοῦδε), ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ἔνθα ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου Κύριε, ἐν κόλποις Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, μετά πάντων τῶν ἁγίων· καί εἴτι ἐπλημμέλησεν εἰς Σέ, ἐν πράξει ἤ λόγῳ ἤ κατά διάνοιαν, Αὐτός ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός, ἄνες, ἄφες, συγχώρησον, παριδών αὐτοῦ τε καί ἡμῶν τά ἀνομήματα· ἡμῶν δέ τά τέλη τῆς ζωῆς ἀνώδυνα καί ἀκαταίσχυντα καταξίωσον, ὅτε θέλεις καί ὅτε βούλῃ, μόνον ἄνευ αἰσχύνης καί παραπτωμάτων.

Σύ γάρ εἶ ἡ ἀνάστασις τοῦ Σοῦ δούλου καί Σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


12. Εὐχή εἰς κεκοιμημένους

Δέσποτα Κύριε ὁ Θεός, ὁ τῇ σοφίᾳ Σου κατασκευάσας αὐτόν καί θέμενος ἐν αὐτῷ πνοήν ζωῆς, καί εἰσαγαγών εἰς τόν κόσμον τοῦτον πολιτεύεσθαι ἐπ’ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου, ἁμαρτήσαντα δέ αὐτόν, θανάτου ἐπαγαγών καί διαλύσας, καί τόν μέν ἐκ γῆς εἰς γῆν ἀναλύων, τήν δέ ψυχήν πρός ἑαυτόν προσκαλούμενος· Αὐτός Δέσποτα φιλάνθρωπε πρόσδεξαι τό πνεῦμα τοῦ δούλου Σου (τοῦδε), καί προσαγόμενον πρός τόν ἅγιον θρόνον Σου, πάσης τιμῆς καί ἀνέσεως ἀξίωσον, φυλάσσων εἰς ἀνάστασιν, καί εἴτι ὡς ἄνθρωπος σαρκί ζῶν, λόγῳ ἤ ἔργῳ ἤ ἐν διανοίᾳ ἥμαρτεν, Αὐτός ὡς ἀγαθός καί ἐλεήμων Θεός, ἄνες, ἄφες, συγχώρησον, παριδών αὐτοῦ καί ἡμῶν τά παραπτώματα.

Σύ γάρ εἶ ὁ Θεός οἰκτιρμῶν καί σοί πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


13. Εὐχή εἰς κεκοιμημένους

Ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων καί πάσης σαρκός, ὁ τῶν ὁρωμένων καὶ τῶν ἀοράτων ποιητής, ὁ κατά τήν ἀπόρρητόν Σου βουλήν ἑνώσας ψυχήν καί σῶμα, καί πάλιν κατά τό θέλημα τῆς Σῆς ἀγαθότητος διαλύων τό πλάσμα Σου, ὅ ἐποίησας, καί τόν μέν χοῦν, τῷ χοΐ ἀναλύων, τό δέ πνεῦμα πρός Αὐτόν προσκαλούμενος, καί κατατάσσων μοναῖς μέχρι τῆς ἀναστάσεως καί ἀποκαλύψεως τοῦ μονογενοῦς Σου Υἱοῦ· Αὐτός, Δέσποτα, ἀντιλαβοῦ τῆς ψυχῆς τοῦ δούλου Σου καί ἀναγαγών αὐτήν ἐκ τοῦ κοσμικοῦ σκότους καί τῆς ἐξουσίας τῶν ἀντικειμένων δυνάμεων ρυσάμενος· κατάταξον ἐν χώρῳ φωτεινῷ, ἐν χώρᾳ ζώντων, ὅθεν ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός· συγχώρησαι αὐτῷ τά ἁμαρτήματα, συγγνώμην παρασχών τοῖς ἀνθρωπίνοις πλημμελήμασιν, ἐν δέ τῇ χάριτί Σου διαφυλάξας· μνήσθητι καί τῶν συνεληλυθότων τιμῆσαι τό ὁμοιοπαθές, καί λογῆσαι αὐτοῖς τόν κόπον καί τήν σπουδήν εἰς ἔργον δικαιοσύνης καί τῶν πενθούντων καί ἀδημονούντων μνήσθητι Κύριε, καί παρεκάλεσον αὐτῶν τήν καρδίαν, καί παραμυθησάμενος, ἐλέησον αὐτούς καί ἡμᾶς καί σῶσον ἐν τῇ ἐνδόξῳ Σου βασιλείᾳ.

Ὅτι πρέπει Σοί πᾶσα δόξα, τιμή καί κράτος καί μεγαλοπρέπεια, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


14. Εὐχή εἰς κεκοιμημένους

Ὁ Θεός τῶν πνευμάτων καί πάσης σαρκός, ὁ Κύριος τῶν κυριευόντων, ὁ Θεός τῆς παρακλήσεως, ὁ τόν θάνατον καταργήσας, ὁ τόν διάβολον καταπατήσας καί ζωήν χαρισάμενος τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων, ὁ Θεός τῶν πνευμάτων ἡμῶν, ὁ Θεός τῶν ἁγίων, ἡ ἀνάπαυσις τῶν θλιβομένων, ἀνάπαυσον τήν ψυχήν τοῦ δούλου Σου, ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ὅθεν ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός· καί παράσχου αὐτῷ εἰς κόλπους Ἀβραάμ καί πάντων τῶν Ἁγίων καταζῆναι· καί τοῖς πενθοῦσιν χάρισαι παραμύθιον, τῶν θλιβομένων ὁ Σωτήρ, τῶν ὀλιγοψύχων ἡ παραμυθία· φύλαξον δέ ἡμᾶς, ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ καί ἐν τῷ μέλλοντι.

Οἰκτιρμοῖς καί φιλανθρωπίᾳ τοῦ μονογενοῦς Σου Υἱοῦ, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


15. Εὐχή ἑτέρα εἰς κεκοιμημένους

Θεέ Παντοκράτορ, Παντέφορε, Πανδερκέστατε· οὗ ἐν χειρί πᾶσα ἐξουσία, καί πᾶσα πνοή· ἀνάπαυσον τόν δοῦλόν Σου (δεῖνα), ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἔνθα ἐπισκοπεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου Σου· καί ἐν τῇ κοινῇ ἀναστάσει ἐν νεφέλαις ἀέρων καταξίωσον ἀπαντῆσαί Σοι μετά πάντων τῶν Ἁγίων Σου· ᾄδοντα χαρμόσυνα καί μεγαλύνοντα τήν Σήν ἄφατον ἀγαθότητα.

Ὅτι πρέπει Σοί πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


16. Εὐχή ἄλλη εἰς κεκοιμημένους

Ὁ Θεός ὁ δυνατός, ὁ τῇ σοφίᾳ Σου κατασκευάσας τόν ἄνθρωπον, ὁ ἐκ διαφόρων καί ἐναντίων οὐσιῶν ἕν ζῶον λογικόν ὑποδείξας· ὁ συνάψας καί ἑνώσας τόν νοῦν τῷ χοΐ, τήν ἀόρατον ψυχήν τῇ ὁρωμένῃ σαρκί, διαστήσας δέ αὐτήν καί διακρίνας καί μετά τήν παράβασιν τῇ ἀνυπερβλήτῳ Σου περί ἡμᾶς ἀγάπῃ, ἵνα μή ἀθάνατον Δέσποτα, προσέταξας τόν χοῦν τοῦτον ἐπιστρέψαι εἰς τήν γῆν, καί τήν νοεράν ψυχήν ἀναλῦσαι πρός Σέ· μνήσθητι τοῦ δούλου Σου (τοῦδε)· καί εἴτι ἐν λόγῳ ἤ ἔργῳ ἥμαρτεν, εἴτε ἄκων ἤ ἑκών παρέβη, συγχώρησον αὐτοῦ, καί μέ ἐκζητήσῃς καί μηδέ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου Σου. Τίς γάρ ἐστίν, ὅς ζήσεται καί οὐχ ἁμαρτήσει; Ἵλεως γενοῦ, ὡς ἀγαθός, καί ἀνάπαυσον τό πνεῦμα αὐτοῦ εἰς κόλπους Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, ὅθεν ἀπέδρα πᾶσα ὀδύνη καί λύπη καί στεναγμός, θησαυρίζων καί αὐτῷ τήν ἀγαθήν ἐλπίδα τῆς μετά τῶν Ἁγίων ἀναστάσεως. Παρακάλεσον δέ καί παραμύθησαι ὡς φιλάνθρωπος τούς πενθοῦντας, καί τό βαρύ τῆς ἀθυμίας φορτίον ἀπό τῆς διανοίας αὐτῶν ἀνακούφισον, ἵνα εὐχαριστοῦντες δοξάσωσιν τόν μόνον ζῶντα καί αἰώνιον Θεόν.

Ὅτι Αὐτός εἶ ἡ ζωή καί ἡ ἀνάπαυσις τῶν κεκοιμημένων καί Σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


17. Εὐχή ἄλλη εἰς κεκοιμημένους

Ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ Θεός τοῦ σώζειν, ὁ δημιουργός ζώντων καί νεκρῶν· ὁ ἐκ μή ὄντων εἰς τό εἶναι παραγαγών, ὁ ἐκ γῆς πλάσας τόν ἄνθρωπον καί εἰς γῆν ἁμαρτίας ἕνεκα ἐπιστρέψας· διά δέ τήν Σήν φιλανθρωπίαν ἀνακαλούμενος εἰς ζωήν, ἀνάπαυσον τήν ψυχήν τοῦ δούλου Σου (δεῖνα), Δέσποτα, ἐν ἐλέει καί οἰκτιρμοῖς, ἐν χώρᾳ φωτός, ἐν τόπῳ ἀναπαύσεως, ἐν κόλποις Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, μετά πάντων τῶν ἁγίων τῶν ἀπ’ αἰῶνός Σοι εὐαρεστησάντων.

Ὅτι Σύ εἶ ἡ ἀνάστασις τῶν κεκοιμημένων, καί Σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


18. Εὐχή ἄλλη εἰς κεκοιμημένους

Ὁ Θεός ὁ διδούς πάσῃ σαρκί, καί πάλιν ἀναλαμβάνων τάς ψυχάς τάς ἐπιστρεφούσας ἐπί Σέ, καί κατοικίζων ἐν μοναῖς, αἷς ἡτοίμασας· πρόσδεξαι τό πνεῦμα τοῦ δούλου Σου, κατατάσσων ἐν ἀνέσει, καί κατασκηνῶν εἰς τόπον χλόης καί ἀναπαύσεως, διδούς ἁμαρτημάτων συγχώρησιν πάσης τῆς ἐν τῷ βίῳ κακίας συγγνώμην, ὅτι φιλάνθρωπος εἶ καί ἀγαθός, εἰδώς συγχωρεῖν πλημμελήματα, καί ὑπερβαίνων τά ἁμαρτήματα· τήν ψυχήν αὐτοῦ ἐκεῖ ἀνάπαυσον, ἡμᾶς δέ ἐνταῦθα εἰρήνευσον καί διαφύλαξον, καί τοῖς συνελθοῦσιν λόγησαι τόν κάματον εἰς δικαιοσύνην.

Ὅτι ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος Θεός ὑπάρχεις, καί Σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


19. Εὐχή ἄλλη εἰς κεκοιμημένους

Ὁ ὤν καί προών καί διαμένων εἰς τούς αἰῶνας Κύριε, ὁ ὑπό πάσης κτίσεως νοητῆς δοξαζόμενος, ὁ εὐδοκήσας παρά τῆς ἀνθρωπίνης εὐτελείας εὐχάς καί θυμιάματα προσφέρεσθαί σου τῷ παναγίῳ ὀνόματι· μνήσθητι ὁ Θεός ἡμῶν, καί λύτρωσαι αὐτόν τῆς δυσώσους ἁμαρτίας, εὐωδίᾳ τῆς σῆς ἀγαθότητος, καί ἐλέους καί φιλανθρωπίας ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως καταξιώσας.

Σόν γάρ ἐστί τό κράτος, καί ἡ Βασιλεία ἡ ἀτελεύτητος, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


20. Εὐχή ἄλλη ἐπί τελευτήσαντος

Ὁ Θεός ὁ διδούς πάσῃ σαρκί καί πάλιν ἀναλαμβάνων ἀπό κόσμου τάς ψυχάς τάς ἐπιστρεφούσας ἐπί Σέ καί κατοικίζων ἐν μοναῖς αἷς ἡτοίμασας· πρόσδεξαι τό πνεῦμα τοῦ δούλου Σου, κατατάσσων ἐν ἀνέσει, καί κατασκηνῶν εἰς τόπον χλόης καί ἀναπαύσεως, διδούς ἁμαρτημάτων συγχώρησιν, πλημμελημάτων ἄφεσιν, πάσης τῆς ἐν τῷ βίῳ κακίας συγγνώμην, ὅτι φιλάνθρωπος εἶ καί ἀγαθός, εἰδώς συγχωρεῖν πλημμελήματα, καί ὑπερβαίνοντα ἁμαρτήματα τήν ψυχήν αὐτοῦ ἐκεῖ ἀνάπαυσον, ἡμᾶς δέ ἐνταῦθα εἰρήνευσον καί διαφύλαξον, καί τοῖς συνελθοῦσιν τόν κάματον εἰς δικαιοσύνην δώρησαι.

Ὅτι ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος Θεός ὑπάρχεις, καί σύ τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀρχιμ. Παῦλος Κ. Ντανᾶς, Εὐχὲς ὑπέρ ἀναπαύσεως κεκοιμημένων
Προσευχητάριον ὑπέρ τῶν κεκοιμημένωνἘκδόσεις «Ἄθως Ἀθήνα 2005

Πηγή

Για όσους έφυγαν ...


 
Ο θάνατος αποτελεί έναν σταθμό μέσα στην ζωή !
 
Εκείνοι που φεύγουν, περιμένουν εμάς. Εμείς που μένουμε περιμένουμε να δούμε ξανά εκείνους! Χωρίς αυτήν την προοπτική ζωής, ο Θάνατος, εκτός από την ολοκλήρωση μιας πορείας, μεταβάλλεται από λύτρωση, σε τιμωρία. Σε αυτόν τον μεγάλο ύπνο, έχουμε όλοι συμμετοχή. Επειδή λοιπόν οι νεκροί πεθαίνουν , μόνον όταν τους λησμονήσουν οι ζωντανοί, μέσα από την λειτουργική πράξη της Εκκλησίας παραμένει ζωντανή η μνήμη του προσώπου. Για κάποιον που δεν μπορεί να πιστέψει στην αιωνιότητα, όλα αυτά είναι μάταια. 
Είναι λοιπόν καθήκον ιερόν, όταν θυμόμαστε όσους δεν είναι πλέον στα πρόσκαιρα, αλλά στα αιώνια, δεν είναι στα φθαρτά αλλά στα άφθαρτα, δεν βρίσκονται πλέον στα επίγεια αλλά στα ουράνια. Κάθε μέρα που περνά, μας φέρνει ακόμα πιο κοντά στο κλείσιμο του κύκλου. Οι κεκοιμημένοι φεύγοντας, δίνουν την σειρά τους σε εμάς. Σε αυτή την κοινή πορεία, το κοινό χρέος έχουμε όλοι μερίδιο. Όταν εμείς θυμόμαστε όσους ''έφυγαν'' κάποιοι άλλοι θα θυμηθούν και εμάς, μετά από εμάς ! 
 
Ας αναπαύει ο Θεός τις ψυχές των αγαπημένων μας προσώπων .
Αύριο , στην Λειτουργία των ψυχών  ,
ας θυμηθούμε τους δικούς μας ανθρώπους που έφυγαν ,
μα και πρόσωπα που δεν έχουν κανένα να τα θυμηθεί ...
Μνημόσυνο , είναι η ανάμνηση ,
και οι αναμνήσεις ανήκουν στην ζωή !
Στοχάζομαι λοιπόν πώς σήμερα και αύριο ,
μέσα από τις δικές μας αναμνήσεις ,
μέσα από τις δικές μας προσευχές ,
θα ξαναζωντανέψουμε
όσους τελικά δεν έφυγαν ποτέ από κοντά μας .
Απλά περιμένουμε την αντάμωση ξανά μαζί τους ...
στην αιωνιότητα , στο υπέρλαμπρο Φως !
 
Αιώνία τους η μνήμη !
 
 



 
Το ε'ιδαμε εδώ
 
,

Εορτή του Οσίου Αυξεντίου «Του εν τω Όρει»


Εορτή του Οσίου Αυξεντίου «Του εν τω Όρει»
Τη μνήμη του Οσίου Αυξεντίου «Του εν τω Όρει» τιμά σήμερα, 14 Φεβρουαρίου, η Εκκλησία μας.

Ο Όσιος Αυξέντιος καταγόταν από την Συρία. Έζησε στην Κωνσταντινούπολη επί αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β' του Μικρού (408 - 450 μ.Χ.) και κατείχε το αξίωμα του σχολαρίου του στρατηλάτου.
Η φιλήσυχη και φιλομόναχη διάθεσή του και η αγάπη του για τον ασκητικό βίο, τον οδήγησε στο να γίνει μοναχός. Εγκατέλειψε λοιπόν τις τιμές και τα αξιώματά του και αποσύρθηκε σε όρος πετρώδες της Χαλκηδόνος, την Οξεία Πέτρα, όπου και ασκήτευε, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την μελέτη και σπουδή της Αγίας Γραφής.
Τόση δε ήταν η φήμη του για τις σπάνιες αρετές και την βαθιά θεολογική μόρφωσή του, ώστε προσκλήθηκε στην Δ' Οικουμενική Σύνοδο, που συνεκλήθη το έτος 451 μ.Χ. στην Χαλκηδόνα για να καταδικάσει τις κακοδοξίες του Ευτυχούς.

Στο ασκητήριό του καθημερινά προσέρχονταν πολλοί, για να λάβουν την ευλογία του, μεταξύ των οποίων και πολλοί πλούσιοι που του έφερναν τροφές και δώρα.

Αλλά εκείνος χρησιμοποιούσε για τον εαυτό του λίγο ψωμί για τη συντήρησή του και κερί για το παρεκκλήσι του. Τα υπόλοιπα τα διαμοίραζε στους πτωχούς. Ο σεβασμός προς τον Όσιο έγινε αιτία να ιδρυθεί στους πρόποδες του βουνού γυναικεία μονή.

Ο Άγιος Θεός αξίωσε τον Άγιο Αυξέντιο του χαρίσματος της θαυματουργίας και έτσι επιτέλεσε πολλά θαύματα. Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη μεταξύ των ετών 470 - 472 μ.Χ. Στο Συναξάριο της Κωνσταντινούπολης αναφέρεται ότι το τίμιο λείψανο του Αγίου κατατέθηκε στον ευκτήριο οίκο της γυναικείας μονής που ίδρυσε και η οποία ονομαζόταν Τριχιναρία. Η Σύναξη αυτού ετελείτο στη μονή του Καλλιστράτου εντός της Κωνσταντινουπόλεως.

Απολυτίκιο:
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
'Ώσπερ φοίνιξ ηυξήνθης Πάτερ υψίκομος, δικαιοσύνης εκφέρων τους ψυχοτρόφους καρπούς, συ γαρ βίον ιερόν πολιτευσάμενος, της Εκκλησίας στηριγμός, και θαυμάτων αυτουργός, Αυξέντιε ανεδείχθης, διά παντός ικετεύων, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...