ΤΟ εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, σήμερα διηγεῖται ἕνα θαῦμα. Ἕνα θαῦμα; λάθος κάνεις, δύο θαύματα ἔχει. Ἕνα ἢ δύο εἶνε;
Ἐγὼ λέω ὅτι εἶνε δυὸ θαύματα.
Τὸ ἕνα εἶνε μικρό, τὸ ἄλλο εἶνε μεγάλο· τὸ ἕνα εἶνε ὁρατό, τὸ ἄλλο ἀόρατο· τὸ ἕνα εἶνε σωματικό, τὸ ἄλλο ψυχικό.
Καὶ τὸ δεύτερο εἶνε ἀπόδειξις τοῦ πρώτου. Καὶ τὸ σπουδαιότερο ποιό εἶνε· ὅτι τὸ πρῶτο, τὸ μεγάλο καὶ
ἀόρατο καὶ ψυχικὸ θαῦμα, μπορεῖ νὰ γίνῃ καὶ σ’ ἐμᾶς!
Ἂς δοῦμε λοιπὸν τὸ πρῶτο θαῦμα.
Σὲ μιὰ πόλι τῆς Γαλιλαίας, στὴν Καπερναούμ, βρέθηκε ὁ Χριστὸς σ᾽ ἕνα σπίτι.
Μόλις τό ’μαθαν οἱ κάτοικοι, μαζεύτηκαν ἐκεῖ ὅλοι, ἄντρες γυναῖκες παιδιά. Συνωστισμὸς μεγάλος, στρυμώχνονταν ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλο μέχρι τὴν πόρτα· μῆλο νὰ ἔῤῥιχνες, δὲν θά ’πεφτε κάτω.
Νὰ σταθοῦμε λίγο στὸ σημεῖο αὐτό. Πῆγε ὁ Χριστὸς σ᾽ ἕνα σπίτι, κι ἀμέσως τὸ σπίτι ἐκεῖνο γέμισε. Μὰ ἐρωτῶ· καὶ ὁ κάθε ὀρθόδοξος ναὸς τί εἶνε; Δὲν εἶνε οἶκος Θεοῦ; Σπίτι τοῦ Χριστοῦ εἶνε. «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾽ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28,17). Συνεπῶς τί ἔπρεπε νὰ γίνεται; Ὅπως τότε ἐκεῖνοι ἔτρεξαν καὶ γέμισε τὸ σπίτι, ἔτσι κ’ ἐμεῖς σήμερα ἔπρεπε νὰ τρέχουμε στὸ ναό, στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν τελεῖται ἡ θεία λειτουργία, εἶνε παρὼν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· διδάσκει, φωτίζει, προσφέρει τὸν ἑαυτό του σὲ κάθε πιστὸ ὑπὸ τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου. Μαζεύονται ἐδῶ οἱ πιστοί; Δὲν γίνεται αὐτό. Ἂν μαζεύονταν ὅλοι οἱ Χριστιανοί, θά ’πρεπε νὰ χτιστοῦν πενταπλάσιοι καὶ δεκαπλάσιοι ναοί. Ἀπὸ τοὺς 100 Χριστιανοὺς δυστυχῶς 2 μόνο ἐκκλησιάζονται· ἐκκλησιασμὸς δύο τοῖς ἑκατό (2%). Οἱ ὑπόλοιποι ποῦ εἶνε; Ἐμένα ρωτᾶτε; Εἶνε ἀπόντες ἀπὸ τὸ μεγάλο προσκλητήριο τοῦ οὐρανοῦ. Χτυπᾷ ἡ καμπάνα κι ἀκούγεται παντοῦ. Αὐτὲς οἱ καμπάνες θὰ μᾶς δικάσουν μιὰ μέρα. Πρῶτα στὴ σκλαβωμένη πατρίδα μας (τὴ Μικρὰ Ἀσία, τὸν Πόντο κ.ἀ.), δὲ χτυποῦσαν καμπάνες· δὲν ἄφηναν οἱ Τοῦρκοι. Κι ὅμως οἱ ἐκκλησιὲς ἦταν γεμᾶτες. Τώρα, «στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα ὅσο θέλεις βρόντα». Ἔννοια μας ὅμως· δὲν ἀκοῦμε τὶς καμπάνες αὐτές; θὰ χτυπήσῃ ἄλλη, τρομερὰ καμπάνα…
Ἂν πᾶτε στὸ Ἰσραήλ, τὸ Σάββατο ποὺ εἶνε ἡμέρα ἀργίας, δὲν κινεῖται τίποτα στὸ δρόμο· μόνο τὸ αὐτοκίνητο τῆς ἀστυνομίας καὶ τοῦ ἰατροῦ. Ἐδῶ γεμίζουν οἱ μεγάλες ἀρτηρίες. Ἔτσι λοιπὸν οἱ κάτοικοι τῆς Καπερναούμ, ποὺ ἔτρεξαν καὶ γέμισαν τὸ σπίτι ἐκεῖνο καὶ τὸ ἔκαναν ἐκκλησιά, εἶνε ἔλεγχος τῆς δικῆς μας ἀπροθυμίας.Λοιπὸν τί συνέβη ἐκεῖ; Καθὼς δίδασκε ὁ Χριστός, ξαφνικὰ σταμάτησε. Ἐπάνω ἀκούστηκε θόρυβος· σειόταν ἡ στέγη. Τί ἦταν, σεισμός; Κάτι ἄλλο περίεργο· κάποιοι ἀφαίρεσαν τὰ κεραμίδια καὶ τὰ ξύλα, καὶ κατέβασαν κάτω μὲ τὰ σχοινιὰ ἕναν ἄνθρωπο. Τί, νεκρό; Ζωντανὸς ἦταν, ἀλλὰ ἔμοιαζε μὲ νεκρὸ ἄταφο. Ἦταν παράλυτος. Χέρια εἶχε καὶ χέρια δὲν εἶχε, πόδια εἶχε καὶ πόδια δὲν εἶχε· δὲ μποροῦσε νὰ περπατήσῃ καθόλου. Αὐτός, ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε στὴν Καπερναούμ, παρακάλεσε νὰ τὸν πᾶνε. Βρέθηκαν τέσσερις σπλαχνικοὶ ἄνθρωποι, τὸν πήρανε στὰ χέρια καὶ τὸν πήγανε. Δὲν μπόρεσαν ὅμως νὰ περάσουν ἀπὸ τὴν πόρτα. Ἀπογοητεύθηκαν; Ὄχι. Τί κάνει ἡ ἀγάπη· τὸν ἀνέβασαν στὴ στέγη, κι ἀπὸ ᾽κεῖ τὸν κατέβασαν μέσα στὸ σπίτι! Καὶ νά τώρα ὁ παράλυτος μπροστὰ στὸ Χριστό. Καὶ ὁ Χριστὸς τί κάνει; Ἐδῶ εἶνε τὸ σπουδαῖο σημεῖο. Ὅλοι περιμένουν ν᾽ ἁπλώσῃ τὸ ἅγιο χέρι του, νὰ τὸν ἀγγίξῃ, κι ἀμέσως νὰ γίνῃ καλά. Τὸ κάνει αὐτὸ ὁ Χριστός; Δὲν τὸ κάνει ἀμέσως; Κάνει προηγουμένως κάτι ἄλλο σπουδαιότερο, ποὺ δὲν τὸ ἐκτιμοῦμε ἐμεῖς. Τί;Ὁ Χριστὸς δὲν δίνει ἀσπιρίνες. Ὁ καλὸς γιατρὸς ἀκούει βαθειά, κάνει διάγνωσι, βρίσκει τὴν αἰτία τῆς ἀσθενείας, καὶ τότε θεραπεύει. Καὶ ὁ Χριστὸς, ὁ ἄριστος ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, τοῦ ἔκανε «ἀκτινογράφησι». Εἶδε, ὅτι ἡ παραλυσία προερχόταν ἀπὸ βαθυτέρα αἰτία, ἦταν ἀποτέλεσμα μιᾶς ἄλλης θλιβερᾶς καταστάσεως· εἶδε, ὅτι μέσα του ὑπῆρχε – τί; Μιὰ λέξις, ποὺ δὲ μᾶς προκαλεῖ φόβο. Ἐὰν ἀκούσουμε τὴ λέξι «καρκίνος», ὅλοι φοβούμεθα. Ἀλλὰ χειρότερη κι ἀπ᾽ τὸν καρκίνο καὶ κάθε ἄλλη ἀσθένεια εἶνε ἡ φοβερὰ ἀσθένεια ποὺ λέγεται ἁμαρτία. Αὐτή ἦταν ἡ ἑστία τοῦ κακοῦ, ἀπὸ ᾽κεῖ προερχόταν ἡ ἀσθένειά του. Οἱ ἁμαρτίες, ὤ οἱ ἁμαρτίες μας! Ἐὰν ἔλειπε ἡ ἁμαρτία, ἡ γῆ θὰ γινόταν παράδεισος· οὔτε φάρμακα, οὔτε κλινικὲς καὶ νοσοκομεῖα θὰ χρειάζονταν. Ἡ αἰτία τῆς παραλυσίας τοῦ σώματος εἶνε ἡ ἠθικὴ παραλυσία, αἰτία τῆς ἀσθενείας εἶνε ἡ ἁμαρτία. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τοῦ λέει· «Τέκνον ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου», παιδί μου σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου (Μᾶρκ. 2,5). Τοῦ δίνει τὴ συγχώρησι τῶν ἁμαρτημάτων. Αὐτὸ εἶνε τὸ ἕνα θαῦμα, τὸ μεγάλο. Μέσα ὅμως σ’ ἐκεῖνο τὸ πλῆθος ὑπῆρχαν καὶ κατάσκοποι· ἦταν οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι. Μόλις τ᾽ ἄκουσαν αὐτό, σκέφτηκαν· Μπᾶ, τί εἶνε τοῦτο ποὺ λέει; ποιός μπορεῖ νὰ συχωρέσῃ ἁμαρτίες; εἶνε ποτὲ δυνατόν;… Ἔκαναν λάθος. Τί λάθος; Τὸν ἔβλεπαν ὡς ἁπλὸ ἄνθρωπο· μὰ ὁ Χριστὸς εἶνε καὶ Θεός. Καὶ ὡς Θεὸς ἔχει δύναμι νὰ δίνῃ ἄφεσι, ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες. Θεὸς ὁ Χριστός! Αὐτὴ εἶνε ἡ μεγάλη ἀλήθεια, ἐδῶ εἶνε τὸ μέγα μυστήριο. Πῶς παραδέχεσαι τὸ Χριστό; Θεὸς εἶνε. Ποιός τὸ λέει; Τὸ φωνάζουν τὰ θαύματά του, τὸ φωνάζουν τὰ ἀνεκτίμητα λόγια του, τὸ φωνάζει ἡ ἁγιότης του, ὅλα τὸ φωνάζουν. Κι ἂν ἐμεῖς τὸ ἀρνηθοῦμε, σὰν τοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους, καὶ οἱ πέτρες ἀκόμα ποὺ πατοῦμε θὰ φωνάξουν· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).Θεὸς λοιπὸν ὁ Χριστός, καὶ ὡς Θεὸς ἔδωσε τὴ συγχώρησι. Ἀλλ’ αὐτὸ εἶνε ἕνα πνευματικὸ γεγονός, ἕνα θαῦμα ποὺ γίνεται μέσα στὴν ψυχή· εἶνε ἀόρατο, δὲν φαίνεται ἐξωτερικά. Γιὰ νὰ δείξῃ λοιπὸν ποιός εἶνε, ὅτι πράγματι εἶνε Θεός, κάνει τώρα τὸ δεύτερο θαῦμα, ποὺ εἶνε ὁρατό, μποροῦν ὅλοι νὰ τὸ δοῦν. Λέει στὸν παράλυτο· «Ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου» (Μᾶρκ. 2,12). Κ’ ἐκεῖνος ἀμέσως σηκώθηκε. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς κι ὅτι ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ θαύματα μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Συμπέρασμα. Ἀρρώστησες; ― καὶ ποιός δὲ θ᾽ ἀρρωστήσῃ― ἢ ἀρρώστησε ἄνθρωπος στὸ σπίτι σου; Τί μᾶς λέει τὸ Εὐαγγέλιο· θὰ πᾷς βέβαια στὸ γιατρό, θὰ πάρῃς φάρμακα· καὶ τὸ γιατρὸ καὶ τὰ φάρμακα ὁ Θεὸς τὰ ἔδωσε. Ἀλλὰ τὸ πρῶτο καὶ ἄριστο φάρμακο εἶνε ἡ πίστι στὸ Χριστό. Κοντὰ λοιπὸν στὰ ἄλλα φάρμακα νὰ ζητήσῃς τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς εἶνε «ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων ἡμῶν» (θ. Λειτ.). Ὅπως τότε ἔκανε καλὰ τὸν παράλυτο, ἔτσι μέχρι σήμερα θεραπεύει θαυματουργικῶς. Εἶνε ὁ μεγάλος γιατρὸς τοῦ κόσμου. Ὅλοι λοιπόν, γιὰ ὁποιαδήποτε ἀρρώστια, ἂς καταφεύγουμε στὸ Χριστό.
Σὲ μιὰ πόλι τῆς Γαλιλαίας, στὴν Καπερναούμ, βρέθηκε ὁ Χριστὸς σ᾽ ἕνα σπίτι.
Μόλις τό ’μαθαν οἱ κάτοικοι, μαζεύτηκαν ἐκεῖ ὅλοι, ἄντρες γυναῖκες παιδιά. Συνωστισμὸς μεγάλος, στρυμώχνονταν ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλο μέχρι τὴν πόρτα· μῆλο νὰ ἔῤῥιχνες, δὲν θά ’πεφτε κάτω.
Νὰ σταθοῦμε λίγο στὸ σημεῖο αὐτό. Πῆγε ὁ Χριστὸς σ᾽ ἕνα σπίτι, κι ἀμέσως τὸ σπίτι ἐκεῖνο γέμισε. Μὰ ἐρωτῶ· καὶ ὁ κάθε ὀρθόδοξος ναὸς τί εἶνε; Δὲν εἶνε οἶκος Θεοῦ; Σπίτι τοῦ Χριστοῦ εἶνε. «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾽ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28,17). Συνεπῶς τί ἔπρεπε νὰ γίνεται; Ὅπως τότε ἐκεῖνοι ἔτρεξαν καὶ γέμισε τὸ σπίτι, ἔτσι κ’ ἐμεῖς σήμερα ἔπρεπε νὰ τρέχουμε στὸ ναό, στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν τελεῖται ἡ θεία λειτουργία, εἶνε παρὼν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· διδάσκει, φωτίζει, προσφέρει τὸν ἑαυτό του σὲ κάθε πιστὸ ὑπὸ τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου. Μαζεύονται ἐδῶ οἱ πιστοί; Δὲν γίνεται αὐτό. Ἂν μαζεύονταν ὅλοι οἱ Χριστιανοί, θά ’πρεπε νὰ χτιστοῦν πενταπλάσιοι καὶ δεκαπλάσιοι ναοί. Ἀπὸ τοὺς 100 Χριστιανοὺς δυστυχῶς 2 μόνο ἐκκλησιάζονται· ἐκκλησιασμὸς δύο τοῖς ἑκατό (2%). Οἱ ὑπόλοιποι ποῦ εἶνε; Ἐμένα ρωτᾶτε; Εἶνε ἀπόντες ἀπὸ τὸ μεγάλο προσκλητήριο τοῦ οὐρανοῦ. Χτυπᾷ ἡ καμπάνα κι ἀκούγεται παντοῦ. Αὐτὲς οἱ καμπάνες θὰ μᾶς δικάσουν μιὰ μέρα. Πρῶτα στὴ σκλαβωμένη πατρίδα μας (τὴ Μικρὰ Ἀσία, τὸν Πόντο κ.ἀ.), δὲ χτυποῦσαν καμπάνες· δὲν ἄφηναν οἱ Τοῦρκοι. Κι ὅμως οἱ ἐκκλησιὲς ἦταν γεμᾶτες. Τώρα, «στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα ὅσο θέλεις βρόντα». Ἔννοια μας ὅμως· δὲν ἀκοῦμε τὶς καμπάνες αὐτές; θὰ χτυπήσῃ ἄλλη, τρομερὰ καμπάνα…
Ἂν πᾶτε στὸ Ἰσραήλ, τὸ Σάββατο ποὺ εἶνε ἡμέρα ἀργίας, δὲν κινεῖται τίποτα στὸ δρόμο· μόνο τὸ αὐτοκίνητο τῆς ἀστυνομίας καὶ τοῦ ἰατροῦ. Ἐδῶ γεμίζουν οἱ μεγάλες ἀρτηρίες. Ἔτσι λοιπὸν οἱ κάτοικοι τῆς Καπερναούμ, ποὺ ἔτρεξαν καὶ γέμισαν τὸ σπίτι ἐκεῖνο καὶ τὸ ἔκαναν ἐκκλησιά, εἶνε ἔλεγχος τῆς δικῆς μας ἀπροθυμίας.Λοιπὸν τί συνέβη ἐκεῖ; Καθὼς δίδασκε ὁ Χριστός, ξαφνικὰ σταμάτησε. Ἐπάνω ἀκούστηκε θόρυβος· σειόταν ἡ στέγη. Τί ἦταν, σεισμός; Κάτι ἄλλο περίεργο· κάποιοι ἀφαίρεσαν τὰ κεραμίδια καὶ τὰ ξύλα, καὶ κατέβασαν κάτω μὲ τὰ σχοινιὰ ἕναν ἄνθρωπο. Τί, νεκρό; Ζωντανὸς ἦταν, ἀλλὰ ἔμοιαζε μὲ νεκρὸ ἄταφο. Ἦταν παράλυτος. Χέρια εἶχε καὶ χέρια δὲν εἶχε, πόδια εἶχε καὶ πόδια δὲν εἶχε· δὲ μποροῦσε νὰ περπατήσῃ καθόλου. Αὐτός, ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε στὴν Καπερναούμ, παρακάλεσε νὰ τὸν πᾶνε. Βρέθηκαν τέσσερις σπλαχνικοὶ ἄνθρωποι, τὸν πήρανε στὰ χέρια καὶ τὸν πήγανε. Δὲν μπόρεσαν ὅμως νὰ περάσουν ἀπὸ τὴν πόρτα. Ἀπογοητεύθηκαν; Ὄχι. Τί κάνει ἡ ἀγάπη· τὸν ἀνέβασαν στὴ στέγη, κι ἀπὸ ᾽κεῖ τὸν κατέβασαν μέσα στὸ σπίτι! Καὶ νά τώρα ὁ παράλυτος μπροστὰ στὸ Χριστό. Καὶ ὁ Χριστὸς τί κάνει; Ἐδῶ εἶνε τὸ σπουδαῖο σημεῖο. Ὅλοι περιμένουν ν᾽ ἁπλώσῃ τὸ ἅγιο χέρι του, νὰ τὸν ἀγγίξῃ, κι ἀμέσως νὰ γίνῃ καλά. Τὸ κάνει αὐτὸ ὁ Χριστός; Δὲν τὸ κάνει ἀμέσως; Κάνει προηγουμένως κάτι ἄλλο σπουδαιότερο, ποὺ δὲν τὸ ἐκτιμοῦμε ἐμεῖς. Τί;Ὁ Χριστὸς δὲν δίνει ἀσπιρίνες. Ὁ καλὸς γιατρὸς ἀκούει βαθειά, κάνει διάγνωσι, βρίσκει τὴν αἰτία τῆς ἀσθενείας, καὶ τότε θεραπεύει. Καὶ ὁ Χριστὸς, ὁ ἄριστος ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, τοῦ ἔκανε «ἀκτινογράφησι». Εἶδε, ὅτι ἡ παραλυσία προερχόταν ἀπὸ βαθυτέρα αἰτία, ἦταν ἀποτέλεσμα μιᾶς ἄλλης θλιβερᾶς καταστάσεως· εἶδε, ὅτι μέσα του ὑπῆρχε – τί; Μιὰ λέξις, ποὺ δὲ μᾶς προκαλεῖ φόβο. Ἐὰν ἀκούσουμε τὴ λέξι «καρκίνος», ὅλοι φοβούμεθα. Ἀλλὰ χειρότερη κι ἀπ᾽ τὸν καρκίνο καὶ κάθε ἄλλη ἀσθένεια εἶνε ἡ φοβερὰ ἀσθένεια ποὺ λέγεται ἁμαρτία. Αὐτή ἦταν ἡ ἑστία τοῦ κακοῦ, ἀπὸ ᾽κεῖ προερχόταν ἡ ἀσθένειά του. Οἱ ἁμαρτίες, ὤ οἱ ἁμαρτίες μας! Ἐὰν ἔλειπε ἡ ἁμαρτία, ἡ γῆ θὰ γινόταν παράδεισος· οὔτε φάρμακα, οὔτε κλινικὲς καὶ νοσοκομεῖα θὰ χρειάζονταν. Ἡ αἰτία τῆς παραλυσίας τοῦ σώματος εἶνε ἡ ἠθικὴ παραλυσία, αἰτία τῆς ἀσθενείας εἶνε ἡ ἁμαρτία. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τοῦ λέει· «Τέκνον ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου», παιδί μου σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου (Μᾶρκ. 2,5). Τοῦ δίνει τὴ συγχώρησι τῶν ἁμαρτημάτων. Αὐτὸ εἶνε τὸ ἕνα θαῦμα, τὸ μεγάλο. Μέσα ὅμως σ’ ἐκεῖνο τὸ πλῆθος ὑπῆρχαν καὶ κατάσκοποι· ἦταν οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι. Μόλις τ᾽ ἄκουσαν αὐτό, σκέφτηκαν· Μπᾶ, τί εἶνε τοῦτο ποὺ λέει; ποιός μπορεῖ νὰ συχωρέσῃ ἁμαρτίες; εἶνε ποτὲ δυνατόν;… Ἔκαναν λάθος. Τί λάθος; Τὸν ἔβλεπαν ὡς ἁπλὸ ἄνθρωπο· μὰ ὁ Χριστὸς εἶνε καὶ Θεός. Καὶ ὡς Θεὸς ἔχει δύναμι νὰ δίνῃ ἄφεσι, ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες. Θεὸς ὁ Χριστός! Αὐτὴ εἶνε ἡ μεγάλη ἀλήθεια, ἐδῶ εἶνε τὸ μέγα μυστήριο. Πῶς παραδέχεσαι τὸ Χριστό; Θεὸς εἶνε. Ποιός τὸ λέει; Τὸ φωνάζουν τὰ θαύματά του, τὸ φωνάζουν τὰ ἀνεκτίμητα λόγια του, τὸ φωνάζει ἡ ἁγιότης του, ὅλα τὸ φωνάζουν. Κι ἂν ἐμεῖς τὸ ἀρνηθοῦμε, σὰν τοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους, καὶ οἱ πέτρες ἀκόμα ποὺ πατοῦμε θὰ φωνάξουν· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).Θεὸς λοιπὸν ὁ Χριστός, καὶ ὡς Θεὸς ἔδωσε τὴ συγχώρησι. Ἀλλ’ αὐτὸ εἶνε ἕνα πνευματικὸ γεγονός, ἕνα θαῦμα ποὺ γίνεται μέσα στὴν ψυχή· εἶνε ἀόρατο, δὲν φαίνεται ἐξωτερικά. Γιὰ νὰ δείξῃ λοιπὸν ποιός εἶνε, ὅτι πράγματι εἶνε Θεός, κάνει τώρα τὸ δεύτερο θαῦμα, ποὺ εἶνε ὁρατό, μποροῦν ὅλοι νὰ τὸ δοῦν. Λέει στὸν παράλυτο· «Ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου» (Μᾶρκ. 2,12). Κ’ ἐκεῖνος ἀμέσως σηκώθηκε. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς κι ὅτι ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ θαύματα μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Συμπέρασμα. Ἀρρώστησες; ― καὶ ποιός δὲ θ᾽ ἀρρωστήσῃ― ἢ ἀρρώστησε ἄνθρωπος στὸ σπίτι σου; Τί μᾶς λέει τὸ Εὐαγγέλιο· θὰ πᾷς βέβαια στὸ γιατρό, θὰ πάρῃς φάρμακα· καὶ τὸ γιατρὸ καὶ τὰ φάρμακα ὁ Θεὸς τὰ ἔδωσε. Ἀλλὰ τὸ πρῶτο καὶ ἄριστο φάρμακο εἶνε ἡ πίστι στὸ Χριστό. Κοντὰ λοιπὸν στὰ ἄλλα φάρμακα νὰ ζητήσῃς τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς εἶνε «ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων ἡμῶν» (θ. Λειτ.). Ὅπως τότε ἔκανε καλὰ τὸν παράλυτο, ἔτσι μέχρι σήμερα θεραπεύει θαυματουργικῶς. Εἶνε ὁ μεγάλος γιατρὸς τοῦ κόσμου. Ὅλοι λοιπόν, γιὰ ὁποιαδήποτε ἀρρώστια, ἂς καταφεύγουμε στὸ Χριστό.
Δὲν εἶπα ὅμως ἀκόμη τίποτα. Ὅλοι στὸ Χριστό. Μὰ παραπάνω ἀπ’ ὅλους ποιοί; Οἱ ἁμαρτωλοί, πρὸ παντὸς οἱ ἁμαρτωλοί· δηλαδὴ ὅλοι μας. Ποιός δὲν εἶνε ἁμαρτωλός; Κάθε ἁμαρτωλὸς νὰ πάῃ στὸ Χριστό, νὰ γονατίσῃ μπροστά του. Μὰ ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; Δὲν τὸ εἴπαμε; στὸ σπίτι του εἶνε. Τί εἶνε ἡ Ἐκκλησία; Οἶκος τοῦ Θεοῦ, τὸ σπίτι τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὄχι μόνο σπίτι ἀλλὰ καὶ ἰατρεῖο. Ὅπως κάνουμε οὐρὰ στὰ ἰατρεῖα περιμένοντας νὰ ἐξετασθοῦμε, ἔτσι καὶ στὸ Ἰατρεῖο τοῦ Χριστοῦ μας. «Τίς ὀδυνώμενος καὶ προσπίπτων, τῷ ἰατρείῳ τούτῳ οὐ θεραπεύεται;» (Παρακλητική, ἦχος δ΄, ἀπόστ. κατανυκτ. Κυρ. ἑσπ.). Ἰατρεῖο, πιὸ συγκεκριμένα, εἶνε τὸ ἱερὸ ἐξομολογητήριο. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἄνθρωπος γονατίζει καὶ λέει τ᾽ ἁμαρτήματά του, δὲν τὰ λέει στὸν παπᾶ· τὰ λέει στὸ Χριστὸ καὶ παίρνει συγχώρησι ἀπὸ τὸν ἴδιο. Συνεπῶς ἐκεῖνο τὸ «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου», δὲν τὸ ἄκουσε μόνο ὁ παράλυτος· μπορεῖ νὰ τ’ ἀκούσῃ καὶ ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς. Εἴτε μικρὸ παιδὶ εἴτε μεγάλος, ἂς πάῃ στὸ ἰατρεῖο. Καὶ τότε ―δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε θαῦμα― ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι θὰ ὑμνήσουν καὶ θ᾽ ἀκουστῇ ἀπ’ τὸν οὐρανὸ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς του φωνὴ ποὺ θὰ τοῦ πῇ· «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Ἐὰν δὲν τ᾽ ἀκούσῃς αὐτό, ὅλα εἶνε μάταια.
* * *
Ἂν κάποιος, ἀδελφοί μου, ἕως σήμερα δὲν ἐξωμολογήθηκε, ἂν ἔμεινε ὣς τώρα ἀνεξομολόγητος, ἂς τρέξῃ τώρα στὸ ἰατρεῖο! Τὸ δὲ ἰατρεῖο εἶνε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, εἶνε τὸ ἐξομολογητήριο. Ἂς δοκιμάσῃ, καὶ τότε θὰ πεισθῇ ἐκ πείρας, ὅτι πράγματι ὁ Κύριος, ποὺ εἶπε «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου», ὁ ἴδιος ἐξακολουθεῖ νὰ δίδῃ τὴν συγχώρησι. Εἴθε ὁ Χριστὸς νὰ μᾶς ἀξιώσῃ μιᾶς τέτοιας χαρᾶς καὶ νὰ ἑορτάσουμε τὴν ἔνδοξο ἀνάστασί του ἐν μετανοίᾳ καὶ ἐξομολογήσει· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Φωτεινῆς ἢ Εὐαγγελισμοῦ Χαραυγῆς – Ἀθηνῶν 6-3-1977)