Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Μαρτίου 11, 2015

Πριν βιαστείς να βγάλεις συμπεράσματα σκέψου..


Κάποτε στό Άγιον Όρος ήταν ένας μοναχός πού διέμενε στίς Καρυές.

Έπινε καθημερινά καί μεθούσε καί γινόταν αιτία νά σκανδαλίζονται οι προσκυνητές.

Κάποια στιγμή πέθανε καί ανακουφισμένοι κάποιοι πιστοί πήγαν στόν γέροντα Παΐσιο νά τού πούν μέ ιδιαίτερη χαρά ότι επιτέλους λύθηκε αυτό τό τεράστιο πρόβλημα.

Ο π. Παΐσιος τούς απάντησε ότι γνώριζε γιά τό θάνατο τού μοναχού, αφού είδε ολόκληρο τάγμα αγγέλων πού ήρθαν νά παραλάβουν τήν ψυχή του.

Οι προσκυνητές απόρησαν καί διαμαρτυρήθηκαν καί κάποιοι προσπαθούσαν νά εξηγήσουν στόν γέροντα Παΐσιο γιά ποιόν ακριβώς μιλούσαν, νομίζοντας ότι δέν κατάλαβε ο γέροντας.

Ο γέροντας Παΐσιος τούς διηγήθηκε:
«Ο συγκεκριμένος μοναχός γεννήθηκε στή Μ. Ασία, λίγο πρίν τήν καταστροφή όταν οι Τούρκοι μάζευαν όλα τά αγόρια.

Γιά νά μήν τό πάρουν από τούς γονείς του, αυτοί τό έπαιρναν μαζί τους στό θερισμό καί γιά νά μήν κλαίει, τού έβαζαν λίγο ρακί στό γάλα γιά νά κοιμάται.

Ως εκ τούτου μεγαλώνοντας έγινε αλκοολικός. Κάποια στιγμή και μετά από αποτρεπτικές απαντήσεις από διάφορους γιατρούς να μην κάνει οικογένεια, ανέβηκε στο Όρος και έγινε μοναχός.

Εκεί βρήκε γέροντα καί τού είπε ότι είναι αλκοολικός.

Τού είπε ο γέροντας νά κάνει μετάνοιες καί προσευχές κάθε βράδυ καί νά παρακαλεί τήν Παναγία νά τόν βοηθήσει νά μειώσει κατά 1, τά ποτήρια πού έπινε.

Μετά ένα χρόνο κατάφερε μέ αγώνα καί μετάνοια νά κάνει τά 20 ποτήρια πού έπινε, 19 ποτήρια.

Ο αγώνας συνέχισε μέ τήν πάροδο τών χρόνων καί έφτασε τά 2-3 ποτήρια, μέ τά οποία όμως πάλι μεθούσε.»

Ο κόσμος έβλεπε χρόνια ένα αλκοολικό μοναχό πού σκανδάλιζε τούς προσκυνητές, ο Θεός έβλεπε ένα αγωνιστή μαχητή πού μέ μεγάλο αγώνα αγωνίστηκε νά μειώσει τό πάθος του.

Χωρίς νά ξέρουμε γιατί ο κάθε ένας προσπαθεί νά κάνει αυτό πού θέλει νά κάνει, μέ ποιό δικαίωμα νά κρίνουμε τήν προσπάθειά του;

Γίνετε μέλη στη σελίδα μας στο Facebook:https://www.facebook.com/perivolipanagias.blogspot.gr - See more at: http://perivolipanagias.blogspot.gr/2015/03/blog-post_178.html#sthash.LS7cuBuH.dpuf

Πῶς πρέπει νὰ πολεμᾶ ὁ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ --Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης

Ἀφοῦ ξυπνήσεις τὸ πρωί, καὶ ἀφοῦ προσευχηθεῖς κάμποση ὥρα, λέγοντας, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με, τὸ πρῶτο πράγμα, ποὺ ἔχεις νὰ στοχασθεῖς εἶναι αὐτό: τὸ νὰ σοὺ φανεῖ πὼς βλέπεις τὸν ἑαυτό σου περικλεισμένο μέσα σ’ ἕναν τόπο, καὶ στάδιο, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ ἡ ἴδια σου ἡ καρδιά, καὶ ὅλος ὁ ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος· μ’ αὐτὸ τὸν νόμο, ὅτι, ὅποιος ἐκεῖ δὲν πολεμήσει, νὰ μένει πάντοτε πεθαμένος· καὶ μέσα σ’ αὐτὸ λογαρίασε πὼς βλέπεις ἐμπρός σου ἐκεῖνο τὸν ἐχθρό, καὶ ἐκείνη τὴν κακή σου ὄρεξη, τὴν ὁποία ἀποφάσισες γιὰ νὰ πολεμήσεις, καὶ εἶσαι ἕτοιμος νὰ πληγωθεῖς καὶ νὰ πεθάνεις, ἀρκεῖ μόνο νὰ τὴν νικήσεις. 

Καὶ ἀπὸ μὲν τὸ δεξὶ μέρος τοῦ σταδίου, νόμισε πὼς βλέπεις τὸ νικηφόρο σου Ἀρχιστράτηγο, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, μὲ τὴν Παναγία του Μητέρα, καὶ μὲ πολλὰ Τάγματα Ἀγγέλων καὶ Ἁγίων καὶ μάλιστα μὲ τὸν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ· ἀπὸ δὲ τὸ ἀριστερό, πὼς βλέπεις τὸν καταχθόνιο διάβολο, μὲ τοὺς δικούς του δαίμονες, γιὰ νὰ σηκώσουν τὸ πάθος ἐκεῖνο, καὶ τὴν κακὴ ὄρεξη καταπάνω σου, καὶ νὰ σὲ παρακινήσουν νὰ ἀφήσεις τὸν πόλεμο, καὶ νὰ ὑποταχθεῖς σ’ αὐτό· φαντάσου καὶ πὼς ἀκοῦς μία φωνή, σὰν ἀπὸ τὸ φύλακά σου Ἄγγελο, νὰ σοῦ λέει ἔτσι· «Ἐσὺ σήμερα πρέπει νὰ πολεμήσεις ἐναντίον αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ πάθους, καὶ τῶν ἄλλων ἐχθρῶν· καὶ μὴ δειλιάσει καθόλου ἡ καρδιά σου, καὶ φύγεις ἀπὸ τὸν πόλεμο λόγῳ φόβου, ἢ ἄλλης συστολῆς, μὲ κανένα τρόπο· γιατί ὁ Κύριός μας καὶ Ἀρχιστράτηγός σου Ἰησοῦς, στέκεται ἐδῶ συντροφιασμένος μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς χιλιάρχους καὶ ἑκατοντάρχους του, δηλαδὴ μὲ ὅλα του τὰ ἔνδοξα τάγματα, γιὰ νὰ πολεμήσει ὅλους τοὺς ἐχθρούς σου, καὶ νὰ μὴ τοὺς ἀφήσει νὰ σὲ δυναστεύουν ἢ νὰ σὲ νικήσουν· «Κύριος λέει, πολεμήσει περὶ ὑμῶν» (Ὁ Κύριος θὰ πολεμήση διὰ τὴν σωτηρίαν σας) (Ἔξοδ. ΙΔ΄ 14). 

Γι’ αὐτό, στάσου στέρεος, βίασε τὸν ἑαυτό σου, ὑπέφερε τὸ βάσανο ποὺ θὰ αἰσθανθεῖς καμιὰ φορά· φώναζε πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς καρδιᾶς σου· «μὴ παραδῶς με εἰς ψυχὰς θλιβόντων με» (Μὴ μὲ παραδώσης εἰς τὰ χέρια ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν σκοπὸ νὰ μὲ καταθλίψουν) (Ψάλμ. ΚΣΤ΄ 12). Φώναζε τὸν Κύριό σου, καὶ τὴν Παρθένο, καὶ ὅλους τοὺς Ἁγίους, καὶ Ἁγίες· καὶ σίγουρα θὰ νικήσεις· γιατί λέει «Γράφω ὑμῖν, νεανίσκοι, ὅτι νενικήκατε τὸν πονηρὸν» (Γράφω εἰς σᾶς, νέοι, διότι ἔχετε νικήσει τὸν πονηρὸν) (Α΄ Ἰωάννου Β΄ 13). Καὶ ἂν ἐσὺ εἶσαι ἀδύνατος, καὶ συνηθισμένος στὰ κακά, ἐνῶ οἱ ἐχθροί σου εἶναι δυνατοί, καὶ πολλοί, ἀλλά, πολὺ περισσότερες εἶναι οἱ βοήθειες ἐκείνου, ποὺ σὲ ἔπλασε καὶ σὲ λύτρωσε, καὶ ἀπὸ σένα ἀσυγκρίτως δυνατότερος εἶναι ὁ Θεὸς στὸν πόλεμο αὐτό• ὅπως ἔχει γραφεῖ· «Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατὸς ἐν πολέμῳ» (ὁ Κύριος ὁ κραταιὸς καὶ δυνατὸς εἰς τοὺς πολέμους) (Ψαλμ. ΚΓ΄ 8). Καὶ περισσότερο πόθο ἔχει αὐτὸς νὰ σὲ σώσει, ἀπὸ ὅτι ἔχει ὁ ἐχθρὸς νὰ σὲ καταστρέψει.

Γι’ αὐτὸ πολέμα, καὶ μὴ βαρεθεῖς ποτέ σου τὸν κόπο. Γιατί ἀπὸ τὸν κόπο, καὶ ἀπὸ τὴ βία, καὶ τὸ βάσανο, ποὺ αἰσθάνεσαι γιὰ τὴ συνήθεια, τὴν ὁποία ἀπέκτησες ἀπὸ τὸ κακό, γεννιέται ἡ νίκη, καὶ ὁ μεγάλος θησαυρός, μὲ τὸν ὁποῖο ἀγοράζεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καὶ ἑνώνεται ἡ ψυχὴ διαπαντὸς μὲ τὸ Θεό. 

Λοιπόν, ἄρχισε στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ νὰ πολεμᾶς μὲ τὰ ἅρματα τῆς ἀπιστίας τοῦ ἑαυτοῦ σου, καὶ τῆς ἐλπίδας καὶ θάρρους στὸ Θεό σου, μὲ τὴν προσευχή, καὶ μὲ τὴ γύμναση· καὶ περισσότερο μὲ τὸ ἅρμα τῆς καρδιακῆς, καὶ Νοερᾶς Προσευχῆς· τὸ ὁποῖο εἶναι τό, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὄνομα τόσο φοβερό, ποὺ σὰν μαχαίρι δίστομο στρεφόμενο μέσα στὴν καρδιά, μαστίζει, καὶ κατακόπτει τοὺς δαίμονες, καὶ τὰ πάθη. 

Γι’ αὐτὸ καὶ περὶ τούτου εἶπε ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος «Ἰησοῦ ὀνόματι, μάστιζε πολεμίους» (Μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, μάστιζε τοὺς ἐχθρούς). Μὲ αὐτά, λέω, πολέμα ἐκεῖνο τὸν ἐχθρό, καὶ ἐκεῖνο τὸ πάθος, καὶ τὴν κακὴ ὄρεξη, ποὺ σὲ πολεμάει• δηλαδὴ νὰ τὴν πληγώνεις θανάσιμα, πότε μὲ τὴν ἀντίσταση, πότε μὲ τὸ μίσος, πότε μὲ τὶς πράξεις τῆς ἐνάντιας ἀρετῆς· καὶ ἔτσι, νὰ κάνεις πράγμα ἀρεστὸ στὸ Θεό σου· ὁ ὁποῖος, μὲ ὅλη τὴ θριαμβεύουσα ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησία, στέκει ἀόρατα, καὶ βλέπει τὸν πόλεμό σου· γιὰ τὸν ὁποῖο πόλεμο, δὲν πρέπει νὰ λυπᾶσαι συλλογιζόμενος, ἀφενὸς τὸ χρέος ποὺ ἔχουμε ὅλοι μας νὰ δουλεύουμε, καὶ νὰ ἀρέσουμε στὸ Θεό, καὶ ἀφετέρου, τὴν ἀνάγκη ποὺ ἔχουμε νὰ πολεμοῦμε, καθώς σοῦ προεῖπα. Γιατί, ἂν ἀπ’ αὐτὸ τὸν πόλεμο φύγουμε, σίγουρα μέλλουμε νὰ θανατωθοῦμε. 

Ἔπειτα, καὶ ἂν φύγεις πρὸς ὥραν ἀπὸ τὸν κατὰ Θεὸν αὐτὸ πόλεμο σὰν ἀποστάτης, καὶ δοθεῖς στὸν κόσμο, καὶ σ’ ὅλες τὶς τρυφές, καὶ ἀναπαύσεις τῆς σαρκός· ἀλλὰ ὕστερα, καὶ παρὰ τὴ θέλησή σου πάλι πρέπει νὰ πολεμήσεις· καὶ μὲ τόσες δυσκολίες, ποὺ πολλὲς φορὲς νὰ ἱδρώνει τὸ πρόσωπό σου, καὶ νὰ καταπληγώνεται ἡ καρδιά σου μὲ θανατηφόρες λιποθυμίες. Πότε; Στὸν καιρὸ τῶν γηρατειῶν καὶ τοῦ θανάτου σου. Ὅταν οἱ δαίμονες, καὶ ὅλα τὰ πάθη σου, πρόκειται νὰ σὲ περικυκλώσουν δυνατά. Καὶ τόσο νὰ σὲ κατατροπώσουν, ποὺ ἐσὺ ἀδύναμος, ποιὸν πρῶτα νὰ ἀντιπολεμήσεις, πρόκειται νὰ παραδοθεῖς σὲ αἰώνιο θάνατο.

Γι’ αὐτό, μὴ γίνεις τόσο μωρός, ἀγαπητέ, ὥστε νὰ θέλεις νὰ πολεμᾶς τότε σὲ ἕνα καιρὸ ἀνώφελο· ἀλλὰ σὰν φρόνιμος, ὑπόμεινε τώρα τὸν κόπο τοῦ πολέμου, γιὰ νὰ νικήσεις, νὰ στεφανωθεῖς καὶ νὰ ἑνωθεῖς μὲ τὸ Θεό, καὶ ἐδῶ, καὶ ἐκεῖ στὴ βασιλεία του τὴν οὐράνια, «μνήσθητι τοῦ Κτίσαντός σε ἐν ἡμέραις νεότητός σου, ἕως ὅτου μὴ ἔλθωσιν αἱ ἡμέραι τῆς κακίας σου· καὶ φθάσωσι τὰ ἔτη, ἐν οἶς ἐρεῖς· οὐκ ἔστι μοι ἐν αὐτοῖς θέλημα» (Κατὰ τὰ ἔτη τῆς νεότητός σου, καὶ πάντοτε, νὰ ἐνθυμῆσαι τὸν δημιουργόν σου, διὰ νὰ μὴ ἔλθουν ἡμέραι πόνου καὶ ταλαιπωρίας τοῦ γήρατος καὶ φθάσουν ἔτη, κατὰ τὰ ὁποῖα θὰ πῆς, “Δὲν ἔχω πλέον τὴν θέλησιν καὶ τὴν δύναμιν δι΄ αὐτὰ τὰ πράγματα, διὰ τὸν σεβασμὸν καὶ τὴν ὑπακοὴν πρὸς τὸν Θεόν.”) (Ἐκκλησιαστής ΙB΄ 1).

το είδαμε εδώ

Άγιος Σωφρόνιος, Αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων

Αυτός ο Άγιος γεννήθηκε στην επαρχία της Δαμασκού, που κοινά λέγεται Σιάμ, στην τοποθεσία της Φοινίκης, που λέγεται Λιβανοστέφανος, α­πό γονείς ευσεβείς και σώφρονες, με πατέρα τον Πλινθά Κάι μητέρα την Μυρού, κατά το έτος 600. Λόγω όμως της ευφυΐας και του ζήλου του απόκτησε το κράτος και την δύναμη όλων των επιστημών. Και όχι μόνον αυτά, αλλά και επί πλέον αυτός κατοικώντας μέσα στην πόλη, χρησιμοποιούσε την αρετή και την άσκηση εκείνη, που γίνεται από τους ασκητές στην έρημο. Στην συνέχεια πηγαίνει στο Μοναστήρι του μεγάλου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου και από εκεί αναχωρώντας πήγε στην Αίγυπτο, επιθυμώντας να αποκτήσει μεγαλύτερη γνώση της σοφίας.
swfr
Εκεί λοιπόν βρίσκει έναν άνδρα, ονόματι Ιωάννη, γεμάτο από κάθε σοφία εσωτερική και εξωτερική. Έτσι, αφού πέτυχε αυτό που ποθούσε, συγκατοίκησε μαζί του, δεχόμενος από εκείνον ό­σα μαθήματα ήξερε παραπάνω από αυτόν και, αντίστροφα δίνοντας και αυτός σ’ εκείνον τα δικά του. Εκεί βρισκόμενος έπαθε «αμαύρωση των οφθαλμών» του και ιατρεύεται από τους Αγίους Ανάργυρους Κύρο και Ιω­άννη, οι οποίοι του ζήτησαν ως αμοιβή να συγγράψει τα θαύματα, που τελούσαν καθημερινά, τα οποία και συνέγραψε με την αίτηση των Αγίων και έτσι επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα.
Στον συνέχεια λόγω της μεγάλης του αρετής χειροτονήθηκε Επίσκο­πος Ιεροσολύμων. Και, όταν σκλαβώθηκαν τα Ιεροσόλυμα από τους Πέρσες, πήγε ο Άγιος στην Αλεξάνδρεια προς τον μέγα Ιωάννη τον ελεήμονα, ο οποίος τότε ήταν της Αλεξάνδρειας Επίσκοπος. Όταν ο θείος Ιωάννης απήλθε προς τον Κύριο, τότε αυτός ο ιερός Σωφρόνιος συνέθεσε σ’ αυτόν λόγον επιτάφιο εγκωμιαστικό, με τον οποίο φανέρωσε τον άμετρο θησαυ­ρό της ελεημοσύνης και ευσπλαχνίας, που είχε στην ψυχή του ο τρισμακά­ριστος εκείνος άνθρωπος, και πολύ θρήνησε την στέρησή του. Αφού στην συνέχεια γύρισε πάλι στα ‘Ιεροσόλυμα, ποιός μπορεί να διηγηθεί με πόση φροντίδα και με ποιους κόπους ποίμαινε την ποίμνη, που του δόθηκε; Διό­τι δεν είχε μόνο την νοητή πάλη κατά των δαιμόνων, αλλά είχε και λογικό πόλεμο κατά των αιρετικών Μονοθελητών, τους οποίους, άλλοτε μεν ανέτρεπε με τις θείες Γραφές και με τις παραδόσεις τις αποστολικές και πατρι­κές, άλλοτε πάλι τους νικούσε και με τις δικές του διδασκαλίες.
Πολλά συγγράμματα άξια λόγου και μνήμης άφησε στην Εκκλησία του Χριστού ο αοίδιμος αυτός Πατέρας, από τα οποία ένα είναι και ο υπερθαύμαστος Βίος της ισάγγελης Μαρίας της Αιγυπτίας η οποία αγωνίσθηκε τους αγώνες στην έρημο ξεπερνώντας τα μέτρα της ανθρώπινης φύσεως. Με τέτοιον λοιπόν τρόπο, «καλώς και θεοφιλώς» αφού έζησε ο μακάριος και δί­δαξε άλλους και, σύμφωνα με τον Ιερεμία, έγινε στόμα Θεού και ποίμανε το ποίμνιο του Χριστού τρία χρόνια «εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησεν».
(Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής, τ. Δ΄, εκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη-Άγιον Όρος, σ. 70-71)

Οσία Θεοδώρα η βασίλισσα Άρτας


Οσία Θεοδώρα η βασίλισσα Άρτας

Η Οσία Θεοδώρα γεννήθηκε περί το έτος 1210 μ.Χ. πιθανότατα στην Θεσσαλονίκη και υπήρξε γόνος της μεγάλης και αρχοντικής βυζαντινής οικογένειας Πετραλείφα (νορμανδικής καταγωγής), η οποία εγκατεστημένη αρχικά στο Διδυμότειχο προσέφερε πολλές και σημαντικές υπηρεσίες στην αυτοκρατορία και τιμήθηκε με υψηλά αξιώματα. Ο πατέρας της Ιωάννης είχε τον τίτλο του σεβαστοκράτορος και ήταν διοικητής Θεσσαλίας και Μακεδονίας.

Κοντά στους ευσεβείς και ενάρετους γονείς της ανατράφηκε «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου» αντλώντας από την ζωή τους το πρώτο φωτεινό παράδειγμα ενάρετης ζωής, παράδειγμα που θα χαραχθεί ανεξίτηλα και στην δική τους ζωή.

Ο πατέρας της πέθανε γρήγορα αφήνοντας τη Θεοδώρα σε μικρή ακόμα ηλικία, ορφανή. Την προστασία της οικογένειας ανέλαβε ο Δούκας της Ηπείρου Θεόδωρος (θείος της), ο οποίος την εποχή αυτή είχε καταλάβει την Θεσσαλονίκη και επέκτεινε το κράτος του μέχρι την Αδριανούπολη.

Η Θεοδώρα έζησε και μεγάλωσε στα Σέρβια της Κοζάνης, μια σημαντική πόλη με στρατηγική θέση την εποχή αυτή. Ανατρέφεται μαζί με τα αδέλφια της από την ευσεβή μητέρα της Ελένη και μαθαίνει καλά για τον σκοπό της ζωής του ανθρώπου, που δεν είναι άλλος παρά η αγιότητα και η «κατὰ Θεὸν ὁμοίωσις». Γνωρίζει και πιστεύει ότι το αληθινό νόημα της σύντομης ζωής μας κρύβεται στην επιτυχία της αιώνιας ζωής και Βασιλείας του Θεού. Διδάσκεται από την αγαθή μητέρα της ότι τα αληθινά κοσμήματα που πρέπει να στολίζουν την γυναίκα, είναι η αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο, η ταπεινοφροσύνη, η πραότητα, η ευσπλαχνία, η ελεημοσύνη, η προσευχή και η αληθινή πίστη, που με τον δικό της αγώνα και τη Χάρη του Θεού μπορούν να πραγματοποιηθούν και να φανερωθούν και στη δική τους ζωή.

Η πνευματική καλλιέργεια και ωριμότητα της νεαρής Θεοδώρας, καθώς επίσης και το κάλλος της εντυπωσιάζουν τον Μιχαήλ Β', που στον δρόμο του για την Άρτα την συναντά στα Σέρβια, ενώ βρισκόταν υπό την προστασία του θείου της Θεοδώρου.

Την ζητά αμέσως σε γάμο, ο οποίος και τελείται με κάθε μεγαλοπρέπεια και επισημότητα στα Σέρβια το έτος 1230 μ.Χ. με λαμπρή και μεγάλη συνοδεία, φτάνουν στην Άρτα, την πρωτεύουσα του κράτους της Ηπείρου, στην οποία ο Μιχαήλ Β' ανακηρύσσεται μετά από λίγο Δεσπότης.

Ο Μιχαήλ, ισχυρή προσωπικότητα, πνεύμα ανήσυχο και φιλόδοξο, αρχίζει να φροντίζει για την εδραίωση και εξάπλωση του κράτους του. Η νεαρά δούκισσα Θεοδώρα αναδεικνύεται πρώτη κυρία του Δεσποτάτου. Στην μεγάλη αυτή και ένδοξη θέση που ανέβηκε η Θεοδώρα, δεν παρασύρθηκε από την δόξα και το μεγαλείο του αξιώματός της, ούτε, παρά τη νεότητά της, τράπηκε σε υλιστικές απολαύσεις και τρυφηλή ζωή. Και όπως μας πληροφορεί ο βιογράφος της Ιώβ μοναχός, τώρα πιο πολύ κατάλαβε ότι πρέπει να φροντίζει να ζει με πιο πολλή αρετή και σωφροσύνη, με ταπεινοφροσύνη και αγάπη, με αοργησία και συμπάθεια, με ελεημοσύνη και πραότητα και γενικά, ολόψυχα να δίδεται και να υπηρετεί τον Θεό και τους ανθρώπους.

Με την ζωή αυτή η Θεοδώρα αναδείχθηκε αληθινά κατά τον λόγο του Κυρίου, λύχνος φωτεινός επάνω στην λυχνία που φωτίζει και καθοδηγεί και την ζωή των άλλων ανθρώπων στον Χριστό.

Λίγες ήταν οι ευτυχισμένες στιγμές του ζευγαριού. Ο μισόκαλος διάβολος φθονώντας την ευτυχία τους και την αρετή της Θεοδώρας και μην μπορώντας να υποτάξει την ίδια, ρίχνει τα φαρμακερά βέλη του εναντίων της με άλλον τρόπο: «θηλυμανίας τὸν ἄνδρα καταμαλάξας , πειρασμὸν τὴ μακαρία ἐγείρει δεινώτατον». Ο Μιχαήλ παρασύρεται σε πορνεία και ακολασία από μία Αρτινή αρχόντισσα, την Γαγγρινή. Αυτή με την βοήθεια του διαβόλου κατορθώνει να σκλαβώσει ψυχικά τον Μιχαήλ και να βάλει μίσος άσπονδο στην καρδιά του, εναντίων της καλής και Αγίας συζύγου του. Με την εντολή του προς όλους απαγορεύει κάθε βοήθεια και συμπαράσταση προς την Αγία και ορίζει αυστηρά να μην κάνουν λόγο γι' αυτήν στα ανάκτορα, ούτε το όνομά της καν να προφέρουν στα χείλη τους.

Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές της ζωής της, φάνηκαν οι καρποί της αληθινής πνευματικής καλλιέργειας της Θεοδώρας. Όπως μέσα στην δόξα και την καλοπέραση του παλατιού δεν παρασύρθηκε και δεν αλλοιώθηκε, έτσι και τώρα μέσα στην φουρτουνιασμένη συζυγική ζωή η Θεοδώρα δεν κάμφθηκε και δεν λιποψύχησε, αλλά φάνηκε πιο πολύ ο αδαμάντινος χαρακτήρας της και η ακεραιότητα της πίστεώς της.

Στην αυθαιρεσία του άνδρα της αντέταξε την υπομονή και το ταπεινό της φρόνημα. Παρά τις συκοφαντίες και τον διωγμό της από τα ανάκτορα, λαμπρύνθηκε με την σιωπή και την εκούσια μόνωσή της.

Χωρίς καμιά ανθρώπινη βοήθεια, οπλισμένη όμως με την ακαταίσχυντη ελπίδα στον Θεό, εγκαταλείπει - έγκυο ήδη - τα ανάκτορα. Πέντε χρόνια μαζί με τον πρωτότοκο υιό της, το Νικηφόρο, που γεννήθηκε στην εξορία, ταλαιπωρείται στο κρύο και στην ζέστη, στην πείνα και τη δίψα, στην εγκατάλειψη και την μοναξιά. Άγνωστη, πικραμένη και κακοντυμένη περνούσε λόφους και γκρεμούς αποφεύγοντας την μανία του άνδρα της.

Στην μεγάλη αυτή δοκιμασία βρίσκει λίγη παρηγοριά κοντά στον ιερέα της Πρένιστας. Μια μέρα που μάζευε λάχανα, για να φάει αυτή και το μικρό της παιδί, την συναντά ο ιερέας και μετά από επίμονη προσπάθεια να μάθει ποια είναι, η Θεοδώρα του φανερώνεται. Έτσι για λίγο διάστημα βρίσκει προστασία ΣΤΟ ΣΠΊΤΙ του καλού αυτού ιερέως.

Η αλήθεια όμως και η αρετή όσο κι αν σπιλώνονται, όσο και αν παραθεωρούνται, δεν αργούν να φανούν. Οι ευγενείς άρχοντες της Άρτας αγανακτισμένοι από την έκλυτη ζωή του Δούκα Μιχαήλ και την αλαζονεία της πόρνης Γαγγρινής αντιδρούν δυναμικά: διώχνουν την Γαγγρινή από τα ανάκτορα και απαιτούν από τον βασιλέα να αλλάξει ζωή.

Ο Μιχαήλ συγκλονίζεται, «ἔρχεται εἰς ἐαυτόν» και αμέσως στέλνει έμπιστους ανθρώπους να βρουν και να φέρουν πίσω την Θεοδώρα.

Πράγματι με πολλή μετάνοια και αγάπη, με επισημότητα και λαμπρότητα υποδέχεται τη νόμιμη και μόνη κυρία και βασίλισσα στα ανάκτορα και στη ζωή του.

Ο Μιχαήλ, σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού και σε ένδειξη της μετάνοιάς του, ανεγείρει την σεβάσμια και περικαλλή μονή της Κάτω Παναγιάς. Στη βόρεια καμάρα εξωτερικά υπάρχει χαραγμένη η επιγραφή της μετάνοιάς του, την οποίας το πανομοιότυπο και τη μεταγραφή έδωσε ο Αναστάσιος Ορλάνδος:

«Πύλας ἠμὶν ἄνοιξον, ὢ Θ(ε)οὗ μ(η)τέρ, τῆς μετανοίας, τοῦ φωτὸς οὖσα πύλη.
Δ(εσπότη) Μ(ιχαήλ) π(αράσχου) ἁμαρτημάτων»


Κατά την παράδοση και σε ανάμνηση του ίδιου γεγονότος κτίζει, επίσης, τη μονή Παντανάσσης, κοντά στην Φιλιππιάδα και τη μονή του Σωτήρος στο Γαλαξείδι, όπως αναφέρεται στο «Χρονικὸν τοῦ Γαλαξειδίου».

Με την ίδια διάθεση ο Μιχαήλ χαρίζει προνόμια και απαλλάσσει από φορολογία ναούς και μονές του κράτους του καθ' όλη την διάρκεια της βασιλείας του. Έτσι π.χ. με χρυσόβουλλο του Ιανουαρίου του έτους 1246 μ.Χ. απαλλάσσει «πάσης ἀγγαρείας καὶ παραγγαρείας» τους 32 πρεσβυτέρους της πόλεως της Κερκύρας και με άλλο χρυσόβουλλο του Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, δίνει προνόμια στους 33 πρεσβυτέρους των αγρών της νήσου. Με χρυσόβουλλο επίσης, αποκαθιστά τη νόμιμη δικαιοδοσία του Κωνσταντίνου Μαλιασηνού το μοναστήρι του κυρ-Ιλαρίωνος, που βρισκόταν στην χώρα του Αλμυρού κάτω από «τὸ Ρωμαιοβόρον φῦλον τῶν Λατίνων».

Αποστέλλει πλούσια δώρα σε πολλές μονές και εκτός του κράτους του, όπως π.χ. στις Αγιορείτικες μονές του Δοχειαρίου και του Αγίου Παύλου. Η πόλη και το κράτος λαμπρύνονται με έργα πίστεως και φιλανθρωπίας για χάρη του αγαπητού λαού της Θεοδώρας. Άλλα τέσσερα παιδιά έρχονται στην ζωή: ο Ιωάννης, ο Δημήτριος (Μιχαήλ), η Ελένη και η Άννα.

Δυναμωμένη από τη δοκιμασία και ενισχυμένη από την Χάρη του Θεού, η Θεοδώρα γίνεται οδηγός ψυχικής σωτηρίας του άνδρα της και μετέχει ενεργά πλέον στην διακυβέρνηση του κράτους, βοηθώντας τον στα πολλά και ποικίλα εσωτερικά και εξωτερικά κυρίως προβλήματα του Δεσποτάτου και βάζοντας την προσωπική της σφραγίδα στην πολιτική του. Συμπαραστέκεται στα έργα ειρήνης, αλλά και ακολουθεί τις πολεμικές περιπέτειες και αποτυχίες του συζύγου της. Το έτος 1234 μ.Χ. ενισχύουν την παιδεία του Δεσποτάτου με την ίδρυση ανώτερης σχολής. Το 1259 - 60 μ.Χ., με την ήττα των στρατευμάτων του Μιχαήλ Β' στην μάχη της Πελαγονίας, καταφεύγουν στην Βόνιτσα, Λευκάδα και Κεφαλονιά, διωγμένοι από τα στρατεύματα του αυτοκράτορα της Νίκαιας, Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου (1259 - 1282 μ.Χ.).

Πρώτο μέλημα της Αγίας ήταν η διαφύλαξη της εδαφικής, κυρίως όμως της πνευματικής ακεραιότητας και υποστάσεως του κράτους. Έτσι μεγάλη της φροντίδα στάθηκε η διαφύλαξη της Ορθοδόξου πίστεως, που την εποχή αυτή απειλείτο από τον παπισμό και την λατινική προπαγάνδα, η οποία είχε ως στόχο την «ένωση» των Εκκλησιών. Η Αγία αντιτάχθηκε σ' αυτή την προοπτική. Το Δεσποτάτο, που από το 1204 μ.Χ. είχε δεχθεί ως πρόσφυγες σημαντικές προσωπικότητες από την Κωνσταντινούπολη και είχε κρατήσει αυστηρή ορθόδοξη πολιτική επί Θεοδώρου Δούκα και Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Άρτης Ιωάννου Απόκαυκου, έγινε τελικά καταφύγιο όλων των ζηλωτών Ορθοδόξων της πρώην ενιαίας Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Σε αντίθεση με την φιλενωτική πολιτική της αυτοκρατορίας της Νίκαιας - και αργότερα της επανακτημένης Κωνσταντινουπόλεως - η πολιτική του Δεσποτάτου παρέμεινε καθαρά και αυστηρά Ορθόδοξη. Όταν δε το έτος 1275 μ.Χ. γίνεται Οικουμενικός Πατριάρχης ο ενωτικός Ιωάννης ΙΑ' Βέκκος (1275 - 1282 μ.Χ.), πολλοί ορθόδοξοι κληρικοί και μοναχοί βρίσκουν προστασία στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Σαν αντιστάθμισμα της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του έτους 1276 μ.Χ. και της καταδίκης όλων των ανθενωτικών, το έτος 1277 μ.Χ. γίνεται Σύνοδος στις Νέες Πάτρες (σημερινή Υπάτη), όπου καταδικάζονται και αφορίζονται όλοι οι ενωτικοί και ο Πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος.

Για τον ίδιο σκοπό - την διαφύλαξη δηλαδή της Ορθοδοξίας - η Αγία προχωρεί με οξυδέρκεια, πέρα βέβαια και από τις ποικίλες πολιτικές σκοπιμότητες που υπεισέρχονται σε ανάλογες περιπτώσεις, στον γάμο των δύο θυγατέρων της. Έτσι την Άννα την νυμφεύει με τον πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο (1258 μ.Χ.) και την Ελένη με τον Μεμφρέδο, βασιλέα της Σικελίας και φανατικό εχθρό του Πάπα. Με τον τρόπο αυτό η Θεοδώρα προσπαθεί να θέσει φραγμό στα σχέδια των παπικών για υποταγή των Ορθοδόξων, αλλά και με τους συγγενικούς δεσμούς που έγιναν, να υποχωρήσουν οι κατακτητικές διαθέσεις των Δυτικών εναντίων του κράτους της Ηπείρου.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι η Ελένη μετά τον θάνατο του συζύγου της, το έτος 1266 μ.Χ., δέχθηκε όλο το μίσος του Πάπα Κλήμεντος Δ' (1265 - 1268 μ.Χ.). Φυλακίζεται αυτή και τα παιδιά της για αρκετά χρόνια στο υγροσκότεινο και απομονωμένο φρούριο της Βουκερίας. Η Ελένη παραμορφωμένη από τις κακουχίες - διατηρώντας όμως την ευγένεια και την αγιότητα της Βυζαντινής αρχόντισσας, έτσι όπως ακριβώς τα διδάχθηκε και τα παρέλαβε από την Αγία της μητέρα - βγαίνει από την φυλακή και πεθαίνει σε ηλικία περίπου τριάντα ετών.

Οι προσπάθειες που έγιναν για την απελευθέρωσή της από τους γονείς της Μιχαήλ Β' και Θεοδώρα, απέτυχαν. Μια τελευταία προσπάθεια που επιχειρήθηκε, να δοθεί δηλαδή ως σύζυγος στον υιό του Φερδινάνδου Γ' της Ισπανίας, τον Ερρίκο, βρήκε την Ελένη αντίθετη, καθώς δεν επιθυμούσε ούτε να προδώσει την μνήμη του συζύγου της παίρνοντας σύζυγο κάποιον από τους αντιπάλους του, ούτε με την συγκατάθεσή της σε τέτοιον γάμο να ενισχύσει τα μεγαλεπήβολα σχέδια του ανίερου συνασπισμού Πάπα και Καρόλου του Ανδεγαυού εναντίων των Ελληνικών χωρών και της Ορθοδοξίας.

Δεύτερος σημαντικός στόχος της Αγίας ήταν η ειρήνη μεταξύ των Ελληνικών κρατών της εποχής (Φραγκοκρατία) και η συνεργασία τους - πέρα από τις ατομικές φιλοδοξίες των ηγεμόνων και την κοντόφθαλμη πολιτική τους - για την απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως και την ανασύσταση της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων. Το επιχείρημα αυτό στάθηκε δύσκολο, αν λάβουμε υπ' όψιν, ότι τα δύο σημαντικά κράτη, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και η αυτοκρατορία της Νίκαιας, βρίσκονταν πάντοτε σε αντιζηλία, εχθρότητα, προστριβές και πόλεμο μεταξύ τους.

Έτσι, το έτος 1249 μ.Χ., ταξιδεύει στη Νίκαια με τον υιό της Νικηφόρο, τον οποίο μνηστεύει με την Μαρία, εγγονή του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννου Γ' Βατάτζη (1222 - 1254 μ.Χ.). Μετά από κάποιες περιπέτειες και υπαναχωρήσεις η Αγία Θεοδώρα ταξιδεύει πάλι μέχρι τον Έβρο και τελικά τον Οκτώβριο του 1256 μ.Χ. γίνονται με λαμπρότητα στη Θεσσαλονίκη οι γάμοι του Νικηφόρου και της Μαρίας από τον Πατριάρχη Αρσένιο Αυτωρειανό (1255 - 1260 μ.Χ.). Μια άλλη πληροφορία αναφέρει ότι η Θεοδώρα με τον υιό της Νικηφόρο έρχονται στο Βολερό, «εἰς τὴν χώραν τοῦ Λετζᾶ», (νότια της Αδριανουπόλεως), όπου συναντώνται με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Β' Λάσκαρη (1254 - 1258 μ.Χ.) τον Σεπτέμβριο του 1256-7 μ.Χ.

Εκεί έμειναν τρεις μέρες και αφού εόρτασαν την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού - πιθανότατα στον περίλαμπρο ναό της Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερρών (Έβρου) - ξεκίνησαν για την Θεσσαλονίκη, όπου έγιναν οι γάμοι του Νικηφόρου και της Μαρίας από τον Πατριάρχη Αρσένιο, ο οποίος ήλθε για τον λόγο αυτό από τη Νίκαια.

Μέσα όμως σε σύντομο χρονικό διάστημα και μετά τον ερχομό τους στην Άρτα, η Μαρία πέθανε.

Μια νέα προσπάθεια ειρήνης και συμφιλιώσεως με την ανορθωμένη πλέον Βυζαντινή αυτοκρατορία γίνεται καρποφόρα, όταν ο Νικηφόρος νυμφεύεται την ανεψιά του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου (1259 - 1282 μ.Χ.), Άννα. Η Άννα Παλαιολογίνα είναι η Τρίτη θυγατέρα του Ιωάννου Καντακουζηνού και της Ειρήνης ή Ευλογίας, της αγαπημένης αδελφής του Μιχαήλ Η'. Στις αρχές του έτους 1265 μ.Χ. ο αυτοκράτορας στέλνει την ανεψιά του με λαμπρή συνοδεία στην Άρτα, όπου το ίδιο έτος γίνονται και οι γάμοι.

Πέρα όμως από αυτό, πολλές ήταν οι ενέργειες της Αγίας για την ειρήνη της περιοχής και την ειρηνική συνύπαρξη των Ελληνικών κρατών. Ανάλωσε την ζωή της στην προσπάθεια να ξεπεραστούν τα εμπόδια για την ανασύσταση της αυτοκρατορίας. Γι' αυτό δίκαια ονομάσθηκε η Θεοδώρα «Εἰρηνοποιὸς Ἁγία».

Μετά από σαράντα περίπου χρόνια έγγαμου βίου, ο Δεσπότης Μιχαήλ Β', «καλῶς καὶ θεοφιλῶς βιώσας», κοιμήθηκε εν Κυρίω.

Η Θεοδώρα αμέσως έτρεξε στο μοναστήρι. Δέκα περίπου χρόνια ζει ως μοναχή στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου (σημερινή μονή Αγίας Θεοδώρας). Η ζωή της ασκητική και το πολίτευμά της αγγελικό. Για το διάστημα αυτό του βίου της γράφει ο βιογράφος της, ότι ζούσε σηκώνοντας το βάρος των πόνων και της ασκήσεως, αυξάνοντας τους καρπούς των αρετών της, παραμένοντας νύχτα και ημέρα στην αδιάλειπτη νοερά προσευχή και συνομιλία με τον Θεό με ψαλμούς και ύμνους, εξαγνίζοντας το σώμα της με νηστεία και υπηρετώντας με προθυμία τις αδελφές μοναχές. Ήταν ο προστάτης των αδικουμένων και το στήριγμα των χηρών και ορφανών, βοηθούσε τους πτωχούς, παρηγορούσε τους θλιβομένους. Φροντίζει για την ανέγερση νέων ναών και μοναστηριών και ενδιαφέρεται για την ζωή των μοναχών. Έχει μεγάλη ευλάβεια στους Οσίους ασκητές της περιοχής προς τους οποίους τρέφει ιδιαίτερη τιμή, όπως φανερώνεται στον βίο του Αγίου Ανδρέου του Ερημίτου (τιμάται 15 Μαΐου). Ο Όσιος Ανδρέας ασκήτεψε την εποχή αυτή σε ένα σπήλαιο στην περιοχή των σημερινών Χαλκιόπουλων. Όταν ο Όσιος κοιμήθηκε με θαυμαστό τρόπο περί τα έτη 1281-2 μ.Χ., η βασίλισσα μοναχή με όλη την Σύγκλητο πήγε στο ασκητήριο του Αγίου, προσκύνησε το αγιασμένο του λείψανο και με εντολή της κτίσθηκε στο σπήλαιο του Αγίου, λαμπρός ναΐσκος και λάρνακα προς τιμήν του.

Ο ναός και ο τάφος του Αγίου σώζονται μέχρι σήμερα εντυπωσιάζοντας με τις θαυμασίας τέχνης αγιογραφίες του (τέλη 13ου αιώνος μ.Χ.) και τις λόγιες επιγραφές του, προερχόμενες πιθανότατα από λόγιους ανθρώπους του κύκλου της Αγίας Θεοδώρας και των ανακτόρων.

Έφθασε όμως και για την Αγία Θεοδώρα το τέλος της επίγειας ζωής και η αρχή της απολαύσεως της άνω ζωής. Στην Οσία αποκαλύπτεται η ημέρα του θανάτου της, όπως συμβαίνει σε πολλούς Αγίους. Θερμά παρακαλεί την Κυρία Θεοτόκο και τον μεγαλομάρτυρα Άγιο Γεώργιο να μεσιτεύουν προς τον Κύριο να της δοθεί παράταση ζωής έξι μηνών «πρὸς τὴν τοῦ ναοῦ τελείαν ἀπάρτισιν». Έτσι κι έγινε.

Και όταν έφθασε πλέον η ώρα να παραδώσει την Αγία της ψυχή στον Κύριο, συγκεντρώνει τις αδελφές μοναχές. Για τελευταία φορά τις συμβουλεύει με αγάπη και τις καθοδηγεί πώς να ζουν και να αγωνίζονται εν Αγίω Πνεύματι, αυτή που ήταν το ζωντανό παράδειγμα μιας άλλης βιοτής. Προσεύχεται για την σωτηρία τους και δίνοντας τις τελευταίες εντολές της «χαίρουσα, τὸ πνεῦμα εἰς χεῖρας Θεοῦ παρέθετο» σε ηλικία περίπου 70 ετών. Δεν γνωρίζουμε δυστυχώς τον χρόνο του θανάτου της Αγίας, τοποθετείται όμως στο χρονικό διάστημα από το 1281-1285 μ.Χ.

Το άγιο και χαριτόβρυτο σώμα της ενταφιάσθηκε στο νάρθηκα του καθολικού της μονής της, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται σε ευλογία όλων των πιστών ο σεπτός της τάφος.

Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ΄.
Των βασιλίδων το κλέος, ασκητριών τε αγλάϊσμα, της Ακαρνανίας το εύχος και ιαμάτων ρείθρον ακένωτον` των λυπουμένων και πτωχών την προστάτιν, την ακτίνος δίκην την Αιτωλίαν πάσαν καταφωτίζουσαν` επώνυμον την όντως δωρεών των του Θεού, την πάνσεπτον και οσίαν Θεοδώραν την Βασίλισσαν, δεύτε οι Αρταίοι πάντες πιστώς συνελθόντες ύμνοις τιμήσωμεν` αυτή γαρ αενάως υπέρ ημών ου παύει πρεσβεύουσα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Βασιλείου ἀξίας παριδοῦσα τὴν εὔκλειαν, ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ ἀσκήσει ἐβίωσας, καὶ θείων ἐπληρώθης δωρεῶν, Ὁσία Θεοδώρα ἀληθῶς. Διὰ τοῦτό σε ἡ Ἄρτα χαρμονικῶς, γεραίρει ἀνακράζουσα· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Βασιλικὴν τιμὴν καὶ δόξαν καταλέλοιπας, καὶ ἐν ἀσκήσει τὴν ζωὴν διήνυσας, Θεοδώρα παμμακάριστε, γέρας τῆς Ἄρτης καὶ διάδημα· διό σου τῇ σεπτῇ θήκῃ προσπίπτοντες, ἁγιασμὸν ἐκ ταύτης κομιζόμεθα, ὑμνοῦντες Χριστὸν τὸν σὲ δοξάσαντα.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις βασιλίδων ἡ καλλονή, χαίροις τῶν Ἀρταίων, ἐγκαλώπισμα ἱερόν· χαίροις δωρημάτων, ταμεῖον οὐρανίων, Ὁσία Θεοδώρα, ἀξιοθαύμαστε.

Όσιος Γεώργιος ο Νεοφανής ο «ἐν Διϊπίῳ»

Ἐκ γειτόνων εἶ, Γεώργιε, κἀνθάδε,
Κἀκεῖθεν, οἶμαι, Χριστομύστη, Παρθένῳ.
Βιογραφία
Ο Όσιος Γεώργιος έζησε κατά τον 10ο αιώνα μ.Χ. Κατά τον Παρισινό Κώδικα ήκμασε επί Ιωάννου Α' του Τσιμισκή (969 - 976 μ.Χ.), κατά δε τον Κώδικα της Βιέννης επί Ρωμανού και Κωνσταντίνου των Πορφυρογέννητων (956 - 963 μ.Χ.). Η μνήμη του αναφέρεται, επίσης, στον Λαυρεωτικό Κώδικα.

Ο Όσιος Γεώργιος είχε γυναίκα και παιδιά, τα οποία εγκατέλειψε και περιφερόταν από τόπο σε τόπο, από τις πόλεις στην έρημο, ταλαιπωρούμενος και κακουχούμενος. Κατά τις τελευταίες επτά ημέρες της ζωής του ήλθε στην Κωνσταντινούπολη και κατέφυγε στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Διϊπίον, όπου και κοιμήθηκε με ειρήνη. Τότε εκείνοι που τον ευτρέπισαν για την ταφή, είδαν με έκπληξη ότι στο σώμα του είχε δεμένα βαρύτατα σίδερα, από τα οποία καταδαπανήθηκε όλο του το σώμα. Αφού κατενόησαν από αυτό, ότι πρόκειται περί ασκητού ανδρός, κατασκεύασαν λίθινη λάρνακα και τον ενταφίασαν στο νάρθηκα του ναού. Από τότε το μέρος εκείνο ανάβλυζε μύρο, που θεράπευε διάφορες ασθένειες και έκανε πολλά θαύματα.
                                                                                              

Άγιος Κωνσταντίνος ο βασιλεύς του Στραθκλάϊντ

Ο Άγιος Κωνσταντίνος γεννήθηκε το έτος 570 μ.Χ. και ήταν υιός του βασιλέως Ρίντερχ Χέελ του Στραθ Κλάιντ και της βασιλίσσης Λανγκουορέφης. Καθοδηγήθηκε στον Χριστιανισμό από τον Άγιο Κολούμπα και αγωνίσθηκε υπέρ της Ορθόδοξης πίστης στην Αγγλία και στην Ιρλανδία. Ο Άγιος Κωνσταντίνος κοιμήθηκε με ειρήνη περί το έτος 640 μ.Χ.

Ὅσιος Ἀλέξιος ἐκ Ρωσίας



Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος, κατὰ κόσμο Βλαδίμηρος Ἰβάνοβιτς Σεπέλεφ, γεννήθηκε στὶς 14 Ἀπριλίου 1840 μ.Χ. στὸ Κίεβο ἀπὸ μία εὐγενῆ οἰκογένεια. Ἦταν ἐκ γενετῆς μουγκός, θεραπεύθηκε ὅμως κατὰ θαυματουργικὸ τρόπο σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Φιλάρετο, Ἐπίσκοπο Κιέβου (τιμᾶται 19 Νοεμβρίου). Ἀπὸ βρέφος ἔλαβε ἐκκλησιαστικὴ ἀγωγὴ καὶ ἡ μητέρα τοῦ τὸν δίδαξε τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴ γενναιοδωρία πρὸς τοὺς πτωχούς, τοὺς φυλακισμένους καὶ τοὺς ἀσθενεῖς.

Μὲ συμβουλὴ τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου, ὁ Βλαδίμηρος ἐστάλη ἀπὸ τὴν μητέρα του στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καὶ ἀπὸ τὸ 1853 μ.Χ. ἔζησε ἐκεῖ ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου. Ἐπίσης, ρόλο σημαντικὸ στὴν διαμόρφωση τῆς προσωπικότητάς του ἔπαιξε καὶ ὁ Παρθένιος τοῦ Κιέβου. Τὸ ἔτος 1857 μ.Χ., πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου, ὁ Βλαδίμηρος ἔγινε ἐπίσημα δεκτὸς ὡς δόκιμος στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Τὸ ἔτος 1872 μ.Χ. ἔλαβε τὸ μικρὸ σχῆμα μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξιος καὶ τὸν ἴδιο χρόνο χειροτονήθηκε διάκονος. Τὸ ἔτος 1875 μ.Χ. χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἀνέλαβε τὸ διακόνημα τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Ἐξομολογήσεως στοὺς διάφορους ναοὺς τῆς Λαύρας.

Εἶχε τὴν φήμη τοῦ Προφήτου, ἀλλὰ ἡ δραστηριότητα τοῦ Ὁσίου ἀμαυρώθηκε ἀπὸ τὶς συκοφαντίες διαφόρων, οἱ ὁποῖοι τὸν κατηγόρησαν γιὰ κλέφτη, χωρὶς νὰ χάσουν τὴν εὐκαιρία νὰ τοῦ ἀποδώσουν σκανδαλώδεις λοιδορίες καὶ νὰ τὸν κυνηγήσουν ἀκόμα καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας.

Γιὰ νὰ παύσουν ὅλα αὐτά, τὸ ἔτος 1891 μ.Χ., ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἔφυγε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν ἔρημό της Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, στὴν ἴδια Λαύρα καὶ τὸ ἔτος 1895 μ.Χ. στὴν ἔρημό του Γκολοσέεβο, ὅπου προσέτρεχαν σὲ αὐτόν, γιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν πνευματικὲς συμβουλές, πιστοὶ ἀπὸ ὅλη τὴν Οὐκρανία, τὴν Ἁγία Πετρούπολη, τὴν Μόσχα, τὰ Οὐράλια, τὸν Καύκασο καὶ τὴν Σιβηρία. Ἀκόμα καὶ Ἐπίσκοποι, συγκεκριμένα οἱ Μητροπολίτες τοῦ Κιέβου, εἶχαν Πνευματικὸ τὸν Ἅγιο.

Στὸ λειτούργημα τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως ὁ Ὅσιος ἄφηνε πάντοτε τὰ ἴχνη τῆς μεγάλης ἀγάπης του πρὸς τοὺς μετανοοῦντες. Προκειμένου νὰ ἀπαιτήσει ἀπὸ τὰ πνευματικά του τέκνα ὑπακοή, ἐνεργοῦσε μὲ ὅπλο τὴν προσευχή. Εἶχε τὴν φήμη τοῦ φλογεροῦ ἱεροκήρυκα καὶ εἶχε ἐπιδοθεῖ σὲ ἀναρίθμητα ἔργα φιλανθρωπίας.

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1917 μ.Χ. καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν ἔρημο Γκολοσέεβο. Ἡ τιμὴ πρὸς τὸν Ἅγιο ἐκφράστηκε ἀμέσως μετὰ τὴν κοίμησή του καὶ ὁ τάφος τοῦ παρέμεινε πόθος προσκυνήματος ἀκόμα καὶ στὰ πιὸ σκληρὰ χρόνια τῶν διωγμῶν.

Συναξαριστής της 11ης Μαρτίου

Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων
 



Γεννήθηκε στὴ Δαμασκὸ τῆς Συρίας, περίπου τὸ 575, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Πλινθὰ καὶ τὴν Μυρῶ (κατὰ τοὺς Συναξαριστές). Δὲν ἄργησε, ὅμως, νὰ ἐπικρατήσει μέσα του ἡ θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ κλίση. Πῆγε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου μόνασε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου.

Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὶς θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς μελέτες. μαζὶ μὲ τὸ συμμοναστή του Ἰωάννη Μόσχο, ἐπισκέφθηκε διάφορα ἀσκητικὰ καὶ μοναχικὰ κέντρα τῆς Παλαιστίνης. Πολέμιος τῆς αἵρεσης τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ἀγωνίστηκε σκληρὰ ἐναντίον του στὶς πόλεις - κέντρα Ἀλεξάνδρεια καὶ Κωνσταντινούπολη.

Τὸ 634 ἐκλέγεται Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, σὲ διαδοχὴ τοῦ ἀποθανόντος Μοδέστου. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτή, ὁ Σωφρόνιος ἐξακολουθεῖ τὸν ἀγῶνα του κατὰ τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Γράφει πολλοὺς ὕμνους καὶ λόγους ποὺ τοὺς διακρίνει ἀξιόλογη λογοτεχνικὴ ἀξία.

Σὰν Πατριάρχης, εἶχε τὴν ἀτυχία νὰ πολιορκηθεῖ ἡ Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸ χαλίφη τῶν Ἀράβων Ὀμάρ. Ὅταν παραδόθηκε ἡ πόλη (637), ἡ πολλή του θλίψη μετριάσθηκε λίγο ἀπὸ τὸ ὅτι πῆρε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ κατακτητῆ τὸν ἱστορικὸ Ἀκτίναμε, μὲ τὸ ὁποῖο προστατεύθηκαν ὑπὲρ τῶν Ὀρθόδοξων τὰ ἱερὰ χριστιανικὰ προσκυνήματα. Ἡ ψυχή του, ὅμως, εἶχε πάθει βαθὺ τραῦμα, καὶ μετὰ ἕνα χρόνο ἀπεβίωσε (638).

Ἀπολυτίκιο. 
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Σωφροσύνης τὴν αἴγλην πλουτήσας Ὅσιε, τῆς εὐσέβειας ἐκφαίνεις τὸν ὑπὲρ νοῦν φωτισμόν, ταῖς τῶν λόγων ἀστραπαῖς Πάτερ Σωφρόνιε· σὺ γὰρ σοφίας κοινωνός, διὰ βίου γεγονώς, στηρίζεις τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς εὐκλεὴς Ἱεράρχης, καὶ πρεσβευτὴς ἡμῶν πρὸς Κύριον.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Σωφρόνιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σωφρόνως τὸν βίον σου, διαγαγὼν ἐκ παιδός, τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, εἰσεποήσω σαφῶς, Σωφρόνιε πάνσοφε· ὅθεν ἱεραρχίας, ταῖς ἀκτῖσιν ἐκλάμψας, ὤφθης τῆς εὐσεβείας, εὐκλεὴς ὑποφήτης. Καὶ νῦν δυσώπει Ὅσιε, ὑπερ τῶν τιμώντων σε. 


Κοντάκιον. 
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Λαμπρυνθεὶς τοῦ Πνεύματος τῇ ἐπιπνοίᾳ, Ἱεράρχης ὅσιος, ὡς Ἀποστόλων μιμητής, ἐν τῇ Σιὼν ἐχρημάτισας, Πάτερ παμμάκαρ, Σωφρόνιε πάνσοφε.

Κάθισμα 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῖς λόγοις ἐκόσμησας τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τοῖς ἔργοις ἐτήρησας τὸ κατ' εἰκόνα Θεοῦ, Σωφρόνιε Ὅσιε· ἔλαμψε γὰρ ἐν κόσμῳ, ἡ ἐν σοὶ σωφροσύνη, χάριτας διδαγμάτων, ἀπαστράπτουσα πᾶσι, τοῖς πίστει ἑορτάζουσι Πάτερ τὴν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον.
Αἴγλην γλωσσοπύρσευτον εἰληφώς, ἐν Σιὼν τῇ θείᾳ, προσφοιτήσασαν μυστικῶς, ὤφθης Ἐκκλησίας, θεοειδὴς ἐκφάντωρ, καὶ στόμα θεῖον ὄντως, Πάτερ Σωφρόνιε.

 
Ὁ Ἅγιος Πιόνιος ὁ Πρεσβύτερος καὶ ἡ Ἁγία Σαβίνα

Ἔζησε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Δεκίου, τοῦ σκληροῦ διώκτη τῶν χριστιανῶν κατὰ τὰ μέσα τοῦ τρίτου αἰῶνα. Ὅταν συνελήφθη ἔμεινε ἀμετακίνητος στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὅταν συζήτησε μὲ τοὺς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων Πολέμονα καὶ Ἐλπίδιο, κατέδειξε τὴν πλάνη τῆς πολυθεϊστικῆς θρησκείας.

Μάταια ζήτησε ἔπειτα ὁ ἀνθύπατος Κιντιλιανὸς νὰ τὸν κερδίσει μὲ ὑποσχέσεις, καὶ νὰ τὸν πειθαναγκάσει μὲ ἀπειλές. Ὁ Πιόνιος, ὁ πιστὸς ἱερέας τοῦ Χριστοῦ, ἐξακολουθοῦσε νὰ Τὸν ὁμολογεῖ. Καταδικάστηκε τότε νὰ ριχθεῖ στὴ φωτιὰ καὶ μέσα στὶς φλόγες της βρῆκε τὸ μαρτυρικὸ θάνατο.

Γιὰ δὲ τὴν Ἁγία Σαβίνα βλέπε Α.Χ.Ε.Χ. (Ἡ μνήμη τους, ἀπὸ ὁρισμένα Ἁγιολόγια περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται στὶς 14 καὶ 15 Μαρτίου).

 
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Νεοφανής, ὁ θαυματουργός

Ἔζησε στὴν Ἀνατολὴ στὰ μέσα τοῦ 10ου αἰῶνα. Ἐγκατέλειψε γυναῖκα, παιδιὰ καὶ συγγενεῖς, γιὰ νὰ γίνει μοναχός. Ἀφοῦ ντύθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα, γύριζε πόλεις, χωριὰ καὶ ἐρήμους, στερούμενος, θλιβόμενος καὶ κακουχούμενος.

Ὅταν τοῦ ἀποκάλυψε ὁ Θεὸς τὸν θάνατό του, ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ, στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ποὺ βρίσκεται στὴν τοποθεσία Διίπειον, ἀσκήτεψε ἑπτὰ ἡμέρες καὶ ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ.

Ὅταν οἱ χριστιανοὶ πῆγαν νὰ τὸν θάψουν, εἶδαν ἔκπληκτοι ὅτι ὁ Γεώργιος ἔφερε πάνω του βαρύτατα σίδερα. Ἀφοῦ τὸν ἔβαλαν σὲ μαρμάρινη θήκη τὸν ἔθαψαν στὸν Νάρθηκα τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου. Ἀπὸ τότε τὸ μέρος ἐκεῖνο ἀνάβλυζε μύρο, ποὺ θεράπευε διάφορες ἀσθένειες καὶ ἔκανε πολλὰ ἄλλα θαύματα.

 
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Σιναΐτης

Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Ἰουστινιανοῦ τοῦ Α´ (527-565) καὶ ὅταν Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἦταν ὁ Πέτρος ὁ Α´ (524-552). Ὁ Γεώργιος μόναζε στὸ ὄρος Σινᾶ καὶ ἦταν νηστευτὴς καὶ πολὺ ἐνάρετος.

Λέγεται μάλιστα ὅτι κάποτε ἐπεθύμησε νὰ μεταλάβει στὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἱερουσαλήμ. Τότε, μὲ θαυματουργικὸ τρόπο βρέθηκε ἀμέσως, ἀπὸ τὸ Σινᾶ, στὴ θεία Λειτουργία τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, καὶ κοινώνησε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Πατριάρχη Πέτρου.

Μετὰ τὴν κοινωνία ὁ Πατριάρχης ρώτησε τὸν οἰκονόμο του Μηνᾶ, πότε ἦλθε αὐτὸς ὁ Ἀββᾶς Σιναΐτης, διότι δὲν τὸν εἶχε δεῖ προηγουμένως. Ἀλλὰ καὶ ὁ οἰκονόμος του δὲν γνώριζε. Τότε ὁ Πατριάρχης εἶπε στὸν Μηνὰ νὰ πεῖ στὸν Ἀββᾶ νὰ καθίσει στὸ τραπέζι γιὰ νὰ συμφάγουν. Ὁ οἰκονόμος προσκάλεσε τὸν Γεώργιο, ἀλλὰ αὐτός, ἀφοῦ προσευχήθηκε, βρέθηκε ἀμέσως πάλι στὸ κελλί του στὸ Σινᾶ. Ὁ Πατριάρχης θίχτηκε διότι ὁ Γεώργιος δὲν παρακάθισε στὸ τραπέζι του καὶ ἔστειλε γράμμα στοὺς Πατέρες τοῦ Σινᾶ γιὰ τὸ συμβάν.

Ἀλλ᾿ ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν βγῆκε ποτὲ ἀπὸ τὸ κελλί του, τότε κατάλαβε ὅτι πρόκειται περὶ ἁγίου ἀνδρὸς καὶ δόξασε τὸν Θεό. Λέγεται ὅτι, ὁ Ὅσιος Γεώργιος καὶ ὁ Πατριάρχης Πέτρος Α´, ἀπεβίωσαν εἰρηνικὰ μαζὶ μετὰ ἀπὸ ἕξι μῆνες, γεγονὸς ποὺ εἶχε προφητέψει ὁ Ὅσιος Γεώργιος.

 
Οἱ Ἅγιοι Τρόφιμος καὶ Θαλλὸς ποὺ μαρτύρησαν στὴ Λαοδικεία

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μαρτύρησαν στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ (284-305). Κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη Στρατονίκη ἢ Στρατονίκεια, ποὺ βρισκόταν στὴν ἐπαρχία Καριᾶς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ σήμερα τούρκικα ὀνομάζεται Ἀιδενέλλι. Τὸν καιρὸ λοιπὸν ἐκεῖνο, κατὰ τὸν διωγμὸ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, συνελήφθησαν καὶ οἱ Ἅγιοι αὐτοί, ἐπειδὴ ὁμολόγησαν τὸν Χριστό, καὶ λιθοβολήθηκαν γιὰ ἀρκετὴ ὥρα. Μὲ ἐνέργεια τῆς θείας χάριτος ὅμως, ἔμειναν ἀβλαβεῖς. Βλέποντας αὐτὸ ὁ ἡγεμόνας τῆς Λαοδικείας Ἀσκληπιός, τοὺς ἄφησε ἐλεύθερους.

Ἀλλ᾿ ἀργότερα καὶ πάλι τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς πίεζαν ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Αὐτοὶ ὅμως, μὲ ἀκόμα περισσότερο θάῤῥος ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους καὶ μπροστὰ σ᾿ ὅλους ἐνέπαιξαν τὰ εἴδωλα καὶ τοὺς προστάτες τους. Αὐτὸ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ ἐρεθίσει πολὺ τὸν τύραννο καὶ ἔδωσε διαταγὴ νὰ τοὺς δέσουν γυμνοὺς σὲ ξύλο καὶ νὰ σχίσουν τὶς σάρκες τους. Τελικὰ μαρτύρησαν μὲ σταυρικὸ θάνατο καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὰ ἔνδοξα στεφάνια τοῦ μαρτυρίου.

Εὐσεβεῖς χριστιανοί, πῆραν τὰ ἅγια λείψανά τους καὶ τὰ ἔθαψαν σὲ τόπο ἱερό. Τότε καὶ ἡ γυναῖκα τοῦ ἄρχοντα Ἀσκληπιοῦ, πῆγε καὶ ράντισε μὲ μύρα τὴν θήκη τῶν ἁγίων λειψάνων καὶ ἅπλωσε πάνω σ᾿ αὐτὸ πολύτιμο σεντόνι.

Τέλος, οἱ εὐλαβεῖς καὶ πιστοὶ χριστιανοὶ συμπατριῶτες τῶν Ἁγίων, Ζώσιμος καὶ Ἀρτέμιος, πῆραν τὴν θήκη τῶν ἁγίων λειψάνων καὶ τὴν μετέφεραν στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα τους Στρατονίκη, καὶ τὴν ἀποθησαύρισαν ἕνα μίλι ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, στὴν τοποθεσία Λατομεῖα.

 
Ἀνακομιδὴ Λειψάνων Ἁγίου Ἐπιμάχου στὴν Κωνσταντινούπολη

Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἐπιμάχου (τιμᾶται 31 Ὀκτωβρίου) μετεκομίσθησαν στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια.

 
Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἡ Βασίλισσα

 


Ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Πετραλίφη, ποὺ ἐπὶ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ εἶχε διοριστεῖ ἄρχοντας τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ μητέρα της καταγόταν ἀπὸ μία τῶν εὐγενεστέρων οἰκογενειῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ Θεοδώρα ἦταν πολὺ ὄμορφη στὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή. Πῆρε σύζυγο τὸν Μιχαὴλ Δούκα, ποὺ ἀναδείχτηκε ἄρχοντας τῆς Ἠπείρου.

Καὶ στὸ ἀξίωμά της αὐτό, ἡ Θεοδώρα, διατήρησε ὅλη τὴν ταπεινοφροσύνη της καὶ τὴν χριστιανικὴ ἁπλότητα. Ἀγαποῦσε νὰ καταγίνεται μὲ φροντίδες γιὰ τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀσθενεῖς, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά. Ἀλλὰ μεγάλη δοκιμασία περίμενε τὴν ἁγία αὐτὴ ψυχή.

Ὁ σύζυγός της Μιχαὴλ Δούκας, μπλέχτηκε μὲ μία πόρνη, ποὺ ὀνομαζόταν Γαγρίνη. Τόσο πολὺ ξεμυαλίστηκε ἀπ᾿ αὐτή, ὥστε παραγκώνισε ἐντελῶς τὴν Θεοδώρα καὶ γλεντοκοποῦσε χωρὶς φειδὼ μὲ τὴν Γαγρίνη. Ἡ Θεοδώρα, ἐδῶ ἔδειξε τὸ ψυχικό της μεγαλεῖο καὶ ἔμεινε ἀτάραχη, προσευχομένη στὸν Θεὸ γιὰ τὸν σύζυγό της. Καὶ ὁ Θεὸς εὐλόγησε, ὥστε ὁ Μιχαήλ, κάτω ἀπὸ τὴν πίεση τῆς ἀγανάκτησης τοῦ λαοῦ καὶ τῶν προκρίτων τῆς Ἠπείρου, νὰ συνέλθει καὶ νὰ διώξει τὴν πόρνη ἀπὸ κοντά του.

Μὲ δάκρυα ζήτησε συγγνώμη ἀπὸ τὴν Θεοδώρα καὶ ἀπὸ τότε ἔζησαν μὲ πνεῦμα Θεοῦ μέσα στὸ παλάτι. Ὅταν μετὰ ἀπὸ καιρὸ πέθανε ὁ Μιχαήλ, ἡ Θεοδώρα ἀποσύρθηκε στὸ μοναστήρι τοῦ ἁγίου Γεωργίου, ποὺ ἡ ἴδια εἶχε κτίσει, καὶ ἐκεῖ παρέδωσε τὴν ἁγία της ψυχή.

 
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Θαυματουργὸς Ῥῶσος

Ἀρχιεπίσκοπος Νοβογοροδίας.

 
Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ὁ ἔγκλειστος

Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ἔζησε στὴν Ρωσία κατὰ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τοῦ Κιέβου. Φοροῦσε τρίχινα ροῦχα καὶ μία βαριὰ σιδερένια ζώνη καὶ διάβαζε καθημερινὰ ὁλόκληρο τὸ Ψαλτήρι. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη. (Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Σωφρονίου ἐπαναλαμβάνεται καὶ στὶς 11 Μαΐου).
 

 
Ὅσιος Ἀλέξιος ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος, κατὰ κόσμο Βλαδίμηρος Ἰβάνοβιτς Σεπέλεφ, γεννήθηκε στὶς 14 Ἀπριλίου 1840 μ.Χ. στὸ Κίεβο ἀπὸ μία εὐγενῆ οἰκογένεια. Ἦταν ἐκ γενετῆς μουγκός, θεραπεύθηκε ὅμως κατὰ θαυματουργικὸ τρόπο σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Φιλάρετο, Ἐπίσκοπο Κιέβου (τιμᾶται 19 Νοεμβρίου). Ἀπὸ βρέφος ἔλαβε ἐκκλησιαστικὴ ἀγωγὴ καὶ ἡ μητέρα τοῦ τὸν δίδαξε τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴ γενναιοδωρία πρὸς τοὺς πτωχούς, τοὺς φυλακισμένους καὶ τοὺς ἀσθενεῖς.

Μὲ συμβουλὴ τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου, ὁ Βλαδίμηρος ἐστάλη ἀπὸ τὴν μητέρα του στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καὶ ἀπὸ τὸ 1853 μ.Χ. ἔζησε ἐκεῖ ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου. Ἐπίσης, ρόλο σημαντικὸ στὴν διαμόρφωση τῆς προσωπικότητάς του ἔπαιξε καὶ ὁ Παρθένιος τοῦ Κιέβου. Τὸ ἔτος 1857 μ.Χ., πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου, ὁ Βλαδίμηρος ἔγινε ἐπίσημα δεκτὸς ὡς δόκιμος στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Τὸ ἔτος 1872 μ.Χ. ἔλαβε τὸ μικρὸ σχῆμα μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξιος καὶ τὸν ἴδιο χρόνο χειροτονήθηκε διάκονος. Τὸ ἔτος 1875 μ.Χ. χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἀνέλαβε τὸ διακόνημα τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Ἐξομολογήσεως στοὺς διάφορους ναοὺς τῆς Λαύρας.

Εἶχε τὴν φήμη τοῦ Προφήτου, ἀλλὰ ἡ δραστηριότητα τοῦ Ὁσίου ἀμαυρώθηκε ἀπὸ τὶς συκοφαντίες διαφόρων, οἱ ὁποῖοι τὸν κατηγόρησαν γιὰ κλέφτη, χωρὶς νὰ χάσουν τὴν εὐκαιρία νὰ τοῦ ἀποδώσουν σκανδαλώδεις λοιδορίες καὶ νὰ τὸν κυνηγήσουν ἀκόμα καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας.

Γιὰ νὰ παύσουν ὅλα αὐτά, τὸ ἔτος 1891 μ.Χ., ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἔφυγε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν ἔρημό της Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, στὴν ἴδια Λαύρα καὶ τὸ ἔτος 1895 μ.Χ. στὴν ἔρημό του Γκολοσέεβο, ὅπου προσέτρεχαν σὲ αὐτόν, γιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν πνευματικὲς συμβουλές, πιστοὶ ἀπὸ ὅλη τὴν Οὐκρανία, τὴν Ἁγία Πετρούπολη, τὴν Μόσχα, τὰ Οὐράλια, τὸν Καύκασο καὶ τὴν Σιβηρία. Ἀκόμα καὶ Ἐπίσκοποι, συγκεκριμένα οἱ Μητροπολίτες τοῦ Κιέβου, εἶχαν Πνευματικὸ τὸν Ἅγιο.

Στὸ λειτούργημα τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως ὁ Ὅσιος ἄφηνε πάντοτε τὰ ἴχνη τῆς μεγάλης ἀγάπης του πρὸς τοὺς μετανοοῦντες. Προκειμένου νὰ ἀπαιτήσει ἀπὸ τὰ πνευματικά του τέκνα ὑπακοή, ἐνεργοῦσε μὲ ὅπλο τὴν προσευχή. Εἶχε τὴν φήμη τοῦ φλογεροῦ ἱεροκήρυκα καὶ εἶχε ἐπιδοθεῖ σὲ ἀναρίθμητα ἔργα φιλανθρωπίας.

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1917 μ.Χ. καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν ἔρημο Γκολοσέεβο. Ἡ τιμὴ πρὸς τὸν Ἅγιο ἐκφράστηκε ἀμέσως μετὰ τὴν κοίμησή του καὶ ὁ τάφος τοῦ παρέμεινε πόθος προσκυνήματος ἀκόμα καὶ στὰ πιὸ σκληρὰ χρόνια τῶν διωγμῶν.

 
Ἅγιος Σωφρόνιος ὁ Διδάσκαλος Ἐπίσκοπος Βράτσης τῆς Βουλγαρίας

Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 1739 μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1813 μ.Χ. Ἡ Συνοδικὴ πράξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας στὶς 31 Δεκεμβρίου 1964 μ.Χ.

Φώτης Κόντογλου - Ὁ Μέγας Βασίλειος κι᾿ ὁ παραμορφωμένος Χριστιανισμός

Φώτης Κόντογλου - Ὁ Μέγας Βασίλειος κι᾿ ὁ παραμορφωμένος Χριστιανισμός

(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)

Θέλω νὰ μιλήσω γιὰ τὸν ἅγιο Βασίλειο, ἀλλὰ νὰ μὴν πῶ τὰ συνηθισμένα ποὺ λένε ὅσοι γράφουνε γι᾿ αὐτὸν τὸν ἀληθινὰ Μέγαν ἅγιο. Προπάντων κάποιοι θεολόγοι φραγκοδιαβασμένοι, ποὺ δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει σχεδὸν καθόλου ἡ ἁγιότητά του κ᾿ ἡ κατὰ Θεὸν σοφία του, ἀλλὰ ἡ «θύραθεν» σοφία του, ἡ γνώση ποὺ εἶχε στὰ ἑλληνικὰ γράμματα, στὴ ρητορικὴ καὶ στάλλα ἐφήμερα καὶ ἐξωτερικὰ στολίδια αὐτῆς τῆς βαθειᾶς ψυχῆς, λησμονώντας τί γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὴν κοσμικὴ σοφία, ποὺ τὴ λέγει «μωρίαν παρὰ τῷ Θεῷ».
Γιὰ τοὺς τέτοιους, ἡ φιλοσοφία εἶναι σεβαστή, μάλιστα περισσότερο ἀπὸ τὴ θρησκεία κι᾿ ἂς θέλουνε νὰ τὸ κρύψουνε, ἡ ἐπιστήμη πιὸ πειστικὴ ἀπὸ τὴν πίστη, ἡ ἀρχαιότης πιὸ σπουδαῖο οἰκόσημο ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό. Γι᾿ αὐτό, ὅλα τὰ μετρᾶνε μ᾿ αὐτὰ τὰ μέτρα. Ἡ ἀξία τῶν ἁγίων Πατέρων δὲν ἔγκειται στὴν ἁγιότητά τους, ἀλλὰ στὸ κατὰ πόσον εἶναι δεινοὶ ρήτορες, δεινοὶ συζητηταί, δυνατοὶ στὸ μυαλό, μ᾿ ἕνα σύντομον λόγο, κατὰ πόσον ἔχουνε ὅσα ἐκτιμοῦσε καὶ ἐκτιμᾶ ἡ ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπότητα κι᾿ ὅσα εἶναι ἢ περιττὰ γιὰ τὸ χριστιανό, ἢ βλαβερά, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Μὰ δὲν πάει νὰ λέγη τὸ Εὐαγγέλιο! Αὐτοὶ οἱ διδάσκαλοι τοῦ λαοῦ δὲν ρωτᾶνε τίποτα, αὐτοὶ τραβᾶνε τὸ χαβά τους. Τὸν Παῦλο, ποὺ εἶχε πῆ χίλιες φορὲς καὶ κατὰ χίλιους τρόπους πὼς ἡ γλωσσικὴ ἐπιτηδειότητα δηλ. ἡ ρητορεία, εἶναι ψεύτικη καὶ δὲν τὴ θέλει ὁ Χριστός, αὐτοί, σώνει καὶ καλά, μὲ τὸ ζόρι, τὸν ἀνακηρύξανε «μέγαν ρήτορα», αὐτὸν ποὺ εἶπε λ.χ. «οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με ὁ Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ᾿ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῆ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ», καὶ ποὺ γράφει στοὺς Κολοσσαεῖς: «Βλέπετε (προσέξετε) μὴ τὶς ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, καὶ οὐ κατὰ Χριστόν». Αὐτοὶ ὅμως ποὺ ἐξηγοῦνε στὸ λαὸ τὴν Ἁγία Γραφή, εἶναι κουφοὶ καὶ τυφλοί, ἢ κάνουνε πὼς δὲν ἀκοῦνε καὶ δὲν βλέπουνε, κι᾿ αὐτὸν ποὺ εἶπε πὼς ἡ φιλοσοφία εἶναι «κενὴ ἀπάτη», τὸν ἀνακηρύξανε μέγαν φιλόσοφον, στοχαστήν, τετραπέρατον ἐγκέφαλον «κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, καὶ οὐ κατὰ Χριστόν». Θέλουνε νὰ τὸν κάνουνε «ἐφάμιλλον τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων οἵτινες ἐδόξασαν τὴν ἀνθρωπότητα», ὥστε νὰ ἔχη κι᾿ ὁ Χριστιανισμὸς κάποιους μεγάλους νόας κι᾿ ὄχι μοναχά τους πτωχοὺς τῷ πνεύματι, τὰ φτωχαδάκια, τοὺς ἀγράμματους Ἀποστόλους, τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἀσκητάδες, τοὺς εὐκολόπιστους μάρτυρες καὶ ἁγίους. Τοὺς τέτοιους ψευτοχριστιανοὺς τοὺς τρώγει ἡ περηφάνια, ἡ κοσμικὴ ματαιοδοξία, ἐπειδὴ εἶναι αὐτοὶ ποὺ λέγει ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος «εἰκῆ φυσιούμενοι ὑπὸ τοῦ νοὸς τῆς σαρκὸς αὐτῶν», καὶ «ἐν σαρκὶ ὄντες» καὶ τὰ σαρκικὰ τιμῶντες, θέλουν «Θεῷ ἀρέσει». Τὸν Παῦλο ποὺ εἶπε τὸν φοβερὸ τοῦτον λόγο «πᾶν ὃ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστίν» δηλ. «ὅ,τι δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν πίστη, εἶναι ἁμαρτία», μὲ τὴ μικρόλογη διάνοιά τους, τὸν κατεβάσανε στὰ μέτρα τους, κάνοντας τὸν λογοκόπο ρήτορα, φιλόσοφο, κοινωνιολόγο, πολιτικό, διοργανωτή, ψυχολόγο, παιδαγωγό, καιροσκόπο, ἐπειδὴ αὐτὰ καταλαβαίνουνε, κι᾿ αὐτὰ εἶναι οἱ πιὸ μεγάλοι τίτλοι ποὺ μποροῦνε νὰ φαντασθοῦνε. Μὲ πιὸ γερὰ λόγια καὶ πιὸ καθαρά, ζωηρὰ καὶ τρανταχτά, δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς πῆ αὐτὰ τὰ πράγματα κανένα στόμα, παρεκτὸς ἀπὸ τὸν Παῦλο, καὶ ὅμως δὲν πήρανε χαμπάρι οἱ καινούριοι γραμματεῖς. Ἂς εἶναι τὰ λόγια του σὰν σφυριὰ ποὺ κοπανᾶνε τὰ ξερὰ καύκαλά τους, ἐκεῖνοι: τὸ γουδὶ τὸ γουδοχέρι. Ἄκουσε πὼς μιλᾶ ὁ Παῦλος γιὰ τὴν ἀρχαία σοφία: «Ἐπειδὴ (γάρ) ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας (φιλοσοφίας) τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. Ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι, καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν...». Λοιπόν, ἰδοὺ τί λέγει ὁ Παῦλος καὶ τί διδάσκουνε οἱ ἐξηγητὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ Παύλου, δηλαδὴ τὴ μεμωραμένη σοφία, ποὺ θεωρεῖ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μωρία.
Δείχνω μεγάλη ἐπιμονὴ σ᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα, γιατὶ αὐτοὶ ποὺ θέλουνε νὰ νοθέψουνε τὸ κατακάθαρο νερὸ τοῦ Εὐαγγελίου, «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν τὸ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον», μὲ τὰ βαλτόνερα τῆς γνώσης καὶ τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας ποὺ πίνανε κεῖνον τὸν καιρὸ οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι, «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα», χωρὶς νὰ ξεδιψάσουνε, αὐτοὶ λοιπὸν οἱ τυφλοὶ ὁδηγοὶ στραβώνουνε τὸν κόσμο, καὶ γίνουνται αἰτία μὲ τὶς θεωρίες τους νὰ πέφτουνε οἱ νέοι στὴν ἀπιστία, γιατί ψυχὲς ποὺ θρέφονται μὲ τὴν «κενὴ ἀπάτη», ποὺ θὰ καταντήσουνε παρὰ στὴν ἀπιστία, ὁμολογημένη ἢ ἀνομολόγητη;
Ὅλα αὐτὰ προέρχονται ἀπὸ τὸν παραμορφωμένο Χριστιανισμὸ ποὺ μαθαίνουν ὅσοι δασκαλεύονται στὰ πανεπιστήμια τῆς Δύσης, ποὺ εἶναι ἡ πατρίδα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τοῦ οὐμανισμοῦ, κ᾿ ὕστερα τὸν φέρνουνε αὐτὸ τὸν ὀρθολογιστικὸ Χριστιανισμὸ σ᾿ ἐμᾶς. Γιατὶ ἔχουμε τὴν κατάρα νὰ μαθαίνουνε ὅλα τὰ δικά μας ἀπὸ τοὺς ξένους, ἀκόμα καὶ τὴν ἀρχαία γλώσσα.
Γυρίζω πάλι στὸν Παῦλο, γιὰ νὰ πάρω ἀπ᾿ αὐτὸν κι᾿ ἄλλα θεόπνευστα λόγια ποὺ βγάζουνε ψεῦτες αὐτοὺς τοὺς φραγκοσπουδασμένους οὐμανίστες ψευτοχριστιανούς. Καὶ παίρνω ὅλο λόγια τοῦ Παύλου, γιατὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν ἅγιο φανερώνουνε τὴν περισσότερη ἐκτίμησή τους, ἐπειδή, μὲ τὰ μέτρα ποὺ τὸν κρίνουνε, βρίσκουνε σ᾿ αὐτὸν περισσότερη ἐγκόσμια γνώση, κοινωνικὴ δραστηριότητα, ρητορικὴ δεινότητα, μεθοδικότητα, ψυχολογικὴ cξύτητα, κι᾿ ἕνα σωρὸ ἄλλα τέτοια ποὺ τὰ ἐκτιμοῦνε πολύ, χωρὶς νὰ μποροῦνε νὰ δοῦνε οἱ θεότυφλοι πὼς ὁ Παῦλος εἶναι ὁ μεγαλύτερος καὶ σφοδρότερος ἐχθρὸς καὶ κατακριτὴς τῆς στραβῆς ἀντίληψης ποὺ ἔχουνε γιὰ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία.
Γράφει λοιπὸν ὁ θεόγλωσσος Παῦλος καὶ ρωτᾶ: «Ποῦ σοφός; Ποῦ γραμματεύς; Ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; (δηλ. τῆς κοσμικῆς σοφίας). Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;» Σὰν νὰ λέγη: «Ποιὸς ἀπὸ τοὺς σοφούς του κόσμου τούτου, ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους καὶ τοὺς δεινοὺς συζητητᾶς, μὲ τὴ διαλεκτική τους, θὰ μπορέση νὰ συζητήση, ἢ κἂν νὰ καταλάβη αὐτὰ ποὺ λέμε ἐμεῖς οἱ μωροί, ἐμεῖς ποὺ δὲν γνωρίζουμε τὰ μαστορικὰ γυρίσματα τῆς διαλεκτικῆς, ἐμεῖς οἱ ἀπαίδευτοι ἀνατολίτες, κι᾿ ὄχι κατὰ βάθος ἐμεῖς, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μὲ τὸ στόμα μας;»
Καὶ παρακάτω γράφει: «Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν καταργουμένων». Ποιοὶ εἶναι οἱ ἄρχοντες τοῦ αἰῶνος τούτου, οἱ καταργούμενοι, παρὰ οἱ φιλόσοφοι κ᾿ οἱ ρήτορες κ᾿ οἱ ἄλλοι λογῆς-λογῆς μαστόροι τῆς κοσμικῆς λογοτεχνίας, ποὺ τὰ σκοτεινὰ φῶτα τους, λένε οἱ τυφλοὶ διδάσκαλοι τοῦ λαοῦ πὼς χρειάζονται στὸ χριστιανό, σὰν νὰ μὴν τοὺς φθάνη τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ λέγει «ἂν τὸ φῶς ποὺ ἔχουνε μέσα τους (οἱ τέτοιοι) εἶναι σκοτάδι, τὸ σκοτάδι τοὺς πόσο πρέπει νὰ εἶναι;»
Λοιπόν, κατὰ τὸ πνεῦμα «τοῦ αἰῶνος τούτου τοῦ καταργουμένου» ἑορτάζουνε καὶ δοξάζουνε καὶ τὸν ἅγιον Βασίλειον, ὄχι σὰν ἅγιον καὶ ἀγωνιστῆ τῆς ἀληθινῆς θρησκείας, ἀλλὰ σὰν συγγραφέα «καλλιεπῶν συγγραμμάτων», «σοφὸν ἠθικολόγον καὶ παιδαγωγόν, λάτρην τῆς ἑλληνικῆς σοφίας».
Ἀλλὰ πόσο σύμφωνος εἶναι ὁ ἅγιος μὲ κείνους ποὺ τὸν δοξάζουνε γιὰ τὴν ἑλληνομάθειά του καὶ γιὰ τὴν ἐκτίμηση ποὺ εἶχε στὴν ἀρχαία σοφία, τὸ φανερώνουνε τὰ παρακάτω λόγια ἀπὸ μία ἐπιστολὴ ποὺ ἔγραψε στὸν Εὐστάθιο ἐπίσκοπο Σεβαστείας:
«Ἐγώ, γράφει, ἀφοῦ ξόδεψα πολὺν καιρὸν στὰ μάταια πράγματα, κι᾿ ἀφοῦ ὅλη σχεδὸν τὴ νεότητά μου τὴ χάλασα μὲ τὸ νὰ κοπιάζω γιὰ πράγματα ἀνώφελα (ἀδιαφόρετα), καταγινόμενος νὰ μελετῶ τὰ μαθήματα τῆς «παρὰ τοῦ Θεοῦ μωρανθείσης σοφίας», ἐπειδὴ κάποτε ξύπνησα σὰν νὰ κοιμόμουνα σὲ βαθὺν ὕπνο, καὶ ἄνοιξα τὰ μάτια μου στὸ θαυμαστὸ φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου κ᾿ εἶδα καλὰ πὼς ἤτανε ἄχρηστη «ἡ σοφία τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων», ἀφοῦ ἔκλαψα πολὺ γιὰ τὴν ἐλεεινὴ ζωή μου, παρακαλοῦσα τὸ Θεὸ νὰ μὲ χειροκρατήση γιὰ νὰ φωτισθῶ στὰ δόγματα τῆς εὐσέβειας. Καὶ πρὶν ἀπ᾿ ὅλα προσπάθησα νὰ ἀποκτήσω κάποια ἠθικὴ διόρθωση, ἐπειδὴ εἶχε πάθει μεγάλη διαστροφὴ ἡ ψυχή μου ἀπὸ τὴ συναναστροφή μου μὲ τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους. Διάβασα λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ σὰν εἶδα πὼς ἐκεῖ μέσα εἶναι γραμμένο πὼς συντείνει πολὺ στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου τὸ νὰ πουλήση τὰ ὑπάρχοντά του καὶ νὰ τὰ μοιράση στοὺς φτωχοὺς ἀδελφούς του καὶ νὰ ζῆ χωρὶς νὰ φροντίζη καθόλου γιὰ τούτη τὴ ζωή, καὶ νὰ μὴν προσηλώνεται ἡ ψυχὴ στὰ ἐπίγεια ἀπὸ καμμιὰ συμπάθεια, παρακαλοῦσα νὰ εὕρω κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ νὰ διάλεξε αὐτὸν τὸ δρόμο στὴ ζωή του, ὥστε, μαζὶ μ᾿ αὐτόν, νὰ ταξιδέψω καὶ νὰ περάσω τούτη τὴν περαστικὴ φουρτούνα τῆς ζωῆς».
Ἀλλὰ ποιὸς δίνει σημασία σ᾿ αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος; Ἡμεῖς κάναμε ἕνα δικό μας Χριστιανισμό, ἕνα βολικό, ἕναν ἀνθρωπινὸ καὶ λογικὸ Χριστιανισμό, ὅπως λέγει ὁ μεγάλος Ἱεροεξεταστὴς τοῦ Ντοστογιέφσκη, γιατὶ ὁ Χριστιανισμὸς ποὺ δίδαξε ὁ Χριστὸς εἶναι ἀνεφάρμοστος, ἀπάνθρωπος. Ἐμεῖς, ἀντὶ ν᾿ ἀνέβουμε πρὸς τὸν Χριστό, ποὺ λέγει «ἐγὼ σὰν ὑψωθῶ, θὰ σᾶς τραβήξω ὅλους πρὸς ἐμένα», τὸν κατεβάσαμε ἐκεῖ ποὺ βρισκόμαστε ἐμεῖς, καὶ κάναμε ἕνα Χριστιανισμὸ σύμφωνο μὲ τὶς ἀδυναμίες μας, μὲ τὰ πάθη μας, μὲ τὶς κοσμικὲς φιλοδοξίες μας, καὶ δώσαμε καὶ στοὺς ἁγίους τὰ προσόντα ποὺ ἐκτιμοῦμε καὶ ποὺ θαυμάζει ἡ ὑλοφροσύνη μας, τοὺς κάναμε φιλοσόφους, ρήτορας, πολιτικούς, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, παιδαγωγούς, ἐπιστήμονες κ.λπ. Ὁ μεγάλος Ἱεροεξεταστής, σὰν πήγανε μπροστά του τὸν Χριστὸ (ποὺ πρόσταξε νὰ τὸν πιάσουνε, ἐπειδὴ ξανακατέβηκε στὴ γῆ καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε ὁ κόσμος), τοῦ εἶπε: «Τὸν καιρὸ ποὺ ἦρθες στὸν κόσμο ἔφερες στοὺς ἀνθρώπους μία θρησκεία σκληρή, ἀνεφάρμοστη, ἀπάνθρωπη. Ἐμεῖς τὴν κάναμε βολική, ἀνθρωπινή. Τί ξαναἦρθες νὰ κάνης πάλι στὸν κόσμο; Νὰ μᾶς τὴ χαλάσης, μόλις τὴ βάλαμε στὸ δρόμο; Γι᾿ αὐτό, θὰ διατάξω νὰ σὲ κάψουνε ἐν ὀνόματί σου, σὰν αἱρετικόν».
Ὁ βολικός, ὁ ἀνθρωπινὸς Χριστιανισμός, αὐτὸ τὸ ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, εἶναι ἡ συχαμερὴ παραμόρφωση ποὺ ἔπαθε τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τὴν πονηρὴ ὑλοφροσύνη τῆς σαρκός.
το είδαμε εδώ

Οι φιλότιμοι έχουν λεπτή συνείδηση και βοηθιούνται από τον Θεό


- Γέροντα, όποιος έχει φιλότιμο το καταλαβαίνει ο ίδιος;

- Εσύ έχεις; Αυτό φαίνεται, ευλογημένη!

Λίγο-πολύ καταλαβαίνει κανείς τον εαυτό του, πληροφορείται γιατί έχει εσωτερική ανάπαυση και ειρήνη. Αλλά και όποιος έχει φιλότιμο δεν καυχάται, δεν λέει: «εγώ έχω φιλότιμο», γιατί πάντα σκέφτεται: «Πρέπει να κινούμαι με περισσότερο φιλότιμο».

Ο φιλότιμος άνθρωπος έχει ειλικρίνεια, δεν υπολογίζει τον εαυτό του, είναι απλός, έχει ταπείνωση. Όλα αυτά δίνουν ανάπαυση και στον ίδιο, αλλά είναι αισθητά και στον άλλον• έχει και επικοινωνία εσωτερική με τον άλλον και τον καταλαβαίνει. Και να του λες, ενώ πονάς , «είμαι πολύ καλά», για να μη στενοχωρηθή, εκείνος καταλαβαίνει ότι πονάς και προσπαθεί να μη σε κουράση. Και άλλος, ενώ σε βλέπει να μην έχης κουράγιο, να ζαλίζεσαι, επειδή θέλει να σε απασχολήση, σου λέει: «Σε βλέπω, Γέροντα, πιο καλά από κάθε άλλη φορά, σε βλέπω υγιέστατο!». Και να έχει τουλάχιστον κανένα σοβαρό πρόβλημα, θα ήταν κάπως δικαιολογημένος.

Αντιθέτως ο φιλότιμος, και να έχη ανάγκη, λέει: «Γέροντα, μόνο την ευχή σου να μου δώσης, να μην σε απασχολώ». Τον κρατώ και βουρκώνουν τα μάτια του. «Να φύγω, Γέροντα, λέει, να φύγω, κουρασμένο σε βλέπω». Ε, αυτός πώς να μη δεχθή θεία βοήθεια;

Υπάρχουν άνθρωποι που από το φιλότιμο π[ου έχουν αμέσως καταλαβαίνουν τι βοηθάει και τι ευχαριστεί τον άλλον, με την καλή έννοια, γιατί σκέφτονται συνέχεια τον άλλον και όχι τον εαυτό τους. Μερικοί, ενώ δεν με γνωρίζουν, καταλαβαίνουν από τι έχω ανάγκη• μου στέλνουν κανένα δεματάκι και έχουν μέσα ακριβώς ό,τι μου χρειάζεται. Το δέμα τους σου δίνει να καταλάβης όλον τον εσωτερικό τους κόσμο. Βλέπεις την λεπτή τους συνείδηση να είναι απλωμένη στο κάθε πράγμα.

- Γέροντα, στο Καλύβι σας μερικές φορές καταφέρνουν και σας βλέπουν αυτοί που είναι λίγο αναιδείς και επιμένουν.

- Ναι, αλλά ανταμείβονται οι φιλότιμοι που από λεπτότητα δεν θέλουν να με ανησυχήσουν. Την άλλη φορά ήρθε εδώ να με δη ένας οικογενειάρχης. Τον είδα και χωριστά, τον είδα και με την γυναίκα του και με τα παιδιά του. Μετά από δυό-τρεις μέρες ξαναήρθε.

Εκείνη την ώρα έβλεπα κάποιον άλλον και έξω περίμενε μια κοπέλα που είχε έρθει αεροπορικώς από την Αθήνα, για να με ρωτήση για ένα θέμα που την απασχολούσε. «Μπορώ να απασχολήσω τον Γέροντα για πέντε λεπτά;», της είπε, κι εκείνη του έδωσε την σειρά της. Περίμενε μιάμιση ώρα, για να βγη ο κύριος που της ζήτησε να του δώση την σειρά της μόνο για .. πέντε λεπτά. Όταν βγήκε, είχε έρθει η ώρα να φύγη για το αεροδρόμιο, οπότε η καημένη μου είπε: «Δώσε μου την ευχή σου, Πάτερ, ήρθα από την Αθήνα, να σε συμβουλευτώ για ένα πρόβλημα που έχω, αλλά τώρα δεν προλαβαίνω• είχα πάρει άδεια από την δουλειά μου για λίγες ώρες και πρέπει να φύγω, για να μη χάσω το αεροπλάνο». Ε, πώς να την ξεχάσω αυτήν την ψυχή! Τελικά μόνο με τον αρχοντικό τρόπο βοηθιέται ο άνθρωπος από τον Θεό.

- Γέροντα, όταν ο φιλότιμος ζη με δύσκολους ανθρώπους, δεν ταλαιπωρείται;

- Σκοπός είναι να δείξη το φιλότιμό του στους ανάποδους ανθρώπους. Το Ευαγγέλιο λέει: «Ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί;».

Οι φιλότιμοι και ευαίσθητοι αδικούνται εκουσίως από τις παραχωρήσεις που κάνουν από αγάπη στους άλλους ή από την πονηρία των άλλων, αλλά ποτέ δεν περιμένουν ούτε επιδιώκουν να δικαιωθούν σ’ αυτήν την μάταιη ζωή. Σε τούτη την ζωή οι φιλότιμοι τα πληρώνουν όλα, αλλά λαμβάνουν και την βοήθεια του Θεού, και στην άλλη ζωή θα έχουν μεγάλο μισθό.

Πηγή: «Γέροντος Παϊσίου Αγιορείοτυ, Λόγοι Ε', Πάθη και Αρετές»

το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...