Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Ιουνίου 07, 2015

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής Α΄ Ματθαίου. "Των Αγίων Πάντων" (Ματθ. ι΄ 32-33, 37-38, ιθ΄ 27-30)

*Πρωτότυπο Κείμενο:
Αποτέλεσμα εικόνας για ΜΑΤΘΑΙΟΥΠας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς όστις δ΄ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς. Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος· και ο φιλών υιόν η θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος· και ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου, ουκ έστι μου άξιος. Τότε αποκριθείς ο Πέτρος είπεν αυτώ· ιδου ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι· τι άρα έσται ημίν; ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ. και πας ος αφήκεν οικίας ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν του ονόματός μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει. Πολλοί δε έσονται πρώτοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι.
*Απόδοση στην Νεοελληνική:
Αποτέλεσμα εικόνας για (Ματθ. ι΄ 32-33, 37-38, ιθ΄27-30Όποιος ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους ότι ανήκει σ΄ εμένα, θα τον αναγνωρίσω κι εγώ για δικόν μου μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου. Όποιος όμως με απαρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον απαρνηθώ κι εγώ μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου». «Όποιος αγαπάει τον πατέρα του ή τη μάνα του παραπάνω από μένα, δεν είναι άξιος για μαθητής μου. Κι όποιος αγαπάει το γιο του ή τη θυγατέρα του παραπάνω από μένα, δεν είναι άξιος για μαθητής μου. Επίσης όποιος δεν παίρνει το σταυρό του και δε με ακολουθεί, δεν είναι άξιος για μαθητής μου. Μίλησε τότε ο Πέτρος και του είπε: «Να, εμείς αφήσαμε τα πάντα και σε ακολουθήσαμε. Τι θα γίνει μ΄ εμάς;» Κι ο Ιησούς τους απάντησε: «Σας βεβαιώνω πως εσείς που με ακολουθήσατε, όταν θα καθίσει ο Υιός του Ανθρώπου στο μεγαλόπρεπο θρόνο του, στον καινούριο κόσμο, θα καθίσετε κι εσείς σε δώδεκα θρόνους, για να κρίνετε τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Κι όποιος άφησε σπίτια ή αδερφούς ή αδερφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια για χάρη μου, θα πάρει εκατό φορές περισσότερα και θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Πολλοί θα βρεθούν από πρώτοι τελευταίοι, κι άλλοι από τελευταίοι πρώτοι».
Αποτέλεσμα εικόνας για εκκλησια ζωγραφια

Ο Απόστολος της Κυριακής Α Ματθαίου (Των Αγίων Πάντων)

Το Αποστολικό Ανάγνωσμα
Προς Εβραίους επιστολή Παύλου (ια΄33 – ιβ΄2)

Ἀδελφοί, οι πατέρες ἡμῶν διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τούς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.

Τοιγάρουν καὶἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι' ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν, ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν.


Απόδοση:

Ἀδελφοί, οι πατέρες μας μὲ τὴν πίστιν ἀνέτρεψαν βασίλεια, ἔκαναν ἔργα δικαιοσύνης, ἐπέτυχαν τὴν πραγματοποίησιν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβησαν τὴν δύναμιν φωτιᾶς, διέφυγαν τὴν σφαγήν, ἔγιναν ἀπὸ ἀδύνατοι δυνατοί, ἔγιναν ἰσχυροὶ σὲ καιρὸν πολέμου, ἔτρεψαν εἰς φυγὴν παρατάξεις τῶν ἐχθρῶν. Γυναῖκες ἔλαβαν τοὺς νεκρούς των δι’ ἀναστάσεως, ἄλλοι δὲἐβασανίσθησαν καὶ δὲν ἐδέχθησαν νὰἀφεθοῦν ἐλεύθεροι, διὰ νὰ ἐπιτύχουν μίαν ἄλλην καλυτέραν ἀνάστασιν. Ἄλλοι ἐδοκιμάσθησαν μὲ ἐμπαιγμοὺς καὶ μαστίγωσιν, ἀκόμη δὲ καὶ μὲ δεσμὰ καὶ φυλακήν. Ἐλιθοβολήθησαν, ἐπριονίσθησαν, ὑπέστησαν πολλὰς δοκιμασίας, ἐθανατώθησαν μὲ μάχαιραν, περιπλανῶντο φοροῦντες δέρματα προβάτων καὶ δέρματα αἰγῶν, ἐστεροῦντο, ὑπέφεραν θλίψεις καὶ κακουχίας, (ἄνθρωποι διὰ τοὺς ὁποίους δὲν ἦτο ἄξιος ὁ κόσμος), ἐπλανῶντο σὲἐρήμους καὶ σὲ βουνὰ, σὲ σπήλαια καὶ σὲ τρύπες τῆς γῆς. Ὅλοι αὐτοί, ἂν καὶ εἶχαν καλὴν μαρτυρίαν διὰ τὴν πίστιν τους, δὲν ἔλαβαν ὅ,τι εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Θεός, διότι εἶχε ὁ Θεὸς προβλέψει κάτι καλύτερον ἀναφορικῶς μ’ ἐμᾶς διὰ νὰ μὴ φθάσουν ἐκεῖνοι εἰς τὴν τελειότητα χωρὶς ἐμᾶς.

Ἑπομένως, ἀφοῦ ἔχομεν γύρω μας ἕνα τόσον μεγάλο σύννεφο ἀπὸ μάρτυρας, ἂς ἀποτινάξωμεν κάθε βάρος καὶ τὴν ἁμαρτίαν, ἡὁποία εὔκολα μᾶς ἐμπλέκει, καὶ ἂς τρέχωμεν μὲ ὑπομονὴν τὸ ἀγώνισμα τοῦ δρόμου ποὺ εἶναι ἐμπρός μας, μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μας προσηλωμένους πρὸς τὸν ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν τῆς πίστεώς μας, τὸν Ἰησοῦν, ὁὁποῖος, χάριν τῆς χαρᾶς ποὺ τὸν ἀνέμενε, ὑπέμεινε σταυρόν, περιφρονήσας τὴν αἰσχύνην, καὶ κάθησε εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ.

Οἱ Ἅγιοι Πάντες


 

                       
                       
                       
                       
                       
                       
                       

Πραγματικὰ εἶναι θαυμαστὸς ὁ Θεὸς μέσα στοὺς ἁγίους του. Γιατί ὅταν κανεὶς ἀναλογισθεῖ τοὺς ὑπερφυσικοὺς ἀγῶνες τῶν μαρτύρων, πὼς μὲ ἀσθενὴ σάρκα καταντρόπιασαν τὸν ἰσχυρὸ στὴ κακία, πὼς ἔμειναν ἀναίσθητοι στὶς ὀδύνες καὶ στὰ τραύματα, καθὼς ἀγωνίζονταν μὲ σώματα πρὸς φωτιά, πρὸς τὸ ξίφος, πρὸς ποικίλα καὶ θανατηφόρα εἴδη βασάνων καὶ ἀντιπαρατάσσονταν μὲ καρτερία, ἐνῶ τοὺς ἔκοβαν τὶς σάρκες, τοὺς διάλυαν τοὺς ἁρμοὺς καὶ τοὺς συνέτριβαν τὰ ὀστά, ὅμως διαφύλαξαν τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως στὸ Χριστὸ σώα καὶ ἀδιάσπαστη, ἀκεραία καὶ ἀκλόνητη, ποὺ γι’ αὐτὸ τοὺς χαρίσθηκε καὶ ἡ ἀναντίρρητη σοφία τοῦ Πνεύματος καὶ ἡ δύναμη τῶν θαυμάτων.
Ὅταν κανεὶς ἀναλογισθεῖ ἐπίσης τὴν ὑπομονὴ τῶν ὁσίων, πὼς ὑπέφεραν μὲ τὴ θέλησή τους σὰν ἀσώματοι τὶς πολυήμερες ἀσιτίες, τὶς ἀγρυπνίες, τὶς ἄλλες ποικίλες κακώσεις τοῦ σώματος, καὶ ἀντιτάχθηκαν ἕως τὸ τέλος πρὸς τὰ πονηρὰ πάθη, πρὸς τὰ τόσα εἴδη ἁμαρτίας, πρὸς τὸν ἐσωτερικό μας ἀόρατο πόλεμο, πρὸς τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, ἐνῶ ἔλειωναν καὶ ἀχρηστεύονταν ἐξωτερικά, ἀλλὰ ἀνανεώνονταν καὶ ἐθεώνονταν ἐσωτερικὰ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τοὺς ἔδωσε τὰ χαρίσματα τῶν θεραπειῶν καὶ δυνάμεων.
Ὅταν λάβει αὐτὰ κανεὶς ὑπ’ ὄψιν του καὶ ἐπὶ πλέον ἐννοήσει ὅτι ὑπερβαίνουν τὴ φύση μας, θαυμάζει καὶ δοξάζει τὸ Θεὸ ποὺ ἔδωσε σ’ αὐτοὺς τὴν τόση ἄφθονη χάρη καὶ δύναμη. Γιατί ἂν καὶ εἶχαν ἀγαθὴ καὶ καλὴ προαίρεση, χωρὶς τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ κατόρθωναν νὰ ὑπερβοῦν τὴ φύση καὶ ἔχοντας σῶμα, νὰ κατανικήσουν τὸν ἀσώματο ἐχθρό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμωδὸς προφήτης, ἀφοῦ εἶπε: «Θαυμαστὸς εἶναι ὁ Θεὸς μέσα στοὺς ἁγίους αὐτοῦ», πρόσθεσε: «αὐτὸς θὰ δώσει δύναμη καὶ κραταίωση στὸ λαό του». (Ψαλμ. ξζ’, 36).
Ἀπολαύουν δὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅλοι γενικά, ἀλλὰ ὅσοι ἔχουν ἀγαθὴ προαίρεση καὶ ἐπιδεικνύουν μὲ ἔργα τὴν πρὸς τὸ Θεὸ ἀγάπη καὶ πίστη. Αὐτὸ φανερώνεται στὸ εὐαγγέλιο ποὺ λέγει: «ὅποιος ὁμολογήσει σ’ ἐμένα ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ ὁμολογήσω καὶ ἐγὼ σ’ αὐτὸν ἐμπρὸς στὸ Πατέρα μου στοὺς οὐρανούς» (Ματθ. ι’, 32).
Δὲν εἶπε «ὅποιος μὲ ὁμολογήσει ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους», ἀλλὰ «ὅποιος ὁμολογήσει μέσα σ’ ἐμένα» μὲ τὴν ἔννοια ὅτι μπορεῖ νὰ προβάλει μὲ παρρησία τὴν εὐσέβεια, δι’ ἐκείνου καὶ διὰ τῆς βοηθείας ἐκείνου. Ἔτσι πάλι «θὰ ὁμολογήσω καὶ ἐγώ» καὶ δὲν εἶπε «αὐτόν» ἀλλὰ «μέσα σ’ αὐτόν», δηλαδὴ διὰ τῆς ἀγαθῆς ἀντιστάσεως καὶ ὑπομονῆς.
Αὐτὸ δηλώνει τὴν ἀδιάσπαστη συνάφεια τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ὁμολογοῦντας, ἂν καὶ εἶναι δοῦλοι Θεοῦ.
Ἀντίθετα «ὅποιος μὲ ἀρνηθεῖ ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀρνηθῶ καὶ ἐγὼ ἐμπρὸς στὸ Πατέρα μου στοὺς οὐρανούς».
Δὲν εἶπε ἐδῶ «ὅποιος ἀρνηθεῖ μέσα σὲ μένα», γιατί;
Διότι ὁ ἀρνούμενος ἀρνεῖται τὸ Θεὸ ἂν στερηθεῖ τὴ Θεϊκὴ βοήθεια. Γιατί δὲ ἐγκαταλείφθηκε καὶ ἔμεινε ἔρημος τοῦ Θεοῦ; Ἐπειδὴ αὐτὸς πρῶτα πρόλαβε καὶ τὸν ἐγκατέλειψε, ἀφοῦ ἀγάπησε τὰ πρόσκαιρα καὶ γήινα πράγματα περισσότερο, παρὰ τὰ ἐπαγγελμένα ἀπὸ τὸ Θεὸ οὐράνια καὶ αἰώνια ἀγαθά.
Ἔτσι οἱ θεῖες ἀντιδόσεις ἔχουν μαζί τους τὴ θεία δικαιοσύνη καὶ ἐπιφέρουν ἀπὸ τὴ ὁμοίωση τὰ ἀνάλογα ἀποτελέσματα. Καὶ ἐνῶ οἱ ὁμολογήσαντες τὸ Θεὸ στὸ πρόσκαιρο αὐτὸ βίο τὸ ἔκαναν παρουσία λίγων ἀνθρώπων, ὁ Χριστὸς Θεὸς καὶ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆς θὰ τοὺς ὑποστηρίξει ἐνώπιον τοῦ Πατρός, τῶν ἀγγέλων, ὅλων τῶν οὐρανίων δυνάμεων καὶ μὲ παρουσία ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι τῆς συντέλειας. Καὶ θὰ στεφανώσει καὶ θὰ δοξάσει ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐπέδειξαν πίστη μέχρι τέλους σὲ αὐτόν.
Ἀλλὰ καὶ τώρα δοξάζονται κάποιοι ἅγιοι μὲ τὰ ἱερὰ λείψανά τους ποὺ εὐωδιάζουν, ποὺ χαρίζουν ἰάσεις καὶ διάφορα ἐνεργήματα δυνάμεων, προσκυνώντας τους καὶ γονατίζοντας στὶς εἰκόνες τους βασιλεῖς, ἄρχοντες καὶ ὁ λαὸς τοῦ Κυρίου.
Ἄλλωστε τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πρὸς τοὺς πιστοὺς ὅτι: «ὅποιος ἀφήσει οἰκία, συγγενεῖς ἢ ἀγροὺς γιὰ τὸ ὄνομά μου, θὰ τὰ λάβει ἑκατονταπλάσια καὶ θὰ κληρονομήσει αἰώνια ζωή». (Ματθ. ι’, 37).
Καὶ τὴν ἴδια του ζωὴ εἶναι δίκαιο καὶ ἀναγκαῖο νὰ τὴν ἀφήσει ὁ πιστός, ἂν τὸν καλέσει ὁ καιρὸς σὲ περιόδους διωγμῶν, γιὰ νὰ πετύχει τὴν αἰώνια ζωή, ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔδωσε τὴ ζωή του γιὰ χάρη μας. Ἀλλὰ καὶ σὲ εἰρηνικοὺς καιροὺς ὁ πιστὸς λαμβάνει τὸ σταυρό του, σταυρώνοντας τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας.
Διότι λέγει: «ὅποιος βρῆκε τὴν ψυχή του θὰ τὴν χάσει, καὶ ὅποιος ἔχασε τὴν ψυχή του γιὰ χάρη μου, θὰ τὴ βρεῖ». (Ματθ. ι’, 39).
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι διπλός, ὁ ἐκτός δηλαδὴ τοῦ σώματος καὶ ὁ μέσα μας, δηλαδὴ ἡ ψυχή. Ὅταν κάποιος παραδώσει τὸν ἑαυτό του σὲ θάνατο κατὰ τὸν ἐκτὸς ἄνθρωπο, χάνει τὴ ψυχή του ποὺ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὴ βρίσκει στὸ Χριστὸ κατὰ τὴν ἀνάσταση καὶ γίνεται οὐράνιος καὶ αἰώνιος.
Ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τιμᾶ λοιπὸν καὶ μετὰ θάνατο αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν ἀληθινὰ κατὰ Θεό, κάθε μέρα τοῦ ἔτους τελεῖ τὴ μνήμη τῶν ἁγίων ποὺ μετέστησαν καὶ ἀπεδήμησαν ἀπὸ τὴ πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή.
Συγχρόνως δὲ προβάλλει τὸ βίο καθενὸς χάρη τῆς ὠφελείας μας καὶ ὑποδεικνύει τὸ τέλος τους, εἴτε εἰρηνικὸ εἴτε μαρτυρικό.
Τώρα δὲ μετὰ τὴ Πεντηκοστή, ἡ Ἐκκλησία ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους τους ἁγίους γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους μαζί, ἀναπέμπει κοινὸ σὲ ὅλους αὐτοὺς ὕμνο, ὄχι μόνο διότι ὅλοι εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Πατέρα, ὅπως τὸ ζήτησε ὁ Κύριος: «νὰ εἶναι ὅλοι ἕνα, ὅπως ἐγώ, Πάτερ, μὲ σένα καὶ σὺ μὲ μένα, νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ μὲ ἐμᾶς ἕνα στὴν ἀλήθεια», (Ἰω. ιζ’, 20), ἀλλὰ καὶ γιατί φροντίζει νὰ φανερώνει καὶ νὰ ἀνυμνεῖ ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστολῆς, φωτισμοῦ καὶ ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.Ἃς τιμήσουμε λοιπὸν ὅλους τοὺς ἁγίους του Θεοῦ. Πῶς; Ἂν κατὰ μίμησή τους καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε μολυσμὸ σαρκὸς καὶ πνεύματος καὶ ἔτσι ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τὰ κακὰ διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως, θὰ φερόμεθα πρὸς τὴν ἁγιοσύνη παρουσιάζοντας τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχές μας εὐάρεστες στὸ Θεό, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων πάντων ὥστε νὰ γίνουμε καὶ ἐμεῖς μέτοχοι τῆς ἀπέραντης ἐκείνης πανηγύρεως καὶ εὐφροσύνης μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἐξ ὕψους κατῆλθες, ὁ εὔσπλαγχνος, ταφὴν κατεδέξω τριήμερον, ἵνα ἡμᾶς ἐλευθερώσῃς τῶν παθῶν. Ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάστασις ἡμῶν, Κύριε δόξα σοι.
 
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων. Ἦχος δ’.
Τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ Μαρτύρων σου, ὡς πορφύραν καὶ βύσσον τὰ αἵματα, ἡ Ἐκκλησία σου στολισάμενη, δι’ αὐτῶν βοᾷ σοι, Χριστὲ ὁ Θεός· Τῷ λαῷ σου τοὺς οἰκτιρμούς σου κατάπεμψον, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δωρήσαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
 
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.Τῶν Ἁγίων Ἁπάντων τὰ μύρια συστήματα, σὺν τοῖς Ἀποστόλοις Προφήτας, Ἱεράρχας καὶ Μάρτυρας, Ὁσίων καὶ Δικαίων τοὺς χορούς, καὶ ἄθροισμα Ἁγίων Γυναικῶν, καὶ σὺν πᾶσιν ἀνωνύμοις τε καὶ γνωστοῖς, ὑμνήσωμεν κραυγάζοντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ τὴν Ἐκκλησίαν δι’ ὑμῶν πυρσεύοντι.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως, τῷ φυτουργῷ τῆς κτίσεως, ἡ οἰκουμένη προσφέρει σοι Κύριε, τοὺς θεοφόρους Μάρτυρας. Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐν εἰρήνῃ βαθείᾳ τὴν Ἐκκλησίαν σου, διὰ τῆς Θεοτόκου, συντήρησον Πολυέλεε.
 
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τοὺς ἀπ’ αἰῶνος τῷ Θεῷ εὐαρεστήσαντας
Ἐν εὐσεβείᾳ καὶ ἁγίοις κατορθώμασι
Σὺν Δικαίοις Πατριάρχας καὶ τοὺς Προφήτας,
Ἀποστόλους Ἱεράρχας καὶ τοὺς Μάρτυρας
Καὶ Ὁσίων τοὺς χοροὺς ὕμνοις τιμήσωμεν,Τούτοις λέγοντες, Πάντες Ἅγιοι χαίρετε.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις Ἀποστόλων δῆμος σεπτός, Προφῆται Κυρίου, καὶ Μαρτύρων στερροὶ χοροί, θεῖοι Ἱεράρχαι, καὶ Ὅσιοι Πατέρες, καὶ Δίκαιοι καὶ πάντες, χαίρετε Ἅγιοι.

Όσιος Παναγής Μπασιάς (Παΐσιος)


Όσιος Παναγής Μπασιάς (Παΐσιος)
Ο Όσιος Παναγής ο Μπασιάς γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλληνίας, το 1801 μ.Χ., και ήταν γιός ευσεβών και επιφανών γονέων, του Μιχαήλ Τυπάλδου – Μπασιά και της Ρεγγίνας Δελλαπόρτα. Έμαθε Ιταλικά, Γαλλικά, Λατινικά και καταρτίσθηκε στη φιλοσοφία και τη θεολογία. Μικρός ακόμα χειροθετείται αναγνώστης και στην αρχή της σταδιοδρομίας του διορίζεται γραμματοδιδάσκαλος και εξασκεί το λειτούργημα του διδασκάλου, αλλά εμπνεόμενος από τα ριζοσπαστικά κηρύγματα του Κοσμά Φλαμιάτου και Ευσεβίου Πανά, εκκλησιαστικών αναστημάτων της εποχής, οι οποίοι υπεράσπιζαν ότι οι Άγγλοι (κυρίαρχοι της Επτανήσου) προστάτες, ουσιαστικά τύραννοι, επιβουλεύονται το ορθόδοξο φρόνημα των κατοίκων, αφήνει το δημόσιο σχολείο και παραδίδει μαθήματα κατ’ οίκον συνεχίζοντας την αποστολή του.

Σε ηλικία 20 ετών, μετά τον θάνατο του πατέρα του, έχοντας έμφυτη κλίση και επηρεαζόμενος από την προσωπικότητα του πολιούχου μεγάλου ασκητού Αγίου Γερασίμου και του γείτονός του, επίσης μεγάλου ασκητού Αγίου Ανθίμου, εγκαταλείπει τα πάντα και φθάνει στο «Ξηροσκόπελο», μικρό νησάκι στην κάτω Λειβαθώ Βλαχερνών και τόπο εξορίας κληρικών από του Άγγλους. Εξόριστος τις ημέρες εκείνες ήταν και ο περίφημος Ζακύνθιος κληρικός Νικόλαος Καντούνης. Δεν έμεινε όμως πολύ διάστημα καμφθείς από τις ικεσίες της χήρας μητέρας του και της απροστάτευτης αδελφής του. Επιστρέφει λοιπόν μοναχός στον κόσμο, αλλά ολόκληρη η ζωή του αποδεικνύεται συνεχής ασκητικός αγώνας και συνεπής επαγρύπνηση των μοναχικών ιδεών και αποφάσεών του.

Το 1836 μ.Χ. χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος, με το όνομα Παΐσιος, υπό του Αρχιεπισκόπου Κεφαλληνίας Παρθενίου Μακρή. Δεν επεζήτησε εφημαριακή θέση. Συνήθως λειτουργούσε στο εξωκκλήσι του Αγίου Σπυρίδωνος στον Πλατύ Γιαλό, όπου συνέρρεε πλήθος πιστών, για να λειτουργηθεί και να ακούσει τα θερμά κηρύγματά του. Υπήρξε η προσωποποίηση της ελεημοσύνης και θερμός συμπαραστάτης των αδυνάτων. Έλαβε από τον Θεό το χάρισμα της προφητείας και «προΰλεγε τὰ μέλλοντα συμβαίνειν εἰς πρόσωπα, οἰκογενείας καὶ γενικώτερον τῆς κοινωνίας», όπως γράφεται στην εισήγηση της Αγιοκατάταξης του.

Στις 21 Μαΐου 1864 μ.Χ., γεύεται τη χαρά της Ενώσεως της Επτανήσου με τη Μητέρα Ελλάδα, για την οποία εργάσθηκε με τον δικό του αντιστασιακό τρόπο πλησίον των ηρώων ριζοσπαστών, διατηρώντας και καλλιεργώντας την Ορθόδοξη Παράδοση, σε τόσο δύσκολες πολιτικές και κοινωνικές περιόδους.

Το 1867 μ.Χ., με τους φοβερούς σεισμούς της Παλλικῆς, γκρεμίζεται η οικία του και από τότε φιλοξενείται στην οικία του ξαδέλφου του Ιωάννου Γερουλάνου, πατέρα του σπουδαίου χειρουργού Μαρίνου Γερουλάνου.

Λόγω της διαδοθείσης φήμης από τα πολλά θαύματα, αποφεύγοντας το φοβερό ύφαλο της πνευματικής ζωής, τον επάρατο εγωισμό, καταφεύγει στη γνωστή μέθοδο μεγάλων Ασκητών να προσποιείται τον τρελό, και έτσι συγκαταριθμείται στη χορεία των Δια Χριστόν σαλών Αγίων.

Για πέντε έτη ταλαιπωρείται κλινήρης. Και ασθενής συνεχίζει να ευλογεί, να ειρηνεύει, να καθοδηγεί, να συμβουλεύει τους Χριστιανούς, οι οποίοι νυχθημερόν τον επισκέπτονται. Εκεί δέχεται την επίσκεψη του νέου Αρχιεπισκόπου Γερμανού Καλλιγά, στον οποίο προλέγει την ανάρρησή του στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο των Αθηνών.

Ο Όσιος Παναγής κοιμήθηκε το 1888 μ.Χ., και στην πάνδημη μετά τριήμερο κηδεία του εξεφώνησε περίφημο επικήδειο ο Μητροπολίτης Κεφαλληνίας Γερμανός Καλλιγάς.

Η ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Οσίου έγινε στις 6 Ιουνίου 1976 μ.Χ. και η Αγιοκατάταξη του έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο δια Πατριαρχικής και Συνοδικής Αποφάσεως την 4η Φεβρουαρίου 1986 μ.Χ.

Τα ιερά λείψανά του φυλάσσονται εντός αργυρής θήκης στον ιερό ναό Αγίου Σπυρίδωνος Ληξουρίου, όπου και ο τάφος του.

Θαύμα του Οσίου Παναγή Μπασιά - Αφήγηση Γεράσιμος Δρακόπουλος

«…Ο αείμνηστος πατήρ μου, τότε, διηγήθη ένα καταπληκτικό θαύμα του Παπά- Μπασιά, το οποίον έζησε επί των ημερών του Παπά-Μπασιά ο πατήρ του πατρός μου - παππούς μου - Βασίλειος Δρακόπουλος, πρωτοψάλτης και συνθέτης πολλών εκκλησιαστικών ασμάτων.

Το θαύμα έχει ως εξής: 

Εις το Αργοστόλιον, επί των ημερών του Παπά-Μπασιά, ζούσε μία οικογένεια αρχοντική και πολύ πλούσια, δεν ενθυμούμαι καλώς το όνομα της οικογενείας, ήτις απετελείτο από τέσσερα άτομα, τον σύζυγο, την σύζυγο και δύο άρρενα τέκνα. Οικογένεια λίαν ευσεβής και ενάρετος, ακόμη περισσότερον η κυρία, της οποίας η ζωή ήτο πλήρης αγαθοεργών πράξεων.

Μετά πάροδον ετών απέθανεν ο σύζυγος και έμεινε η χήρα με τα δύο τέκνα της.

Αυτή επεδόθη εις το να διαπαιδαγωγή και νουθετή τα τέκνα της επί το χριστιανικώτερον, συνάμα επεξέτεινε την ανθρωπιστική δράσιν της, βοηθούσα κάθε πτωχόν, επισκεπτομένη ασθενείς κατ’ οίκον και βοηθούσα αυτούς, ασθενείς εις νοσοκομείον και καταδίκους εν φυλακαίς, βοηθούσα και νουθετούσα αυτούς προς την χριστιανική πίστιν.

Όταν τα τέκνα της έφθασαν εις ηλικίαν το μεν πρώτον 21 ετών, ένα βράδυ καθήμενοι μετά το δείπνον εις την τραπεζαρία, το πρώτο τέκνον ησθάνθη ένα ισχυρό πόνον εις την κεφαλήν. Αμέσως έπεσε κάτω αναίσθητο, το έβαλαν εις το κρεβάτι καλέσαντες πάραυτα τον ιατρό.

Ούτος διεπίστωσε σοβαρωτάτην κατάστασιν, προετοιμάσας την κυρία δια το μοιραίον. Η κυρία ακούσασα αυτά που της είπεν ο ιατρός, κατέφυγε εις το εικονοστάσιο της οικίας της και γονυκλινής όλη την νύκτα εδέετο εις την Παναγίαν δια την σωτηρίαν του υιού της. Το πρωί δυστυχώς απεβίωσε το παιδί της.

Αυτή παρ’ όλο το πένθος και την μεγάλη λύπη της, συνέχισε την χριστιανική και ανθρωπιστική δράσι της. Μετά πάροδον όμως ενός έτους, ένα βράδυ ευρισκομένη πάλι μετά του ετέρου υιού της εις την τραπεζαρία, βλέπει απροόπτως το παιδί της να βγάζη μία κραυγή πόνου και να πίπτη κάτω αναίσθητο, όπως και το πρώτο της παιδί. Αμέσως κάλεσε τον ιατρό, όστις διεπίστωσε την ιδία περίπτωσι με το πρώτο της παιδί, αποφανθείς ότι δεν υπάρχει ουδεμία ελπίς διασώσεως αυτού. Αυτή κλαίουσα και εν απελπισία ευρισκομένη, κατέφυγε πάλι εις το εικονοστάσιο της οικίας της, και γονυκλινής όλη την νύκτα μετά δακρύων παρεκάλει τον Θεό, την Παναγία, και τον Άγιο Γεράσιμο, όπως σώσουν το παιδί της, και λόγω της χριστιανικής της δράσεως, την λυπηθούν και αποδώσουν πλήρως την υγείαν του παιδιού της. Δυστυχώς την επομένη, που ήλθεν ο ιατρός, διεπίστωσε τον θάνατο του υιού της.

Τότε η Κυρία εκμανείσα μετεβλήθη εις θηρίον ανήμερον, παύσασα τελείως την προηγουμένη δράσιν της, υβρίζουσα συνεχώς τον Θεό και τους αγίους, μη δεχομένη κανένα εις την οικίαν της. Έδωσε δύο φωτογραφίας των παιδίων της εις καλόν ζωγράφον, να της φτιάξη τα δύο πορτραίτα εις φυσικόν μέγεθος, τα όποια όταν ο ζωγράφος της παρέδωσεν, αυτή τα επλαισίωσε με πολυτελή πλαίσια, και εκκενώσασα των επίπλων το σαλόνι της, τα εκρέμασεν εις τους δύο τοίχους το εν απέναντι του άλλου, καλύψασα αυτά δι’ υφάσματος – τούλι – τοποθετήσασα κάτωθεν αυτών από ένα κηροπήγιον με μία λαμπάδα, τας οποίας κάθε τόσον ήναπτε και ατενίζουσα τα τέκνα της συζητούσε με αυτά.

Μία των ημερών, ο Παπα-Μπασιάς εμβάς εις πλοιάριον από εκείνα που την εποχήν εκείνη εκτελούσαν το πέρασμα Ληξουρίου – Αργοστολίου επήγε εις Αργοστόλιον. Εξελθών του πλοιαρίου με την ράβδο του, σιγά σιγά επήγαινε κατευθείαν εις την οικίαν της κυρίας αυτής. Φθάσας εκεί εκτύπησε την θύρα. Εβγήκε εις το παράθυρον η κυρία, και ιδούσα τον Παπά-Μπασιά τον οποίο δεν εγνώριζε, εξεμάνη υβρίζουσα αυτόν με τας χυδαιοτέρας φράσεις.

Ο Παπά-Μπασιάς, δίχως να ταραχθή, ήρεμα - ήρεμα την παρακάλεσε δια τρίτη φοράν να του ανοίξη, που ήθελε κάτι να της ειπή. Αυτή έτι περισσότερον συνέχισε να τον υβρίζη. Τότε ο Παπά-Μπασιάς είπε: «Ή μου ανοίγεις, ή ανοίγω», και με την ράβδο του έκανε το σημείο του Σταυρού εις την πόρταν, ήτις αυτομάτως ήνοιξε, και ήρχισεν ο Παπά-Μπασιάς να ανέρχεται την κλίμακα. Η κυρία ιδούσα αυτό που έγινε, έμεινεν άφωνος μη δυναμένη να εκστομίσει ούτε λέξιν.

Ο Παπά-Μπασιάς προχώρησε κατ’ ευθείαν εις το σαλόνι (ασφαλώς Θεία βουλήσει) ειπών εις την κυρίαν να τον ακολουθήση. Ήνοιξε την θύρα του σαλονιού, και λέγει εις την κυρία: κάθισε εις την γωνίαν και θα ιδής κάτι που δεν το επερίμενες. Σταθείς επ’ ολίγον εις προσευχήν ο Παπά-Μπασιάς, βλέπει η κυρία να σηκώνονται τα δύο σκεπάσματα των εικόνων των παιδιών της, και να κατέρχωνται ζωντανά εις το μέσον του δωματίου, να εξάγουν ταυτοχρόνως δύο περίστροφα, ταυτοχρόνως να πυροβολή ο ένας τον άλλον, και οι δύο ταυτοχρόνως να πίπτουν νεκροί επί του δαπέδου.

Κατόπιν του γεγονότος τούτου ευρέθησαν τα πορτραίτα ως πρότερον, σαν να μην είχε συμβή τίποτε.Η κυρία άφωνος και τρομαγμένη παρακολουθούσε τα διατρέξαντα, και τότε ο Παπά- Μπασιάς της λέγει: Κυρία μου ο Θεός δια να σε αγαπά σε εφύλαξε να μην ιδής αυτό πού είδες τώρα, και επήρε μαζί Του τα δύο τέκνα σου δια φυσικού θανάτου, διότι τα δύο σου τέκνα είχαν αγαπήσει μίαν και την αυτή γυναίκα, και επρόκειτο να σκοτωθούν δια του τρόπου που είδες δι’ αυτήν. Ως εκ τούτου να μεταμεληθής, καί να ευχαριστής τον Θεό, και να συνεχίσης την προτέρα σου χριστιανικήν δράσιν.

Πραγματικά αυτή μεταμεληθείσα, επεδόθη ψυχή και σώματι εις την προτέραν της δράσιν και εις μεγαλυτέραν κλίμακα».

(ΠΗΓΗ βιβλίο «Άγιος Παναγής Μπασιάς», πρωτοπρεσβ. Κων. Σ. Γκέλη. Αθήναι, 1987.)


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ληξουρίου τὸν γόνον, Ἱερέων τὸ καύχημα, τῆς Κεφαλληνίας φωστῆρα νεοφανῶς ἀνατείλαντα, ὑψήσωμεν ἐν ὕμνοις Παναγήν, τὸν μύστην τῆς Τριάδος τῆς σεπτῆς, ἐμφανῶς κεκοσμημένον προφητικῶ τοῦ Πνεύματος χαρίσματι, διὸ τὸν δοξάσαντα αὐτὸν λαμπρῶς ἀντιδοξάσωμεν, ἶνα εὔρωμεν χάριν καὶ πταισμάτων τὴν συγχώρησιν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Χαρμοσύνοις άσμασι , Κεφαλληνία η νήσος , συγκαλείται σήμερον των φιλεόρτων τα πλήθη , έρεισμα της Εκκλησίας ανευφημήσαι , σέμνωμα νεοφανέντα Ορθοδοξίας , Παναγήν τον Θεηγόρον , Χριστού τον μυστην και ταύτης αγλάϊσμα.

Μεγαλυνάριον
Τον του Ληξουρίου γόνον λαμπρόν, Ορθοδόξων κλέος Ιερέων υπογραμμόν, της Κεφαλληνίας αγλάϊσμα το νέον, τον Παναγήν τον Θείον ύμνοις τιμήσωμεν.

Άγιοι Φανέντες


                                              Φανέντες θαυμαστῶς ἀθληταὶ κεκρυμμένοι,
                                                  καρδίας πιστῶν σπεύδετε κατευφραίνειν.


Άγιοι Φανέντες
Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η αγιοστόλιστη Κεφαλονιά έχει να προσφέρει φωτεινά παραδείγματα ομολογητών και αγωνιστών της πίστεως. Έτσι στο ανατολικό τμήμα του νησιού και συγκεκριμένα στην περιοχή της Σάμης έζησαν και κοιμήθηκαν οσιακώς οι ομολογητές Άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων, οι οποίοι είναι περισσότερο γνωστοί με την προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες», που τους δόθηκε λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των ιερών λειψάνων τους και της ανάδειξής τους από την αφάνεια.

Σύμφωνα με τα διασωθέντα δύο λατινικά συναξάρια του 14ου μ.Χ. αιώνα, τα οποία γράφτηκαν το μεν πρώτο από τον Βενετό Pietro Calὸ, το δε δεύτερο από τον επίσκοπο της Ακυληίας Pietro Natali, οι Άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων κατάγονταν από το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπηρετούσαν ως στρατιωτικοί στον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό στρατό και διακρίνονταν για τις πολλές τους αρετές και τη βαθιά τους πίστη στον Θεό. Την εποχή όμως αυτή βρισκόταν σε μεγάλη εξάπλωση η φοβερή αίρεση του Αρειανισμού και σύμφωνα με το εκδοθέν διάταγμα του αιρετικού αυτοκράτορος Κωνσταντίου Β΄ (337 -361 μ.Χ.), θα έπρεπε όλοι οι υπήκοοι του κράτους να ασπασθούν αυτή την ανόσια αίρεση. Τότε οι τρεις ευσεβείς και ενάρετοι στρατιωτικοί, φοβούμενοι μήπως και αναγκασθούν να ασπασθούν την αιρετική κακοδοξία, εγκατέλειψαν μαζί και με άλλους έλληνες στρατιώτες τη Σικελία, όπου βρίσκονταν την εποχή εκείνη και κατέφυγαν στην Κεφαλληνία. Μόλις αποβιβάσθηκαν στο νησί του Ιονίου και πληροφορήθηκαν ότι το διάταγμα του αιρετικού Κωνσταντίου είχε τεθεί σε ισχύ στον τόπο, όπου μέχρι πρότινος υπηρετούσαν, προτίμησαν να αποχωρισθούν από τους υπόλοιπους και να παραμείνουν στην Κεφαλληνία. Ο Γρηγόριος ήταν τότε ηλικιωμένος με άσπρα μαλλιά και πλήρης σοφίας, ο Θεόδωρος ήταν περίπου τριάντα ετών, ενώ ο Λέων έλαμπε μέσα στη νιότη του. Αποφάσισαν λοιπόν να αφιερωθούν στον Θεό και γι’ αυτό άρχισαν να αναζητούν κατάλληλο τόπο για άσκηση και προσευχή.

Μία κοιλάδα, η οποία ονομάζεται Σάμη (Samos κατά τη λατινική γραφή) και βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της Κεφαλληνίας απέναντι από την Ιθάκη, αποτέλεσε τον ιδανικό τόπο για να ζήσουν αφιερωμένοι στον Θεό το υπόλοιπο της ζωής τους. Μάλιστα στον τόπο αυτό ανακάλυψαν μέσα σε ένα μικρό, αλλά πυκνό δάσος από χαμηλά δένδρα και θάμνους τα ερείπια ενός μισοκαταστρεμμένου ναού. Ο τόπος αυτός αποτέλεσε το πνευματικό τους καταφύγιο, στο οποίο αφού εγκαταστάθηκαν, έζησαν ασκητικά, προσευχόμενοι αδιάλειπτα στον Θεό και αγωνιζόμενοι ως γνήσιοι στρατιώτες Χριστού. Στον ευλογημένο αυτό τόπο της ανατολικής Κεφαλληνίας πλησίον της σημερινής κωμοπόλεως της Σάμης έζησαν το υπόλοιπο της επίγειας ζωής τους μέχρι που κάποια ημέρα, αφού γονάτισαν και προσευχήθηκαν, παρέδωσαν μετά από λίγο τις πάναγνες ψυχές τους στον Πανάγαθο Θεό, τον Οποίο τόσο πολύ αγάπησαν και υπηρέτησαν σε όλη τους τη ζωή.

Τα σώματα των τριών Αγίων έμειναν για πάρα πολλά χρόνια άγνωστα, μέχρι που η Πρόνοια του Θεού θέλησε να τα αποκαλύψει με θαυματουργικό τρόπο. Στο νησί ζούσε κάποιος επιφανής και πλούσιος κάτοικος, ο οποίος ονομαζόταν Μιχαήλ και έπασχε από μία μορφή λέπρας, την ελεφαντίαση. Ο Μιχαήλ απευθύνθηκε στους γιατρούς, δαπανώντας μάλιστα και ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του, για να μπορέσει να θεραπευτεί από την ασθένειά του, αλλά δυστυχώς δεν βρήκε πουθενά την ποθούμενη θεραπεία. Κάποιο βράδυ εμφανίσθηκαν σε όραμα στον ύπνο του τρεις άνδρες με μορφές αγγέλων και του είπαν ότι θα θεραπευτεί μόνο, εάν βρει τα άταφα σώματά τους. Όταν ο Μιχαήλ ξύπνησε, δεν γνώριζε ούτε τα ονόματα των τριών ανδρών ούτε και τον τόπο, όπου αυτά βρίσκονταν. Συνάντησε όμως έναν χοιροβοσκό, ο οποίος του διηγήθηκε ότι ακολουθώντας έναν χοίρο που είχε απομακρυνθεί από το υπόλοιπο κοπάδι, μπήκε σε ένα πυκνό δάσος και εκεί αντίκρισε τρία άταφα και άφθορα σώματα, από τα οποία αναδίδονταν μία υπέροχη ευωδία. Τότε ο Μιχαήλ κατάλαβε ότι πρόκειται για τους εμφανισθέντες στον ύπνο του τρεις Αγίους. Αμέσως ανέβηκε στο άλογό του και κατευθύνθηκε με οδηγό τον χοιροβοσκό προς το δάσος, όπου βρίσκονταν τα ιερά λείψανα των τριών Αγίων μέσα σε άπλετο φως. Αφού προσκύνησε με ευλάβεια τα τρία φεγγοβολούντα ιερά σκηνώματα και παρακάλεσε με δάκρυα τους Αγίους, αμέσως η λέπρα εξαφανίσθηκε και επέστρεψε στο σπίτι του εντελώς υγιής. Λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των ιερών λειψάνων των τριών Αγίων και της ανάδειξής τους από την αφάνεια, τους δόθηκε η προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες», με την οποία μέχρι σήμερα είναι περισσότερο γνωστοί.

Αξιοσημείωτη είναι και η επιτόπια προφορική παράδοση, σύμφωνα με την οποία τρεις Άγιοι με τα ονόματα Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων έφθασαν κάποτε στη Σάμη της Κεφαλληνίας και έζησαν ως ασκητές. Πολλά χρόνια μετά την κοίμησή τους ανακαλύφθηκαν τα λείψανά τους σε ένα σπήλαιο στο όρος Αυλοχώρι και προς τιμήν τους κτίσθηκε η μονή των Αγίων Φανέντων.

Σύμφωνα με τα λατινικά συναξάρια η επ’ ονόματι των τριών ομολογητών Αγίων της Κεφαλληνίας ιστορική ιερά μονή ανεγέρθηκε στον τόπο της θαυματουργικής ανεύρεσης των ιερών τους λειψάνων με δαπάνη του θεραπευθέντος από τη λέπρα Μιχαήλ.

Η μονή των Αγίων Φανέντων είναι κτισμένη στην κορυφή της νότιας ακροπόλεως της αρχαίας Σάμης και σε υψόμετρο 226μ. Η ίδρυσή της χρονολογείται πριν το 1264 μ.Χ. και τα σωζόμενα ερείπια ανάγονται στη μεταβυζαντινή εποχή. Μετά την κατάληψη της Κεφαλονιάς από τους Νορμανδούς το 1185 μ.Χ. άρχισε η βαθμιαία παρακμή της μονής, που οφείλεται και στην αρπαγή των ιερών λειψάνων των Αγίων από τους Ενετούς και τη μεταφορά τους στη Βενετία, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα μέσα σε μαρμάρινη λάρνακα στον μεγαλοπρεπή ναό του Προφήτου Ζαχαρία. Στα τέλη του 15ου μ.Χ. αιώνα έχουμε την επανασύσταση της μονής, η οποία μέχρι και τον 18° μ.Χ. αιώνα ακτινοβολεί προσελκύοντας πολλούς μοναχούς, προσκυνητές, αλλά και ξένους περιηγητές.

Η θρησκευτική πολιτική των Άγγλων στα Επτάνησα οδήγησε στις αρχές του 19ου μ.Χ. αιώνα στην ερήμωση της μονής, η οποία ολοκληρώθηκε με τους σεισμούς του 1953 μ.Χ., που κατερείπωσαν το ιστορικό μοναστήρι. Από το τέμπλο του καθολικού της ιστορικής μονής διασώθηκε η παλαιά εφέστια εικόνα των τριών Αγίων, που χρονολογείται το 1654 μ.Χ. και φυλάσσεται σήμερα στον περικαλλή ιερό ενοριακό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Σάμης. Δίπλα στα ερείπια της μονής ανεγέρθηκε αργότερα παρεκκλήσιο, όπου κάθε χρόνο την Κυριακή των Αγίων Πάντων εορτάζεται πανηγυρικά η μνήμη των τριών ομολογητών και παλαιότερων Αγίων της Κεφαλονιάς.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Μέγαν εὕρατο.
Δόξῃ Κύριος καὶ ἀφθαρσίᾳ, κατελάμπρυνεν, πιστοὺς ὁπλίτας, ὡς στρατείαν φυγόντας καὶ αἵρεσιν, τῶν Κεφαλλήνων δὲ νῆσον ἐπλούτισεν, διὰ σεπτῶν σκηνωμάτων τῆς χάριτος. Ὅθεν ἅπαντες, τοὺς τρεῖς Φανέντας τιμήσωμεν, Χριστοῦ ἀῤῥαγεῖς ἀμύντορας, Γρηγόριον Θεόδωρον καὶ Λέοντα.

Μεγαλυνάριον
Ὀρθοδόξου πίστεως ἀριστεῖς, φανέντας ἐκ λήθης, ὥσπερ φῶτα θεοειδῆ, Γρηγόριον πάντες, Θεόδωρον ἐν πόθῳ, σὺν Λέοντι προφρόνως, ὕμνοις τιμήσωμεν.

Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος ὁ ἐν Ἀγκύρᾳ




Ὁ Θεόδοτος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας καὶ ἦταν ἔμπορος σιτηρῶν καὶ συγχρόνως ἐξασκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἀρτοποιοῦ. Ἄνθρωπος εὐσεβὴς καὶ ἐλεήμων ὁ Θεόδοτος, μοίραζε ψωμιὰ στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔκανε συνὰ ἐπισκέψεις στοὺς φυλακισμένους χριστιανοὺς καὶ τοὺς τροφοδοτοῦσε ἀνάλογα.

Ἡ εἰδωλολατρικὴ μανία ὅμως κατὰ τῶν χριστιανῶν ἐκδηλώθηκε μὲ τὸ φόνο μίας ὁμάδας χριστιανῶν παρθένων, στὰ νερὰ μίας λίμνης (βλέπε βιογραφία τους 18 Μαΐου). Τὴ νύχτα ὁ Θεόδοτος, ἄνδρας μὲ θάῤῥος καὶ θερμὴ πίστη στὸ Χριστό, ἔβγαλε ἀπὸ τὴν λίμνη τὰ τίμια λείψανα τῶν παρθένων καὶ τὰ ἔθαψε.

Ἡ ἐνέργειά του αὐτὴ καταγγέλθηκε στὸν ἔπαρχο Θεότεκνο, ποὺ ἀμέσως τὸν συνέλαβε καὶ τὸν ἀνέκρινε. Ὁ Θεόδοτος παραδέχθηκε τὴν ἐνέργειά του καὶ ὁ ἔπαρχος τοῦ εἶπε ὅτι οἱ χριστιανοὶ δὲ σέβονται καμιὰ ἐξουσία καὶ ὅτι εἶναι οἱ πιὸ μικροπρεπεῖς καὶ μηδαμινοὶ τῶν ἀνθρώπων. Τότε ὁ Θεόδοτος, μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπάντησε: «Πράγματι, ἔπαρχε, οἱ χριστιανοὶ γνωρίζουν πόσο μηδαμινοὶ εἶναι, διότι μόνο αὐτοὶ εἶναι ἱκανοὶ νὰ γνωρίζουν τὴν ὑπέροχη καὶ ἀσύγκριτη μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ κατανοοῦν τὴν ἄβυσσο τῆς ἀνθρώπινης ἀσθενείας, ὅταν εἶναι γυμνὴ ἀπὸ τὴν θεία χάρη. Ἔπειτα, γνώριζε ὅτι ὁ τελευταῖος τῶν χριστιανῶν, ποὺ ἔχει ἐλεηθεῖ ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ φέρει τὸν ἀῤῥαβῶνα τῆς αἰώνιας βασιλείας, εἶναι ἀνώτερος καὶ λαμπρότερος ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες βασιλεῖς, οἱ ὁποῖοι αὔριο θὰ εἶναι ντροπὴ καὶ ἀτιμία μπροστὰ στὸ ἀδέκαστο κριτήριο τῆς θείας δικαιοσύνης».

Ὁ ἔπαρχος, ἐξοργισμένος ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Θεοδότου, διέταξε καὶ τοῦ ἔσχισαν τὰ πλευρὰ καὶ τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν, παίρνοντας ἔνδοξα τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

(Οἱ Συναξαριστὲς καὶ τὸ Ἀπολυτίκιό του τὸν ἀναφέρουν σὰν Ἱερομάρτυρα. Πιθανὸν νὰ ἦταν συγχρόνως μὲ τὸ ἐπάγγελμα ποὺ διατηροῦσε καὶ ἐπίσκοπος τῶν χριστιανῶν τῆς περιοχῆς τῆς Ἀγκύρας. Ἴσως ὅμως καὶ νὰ συγχέεται μὲ κάποιον ἄλλο συνώνυμό του ποὺ νὰ ἦταν πράγματι ἐπίσκοπος).

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δόσιν ἔνθεον, καταπλουτήσας, τὴν τῆς χάριτος ἱερουργίαν, Ἱερομάρτυς τρισμάκαρ Θεόδοτε, καθάπερ δῶρα Θεῷ προσενήνοχας, τὰς ἀριστείας τῶν θείων ἀγώνων σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς στύλος ἀκλόνητος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, καὶ λύχνος ἀείφωτος τῆς οἰκουμένης σοφέ, ἐδείχθης Θεόδοτε· ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, διὰ τοῦ μαρτυρίου, ἔλυσας τῶν εἰδώλων, τὴν σκοτόμαιναν μάκαρ, διὸ ἐν παρρησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τῶν ἱερέων ἐν στάσει γενόμενος, τῶν Ἀθλοφόρων τοὺς τρόπους ἐζήλωσας, καὶ στέφος διπλοῦν κομισάμενος, σὺν Ἀσωμάτοις χορεύεις Θεόδοτε, πρεσβεύων ἀπαύστως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀθλοφόρων ὁ κοινωνός· χαίροις Ἱερέων, ὑποτύπωσις ἀληθής· χαίροις ὁ φαυλίσας, τυράννων τὴν μανίαν, Θεόδοτε τρισμάκαρ, τῇ καρτερίᾳ σου.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ

Τῇ σήμερον ἡμέρᾳ,
 Κυριακῇ μετὰ τὴν Πεντηκοστήν, 
τὴν τῶν ἁπανταχοῦ τῆς οἰκουμένης ἐν Ἀσίᾳ, Λιβύῃ, καὶ Εὐρώπῃ, Βορρᾷ τε καὶ Νότῳ, 
Ἁγίων πάντων Ἑορτὴν ἑορτάζομεν.

Τοῦ Κυρίου μου πάντας ὑμνῶ τοὺς φίλους.
Εἴ τις δὲ μέλλων, εἰς τοὺς πάντας εἰσίτω.

Ταῖς τῆς ἀχράντου σου Μητρὸς πρεσβείαις, 

Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ πάντων τῶν ἀπ' αἰῶνος Ἁγίων σου,
 ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς,
 ὡς μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος. 
Ἀμήν

Συναξαριστής της 7ης Ιουνίου

Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος ὁ ἐν Ἀγκύρᾳ

 


Ὁ Θεόδοτος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας καὶ ἦταν ἔμπορος σιτηρῶν καὶ συγχρόνως ἐξασκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἀρτοποιοῦ. Ἄνθρωπος εὐσεβὴς καὶ ἐλεήμων ὁ Θεόδοτος, μοίραζε ψωμιὰ στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔκανε συνὰ ἐπισκέψεις στοὺς φυλακισμένους χριστιανοὺς καὶ τοὺς τροφοδοτοῦσε ἀνάλογα.

Ἡ εἰδωλολατρικὴ μανία ὅμως κατὰ τῶν χριστιανῶν ἐκδηλώθηκε μὲ τὸ φόνο μίας ὁμάδας χριστιανῶν παρθένων, στὰ νερὰ μίας λίμνης (βλέπε βιογραφία τους 18 Μαΐου). Τὴ νύχτα ὁ Θεόδοτος, ἄνδρας μὲ θάῤῥος καὶ θερμὴ πίστη στὸ Χριστό, ἔβγαλε ἀπὸ τὴν λίμνη τὰ τίμια λείψανα τῶν παρθένων καὶ τὰ ἔθαψε.

Ἡ ἐνέργειά του αὐτὴ καταγγέλθηκε στὸν ἔπαρχο Θεότεκνο, ποὺ ἀμέσως τὸν συνέλαβε καὶ τὸν ἀνέκρινε. Ὁ Θεόδοτος παραδέχθηκε τὴν ἐνέργειά του καὶ ὁ ἔπαρχος τοῦ εἶπε ὅτι οἱ χριστιανοὶ δὲ σέβονται καμιὰ ἐξουσία καὶ ὅτι εἶναι οἱ πιὸ μικροπρεπεῖς καὶ μηδαμινοὶ τῶν ἀνθρώπων. Τότε ὁ Θεόδοτος, μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπάντησε: «Πράγματι, ἔπαρχε, οἱ χριστιανοὶ γνωρίζουν πόσο μηδαμινοὶ εἶναι, διότι μόνο αὐτοὶ εἶναι ἱκανοὶ νὰ γνωρίζουν τὴν ὑπέροχη καὶ ἀσύγκριτη μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ κατανοοῦν τὴν ἄβυσσο τῆς ἀνθρώπινης ἀσθενείας, ὅταν εἶναι γυμνὴ ἀπὸ τὴν θεία χάρη. Ἔπειτα, γνώριζε ὅτι ὁ τελευταῖος τῶν χριστιανῶν, ποὺ ἔχει ἐλεηθεῖ ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ φέρει τὸν ἀῤῥαβῶνα τῆς αἰώνιας βασιλείας, εἶναι ἀνώτερος καὶ λαμπρότερος ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες βασιλεῖς, οἱ ὁποῖοι αὔριο θὰ εἶναι ντροπὴ καὶ ἀτιμία μπροστὰ στὸ ἀδέκαστο κριτήριο τῆς θείας δικαιοσύνης».

Ὁ ἔπαρχος, ἐξοργισμένος ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Θεοδότου, διέταξε καὶ τοῦ ἔσχισαν τὰ πλευρὰ καὶ τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν, παίρνοντας ἔνδοξα τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

(Οἱ Συναξαριστὲς καὶ τὸ Ἀπολυτίκιό του τὸν ἀναφέρουν σὰν Ἱερομάρτυρα. Πιθανὸν νὰ ἦταν συγχρόνως μὲ τὸ ἐπάγγελμα ποὺ διατηροῦσε καὶ ἐπίσκοπος τῶν χριστιανῶν τῆς περιοχῆς τῆς Ἀγκύρας. Ἴσως ὅμως καὶ νὰ συγχέεται μὲ κάποιον ἄλλο συνώνυμό του ποὺ νὰ ἦταν πράγματι ἐπίσκοπος).

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δόσιν ἔνθεον, καταπλουτήσας, τὴν τῆς χάριτος ἱερουργίαν, Ἱερομάρτυς τρισμάκαρ Θεόδοτε, καθάπερ δῶρα Θεῷ προσενήνοχας, τὰς ἀριστείας τῶν θείων ἀγώνων σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς στύλος ἀκλόνητος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, καὶ λύχνος ἀείφωτος τῆς οἰκουμένης σοφέ, ἐδείχθης Θεόδοτε· ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, διὰ τοῦ μαρτυρίου, ἔλυσας τῶν εἰδώλων, τὴν σκοτόμαιναν μάκαρ, διὸ ἐν παρρησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τῶν ἱερέων ἐν στάσει γενόμενος, τῶν Ἀθλοφόρων τοὺς τρόπους ἐζήλωσας, καὶ στέφος διπλοῦν κομισάμενος, σὺν Ἀσωμάτοις χορεύεις Θεόδοτε, πρεσβεύων ἀπαύστως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀθλοφόρων ὁ κοινωνός· χαίροις Ἱερέων, ὑποτύπωσις ἀληθής· χαίροις ὁ φαυλίσας, τυράννων τὴν μανίαν, Θεόδοτε τρισμάκαρ, τῇ καρτερίᾳ σου.

 
Ἡ Ἁγία Ζηναΐς ἡ Θαυματουργός

Δὲν ὑπάρχουν βιογραφικά της στοιχεῖα, μόνον ἡ ἁγιογραφία της.

 
Οἱ Ἅγιες Αἰσία (ἢ Ἐσία ἢ Εὐσέβεια) καὶ Σωσάννα

Στοὺς Συναξαριστὲς σημειώνεται μόνο, ὅτι ἦταν μαθήτριες τοῦ Παγκρατίου, ἐπισκόπου Ταυρομενίου καὶ ἡ Σύναξή τους γίνεται στὸ ναὸ τοῦ Βασιλίσκου (κατὰ τὸν Ἁγ. Νικόδημο).

 
Ἡ Ἁγία Ποταμιαίνη

Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου μ.Χ. αἰῶνα στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἦταν δούλη, ἀλλὰ χριστιανή, δηλαδὴ μὲ ψυχὴ ἐλεύθερη διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἀγόρασε ἀπὸ τὸν πρώην κύριό της κάποιος ἄλλος, εἰδωλολάτρης καὶ αὐτός. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ Ποταμιαίνη ἦταν πολὺ ὄμορφη στὸ σῶμα, θεώρησε σὰν δικαίωμά του νὰ τὴν ἀπολαύσει.

Ἡ ἐπίμονη ἀντίσταση τῆς Ποταμιαίνης τὸν ἐξέπληξε καὶ τὸν ἐξόργισε. Διότι πρώτη φορὰ ἀπωθεῖτο ἀπὸ μία δούλη. Τῆς ζήτησε λοιπὸν τὸν λόγο. Ἐκείνη δὲν τὸν ἀπέκρυψε καὶ τοῦ εἶπε: «Εἶμαι χριστιανὴ καὶ βάζω τὴν τιμή μου πολὺ πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν ζωή μου. Ἡ μόνη μου περιουσία εἶναι ἡ πίστη καὶ ἡ ἁγνότητά μου. Δὲν ἀρνοῦμαι οὔτε τὴν μία οὔτε τὴν ἄλλη. Σκότωσέ με. Δὲν θὰ διαμαρτυρηθῶ. Ἀλλὰ μὴ μὲ ἀκουμπήσεις. Θὰ σκοτωθῶ μόνη μου. Διότι ἡ ἁγία θρησκεία μας, ἐμποδίζει σ᾿ ὅλες τὶς περιστάσεις τὴν αὐτοκτονία, τὴν ἐπιτρέπει μόνο, ὅταν ὁ θάνατος ἀπομένει τὸ τελευταῖο μέσο προστασίας τῆς τιμῆς, ἀπὸ τὴν κτηνώδη βία».

Ὁ εἰδωλολάτρης ἀφέντης, ἀμέσως τὴν παρέδωσε στὸν ἔπαρχο. Αὐτὸς διέταξε καὶ τὴν θανάτωσαν, μέσα σ᾿ ἕνα καζάνι μὲ πίσσα ποὺ ἔβραζε. Καὶ ἔτσι παρέδωσε στὸ Θεό, τὴν ἁγνὴ καὶ καθαρὴ ψυχή της.

 
Ὁ Ἅγιος Λυκαρίων

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἐρμούπολη τῆς Αἰγύπτου. Συνελήφθη ἐπειδὴ ὁμολογοῦσε τὸν Χριστὸ καὶ φυλακίστηκε μέσα σὲ μία βρωμερὴ φυλακή.

Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες τὸν ἔβγαλαν, τὸν ξέσχισαν μὲ σίδερα καὶ κατόπιν τὸν κάρφωσαν ἐπάνω σὲ σταυρό. Ἔπειτα ἔκαψαν τὸ σῶμα του μὲ πυρωμένα σιδερένια ῥαβδιὰ καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔριξαν μέσα σὲ ἀναμμένο καμίνι, ὅπου ὁ Ἅγιος παρέμεινε γιὰ τρεῖς ἡμέρες καὶ βγῆκε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ἀβλαβής.

Κατόπιν τοῦ ἔδωσαν δηλητήρια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα καὶ πάλι ὁ Ἅγιος ἔμεινε ἀβλαβής, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πιστέψει στὸ Χριστὸ ὁ εἰδωλολάτρης ποὺ τὰ κατασκεύαζε καὶ ὁ ὁποῖος ἀποκεφαλίστηκε. Μετὰ ἀπὸ αὐτά, ἔκοψαν τὰ νεῦρα τοῦ Μάρτυρα καὶ τὸν ἔριξαν μέσα σὲ ἕνα καζάνι βραστὸ νερό. Στὴ συνέχεια ἔγδαραν τὸ κεφάλι του καὶ τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν, γιὰ νὰ πάρει ἔτσι τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

 
Οἱ Ἅγιοι Ταράσιος καὶ Ἰωάννης

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

 
Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Πρεσβύτερος

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος ὁ Πρεσβύτερος

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ἡ Ὁσία Σεβαστιανὴ ἡ Θαυματουργός

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Δὲν ὑπάρχουν ἄλλα βιογραφικά της στοιχεῖα, μόνο ἡ ἁγιογραφία της.

 
Ὁ Ἅγιος Παναγὴς Μπασιάς

Γεννήθηκε στὸ Ληξούρι τῆς Κεφαλονιᾶς τὸ 1801 καὶ ἦταν γιὸς γονέων ἐπιφανῶν οἰκογενειῶν, τοῦ Μιχαὴλ Τυπάλδου - Μπασιᾶ καὶ τῆς Ῥεγγίνας Δελλαπόρτα. Ἔμαθε ἰταλικά, γαλλικά, λατινικὰ καὶ καταρτίστηκε στὴ φιλοσοφία καὶ τὴν θεολογία. Μικρὸς ἀκόμα χειροθετήθηκε Ἀναγνώστης καὶ ὑπηρέτησε σὰν γραμματοδιδάσκαλος σὲ δημοτικὸ σχολεῖο.

Τὸ 1836 χειροτονήθηκε Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος μὲ τὸ ὄνομα Παΐσιος ἀπὸ τὸν τότε Μητροπολίτη Κεφαλληνίας Παρθένιο. Δὲν ἐπιζήτησε ἐφημεριακὴ θέση. Συνήθως λειτουργοῦσε στὸ ἐξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα στὸν Πλατὺ Γιαλό, ὅπου συνέῤῥεε πλῆθος πιστῶν γιὰ νὰ λειτουργηθεῖ καὶ νὰ ἀκούσει τὰ θερμὰ κηρύγματά του. Ὑπῆρξε ἡ προσωποποίηση τῆς ἐλεημοσύνης καὶ θερμὸς συμπαραστάτης τῶν ἀδυνάτων.

Τὸ 1846 ἀῤῥώστησε ἀπὸ κάποια νευρικὴ ἀσθένεια (ἄλλοι λένε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ «κατὰ Χριστὸν σαλό») καὶ μετὰ τὸν καταστροφικὸ σεισμὸ τοῦ 1867 τὸν περιέθαλψε ὁ ἐξάδελφός του Ἰωάννης Κερουλάνος.

Γιὰ πέντε χρόνια (1882-1888) ἔμεινε κατάκοιτος καὶ πλῆθος χριστιανῶν πήγαινε νὰ πάρει τὴν εὐλογία του. Πέθανε στὶς 7 Ἰουνίου 1888 καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸν ἁγιοποίησε στὶς 4 Φεβρουαρίου 1986.

Ἔκανε θαύματα πρὶν ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ θάνατό του.

 
Οἱ Ἅγιοι Βασιλείδης μάρτυρας Στρατιώτης καὶ Ἰωάννης ὁ ὁσιομάρτυρας
 

 
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος τῆς Μονῆς Βαλαάμ (Δία Χριστὸν σαλός)
 

 
Ὁ Ἅγιος Willibaid (Ἅγιος Γερμανίας)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.

 

«Γέροντας Σεραφείμ-...μήν εἶστε παιδιά μου πλεονέκτες, γιατί ἡ πλεονεξία θά φέρει κακό, θά ἐπιφέρει κρίση!»


Ἀρχιμανδρίτης Ἰγνάτιος, Ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς τῶν Ποιμένων, Βηθλεέμ

Ἦταν θυμάμαι Καθαροβδομάδα τοῦ 1995. Ἕνα μικρό γκρούπ Ἑλλήνων προσκυνητῶν εἶχε ἐπισκεφθεῖ, στή Μονή τῶν Ποιμένων, τόν γέροντα Σεραφείμ.
Τούς ἔλεγε λοιπόν, μεταξύ ἄλλων: «...μήν εἶστε παιδιά μου πλεονέκτες, γιατί ἡ πλεονεξία θά φέρει κακό, θά ἐπιφέρει κρίση! Γιατί;
 
 
 
Διότι αὐτό πού περισσεύει δέν εἶναι δικό σου, δέν εἶναι δικό μου, ἀλλά εἶναι τοῦ πτωχοῦ, εἶναι τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ, τοῦ ἀρρώστου, τοῦ φυλακισμένου ἤ ὅποιου ἄλλου ἔχει ἀνάγκη. Δέν εἶναι γιά τίς τράπεζες τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά γιά ἀποταμίευση μέσω ἐλεημοσυνῶν στίς τράπεζες τῶν οὐρανῶν!».
Πόσο ἐπίκαιρα εἶναι στίς ἡμέρες μας τά λόγια τοῦ γέροντα Σεραφείμ;Πόσο ἀληθινά ἀκούγονται τά λόγια του, ἐδῶ πού ἔχουμε φθάσει παγκοσμίως;


Ἀρχιμανδρίτης Ἰγνάτιος, Ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς τῶν Ποιμένων, Βηθλεέμ
πηγή
το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...