Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 01, 2016

Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ ,Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου

Σαράντα ἡμέρες ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα Γέννησή Του ὁ Χριστὸς προσφέρθηκε στὸν Ναό, σύμφωνα μὲ τὰ καθιερωμένα ἀπὸ τὸν νόμο. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖ στὸν Ναὸ τοῦ ἔγινε ὑποδοχὴ ἀπὸ πνευματοκίνητους ἀνθρώπους, καὶ μάλιστα ἐπειδὴ ὁ Συμεὼν τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιά του, γι᾿ αὐτὸ καὶ λέγεται Ὑπαπαντή. Ἡ λέξη προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ὑπαντάω καὶ σημαίνει ἔρχομαι σὲ συνάντηση κάποιου.
Ἡ Ἐκκλησία καθόρισε ἡ μεγάλη αὐτὴ Δεσποτικοθεομητορικὴ ἑορτὴ νὰ ἑορτάζεται τὴν 2α Φεβρουαρίου, γιατὶ αὐτὴ ἡ ἡμέρα εἶναι ἡ τεσσαρακοστὴ ἀπὸ τὴν 25η Δεκεμβρίου, ποὺ ἑορτάζεται ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ κατὰ σάρκα. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο διαιρεῖ τὸν ἐτήσιο χρόνο μὲ τοὺς σταθμοὺς τῆς θείας οἰκονομίας καὶ τὸν εὐλογεῖ. Ταυτόχρονα δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα νὰ μυηθῇ στὸ μεγάλο μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ θεοῦ.
Τὸ περιστατικὸ τῆς προσφορᾶς τοῦ Χριστοῦ στὸν Ναό, κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴν Γέννησή Του περιγράφεται μόνον ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ (Λουκ. β´ 22-39).

α´

Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, δηλαδὴ ὁ ἄσαρκος Λόγος τοῦ θεοῦ, ἔδωσε τὴν ἐντολὴ τοῦ καθαρισμοῦ κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα στὸν Μωϋσῆ καὶ εἶχε καθιερωθῆ γιὰ ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας. Καὶ μάλιστα ἡ ἐντολὴ αὐτὴ δόθηκε στὸν Μωϋσῆ πρὶν ἀκόμη γίνῃ ἡ ἔξοδος τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, δηλαδὴ πρὶν τὴν διάβασή τους ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα.
Ἡ σχετικὴ ἐντολὴ εἶναι ἡ ἑξῆς: «Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωϋσῆν λέγων ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον πρωτογενὲς διανοϊγον πάσαν μήτραν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους, ἐμοὶ ἐστίν» (Ἐξ. ιγ´ 1-2). Αὐτὴ ἡ ἐντολὴ ἀναφερόταν καὶ στὰ πρωτότοκα ἀρσενικὰ τῶν ζώων, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ ξεχωρίζωνται καὶ νὰ προσφέρωνται στὸν Θεό. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἦταν σαφής: «καὶ ἀφελεῖς πᾶν διανοῖγον μήτραν, τὰ ἀρσενικά, τῷ Κυρίῳ» (Ἐξ. ιγ´ 12).
Αὐτὴ ἡ ἀφιέρωση ἦταν σημεῖο ἀναγνωρίσεως τῆς εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπόδειξη ὅτι ἀνήκουν σὲ Αὐτόν. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ ἐντολὴ τῆς ἀφιερώσεως τοῦ πρωτοτόκου ἀρσενικοῦ παιδιοῦ δόθηκε στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό, διὰ τοῦ Μωϋσέως, ἀμέσως μετὰ τὴν πάταξη τῶν πρωτοτόκων παιδιῶν τῶν Αἰγυπτίων, ὅποτε ὁ Φαραὼ ἀμέσως ἔδωσε τὴν ἄδεια τῆς ἐξόδου, καὶ βέβαια πρὶν ἀκόμη περάσουν τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ αἰτιολογία τῆς πράξεως αὐτῆς: «ἐν γὰρ χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγέ σε Κύριος ὁ Θεὸς ἐξ Αἰγύπτου» (Ἐξ. ιγ´ 9).
Σὲ ἄλλο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στὸ Λευιτικό, φαίνεται ὅτι ὁ Θεὸς δίνει περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὴν τελετὴ τῆς ἀφιερώσεως καὶ τῆς εὐγνωμοσύνης. Ἡ γυναίκα ποὺ θὰ γεννήσῃ ἀρσενικὸ παιδὶ θὰ τοῦ κάνῃ τὴν περιτομὴ τὴν ὀγδόη ἡμέρα καὶ κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα θὰ τὸ προσφέρῃ στὸν Ναό. Καὶ μαζὶ μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ γεννηθέντος «προσοίσει ἀμνὸν ἐνιαύσιον ἄμωμον εἰς ὁλοκαύτωμα, καὶ νεοσσὸν περιστερᾶς ἡ τρυγόνα περὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου πρὸς τὸν ἱερέα» (Λευιτ. ιβ´ 1-6).
Ἀφοῦ Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔδωσε τὸν νόμο στὸν Μωϋσῆ, ὅταν προσέλαβε τὴν ἀνθρωπινὴ σάρκα ἔπρεπε νὰ τὸν ἐφαρμόση, γιὰ νὰ μὴ φανῇ παραβάτης τοῦ νόμου. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας λέγει ὅτι ὅταν βλέπῃ κανεὶς τὸν Χριστὸ νὰ τηρῇ τὸν νόμο αὐτὸν δὲν πρέπει νὰ σκανδαλισθῇ, οὔτε Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἐλεύθερος νὰ τὸν θεωρήσῃ δοῦλο, ἀλλὰ νὰ ἐννοήσῃ περισσότερό «της οἰκονομίας τὸ βάθος».
Καὶ ἡ τήρηση τοῦ νόμου τῆς προσφορᾶς στὸν Ναὸ ὑπάγεται στὸ μυστήριο τῆς θείας κενώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἐπίσης, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἀνάγκη καθαρισμοῦ, ἀφοῦ ὁ καθαρμὸς νομοθετήθηκε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ γιὰ τοὺς γεννήτορας καὶ γιὰ τὰ γεννώμενα, ἀλλὰ τὸ ἔκανε χάριν ὑπακοῆς στὸν Νόμο ποὺ Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ἔδωσε. Δὲν εἶχε ἀνάγκη καθαρμοῦ ὁ Χριστός, γιατὶ συνελήφθη ἀσπόρως καὶ γεννήθηκε ἀφθόρως. «Πάντως οὐκ ἦν χρεία καθαρισμοῦ, ἀλλ᾿ ὑπακοῆς ἦν ἔργον». Βέβαια, ἡ ὑπακοὴ ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ὑπακοῆς στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ὑπακοῆς τοῦ νέου Ἀδάμ, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὴν ἀνυπακοὴ τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ. Καὶ ἐὰν ἡ ἀνυπακοὴ τοῦ πρώτου Ἀδὰμ εἶχε συνέπεια τὴν πτώση καὶ τὴν φθορά, ἡ ὑπακοὴ τοῦ νέου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ, ἐπανέφερε τὴν παρακούσασα ἀνθρώπινη φύση στὸν Θεὸ καὶ θεράπευσε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν εὐθύνη τῆς παρακοῆς.

β´

Ἡ προσαγωγὴ τῶν παιδιῶν στὸν Ναὸ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἦταν ἑορτὴ καθαρισμοῦ. Ἡ μητέρα καὶ τὸ παιδὶ ἔπρεπε νὰ καθαρισθοῦν ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς γεννήσεως.
Βεβαίως, ἡ γέννηση τῶν παιδιῶν εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ ἁγνοῆται ὅτι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο γεννᾶται ὁ ἄνθρωπος εἶναι καρπὸς καὶ ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως, εἶναι οἱ λεγόμενοι δερμάτινοι χιτῶνες, ποὺ φόρεσε ὁ Ἀδὰμ μετὰ τὴν πτώση καὶ τὴν ἀπώλεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ πρέπει νὰ δοῦμε τὸ ψαλμικό: «Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50, 7). Τελικά, ὁ Θεὸς εὐλόγησε αὐτὸν τὸν τρόπο γεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ παραχώρηση, ἀλλὰ ὅμως εἶναι καρπὸς τῆς πτώσεως. Τόσο οἱ γονεῖς ὅσο καὶ τὰ παιδιὰ πρέπει νὰ ἐνθυμοῦνται αὐτὴν τὴν πραγματικότητα. Μέσα στὰ θεολογικὰ αὐτὰ πλαίσια πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ἡ τελετὴ τοῦ καθαρισμοῦ.
Ὅταν σκεφθοῦμε αὐτὲς τὶς θεολογικὲς ἀλήθειες μποροῦμε νὰ δοῦμε ὅτι οὔτε ὁ Χριστὸς οὔτε ἡ Παναγία εἶχαν ἀνάγκη καθαρισμοῦ. Ἡ ἄσπορη σύλληψη καὶ ἡ ἄφθορη γέννηση δὲν συνιστοῦν ἀκαθαρσία.

γ´

Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ δόθηκε στὸν Μωϋσῆ ἔλεγε: «Γυνή, ἥτις ἐὰν σπερματισθῇ καὶ τέκῃ ἄρσεν, καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ἑπτὰ ἡμέρας» (Λευτ. ιβ´ 2). Αὐτὸ τὸ χωρίο ἐμμέσως δείχνει τὴν καθαρότητα τῆς Παναγίας, γιατὶ ἀκάθαρτος εἶναι ἡ γυναίκα ποὺ θὰ γεννήσῃ ἀφοῦ σπερματωθῇ ἀπὸ ἄνδρα. Ἡ Παναγία, ὅμως, συνέλαβε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ ὄχι σπερματικῶς, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἦταν ἀκάθαρτη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπαγόταν στὴν περίπτωση αὐτή, ἀλλὰ πῆγε στὸν Ναὸ γιὰ νὰ τηρήσῃ τὸν νόμο.
Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἦταν σαφής: «ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον πρωτογενὲς διανοῖγον πᾶσαν μήτραν» (Ἐξ. ιγ´ 2). Αὐτὴ ἡ ἐντολὴ ταυτόχρονα εἶναι προφητεία, ποὺ ἀναφέρεται στὴν σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἔχει ἀπόλυτη ἐφαρμογὴ σὲ κάθε πρωτότοκο ἀρσενικὸ παιδί.
Τὸ χωρίο αὐτὸ δὲν ἔχει ἀπόλυτη σχέση μὲ τὶς γεννήσεις τῶν ἄλλων πρωτοτόκων, γιατὶ κανεὶς ἄνθρωπος, οὔτε ὁ πρωτότοκος, ἀνοίγει τὴν μήτρα τῆς μητέρας του. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος σὲ σχετικὴ ὁμιλία τοῦ λέγει ὅτι δὲν ἀνοίγουν τὰ βρέφη τὴν μήτρα τῆς μητέρας τους, «ἀλλ᾿ ἡ τοῦ ἀνδρὸς πρὸς τὴν γυναίκα συνέλευσις». Ἡ μήτρα ἀνοίγει κατὰ τὴν συνέλευση τοῦ ἀνδρογύνου καὶ τὴν σύλληψη τοῦ παιδιοῦ. Μόνον ὁ Χριστὸς ἄνοιξε τὴν μήτρα τῆς μητέρας Του, χωρὶς βεβαίως νὰ καταστρέψῃ τὴν παρθενία, ἀφοῦ τὴν ἄφησε καὶ πάλιν κεκλεισμένη. «Ὅταν μηδενὸς ἔξωθεν κρούσαντος, αὐτὸ τὸ βρέφος ἔσωθεν διανοίγει».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, ἀφοῦ ἀναφέρει ὅτι αὐτὸ ποὺ γινόταν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἦταν τύπος τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, στὴν συνέχεια λέγει ὅτι μόνο ὁ Χριστὸς ἄνοιξε τὴν παρθενικὴ μήτρα «θεοπρεπῶς καὶ ὑπὲρ κατάληψιν ἀνοίξας γὰρ αὐτὴν ἐν τῷ γεννᾶσθαι, κεκλεισμένην πάλιν διεφύλαξεν, ὥσπερ ἦν πρὸ τοῦ συλληφθῆναι καὶ γεννῆσαι».
Ὁ Χριστὸς εἶναι πρωτότοκος, καὶ ἔτσι χαρακτηρίζεται στὴν Ἁγία Γραφή. Βέβαια, αὐτὸς ὁ χαρακτηρισμὸς δὲν δηλώνει ὅτι ὑπάρχει καὶ δευτερότοκος καὶ τριτότοκος, ἀλλὰ ὅτι γεννήθηκε πρῶτος, ἀνεξάρτητα ἂν ὑπάρχῃ δεύτερος ἢ τρίτος. Ὁ ὅρος «πρωτότοκος» πρέπει νὰ συνδεθῇ μὲ τὸ «μονογενής», ὅπως καὶ πάλι χαρακτηρίζεται ὁ Χριστὸς στὴν Ἁγία Γραφή.
Ὁ ὅρος πρωτότοκος ἀναφέρεται καὶ στὶς δύο γεννήσεις τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ στὴν προαιώνια ἀπὸ Παρθένο Πατέρα, χωρὶς μητέρα, καὶ τὴν ἐν χρόνῳ γέννηση ἀπὸ Παρθένο Μητέρα, χωρὶς πατέρα (ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς).
Ὁ Χριστὸς λέγεται πρωτότοκος κατὰ τρεῖς τρόπους. Πρῶτον, γιατὶ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «ὃς ἐστὶν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολ. α´ 15). Καὶ ὅπως εἴδαμε προηγουμένως τὸ «πρωτότοκος» ταυτίζεται μὲ τὸ «μονογενής». Δεύτερον, λέγεται πρωτότοκος κατὰ τὴν ἀνθρώπινη γέννηση, καὶ ἀνεξάρτητα ἂν γεννήθηκε ἄλλος ἀπὸ τὴν Παναγία. «Καὶ ἔτεκεν τὸν Υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον» (Λουκ. β´ 7). Καὶ τρίτον, λέγεται πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, γιατὶ πρῶτος Αὐτὸς ἀναστήθηκε, καὶ ἔτσι ἔδωσε τὴν δυνατότητα σὲ κάθε ἄνθρωπο νὰ ἀναστηθῇ στὸν κατάλληλο καιρό. Ὁ χαρακτηρισμὸς «γέννηση» λέγεται καὶ γιὰ τὴν ἀνάσταση, γιατὶ ἡ ἀνάσταση θεωρεῖται γέννηση. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «ὁς ἐστὶν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν» (Κολ. α´ 18). Ἡ πρώτη ἔννοια τοῦ πρωτότοκου συνδέεται μὲ τὴν κατὰ φύση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ γέννηση, ὁ ὅρος, δηλαδή, ἀναφέρεται στὴν θεολογία, καὶ οἱ ἄλλες δύο συνδέονται μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου καὶ ἀναφέρονται στὴν οἰκονομία.
Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ ζωοποιήσῃ τὴν δική μας ἀνθρώπινη φύση ἔγινε πρωτότοκος κατὰ τρεῖς τρόπους. Φυσικά, μὲ αὐτὸ ποὺ λέγει, δὲν ἐννοεῖ τὴν πρὸ πάντων τῶν αἰώνων γέννησή Του ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἔτσι, ὅπως ἡ δική μας ἀνθρώπινη φύση ζωοποιειται μὲ τρεῖς γεννήσεις, ἤτοι τὴν ἀπὸ τὴν μητέρα μας, τὴν ἀπὸ τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴν ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ποὺ ἐλπίζουμε νὰ γίνῃ στὸ μέλλον, τὸ ἴδιο καὶ ὁ Χριστὸς ἔγινε πρωτότοκος γιὰ μᾶς μὲ τρεῖς τρόπους, ὥστε νὰ ζωοποιηθῇ καὶ νὰ θεοποιηθῇ ἡ δική μας ἀνθρώπινη φύση. Διότι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σωματικὴ γέννηση πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἀκολουθήση καὶ ἡ πνευματική.

δ´

Εἶναι συγκινητικὴ ἡ σκηνὴ ποὺ ὁ Χριστὸς προσφέρεται ὡς νήπιο, ὡς βρέφος στὸν Ναό. Ὁ προαιώνιος Θεός, ποὺ ταυτόχρονα ὡς Λόγος τοῦ Θεοῦ ἦταν πάντοτε ἑνωμένος μὲ τὸν Πατέρα Του καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ διηύθυνε τὸν κόσμο, ὅλα τὰ σύμπαντα, παρουσιάζεται ὡς βρέφος στὸν Ναό, εὐρισκόμενος στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας Του.
Καίτοι ὁ Χριστὸς ἦταν νήπιο, ταυτόχρονα ἦταν «πρὸ αἰώνων Θεός», καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦταν σοφώτερος ἀπὸ κάθε ἄλλον. Γνωρίζουμε ὅτι ἀπὸ τὴν ἕνωση θείας καὶ ἀνθρωπινῆς φύσεως στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, μέσα στὴν κοιλία τῆς Θεοτόκου, ἡ ἀνθρώπινη φύση θεώθηκε, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ ἦταν πλουτισμένη μὲ τὸ πλήρωμα τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως. Μόνο ποὺ ἡ σοφία αὐτὴ ἐκφραζόταν ἀνάλογα μὲ τὴν ἡλικία Του, γιατὶ ἂν γινόταν διαφορετικὰ θὰ φαινόταν ὅτι ἦταν τέρας (ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός). Πάντως, καίτοι ὁ Χριστὸς ἦταν νήπιος, ἐν τούτοις ἦταν Θεός, ἔχοντας ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς καὶ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη σοφία καὶ γνώση, δυνάμει τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως θείας καὶ ἀνθρωπινῆς φύσεως.
Μὲ τὴν νηπιότητα αὐτὴ θεράπευσε τὸ «νηπιῶδες φρόνημα» τοῦ Ἀδάμ. Ὅταν ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο, ὁ Ἀδὰμ ἦταν νήπιος ὡς πρὸς τὴν Χάρη καὶ τὸν ἁγιασμό. Εἶχε, βέβαια, φωτισμὸ νοός, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ δοκιμασθῇ καὶ νὰ φθάση στὴν θέωση. Ἐπειδὴ ἦταν ἄπλαστος καὶ νήπιος πνευματικά, ἐπειδὴ εἶχε νηπιῶδες φρόνημα, γι᾿ αὐτὸ εὔκολα ἀπατήθηκε ἀπὸ τὸν πονηρὸ δαίμονα, ποὺ ἐγήρασε στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν πονηρία. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστός, ἔχοντας τὴν σωματικὴ νηπιακὴ ἡλικία, θεράπευσε ὄχι μόνον τὸ νηπιῶδες φρόνημα τοῦ Ἀδάμ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση, καὶ ἔκανε αὐτὸ ποὺ δὲν κατόρθωσε νὰ κάνῃ ὁ πρῶτος Ἀδάμ. Ἔτσι, μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ Του, ὁ Θεὸς Πατὴρ ἔκανε πιὸ σίγουρη καὶ ἀποτελεσματικὴ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν μποροῦσε πιὰ ὁ διάβολος νὰ πλανήσῃ τὴν ἐν Χριστῷ ἀνθρώπινη φύση, ὅπως τὸ ἔκανε μὲ εὐχέρεια στὸν πρῶτο Ἀδάμ.
Ἡ κένωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοί, ὅπως φαίνεται καὶ στὴν περίπτωση τῆς προσφορᾶς Του στὸν Ναό, ὑπερέβη καὶ τὴν ἀντίληψη τῶν ἀγγέλων, ἀφοῦ καὶ αὐτοὶ ἐξεπλάγησαν ἀπὸ τὴν ἄπειρη συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Προφήτης Ἀββακοὺμ προφητεύει τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ: «ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμᾶν ἤξει, καὶ ὁ ἅγιος ἐξ ὅρους κατασκίου δασέος· ἐκάλυψεν οὐρανοὺς ἡ ἀρετὴ αὐτοῦ, καὶ αἰνέσεως αὐτοῦ πλήρης ἡ γῆ» (Ἀββακ. γ´ 3). Μὲ τὴν λέξη ἀρετὴ ἐννοεῖται ἡ ἐνανθρώπηση καὶ ἡ θεία κένωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Τὸ «ἐκάλυψε τοὺς οὐρανοὺς» δηλώνει ὅτι ἐκάλυψε, σκέπασε καὶ τὸ ὕψος τῶν ἀγγέλων, ἀφοῦ καὶ οἱ ἄγγελοι ἐξεπλάγησαν, βλέποντας τὴν ἄπειρη καὶ ἀνέκφραστη συγκατάβαση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.

ε´

Ὁ Θεὸς εἶχε καθορίσει ὥστε ἡ προσφορὰ τοῦ ἀρσενικοῦ πρωτοτόκου νὰ συνοδεύεται μὲ προσφορὰ ἀμνοῦ ἄμωμου ἡ ζεύγους τρυγόνων ἡ δύο νεοσσῶν περιστερῶν. Στὸ Λευιτικὸ γράφεται: «προσοίσει ἀμνὸν ἐνιαύσιον ἄμωμον εἰς ὁλοκαύτωμα καὶ νεοσσὸν περιστερᾶς ἡ τρυγόνα περὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου πρὸς τὸν ἱερέα» (Λευϊτ. ιβ´ 1-6). Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς λέγει ὅτι οἱ γονεῖς τοῦ Χριστοῦ τὸν ὁδήγησαν στὸν Ναὸ «τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον ἐν νόμω Κυρίου, ζεῦγος τρυγόνων ἡ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν» (Λουκ. β´ 24).
Οἱ γονεῖς τοῦ Χριστοῦ δὲν πρόσφεραν ἀμνό, ὅπως ἔδινε τὴν δυνατότητα ὁ νόμος, ἐπειδὴ ἦσαν πτωχοί. Οἱ πλούσιες τάξεις προσέφεραν ἀμνὸ ἐνιαύσιο καὶ ἄμωμο, ἐνῶ οἱ πτωχότερες τάξεις ἕνα ζευγάρι τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν (Προκόπιος). Πραγματικά, ὁ Χριστὸς γεννήθηκε σὲ πτωχικὴ οἰκογένεια καὶ μεγάλωσε ὡς πτωχός. Τελικά, ὅμως, ἡ πτωχεία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔγκειται μόνο στὸ ὅτι γεννήθηκε καὶ ἔζησε πτωχός, ἀλλὰ κυρίως στὸ ὅτι ἐνανθρώπησε καὶ προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἐνῶ ἦταν πλούσιος, ἐπτώχευσε γιὰ νὰ πλουτίσουμε ἐμεῖς μὲ τὴν θεότητά Του.
Ὁ νόμος προέβλεπε νὰ προσφέρεται ζεῦγος τρυγόνων ἡ δύο νεοσσοὶ περιστερῶν, γιατὶ μὲ τὸ πρῶτο (ζεῦγος τρυγόνων) δηλωνόταν ἡ σωφροσύνη τῶν γονέων, ποὺ εἶχε σχέση μὲ τοὺς συνεζευγμένους κατὰ τὸν νόμο τοῦ γάμου, ἐνῶ τὸ δεύτερο (νεοσσοὶ περιστερῶν) ἀναφερόταν στὴν Παναγία καὶ τὸν Χριστό, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ Αὐτὸς παρέμεινε ὡς τὸ τέλος Παρθένος. Ἔτσι, ἐνῶ τὸ πρῶτο δήλωνε τὸν τίμιο καὶ εὐλογημένο γάμο, τὸ δεύτερο προτύπωνε τὴν παρθενία τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Χριστοῦ (ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς).
Ἡ προβλεπομένη ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Κυρίου προσφορὰ ἦταν τύπος τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, «ἡ τρυγὼν λαλίστατον ἐστὶν ἐν στρουθίοις ἀγροῦ, ἡ δὲ περιστερά, ἤπιόν τε καὶ πράον». Αὐτὸ συμβόλιζε τὸν Χριστό, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς σὰν τρυγόνι κατακελάϊδησε σὲ ὅλη τὴν γῆ καὶ γέμισε μὲ τὴν καλλιφωνία του τὸν δικό Του ἀμπελώνα, δηλαδὴ ἐμᾶς ποὺ πιστεύουμε σὲ Αὐτόν, καὶ σὰν περιστέρι εἶχε τὴν πραότητα στὸν τέλειο βαθμό. Σαφῶς, λοιπόν, αὐτὴ ἡ προσφορὰ ἀναφερόταν στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ ἐλεήμονος θεοῦ.

στ´

Ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικὰ καὶ κεντρικὰ πρόσωπα τῆς Ὑπαπαντῆς, ἐκτὸς βέβαια, ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία, ἦταν καὶ ὁ Συμεών, «ὁ δίκαιος καὶ εὐλαβής», ποὺ ἀξιώθηκε νὰ προϋπαντήσῃ τὸν Χριστό, νὰ τὸν λάβῃ στὰ χέρια του καὶ νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ μὲ τὴν δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Πραγματικά, πρόκειται γιὰ μία μεγάλη προσωπικότητα, τόσο γιὰ τὸ ὅτι εἶδε τὸν Χριστό, ὅσο καὶ γιὰ τὰ ὅσα εἶπε τὴν στιγμὴ ἐκείνη.
Τὸ ὄνομα Συμεὼν ἀνταποκρίνεται στὴν ζωὴ καὶ τὴν προσδοκία του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτόν, γιατὶ στὴν ἑβραϊκὴ γλώσσα ἡ λέξη Συμεὼν ἑρμηνεύεται ὑπακοή (ὅσιος Νικήτας) ἢ «οὗ ἤκουσε Κύριος» (ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος).
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὸν χαρακτηρίζει ἄνθρωπο ποὺ κατοικοῦσε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἦταν δίκαιος καὶ εὐλαβής, «προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ». Συγχρόνως λέγεται ὅτι εἶχε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ τοῦ δόθηκε πληροφορία ὅτι δὲν θὰ πεθάνῃ πρὶν δῇ τὸν Χριστὸ Κυρίου (Λουκ. β´ 25-26). Ὅλα αὐτὰ τὰ γνωρίσματα εἶναι χαρακτηριστικὰ ἑνὸς πνευματεμφόρου ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν κατ᾿ ἄνθρωπον καταγωγὴ καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς ἀνθρωπίνης συγκροτήσεώς του, ἀφοῦ εἶχε μία ἄλλη ζωή, ζωὴ πνεύματος.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης συνέλεξε ἀπόψεις τῶν ἑρμηνευτῶν γιὰ τὸ τί ἀκριβῶς ἦταν ὁ Συμεών. Καὶ αὐτὸ γιατὶ στὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἀναφέρεται ρητῶς ἂν ἦταν ἱερεὺς ἢ ὄχι, ἀφοῦ ἀποκαλεῖται ἄνθρωπος. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Ἰωσὴφ ὁ ὑμνογράφος τὸν ἀποκαλεῖ «Ἱερουργόν, Ἱερώτατον», ὁ Ἱερομάρτυς Μεθόδιος «ἱερέα ἄριστον», ὁ Ἱερὸς Φώτιος καὶ ὁ Ἱερὸς Θεοφύλακτος λέγουν ὅτι δὲν ἦταν Ἱερεύς, ἀλλὰ ἀνώτερος τοῦ Ἱερέως, ἄλλοι λέγουν ὅτι ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα ἑρμηνευτὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ ὁποῖος ἀπίστησε, ὅταν ἑρμήνευε τὴν προφητεία τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου «ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἔξει...». Τότε ἀκριβῶς ἔλαβε πληροφορία ὅτι θὰ ζήσῃ ἕως ὅτου λάβῃ τὸν Χριστὸ στὶς ἀγκάλες του. Ἄλλοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἦταν υἱὸς τοῦ Πατριάρχου τῶν Ἑβραίων Χιλλὲλ καὶ πατέρας τοῦ νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ, καὶ ἄλλοι ὅτι ἦταν Πρόεδρος τοῦ Συνεδρίου τῶν Ἑβραίων. Ἐπίσης λέγεται ὅτι ἦταν πάνω ἀπὸ διακοσίων ἑβδομήκοντα (270) χρονῶν. Ἀναφέροντας αὐτὰ ὁ ἅγιος Νικόδημος γράφει ὅτι ὅσοι θέλουν ἀσφαλῶς νὰ ἀκολουθοῦν τὸ Εὐαγγέλιο γεραίρουν τὸν Συμεὼν τὸν Θεοδόχον «ὡς ἄνδρα ἁπλῶς πνευματοκίνητον».
Πραγματικά, ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Θεοδόχος ἦλθε στὸ ἱερὸ μὲ τὴν δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶχε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἔλαβε τὴν πληροφορία ὅτι θὰ δὴ τὸν Χριστὸ πρὶν πεθάνη, καὶ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦλθε στὸ ἱερὸ (Λουκ. β´ 25-27). Αὐτὸ ἐκφράζει τὴν ἀλήθεια ὅτι πρέπει νὰ ἔχῃ κανεὶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ νὰ διδάσκεται ἀπὸ Αὐτό. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἀποκαλύπτει τὰ μυστήρια σὲ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι ἀκάθαρτοι καὶ δὲν τὸ εἶχαν προηγουμένως.
Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας προφητεύει: «ἰσχύσατε, χεῖρες ἀνειμέναι, καὶ γόνατα παραλελυμένα... ισχύσατε, μὴ φοβεῖσθε» (Ἡσ. λε´ 3-4). Αὐτὸ συνέβη κυρίως στὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Θεοδόχο, ἀφοῦ, ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «ἦλθεν ἐν τῷ πνεύματι εἰς τὸ Ἱερόν». Ὄχι μόνο τὸν καθοδηγοῦσε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐνίσχυε. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ δὴ τὸν θεό, ἂν δὲν ἔχη δυνάμεις πνευματικές, δηλαδὴ ἂν δὲν ἐνισχύεται ἀπὸ τὴν δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἔτσι, λοιπόν, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐνίσχυσε τὰ πόδια του γιὰ νὰ πορευθοῦν στὸ ἱερό, ἀλλὰ καὶ τὰ χέρια του γιὰ νὰ κρατήσουν τὸν Χριστό. Ὁ Γεώργιος Νικομηδείας λέγει ὅτι δὲν χρησιμοποίησε τὰ δικά του πόδια γιὰ νὰ προσέλθῃ στὴν διακονία τοῦ μυστηρίου, ἀφοῦ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἔγινε σὲ αὐτὸν ἅρμα, ποὺ τὸν μετέφερε.
Ἐρχόμενος στὸ Ἱερὸ ὁ δίκαιος Συμεών, μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀναγνώρισε τὸν σαρκωθέντα Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ θεοῦ. Ὅποτε ἀξιώθηκε νὰ δῇ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ προφητικῶς ἔβλεπαν ὅλοι οἱ Προφῆτες. Ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα εἶδαν τὴν θεία δύναμη ποὺ ὑπῆρχε στὸν Χριστὸ «ὥσπερ φῶς δι᾿ ὑαλίνων ὑμένων διὰ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος». Ὅπως ἐμεῖς μέσα ἀπὸ τὰ παράθυρα βλέπουμε τὸ φῶς ποὺ ὑπάρχει στὸ σπίτι, ἢ ὅπως ἀπὸ τὶς γυάλινες λάμπες βλέπουμε τὸ φῶς ποὺ ὑπάρχει ἐκεῖ, ἔτσι καὶ οἱ καθαροὶ στὴν καρδιὰ βλέπουν διὰ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ τὸ φῶς τῆς θεότητος, αὐτὸ ποὺ γιὰ τοὺς ἄλλους εἶναι ἄγνωστο καὶ ἀθέατο.
Ό Μ. Ἀθανάσιος πλέκει τὸ ἐγκώμιο τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ θεοδόχου, ἐπειδὴ ἐκινεῖτο ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἀξιώθηκε αὐτῆς τῆς μεγάλης τιμῆς. Λέγει ὅτι ὁ Συμεὼν καίτοι ἦταν ἄνθρωπος κατὰ τὸ φαινόμενο, ἐν τούτοις ἦταν ὑπὲρ ἄνθρωπος κατὰ τὸ νοούμενο. Κατ᾿ οὐσίαν ἦταν ἄνθρωπος, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἀξία ὑπερκείμενος, πολὺ πάνω ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του. Ὡς πρὸς τὴν φύση ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ὡς πρὸς τὴν ἀρετὴ ἄγγελος. Εἶχε ὡς ἐνδιαίτημα τὴν αἰσθητὴ Ἱερουσαλήμ, ἀλλ᾿ ὡς μητρόπολη εἶχε τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ὄχι μόνο ἦταν ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ «καὶ τῶν ἀγγέλων ὁ Συμεὼν ὑπέρτερος».

ζ´

Ἕκτος ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Θεοδόχο, στὸν Ναὸ παρευρέθηκε καὶ ἡ Ἄννα, ἡ Προφήτις, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ἀναγνωρίσῃ τὸν Θεὸ καὶ νὰ διακηρύξῃ ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ λυτρωτής της. Ἡ Ἄννα βρισκόταν στὴν ἡλικία τῶν ὀγδόντα τεσσάρων ἐτῶν, καὶ ἦταν χήρα, ἀφοῦ εἶχε ζήσει μὲ τὸν ἄνδρα της ἑπτὰ χρόνια (Λουκ. β´ 36).
Τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς Ἄννας ἦταν ὅτι βρισκόταν μέρα νύκτα στὸν Ναὸ καὶ δὲν ἀπομακρυνόταν ἀπὸ αὐτόν. Ἔτσι, ἐνῶ ὁ Συμεὼν ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα στὸν ναό, αὕτη ἔμενε ἐκεῖ καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀναγνώρισε τὸν Θεό.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὴν ἀποκαλεῖ Προφήτιν, διότι εἶχε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ Ἱερὸς Κοσμᾶς ὁ ὑμνογράφος λέγει ὅτι ἡ Ἄννα «ἱερῶς ἀνθωμολογεῖτο ὑποφητεύουσα». Ὑπάρχει δὲ διαφορὰ μεταξὺ προφήτου καὶ ὑποφήτου, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν ἁγιορείτη. Ὁ Προφήτης ἀναγγέλλει αὐτὰ ποὺ πρόκειται νὰ γίνουν μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ καιρό, ἐνῶ ὁ ὑποφήτης ἐξηγεῖ τὰ παρόντα ἢ τὰ παρελθόντα ἢ ἀκόμη καὶ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ γίνουν μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό. Φαίνεται δὲ ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς χρησιμοποιεῖ τὴν λέξη προφήτης μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ὑποφήτου, ἀφοῦ ἡ Ἄννα ἀναγνώρισε μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὴν ἔλευση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἄλλωστε, ἡ προφητεία στὴν Καινὴ Διαθήκη ἔχει καὶ τὴν ἔννοια τῆς ἐξηγήσεως, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τοῦ βαθύτερου νοήματος τοῦ νόμου καὶ γενικότερά της Ἁγίας Γραφῆς. Γι᾿ αὐτό, Προφῆτες στὴν γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι οἱ θεολόγοι, ποὺ διακρίνουν τὰ πνεύματα.
Ἡ ἀνθομολόγηση τῆς Ἄννης εἶναι ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ δοξολογία γιὰ τὴν ἀποστολὴ τῆς λυτρώσεως τοῦ Ἰσραήλ. Ἡ ἐνέργειά της συνδυάζει εὐχαριστία καὶ διακήρυξη, ἀφοῦ «ἐλάλει περὶ αὐτοῦ».

η´

Ἡ παρουσία τοῦ δικαίου Συμεὼν καὶ τῆς Προφήτιδος Ἄννης φανερώνει καὶ μία ἄλλη πραγματικότητα, ὅτι, δηλαδή, αὐτοὶ ἦταν τὸ λογικὸ ζεῦγος τρυγόνων ποὺ ὑποδέχθηκε τὸν Χριστό, ὅταν ἀνέβηκε στὸν Ναό. Ἔτσι μαζὶ μὲ τὸ ἄλογο ζεῦγος τρυγόνων, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἔστειλε καὶ πνευματικὸ καὶ πνευματέμφορο ζεῦγος τρυγόνων, τὸν Συμεὼν καὶ τὴν Ἄννα.
Αὐτὸ φανερώνει, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ποιοὶ καὶ πῶς πρέπει νὰ εἶναι αὐτοὶ ποὺ πρόκειται νὰ δεχθοῦν τὸν Χριστό. Ἡ ἕνωση μὲ τὸν Χριστὸ προϋποθέτει ἀνάλογο βίο. Ὁ Συμεὼν ἦταν δίκαιος καὶ δὲν μνημονεύεται ἂν εἶχε δεχθῇ προηγουμένως τὴν ἔγγαμη ζωή, ἐνῷ ἡ Ἄννα μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, ζοῦσε τὴν εὐλογία τῆς χηρείας, εἶχε ἄμωμο καὶ καθαρὸ βίο.
Ἐν Χριστῷ ζωὴ εἶναι ἡ παρθενία κατὰ Χριστὸν ἢ ἡ συζυγία ἡ θεοσδοτη, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Μάλιστα σὲ ὁμιλία του στὴν ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς κάνει μεγάλη ἀναφορὰ στὸ τί κακὸ προξενεῖ ἡ πορνεία, καὶ ὅτι δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχῃ σχέση μὲ τὸν Χριστό, ὅταν πορνεύῃ. Χρειάζεται σταύρωση τῆς σάρκας μαζὶ μὲ τὶς ἐπιθυμίες της.
Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ εἶδος τοῦ βίου ποὺ ἐκλέγει κανείς, δηλαδὴ γάμο ἢ παρθενία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς, ἀπὸ τὴν σχέση ποὺ ἔχει μὲ τὸν Χριστό. Καὶ στὴν μία καὶ στὴν ἄλλη περίπτωση ἀπαιτεῖται παρθενία καὶ σωφροσύνη. Σὲ αὐτὸ κατευθύνει ἡ μυστηριακὴ καὶ ἡ ἀσκητικὴ ζωή, σὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεάνθρωπος Χριστός.

θ´

Ὅταν ὁ δίκαιος Συμεὼν συνάντησε τὴν Παναγία ποὺ κρατοῦσε τὸν Χριστό, ἔλαβε τὸ θεῖο βρέφος στὴν ἀγκαλιά του. «Καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸ εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν» (Λουκ. β´ 28). Αὐτὴ ἡ σκηνὴ εἶναι συγκλονιστική. Καί, βέβαια, δὲν μποροῦσε νὰ γίνῃ αὐτό, ἂν οἱ βραχίονές του δὲν ἐνισχύονταν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Ἡ σκηνὴ αὐτὴ μας ὑπενθυμίζει τὸ ὅραμα τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου. Ἀφοῦ ὁ Προφήτης εἶδε «τὸν καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου» καὶ τὰ Σεραφεὶμ νὰ εὑρίσκωνται γύρω ἀπὸ Αὐτόν, καὶ ὁμολόγησε τὴν ἀκαθαρσία τῶν χειλέων του, συνέβη τὸ ἑξῆς καταπληκτικό. «Καὶ ἀπεστάλη πρός με ἓν τῶν Σεραφεὶμ καὶ ἐν τῇ χειρὶ εἶχεν ἄνθρακα, ὃν τῇ λαβίδι ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ἥψατο τοῦ στόματός μου καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἥψατο τοῦτο τῶν χειλέων σου καὶ ἀφελεῖ τὰς ἀνομίας σου καὶ τὰς ἁμαρτίας σου περικαθαριεῖ» (Ἡσ. στ´ 6-7).
Ἡ ὅραση αὕτη ἀναφέρεται στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ, ἄλλωστε, ὁ Προφήτης Ἡσαΐας ἐκλήθη νὰ κηρύξῃ στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ τὴν ἔλευση τῆς παρακλήσεως, δηλαδὴ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, γι᾿ αὐτὸ καὶ θεωρεῖται ὡς ὁ μεγαλοφωνότατος τῶν Προφητῶν καὶ πέμπτος Εὐαγγελιστής. Μὲ μεγάλη καθαρότητα καὶ ἀκρίβεια περιέγραψε σκηνὲς τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.
Τὸ ὅτι ἡ ὅραση αὐτὴ συνδέεται μὲ τὴν ἐνανθρώπηση φαίνεται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑρμηνευτικὴ παράδοση. Σὲ ἕνα τροπάριο τῶν μεγαλυναρίων τῆς ἑορτῆς λέγεται: «Ἡ λαβὶς ἡ μυστικὴ ἡ τὸν ἄνθρακα Χριστόν, συλλαβοῦσα ἐν γαστρὶ σὺ ὑπάρχεις Μαριάμ». Ὅλες οἱ ἀποκαλύψεις στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἀποκαλύψεις τοῦ ἄσαρκου Λόγου, στὶς περισσότερες ἀπὸ τὶς ὁποῖες φανέρωνε τὴν ἐνανθρώπησή Του, τὴν ἔλευσή Του ἐν σαρκί. Ἔτσι, λοιπόν, ἐδῶ λέγεται ὅτι ὁ ἄνθρακας εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ μυστικὴ λαβίδα ποὺ κρατεῖ τὸν ἀνθράκα εἶναι ἡ Παναγία, ποὺ τὸν συνέλαβε στὴν κοιλία της. Καὶ ἡ Παναγία δίνει τὸν ἄνθρακα αὐτὸν στὸν δίκαιο Συμεών. Οὐράνιο θυσιαστήριο εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ὁ οὐρανός. Γι᾿ αὐτὸ ψάλλουμε: «Κατελθόντ᾿ ἐξ οὐρανοῦ τὸν Δεσπότην τοῦ παντός, ὑπεδέξατο αὐτὸν Συμεὼν ὁ Ἱερεύς».
Ὅπως ὁ Προφήτης Ἡσαΐας δέχθηκε τὸν ἄνθρακα καὶ δὲν κατακάηκε, ἀλλὰ καθαρίστηκε καὶ ἔγινε Προφήτης, ἔτσι καὶ ὁ δίκαιος Συμεὼν δέχθηκε τὸν ἄνθρακα Χριστὸ ἀπὸ τὴν Παναγία καὶ δὲν κατακάηκε, ἀλλὰ καθαρίστηκε κατὰ τὸν λόγο: «ἰδοὺ ἥψατο τῶν χειλέων σου καὶ ἀφελεῖ τὰς ἀνομίας σου καὶ τὰς ἁμαρτίας σου περικαθαριεῖ».
Ἡ τελευταία αὐτὴ φράση εἶναι δεῖγμα ὅτι τὸ ὅραμα τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου ἀναφερόταν στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία καθόρισε ὥστε ἡ φράση αὐτὴ νὰ λέγεται ἀπὸ τὸν λειτουργοῦντα Ἱερέα, μετὰ τὴν θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Συνδεδεμένη αὐτὴ ἡ προφητικὴ εἰκόνα μὲ τὸν δίκαιο Συμεών, ἀναφορικὰ μὲ τὴν θεία Κοινωνία, δείχνει ὅτι γιὰ νὰ μὴ κατακαύσῃ τὸν ἄνθρωπο ἡ θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἔχῃ Πνεῦμα Ἅγιον, ὅπως ἀκριβῶς ὁ δίκαιος Συμεών.
Ἔτσι, λοιπόν, ὁ φλεγόμενος ἄνθρακας εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Χριστός, θυσιαστήριο ἡ κοιλία τῆς Παναγίας, τὰ Σεραφεὶμ εἶναι ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος, λαβὶς μυστικὴ τὰ χέρια τῆς Παναγίας, ποὺ δίνουν τὸν ἄνθρακα στὸν δίκαιο Συμεών.

ι´

Μόλις ὁ δίκαιος Συμεὼν ἔλαβε στὴν ἀγκαλιά του τὸν Χριστὸ ἀνεφώνησε: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἠτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραὴλ» (Λουκ. β´ 29-31). Πρόκειται γιὰ μία μεγαλειώδη φράση, τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία παρέλαβε καὶ ἔθεσε στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες ἀκολουθίες, ὅπως τὴν εὐχαριστία μετὰ τὴν μετάληψη τῶν Τιμίων Δώρων. Θὰ ἐπιχειρήσουμε μία μικρὴ ἑρμηνευτικὴ ἀνάλυση αὐτοῦ του λόγου.
Ὁ δίκαιος Συμεὼν ἦταν πληροφορημένος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὅτι θὰ δῇ ὁπωσδήποτε τὸν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ πρὶν πεθάνη, καὶ αὐτὸ πραγματοποιήθηκε, ἀφοῦ ἦταν «προφητικῇ χάριτι τετιμημένος» (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας). Ὅταν εἶδε τὸν Χριστό, ζητᾶ λύση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ὅποτε γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι οἱ ἅγιοι «δεσμὸν λογίζονται τὸ σῶμα» (Ἱερὸς Θεοφύλακτος), καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν φοβοῦνται τὸν θάνατο.
Τὸ «κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ» δηλώνει ὅτι ζητεῖ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, «διὰ τὸν χρησμὸν ὃν ἔλαβεν» καὶ μάλιστα αὐτὸ θεωρεῖ ἀνάπαυση, γιατὶ τὸ «ἐν εἰρήνῃ» ἰσοῦται μὲ τὸ «ἐν ἀναπαύσει» (Ἱερὸς Θεοφύλακτος). Ἡ ἀνάπαυση ἔχει σχέση καὶ μὲ τὴν εἰρήνη τῶν λογισμῶν, γιατὶ ὅσο περνοῦσαν οἱ ἡμέρες ὁ δίκαιος Συμεὼν τὸ ἀνέμενε «ἀεὶ φροντίζων πότε ἐλεύσεται» (Ἱερὸς Θεοφύλακτος). Καί, βέβαια, τὸ σωτήριο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση, τὴν ὁποία ἑτοίμαζε ὁ Θεὸς πρὸ πάντων τῶν αἰώνων. Πραγματικά, προετοιμαζόταν τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ «καὶ πρὸ αὐτῆς τῆς τοῦ κόσμου καταβολῆς» (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἦταν καὶ εἶναι φῶς στὰ ἔθνη, ἐπειδὴ οἱ Ἐθνικοί, οἱ εἰδωλολάτρες ἦταν πεπλανημένοι, βρίσκονταν στὰ σκοτάδια καὶ εἶχαν πέσει στὰ χέρια τῶν δαιμόνων (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας), ἀλλὰ καὶ δόξα τοῦ Ἰσραήλ, γιατὶ ὁ Χριστὸς ἀνέτειλε καὶ προῆλθε ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτες. Ὅσοι, λοιπόν, εἶναι εὐγνώμονες τὸ αἰσθάνονται αὐτό (Ἱερὸς Θεοφύλακτος).
Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ ἁγίου Συμεὼν εἶναι ἕνας ἐπινίκιος ὕμνος μετὰ τὴν ἀποκάλυψη σὲ αὐτὸν τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔβλεπαν τὰ ὀπίσθια του Θεοῦ, τὴν ἔλευσή Του, ποὺ θὰ γινόταν στὸ μέλλον, αὐτὸς τὴν βλέπει κατὰ πρόσωπον. Πραγματικά, ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὄχι τὸ αἰσθητὸ καὶ ἠθικό, ὄχι τὸ συμβολικό, ἀλλὰ τὸ πραγματικό, ποὺ ἐκδιώκει τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας καὶ τοῦ νοῦ, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἡ δόξα ὄχι μόνο τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀλλὰ ὁλόκληρης της ἀνθρώπινης φύσεως. Χωρὶς καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἄδοξη, ἀνείδεη, ἀόριστη καὶ ἀνώνυμη. Μὲ τὸν Χριστὸ ἀποκτᾶ «εἶδος καὶ ὅρο» (ἱερὸς Νικόλαος Καδάσιλας).
Τὸ ὅτι ὁ Συμεὼν μόλις εἶδε τὸν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ ζήτησε τὴν ἀπόλυση, τὸν θάνατο, ἑρμηνεύεται ἀπὸ τὴν μεγάλη χαρὰ γι᾿ αὐτὸ τὸ ὁποῖο στὴν συνέχεια ἔπρεπε νὰ ἐπιτελέσῃ. Ἤθελε νὰ πορευθῇ στὸν Ἅδη καὶ νὰ ἀναγγείλῃ τὴν χαρμόσυνη ἀγγελία ὅτι ἦλθε ὁ Μεσσίας, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου, καὶ αὐτῶν τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ βρίσκονταν στὸν Ἅδη. Μάλιστα, λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὅτι ὁ Συμεὼν βιαζόταν γιὰ νὰ μὴ προλάβουν νὰ ἀναγγείλουν τὸ γεγονὸς τὰ νήπια, τὰ ὁποῖα ἐπρόκειτο νὰ σφαγοῦν ἀπὸ τὸν Ἡρώδη. Καὶ αὐτὸ τὸ ζητεῖ, γιατὶ τὰ νήπια εἶναι γοργὰ καὶ εὐκίνητα, αὐτὸς δὲ «γέρων καὶ βραδὺς καὶ δυσκίνητος». Ὁ Χριστὸς ἱκανοποιεῖ τὸ αἴτημά του, γιατὶ, ὅπως λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, φαίνεται σὰν νὰ τοῦ εἶπε νὰ πάῃ νὰ ἐμφανισθῇ φαιδροπρεπῶς στὸν Ἀδὰμ ποὺ ζοῦσε στὸν Ἅδη σκυθρωπῶς, καὶ νὰ ἀναγγείλῃ τὴν χαρὰ στὶς ὠδίνες τῆς Εὔας, λέγοντας: «ἥκει ἡ λύτρωσις, ἥκει ὁ ρύστης, ἥκει ἡ ἄφεσις, ἥκει ὁ ἐλευθερωτής. Μηκέτι θρηνεῖ, φύσις ἡ ἀνθρωπεία· ἥκει γὰρ ὁ ἀντιληψόμενος ὑμῶν, ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ».
Ἑπομένως, ὁ δίκαιος Συμεὼν εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ ἀνήγγειλε στοὺς δέσμιούς του Ἅδου, σὲ ὅλους τοὺς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ βρίσκονταν στὸν Ἅδη, ἐπειδὴ δὲν εἶχε καταργηθῇ ὀντολογικὰ ὁ θάνατος, ὅτι ἦλθε ὁ Χριστὸς τὸν ὁποῖο ἐκεῖνοι περίμεναν, καὶ ὅτι γρήγορα θὰ ἔλθη καὶ στὸν Ἅδη γιὰ νὰ τοὺς ἀπελευθερώσῃ.

ια´

Ὁ δίκαιος Συμεὼν εὐλόγησε τὴν Θεοτόκο καὶ τὸν Ἰωσήφ, ποὺ παρακολουθοῦσαν τὰ γεγονότα αὐτὰ μὲ θαυμασμὸ καὶ ἔκπληξη. Καὶ τότε στράφηκε στὴν Θεοτόκο γιὰ νὰ τῆς πῇ δύο θαυμαστὲς Προφητεῖες.
Ἡ πρώτη ἀναφερόταν στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. «Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. β´ 34). Αὕτη ἡ προφητεία πραγματοποιήθηκε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ πραγματοποιῆται στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας καὶ στὴν προσωπικὴ ζωὴ κάθε ἀνθρώπου.
Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι πτώση τῶν ἀπίστων, τῶν μὴ πιστευόντων σὲ Αὐτόν, καὶ ἀνάσταση αὐτῶν ποὺ πιστεύουν σὲ Αὐτόν. Ἕνα παράδειγμα εἶναι ὁ Γολγοθᾶς. Ὁ ἕνας ληστὴς πιστεύει καὶ σώζεται, ὁ ἄλλος ἀμφισβητεῖ καὶ καταδικάζεται. Συμβαίνει αὐτὸ καὶ στὴν ἐσωτερική μας ζωή, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς πίπτει ὅταν ἐμεῖς οἱ βαπτισμένοι πέφτουμε μὲ τὴν πορνεία, καὶ ἀνίσταται μὲ τὴν σωφροσύνη. Ἐπίσης, αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἐννοηθῇ ὅτι πρόκειται ὁ Χριστὸς νὰ πάθῃ καὶ νὰ πέσῃ στὸν θάνατο, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀναστηθοῦν πολλοὶ μὲ τὴν δική του πτώση, καὶ τὸν δικό του θάνατο (ἱερὸς Θεοφύλακτος).
Ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Ἡ λέξη «σημεῖον» μπορεῖ νὰ ἐννοηθῇ μὲ πολλοὺς τρόπους καὶ πολλὲς ἔννοιες. Κατ᾿ ἀρχὰς σημεῖο εἶναι ἡ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὴν ἐνανθρώπηση ἔγιναν πολλὰ παράδοξα καὶ παράξενα πράγματα. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ἡ Παρθένος μητέρα. Ἀκριβῶς δὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀντιλέγεται καὶ ἀμφισβητεῖται ἀπὸ πολλοὺς ἀνθρώπους. Ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἔλαβε πραγματικὸ σῶμα, καὶ ἄλλοι ὅτι ἔλαβε φανταστικό, ὅτι δηλαδὴ τὸ σῶμά Του ἦταν φανταστικὸ καὶ ὅλα τὰ ἔκανε φανταστικά. Ἄλλοι θεωροῦν ὅτι εἶναι χοϊκὸ σῶμα, ἄλλοι ἐπουράνιο. Ἄλλοι θεωροῦν ὅτι ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς ἔχει προαιώνια ὕπαρξη καὶ ἄλλοι νομίζουν ὅτι ἔλαβε ἀρχὴ τῆς ὑπάρξεώς του ἀπὸ τὴν παρθένο καὶ ἄχραντη Μαρία (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, ἀναλύοντας τὴν ἑρμηνεία τοῦ ἱεροῦ Θεοφύλακτου, ὅτι ὡς σημεῖο ἀντιλεγόμενο ἐννοεῖται ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, λέγει ὅτι ὁ αἱρετικὸς ποὺ βλέπει τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔχει διπλὲς ἐνέργειες, τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη, καὶ ἄλλοτε ὡς ἄνθρωπος πεινᾶ, διψᾶ, δέχεται τὸ μαρτύριο, σταυρώνεται, πάσχει κλπ., καὶ ἄλλοτε ὡς Θεὸς κάνει θαύματα, ἐκδιώκει δαίμονες καὶ ἀνίσταται κλπ., ἀμφιταλαντεύεται ἂν ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ἡ ἄνθρωπος. Ὅμως ὁ Χριστιανὸς δὲν ἔχει τέτοιες ἀμφιβολίες, γιατὶ γνωρίζει ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν θεουμένων ἁγίων ὅτι καίτοι ὁ Χριστὸς εἶχε δύο φύσεις, θεία καὶ ἀνθρώπινη, ἐν τούτοις εἶναι ἕνας κατὰ τὴν ὑπόσταση καὶ τὸ πρόσωπο, καὶ ἔτσι ὁ ἕνας καὶ Αὐτὸς Χριστὸς ἐνεργεῖ ἄλλοτε τὰ θεοπρεπῆ καὶ ἄλλοτε τὰ ἀνθρωποπρεπῆ. Καὶ βέβαια, ὅταν ἐνεργεῖ κάθε φύση, ἐνεργεῖ «μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας».
Ἔπειτα, σημεῖο ἀντιλεγόμενο εἶναι καὶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, «ἀντιλεγόμενον σημεῖον τὸν τίμιον ὀνομάζει σταυρόν». Ἄλλοι δέχονται τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ θεωροῦντες αὐτὴν ὡς σωτηρία, ὅτι στὸν Σταυρὸ νίκησε τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες τοῦ σκότους, καὶ ἄλλοι ἀρνοῦνται τὸν Σταυρό. Δὲν μποροῦν νὰ ἀντιληφθοῦν πῶς ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε. Γι᾿ αὐτό, ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Σταυρὸς εἶναι γιὰ τοὺς Ἰουδαίους σκάνδαλο, γιὰ τοὺς Ἕλληνες μωρία. Γιὰ μᾶς ὅμως τοὺς πιστοὺς ὁ Σταυρὸς εἶναι «Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία» (Α´ Κορ. α´ 23-24).

ιβ´

Ἡ δεύτερη προφητεία τοῦ ἁγίου Συμεών, ποὺ ἀναφερόταν στὴν Παναγία, εἶναι ἡ ἑξῆς: «καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοὶ» (Λουκ. β´ 35).
Προφανῶς ἡ προφητεία αὐτὴ ἀναφέρεται στὸν πόνο καὶ τὴν θλίψη τῆς Θεοτόκου, ὅταν θὰ ἔβλεπε τὸν Υἱό της πάνω στὸν Σταυρό, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, νὰ πάσχῃ καὶ νὰ ὑποφέρῃ. Ἡ Παναγία δὲν ὑπέφερε, οὔτε πόνεσε κατὰ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀκριβῶς γιατὶ τὸν συνέλαβε ἀσπόρως καὶ τὸν γέννησε ἀφθόρως. Ἔπρεπε, λοιπόν, νὰ πονέσῃ πολὺ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς ἐξόδου.
Ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ῥομφαία, ποὺ θὰ διέλθη τὴν ψυχὴ τῆς Θεοτόκου κατὰ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ, θὰ ἀποκαλύψῃ τοὺς διαλογισμοὺς πολλῶν ἀνθρώπων, ποὺ βρίσκονταν κεκρυμένοι στὴν καρδιά τους. Αὐτοὶ ἀμφιβάλλουν ἂν εἶναι γνήσια καὶ ἀληθινὴ μητέρα. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸν πόνο ποὺ αἰσθάνθηκε καταλαβαίνουν ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν φυσική του μητέρα.
Αὐτὸ μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν περίπτωση τῶν δύο γυναικῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ διεκδικοῦσαν ἕνα βρέφος καὶ παρουσιάσθηκαν στὸν Σολομῶντα γιὰ νὰ τοὺς λύσῃ τὴν διὰ-φορᾶ. Ὁ Σολομῶν ζήτησε μαχαίρι γιὰ νὰ τὸ τεμαχίσῃ καὶ νὰ δώσῃ ἀπὸ ἕνα μέρος σὲ κάθε μία γυναίκα. Τότε ἡ μία ζήτησε νὰ μὴ τὸ σφάξῃ, ἀλλὰ νὰ τὸ δώσῃ ὁλόκληρο στὴν ἄλλη. Καὶ ἡ ἄλλη ζήτησε νὰ τὸ σφάξῃ, ὥστε νὰ μὴ τὸ πάρῃ καμμιὰ ἀπὸ αὐτές. Ὁ βασιλεὺς ἔδωσε τὸ παιδὶ σὲ αὐτὴν ποὺ προτίμησε νὰ ζήσῃ τὸ παιδί, ἔστω κι ἂν τὸ πάρῃ ἡ ἄλλη γυναίκα. Αὐτὸ ἦταν δεῖγμα ὅτι ἦταν ἡ φυσική του μητέρα. (Γ´ Βασιλ. γ´ 16-28).
Ἔτσι καὶ ὁ πόνος τῆς Παναγίας στὸν Σταυρὸ ἔδειξε ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ μητέρα, ὅτι ἀπὸ αὐτὴν ὁ Κύριος παρέλαβε τὴν σάρκα. Γιατὶ, ἀφοῦ ἡ Παναγία εἶναι ἡ πραγματικὴ μητέρα, σημαίνει ὅτι καὶ ὁ Χριστὸς ἔχει πραγματικὸ σῶμα καὶ δὲν εἶναι ἄνθρωπος κατὰ φαντασία.
Ό Μ. Ἀθανάσιος λέγει ὅτι ἡ φράση «ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοὶ» σημαίνει ὅτι ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, τὸ Πάθος Του, θὰ ἀποκαλύψῃ ὅλες τὶς ἐσωτερικὲς διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ ὁ Πέτρος ἀπὸ θερμὸς καὶ ζηλωτής, θὰ τὸν ἀρνηθῇ, οἱ Μαθητὲς θὰ τὸν ἐγκαταλείψουν, ὁ Πιλᾶτος θὰ μεταμεληθῇ μὲ τὴν νίψη τῶν χεριῶν, ἡ γυναίκα του θὰ πιστεύση μὲ τὸ νυκτερινὸ ὄνειρο, ὁ ἑκατόνταρχος θὰ ὁμολογήσῃ ἀπὸ τὰ σημεῖα, ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος θὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὰ τῆς κηδείας, ὁ Ἰούδας θὰ πνιγῇ, οἱ Ἰουδαῖοι θὰ δώσουν ἀργύρια στοὺς φρουροὺς γιὰ νὰ ἀποκρύψουν τὴν Ἀνάσταση. Καί, πραγματικά, «μάχη τις ἔσται καὶ στάσις λογισμῶν τε καὶ διαλογισμῶν ἐναντίων».
Ἡ προφητεία αὐτὴ δὲν ἀναφέρεται μόνο στὴν σάρκωση καὶ τὴν σταύρωση, ἀλλὰ καὶ στὴν ὅλη ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι τὸ πραγματικὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλοι σώζονται παραμένοντας στὴν Ἐκκλησία καὶ ἄλλοι καταδικάζονται, ἀρνούμενοι τὸ σωτηριῶδες ἔργο της. Ἐπίσης, ἐπειδὴ μὲ τὸ Βάπτισμα δεχθήκαμε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιὰ καὶ δὲν φεύγει ποτέ, ἀλλὰ ἁπλῶς μὲ τὰ πάθη καλύπτεται, γι᾿ αὐτὸ ὅταν ἁμαρτάνουμε, πίπτουμε, καὶ ὅταν ἀγωνιζόμαστε καὶ μετανοοῦμε, ἀνασταινόμαστε.
Ὁ Χριστὸς θὰ εἶναι «εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν» καὶ στὴν ἄλλη ζωή, ἀφοῦ ὅλοι θὰ δοῦν τὸν Χριστό, ἀλλὰ γιὰ ἄλλους θὰ εἶναι Παράδεισος καὶ γιὰ ἄλλους Κόλαση.

ιγ´

Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ τελευταῖο δείχνει ὅτι ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς δὲν εἶναι ἁπλῶς μία ἑορτὴ ποὺ ἀναφέρεται ἁπλῶς στὸν Δεσπότη Χριστὸ καὶ ὑποδηλώνει ἕναν ἀπὸ τοὺς σταθμοὺς τῆς θείας Οἰκονομίας, ἀλλὰ καὶ μία ἑορτὴ τοῦ ἄνθρωπου ποὺ ζῇ μὲ τὸν Χριστό.
Ἡ Ἐκκλησία τὴν ἑορτὴ τοῦ σαραντισμοῦ τοῦ Χριστοῦ τὴν ἔκανε καὶ τελετή, ἀκολουθία σαραντισμοῦ κάθε ἄνθρωπου, μετὰ τὴν γέννησή του. Τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννηση προσφέρεται τὸ βρέφος στὸν Ναὸ ἀπὸ τὴν μητέρα του. Αὐτὴ ἡ προσφορὰ ἔχει διπλὴ σημασία καὶ ἔννοια. Πρῶτον, εὐλογεῖται ἡ μητέρα γιὰ τὸ τέλος τοῦ καθαρισμοῦ της ἀπὸ τὰ αἵματα τῆς λοχείας. Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως εὔχεται γιὰ κάθε ἀσθένεια, ἔτσι καὶ εὔχεται γιὰ τὴν γυναίκα ποὺ γέννησε καὶ εἶναι φυσικὸ νὰ αἰσθάνεται κόπο καὶ σωματικὴ ἀδυναμία. Προσεύχεται νὰ τὴν καθαρίσῃ καὶ γιὰ τὸν λόγο ὅτι ὁ τρόπος γεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τὸν γνωρίζουμε σήμερα, εἶναι μεταπτωτικός. Δεύτερον, εἶναι τελετὴ εὐχαριστήρια γιὰ τὴν γέννηση ἑνὸς παιδιοῦ. Ἐπειδὴ ἡ σύλληψη καὶ ἡ γέννηση ἑνὸς ἄνθρωπου δὲν εἶναι ἁπλῶς ἔργο τῆς φύσεως, ἀλλὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτὸ αἰσθανόμαστε ὅτι ἀνήκει στὸν Θεό. Ἔτσι, τὸ προσφέρουμε στὸν Θεὸ καὶ Ἐκεῖνος διὰ τοῦ Ἱερέως μᾶς τὸ παραχωρεῖ ἐκ νέου γιὰ νὰ τὸ μεγαλώσουμε. Ὅμως στὴν πραγματικότητα ἀνήκει στὸν Θεό.
Πρέπει ὅμως νὰ προσφέρουμε στὸν Θεό, στὸ ἄνω θυσιαστήριο, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἀντὶ τοῦ ζεύγους τρυγόνων τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, καὶ ἀντὶ τῶν δύο νεοσσῶν περιστερῶν νὰ προσέχουμε πολὺ ὄχι μόνο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Καί, ὅπως ὁ Χριστὸς ἐτέλεσε ὅλα τὰ τοῦ νόμου καὶ ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα Του, πληρούμενος καὶ προκύπτοντας στὴν σοφία, ἔτσι καὶ ἐμεῖς νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν ἀληθινή μας πατρίδα, ποὺ εἶναι ἡ ἐπουράνιος Ἱερουσαλήμ, ἀφοῦ ζήσουμε πνευματικῶς κατὰ τὸν θεῖο νόμο καὶ προκόψουμε στὴν σοφία καὶ τὴν χάρη καὶ φθάσουμε στὸ μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, τελειούμενοι κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπο καὶ γενόμενοι ἐνδιαίτημα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Εἶναι καθῆκον μας, κατὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, νὰ ὁμοιάσουμε μὲ τὸν δίκαιο Συμεὼν καὶ τὴν Προφήτιδα Ἄννα. Πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστὸ μὲ σωφροσύνη, καθαρότητα, ἀκακία, ἀμνηστία, καὶ γενικῶς μὲ φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία. Δὲν μπορεῖ κανεὶς μὲ ἄλλο τρόπο νὰ συναντήσῃ τὸν Χριστό, τὴν ἀληθινὴ ζωή.
Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ δείχνει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωὴ καὶ τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀποβλέπη στὴν ἀπόκτηση αὐτοῦ του ἐνυποστάτου φωτὸς καὶ τῆς ἐνυποστάτου ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία ψάλλει παρακλητικά: «Λάμπρυνόν μου τὴν ψυχὴν καὶ τὸ φῶς τὸ αἰσθητόν, ὅπως ἴδω καθαρῶς καὶ κηρύξω σὲ Θεόν». Γιὰ νὰ κηρύξῃ κανεὶς τὸν Θεὸ πρέπει νὰ τὸν δῇ καθαρά. Μόνον οἱ ὀρῶντες τὸν Θεὸ ἢ τουλάχιστον ἐκεῖνοι ποὺ δέχονται τὴν πείρα τῶν ὀρώντων, μποροῦν νὰ γίνωνται διδάσκαλοι. Ἀλλά, γιὰ νὰ δῇ κανεὶς τὸν Θεὸ πρέπει προηγουμένως νὰ λαμπρυνθῇ, νὰ φωτισθῇ ὡς πρὸς τὴν ψυχὴ καὶ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις. Τότε ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ γίνεται καὶ ἑορτὴ τῆς ὑπαπαντῆς τοῦ κάθε πιστοῦ.

ΣΤΗΝ ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΑ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟΔΟΧΟ ΣΥΜΕΩΝΑ Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων

Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων
«Νοιῶσε μεγάλη χαρά, θυγατέρα Σιών, διαλάλησε τὴ χαρά σου, θυγατέρα Ἱερουσαλὴμ». Χόρευε, λαὲ τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ. Σκιρτᾶτε οἱ πύλες καὶ τὰ τείχη τῆς Σιών καὶ ὁλόκληρη ἡ γῆ. Φωνάξτε σεῖς τὰ ὄρη καὶ τὰ βουνὰ σκιρτήσατε πολύ. Τὰ ποτάμια, χειροκροτεῖστε καὶ τὰ πλήθη περικυκλῶστε τήν Σιών, βλέποντας τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα σ’ αὐτήν. Ἂς ὁμονοήσουν σήμερα τὰ οὐράνια μὲ τὰ ἐπίγεια καὶ ἂς ἀναπέμπει ὕμνους ἡ ἄνω μαζὶ μὲ τὴν κάτω Ἱερουσαλήμ, γιὰ τὸν Χριστὸ πού βρίσκεται σʼ αὐτήν, τὸν οὐράνιο καὶ τὸν ἐπίγειο. Γύρω ἀπὸ τὸν οὐράνιο χορέψτε οἱ νοερὲς δυνάμεις, καὶ τὸν ἐπίγειο ἀνυμνεῖστε τον οἱ ἄνθρωποι μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους.
Διότι σήμερα ἐμφανίστηκε ὁ Θεὸς τῶν θεῶν στὴ Σιών. Σήμερα εἰπώθηκαν λόγια δόξης γιὰ σένα, πόλη τοῦ Θεοῦ Ἱερουσαλήμ, πόλη τοῦ μεγάλου βασιλιᾶ. Ἄνοιξε τὶς πύλες πρὸς τιμὴν αὐτοῦ πού ἄνοιξε σὲ ὅλους τὶς πύλες τοῦ παραδείσου, καὶ ἐπίσης ἄνοιξε τὶς πύλες τῶν τάφων πάνω ἀπὸ τὸν Σταυρό, συνέτριψε τὶς πύλες τοῦ ἅδη πού ἦταν γιὰ αἰῶνες κλειστές, καὶ ἔκλεισε κατὰ τρόπο παράδοξο τὶς πύλες τῆς παρθενίας. Σὴμερα, ἐκεῖνος πού τὰ παλιὰ χρόνια μίλησε μὲ τὸν Μωυςῆ πάνω στὺ ὄρος Σινᾶ κατὰ τρόπον θεοπρεπῆ, ἐκπληρώνει τὸν νόμο, ὑποτασσόμενος στὸν νόμο σὰν δοῦλος. Σήμερα ἔρχεται ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴ θαιμάν στὴ Σιών. Σήμερα ὁ οὐράνιος Νυμφίος, μαζὶ μὲ τὴ Θεομήτορα παστάδα, ἔρχεται στὸν ναό. Θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ, βγεῖτε πρὸς προϋπάντησή του. Ἀνᾶψτε γεμάτες χαρὰ τὶς λαμπάδες στὸ ἀληθινὸ φῶς. Περιποιηθεῖτε τοὺς χιτῶνες τῶν ψυχῶν σας γιὰ χάρη τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ.
Μαζὶ μὲ τὴ Σιών καὶ οἱ λαοὶ τῶν ἐθνῶν, κρατώντας λαμπάδες, ἂς τὸν προϋπαντήσουμε. Ἂς μποῦμε στὸν ναὸ μαζὶ μὲ τὸν ναὸ καὶ Θεὸ καὶ Χριστό. Μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους ἂς ψάλουμε δυνατὰ τὸν ὕμνο τῶν ἀγγέλων, «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος ὁ Κύριος Σαβαώθ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ εἶναι γεμάτα ἀπὸ τὴ δόξα του». Εἶναι γεμάτα τὰ πέρατα τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν καλωσύνη του. Εἶναι γεμάτη ὅλη ἡ κτίση ἀπὸ τὴ δοξολογία του. Εἶναι γεμάτη ἡ ἀνθρωπότητα ἀπὸ τὴ συγκατάβασή του. Τὰ οὐράνια, τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ καταχθόνια εἶναι γεμάτα ἀπὸ τὴν εὐσπλαγχνία του, γεμάτα ἀπὸ τὰ ἐλέη του, γεμάτα ἀπὸ τὶς δωρεές του, γεμάτα ἀπὸ τὶς εὐεργεσίες του.
«Ὅλα λοιπὸν τὰ ἔθνη χειροκροτεῖστε»· ὅλα τὰ πέρατα τῆς γῆς, «ἐλᾶτε καὶ δέστε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ»· κάθε τί πού ἀναπνέει ἂς αἰνέσει τὸν Κύριο»· «ὅλη ἡ γῆ ἂς προσκυνήσει»· κάθε γλώσσα ἂς τραγουδήσει· κάθε γλώσσα ἂς ψάλλει· κάθε γλώσσα ἂς δοξολογήσει παιδὶ-Θεόν, σαράντα ἡμερῶν καὶ προαιώνιο· παιδὶ μικρὸ καὶ ἡλικιωμένο· παιδὶ πού θηλάζει, καὶ δημιουργὸ τῶν ὅλων. Βλέπω βρέφος, καὶ ἀναγνωρίζω τὸν Θεό μου· βρέφος πού θηλάζει καὶ διατρέφει τὸν κόσμο· βρέφος πού κλαίει, καὶ χαρίζει στὸν κόσμο ζωὴ καὶ χαρὰ· βρέφος πού σπαργανώνεται, καὶ μὲ λυτρώνει ἀπὸ τὰ σπάργανα τῆς ἁμαρτίας· βρέφος στὴν ἀγκαλιά τῆς μητέρας, μὲ σάρκα πραγματικὰ μέ συνεχή παρουσία πάνω στὴ γῆ, καὶ ταυτόχρονα ὁ ἴδιος καὶ στοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα, πραγματικὰ καὶ συνεχῶς στοὺς οὐρανούς.
Βλέπω βρέφος πού ἀπὸ τὴ Βηθλεὲμ μπαίνει στὴν Ἱερουσαλήμ, χωρὶς ὅμως νʼ ἀποχωρίζεται καθόλου ἀπὸ τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Βλέπω βρέφος πού προσφέρει σύμφωνα μὲ τὸν νόμο στὸ ναὸ θυσία πάνω στὴ γῆ, ἀλλά καὶ τὸ ἴδιο νὰ δέχεται τὶς εὐσεβεῖς θυσίες ὅλων στοὺς οὐρανούς. Τὸν Ἴδιο νὰ κρατιέται στὶς ἀγκάλες τοῦ γέροντα κατ’ οἰκονομίαν, καὶ τὸν Ἴδιο νὰ κάθεται σὲ θρόνους χερουβικούς, ὅπως ταιριάζει σὲ Θεό. Τὸν Ἴδιο νὰ προσφέρεται καὶ νὰ ἐξαγνίζεται, καὶ τὸν Ἴδιο νὰ ἐξαγνίζει καὶ νὰ καθαρίζει τὰ πάντα. Νὰ εἶναι ὁ ἴδιος τὸ δῶρο, καὶ ὁ ἴδιος ὁ ναός. Ὁ Ἴδιος ἀρχιερεύς, καὶ ὁ ἴδιος τὸ θυσιατήριο, ὁ ἴδιος τὸ ἱλαστήριο. Ὁ ἴδιος νὰ εἶναι αὐτὸς πού προσφέρει θυσὶα, καὶ ὁ ἴδιος νὰ προσφέρεται θυσία ὑπὲρ τοῦ κόσμου, καὶ ὁ ἴδιος νὰ προσκομίζει τὰ ξύλα τῆς ζωῆς καὶ τῆς γνώσεως. Νὰ εἶναι ὁ ἴδιος τὸ ἀρνί, καὶ ὁ Ἴδιος ἡ φωτιά. Ὁ ἴδιος νὰ εἶναι τὸ ὁλοκαύτωμα, καὶ ὁ ἴδιος ἡ μάχαιρα τοῦ Πνεύματος. Ὁ ἴδιος ὁ ποιμένας, καὶ ὁ ἴδιος τὸ ἀρνί. Ὁ ἴδιος νὰ εἶναι ὁ θύτης, καὶ ὁ ἴδιος τὸ θῦμα. Αὐτός Ἐκεῖνος πού προσφέρεται, καὶ ὁ Ἴδιος Ἐκεῖνος πού δέχεται τὴ θυσία. Αὐτός νὰ εἶναι ὁ νόμος καὶ ὁ Ἴδιος τώρα νὰ ὑποτάσσεται στὸν νόμο.
Ἐμπρὸς ὅμως τώρα νὰ ἀκούσουμε τὶς σχετικὲς μὲ τὴν ἡμέρα διηγήσεις τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων. Λέγει λοιπὸν γιὰ τὸν Χριστὸ ὁ θαυμάσιος Λουκᾶς, ὅτι, «Ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες τοῦ καθαρισμοῦ τους σύμφωνα μὲ τὸν Μωσαϊκὸ νόμο, ἔφεραν τὸν Ἰησοῦ στὴν Ἱερουσαλήμ, γιὰ νὰ τὸν παρουσιάσουν στὸν Κύριο, ὅπως εἶναι γραμμένο στὸν νόμο τοῦ Κυρίου ὅτι κάθε ἀρσενικὸ πού ἀνοίγει μήτρα, πρέπει νὰ θεωρεῖται ὡς ἀφιερωμένο στὸν Κύριο». Ὁ Σαμουὴλ λοιπὸν καὶ ὁ Ἰσαὰκ καὶ μαζὶ μ’ αὐτούς καὶ ὁ Ἰακὼβ καὶ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὅλοι ὅσοι γεννήθηκαν ἀπὸ στείρα μητέρα, χωρὶς ἐλπίδα, καὶ ἄνοιξαν τὶς ἄκαρπες μῆτρες τῶν μητέρων τους, ὀνομάστηκαν ἅγιοι (ἀφιερωμένοι) τοῦ Κυρίου. Ἐνῶ ὁ Χριστός, ὁ μόνος πού γεννήθηκε ἀπὸ μοναδικὴ παρθένο (τοῦ μόνου Θεοῦ Υἱὸς Μονογενής), καὶ δὲν ἄνοιξε τὶς παρθενικὲς πύλες, δὲν εἶναι ἁπλῶς ἅγιος (ἀφιερωμένος) τοῦ Κυρίου, ἀλλ’ εἶναι Ἅγιος τῶν ἁγίων, καὶ Κύριος τῶν κυρίων, καὶ Θεὸς τῶν θεῶν, καὶ πρωτότοκος τῶν πρωτοτόκων, καὶ ἄρχοντας τῶν ἀρχόντων, καὶ βασιλιὰς τῶν βασιλέων, καὶ ὡς τέτοιος θὰ ὀνομάζεται καὶ θὰ πιστεύεται καὶ θὰ προσκυνεῖται, καὶ τώρα στὸν ναὸ θὰ ἀνακηρυχθεῖ ἀπὸ τὸν Συμεών.
«Ὑπῆρχε», λέγει, «ἕνας ἄνθρωπος στὴν Ἱερουσαλήμ, πού ὀνομαζόταν Συμεών, καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν δίκαιος καὶ ὑπῆρχε ἅγιο Πνεῦμα ἐπάνω του. Καὶ τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ὅτι δὲν θὰ πεθάνει προτοῦ νὰ δεῖ τὸν Χριστὸ τοῦ Κυρίου. Πῆγε λοιπὸν μὲ ἔμπνευση τοῦ Πνεύματος στὸ ἱερό, καὶ καθὼς οἱ γονεῖς του ἔφερναν τὸ παιδὶ Ἰησοῦ, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουν γι’ αὐτό τὰ ἔθιμα τοῦ νόμου, αὐτός τότε τὸ δέχθηκε στὴν ἀγκαλιά του, εὐλόγησε τὸν Θεὸ καὶ εἶπε: Τώρα ἀπόλυσε, Δέσποτα, τὸν δοῦλο σου μὲ εἰρήνη, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο σου, διότι εἶδα μὲ τὰ μάτια μου τὴ σωτηρία σου πού ἑτοίμασες γιὰ ὅλους τούς λαούς, ἕνα φῶς πού θὰ εἶναι ἀποκάλυψη γιὰ τοὺς ἐθνικοὺς καὶ δόξα γιὰ τὸν λαό σου τὸν Ἰσραὴλ».«Ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ ἐξυμνήσει τὰ ἔργα τῆς δύναμης τοῦ Κυρίου καὶ νὰ κάνει ἀκουστοὺς ὅλους τούς ὕμνους σ’ αὐτόν;». Αὐτός πού κρατάει ὅλη τὴ γῆ στὴ χούφτα του, χωράει στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ γέροντα, καὶ βαστάζεται, «αὐτός πού κρατεῖ τὰ πάντα μὲ τὸν παντοδύναμο λόγο του».
Ἂς ἀγάλλεται ὁ Ἀδάμ, λέγοντας μέσω τοῦ Συμεὼν στὸν Χριστὸ: «Τώρα ἀπόλυσε τὸν δοῦλο σου, Δέσποτα, ὅπως εἶπες, εἰρηνικά». Τώρα ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὰ αἰώνια δεσμὰ· τώρα γλύτωσέ με ἀπὸ τὴ φθορὰ· τώρα λύτρωσέ με ἀπὸ τὸ θάνατο· τώρα ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὴ λύπη, σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου, τὸν ὁποῖον στὸν ναὸ ὁ Συμεὼν ἀγκαλιάζοντάς τον καὶ κηρύττοντας τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας σʼ ὅλους τούς ἐθνικοὺς καὶ Ἰουδαίους, σκιρτᾶ καὶ ἀγάλλεται καὶ μὲ λαμπρὴ καὶ διαπεραστικὴ φωνὴ κραύγαζε γι’ αὐτόν λέγοντας· Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού ὑπάρχει, καὶ προϋπῆρχε, καὶ εἶναι διαρκῶς παρὼν στὸν Πατέρα, ὁμοούσιος, ὁμόδοξος, ὁμοδύναμος, ἰσοδύναμος, παντοδύναμος, ἄναρχος, ἄκτιστος, ἀναλλοὶωτος, ἀπερίγραπτος, ἀόρατος, ἀκατανόμαστος, ἀκατάληπτος, ἀψηλάφητος, ἀκατανόητος, ἄδηλος.
Αὐτὸς εἶναι τὸ ἀπαύγασμα τῆς δόξας τοῦ Πατέρα. Αὐτὸς εἶναι ἡ σφραγίδα τῆς συστάσεως τῶν πάντων. Αὐτός εἶναι τὸ φῶς τῶν φώτων, πού ἀνατέλλει ἀπὸ τοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα. Αὐτός εἶναι ὁ Θεὸς τῶν θεῶν, καὶ Θεός πού ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτός εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, πού προέρχεται ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ ποταμὸς τοῦ Θεοῦ, πού πηγάζει ἀπὸ τὴ θεία ἄβυσσο, ἀλλὰ δὲν ἀποχωρίζεται ἀπ’ αὐτήν. Αὐτός εἶναι ὁ θησαυρὸς τῆς ἀγαθότητας τοῦ Πατέρα καὶ τῆς αἰώνιας μακαριότητας. Αὐτός εἶναι, τὸ νερὸ τῆς ζωής, πού χαρίζει στὸν κόσμο ζωή. Αὐτός εἶναι ἡ ἄκτιστη ἀκτίνα, πού γεννήθηκε ἀπὸ τὸν ἥλιο, πού ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ τὸ φῶς, ἀλλά δὲν ἀποκόπτεται ἀπὸ αὐτόν. Αὐτός εἶναι ὁ Θεὸς−Λόγος, ὁ Ὁποῖος ἔφερε τὰ πάντα στὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία μόνο μὲ τὸν λόγο του. Αὐτός εἶναι ὁ Ἑωσφόρος, πού πρὶν ἀπὸ τὸν ἑωσφόρο ὀργάνωσε τὶς δυνάμεις τῶν οὐρανίων, ἀσώματων, ἀόρατων στρατευμάτων καὶ ταγμάτων. Αὐτός εἶναι πού μόνος ἅπλωσε τὸν οὐρανό, καὶ περπατᾶ πάνω στὴ θάλασσα, σὰν νὰ εἶναι ἔδαφος. Αὐτός εἶναι πού τύλιξε τὴν ἄβυσσο μὲ ὁμίχλη. Αὐτός εἶναι πού στερέωσε τὴ γῆ πάνω στὰ νερά. Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού περιτείχισε τὴ θάλασσα μὲ ἄμμο. Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού διαχώρισε τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Αὐτός εἶναι πού καθόρισε τὴν κυκλικὴ διάταξη τῶν ἄστρων. Αὐτός εἶναι πού δημιούργησε μὲ σοφία ὅλο τὸν ὁρατὸ καὶ νοητὸ κόσμο. Αὐτός εἶναι πού μὲ χέρια ἀχειροποίητα ἔπλασε καὶ διαμόρφωσε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ πηλό. Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού μᾶς δημιούργησε ‘κατ εἰκόνα’ Θεοῦ, καὶ πού τώρα ὁ Ἴδιος ἔγινε ἄνθρωπος σύμφωνα μὲ τὴ δική μας εἰκόνα. Ἄνθρωπος, ἀλλά καὶ Θεὸς ὁ Ἴδιος. Ἔγινε ἄνθρωπος ὡς πρὸς αὐτό πού βλέπεται, ὁλόκληρος ὅπως καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος μαζὶ μὲ τοὺς ὁμοίους μου, γιὰ νὰ μὲ καθαρίσει καὶ νὰ μέ σώσει. Εἶναι Θεός, μὲ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξεως, τέλειος, ἔχοντας τὴν οὐσία τοῦ τέλειου Πατέρα. Αὐτός, ἐνῶ ἔχει δεσποτικὴ μορφὴ Θεοῦ, τώρα ἔλαβε τὴ δική μου μορφὴ τοῦ δούλου, χωρὶς νὰ μειώσει τὴ θεϊκή του ὑπόσταση, ἀλλά ἁγιάζοντας τὴν ποιότητα τῆς δικῆς μου φύσεως. Εὑρίσκεται ὁλόκληρος ἐπάνω, ἀλλʼ ἐπίσης ὁ ἴδιος ὁλόκληρος καὶ κάτω. Στὸν οὐρανὸ γεννήθηκε προαιώνια, καὶ στὴ γῆ ἀσπόρως. Εἶναι δημιουργὸς ἐκείνων πού ὑπάρχουν στὸν οὐρανὸ ὡς Θεός, καὶ στὴ γῆ κάτω εἶναι δημιούργημα ὡς ἄνθρωπος.
«Ἀκοῦστε τα αὐτὰ ὅλα τὰ ἔθνη». Ἄκουσε, Ἰσραηλιτικὲ λαὲ. Αὐτός, τὸν Ὁποῖο ἐγὼ ὁ δικός σου ἱερέας Συμεὼν κρατῶ στὴν ἀγκαλιά μου, Αὐτός, διακηρύττω μὲ δυνατὴ φωνὴ καὶ ὁμολογῶ στὸν λαὸ μέσα στὸν ναό, εἶναι ὁ Κύριος καὶ Θεός σου. «Γι’ αὐτό πρόσεχε, λαέ μου, τὰ λόγιά μου· ἀνοῖξτε τὰ αὐτιά σας στὰ λόγια πού βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα μου». Αὐτό τὸ παιδὶ εἶναι ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Ἠσαΐας προφήτεψε λέγοντας: «θὰ γεννηθεῖ παιδὶ γιά μᾶς καὶ θὰ μᾶς δοθεῖ υἱός, πού θὰ ὀνομάζεται ἀγγελιοφόρος τῆς μεγάλης ἀποφάσεως (τοῦ Πατέρα), θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιστής (Ἰσραηλιτικὲ λαέ), ἀρχηγός τῆς εἰρήνης, πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ἐφόσον λοιπὸν τὸ παιδὶ αὐτό εἶναι Θεὸς ἰσχυρός, τότε γι’ αὐτόν εἶπε ὁ Δαβίδ, «θὰ φανερωθεῖ ὁ Θεὸς τῶν θεῶν στὴ Σιών». Γιὰ τὸ παιδὶ αὐτό φωνάζει ὁ Ἱερεμίας, ὅτι «ὁ Θεὸς φανερώθηκε στὴ γῆ καὶ συναναστράφηκε τοὺς ἀν- θρώπους».
Αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι ἐκεῖνο πού τὰ παλιὰ χρόνια καὶ ἒσυσε τὴ θάλασσα γιὰ χάρη τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, καὶ βύθισε τὸν Φαραώ, καὶ ἔδωσε τὸν νόμο στοὺς Ἰσραηλίτες, καὶ ἔρριξε σὰν βροχὴ τὸ μάννα, καὶ ὁδήγησε τὸ ἑβραϊκὸ γένος μὲ φωτεινὴ στήλη, καὶ ἔσκισε τὸν βράχο, καὶ διαφύλαξε ἄφλεκτη τὴ βάτο ἀπὸ τὴ φλόγα πού ἡ φωτιὰ της ἦταν δροσερή. Αὐτὸ τὸ παιδὶ τὸν Μωυσῆ, ὅταν ἦταν σαράντα ἐτῶν, τὸν ἔκανε φονιὰ τοῦ αἰγυπτιακοῦ λαοῦ, καὶ γιὰ σαράντα χρόνια τὸν ἔκανε βοσκὸ προβάτων, καὶ ἐπὶ σαράντα ἔτη τὸν ἔκανε ὁδηγὸ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, καὶ τὸν ἐνίσχυσε, ὥστε νὰ νηστέψει ἐπὶ σαράντα ἡμέρες, ὅπως καὶ αὐτό τὸ παιδὶ μετὰ τὴ βάπτισή του νήστεψε σαράντα μέρες, καὶ σαράντα μέρες, μετὰ τὴν ἀναστασή του ἀπό τούς νεκρούς, ἀναλήφθηκε στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, καὶ μετὰ σαράντα μέρες ἀπὸ τὴ γέννησή του ἀπὸ τὴν Παρθένο, εἰσῆλθε τώρα στὴν ἐπίγεια Ἱερουσαλήμ.
Γιὰ τὸ παιδὶ αὐτό ὁ Ἀββακούμ προφήτεψε λέγοντας: Θὰ ἔρθει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴ θαιμᾶν», δηλαδὴ ἀπὸ τὸν νότο. Διότι ἀπὸ τὰ νότια της Ἱερουσαλήμ, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ Βηθλεέμ, μπῆκε τώρα στὴν Σιών. Γιὰ αὐτό τὸ παιδὶ ὁ Μωυσῆς μᾶς διαβεβαίωσε λέγοντας, «ὅτι ὁ Κύριος καὶ Θεὸς θὰ ἀναδείξει πρὸς χάριν σας προφήτη ἀπό τούς ἀδελφούς σας, καὶ ὅποιος δὲν τὸν ἀκούει, θὰ ἐξολοθρεύεται ἡ ψυχὴ του». Γι’ αὐτό τὸ παιδὶ καὶ ὁ προφήτης Δαβὶδ προσευχόταν λέγοντας· «Ἐμφανίσου, σὺ πού κάθεσαι πάνω στὰ Χερουβίμ. Θέσε σὲ ἐνέργεια τὴ δύναμή σου καὶ ἔλα νὰ μᾶς σώσεις»· καὶ πάλι: «Κάνε νὰ μᾶς προφθάσουν χωρὶς ἀργοπορία οἱ οἰκτιρμοί σου, Κύριε»· καὶ πάλι: «Κύριε, χαμήλωσε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβα». Καὶ ἀλλιῶς: «Σὺ Κύριε, Θεὲ τῶν δυνάμεων, σπεῦσε νὰ ἐπισκεφθεῖς ὅλα τὰ ἔθνη». Γι’ αὐτό: «Μάθετέ το αὐτό ὅλα τὰ ἔθνη καὶ ταπεινωθεῖτε».
Δέστε λοιπόν, Ἰουδαῖοι, καὶ πεισθεῖτε, ὅτι αὐτό τὸ παιδὶ ὑμνοῦν οἱ ἄγγελοι· αὐτό προσκυνοῦν οἱ ἀρχάγγελο· αὐτό τρέμουν οἱ ἐξουσίες· αὐτό δοξάζουν οἱ οὐράνιες δυνάμεις· αὐτό ὑπηρετοῦν τὰ Χερουβίμ· αὐτό θεολογοῦν τὰ Σεραφίφ. Αὐτό ὑπηρέτει ὁ ἥλιος· αὐτό ὑπηρετεῖ λειτουργικὰ ἡ σελήνη· σ’ αὐτό ὑπακούουν τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως· σ’ αὐτό ὑποτάσσονται οἱ πηγές. Αὐτό τὸ παιδὶ μόλις τὸ εἶδαν οἱ πύλες τοῦ ἅδη συντρίφτηκαν, ἐνῶ οἱ πύλες οἱ οὐράνιες ἄνοιξαν, καὶ ὁ ἅδης βλέποντάς το τρόμαξε. Αὐτό τὸ παιδὶ κατάργησε τὸν θάνατο, τὸν διάβολο τὸν καταντρόπιασε· τὴν κατάρα τὴν κατάργησε, τὴ λύπη τὴν ἔπαυσε, τὸ φίδι τὸ συνέτριψε· τὸ μεσότοιχο τὸ γκρέμισε, τὸ πονηρὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν τὸ ἔσχισε, τὴν ἁμαρτία τὴν πάτησε, τὴν πλάνη τὴν κατάργησε, τὴν κτίση τὴν ἀνάστησε. Αὐτό τὸ παιδὶ ἔσωσε τὸν Ἀδάμ, ἀνέπλασε τὴν Εὕα, προσκάλεσε τὰ ἔθνη, φώτισε τὸν κόσμο.
Γιʼ αὐτό ἐλᾶτε καὶ σεῖς, φιλόχριστοι καὶ φιλόθεοι, νὰ προϋπαντήσουμε ὅλοι καθαροὶ καὶ χαρούμενοι τὸν ἐρχομό τοῦ Κυρίου καὶ Δεσπότη μας. Νὰ τὸν προϋπαντήσουμε ὄχι νομικά, ἀλλά πνευματικὰ· ὄχι νοιώθοντας ἀπόλαυση στὴν κοιλιά, ἀλλά σκιρτώντας μὲ τὸν πνεῦμα· ὄχι μεθώντας μὲ κρασί, ἀλλά ὄντας θερμοὶ στὸ πνεῦμα. Ἔτσι σήμερα ἂς στολίσουμε χαρούμενοι μὲ τρόπο λαμπρὸ τὶς λαμπάδες. Ἔτσι, ὡς υἱοί τοῦ φωτός, ἂς προσφέρουμε τὰ κεριά μας στὸ ἀληθινὸ φῶς, τὸν Χριστὸ· διότι φανερώθηκε στὸν κόσμο «ἕνα φῶς, πού θὰ εἶναι ἀποκάλυψη γιὰ τὰ ἔθνη». Γι’ αὐτό, ὡς φῶτα ἐκ φωτός, ἂς λάμψουμε περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ χιόνι, ἂς γίνουμε τυρὶ πιὸ ἄσπρο ἀπὸ τὰ γάλα, ἂς γίνουμε φωτινοὶ περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ πολύτιμο λιθάρι, τὸ ζαφείρι, καὶ πετώντας στὸν οὐρανὸ ἄσπιλοι περισσότερο καὶ ἀπὸ τὰ περιστέρια, ἂς βγοῦμε σὲ προϋπάντηση τοῦ Θεοῦ στὰ σύννεφα.
Ὅλοι σήμερα, ἀλλά καὶ πάντοτε, ἂς διακηρύξουμε τὰ γεγονότα τῆς γιορτῆς. Ἂς χορέψουμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους, ἂς λάμψουν τὰ πρόσωπά μας μαζὶ μὲ τοὺς ποιμένες, ἂς προσκυνήσουμε μαζὶ μὲ τοὺς μάγους, ἂς γιορτάσουμε μαζὶ μὲ τὴ Βηθλεέμ, ἂς προϋπαντήσουμε μαζὶ μὲ τὴ Σιών, ἂς ἁγιασθοῦμε μαζὶ μὲ τὸν ναό, ἂς γεμίσουμε ἀγαλλίαση δοξάζοντας μαζὶ μὲ τὴν Παρθένο, ἂς προσφέρουμε μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσήφ, σὰν δύο τρυγόνια, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μας· ἂς ἀγκαλιάσουμε μαζὶ μὲ τὸν Συμεὼν τὸν Χριστό, καὶ μαζὶ μὲ τὴν Ἄννα ἂς τὸν δοξάζουμε, γιὰ νὰ βρεθοῦμε μέσα στὰ αἰώνια ἀγαθά, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴν εὐσπαγχνία καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


Ρήματα ζωής αιωνίου καλούμαστε να ακούσουμε σε κάθε ευαγγελική περικοπή που αναγιγνώσκονται στους ιερούς ναούς. Ρήματα σωτηρίας, πνευματικής καθάρσεως και χαράς. Κάθε μια λέξη είναι και μια πρόσκληση για τη μίμηση των λόγων του Κυρίου μας, μέσω του παραδείγματός Του. Δεν μας εγκατέλειψε ούτε λεπτό, αλλά αντιθέτως με το παράδειγμά Του στάθηκε φωτεινός οδοδείκτης. Έτσι, λοιπόν, και στο σημερινό ευαγγέλιο της Υπαπαντής του Κυρίου μας, μας έδωσε το παράδειγμα πηγαίνοντας να καθαριστεί ο άσπιλος και τέλειος Θεός.
Μετά τη γέννηση του Ιησού και την συμπλήρωση των προκαθορισμένων ημερών οδήγησαν οι γονείς Του τον Κύριο στο ναό για την τήρηση του νόμου. Ο νόμος αυτός έλεγε ότι κάθε πρωτότοκο παιδί έπρεπε να αφιερωθεί στο Θεό. Προσέφεραν θυσία ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια. Στα Ιεροσόλυμα υπήρχε και ένας άνθρωπος ονόματι Συμεών, που ήταν πλήρης Πνεύματος Αγίου και περίμενε καρτερικά να δει τον Μεσσία πριν πεθάνει σύμφωνα με την υπόσχεση που του έδωσε ο Θεός. Μόλις οδήγησαν τον Ιησού οι γονείς Του στο ναό, τον παίρνει στα χέρια του ο Συμεών και αναφωνεί το γνωστό σε όλους μας «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ῤῆμά σου ἐν εἰρήνῃ…» (Λουκ. β’, 29–32). Ακούγοντας όλα αυτά ο Ιωσήφ με τη Μαρία θαύμασαν για τα λόγια που ειπώθηκαν από το Άγιον Πνεύμα δια μέσου του Συμεών. Τότε ευλόγησε τους γονείς και τους λέει ότι ο Υιός τους θα γίνει αιτία να σωθούν ή να καταστραφούν πολλοί άνθρωποι, αλλά είπε και στην Θεοτόκο ότι θα περάσει την ψυχή της ρομφαία. Στα Ιεροσόλυμα υπήρχε και μια γυναίκα που την έλεγαν Άννα και ήταν πολύ προχωρημένης ηλικίας. Είχε παντρευτεί αλλά μετά από επτά έτη έμεινε χήρα και την υπόλοιπη ζωή της την αφιέρωσε στην προσευχή και τη δοξολογία στο Θεό, χωρίς να φεύγει καθόλου από το ναό. Αντικρίζοντας και αυτή τον Ιησού δόξαζε το Θεό και έλεγε για το παιδί, ότι έφτασε η λύτρωση. Εκπληρώνοντας τις προσταγές του νόμου επέστρεψαν ο Ιησούς με τους γονείς Του στη Ναζαρέτ, όπου μεγάλωνε και δυνάμωνε πνευματικά με τη χάρη του Θεού.
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός σαρκώθηκε και ήρθε στη γη κάνοντας το θέλημα του Πατρός Του, για να ανακαινίσει τη φθαρείσα φύση. Είναι για μας το παράδειγμα υπακοής και ταπεινώσεως. Έκανε υπακοή στον Πατέρα και ταπεινώθηκε από τα ίδια τα δημιουργήματά Του. Φόρεσε την χωμάτινη σαρκική στολή και υπέμεινε τους εμπτυσμούς και τα ραπίσματα. Θέλοντας και μη πέφτουμε σε σύγκριση. Μας έδωσε τα πάντα. Εμείς τί κάναμε; Δεν θα πρέπει να μας χαρακτηρίζει η αγνωμοσύνη προς τις δωρεές του Κυρίου μας, γιατί δε μας ζητά τίποτε άσκοπα, ότι γίνεται είναι για τη σωτηρίας μας.
Μας έδειξε το δρόμο λέγοντάς μας «ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός…»(Ιω. ιδ, 6). Υποτάχθηκε στον Πατέρα και μας άνοιξε το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε για να πετύχουμε τη θέωση. Αυτό γίνεται με την τήρηση των ευαγγελικών νόμων, όπως μας το επιβεβαίωσε ο ίδιος ο Σωτήρας μας κάνοντας πράξη τους νόμους τους οποίους ο ίδιος έθεσε. Οι νόμοι είναι απλοί και ξεκινούν από την Παλαιά Διαθήκη με τις δέκα εντολές, για να καταλήξουν στην τελειοποίησή τους στην Καινή Διαθήκη. Η σωτηρία μας δεν είναι κάτι δύσκολο και άφθαστο, το μόνο που χρειάζεται είναι να είμαστε καλοί άνθρωποι και να τελούμε τα θρησκευτικά μας καθήκοντα, όπως είχε πει και ο μακαριστός γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός. Μόνο που υπάρχει μια προϋπόθεση για να είναι εύκολη η σωτηρία μας και ονομάζεται αγάπη, που ξεκινάει από μια λέξη και καταλήγει σε έναν τρόπο ζωής, όπως μας το δήλωσε και ο Ιησούς λέγοντας «ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ιωάννη ιγ’, 34). Η αγάπη είναι η κορυφή και η τελείωση κάθε ανθρώπου. Χωρίς αγάπη κανένας δε μπορεί να φτάσει στο τέρμα της πνευματικής του πορείας, όπως είπε και ο Απόστολος Παύλος στον περίφημο «Ύμνο της Αγάπης», «Εὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρὠπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκός ἠχῶν ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον. Καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμί» (Α΄ Κορ. ιγ’).
Προσπαθώντας αγαπητοί μου αδελφοί να φέρουμε εις πέρας τις ευαγγελικές εντολές αγάπης του Κυρίου μας βρίσκουμε πολλούς πειρασμούς και εμπόδια. Να μην πτοηθούμε, διότι «ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ̉ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ̉ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ̉ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ̉ οὐκ ἀπολλύμενοι» (Β΄ Κορ. δ’, 8-9), «ὅτι ἰσχυροί ἐστε καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐν ὑμῖν μένει καὶ νενικήκατε τὸν πονηρόν» (Α’ Ιω. β’, 14).

Ἡ Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου


Ἀφοῦ μιλήσαμε τήν προηγούμενη φορά γιά τήν περιτομή τοῦ Κυρίου καί βγάλαμε τά ἀπαραίτητα διδάγματα, ἐρχόμαστε τώρα νά πᾶμε στό ἑπόμενο θέμα, σέ μιά ἄλλη Δεσποτική ἑορτή, τήν Ὑπαπαντή τοῦ Χριστοῦ. Ὑπαπαντή σημαίνει ὑποδοχή. Ὁ Συμεών ὑποδέχθηκε τόν Χριστό καί τόν πῆρε στήν ἀγκαλιά του, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια. Εἶναι μία σπουδαία ἑορτή μέ πλούσιο περιεχόμενο καί μεγάλη ἱστορία καί προϊστορία.
Ἡ βάση της  φτάνει στά χρόνια τοῦ Μωϋσῆ καί τῶν Φαραώ τῆς Αἰγύπτου. Οἱ Ἑβραῖοι κακοπερνοῦν, δουλεύουν σκληρά γιά τούς Αἰγυπτίους, ὑποφέρουν, ὑφίστανται τά πάνδεινα, γιά νά μή σηκώνουν κεφάλι. Ἀποδεκατίζονται, μειώνεται ὁ πληθυσμός τους, γιά νά μή κινδυνεύσουν ἀπό αὐτούς οἱ Αἰγύπτιοι.
Ὁ Θεός ἔβλεπε τά βάσανά τους, ἄκουε τούς στεναγμούς τους καί τούς λυπόταν. Ἔστειλε τόν Μωϋσῆ νά τούς ἐλευθερώσει, νά τούς βγάλει ἀπό τήν δουλεία τοῦ Φαραώ καί νά τούς ὁδηγήσει πίσω στήν πατρίδα τους, στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἐκεῖνος σκληρός καί ὑπερήφανος δέν θέλησε νά ὑπακούσει. Ἔκανε τήν ζωή τους ἀκόμη πιό δύσκολη καί μαρτυρική. Ἀναγκάσθηκε ὅμως νά γονατίσει καί νά δεχτεῖ νά τούς ἀφήσει νά φύγουν μετά τίς δέκα πληγές, πού τοῦ ἔστειλε ὁ Θεός καί κυρίως μέ τήν τελευταία, κατά τήν ὁποία ἄγγελος Κυρίου ἐφόνευσε τά πρωτότοκα ἀγόρια τῶν Αἰγυπτίων, ὅπως καί τόν πρωτότοκο γυιό τοῦ Φαραώ.
Ἀπό τό θανατικό αὐτό γλύτωσαν τά πρωτότοκα τῶν Ἑβραίων. Ἔτσι, θά λέγαμε, ἦταν χρεωμένοι, τά χρωστοῦσαν στό Θεό. Κάθε ἕνας πού ἔφερνε τό πρῶτο παιδί στόν κόσμο, ἔπρεπε νά τό ἀφιερώσει στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ.  Ἀργότερα, ὅταν ἔγιναν οἱ Λευΐτες καί ὑπηρετοῦσαν ἐκεῖνοι στό Ναό, ἔπαιρναν τά παιδιά τους πίσω, ἀφοῦ κατέβαλαν κάποιο ἀντίτιμο, πέντε σίκλους δηλαδή δέκα πέντε χρυσές δραχμές καί θυσίαζαν ἕνα χρονιάρικο ἀρνί. Ἄν ἦταν φτωχοί μποροῦσαν νά προσφέρουν ἕνα ζευγάρι περιστέρια ἤ δύο τρυγόνια, ἤ ἀκόμη νά μή δώσουν τίποτε, ἄν ἦταν πολύ φτωχοί.
Αὐτό τό προηγούμενο ἀναφερόταν ἀκόμη καί στά πρωτότοκα ἀρσενικά τῶν ζώων. Ἔπρεπε νά ξεχωρίζωνται καί νά προσφέρωνται στό Θεό. Αὐτή ἡ ἀφιέρωση ἦταν σημεῖο ἀναγνωρίσεως τῆς εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ καί ἀπόδειξις, ὅτι ἀνήκουν σ᾿ Αὐτόν. Εἶπε ὁ Θεός στόν Μωϋσῆ: Ἐν γάρ χειρί κραταιᾷ ἐξήγαγέ σε Κύριος ὁ Θεός ἐξ Αἰγύπτου.
Ὅταν τό ἀγόρι γινόταν σαράντα ἡμερῶν καί τό κορίτσι ὀγδόντα ἡμερῶν τό πήγαιναν στό Ναό, γιά τόν καθαρισμό τοῦ παιδιοῦ καί τῆς μητέρας του. Ἔτσι λοιπόν, ὅταν ὁ Χριστός ἔγινε σαράντα ἡμερῶν, τόν πῆραν ἡ Παναγία καί ὁ Ἰωσήφ καί ἀπό τήν Βηθλεέμ, πού ἦταν ἀκόμη, πῆγαν στά Ἱεροσόλυμα, στό Ναό τοῦ Σολομῶντος, γιά νά κάνουν ὅ,τι ὅριζε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ.
Ἀσφαλῶς μποροῦσαν νά μή πᾶνε, δέν ἦταν ὑποχρεωμένοι νά τό κάνουν, γιατί δέν ἦταν μία ἁπλῆ γέννησις ἑνός κοινοῦ ἀνθρώπου. Ἐδῶ ἔχουμε ὑπερφυσική γέννηση, τήν σάρκωση τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἐφαρμόζουν τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, ὅλες τίς διατάξεις, γιά νά μή τούς κατηγορήσει κανείς σάν παραβάτες, ἀλλά καί νά δώσουν σέ μᾶς καλό παράδειγμα, ὅτι πρέπει νά σεβώμαστε τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ καί νά ἐφαρμώζουμε στήν πληρότητά του τό θεῖο θέλημα. Ἐμεῖς πολλές φορές σκεφτόμαστε ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ, ὅτι θά μπορούσαμε νά μή κάνουμε τό ἕνα ἤ νά ἀποφύγουμε τό ἄλλο, κάτι πού εἶναι μεγάλο λάθος.
Ὁ Χριστός πού ἔδωσε τόν νόμο στόν Μωϋσῆ, ὅταν προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη σάρκα, ἔπρεπε νά τόν ἐφαρμώσει. Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: Τό ἔκανε χάριν ὑπακοῆς στό νόμο, πού ὁ ἴδιος ἔδωσε. Ἡ ἀνυπακοή τοῦ πρώτου Ἀδάμ εἶχε συνέπεια τήν πτώση καί τήν φθορά. Ἡ ὑπακοή τοῦ νέου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ, ἐπανέφερε τήν ἀνθρώπινη φύση  στόν Θεό καί θεράπευσε  τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν εὐθύνη τῆς παρακοῆς.
Ἐκεῖ στό Ναό βρίσκεται ἕνας γέροντας, πολύ μεγάλος στήν ἡλικία, ὁ πρεσβύτης Συμεών. Πῆγε τήν ἴδια ὥρα μέ τήν Παναγία καί τόν Ἰωσήφ, ἐμπνεόμενος καί καθοδηγούμενος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀξίζει νά δοῦμε ποιός εἶναι αὐτός ὁ σεβάσμιος Γέροντας.
Ἡ ἱστορία αὐτοῦ ἀρχίζει γύρω στό 280 π.Χ. ὅταν στήν Αἴγυπτο ἐβασίλευε ὁ Πτολεμαῖος ὁ Β΄ ὁ Φιλάδελφος. Φιλάδελφος κατ᾿ ἐφημισμό. Ἀγαποῦσε τόσο πολύ τόν ἀδελφό του, ὥστε τόν σκότωσε, φοβούμενος μήπως τοῦ πάρει τόν θρόνο.
Τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ ἑλληνική γλῶσσα ἦταν διαδεδομένη σέ ὅλον τόν τότε γνωστό κόσμο. Ἀκόμη καί τό σύνολο τῶν Ἑβραίων, πού εὑρίσκοντο σκορπισμένοι σέ ὅλο τόν κόσμο, μιλοῦσαν ἑλληνικά καί ὄχι ἑβραϊκά. Δέν μποροῦσαν νά διαβάσουν τήν Παλαιά Διαθήκη στή γλῶσσα τους. Γι᾿ αὐτό ἔβαλαν στόν Πτολεμαῖο τήν ἰδέα τῆς μεταφράσεως στά ἑλληνικά.
Αὐτό εἶναι καλό δίδαγμα γιά μᾶς. Ὅτι δηλαδή πρέπει νά μελετοῦμε τήν Ἁγία Γραφή. Ἡ Καινή Διαθήκη γράφτηκε κατ᾿ εὐθείαν στήν ἐλληνική γλῶσσα καί ἡ πρώτη μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού ἔγινε ἀπό τά ἑβραϊκά ἦταν στά ἑλληνικά. Αὐτό εἶναι μεγάλη τιμή γιά μᾶς τούς Ἕλληνες, ἀλλά καί μεγάλη εὐθύνη.
 Ἔχουμε τήν ἐντολή ἀπό τόν Θεό νά μελετοῦμε τήν Ἁγία Γραφή ἡμέρας καί νυκτός. Νά μή τήν ἀφήνουμε ἀπό τά χέρια μας. Θά μάθουμε πολλά, θά λάβουμε ἀπαντήσεις σέ πολλά προβλήματα πού μᾶς ἀπασχολοῦν. Καί ὅμως στήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀφιερώνουμε τόν λιγότερο χρόνο, ὅπως τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν προσευχή.  Μέ τά μαλλιά μας καί τά νύχια μας ἀσχολούμεθα πολύ περισσότερο. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει ἀξία οὔτε σάν κι᾿ αὐτά.
Ἐπανερχόμαστε στόν Πτολεμαῖο. Ἐκεῖνος κάλεσε ἑβδομῆντα δύο μορφωμένους, πού ἤξεραν καλά τά ἑλληνικά καί τά ἑβραϊκά, γιά νά κάνουν τήν μετάφραση στόν φάρο τῆς Ἀλεξανδρείας, ὁποία χάριν συντομίας ὀνομάσθηκε μετάφρασις τῶν ἑβδομήκοντα. Ἕνας ἀπό αὐτούς ἦταν καί ὁ Συμεών. Ἔδωσαν σέ ὅλους νά μεταφράσουν ἀπό ἕνα βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ Συμεών ἔτυχε νά πάρει τό βιβλίο τοῦ προφήτη Ἡσαΐα καί ἡ μετάφραση συνεχιζόταν...
Κάποια φορά ἔφτασε στό σημεῖο πού λέει ὁ προφήτης, ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἔξει...Κάποια παρθένος θά γεννήσει. Δέν μποροῦσε νά τό πιστέψει, πῶς εἶναι δυνατόν νά εἶναι παρθένος καί νά γεννήσει. Δέν τό χωροῦσε ὁ νοῦς του. Ἔφτασε στό σημεῖο νά σκεφτεῖ, ὅτι ἔκανε λάθος ὁ προφήτης, μᾶλλον θά ἤθελε νά γράψει, ὅτι κάποια γυναίκα θά γεννοῦσε. Ἔκανε μάλιστα νά βγάλει ἕνα μικρό μαχαιράκι, γιά νά ξύσει, νά σβύσει τήν λέξη. Ἐκείνη τήν στιγμή ἄγγελος Κυρίου τοῦ ἔπιασε τό χέρι καί τόν σταμάτησε. Νά μεταφράσεις ὅ,τι βλέπεις, ὅ,τι εἶναι γραμμένο, τοῦ εἶπε, γιατί δέν εἶναι λάθος. Ὄντως ἡ Παρθένος θά γεννήσει υἱόν κι᾿ ἐσύ δέν θά πεθάνεις πρίν γίνουν αὐτά. Θά ἀξιωθεῖς νά τόν δεῖς καί νά τόν γνωρίσεις.
Τό θέμα αὐτό τόν ἀπασχολοῦσε σοβαρά καί συνέχεια. Δέν ἔφευγε ἀπό τό μυαλό του. Κάποια μέρα πού ἔκανε βαρκάδα στό Νεῖλο ποταμό ἤ κατ᾿ ἄλλους στή θάλασσα, πέταξε μέσα στό νερό τό δαχτυλίδι, πού φοροῦσε,  καί εἶπε, ὅσο ἐγώ θά μπορέσω νά βρῶ τό δαχτυλίδι αὐτό, ἄλλο τόσο καί ἡ παρθένος θά γεννήσει παιδί. Μετά ἀπό μέρες ἀγόρασε ψάρια καί τά ἔδωσε νά τά μαγειρέψουν. Στό πρῶτο ψάρι πού ἄνοιξε, γιά νά φάει, βρῆκε μέσα τό δαχτυλίδι! Τότε πείσθηκε ὅτι, ὅσο παράξενο καί ἄν εἶναι, μπορεῖ νά γίνει.
Τελείωσαν οἱ ἐργασίες τῆς μετάφρασης καί οἱ ἑρμηνευταί πῆγαν στά σπίτια τους. Ἔφυγε καί ὁ Συμεών γιά τήν πατρίδα του, τά Ἱεροσόλυμα. Τά χρόνια περνοῦσαν, ἕνας-ἕνας ὅλοι οἱ δικοί του, οἱ συγγενεῖς, οἱ γνωστοί  του πέθαιναν, ἀλλά αὐτός ἐξακολουθοῦσε νά ζεῖ. Ἔφτασε καί ξεπέρασε τά 270 χρόνια.
Κάποια φορά, πού καθόταν στό σπίτι του, δέχθηκε μία ἐσωτερική παρόρμηση. Σάν νά κάποιος τόν ἔσπρωξε καί τοῦ εἶπε νά πάει στό ναό τοῦ Σολομῶντος. Σηκώθηκε μέ τρεμάμενα πόδια καί σιγά-σιγά πῆγε στό ναό. Ἐκείνη τήν ὥρα ἔφτασαν καί ἡ Παναγία μέ τόν Ἰωσήφ καί τόν Χριστό στήν ἀγκαλιά. Τό Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ ἀπεκάλυψε, ὅτι αὐτή εἶναι ἡ Παρθένος, γιά τήν ὁποία ἔγραψε ὁ προφήτης Ἡσαΐας καί αὐτό εἶναι τό παιδί, πού γέννησε. Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, πού περίμενε τόσα χρόνια καί ὁ ἴδιος του, ἀλλά καί ὁ κόσμος ὅλος.
Εἶναι συγκινητική ἡ στιγμή πού ὁ Χριστός προσφέρεται ὡς νήπιο στό Ναό. Ὁ προαιώνιος Θεός, πού διακρατεῖ καί διευθύνει τόν κόσμον ὅλον, τά πάντα, παρουσιάζεται ὡς βρέφος στό Ναό, εὑρισκόμενος στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας του. Εἶναι νήπιο καί ταυτόχρονα προαιώνιος Θεός.
Μέ τήν νηπιότητα αὐτή ἐθεράπευσε τό νηπιῶδες φρόνημα τοῦ Ἀδάμ. Εἶχε βέβαια φωτισμό τοῦ μυαλοῦ του, ἀλλά ἔπρεπε  νά δοκιμασθεῖ καί νά φτάσει στή θέωση. Ἐπειδή ἦταν ἄπλαστος καί νήπιο πνευματικά, ἐπειδή εἶχε νηπιῶδες φρόνημα, γι
᾿ αὐτό εὔκολα ἀπατήθηκε ἀπό τόν πονηρό διάβολο, πού γέρασε στήν ἁμαρτία καί στήν πονηρία. Ὁ Χριστός παίρνοντας τήν σωματική νηπιακή ἡλικία ἐθεράπευσε τό νηπιῶδες φρόνημα τοῦ Ἀδάμ, ἀλλά γενικά τήν ἀνθρώπινη φύση. Δέν μποροῦσε ὁ διάβολος νά πλανήσει τήν ἐν Χριστῷ ἀνθρώπινη φύση, ὅπως τό ἔκανε μέ εὐχέρεια στόν πρῶτο Ἀδάμ.
Ὁ ἅγιος Συμεών πῆρε τόν Χριστό στά τρεμάμενα χέρια του καί συγκινημένος εὐλόγησε τόν Θεό. Δέν ἦταν ἱερεύς, ὅπως λένε κάποιοι, ἀλλά ἀνώτερος τοῦ ἱερέως. Ἦταν πνευματοκίνητος. Τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν ἀποκαλύπτει τά θεῖα μυστήρια σέ ἀνθρώπους, πού εἶναι ἀκάθαρτοι. Ἐκεῖνο τόν καθοδηγοῦσε καί τόν ἐνίσχυε. Λέει ὁ προφήτης Ἡσαΐας: Ἰσχύσατε χεῖρες ἀνειμέναι καί γόνατα παραλελυμένα... Ἰσχύσατε, μή φοβῆσθε. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνίσχυσε τά πόδια του , γιά νά πορευθοῦν στό Ἱερό, ἀλλά ἐνίσχυσε καί τά χέρια του, γιά νά κρατήσουν τόν Χριστό. Γι᾿ αὐτόν λέει καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: Ὡς πρός τήν φύση ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ὡς πρός τήν ἀρετήν ἄγγελος.
Ἐκεῖ στό ναό βρισκόταν κάποια Ἄννα προφήτις, πού ἀναγνώρισε τόν Θεό καί διεκήρυξε, ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου. Μέρα-νύχτα βρισκόταν μέσα στό ναό καί ποτέ δέν ἀπομακρυνόταν ἀπό αὐτόν. Λάτρευε τόν Θεό μέ ἀδιάλειπτη προσευχή καί συνεχῆ νηστεία.
Κάποιος ἑρμηνευτής τῶν θείων Γραφῶν νά πῶς ἑρμηνεύει τό χωρίο αὐτό τοῦ Εὐαγγελίου. Πήγαινε τό πρωΐ στό ναό γιά τήν πρωϊνή ἀκολουθία καί δέν ἔφευγε. Συμμετεῖχε στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ καί στήν προσευχή, ἀλλά δέν ἔφευγε οὔτε κἄν ἀπομακρυνόταν ἀπό τόν ναό, παρά μόνο ἀφοῦ τελείωνε καί ἡ τελευταία βραδυνή ἀκολουθία. Καί αὐτό γινόταν κάθε μέρα. Εἶχε συνδέσει ὅλη της τήν ζωή μέ τόν ναό καί τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Πόσο πολύ πρέπει νά μᾶς διδάξει τό παράδειγμα αὐτό καί ἡ διαγωγή τῆς Ἁγίας Ἄννης τῆς προφήτιδος ὅλους μας καί πολύ περισσότερο ἐκείνους, πού ποτέ δέν πατοῦν στήν Ἐκκλησία ἤ πηγαίνουν στή θεία Λειτουργία κατά τά τελευταῖα λεπτά, σάν νά ἦταν κάποιο πάρεργο, κάτι χωρίς ἀξία. Καί ὅμως στό θέατρο ἤ στόν κινηματογράφο ἤ στό ποδόσφαιρο πηγαίνουν ἀπό πολύ ἐνωρίς πρίν ἀρχίσει ἡ παράσταση ἤ ὁ ἀγώνας. Ἡ θεία Λειτουργία, τό μυστήριο τῶν μυστηρίων οὔτε τόσο δέν ἀξίζει; καί μετά θέλουμε νά λεγώμαστε καλοί χριστιανοί...
Ὁ πρεσβύτης Συμεών ὁδηγήθηκε στό ναό ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ Ἁγία  Ἄννα ἔμενε ἐκεῖ συνεχῶς. Ἔτσι καί οἱ δύο ἀξιώθηκαν νά δοῦν τόν Χριστό. Ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό προϋποθέτει καί ἀνάλογο βίο. Ὁ Συμεών ἦταν δίκαιος, δηλαδή ἐνάρετος. Ἡ Ἄννα ζοῦσε ἐν χηρείᾳ βίο καθαρό καί ἄμωμο.
Μετά ἀπό αὐτά λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πόσο μεγάλο κακό κάνει ἡ πορνεία, ἡ ἀκάθαρτη ζωή. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ τόν Χριστό. Κρατώντας τόν Χριστό στήν ἀγκαλιά του ἐδόξασε καί  εὐχαρίστησε τόν Θεό, πού τόν ἀξίωσε νά δεῖ τόν σωτήρα τοῦ κόσμου. Τώρα, Κύριε, ἀφοῦ τά εἶδα ὅλα, μπορεῖς νά μέ πάρεις ἀπό αὐτόν τόν μάταιο κόσμο.Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα... Εἶναι συγκλονιστική ἡ σκηνή αὐτή. Ἀσφαλῶς δέν θά μποροῦσε νά γίνει αὐτό, ἄν τά χέρια του δέν ἐνισχυόταν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως προείπαμε.
Ζητάει τήν λύση τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Λέει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος, εἶναι δεσμός τό σῶμα γιά τήν ψυχή, εἶναι φυλακή, γι᾿ αὐτό οἱ ἅγιοι, οἱ ἐνάρετοι δέν φοβοῦνται τόν θάνατο. Ὁ θάνατος θά τούς φέρει κοντά στόν Θεό, πού ἀγαποῦν καί ποθοῦν. Αὐτή ἡ λύση εἶναι εἰρήνη, εἶναι εὐλογία. Ζητάει τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα καί τό θεωρεῖ ἀνάπαυση.  Ἐμεῖς γιατί τρέμουμε αὐτή τήν λύση; Μήπως φταίει ἡ ζωή μας καί ἡ κατάστασή μας; Δέν θέλουμε αὐτήν τήν λύση, γιατί ξέρουμε τήν μᾶς περιμένει μετά ταῦτα, ξέρουμε τί θά συναντήσουμε, τί κρύβεται πίσω ἀπό τόν θάνατό μας. Δέν μᾶς συμφέρει, μά καί δέν λέμε νά μετανοήσουμε, νά διορθωθοῦμε.

Ἤθελε λοιπόν νά πορευθεῖ στόν Ἄδη καί γιά ἕναν ἀκόμη λόγο, νά ἀναγγείλει τήν χαρμόσυνη εἴδηση, ὅτι ἦρθε ὁ Μεσσίας, ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου. Λέει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, βιαζόταν νά πάει στόν Ἄδη, γιά νά μή προλάβουν νά ἀναγγείλουν τό γεγονός τά νήπια, πού ἐπρόκειτο νά σφαγοῦν ἀπό τόν Ἡρώδη. Τά νήπια εἶνα γοργά καί εὐκίνητα, ἐνῷ αὐτός γέρων καί βραδυκίνητος. Ἑπομένωςὁ Συμεών εἶναι ὁ πρῶτος κῆρυξ τοῦ Ἄδη.
Ἀλλά δέν εἶπε μόνο αὐτά. Φωτισμένος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶπε καί ἄλλα  προφητικά λόγια.Οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον.  Ἄλλοι θά τόν δεχτοῦν καί ἄλλοι θά τόν ἀπορρίψουν. Πολλές συζητήσεις θά γίνωνται γύρω ἀπό τό πρόσωπό του. Κάποιοι θά τόν πιστέψουν καί κάποιοι ἄλλοι θά τόν ἀρνηθοῦν. Αὐτό γινόταν καί τότε στήν ἐποχή του, γινόταν μέσα στό διάβα τῶν αἰώνων, γίνεται ἀκόμη καί σήμερα. Ὅσοι τόν πιστεύουν, σώζονται. Ὅσοι τόν πιστεύουν ζοῦν ζωή ἀναστημένη, ἁγία καί πνευματική ζωή. Ὅσοι τόν ἀρνοῦνται πέφτουν καί τσακίζονται. Τρῶνε τά μοῦτρα τους, χάνονται, καταστρέφονται. Ἡ ζωή τους εἶναι κόλαση καί ἐδῶ καί ἐκεῖ. Παράδειγμα ὁ Γολγοθᾶς. Ἕνας ληστής πιστεύει καί σώζεται, ἐνῷ ὁ ἄλλος ἀμφισβητεῖ, ἀπιστεῖ καί καταδικάζεται.
Ὁ Χριστός εἶναι σημεῖο ἀντιλεγόμενο. Ταλαντεύονται οἱ ἄνθρωποι γιά τό τί εἶναι ὁ Χριστός, Θεός ἤ ἄνθρωπος; Ἐμεῖς εἴμαστε βέβαιοι, ὅτι εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Πεινᾶ, διψᾶ, δέχεται τό μαρτύριο, σταυρώνεται, πάσχει, κλαίει στόν τάφο τοῦ φίλου του Λαζάρου. Ἀλλά καί κάνει θαύματα, ἐκδιώκει δαιμόνια, ἀνασταίνει νεκρούς, ἀνοίγει μάτια τυφλῶν, θεραπεύει λεπρούς κ.ἄ.
 Αὐτό ἀναφέρεται καί στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι τό πραγματικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλοι σώζονται, ἀφοῦ παραμείνουν στήν Ἐκκλησία καί ἄλλοι καταδικάζονται ἀρνούμενοι τό σωτηριῶδες ἔργο του. Θά εἶναι εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν καί στήν ἄλλη ζωή. Ὅλοι θά τόν δοῦν, ἀλλά γιά ἄλλους θά εἶναι κόλασις, γιά ἄλλους παράδεισος.
Λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὅτι ὁ Σταυρός καί τό Πάθος θά ἀποκαλύψει τίς ἐσωτερικές διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Πέτρος τόν ἀρνεῖται. Οἱ Μαθηταί τόν ἐγκαταλείπουν. Ὁ Ἰούδας τόν προδίδει καί πνίγεται. Ὁ Πιλᾶτος ἀποφεύγει (νομίζει) τίς εὐθύνες μέ τό πλύσιμο τῶν χεριῶν του. Ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος ἀποκαλύπτονται καί τόν κηδεύουν. Οἱ Ἰουδαῖοι θά δώσουν ἀργύρια στούς στρατιῶτες, γιά νά ἀποκρύψουν τήν Ἀνάσταση.
Ἡ δεύτερη προφητεία: Καί σοῦ δέ αὐτῆς τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφαία. Ἀλλά καί τήν δική σου καρδιά, Παναγία μου, θά τήν διαπεράσει δίκοπο μαχαίρι. Κι᾿ ἐσύ ἔχεις νά πιεῖς πικρό ποτήρι, θά πονέσεις καί θά πικραθεῖς. Αὐτό συνέβει πολλές φορές στήν Παναγία. Ὅταν ἔφυγαν μέ ἀγωνία στήν Αἴγυπτο, γιά νά ἀποφύγουν τά μαχαίρια τοῦ Ἡρώδη, ὅταν τόν κατηγοροῦσαν συνέχεια οἱ φαρισαῖοι. Ὅμως κυρίως καί πρό πάντων πόνεσε ἡ Παναγία, ὅταν εἶδε τόν Χριστό ἐπάνω στό σταυρό. Τότε ἦταν πού σχίσθηκε ἡ καρδιά της καί ἔγινε κομμάτια.
Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πονεμένη μητέρα. Ὅταν ἐμεῖς συναντοῦμε  προβλήματα καί θλίψεις στή ζωή μας μή παραπονούμεθα, μή γογγύζουμε καί δυσανασχετοῦμε. Πιό πολύ καί ἐντελῶς ἄδικα πόνεσε καί πικράθηκε ἡ Παναγία. Ἐμεῖς, ἄν δυσκολευώμαστε, γίνεται ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἡ ἁμαρτία, πού διαπράττουμε, ἔχει μέσα της τό δηλητηριῶδες κεντρί τοῦ πόνου.
Τέλος ὁ σαραντισμός, πού γίνεται σήμερα, ἔχει ἀρχή καί βάση τήν ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου. Εἶναι καθαρισμός τῆς γυναίκας καί εὐχαριστία πρός τόν Θεό. Σαράντα ἡμέρες μετά πού θά γεννήσει ἡ μητέρα καί ἀφοῦ καθαρίσει ἀπό τά κατάλοιπα τῆς γέννας, καθαρή καί λουσμένη παίρνει τό παιδί καί τό πηγαίνει στήν Ἐκκλησία, γιά νά τό προσφέρει στό Θεό. Ἐμεῖς τό προσφέρουμε στό Θεό, ἀλλά ὁ Ἱερεύς μᾶς τό δίνει πάλι πίσω, γιά νά τό μεγαλώσουμε ὅπως θέλει ὁ Θεός. Ὅποιος δέν τό κάνει, θά εἶναι ὑπεύθυνος καί ὑπόλογος στό θεό. Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅτι αὐτούς τούς γονεῖς σάν ἐγκληματίες θά τούς καταδικάσει ὁ Θεός. Μή λησμονοῦμε, ὅτι εἴμαστε συνεργοί Θεοῦ, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Συνεργοί καί στήν γέννηση νέων ἀνθρώπων, ἀλλά συνεργοί καί στήν καλή διαπαιδαγώγηση.
Ἀφοῦ ἐτέλεσαν ὅλα ὅσα προέβλεπε ὁ Νόμος, ἡ Παναγία μέ τόν Χριστό καί τόν Ἰωσήφ γύρισαν πίσω στήν πατρίδα τους. Ἐκεῖ μεγάλωνε καί προέκοπτε σέ ἡλικία καί σοφία καί σιγά-σιγά, ἀνάλογα μέ τήν ἡλικία, φαινόταν ἡ σοφία πού ὁ Χριστός εἶχε. Ἔτσι πρέπει κι᾿ ἐμεῖς νά ζοῦμε, πάντοτε σύμφωνα μέ τό θεῖο θέλημα. Νά προκόπτουμε πνευματικά, νά φτάσουμε στό μέτρο ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ. Μή συγκρίνουμε τούς ἑαυτούς μας μέ ἄλλους ἀνθρώπους. Δέν εἶναι τό μέτρο μας αὐτοί.
Ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Παΐσιος, ἐάν συγκρίνω τόν ἑαυτό μου μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, νομίζω πώς κάτι εἶμαι καί αὐτό μέ ἀναπαύει. Ἄν ὅμως συγκρίνω τόν ἑαυτό μου μέ τούς ἁγίους ἤ μέ τόν Χριστό, τότε διαπιστώνω, ὅτι εἶμαι τενεκές.
Νά κοιτάξουμε λοιπόν νά προοδεύσουμε κατά Θεόν, γιά νά ἐπιστρέψουμε στήν ἀληθινή πατρίδα μας, πού εἶναι ὁ οὐρανός. Ἀμήν.-

Λόγος Μεγ.Αθανασίου εις την Υπαπαντή του Κυρίου


Με το να είπή δέ ή Παναγία Παρθένος• «Ιδού ή δούλη Κυρίου, ας γίνη εις έμέ όπως είπες», έφανέ-ρωσε τούτο. Είμαι πίναξ, λέγει, επάνω εις τον όποιον γράφεται ό,τι θέλει ό Κύριος του παντός. Άφού δε ό άγγελος ελαβε την διαβεβαίωσιν της πίστεως της Παρθένου άνεχώρησεν άπ' αυτής.

«Δοξάζει ή ψυχή μου τον Κύριον».,.
«Διότι είδε με εύμένειαν την ταπεινην δούλην του.Διότι από τώρα θα με μακαρίζουν όλαι αι γενεαί», 'Αλλά πόσο μεγάλο κατόρθωμα είναι ή παρθενία; Όταν κανείς θέλη να άσκηση τάς αλλάς άρετάς καθοδηγείται από τον νόμον, ή παρθενία όμως, επειδή είναι ανωτέρα του νόμου και έχει ως ύψηλότερον σκοπόν την διαμόρφωσιν της προσωπικής ζωής,είναι άφ' ενός μεν γνώρισμα του μέλλοντος αιώνος, άφ' έτερου δε είκών της καθαρότητας των αγγέλων."Οταν δηλαδή ό Δεσπότης του παντός ό Θεός Λόγος,επειδή ήθελεν ό Πατήρ να άνεγείρη και να ανακαίνιση τα πάντα, επέλεξε, δια να γίνη μήτηρ του σώματος το όποιον έπρόκειται να φορέση, την Παρθένον, ή οποία και έγινε, και με αυτόν τον τρόπον ήλθε μεταξύ μας ως άνθρωπος ό Κύριος,έκαμε την επιλογήν αυτήν,ώστε,όπως τα πάντα έγιναν δι' αΰτού,έτσι και ή παρθενία να προέλθη εξ αύτού,και να δοθή πάλιν δι'αυτού το χάρισμα τούτο εις τους ανθρώπους και να πολλαπλασιάζεται. Πόσο μεγάλο θα έλεγε κανείς το καύχημα της αγίας Παρθένου και θεοειδούς Μαρίας,επειδή υπήρξε και είναι μήτηρ του Λόγου ως προς την γέννηοιν του Σώματος; Διότι το θείον αυτό γέννημα στρατιά μεν αγγέλων έδοξολόγηοε, κάποια γυναίκα δε ύψωσε την φωνήν και έλεγε: «Μακαριά ή κοιλία που σε έβάστασε και οι μαστοί που έθήλασες».Και ή ιδία ή Μαρία πού έγέννησε τον Κύριον και ή οποία έμεινεν άειπάρθενος, επειδή αντελήφθη αυτό πού συνέβη εις τον εαυτόν της, έλεγεν «Από τώρα θα με μακαρίζουν όλαι αί γε-νειαί». Αυτό πού συνέβη εις την Μαρίαν είναι καύχημα δι' όλας τάς παρθένους. "Ολαι δηλαδή αύται κρέμονται ωσάν παρθενικά παρακλάδια άπ' αυτήν, ή οποία είναι ωσάν ρίζα δι' αυτάς.
«Και όταν συνεπληρώθησαν αί ήμέραι του καθαρισμού, σύμφωνα προς τον Μωσαϊκόν νόμον, έφεραν αυτόν εις τα Ιεροσόλυμα, δια να τον παρουσιάσουν εις τον Κύριον, όπως είναι γραμμένον εις τον νόμον του Κυρίου,ότι κάθε άρσενικόν που ανοίγει μήτραν,πρέπει να θεωρηθή ως άφιερωμένον εις τον Κύριον, και δια να προσφέρουν θυσίαν,σύμφωνα με αυτό πού λέγει ό νόμος του Κυρίου εν ζεύγος τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια». Ούτος περιείίλήθη την σάρκα, Οχι δια να ύπάρχη και να ζή όπως οι άλλοι άνθρωποι, αλλ' έγινεν άνθρωπος δια να άγιάζη την σάρκα. Εάν δε νομίση κανείς ότι ή φράσις «δια να παρουσιάσουν εις τον Κύριον» αναφέρεται εις τον ίδιον τον Κύριον, έχει λάθος εις αυτήν την σκέψιν. Διότι πότε άπεκρύβη ό Κύριος από τα μάτια του Πατρός διά να μη ήμπορή ό Πατήρ να τον βλέπη; "Η ποίος τόπος ευρίσκεται έξω από την έξουσίαν του Κυρίου, ώστε να ευρίσκεται εκεί και να μη ευρίσκεται μαζί με τον Πατέρα, εάν δεν ανήρχετο εις Ιεροσόλυμα και δεν έπαρουσιάζετο εις τον ναόν; Και πώς προσέφερε τάς τυπικάς θυσίας, άφού ό ίδιος είναι ή αλήθεια; Μήπως αυτά δεν εγράφησαν δι' εκείνον, αλλά δι' ημάς; "Οπως δηλαδή, ενώ είναι Θεός,γίνεται κατά φυσικόν τρόπον άνθρωπος χωρίς να ύποστή μεταβολήν,και υφίσταται την περιτομήν και βαπτίζεται και τα άλλα σχετικά, όχι δια τον εαυτόν του,αλλά δι' ημάς,δια να γίνωμεν ημείς δια της χάριτος θεοί, ενώ είμεθα άνθρωποι, και δια να ύποστώμεν πνευματικήν περιτομήν και όχι νομικήν,και δια να καθαρισθώμεν από τον ρύπον της αμαρτίας δια του βαπτίσματος και δια να σταυρωθώμεν δια τον κόσμον και άναστηθώμεν δια τον Θεόν- ή ακακία και ή σωφροσύνη[...]


Μεγάλου Αθανασίου, Ερμηνεία εις το Κατά Λουκάν. "Εργα, 12, σελ. 317-321.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...